Καφές και καφενεία – Καφενεία του Άργους
Οι αναφορές στο άρωμα και στη γεύση του καφέ ανέκαθεν ήταν ιδιαίτερα θαυμαστές. Πάντοτε υπάρχει ένας καλός λόγος για το ανεπανάληπτο αφέψημα του καφέ, που μας ξεκουράζει, μας τονώνει και μας κάνει να νιώθουμε ζεστασιά. Ο καφές έχει διεγερτικές επιδράσεις. Τονώνει το νευρικό μας σύστημα και διατηρεί το πνεύμα μας σε καθαρότητα και εγρήγορση. Ποιητές, συγγραφείς, καλλιτέχνες και λογής δημιουργοί μα και τεχνίτες και απλοί άνθρωποι του λαού δημιουργούν και εργάζονται συντροφιά μ’ έναν καφέ.

Πάντοτε υπάρχει ένας καλός λόγος για το ανεπανάληπτο αφέψημα του καφέ, που μας ξεκουράζει και μας τονώνει…
Την αρχαία εποχή ο καφές δεν ήταν γνωστός και καφενεία δεν υπήρχαν. Οι αρχαίοι είχαν στη διάθεσή τους τα «θερμοπώλια» (μαγειρεία, καπηλειά) τους προδρόμους των σημερινών καφενείων, όπου μπορούσαν να απολαύσουν ένα ζεστό τσάι του βουνού, ένα χαμομήλι ή κάτι άλλο κι ακόμη να φάνε, να πιούν κρασί και να συζητήσουν.
Το καφεόδενδρο, που είναι θάμνος ή μικρό δένδρο, κατάγεται από την Αιθιοπία της Αφρικής και μάλιστα από την επαρχία Kaffa, απ’ όπου και η ονομασία του αφεψήματος. Παλιότερα γραφόταν καφφές και καφφενείον (αγγλ. coffee). Φαίνεται πως οι αρχαίοι κάτοικοι της Αιθιοπίας, της άλλοτε Αβησσυνίας, γνώριζαν τις διεγερτικές επιδράσεις των κόκκων του καφέ.
Εξάλλου, σύμφωνα με την παράδοση, ένας Αιθίοπας βοσκός παρατήρησε ότι οι κατσίκες του, όταν έτρωγαν τους σταχτοπράσινους κόκκους από τα καφεόδενδρα, γίνονταν ζωηρές και χοροπηδούσαν. Οι ίδιοι οι Αιθίοπες προφανώς είχαν δοκιμάσει καφέ πολλούς αιώνες πριν από την εμφάνιση των καφενείων. Εξάλλου, είχαν επινοήσει να ρίχνουν κόκκους σε λιωμένο λίπος, το οποίο, όταν πάγωνε, το έκαναν μπάλες και το έτρωγαν.
Για πρώτη φορά, στις αρχές του 15ου αιώνα, εμφανίζονται καφενεία στη Μέκκα, οι «οίκοι Καφέ», για τους Μωαμεθανούς προσκυνητές, οι οποίοι κουράζονταν και ταλαιπωρούνταν πολύ, μέχρι να προσκυνήσουν στο ιερό τέμενος. Είναι η εποχή που αρχίζει η καλλιέργεια του καφεόδενδρου στην Αραβική χερσόνησο, αρχικά στο νότιο τμήμα της, την Υεμένη, μια και η απόσταση από την πατρίδα του καφεόδενδρου, την Αιθιοπία, είναι μικρή, και στη συνέχεια σε πολλές ακόμη περιοχές της Αραβικής χερσονήσου. Στη συνέχεια η καλλιέργεια του φυτού επεκτάθηκε σε πολλές χώρες που βρίσκονται μεταξύ των τροπικών του Καρκίνου και του Αιγόκερω, μια και ο καφές πολύ γρήγορα έγινε δημοφιλές αφέψημα σ’ όλο τον κόσμο και αποτελεί το βασικό εισόδημα για τους καλλιεργητές του.
Στη συνέχεια επεκτάθηκαν τα καφενεία στην Αίγυπτο και στην Κωνσταντινούπολη, σε χώρες με μωαμεθανικούς πληθυσμούς. Μάλιστα, όταν τα καφενεία βρίσκονταν κοντά σε τζαμιά, οι θαμώνες αποξεχνιούνταν και δεν πήγαιναν για προσευχή και προκαλούσαν την οργή των μουφτήδων, βλέποντας τις προτιμήσεις των πιστών του Αλάχ. Αλλά, παρά τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις, τα καφενεία στην Κωνσταντινούπολη πολλαπλασιάστηκαν πολύ γρήγορα.
