Οικονομικοκοινωνικοί μηχανισμοί και το προυχοντικό φαινόμενο στην Οθωμανική Πελοπόννησο του 18ου αιώνα: Η περίπτωση του Παναγιώτη Μπενάκη – Παπασταματίου Δημήτριος, Διδακτορικό. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Σχολή Φιλοσοφική. Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας 2009.

Παναγιώτης Μπενάκης, έργο του αρχιτέκτονα και ζωγράφου Γεράσιμου Πιτσαμάνου (1787-1825). Εθνική Πινακοθήκη.
Θέμα της διατριβής αποτελεί η διερεύνηση, καταγραφή και ανασυγκρότηση των στρατηγικών συσσώρευσης οικονομικού κεφαλαίου και κοινωνικής επιρροής του γνωστότερου κοτζαμπάση της Πελοποννήσου κατά τη διάρκεια της περιόδου 17151770, του Παναγιώτη Μπενάκη, πρωταγωνιστή των Ορλωφικών και περίπτωσης par excellence χριστιανού μέλους της νέας περιφερειακής οθωμανικής ελίτ του 18ου αιώνα.
Είναι γνωστό ότι το σημαντικότερο γνώρισμα του οθωμανικού 18ου αιώνα ήταν η ανάδυση και εδραίωση των προυχοντικών εξουσιαστικών δομών. Η δράση αυτής της ελίτ, χριστιανικής και μουσουλμανικής, στο ημίφως της οθωμανικής θεσμικής και δικαιικής πρακτικής, οι στρατηγικές με τις οποίες κατέστησαν τον εαυτό τους αναγκαίο για τη βιωσιμότητα των δημοσιονομικών, αστυνομικών, οικονομικών και αργότερα και στρατιωτικών λειτουργιών του κράτους, οι διαθρησκευτικές σχέσεις και συγκροτήσεις πολιτικών σχηματισμών και ο ρόλος τους στη δυναμική των κοινοτήτων αποτελούν σημαντικά ζητήματα προς διερεύνηση.
Καθώς ο πολυσύνθετος χαρακτήρας των φαινομένων και οι περιορισμοί που θέτουν τα τεκμήρια καθιστούν τη σκιαγράφηση του κοινωνικοοικονομικού τοπίου δυσχερή, αυτές οι κοινωνικές και οικονομικές μεταβολές μπορούν να γίνουν καλύτερα κατανοητές μέσα από τη μελέτη επιμέρους εκδηλώσεων των γενικών φαινομένων (case studies) και την ανάδειξη των νέων θεσμικών, οικονομικών και κοινωνικών συγκροτήσεων στο χαμηλό επίπεδο των τοπικών εξελίξεων, όπου οι ποικίλες παράμετροι που ορίζουν τα φαινόμενα μπορούν να αναπαρασταθούν και να προσληφθούν με μεγαλύτερη ενάργεια. Αυτό δε σημαίνει ότι ο τοπικός χαρακτήρας των γεγονότων τα αποστασιοποιεί από την αλληλοσύνδεση και εξάρτησή τους από τις επικαλύπτουσες δομές ή ότι ο συγκυριακός χρόνος αποτελεί per se ερμηνευτικό εργαλείο σε βάρος των μέσων διαρκειών. Παρ’ όλα αυτά, η περιπτωσιολογική προσέγγιση μπορεί να φέρει στην επιφάνεια της ιστορικής ανασυγκρότησης ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες.
