Προσωπογραφικά του Ναυπλίου την εποχή της Βενετοκρατίας – Χρύσα Μαλτέζου, «Της Βενετιάς τ’ Ανάπλι – 300 χρόνια από το τέλος μιας εποχής 1715-2015». Επιστημονικό Συμπόσιο 9 -11 Οκτωβρίου 2015. Πρακτικά, Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙΧ (2017).
Στη γνωστή μελέτη του Η Ναυπλία από των αρχαιότατων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς [1] ο ιστορικός του Ναυπλίου Μιχαήλ Λαμπρυνίδης αφιερώνει βραχύ κεφάλαιο στους Ναυπλιώτες που είχαν διακριθεί μεταξύ των συγχρόνων τους στα γράμματα και στο πολεμικό φρόνημα. Παρατίθενται, σύμφωνα με το σχήμα αυτό, από τη μια μεριά λόγιοι, όπως οι Ζυγομαλάδες και οι Μαλαξοί, και από την άλλη στρατιώτες, όπως ο Μποζίκης, ο Μπλέσης και άλλοι. Υπακούει δηλαδή ο Λαμπρυνίδης στην παλαιά ιστοριογραφική άποψη που θέλει την προσωπογραφία να ασχολείται με πρόσωπα που έχουν ξεχωρίσει με την προσφορά έργων τους είτε αυτά είναι προϊόντα λόγου και τέχνης είτε πράξεις ανδρείας και ηρωισμού. Τα πρόσωπα με τα όποια θα ασχοληθώ στην ανακοίνωσή μου δεν ανήκουν στην κατηγορία αυτή. Ακολουθώντας τη σύγχρονη ιστοριογραφική τάση, θα επιχειρήσω να εξετάσω την εικόνα που μας στέλνουν οι διαθέσιμες από την εποχή της βενετοκρατίας πηγές για πρόσωπα της ναυπλιακής κοινωνίας, τα όποια με την παρουσία τους σε συγκεκριμένες περιόδους της ναυπλιακής ιστορίας αναδεικνύουν αντιλήψεις, συμπεριφορές και ανησυχίες οργανωμένων σωμάτων του κοινωνικού συνόλου, μαζί με τον ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό περίγυρό τους.
Η πρώτη παραδειγματική περίπτωση που εισχώρησε στο στόχαστρο της ερευνητικής μου περιέργειας ανάγεται χρονολογικά στο έτος 1444 και αφορά τον Ιωάννη από το Ναύπλιο, δρουγγάριο, όπως λέει η πηγή μας, των Τσιγγάνων. Τη χρονιά εκείνη, σύμφωνα με έγγραφο των διοικητικών οργάνων της Βενετίας, η κεντρική βενετική διοίκηση ακύρωσε την απόφαση του Βένετου αξιωματούχου στο Ναύπλιο Matteo Barbarο, με την όποια ο Ιωάννης έπαυε πλέον να είναι δρουγγάριος των Τσιγγάνων.
Η απόφαση, σημειώνεται στο σχετικό έγγραφο, ήταν αντίθετη με τα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί στους Τσιγγάνους τόσο από τις ίδιες τις αρχές της μητρόπολης όσο και από τον προκάτοχο του Barbarο, Ottaviano Bon. [2] To βενετικό έγγραφο με τη μνεία του Τσιγγάνου Ιωάννη από το Ναύπλιο (Johannes Cingano de Neapoli Romanie), γνωστό στον μεσαιωνοδίφη Karl Hopf από τα τέλη ήδη του 19ου αι., έχει εκδοθεί με εύστοχες παρατηρήσεις από τον Γεώργιο Σούλη, το 1961, σε μελέτη του με θέμα τους Τσιγγάνους στη βυζαντινή αύτοκρατορία. [3] Καθώς αποτελεί τη μοναδική μαρτυρία για την παρουσία Τσιγγάνων στο Ναύπλιο, η αρχειακή αυτή φωνή από τη μεσαιωνική πελοποννησιακή πόλη προκαλεί ερωτήματα και απαιτεί ευρύτερο σχολιασμό.
Σύμφωνα με το έγγραφο, τα προνόμια που οι Βενετοί είχαν παραχωρήσει στους Τσιγγάνους, χρονολογούνται από την εποχή του Ottaviano Bon, ο όποιος είχε διατελέσει podestà του Ναυπλίου δύο φορές, στα χρόνια 1397-1399 και 1403-1406. [4] Τα χρονολογικά στοιχεία οδηγούν άνετα στο συμπέρασμα ότι το ενδιαφέρον της Βενετίας για τους Τσιγγάνους είχε εκδηλωθεί την εποχή της κατάληψης του Άργους από τους Τούρκους (1397), η όποια είχε ως αποτέλεσμα την αιχμαλωσία πολλών χιλιάδων κατοίκων. [5] Η δημογραφική αποδυνάμωση της περιοχής είχε τότε αναγκάσει τη Βενετία να λάβει εποικιστικά μέτρα, καλώντας Αλβανούς να εγκατασταθούν στο Ναύπλιο και το Άργος. [6] Στα πρώτα χρόνια του 15ου αι., ο podesta του Ναυπλίου Ottaviano Bon διατάχθηκε να παραχωρήσει γαίες σε «ξένους» (forinseci) εποίκους, με σκοπό την πύκνωση του πληθυσμού της περιοχής. [7] Καθώς μνεία Αλβανών έποικων απουσιάζει στο σχετικό έγγραφο, δεν αποκλείεται ανάμεσα στους «ξένους» να ήταν και Τσιγγάνοι. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγεί εμμέσως και το γεγονός ότι στο έγγραφο του 1470, που αφορά το φέουδο των Τσιγγάνων στην Κέρκυρα (feudum Cinganorum), η λέξη forensis απαντά σε συνάρτηση με τον όρο cinganus: cinganus forensis.[8]
Παρουσία Τσιγγάνων μαρτυρείται στη Μεθώνη ήδη από τα τέλη του 14ου αι., στην Κέρκυρα από την εποχή της ανδεγαυικής κυριαρχίας, στη Ζάκυνθο από τον 16ο αι. [9] και, τέλος, στην Κύπρο από την περίοδο της φραγκοκρατίας. [10] Οι Τσιγγάνοι των περιοχών αυτών ήταν συνήθως σιδηρουργοί η αγρότες. Δεν φαίνεται να είχαν την ίδια ασχολία με αυτούς οι Τσιγγάνοι του Ναυπλίου.