Την ίδια εποχή τα καφενεία κατέκλυσαν όλη την Ευρώπη. Στην Αγγλία το πρώτο ίδρυσε κάποιος Έλληνας στο Λονδίνο το 1652. Ήταν το «Ελληνικόν Καφενείον». Στη Γαλλία το πρώτο καφενείο ιδρύθηκε στη Μασσαλία το 1654. Λίγο αργότερα, το 1669, πρώτος ο πρέσβης της Τουρκίας στο Παρίσι πρόσφερε καφέ στους καλεσμένους του. Στις αρχές του 18ου αιώνα υπήρχαν στο Παρίσι πάνω από 300 καφενεία.
Αλλά τα καφενεία ήταν τόπος όχι μόνο χαλάρωσης και απόλαυσης ενός καφέ, συντροφιά με κάποιους φίλους, αλλά και συνάντησης ομοϊδεατών και ομοτέχνων. Πολλά καφενεία έμειναν ιστορικά, γιατί σ’ αυτά σύχναζαν προσωπικότητες της πολιτικής και του πνεύματος. Πολιτικοί, επαναστάτες, αξιωματικοί, δημοσιογράφοι, ποιητές, λογοτέχνες, θεατρικοί συγγραφείς, λόγιοι, ζωγράφοι και λογής καλλιτέχνες άφησαν το στίγμα τους στην ιστορία των καφενείων.
Τις παραμονές της Γαλλικής επανάστασής και κατά τη διάρκεια της, ορισμένα καφενεία στο Παρίσι συγκέντρωναν το καθένα τους οπαδούς μιας ορισμένης πολιτικής μερίδας και από τις συζητήσεις και τον επαναστατικό οίστρο διαμορφώνονταν συνειδήσεις ή λαμβάνονταν καμιά φορά αποφάσεις για περαιτέρω δράση. Από καφενείο ο Κάμιλλος ντε Μουλέν ώθησε με τις αγορεύσεις του το πλήθος στην άλωση της μισητής Βαστίλλης (14 Ιουλίου 1789, εθνική επέτειος των Γάλλων).
Τα παραδοσιακά καφενεία στην ελληνική επαρχία
Το παραδοσιακό καφενείο είχε το δικό του χρώμα. Σε εποχές όπου δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, επομένως ούτε τηλεόραση ούτε ψυγείο ούτε ηλεκτρικά «μάτια» και άλλα μηχανήματα, το καφενείο απέπνεε ζεστασιά και ανθρωπιά. Μέσα στη στέρηση και τη φτώχεια ο ταπεινός αγρότης ή εργάτης μπορούσε να περάσει ευχάριστα τον ελεύθερο χρόνο του με τους συχωριανούς του, να ξεκουραστεί και να χαλαρώσει.
Ίσως είναι δύσκολο για τους σημερινούς νέους, οι οποίοι συχνάζουν για καφέ στις σύγχρονες καφετερίες, να νιώσουν τη θαλπωρή του παλιού καφενείου, γιατί δεν το έζησαν. Η ζωή στο παλιό καφενείο ήταν συνάρτηση της δύσκολης ζωής των ανθρώπων μιας άλλης εποχής, όπου παρά τη φτώχεια και την ανημπόρια, οι άνθρωποι ήταν προσηνείς, φιλόξενοι και κουβαρντάδες.
Τα καφενεία ήταν συνήθως ψηλοτάβανα και είχαν αρκετά τετράγωνα τραπεζάκια και μπόλικες ψάθινες καρέκλες, τις κλασικές. Για διακόσμηση είχαν στους τοίχους αρκετά κάδρα ή φωτογραφίες, τον Ερωτόκριτο με την Αρετούσα, τη μάχη της Κρήτης ή άλλα εθνικού και πατριωτικού περιεχομένου ή το κάδρο του Ελ. Βενιζέλου ή του Βασιλιά. Καμιά φορά υπήρχαν και ωραία εργόχειρα, κεντημένα από τις γυναίκες.
Σε εμφανές σημείο ήταν αναρτημένος ένας μακρόστενος μαυροπίνακας με τον τιμοκατάλογο του μαγαζιού. Τελευταίο «προσφερόμενο είδος» του καταλόγου ήταν η προειδοποίηση «ΒΕΡΕΣΕ ΑΠΟ ΑΥΡΙΟ»(!) Παρά ταύτα, ο καφετζής κατά κανόνα είχε μολύβι στο αφτί για τα βερεσέδια που σημείωνε στο τεφτέρι. Επίσης, υπήρχαν διάφορες αφίσες (πάντοτε ενημερωτικού και ποτέ διαφημιστικού περιεχομένου, όπως αφίσα για τις ασθένειες της ελιάς ή για τις οβίδες και τα εκρηκτικά του Β’ παγκόσμιου πολέμου, που θα μπορούσαν να εκραγούν και να σκοτώσουν τα παιδιά που τα παίζανε. Άλλες αφίσες, αλλά συνήθως σε καφε-παντοπωλεία, παρίσταναν τον ευτυχή έμπορο ο οποίος πουλούσε τοις μετρητοίς, και τον δυστυχή που πουλούσε επί πιστώσει. Τέλος, η διακόσμηση ολοκληρωνόταν με 2-3 ταινίες, κρεμασμένες από το ταβάνι, όπου κολλάγανε οι ιπτάμενες μύγες!
