Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας και οι αγώνες του για την προστασία του περιβάλλοντος
Μια ακόμη, από τις σπουδαιότερες και ουσιαστικότερες άμεσες ενέργειες του Κυβερνήτου, που αφορούσαν και στην περιφρούρηση της υγείας των κατοίκων – κυρίως των πόλεων και των κωμοπόλεων – για την προστασία του περιβάλλοντος, «την κάθαρσιν των δρόμων, από τους όγκους των ακαθαρσιών, αι οποίαι εμόλυνον τον αέρα, τον οποίον εισέπνεεν ο λαός, προς βλάβην της υγείας του», μεταξύ των τόσων άλλων σοβαρών δραματικών γεγονότων, τα οποία καθημερινώς τον ταλάνιζαν. Αποδεικνύει τις τόσο ανθρώπινες αποφάσεις του για τον Ελληνικό λαό και την βαθιά του γνώση των επειγόντων καθηκόντων του, αμέσως μετά την άφιξή του.
Στις 27 Φεβρουαρίου του 1828, ο προσωρινός Διοικητής της επαρχίας και της πόλεως Ναυπλίου, έστειλε «προς τον τοποτηρητήν, τον αρχιερέα της επαρχίας και της πόλεως ταύτης, του Ναυπλίου, κατ’ εντολήν του Κυβερνήτου», έγγραφον, το οποίον αναφερόταν σε σοβαρό πρόβλημα: «Στην υγιεινή κατάσταση των κατοίκων και στην μόλυνση του περιβάλλοντος[i].
«Είναι τρανώς αποδεδειγμένον, ότι ο ενταφιασμός των νεκρών, εντός των πόλεων, προξενεί μεγίστην βλάβην εις τους ανθρώπους, καθ’ ό,τι δια της σήψεως, διαφθείρει τον καθαρόν αέρα των πόλεων. Επομένως είναι φρόνιμο να εμποδισθή ο ενταφιασμός, εντός των πόλεων. Εξαιρέτως όμως είναι αναγκαίον να απαγορευθή δια την πόλιν ταύτην του Ναυπλίου, η οποία, κατ’ ατυχίαν, δεν χαίρει τόσον καθαρόν αέρα εκ φύσεως. Επομένως ο τοποτηρητής του Αρχιερέως – κατά παράκλησιν του Κυβερνήτου – έπρεπε, από του νυν και εις το εξής, να μη συγχωρεί, εις κανένα, οποιονδήποτε ιερέα, να ενταφιάσει νεκρόν, εντός της πόλεως, αλλά να μεταφέρονται έξω εις τον επίτηδες διορισμένον τόπον».
Στις 5 Μαρτίου 1828, ο Κυβερνήτης έγραφε, από τον Πόρον στον Δημήτριον Υψηλάντην, για την ρύπανση των χωραφιών, όπου είχε δώσει διαταγές να σπαρούν, με το νεοφερμένο προϊόν, της πατάτας και του έδινε συγκεκριμένες εντολές, μόλις έλαβε αυτήν την ανεπίτρεπτη πληροφορία:
Στον Ιρλανδό γεωπόνο Stevenson είχε δώσει «διαταγήν να επισκεφθή, την ιδίαν ημέραν, την γύρω περιοχήν του Πόρου και τας απέναντι ακτάς , δια να ευρή γαίας αρμοδίους , εις την καλλιέργειαν των γεωμήλων και άλλων προϊόντων, αναγκαίων, δια την τραγικήν κατάστασιν του λαού».
Ο γεωπόνος Stevenson επισκέφθηκε, μεταξύ πολλών άλλων τόπων, « και την πλησίον του χωριού Μαζώματα γην. Εις τούτο το χωρίον, παρά εις κάθε άλλο μέρος, είδεν αυτοπροσώπως στρατιώτας να εκριζώνουν τα ελαιόδεντρα, προκειμένου να κτίσουν εκεί παρανόμως τα οσπήτιά των. Είδεν επίσης εκεί τα άλογα να βόσκουν και να ρυπαίνουν τα εκεί χωράφια, τα εσπαρμένα και κατάφυτα. Με περίλυπον καρδίαν, ο ξένος αυτός, μ’ εδιηγήθη αρκετήν ώραν», γι’ αυτό το ανεπίτρεπτον γεγονός και για την καταστροφή του περιβάλλοντος όπου έγινεν αυτόπτης: «Σε αφήνω να κρίνεις, οποίαν εντύπωσιν και λύπην μ’ επροξένησεν αυτό τούτο» έγραφε ο Κυβερνήτης στον Δ. Υψηλάντη. Και του έδινε διαταγή, να εξακριβώσει σε ποιο Σώμα στρατιωτικόν ανήκαν αυτοί οι στρατιώτες, οι οποίοι βρίσκονταν σ΄ αυτήν την συγκεκριμένη ημέρα, «εις αυτό το χωρίον, και έργον σου είναι να κάμεις αμέσως εις αυτούς, την πρέπουσα παιδείαν», του έγραφε[ii].