Σε αυτό το πλαίσιο, εξετάζουμε τη δράση του Παναγιώτη Μπενάκη ως εξειδίκευση της προυχοντικής πραγματικότητας. Με άλλα λόγια, στόχος μας δεν είναι μια βιογραφική μονογραφία, αλλά η ανάδειξη τόσο των γενικών τάσεων και γνωρισμάτων όσο και των ξεχωριστών ιδιαιτεροτήτων που καθόρισαν τη δράση του Καλαματιανού κοτζαμπάση. Το ζητούμενο είναι η νοηματοδότηση του προυχοντικού φαινομένου όπως εξειδικεύεται στην Πελοπόννησο, μέσα από τη μελέτη των οικονομικών και κοινωνικών στρατηγικών ενός εξέχοντος μέλους της. Για αυτόν το λόγο, όπου το τεκμηριακό υλικό μας το επιτρέπει, η μελέτη επεκτείνεται στην περιγραφή και ανάλυση των συμπεριφορών όλων των κοτζαμπάσηδων και ayan οι οποίοι συσχετίστηκαν με τον Μπενάκη. Κατά κάποιο τρόπο, η προσωπικότητα του τελευταίου αποτελεί περισσότερο μια αφορμή και σημείο εκκίνησης για την προσέγγιση του προυχοντικού φαινομένου, παρά αποκλειστικό πυρήνα ερμηνευτικής και περιγραφικής εστίασης.
Τα χρονολογικά όρια στα οποία κινείται η μελέτη σηματοδοτούνται από τη μετάβαση της Πελοποννήσου από τη βενετική στην οθωμανική πολιτική κυριαρχία και τη λήξη της πρώτης υποπεριόδου του οθωμανικού πολιτικού καθεστώτος με την αποτυχημένη κατάληξη της εξέγερσης των Ορλωφικών το 1770. Να τονιστεί ότι η μελέτη δεν αποσκοπεί στην περιγραφή των ήδη γνωστών γεγονότων της πολιτικής ιστορίας της περιόδου, ούτε στη διερεύνηση των αιτίων της εξέγερσης των Ορλώφ. Παρά το αυξημένο ενδιαφέρον που έχει η ανάλογη προσπάθεια, το αρχειακό υλικό που μελετήθηκε αλλά και η αρχική στοχοθεσία της εργασίας δεν επιτρέπουν τη διεύρυνση της θεματικής της σε αυτόν το βαθμό…
… Η εργασία στηρίχθηκε τεκμηριακά στο κυρίως οθωμανικό αρχείο του Μπενάκη, το οποίο φυλάσσεται στο ιστορικό αρχείο του Μουσείου Μπενάκη, σε ahkâm και mühimme (σχέδια αυτοκρατορικών διαταγμάτων) από τα αρχεία της πρωθυπουργίας (Başbakanlık Arşivi) στην Κωνσταντινούπολη, σε αναφορές Βενετών αξιωματούχων από τα αρχεία του Βενετικού κράτους (Archivio di Stato di Venezia) και στην αλληλογραφία του Μπενάκη με Βενετούς αξιωματούχους που φυλάσσεται στο Museo Correr στη Βενετία.
Η διατριβή αποτελείται από 3 μέρη. Το πρώτο μέρος παρουσιάζει το κοινωνικό, δημογραφικό και οικονομικό πλαίσιο δράσης του Μπενάκη και συζητά εννοιολογικά ζητήματα που θέτει η έρευνα. Στο δεύτερο μέρος αναλύονται οι πηγές πλουτισμού του Μπενάκη, δηλαδή η γαιοκτησία, οι φοροενοικιάσεις και η εμποροβιοτεχνική δραστηριότητα. Στο τρίτο μέρος περιγράφονται οι συγκρουσιακές σχέσεις του Μπενάκη με άλλους Πελοποννήσιους προύχοντες και η χρήση του κοινοτικού θεσμού και της επαρχιακής δικαστικής εξουσίας εκ μέρους του. Συμπερασματικά, καταδεικνύονται οι βασικές αρχές που καθόρισαν τη δράση του Μπενάκη, δηλαδή η βαθιά γνώση των οθωμανικών διακαιϊκών μηχανισμών, η εμμονή στη νομιμοποίηση των ενεργειών του και η ευελιξία των χρησιμοποιούμενων μέσων…
Παναγιώτης Μπενάκης: τα βιογραφικά στοιχειά
[…] Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η σημαντικότερη έκφραση του κοτζαμπασικού φαινομένου στην προ-ορλωφική Πελοπόννησο του 18ου αιώνα ήταν ο Καλαματιανός Παναγιώτης Μπενάκης. Πριν ασχοληθούμε με τις ποικίλες όψεις της φοροενοικιαστικής, εμπορικής και βιοτεχνικής δράσης του, τις μεθόδους γαιοκτητικού πλουτισμού του, την πολιτική παρουσία του και τις σχέσεις του με τους ayan και τους υπόλοιπους κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου, θα συνοψίσουμε τα ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας.
