Άγιος Πέτρος επίσκοπος Άργους.
Ο επιτάφιος του Εις τον Αθανάσιον επίσκοπον Μεθώνης και η Ελληνικών Θεραπευτική Παθημάτων του Θεοδώρητου Κύρρου.
Avshalom Laniado
Tel Aviv University, Department of History, Gilman Building, Ramat Aviv 69978, Israel.
Ο Άγιος Πέτρος, επίσκοπος και πολιούχος του Άργους, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη περί το 850, και απεβίωσε στο Άργος λίγο πριν από το 930. Κύρια πηγή για τη ζωή του αποτελεί ο λόγος τον οποίον συνέγραψε ο Θεόδωρος μητροπολίτης Νικαίας περίπου μια γενιά μετά από το θάνατό του.
Σύμφωνα με το Θεόδωρο Νικαίας, η οικογένεια του Αγίου Πέτρου ήταν ευσεβής, πλούσια και φιλόπτωχος. Όλα τα μέλη της, οι δύο γονείς, τα τέσσερα αγόρια και η μία κόρη, ακολούθησαν το μοναχικό τρόπο ζωής, με πρωτοπόρο τον πρωτότοκο Παύλο, που έγινε κατόπιν επίσκοπος Κορίνθου.
Ο Θεόδωρος Νικαίας αναφέρεται και στη παιδεία του Αγίου Πέτρου, και λέγει ότι «ἦτο δεινότατος κατὰ τὴν ἐξωχριστιανικὴν παιδείαν» («οὐδὲ γὰρ ὡς τῆς ἔξωθεν παιδείας περιχειλὴς ἐφρόνει τι μέγα καὶ μετέωρον»), και προσθέτει ότι «αὐτὸς ἐκυοφόρησε πολλὰ σοφὰ μαθήματα καὶ αὐτὴν τὴν καλὴν ὠδῖνα τοῦ λόγου ἐγέννησε, καθὼς φανερώνουν καὶ τὰ ὑπ’αὐτοῦ ἐκπονηθέντα συγγράμματα.» («πολλῶν ἐγκύμων ἐγένετο σοφῶν μαθημάτων καὶ ταύτην ἀπέτεκε τὴν καλὴν ὠδῖνα τῶν λόγων, ὡς καὶ αὐτὰ δηλοῖ τὰ τούτῳ ἐκπονηθέντα συγγράμματα.»)
Σήμερα σώζονται επτά λόγοι του Αγίου Πέτρου, των οποίων η μοναδική πλήρης έκδοση, με εισαγωγή, νεο-ελληνική μετάφραση και σχόλια, δημοσιεύτηκε το 1976 στο έργο του Κωνσταντίνου Κυριακόπουλου με τον τίτλο Ἁγίου Πέτρου ἐπισκόπου Ἄργους Βίος καὶ λόγοι. Αυτοί οι λόγοι βεβαιώνουν την μαρτυρία του Θεοδώρου Νικαίας για την παιδεία του Αγίου Πέτρου, και δείχνουν ότι ήξερε καλά τους κλασσικούς συγγραφείς της αρχαιότητας, τους πατέρες της Εκκλησίας, και τους κανόνες της ρητορικής.
Δύο από τους επτά λόγους αφορούν την Θεοτόκο και δύο την μητέρα της, την Αγία Άννα, ενώ δύο άλλοι είναι εγκώμια μαρτύρων (για τους Αγίους Αναργύρους και την Αγία Βαρβάρα). Ένας μόνο λόγος ασχολείται με ένα πρόσωπο του πρόσφατου παρελθόντος. Είναι ο επιτάφιος Εἰς τὸν μακάριον Ἀθανάσιον ἐπίσκοπον Μεθώνης, κύρια πηγή για τη ζωή ενός Σικελικής καταγωγής ασκητή, ηγούμενου και ιερέα του ενάτου αιώνα. Κατά πάσα πιθανότητα, όμως, ο Άγιος Πέτρος δεν γνώριζε προσωπικά τον Αθανάσιο. Εκφώνησε τον επιτάφιο στη Μεθώνη, κοντά στο τάφο του Αθανασίου, αλλά μερικά χρόνια μετά από το θάνατό του.
