Καποδίστριας: Πτυχές της επανάστασης του 1821 στο θεατρικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη – Θωμάς Καραγκιοζόπουλος
Στην ποιητική έμμετρη τραγωδία του Νίκου Καζαντζάκη Καποδίστριας, η οποία γράφεται το διάστημα από τον Απρίλιο έως τον Αύγουστο του 1944, ο ιστορικός χρόνος τοποθετείται στην Ελλάδα της μετεπαναστατικής περιόδου 1828-1831. Το θεατρικό είναι γραμμένο κατά βάση σε ιαμβικό δεκατρισύλλαβο στίχο, ενώ στα χορικά, ο λόγος του Χορού των Γυναικών έχει συντεθεί σε αναπαιστικούς στίχους δέκα συλλαβών. Ο Καζαντζάκης αξιοποίησε ένα παλαιότερο ποίημά του με τίτλο «Σουλιώτισσα» (1906), ενώ προχώρησε και σε μια γόνιμη συνομιλία με το δημοτικό τραγούδι.[1] Είναι γεγονός πως η στιχουργημένη μορφή του κειμένου αποτελεί μία πρόσθετη δυσκολία στην πρόσληψη των νοημάτων του έργου, ιδίως όταν αυτό επιλέγεται για να «ανέβη» στο θέατρο.
Στην αρχή, θα ήταν χρήσιμη μια περίληψη του θεατρικού: Γνωρίζοντας ότι πρόκειται να δολοφονηθεί, ο Καποδίστριας πληροφορείται ότι οι Μανιάτες έχουν εξεγερθεί εναντίον του και ζητούν την αποφυλάκιση του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Λίγο αργότερα, τον επισκέπτεται ο Μακρυγιάννης που είχε λάβει μια περίεργη προειδοποίηση ότι ο κυβερνήτης θα κινδυνεύσει και σπεύδει να τον προστατεύσει. Τον συμβουλεύει να ελευθερώσει τον Πετρόμπεη, να συγχωρέσει την εξέγερση της Ύδρας και να προχωρήσει σε αναδασμό της γης.
Ο Καποδίστριας είναι ανένδοτος στο θέμα της Ύδρας, αλλά φαίνεται να σκέφτεται τις άλλες δύο προτάσεις του Μακρυγιάννη. Μετά την αναχώρηση του τελευταίου, ο κυβερνήτης εξομολογείται στον Παπαγιώργη, έναν Μανιάτη ιερέα που τον αντιμετωπίζει εχθρικά και αρνείται να τον μεταλάβει, αν δεν ελευθερωθεί ο Πετρόμπεης. Προς το τέλος της συνάντησης, έρχεται ο Κολοκοτρώνης και ειδοποιεί για τη συνωμοσία και την ανάμειξη του Παπαγιώργη. Παρακινεί τον Καποδίστρια να συλλάβει τους Μαυρομιχάληδες που έχουν ορκιστεί να τον σκοτώσουν, όμως ο κυβερνήτης διαφωνεί και ανακοινώνει ότι θα στείλει ρωσικά πλοία για να υποτάξει την Ύδρα.
Ο επόμενος επισκέπτης είναι ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης, ένας από τους επίδοξους δολοφόνους του Καποδίστρια. Παραπονιέται ότι ο κυβερνήτης έχει εγκαταλείψει το μεγάλο όραμα για την απελευθέρωση της Πόλης. Εκείνος του εξηγεί ότι προέχει η επίλυση των πρακτικών προβλημάτων, χωρίς όμως να τον πείθει. Λίγο αργότερα, το πλήθος συγκεντρώνεται στην αυλή του Κυβερνείου, διαδηλώνει εναντίον του Καποδίστρια και ζητάει Σύνταγμα. Ο Γκίκας διαφωνεί έντονα με τον Μακρυγιάννη και τον τραυματίζει. Εμφανίζεται ο κυβερνήτης. Βλέποντας τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη του λέει ότι θα ελευθερώσει τον Πετρόμπεη, αρκεί να το ζητήσει, εκείνος όμως αδιαφορεί.
Οι λεκτικές συγκρούσεις συνεχίζονται, ενώ ο Μακρυγιάννης προσπαθεί να ηρεμήσει τα πνεύματα. Ο Καποδίστριας αναγγέλλει τον αναδασμό της γης, προκαλώντας τη δυσαρέσκεια του Κολοκοτρώνη που τον εγκαταλείπει. Τη στιγμή εκείνη φτάνουν τα νέα για την άφιξη των ρωσικών πλοίων στην Ύδρα. Το πλήθος ταράζεται ξανά και ο Παπαγιώργης παρακινεί τους Μαυρομιχάληδες να σκοτώσουν τον κυβερνήτη, ο οποίος έχει ήδη διατάξει την αποφυλάκιση του Πετρόμπεη, θέλοντας έτσι να κάνει προσπάθεια για εθνική συμφιλίωση. Παρ’ όλα αυτά τον τραυματίζουν θανάσιμα και το έργο κλείνει με τη δολοφονία του Καποδίστρια.