Ο Ιωάννης που μνημονεύεται στη βενετική απόφαση του 1444, είχε το αξίωμα του δρουγγαρίου, ήταν δηλαδή αρχηγός σώματος Τσιγγάνων, οι όποιοι παρείχαν, σε αντάλλαγμα διαφόρων προνομίων που τους είχαν παραχωρηθεί από τους Βενετούς, στρατιωτική υπηρεσία. Η προνομιακή μεταχείριση έποικων, με αντάλλαγμα την προσφορά από την πλευρά τους στρατιωτικής βοήθειας, υπήρξε διαδεδομένη βυζαντινή πρακτική, την όποια ακλούθησαν οι Βενετοί εφαρμόζοντάς την στις πελοποννησιακές κτήσεις τους.
Λίγες δεκαετίες νωρίτερα, ο δεσπότης του Μορέως Θεόδωρος Παλαιολόγος είχε δεχθεί πληθώρα ξένων έποικων στην επικράτεια του, μεταξύ των όποιων πολυάριθμους Αλβανούς, αποσκοπώντας όχι μόνο στη δημογραφική ανάπτυξη της ερημωμένης από τις εχθρικές επιδρομές πελοποννησιακής γης, άλλα και στην ενίσχυση της στρατιωτικής οργάνωσης στην περιοχή, με την ένταξη εποίκων στον στρατό για την αντιμετώπιση εχθρικών έπιθέσεων. [11] Στον επιτάφιο που αφιέρωσε στον αδελφό του Θεόδωρο ο αυτοκράτορας Μανουήλ ο Β’, περιγράφει με πολλή ζωντάνια τον τρόπο με τον όποιο ο δεσπότης είχε αντιμετωπίσει τους εποίκους. Αθρόα ήταν, γράφει, τα έθνη που είχαν συρρεύσει στο Δεσποτάτο από κοντινά και μακρινά μέρη, από τη θάλασσα και από τη στεριά. Ο δεσπότης δεχόταν ασμένως τους πρέσβεις των εποίκων, με τους όποιους διαλεγόταν τους όρους εγκατάστασής τους στην Πελοπόννησο, ζητώντας τους μόνο να δώσουν όρκο πίστης στην εξουσία του (όρκοις ηρκέσθη τοις παρ’ αυτών).[12]
Την ίδια τακτική φαίνεται πως είχαν αντιγράψει οι Βενετοί, όταν χρειάστηκε να ασχοληθούν με τους Τσιγγάνους. Όπως παλαιότερα ο δεσπότης Θεόδωρος Παλαιολόγος είχε δεχθεί τους πρέσβεις των ξένων «εθνών» που είχαν έρθει στην Πελοπόννησο, έτσι και ο Βενετός αξιωματούχος του Ναυπλίου θα είχε δεχθεί τον αρχηγό των Τσιγγάνων, στον όποιο παραχώρησε στη συνέχεια διάφορα προνόμια. Ανάμεσα στα τελευταία ήταν η απονομή του βυζαντινής καταγωγής αξιώματος του δρουγγαρίου στον επικεφαλής των Τσιγγάνων. Συγκροτήθηκε με τον τρόπο αυτό στο Ναύπλιο ειδικό στρατιωτικό σώμα Τσιγγάνων (ο δρούγγος των Βυζαντινών), [13] έτοιμων να πολεμήσουν κάτω από τη σημαία του Αγίου Μάρκου τους εχθρούς της Βενετίας. Η ένταξη των Τσιγγάνων του Ναυπλίου στο βενετικό σύστημα αποτελεί καλό δείγμα της πολιτικής που εφάρμοσε, χρησιμοποιώντας βυζαντινά εργαλεία, η Βενετία, για να προφυλάξει τις πελοποννησιακές κτήσεις της από εχθρικές επιβουλές.
Η αρχειακή μαρτυρία για την παρουσία δρούγγου Τσιγγάνων στο Ναύπλιο είναι μεμονωμένη και δεν επαρκεί για τη συναγωγή συμπερασμάτων ως προς την τσιγγάνικη δράση στην περιοχή. Δεν γνωρίζουμε, για παράδειγμα, τι απέγινε ο Τσιγγάνος Ιωάννης που έφερε τον βυζαντινό τίτλο του δρουγγαρίου, πότε και που είχε πολεμήσει, αν παρέμεινε στο Ναύπλιο ή, το πιθανότερο, αν μετακινήθηκε μαζί με τους δικούς του σε άλλες περιοχές. Μισθοφορικά πάντως σώματα στην υπηρεσία των Βενετών που να καλούνται δρούγγοι η αρχηγοί πολεμιστών με το αξίωμα του δρουγγαρίου δεν μαρτυρούνται στις πηγές.
