Αργείτικες Κώμες – Άννα Μπανάκα-Δημάκη, «Αρχαιολογικόν δελτίον», τόμος 54, 1999: Μελέτες, 91-102.
Η εμμονή των μελετητών στην αναφορά του Άργους, μιας από τις σημαντικότερες περιοχές της αρχαιότητας στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Πελοποννήσου, είναι δικαιολογημένη, καθώς τεκμηριώνεται από αποδείξεις που έρχονται στην επιφάνεια. Δεν συμβαίνει το ίδιο όμως και με τους αρχαίους οικισμούς που αναπτύχθηκαν κατά περιόδους γύρω από το Άργος. Πρόκειται για θέσεις, όπου τα αρχαιολογικά ευρήματα δηλώνουν την παρουσία μικρών ή μεγαλύτερων οργανωμένων εγκαταστάσεων, από τις οποίες κάποιες επιβιώνουν μέχρι τους νεότερους χρόνους.
Μερικές φορές η ύπαρξή τους βεβαιώνεται από επιγραφικό υλικό. Σύγχρονα τοπωνύμια και ιστορικές αναδρομές στην πεδινή και ορεινή Αργολίδα είναι μια πρώτη αναζήτηση, καταγραφή και σύνδεση των δεδομένων. Μαζί με τις ανασκαφικές μαρτυρίες των τελευταίων ετών γίνεται προσπάθεια ανάπλασης της εικόνας δύο οικισμών.
Δυστυχώς βασικές πηγές της αρχαίας γραμματείας, που αποτελούσαν μέρος της εργογραφίας αργείων ιστορικών, όπου πιθανότατα θα περιλαμβάνονταν στοιχεία για τις αργείτικες κώμες, έχουν διασωθεί εντελώς αποσπασματικά. Έκπληξη τουλάχιστον προκαλεί το γεγονός ότι ο Παυσανίας στην περιγραφή της αργείας χώρας χρησιμοποιεί τον όρο αυτούσιο μία μόνο φορά αναφέροντας την κώμη Λήσσα, ενώ υπονοεί την ύπαρξη περισσοτέρων, καθώς γνωρίζει ότι: «Φορωνεύς δε ο Ινάχου τους ανθρώπους συνήγαγε πρώτον ες κοινόν, σποράδας τέως και εφ’ εαυτών εκάστοτε οικούντας· και το χωρίον ες ο πρώτον ηθροίσθησαν άστυ ωνομάσθη Φορωνικόν». [Ο Φορωνεύς ο γιος του Ινάχου είναι εκείνος που πρώτος συγκέντρωσε τους ανθρώπους σε κοινότητες, ενώ πριν κατοικούσαν διασκορπισμένοι σε δάση και σε όρη. Και γι αυτό το μέρος που για πρώτη φορά συγκεντρώθηκαν ονομάσθηκε «Φορωνικόν άστυ»]. Φαίνεται δε ότι προτιμά το χαρακτηρισμό πόλις εστίν ου μεγάλη αναφερόμενος σε κάποιο πόλισμα.
Σε όλες δε σχεδόν τις περιπτώσεις με άμεσο ή έμμεσο λόγο ακολουθεί η σχέση τους με το Άργος, που ποικίλλει από γεωγραφική, μυθολογική ή ιστορική άποψη. Η σχέση αυτή επιζεί και στα κείμενα άλλων ιστορικών και συγγραφέων, όπως στους Στράβωνα, Ησύχιο, Απολλώνιο Ρόδιο, Στέφανο Βυζάντιο.
Από αυτούς ο Στράβων αποδίδει με μεγαλύτερη ευχέρεια τους οικιστικούς όρους πόλισμα, πολίχνη, κώμη. Τους δυο δε τελευταίους χρησιμοποιεί αδιακρίτως, όταν αναφέρεται στην Ασίνη.
Από επιγραφικές μαρτυρίες, που είναι γνωστές βιβλιογραφικά μέχρι σήμερα, προκύπτει ότι οι αργείτικες κώμες των ιστορικών χρόνων είναι περισσότερες από είκοσι. Αν βασισθουμε σε εξωτερικά κριτήρια, όπως κάποια σωζόμενη μέχρι τις μέρες μας ονοματολογική ομοιότητα, τότε θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε τη Λιμναία π.χ. στην ευρύτερη περιοχή του σημερινού χωριού Λίμνες στα ανατολικά της Πρόσυμνας. Το ξεπέρασμα όμως δυσκολιών, όπως της ακριβούς ταύτισης, είναι μεγάλο και εναπόκειται στα αποτελέσματα των μελλοντικών ανασκαφικών ερευνών.