Μόλις δύο εβδομάδες πριν από τον θάνατό του και πάντα πιστός στις πεποιθήσεις του, ο Καποδίστριας έγραψε στον φίλο του Ελβετό τραπεζίτη και φιλέλληνα Εϋνάρδο τα παρακάτω:
Ούτε ο φόβος των δολοπλοκιών, των ραδιουργιών και των μεγάλων στηλών ορισμένων εφημερίδων δεν θα με κάνει να ξεφύγω από το δρόμο μου… Οι άντρες δεν κρίνονται από αυτά που είπαν ή έγραψαν για τις πράξεις τους, αλλά με βάση τις μαρτυρίες αυτών των πράξεων… Κάνω ό,τι πρέπει να κάνω, ό,τι κι αν συμβεί.[2]
Στο χωρίο, διακρίνουμε τη συνειδητή απόφαση του Καποδίστρια να βαδίσει με πλήρη συνείδηση προς τον θάνατο. Δεν είναι, λοιπόν, προς έκπληξή μας πως το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου 1831, μέλη της οικογένειας Μαυρομιχάλη δολοφόνησαν τον Καποδίστρια στο προαύλιο του ναού Αγίου Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο. Ο θάνατός του, ωστόσο, δεν θα φέρει την αναμενόμενη κάθαρση του πολιτικού σκηνικού, όπως οραματιζόταν ο Καποδίστριας· αντίθετα, θα επιφέρει κοινωνικό και πολιτικό αδιέξοδο καθώς και καθυστέρηση στην πραγματοποίηση πολλών από τα σχέδια που είχε εκπονήσει.
Προκειμένου να έχουμε μια πρώτη ασφαλή εικόνα για τον θεατρικό Καποδίστρια, μπορούμε να διαβάσουμε αυτό που ο Καζαντζάκης έγραψε στο πρόγραμμα της πρώτης παράστασης που έγινε στις 25 Μαρτίου 1946 στο Εθνικό Θέατρο, παρουσιάζοντας τον πρωταγωνιστή του:
Ο Καποδίστριας είναι μία πολυσύνθετη τραγική μορφή τής νέας ιστορίας μας, που άναψε πολλά πάθη, ξεσήκωσε πολλούς φίλους κι οχτρούς κι ακόμα δεν μπόρεσε να κατασταλάξει σε μιαν αρμονικήν ενότητα. Είταν μια ασκητική υψηλή φυσιογνωμία που κατέβηκε στην αναρχούμενη Ελλάδα για να βάλει τάξη. Ήξερε πως είναι δύσκολο να μερώσει τόσα και τέτοια θεριά, να χορτάσει τόσων χρόνων βουλημίες και να μετουσιώσει την ασύδοτη ελευθερία σε πειθαρχούμενο Κράτος. Ήξερε καλά πως σαν τους άγιους μάρτυρες κατεβαίνει στο λάκκο των λεόντων, μα δε δίστασε, γιατί αγαπούσε την πατρίδα και πίστευε στη θαυματουργική δύναμη του φωτισμένου νου.[3]
[…] Οι Έλληνες του έστρωσαν δάφνες να πατήσει, τον κοίταζαν με μάτια εκστατικά κ’ έβλεπαν πίσω από τους ώμους του το γένος το ξανθό, έβλεπαν στρατούς και στόλους που συντάζουνταν να κινήσουν και να τούς παν στην Πόλη. Και μόνο ο Καποδίστριας ανάμεσα σε τόση μέθη παρέμεινε νηφάλιος γιατί ήξερε το φοβερό μυστικό: πίσω του δεν υπήρχε καμμιά μυστηριώδης ξένη δύναμη, καμμιά Αόρατη Αρχή· η Ελλάδα μονάχα θα σώσει την Ελλάδα.[4]
Αυτή η πλούσια και ενδιαφέρουσα ζωή για το νέο ελληνικό κράτος, προσφέρει μια μεγάλη ποικιλία σημείων έμπνευσης για έναν συγγραφέα που επιζητά τη δημιουργία ενός έργου τέχνης. Ο Καζαντζάκης είναι μέλος μιας κοινωνίας που βρίσκεται επίσης σε μια κρίσιμη περίοδο και ως τέτοια εκφράζει με «παραβολές» τις απόψεις και τους φόβους του.