Λίγο αργότερα θα εμφανιστούν μισθοφορικά σώματα που τα απαρτίζουν Έλληνες, Αλβανοί και άλλοι πολεμιστές (όχι όμως Τσιγγάνοι), οι γνωστοί περίφημοι stradioti, που πολεμούν για τα συμφέροντα της Βενετίας σε στρατιωτικές επιχειρήσεις της εποχής. Τα πολυεθνικά, όπως θα τα αποκαλούσαμε σήμερα, πολεμικά αυτά σώματα ήταν οργανωμένα όχι πια σε δρούγγους άλλα σε στρατείες /στρατιές. Όμως, δεν είναι χωρίς σημασία ότι το Ναύπλιο, από όπου καταγόταν ο Τσιγγάνος Ιωάννης, ανήκει στις περιοχές με έντονη την παράδοση της μισθοφορικής στρατιωτικής υπηρεσίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι αντιπροσωπευτικοί τύποι των stradioti, όπως λ.χ. ο Μανώλης Μπλέσης (εάν όντως ήταν υπαρκτό πρόσωπο) και ο Μερκούριος Μπούας, είχαν γεννηθεί στο Ναύπλιο και ότι ο Τζάνες Κορωναίος, που συνέθεσε το γνωστό ποίημα με θέμα τα ανδραγαθήματα του Μπούα, είχε μεταβεί στο Ναύπλιο, για να συλλέξει από τους εκεί άρχοντες πληροφορίες για τη δράση της οικογένειας του stradioto.[14]
Μελετώντας, με συνεργό την προσωπογραφία, την ιστορία του Ναυπλίου κατά τις επόμενες δεκαετίες, ανασύρω από τις διαθέσιμες αρχειακές πηγές τις ακόλουθες πληροφορίες: το 1493, η βενετική Σύγκλητος αποφάσισε την κατάργηση της θέσης του Έλληνα γιατρού που έπαιρνε ως ετήσιο μισθό 50 δουκάτα. Στα επόμενα χρόνια, πάλι με απόφαση της Συγκλήτου, διορίζονται γιατροί της πόλης του Ναυπλίου, το 1503 ο maistro Panthαdeo (cyroico) με μισθό 48 δουκάτα τον χρόνο και το 1539, μετά από αίτηση των Ναυπλιέων, ο Giovanni Andrea Benivol από την Bologna (fisico) και ο Giovanni Battista από το Burano (ceroico).
Οι δύο τελευταίοι γιατροί όφειλαν να εξετάζουν δωρεάν πολίτες και στρατιώτες, οι όποιοι θα πλήρωναν μόνο τα φάρμακα. Όφειλαν επίσης, να αγοράσουν από τη Βενετία, με χρήματα που θα τους χορηγούσαν οι αρχές, ό,τι χρειάζονταν για να ασκήσουν την τέχνη τους στο Ναύπλιο. [15] Αν συσχετίσουμε τις πληροφορίες αυτές με όσες γνωρίζουμε για τον θεσμό του γιατρού στην Κρήτη τον 14ο αι.,[16] άλλα και τους κατοπινούς αιώνες, [17] μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι η Βενετία διαχειρίστηκε στο Ναύπλιο το ζήτημα της δημόσιας υγείας όπως το είχε διαχειριστεί στην Κρήτη. Ο γιατρός τον 14ο αι. πληρωνόταν εκεί από το ταμείο των Βενετών φεουδαρχών και ήταν υποχρεωμένος να παρέχει τις υπηρεσίες του μόνο σ’ αυτούς που τον είχαν προσλάβει, δηλαδή στους Βενετούς. Στο Ναύπλιο, η κατάργηση από τη μία μεριά της θέσης του Έλληνα γιατρού και η πρόσληψη από την άλλη Ιταλών γιατρών που θα περιέθαλπαν τους στρατιώτες και τους cittadini δείχνουν ότι η ιατρική βοήθεια αφορούσε το σώμα των στρατιωτών και ένα μονάχα κοινωνικό στρώμα, αυτό των cittadini. Δείχνουν, συνεπώς, οι αποφάσεις αυτές ότι η περίθαλψη των ασθενών δεν ήταν κοινωνικό αγαθό προσιτό σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού, αλλά ότι αφορούσε μόνο τους Βενετούς και τους στρατιώτες που υπηρετούσαν τη Γαληνότατη. Όσο για την υγεία του ντόπιου πληθυσμού, φαίνεται πως αυτή είχε αφεθεί στη φροντίδα Ελλήνων γιατρών, οι όποιοι αμείβονταν για τις υπηρεσίες τους από τους ίδιους τους ασθενείς.
