Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Έρωτας’

Ο Πλατωνικός έρωτας


 

 «Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Προδημοσιεύουμε  σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα», το δέκατο έκτο κεφάλαιο από το υπό έκδοση βιβλίο, με τίτλο «Μύθος και Ιστορία» του Φιλόλογου – Συγγραφέα, Αλέξη Τότσικα, με θέμα:

«Ο Πλατωνικός έρωτας»

 

 

Ο έρωτας στην Αρχαία Ελλάδα ήταν αντικείμενο πολλών συζητήσεων και φιλοσοφικών αναζητήσεων. Η φράση «πλατωνικός έρωτας» είναι αρκετά συνηθισμένη, αν και λίγοι έχουν υπόψη τους το ακριβές περιεχόμενό της. Ο έρωτας είχε απασχολήσει πολλούς φιλόσοφους και στοχαστές και στην ερώτηση «τι είναι έρωτας;» δινόταν από τον καθένα  διαφορετική ερμηνεία και εξήγηση.

Πλάτωνας (427-347 π.Χ.)

Ο Πλάτωνας αφιερώνει στον έρωτα έναν από τους σπουδαιότερους διαλόγους του, το Συμπόσιο, που θεωρείται ένα από τα ωραιότερα δημιουργήματα της αρχαίας λογοτεχνίας. Στο συμπόσιο, που τοποθετείται στο έτος 416 π.Χ.,  όταν ο νεαρός ποιητής Αγάθωνας κέρδισε το βραβείο στα Λήναια –  πήραν μέρος ο Αριστόδημος, ο Φαίδρος, ο Αγάθωνας, ο γιατρός Ερυξίμαχος, ο Παυσανίας, ο Αριστοφάνης, ο Αλκιβιάδης και ο Σωκράτης – οι παρευρισκόμενοι αποφάσισαν να περάσουν τη βραδιά όχι με άγριο φαγοπότι, αλλά συζητώντας όμορφα γύρω από ένα συγκεκριμένο θέμα. Το θέμα του συμποσίου είναι ο έρωτας. «τι είναι ο έρωτας;»

Φίλοι και μαθητές του Σωκράτη συνομιλούν και επιχειρηματολογούν για τον έρωτα. Ακούγονται πολλές θεωρίες και κάποια στιγμή έρχεται η σειρά του Σωκράτη.  Ο Σωκράτης δηλώνει πως δεν ξέρει καθόλου τι είναι ο έρωτας και θα πει, όσα του είπε η Διοτίμα, μια μυστηριώδης σοφή και μάντισσα από τη Μαντίνεια, ειδική στα ερωτικά, με την οποία συζήτησε κάποτε για τον έρωτα και ήταν αυτή που του δίδαξε τα ερωτικά πράγματα. Αφηγείται, λοιπόν, το λόγο για τον Έρωτα, που άκουσε κάποτε από τη Διοτίμα, η οποία ήταν σοφή σ’ αυτά τα ζητήματα.

Η Διοτίμα (δηλ. αυτή που τιμά το Δία) είναι η μόνη γυναίκα που αναφέρεται στο ανδροκρατούμενο Συμπόσιο. Περιγράφεται ως ιέρεια από την αρχαία Μαντίνεια της Αρκαδίας.  Κάποιοι μελετητές εκτιμούν πως δεν υπήρχε πραγματικό πρόσωπο με το όνομα και την ιδιότητα της Διοτίμας, δεδομένου ότι η παρουσία της στο Συμπόσιο είναι η μοναδική αναφορά σε αυτήν που βρίσκουμε σε ολόκληρη την αρχαία γραμματεία. Επομένως, πρόκειται πιθανότατα για μυθικό πρόσωπο. Αν  όμως λάβουμε υπόψη πως ο Πλάτωνας χρησιμοποιούσε ιστορικά πρόσωπα στους διαλόγους του και δεν είχε ποτέ την ανάγκη να εφεύρει κάποιο, μπορούμε να κάνουμε με ασφάλεια την υπόθεση ότι η Διοτίμα ήταν υπαρκτό πρόσωπο.

Ας παρακολουθήσουμε πώς η Διοτίμα, η ιέρεια και φιλόσοφος του πλατωνικού Συμποσίου, αναλύει τα μυστικά του Έρωτα.

 

Ο μύθος της Διοτίμας

 

Πορτρέτο της Jadwiga Łuszczewska ως Διοτίμα – Λάδι σε καμβά, 1855, έργο του Józef Simmler. Lviv National Art Gallery.

Όταν γεννήθηκε η Αφροδίτη, οι θεοί έκαναν δεξίωση και ανάμεσα στους καλεσμένους ήταν και ο Πόρος, ο γιος της Μήτιδας. Αφού λοιπόν έφαγαν και ήπιαν, ο Πόρος μέθυσε από το νέκταρ – κρασί δεν υπήρχε ακόμη – και ζαλισμένος από το ποτό μπήκε στον κήπο του Δία και κοιμήθηκε. Τότε κατέφθασε και η Πενία για ζητιανιά από το πλούσιο και άφθονο γεύμα. Στάθηκε  στην πόρτα, είδε τον Πόρο να κοιμάται και έβαλε στο μυαλό της να κάνει ένα παιδί με τον Πόρο, μήπως και καταφέρει μ’ αυτό να ξεφύγει από τη μιζέρια της και ξάπλωσε πλάι του. Εκείνος, μεθυσμένος καθώς ήταν, ήρθε σε επαφή μαζί της και έτσι έγινε η σύλληψη του Έρωτα. Γι’ αυτό ο Έρωτας, επειδή γεννήθηκε στη δεξίωση για τη γέννηση της Αφροδίτης, έχει γίνει ακόλουθος και υπηρέτης της Αφροδίτης. Και συνάμα, επειδή η Αφροδίτη είναι όμορφη, και ο Έρωτας από τη φύση του είναι εραστής της ομορφιάς.

Επειδή ο Έρωτας  είναι γιος του Πόρου και της Πενίας κληρονόμησε τα χαρακτηριστικά των γονιών του.  Πρώτα – πρώτα έχει πάρει τη φύση της μητέρας του και είναι πάντα φτωχός, καθόλου μαλακός και καλός, όπως οι πιο πολλοί νομίζουν, αλλά σκληρός και τραχύς και ξυπόλητος και άστεγος. Κοιμάται  στο χώμα χωρίς σκεπάσματα και ξενυχτά στις πόρτες, στο δρόμο και στην ύπαιθρο και γενικά είναι παντοτινός συγκάτοικος της ανέχειας. Από τον πατέρα του τώρα κληρονόμησε την επιβουλή για τους καλούς και τους αγαθούς, γιατί είναι ανδρείος, θρασύς και ορμητικός. Είναι επίσης ασυναγώνιστος κυνηγός και συνέχεια κάτι σκαρώνει. Είναι επινοητικός, λαχταρά τη φρόνηση και καταγίνεται σ’ όλη του τη ζωή με τη φιλοσοφία, αλλά είναι και απατεώνας και μάγος και μεγάλος σοφιστής. Και από τη φύση του ούτε αθάνατος είναι, αλλά ούτε και θνητός. Κάποιες ώρες της ίδιας ημέρας είναι ζωντανός και ακμαίος, όταν δεν τον δέρνει η φτώχεια, και κάποιες άλλες πεθαίνει, αλλά ξαναζωντανεύει λόγω της πατρικής του καταγωγής. Το  εισόδημά του ο Έρωτας το εξασφαλίζει σε μικρές ποσότητες και ούτε αποταμιεύει, αλλά ούτε και δυστυχεί.

Και βρίσκεται ανάμεσα στη σοφία και στην αμάθεια. Γιατί κανένας από τους θεούς δε φιλοσοφεί ούτε επιθυμεί να γίνει σοφός, αφού είναι σοφός. Ποιος άλλωστε φιλοσοφεί, ενώ είναι σοφός;  Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, οι σοφοί και οι αμαθείς δε φιλοσοφούν. Οι  αμαθείς δε φιλοσοφούν ούτε επιθυμούν να γίνουν σοφοί, γιατί τους κρατάει αιχμάλωτους η αμάθεια και πιστεύουν ότι τους είναι αρκετό να μην είναι καλοί και αγαθοί και φρόνιμοι. Αυτός  που δεν έχει συναίσθηση της φτώχιας του, δεν επιθυμεί εκείνο που νομίζει ότι δε χρειάζεται. Φιλοσοφούν μόνο εκείνοι που βρίσκονται ανάμεσα στις δυο αυτές κατηγορίες και ένας απ’ αυτούς είναι ο Έρωτας. Η σοφία είναι ένα από τα πιο όμορφα πράγματα και ο Έρωτας αναφέρεται στην ομορφιά. Ο  Έρωτας, λοιπόν, είναι φιλόσοφος, αλλά βρίσκεται κάπου στη μέση μεταξύ του σοφού και του αμαθή, γιατί κατάγεται από πατέρα σοφό και εύπορο και από μητέρα όχι σοφή και άπορη.

Αυτή  είναι n φύση της θεότητας. Ο  Έρωτας είναι κάτι ενδιάμεσο μεταξύ θνητού και αθάνατου.  Κάθε  θεότητα βρίσκεται ανάμεσα στους θεούς και τους θνητούς. Και έχει τη δύναμη να ερμηνεύει και να μεταφράζει στους θεούς τα ανθρώπινα και στους ανθρώπους τα θεϊκά. Ο θεός δεν έρχεται σε άμεση επαφή με τον άνθρωπο, αλλά με τη διαμεσολάβησή του ασκείται η επαφή και συνομιλία συνολικά μεταξύ θεού και ανθρώπων είτε είναι ξύπνιοι είτε κοιμούνται. Αυτές οι θεότητες είναι πολλές και μία απ’ αυτές είναι και ο Έρωτας.

Τώρα, όποιος νομίζει ότι ο Έρωτας είναι το απόλυτο καλό, ταυτίζει αυτόν που ποθεί με το αντικείμενο του πόθου. Πράγματι, ο πόθος για το όμορφο είναι λεπτεπίλεπτο, τέλειο και αξιοθαύμαστο πράγμα. Και ο Έρωτας έχει σαν αντικείμενο τα όμορφα πράγματα. Το να ποθείς, όμως, είναι εντελώς διαφορετικό. Ο εραστής ποθεί να αποκτήσει τα καλά, τα αγαθά, για να γίνει ευτυχισμένος. Οι  ευτυχισμένοι γίνονται ευτυχισμένοι με την απόκτηση των αγαθών. Αυτή την επιθυμία όμως, αυτόν τον έρωτα να αποκτήσουν τα αγαθά, δεν τον  νιώθουν όλοι οι άνθρωποι ανεξαιρέτως. Διότι  δεν αγαπούν όλοι και παντοτινά τα ίδια πράγματα, αλλά άλλοι αγαπούν και άλλοι όχι. Κάνουμε το λάθος να απομονώνουμε μια μορφή του έρωτα και να την ονομάζουμε έρωτα, χρησιμοποιώντας το όνομα του συνόλου. Την ίδια κατάχρηση κάνουμε και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, όπως στην ποίηση. Ποίηση, βέβαια, είναι κάτι πολύ γενικό. Κάθε βήμα και κάθε αιτία που μεταβάλλει το τίποτα σε κάτι είναι ποίηση (δημιουργία). Όλες  οι τεχνικές εργασίες και κατασκευές είναι ποιήσεις και οι τεχνίτες που τις ασκούν είναι όλοι ποιητές. Δεν  ονομάζονται όμως ποιητές, αλλά έχουν άλλες ονομασίες. Από το σύνολο της ποίησης μόνο αυτό που σχετίζεται με τη μουσική και το μέτρο αποκόπηκε και διεκδίκησε για τον εαυτό του το αποκλειστικό προνόμιο να ονομάζεται με το όνομα του συνόλου. Μονάχα αυτό ονομάζεται ποίηση και όσοι ασχολούνται με αυτό ονομάζονται ποιητές!

Το ίδιο συμβαίνει και με τον έρωτα. Είναι μια περιληπτική έννοια, που δηλώνει την σφοδρή επιθυμία για τα αγαθά και τον ασίγαστο και απατηλό πόθο κάθε ανθρώπου για ευτυχία. Όμως κάποιοι στρέφονται και την αναζητούν σε διαφορετικά μέρη. Άλλος  τη συνδέει με την απόκτηση χρημάτων, άλλος με την άσκηση του σώματος και άλλος με τη φιλοσοφία. Αλλά  ούτε ερωτευμένοι λέγονται σε όλες αυτές  τις περιπτώσεις ούτε ερωτευμένοι αποκαλούνται.  Μόνο κάποιοι που επιδιώκουν με ιδιαίτερο ζήλο μια και μόνο μορφή, ένα μόριο του έρωτα, οικειοποιούνται το όνομα του συνόλου και γι’ αυτούς μόνο μιλάμε για έρωτα, για ερωτευμένους και για εραστές. Υπάρχει μια εκδοχή, σύμφωνα με την οποία διακατέχονται από έρωτα εκείνοι που επιζητούν το έτερον ήμισυ του εαυτού τους. Κατά την άποψη μου όμως, ο έρωτας δεν έχει να κάνει ούτε με το μισό, ούτε με το σύνολο, αν δεν έχει σημείο αναφοράς το αγαθό. Οι  άνθρωποι δε θα δίσταζαν να ακρωτηριαστούν και στα πόδια και στα χέρια, αν ήταν σίγουροι πως τα μέλη τους αυτά είναι αρρωστημένα. Επομένως, κάθε άνθρωπος δεν ερωτεύεται το όμοιο με τον εαυτό του, αλλά ονομάζει οικείο, εκείνο που είναι αγαθό και ξένο εκείνο που είναι κακό.

Δεν  υπάρχει τίποτε άλλο, που να ερωτευτούν σφοδρά οι άνθρωποι, εκτός από το αγαθό. Οι άνθρωποι ποθούν σφοδρά την απόκτηση των αγαθών όχι μόνο για το παρόν, αλλά για όλη τους τη ζωή. Έρωτας είναι ο πόθος για την παντοτινή απόκτηση του αγαθού.  Αφού, λοιπόν, ο έρωτας σε κάθε περίπτωση είναι αποκλειστικά αυτό το πράγμα, ποιος τρόπος και ποιας πράξης ο ιδιαίτερος ζήλος και n ισχυρή ένταση όλων των δυνάμεων εκείνων που τον επιδιώκουν θα ονομαζόταν έρωτας; Η γέννα του σώματος και της ψυχής σε καλό και όμορφο κλίμα. Οι άνθρωποι στο σύνολό τους κυοφορούν και στο σώμα και στην ψυχή και, όταν φτάσουν σε κάποια ηλικία, η φύση μας επιδιώκει τον τοκετό. Δεν μπορεί να γεννήσει σε κλίμα άσχημο και αισχρό, αλλά μόνο σε καλό και όμορφο. Η συνουσία του άντρα και της γυναίκας είναι έκφραση της γέννας. Η κύηση και ο τοκετός είναι θεάρεστο πράγμα και παρατηρείται στα ζώα, που είναι θνητά, για την εξασφάλιση της αθανασίας. Αντίθετα σε κλίμα αταίριαστο τίποτα δεν μπορεί να γεννηθεί. Αταίριαστο είναι κάθε αντίθετο στις θεϊκές επιταγές και θεωρείται αισχρό. Ταιριαστό είναι ό, τι θεωρείται καλό.

 

Το συμπόσιο του Πλάτωνα- Χαρακτικό, Anselm Feuerbach (1829–1880).

 

Στον  τοκετό είναι παρούσα η Μοίρα και η θεά του τοκετού η Ειλείθυια, η Καλλονή, και για αυτό το λόγο, όταν το κύημα πληροί όλες τις προϋποθέσεις ευπρέπειας, παίρνει χαρούμενη όψη και ανακουφισμένο απλώνεται και συντελούνται ο τοκετός και η γέννα σχετικά εύκολα. Αντίθετα, όταν έχουμε να κάνουμε με αισχρότητα, παίρνει όψη σκυθρωπή, ζαρώνει με άσχημη συναισθηματική φόρτιση, εμποδίζεται και τραβιέται πίσω με αποτέλεσμα να μην συντελείται η γέννα και το έμβρυο να παραμένει και να ταλαιπωρείται.  Όταν το κλίμα είναι καλό, δημιουργείται έντονη ψυχική έξαψη και ορμή στο έμβρυο, που βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο κύησης, και μέσα από τις έντονες ωδίνες του τοκετού απελευθερώνεται ο οργανισμός που κυοφορεί. Επομένως, ο έρωτας δεν είναι για το καλό, αλλά για τη γέννηση και τον τοκετό σε καλό και ευχάριστο κλίμα. Γιατί η γέννηση είναι εκείνο που δίνει την αίσθηση της αιωνιότητας και της αθανασίας στα θνητά όντα. Και είναι ανάγκη να επιθυμεί κανείς την αθανασία μαζί με το αγαθό, αν βέβαια ο έρωτας σχετίζεται με την παντοτινή απόκτηση του αγαθού.

Ποια είναι αιτία για τον έρωτα αυτόν και τη σφοδρή επιθυμία; Όλα τα θηρία και της στεριάς και τα φτερωτά αποκτούν τρομερή διάθεση, όταν επιθυμήσουν τη γέννα. Νοσούν στην κυριολεξία και έχουν έντονη την ερωτική διάθεση πρώτα-πρώτα να ζευγαρώσουν μεταξύ τους. Έπειτα, για να εξασφαλίσουν την τροφή αυτού που θα γεννηθεί, είναι αποφασισμένα να τα βάλουν με τα πιο ισχυρά και να υποφέρουν τα ίδια από την πείνα προκειμένου να θρέψουν τα μικρά. Μάχονται για την υπεράσπιση των απογόνων τους, αν και χωρίς εφόδια από τη φύση τους,  και είναι έτοιμα να πεθαίνουν για χάρη τους και οτιδήποτε άλλο να κάνουν. Οι άνθρωποι τα κάνουν αυτά ύστερα από κάποια σκέψη. Όμως τα θηρία για ποιο λόγο έχουν αυτή την έντονη ερωτική διάθεση; Η ερωτική διάθεση έχει σχέση με τη φύση.  Η θνητή φύση επιδιώκει στο μέτρο του δυνατού την αιωνιότητα και την αθανασία. Και μόνο η γέννηση αφήνει πάντα πίσω κάποιο νέο στη θέση του παλιού.