Ο Καποδίστριας αποτελεί το πλέον συζητημένο δραματικό έργο του Καζαντζάκη.[5] Ήδη από τη στιγμή που ανέβηκε, από το Εθνικό Θέατρο το 1946, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις.[6] Τη στιγμή που ανέβηκε είχε ήδη ξεκινήσει και επίσημα ο Εμφύλιος. Μερίδα του συντηρητικού Τύπου (ιδίως οι εφημερίδες Εστία, Εμπρός και Ελληνικόν Αίμα) είχαν με απίστευτη ένταση στραφεί εναντίον του ανεβάσματος του έργου· ως «Σκάνδαλον» καταγγέλλει το ανέβασμα του έργου η εφ. Εμπρός, αποκαλώντας, συχνά με ανυπόγραφα κριτικά σχόλια, τον Καζαντζάκη «άθεο», «αντεθνικό» και «κομμουνιστή» και το έργο «εμετικόν κατασκεύασμα του ακόμα εμετικότερου Καζαντζάκη».
Μεταξύ 1828 και 1831, η Ελλάδα οδεύει, μετά από τέσσερις αιώνες τουρκοκρατίας, προς την ανεξαρτησία, ακριβώς για να βρεθεί στη δίνη εξωτερικών συγκρούσεων φατριών που αντανακλούν εξωτερική πίεση από τις προστάτιδες δυνάμεις Γαλλία, Αγγλία και Ρωσία. Διαφαίνεται η ξενική επιρροή που παραμένει διαχρονικό ζητούμενο στην πολιτική ζωή της χώρας.
Το 1944 η Ελλάδα πάλι εξέρχεται από την ξένη κατοχή στην ελευθερία και πάλι κλυδωνίζεται από εσωτερικές συγκρούσεις που αντανακλούν τη διαμάχη μεταξύ ξένων δυνάμεων. Και στις δύο εποχές, η ανάγκη για ελευθερία, δικαιοσύνη, ενότητα ομόνοια και εποικοδομητική ανασυγκρότηση είναι αναγκαία και είναι ακριβώς οι στόχοι που ο Καποδίστριας, ως θεμελιωτής του νεοελληνικού κράτους, βάζει στον εαυτό του και που ο Καζαντζάκης υπονοεί ότι κάποιος νέος Καποδίστριας θα έπρεπε να τους θέσει για τη σύγχρονη εποχή.
Ανάμεσα στις δύο εποχές εντοπίζεται και ο παραλληλισμός στα κοινωνικά προβλήματα: η πείνα και οι φτωχές μάζες από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη οι ισχυρές προσωπικότητες που επιδιώκουν τα συμφέροντά τους.[7] Έτσι, ένα σημαντικό θέμα, αυτό της διανομής της γης επανέρχεται επίκαιρο να στοιχειώσει τον δημόσιο βίο, όπως έγινε και στη μετεπαναστατική εποχή.
Στο έργο, ο Μακρυγιάννης παρουσιάζεται ως ο άνθρωπος που συναντούμε στα Απομνημονεύματά του. Αγωνίζεται να είναι δίκαιος κριτής απέναντι στον Καποδίστρια, αλλά παράλληλα να πιστεύει πως, όταν ένας άνθρωπος τείνει να γίνει τύραννος, θα πρέπει να του αντιταχθεί για το καλό του έθνους. Ταυτόχρονα, τον βρίσκουμε να στέκεται απέναντι στους ηγέτες των φατριών που επιδιώκουν το συμφέρον τους. Έτσι, είναι αυστηρός με τον Καποδίστρια, όταν επιχειρεί να φερθεί με αυστηρότητα απέναντι στους ανθρώπους που φυλάκισε και οι οποίοι είχαν πολεμήσει και υποφέρει για την πατρίδα τους. Ταυτόχρονα όμως διατηρεί την εκτίμησή του για το δίλημμα του Καποδίστρια αποκαλώντας συνεχώς τον κυβερνήτη άτυχο και λέγοντας ότι οι πραγματικοί εχθροί είναι τα αδέρφια του και άλλοι κοντινοί σύμβουλοί του.[8] Ο Μακρυγιάννης δεν έχει αυταπάτες για τον χαρακτήρα του Έλληνα. Διακηρύσσει ότι ο θανάσιμος εχθρός κατά την επανάσταση ήταν ο ίδιος ο Έλληνας με τις προδοσίες, τα προσωπικά συμφέροντα και τον εμφύλιο σπαραγμό «οχτρός θανατερός δεν ήταν ο Μπραΐμης, όχι· παρά οι Ρωμιοί που τους Ρωμιούς σκοτώναν».[9]
Εμφανίζεται, επίσης, ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης, ένας όμορφος και γενναίος νέος, ο οποίος αμφιβάλλει αν πρέπει να σκοτώσει τον Καποδίστρια. Αυτό που ανησυχεί τον Γιωργάκη είναι η εδαφική επέκταση της Ελλάδας και έρχεται να βεβαιωθεί για τις προθέσεις του Κυβερνήτη ως προς αυτό. Η πραγματιστική και ρεαλιστική στάση του Καποδίστρια τον εκνευρίζει. Από την πλευρά των ανταρτών της Ύδρας εμφανίζεται ο Γκίκας, που όπως και ο Κολοκοτρώνης, είναι εναντίον του συμφερόντων του απλού λαού.[10]