Το τεκμηριακό υλικό της μελέτης μας, οθωμανικό, ελληνικό και βενετικό, δεν περιλαμβάνει προσωπικά ή οικογενειακά πληροφοριακά στοιχεία ή γεγονοτολογικές λεπτομέρειες του βίου του Μπενάκη. Ο γραφειοκρατικός και δικονομικός χαρακτήρας του μεγαλύτερου μέρους των χρησιμοποιούμενων τεκμηρίων δεν επιτρέπει την αφηγηματική ανασύνθεση βιογραφικών λεπτομερειών. Για παράδειγμα, στα huccet όπου η εγγραφή του πατρώνυμου των αντιδίκων αποτελούσε την αποκλειστική στοιχειοθέτηση προσωπικού χαρακτήρα, αν ένας από τους αντίδικους ήταν άτομο με εδραιωμένη κοινωνική φήμη, όπως ο Μπενάκης, ακόμη και αυτή η αναφορά παραλειπόταν.
Ο επισφαλής χαρακτήρας της απόπειρας συγκρότησης ενός corpus προσωπικών πληροφοριών ανακινεί προβλήματα και δημιουργεί κενά στις γνώσεις μας σχετικά με τις γεγονοτολογικές συγκυρίες της εποχής. Δυσεπίλυτο ζήτημα αποτελεί ο χαρακτήρας της σχέσης ανάμεσα στη μεσσηνιακή οικογένεια των Μπενάκηδων και στην αντίστοιχη οικογένεια του ιδρυτή του μουσείου Μπενάκη Εμμανουήλ Μπενάκη. Η σχετική έρευνα δεν τεκμηρίωσε την ύπαρξη κάποιας συγγενικής σχέσης ανάμεσα στις δύο οικογένειες. Υποθέτουμε ότι το άτομο που ίσως αποτελεί συνδετικό κρίκο ανάμεσα στις δύο οικογενειακές παραδόσεις ήταν ο παππούς του γνωστού συριανού μεγιστάνα Εμμανουήλ, Μανώλης Μπενάκης, για τον οποίο οι γνώσεις μας περιορίζονται στην πληροφορία ότι ζούσε στις αρχές του 19ου αιώνα στη Σμύρνη και ίσως κινούνταν μεταξύ Σμύρνης και Χίου. Δεν είναι γνωστό κανένα άτομο με το όνομα Μανώλης από τον άμεσο οικογενειακό κύκλο του Παναγιώτη, εντούτοις θα μπορούσε να είναι κάποιο πρόσωπο από το ευρύτερο συγγενικό περιβάλλον του, το οποίο ακολούθησε την τύχη των πρωταγωνιστών των Ορλωφικών στην εξορία, καταφεύγοντας, όπως και άλλοι Πελοποννήσιοι, στα μικρασιατικά παράλια.
Συναφές με το πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα στις δύο οικογένειες είναι το ζήτημα της ύπαρξης Καλαματιανών προεπαναστατικών αρχείων στο Μουσείο Μπενάκη, όπως και του μεγάλου όγκου τεκμηριακού υλικού που παρακολουθεί την ιστορική πορεία των καλαματιανών Μπενάκηδων σε όλο τον 19° και στις αρχές του 20ού αιώνα. Εξίσου ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι φάκελοι που περιέχουν το ιδιωτικό αρχείο του Παναγιώτη Μπενάκη αποτελούν την παλαιότερη αρχειακή ενότητα του Μουσείου.
