Το ελληνικό περίπτερο
«Ελεύθερο Βήμα»
Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.
Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, αποδεχόμενη τις εκατοντάδες προτάσεις των επισκεπτών της και επιθυμώντας να συμβάλλει στην επίκαιρη ενημέρωση τους, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.
Διαβάστε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα», ένα άρθρο του Φιλόλογου- Συγγραφέα, Αλέξη Τότσικα, με θέμα:
«Το ελληνικό περίπτερο»
Το περίπτερο αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της νεοελληνικής κοινωνίας και μια ελληνική πατέντα. Είναι αυτό που μας λείπει όταν ταξιδεύουμε στο εξωτερικό, αφού σ’ αυτό μπορούμε εύκολα και ανά πάσα στιγμή να βρούμε αυτό που χρειαζόμαστε. Περίπτερο ονομάζεται το μικρό κτίσμα, το οποίο χρησιμεύει είτε απλώς για επίδειξη προϊόντων (περίπτερο σε εκθέσεις) ή ως μικροκατάστημα σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο του πεζοδρομίου. Στην Ελλάδα τα περίπτερα βρίσκονται συνήθως σε πλατείες ή σε δρόμους των πόλεων και των μεγάλων χωριών σε κάθε σημείο της ελληνικής επικράτειας ως ανεξάρτητα κτίσματα, συνήθως από ξύλο.
Φαινόμενο καθαρά ελληνικό, παγκόσμια πρωτοτυπία της χώρας μας, το περίπτερο αποτυπώνει την ίδια την ελληνική κοινωνία και τις τάσεις κάθε εποχής, ενώ η ιστορία του αποτελεί ένα κομμάτι της καθημερινότητας των Ελλήνων για περισσότερο από έναν αιώνα. Πότε και πώς ξεκίνησαν όμως; Από πού πήραν το όνομά τους; Πώς φτάσαμε από τα ξύλινα κιόσκια, όπου «γεμίζονταν στυλό διαρκείας» και πωλούνταν περιοδικά, στα σημερινά υπερσύγχρονα περίπτερα με τις κάμερες ασφαλείας, που δέχονται και πιστωτικές κάρτες;
Η λέξη «περίπτερο» είναι σε χρήση από την αρχαιότητα ως επιθετικός προσδιορισμός. Συγκεκριμένα, «περίπτερος ναός» ονομάζεται ο ναός που περιβάλλεται από κίονες σε όλες τις πλευρές του. Η διεθνής ονομασία του περιπτέρου είναι κιόσκι και προέρχεται από την τουρκική λέξη köşk. Τα περίπτερα με τη μορφή που τα ξέρουμε σήμερα εμφανίστηκαν μετά το 1821, αμέσως μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους, πρώτα στο Ναύπλιο και έπειτα στην Αθήνα, ως μικρά καπνοπωλεία. Σιγά – σιγά τα προϊόντα που πωλούσαν πλήθαιναν και έβαλαν στις προθήκες τους μικροαντικείμενα και το πρώτο φιλολογικό περιοδικό, το «Ίρις» με τιμή 25 λεπτά.
Συστηματικά τα περίπτερα φτιάχτηκαν μετά τον πόλεμο του 1897 της Ελλάδας με την Τουρκία σε αστικά κέντρα της περιφέρειας. Στην Αθήνα το πρώτο περίπτερο στήθηκε στην οδό Πανεπιστημίου το φθινόπωρο του 1911. Από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα τα περίπτερα, δείγματα «μικροαρχιτεκτονικής», στάθηκαν δίπλα μας καλύπτοντας συνήθειες και ανάγκες της καθημερινότητας σε κάθε γειτονιά της Αθήνας και όλης της Ελλάδας. Έναν και πλέον αιώνα από την εμφάνιση του πρώτου περίπτερου στην Ελλάδα, πολλά έχουν αλλάξει στην εμφάνιση και στο εμπόρευμα των περιπτέρων, αλλά ένα πράγμα έχει μείνει ίδιο: Η αίσθηση πως ό,τι κι αν χρειαστούμε, από τσιγάρα μέχρι γαριδάκια και από ποτά μέχρι υπεύθυνες δηλώσεις, θα το βρούμε σε ένα από τα δεκάδες περίπτερα που διαθέτει κάθε πόλη, κάθε ελληνική γειτονιά.
Οι λόγοι για την καθιέρωση και τη διάδοση των περιπτέρων ήταν τρείς: Καταρχήν η ανάγκη αποκατάστασης των αναπήρων και των τραυματιών των πολέμων. Από το 1889 ξεκίνησε η χορήγηση αδειών σε τραυματίες πολέμου και ο αριθμός των περιπτέρων μεγάλωσε κατά πολύ. Ορόσημο για την εξάπλωσή τους αποτέλεσαν ο ατυχής ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 και οι Βαλκανικοί πόλεμοι. Τότε η Ελλάδα γέμισε με ανάπηρους και τραυματίες πολέμου και η πολιτεία αναζητούσε έναν τρόπο για να τους συνδράμει. Καθώς δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα να τους δώσει κανονικές συντάξεις αναπηρίας, η Πολιτεία προσέφερε στους ανάπηρους Πολέμου ως «προίκα» από ένα περίπτερο στον καθένα.
