Ξενοφών (περ. 430 π.Χ. – περ. 355 π.Χ.)
Ο Ξενοφώντας γεννήθηκε στην Αθήνα το 430 π.Χ. από πλούσιους γονείς, το Γρύλλο και τη Διοδώρα, που ανήκαν στην αριστοκρατική τάξη. Μεγάλωσε σαν πλουσιόπαιδο και υπήρξε μαθητής του Σωκράτη. Η αγάπη και ο θαυμασμός που έτρεφε για το δάσκαλό του δε στάθηκαν ικανά να τον στρέψουν στην άσκηση της φιλοσοφίας. Τον τράβηξαν περισσότερο ο πρακτικός βίος, η δραστήρια και συχνά γεμάτη περιπέτειες ζωή. Στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου το όνομά του δεν αναφέρεται πουθενά. Μετά την πτώση του ολιγαρχικού καθεστώτος των τριάκοντα τυράννων εγκατέλειψε την Αθήνα και το 401 π.Χ. πήρε μέρος στην εκστρατεία του Κύρου εναντίον του Αρταξέρξη. Η συμμετοχή του σ’ αυτή την τυχοδιωκτική πολεμική επιχείρηση, που έγινε με τις ευλογίες της Σπάρτης, αναμφίβολα δεν ήταν πράξη φιλοαθηναϊκή.[1]
Μετά την «κάθοδο των Μυρίων» στην οποία πρωταγωνίστησε, έδειξε τα φιλολακωνικά του αισθήματα και ακολούθησε τους παλιούς εχθρούς της πατρίδας του. Πολέμησε με τους Σπαρτιάτες Θίβρωνα και Δερκυλίδα κατά των Περσών και το 396 π.Χ. γνώρισε το βασιλιά της Σπάρτης Αγησίλαο, που πολεμούσε στη Μ. Ασία. Γοητεύτηκε από την προσωπικότητά του, τον θαύμαζε για τις πολιτικές και στρατιωτικές του αρετές και τον ακολούθησε πολεμώντας ακόμα και εναντίον της πατρίδος του στη μάχη της Κορώνειας το 394 π.Χ.
Για τη συμπεριφορά του αυτή οι Αθηναίοι τον κατηγόρησαν για φιλολακωνισμό και τον καταδίκασαν σε εξορία και δήμευση της περιουσίας του. Οι Σπαρτιάτες όμως τον αποζημίωσαν, στην αρχή με «προξενία» και αργότερα μ’ ένα κτήμα στο Σκιλλούντα, κοντά στην Ολυμπία, όπου έμεινε 20 χρόνια, τα πιο ειρηνικά και γόνιμα της ζωής του, περνώντας τον καιρό του σαν μορφωμένος και πλούσιος γαιοκτήμονας, επιβλέποντας καβάλα στ’ άλογό του την καλλιέργεια των χωραφιών του, κυνηγώντας, καλώντας τους φίλους του, γράφοντας τα βιβλία του.[2]
Το 370 π.Χ. οι Ηλείοι ξαναπήραν το Σκιλλούντα και ο Ξενοφών αναγκάστηκε να καταφύγει στην ουδέτερη Κόρινθο, όπου έζησε ως το θάνατό του, λίγο αργότερα από το 355 π.Χ. Στο διάστημα αυτό οι Αθηναίοι είχαν ανακαλέσει το διάταγμα της εξορίας του, αλλά είναι άγνωστο αν ξαναεπισκέφτηκε την πατρίδα του. Πάντως υποστήριζε το ολιγαρχικό κόμμα της Αθήνας και ήταν σύμβουλος του Εύβουλου σε οικονομικά κυρίως θέματα, προτείνοντας μέτρα που ενίσχυαν τη θέση των μεγάλων γαιοκτημόνων, στους οποίους ανήκε και ο ίδιος.[3]
Ο Ξενοφώντας ήταν από πεποίθηση αριστοκρατικός, βρέθηκε έξω από το δημοκρατικό πνεύμα της Αθηναϊκής πολιτείας και θαύμαζε το πολιτικο-κοινωνικο-στρατιωτικό σύστημα της Σπάρτης, γι’ αυτό εξορίστηκε και θεωρήθηκε προδότης της πατρίδας του, την οποία όμως δεν έπαψε να θυμάται και να παρακολουθεί τη μοίρα της στους ταραγμένους εκείνους καιρούς. Στα έργα του εξιδανικεύει τη Σπάρτη προσπαθώντας παράλληλα να κρατήσει νομιμόφρονα στάση απέναντι στην Αθήνα.[4]
Υπήρξε από τους πολυγραφότατους αρχαίους συγγραφείς και τα έργα του, που σώθηκαν σχεδόν όλα, χωρίζονται:
α. Ιστορικά (Κύρου Ανάβασις, Ελληνικά, Αγησίλαος, Κύρου Παιδεία. Τα δυο τελευταία πλησιάζουν περισσότερο στο είδος της βιογραφίας και του ιστορικού μυθιστορήματος αντίστοιχα).