Το νέο παίρνει τη θέση του παλιού, έστω και αν δεν είναι ακριβώς ίδιο, αφού και το καθένα χωριστά από τα ζώα, όσο καιρό ζει, ονομάζεται και είναι το ίδιο. Όπως ακριβώς και ο άνθρωπος ονομάζεται ο ίδιος από πιτσιρικάς μέχρι να γίνει γέρος, παρόλο που ποτέ δεν έχει πάνω του τα ίδια χαρακτηριστικά. Πράγματι κάθε άνθρωπος  πάντοτε αποκτά καινούργια χαρακτηριστικά, ενώ ταυτόχρονα αποβάλλει κάποια στοιχεία και χαρακτηριστικά, είτε στην τριχοφυΐα είτε στη σάρκα και στα οστά είτε στο αίμα και στο σώμα συνολικά. Και όχι μόνο το σώμα, αλλά και τα ψυχικά χαρακτηριστικά και το ηθικό υπόβαθρο και οι απόψεις, ακόμη και οι επιθυμίες, οι ηδονές, οι φόβοι και οι λύπες δεν παραμένουν με την ίδια μορφή και αναλλοίωτα στον καθένα. Κάποια εμφανίζονται και κάποια υποχωρούν. Ακόμη πιο παράδοξο από αυτά είναι πως και οι γνώσεις παθαίνουν το ίδιο πράγμα χωριστά η κάθε μια. Άλλες  έρχονται και άλλες μας εγκαταλείπουν και ποτέ δεν είμαστε οι ίδιοι σχετικά με τις γνώσεις μας. Άλλωστε η λήθη αποτελεί την απόδραση της γνώσης. Υπάρχει όμως η μελέτη, όταν η γνώση πρόκειται να δραπετεύσει, και η μελέτη σώζει τη γνώση επαναφέροντας στη μνήμη την καινούργια στη θέση της παλιάς με τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνεται πως πρόκειται για την ίδια. Με αυτό τον τρόπο κάθε θνητή ύπαρξη διασώζεται με το να αφήνει ο απερχόμενος και γερασμένος οργανισμός πίσω του άλλον νέο και ακμαίο όμοιό του, χωρίς να είναι πάντα η ίδια σε όλα τα χαρακτηριστικά της, όπως είναι η θεϊκή φύση. Με αυτό το μηχανισμό τα θνητά συμμετέχουν στην αθανασία και στο σώμα και σε όλα τα άλλα. Μην απορείς, λοιπόν, που από τη φύση κάθε ύπαρξη με κάθε τρόπο εκδηλώνει στοργή και φροντίδα για το βλαστάρι της. Αυτός ο ζήλος και ο έρωτας και το ενδιαφέρον υπάρχουν στον καθένα από τον πόθο για την αθανασία. Να μην έχεις καμιά αμφιβολία γι αυτά.

 

Έρως και Ψυχή, γλυπτό του Αντόνιο Κανόβα (Antonio Canova)

 

Τώρα επικέντρωσε την προσοχή σου στον αγώνα για διάκριση, που κάνουν οι άνθρωποι. Αναλογίσου με τι σφοδρό έρωτα επιθυμούν να γίνουν διάσημοι και να αποκτήσουν δόξα αθάνατη για πάντα. Είναι  έτοιμοι να υποβληθούν σε κάθε κίνδυνο για το σκοπό αυτό περισσότερο παρά για τα παιδιά τους,  να ξοδέψουν χρήματα, να καταβάλουν οποιοδήποτε κόπο, ακόμη και να πεθάνουν. Νομίζεις ότι η Άλκηστη θα πέθαινε για τον Άδμητο ή ο Αχιλλέας θα πέθαινε μετά τον Πάτροκλο ή ο Κόδρος θα πέθαινε νωρίτερα, για να βασιλεύσουν τα παιδιά του, αν δεν πίστευαν ότι θα εξασφαλίσουν αθάνατη μνήμη για την αρετή τους, με την οποία σήμερα εμείς τους έχουμε συνδέσει; Πολύ απίθανο μου φαίνεται. Νομίζω ότι όλοι πράττουν τα πάντα για την αθάνατη αρετή και για μια τόσο λαμπρή δόξα και, όσο πιο ανδρείοι είναι, τόσο πιο πολύ προσπαθούν, γιατί αγαπούν το αθάνατο.

Εκείνοι που είναι γκαστρωμένοι στα σώματα, στρέφονται πιο πολύ προς τις γυναίκες και εκδηλώνουν τον ερωτισμό τους με τον τρόπο αυτό, καθώς με την απόκτηση παιδιών εξασφαλίζουν, όπως πιστεύουν, για την υπόλοιπη ζωή τους αθανασία και ανάμνηση και ευτυχία. Εκείνοι τώρα που είναι γκαστρωμένοι στην ψυχή, γιατί υπάρχουν εκείνοι των οποίων οι ψυχές κυοφορούν περισσότερο από τα σώματα, εκδηλώνουν  τον ερωτισμό τους για εκείνα που ταιριάζουν στην ψυχή να κυοφορήσει και να γεννήσει. Και τι ταιριάζει στην ψυχή; Η φρόνηση και η υπόλοιπη αρετή. Ανάμεσα σ’ αυτούς είναι και οι ποιητές, που στο σύνολο τους είναι δημιουργοί, και από τους τεχνίτες εκείνοι που είναι εφευρέτες. Η πιο μεγάλη και η πιο ωραία εκδήλωση της φρόνησης έχει σχέση με την εύρυθμη και αρμονική διάταξη όσων έχουν σχέση με την πόλη και την κοινωνία και αυτή η διάταξη έχει όνομα, σωφροσύνη και δικαιοσύνη.

Απ ‘αυτούς τώρα, αν κάποιος από μικρή ηλικία είναι γκαστρωμένος στην ψυχή και παραμένει άγαμος, παρόλο που βρίσκεται σε ηλικία αναπαραγωγής, επιδιώκει πλέον τον τοκετό και τη γέννα. Και νομίζω ότι αναζητεί περιφερόμενος εδώ και κει το καλό κλίμα μέσα στο οποίο θα συντελεστεί η γέννα. Και, επειδή κυοφορεί, υποδέχεται με χάρη πιο πολύ τα καλά σώματα, παρά τα αισχρά. Και, αν συναντήσει ψυχή δυνατή και όμορφη, που τη διακρίνει η δύναμη και η εξυπνάδα, παραδίδεται ερωτικά σ’ αυτή. Και  σ’ αυτό τον άνθρωπο τονίζει με σαφήνεια την αξία της αρετής, του εξηγεί πώς είναι ο αγαθός άνδρας και ποιες είναι οι ασχολίες του και προσπαθεί να τον εκπαιδεύσει. Επειδή, λοιπόν, αγγίζει τον καλό και συναναστρέφεται μαζί του, εκμαιεύει και γεννά εκείνα που από παλιά κυοφορούσε και τον  καρπό της γέννας τον εκτρέφει μαζί με κείνον. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν ανώτερη μορφή επαφής και φιλία πιο σταθερή, γιατί έχουν έρθει σε ιδεατή επαφή με τα ομορφότερα και πιο αθάνατα παιδιά. Ο καθένας για τον εαυτό του θα προτιμούσε να είχε γεννήσει τέτοια παιδιά, πάρα ανθρώπινα. Αν έριχνε μια ματιά στον Όμηρο, τον Ησίοδο και τους άλλους ποιητές, θα τους ζήλευε για την ποιότητα των παιδιών που άφησαν πίσω τους, αφού είναι τέτοια που τους εξασφαλίζουν αθάνατη δόξα και αιώνιο μνήμη. Αν θέλεις πάλι, δες τι παιδιά άφησε στη Σπάρτη ο Λυκούργος, σωτήρες της Σπάρτης και της Ελλάδας. Καταξιωμένος είναι και ο Σόλωνας για το νομοθετικό του έργο. Υπάρχουν και πολλοί άλλοι σε πολλά μέρη και στους Έλληνες και στους βαρβάρους που παρουσίασαν πολλά και θεάρεστα έργα και διαπότισαν τους ανθρώπους με κάθε είδους αρετή. Σε αυτούς έχουν αφιερωθεί πολλά ιερά για τα παιδιά τους (δημιουργήματα), ενώ ποτέ σε κανένα ως τώρα για τα ανθρώπινα παιδιά του.

Εκείνος, που κάνει ορθή προσέγγιση αυτού του πράγματος, πρέπει να αρχίζει από τα νεανικά του χρόνια να αναζητά τα καλά σώματα. Σε  πρώτη φάση επιβάλλεται να αγαπήσει το σώμα ενός ανθρώπου και εκεί να γεννήσει καλούς λόγους. Στη συνέχεια πρέπει να κατανοήσει ότι η ομορφιά που βρίσκεται σε ένα σώμα είναι ακριβώς όμοια και σε ένα άλλο σώμα. Αν πρέπει να επιδιώκει την ομορφιά που σχετίζεται με την εξωτερική εμφάνιση θα ήταν μεγάλη ανοησία να μη θεωρεί ότι είναι ένα και το αυτό πράγμα το κάλλος, που παρατηρείται σ’ όλα τα σώματα. Όταν συνειδητοποιήσει αυτή την αλήθεια, οφείλει να γίνει εραστής όλων των καλών σωμάτων και να περιφρονήσει τη σφοδρή επιθυμία ενός σώματος, να την παραβλέψει και να τη θεωρήσει ασήμαντη. Έπειτα πρέπει να θεωρήσει ότι η ψυχική ομορφιά έχει σημαντικό προβάδισμα έναντι του σωματικού κάλλους. Επομένως, αν κάποιος δεν έχει ψυχικά ψεγάδια, αλλά σωματικά η νεανική του ομορφιά είναι ασήμαντη, δεν πρέπει να διστάζει να τον αγαπά και να νοιάζεται να γεννήσει σ’ αυτόν τέτοιους λόγους που θα κάνουν τους νέους καλύτερους.  Αν  παρατηρεί το καλό μέσα από τις ενασχολήσεις και τους νόμους και διαπιστώνει ότι κάθε έκφραση του καλού βρίσκεται σε συγγενική σχέση μαζί του, θα πεισθεί απόλυτα και θα θεωρήσει ασήμαντη τη σωματική ομορφιά.

Μετά τις ενασχολήσεις πρέπει να στραφεί στο γνωστικό πεδίο με αντικειμενικό στόχο τη θέαση του κάλλους των γνώσεων και να ατενίσει την απέραντη ομορφιά όχι πια μονάχα του ενός. Ένας υπηρέτης που αγαπά την ομορφιά ενός παιδιού ή κάποιου ανθρώπου ή κάποιας ασχολίας παραμένει ασήμαντος και χαμηλών ενδιαφερόντων άνθρωπος, επειδή είναι δούλος. Ενώ, αν είναι στραμμένος στο απέραντο πέλαγος του ωραίου και παρακολουθεί λόγους καλούς και μεγαλοπρεπείς, θα γεννήσει και υψηλά  διανοήματα μέσα στο απέραντο φιλοσοφικό κλίμα. Εκεί  θα δυναμώσει, θα αυτονομηθεί και θα κατευθυνθεί σε έναν τομέα γνώσης, ο οποίος θα έχει άμεση σχέση με το απόλυτα ωραίο.  Όποιος, λοιπόν, παιδαγωγηθεί σωστά στα ερωτικά ζητήματα, θα προσεγγίσει με ορθό βλέμμα τα καλά και στο τέλος της ερωτικής του διαδρομής θα του αποκαλυφθεί ξαφνικά κάποιο καλό εξαίσιο στη φύση, εκείνο για το οποίο γίνονταν όλοι οι προηγούμενοι κόποι του.

Το πρώτο χαρακτηριστικό που έχει αυτό το καλό είναι η αιωνιότητα, δηλαδή δε γίνεται ούτε χάνεται, δεν αυξάνεται ούτε μειώνεται. Δεν είναι τη μια καλό και την άλλη αισχρό. Είναι σταθερό και αναλλοίωτο. Δεν το βλέπουν κάποιοι σαν καλό και κάποιοι σαν αισχρό. Δεν είναι διαφορετικό  για διαφορετικούς ανθρώπους, άλλοτε καλό και άλλοτε κακό. Και δε γίνεται ορατό αυτό το καλό, όπως λ.χ. κάποιο πρόσωπο ή χέρια ή κάτι άλλο που έχει σχέση με το σώμα. Ούτε βρίσκεται κάπου, όπως σε κάποιο ζώο ή στη γη και τον ουρανό, ούτε μέσα σε κάποιο άλλο. Αποτελεί από μόνο του ανεξάρτητο και μοναδικό είδος και τα άλλα καλά συμμετέχουν σ’ αυτό με τέτοιο τρόπο, ώστε, ενώ αυτά γίνονται ή χάνονται, να μην υπάρχει σ’ αυτό καμιά επίπτωση. Ούτε  δηλαδή να αυξάνεται, ούτε να ελαττώνεται ή να παθαίνει κάτι.

Όταν, λοιπόν, κάποιος συνεχίζοντας την πορεία του εφαρμόζει ορθά την παιδεραστία, αρχίζει να διακρίνει ξεκάθαρα εκείνο το καλό που πλησιάζει την τελειότητα. Η  ορθή ερωτική πορεία με απώτερο στόχο και σταθερή πυξίδα εκείνο το καλό μοιάζει με κάποιον, που χρησιμοποιεί κλίμακα διαβάθμισης από το ένα στα δύο, από τα δυο σε όλα τα καλά σώματα, από τα καλά σώματα στις καλές ασχολίες, από τις ασχολίες στα καλά μαθήματα και από τα καλά μαθήματα γίνεται στάση σ’ εκείνο το μάθημα, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά το μάθημα του ίδιου του ωραίου. Και στο τέλος υπάρχει αποκάλυψη και γνώση της οντότητας αυτού του ωραίου. Σε αυτή τη φάση της ζωής ο άνθρωπος μπορεί να βιώσει και να οδηγηθεί στη μέθεξη του καλού αυτού.

Από όλα τα σημεία της ζωής περισσότερο αξίζει η  θεώρηση του Κάλλους. Αν  το δεις ποτέ, δε θα το συγκρίνεις  ούτε με το χρυσάφι, ούτε με φορέματα, ούτε με τα όμορφα αγόρια και τους νεαρούς, τους οποίους τώρα βλέπεις και ζαλίζεσαι και είσαι έτοιμος και συ και πολλοί άλλοι, που βλέπετε τα τρυφερά αγόρια και δεν ξεκολλάτε απ’ αυτά, μήτε να τρώτε μήτε να πίνετε, αν ήταν δυνατόν,  αρκεί μονάχα να τα βλέπετε και να βρίσκεστε μαζί τους. Τι, λοιπόν, νομίζουμε πως θα συνέβαινε, αν τύχαινε  να δει κανείς το γνήσιο Κάλλος, καθαρό και όχι ανακατεμένο με ανθρώπινες σάρκες και χρώματα και πολλές άλλες μάταιες ανοησίες  των θνητών, αλλά να το δει αυτό το θεϊκό κάλλος στην απλή του μορφή σαν ανεξάρτητο και μοναδικό είδος;  Μήπως νομίζεις ότι θα ήταν φαύλη η ζωή του ανθρώπου, που θα έβλεπε προς τα εκεί και θα παρατηρούσε όπως πρέπει το θείο κάλλος και θα συναναστρεφόταν μαζί του;  Δε σκέπτεσαι ότι μονάχα αυτός θα μπορέσει, βλέποντας ό,τι γίνεται ορατό, να γεννήσει όχι είδωλα της αρετής, αφού δεν έρχεται σε επαφή με κάποιο είδωλο, αλλά αληθινή αρετή, αφού με την αλήθεια έρχεται σε επαφή; Και όταν γεννήσει την αληθινή αρετή και την αναθρέψει, τότε μπορεί να εξασφαλίσει την αγάπη των θεών και περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο να γίνει αθάνατος.

Για  να αποκτηθεί αυτό από την ανθρώπινη φύση, δεν θα μπορούσε να βρει κανείς καλύτερο συνεργάτη από τον Έρωτα. Για  το λόγο αυτό επιβάλλεται κάθε άντρας να τιμά τον Έρωτα, να καταπιάνεται με τα ερωτικά πράγματα, να δείχνει ζωηρό ενδιαφέρον, να προσκαλεί και  τους άλλους και να πλέκει το εγκώμιο του Έρωτα, τονίζοντας τη δύναμη και την ανδρεία του. Αυτόν, λοιπόν, το λόγο θεώρησέ τον εγκώμιο του Έρωτα, διαφορετικά ονόμασέ τον με όποιο όνομα σ’ ευχαριστεί [1].

 

Ανάλυση του πλατωνικού μύθου

 

Ο Αριστοτέλης με το δάσκαλό του Πλάτωνα στην Ακαδημία, λεπτομέρεια από το έργο «Η σχολή των Αθηνών», νωπογραφία του Ραφαήλ Σάντσιο. Τοιχογραφία. Ανάκτορα του Βατικανού, Ρώμη. Επιλογή εικόνας: Αργολική Βιβλιοθήκη.

Σύμφωνα με το μύθο η γέννηση του Έρωτα συμπίπτει χρονικά με τη γέννηση της Αφροδίτης και είναι το αποτέλεσμα της συνάντησης δύο τελείως διαφορετικών προσώπων, του Πόρου και της Πενίας. Πατέρας του ήταν ο Πόρος, προσωποποίηση της εξυπνάδας και της εφευρετικότητας και γιος της Μήτιδας,  που ήταν πρώτη σύζυγος του Δία και προσωποποίηση της πρακτικής ευφυΐας. Μητέρα του η Πενία, που συμβόλιζε τη στέρηση και την έλλειψη και ήταν αμαθής. Η τελευταία ζητά την κάλυψη της ένδειάς της και ο Πόρος είναι αυτός που θα γεμίσει το κενό. Η συνάντηση των δύο αυτών κόσμων θα δημιουργήσει τον έρωτα. Εξαιτίας της μητρικής του προέλευσης ο Έρωτας είναι φτωχός και καθόλου τρυφερός ή όμορφος, αλλά άστεγος, τραχύς και λιπόσαρκος. Κοιμάται χωρίς στρωσίδια, μπροστά στις ξένες πόρτες, κάτω από τα άστρα. Ό,τι αποκτάει του φεύγει πάντοτε μέσα από τα χέρια. Από τον πατέρα του κληρονόμησε την ιδιότητα του κυνηγού. Κυνηγάει τους ωραίους και τους εκλεκτούς σκαρώνοντας πάντα καινούργια τεχνάσματα, παθιασμένος με τη γνώση, επινοητικός και ριψοκίνδυνος, πάντα φιλοσοφώντας.