Ο δεύτερος λόγος ήταν για να μπορέσει το κράτος να ελέγξει το καπνικό εμπόριο και να το εντάξει σε ένα δίκτυο, ώστε να εξασφαλίσει έσοδα από τη φορολογία. Μέχρι τότε τσιγάρα χύμα και καπνό πουλούσαν πλανόδιοι μικροπωλητές και ελάχιστα καπνοπωλεία, με αποτέλεσμα να χάνονται έσοδα για το κράτος. Το κράτος έδωσε στα περίπτερα το αποκλειστικό δικαίωμα πώλησης καπνοβιομηχανικών προϊόντων και δημιούργησε με ελάχιστο κόστος ένα φοροεισπρακτικό μηχανισμό, που του απέδωσε πολύ υψηλά έσοδα. Παράλληλα η νομοθετική αυτή ρύθμιση είχε και κοινωνικό χαρακτήρα, πέραν του κρατικού ελέγχου, αφού χιλιάδες άνθρωποι βρήκαν απασχόληση και έχτισαν τις ζωές τους είτε ως δικαιούχοι είτε ως ενοικιαστές είτε ως προμηθευτές αυτών των μικρών επιχειρήσεων.
Ο τρίτος λόγος ήταν η εξυπηρέτηση των τοπικών αναγκών. Σε μια εποχή που το εμπόριο δεν είχε αναπτυχθεί, πολυκαταστήματα δεν υπήρχαν και τα σημεία πώλησης ήταν λίγα, οι καταναλωτές μπορούσαν να βρουν στο περίπτερο της γειτονιάς τους είδη πρώτης και δεύτερης ανάγκης. Ένα μικρό, πρόχειρα κατασκευασμένο, ξύλινο κουβούκλιο με ελάχιστα προϊόντα προσπαθούσε να καλύψει τις ελάχιστες οικονομικές ανάγκες της εποχής. Το περίπτερο της γειτονιάς όμως ενώ ξεκίνησε δειλά- δειλά ως ένας μικρός εσωτερικός χώρος με ελάχιστα είδη, όπως τσιγάρα και μερικά ψιλικά, καρφίτσες, μπαχαρικά, καραμέλες, τσίχλες κ.α. , με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε και πήρε τη μορφή που βλέπουμε σήμερα με τα προϊόντα να αυξάνονται συνεχώς, όπως προστάζουν οι ανάγκες κάθε μεγαλούπολης, κυρίως όταν η αγορά κλείνει το βράδυ. Όλο και περισσότερα προϊόντα βρίσκονται στα ράφια ή στα ψυγεία του και το περίπτερο εδραιώθηκε στις συνήθειες του νεοέλληνα.
Το 1914 εντοπίζεται η πρώτη νομοθετική διάταξη, που αναφέρεται στην κατοχύρωση των περιπτέρων στους ελληνικούς δρόμους. Στην αρχή δημιουργήθηκε το λεγόμενο κιόσκι, μικρός επαγγελματικός χώρος χωρίς καθορισμένο ωράριο λειτουργίας, στα πεζοδρόμια, στις πλατείες, στα πάρκα, στις στάσεις των λεωφορείων, στα ΚΤΕΛ. Η κατασκευή αυτή ήταν διαστάσεων 0,70Χ0,70μ. και αποτελούνταν από τέσσερα μεταλλικά κολονάκια και μία βάση, για να τοποθετούνται οι εφημερίδες. Στο επάνω μέρος του περιπτέρου ένα πανί το προστάτευε από τον ήλιο. Ασφάλεια δεν υπήρχε και με ένα απλό κατσαβίδι όποιος ήθελε άνοιγε το περίπτερο και έκλεβε.