β. Φιλοσοφικά – Πολιτικά (Απομνημονεύματα, Λακεδαιμονίων πολιτεία, Απολογία Σωκράτους, Συμπόσιον, Ιέρων).
γ. Τεχνικά – διδακτικά εγχειρίδια (Ιππαρχικός, περί ιππικής, Κυνηγετικός, Οικονομικός, Πόροι).
Κύρου Ανάβασις: Στο έργο του «Κύρου Ανάβασις» ο Ξενοφών διηγείται γεγονότα που έζησε ο ίδιος και δίνει πολλές γεωγραφικές και εθνογραφικές λεπτομέρειες. Η Ανάβαση, η πορεία δηλαδή προς το εσωτερικό του περσικού κράτους, παρουσιάζεται στα 6 πρώτα κεφάλαια, ακολουθεί η περιγραφή της μάχης στα Κούναξα, ενώ το κύριο μέρος του έργου καλύπτουν τα γεγονότα της υποχώρησης προς τη Μαύρη Θάλασσα μέσα από εχθρική χώρα και δύσβατα μονοπάτια (Κάθοδος των Μυρίων).
Τα «Ελληνικά»:Το κύριο ιστορικό έργο του Ξενοφώντα είναι τα «Ελληνικά» που χωρίζονται σε 7 βιβλία. Τα δυο πρώτα βιβλία συνεχίζουν την ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου από το σημείο ακριβώς που είχε σταματήσει ο Θουκυδίδης (411 π.Χ.) μέχρι τη συμφιλίωση των δυο πολιτικών κομμάτων στην Αθήνα το 403 π.Χ. Στο τμήμα αυτό του έργου του ακολουθώντας το Θουκυδίδη εκθέτει τα γεγονότα με χρονολογική σειρά και κατά το δυνατόν απρόσωπα. Τα επόμενα 5 βιβλία συνεχίζουν την ελληνική ιστορία μέχρι τη μάχη της Μαντινείας το 362 π.Χ. Εδώ απομακρύνεται από τον τρόπο και τη μέθοδο του Θουκυδίδη. Τα χρονολογικά στοιχεία παραμελούνται, η κατανομή της ύλης είναι άνιση, η σύνθεση γίνεται χαλαρότερη, η συμμετοχή του προσωπικού παράγοντα εντονότερη. Ζωγραφίζει έντονα τις ηγετικές προσωπικότητες που δρουν στο προσκήνιο, διαπλάθει εντυπωσιακές μεμονωμένες σκηνές και μένει πάντα στην επιφάνεια των πραγμάτων. Τέλος δεν αναφέρει σπουδαία γεγονότα, όπως η ναυμαχία της Κνίδου, η ίδρυση της β’ Αθηναϊκής συμμαχίας το 378 π.Χ., η ίδρυση της Μεγαλόπολης[6] κ.ά. Έτσι με το έργο του αυτό ως ιστορικός κινείται στη σκιά του Θουκυδίδη.
Αγησίλαος: Το έργο «Αγησίλαος» αποτελεί το εγκώμιο του βασιλιά της Σπάρτης, τον οποίο ο Ξενοφών τόσο θαύμαζε, ώστε τον ακολούθησε στον πόλεμο ενάντια στην πατρίδα του.
Κύρου Παιδεία: Το έργο που αποτελείται από 8 βιβλία, πραγματεύεται την ιστορία της νεότητας, της ανόδου στο θρόνο και της βασιλείας του Κύρου του Πρεσβύτερου. Το έργο είναι πλούσιο σε ηθοπλαστικές ιστορίες, ενώ η επιλογή και παρουσίαση των γεγονότων οδηγούν όχι στην περιγραφή του Kύρου ως ιστορικού προσώπου, αλλά στην περιγραφή του ιδανικού βασιλιά.
Απομνημονεύματα: Στα 4 βιβλία του έργου «Απομνημονεύματα» περιέχονται σωκρατικοί διάλογοι και επεισόδια σχετικά με το Σωκράτη, τον οποίο ο Ξενοφών θαύμαζε και από τον οποίο επηρεάστηκε. Στα Απομνημονεύματα εντάσσεται και η «Απολογία Σωκράτους». Στην ίδια ομάδα ανήκει και το «Συμπόσιον», στο οποίο περιγράφεται ένα γλέντι στο σπίτι του Καλλία, όπου ο Σωκράτης με ένα ρητορικό λόγο αναφέρεται στον ηδονικό και ψυχικό έρωτα.