Τον ίδιο μήνα, στις 31 Μαρτίου 1828, ο Κυβερνήτης έστειλε στον «προσωρινόν Διοικητήν Αιγίνης», επίσης από την Αίγινα, άλλο έγγραφο, σχετικό με την προστασία του περιβάλλοντος[iii]:
«Διατάτεσαι να εκδώσεις διακήρυξιν, δια της οποίας ν’ απαγορεύεται το να ρίπτουν ακαθαρσίας εις τους δρόμους και πλατείας των πόλεων, αι οποίαι εκαθαρίσθησαν, έως τώρα και εδιορθώθησαν!….» Σε διάστημα δυόμισι μηνών. Και συνέχιζε:
«Ωσαύτως απαγορεύεται, το ν’ αφίνουν τους χοίρους, να τρέχουν εις τους δρόμους και τας πλατείας. Αι απαγορεύσεις αύται, πρέπει να φυλάττωνται επίσης, και εις τους άλλους δρόμους, οι οποίοι μένουν ακόμη ακαθάριστοι και αδιόρθωτοι. Δια να προληφθή δε η στενοχωρία, η οποία θα προκύψει από τας απαγορεύσεις, οι κάτοικοι των διαφόρων μερών των πόλεων, πρέπει να υπακούσουν και εις τας διαταγάς, τας οποίας ο κύριος Θεόδωρος Βαλλιάνος – ο πολεοδόμος και μηχανικός – είναι επιφορτισμένος να ενεργήσει.
Ο ίδιος δε – ο Βαλλιάνος – θέλει διορίσει τας χρηματικάς ποινάς, εις τας οποίας, πρέπει να καθυποβάλλονται οι παραβάται τούτων των διαταγών. Τα χρήματα δε αυτά, καθώς και εκείνα όσα εσύναξεν έως τώρα, από όσους παρέβησαν την διαταγήν, του να μη ρίπτουν πιστολιές και τουφεκιές, θέλουν παραδοθεί εις την επιτροπήν της Οικονομίας, τα οποία θα χρησιμεύουν εις τα έξοδα των κοινών εργασιών, δια τον καθαρισμόν εις την πόλιν της Αιγίνης….»
Ο Γραμματεύς της Επικρατείας Σπ. Τρικούπης, κατ’ εντολήν του Κυβερνήτου, έγραψε στον «επώνυμον πολίτην του Ναυπλίου, Δημήτριον Τσαμαδόν», στις 12 Απριλίου του 1828 από το Ναύπλιον[iv]. Ο Τσαμαδός είχε στείλει αναφορά στο Δικαστήριον του Ναυπλίου, «περί της οποίας έμελλε να επιχειρήσει οικοδομήν». Την αναφοράν του αυτή ο Διοικητής την έστειλε στον Κυβερνήτη, και η Γενική Γραμματεία, την απέστειλε στον Φρούραρχον του Ναυπλίου, «δια να δώσει την περί τούτου ανήκουσαν γνώμην του», εφόσον η οικοδομή του αυτή, θα κτιζόταν πλησίον του φρουρίου, όπου οι πολεοδόμοι, τους οποίους είχε διορίσει ο Κυβερνήτης – όπως ρητώς αναφέρεται και αλλού – είχαν λάβει διαταγή να καθωρίσουν τα ρυμοτομικά σχέδια του Ναυπλίου, προκειμένου να απαγορευθούν, οι μέχρι τότε φοβερές ρυμοτομικές παραβάσεις και αυθαιρεσίες:
«Κατά τας παρατηρήσεις λοιπόν του φρουρίου τούτου – του έγραφε ο Σπ. Τρικούπης – δια να Σας δώσει η Κυβέρνησις την σχετικήν άδειαν, απαιτείται να φυλαχθούν, ως προς την οικοδομήν, οι εξής αυστηροί όροι:
Α’. Η οικοδομή να απέχει από το πρώτον τείχος – του φρουρίου – δώδεκα πόδας γαλλικούς.
Β’. Να μην είναι υψηλότερα, του εσωτερικού τείχους, και
Γ’. Όποτε ήθελε κριθεί αναγκαίον, δια μέτρα πολεμικά, να λείψει η οικοδομή αυτή, να κριμνίζεται με έξοδα δικά Σου!
Τούτα, Σε γνωστοποιούνται, προς οδηγίαν Σου…. Περιμένει δε η Κυβέρνησις την απάντησίν Σου, δια να Σε δώσει επομένως την άδειαν, εάν αποδέχεσαι τα προβαλλόμενα και δίδεις την περί τούτων υπόσχεσίν Σου εγγράφως, η οποία θέλει φυλαχθεί όπου ανήκει!….» [v]
Και η απάντηση του Δημητρίου Τσαμαδού, την ίδια ημέρα: Στις 12 Απριλίου 1828!….
«Προς την έξοχον Γενικήν Γραμματείαν της Επικρατείας: ελήφθη η υπ’ αριθ. 542 διαταγή της, περί της οικοδομής, την οποίαν μέλλω να κάμω, εις της οποίας τα προβαλλόμενα υπόσχομαι να φυλάξω, ως ιερά!
Όπως: η οικοδομή, να απέχει από το πρώτον τείχος δώδεκα πόδας γαλλικούς. Να μην είναι υψηλοτέρα του έσωθεν τείχους και οπόταν ήθελε κριθή αναγκαίον, δια μέτρα Πολεμικά, να λείψει η οικοδομή αυτή, να κρημνίζεται, με έξοδα ιδικά μου. Διό και παρακαλώ να μοι δοθή η ανήκουσα άδεια, περί της οικοδομής ταύτης!»[vi].