Ο Αθανάσιος γεννήθηκε στη Κατάνη. Ήταν ακόμα παιδί όταν έφυγε με τους γονείς του από τη πατρίδα του, λόγω μιας αραβικής εισβολής, πιθανόν αυτής του 828. Εγκαταστάθηκε στην Πάτρα, και έγινε με το καιρό επίσκοπος Μεθώνης. Το 879, έλαβε μέρος στη σύνοδο της Αγίας Σοφίας.
Σύμφωνα με τους κανόνες της ρητορικής, οι εγκωμιαστικοί λόγοι περιέχουν συγκρίσεις, των οποίων ο σκοπός είναι να αποδεικνύουν την υπεροχή των επαινουμένων. Στον επιτάφιο εις Αθανάσιον Μεθώνης υπάρχουν δύο συγκρίσεις. Στη δεύτερη, με την οποία δεν θα ασχοληθούμε εδώ, ο Άγιος Πέτρος ισχυρίζεται ότι τα λόγια του ετοιμοθάνατου Αθανασίου είναι προτιμότερα από τα τελευταῖα φιλοσοφήματα του Σωκράτη. Στην πρώτη σύγκριση, ο επίσκοπος Μεθώνης συγκρίνεται με μία σειρά από προσωπικότητες της αρχαιότητας:
«Μὲ τοιαύτην διδασκαλίαν καὶ πρᾶξιν ὅλους γενικῶς τοὺς κατέστησεν ἀξίους νὰ διδαχθοῦν τὸν θεόν, ἐδίδαξε συμφώνως πρὸς τὴν θείαν προφητείαν, νὰ δύνανται νὰ διακρίνουν τὸ καλὸν ἀπὸ τὸ χειρότερον, ὄχι ὅπως ὁ Ζάμολξις καὶ ὁ Ἀνάχαρσις, τοὺς ὁποίους ἐθαύμασαν, ἂν καὶ βαρβάρους, διὰ τὴν σοφίαν των οἱ Ἕλληνες, οὔτε βεβαίως νομοθετήσας κατὰ τοὺς Κρῆτας ὁ Λυκοῦργος εἰς τοὺς Σπαρτιάτας καὶ ὁ Μνησίων εἰς τοὺς Ἀργείους, ὄχι ὅπως ὁ Νέστωρ εἰς τοὺς Πυλίους, τοῦ ὁποίου τοὺς λόγους γλυκυτέρους τοῦ μέλιτος ἀπεκάλεσεν ὁ Ὅμηρος, ὄχι οἱ νομοθέται τῶν Ἀθηναίων Σόλων καὶ Κλεισθένης, οἱ ὁποῖοι, ὄχι μόνον ἔπεισαν νὰ δεχθοῦν τοὺς νόμους των τοὺς γείτονας Ἕλληνας καὶ νὰ πολιτεύωνται συμφώνως πρὸς αὐτοὺς, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἐκείνους διὰ τοὺς ὁποίους τοὺς ἐδημοσίευσαν (), νὰ τοὺς κρατήσουν μέχρι τέλους.»