Στις αρχειακές πηγές που ανέφερα δεν υπάρχει μνεία Νοσοκομείου για τη φροντίδα των αρρώστων. Νοσοκομείο για την περίθαλψη των φτωχών στο Ναύπλιο (un hospedal per li poveri) μνημονεύεται το 1397 στη διαθήκη του Nerio Acciaiuoli [Νέριο Α΄ Ατσαγιόλι], κύριου της Κορίνθου και των Αθηνών. Στη διαθήκη του ο Nerio είχε εκφράσει την επιθυμία να ιδρυθεί Νοσοκομείο φτωχών στο Ναύπλιο, αφήνοντας για την οικοδόμηση και συντήρησή του χρήματα και ακίνητα, και ορίζοντας ακόμη και τον τρόπο διοίκησής του. [18] Δεν γνωρίζουμε αν η επιθυμία του Φράγκου ηγεμόνα πραγματοποιήθηκε και αν τελικά ιδρύθηκε το Νοσοκομείο των φτωχών. [19] Αντίθετα, γνωρίζουμε με ασφάλεια ότι στη διάρκεια της δεύτερης βενετοκρατίας λειτουργούσε στο Ναύπλιο Νοσοκομείο, όπου υπηρετούσαν γιατροί, οι όποιοι πρόσφεραν μεγάλες υπηρεσίες, ειδικότερα στη διάρκεια της πανώλης που είχε πλήξει την Πελοπόννησο στα τέλη τού 17ου αί. [20]
Το Νοσοκομείο αυτό, που χαρακτηρίζεται στις πηγές ως ospital importantissimo, [21] ήταν στρατιωτικό, καθώς εξυπηρετούσε τις ανάγκες των ασθενών του στρατού (infermi dell’ armata). Τον καιρό της πανούκλας, στα χρόνια 1687-1688, υπηρετούσαν στο νοσοκομειακό ίδρυμα τέσσερεις γιατροί, ανάμεσά τους ο γνωστός medico fisico Alessandro Pini, ο όποιος συνέγραψε περιγραφή της Πελοποννήσου, [22] και ένας Έλληνας, ο Δημήτριος Πορφυρός, του όποιου οι ιατρικές γνώσεις είχαν εκτιμηθεί δεόντως από τους Βενετούς αξιωματούχους. [23] Η παρουσία του Έλληνα γιατρού στο στρατιωτικό Νοσοκομείο του Ναυπλίου αγγίζει το πολυσυζητημένο ζήτημα των σχέσεων ντόπιου και ξένου στοιχείου. Αν η θέσπιση, στις αρχές του 16ου αι. στο Ναύπλιο, θέσης δημόσιου έμμισθου γιατρού για την περίθαλψη των στρατιωτών και των Βενετών υπηκόων και η κατάργηση της αντίστοιχης θέσης του Έλληνα γιατρού είναι δηλωτική του φόβου της Βενετίας να εμπιστευτεί την υγεία των Βενετών που ήταν εγκατεστημένοι στις κτήσεις της στα χέρια ντόπιων γιατρών, στην περίοδο της δεύτερης βενετοκρατίας φαίνεται πως η βενετική στάση είχε αλλάξει. [24] Σε εποχή έκτακτης ανάγκης, όταν με την εξάπλωση του λοιμού ο φόβος του θανάτου είχε καταλάβει ολόκληρο τον πληθυσμό, ντόπιους και Λατίνους, η Βενετία όχι μόνο είχε δεχθεί την προσφορά ενός Έλληνα γιατρού στο στρατιωτικό Νοσοκομείο της, άλλα ανενδοίαστα είχε εξάρει την όλη ιατρική του κατάρτιση.
Το διαθέσιμο πληροφοριακό υλικό δεν μας διαφωτίζει ως προς τα ζητήματα που η συμβίωση μεταξύ ντόπιου και ξένου στοιχείου είχε δημιουργήσει. Τα πρόσωπα που εμφανίζονται στην ιστορική σκηνή του Ναυπλίου κατά την πρώιμη βενετοκρατία είναι δύο: ο Giovanni Cavaza, καστελλάνος στα πρώτα χρόνια του 15ου αι., και ο Bartolomeo Minio, προνοητής στα τέλη του ίδιου αιώνα. Από την παραμονή τους στο Ναύπλιο ως εκπροσώπων της βενετικής εξουσίας σώθηκαν η διαθήκη του πρώτου και τα dispacci του δευτέρου, έγγραφα που μελετήθηκαν, όπως είναι γνωστό, από την Diana Wright.[25] Διαβάζοντας η μάλλον ξαναδιαβάζοντας τις πηγές αυτές, διαπιστώνουμε εύκολα ότι το ελληνικό στοιχείο απουσιάζει από τα κοινωνικά δρώμενα της εποχής. Οι Έλληνες με τους όποιους είχε σχέση ο καστελλάνος στη διάρκεια της θητείας του ήταν μονάχα μια υπηρέτρια, η Ζωή, και ο γιος ενός βιλλάνου, ο Σταμάτης, που πιθανότατα ήταν νόθο παιδί του Βενετού αξιωματούχου. Όσο για τις σχέσεις του Minio με τους ντόπιους, αυτές περιορίζονταν στις συναλλαγές που ως προνοητής είχε με διάφορους Έλληνες stradioti, στους όποιους, μάλιστα, σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών που προσέφεραν στη Βενετία, τους χάριζε μεταξύ άλλων βελούδινα, χρυσοκέντητα ενδύματα μαύρα ή πορφυρά.