Και υπέγραφε:
«Με βαθύτατον σέβας, ο ευπειθής Πολίτης
Δ. Τσαμαδός.
Εν Ναυπλίω, τη 12 Απριλίου 1828»
Ο Δημάκης Ιερομνήμων, «πολίτης του Ναυπλίου», στις 30 Μαΐου 1828, έστειλε αναφορά, «Προς τον Έκτακτον Επίτροπον του Τμήματος της Αργολίδος», στην οποία εξέφραζε τα παράπονά του, «δια τον υπόνομον των αναγκαίων της Εθνικής καζάρμας [vii]( = των αποχωρητηρίων), ο οποίος υπόνομος, επειδή είναι κλεισμένος, πάντοτε εκρέει, εις τον δρόμον. Οπότε και από τον καθημερινόν καπνόν και από την βρώμαν, τα πράγματα ήσαν ανυπόφορα. Δια τα αναγκαία, δεν είναι δύο μήνες, όπου επλήρωσα τέσσαρα τάλληρα· τα μεν δυο πριν έλθει το Τακτικόν Σώμα και ανοίξει την καζάρμαν, εξ ιδίων μου, οπού το εκαθάρισα. Τα δε άλλα δυο, όταν έβαλεν ο κύριος Heideck και τα εκαθάρισεν. Και δια του Διοικητηρίου τούτου – του Ναυπλίου – υπεχρεώθην και επλήρωσα. Και μ’ όλα ταύτα, την σήμερον, άρχισεν πάλιν να εκρέει εις τον δρόμον άλλος υπόνομος, εκτός του καθαρισμένων….
«Η Διοίκησις καθημερινά φροντίζει, κατ’ αυστηράν εντολήν του Κυβερνήτου μας, και δια κηρύκων, κατ’ εντολήν του ιδίου, υποχρεώνουν τους κατοίκους της Πόλεως ταύτης, να καθαρίζουν τους δρόμους και να ανοίγουν τους υπονόμους των αναγκαίων των, δια να μη μολύνεται ο αέρας, από τας ακαθαρσίας και η Εθνική Καζάρμα, να είναι εις αυτήν την κατάστασιν και να ενοχλεί τους πολίτας καθημερινώς….».
Παρακαλούσε το Διοικητήριον, όπως, σύμφωνα με τις κατηγορηματικές διαταγές του Κυβερνήτου, να διατάξει την εφαρμογήν τους, ώστε «να μη γίνεται τούτο ανυπόφορον και ζημιώδες, δια τους κατοίκους», έγραφε ο Δημάκης Ιερομνήμων[viii].
«Η Επιτροπή της Γενικής Διοικήσεως, του Κράτους», στις 2 Ιουλίου του 1828, από τον Πόρο, κατ’ εντολήν του Κυβερνήτου, έστειλε την ακόλουθη διαταγή, προς όλες τις αρμόδιες υπηρεσίες[ix].
Από διάφορες πληροφορίες, που είχε «περί του τρόπου, κατά τον οποίον θεωρούνται προς άλληλα, τα διάφορα μέρη του Κράτους, μεμολυσμένα και αμόλυντα», οπότε αυτός ο διαφορετικός χαρακτηρισμός δημιουργούσε «όχι αρεστά αποτελέσματα, Διατάττει:
Α’. Τα πλοία, επιβάται και πραγματείαι, άπαντα ερχόμενα εκ Πελοποννήσου, τα υγειονομεία όλου του Κράτους, θα τα καθυπέβαλλον εις υγειονομικήν κάθαρσιν τεσσαράκοντα ημερών (40).
Β’. Τα κενά πλοία, με μόνον επιβάτας, προερχόμενα από την πόλιν του Ναυπλίου, τα υγειονομεία, …. θα τα υπέβαλλον εις υγειονομικήν προφύλαξιν, επτά μόνον ημερών. Αυτή η εξαίρεσις της πόλεως του Ναυπλίου, είναι δικαία και πρέπουσα, δια την επιμέλειαν, κατά την οποίαν αυτή η πόλις επροστάτευσε την υγείαν της.
Γ’. Τα πλοία, επιβάται και πραματείαι, προερχόμενα εκ της νήσου Αιγίνης, καθυποβάλλονται επίσης εις υγειονομικήν εκκαθάρισιν, εικοσι μιάς ημερών.
Δ’. Τα πλοία, πραγματείαι και επιβάται, τα προερχόμενα εκ της νήσου Σαλαμίνος, καθυποβάλλονται εις Υγειονομικήν εκκαθάρισιν, είκοσι μιάς ημερών.
Ε’. Τα πλοία, πραγματείαι και επιβάται, προερχόμενα εκ Μεγάρων, καθυποβάλλονται εις υγειονομικήν εκκαθάρισιν σαράντα ημερών.
ΣΤ’. Τα επίλοιπα μέρη του Κράτους, είναι εις ελευθέραν κοινωνίαν…, ταύτα τα υγειονομικά μέτρα παύουν….,καθώς καθέν των ήδη μολυσμένων μερών, διακηρυχθή εις ευτελή κατάστασιν υγείας και άξιον της ελευθέρας κοινωνίας, με το επίλοιπον Κράτος».
