Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Αραχναίο’

Δαφνόρεμα


 

Η ρεματιά αυτή ξεκινά από τις Ν.Δ. υπώρειες του Αραχναίου και εκβάλλει στην περιοχή της αρχαίας Ασίνης [1]. Κοντά στο χωριό Αρκαδικό (τ. Μπρουτζαίικα) στη δεξιά του όχθη, υψώνεται λόφος με τα επιβλητικά ερείπια του κάστρου της Καζάρμας, που ίσως χτίστηκε  στη θέση της Ακρόπολης της αρχαίας Λήσσας, που δεσπόζουν πάνω από την κοίτη της ρεματιάς. Στον ίδιο χώρο ενώνεται με ασήμαντη νεροσυρμή, που κατεβαίνει από τα βόρεια, αξιομνημόνευτη για το μικρό μυκηναϊκό γεφύρι της [2]. Η μοναδική αυτή κατασκευή, φτιαγμένη από μεγάλες πέτρες, με μια οξυκόρυφη κάμαρα, βρίσκεται αριστερά του δρόμου Άγ. Ιωάννης-Αρκαδικό.

 

Γέφυρα Καζάρμας

 

Το γεφυράκι αυτό εξυπηρετούσε από τον 12ο π.Χ. αιώνα τον πανάρχαιο δρόμο ΜυκηνώνΕπιδαύρου. O W. Miller [3] γράφει: το επιβλητικόν επί λόφου τινός κάστρον Καζάρμα και πρωτόγονός τις γέφυρα κυκλωπείου κατασκευής, είνε τα μόνα διακόπτοντα την μονοτονίαν της μακράς μέχρι του Ναυπλίου αμαξοδρομίας.

 

Αγία Μαρίνα, Καζάρμα. Φωτογραφία από τον διαδικτυακό τόπο «Περιήγηση στα Μνημεία της Αργολίδας», Εφορεία Αρχαιοτήτων Αργολίδας.

 

Εκεί κοντά στη θέση Σουλινάρι, τρέχει ομώνυμη πηγή. Επίσης υπήρχε μεγάλη γέφυρα, που το 1940 ανατινάχθηκε, για να μην περάσουν οι Γερμανοί. Στο βάθος της ρεματιάς είναι χτισμένη βυζαντινή εκκλησία του 12ου αιώνα, η Αγία Μαρίνα.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Ο δαφνοπόταμος ή δαφνόρεμα είναι ένα χείμαρρος που διασχίζει όλο το δήμο Ναυπλιέων. Ξεκινά από το Αραχναίο μέσα από το Μετόχι και το Αρκαδικό καταλήγει στην παραλία της Πλάκας κοντά στο Καστράκι .

[2] Βρίσκεται στο Αρκαδικό Αργολίδας, στη θέση «Μετόχι» και είναι 3.300 και πλέον χρόνων. Χρησιμοποιείται και σήμερα από τους ντόπιους και βρίσκεται κάτω από το ομώνυμο κάστρο στο «Δαφνόρεμα» ή κάστρο Καζάρμας (Ιταλ. casa di arma-στρατόπεδο), επί του ομώνυμου ρέματος. Το μυκηναϊκό αυτό γεφύρι, μονότοξο, είναι το πιο καλοδιατηρημένο στην Αργολίδα, και γενικότερα στην Πελοπόννησο, βρίσκεται στο 15ο χιλιόμετρο Ναυπλίου – Επιδαύρου και κατασκευάστηκε γύρω στα 1300 πχ.

[3] Miller William, «Περιοδεία ανά την Πελοπόννησον». Μετάφραση Σπ. Λάμπρου από το περ. Westmister Review 1904, στον Νέο Ελληνομνήμονα, τ.21, 1904.

 

Κωνσταντίνος Π. Δάρμος

 Κωνσταντίνος Π. Δάρμος, «Οι Αρχαίοι Ποταμοί της Αργολίδας». Έκδοση: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Άργος, Δεκέμβριος, 2013.