Ο γνωστός χρονογράφος και ποιητής των αρχών του 20ου αιώνα Σωτήρης Σκίπης σε άρθρο του στην εφημερίδα ΣΚΡΙΠΤ στις 20 Οκτωβρίου 1919 γράφει για τα πρώτα περίπτερα που έκαναν την εμφάνισή τους στην Αθήνα: Άξιος συγχαρητηρίων έγινε ο κ. Δήμαρχος ο οποίος αποφάσισε την ανέγερσιν πολλών περιπτέρων εις τας Αθήνας, τα οποία θα εκχωρήσει εις τους τραυματίας του πολέμου ή εις μέλη οικογενειών φονευθέντων πολεμιστών. Δεν φαντάζεται κανείς πόσα καλά θα προκύψουν αμέσως – αμέσως εκ της ανεγέρσεως των περιπτέρων. Τα περίπτερα θα είναι ένας στολισμός της πόλεως, θα εξυπηρετηθούν δι’ αυτών και θα εύρουν πόρον ζωής πλείστοι ανάπηροι των δύο πολέμων. Θα εξαπλωθεί δια του μέσου τούτου το ελληνικόν έντυπον, είτε εφημερίς, είτε περιοδικόν, είτε φυλλάδιον, είτε βιβλίο. Και θα γίνουν αιτία όπως οι μεγάλαι επαρχιακαί μας πόλεις θα κουνηθούν λιγάκι και θα μιμηθούν λιγάκι των πρωτεύουσαν. Μια άκρως γλαφυρή αναπαράσταση του ρόλου του περιπτέρου στην Ελλάδα των επόμενων 100 χρόνων.
Αργότερα αλλάζει η σχετική νομοθεσία και η δομή των περιπτέρων, όπως και η όψη τους, και γίνονται όλα ομοιόμορφα και ομοιόχρωμα, με ίδιες διαστάσεις για όλη την Ελλάδα (1.30 Χ 1.50 μ.), με εξωτερικά ρολά ασφαλείας και ψυγεία για αναψυκτικά, ενώ με νομοθετική ρύθμιση του 1980 (ν.1080/1980) η τοπική αυτοδιοίκηση μπορούσε να παραχωρεί κοινόχρηστο χώρο στους εκμεταλλευτές περιπτέρων.
Το 2006 έδωσαν άλλους 20 πόντους και οι διαστάσεις του περιπτέρου γίνονται 1,50 με 1,70 με το εμβαδόν του κουβουκλίου να είναι 2,55 τμ. Από εκεί και πέρα κάθε δήμος έχει διαφορετική πολιτική και δίνει διαφορετικής έκτασης κοινόχρηστο χώρο για κάθε περίπτερο. Ο δήμος της Αθήνας επιτρέπει στα περίπτερα να καλύψουν με ρολά χώρο 4,25 τετραγωνικών και επιπλέον χώρο μέχρι τα 6,35, για να βάλουν δύο ψυγεία. Μιλάμε για νόμιμη επιπλέον έκταση που παραχωρείται με την πληρωμή του τέλους κατάληψης κοινοχρήστου χώρου, ανάλογα με την περιοχή στην οποία βρίσκεται το περίπτερο. Σιγά- σιγά οι ανάγκες εξυπηρέτησης των καταναλωτών πολλαπλασιάστηκαν, ήταν αδύνατο να χωρέσουν στις διαστάσεις ενός περιπτέρου αυτών των διαστάσεων και οι περιπτερούχοι αναγκάζονται να βγάζουν τα είδη τους και έξω από το νόμιμο χώρο του περιπτέρου και φυσικά πληρώνουν τσουχτερά πρόστιμα.
Σε πρώτη φάση άδεια περιπτέρου δικαιούνταν οι ανάπηροι πολέμου. Το Σεπτέμβρη του 1922 νόμος του Υπουργείου Περιθάλψεως ορίζει ότι τα ήδη ανεγερθέντα περίπτερα, αλλά και αυτά που πρόκειται να αναγερθούν στο μέλλον, θα παραχωρούνται προς αποκλειστική χρήση στην «Πανελλήνιον Ένωσιν Τραυματιών Πολέμου 1912-1921». Η Ένωση θα είναι ο μοναδικός επίσημος φορέας διαχείρισης των περιπτέρων με προηγούμενη έγκριση του Υπουργείου Συγκοινωνιών, το οποίο θα καθορίζει το σχήμα και το μέγεθος των περιπτέρων που αναμένεται να ανεγερθούν. Η παραχώρηση περιπτέρου σύμφωνα με το νόμο αυτό είναι προσωπική και μόνο υπόθεση και δεν επιτρέπεται να πωληθεί, να μεταβιβαστεί, να μπει σε καθεστώς υποθήκης και να υπομισθωθεί. Επιτρέπεται επίσης συνεταιρισμός μεταξύ δύο μόνο εταίρων με την άδεια του Υπουργού Συγκοινωνιών. Σε περίπτωση θανάτου του κατόχου, η χρήση και εκμετάλλευση του περιπτέρου μεταβιβάζεται αυτόματα στη γυναίκα και τα παιδιά του αναπήρου-τραυματία για μια πενταετία και αργότερα περιέρχεται και πάλι στον έλεγχο της Ένωσης. Τα χρήματα που θα εισπραχθούν από την αδειοδότηση των περιπτέρων θα διατεθούν, σύμφωνα με το νόμο, υπέρ της δημιουργίας ειδικού Ταμείου προικοδοτήσεως θυγατέρων και τραυματιών πολέμου.