Η ενασχόληση της παραδοσιακής ιστοριογραφίας με τον Μπενάκη, καθοριζόμενη από τη ρομαντική πρόσληψη των γεγονότων του 1770 ως εθνικής επανάστασης, περιορίστηκε στο ρόλο του ως ηγέτη των εξεγερμένων Πελοποννησίων. Πρώτος ο Σάθας δημοσίευσε ένα σημείωμα γραμμένο το 1834 από τον Παναγιώτη Μπενάκη, εγγονό του πρωταγωνιστή των Ορλωφικών, το περιεχόμενο του οποίου, παρά τον ατεκμηρίωτο χαρακτήρα του, υιοθετήθηκε από όλους τους εκπροσώπους της τοπικής ιστοριογραφίας που ασχολήθηκαν με την Πελοπόννησο του 18ου αιώνα. Σύμφωνα με αυτό, ο Μπενάκης καταγόταν από τα Βάθεια της Μάνης και ήταν δισέγγονος του Λιμπεράκη Γερακάρη, της περισσότερο αινιγματικής και τυχοδιωκτικής μορφής της πελοποννησιακής κοινωνίας στο τελευταίο τέταρτο του 17ου αιώνα. Πολύ αργότερα, ο Κουγέας, στηριζόμενος σε βενετική αρχειακή τεκμηρίωση, απέδειξε ότι ο Παναγιώτης Μπενάκης ήταν εγγονός του Λιμπεράκη Γερακάρη από τη γραμμή του γαμπρού του Γερακάρη, Καλαματιανού προκρίτου και συνδίκου Μπένου Ψάλτη, ο οποίος, σύμφωνα με προγαμιαίο συμφωνητικό που συντάχθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 1697, νυμφεύθηκε την κόρη του Γερακάρη Σταθούλα.
Για τον Μπένο Ψάλτη τίποτε δεν ήταν μέχρι τώρα γνωστό, εκτός από την ατεκμηρίωτη βιβλιογραφική αναφορά ότι η οικογένεια του Ψάλτη καταγόταν από τις Αλυκές της Λακωνίας.
Η αρχειακή έρευνά μας κατέδειξε τη σημαίνουσα κοινωνική θέση του Μπένου πριν από το γάμο του με την Σταθούλα, καθώς ο ίδιος μαζί με τον αδερφό του, το όνομα του οποίου δεν αναφέρεται, και κάποιον Δημητράκη Ψάλτη, εγγράφονται στον κατάλογο των προτεινόμενων κατοίκων της Καλαμάτας για την επάνδρωση του συμβουλίου της μετά την έγκριση σύστασης κοινότητας στις 31 Ιανουαρίου 1696. Επιπλέον, η εμπορική παρουσία και δραστηριοποίηση του Μπένου και η πιθανή σύσταση οικογενειακού εμπορικού οίκου σε συνεργασία με τον αδερφό του Καμαρινό, κατά τη διάρκεια του βενετικού καθεστώτος κυριαρχίας, αντικατοπτρίζονται στα έγγραφα της εποχής. Υπάρχουν τεκμήρια ενεργής εμπορικής παρουσίας του Μπένου Ψάλτη και μετά τη μετάβαση της Πελοποννήσου στο οθωμανικό καθεστώς κυριαρχίας, γεγονός που σημαίνει ότι τουλάχιστον για τα πρώτα έτη της δεκαετίας του 1720 ο Παναγιώτης Μπενάκης και ο πατέρας του δραστηριοποιούνταν ταυτόχρονα στην Καλαμάτα.
Η χρονολογία γέννησης του Παναγιώτη Μπενάκη αποτελεί ζήτημα εικασίας, χωρίς επί του παρόντος δυνατότητα εμπειρικής τεκμηρίωσης. Ο Veinstein ανάγει τη γέννηση του Μπενάκη στα 1720, εσφαλμένα όπως αποδεικνύεται από huccet της μονής Βουλκάνου του 1723, όπου ο Παναγιώτης καταγράφεται ως μάρτυρας. Θεωρούμε ότι δεδομένου του γάμου του πατέρα του το 1697, ο Παναγιώτης πρέπει να γεννήθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα. Η χρονολογία γέννησης του έχει αξία, κυρίως για τον εντοπισμό μιας, έστω κατά προσέγγιση, χρονολογικής αφετηρίας της διαδικασίας συγκρότησης της περιουσίας του αλλά και της ευρύτερης κοινωνικής δραστηριοποίησής του.