Σε μιαν άκρη ο καφετζής είχε το τεζάκι του (πάγκο). Στο επάνω μέρος του τεζακιού ήταν αραδιασμένα τα μπουκάλια με τα ποτά (ούζο, τσικουδιά, κονιάκ, λικέρ, μπουκάλια με συμπυκνωμένο χυμό πορτοκαλιού ή λεμονιού κ.ά.) κι ακόμα κούτες με λαχταριστά λουκούμια και βάζα με γλυκά του κουταλιού, από τα οποία δεν έλειπε εκείνο με τη βανίλια για τα «υποβρύχια» κεράσματα: μια κουταλιά βανίλια σε ποτήρι με κρύο νερό. Στο συρτάρι του τεζακιού έβαζε τα χρήματα, το τεφτέρι με τα βερεσέδια, λογαριασμούς και λογής χρήσιμα αντικείμενα. Σε μιαν άκρη υπήρχε το βαρέλι με το καλό κρασί και η πλεχτή γυάλινη νταμιτζάνα με την τσικουδιά. Στη γωνία ήταν ο νεροχύτης, όπου έπλενε τα φλιτζάνια και τα ποτήρια, καμιά φορά με νερό τσίγκινης φορητής βρύσης, που την είχε στερεώσει με δυο καρφιά.
Σ’ ένα ερμάρι, συνήθως με τζάμια, έβαζε τα τσιγάρα. Σε ράφια ακουμπούσε τα φλιτζάνια και τις κούπες για τα ζεστά (φασκόμηλο, χαμομήλι, σουμάδα). Εκεί κάπου κρεμούσε και τα μπρίκια του, καθώς και τα κατρούτσα του, τα μπακιρένια κύπελλα για το κρασί. Γιατί καμιά φορά, όταν μερακλωνότανε καμιά παρέα, δεν το ’χε σε τίποτα ο καφετζής να μετατρέψει το καφενείο σε ταβέρνα με τηγανητά συκωτάκια ή με χοιρινό από το κουρούπι. Σε άλλο ράφι ακουμπούσε τα χοντρά νεροπότηρα, τα κρασοπότηρα και τα τσικουδοπότηρα, που τώρα τα λέμε… σφηνάκια. Ακόμα υπήρχε στάμνα με κρύο νερό κι άλλη εφεδρική, γιατί το νερό της μιας δεν επαρκούσε και η γυναίκα ή ο γιος του καφετζή έτρεχε στη βρύση για νερό. Συνήθως, για κρύο νερό τα καφενεία διέθεταν παγωνιέρα, εφόσον περνούσε ο παγοπώλης με το αυτοκίνητό του ν’ αφήσει πάγο. Κι ακόμα μπορούσες να δεις σε μιαν άκρη τα κασόνια με τα μπουκάλια της γκαζόζας, της πορτοκαλάδας και της λεμονάδας. Τότε δεν υπήρχαν προϊόντα πολυεθνικών (σπράιτ, φάντες, κοκακόλες). Καμιά φορά υπήρχανε και ναργιλέδες για τους… θεριακλήδες καπνιστές.
Ο εξοπλισμός βέβαια του καφενείου δε σταματούσε εδώ. Για τις κρύες μέρες του χειμώνα χρησιμοποιούσαν το μαγκάλι, που έκαιγε πυρηνόξυλο ή κάρβουνα, αλλά σχεδόν πάντα υπήρχε η ξυλόσομπα, για να ζεσταίνεται ο χώρος καλύτερα. Το φθινόπωρο ο καφετζής ετοίμαζε τη σόμπα του και στερέωνε τα μπουριά για τον καπνό. Για φωτισμό χρησιμοποιούσαν λάμπες πετρελαίου και λυχνάρια. Όταν όμως έκαναν την εμφάνισή τους τα λουξ, η ατμόσφαιρα άλλαξε. Τα λουξ, που έκαιγαν βενζίνη και έμοιαζαν με μεγάλα κλεφτοφάναρα, έκαναν τη νύχτα μέρα στο καφενείο με το δυνατό τους φως.
Επίσης, για την ψυχαγωγία των θαμώνων, το καφενείο διέθετε αρκετές τράπουλες και τάβλι. Συνήθως αυτοί που έχαναν πλήρωναν τα κεράσματα. Αυτά είναι γνωστά. Συχνά όμως υπήρχε και το γραμμόφωνο, το οποίο λειτουργούσε με κουρδιζόμενο μηχανισμό, και οι δίσκοι του ήταν μεγαλύτεροι από εκείνους του κατοπινού πικάπ.