Με νομοθετικές διατάξεις του 1943 και του 1944 μπήκαν και άλλες κατηγορίες δικαιούχων αναπήρων, όπως οι ανάπηροι πολέμου άμαχου πληθυσμού, τα θύματα πολέμου και τα θύματα ειρηνικής περιόδου. Αργότερα η ευεργετική αυτή παροχή της πολιτείας επεκτάθηκε, ενώ με το νόμο 1044/1971 δημιουργήθηκαν κανόνες στην αδειοδότηση των δικαιούχων και άρχισαν να αναγνωρίζονται και να αποκτούν δικαιώματα οι ενοικιαστές περιπτέρων ως τάξη επαγγελματιών. Μετά το 1980 στους δικαιούχους περιπτέρων εντάχθηκαν και οι αγωνιστές της εθνικής αντίστασης, οι ανάπηροι του Δημοκρατικού Στρατού και του άμαχου πληθυσμού δηλ. πολιτικοί ανάπηροι που τραυματίστηκαν από νάρκες, βόμβες κ.λ.π. και ακρωτηριάστηκαν, καθώς και οπλίτες σε όλα τα σώματα ασφαλείας, όπως αστυνομία, λιμενικό, πυροσβεστική και οπλίτες στρατού, φαντάροι δηλαδή που έπαθαν σε ώρα υπηρεσίας ατύχημα. Από το 2007 άδεια περιπτέρου δίνεται και σε βετεράνους του πολέμου στην Κύπρο, όπως και σε άτομα με σοβαρή αναπηρία (ΑΜΕΑ).
Ο νόμος, τέλος, 4046/2012 προβλέπει ότι οι υφιστάμενες άδειες περιπτέρων διατηρούνται σε ισχύ και δε μεταβιβάζονται, ούτε κληρονομούνται, ενώ από την 1η Ιανουαρίου του 2014 οι δικαιούχοι τους υπόκεινται σε υποχρέωση καταβολής τέλους για τον κοινόχρηστο χώρο, που καταλαμβάνει η κατασκευή του περιπτέρου. Σύμφωνα με τις νέες ρυθμίσεις οι θέσεις των περιπτέρων θα καθορίζονται εφεξής με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου κάθε πόλης και μόνο το 30% των περιπτέρων θα παραχωρούνται σε άτομα με ειδικές ανάγκες (Α.Μ.Ε.Α.) και πολύτεκνους, με βάση εισοδηματικά κριτήρια. Η παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης των υπόλοιπων θέσεων των περιπτέρων θα γίνεται με δημοπρασία, ενώ ο χρόνος παραχώρησης του δικαιώματος χρήσης των θέσεων δεν θα μπορεί να υπερβαίνει τα 10 έτη. Επιπλέον απαγορεύει την αναμίσθωση, υπεκμίσθωση και την περαιτέρω παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης σε τρίτους, μια πρακτική δεκαετιών, που επέτρεπε την υπενοικίαση περιπτέρων σε τρίτους.
Τι μπορεί να πουλήσει ένα περίπτερο;
Τεκμηριωμένες πληροφορίες για τα προϊόντα που πουλούσε το περίπτερο μέχρι τις αρχές του Μεσοπολέμου και τα τέλη της δεκαετίας του 1940 δεν υπάρχουν. Το μόνο σίγουρο είναι πως στο περίπτερο υπήρχαν οι εφημερίδες, τα χύμα τσιγάρα και κάποια υποτυπώδη ζαχαρώδη προϊόντα. Νομικά, το διάταγμα που υπάρχει μιλάει για «ψιλικά» και για «προϊόντα ευτελούς αξίας». Τα περίπτερα πάντα εμπορεύονταν πράγματα πρώτης ανάγκης, που απεικονίζουν τις καταναλωτικές συνήθειες και το επίπεδο διαβίωσης κάθε εποχής. Οι «περιπτεριούχοι» ή «περιπτεράδες» πωλούν μια μεγάλη ποικιλία αντικειμένων με βασικά τα τσιγάρα, τις εφημερίδες και τα περιοδικά. Γενικά οι νόμοι ορίζουν ότι τα περίπτερα πρέπει να εξυπηρετούν τις τοπικές ανάγκες. Αυτά που βρίσκονται δίπλα σε νεκροταφεία ας πούμε μπορούν να πουλάνε λιβάνι. Για αυτό και τα περίπτερα σε τουριστικές περιοχές πουλάνε αγαλματάκια, ενώ περίπτερα σε εμπορικούς δρόμους πουλάνε ανδρικές ζώνες, γυαλιά ηλίου, μέχρι και… τσεκούρια.