Το έργο του Καζαντζάκη παρουσιάζει το ελληνικό κράτος στον απόηχο της επαναστατικής δράσης. Εξακολουθεί να βιώνει εμφύλιες αναταραχές οι οποίες ξεκίνησαν το 1823, αντιμετωπίζει την απειλή της τυραννίας και διερωτάται πώς μπορεί να θεμελιωθεί η αυτονομία του. Ασχολείται με τις ευθύνες της διακυβέρνησης μετά από μια επανάσταση και αντιμετωπίζει το θεμελιώδες συνταγματικό ερώτημα: πώς μπορεί να συγκροτηθεί, για πρώτη φορά, η αυτοδιοίκηση;
Εδώ, ο συγγραφέας αποτυπώνει τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας σε ένα κράτος που προσπαθεί να συγκροτηθεί αυτόνομα πλέον, με υπόβαθρο τις κοινωνικο-πολιτικές δυνάμεις που έδρασαν στην Επανάσταση του 1821. Ο Καζαντζάκης με πρωτότυπο και κριτικό στοχασμό διατηρεί στην τραγωδία του τις ιστορικές ρίζες των διακυβευμάτων, όπως τέθηκαν τότε, κάποια εκ των οποίων ήταν επίκαιρα και την εποχή που έγραψε την τραγωδία, μετά τη Γερμανο-Ιταλική Κατοχή και του εμφυλίου πολέμου[11] που επισήμως αρχίζει το 1946, αλλά ουσιαστικά έχει ήδη ξεκινήσει, το 1944, στους κόλπους των αντιστασιακών ομάδων.[12]
Ο Καζαντζάκης δίνει βήμα στα ιστορικά πρόσωπα που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο τόσο στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 όσο και στην επώδυνη διαδικασία δημιουργίας του ελληνικού κράτους χωρίς να χρησιμοποιεί τα έντονα μεταφυσικά στοιχεία που υπάρχουν σε σημαντικό βαθμό στα υπόλοιπα έργα του. Η Πελοπόννησος είναι ο παριστώμενος χώρος, καθώς όλο το έργο διαδραματίζεται στο Ανάπλι, στο Ναύπλιο, την τότε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους και τόπο δολοφονίας του Καποδίστρια.[13] Ως διηγητικός χώρος δεσπόζει η Μάνη – τόπος καταγωγής των Μαυρομιχάληδων – που διαθέτει έναν ιδιαίτερο κώδικα τιμής και χαρακτηρίζεται από τον Καποδίστρια ως «φαρμακερή σφηκοφωλιά».
Η Πελοπόννησος βρίσκεται συχνά σε σύγκριση ή παραλληλισμό με τη Ρούμελη, καθώς οι δυο τους αποτελούν τους δύο πόλους του ελεύθερου ελληνικού κράτους εκείνη την περίοδο. Κάποτε, οι δύο περιοχές, ή μάλλον οι αντιπρόσωποί τους, φτάνουν στη σύγκρουση, όπως στην περίπτωση της λογομαχίας του Πελοποννήσιου Κολοκοτρώνη και του Ρουμελιώτη Μακρυγιάννη, στην οποία επεμβαίνει ο Υδραίος Γκίκας που προτείνει στον Κολοκοτρώνη να πάρει τη στεριά και να κρατήσουν οι Υδραίοι τη θάλασσα. Μετά τη διαφωνία τους χωρίζονται σε τέσσερις ομάδες: Μάνη, Ύδρα, Ρούμελη, Μοριάς. Διηγητικός χώρος είναι επίσης και η Τρίπολη ή Τριπολιτσά, η οποία αναφέρεται από τον Μακρυγιάννη και επανέρχεται πολλές φορές στον λόγο του Κολοκοτρώνη, ο οποίος αναρωτιέται αν θα πάει εκεί ή θα μείνει στο Ανάπλι.[14]
Ο Κολοκοτρώνης παραμένει οργανικά δεμένος με ολόκληρη την Πελοπόννησο, καθώς αποκαλείται συχνά «Γέρος του Μοριά», αφού η καταγωγή του από τον Μοριά είναι στοιχείο εμβληματικής συνοδείας του χαρακτήρα του. Κάποια στιγμή μάλιστα επικαλείται το Βαλτέτσι και τα Δερβένια, ταυτίζοντας την Ελλάδα με τον εαυτό του. Ο ίδιος παραμένει μια ελπίδα σωτηρίας και ένας στυλοβάτης για τον χορό των γυναικών από διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Ωστόσο, εμφανίζεται στενά τοπικιστής, όταν διστάζει να κατηγορήσει τους Ρουμελιώτες ότι ρήμαξαν τον Μοριά σαν Τούρκοι. Αποκαλεί τους μη Πελοποννήσιους «ξενομπάτες» και προσκαλεί τους συμπατριώτες του να χτυπήσουν τους «άλλους».