Στις 2 Νοεμβρίου του 1828, ο Κυβερνήτης, με έγγραφό του, από τον Πόρο, «Προς την επί της Οικονομίας Επιτροπήν», ενέκρινε την πρόταση του εκτάκτου Επιτρόπου της Ήλιδος, ο οποίος με αναφορά του προς αυτήν την Επιτροπή, την παρακαλούσε «να ενεργήσει των επισκευών των δυο τοίχων του κραββάτου, επί του οποίου διαβαίνει ο ποταμός Άβορος» στη Δωρίδα, ώστε να μη καταστρέφει, με τις πλημμύρες του, τις σπαρμένες περιοχές[x].
Ο Κυβερνήτης πληροφορούσε την Επιτροπή της Οικονομίας, ότι η Κυβέρνηση θα αντιμετώπιζε θετικά την πρόταση, προκειμένου να προφυλάξει τον περιβάλλοντα τον ποταμόν, τόπον.
Ο προσωρινός Διοικητής Πόρου, Ν. Γκίκας, στις 30 Νοεμβρίου 1828, απηύθυνε προς τον Κυβερνήτην της Ελλάδος, αναφορά, με την οποία τον πληροφορούσε, για τις μεγάλες καταστροφές, που είχαν προξενήσει, στα δένδρα του νησιού τους, οι Γάλλοι ναύτες του πολεμικού δικρότου, που ήταν αραγμένο στο λιμάνι τους. Παρά το γεγονός ότι το Διοικητήριον του Πόρου, έγραψε στον Διοικητή του δικρότου, για τις καταστροφικές ενέργειες των Γάλλων ναυτών, οι οποίοι, «με τας καταχρήσεις αυτάς και τας καταστροφάς εις τα δέντρα και τους αμπελώνας των κατοίκων της νήσου, κατέστρεφον και το υγιεινόν περιβάλλον της νήσου των».
Ο Κυβερνήτης μόλις πληροφορήθηκε αυτό το δυσάρεστο γεγονός που ήταν λεπτό και επικίνδυνο, από πολλές πλευρές, με τις δικές του σωστές ενέργειες και την γνωστήν μέριμνά του, για την προστασία του περιβάλλοντος, έφερε θετικά αποτελέσματα: με τη μελετημένη διπλωματική παρέμβαση, στον κυβερνήτη του γαλλικού δικρότου.
Μία ακόμη, εξαιρετική και σημαντική, από τις πολλές ενέργειες του Κυβερνήτου, ήταν και η ίδρυση υγειονομείων, στις σπουδαιότερες πόλεις, προκειμένου να προφυλάξει και την υγεία των κατοίκων και να προστατεύσει το περιβάλλον:
Στις 8 Απριλίου 1828, «ο Κυβερνήτης της Ελλάδος διέττασε:
«Α’. Το Υγειονομείον του Ναυπλίου, ως αποτελούν μέρος της λιμεναρχίας, ανατίθεται εις την επιστασίαν του ιδίου λιμενάρχου.
Β’. Είς γραμματεύς, διατελών, υπό τον λιμενάρχην, θα εκτελεί ειδικώτερον, τα της υγειονομίας καθήκοντα.
Γ’. Ο λιμενάρχης, μετά του γραμματέως, οφείλουν να δίδουν λόγον εις την Κυβέρνησιν, δια τα αφορώντα της υγειονομίας»[xi].
«Ο κατά το Τμήμα της Αργολίδος, έκτακτος Επίτροπος», ο Νικόλαος Καλλέργης, στις 20 Οκτωβρίου 1828, με έγγραφό του, από το Ναύπλιον, «Προς Λιμεναρχυγειονομείον Ναυπλίου», καθώριζε τα χρέη και τις αρμοδιότητές του[xii]. Έστελνε τα σχετικά ψηφίσματα και τις διατάξεις του Κυβερνήτου, οι οποίες απέβλεπαν, «εις την τακτικήν σύστασιν του υγειονομείου και λιμεναρχείου.
Το Λυμεναρχυγειονομείον, θα ενεργεί τα χρέη του, με μεγάλην ακρίβειαν και προσοχήν, όπως υπαγορεύουν αι σχετικαί διατάξεις, που απέβλεπαν εις την υγιεινήν κατάστασιν των ακτών, και εις την απαγόρευσιν, της ρυπάνσεως της θαλάσσης».
Ο Κυβερνήτης, τον επόμενο χρόνο, το 1829, στις 27 Ιουλίου, έγραφε από το Άργος «προς επί των Ναυτικών μέλος του γενικού Φροντιστηρίου, ότι ο Γενικός Έκτακτος Έφορος των λιμένων, «κατ’ αίτησιν του λιμενάρχου Ναυπλίου, εζήτει να του δοθή μία λέμβος, με τους αναγκαίους κωπηλάτας, δια να επισκέπτεται τα εκεί ελλιμενιζόμενα».
Ο Κυβερνήτης έγγραφε ότι, και για την διευκόλυνση του λιμένος του Ναυπλίου, «και διότι τα ελλιμενιζόμενα διάφορα πλοία προσορμίζονται αρκετά μακράν», ενέκρινε την αίτηση του Εφόρου, εφόσον ο ίδιος είχε διατάξει να ελλιμενίζονται, «αρκετά μακράν των ακτών», για να προφυλάξει τα παράλια από τη ρύπανση. Ο ίδιος έφορος, με νεώτερη αναφορά του, και « κατ’ αίτησιν του υγειονομολιμενάρχου Σύρας», πρότειναν να προστεθή και δεύτερη λέμβος, σ’ αυτήν την υπηρεσίαν οπότε και ο υγειονόμος και ο λιμενάρχης θα διευκολύνονταν στην εκτέλεση των χρεών τους.