Σε αντίθεση με τους Βενετούς αξιωματούχους που επικέντρωναν την προσοχή τους μόνο στα ζητήματα διοίκησης και άμυνας της κτήσης, αδιαφορώντας για τους ντόπιους που ήταν αποκομμένοι από τους διοικητικούς μηχανισμούς, οι Βενετοί που είχαν εγκατασταθεί ως άποικοι στο Ναύπλιο, έχοντας επηρεαστεί από το ανθρώπινο και φυσικό περιβάλλον, κατέληξαν προοδευτικά να θεωρούν την πελοποννησιακή πόλη ως γλυκεία πατρίδα τους.
Είναι η περίπτωση του Vincenzo Argiti που είχε αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους, όταν καταλήφθηκε η πόλη, και είχε κατορθώσει να ελευθερωθεί και να φτάσει στη Βενετία. Εκεί απηύθυνε προς τις βενετικές αρχές αίτηση να του παραχωρηθεί δημόσια θέση, σύμφωνα με την απόφαση των αρχών, που αφορούσε την παροχή βοήθειας στους πρόσφυγες από το Ναύπλιο μετά την τουρκική κατάκτηση. Στην αίτησή του ο Vincenzo αναφέρει μεταξύ άλλων ότι ο πατέρας του, Franco, ο παππούς του, Pierro, και ο αδελφός του παππού του, Giovanni, είχαν σκοτωθεί στη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης και ότι ο ίδιος είχε χάσει την περιουσία που είχε η οικογένειά του στο Ναύπλιο, και μαζί είχε στερηθεί την «αγαπημένη και γλυκεία πατρίδα του». [26]
Ανάλογες αιτήσεις για οικονομική βοήθεια απηύθυναν στα διοικητικά όργανα της Βενετίας πολλοί Ναυπλιώτες που είχαν συλληφθεί αιχμάλωτοι από τους Τούρκους μετά την κατάληψη της πόλης. Αναφέρω για παράδειγμα την αίτηση του Luca Mosua, ο όποιος διηγείται με γλαφυρότητα τις περιπέτειες της μητέρας του, που είχε υποκύψει αναγκαστικά στις ορέξεις ενός Τούρκου που την είχε αιχμαλωτίσει, είχε μείνει σκλάβα του για πολλά χρόνια, είχε κατορθώσει τελικά να διαφύγει με τα παιδιά της στην Κλαρέντζα κι από κει να προωθηθεί στην Κεφαλονιά, όπου σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια ενός σεισμού. [27] Από τις άλλες αιτήσεις για οικονομική βοήθεια που απηύθυναν στο Collegio οι πρόσφυγες από το Ναύπλιο, αναφέρω ακόμη αυτές του Δημήτρη, της Φιλίππας, χήρας του Μανούσου Σπαθάρη, της Laura, χήρας του καστελλάνου Andrea Boldù, του Τζουάννε Γκιόλμα, του Στράτη, του ποτέ Δημήτρη Συμπρικού, του Δημήτρη Λιάτα (Gliata), της Ζαμπέτας (Isabetta) Σγουρομάλη, του Νικολό Γολέμη, του Τζώρτζη Βαλάκη (Zorzi Vcdacchi) και του Μιχάλη Ψαρά. Όλοι αυτοί χαρακτηρίζονται στα έγγραφα ως fedeli nostri ή ως Napoletani. [28] Για όλους, Έλληνες ή Βενετούς, το Ναύπλιο ήταν «η γλυκεία τους πατρίδα».
Όσα από τα πρόσωπα που έδρασαν κατά την περίοδο της βενετοκρατίας, ειδικά της πρώτης, έγιναν αντικείμενο της ανακοίνωσής μου προσφέρονται μαζί με πάμπολλα άλλα ως καλά δείγματα για τη διερεύνηση της συναισθηματικής συμπεριφοράς που είχαν επιδείξει στο πλαίσιο του κοινωνικού περιβάλλοντος τους. Αν εξετάσουμε το λεξιλόγιο των πηγών, που χρησιμοποιήθηκε για την έκφραση των συναισθημάτων τους, μπορούμε να διακρίνουμε τις ακόλουθες κοινωνικές στάσεις: τη δυσαρέσκεια μιας κοινωνικής ομάδας από τη μη τήρηση συμφωνιών, τον φόβο του θανάτου, του πολέμου και της πείνας, τη νοσταλγία, την ελπίδα, την αγάπη για την πατρίδα.