Αλλά απαραίτητο ήταν και ένα τεραστίων διαστάσεων ραδιόφωνο, το οποίο λειτουργούσε με επαναφορτιζόμενη εξωτερική μπαταρία, ίση σε μέγεθος με την μπαταρία ενός Ι.Χ. αυτοκινήτου. Συνήθως οι θαμώνες παρακολουθούσαν το δελτίο ειδήσεων, γιατί δεν είχαν άλλη δυνατότητα ενημέρωσης, μια και σπανίως κυκλοφορούσαν εφημερίδες στα χωριά. Ίσως ο καφετζής να ήταν συνδρομητής κάποιας επαρχιακής εφημερίδας, η οποία έφτανε στο χωριό με καθυστέρηση ημερών. Σχεδόν πάντα, μετά το δελτίο ειδήσεων ή κατά τη διάρκειά του, άναβε η συζήτηση στο καφενείο, το οποίο μετατρεπόταν σε μικρή βουλή ή σε δικαστήριο, για να πάρει αποφάσεις ή για να καταδικάσει σε κρεμάλα τους κρατούντες και όλους τους πολιτικούς.
Ο καφετζής ήταν ένας απλός άνθρωπος του λαού, καταδεκτικός και υπομονετικός, για να ανέχεται τις ιδιοτροπίες και τις απαιτήσεις του κάθε πελάτη. Φορούσε συνήθως την άσπρη του ποδιά και στο αφτί του είχε το μολύβι. Λένε πολλοί πως ο μερακλίδικος καφές ψήνεται με τέχνη. Και οι παλιοί καφετζήδες την ήξεραν την τέχνη και τον καφέ τον έψηναν στη χόβολη, στην καυτή στάχτη, για να σιγοβράζει και να κάνει καϊμάκι. Φυσικά, πολύ γρήγορα έκανε την εμφάνισή του το υγραέριο (πετρογκάζ).
Στις ελληνικές επαρχίες, ακόμα και σήμερα συναντάμε μια διαφορετική μορφή καφενείου, ιδιαίτερα σε μικρά και απομονωμένα χωριά. Εννοούμε τα πολύ γνωστά σε όλους μας καφεπαντοπωλεία. Τα καφενεία αυτά λειτουργούσαν και ως παντοπωλεία ή μπακάλικα και μπορούσαν να καλύψουν σε γενικές γραμμές τις βασικές ανάγκες μιας οικογένειας. Πολλά από τα μαγαζιά αυτά λειτουργούσαν και ως κρεοπωλεία. Έσφαζε ο καφετζής ένα-δυο κριάρια κάθε Σάββατο, για να καλύψει τις παραγγελίες των πελατών του. Κι ακόμα, σε κάποιες περιπτώσεις παραχωρούσε ο καφετζής μία γωνία στον… μπαρμπέρη, για να κουρεύει τους φίλους και συχωριανούς. Δηλαδή γινότανε ταυτόχρονα και κουρείο. Δεν έπαυε όμως αυτό το πολυκατάστημα να είναι καφενείο, όπου οι άνδρες είχαν την ευκαιρία να πιούν τον καφέ τους, να παίξουν το χαρτάκι τους ή το τάβλι τους και να περάσουνε ευχάριστα την ώρα τους. Και η μόνη γυναίκα, η οποία εμφανιζόταν ανάμεσα σε τόσους άνδρες, ήταν η σύζυγος του καφεπαντοπώλη, για να τον βοηθά. Οι άλλες γυναίκες εμφανίζονταν για ψώνια και ποτέ για καφέ.
Σήμερα παραμένουν λιγοστά παραδοσιακά καφενεία στα χωριά. Οι θαμώνες τους είναι λίγα γεροντάκια, που θυμούνται τις παλιότερες εποχές, εκείνα τα όμορφα χρόνια της φτώχειας και της στέρησης, τότε που το χωριό τους έσφυζε από ζωή, τότε που και οι ίδιοι, πιο νέοι, παίζανε τάβλι και χτυπούσανε με θόρυβο τα πούλια, τότε που ρίχνανε τα φύλλα της κολτσίνας θριαμβευτικά, τότε που με γέλια και πειράγματα αποξεχνιούνταν στον καφενέ ευχαριστημένοι. Τώρα στο ίδιο καφενείο έχουν την τηλεόρασή τους, το ψυγείο τους, τη θέρμανσή τους κι όλα τα καλά του πολιτισμού μας. Ο παλιός καφετζής, αν ζει, σηκώνεται βαριεστημένα να ψήσει κανέναν μερακλίδικο στο πετρογκάζ ή στο ηλεκτρικό μάτι – Πού χόβολη! Μα ζωή ’τανε κι εκείνη; -ύστερα κάθεται σιωπηλός δίπλα στον πελάτη και παλιό του φίλο και ξεκουκίζουνε μαζί τα βαριά τους κομπολόγια. Τι να περιμένουν πια από τούτη τη ζωή; Το μόνο που περιμένουν είναι να φτάσουνε και πάλι οι γιορτές, να φτάσουνε παιδιά κι αγγόνια, να ζωντανέψει το φτωχικό τους και να λουλουδίσει το χωριό.