Ο Κυβερνήτης παρακαλούσε την Ναυτικήν υπηρεσίαν, να ενεργήσει τα δέοντα, για την προμήθεια αυτών των λέμβων και να τον ειδοποιήσουν[xiii].
Στις 28 Οκτωβρίου του 1829, ο Γραμματεύς την Επικρατείας Ν. Σπηλιάδης, έγγραφε στον Πρόεδρον της Γερουσίας, ότι «κατ’ επιταγήν της Α. Εξοχότητος του Κυβερνήτου», του έστελνε τρεις αναφορές του Εκτάκτου Γενικού Εφόρου των λιμένων της Επικρατείας, του Θεοδώρου Μαθιού[xiv]:
«Η πρώτη περιείχε, το περί διοργανισμού των υγειονομικών καταστημάτων σχέδιον, το οποίον υπέβαλον εις την Κυβέρνησιν Ο Α’ Γραμματεύς, του εις Σύραν υγειονομείου Στέφανος Γρησπάρης.
Η δευτέρα διαλαμβάνει τας παρατηρήσεις του Κυρίου Αντωνίου Τζούνη, ως προς την νόσον της λέπρας, η οποία μολύνει μερικά μέρη της Πελοποννήσου και τας γνώμας του, περί των μέτρων, όσα έπρεπε να ληφθούν, προς εξάλειψιν του δεινού τούτου.
Η τρίτη αναφορά πραγματεύεται περί των υγειονομείων, των λοιμοκαθαρτηρίων της Επικρατείας, εν γένει. Περιέχει παρατηρήσεις ακριβείς, ως προς τας απαιτουμένας μεταρρυθμίσεις και την τακτοποίησιν αυτών των καταστημάτων».
Τα έγγραφα αυτά, έγραφε ο Ν. Σπηλιάδης, θα βοηθούσαν «τας σκέψεις και τας αποφάσεις της Γερουσίας, καθ’ όσον ο κ. Αντώνιος Τζούνης, είχεν περιέλθει όλα σχεδόν τα παραθαλάσσια μέρη της Επικρατείας και παρατηρήσας αυτοπροσώπως τας διαφόρους αυτού θέσεις, ημπόρεσεν, εκ της προς άλληλα συγκρίσεως, να συνάξει τα συμπεράσματά του».
Ο Ν. Σπηλιάδης έστελνε επίσης στον Πρόεδρον της Γερουσίας, αναφοράν, του Ν. Πονηροπούλου, «αφορώσαν, την δια δενδροφυτείας διακόσμησιν, των πέριξ του Ναυπλίου καθύγρων τόπων και τον κατ’ αναλογίαν αναδασμόν[xv], της γεωργησίμου γης, ταύτης της επαρχίας….»
Όλα αυτά, ανέφερε τέλος ο Ν. Σπηλιάδης, επειδή αποτελούσαν «μέρος των αντικειμένων, εις τα οποία μέλλει να ενασχοληθή η Γερουσία», τα έστελνε στον Πρόεδρόν της, «κατ’ επιταγήν της Α. Εξοχότητος του Κυβερνήτου».
Τον Αύγουστο του 1830 υπηρετούσαν στο «Υγειονομολιμεναρχείον του Ναυπλίου»: Ο λιμενάρχης Θεόδωρος Μαθιός, με 160 φοίνικες μισθόν, από τα Ψαρά, ο Στέφανος Γρησπάρης, ως υγειονόμος, με τον ίδιον μισθόν, ο αρχιφύλακας Γεώργιος Κσσιμάτης, με μισθό 128 φοίνικες, ο Γ. Καθοπούλης με τον ίδιο μισθό (εντελώς σβησμένη η θέση του), ο Νικόλαος Φ. Τζηκούνης, ως βοηθός, με 120 φοίνικες ο Κων. Μιντζάτζος φύλακας, με 40 φοίνικες, ο κωπηλάτης Σταμάτιος Σωτήρου και άλλοι τέσσαρες κωπηλάτες, με 24 φοίνικες, οι οποίοι «μη ηξέροντες να γράψουν, κάνουν το σημείον του Σταυρού»[xvi].
Το πολύπλευρο και ασύλληπτο έργο του Καποδίστρια, που αφορούσε στην προστασία του περιβάλλοντος και στα μέτρα, που έλαβε για την εξυγίανση και «καλλωπισμόν» όλων των πόλεων, για την περιφρούρηση της υγείας του λαού και τόσα άλλα, είναι τεράστιο.
Για τα μέτρα που έλαβε, όταν εκδηλώθηκε, αμέσως μετά την άφιξή του, η θανατηφόρος επιδημία της πανώλους, για την δενδροφύτευση όλης της κατεστραμμένης από τους Αιγυπτίους χώρας, για την ίδρυση νοσοκομείων, για τον καθαρισμό των δρόμων, για την υδροδότηση, για την βελτίωση της διατροφής των κατοίκων, και τόσων άλλων ακόμη, η προσφορά του δικαιολογημένα θεωρείται μεγαλειώδης και μοναδική.