Ο Έρωτας δεν είναι θεός ούτε θνητός, αλλά κάτι ενδιάμεσο. Αυτό το ενδιάμεσο είναι ο «Δαίμων» και εκφράζει τον πόθο του ανθρώπου για την αιώνια απόκτηση του ωραίου. Στην αρχαία Ελλάδα δαίμων ήταν αυτό που ερμήνευε και διαβίβαζε τα μηνύματα των ανθρώπων στους θεούς και των θεών στους ανθρώπους, καθώς δεν υπήρχε άμεση επαφή μεταξύ τους. Δεήσεις και θυσίες από τη μία, εντολές και χάρες από την άλλη, μεταφέρονταν μέσω των δαιμόνων. Τα δαιμονικά όντα κινούνταν ανάμεσα στο θνητό και στο αθάνατο. Ο Έρωτας μέσα στην ίδια μέρα, τη μια στιγμή που όλα του πάνε βολικά θάλλει και είναι γεμάτος σφρίγος και την άλλη αποχαιρετάει τη ζωή. Πάλι όμως ανασταίνεται χάρη στην αθάνατη πατρική φύση. Κινείται ανάμεσα στη σοφία και την άγνοια, ως παιδί ενός σοφού και μιας αμαθούς. Δεν είναι ούτε σοφός ούτε ανόητος. Φιλόσοφοι είναι οι «ημιμαθείς», που ξέρουν αρκετά, ώστε να πουν ότι δεν γνωρίζουν τίποτα σπουδαίο και έτσι θέλουν όλο να μαθαίνουν.

Το λάθος του Σωκράτη, σύμφωνα με τη Διοτίμα, είναι ότι θεώρησε πως ο Έρωτας είναι το αντικείμενο του έρωτα (ο ερωμένος), ενώ στην πραγματικότητα είναι το υποκείμενο (ο εραστής), αυτός που νιώθει έρωτα για κάτι. Ο ερωμένος είναι αναμενόμενο να είναι ωραίος και καλός, ο εραστής όχι. Ο ερωτευμένος επιθυμεί να κάνει δικά του τα ωραία και τα αγαθά, για να γίνει ευτυχισμένος. Όλοι οι άνθρωποι επιθυμούν τα ίδια αγαθά, για να κερδίσουν την ευτυχία, αλλά δεν τους ονομάζουμε όλους εραστές. Αυτό οφείλεται στον τρόπο που ορίζουμε τη λέξη «έρωτας». Απομονώσαμε ένα συγκεκριμένο τμήμα της έννοιας «έρωτας» και του δώσαμε το όνομα του όλου, ενώ για τα άλλα τμήματα χρησιμοποιούμε άλλες ονομασίες. Με τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιούμε τη λέξη «ποιητής». Όλοι οι καλλιτέχνες δημιουργούν κάτι, δηλαδή «ποιούν» κάτι, αλλά την ονομασία «ποιητής» την αποδίδουμε μόνο σε ένα μέρος αυτών, ενώ τους άλλους τους ονομάζουμε γλύπτες, ζωγράφους κλπ. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση του έρωτα. Με τη γενική έννοια του όρου «έρωτας» εννοούμε τον πόθο των αγαθών και της ευτυχίας. Όμως εκείνους που στρέφονται σε άλλες εκδοχές του ερωτικού πάθους, όπως την απόκτηση χρημάτων, τον αθλητισμό, τη φιλοσοφία, ούτε ερωτευμένους ούτε εραστές τους χαρακτηρίζουμε. Όποιος έχει ερωτικό πάθος για τη φιλοσοφία λέγεται «φιλόσοφος, όποιος αγαπάει τον αθλητισμό «αθλητής». Μόνο όσοι στρέφονται σε μια ορισμένη έκφανση του έρωτα παίρνουν το όνομα του όλου, οπότε κάνουμε λόγο για «ερωτικό συναίσθημα» και «εραστές».

 

Το συμπόσιο του Πλάτωνα, λάδι σε καμβά, 1869. Άνσελμ Φόιερμπαχ – Anselm Feuerbach (1829–1880).

 

Ποιο όμως είναι το αντικείμενο του ερωτικού πάθους; Αυτοί που λένε ότι εραστές είναι αυτοί που επιθυμούν το «άλλο μισό του εαυτού τους», που αναφέρεται στο μύθο του Αριστοφάνη στο τελευταίο μέρος του Συμποσίου, δεν είναι ακριβείς. Ο άνθρωπος όχι μόνο το άλλο του μισό δεν αναζητά, αλλά και από οποιοδήποτε μέρος του σώματός του, πόδι, χέρι, μύτη, θα ήθελε να απαλλαγεί, αν αυτό δεν είναι υγιές ή δεν τον ικανοποιεί αισθητικά. Ο έρωτας δεν έχει να κάνει με την αναζήτηση του άλλου μισού ούτε με την ολοκλήρωση του όλου. Το μόνο που ερωτεύεται ο άνθρωπος είναι το καλό και επιδιώκει να το αποκτήσει και να το έχει παντοτινά. Στο μύθο της Διοτίμας συλλαμβάνουμε την αποστροφή του Πλάτωνα για την πραγματικότητα των αισθήσεων. Η θεώρηση της καθαρής ομορφιάς, η επικοινωνία με τη θεία ομορφιά, είναι η μόνη πλατιά, βαθιά και πειστική γοητεία, που μπορεί να παρηγορήσει τον άνθρωπο [2].

Ο έρωτας, λοιπόν,  είναι πιο πολύπλοκος και  μοιάζει με τη διαδικασία  της σωματικής και ψυχικής γέννας μέσα στην ομορφιά. Όλοι οι άνθρωποι κυοφορούν στο σώμα και την ψυχή και, όταν φτάσουν σε μια ηλικία, επιθυμούν να γεννήσουν. Όλα τα ζωντανά όντα, όταν επιθυμούν να ζευγαρώσουν, χαρακτηρίζονται από παράξενη συμπεριφορά, που τα κάνει να μοιάζουν άρρωστα, και είναι τόσο αποφασισμένα, που ακόμα και τα ανίσχυρα επιτίθενται στα ισχυρά με τον κίνδυνο του θανάτου, για να το καταφέρουν ή για να προστατέψουν τα μικρά τους. Η ερωτική συνεύρεση που οδηγεί στον τοκετό κάνει τη θνητή μας ύπαρξη να αποκτήσει τη βασική θεϊκή ιδιότητα της αθανασίας μέσω της γέννας. Αντικείμενο του έρωτα είναι η αθανασία. Κίνητρο είναι ότι η θνητή φύση κάνει ό,τι μπορεί για να προσεγγίσει την αιωνιότητα αντικαθιστώντας το παλιό με το νέο.

Με τη βιολογική και την πνευματική γέννα επιδιώκουμε να καλύψουμε το κενό του απερχόμενου παλιού με το νέο και να  δώσουμε συνέχεια στο ανθρώπινο είδος και στο πνεύμα. Όπως ένα άτομο, παρόλο που λέμε ότι παραμένει το ίδιο, κατά τη διάρκεια της ζωής του αλλάζει πρόσωπο και μυαλό από την παιδική ηλικία μέχρι τα γεράματα. Τον  ίδιο στόχο έχει και η «μελέτη», να αντικαταστήσει γνώσεις που ξεχνάμε με άλλες καινούργιες, ώστε να δίνεται η εντύπωση πως η γνώση παραμένει αναλλοίωτη. Το  αίτημα της αθανασίας μας κάνει όλους να επιθυμούμε να γίνουμε επώνυμοι και να αφήσουμε παρακαταθήκη τα έργα μας, τα χρήματά μας ή τα παιδιά μας. Ακόμα και οι βασιλείς θυσιάζονται, για να εξασφαλίσουν την αθάνατη ανάμνηση της αρετής τους.

Η σύνδεση του έρωτα με τη γέννα εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την επιλογή του Πλάτωνα να βάλει μια γυναίκα να μιλήσει γι’ αυτόν.  Μόνο μια γυναίκα, ξένη με την αισθησιακή πλευρά του παιδικού έρωτα, μπορούσε να μιλήσει με άνεση για κάτι που κατά βάθος είναι κυοφορία και τοκετός.   Η γυναίκα βρίσκεται πιο κοντά στη φύση και έχει μεγαλύτερη διαίσθηση, προαίσθηση και ευαισθησία από τον άντρα, γιατί δεν αντιμετωπίζει τα θέματα με την ψυχρή λογική των ανδρών, αλλά με συναισθηματικό τρόπο. Και όσο περισσότερο  πρωτόγονη και μυστηριώδης  είναι αυτή η προσέγγιση των πραγμάτων, τόσο περισσότερο θεϊκή μοιάζει η προέλευσή της  για τον πρωτόγονο άνθρωπο. Αυτός είναι ο λόγος που οι αρχαίοι όριζαν συνήθως γυναίκες ως όργανα της θεόπνευστης μαντικής και θεωρούσαν ότι οι θεοί στις γυναίκες ενέπνεαν υπερφυσικές δυνάμεις [3].

 

Σωκράτης. Πανεπιστήμιο Ανατολικής Αυστραλίας.

 

Ο έρωτας υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους, καθώς όλοι είμαστε εραστές ορισμένων πραγμάτων. Η πορεία του ανθρώπου στον έρωτα μοιάζει με την άνοδο μιας κλίμακας. Η Διοτίμα θα διακρίνει τρία διαδοχικά στάδια: το σώμα, την ψυχή και τη γνώση. Η πορεία φυσικά είναι από την ύλη προς το πνεύμα, από το σώμα στη διανόηση. Αρχικά ο άνθρωπος ερωτεύεται ένα ωραίο σώμα (ο σωματικός έρωτας). Εκείνοι που εγκυμονούν στο σώμα κατευθύνουν την ερωτική τους δραστηριότητα στις γυναίκες. Τις ερωτεύονται και φαντάζονται πως αποκτώντας παιδιά εξασφαλίζουν την αθανασία, την υστεροφημία και την παντοτινή ευτυχία. Για τον Πλάτωνα όμως ο έρωτας ήταν μία ιδέα με σκοπό την ανοδική πορεία του ατόμου στο υψηλότερο σκαλί της ερωτικής μυσταγωγίας. Στο πρώτο βήμα η ανθρώπινη συνείδηση ρέπει προς τα ωραία σώματα. Έλκεται από τους εξωτερικά ωραίους ανθρώπους εστιάζοντας την ερωτική της διάθεση σ’ ένα σώμα. Σε  ένα δεύτερο στάδιο ο έρωτάς του στρέφεται προς όλα τα ωραία σώματα, γιατί όλα μετέχουν στην Ιδέα του ωραίου. Η ομορφιά του ενός σώματος είναι ίδια σε όλα τα σώματα. Ο επίδοξος μύστης της απόλυτης ομορφιάς οφείλει να λατρέψει αρχικά την εξωτερική ομορφιά ενός σώματος και το ενιαίο της ομορφιάς όλων των ωραίων σωμάτων ή προσώπων. Οι  περισσότεροι άνθρωποι μένουν σε αυτό το στάδιο και δεν προχωρούν πιο πάνω.

Σε ένα τρίτο στάδιο ερωτεύεται τα έργα πολιτισμού. Όποιος διακατέχεται από τη θεία μανία του Έρωτα, αγαπά το ωραίο, είτε είναι μια ευγενική και καλοκαμωμένη ψυχή που η δροσιά της μαγεύει, είτε σώμα ή πρόσωπο ή ένα ωραίο τοπίο ή ένα ωραίο λουλούδι ή μουσική ή ένας αξιόλογος ζωγραφικός πίνακας ή ένας λόγος που ακούει ή διαβάζει μεστός από φιλοσοφικές αλήθειες κλπ. Ο κατεχόμενος από πνευματικό Έρωτα εγκυμονεί και αυτός. Ο  καλλιτέχνης κυοφορεί την έμπνευση, βασανίζεται να γεννήσει και γεννά το πνευματικό του έργο, το άγαλμα, το ζωγραφικό πίνακα ή το μουσικό κομμάτι που δημιούργησε. Τέτοιες  αρετές δημιουργούν οι ποιητές και οι πρωτοπόροι και επινοητικοί τεχνίτες.

Στη συνέχεια έρχεται η ομορφιά των εθίμων και των νόμων. Η ψυχή μεταβαίνει από τη συνειδητοποίηση της ομορφιάς των αισθητών σωμάτων στη συνειδητοποίηση της ηθικής ομορφιάς των «επιτηδευμάτων». Πρέπει  να βρει την ομορφιά που υπάρχει στις ανθρώπινες ενασχολήσεις και στους θεσμούς. Να ανακαλύψει δηλαδή την ηθική των νόμων και των υπόλοιπων ηθικών αρχών που διέπουν την κοινωνία. Πιο ψηλά στην ιεράρχηση των αρετών βρίσκεται η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη, που είναι απαραίτητες για  τη διακυβέρνηση των πόλεων και των σπιτικών. Αυτός που κυοφορεί αυτές τις αρετές, αναζητάει μια όμορφη ψυχή, συζητάει με τον κάτοχό της για την αρετή και έτσι δημιουργείται αμοιβαία πνευματική καλλιέργεια και ουσιαστική επικοινωνία με αποτέλεσμα τα παιδιά – δημιουργήματα, που είναι πιο σημαντικά και γοητευτικά από τα βιολογικά παιδιά. Οι γονείς γεννούν στα παιδιά τους τα λόγια και τις προτροπές για το πώς να τα βγάλουν πέρα στη ζωή τους. Ο παιδαγωγός εγκυμονεί τους λόγους για την αρετή και διδάσκει  ποιος πρέπει να είναι ο άνθρωπος και ποιο δρόμο να ακολουθήσει στη ζωή του. Αν  αγαπήσει τη δικαιοσύνη, θα διαπιστώσει ότι η ομορφιά είναι ενιαία και ότι το κάλλος της εξωτερικής ομορφιάς δεν έχει μεγάλη σημασία.

Στο  επόμενο στάδιο αντικείμενο του έρωτα είναι οι επιστήμες, τα μαθήματα που απομακρύνονται από τον κόσμο των αισθητών και πλησιάζουν τον κόσμο των Ιδεών. Έτσι θα οδηγηθεί στον κόσμο των επιστημών και της φιλοσοφίας, για να διαπιστώσει ότι πρέπει να μην χαραμίζεται υπηρετώντας μόνο την ομορφιά ενός ανθρώπου ή μιας δραστηριότητας. Με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει να κατακτήσει το τελευταίο στάδιο της ερωτικής μύησης. Ο  κόσμος της γνώσης και των διαφόρων επιστημών είναι η τελευταία κατηγορία, πριν τον ιδεατό κόσμο. Έτσι ο πλατωνικός έρωτας ταυτίζεται με την προσπάθεια του φιλοσόφου να φτάσει στην αλήθεια, τις Ιδέες ξεκινώντας από τα αισθητά αντικείμενα. Η Διοτίμα χρησιμοποιεί ως αφετηρία το σωματικό έρωτα, για να μιλήσει τελικά για τον έρωτα της ψυχής και διαχωρίζει σαφώς τη σωματική από την πνευματική γέννα, βαφτίζοντας τη σωματική σαν ένα είδος περισπασμού από την πνευματική, που είναι η μόνη που θα χαρίσει την αθανασία.

Στο  τελευταίο στάδιο έχουμε την ανύψωση της ψυχής στην ίδια την Ιδέα του Ωραίου, την ιδέα της ομορφιάς, κάτι που είναι πλήρες, αθάνατο, μοναδικό και αναλλοίωτο. Αντικείμενα αυτού του έρωτα είναι η σοφία, το αγαθό, η ευδαιμονία, η αθανασία και πάνω από όλα η ομορφιά της ψυχής. Η απόλυτη ομορφιά δεν εξαρτάται από το βλέμμα του ανθρώπου, ούτε θα παρουσιαστεί με κάποια γνώριμη μορφή του κόσμου. Είναι η αυθύπαρκτη, άφθαρτη, μοναδική, ενιαία και διαχρονική ομορφιά, στην οποία όλες οι άλλες μετέχουν και, ενώ εκείνες έρχονται και παρέρχονται, αυτή μένει ανεπηρέαστη και αναλλοίωτη. Αυτήν την απόλυτη ομορφιά θα πρέπει να την εντάξουμε στα πλαίσια του «Κόσμου των Ιδεών» του Πλάτωνα. Η μορφή (Ιδέα) της Ομορφιάς είναι η υπέρτατη ομορφιά, που περιλαμβάνει τις ομορφιές των σωμάτων, των ψυχών και όλων των υπόλοιπων επιμέρους όμορφων πραγμάτων του κόσμου, ομορφιές που περιλαμβάνει, αλλά δεν εξαρτάται από αυτές. Οι άλλες μορφές του ωραίου μετέχουν στην απόλυτη ομορφιά με την έννοια ότι, ενώ αυτές έρχονται και παρέρχονται, εκείνη χωρίς να υπόκειται σε αυξομειώσεις παραμένει ανεπηρέαστη. Είναι κάτι αυθύπαρκτο, διαφορετικό από όποιο παράδειγμά του μπορούμε να βρούμε στον κόσμο γύρω μας, αλλά και από την αντίληψη των ανθρώπων, αφού δεν εξαρτάται από το βλέμμα [4].

 

Διοτίμα. Πανεπιστήμιο Ανατολικής Αυστραλίας. Η Διοτίμα ήταν ιέρεια από την αρχαία Μαντίνεια της Αρκαδίας. Το όνομα Διοτίμα είναι δηλωτικό δράσεων για την ισότητα ανδρών και γυναικών: η Διοτίμα ήταν η μόνη γυναίκα που αναφέρεται στο ανδροκρατούμενο Συμπόσιο.

 

Ο ιδανικός έρωτας κατά τον Πλάτωνα δεν έχει να κάνει με την κατάκτηση, αλλά με την ανάμνηση. Ο  έρωτας εκφράζει την έντονη τάση του ανθρώπου να θυμηθεί τις ιδέες, τις οποίες η ψυχή του, προτού γεννηθεί αυτός, είχε γνωρίσει στον ουράνιο κόσμο των ιδεών. Η ψυχή του ανθρώπου είχε αντικρίσει κάποτε, όταν βρισκόταν ακόμα στον κόσμο των νοητών, την Ιδέα του Ωραίου, που ταυτίζεται με την Ιδέα του Αγαθού, την υπέρτατη δηλαδή Ιδέα. Τώρα φυλακισμένη στο σώμα αναγνωρίζει το Ωραίο και στρέφεται προς αυτό, στην επιθυμία της να αντικρίσει και πάλι την αθάνατη Ιδέα. Η διαδικασία της ανάμνησης, μέσω της οποίας μπορεί ο άνθρωπος να συλλάβει τις ιδέες, αποτελεί κατά τον Πλάτωνα βασικό συστατικό του έρωτος. Ο ερωτευμένος άνθρωπος ανακαλεί πάντοτε στη μνήμη του το πρόσωπο, που αποτελεί το αντικείμενο του έρωτά του, όποτε συμβαίνει να μη βρίσκεται κοντά σε αυτό. Αντίθετα, όταν το αντικείμενο του έρωτος περάσει πια στη λήθη και ο τελευταίος πάψει να το σκέπτεται, σημαίνει ότι δεν είναι ερωτευμένος πλέον με αυτό.