Παλιά καφενεία του Άργους
Από τα παλιά καφενεία του Άργους μνημονεύουμε λίγα μόνο, τα κεντρικότερα, που βρίσκονταν στην πλατεία του Αγίου Πέτρου ή στη γύρω περιοχή. Ξεκινώντας, λοιπόν, τη σύντομη περιδιάβασή μας, ας μεταφερθούμε νοερά στην οδό Δαναού, η οποία μας οδηγεί στην κεντρική πλατεία.
Η οδός Δαναού, στα μέσα του περασμένου αιώνα ήταν τόπος για ρομαντικούς περιπάτους. Ήταν ο πιο αγαπημένος δρόμος για τους νέους και τις κοπέλες. Όπως θυμούνται οι παλιοί Αργείοι, στην οδό Δαναού γινόταν το νυφοπάζαρο. Η οδός αυτή είχε δεξιά και αριστερά πολλά δένδρα πανύψηλα, που απλώνανε τις κλάρες τους και σχηματίζανε ένα υπέροχο πράσινο τούνελ. (Πιπεριές και λίγες ακακίες, φυλλοβόλα δένδρα).
Το χειμώνα οι οδοκαθαριστές μαζεύανε τα φύλλα με τα κάρα. Αλλά την άνοιξη και το καλοκαίρι ιδίως, η δενδροστοιχία είχε ανεπανάληπτη ομορφιά. Και λέγανε τότε, πάμε για βόλτα στη δενδροστοιχία, και το νυφοπάζαρο ξεκινούσε από την Αγία Κυριακή (οδό Θεάτρου). Τα δένδρα κόπηκαν επί Δημάρχου Ευστ. Μαρίνου.
Σ’ αυτό τον υπέροχο δρόμο υπήρχε το καφενείο «Παράδεισος» των αδελφών Ξακουστή. Το είχαν τα αδέρφια Γιώργος, Νίκος και Κούλα Ξακουστή. (Υπήρχε ακόμη ένας αδελφός, δικηγόρος, ο Σπήλιος). Το καφενείο βρισκόταν στην οδό Δαναού και Καποδιστρίου, εκεί όπου μέχρι πρότινος ήταν το κατάστημα οργάνων μουσικής του Ηλιόπουλου [σήμερα κατάστημα Γερμανός]. Οι πελάτες του Παράδεισου των αδελφών Ξακουστή ήταν νεαροί, πολλοί από τους οποίους ήταν μαθητές. Όταν το έκαναν σκασιαρχείο από το μάθημα, εκεί πήγαιναν. Τα Σαββατοκύριακα, όμως, συνέρρεε η υψηλή κοινωνία του Άργους για θερινό σινεμά.
Επόμενο καφενείο, επί της οδού Δαναού, ήταν το καφενείο του Γιώργου Ζαχαράκη. Απέναντι από αυτό ήταν το καφενείο του Φώτη Αλεξόπουλου, εκεί όπου τώρα υψώνεται το ξενοδοχείο «Μορφέας» των αδελφών Ξιξή. Το καφενείο Αλεξόπουλου ήταν χαμηλό, κεραμοσκεπές, το οποίο κατεδαφίστηκε και κτίστηκε το ξενοδοχείο «Τελέσιλλα», που μετονομάστηκε σε «Μορφέα».
Προχωρώντας και διασχίζοντας την οδό Νικηταρά, φτάνουμε σ’ ένα πολύ παλιό καφενείο, το «Ηραίον», του Γιώργου Κοτσονάρου και Στέλιου Τσέλιου, στον περίβολο του οποίου κάποτε δίδονταν παραστάσεις καραγκιόζη και θερινού σινεμά. Σήμερα το καφενείο είναι ιδιοκτησίας Αγ. Πέτρου.
Κάνοντας τον κύκλο της πλατείας, στη βορινή πλευρά, εκεί όπου τώρα στεγάζεται η Εθνική Ασφαλιστική, ήταν το καφενείο του Σπύρου Μήλια. Στον πρώτο όροφο ήταν το ξενοδοχείο «Αγαμέμνων» και αργότερα το ξενοδοχείο «Βύρων».

Τμήμα της πλατείας Αγίου Πέτρου και ευθεία η οδός Βασ. Κωνσταντίνου. Αριστερά στη γωνία το λαϊκό καφενείο «Βελιζιώτη», το γραφικό Γυαλί καφενέ, το χαμηλό με τα κεραμίδια, το οποίο κατεδαφίστηκε το 1958, δεξιά στο δεύτερο κτίριο ήταν το καφενείο του Σπύρου Μήλια.
Στη γωνία Βασ. Κωνσταντίνου και πλατείας Αγίου Πέτρου υπήρχε το λαϊκό καφενείο «Βελιζιώτη», το γραφικό Γυαλί καφενέ, χαμηλό με κεραμίδια, το οποίο κατεδαφίστηκε το 1958, για να χτίσουν στη συνέχεια οι αδελφοί Ξηνταρόπουλοι πολυκατοικία. Ήταν το μοναδικό ίσως «βενιζελικό» καφενείο του Άργους.