Λακεδαιμονίων Πολιτεία: Η συμπάθειά του προς τη Σπάρτη τον οδήγησε και στην ενασχόλησή του με το πολίτευμά της στο σύγγραμμά του «Λακεδαιμονίων Πολιτεία». Σ’ αυτό εξαίρει τις αρχές που έθεσε ο Λυκούργος και τις θεωρεί, μαζί με το θεσμό της διπλής βασιλείας που ίσχυε στη Σπάρτη, ως τις βάσεις στις οποίες στηρίχτηκε η δύναμη της πόλης. Αντίθετα, η απομάκρυνση από αυτά τα ιδεώδη οδήγησε στην κατάπτωσή της.
Εξαιτίας του θαυμασμού του Ξενοφώντα προς το σπαρτιατικό πολίτευμα θεωρήθηκε ότι και το σημαντικό σύγγραμμα «Αθηναίων Πολιτεία» είναι έργο του ιδίου, λόγω του επικριτικού του χαρακτήρα. Όμως γενική είναι η πεποίθηση ότι πρόκειται για έργο ανώνυμου ολιγαρχικού. Η σημασία του βεβαίως δεν είναι μικρότερη, γιατί ο ανώνυμος συγγραφέας μάς δίνει μια παραστατικότατη εικόνα για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Αθήνα, εξηγώντας στο προοίμιο ότι αν και ο ίδιος διαφωνεί με το πολίτευμα, θα δείξει ότι οι Αθηναίοι, εφόσον το επέλεξαν, ορθώς πράττουν ως πράττουν.
Ιέρων: Ο «Ιέρων» είναι ένα διαλογικό σύγγραμμα στο οποίο ο Ξενοφών παρουσιάζει τον ποιητή Σιμωνίδη να μιλά με τον Ιέρωνα, τύραννο της Σικελίας, για τη φύση και τις δυνατότητες του μονάρχη.
Ο «Ιππαρχικός» και το «Περί Ιππικής» είναι οδηγίες το μεν πρώτο προς τον αρχηγό των ιππέων το δε δεύτερο προς τον κάθε ιππέα για την περιποίηση του αλόγου του.
Οικονομικός: Σημαντική πηγή για τους ερευνητές αποτελεί το έργο του Ξενοφώντα «Οικονομικός». Ο Ισχόμαχος, εύπορος κτηματίας και νιόπαντρος, περιγράφει στο Σωκράτη με λεπτομέρειες το καθημερινό του πρόγραμμα και την κατανομή των εργασιών στους δούλους του. Αν και από την περιγραφή αυτή συνάγονται πολλές λεπτομέρειες για τον τρόπο ζωής εκείνη την εποχή, σημαντικότερη είναι η προσφορά του έργου στην επισκόπηση της ζωής μιας Αθηναίας.
Πόροι: Με τις οικονομικές συνθήκες της Αθήνας ασχολείται το έργο «Πόροι», στο οποίο προτείνει τρόπους για την εξυγίανση των οικονομικών της πόλης.
Το πλούσιο λογοτεχνικό του ταλέντο και η απλότητα του περιεχομένου, του ύφους και της γλώσσας του τον κάνουν τον πιο προσιτό από τους παλιούς συγγραφείς και πολύτιμο μάρτυρα μιας κρίσιμης φάσης της Ελληνικής Ιστορίας.[5] Όμως το πνεύμα του ήταν μέτριο και ούτε στην ιστορία, ούτε στη φιλοσοφία μπόρεσε να διεισδύσει κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων. Ως ιστορικός δεν είναι ούτε οξύς κριτικός, ούτε αμερόληπτος, ενώ ως φιλόσοφος δεν είναι ούτε βαθύς, ούτε πρωτότυπος.
Υποσημειώσεις
[1] LeskyΑ., Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, σελ. 849.
[2] FlaceliereR., Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, σελ. 383.
[3] Κορδάτου Γ., Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, τόμ. III, σελ. 542, 553.
[4] Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 25, σελ. 47, 49.
[5] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Γ2, σελ. 449.
[6] LeskyA., ό.π, σελ. 852-853.
Πηγές
- Αλέξης Τότσικας, «Ανθολόγιο | Δώδεκα Αποσπάσματα Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων», Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 1997.
- Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού – http://www.ime.gr
Σχολιάστε