Η ανάκληση, λοιπόν, των ιδεών στην ψυχή του ανθρώπου μέσα από τη διαδικασία της ανάμνησης δηλώνει μία σχέση ερωτική του ανθρώπου προς τις ιδέες. Ο έρωτας κατά τον Πλάτωνα γεμίζει την ψυχή μας, όταν επαναφέρει στη μνήμη μας ιδέες και απόψεις που είχαμε κάποτε γνωρίσει. Το ωραίο λειτουργεί σαν καθρέφτης. Αντανακλά κάποιες αχτίδες από τη Θεία Ομορφιά, που κάποτε η ψυχή είχε ζήσει. Γίνεται αφορμή η θέα του κάλλους ή το άκουσμα, αν πρόκειται για μουσική, να ξαναθυμηθεί την Ομορφιά, που κάποτε είχε γνωρίσει. Γι αυτό και η ψυχή νοιώθει ένα γλυκό ρίγος τη στιγμή του αντικρίσματος ή του ακούσματος του ωραίου. Μια γλυκιά νοσταλγία αυτού που κάποτε είχε ζήσει. Και αυτό το θειο πάθος είναι αυτό που αποκαλούμε Έρωτα [5].

Αυτή η ερωτική σχέση του ανθρώπου προς τις ιδέες, κατά τον Πλάτωνα, δε δημιουργείται απευθείας, αλλά αναπτύσσεται προοδευτικά από το φαινομενικό κόσμο που ζούμε  μέχρι τον πραγματικό κόσμο, που είναι ο κόσμος της διάνοιας και της νόησης και αποτελεί το πρότυπο για τον κόσμο των φαινομένων. Ο σωστός εραστής θα ξεκινήσει από τις ομορφιές του κόσμου, από το ένα ωραίο σώμα στο σύνολο των ωραίων σωμάτων, στην ομορφιά της ψυχής και του συνόλου των ψυχών, στις δραστηριότητες των ανθρώπων και στη σοφία της επιστήμης, για να φτάσει στη σπουδή της απόλυτης ομορφιάς και να γνωρίσει τι είναι στην ουσία του το «κάλλος». Αυτή είναι η ποιότητα ζωής που καταξιώνει τον ανθρώπινο βίο, πέρα από το χρυσάφι και τα φορέματα, τα «όμορφα αγόρια» και τις υλικές απολαύσεις, τα οποία βλέπει τώρα και μένει με ανοιχτό το στόμα και για τα οποία κάνει τα πάντα για να τα αποκτήσει. Αλλά, αν κάνει έτσι για αυτά τα θνητά, τότε τι πρέπει να υποθέσουμε ότι συμβαίνει στον άνθρωπο, ο οποίος μπορεί να αντικρύσει αυτήν την Απόλυτη Ομορφιά, που δεν εξαρτάται από τα ανθρώπινα σάρκινα μέλη και τη ματαιότητα της θνητής φύσης; Αυτό είναι ΕΡΩΣ για τους αρχαίους Έλληνες.

Στην ανώτερη βαθμίδα η ψυχή θεάται το απόλυτο κάλλος, που είναι καθαρό και δεν έχει καμία ανάμειξη με οτιδήποτε σαρκικό και θνητή ματαιότητα. Με αυτόν τον τρόπο παύει η προσκόλληση σε έναν και μόνο άνθρωπο. Επομένως, μπορούμε να μοιάσουμε στο θεό, μόνο αν αγαπάμε την ομορφιά, χωρίς κάποια άλλη διέγερση, χωρίς δηλαδή να επιζητούμε τον αισθησιακό πόθο. Προορισμός παραμένει η «απόλυτη ομορφιά», η αρετή που ταυτίζεται με την αλήθεια, το ωραίο που θα μπορέσουμε να δούμε, όταν ξεπεράσουμε τη σάρκα, το πνεύμα, την κοινωνικότητα και την ίδια την επιστήμη. Έτσι από μάθηση σε μάθηση θα καταλήξει στη μάθηση εκείνη, που δεν είναι τίποτε άλλο πάρα η γνώση της απόλυτης Ομορφιάς. Αν υπάρχει κάτι, για το οποίο αξίζει να ζει ο άνθρωπος, αυτό είναι το να φτάσει μέχρι την θέα αυτού του Απολύτου του Αγαθού. Ο άνθρωπος, στην προσπάθειά του να γίνει μέτοχος της απόλυτης ομορφιάς και της αθανασίας, δύσκολα θα μπορούσε να βρει πολυτιμότερο συμπαραστάτη από τον Έρωτα.

Αν ρωτήσουμε σήμερα «τι είναι ο Πλατωνικός έρωτας;» η πλειοψηφία θα απαντήσει πως πρόκειται για τον ανεκπλήρωτο έρωτα. Για τον έρωτα που, για διάφορους λόγους, έμεινε ανέκφραστος, θαμμένος βαθιά μέσα μας.  Συχνά, ακούμε τη φράση «πλατωνικός έρωτας», όταν κάποιος αναφέρεται στον πνευματικό ή «εγκεφαλικό έρωτα». Κατά τον Εμμανουήλ Ροΐδη ο πλατωνικός έρως είναι «μαλακόν παξιμάδιον διά τους μη έχοντας οδόντας». Σε κάθε περίπτωση η απάντηση θα περιέχει την υπόνοια πως πλατωνικός είναι ο έρωτας, που ποτέ δε δοκίμασε τη σαρκική επαφή. Από το μύθο της Διοτίμας όμως δεν επαληθεύεται η έννοια του πλατωνικού έρωτα ως πνευματική σχέση με απόρριψη της σωματικής επαφής, όπως τον εννοούμε σήμερα. Η Διοτίμα δεν αρνείται τον έρωτα της φυσικής ομορφιάς, τη σαρκική επαφή και την αφοσίωση σε έναν εραστή. Τα θεωρεί μάλιστα αναγκαστικά σκαλοπάτια προς αυτό το ανώτερο, την Ιδέα της Ομορφιάς. Το να ξεπεραστεί ο σαρκικός έρωτας δεν αποτελεί διόρθωση της συμπεριφοράς, αλλά  εξέλιξη προς το ανώτερο. Αυτό δε σημαίνει πως, αν κάποιος δεν καταφέρει να φτάσει στο απόλυτο, τα προηγούμενα στάδια ήταν χάσιμο χρόνου. Ο Πλατωνικός έρωτας δεν είναι, λοιπόν, ένας έρωτας ανεκπλήρωτος. Το αντίθετο, μάλιστα. Είναι ο έρωτας που περπάτησε όλα τα σκαλιά, για να καταλήξουν οι ερωτευμένοι σε κάτι ανώτερο, αφού γευτούν τη σωματική έλξη και απολαύσουν την ψυχική ένωση.

Ο  Πλάτωνας διηγείται την ιστορία, για να δείξει ότι η αληθινή αγάπη σημαδεύει την ψυχή και όχι το σώμα. Γι’ αυτό πολλοί πίστεψαν ότι ο συγγραφέας του «Συμποσίου» τάσσεται κατά της σαρκικής ένωσης, με το μύθο του πλατωνικού έρωτα να εξαπλώνεται παντού. Αλλά  ο Πλάτωνας είχε εξυμνήσει τον ερωτισμό και την ομοφυλοφιλία και συμμεριζόταν την αρχαιοελληνική ιδέα σχετικά με την ομορφιά των γυμνών σωμάτων. Ο  Πλάτωνας δεν υπήρξε ρομαντικός και δεχόταν το σεξ ως μέρος της αληθινής αγάπης. Ο ρομαντισμός ως έννοια και ως καλλιτεχνικό ρεύμα είναι ξένος με την ελληνική ιδιοσυγκρασία, η οποία πιστεύει στη λογική, το ρεαλισμό και προσπαθεί να συνταχθεί με τη φυσική τάξη. Ο όρος «πλατωνικός έρωτας» επινοήθηκε τον 15ο αιώνα και έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο  στην κατεύθυνση της ισότητας των δύο φύλων. Την εποχή, που μεταχειρίζονταν τις γυναίκες ως σκλάβες ή παραγωγικές μηχανές, ο πλατωνικός έρωτας ήρθε να δώσει στο γυναικείο πληθυσμό περισσότερο χρόνο για φλερτ και συμμετοχή στα καλλιτεχνικά και πολιτιστικά δρώμενα. Η συμβολή του Πλάτωνα στην ανθρωπότητα και στη μεταστροφή από μια κοινωνία πολεμιστών σε μια κοινωνία σοφών ήταν τεράστια.  Σήμερα, εξαιτίας του, έχουμε ήρωες τον Αϊνστάιν και το Σαίξπηρ και όχι τους ιππότες με τις αστραφτερές πανοπλίες [6].

Τελικά, τι είναι ο έρωτας; Έρωτας  προς το ωραίο; Ερωτευόμαστε την ψυχή κάποιου ή το σώμα του; Μήπως ερωτευόμαστε με απώτερο σκοπό τα χρήματα και τις υλικές απολαβές; Ο έρωτας είναι κάτι που μας κάνει να ξεπερνάμε τον εαυτό μας, να αποκτούμε τόλμη και ηρωισμό και να φθάνουμε μέχρι την αυτοθυσία για χάρη του άλλου; Επιθυμούμε αυτό που έχουμε, για να συνεχίσουμε να το έχουμε, ή αυτό που στερούμαστε; Είναι η εύρεση του άλλου μισού ή η αρμονία των αντιθέτων; Είναι ο έρωτας έμπνευση; Είναι ο Έρωτας φιλόσοφος; Γίνεται ποιητής ο ερωτευμένος, ακόμα και αν πριν δεν ήξερε τίποτα από ποίηση; Ο Έρωτας είναι θεός ή δαίμονας; Ο έρωτας είναι δόλιος ή επιζητεί την παντοτινή κατοχή του αγαθού; Μήπως πίσω από τον έρωτα κρύβεται απλά ο πόθος της αθανασίας; Ποιος είναι ο τελικός σκοπός του έρωτα;

Στα ερωτήματα αυτά ο Πλάτωνας έχει τις απαντήσεις. Η λέξη «εύνοια» σημαίνει την αφοσίωση, η «αγάπη» το συναισθηματικό δεσμό, η «στοργή» την τρυφερότητα, ο «πόθος» την επιθυμία, η «μανία» το αχαλίνωτο πάθος, η «οικειότης» την ιδέα κάποιου πράγματος εκ φύσεως συγγενικού. Η έννοια, που βρίσκεται πιο κοντά στον «έρωτα», είναι η «φιλία». Η φιλία ξεκινάει από τη θέαση της σωματικής ομορφιάς και μετατρέπεται σε έρωτα μόνο, αν αναπτυχθούν συναισθήματα. Διακρίνεται στη «φυσική» φιλία ανάμεσα σε άτομα που έχουν το ίδιο αίμα, την «ξενική» που αναπτύσσεται ανάμεσα σε φιλοξενούντα και φιλοξενούμενο, την «εταιρική» μεταξύ φίλων, την «ερωτική» ανάμεσα σε πρόσωπα του ίδιου ή διαφορετικού φύλου, και τη «φιλοσοφική», που αποβλέπει στην αναζήτηση του Αγαθού [7].

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Πλάτωνα «Συμπόσιο» 201d- 212 a.

[2] Μπονάρ Αντρέ, Ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός, τόμος 3, σελ. 142.

[3] Συκουτρής Ιω., Πλάτωνος Συμπόσιον, εκδ. Εστίας, σελ. 157-158.

[4] Πλάτων, Φαίδων 99-100.

[5] Πλάτωνος, Μένων, 81 1a-d.

[6] Kennedy J., The Musical Structure of Plato’s Dialogues («Η μουσική δομή των πλατωνικών διαλόγων»), Εκδ. Routledge, 2011.

[7] Πλάτωνος,  Λύσις , 210 κ.ε.

 

Βιβλιογραφία


 

  • Πλάτων, Μένων, μτφρ. Πετράκης Ιω., εκδ. ΠΟΛΙΣ 2008.
  • Πλάτων, Φαίδων (περί Ψυχής), μτφρ. Μαυρόπουλος Θ., εκδ. ΖΗΤΡΟΣ 2007.
  • Πλάτωνος, Συμπόσιον, κείμενο- μετάφραση- ερμηνεία Συκουτρή Ιω. , εκδ. Εστίας 1970.
  • Kennedy J., The Musical Structure of Plato’s Dialogues («Η μουσική δομή των πλατωνικών διαλόγων»), Εκδ. Routledge, 2011.
  • Μπονάρ Αντρέ, Ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός, τομ. 1-3, εκδ. ΘΕΜΕΛΙΟ 1985.

 

Αλέξης Τότσικας

 

Read Full Post »

 

Η ερωτική ζωή στα χρόνια του Ομήρου


 

Ο Έρωτας – Ο Πλατωνικός έρωτας – Ο γάμος: ο συζυγικός έρωτας, οικογένεια, προβλήματα, γκρίνιες – Πώς έβλεπαν οι άντρες της ομηρικής εποχής τις γυναίκες – Ο συζυγικός έρωτας και οι γκρίνιες Άλλες πτυχές της Ομηρικής ψυχής – Ο σαρκικός έρωτας, – Οι γυναίκες – Χωρισμός των γυναικών κατά κατηγορίες – To sexΤα νόθα – Απαγωγές – Ο έρωτας και το θέατρο – Sensualités raffinées (εκλεπτυσμένη ηδονή, απόλαυση) – Η ομοφυλοφιλία – Ο έρωτας σαν ποινή ή εκδίκησηΗ Ζήλεια – Αιμομιξίες

 

Ο Έρωτας

Μετά την διασφάλιση της επιβίωσης, το δεύ­τερο σημαντικό μέλημα στη ζωή ενός ο­μηρικού ήρωα ήταν ο Έρωτας. Εδώ – προς διευκόλυνση των αναγνωστών- θα πρέ­πει να χωρίσουμε το θέμα μας σε μικρότερα τμήματα, εξετάζοντας λεπτομερέστερα κάθε έκφανση της ερωτικής συμπεριφοράς.

 

Ο Πλατωνικός έρωτας

 

«Η Βρισηίς οδηγείται στον Αγαμέμνονα από τους Ταλθύβιο και Ευρυβάτη.» Τοιχογραφία του Τιέπολο στη Villa Valmarana της Βιτσέντζα (1757).

Πιστεύουμε πως στα Ομηρικά χρό­νια δεν είναι δυνατόν παρά να υπήρχε και αυτή η σπανίζουσα μορφή έρωτα. Στα Έπη απαντούμε λίγους, ελάχιστους στίχους, ό­που ο Όμηρος αναφέρεται σε κάτι που μοιά­ζει σ’ αυτό που πολύ αργότερα χαρακτηρί­στηκε «πλατωνικός έρωτας», και που δεν εί­ναι τίποτ’ άλλο από έναν έρωτα που από την αντιξοότητα των περιστάσεων δεν πρόλαβε να πάψει να είναι «πλατωνικός». Σ’ ένα τέτοιο στίχο, λοιπόν, βλέπουμε τη Βρισηίδα να οδηγείται στον Αγαμέμνονα «αέκουσα» (χωρίς την θέλησή της) (Ιλ. Α, 348). Και ήταν φυσικό γι­ατί ο Αγαμέμνονας θα μπο­ρούσε να ήταν και πατέρας της  από απόψεως ηλικίας και ή­ταν και παντρεμένος. Αντίθετα με τον Αχιλ­λέα που άφηνε, που και νεότερος ήταν και ωραίος και ανύπαντρος και ο οποίος της άρεσε.

«Νεαρούς να γλυκοκουβεντιάζουν» μας παρουσιάζει ο Όμηρος στους στίχους (Ιλ. Χ, 127) και είναι μια από τις τρυφερές εικό­νες τις τόσο σπάνιες που συναντά κανείς στους συνεχώς οργισμένους και αιματόβρεχτους στίχους της Ιλιάδας. Να ακόμη μερι­κοί, σταχυολογημένοι και από τα δύο Έπη: Η θεά Ειδοθέα, κόρη του θαλασσινού Πρωτέα, ερωτεύεται τον Μενέλαο (Οδ. α, 366), αλλά οι σχέσεις τους αυτές παραμένουν σε πλατωνικό επίπεδο, αν κρίνει κανείς από όσα αφηγείται ο Μενέλαος επί παρουσία της γυναίκας του Ελένης. Τελείως παιδιάστικη είναι η συμπεριφορά της Ναυσικάς όταν πρωτοσυναντά τον Οδυσσέα, και τη μια τον βλέπει «αείκελον» (ασκημομούρη), και την άλλη δε «θεοίσιν έοικεν» (έμοιαζε σαν θεός) (Οδ. ζ, 242).

Οδυσσέας και Ναυσικά, Christoph Amberger, 1619. Alte Pinakothek, Munich.

Η περίπτωση της Ναυσικάς πιστοποιεί για μια ακόμη φορά την αιώνια γοητεία των «γκρίζων κροτάφων» στις νεαρές ηλικίες, γιατί πουθενά ο Όμηρος δεν μας λέει αν ο Οδυσσέας ήταν ωραίος άντρας. Η Ναυσικά, παρ’ όλο τον ενθουσιασμό της, δείχνει αρ­κετά πεπειραμένη και σέβεται το τι θα πει ο κόσμος αν την δούν μ’ έναν άγνωστο (Οδ. ζ, 285). Δεν θέλει ν’ ακουστούν γι’ αυτήν τα κουτσομπολιά που η ίδια ομολογεί ότι κάνει για τις άλλες, που «ανδράσι μίσγηται, πριν γ’ αμφάδιον γάμον ελθείν», δηλαδή: «που δίχως του πατέρα τους τη γνώμη και της μάνας / και πριν ακόμη παντρευτούν με τα παλικάρια σμίγουν». (Οδ. ζ, 288).