Η Πελοπόννησος, στο έργο, είναι πεδίο εξουσίας, σύγκρουσης φατριών και συνωμοσιών, τόπος του εγκλήματος, αλλά ταυτόχρονα και το έντονα φορτισμένο μέρος όπου χτυπάει η καρδιά της ελεύθερης Ελλάδας. Το Ανάπλι της Επανάστασης θυμίζει έντονα την Αθήνα του 1944 και το αίτημα της εθνικής ενότητας – που στο έργο εκφράζεται από τις γυναίκες του χορού, οι οποίες προέρχονται από ηρωικές περιοχές όπως το Μεσολόγγι και το Σούλι – παραμένει επίκαιρο τον Μάρτιο του 1946, όταν το θεατρικό ανεβαίνει στο Εθνικό Θέατρο.
Στο θεατρικό του, πρωταγωνιστούν σημαντικές μορφές του 1821. Εισάγοντας τον Μακρυγιάννη με τις φιλολαϊκές και τους Κολοκοτρώνη και Γκίκα με τις αντιλαϊκές απόψεις, ο Καζαντζάκης αναδεικνύει τη λυσσαλέα σύγκρουση των ταξικών συμφερόντων, ενώ ξεδιπλώνεται και η αντίληψή του για την προσωπικότητα του Καποδίστρια, τον ρόλο του και τον στοχαστικό τρόπο που αποδέχτηκε τη δολοφονία του αρνούμενος να προστατέψει τον εαυτό του.[15] Μέσα σε αυτήν την κορυφαία κοινωνικο-πολιτική σύγκρουση συμφερόντων και ανθρώπινων παθών, ο Μιαούλης παρουσιάζεται ως ο εκπρόσωπος των καραβοκύρηδων.
Όποιος είναι εξοικειωμένος με τον παραδοσιακό μανιάτικο φανατισμό, αντιλαμβάνεται τη βαθύτερη ψυχογραφική απεικόνιση των πυρωμένων καζαντζακικών Μαυρομιχάληδων, οι οποίοι απεργάζονται τη δολοφονία του Καποδίστρια για τους δικούς τους λόγους.
Ο Καζαντζάκης, χρησιμοποιώντας τα ιστορικά στοιχεία ως πρωτότυπο υλικό, δίνει τη δική του άποψη για το ιστορικό γεγονός της Επανάστασης. Η συγγραφή αυτού του θεατρικού δράματος τού επιτρέπει να αποκλίνει ορισμένες φορές από τις ερμηνείες των ιστορικών γεγονότων. Στο έργο, ο Καζαντζάκης επιλέγει να εντάξει ιστορικές προσωπικότητες, γεγονότα και ιστορικές αναφορές που είναι ζωντανές στην ελληνική συνείδηση.
Τα θέματα που ο Καζαντζάκης θίγει στο θεατρικό του είναι πολλά. Όπως και σε άλλα έργα του, υπάρχει το ζήτημα της συνεργασίας και του ανταγωνισμού κράτους και εκκλησίας. Παρακολουθεί την πορεία της Ελλάδας που αγωνίζεται να απελευθερωθεί από τον ξένο ζυγό και να βρει την εθνική ενότητα, καθώς και το ζήτημα του πώς θα συμφιλιωθούν τα δύο αντίπαλα κόμματα στο εσωτερικό και στο εξωτερικό και πώς θα σχηματιστεί μια ελεύθερη και σταθερή κυβέρνηση.
Προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα το έργο, είναι ανάγκη να παρατηρήσουμε τους συσχετισμούς που επιχειρεί ο Καζαντζάκης ανάμεσα στην Ελλάδα που προέκυψε μετά την Επανάσταση και στην Ελλάδα μετά το 1944. Αυτούς τους παραλληλισμούς εντόπισε πρώτος ο Κίμων Φράιερ: αναζήτηση εθνικής ενότητας, συμφιλίωση αντίπαλων μερών, σχηματισμός ελεύθερης κυβέρνησης.
Όπως έχει σημειωθεί,[16] υπάρχουν προφανείς παραλληλισμοί μεταξύ των συνθηκών στην Ελλάδα του 1828, όταν ανέλαβε την κυβέρνηση ο Καποδίστριας, και εκείνων που προκλήθηκαν από την Τριμερή Κατοχή της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Βουλγαρίας. Πρόκειται για δύο ιστορικές περιόδους που ήταν μεταβατικές. Τα άμεσα προβλήματα που έπρεπε να λύσει ο Καποδίστριας, για να επιτύχει συμφωνία, αφενός με την πνευματική αριστοκρατία και αφετέρου με τους αρχηγούς των Κλεφτών και των Αρματολών – ομάδες που λειτουργούσαν όλες υπό την προστασία της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας – ήταν παρόμοια με αυτά που υπήρχαν κατά τη διάρκεια της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου.