Από τα στοιχεία απογραφής της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας αποδεικνύεται ότι οι θέσεις έχουν δεχθεί κατά καιρούς διαφορετικές ονομασίες, που σε μία τουλάχιστον από τις περιπτώσεις που θα μας απασχολήσουν το θέμα συνδέεται με σημαντική ιστορική και πολιτική φυσιογνωμία του νεοσύστατου μετά την Επανάσταση του 1821 Ελληνικού Κράτους. Στις μέρες μας είναι γνωστή με το όνομα Σπηλιωτάκη κοιλάδα αγροτική ανάμεσα στα βουνά Ζάβιτσα και Ψωριάρης δίπλα στο ποτάμι Ξοβριάς, που πηγάζει από τα ορεινά του Αχλαδόκαμπου, απέχει 7 χλμ. από τις πηγές της Λέρνας στους Μύλους και 5 χλμ, νοτιοδυτικά από το Κιβέρι. Το τοπωνύμιο συνδέεται με νεότερους ιστορικούς χρόνους και είναι άξιο μνείας.
Η περιοχή συγκαταλέγονταν στα «άφθαρτα εθνικά κτήματα», όπως χαρακτηρίζονται σε σχετικό νόμο του 1825, και ανήκε στο υποστατικό του Κιβερίου με συνολική έκταση 42.000 στρ. Το 1826 με σχετική πράξη της προσωρινής Ελληνικής Κυβέρνησης επιτρέπεται η εκποίησή του. Η κατάτμηση του τσιφλικιού του Κιβερίου σε στανοτόπια φαίνεται ότι συντελείται κατά το διάστημα 1852/1854 και σε αυτή την κατανομή βασίζεται σχεδιάγραμμα του Δασαρχείου Ναυπλίου πολλά χρόνια αργότερα. Ένα τμήμα της έκτασης είχε δοθεί στην οικογένεια Σπηλιωτάκη και αποτέλεσε τον πυρήνα του ομώνυμου κτήματος και μικρού οικισμού των νεότερων χρόνων. Ο Αναγνώστης Σπηλιωτάκης υπήρξε πολίτική φυσιογνωμία του 1821. Η ομώνυμη σήμερα κοιλάδα φαίνεται ότι αποκτά το όνομά του πολλά χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα μετά το 1940, ενώ έχει περιέλθει σταδιακά σε απογόνους και κληρονόμους, οι οποίοι δωρίζουν και ένα μεγάλο μέρος της στο Δήμο Ναυπλίου. Μέχρι τότε ανάλογα με τις γνώσεις για την εδαφική της έκταση, τις χαρακτηριστικές ιδιοκτησίες ή τις μεταβολές λόγω διοικητικών αλλαγών ονομάζεται Ξυλοκερατιά, Μουσμούλη, Ποταμιά, Παλιοκύβερα, Φάκλαρη, Κοτσώνη.
Οι πληροφορίες δεν εξαντλούνται εδώ αλλά μας οδηγούν πολύ πιο πίσω. Η παλαιότερη μαρτυρία για την περιοχή χάνεται μέσα στο μύθο, καθώς συνδέεται με το δεύτερο άθλο του Ηρακλή. Στον Απολλόδωρο στο σχετικό εδάφιο διαβάζουμε περιγραφή της αποκοπής των κεφαλιών της Λερναίας Ύδρας από τον ήρωα και τον πιστό του σύντροφο και ανιψιό Ιόλαο. Αναφέρεται χαρακτηριστικά: …και τούτον τον τρόπον των αναφυομένων κεφαλών περιγενόμενος, την αθάνατον αποκόψας κατώρυξε και βαρείαν επέθηκε πέτραν, παρά την οδόν την φέρουσαν διά Λέρνης εις Ελαιούντα.