Άγνωστο για ποιους λόγους, το πιθανό­τερο είναι για καθαρά καιροσκοπικούς, ο Ο­δυσσέας, όλως απρόσμενα για ένα πρόσωπο σαν κι αυτόν, στα αισθήματα της Ναυσικάς, κρατά μια αξιοπρεπή αρνητική στάση και περιορίζει σε στενά πλατωνικά πλαίσια, παρ’ όλες τις παροτρύνσεις του πατέρα της Αλκίνοου, που προσπαθεί να την παντρέψει την κόρη του «άρων των αρών» που λένε. Άσχετα τώρα από όλα αυτά, εννοώ τις γε­μάτες δυσπιστία σκέψεις, που μπορεί να εί­ναι χρήσιμες και απαραίτητες στην καθημε­ρινή ζωή αλλά δεν είναι διόλου ευχάριστες, ο Όμηρος στο επεισόδιο αυτό του έρωτα της Ναυσικάς για τον Οδυσσέα, βρίσκει την ευ­καιρία να γράψει ανεπανάληπτους σε χάρη και τρυφερότητα στίχους. Παρουσιάζει τη Ναυσικά ακουμπισμένη στην παραστάδα μιας πόρτας να περιμένει να βγει ο Οδυσσέας από το λουτρό. Του λέει κοιτώντας τον μ’ α­γάπη: «Καλό σου ταξίδι ξένε, και θυμήσου σαν φτάσεις / στην πατρίδα σου, πως τη ζωή σου μου χρωστάς». (Οδ. ε, 457)

Μια άλλη σκηνή γεμάτη λεπτότατο λυρισμό, είναι εκείνη του αποχαιρετισμού του Οδυσσέα και της Κίρκης. Να την δούμε πρώτα στο κείμενο και κατόπιν την μεταφράζουμε:

«Οι μεν κοιμήσαντο παρά πρυμνήσια νηός / η δε με χειρός ελούσα φίλων απονόσφιν εταίρων / εισέ τε και προσέλεκτο και εξερέεινεν έκαστα / αυτάρ εγώ τη πάντα κατά μοίραν κατέλεξα».

Και του λέει η Κίρκη: «Ταύτα μεν ουν πάντα πεπείρανται, συ δ’ άκουσον».(Οδ. μ, 231)

Και η μετάφραση:

«Τότε όλοι κοιμηθήκανε κοντά στα παλαμάρια / κι αυτή απ’ το χέρι μ’ έπιασε κι αλάργα από τους συντρόφους / με κάθισε και στρίμωνε κοντά μου και ρωτούσε / κι εγώ όλα της τα ιστόρησα με τάξη κι όπως ήταν».

Και του λέει η Κίρκη:

«Έτσι όλα αυτά τελειώσανε, μον’ άκουσέ με τώρα». Πιο γαλήνιο, πιο αξιοπρεπή χωρισμό, είναι δύσκολο να διαβάσει κανείς.

 

Ο γάμος: ο συζυγικός έρωτας, οικογένεια, προβλήματα, γκρίνιες

 

Ο γάμος με μια γυναίκα, τη νόμιμη σύζυ­γο, έπαιζε έναν ξεχωριστό και σημαντικό ρό­λο στη ζωή των Ομηρικών ανθρώπων. Στην απόφαση για ένα γάμο, έστω και ελεύθερου ανθρώπου, φαίνεται πως παρενέβαιναν και άλλοι παράγοντες, εκτός από τους συναισθηματικούς, αν υπήρχαν κι αυτοί πιθανόν οικονομικοί, ταξικοί που είναι το ίδιο. Ο Αχιλλέας περιμένει να τον παντρέψει ο πατέρας του (Ιλ. I, 393-99): «Γιατί», λέει, «ε­μένα αν γυρίσω σπίτι μου, μια φορά ο Πηλέας έπειτα, θα με παντρέψει ο ίδιος… Εκεί που βρισκόμουν ακόμα, πάρα πολύ το τραβούσε η ψυχή μου να παντρευτώ γυναίκα με στεφά­νι. Μια που να μου ταιριάζει».

Παρ’ όλον ότι ο Αχιλλέας είχε ήδη στη Σκύρο ένα γιο, τον Νεοπτόλεμο (Ιλ. Τ, 327). Κατά μείζονα λόγο αυτό ίσχυε για τα κορίτσια που έπρεπε να έ­χουν τη γνώμη του πατέρα και της μάνας τους. Αν και απ’ αυτά που λέει η Ναυσικά (Οδ. ζ, 286), δεν ήταν πάντα απαραίτητο.

 

Γάμος του Έρωτα και της Ψυχής, Πομπέο Μπατόνι (1756)

 

Τη γυναίκα το στεφάνι του γάμου την κα­θιστούσε πρόσωπο σοβαρό, που έπρεπε να έ­χει ξεχωριστή εκτίμηση. Ο Μενέλαος κατη­γορεί τους Τρώες ότι του έκλεψαν «κουριδίην άλοχον» γυναίκα δηλαδή επίσημη, νόμι­μη, στεφανωμένη, και αυτό ήταν σοβαρότε­ρο από την αρπαγή μιας οποιασδήποτε άλ­λης γυναίκας (Ιλ. Ν, 626). Να υποθέσουμε ότι η σπουδαιότητα που απέδιδαν στο πρό­σωπο της νόμιμης συζύγου, της «στεφανωμέ­νης», είχε σχέση με τη στερεή δομή της οι­κογένειας και των οικογενειακών και κοι­νωνικών δεσμών που έπαιζαν τότε, αλλά και σήμερα, τόσο σημαντικό ρόλο;

Είναι μια σκέψη. Μια άλλη είναι ότι τη νό­μιμη σύζυγο, την αγόραζαν ουσιαστικά, και η απώλειά της σήμαινε την απώλεια ση­μαντικού περιουσιακού στοιχείου. Πέραν ό­μως απ’ αυτές τις ρεαλιστικές σκέψεις, υ­πήρχαν και ηθικά παραγγέλματα, τουλάχι­στον στην επιφάνεια, όπως εκείνο του στί­χου (Ιλ. I, 341), που συμβουλεύει: «Ο γνω­στικός άντρας πρέπει ν’ αγαπάει τη γυναίκα του, κι αν ακόμα την άρπαξε στον πόλεμο». Η απουσία της γυναίκας τους τούς κόστιζε πολλαπλώς: «Γιατί κι ένα μόνο μήνα μένον­τας κανείς μέσ’ το πολύκουπο καράβι του μακριά από τη γυναίκα του στενοχωριέται» (Ιλ. Β, 292).

Και ο Σαρπηδόνας λέει στον ‘Εκτορα (Ιλ. Ε, 480), «…(άφησα στη Λυδία) γυναίκα αγα­πημένη και γιο μωρό». Η Πηνελόπη επίσης «…τον άντρα μου πο­θώ και αιώνια τον θυμούμαι» (Οδ. α, 343). Και μάλιστα τον ονειρεύεται: «Αυτή τη νύχτα πάλι εγώ, τον είχα στο πλευρό μου / ως ήταν όταν έφυγε με το στρατό και τόσο / χαιρόμουν, που είπα αληθινό, κι όχι όνειρο πως ήταν». (Οδ. γ,). Βέβαια υπήρχαν και καθυστερημένες και ύποπτες συζυγικές αγάπες. Και βλέπουμε έ­τσι την Ελένη, όταν η πλάστιγγα έγειρε προς το μέρος των Αχαιών και οι Τρωαδίτισσες άρχισαν τα μοιρολόγια, να δηλώνει χωρίς καμιά συστολή: «μα εγώ πετούσα από χαρά, γιατί είχε πια γυρίσει / μέσα η καρδιά μου, κι ήθελα στο σπίτι να γυρίσω».  (Οδ. λ, 268)

Αυτά έλεγε ξεδιάντροπα η Ελένη, οπότε αναγκάζεται ο Μενέλαος να της πει εις επήκοον όλων: «τρεις γύρους το’ φερες το κουφωτό λημέρι (το δούρειο ίππο), το ψηλαφούσες κι έκραζες των Δαναών τους πρώτους με τ’ όνομά τους, τη φωνή των γυναικών τους ίδια κάνοντας». (Οδ. δ, 277-9)

Τέλος μιαν έντονη επιθυμία ν’ αποκτήσουν γυναίκα, και μάλιστα όμορφη, είχαν και οι δούλοι (Οδ. ξ, 63). Σπίτι και γυναίκα υπόσχεται ο Οδυσσέας στον Εύμαιο και τον Φιλοίτιο αν τον βοηθούσαν να ξεκάνει τους Μνηστήρες (Οδ. φ, 213).

Όλα αυτά ήσαν βέβαια καλά και ωραία, υπό τον όρον ότι οι σχέσεις του ζεύγους ή­σαν αγαθές, κάτι που το εύχεται ο Οδυσσέας στη Ναυσικά (Οδ. ζ, 182): «Γιατί δεν έχει πιο όμορφο παρ’ όταν με μια γνώμη αγαπημένο αντρόγυνο, φρον­τίζει για το σπίτι». Φυσικά δεν έλειπαν οι mariages de raison ( Γάμοι κατά συνθήκην). Σε μια τέτοια περίπτωση η Θέτις μέμφεται την τύχη της γιατί ο Δίας την πάντρεψε με τον Πηλέα, και παραπονιέται: «υπομονεύτηκα να πλαγιάζω μ’ άνθρωπο (θνητό) / μ’ όλο που δεν το ήθελα καθόλου» (Ιλ. Σ, 433-4). Μια εξήγηση, από πολλές άλλες, είναι και γιατί το παιδί της θα γεννιόταν «θνητό».

Ο Τηλέμαχος αναχωρεί από την Πύλο, χαρακτικό του 19ου αι. του Χένρι Χάουαρντ.

Κατά την ημέρα του γάμου όλοι γιόρτα­ζαν, και χάριζαν δώρα σ’ αυτούς που έρχον­ταν να πάρουν τη νύφη (Οδ. ζ, 27). Όταν μπορούσε ο πατέρας, έδινε κάποια προίκα στην κόρη του, που παντρευόταν, υπό την μορ­φή δώρων (Ιλ. I, 290). Και μια και μιλήσαμε για δώρα, ας προσθέσουμε, πως σπουδαίο δώρο εθεωρείτο μια μαύρη προβατίνα με το αρνάκι της (Ιλ. Κ, 215). Αντίθετα η ημέρα της επιστροφής της χή­ρας, αλλ’ ασφαλώς και της ζωντοχήρας, αν και στον Όμηρο δεν αναφέρεται καμία πε­ρίπτωση διαζυγίου ή αποπομπής συζύγου, η ημέρα αυτή ήταν ημέρα συμφοράς.

Τις κατά­ρες της αποπεμπομένης χήρας, συνόδευαν η οργή των θεών και των ανθρώπων (Οδ. β, 135). Αν όμως η απερχόμενη χήρα είχε εξα­σφαλίσει την αντικατάσταση του μακαρίτη, τότε η συμπεριφορά της σκληρυνόταν. Από εκεί κει πέρα έπρεπε να καταβληθεί ειδική προσοχή και μεταχείριση. Γι’ αυτό και η Α­θηνά συμβουλεύει τον Τηλέμαχο:

 

«Μον’ ζήτα απ’ τον βροντόφωνο Μενέ­λαο να σε στείλει να βρεις ακόμα σπίτι σου την ακριβή σου μάνα, γιατί της λέν’ τ’ αδέρφια της κι ο γέρος της πατέρας να πάρει τον Ευρύμαχο, που τους Μνηστή­ρες όλους περνά στα δώρα, κι έδωσε χιλιά­δες γαμοπροίκια, μη σου τ’ αδειάσει φεύ­γοντας το σπίτι άθελά σου. Γιατί την ξέ­ρεις την καρδιά πώς είναι της γυναίκας. Το σπίτι εκείνου προσπαθεί να τ’ αρχονταίνει μόνο που θα την πάρει, και ξεχνά τα πρώτα τα παιδιά της και μήτε πια τον νοιάζεται τον πεθαμένο άντρα». (Οδ. ο,14)

 

Αλλοίμονο. Πόσα περισσότερα ήξερε η κα­ημένη η Αθηνά από όσα μαθαίναμε εμείς στο σχολειό για την «πιστή Πηνελόπη».

«Γιος του πως είμαι (του Οδυσσέα) η μάνα μου μού λέει, μα εγώ δεν ξέρω, γιατί τη φύ­τρα του κανείς δεν την γνωρίζει ο ίδιος», λέει ο μόλις εικοσαετής αλλά σοφός ήδη Τηλέμαχος στην Αθηνά (Οδ. α, 215).

 

Πώς έβλεπαν οι άντρες της ομηρικής εποχής τις γυναίκες

  

Οι γνώμες που είχαν οι άνδρες της ομηρικής εποχής για τις γυναίκες δεν ήταν πάντα κολακευτικές γι’ αυτές: «Άλλο πιο άπονο θεριό δεν έχει από τη γυναίκα» μας διαβεβαιώνει ο Αγαμέμνων (Οδ. λ, 426), και ίσως με το δίκιο του. Γι’ αυτό και συμ­βουλεύει: «Γι’ αυτό ποτέ σου μη σταθείς καλός πια σε γυναίκα / μήτε να της εμπιστευτείς το μυστικό που ξέρεις / μόν’ άλλα να της λες, κι άλλα στο νου να κρύβεις». (Οδ. λ, 441-3)

Κατά της Κλυταιμνήστρας καταφέρεται και η ψυχή του Αμφιμέδοντα – ενός από τους Μνηστήρες- «που άφησε στων θηλυκών το γένος, / φήμη κακή που να μισούν και τις καλές ακόμα».(Οδ.ω,200-2) Ο Ήφαιστος καταφέρεται εναντίον της μάνας του της Ήρας και την αποκαλεί «κυνώπιδα», δηλαδή σκυλομούρα, γιατί, επειδή ή­ταν κουτσός, τον είχε πετάξει μακριά όταν ή­ταν μικρός (Ιλ. Σ, 397). Μερικές φορές οι καταγγελίες αυτές, εί­χαν και κάποια δόση αλήθειας, κάποια βά­ση. Η Μελανθώ, επί παραδείγματι, η πιο ό­μορφη από το υπηρετικό προσωπικό των α­νακτόρων, το είχε παρακάνει. Γιατί, παρ’ ό­λον ότι η Πηνελόπη τη μεγάλωσε σαν κόρη της και της χάριζε διάφορα αξεσουάρ, αυτή η αχάριστη: «…Ευρυμάχω μισγέσκετο και φιλέεσκεν» ( Ευτυχισμένη πλάγιαζε με τον Ευρύμαχο) (Οδ. σ, 325).

Ο αναγνώστης, αν θέλει να εξηγήσει την μορφή της Πηνελόπης, θα πρέπει να ανατρέξει λίγο παραπάνω (Οδ. ο, 14), εκεί όπου ο Ευρύμαχος περιγράφεται ως εξαιρετικά γαλαντόμος και στις αγκάλες του οποίου φαίνεται ότι ήταν έτοιμη να πέσει η Πηνελόπη, και χωρίς τις παραινέσεις του πατέρα της και των αδελφών της.

 

Ο συζυγικός έρωτας και οι γκρίνιες

 

Παρ’ όλες τις πικρές γνώμες που είχαν οι άντρες για το γυναικείο φύλο, τις γυναίκες τις παντρεύονταν. Και εξακολουθούν να τις παντρεύονται ακόμη μέχρι των ημερών μας. Η πλάνη ξεκινά – ξεκινούσε μάλλον – α­πό τη ροζ εικόνα μιας γυναικούλας καθισμέ­νης με τα παιδάκια της γύρω από κάποιο τραπέζι. Αλλ’ αν κρίνει κανείς από τα συμ­βαίνοντα στα τραπέζια στον Όλυμπο, μπο­ρεί να σχηματίσει μιαν εικόνα και για το τι γινόταν στα σπίτια των κοινών θνητών. Η σκηνή, και τότε όπως και τώρα, άρχιζε πρώτα-πρώτα με μια ελαφρά γκρίνια.

Δίας και Ήρα

Ο Δίας τρέμει κυριολεκτικά τη γκρίνια της Ήρας, γιατί τόλμησε η ανιψιά του η Θέτις να του ζητήσει μια χάρη (Ιλ. Α, 51 ) και κά­νει ό,τι μπορεί για να την αποφύγει. Τελικά δεν την αποφεύγει. Η Ήρα τον είδε και ζητά να μάθει τι είπαν μεταξύ τους. Ο Δίας αρνεί­ται να δώσει εξηγήσεις και της απαγορεύει να αναμιγνύεται στις δουλειές του. Η Ήρα βγάζει μια γλώσσα τόση, τον αποκαλεί «δολομήτη», δηλαδή πανούργο (Ιλ. Α, 540-3), και ο Δίας οργίζεται. «Δαιμόνια», της λέει, «όλο νομίζεις, και ποτέ δεν έκανα κάτι χωρίς να το μάθεις. Μ’ αυτά που κάνεις δεν κερδί­ζεις παρά να βγεις περισσότερο από την καρδιά μου… Θα κάνω ό,τι μ’ αρέσει. Και κοίτα να μη σε πιάσω στα χέρια μου». (Ιλ. Α, 561 κ.ε.)

Η Ήρα «ακέουσα καθήστο», κάθισε χω­ρίς να βγάλει μιλιά (Ιλ. Α, 569). Επεμβαίνει ο γιος της ο Ήφαιστος, που λέει της Ήρας: «Σώπαινε και κάνε υπομονή, μη σου δώσει κανένα χέρι ξύλο και δεν μπορώ να βλέπω να σε δέρνουν, και μας αναποδογυρίσει το τρα­πέζι και δεν φάμε μια πιρουνιά γλυκό φαΐ» (Ιλ. Α, 570-74). Αλλά μετά τον καυγά οι σχέσεις αποκατεστάθησαν, και όταν ο Δίας πήγε να κοιμηθεί ανέβηκε στο κρεβάτι και ξάπλωσε δίπλα του και η Ήρα (Ιλ. Α, 611), και: «Une reconcilia­tion vaut toujours la peine de la dispute» ( Για μια συμφιλίωση αξίζει τον κόπο να φιλονικήσεις).

Παρ’ όλα αυτά οι σχέσεις του θεϊκού ζεύ­γους παρέμεναν πάντα τεταμένες. «Με την Ήρα δεν συγχύζομαι τόσο ούτε θυμώνω, γι­ατί πάντα συνηθίζει να εναντιώνεται σ’ ό,τι κι αν πω», καταλήγει απελπισμένος ο Δίας (Ιλ. Ε, 407). Το οξύθυμο του Διός είναι και άλλοθεν γνωστόν.