Η μνεία, σε ένα φαινομενικά τυπικό βενετικό γραφειοκρατικό έγγραφο, των προνομίων της τσιγγάνικης μειονότητας του Ναυπλίου, τα όποια είχαν παραβλεφθεί από τις αρχές, υποδηλώνει τη δυσαρέσκεια των Τσιγγάνων και την αντίδραση του αρχηγού τους. Στη διαθήκη, εξάλλου, που είχε συντάξει Εν τω Αναυπλίω της Ρωμανίας, το 1534, η Δούκαινα Φροσύναινα, σημειώνεται ότι, καθώς είχε προσβληθεί από την πανώλη (ευρισκαμένη κεντρωμένη υπό την αθέμιτον πίκραν συμφορά της λοιμικής νόσου), διακατεχόταν από τον φόβο (φοβηζάμενη) μήπως πεθάνει χωρίς να έχει τακτοποιήσει τα υπάρχοντά της.[29]
Ο φόβος, πάλι, που προκαλεί γενικά το φάσμα της πείνας και του πολέμου, εκφράζεται με ιδιαίτερα έντονο τρόπο στην αναφορά που είχαν στείλει οι κάτοικοι του Ναυπλίου, το 1539, διεκτραγωδώντας την τραγική θέση στην όποια είχε περιέλθει η πόλη. Οι Ναυπλιώτες, σύμφωνα με την αναφορά, δεν είχαν πλέον τρόφιμα και κινδύνευαν να πεθάνουν από την πείνα. Εάν οι Βενετοί δεν φρόντιζαν να τους στείλουν έγκαιρα σιτάρι, οι «poveri fidelissimi servitori» θα καταντούσαν να φάνε τα παιδιά τους, για να μην πεθάνουν από την πείνα. [30] Η αγάπη, από την άλλη μεριά, για την πατρίδα αποτυπώνεται στις φράσεις με τις όποιες οι πρόσφυγες που ζητούσαν βοήθεια από τη Βενετία χαρακτήριζαν το Ναύπλιο: mia cara et dolce patria κι ακόμη infelice città.[31]
Τέλος, το συναίσθημα της ελπίδας αναγνωρίζεται στις συμβολαιογραφικές πράξεις των διαθηκών, στις όποιες οι διαθέτες διατύπωναν τις τελευταίες επιθυμίες τους. Έτσι, τέσσερα χρόνια μετά την πρώτη τουρκική κατάκτηση του Ναυπλίου, το 1544, ο Τζουάν Καρβούρης (Zuan Carvuri) στη διαθήκη που είχε συντάξει στη Βενετία, όπου είχε προσφύγει μετά την άλωση της πατρίδας του, έγραφε ότι, εάν ποτέ ξαναγυρνούσε στα χέρια των χριστιανών η πόλη του Ναυπλίου, τότε άφηνε στον ναό του Σωτήρα στο Ναύπλιο δύο καμπάνες (et se venisse mai la città de Napoli in mano de Christiani io lasso alla predita giesa [San Salvador] due campane). [32] Η ελπίδα επιστροφής στα πάτρια διατηρήθηκε για μεγάλο ακόμη χρονικό διάστημα στον νου και τη σκέψη των Ναυπλιέων που είχαν εγκαταλείψει την πόλη. Αρκετά χρόνια μετά την παράδοση της πόλης στους Τούρκους, το 1559, όταν η Ελληνική Αδελφότητα Βενετίας πρότεινε να πουλήσει τις καμπάνες που είχαν μεταφερθεί από το Ναύπλιο μετά την τουρκική κατάκτηση, ο Νικόλαος Καλαβρός που τις είχε φέρει εγκαταλείποντας την πατρίδα του, αντιτάθηκε σθεναρά, υπενθυμίζοντας ότι οι καμπάνες είχαν παραδοθεί στην Αδελφότητα με τον όρο να επιστραφούν όταν το Ναύπλιο θα ελευθερωνόταν από τούς Τούρκους.[33]
Τα λίγα παραδείγματα που με τη βοήθεια του λεξιλογίου των πηγών παρέθεσα, σχετικά με τη συναισθηματική στάση ορισμένων προσώπων, αρκούν, νομίζω, για να καταδειχτεί ότι η μελέτη της ιστορίας των συναισθημάτων αποτελεί, σύμφωνα με τη διατύπωση της Tiziana Plebani, ένα κλειδί ανάγνωσης για να προσεγγίσουμε τις κοινωνίες του παρελθόντος άλλα και τού παρόντος. [34] Στην περίπτωσή μας επιχειρήθηκε, με τη χρήση αρχειακών τεκμηρίων, η διεύρυνση της οπτικής, μέσα από την όποια εξετάζεται η κοινωνία του βενετοκρατούμενου Ναυπλίου.
Chryssa Maltezou
Prosopographical Issues of Nafplio during the period of Venetian Domination
The study attempts to examine individual personalities of Nafplio during the venetocratia, in order to reconstruct on the basis of archival and published survivals various realities of life and also to understand sentimental tensions in the local society. In particular, it discusses the case of John the Gypsy, who bore the title of drungarius, known from a Venetian document of 1444, of the physicians exercising their profession in the town from the fifteenth to the seventeenth century, of the Venetian dignitaries during the fifteenth century, and of the inhabitants of Nafplio who sought refuge in Venice after the Turkish conquest of the town.
Υποσημειώσεις
[1] Μ. Γ. Λαμπρυνίδης, Η Ναυπλία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς. Ιστορική μελέτη, Αθήνα² 1950, σ. 86-92· για το βιβλίο και τον συγγραφέα του βλ. Ευτυχία Δ. Λιάτα, «Μιχαήλ Λαμπρυνίδης. Η ανέκδοτη β’ γραφή της “Ναυπλίας” και η ετοιμασία συναγωγής των μελετών του», Πρακτικά Β’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, τ. Γ’, Αθήνα 1981-1982, σ. 127-132
[2] Από την Ινδία, από όπου προέρχονταν, οι Αθίγγανοι εξαπλώθηκαν, τον 9ο αι., μέσω της Περσίας, αρχικά στη βόρεια Συρία και Κιλικία και στη συνέχεια στη Βλαχία, φτάνοντας ως την Πελοπόννησο (βλ. πρόχειρα: A. Guillou, Ο βυζαντινός πολιτισμός, μτφρ. Ρ. Odorico, Σμαράγδα Τσοχανταρίδου, Αθήνα 1996, σ. 549). Στην ιστορία των Τσιγγάνων έχει αφιερώσει δύο εργασίες ο Κ. Η. Μπίρης, Οι Γύφτοι. Μελέτη λαογραφική και εθνολογική, Αθήνα 1942· του ίδιου, Οι Τσιγγάνοι (Ρωμ και Γύφτοι). ‘Εθνογραφία και ιστορία, Αθήνα 1954.