Άργος, η οδός Βασ. Κωνσταντίνου τη δεκαετία του 1950. Αριστερά το καφενείο του Βελιζιώτη, το μοναδικό Βενιζελικό καφενείο. Στην ευθεία λίγο πιο κάτω το φαρμακείο του Παπαγεωργίου. Δεξιά το ξενοδοχείο «Ερμής», κάτω από αυτό λειτουργούσε για πολλά χρόνια το βιβλιοπωλείο Διβρή. Το καφενείο του Βελιζιώτη ήταν ιδιοκτησία του Ιωάννου Μπότσιου. Πριν τον Βελιζιώτη το λειτουργούσε ο ίδιος.
Προχωρώντας νότια, φτάνουμε στη Γενική Τράπεζα της Ελλάδος (σήμερα Τράπεζα Πειραιώς), στο άλλοτε ιστορικό και κοσμικό «Καφενείο Σπύρου Θηβαίου» και μετέπειτα Μπαφίτη. Η ιδιαίτερα μεγάλη αίθουσα δεν έχει κολόνες. Όταν κτιζόταν στο τέλος του 19ου αι„ τοποθετήθηκε σιδεροδοκός, φερμένος από την Αγγλία, και εκεί ακούμπησαν τα ξύλα της στέγης, τα πάτερα.
Στο «Καφενείο Θηβαίου» σύχναζε η υψηλή κοινωνία του Άργους (γιατροί, δικηγόροι, βιομήχανοι κ.λπ.). Μας είπε χαρακτηριστικά κάποιος: «Μόνο αν φορούσες κολλάρο και καβουράκι (καπέλο), μπορούσες να μπεις μέσα…». Έμεινε ιστορικό το καφενείο και για τους χορούς, ιδίως τους αποκριάτικους. Γίνονταν, επίσης, κινηματογραφικές προβολές, προπολεμικά και μεταπολεμικά.
Δίπλα από του Θηβαίου ήταν το καφεζαχαροπλαστείο «Αίγλη» του Κώστα Γραμματικού και Κώστα Αργυράκη. Τώρα η «Αίγλη» λειτουργεί ως εστιατόριο. Στον πρώτο όροφο, όπου τώρα λειτουργεί η καφετερία «Αέναον» [έκλεισε πριν λίγα χρόνια], στεγαζόταν η οφθαλμολογική κλινική του Γεωργίου Ζήση (1960-1974) και το οφθαλμιατρείο του ίδιου γιατρού μέχρι το 1990. Το διώροφο αυτό κτίσμα ήταν το αρχοντικό του μεγαλέμπορου και Δημάρχου Άργους Χαράλαμπου Μυστακόπουλου.

Άργος, Πλατεία Αγίου Πέτρου, 1937. Σε πρώτο πλάνο, στο κέντρο, το ιστορικό – κοσμικό καφενείο «Σπύρου Θηβαίου», δεξιά το λαϊκό καφενείο «Βελιζιώτη», το γραφικό Γυαλί καφενέ (το χαμηλό με τα κεραμίδια), ίσως το μοναδικό «Βενιζελικό» καφενείο του Άργους. Δεξιά από του Θηβαίου, στο διάφορο κτίριο με τη σήμανση «Τράπεζα Αθηνών», λειτούργησε αργότερα το καφεζαχαροπλαστείο «Αίγλη» του Κώστα Γραμματικού και Κώστα Αργυράκη. Πολύ αργότερα, περίπου από το 1994, στον πρώτο όροφο και μέχρι πρόσφατα, λειτουργούσε η καφετερία «Αέναον».
Στη γωνία όπου σήμερα στεγάζεται η καφετερία και πιτσαρία «Ρετρό» υπήρχε το καφενείο του Λάζαρου Κούτσα, όπου σύχναζαν κυρίως αγρότες.
Άλλο ένα καφενείο, στη νοτινή μεριά της πλατείας, ήταν το καφενείο του Φασαρία (Τάσου Αγγελόπουλου), [σήμερα «Το μυρόφυλλο»]. Εκεί σύχναζαν εργατοτεχνίτες, όπως και σήμερα, αλλά τώρα οι πιο πολλοί είναι συνταξιούχοι.
Φεύγοντας από την πλατεία του Αγ. Πέτρου, ας πάμε στο Σιταροπάζαρο, όπου υπήρχα το λαϊκό καφενείο του Σταύρου Παπαδάτου. Εκεί σύχναζαν πολλοί μαστόροι. Κάποια εποχή δίδονταν και παραστάσεις από τον καραγκιοζοπαίχτη Αγιομαυρίτη.