Ελένη Ε. Κούκου
Ομ. Καθηγήτρια του Εθνικού & Καποδιστριακού
Πανεπιστημίου Αθηνών
Ναυπλιακά Ανάλεκτα V, Έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, 2004.
Υποσημειώσεις
[i] ΓΑΚ. Συλλογή Βλαχογιάννη, φ. 122 αριθ. εγγράφου 149. Προσωρινός Διοικητής της επαρχίας Ναυπλίας, ήταν ο Ιωάννης Θεοτόκης, ΓΑΚ = Γενικά Αρχεία του Κράτους.
[ii] ΓΑΚ, Γενική Γραμματεία, φ. 25 αριθ. Εγγράφου 657.
[iii] ΓΑΚ, Γενική Γραμματεία, φ. 41, αριθ. εγγράφου 1403.
[iv] ΓΑΚ, Γενική Γραμματεία, φ. 51, αριθ. Εγγράφου 542.
[v] Κανένας δεν θα μπορέσει να μην αναγνωρίσει το «μυθικό» έργο, αυτού του ανθρώπου, με τις τότε φοβερές συνθήκες: του Κυβερνήτου.
[vi] ΓΑΚ, Γενική Γραμματεία, φ. 51.
[vii] Καζάρμα (λέξη ιταλική) = ο στρατώνας.
[viii] ΓΑΚ, Έκτακτοι Επίτροποι, φ. 14 – 16 (16)
[ix] ΓΑΚ, Αρχειόν Βλαχογιάννη, Γενική Γραμματεία, φ. 81, αριθ. Εγγράφου 39. Το Διάταγμα υπέγραφαν: «Η Επιτροπή: Γεώργιος Κουντουριώτης, Ανδρέας Ζαΐμης. Επεκύρωνε το διάταγμα ο Γραμματεύς της Επιτροπής της Γενικής Διοικήσεως», ο Βιάρος Α. Καποδίστριας.
[x] ΓΑΚ, Επιτροπή Οικονομίας, φ. 14, αριθ. Εγγράφου 7552.
[xi] ΓΑΚ, Γενική Γραμματεία, φ. 47 αριθ. Εγγράφου 1518. Βλ. και Γεωργίου Δημακοπούλου, Η επί του αγώνος υπέρ της δημοσίας υγείας Κυβερνητική πολιτική, σ. 277 – 284, όπου και άλλη βιβλιογραφία.
[xii] ΓΑΚ, Γραμματεία Οικονομίας, φ. 142, αριθ. Εγγράφου 2139.
[xiii] ΓΑΚ, Γενικόν Φροντηστήριον, φ. 55, αριθ. Εγγράφου 13549.
[xiv] ΓΑΚ, Γενική Γραμματεία, φ. 224, αριθ. εγγράφου 3032.
[xv] Αναδασμός = η εκ νέου αναλογία της καλλιεργησίμου γης.
[xvi] ΓΑΚ, Επιτροπή Οικονομίας, φ. 142.
Περίεργο που δέν αναφέρετε τήν Αίγινα:
Η Αίγινα πρώτη πρωτεύουσα του Νέου Ελληνικού Κράτους
Για 1000 περίπου χρόνια ήταν έρημη η παραλία, η μοίρα όμως επιφύλασσε στο όμορφο νησί του Σαρωνικού την τιμή να υποδεχτεί τον Κυβερνήτη.
Κληρικοί, δάσκαλοι, ορφανά και χήρες, άνθρωποι κατατρεγμένοι, στρατιωτικοί και πολιτικοί, φτωχοί και πλούσιοι, ασήμαντοι άνθρωποι που πάσχιζαν για ένα κομμάτι ψωμί και προσωπικότητες του αγώνα περίμεναν τον αναμενόμενο Μεσσία.
Στις 11 Νοεμβρίου του 1826 η Αίγινα γίνεται κυβερνητική έδρα, η πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους. Από εδώ αρχίζει η σύνταξη της νεοελληνικής πολιτείας. Ιδρύεται το πανελλήνιο, διορίζονται υπουργοί, οργανώνονται οι δημόσιες υπηρεσίες και εκδίδονται τα πρώτα διατάγματα του Κυβερνήτη.
Η Αίγινα γίνεται κέντρο διοικητικό, εμπορικά, πνευματικό. Ο πληθυσμός της ολοένα αυξάνεται. Τώρα στην Αίγινα συναντάς ντόπιους, ξένους, Μωραΐτες, Ρουμελιώτες, Νησιώτες αλλά και Μικρασιάτες και Μακεδόνες. Ο Edward Quient υπολογίζει ότι στα 100 άτομα που ζούσαν τότε στην Αίγινα, οι 30 ήταν ντόπιοι και οι 70 πρόσφυγες.
Πολλοί από αυτούς τους πρόσφυγες ζούσαν σε αρχαίους τάφους (θρακιές) ή σε σπηλιές. Οι Αιγινήτες ήταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση. Οι περισσότεροι ζούσαν σε καλύβες όμως υπήρχαν και εκείνοι που είχαν χρήματα για χτίσιμο σπιτιών.