Το προϊόν που στήριξε το περίπτερο για αρκετές δεκαετίες δεν ήταν άλλο από τα τσιγάρα. Στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας τους τα περίπτερα διέθεταν χύμα τσιγάρα. Ο καθένας που ήθελε να καπνίσει ένα τσιγάρο πήγαινε στο περίπτερο, άφηνε μερικές δραχμούλες και αγόραζε όσα τσιγάρα του επέτρεπε το βαλάντιό του. Σήμερα, από τα χύμα και με δελτίο τσιγάρα, έχουμε πάνω από 370 διαφορετικά brands καπνοβιομηχανικών προϊόντων μαζί με τους καπνούς για στρίψιμο και πλήθος άλλων αξεσουάρ για το κάπνισμα.
Οι εφημερίδες, που τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα ήταν το μοναδικό μέσω ενημέρωσης σε μια Ελλάδα που συνεχώς συνταρασσόταν από πολεμικές συγκρούσεις, αποτελούν το δεύτερο προϊόν. Οι καθημερινές εξελίξεις γίνονταν γνωστές μέσα από τις εκδόσεις των εφημερίδων, οι οποίες πολύ γρήγορα έγιναν μέρος της γκάμας των περιπτέρων. Σε πολλές περιπτώσεις για γεγονότα ιστορικής σημασίας, οι εφημερίδες τυπώνονταν τρεις και τέσσερις φορές, για να ενημερώσουν τους Έλληνες και η ανάρτηση των εφημερίδων στις προθήκες των περιπτέρων αποτελούσε ένα σημαντικό γεγονός για την καθημερινότητα των κατοίκων των μεγάλων αστικών κέντρων σε εποχές κρίσιμες για την πορεία και την ανάπτυξη της Ελλάδας. Μετά την πτώση της χούντας το 1973 αρχίζει η έκρηξη στον Τύπο, κυκλοφορούν πάρα πολλοί τίτλοι εφημερίδων και τα κυκλοφοριακά ρεκόρ καταρρίπτονται το ένα μετά το άλλο. Την ίδια περίοδο αρχίζει και η τουριστική ανάπτυξη στην Ελλάδα και ο ξένος Τύπος ανθεί, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της δικτατορίας, όπου οι ξένες εφημερίδες ήταν και η μόνη αξιόπιστη πηγή ενημέρωσης.
Το περίπτερο της γειτονιάς όμως είχε κρεμασμένα με μανταλάκια και τα περιοδικά. Από το περίπτερο αγόραζαν το «ΡΟΜΑΝΤΣΟ» και το «ΦΑΝΤΑΖΙΟ», το Μικρό Ήρωα και το Μικρό Σερίφη, κι ακόμα το Πάνθεον, το Ντομινό, τη Βεντέττα, το Πρώτο, το Εμπρός. Εκεί και τα αγαπημένα κόμιξ των παιδιών, «Μπλέκ», «Όμπραξ» και «Μικρός Καουμπόϋ». Αργότερα και τα περιοδικά κοινωνικού κουτσομπολιού, που έκαναν γνωστούς στη γειτονιά τους φλογερούς έρωτες, τα πάθη και τις «δυστυχίες» των αστέρων της τηλεόρασης και του κινηματογράφου εκείνης της εποχής. Και τα τελευταία χρόνια περιοδικά με κείμενα και εικόνες ερωτικού περιεχομένου, σταυρόλεξα και Sudoku, βιβλία και άλλα έντυπα.
Από το 1940 στα περίπτερα άρχισαν να πωλούνται ζαχαρώδη και αναψυκτικά, τσίχλες και σοκολάτες. Δίπλα στα περίπτερα τοποθετούνται τα πρώτα ξύλινα ψυγεία με πάγο για χυμούς, αεριούχα ποτά και εμφιαλωμένο νερό. Οι παλιότεροι θυμούνται τις λεμονάδες και τις γκαζόζες της εταιρίας ΗΒΗ, που έδωσαν μια νότα δροσιάς και ξεκούρασης, τις πρώτες σοκολάτες γάλακτος της εταιρίας «ΙΟΝ Παυλίδης», που δημιούργησαν μια νέα εικόνα για το περίπτερο, τις γκοφρέτες ΜΕΛΟ με τα χαρτάκια με τις φορεσιές και τις σημαίες των χωρών του κόσμου, το γλυφιτζούρι κοκοράκι, τις καραμέλες γάλακτος τυλιγμένες σε χρυσό χαρτί, το αυθεντικό παστέλι και το κάτασπρο μαντολάτο.