«Οὕτω διδάσκων καὶ πράττων, διδακτοὺς ἅπαντας Θεοῦ, κατὰ τὸν θεῖον χρησμόν, ἀπετέλεσε καὶ διακριτικοὺς καλοῦ καὶ τοῦ χείρονος ἱστόρησε, οὐ καθάπερ Ζάμολξις καὶ Ἀνάχαρσις οὓς ἐπὶ σοφίᾳ καίτοι βαρβάρους ὄντας ἐθαύμασαν Ἕλληνες· οὐ μὴν ὡς Κρῆτες νόμους ἐνθεὶς () ὁ Λυκοῦργος τοῖς Σπαρτιάταις καὶ +Μνησίων+ Ὰργείοις· οὐ Νέστωρ Πυλίοις, οὗ τοὺς λόγους μέλιτος γλυκυτέρους ἐκάλεσεν Ὅμηρος, ού Σόλων καὶ Κλεισθένης Ἀθηναίοις νομοθετήσαντες, οἵτινες οὐ μόνον ἀγχιτέρμονας Ἕλληνας τοὺς αὐτῶν δέξασθαι νόμους καὶ κατ’ἀυτοὺς πολιτεύεσθαι, ἀλλ’οὐδ’ἐκείνους, οἷς τούτους ἐξέθηκαν, μέχρι τέλους ἔπεισαν κατασχεῖν. »
Σε αυτό το κείμενο υπάρχουν δύο προβλήματα:
1) Μαθαίνουμε ότι η επιρροή των αρχαίων νομοθετών ήταν περιορισμένη. Δεν έπεισαν τους «ἀγχιτέρμονας ἕλληνας», δηλαδή τούς γείτονές τούς, να δεχθούν τους νόμους τους, και δεν πέτυχαν να πείσουν τους συμπολίτες τους να σεβαστούν αυτούς τους νόμους συνεχώς. Κάποιος μπορεί να αμφισβητήσει την λογική της συγκρίσεως, δεδομένου ότι μερικές από τις προσωπικότητες που μνημονεύονται εδώ, ήταν οι πρώτοι νομοθέτες των πόλεών τους. Αντιθέτως, ο Αθανάσιος δεν ήταν ο πρώτος που έφερε τον χριστιανισμό στην Μεθώνη, και δεν ήταν ο πρώτος επίσκοπός της. Επίσης, δεν φαίνεται να είχε καμία επιρροή εκτός της επισκοπής του.
2) Η αναφορά στο Μνησίωνα παρουσιάζει ένα επιπλέον πρόβλημα, αφού πρόκειται για ένα Αργείο νομοθέτη τελείως άγνωστο από άλλες πηγές. Ο Κυριακόπουλος αναγνωρίζει σε αυτό το σημείο μία δυσκολία στη χειρογραφική παράδοση και βάζει τη λέξη Μνησίωνα μεταξύ δύο σταυρών.
Οι μελετητές του έργου του Αγίου Πέτρου, και κυρίως ο Κυριακόπουλος, έχουν ταυτίσει στους λόγους του αναφορές στα έργα μερικών πατέρων, αλλά μέχρι σήμερα παρέμεινε απαρατήρητο το γεγονός ότι η πηγή της παραγράφου που μας ενδιαφέρει εδώ ειναι η πραγματεία Περὶ Νόμων, που αποτελεί το ένατο βιβλίο της Ἑλληνικῶν Θεραπευτικῆς Παθημάτων του Θεοδώρητου Κύρρου.
Ο Θεοδώρητος, ένας απο τους μεγαλύτερους πατέρες του πέμπτου αιώνα, εκθέτει σε αυτό το σημαντικό έργο μία κριτική της ειδωλολατρείας. Μεταξύ άλλων, συγκρίνει την απήχηση των νόμων των αρχαίων Ελλήνων με την απήχηση του χριστιανισμού. Το έργο των νομοθετών ίσχυε μόνο για τις πόλεις τους, και μόνο για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα. Αντιθέτως, οι απόστολοι, παρόλο που η κοινωνική τους θέση ήταν χαμηλή και δεν διέθεταν τα μέσα να επιβάλουν τους νόμους τους, διέδοσαν το Χριστιανισμό παγκοσμίως. Ενώ ο Άγιος Πέτρος συγκρίνει τους νομοθέτες με τον Αθανάσιο Μεθώνης, ο Θεοδώρητος αποφεύγει να τους συγκρίνει με επισκόπους της προηγουμένης ή της δικής του εποχής. Έτσι βρίσκουμε στο Θεοδώρητο τη λογική που φαίνεται να λείπει στον επιτάφιο εις Αθανάσιον Μεθώνης.