Γενικότερα οι συνθήκες ζωής αυτή την εποχή ήταν άθλιες. Στο σύνολό της, η Αίγινα, ήταν κακοχτισμένη με στενούς δρόμους και εκτός από λίγα μεγάλα σπίτια τα άλλα ήταν καλύβες.
Μια μικρή εξαίρεση ήταν το λιμάνι. Εκεί μπορούσες να δεις σχετικά καλοχτισμένα μαγαζιά όπου έμποροι, πρόσφυγες από όλα τα μέρη της Ελλάδας (κυρίως Χιώτες), πουλούσαν τρόφιμα και είδη πολυτελείας από την Ευρώπη. Υπήρχαν ακόμα μερικά καφενεία, δύο ξενοδοχεία και ένα ζαχαροπλαστείο.
Το 1827 ο Καποδίστριας αναχώρησε για την Αμερική με σκοπό να συγκεντρώσει χρήματα και άλλα εφόδια για την Ελλάδα. Γυρίζει τον Νοέμβριο του 1828 φέροντας μαζί του τρόφιμα, ρούχα και χρήματα που μοιράζει στους πεινασμένους της Αίγινας.
Το 1828 χτίζει το ορφανοτροφείο (η οικοδόμησή του εξασφαλίζει δουλειά σε πολλούς εξαθλιωμένους κατοίκους) το οποίο αρχίζει να λειτουργεί το 1829. Εκεί συγκεντρώνονται 500 περίπου ορφανά που ως τότε ζητιάνευαν ή αλήτευαν.
Το ορφανοτροφείο, τους παρέχει στέγη, τροφή, ένδυση, υπόδηση και εκπαίδευση (γράμματα – πρακτικές τέχνες).
Οι οικονομικές δραστηριότητες των κατοίκων της Αίγινας εκείνη την εποχή χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες, σε αυτούς που δούλευαν στη θάλασσα και σε εκείνους που δούλευαν στη στεριά. Η πρώτη κατηγορία ήταν σαφώς μεγαλύτερη.
Όμως τα επαγγέλματα και των δύο κατηγοριών αρκούσαν μόνο για την επιβίωση και όχι για τίποτα παραπάνω.
Εκτός από τα επαγγέλματα της θάλασσας (σφουγγαράδες, ψαράδες) συναντάμε και άλλα όπως αγγειοπλάστης, νερουλάς, ρετσινάς. Οι γυναίκες της εποχής καταγίνονταν με τον αργαλειό και το κοπανέλι.
Το φυστίκι όμως ήταν αυτό που στήριξε την Αίγινα. Για την καλλιέργεια, συλλογή και εξαγωγή του απασχολήθηκε (και εξακολουθεί να ασχολείται) ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Η κτηνοτροφία ήταν περιορισμένη (λόγω του ότι οι κοινόχρηστοι βοσκότοποι ήταν λίγοι) και έτσι η Αίγινα δεν βοηθήθηκε από αυτήν. Εκείνη την εποχή συναντάμε επίσης λιοτρίβια όπως και ναυπηγεία που και αυτά έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο.
Η Αίγινα λοιπόν σχεδόν νεκρή δέχεται σαν θείο δώρο την άφιξη του Καποδίστρια και μπαίνει σε μια άλλη εποχή. Η εποχή αυτή τη ζωντανεύει, την τιμάει, την καθιστά πνευματικό κέντρο του κράτους.
Πριν από 160 περίπου χρόνια ο «μαρμαρωμένος Βασιλιάς» ζωντάνεψε για τους Αιγινήτες (και για όλους τους Έλληνες) στο πρόσωπο του Καποδίστρια και ήρθε να τους οδηγήσει στην σύσταση του καινούριου κράτους και στην ανάπτυξη.
«Τραγική μορφή της νεότερης ιστορίας,
ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας,
ο Ιωάννης Καποδίστριας».
Οι Αιγινήτες ήταν ναυπηγοί και πριν από την Ελληνική επανάσταση. Είχαν εκπαιδευτεί στο ναυτικό των Βενετσιάνων και ήταν οι προνομιακοί ναυπηγοί των Τούρκων. Στα 1825 αναφέρεται ότι υπήρχαν καραβομαραγκοί στο νησί, όπως και στη Μύκονο και Σύρα, και τους γύρευε η κυβέρνηση για κατασκευή και επισκευή πυρπολικών.
Γενικά κατά την επανάσταση επειδή εγκαταστάθηκαν στην Αίγινα, πολλοί πρόσφυγες ναυτικοί (Ψαριανοί, Γαλαξιδιώτες, Στυλιδιώτες) εντάθηκε η απασχόληση με την ναυπηγική και λειτούργησαν πολλά και μεγάλα ναυπηγεία.
» Παλιότερα η Αίγινα είχε πολλά αμπέλια.
Τα σταφύλια τα πατούσαν άνθρωποι.
Στην εποχή μας, τα πατήματα έχουν αχρηστευθεί».
Την Παρασκευή στις 6 Ιανουαρίου 1828 στις 8 το βράδυ το δίκροτο «Warspite» μπήκε στο Λιμάνι του Ναυπλίου, γιατί η θαλασσοταραχή δεν το άφησε να πλεύσει κατ’ ευθείαν στην Αίγινα, που ήταν η έδρα της Προσωρινής Ελληνικής Κυβέρνησης. Στις 11 Ιανουαρίου το «Warspite» στο οποίο επέβαινε ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας Ιωάννης Καποδίστριας έφθασε στο λιμάνι της Αίγινας.