Τα επόμενα χρόνια το περίπτερο αποκτά σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης και διευρύνει την γκάμα των προϊόντων του και τις διαστάσεις του χώρου που καταλαμβάνει. Τα εμπορεύματα αυξάνονται με έμφαση στα προϊόντα προσωπικής υγιεινής σε μια περίοδο που τα super market δεν έχουν κάνει ακόμα τη δυναμική τους εμφάνιση. Είναι η εποχή που προστέθηκαν στα περίπτερα και τα πρώτα ανδρικά αξεσουάρ, τα ιστορικά ξυραφάκια «Astor», που έμπαιναν στις παλιές ξυριστικές μηχανές, οι τσατσάρες, τα σαπούνια, οι οδοντόκρεμες KOLYNOS, τα βερνίκια και οι ασπιρίνες ή το Αλγκόν για τους πονοκεφάλους! Ένας μικρόκοσμος αγαθών και αντικειμένων πρώτης ανάγκης, που μετατρέπει το περίπτερο σε ένα μεγάλο – μικρό μαγαζί. Δειλά – δειλά αρχίζουν τα πρώτα περίπτερα να διευρύνουν τα ωράρια λειτουργίας τους, κάποια από αυτά αρχίζουν να διανυκτερεύουν και να διαφοροποιούνται μεταξύ τους και σε σχέση με τα προϊόντα στα οποία επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους. Υπάρχουν περίπτερα που εστιάζουν στον Τύπο, άλλα στα καπνικά και στα ζαχαρώδη και άλλα στα είδη ψιλικών.
Η δύναμη των περιπτέρων απογειώθηκε με την είσοδο σ΄ αυτά της λεγόμενης κρύας αγοράς, δηλαδή των παγωτών, που πουλάνε τα θερμά καλοκαίρια με τους καύσωνες. Τα ψυγεία των εταιριών ΕΒΓΑ, ΔΕΛΤΑ, ALGIDA, AΓΝΟ κ.α. κάνουν την εμφάνισή τους στα περίπτερα και κορυφώνουν την εξέλιξη και την ευημερία τους. Από τα ψυγεία πάγου με τις γκαζόζες, βρίσκουμε πλέον στα περίπτερα σύγχρονα ψυγεία με κάθε είδος αναψυκτικών, ισοτονικών ποτών, φυσικών και παστεριωμένων χυμών, παγωτών και γαλακτοκομικών προϊόντων.
Η έλευση των τηλεφώνων στην Ελλάδα δίνει μεγάλη ώθηση στα περίπτερα, που προσφέρουν μεγάλη εξυπηρέτηση για τους καταναλωτές της εποχής με τα τηλέφωνα για το κοινό. Οι δεκαετίες του ’50 και του ‘60 είναι οι δεκαετίες της μεγάλης εσωτερικής μετανάστευσης και πλήθος ανθρώπων από την επαρχία συρρέουν στην Αθήνα και σε άλλες μεγάλες πόλεις. Για τηλέφωνο στο σπίτι ούτε κουβέντα. Έτσι τα περίπτερα με τις τηλεφωνικές συσκευές τους και τα τηλέφωνα με μετρητές και αργότερα με κερματοδέκτες γίνονται ο κύριος τρόπος επικοινωνίας με συγγενείς και φίλους στους τόπους καταγωγής. Στο περίπτερο ήλθε το πρώτο τηλέφωνο στο χωριό, που καλυτέρεψε τη ζωή μας. Στο περίπτερο τα τηλεφωνήματα με τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, με το θλιβερό άγγελμα του θανάτου κάποιου αγαπημένου προσώπου στην Αυστραλία, με τα τηλεφωνικά αποτελέσματα της αγαπημένης μας ομάδας. Τα τελευταία χρόνια, με την ανάπτυξη της κινητής τηλεφωνίας, τα κινητά τηλέφωνα πυροδότησαν μεγάλες πωλήσεις και μεγάλους τζίρους από τις κάρτες κινητής τηλεφωνίας και πλήθος άλλων τηλεφωνικών προϊόντων, όπως τηλεκάρτες και κάρτες προ-πληρωμής τηλεφωνικού χρόνου, που αγόραζαν οι μετανάστες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ιστορικής εξέλιξης του περιπτέρου από μικρό κιόσκι σε μικρό πολυκατάστημα αποτελεί ένα διαφορετικό και πρωτοποριακό περίπτερο της