Διασχίζοντας την οδό Γενναίου Κολοκοτρώνη, φτάνουμε στη Γούβα, όπου υπήρχε το καφενείο του Μπουζιωτόπουλου, σήμερα κρεοπωλείο, απέναντι από τους πάγκους με τα ψάρια. Εκεί μαζεύονταν πολλοί εργάτες, οι οποίοι περιμένανε να βρούνε δουλειά και να βγάλουνε μεροκάματο. Είναι η περιοχή της Γούβας.
Τέλος, ας μνημονεύσουμε ακόμη ένα λαϊκό καφενείο στην οδό Καλλέργη, του Νίκου Γιαννούλη, δίπλα στο χάνι. Σημείωση Βιβλιοθήκης: Ιδιοκτησίας Νίκου Γιαννούλη. Το καφενείο το «δούλευε» ο Γαρδικιώτης, πατέρας της Φούλης Γαρδικιώτη.
Η Γούβα του Άργους
Επειδή η Γούβα μνημονεύεται πολύ συχνά σήμερα, αλλά πολλοί και ιδιαίτερα οι πιο νέοι αγνοούν το τοπωνύμιο, ας μας επιτραπεί να προσδιορίσουμε τη θέση του. Η Γούβα είναι η μικρή άπλα στη συμβολή των οδών Βασ. Κωνσταντίνου, Βασ. Αλεξάνδρου, Τσώκρη και Φείδωνος μαζί με τα γύρω μαγαζιά. Και πραγματικά ήταν κάποτε γούβα, όπου μαζεύονταν τα βρόχινα νερά που κατέβαιναν κυρίως από τις οδούς Βασ. Αλεξάνδρου και Αθ. Μπόνη.
Υπάρχουν πολλές αναφορές στις εφημερίδες για την αθλιότητα που επικρατούσε στην περιοχή και σε άλλους χωμάτινους τότε δρόμους. Η εφημ. «Ασπίς» (φ. 46/3-9-1933) σημειώνει ότι «με την πρώτην βροχήν η δημοτική οδός από του Σιδ. Σταθμού μέχρι πλατείας και η οδός Τσώκρη μετεβλήθησαν εις απέραντον τέλμα…». Το πρόβλημα επομένως ήταν γενικότερο. Από μαρτυρίες Αργείων πληροφορούμαστε ότι πράγματι η οδός Τσώκρη είχε πολλή λάσπη, όταν έβρεχε. Τα νερά κατηφόριζαν από τις Πορτίτσες προς την οδό Γούναρη και την οδό Τσώκρη και με τη λασπουριά και τις γούβες η κατάσταση γινόταν απελπιστική.
Στη Γούβα μαζεύονταν εκατοντάδες άνθρωποι κάθε πρωί. Ο αριθμός των εργατών αυξομειωνόταν ανάλογα με την εποχή και τις αντίστοιχες αγροτικές δουλειές (θέρος, τρύγος, τομάτες κ.λπ.). Γ’ αυτό έκαναν την εμφάνισή τους και πολλές γυναίκες. Στην οδό Τσώκρη, επίσης, υπήρχαν δυο ποδηλατάδικα, του Σελή και του Παγώνη, και ορισμένοι εργάτες νοίκιαζαν ποδήλατα, για να μεταβούν στις εργασίες τους.
Αλλά το πρόβλημα της λασπουριάς υπήρχε και πιο κάτω, στην πλατεία της λαϊκής αγοράς, διότι και εκεί υπήρχε γούβα, σχεδόν σε όλο το μήκος και πλάτος, από δυτικά όπου βρισκόταν ο πύργος του καταβρεχτήρα, μέχρι ανατολικά στην οδό Φείδωνος και μέχρι νότια (στρατώνες Καποδίστρια).
Πάντως, ο κόσμος ποτέ δεν την είπε την πλατεία «Γούβα», ούτε με τα επίσημα ονόματά της (πλατεία I. Μεταξά και κατόπιν πλατεία Δημοκρατίας). Για τους Αργείους είναι η πλατεία της Λαϊκής Αγοράς. Όταν έβρεχε, η απορροή των υδάτων γινόταν από τη νοτινή μεριά και εύρισκαν διέξοδο στην οδό Φείδωνος.
Οι αγρότες παλιότερα άπλωναν λινάτσες και τοποθετούσαν επάνω τα λαχανικά τους. Δεν είχαν πάγκους και τέντες όπως σήμερα. Αλλά όταν έβρεχε τις ημέρες του παζαριού, Τετάρτη και Σάββατο, η λασπουριά και τα λασπόνερα δημιουργούσαν μία αφόρητη κατάσταση.
Τέλος, η λαϊκή τσιμενταρίστηκε επί Δημάρχου Μάριου Πρέσβελου (1972-74).