Οι βιβλιογραφικές αναφορές είναι αποσπασματικές και περιορίζονται στη μνεία του αρχαίου ονόματος της θέσης, ενώ είναι ελάχιστα διαφωτιστικές οι γραπτές πηγές, καθώς οι συγγραφείς διέσωσαν ό,τι θεωρούσε ο καθένας σημαντικότερο. Και στην περίπτωση αυτή, όπως άλλωστε συμβαίνει τις περισσότερες φορές, υπερίσχυσε η αναφορά του μύθου. Η πρώτη μνεία του απαντά στον Ησίοδο, ο οποίος όμως δεν περιγράφει το τέρας. Ο Πλάτων παρομοιάζει τις ανθρώπινες μάταιες προσπάθειες με τον αγώνα κατά της Λερναίας Ύδρας. Ο Παυσανίας δεν ελκύεται από την ύπαρξη ή μη της κώμης αλλά ολιγόλογα και με κάποιο τόνο δυσπιστίας αναφέρει για τη Λερναία Ύδρα:.. κεφαλὴν δὲ εἶχεν ἐμοὶ δοκεῖν μίαν καὶ οὐ πλείονας, Πείσανδρος δὲ ὁ Καμιρεύς, ἵνα τὸ θηρίον τε δοκοίη φοβερώτερον καὶ αὐτῷ γίνηται ἡ ποίησις ἀξιόχρεως μᾶλλον, ἀντὶ τούτων τὰς κεφαλὰς ἐποίησε τῇ ὕδρᾳ τὰς πολλάς. Ο Στέφανος ο Βυζάντιος μνημονεύει απλά: Έστι και Άργους Ελεούς παραδίδοντας και γραφή του ονόματος της κώμης με ε. Ο Διονύσιος Πύρρος ο Θετταλός (1777-1853) αναφέρει: «Εις την Αργολίδα ακόμη είναι και εκείνη η πολυθρύλητος Λέρνη λίμνη, πλησίον της οποίας εμφώλευεν η επτακέφαλος εκείνη μυθολογουμένη ύδρα των παλαιών». Το 18ο αιώνα ο άθλος εξακολουθεί να εντυπωσιάζει τους νεότερους ταξιδιώτες – περιηγητές, οι οποίοι τον καταγράφουν…
[…] Από τα νότια όρια της αργείας χώρας μεταφερόμαστε στα δυτικά, όπου πληροφορίες του παρελθόντος πληθαίνουν με πρόσφατα στοιχεία. Η περιοχή ονομάζεται Ζόγκα και απέχει 4 χλμ. από το Κεφαλάρι. Η αναζήτηση ερμηνείας του ονόματος στρέφεται σε παλαιά επίσημα αρχεία σχετικά με τον πληθυσμό της Πελοποννήσου, όπου η πιθανότητα απογραφής και των μικροοικισμών είναι μεγάλη. Σε καταστάσεις ενετικών αρχείων του 1499 αναφέρεται ως επώνυμο στρατιώτη και σε κατάστιχο τιμαρίων του 1461/1463, που συντάχθηκε μετά την υποταγή της Πελοποννήσου στους Τούρκους, καταγράφεται δε όμοιο χωριό αλλά στη βορειοδυτική περιφέρειά της. Στην απογραφή Grimani (1669-1700) τέλος σημειώνεται τοπωνύμιο Ζόγκα στο territorium της Γαστούνης και της Πάτρας. Με δεδομένες τις παραπάνω πληροφορίες έχουμε δύο πιθανές ερμηνείες για την προέλευση του αργείτικου τοπωνύμιου: α) ότι προέρχεται από ενετικό επώνυμο, β) ότι ο συνοικισμός δημιουργήθηκε από εποικισμό και διασώθηκε και η ονομασία προερχόμενη από διαφορετικό γεωγραφικό διαμέρισμα (σλάβικο ή αρβανίτικο τοπωνύμιο).
Μετά την πρόσφατη δημοσίευση του Αργολικού Ιστορικού Αρχείου της περιόδου 1791-1878 δεν θα πρέπει ίσως να αποκλεισθεί και μία άλλη πιθανή προέλευση του ονόματος. Σε έγγραφο του 1832, που απευθύνει ο Θεοδωράκης Γρίβας προς τον Δημ. Τσώκρη, αναφέρεται «ο καπετάν Ζώγος», που, όπως βλέπουμε, τιτλοφορείται με το αξίωμα του καπετάνιου. Από τη διάκριση και το περιεχόμενο του σχετικού εγγράφου φαίνεται ότι έχει κάποια αρμοδιότητα οικονομικού χαρακτήρα. Στην προφορική παράδοση είναι ευκολότερη η επιβίωση του επωνύμου ως «καπετάν Ζώγας», για να διατηρηθεί ενδεχομένως στη συνέχεια στο σημερινό τοπωνύμιο Ζόγκα.
Από την περιοχή αυτή παραδόθηκε το 1966 στο Μουσείο Άργους μόνωτο αγγείο με ερυθροβαφές γάνωμα. Το γεγονός δεν αξιολογείται και δεν υφίσταται έλεγχος επί σειρά ετών. Το 1990 εντοπίζεται στη θέση Ποταμιά το κάτω μισό υστεροκλασικού επιτύμβιου αναγλύφου, το οποίο μεταφέρεται στο Μουσείο. Και φθάνουμε στο 1993, όταν μετά από παράνομες εκσκαφές στη θέση Άγιος Ιγνάτιος γίνεται αντιληπτό, δυστυχώς πολύ αργά, ότι καταστράφηκαν τάφοι, που την ύπαρξή τους υποδείκνυαν καλυπτήριες ασβεστολιθικές πλάκες παρασυρμένες από το μηχάνημα στο διπλανό ρέμα. Άρχισε αμέσως ανασκαφή για την περισυλλογή όσων στοιχείων είχαν διασωθεί…
Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης πατήστε διπλό κλικ στον σύνδεσμο: Αργείτικες Κώμες
Σχολιάστε