 

Read Full Post »

Ιερά Μονή Ταλαντίου (Αραχναίο Αργολίδας)


 

Το Αραχναίο είναι ένα από τα πιο απομονωμένα χωριά της Αργολίδας – όπως μετονομάστηκε το Χέλι. Βρίσκεται αποκομμένο από όλο τον άλλο νομό. Ριζωμένο ανάμεσα στην οροσειρά της Τραπεζώνας (1137 μ.) προς Β, και του όρους Αραχναίου (1199 μ.) προς Ν, και σε απόσταση 30 χλμ. από το Ναύπλιο, δεν έχει επικοινωνία ούτε οπτική με άλλο χωριό. Ο ασφαλτωμένος δρόμος έχει δαμάσει τις άγριες ξεροτοπιές και έχει συνδέσει την αβοήθητη ερημιά του άλλοτε, με τη ζωή του κέντρου και το σήμερα.

Πριν ακόμη μας αποκαλύψουν το χωριό οι στροφές που κατηφορίζουν, διακρίνεται το πρώτο μήνυμα του Αραχναίου: η Νέα Μονή Ταλαντίου. Διαγράφεται καθαρά στην ξερή γύμνια του τοπίου, δυτικά του χωριού και σ’ απόσταση μιας ώρας με τα πόδια. Ένα μονοπάτι ξεκινάει ψηλά από το εικονοστάσι, πριν από το Αραχναίο. Κι’ ένα άλλο, μέσα από το χωριό. Φέρνουν και τα δυο στη Νέα Μονή Ταλαντίου.

Το χωριό, ξανοιγμένο οριζόντια πάνω στην πλαγιά Μπρίνια, έχει στα νοτιοανατολικά του πρόπυλο την Παλιά Μονή Ταλαντίου – ερειπωμένη πια – σε μια απόσταση 100 μ. από τα πρώτα του σπίτια. Λιγνά κοκκινοχώματα και γκρίζες ξερολιθιές περιβάλλουν τη Μονή και το Αραχναίο. Βουνίσιο, βασανισμένο χωριό – οι Γερμανοί του είχαν κάψει στην Κατοχή τα σπίτια. Κτηνοτροφικό, με 1200 ανθρώπους περίπου, είναι διπλοκατοικία άλλων χωριών: της Δήμαινας, της Μιδέας, του Λιγουριού. Καλοχτισμένα πλατύστομα πηγάδια παντού, δείχνουν ακόμη και μέσα στο χωριό τις περίσσιες ανάγκες του για νερό. Με φημισμένους σε παλιά χρόνια τσελιγκάδες και ηρωικούς ληστές όπως οι Δρουγκαΐοι και ο Λύγκος ο Χελιώτης – ληστής προστάτης των φτωχών – κυριάρχησε το χωριό στα άγρια μονοπάτια του όρους Αραχναίου, που ήταν ως την Ενετοκρατία δασωμένο. Από τους αμέρευτους εκείνους καιρούς, έμεινε ηχώ το τραγούδι τούτο:

Θε μου και τί να γίνηκαν οι δόλιοι οι Ντρουγκαΐοι

Ούτε σε γάμο φάνηκαν ούτε σε πανηγύρι,

Ούτε στο δόλιο Πηλιαρό πούχαν τον Ποτισώνα…[1]

 

Παλιά Μονή Ταλαντίου [2]

 

Νοτιοανατολικά του χωριού και αριστερά του δρόμου που οδηγεί προς το Πηλιαρό απέναντι από το ρέμα και σε απόσταση από αυτό λίγες δεκάδες μέτρα, υπάρχει ένας αρχαίος διπλός Βυζαντινός Ναός που οι Χελιώτες το ονομάζουν «Μετόχι» και αποτελείται από δύο χωριστούς Ναούς που εφάπτονται μεταξύ τους και είναι διαφορετικού μεγέθους.