Ο Άρης μαθαίνει το θάνατο του γιου του Ασκάλαφου, και οργισμένος απει­λεί ότι θα παρακούσει τις εντολές του Δία, και θα πάει να τιμωρήσει τους Αχαιούς. Η πάντα σοφή Αθηνά τον συμβουλεύει:« Άφησε τα τώρα αυτά. Θέλεις να μας δώ­σεις τίποτα λαχτάρες; Γιατί τον ξέρεις. Είναι άξιος (ο Δίας) να αφήσει τους Τρώ­ες και τους Αχαιούς, και να’ρθη εδώ απά­νω στον Όλυμπο, και να μας αρπάξει έναν- έναν» «Ος τ’ αίτιος ος τε και ουκί» ( Αυτόν που έφταιγε και αυτόν που δεν έφταιγε). (Ιλ. Ο, 131-7)

Στους ελεεινούς αυτούς τρόπους δεν υστε­ρούσε και η γυναίκα του Δία, η Ήρα, η ο­ποία σε μια στιγμή οργίζεται με την Άρτε­μη, της παίρνει το τόξο και τη δέρνει μ’ αυτό (Ιλ. Τ, 491).

Παράλληλα όμως με τους καυγάδες, υ­πήρχαν και στιγμές γαλήνης, έστω και επι­φανειακής. Κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας απατηλής στιγμής, η Ήρα προσπαθεί ν’ α­ποκοιμήσει τον Δία, ώστε να μπορέσει να συνδράμει τους προστατευόμενούς της τους Αχαιούς, παρ’ όλον ότι ο Δίας είχε διατάξει στους θεούς αυστηρή ουδετερότητα (Ιλ. Θ, 10-1, Ξ, 311-352).

Παρφουμαρισμένη και συνοδευόμενη από τον θεό Ύπνο, με τον οποίον είχε προηγουμέ­νως συνεννοηθεί, ανεβαίνει στην κορυφή Γάργαρο της Ίδης, απ’ όπου ο Δίας παρακο­λουθούσε τα διατρέχοντα στην Τροία. (Κάτι σαν πύργο ελέγχου ας πούμε). Μόλις την εί­δε ο Δίας, ο έρωτας του θόλωσε το νου, σαν τότε που μικρά παιδιά πρωτόσμιγαν ερωτικά πηγαίνοντας κάθε τόσο στο κρεβάτι κρυφά από τους γονείς τους (Ιλ. Ξ, 295). «Πώς από δω;» τη ρωτά. Κι αυτή δίνει μιαν αόριστη και παραπλανητική απάντηση. Ότι δήθεν πάει να κάνει επίσκεψη στους θετούς γονείς της, τον Ωκεανό και την Τηθή, γιατί έχουν αρχίσει τους καυγάδες και δεν κοιμούνται πια στο ίδιο κρεβάτι, και πάει να τους συμ­φιλιώσει, και ότι ήρθε να του το πει ότι θα λείπει για να μην ανησυχεί. Ο Δίας δείχνει ό­τι πείθεται, αλλά δεν παραιτείται από το σκοπό του, και της λέει:

«Ήρα, εκεί μπορείς να πας κι αργότερα. Έλα τώρα να πλαγιάσουμε και να χαρού­με τον έρωτα, γιατί ποτέ ως τώρα δεν είχα μια τόσο έντονη ερωτική διάθεση σαν κι αυτήν, ούτε με τις άλλες – κι αναφέρει σωρεία δεσμών του με διάφορες θεές και θνητές – ούτε και με σένα». Η Ήρα φέρνει αντιρρήσεις. Όχι, όχι εδώ, γιατί μας βλέπουν. Να πάμε σπίτι, «επεί νυ τοι εύαδεν ευνή» (αφού πεθύμησες κρεβάτι) (Ιλ. Ξ, 340). Τελικά βρίσκεται μια άλλη λύση που συμβίβαζε και το επείγον του πράγμα­τος αλλά και τη σεμνοτυφία της Ήρας.

Ξα­πλώνουν πάνω στη φρέσκια χλόη, «λωτόν θ’ ερσήεντα (δροσερόν) ιδέ κρόκον, η δ’ υάκινθον» πυκνό και μαλακό, και τυλίγονται μ’ ένα χρυσό σύννεφο αδιαπέραστο από τις α­κτίνες του ήλιου, και πολύ περισσότερο από τα αδιάκριτα βλέμματα, χωρίς να σκεφτεί ο Δίας ότι τυλιγμένον μέσα στο χρυσό σύννε­φο δεν τον έβλεπαν, βέβαια, αλλά δεν έβλεπε κι εκείνος τι γινόταν στην Τροία. Δαμασμένος από τον έρωτα και τον ύπνο ο Δίας κοιμόταν ήσυχος, κρατώντας στην αγ­καλιά του την Ήρα. Ο Ύπνος, δασκαλεμέ­νος από πριν, τρέχει και ειδοποιεί τον Πο­σειδώνα που προστάτευε τους Αχαιούς. Οι τελευταίοι περνούν στην αντεπίθεση και απωθούν τους Τρώες μέχρι τα τείχη της πόλης τους.

Εκείνη τη στιγμή ξυπνά ο Δίας, πετάγεται πάνω, βλέπει τον Ποσειδώνα με το μέρος των Αργείων, αγριοκοιτάζει την Ήρα και της λέ­ει: «πολύ πρόστυχος ήταν ο δόλος σου Ήρα (Ιλ. 9,14) και δεν ξέρω αν δε σε ξαναδείρω με το λουρί. Ή μήπως ξέχασες τότε που σε κρέμασα ψηλά από τα πόδια;» Την απειλεί ότι θα της κάνει και άλλα πολλά για να σταματήσει τις απάτες, και για να δει ότι δεν θα κερδίσει τίποτα με τον έρωτα και το κρεβάτι «ην (ευνήν) εμίγης ελθούσα θεών άπο και με ηπάτησας». (Ιλ. Ο, 32-33) Η Ήρα προσποιείται την τρομαγμένη, και του ορκίζεται στο «στεφάνι» τους, «το μεν ουκ αν εγώ ποτέ μαψ ομόσαιμι» (που πάνω του ποτέ όρκο ψεύτικο δεν παίρνω) (Ιλ. Ο, 40) πως όλα αυτά τα έκανε ο Ποσειδώνας! Ο Δίας χαμογελάει και… έκτοτε η ιστορία συ­νεχίζεται.

  

Άλλες πτυχές της Ομηρικής ψυχής

 

Παρ’ όλον ότι οι ομηρικοί ήρωες και ο κόσμος τους ζούσαν σ’ ένα σκληρό περιβάλ­λον, και για να μπορέσουν να επιβιώσουν έ­πρεπε να είναι ψυχικά ανάλογα προετοιμα­σμένοι, εν τούτοις βλέπουμε και σκηνές που φωτίζουν και από άλλη πλευρά την ομηρική ψυχή. Ο Αχιλλέας αγαπάει τη μητέρα του, και το δείχνει. Σε στιγμές μεγάλης θλίψης προσεύ­χεται σ’ αυτήν (Ιλ. Α, 351). Ο Χρύσης προ­σφέρει λύτρα αμέτρητα για να πάρει πίσω τη Χρυσηΐδα, την κόρη του. (Ιλ. Α, 13)

Και σε πολλές άλλες περιπτώσεις βλέ­πουμε μέσα σ’ εκείνες τις θηριώδεις ψυχές ό­τι κρύβονταν και τρυφερότητα λίγη ή πολ­λή, κυρίως για συγγενείς εξ αίματος, πρώ­του, το πολύ και δεύτερου βαθμού. Δεν έλειπαν όμως και οι οπορτουνιστικές σκέψεις. Άλλωστε είναι κι αυτές τόσο ανθρώπινες. Η χήρα Βρισηίδα κλαίει και χτυπιέται πάνω στο νεκρό του Πάτροκλου, γιατί της είχε υποσχεθεί ότι θα… την πάν­τρευε με τον Αχιλλέα, που είχε σκοτώσει τον άντρα και τρία αδέλφια της (Ιλ. Τ, 287-98).

Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις άγριου μίσους. Ο Αγαμέμνων παραπονείται για τη συμπεριφορά της γυναίκας του και την απο­καλεί «σκύλα» (Οδ. λ, 409). Σε μιαν άλλη σκηνή μας δίνει ο Όμηρος τη φοβερή εικό­να μιας μάνας, της Αλθαίας, να κλαίει, και γονατισμένη να χτυπάει τη γη με τα χέρια της, καλώντας τον Άδη και την Περσεφόνη να σκοτώσουν το γιο της τον Μελέαγρο, ε­πειδή της είχε σκοτώσει στη μάχη τον αδελ­φό της (Ιλ. I, 587-8).

 

Έρως και Ψυχή, γλυπτό του Αντόνιο Κανόβα (Antonio Canova)

 

 

Ο σαρκικός έρωτας, το sex 

 

Αναφέραμε πάρα πάνω τον πλατωνικό έ­ρωτα και τον συζυγικό οικογενειακό έρωτα, έτσι όπως τους απαντούμε στα Έπη. Μένει τώρα ν’ ασχοληθούμε και με τον σαρκικό έ­ρωτα, αυτόν που διεθνώς πια ονομάζουμε sex και που απασχολεί σημαντικό αριθμό στί­χων. Σ’ αυτόν τον έρωτα μπορούσε βέβαια να συνυπάρχει και η τρυφερότητα, η αγάπη, η συμπάθεια ή κάποιο άλλο ευγενές αίσθημα, αλλά δεν ήταν αναγκαίο.

 

Οι γυναίκες

 

Δίας και Δανάη

Τις γυναίκες τις αποκτούσαν ή με το σπαθί τους, και οι εκστρατείες είχαν σχεδόν απο­κλειστικό σκοπό την αρπαγή γυναικών (Οδ. λ, 403). Οι σκηνές του Αγαμέμνονα είναι γε­μάτες με γυναίκες (Ιλ. Β, 225). Και ο Αχιλλέ­ας απειλεί ότι θα φορτώσει τα καράβια του με χαλκό, χρυσάφι, σίδερο και όμορφες γυ­ναίκες, και θα φύγει για την πατρίδα του (Ιλ. I, 365). Ή τις κέρδιζαν στους αγώνες όταν έ­παθλο ήταν μια ή περισσότερες γυναίκες. Ένα αμάξι με δυο άλογα ή μια γυναίκα του κρεβατιού αθλοθετεί ο Αγαμέμνων (Ιλ. Ε, 291). Ένα τρίποδα ή μια γυναίκα αθλοθετούν όταν πεθάνει κανένας τρανός (Ιλ. Χ, 164). Ε­πτά γυναίκες που να ξέρουν λεπτές εργασίες προσφέρει ο Αγαμέμνων στον Αχιλλέα για να τον εξευμενίσει (Ιλ. I, 270), και του υπό­σχεται άλλες είκοσι μετά την κατάληψη της Τροίας. Χώρια που του χαρίζει και μια από τις τρεις κόρες του, όποια θέλει (Ιλ. I, 284).

Ένας τρίποδας με αφτιά και μια καλή γυ­ναίκα, ειδικευμένη σε λεπτές εργασίες, ορί­ζεται σαν πρώτο έπαθλο στους αγώνες αρμα­τοδρομίας που οργάνωσε ο Αχιλλέας κατά την ταφή του Πάτροκλου (Ψ, 263). Άλλοτε πάλι τις αγόραζαν, κι έτσι βλέ­πουμε τον Ιφιδάμα, να πληρώνει για τη γυ­ναίκα του, την κόρη του Κισσέα, 100 βόδια, και υπόσχεται και 1000 γιδοπρόβατα (Ιλ. Λ, 244). Την Ευρύκλεια, «που μόλις είχε βγάλει χνούδι», την αγόρασε ο Λαέρτης για 20 βό­δια (Οδ. α, 430).

Κατά κανόνα, για να πάρουν μια γυναίκα έ­πρεπε να πληρώσουν, με μοναδική εξαίρεση τον Αγαμέμνονα, που υπόσχεται να δώσει πολλά στον Αχιλλέα, αν θελήσει να παν­τρευτεί μια από τις τρεις κόρες του* (Ιλ. I, 148). Ένας από τους λόγους που οι Μνηστήρες αποφεύγουν να πάνε να ζητήσουν την Πηνε­λόπη επίσημα από τους δικούς της, τον πατέ­ρα της Ικάριο και τ’ αδέρφια της είναι και αυτός. Το ότι δηλαδή έπρεπε να πληρώσουν για να την πάρουν και μάλιστα πολλά (Οδ. β, 52), χώρια που το δικαίωμα επιλογής το είχε ο Ικάριος. Ενώ πολιορκώντας την στην Ιθά­κη, και πιο ευχάριστα περνούσαν και δεν πλήρωναν ούτε μια δραχμή.

 * Ο Αγαμέμνων αναφέρεται στις τρεις κόρες του, την Ηλέκτρα, την Χρυσόθεμι και την Λαοδίκεια. Την άλλη κόρη του, την Ιφιγένεια είχε θυσιάσει στην Αυλίδα.

 

Χωρισμός των γυναικών κατά κατηγορίες

 

Η ωραία Ελένη

Τις γυναίκες τις χώριζαν σε τρεις κατηγο­ρίες, τρεις ποιότητες. Η πρώτη περιελάμβανε τις γυναίκες του κρεβατιού, που ήσαν και οι ακριβότερες. Η δεύτερη εκείνες που ήξεραν να πάρουν τα χέ­ρια τους και να κάνουν κάποια λεπτή εργα­σία. Και τέτοιες περίφημες ήσαν οι γυναίκες της Λέσβου (Ιλ. I, 270), και της νήσου των Φαιάκων (Οδ. η, 109-10), αν και από αυτές τις τελευταίες, σκλάβες δεν αναφέρονται. Και τέλος, η τρίτη κατηγορία, όλες τις άλλες, που τις χρησιμοποιούσαν κυρίως για να αλέ­θουν στους χειρόμυλους (Οδ. υ, 110), και άλ­λες χοντροδουλειές. Μερικές προορίζονταν για πιο σύνθετες ασχολίες. Ο Αγαμέμνων θέ­λει τη Χρυσηΐδα και για να υφαίνει και για να κοιμάται μαζί του (Ιλ. Α, 31).

Εκτός από μια περίπτωση, δεν αναφέρον­ται γυναίκες σε γεωργικές εργασίες, κάτι που αργότερα ήταν ο κανόνας. Η εξαίρεση είναι εκείνη όπου η δούλα του πατέρα του Εύ­μαιου συνελήφθη από ληστές «αγρόθεν ερ­χομένη» (Οδ. β, 427). Δεν είναι αρκετά ισχυ­ρό αποδεικτικό στοιχείο, αλλά δεν έχουμε κι άλλο. Και για να σχηματίσουμε μιαν ιδέα, έστω και αμυδρά, του κόστους μιας γυναίκας θα προσθέσουμε την εξής πληροφορία. Ένας μεγάλος τρίποδας άξιζε τόσο όσο και 12 βό­δια, μια σκλάβα καλή, τέσσερα βόδια (Ιλ. Ψ, 702). Και στο Ιλ. Ψ, 752 μαθαίνουμε πως ένα βόδι άξιζε μισό χρυσό τάλαντο. Από τις πληροφορίες αυτές, κάνοντας μιαν αναγωγή του βοδιού σε πιθανή ποσότητα κρέατος, έ­χουμε μια πολύ θολή πληροφορία για το ποια ήταν η αγοραστική αξία του τάλαντου, και ποια μιας σημερινής καλής γυναίκας. Εκτός των αρετών που αναφέρθηκαν πάρα πάνω, και η παρθενία ήταν ένας συντελεστι­κός παράγων στην κοστολόγηση μιας γυ­ναίκας (Ιλ. I, 132). Ο Αγαμέμνων υπόσχεται ότι η Βρισηίδα είναι απείραχτη όταν την επιστρέφει στον Αχιλλέα, «παρ’ όλον ότι το αντίθετο είναι φυσικό να γίνεται ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες» (Ιλ. I, 276). Πλην της παρθενίας, το ανάστημα, η επι­δεξιότητα στα χέρια, το μυαλό, τα έργα, έ­παιζαν αποφασιστικό ρόλο στον Αγαμέμνο­να, και γι’ αυτό δηλώνει ότι προτιμά τη Χρυσηΐδα από την Κλυταιμνήστρα (Ιλ. Α, 113).

Τέλος και η ομορφιά ήταν ένας σημαν­τικός παράγοντας, και φυσικά όμορφες γυ­ναίκες εθεωρούντο -ποιες άλλες; – οι Μωραΐτισσες. «Αχαΐδα καλλιγύναικα» αναφέ­ρει ο Όμηρος (Ιλ. Γ, 75, 258). Και τα νιάτα, φυσικά, έπαιζαν κι αυτά το ρόλο τους. Και ο Οδυσσέας είχε την ειλικρίνεια να δηλώσει στην Καλυψώ: «Συμπάθα λατρευτή θεά. Καλά κι εγώ το ξέρω σαν πόσο φαίνεται άσχημη μπρο­στά σου η Πηνελόπη στ’ ανάστημα και τη μορφή, τις δυο σας όποιος συγκρίνει θνη­τή είναι εκείνη, μα θεά κι αγέραστη είσαι ατή σου» (Οδ. ε, 215-16)

 

To sex

 

Φαίνεται πως στο σημείο αυτό οι ομηρι­κοί ήρωες είχαν προχωρημένες αντιλήψεις. Γι’ αυτό και η Θέτις συνιστά στο γιο της Α­χιλλέα: «Αγαθόν δε γυναίκα περ’ εν φιλότητι μίσγεσθαι» ( γιατί είναι καλό να συνευρίσκεται κανείς με γυναίκα που αγαπά). (Ιλ. Ω, 130) Συμβουλή που δεν πάει χαμένη, γιατί ο Α­χιλλέας, παρ’ όλα τα κλάματα για τον Πά­τροκλο, παίρνει και τη Βρισηίδα δίπλα του, όταν πέφτει να κοιμηθεί, για να τον πάρει ο ύπνος (Ιλ. Ω, 676). Αυτή η σύσταση της Θέτιδας εύρισκε πλή­ρη εφαρμογή, όχι μόνο στους άντρες, αλλά και στις κοπέλες, για τις οποίες γράφει ο Όμηρος: «ευνή και φιλότητι, τας τε φρένας ηπεροπεύει θηλυτέρησι γυναιξί, και η κ’ ευεργός έησιν» που θα πεί: «…(το κρεβάτι και ο έρωτας) τα κάνουν αυτά, τα μυαλά των κοριτσιών να στρί­ψουν κι ας ήταν πρώτα φρόνιμα» (Οδ. ο, 421)

 

Σκηνή από συμπόσιο. Τέλος 6ου αιώνα π.χ. Βασιλικό Μουσείο Τέχνης και Ιστορίας, Βρυξέλες.