Όσον αφορά τον Μνησίωνα, ο Θεοδώρητος γράφει το εξής: «καὶ ἵνα τοὺς ἄλλους νομοθέτας παρῶ, Ἄπιν τὸν Ἀργείων καὶ Μνησίωνα τὸν Φωκέων, κλπ.»
Τώρα γίνεται σαφές ότι η αναφορά σε έναν Αργείο νομοθέτη ονόματι Μνησίωνα δεν είναι παρά ένα σφάλμα, είτε του Αγίου Πέτρου, είτε, πιθανότερα, της χειρογραφικής παράδοσης. Σύμφωνα με τον Θεοδώρητο, ο Άπις ήταν νομοθέτης των Αργείων, ενώ ο Μνησίων ανήκει στην ιστορία των Φωκέων. Δυστυχώς, δεν ξέρουμε από πού άντλησε ο Θεοδώρητος αυτά τα στοιχεία. Ο Pierre Canivet, ένας από τους μεγαλύτερους μελετητές του έργου του, πιστεύει ότι σ΄εκείνη την εποχή, τα παιδιά μάθαιναν απ’έξω κατάλογους στρατηγών, νομοθετών και βασιλέων, όπως μάθαιναν τις γενεαλογίες των ηρώων. Σε αυτή τη περίπτωση, οι πληροφορίες που μας παρέχει ο Θεοδώρητος για τους νομοθέτες είναι μάλλον ανακριβείς αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια, με ελάχιστη ιστορική αξία. Αφ΄ετέρου, ο Paul Lemerle, στο βιβλίο του Ὁ πρῶτος Βυζαντινὸς Οὐμανισμός, γράφει ότι «Ὁ συγγραφέας () δανείζεται τόσα πολλὰ ἀπὸ τὰ ἀνθολόγια, ποὺ ἄλλωστε τὰ παραθέτει αὐτούσια, ὥστε τὸ ἔργο παρουσιάζεται σὰν παράξενο μωσαΐκό.» Σε αυτή τη περίπτωση, η αξία των πληροφοριών του Θεοδώρητου εξαρτάται από την αξία των χαμένων πια έμμεσων πηγών του.
Το ζήτημα των πηγών αφορά και τον Άγιο Πέτρο. Ο Κυριακόπουλος γράφει το εξής: «Τὸ ἄκρως δυσεπίλυτον ὅμως πρόβλημα εἶναι, ἂν αἱ πηγαὶ του εἶναι ἄμεσοι ἢ ἔμμεσοι. Τὸ δεύτερον φαίνεται πιθανώτερον. Ἄλλωστε αἱ μικραὶ ποικίλης ὕλης ἐπιτομαὶ ἦτο σύνηθες πρᾶγμα εἰς τὸ Βυζάντιον.»
Κατά τη γνώμη μου, όμως, το γεγονός ότι ο Άγιος Πέτρος χρησιμοποιεί εδώ την Ἑλληνικῶν Θεραπευτική Παθημάτων, ένα έργο που είχε ελάχιστους αναγνώστες στην εποχή του, μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι δεν στηρίζεται αποκλειστικά σε επιτομές αυτού του είδους, και ότι δεν ικανοποιήθηκε με τα γνωστά και συνηθισμένα κείμενα. Πιθανόν διάβασε αυτό το έργο στην Κωνσταντινούπολη, όπου φαίνεται να δέχτηκε τη καλύτερη μόρφωση που πρότεινε τότε η πρωτεύουσα σε νέους ευπόρων οικογενειών. Έτσι επαληθεύεται η μαρτυρία του Θεοδώρου Νικαίας για τη ποιότητα της παιδείας του. Η σύγκριση των δύο κειμένων μας επιτρέπει όμως να συμπεραίνουμε ότι ένας Αργείος νομοθέτης ονόματι Μνησίων δεν υπήρξε ποτέ.
Ομιλία του Avshalom Laniado, στην Επιστημονική Ημερίδα « Μνήμη Τασούλας Οικονόμου 1998-2008», Σάββατο, 15 Νοεμβρίου 2008, Άργος, Αίθουσα Συλλόγου Αργείων « Ο Δαναός».