Το ίδιο χάος που αντίκρισε πριν από 115 χρόνια ο Καποδίστριας στην οργάνωση του κράτος, αντικρίζει ο Καζαντζάκης, το 1946:
[…] Πέρασαν 115 χρόνια κι ακόμη δεν μπορούμε να σταθούμε μπρος στην υψηλή αυτή μορφή με δικαιοσύνη […] πάνω απ’ όλα είχε την ανώτατη τούτη αρετή που τον εξαγιάζει: αγνότητα. Αγνότητα ασκητική, πύρινη. Τούτη την υψηλή αγέλαστη αρετή θέλησα να τονίσω στην τραγωδία μου, αναμερίζοντας όλες τις εφήμερες πολιτικές και κοινωνικές ιδεολογίες της εποχής μας. Είδα τον άνθρωπο που στέκεται ορθός, άοπλος μπροστά στο χάος και το κοιτάζει. Και δε γυρίζει πίσω. Το εναντίον, αντρειέβει, ζητάει το αδύνατο. Ποιο αδύνατο; Να βάλει τάξη στο χάος.[17]
Ο Καζαντζάκης προσπαθεί να παρουσιάσει την έννοια της ελληνικότητας και πώς θα διασφαλιστεί η ενότητά της. Για να το πετύχει αυτό, ανακαλεί στο έργο προηγούμενες εποχές του ελληνισμού, ενσωματώνοντάς τες με το παρόν και με αυτόν τον τρόπο κάνοντας μια δήλωση για την ελληνικότητα.[18]
Επιπλέον, τη χρονική στιγμή που γράφεται το έργο (1944) ο Καζαντζάκης ήθελε να προσφέρει ένα συμβιβαστικό μήνυμα στο διχασμένο έθνος, ακολουθώντας τη σύνθεση δύο φαινομενικά αντιφατικών απόψεων του ανθρώπου, αυτής που ο Bien [Πήτερ Μπην (Peter Bien)] αποκαλεί «πολιτικής», με την αριστοτελική έννοια, ως Όντος του οποίου η ύπαρξη δεν μπορεί να μείνει εκτός κοινωνικού πλαισίου, και «υπαρξιακού» με την έννοια ότι το ανθρώπινο ον είναι οντολογικά μόνο του.[19] Ο Καζαντζάκης επιθυμεί να συνθέσει τις αντιθετικές φωνές, οι αιτιάσεις των οποίων περνούν μέσα από τις γραμμές του έργου για να πετύχει τη σύνθεση.[20]
Το έργο μπορεί να εξεταστεί, εκτός από το πλαίσιο της Επανάστασης, και ως φορέας μηνυμάτων των ετών της Κατοχής, όταν δηλαδή συντέθηκε, αλλά και των δύσκολων ετών 1945-6 μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου εμφυλίου πολέμου. Η ιδέα του εμφυλίου σπαραγμού και το γεγονός ότι ο εμφύλιος καταστρέφει την Ελλάδα είναι επίκαιρος κατά τον ιστορικό χρόνο του έργου αλλά και την εποχή που γράφεται.
Την εποχή της πολιτικής και της κοινωνικής αστάθειας, ο Καζαντζάκης θα δοκιμάσει να εκφραστεί μέσα από τους διαλόγους των πρωταγωνιστών, όπως θεωρεί ότι οφείλει απέναντι στην ιστορία και στις ανάγκες της εποχής και αυτό γίνεται υπό το πρίσμα των μετεπαναστατικών χρόνων.
Ο Καζαντζάκης πάντα ενδιαφερόταν για τα σύγχρονα προβλήματα, προτιμώντας να τα μεταχειρίζεται έμμεσα, με αναλογίες που προέρχονται από την Ιστορία ή τη μυθολογία. Ο Καποδίστριας είναι μια πολυσύνθετη τραγική μορφή τής ιστορίας μας, που άναψε πολλά πάθη, ξεσήκωσε πολλούς φίλους και εχθρούς και ακόμα δεν μπόρεσε να κατασταλάξει σε μια αρμονική ενότητα. Το έργο καταγράφει τις παθογένειες της φυλής μας και περνάει τη σκέψη και τους προβληματισμούς του Καζαντζάκη.