 

Τη συμβουλή που είπαμε πάρα πάνω ότι η Θέτις έδωσε στο γιο της τον Αχιλλέα, την είχε από τον πατέρα της τον Δία, του οποίου οι κατακτήσεις υπερβαίνουν σε αριθμό όλων των άλλων θεών. Μόνος του καυχόμενος α­ναφέρει τους δεσμούς του με τη γυναίκα του Ιξίονα – δεν θυμάται τ’ όνομα της – τη Δα­νάη με τα ωραία πόδια, την κόρη του Φοίνι­κα – ούτε αυτηνής θυμάται τ’ όνομα, κι ας του γέννησε τον Μίνωα και τον Ραδάμανθυ – τη Σεμέλη, την Αλμήνη, τη Δήμητρα, τη Λητώ (Ιλ. Ξ, 307-27), τη Λαοδάμεια (Ιλ. Ζ, 197), την Αντιόπη (Οδ. λ, 260).

Σκηνή από συμπόσιο, λεπτομέρεια. Τέλος 6ου αιώνα π.χ.

Όλες αυτές οι συναντήσεις, όχι μόνο του Δία αλλά και των άλλων θεών και ημιθέων, είχαν σαν αποτέλεσμα να γεννιούνται εκά­στοτε από ένα έως δύο παιδιά, γεγονός που αποδεικνύει ότι: «ουκ αποφώλιαι ευναί αθα­νάτων», που σημαίνει σ’ ελεύθερη μετάφρα­ση πως «οι θεοί δεν παίζαν στο κρεβάτι» (Οδ. λ, 249). Τελικά, από τη σωρεία των ερωτικών περιπετειών που συναντούμε στον Όμηρο αναφέρουμε: Τον Άρη με την Αστυόχη (Ιλ. Β, 515), «την ντροπαλή παρθένα που γέννησε δυο γιους όταν ανέβηκε στο ανώι να κοιμηθεί και ο θεός Άρης πήγε και πλάγιασε κρυφά μαζί της».

Τον Αγχίση με την Αφροδίτη, που γέννησαν τον Αινεία (Ιλ. Β, 8). Τον Βουκολίωνα με την Αβαρβαρίη (Ιλ. Ζ, 24), τον Βελερεφόντη με την Άντεια (Ιλ. Ζ, 159). Τον Τιθωνό με την Αυγή (Ιλ. Λ, 1· Οδ. ε, 1). Τον Σπερχειό με την Πολυδώρα (Ιλ. Π, 175). Τον Ερμή με την Πολυμήλη (Ιλ. Π, 180). Τον Ο­δυσσέα με την Καλυψώ, που ο δεσμός τους κράτησε επτά χρόνια (Οδ. α, 14, 55). Τον Ποσειδώνα με την Βόωσσα (Οδ. α, 71). Τη Δήμητρα με τον Ιασίωνα (Οδ. ε, 125).

Τον Ποσειδώνα με την Περίβοια (Οδ. η, 57). Τον Ενιπέα με την Τυρώ (Οδ. λ, 235). Τον Ποσει­δώνα με την Ιφιμέδεια (Οδ. λ, 305). Την Ερι­φύλη, που απατούσε τον άνδρα της «επί χρήμασιν» (Οδ. λ, 326). Τον Τιτυό, ο οποίος ξε­πλήρωσε στον Δία όλα τα στεφάνια που δεν σεβάστηκε, απλώνοντας χέρι στη Λητώ, την επίσημη μαιτρέσσα του Δία (Οδ. λ, 580). Ά­σε πια τους Μνηστήρες, που περιμένοντας από τριετίας να πει η Πηνελόπη το ναι έσερ­ναν τις σκλάβες «αεικελίως κατά δώματα καλά» (απρεπώς, ανάρμοστα προς τα ωραία δωμάτια) (Οδ. π, 108). Εδώ όμως σταματά το κουτσομπολιό αυτό. Αυτό το «ποιος, πού, ποιαν».

 

Τα νόθα

 

Κάτω από αυτές τις τόσο διαδεδομένες στον Ομηρικό κόσμο συναντήσεις Θεών με θνητές, και με τις συνέπειές τους, νομίζω πως θα πρέπει να δούμε τις τόσο φυσικές προγα­μιαίες ή εξωσυζυγικές σχέσεις, που τα προϊ­όντα τους έσπευδαν να τα περιβάλουν με θεϊκή ιδιότητα, για να τα προστατέψουν, και να προστατευθούν και οι ίδιες οι μητέρες, α­πό την οργή του περιβάλλοντος. Η λύση αυτή, η αναγνώριση δηλαδή της θείας επέμβασης στη γέννηση του νεογνού, απήλλασσε και τους άνδρες από την υποχρέ­ωση να παίξουν αυτόν τον δυσάρεστο ρόλο του αρσενικού τιμωρού και εκδικητή. Βόλευε όλο τον κόσμο. Και το μικρό, και τη μητέρα, και τον μη πατέρα.

Καμιά φορά, οι γείτονες ήσαν κάπως δύ­σπιστοι και είχαν αμφιβολίες για την πατρό­τητα του νεογέννητου. Όπως στην περί­πτωση της Πολυδώρας της αδελφής του Α­χιλλέα, που παρ’ όλη την επιμονή της ότι ο Μενέσθιος ήταν γιος του άντρα της του Βώρου, δεν έπεισε κανέναν. Ήταν κοινό μυστι­κό πως τον είχε συλλάβει με τον «ακούρα­στο» Σπερχειό (Ιλ. Π, 175).

Μια περίπτωση συζυγικής τρυφερότητας και αφοσίωσης είναι και η Θεανώ, που για χάρη του άντρα της Αντήνορα, του μεγάλω­σε το νόθο γιο του, εξ ίσου φροντισμένα με τα δικά της παιδιά (Ιλ. Ε, 70). Νόθος ήταν και ο Μέδοντας ο νόθος γιος του Οϊλέα, βασιλιά της Θαυμακίας (Δομοκός) (Ιλ. Β, 727), και ο Τεύκρος ο γιος του Τελαμώνα (Ιλ. Θ, 284).

Το ρεκόρ στα νόθα, το είχε ο Πρίαμος, ο ο­ποίος είχε πενήντα παιδιά, εξ ων, δέκα εννέα ομομήτρια. Τα άλλα όλα νόθα. (Ιλ. Ω, 495) Τα παιδιά, γνήσια και νόθα, συνήθως μεγά­λωναν μαζί, χωρίς διακρίσεις. Αλλά όταν ερχόταν η ώρα της διανομής της πατρικής περιουσίας «…μα λιγοστά σε μένα μου δώ­σανε στη μοιρασιά κι ένα του σπίτι μόνο» (Οδ. ξ, 210), παραπονείται στη φανταστική του διήγηση ο Οδυσσέας, που σημαίνει, πως ήταν συνηθισμένο να γίνεται έτσι στην πρα­γματικότητα.

 

Απαγωγές

 

Ο Πάρης και η ωραία Ελένη , Jacques-Louis David, 1788.

Καμιά φορά ο ερωτικός παροξυσμός ο­δηγούσε και σε απαγωγή της κόρης, η οποία φεύγουσα συναπεκόμιζε και όσα τιμαλφή προλάβαινε. Τέτοια ήταν και η περίπτωση της Ελένης, που φεύγοντας με τον Πάρι, του σηκώνει το σπίτι του Μενέλαου, αφήνοντάς του μόνο το μικρό κοριτσάκι τους την Ερμιό­νη. (Ιλ. Γ, 175) Αργότερα, νοσταλγεί τον… Μενέλαο (Ιλ. Γ, 139), και αναγνωρίζει την ά­πρεπη συμπεριφορά της, «τα αίσχεα και ανείδεά της» ( τις αισχρές και άσχημες πράξεις της). (Ιλ. Γ, 242) Οι τύψεις όμως αυτές δεν την εμποδίζουν να καταφύγει στην κρεβατοκάμαρα του Πάρι, διαμαρτυρόμε­νη καθ’ οδόν στη θεά Αφροδίτη, γιατί την… έσπρωχνε προς τα εκεί (Ιλ. Γ, 395-420). Εκεί την περίμενε ο Πάρις, ο οποίος αφού τη γλύτωσε παρά τρίχα στη μονομαχία του με το Μενέλαο, είναι τώρα εκτός εαυτού από ερω­τική διάθεση, και επίμονα απαιτεί από την Ελένη «εδώ και τώρα».

 

Ο έρωτας και το θέατρο

 

Ανυπέρβλητη σε νάζι και υποκρισία είναι η σκηνή που ακολουθεί. Η Ελένη, παρ’ όλες τις διαμαρτυρίες και τις κατάρες κατά του Πάρι, που της λέει με κατεβασμένα μάτια, «όσσε πάλιν κλίνασα», τον ακολουθεί και στο σκαλιστό κρεβάτι (Ιλ. Γ, 448). Και όλα αυτά καθ’ ον χρόνον η μάχη μαινόταν έξω από τα τείχη, και ο Μενέλαος έψαχνε ανά­μεσα στους Τρώες πολεμιστές, να τον βρει. Ο Έρωτας θέλει και λίγο θέατρο.

Γι’ αυτό και ο Όμηρος βάζει τη θεά Αφροδίτη να λα­βαίνει μέρος στη… μάχη, και μάλιστα να τραυματίζεται στο χέρι (Ιλ. Ε, 335). Μεταφέ­ρεται με ασθενοφόρο της εποχής, και συγκεκριμένως με τα άλογα του Άρη, εσπευσμέ­νως στον Όλυμπο, όπου ο πατέρας της ο Δί­ας της λέει: «Δεν είναι για σε παιδάκι μου τα έργα του πολέμου. Συ τις ευχάριστες δουλειές του γάμου να κοιτάζεις». (Ιλ. Ε, 429)

Aphrodite, National Archaeological Museum of Athens

Η Αφροδίτη σαν θεά του Έρωτα ήταν ά­φθαστη σε τερτίπια ερωτικά και τις σχετικές γνώσεις, που τις διέθετε μάλιστα αφιλοκερ­δώς. Η Ήρα καταφεύγει στις συμβουλές της, προκειμένου να ξυπνήσει το συζυγικό ενδι­αφέρον του Δία (Ιλ. Ξ, 215). Το θέατρο όμως αυτό θέλει και προσοχή και δεν πρέπει να το αφήνουμε να φτάνει στα άκρα. Σε μια θεατρική χειρονομία, ο Πάρις κα­λεί σε μονομαχία τον Μενέλαο, και γλυτώνει ως εκ θαύματος (Ιλ. Γ, 69 κ.ε.).

Εκεί όμως που το θέατρο φτάνει στην αποκορύφωσή του, είναι στη σκηνή όπου ο Οδυσσέας, «επεί ουκέτι ήνδανε νύμφη», (γιατί του γύρισε η καρδιά να ζει με την νεράιδα, με δικά μας λό­για, αφού βαρέθηκε να ζει εφτά χρόνια με την Καλυψώ, κι ας ήτανε Νεράιδα), άρχισε να χρησιμοποιεί τα μεγάλα μέσα. Κατέβαινε κάτω στην παραλία, και: «Όλη μέρα κάθονταν σε βράχους σ’ α­κρογιάλια με κλάμα, πόνους, στενα­γμούς, σπαράζοντας τα στήθια». Αλλά τη νύχτα κατ’ ανάγκην, «μέσα στις όμορφες σπηλιές μαζί της εκοιμόταν, χωρίς να θέλει αυτός εκείνη το ζητούσε» (Οδ. ε, 154-5).

Τα ίδια επαναλαμβάνονται αργότερα και με την Κίρκη (Οδ. ι, 3), της οποίας δεν αρ­νείται τας αγκάλας, τη συμβουλή του Ερμή ακολουθώντας (Οδ. κ. 297), και την πρόταση της ίδιας: «να πάμε στο κρεβάτι μου μαζί να κοιμη­θούμε, το στρώμα και τ’ αγκάλιασμα κάθε υποψία να σβήσουν» (Οδ. κ, 3). Έτσι κι έγινε. «Και τότε εκεί καθίσαμε ολόκληρο ένα χρόνο» (Οδ. κ, 467).

 

Sensualités raffinées (εκλεπτυσμένη ηδονή, απόλαυση)

 

Η Πηνελόπη και οι μνηστήρες από τον John William Waterhouse (1912)

Παρ’ όλον ότι οι πολλαπλοί έρωτες που παρεμβάλλονται στα Έπη αφήνουν ελεύθε­ρο έδαφος για την παρεμβολή τολμηρών λε­πτομερειών, που τόσο ενθουσιάζουν συγ­γραφείς και αναγνώστες, εντούτοις δεν τις συναντούμε παρά ελάχιστες φορές, κι εκεί­νες υπονοούμενες. Μια φορά στην Ιλιάδα (Ιλ. Τ, 261-3), ορκί­ζεται ο Αγαμέμνων: «Μη μεν εγώ κούρη Βρισηίδι χείρ’ επέκεινα ούτ’ ευνής πρόφασιν κεχρημένος ούτε τευ άλλου αλλ’ έμεν’ απροτίμαστος ενί κλισίησιν εμήσιν».

 Μια άλλη πληροφορία που εμφανίζει τον Αχιλλέα να κοιμάται με την Διομήδη, και τον Πάτροκλο με την Ίφη στην ίδια σκηνή (Ιλ. I, 662-7), δεν μπορεί να στηρίξει κατηγορία για amours en commun (κοινοί έρωτες), αν και τίποτα δεν τους αποκλείει. Και τέλος μια τρίτη. Ασφαλώς δεν έβαλε τυχαία ο Όμηρος την Πηνελόπη να αναγνωρίζει τον Οδυσσέα, μό­νο όταν της έκανε περιγραφή του κρεβατιού τους (Οδ. ψ, 205).

Κάποια αλληγορία κρύβεται πίσω από τους στίχους αυτούς. Μόνο από τις λεπτομέρειες της περιγραφής πείθεται η Πηνελόπη για την ταυτότητα του Οδυσσέα, και: «εκείνοι τότε, στο παλιό κρεβάτι με λα­χτάρα, της παντρειάς θυμήθηκαν την ορισμένη τάξη» (Οδ. ψ, 296). Από την αποφυγή της παράθεσης τέτοιων λεπτομερειών, μπορούμε να συμπεράνουμε ό­τι τα Έπη, στη μορφή τουλάχιστον που τα κληρονομήσαμε, προορίζονταν για συντη­ρητικό ακροατήριο.

 

Η ομοφυλοφιλία

 

Άνδρας διεγείρει ένα αγόρι. Μουσείο Ashmolean, Οξφόρδη. Γύρω στα 480 π.χ.

Σ’ όλα τα Έπη συναντούμε δύο σχετικούς υπαινιγμούς. Ο πρώτος, στους στίχους (Ιλ. Ε, 266), εκεί που ο Δίας αρπάζει το ωραίο βοσκόπουλο, τον Γανυμήδη, τον γιο του Τρώα, και για αποζημίωση δίνει στον συγκαταβατικό πατέρα μια περίφημη ράτσα αλό­γων, του Αχιλλέα με τον Πάτροκλο, που και μεγαλύτερός του ήταν (Ιλ, Λ, 787) και ιατρι­κές γνώσεις είχε (Ιλ. Λ, 830). Οι υπερβολές του πένθους του Αχιλλέα για τον φίλο που έχασε, γεννούν μερικές αμ­φιβολίες. Οι πράξεις του Αχιλλέα μέχρι ποίου σημείου μπορούν να θεωρηθούν πρά­ξεις ανθρώπου οργίλου που δεν ελέγχει εαυ­τόν; Ή είναι πραγματικά δείγματα βαθειάς ερωτικής απελπισίας; Ας δούμε τους σχετικούς στίχους: Στο στίχο (Ιλ. Π, 247) ο Αχιλλέας προσεύ­χεται στο Δία «ασκηθής μοι έπειτα θοάς επί νήας ίκοιτο» (μετά την μάχη ας μου γυρίσει γερός – ο Πάτροκλος- κοντά στα γρήγορα καράβια).

Στους στίχους (Ιλ. Τ, 317 κ.ε.) στους οποί­ους, αναφερόμενος ο Αχιλλέας στις αρετές του νεκρού Πάτροκλου, λέει: «Φίλτατ’ εταίρων»… μου έφερνες νόστιμο φαγητό μέσα στη σκη­νή γρήγορα και πρόθυμα. Και παρακάτω: «αυτόν (τον Πάτροκλο) εγώ δεν θα τον ξεχάσω, ούτε ζωντανός, ούτε πεθαμένος» (Ιλ. Χ, 388) Και τώρα η πολυσυζητημένη σκηνή της εμφάνισης του φάντασματος του Πάτροκλου (Ιλ. Ψ, 69). Εμφανίζεται το φάντασμα και λέει του κοιμισμένου Αχιλλέα: «Κοιμάσαι, αλλά με ξέχασες, Αχιλλέα. Όσο ζούσα με φρόντι­ζες. Τώρα που πέθανα όχι πια. Θάψε με όσο μπορείς πιο γρήγορα για να περάσω τις Πύ­λες του Άδη». «Ζωντανοί πια δε θα συσκεφτούμε μακριά από τους αγαπημένους συν­τρόφους». Και ακόμη τον παρακαλεί: «Μη εμά σων επάνευθε τιθήμεναι οστέ, Αχίλλευ» (Τα κόκκαλά μου να μη μπουν χωριστά από τα δικά σου).  (Ιλ. Ψ, 83)

Μέχρις εδώ δεν μπορεί να βρει κανείς στη σχέση Αχιλλέα – Πάτροκλου τίποτ’ άλλο από μια μεγάλη φιλία. Οι στίχοι όμως (Ιλ. Ψ, 97) αφήνουν ανοιχτό ένα παραθυράκι: «αλλά μοι άσσον στήθι μίνυν θά περ αμφιβαλόντε αλλήλους ολοοίο τεταρπώμεθα γόοιο» (αλλά στάσου πιο κοντά μου. Για λίγο. Κι αγκαλιασμένοι ας παρηγορηθούμε κλαίγον­τας), λέει ο Αχιλλέας στο φάντασμα του Πά­τροκλου. Ένα δεύτερο παραθυράκι ανοίγουν οι στίχοι (Ιλ. Ω, 6). Ο Αχιλλέας δεν μπορεί να κοιμηθεί και στριφογυρίζει πάνω στο κρεβά­τι του: «Πατρόκλου ποθέων ανδρότητά τε και μένος ευ ηδ’ οπόσα τολύπευσε συν αυτώ και πάθεν άλγεα» (ποθώντας ή θυμούμενος τον ανδρισμό ή την γενναιότητα και το θάρρος του Πατρόκλου και όσα υπέφερε μαζί του και όσους γνώρισε πόνους).