Ο Παναγιώτης δεν πήρε το πατρώνυμο του πατέρα του, αλλά ένα υποκοριστικό του μικρού ονόματός του. Η άποψη του Κουγέα ότι ο Μπενάκης κληρονομώντας από τον παππού του μεγάλη περιουσία θέλησε να σταδιοδρομήσει με νέο όνομα και όχι αυτό του Γερακάρη, το οποίο είχε συνδεθεί με ληστρική δραστηριότητα, είναι μια εύλογη υπόθεση. Όμως, το ζήτημα της επιθυμίας (αν ήταν επιθυμία) του Μπενάκη να διαφοροποιηθεί από την πατρική οικογένειά του δύσκολα μπορεί να τεκμηριωθεί αρχειακά.
Από την άλλη, η συμμετοχή μελών των οικογενειών Ψάλτη και Γερακάρη σε γαιοκτητικές αγοραπωλησίες και η συχνή παρουσία τους ως μάρτυρες σε δικαιοπραξίες αντανακλούν τη σταθερή παρουσία τους στον δημόσιο βίο του καζά της Καλαμάτας. Αυτό το γεγονός μάς επιτρέπει να υποθέσουμε τον επικουρικό ρόλο που πρέπει να έπαιξε η συγκρότηση και δεσπόζουσα θέση ενός ευρύτερου οικογενειακού δικτύου, αποτελούμενου από τις συγγενείς οικογένειες των Ψάλτηδων, Γερακάρηδων και Μπενάκηδων, στην παγίωση της κοινωνικοοικονομικής κυριαρχίας του Παναγιώτη Μπενάκη στον καζά της Καλαμάτας. Η υπόθεση επιρρώνεται από τη χαρακτηριστική απουσία τεκμηρίων που να περιγράφουν συγκρουσιακές σχέσεις ανάμεσα στις 3 οικογένειες.
Το πρόβλημα της έλλειψης πληροφοριακών αναφορών στο πρόσωπο του Παναγιώτη Μπενάκη επιτείνεται από τη σχεδόν πλήρη απουσία του ονόματός του στο ελληνικό αρχειακό υλικό της εποχής. Εντοπίστηκαν καταγραφές του ονόματός του μόνο στο αρχείο της μονής Βουλκάνου, όπου εμφανίζεται ως μάρτυρας αγοραπωλησίας σε 5 διαφορετικά έγγραφα με μεγάλη χρονολογική απόσταση μεταξύ τους. Το 1723 αποκλειστικά ο Μπενάκης, μεταξύ άλλων μαρτύρων που ήταν επίσης σημαίνοντα πρόσωπα, όπως ο Δημήτρης Κυριακός και ο al-hacc Ebu Bekr, χαρακτηρίζεται kocabaşi-i Kalamata. Καθώς ήταν σε σχετικά νεαρή ηλικία, υποθέτουμε ότι όφειλε αυτόν το σημαντικό τίτλο στην καταγωγή του.