Παντού, στο θεατρικό, μάς υπενθυμίζει ότι είναι υπαρκτός ο διαχωρισμός μεταξύ των απλών ανθρώπων και των προυχόντων. Η άρχουσα τάξη ζει και αποφασίζει εις βάρος των φτωχών. Είναι χαρακτηριστική η κόντρα Μακρυγιάννη-Κολοκοτρώνη-Γκίκα. Γκίκας και Κολοκοτρώνης θέλουν να κρατήσουν την εξουσία και την ιδιοκτησία. Ο Μακρυγιάννης απευθυνόμενος στον Κολοκοτρώνη λέει: «Χόρτασες συ και περγελάς, αρπαχτονύχη, μα ρώτα εδώ και το φτωχό λαό τον έρμο! Πολέμησεν αυτός στραβαραπάδες, Τούρκους, καλαμαράδες, δεσποτάδες κοτσαμπάσηδες».[21] Ο Κολοκοτρώνης απαντά: «Δε θα μου γίνετε όλοι κεφαλές, μια φτάνει! Εσείς στο σώμα της Ελλάδας το μεγάλο, κοιλιές λογιέστε, πισινοί, ουρές και πόδια, όπου σας έβαλε ο Θεός μην κουνηθείτε».[22] Ο Υδραίος Γκίκας ανταπαντά: «Σκασμός! Εσείς λαός κι εμείς οι καπετάνιοι! Πάρ’ τη, δική σου είναι η στεριά Κολοκοτρώνη, κι εμάς η θάλασσα, μοιράζουμε ως αδέρφια».[23] Ο Μακρυγιάννης ως εκπρόσωπος της φτωχολογιάς, ορίζοντας έτσι εξαρχής ένα ταξικό-πολιτικό στοιχείο· ο Κολοκοτρώνης εκπρόσωπος των συμφερόντων του Μοριά, ισορροπιστής με τήρηση της ιεραρχίας· ο Υδραίος Γκίκας, ως εκφραστής των σκληρών οικονομικών συμφερόντων των πλούσιων καραβοκύρηδων και προκρίτων της Ύδρας.
Το έργο του Καζαντζάκη απεικονίζει την τραγική συνάντηση της διακυβέρνησης και της βίας με τη δικαιοσύνη, μια συνάντηση που συνεχίζουμε να παρατηρούμε σε έθνη ταραγμένα από φραξιονισμό, που αναδύονται στην ανεξαρτησία, καταπολεμούν τον δεσποτισμό ή σφυρηλατούν ένα νέο Σύνταγμα. Στον Καποδίστρια τίθεται το ζήτημα της δίκαιης, βιώσιμης ίδρυσης μιας πολιτείας. Το έργο δείχνει τους ανθρώπους να ρωτούν ατομικά και συλλογικά ποιους νόμους πρέπει να θεσπίσουν.[24] Όπως και σε άλλα έργα του Καζαντζάκη, η κοινωνική κριτική χρησιμοποιείται, για να εκφράσει τους προβληματισμούς του σχετικά με την έννοια της ηθικής, του χρέους απέναντι στην πατρίδα και την αναζήτηση της αλήθειας.
Ο Καποδίστριας υψώνεται πάνω από τα πάθη με το όνειρο να οικοδομήσει ένα κράτος ισότητας για όλους, γνωρίζοντας πως πρόκειται να δολοφονηθεί και χωρίς να επιθυμεί την αλλαγή της μοίρας του. Απευθύνει έκκληση στους προύχοντες και στους αγωνιστές να έρθουν με το μέρος του, για να πάει ο τόπος μπροστά. Είναι αναμενόμενο για ένα έργο που γράφτηκε το 1944, όταν και γίνεται αισθητή η επικείμενη εμφύλια σύγκρουση,[25] να κορυφώνεται η συγκινησιακή φόρτιση και να παρουσιάζεται ο Καποδίστριας να ξεψυχά στην αγκαλιά του Μακρυγιάννη ψιθυρίζοντας την τελευταία επιθυμία του προς το έθνος: «Παιδιά μου, ομόνοια…» με τον πρωταγωνιστή να στέκεται αγέρωχος μπροστά στον επικείμενο θάνατο. Το γεγονός ότι οι προσπάθειές του τερματίστηκαν πρόωρα και βίαια τροφοδοτεί συζητήσεις περί χαμένων ευκαιριών και ξένης επέμβασης στα εθνικά πράγματα. Ένας από τους υπουργούς του, ο Νικόλαος Σπηλιάδης, και μαζί του πολλοί από τους σημερινούς Έλληνες, αναρωτιόμαστε: «Τι θα είχε συμβεί στην Ελλάδα αν αυτός ο άνθρωπος ήταν σε θέση να κυβερνήσει για άλλα δέκα χρόνια;».
Όπως θα σημειώσει, το 1946, στο πρόγραμμα της παράστασης ο Καζαντζάκης:
Κι όταν κατάλαβε πια πως όσο θα ζούσε, θάταν μονάχα το σύνθημα του εμφύλιου σπαραγμού, τότε τράβηξε σεμνά, αποφασιστικά, χωρίς μεγάλα λόγια, με κάποια μάλιστα ανυπομονησία, προς το θάνατο. Όχι γιατί αγαπούσε το θάνατο, παρά γιατί αγαπούσε την Ελλάδα.[26]
Υποσημειώσεις
[1] Δ. Κόκορης 2020, σ. 127.