Αν δοθεί η πονηρά ερμηνεία εις τον όρο «ανδρότητα», τότε εύκολα θα μπορούσε να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι οι θρυλικοί αυτοί φίλοι ήσαν και ομοφυλόφι­λοι. Αν όμως δώσουμε στο «ποθέων ανδρό­τητα και μένος» την ερμηνεία «νοσταλγών­τας την παλικαριά και το θάρρος, και τα όσα τραβήξανε μαζί», τότε καταπίπτει η επαρίστερος αυτή σκέψη. Αργότερα, όταν σκοτώθηκε και ο Αχιλλέ­ας, τα οστά του μπαίνουν μαζί με του Πάτροκλου, στον ίδιο αμφιφορέα, σύμφωνα με την εντολή και του Αχιλλέα και του Πατρόκλου.

Ενώ τα οστά του Αντίλοχου, που κι εκείνος ήταν από τους επιστήθιους φίλους του Α­χιλλέα, μπαίνουν χωριστά (Οδ. Ω, 76-7). Αλλά είναι τόσο δύσκολο από το λίγο φως που δίνουν τα παραθυράκια αυτά στα σκοτά­δια της ανθρώπινης ψυχής, να βγάλει κανείς ένα κατηγορηματικό συμπέρασμα! Πάντως ένα είναι βέβαιο και σαφές. Στα Ομηρικά Έπη αποφεύγουν να θίξουν το θέ­μα της ομοφυλοφιλίας, κι αυτό μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι το γνώριζαν, αλλά δεν το ευλογούσαν.

 

Ο έρωτας σαν ποινή ή εκδίκηση

  

Τα αισθήματα που υποκινούσαν τον έρωτα στους Ομηρικούς ανθρώπους δεν ήσαν πά­ντα ευγενικά. Υπάρχουν περιπτώσεις που βλέπουμε ήρωες να εμφανίζονται σαν ερω­τευμένοι, ενώ στην πραγματικότητα δεν ή­ταν. Τέτοια είναι η περίπτωση του Αχιλλέα, που την Βρισηίδα δεν την αγαπά, παρ’ ότι δηλώνει «εγώ αυτήν την αγαπούσα μέσα από την καρδιά μου, μ’ όλο που την κέρδισα με το κοντάρι μου» (Ιλ. 1,343), αλλά είναι οργι­σμένος γιατί θεωρεί τον εαυτό του ταπεινωμέ­νο (Ιλ. Α, 293). Μια δεύτερη περίπτωση είναι εκείνη που ο σοφός Νέστορας παροτρύνει τους Αχαιούς να μη βιάζονται να φύγουν και να γυρίσουν σπίτια τους «πριν τινα παρ’ Τρώων αλόχω κατακοιμηθείναι» ( πριν κανείς πλαγιάσει με κάποια Τρωαδίτισσα) (Ιλ. Β, 355).

   

Η Ζήλεια

 

Μαρμάρινο άγαλμα της Αφροδίτης που δείχνει να περιποιείται τα μαλλιά της μετά από μπάνιο. Μουσείο Ρόδου.

Λέγεται πως ο Έρωτας είναι μια από τις ευγενέστερες εκδηλώσεις της ανθρώπινης ψυχής. Συνήθως ο ένας αγαπά, ο άλλος υφίσταται την αγάπη του πρώτου. Ουαί όμως και αλλοίμονο σ’ εκείνον που θα επιχειρήσει να παρεμβληθεί σ’ αυτή την χιλιοτραγουδημένη τρυφερή σχέση. Ή και απλώς τολμήσει να ζητήσει, ο ένας από τους δύο, τη διακοπή, ή και προσωρινή αναστολή, της επιβεβλημέ­νης και αναγκαστικής αυτής αγάπης. Κάπως έτσι γεννιέται η ζήλεια. Πολλοί στίχοι του Ομήρου έχουν αφιερωθεί στην αντίθετη αυ­τή αλλά και απαραίτητη πλευρά του έρωτα. Σταχυολογούμε όσους μπορούμε.

Ο Αμύντορας, ο πατέρας του γερο-Φοίνικα, είχε οργιστεί εναντίον του γιου του από την εξής αφορμή: Ο Αμύντορας είχε στο σπίτι του μεταξύ του προσωπικού του και μια κοπελίτσα «καλλικόμοιον», κι αδιαφορούσε για τα μαραμένα κάλλη της γυναίκας του. Η τελευταία πείθει το γιο της να πλαγιάσει με την κοπελίτσα πρώτος αυτός ώστε να σιχα­θεί το γέρο. Έτσι κι έγινε. Το έμαθε όμως ο γέρος και τον καταριέται. Κι ο γιος αναγκά­ζεται να εγκαταλείψει το σπίτι (Ιλ. 1,448-75).

Ο Λαέρτης είχε αγοράσει μια νεαρή σκλά­βα «πρωτόχνουδη», με την οποία όμως απέ­φυγε να κοιμηθεί, για να μη ζηλέψει η γυ­ναίκα του η Αντίκλεια, η μητέρα του Οδυσ­σέα (Οδ. α, 430).

Η μικρή Ευρύκλεια όμως, δεν ξέρω πώς τα κατάφερε, και είχε γάλα για να θηλάσει τον Οδυσσέα όταν ήταν βρέφος (Οδ. τ, 4). Δεν ζήλευαν όμως μόνο οι άνθρωποι. Ζή­λευαν και οι θεοί. Οργισμένη η Καλυψώ τους στηλιτεύει: «Σκληροί θεοί, ζηλιάρηδες, πιο πάνω σεις απ’ όλους, / που σκάζετε με τις θεές, αν με θνητό πλαγιάσουν / κι αν ίσως κά­μει ομόκλινο κι αν πάρει στο κρεβάτι της καμιά τον ποθητό της» (Οδ. ε, 118).

Ζηλιάρης όμως ήταν και ο Δίας, που δεν θα το περίμενε κανείς. Έτσι, κι όταν η Δή­μητρα… «πήγε σε βαθυχόρταρο χωράφι να πλαγιά­σει / με τον Ιασίονα αγκαλιά, καμένη από την αγάπη / τόμαθε ο Δίας στη στιγμή, και μ’ ένα αστροπελέκι / καυτό χτυπώ­ντας τούσβησε τη νιότη του κι εκείνου. / Τώρα έτσι πάλε σκάσατε, θεοί, μαζί μου, πόχω / άνδρα θνητόν…», τους καταμαρ­τυρεί η Πηνελόπη (Οδ. ε, 125).

Λόγους να ζηλεύει και ν’ ανησυχεί είχε και ο Αγαμέμνων. Γι’ αυτό κι όταν έφευγε για την Τροία, ανέθεσε σ’ έναν τραγουδιστή, άνθρωπο της εμπιστοσύνης του, την παρα­κολούθηση της γυναίκας του Κλυταιμνή­στρας. «Κι όταν μια μέρα η μοίρα της την έ­σπρωξε να πέσει / (στην αγκαλιά του Αί­γισθου) πέταξε τον τραγουδιστή / σ’ ερη­μονήσι απάνω / κι εκεί τον άφησ’ άσπλα­χνα, τα όρνια να τον φάνε» (Οδ. γ, 24).

Μια περίπτωση που ίσως πρέπει να μας α­πασχολήσει περισσότερο, είναι η ξέφρενη ζήλεια που νιώθει ο Οδυσσέας κυρίως για «τας δμωάς του» ( τις δούλες του). (Οδ. η, 225)

Η πρώτη σκέψη που τον απασχολεί, δεν είναι: τι έκανε η γυναίκα του, αλλά θέλει να μάθει «των γυναικών τη γνώμη». Ποιες γυναίκες τον ατιμάζουν και ποιες όχι (Οδ. π, 304, τ, 497, τ, 500). Όχι μόνον αυτός, αλλά και ο γιος του ο Τηλέμαχος, δείχνει ξεχωριστό ενδιαφέρον για τις ερωτοτροπίες των νεαρών κοριτσιών που είχαν σαν σκλάβες στ’ ανά­κτορα. Μεταμφιεσμένος ο Οδυσσέας, άκου­γε τις δούλες που ξεπόρτιζαν το βράδυ, και «ένδον η κραδίη (του) υλάκτει», και δεν του πήγαινε ύπνος από τη ζήλεια του (Οδ. υ, 5-10).

Η ερμηνεία που δίνει ο Όμηρος μπερδεύ­ει αντί να ξεδιαλύνει τα πράγματα: «Κι ως τρέχει η σκύλα ολόγυρα στα τρυ­φερά κουτάβια / σα νιώσει ξένο κι αλυ­χτά κι ορμά να τον δαγκώσει / έτσι αλυ­χτούσε κι η καρδιά στα στήθια του Δυσσέα / κι έβραζε τις παράνομες δουλειές αυ­τές να βλέπει» (Οδ. υ, 14-7). Κάτι τέτοιο επαναλαμβάνει απευθυνόμε­νος στους Μνηστήρες λίγο πριν αρχίσει ο φόνος τους (Οδ  . χ, 37).                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                             

Αυτή η ζήλεια είναι εκείνη που οδήγησε τον Οδυσσέα στην απόφαση να καταδικάσει εις θάνατον τις δώδεκα κοπέλες, τα δουλάκια, του υπηρετικού προσωπικού των ανα­κτόρων, με μόνη την κατηγορία ότι «μ’ αγά­πες σμίγανε κρυφά με τους Μνηστήρες» (Οδ. χ, 464). Απόφαση που σπεύδει με ικανοποί­ηση να εκτελέσει ο γιος του Τηλέμαχος, και τις κρεμάει σαν τσίχλες. Κι αυτές λίγο τα πό­δια τίναξαν και πέταξε η ψυχή τους» (Οδ. χ, 473). Γιατί όμως; Τραυματισμένος εγωισμός του αρσενικού; Είναι πολύ πιθανόν, γιατί βλέπουμε και τον Τηλέμαχο να ζηλεύει: «…και προτιμώ να πέσω να πεθάνω / παρά τις άνομες δουλειές αυτές να βλέπω πάντα / …τις δούλες / αδιάντροπα να σέρνετε μέσ’ τ’ όμορφο παλάτι», λέει απευθυνόμενος στους Μνηστήρες (Οδ. γ, 316-9).

Στη συγχορδία αυτή της ζήλειας που παί­ζεται στ’ ανάκτορα μπαίνει και η Ευρύκλεια, η οποία στην επίμονη ερώτηση του Οδυσσ­έα· «Μόν’ έλα τώρα να μου πεις, απ’ του σπι­τιού τις δούλες / ποιες τι ψωμί μου ατίμασαν, και ποιες δεν έχουν κρίμα» (Οδ. χ, 417-8), α­παντά: «Πενήντα στο παλάτι σου έχεις γυναίκες δούλες / …/δώδεκα απ’ όλες έπεσαν σ’ αδιαντροπιά μεγάλη» (Οδ. χ, 421- 4). Κι εδώ ο αναγνώστης βλέπει τον Οδυσσέα να ενδιαφέρεται για το τι έκαναν οι δούλες.

Κι ενώ μπορούσε να ρωτήσει τη γριά Ευρύ­κλεια στην οποίαν είχε και κάθε εμπιστοσύ­νη, για το τι έκανε η Πηνελόπη με τους τό­σους Μνηστήρες, δεν το κάνει, αποφεύγει να μάθει την αλήθεια, συμβιβάζεται με τη βο­λική και αόριστη σκέψη «ότι ήθελαν να του πάρουν το ταίρι του», και δίνει μια καθαρή εικόνα ενός bon mari. Και η Πηνελόπη καταλαμβάνεται από μια τέτοια άγρια ζήλεια εναντίον της όμορφης Μελανθώς, αλλά εκείνη ήταν καθαρή αντι­ζηλία, γιατί η Μελανθώ κοιμόταν με τον Ευρύμαχο (Οδ. σ, 32). Αυτά όμως τα είπαμε πά­ρα πάνω.

Η ζήλεια ήταν μια έκρηξη τραυματισμένου εγωισμού. Τις δούλες όμως τις αγόρα­ζαν, όπως άλλωστε και τη σύζυγο, και απο­τελούσαν περιουσιακό στοιχείο. Οι Ομηρι­κοί ήρωες θα είχαν κάθε λόγο να το βλέπουν να πολλαπλασιάζεται, γιατί το παιδί της δού­λας ήταν κι εκείνο δούλος γεννημένος. Γιατί λοιπόν, όχι μόνο δεν το επεδίωκαν, αλλά και αυστηρά το απαγόρευαν; Εκτός από την ψυχολογική εξήγηση που έ­γινε δεκτή πάρα πάνω, θα πρέπει, νομίζω, να δεχθούμε ακόμη ότι ο ανεξέλεγκτος αριθμός γεννήσεων μέσα σ’ ένα κοινωνικό πυρήνα δημιουργούσε ανεπιθύμητα προβλήματα όχι μόνο επισιτιστικά, αλλά και κοινωνικής ισορροπίας.

Aphrodite and Eros (Pellegrini)

Από τις πιο σπαρταριστές σκηνές ζήλειας στον Όμηρο, είναι εκείνη του Ηφαίστου – Αφροδίτης – Άρη. Θα την αφηγηθούμε πε­ριληπτικά, γιατί είναι λίγο μεγάλη (Οδ. θ, 265 κ.ε.): Ο Άρης «παρασύρει» την Αφροδί­τη και ατιμάζουν το στρώμα του άντρα της του Ηφαίστου. Τους βλέπει όμως ο Ήλιος «μιγαζομένους φιλότητι», και το λέει του Ηφαίστου. Θυμώνει ο απατημένος σύζυγος και αποφασίζει να τους συλλάβει έπ’ αυτο­φώρω. Και αρχίζει να κατεβαίνει ένα-ένα τα σκαλοπάτια της ζήλειας.

Πρώτα, πιάνει και φτιάχνει ένα αόρατο και άθραυστο δίχτυ και τυλίγει μ’ αυτό, πάνω κάτω και ολόγυρα, το συζυγικό κρεβάτι, και λέει της γυναίκας του ότι έχει δουλειές στη Λήμνο και ότι θα λείψει μερικές ημέρες. Δεν είχε επιβιβαστεί καλά- καλά στο καΐκι, όταν ο Άρης πηγαίνει στο σπίτι του, βρί­σκει την Αφροδίτη, και χωρίς περιστροφές της λέει: «Δεύρο, φίλη, λέκτρον δε τραπείομεν ευνηθέντες» (Έλα, αγάπη μου, και πάμε στο κρεβάτι να ξαπλώσουμε). «Είπε, κι εκεί­νη με χαρά να κοιμηθούν ποθούσε / και στο κρεβάτι ανέβηκαν γλυκό να πάρουν ύπνο».

Μπλέκονται όμως στα δίχτυα του Ηφαίστου και δεν μπορούν πια να αποχωριστούν.

Ο Ήφαιστος επιστρέφει, στέκεται στην εξώπορτα και βάζει τις φωνές, καλώντας τον κόσμο να είναι μάρτυρας της διαπραττομένης μοιχείας, διότι φαίνεται ότι από τότε η Δικονομία απαιτούσε να υπάρχει το στοιχείο του nudus ad nudam ( γυμνός ενώπιον γυμνής). «Ελάτε να δείτε τα ρεζιλίκια (έργα γελα­στά) τ’ ανυπόφορα / που εμένα του σακά­τη μου κάνει η Αφροδίτη / …/ Δέστε πώς κοιμούνται αγκαλιασμένοι / ανεβασμέ­νοι πάνω στο κρεβάτι μου». Από το σημείο αυτό και πέρα ο Ήφαιστος τα σκαλοπάτια της ζήλειας τα κατεβαίνει δύο-δύο. Τους κρατά δεμένους ώσπου να έρ­θει ο Δίας, να δει τα χάλια της κόρης του της ξετσίπωτης (κυνώπιδος), και… του επιστρέ­φει τα δώρα που της είχε κάνει. 

Σε λίγο αρχίζουν να μαζεύονται οι θεοί. Από σεμνοτυφία οι θεές δεν πήγαν να δούν το θέαμα (Οδ. ε, 324). Οι θεοί βλέποντας τους δύο μοιχούς δεμένους χωρίς να μπορούν να ξεκολλήσουν ο ένας από τον άλλον, ξεραί­νονται στα γέλια, και αναρωτιούνται μεταξύ τους:

«Θάθελες τάχα στα σφιχτά δεσμά πιασμένος νάσαι / αν στο κρεβάτι πλάγιαζες με τη χρυσή Αφροδίτη;» Και ο άλλος απαντά: «Μακάρι αυτό να γίνονταν, κι ας ήμουν τυλιγμένος / με δίχτυα τρεις φορές πε­ρισσότερα / κι όλοι ας κοιτάζανε οι θεοί με τις θεές, εγώ όμως / στην αγκαλιά μου τη χρυσή Αφροδίτη νάχω».

Νέα γέλια των θεών υποδέχονται την απά­ντηση. Επεμβαίνει ο Ποσειδώνας, και προ­τείνει να δοθεί από τον Άρη μια αποζημίω­ση στον Ήφαιστο, και αυτός να τον λύσει, και εγγυάται ο ίδιος την πληρωμή της απο­ζημιώσεως. Ο Ήφαιστος δέχεται και λύνει τους μοιχούς. Πετιούνται απάνω, κι ο Άρης φεύγει για τη Θράκη, «κι η Αφροδίτη γελα­στή κατά την Κύπρο πήγε» (Οδ. ε, 362).

 

Αιμομιξίες

Το φαινόμενο αυτό που δεν λείπει από κα­μιά κοινωνία, στον Όμηρο το απαντούμε τρεις φορές. Μια τότε που ο Όμηρος γράφει ότι ο Δίας ήταν αδελφός και σύζυγος της Ή­ρας (Ιλ. Σ, 35). Μια δεύτερη, που ο Αίολος παντρεύει τους γιους του με τις κόρες του (Οδ. κ. 7), και μια τρίτη, του Αλκίνοου που είχε παντρευτεί την ανιψιά του την Αρήτη, κόρη του αδελφού του Ρηξήνορα (Οδ. η, 65).

 

Τάκης Μαύρος.

Δελτίο Ιστορικών Μελετών Ναυπλίου, τ. 111-114, Μηνιαία έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, 1997.


Read Full Post »