[3] G. Soulis, «The Gypsies in the Byzantine Empire and the Balkans in the Late Middle Ages», Γ. Σούλης 1927-1966. Ιστορικά μελετήματα βυζαντινά, βαλκανικά, νεοελληνικά, Αθήνα 1980, σ. 152-153, 164.
[4] Ρ. Topping, «Argos and Nauplia in the Rubrics of the Senato Misti (1389-1413)», Θησαυρίσματα 20 (1990), σ. 180, αρ. 36, και σ. 182, αρ. 47.
[5] Ρ. Topping, «Albanian Settlements in Medieval Greece: Some Venetian Testimonies», Charanis Studies. Essays in Honor of Peter Charanis, επιμ. Αγγελική Λαΐου- Θωμαδάκη, New Brunswick Ν. J. 1980, σ. 261, υποσ. 2.
[6] Για την εγκατάσταση Αλβανών σε βενετικά εδάφη βλ. γενικά Αναστασία Παπαδία – Λάλα, «Εγκαταστάσεις πληθυσμών στην ελληνοβενετική ανατολή (13ος-18ος αιώνας). Μία όψη του μεταναστευτικού φαινομένου», Γαληνοτάτη. Τιμή στη Χρύσα Μαλτέζου, επιμ. Γωγώ Κ. Βαρζελιώτη – Κ. Γ. Τσικνάκης, Αθήνα 2013, σ. 624 κ.ε. (όπου συγκεντρωμένη βιβλιογραφία).
[7] Κ. Ν. Σάθας (εκδ.), Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας. Documents inedits relatifs a l’ histoire de la Grèce an Moyen Âge, τ. Β’, Παρίσι 1881, σ. 123-124 (επιτομή έγγρ.: Fr. Thiriet, Régestes des délibérations dti Sénat de Venise concemant la Romanie, τ. B’, 1400-1430, Παρίσι – Χάγη 1959, σ. 49, αρ. 1172)· πρβλ. Topping, «Albanian Settlements», ό.π., σ. 261-262.
[8] Soulis, «The Gypsies», ό.π., σ. 165.
[9] Στο ίδιο, σ. 154 κ.ε.
[10] Κ. Π. Κύρρης, «Οι Ατσίγγανοι εν Κύπρω», ανάτυπο από το Παγκύπριον Εκπαιδευτικόν Περιοδικόν “Μόρφωσις» 25 (1969), αρ. 292-295, σ. 3-7.
[11] D. A. Zakythinos, Le despotat grec de Morée, τ. B’, Vie et. institutions, édition revue et augmentée par Chryssa Maltézou, Παρίσι 1975, σ. 32.
[12] Σπ. Π. Λάμπρος, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, τ. Γ’, Αθήνα 1926, σ. 40-41 (πρβλ. Zakythinos, Le despotat. grec, ό.π., σ. 32).
[13] Η Αγγελική Παπαγεωργίου, «Ο όρος δρούγγος κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο (13ος-15ος ai.)», Aureus. Τόμος Αφιερωμένος στον καθηγητή Ευάγγελο Χρυσό, Αθήνα 2014, σ. 663-671, θεωρεί ότι μετά τον 12ο αι. ο όρος δρούγγος χρησιμοποιήθηκε πιθανότατα με την ευρύτερη έννοια της διοικητικής ή γεωγραφικής υποδιαίρεσης.
[14] Κ. Ν. Σάθας, Ελληνικά Ανέκδοτα περισυναχθέντα και εκδιδόμενα κατ’ έγκρισην της Βουλής εθνική δαπάνη, τ. Α’, Τζάνε Κορωναίου Μπούα Ανδραγαθήματα, Σουμάκη Ρέμπελων Ποπολάρων, Μάτεση Ημερολόγιον, εισαγωγική μελέτη – ευρετήρια Φάνη Μαυροειδή, Αθήνα 1867, φωτοτυπ. επανέκδ. 1982, σ. 28.
[15] Γ. Σ. Πλουμίδης, «Ειδήσεις δια το βενετοκρατούμενον Ναύπλιον (1440-1540)», Πελοποννησιακά 8 (1971), σ. 266, 267 και 272, αρ. 39, 58, 122 αντίστοιχα.
[16] Βλ. Χρύσα Μαλτέζου, «Η διαχείριση της υγείας στη βενετοκρατούμενη Κρήτη. Οι δημόσιοι γιατροί (14ος αι.)», Τιμητικός τόμος Στέφανου Γερουλάνου, υπό έκδοση.
[17] Βλ. Ιωάννα Α. Ραμουτσάκη, Σταθμοί της ιστορίας της ιατρικής στην Κρήτη κατά την περίοδο της βενετοκρατίας και τουρκοκρατίας στο νησί (δύο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα γιατρών), Ηράκλειο, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή (αναρτημένη στο διαδίκτυο: http://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/10996#page/l/mode/2up).
[18] Βλ. Julian Chrysostomides, Monumenta Peloponnesiaca. Documents for the history of the Peloponnese in the 14th and 15th centuries, Αθήνα (Porphyrogenitus) 1995, σ. 314, αρ. 160, και Μαρίνα Κουμανούδη, «“Ή εποχή των εύλαβων ιδρύσεων”. Ευσέβεια, φιλανθρωπία και πατρωνία στο Αιγαίο κατά τον ύστερο Μεσαίωνα», Γαληνοτάτη. Τιμή στη Χρυσά Μαλτέζου, ό.π., σ. 394- 397.