Το Μετόχι κατά την παράδοση ήταν η παλαιά Μονή Ταλαντίου η οποία εγκαταλείφθηκε από τους Μοναχούς λίγο μετά το 1761 μ.Χ. Η εγκατάλειψη έγινε επειδή μεταξύ των Καλόγηρων της Μονής και των κατοίκων του Χελιού υπήρχαν προστριβές, γύρω από τις μακροχρόνιες διεκδικήσεις διαφόρων κτημάτων κοντά στη Μονή και έτσι αναγκάστηκαν οι Καλόγεροι να αναζητήσουν άλλο μέρος και να κτίσουν τη Νέα Μονή Ταλαντίου. Το Μοναστήρι αυτό όπως και εκείνο που κτίσθηκε αργότερα είναι αφιερωμένα στην Κοίμηση της Θεοτόκου.

 

Παλαιά Μονή Ταλαντίου. Από το μοναστήρι σώζεται το καθολικό και ένα μικρότερο παρεκκλήσι προσκολλημένο στα νοτιοανατολικά του. Τα δύο κτίσματα επικοινωνούν εσωτερικά με μικρό άνοιγμα. Το καθολικό θα ήταν αφιερωμένο στους Ταξιάρχες, την Παναγία και τον άγιο Βλάσιο, ενώ το παρεκκλήσι στην αγία Μαρίνα. Το καθολικό θα πρέπει να ανεγέρθηκε, βάσει των μορφολογικών του στοιχείων, στον 14ο-15ο αι., ενώ το παρεκκλήσι ίσως ιδρύθηκε λίγο αργότερα. Φωτογραφία και λεζάντα από τον διαδικτυακό τόπο «Περιήγηση στα Μνημεία της Αργολίδας», Εφορεία Αρχαιοτήτων Αργολίδας.

 

Η αρχαία εικόνα της Κοίμησης της Θεοτόκου βρίσκεται σήμερα ασφαλισμένη και ήσυχη, στην Εκκλησία του Αγίου Αθανασίου στο χωριό. όπου οι Χελιώτες την λατρεύουν κυριολεκτικά και είναι διατεθειμένοι και πόλεμο ακόμα να κάνουν για να την κρατήσουν στο χωριό. Έχουν γίνει στο παρελθόν πολλές απόπειρες για να μεταφερθεί σε άλλα Μοναστήρια της περιοχής, στη Μονή Καρακαλά και στη Μονή των Ταξιαρχών μα πάντοτε συνάντησε την αντίδραση των Χελιωτών οι οποίοι τελικά την κράτησαν στο χωριό.

Επίσης απόπειρες πολλές έχουν γίνει για την κλοπή αυτής από διαφόρους αρχαιοκάπηλους, μα πάντοτε έχουν οδηγηθεί σε αποτυχία και σήμερα η εικόνα βρίσκεται ασφαλισμένη μέσα σε ένα σιδερένιο κουτί που ολόκληρο είναι γερά στερεωμένο σε μια κολώνα της Εκκλησίας. Η παράδοση αναφέρει ότι η εικόνα αυτή βρέθηκε θαμμένη μέσα σε ένα χωράφι εκεί που κτίσθηκε η πρώτη Μονή και ότι όταν αργότερα έγινε η μεταφορά της Μονής στη νέα θέση η εικόνα αυτή άλλαζε θέση κάθε λίγο από την παλαιά στη νέα Μονή και αντίστροφα.

Η ερειπωμένη σήμερα. παλαιά Μονή Ταλαντίου (Μετόχι) δεν ξεχωρίζει καθόλου από το φυσικό της περιβάλλον. Πέτρινη και γκριζόθωρη μοιάζει να είναι ένα με τα πρώτα χωράφια μαζί με τους σωρούς από πέτρες, που αντικρίζουμε όταν πλησιάζουμε στο χωριό.

 

Παλαιά Μονή Ταλαντίου. Φωτογραφία από το Αρχείο της Μαρίας Μπιμπή, 30-4-2016.

 

Το κτιριακό συγκρότημα του Μοναστηριού είναι σήμερα σωρός από πέτρες σαν γκρεμισμένες ξερολιθιές που σιγά-σιγά λιγοστεύουν και αυτές.