Είναι γνωστό ότι η πρώτη γυναίκα του προερχόταν από την οικογένεια των Βαρσαμάδων, ενώ η δεύτερη με το όνομα Ζαχάρω προερχόταν από οικογένεια της Τριπολιτσάς. Από την πρώτη σύζυγό του απέκτησε δύο κόρες, τις Σωφρονία και Μαρίτσα, και δύο γιους, τους Κελεπή και Λιμπεράκη, ενώ από την Ζαχάρω απέκτησε δύο κόρες, τις Χρυσούλα και Παντζεχρούλα. Παρ’ όλα αυτά, στο οθωμανικό αρχείο του ΙΑΜΜ εντοπίστηκαν τα ονόματα δύο ακόμη άγνωστων έως τώρα γιων του, των Γιωργάκη και Δημητράκη, ενώ υπάρχει και μια αναφορά του πατέρα του, Μπένου.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι κύριες πηγές πλουτισμού των κοτζαμπάσηδων και ayan στον 18ο αιώνα ήταν η γαιοκτησία, η βιοτεχνία σε περίπτωση επεξεργασίας των γεωργικών προϊόντων σε ιδιόκτητα καταστήματα, το εμπόριο στο βαθμό που η δράση τους δεν περιοριζόταν στη μεταπώληση των αγροτικών προϊόντων σε ξένους εμπόρους, και κυρίως η φοροενοικίαση, η οποία αποτελούσε τον τελικό στόχο κάθε προαναφερθείσας οικονομικής συμπεριφοράς. Ο Μπενάκης δε διαφοροποιήθηκε από τον κανόνα, και, τηρουμένων των επιφυλάξεων για τις ιδιαιτερότητες της συγκυρίας και του τόπου, μπορεί να θεωρεί par excellence κοτζαμπάσης. Η γαιοκτητική περιουσία του ήταν τεράστια, ήταν ιδιοκτήτης μεγάλου αριθμού καταστημάτων, εξήγε τα προϊόντα της περιοχής σε εμπόρους, συμμετείχε σε εξαγωγικούς και εισαγωγικούς συνεταιρισμούς και κυρίως χρησιμοποιούσε το συσσωρευμένο κεφάλαιο για την ενοικίαση φορολογικών προσόδων της περιοχής.
Ο Μπενάκης είναι γνωστός κυρίως εξαιτίας του ηγετικού ρόλου του στα Ορλωφικά. Η συμμετοχή του στα γεγονότα περιλάμβανε τη συνάντησή του με τον Παπάζωλη στον πύργο του το 1767, την οργάνωση στρατιωτικού σώματος με δικά του έξοδα και την εκπόνηση του επιτελικού σχεδίου των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Εντούτοις, ο ίδιος ακολούθησε εφεκτική και παρελκυστική στάση χωρίς να συμμετάσχει στις στρατιωτικές επιχειρήσεις της άνοιξης του 1770, γεγονός το οποίο, πάντοτε στο πνεύμα της εθνικής ιστοριογραφίας, προκάλεσε ποικίλα σχόλια μεταγενέστερων ιστορικών, από τους οποίους κάποιοι τον κατηγόρησαν για καιροσκοπισμό, ενώ άλλοι υπερασπίστηκαν τις πολιτικές επιλογές του.
Μετά την καταστολή της εξέγερσης ο Μπενάκης μαζί με τους υπόλοιπους συνεργάτες αποχώρησε από την Πελοπόννησο, ενώ το σύνολο της περιουσίας του δημεύθηκε. Αφού άφησε την οικογένειά του στα Κύθηρα, κατέφυγε στο Λιβόρνο, όπου και πέθανε από άγνωστη αιτία στις αρχές του 1771…
Για την ανάγνωση ολόκληρης της διατριβής, πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Οικονομικοκοινωνικοί μηχανισμοί και το προυχοντικό φαινόμενο στην Οθωμανική Πελοπόννησο του 18ου αιώνα: Η περίπτωση του Παναγιώτη Μπενάκη.
«Για τον Μπένο Ψάλτη τίποτε δεν ήταν μέχρι τώρα γνωστό, εκτός από την ατεκμηρίωτη βιβλιογραφική αναφορά ότι η οικογένεια του Ψάλτη καταγόταν από τις Αλυκές της Λακωνίας»
Χωριό Αλυκές δεν υπάρχει. Άλικα υπάρχει και είναι στην Μέσα Μάνη. Έχει κάποια λογική καθώς από νωρίς πολλοί Μανιάτες κινήθηκαν εμπορικά προς Καλαμάτα. Η πληροφορία όμως από που προκύπτει ?
Θα πρέπει να διαβάσετε ολόκληρη την διατριβή, ίσως δίνονται περισσότερες πληροφορίες από το συγγραφέα.