Αθήνας. Το 1934 ο Γιάννης Γεωργακάς ίδρυσε με έναν συνεταίρο το πρώτο περίπτερο με το όνομα Μινιόν, που λειτούργησε αρχικά στην οδό Σταδίου και μετά στην Αιόλου 104. Την εποχή του Μεσοπολέμου, που τα περίπτερα αρκούνταν στην πώληση των δύο βασικών προϊόντων (καπνός και εφημερίδες), εκείνος κλείνει τις δύο πλαϊνές πτέρυγες του περιπτέρου του και τις μετατρέπει σε βιτρίνες, όπου εκθέτει διάφορα είδη όπως στυλό, γυαλιά, είδη ξυρίσματος, σουγιάδες, ψαλίδια και άλλα, αιφνιδιάζοντας το κοινό. Το εγχείρημα του έμελλε να γίνει ο προπομπός του θρυλικού πολυκαταστήματος Μινιόν της οδού Πατησίων, που άρχισε να λειτουργεί το 1945 και εξελίχθηκε σταδιακά σε μεγάλο πολυκατάστημα, το πρώτο που έβαλε ηλεκτρικές σκάλες και ταμεία με μαγνητική ανάγνωση, με 120.000 είδη, 1.000 άτομα προσωπικό και 6 ορόφους. Ο έκτος όροφος μάλιστα άνοιγε μόνο κάθε Χριστούγεννα και πρωτολανσάρισε τον Άγιο Βασίλη, που ερχόταν με άρμα στο Μινιόν σε μια πρωτοποριακή μορφή διαφήμισης του καταστήματος. Η προσπάθεια αυτή αντιμετωπίστηκε με αγάπη από τον κόσμο, βόλεψε τις αγοραστικές του συνήθειες και άνοιξε το δρόμο για τη δημιουργία των σύγχρονων πολυκαταστημάτων στην Ελλάδα. Τα ξημερώματα της 19ης Δεκεμβρίου 1980, στη μέση της εορταστικής περιόδου, ένας εμπρησμός από αγνώστους, που δε βρέθηκαν ποτέ, κατέστρεψε το πολυκατάστημα. Από τη φωτιά διασώθηκε μόνο ο σκελετός του κτηρίου, που αποκαταστάθηκε και το κατάστημα επαναλειτούργησε, αλλά το 1983 η επιχείρηση κρατικοποιήθηκε και τελικά χρεοκόπησε και έκλεισε οριστικά το 1998.
Σήμερα στην Ελλάδα λειτουργούν πάνω από 18.000 περίπτερα με τζίρο που ξεπερνά τα 5 δισ. Ευρώ. Από αυτά 5.000-6.000 βρίσκονται σε Αθήνα και Πειραιά, ενώ στις επαρχιακές πόλεις αντιστοιχεί περίπου 1 περίπτερο για κάθε 1.000 κατοίκους, αν υπολογίσουμε ότι στο Άργος των 30.000 κατοίκων υπάρχουν 30 περίπτερα. Το μεικτό κέρδος τους υπολογίζεται στο 9-10% και τα ετήσια μεικτά κέρδη των ελληνικών περιπτέρων αγγίζουν συνολικά τα 500 εκατ. ευρώ. Τα είδη που πουλάνε τα περίπτερα μετά τη δεκαετία του 80 είναι πολλά και οι κωδικοί των προϊόντων τους (έντυπα, ζαχαρώδη προϊόντα, αναψυκτικά, νερά, γάλατα γιαούρτι, χυμοί, παγωτά κλπ) ξεπερνούν τις 2.500! Σήμερα στα περίπτερα μπορεί να βρει κανείς κάθε είδους σνακς και ζαχαρώδη, μπισκότα και σοκολάτες, ενώ οι εταιρίες τσιγάρων διαθέτουν περισσότερες από 300 μάρκες. Ο χώρος του περιπτέρου είναι πλέον πάρα πολύ μικρός, γι αυτό και επεκτάθηκαν στα πεζοδρόμια, εμπλούτισαν τις προθήκες τους, άλλαξαν τα ωράρια και τους όρους εργασίας. Πολλά από αυτά θυμίζουν μίνι μάρκετ. Κι όμως, οι δικοί του προάγγελοι ήταν τα μικρά καπνοπωλεία, που εμφανίστηκαν αμέσως μετά το 1821 στο Ναύπλιο και αργότερα στην Αθήνα. Και, παρά τις αλλαγές, με δεδομένο ότι ο θεσμός των περιπτέρων ξεπέρασε τα 100 χρόνια ζωής και συνεχίζει να εξελίσσεται, δικαίως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα από το πιο επιτυχημένα κοινωνικά κι επιχειρηματικά εγχειρήματα του ελληνικού κράτους.