Ιστορικά καφενεία της παλιάς Αθήνας
Στην Ελλάδα υπήρχαν αρκετά καφενεία σε μερικές πόλεις και προεπαναστατικά. Με τη σύσταση του Νεοελληνικού κράτους τα πρώτα καφενεία που άνοιξαν ήταν στο Ναύπλιο και στο Άργος. Λίγο πριν μεταφερθεί η πρωτεύουσα από το Ναύπλιο στην Αθήνα, άνοιξε στην Αθήνα το καφενείο «Πράσινο δενδρί» από κάποιον Βαβαρό στην Ιερά οδό, κοντά στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας, που ήταν ένα είδος λέσχης, γιατί διέθετε και μαγειρείο και εστιατόριο και αναγνωστήριο. Εκεί σύχναζαν ο Δημ. Παπαρρηγόπουλος, ο Άγγελος Βλάχος, ο Αχιλλέας Παράσχος και άλλοι.
Οι αγωνιστές της Επανάστασης συγκεντρώνονταν στο καφενείο των Αγωνιστών στην πλατεία Δημοπρατηρίου. Η μικρή αυτή πλατεία στην περιοχή του Μοναστηρακίου, μεταξύ των οδών Αιόλου, Κηρυκείου και Πλούτωνος, είναι γνωστή από τους αναγκαστικούς και εκούσιους πλειστηριασμούς κινητών πραγμάτων, που διενεργούνταν σ’ αυτήν. (Εγκυκλ Π.Λ. Μπριτ., τ. 20).
Το 1840 στη διασταύρωση των οδών Ερμού και Αιόλου, στο ισόγειο της οικίας Βρυζάκη, συστάθηκε το ιστορικό καφενείο «Ωραία Ελλάς», που για 40 χρόνια ήταν κέντρο συνάθροισης προσωπικοτήτων, οι οποίες διαδραμάτισαν σημαντικότατο ρόλο στην πολιτική και πνευματική ζωή της Αθήνας. Εκεί συνέρρεαν πολιτικοί, δημοσιογράφοι, στρατηγοί του ’21, Βαβαροί αξιωματικοί, ξένοι περιηγητές και άλλοι. Ακόμα, εκεί διημέρευαν οι αντιπρόσωποι των κομμάτων και παρακολουθούσαν παρασκηνιακά τις ενδιαφέρουσες συζητήσεις και εκεί εξυφάνθηκαν οι συνωμοσίες κατά της πρώτης δυναστείας (του Όθωνος και της Αμαλίας). Στο καφενείο αυτό εγκαινιάστηκε το πρώτο σφαιριστήριο και εκεί άρχισε να λειτουργεί το πρώτο υποτυπώδες χρηματιστήριο. Η «Ωραία Ελλάς» έκλεισε το 1880, όταν άλλα καφενεία άρχισαν να προσελκύουν την πελατεία της.
Τα παλιά καφενεία της Αθήνας δεν ήταν τόποι για πολιτικές συναντήσεις και ζυμώσεις μόνο, αλλά και τόποι για φιλολογικές και λογοτεχνικές συζητήσεις. Στο καφενείο Γιαννόπουλου, (Σταδίου και Μουσών, σήμερα Καραγιώργη Σερβίας), το οποίο απορρόφησε πολλούς από τους θαμώνες του καφενείου «Ωραία Ελλάς», σύχναζαν αρκετοί ποιητές και πεζογράφοι και άλλες προσωπικότητες της διανόησης. Αργότερα, το 1888, στον ίδιο χώρο, αλλά για λίγα χρόνια, στεγάστηκε το «Καφενείο Ζαχαράτου». Κατόπιν μεταφέρθηκε απέναντι, στο ισόγειο της οικίας Βούρου. Το καφενείο Ζαχαράτου είναι από τα νεότερα παλιά ιστορικά καφενεία της Αθήνας. Σ’ αυτό (ή στο προηγούμενο του Γιαννόπουλου) σύχναζαν κι έπιναν τον καφέ τους ο Αχ. Παράσχος, ο Εμμ. Ροΐδης, ο Γ. Σουρής κι ακόμα οι νεότεροι Κ. Παλαμάς, Γ. Δροσίνης, Μπάμπης Άννινος, Γρ. Ξενόπουλος και άλλοι.
Άλλο ένα ιστορικό καφενείο στην Πλ. Συντάγματος ήταν του Κεραμά, στο οποίο σύχναζαν ρομαντικοί ποιητές, που το είχαν μετονομάσει σε «Κεραμικόν».
Τέλος, κοντά στην Ομόνοια λειτούργησε το καφενείο του Χαύτα, το οποίο έδωσε το όνομά του στην περιοχή. Τα «Χαυτεΐα» είναι η μικρή περιοχή στη συμβολή των οδών Σταδίου, Αιόλου, Πανεπιστημίου και Πατησίων. Άλλα ιστορικά καφενεία στην Ομόνοια ήταν το «Τίβολι», «Των Γερόντων» και «Των ευ φρονούντων», το οποίο ο Σουρής μνημονεύει σε στίχο του: «καφενείον ευφρονούντων / νύχτα μέρα συζητούντων».
Πηγή
- Οδυσσέας Κουμαδωράκης, «Στα χνάρια του χθες», Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2010.
Διαβάστε ακόμη:
Σχολιάστε