[2] Ρ. Stavrianopulu, 2009, p. 161. Η μετάφραση είναι του συντάκτη του παρόντος κειμένου.
[3] Ν. Καζαντζάκης 1946, σ. 4.
[4] Ό.π.
[5] Δ. Κόκορης 2020, σ. 127.
[6] Ό.π., σ. 132.
[7] Ρ. Bien 2006, σ. 19.
[8] Ό. π., σ. 25.
[9] Ν. Καζαντζάκης 1956, σ. 114.
[10] Ρ. Stavrianopulu 2009, p. 169.
[11] Κ. Φράιερ 1976, σ. 7.
[12] Θ. Αγάθος 2017, σ. 136.
[13] Ό. π., σ. 136.
[14] Ό. π., σ. 139.
[15] Κ. Πετράκου 2005, σ. 407.
[16] Θ. Παπαχατζάκη 1985, σ. 83.
[17] Ν. Καζαντζάκης 1946, σ. 5.
[18] Ρ. Bien 2006, σ. 52.
[19] Ρ. Bien 1977, p.149.
[20] Μ. Κλάρας 1976.
[21] Ν. Καζαντζάκης 1956, σ. 81.
[22] Ό. π., σ. 81.
[23] Ό. π., σ. 82.
[24] V. Lambropoulos 2008, p. 33.
[25] Δ. Κόκορης 2020, σ. 128.
[26] Ν. Καζαντζάκης 1946, σ. 5.
Βιβλιογραφία
- Θ. Αγάθος, «Η Πελοπόννησος στην τραγωδία Καποδίστριας του Νίκου Καζαντζάκη», Δέκατα τχ. 52 (Χειμώνας 2017), σσ. 136-140.
- Ν. Καζαντζάκης 1946, «Δυο λόγια του συγγραφέα», Πρόγραμμα της παράστασης του έργου στο Εθνικό Θέατρο, σσ. 4-5.
- – 1956, Θέατρο Γ’. Τραγωδίες με διάφορα θέματα. Καποδίστριας, Χριστόφορος Κολόμβος, Σόδομα και Γόμορρα, Βούδας, Δίφρος, Αθήνα.
- Μ. Δ. Κλάρας, «Ο «Καποδίστριας» στο Εθνικό», Η Βραδυνή, 8 Νοεμβρίου 1976.
- Δ. Κόκορης 2020, Ο Καζαντζάκης ως ποιητής. Φιλοσοφική διάσταση, ρυθμική έκφραση, κριτική πρόσληψη, Πεδίο, Αθήνα.
- Θ. Παπαχατζάκη-Κατσαράκη 1985, Το θεατρικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Η τραγωδία Μέλισσα, Δωδώνη, Αθήνα.
- Κ. Πετράκου 2005, Ο Καζαντζάκης και το θέατρο, Μίλητος, Αθήνα.
- Κ. Φράιερ 1976, «Ο Καποδίστριας του Καζαντζάκη», Πρόγραμμα της παράστασης του έργου στο Εθνικό Θέατρο, σσ. 4-9.
- Ρ. Bien 2006, «Kazantzakis’ Drama Kapodistrias», στο: Κ. Ε. Ψυχογυιός (επιμ.), Νίκος Καζαντζάκης. Το έργο και η πρόσληψή του, Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας, Ηράκλειο, σσ. 17-55.
- Ρ. Bien, «Kazantzakis’ Kapodistrias a (Rejected) Offering to Divided Greece, 1944-1946», Byzantine and Modern Greek Studies, vol. 3, iss. 1(1977), pp. 141-173.
- Lambropoulos, «Governance, Hubris, and Justice in Modern Tragedy», Τhesίs Eleven vol. 93, iss. 1 (May 2008), pp. 22-35.
- Ρ. Stavrianopulu, «La soledad y la muerte: la figura de Kapodistrias en Athanasiadis, Ceotokas y Kazantzakis», Estudios Neogriegos iss. 12 (2009), pp. 159-171.
Θωμάς Καραγκιοζόπουλος
Φιλόλογος, με μεταπτυχιακό δίπλωμα στην Ιστορία της Φιλοσοφίας και με ειδίκευση στον άνθρωπο, διανοητή και συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη. Υποψήφιος Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας του Ε.Κ.Π.Α.
47ο Συνέδριο της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων με τίτλο, «Το 21 στα Γράμματα και στις Τέχνες», που πραγματοποιήθηκε για υγειονομικούς λόγους διαδικτυακά, από τις 4 έως τις 7 Νοεμβρίου του 2021. Δημοσιεύεται στο: Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων, Σεμινάριο 47, «Το 1821 στα γράμματα και στις τέχνες», Αθήνα 2023, σσ. 313-322.
Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
Σχολιάστε