Το Καθολικό, δηλαδή ο κύριος Ναός της Μονής που είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου, όπως έχει προαναφερθεί, είναι χτισμένος με απλή λιθοδομή χωρίς τίποτα το ξεχωριστό. Είναι Ναός Σταυρεπίστεγος με τετράγωνο Τρούλο, μεγάλο σε σχέση με τις διαστάσεις του Ναού του οποίου είναι 10,30 μ. η μεγάλη του πλευρά μαζί με το Ιερό και το Νάρθηκα και 4 μ. η μικρότερη του πλευρά. Ο Τρούλος δεν στηρίζεται στο κέντρο του Σταυρού, αλλά υψώνεται πάνω από το δυτικό σκέλος. Έτσι υπάρχει οπτικά μια ισορροπία όγκων ανάμεσα στο Καθολικό και στο συνεχιζόμενο παρεκκλήσι του.

Το Καθολικό έχει φωτιστικά ανοίγματα τις τέσσερις θυρίδες του Τρούλου, τη θυρίδα του Ιερού του Ναού στην Ανατολική πλευρά και την κύρια και μοναδική πόρτα προς τη δύση. Πάνω από την κεντρική πόρτα σχηματίζεται, ένα τόξο που περιβάλλει ένα ανακουφιστικό κενό. Το τόξο αυτό περιβάλλεται από ένα κέραμο πλαστικό διάκοσμο και οδοντωτή ταινία που συνεχίζονται δεξιά και αριστερά από την πόρτα και διατρέχουν όλη την πρόσοψη, ένα δε κομμάτι της είναι συμπληρωμένο με τούβλα σύγχρονα από επισκευή που έχει γίνει πρόσφατα. Ένα μικρό φωτιστικό άνοιγμα υπάρχει ακόμα στο βόρειο τύμπανο του Σταυρού. Στο ίδιο τύμπανο καθώς και το αντίστοιχο του στο νότιο, εσωτερικά, σχηματίζονται τυφλές αψίδες αϊτό μία στο καθένα. Στο εσωτερικό του Νάρθηκα και σε ύψος 1,50 μ. περίπου και στη νότια πλευρά υπάρχει η παρακάτω επιγραφή:

 

ΜΝΗΣΤΗΤΙ ΚΥΡΙΕ

ΤΗΝ ΨΥΧΗΝ

ΤΟΥ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΟΥ

ΔΟΥΛΟΥ ΣΟΥ

ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ

ΣΙΚΟΥΛΑ

 

Οπωσδήποτε ο Ηγούμενος αυτός Σίκουλας είναι πριν από το 1761 που έγινε η μεταφορά της Μονής γιατί από το 1751 και μετά είναι γνωστοί όλοι οι ηγουμενεύσαντες στη Μονή.

Ολόκληρη η εσωτερική επιφάνεια του Ναού είναι αγιογραφημένη και αρκετές αγιογραφίες σώζονται καλά διατηρημένες, όπως ο εκφραστικός Άγιος Φανούριος και η άρτια σύνθεση της Παναγίας με τους Αποστόλους. Ο Παντοκράτορας είναι σχεδόν καταστραμμένος.

Όλες οι Αγιογραφίες είναι έργα καλού τεχνίτη της Κρητικής σχολής και διακρίνονται για το ευλύγιστο σχέδιο και την πλαστική αβρότητα μοιάζουν να έχουν συγγένεια στην Τεχνική με τις Αγιογραφίες της Μονής Σωτήρος Kαραθώνας και είναι και αυτές πιθανόν του 16ου αιώνα.

 

Παλαιά Μονή Ταλαντίου. Τοιχογραφία. Φωτογραφία από τον διαδικτυακό τόπο «Περιήγηση στα Μνημεία της Αργολίδας», Εφορεία Αρχαιοτήτων Αργολίδας.

 

Το δάπεδο φαίνεται να ήταν πλακόστρωτο από τα ελάχιστα τμήματα που έχουν σωθεί. Το τέμπλο είναι πέτρινο και υπάρχει μόνο μία πόρτα. Σε κανένα σημείο του Ναού δεν υπάρχει επιγραφή που να δείχνει πότε χτίστηκε ο Ναός. Από την τοιχοποιία όμως και ειδικά από το διάκοσμο, βγαίνει το συμπέρασμα ότι έχει κτιστεί μέσα στους βυζαντινούς χρόνους, πριν δηλαδή ακόμα από την Τουρκοκρατία.