Το μόνο πράγμα που δεν άλλαξε, και ελπίζουμε να μην αλλάξει ποτέ, είναι ο ρόλος του περιπτέρου και του περιπτερά στην καθημερινότητά μας. Ο περιπτεράς της γειτονιάς είναι «ο άνθρωπός μας», εκείνος που μας περιμένει ανοικτός μέχρι αργά και τις Κυριακές, ο άνθρωπος που ξέρει το όνομά μας, τα τσιγάρα που καπνίζουμε ή τη μάρκα σοκολάτας που προτιμάμε, εκείνος που θα μας πει την πρώτη καλημέρα και την τελευταία φιλική καληνύχτα. Ο άνθρωπος που ξέρει τα κουτσομπολιά της γειτονιάς, που θα δώσει πληροφορίες στον ξένο και τον περαστικό, ο πιστός σύντροφος των απανταχού ξενύχτηδων. Αυτός είναι ο περιπτεράς μας! Και με βροχή και με κρύο και πρωί και νύχτα, ο περιπτεράς είναι πάντοτε στις επάλξεις για να μας εξυπηρετήσει. Μια δύσκολη δουλειά με ατελείωτα ωράρια και μεγάλους κινδύνους από κλοπές και ληστείες. Αρκεί να σημειώσουμε ότι σήμερα, το 2013, τα περίπτερα δεν έχουν ύδρευση, μια βρύση για να πλένουν οι περιπτεράδες τα χέρια τους και κάνουν την ανάγκη τους σε … μπουκάλια, όταν τα γειτονικά μαγαζιά δεν τους επιτρέπουν να χρησιμοποιήσουν την τουαλέτα τους, γιατί συνήθως είναι … στα μαχαίρια, επειδή τους κρύβουν τη θέα ή τους κόβουν την πελατεία. Υπάρχουν βέβαια και πολλά περίπτερα σήμερα, που έχουν κλιματισμό και έναν ωφέλιμο χώρο, που επιτρέπει κάποιες ανέσεις σε σχέση με το παρελθόν.
Μπορεί, βέβαια, το ελληνικό φαινόμενο των περιπτέρων να αποτελεί παγκόσμια πατέντα, αλλά υπάρχουν και χώρες, όπως Ελβετία, Βέλγιο, Ολλανδία, Ουγγαρία και άλλες χώρες της ανατολικής Ευρώπης, που έχουν τα δικά τους περίπτερα. Οι Έλληνες είχαν την ιδέα, οι ξένοι τα εκσυγχρόνισαν και στο εξωτερικό όχι μόνο υπάρχουν περίπτερα, αλλά ορισμένα από αυτά αποτελούν και έργα τέχνης!
Μπορεί η ιδέα των επιχειρήσεων αυτού του είδους να είναι ελληνική, ωστόσο οι Ευρωπαίοι πάτησαν πάνω σε αυτή και την ανέπτυξαν, με αποτέλεσμα να παρουσιάζουν εξαιρετικές επιχειρήσεις, οι οποίες προσφέρουν στο κοινό, αλλά και βοηθούν τους ίδιους τους περιπτεράδες να εργάζονται ως άνθρωποι. Από το Βερολίνο μέχρι την Πίζα και από το Κάιρο μέχρι την Ιαπωνία, τα περίπτερα είναι αρκετά και εντυπωσιακά. Περίπτερα που να πουλούν μόνο έντυπα και τσιγάρα έχουν και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως στην Ισπανία, στην Ιταλία, στην Αυστρία.
Το περίπτερο και ο ρόλος του περιπτερά πρέπει να μείνει ζωντανός, γιατί το μέγεθος της προσφοράς του είναι μεγάλο. Από το 1911 που λειτούργησε το πρώτο περίπτερο στην Πανεπιστημίου μέχρι σήμερα, το ελληνικό περίπτερο έχει διανύσει 102 χρόνια ζωντανής ιστορίας άρρηκτα συνδεδεμένης με τις χαρές μας, τις λύπες μας, τις αναμνήσεις μας, τη ζωή μας. Είναι μέρος της ιστορικής μνήμης του λαού και κομμάτι της μνήμης του καθενός από εμάς. Είναι η παιδικότητά μας, η εφηβεία και η ωριμότητά μας. Μετά από ιστορία εκατό και πλέον χρόνων το περίπτερο φαίνεται ότι, όπως και όλη η χώρα, θα περάσει και αυτό σε μια νέα εποχή. Ευχή και προσδοκία όλων είναι και μετά από 100 χρόνια να τιμάμε άλλον έναν αιώνα ζωής και εξέλιξης των περιπτέρων στην Ελλάδα.
Βιβλιογραφία
- Κάππος Κ. Θανάσης, «Τα περίπτερα της Αθήνας», Εκδ. Αλήθεια 2010.
- Κιούσης Γιώργος, Στης τρόικας τον καιρό στενάζουν και τα περίπτερα, εφημερίδα Ελευθεροτυπία.
- Μανιάτης Δημ., Τα περίπτερα της Αθήνας, εφημερίδα Τα Νέα, 11-1-2011
- Μπασκόζος Γιάννης, Από τους αναπήρους πολέμου στις επιχειρήσεις τοτ σήμερα, εφημερίδα Το Βήμα.
- Πετρόπουλος Ηλίας, «La kiosque grec» , Παρίσι, 1976.
- Πλακόπουλος Γιάννης, «Ένας Αιώνας κι Ένας Χρόνος Περίπτερο», επετειακό λεύκωμα.
- Σελλά Όλγα, Περίπτερα, τα πρώτα μικρά «πολυκαταστήματα» της Αθήνας, εφημερίδα Καθημερινή.
Φιλόλογος – Συγγραφέας
Σχολιάστε