[19] Σύμφωνα με τον Λαμπρυνίδη (Η Ναυπλία, ό.π., σ. 58, υποσ. 1) το Νοσοκομείο που ανακαίνισε ο Καποδίστριας είναι πιθανότατα αυτό που ιδρύθηκε με δωρεά του Acciaiuoli.
[20] Χρύσα Α. Μαλτέζου, «Στοιχεία για την πανώλη τού 1687/1688 στην Πελοπόννησο», Η εκστρατεία του Morosini και το Regno di Moreα, Μονεμβασιώτικος Όμιλος. Γ’ Συμπόσιο Ιστορίας και Τέχνης, 20- 22 Ιουλίου 1990, επιμ. Χάρις Καλλιγά, Αθήνα 1998, σ. 173.
[21] Α. Μ. Μαλλιαρής, Alessandro Pini: Ανέκδοτη Περιγραφή της Πελοποννήσου (1703), Βενετία 1997, σ. 80.
[22] Στο ίδιο, σ. 4, 77, 79-81
[23] Μαλτέζου, «Στοιχεία», ό.π., σ. 173.
[24] Για την πολιτική της Βενετίας στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας βλ. γενικά Αναστασία Παπαδία-Λάλα, Ευαγή και νοσοκομειακά Ιδρύματα στη βενετοκρατούμενη Κρήτη, Βενετία 1996, σ. 29 κ.έ.
[25] Diana G. Wright, Bartolomeo Minio Venetian Administration in 15th century Nauplion, Ουάσινγκτον 1999 (UMI Dissertation Services on line)· της ίδιας, «The wooden towns of the State Mar. Medieval construction in Nauplion», Studi Veneziani 40 (2000), σ. 169-177.
[26] A.S.V., Collegio, Suppliche di dentro, 1 (1563-1565), έγγρ. μέ χρονολογία 1563 (β.έ.), 4 Φεβρουάριου.
[27] Στο ίδιο, έγγρ. με χρονολογία 1564, Σεπτέμβριος.
[28] Βλ. A.S.V., Grazie. Maggior Consiglio, reg. 1540- 1543, φ. 73v, reg. 1571-1589, φ. 44v, 54v, 56, 58v, 61v, 64v, 65, 69v.
[29] Η διαθήκη έχει εκδοθεί από τον Μ. Ι. Μανούσακα, «Μια διαθήκη από το Ναύπλιο (1534) με πλούσιο γλωσσικό υλικό», Αντίχαρη. Αφιέρωμα στον καθηγητή Σταμάτη Καρατζά, Αθήνα 1984, σ. 257-269.
[30] Πλουμίδης, «Ειδήσεις», ό.π., σ. 273-274.
[31] A.S.V., Collegio, Suppliche di dentro, ό.π., έγγρ. με χρονολογία 1563 (β.έ.), 4 Φεβρουάριου.
[32] Ersie Burke, The Greek Neighbourhoods of Sixteenth Century Venice, 1498-1600. Daily Life of an Immigrant Community, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Monash University 2004, σ. 233.
[33] Για το ζήτημα σχετικά με τις καμπάνες βλ. Νίκη Γ. Τσελέντη, «Οι καμπάνες του τουρκοκρατούμενου Ναυπλίου στη Βενετία (1540-1693)», Θησαυρίσματα 15 (1978), σ. 228-245.
[34] Tiziana Plebani, Un secolo di sentimenti. Amori e conflitti generazionali nella Venezia del Settecento, Βενετία 2012, σ. XIX.
Χρύσα Μαλτέζου,
ιστορικός, τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και τέως Διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας.
«Της Βενετιάς τ’ Ανάπλι – 300 χρόνια από το τέλος μιας εποχής 1715-2015». Επιστημονικό Συμπόσιο 9 -11 Οκτωβρίου 2015. Πρακτικά, Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙΧ (2017).
* Το κείμενο αποδόθηκε στο μονοτονικό, διατηρήθηκε όμως η ορθογραφία της συγγραφέως.
* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
Διαβάστε ακόμη:
- Το Άργος και το διαμέρισμά του στην όψιμη βενετική περίοδο. Η θέση της πόλης στη βενετική επικράτεια, πληθυσμιακά και γαιοκτητικά φαινόμενα
- Επαμφοτερισμοί της κυριάρχου στο κράτος της θάλασσας – Η διοίκηση του Ναυπλίου κατά την πρώτη Βενετοκρατία (1388-1540)
- Το Ναύπλιο και τα σχέδια κατάληψής του στις παραμονές του Τέταρτου Βενετοτουρκικού Πολέμου (1570-1573)
- Το territorio του Ναυπλίου: Η διαχείριση των αγροτικών και των φυσικών πόρων (τέλη 17ου – αρχές 18ου αι.)
- Ιστορία της Βενετίας και της Βενετικής Αυτοκρατορίας, 11ος-18ος αι.
- Κεραμική ιταλικών εργαστηριών στο Βενετοκρατούμενο Ναύπλιο
- Λόγιοι και Χρονογράφοι [κατά την πρώτη Βενετοκρατία στο Ναύπλιο]
- Οι Greghesche του 16ου αι.
Σχολιάστε