Στις 12 Ιανουαρίου τα ελληνικά πλοία, τα προσορμισμένα στο λιμάνι, το ρωσικό πολεμικό «Ελένη», δύο γαλλικά πλοία, μια κορβέττα και η φρεγάτα «Ήρα», όλες οι αρχές του νησιού με επί κεφαλής την Αντικυβερνητική Επιτροπή, όλος ο λαός της Αίγινας υποδέχτηκαν επίσημα τον πρώτο Κυβερνήτη. Η επίσημη έπαρση της ελληνικής σημαίας στην προκυμαία της Αίγινας και «αι πυροβολικαί αντιχαιρήσεις» όλων των πλοίων ελληνικών και ξένων, ήταν μια μεγάλη στιγμή για την Αίγινα, για τη χώρα. Η υποδοχή του Κυβερνήτη είχε ορισθεί στη Μητρόπολη, η οποία τότε χρησίμευε και ως έδρα του Βουλευτηρίου.
Εκεί θα ψαλλόταν η επίσημη δοξολογία. Ο Κυβερνήτης προσήλθε περιστοιχιμένος από στρατιωτικούς και υπαλλήλους και ακολουθούμενος από όλο το λαό του νησιού. Η Αντικυβερνητική Επιτροπή τον οδήγησε ν’ ανέβει στον «στολισμένον θρονίσκον» που είχαν ετοιμάσει. Ο Καποδίστριας αρνήθηκε, «έμεινεν εις το έδαφος, όρθιος και ασκεπής». Με την άφιξή του ψάλθηκε δοξολογία προς τον Ύψιστο.
Μετά τη δοξολογία ο Θεόφιλος Καΐρης εκφώνησε σημαντικό πανηγυρικό λόγο, το περιεχόμενο του οποίου αν και μετά από τόσα χρόνια παραμένει επίκαιρο. Στην αρχή «αφού εχαροποίησε τους συμπατριώτες δια την έλευσιν του Κυβερνήτη, εξέθεσε την δεινήν κατάστασιν, εις την οποίαν έφεραν την πατρίδα αι διχόνοιαι και σκευωρίαι…» και έντεχνα τόνισε στον Καποδίστρια, ότι έπρεπε να κυβερνήσει τη χώρα δημοκρατικά.
Ο Κυβερνήτης δεν ανέλαβε αμέσως τα καθήκοντά του. Στις 20 Ιανουαρίου εξέδωσε μια διακήρυξη προς τους Έλληνες, η οποία έχει καταχωρηθεί στη Γενική Εφημερίδα. Ορκίστηκε στις 26 Ιανουαρίου στο ναό της Μητροπόλεως.
Στις 10 π.μ. περίπου ο Καποδίστριας συνοδευόμενος από τα μέλη του Πανελληνίου, του Γραμματέως της Επικρατείας Σπυρίδωνα Τρικούπη, από όλους τους στρατηγούς και τους Ανώτερους Αξιωματικούς των αγγλικών και ρωσικών πλοίων, που βρίσκονταν στο λιμάνι της Αίγινας, προσήλθε στη Μητρόπολη, όπου και ψάλθηκε η Δοξολογία. Μετά το πέρας της δοξολογίας ο Καποδίστριας απήγγειλε τον Όρκο, που ήταν ένα από τα οριακά σημεία για την μετέπειτα πορεία της Ελλάδας.
Ήταν η αρχή ενός αγώνα για αναδιοργάνωση του ελληνικού κράτους ενός κράτους που θα στηριζόταν σε γερές βάσεις, οι οποίες κατά τον Καποδίστρια θα προέρχονταν από την πρόοδο στην οικονομία και από την ανόρθωση του εκπαιδευτικού συστήματος, ενός τομέα που ο Καποδίστριας θα δώσει ιδιαίτερη σημασία στην ολιγόχρονη θητεία του ως Κυβερνήτης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
«Η ΑΙΓΙΝΑΙΑ», 1831
«ΚΗΡΥΞ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΗΣ», 1947
«ΚΗΡΥΞ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΗΣ», 1948
«ΚΗΡΥΞ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΗΣ», 1950
Ελένης Κούκου, Ιωάννης Καποδίστριας –
ο άνθρωπος, ο διπλωμάτης 1800-1828.
Γεωργίας Λ. Κουλικούρδη – Σπύρου Ν. Αλεξίου, Αίγινα
Στέλλα Βότση – Ευτυχία Καρακατσάνη
Κωνσταντόπουλου, Η Αίγινα στα Χρόνια του Καποδίστρια
Γ. Κουλικούρδη, Αίγινα.
‘Ελενα Κοβανίδου
Αγαπητή κυρία, το άρθρο που διαβάσατε είναι μια εργασία της Ελένης Κούκου, Ομ. Καθηγήτριας του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, μιας γυναίκας που αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής της για να μελετήσει τη ζωή και το έργο του Καποδίστρια• η οποία θα ήταν και η καταλληλότερη για να συζητήσετε την απορία σας. Δυστυχώς όμως δεν είναι πλέον μαζί μας. Πάντως τα στοιχεία σας για την Αίγινα θα υπάρχουν σαν συνέχεια του άρθρου.
Ευχαριστούμε.