 

Παλαιά Μονή Ταλαντίου. Παντοκράτωρ. Με την εικόνα του Παντοκράτορα Ιησού αγιογραφείται ο κεντρικός θόλος (τρούλος) όλων των βυζαντινών ναών. Φωτογραφία από τον διαδικτυακό τόπο «Περιήγηση στα Μνημεία της Αργολίδας», Εφορεία Αρχαιοτήτων Αργολίδας.

 

Στη νότια πλευρά του Ναού είναι προσκολλημένο το παρεκκλήσι της Αγίας Μαρίνας, έτσι τουλάχιστον από την παράδοση το ξέρουν οι κάτοικοι του Αραχναίου (Xελιού) γιατί κανένα σημείο του, δεν φανερώνει σε ποιόν Άγιο είναι αφιερωμένο το παρεκκλήσι αυτό. Το μικροσκοπικό αυτό Ναΐδριο είναι επίσης σταυρεπίστεγο με διασταυρούμενες καμάρες εσωτερικά και μία μοναδική πόρτα εισόδου στο δυτικό μέρος που το ανώφλι της είναι μονολιθικό. Τρούλος δεν σώζεται καθόλου, όπως δεν σώζεται και τίποτα από την αγιογράφηση της εκτός από κάποια ίχνη εικόνας Αγίας με τα γράμματα Α.Κ. που πιθανόν να σημαίνουν Αγία Κυριακή.

Και οι δύο Ναοί σαν σταυρεπίστεγοι πρέπει να ανήκουν στον 12ο μ.Χ. αιώνα, ίσως όμως ο μεγάλος τετραγωνικός και άκομψος Τρούλος να είναι μεταγενέστερος.

Εγκαταλειμμένη από τους Μοναχούς η πρώτη αυτή Μονή Ταλαντίου από το 1761, αφανίστηκε χρόνο με το χρόνο. Σκόρπιοι σωροί οι πέτρες της Μονής βρίσκονται στη πρώτη ζήτηση των κατοίκων του χωριού και ίσως σήμερα να μην υπάρχουν ούτε αυτές. Έχουν μείνει μόνο τα δύο εκκλησάκια από τη Μονή και αυτά χορταριασμένα παντού, εγκαταλειμμένα, για πολλά χρόνια χρησίμευαν για να σταλίζουν πρόβατα το καλοκαίρι και για το λόγο αυτό η καταστροφή στο εσωτερικό ήταν ραγδαία στην εποχή του μεσοπολέμου μέχρι το 1940.

Μετά τον πόλεμο ο Ιερέας του χωριού προσπάθησε να περισώσει ότι υπήρχε από τους δύο αυτούς Ναούς. Καθάρισε την κοπριά που υπήρχε μέσα και κατασκεύασε μια σιδερένια πόρτα στο μεγάλο Ναό, μα και πάλι η εγκατάλειψη ακολούθησε στο Ναό.

Από πρόσφατη επίσκεψη που έκανα εκεί, διαπίστωσα πως η σιδερένια πόρτα είναι σήμερα καταστραμμένη, βγαλμένη από τη θέση της και πεταμένη έξω. Μου έκανε δε εντύπωση πραγματικά η αδιαφορία του σημερινού Ιερέα να μη νοιάζεται καθόλου, τουλάχιστον να ξανά τοποθετήσει την πόρτα στη θέση της για να μη γίνει και πάλι σταλείο για τα ζώα η ιστορική αυτή Εκκλησία. Η μόνη αναλαμπή στον Ιστορικό αυτό Ναό είναι το αναμμένο καντήλι που φωτίζει των Αγίων τα πρόσωπα, που και αυτά όμως χλομιάζουν και φθείρονται λίγο-λίγο από την εγκληματική αδιαφορία και εγκατάλειψη.

Γύρω από  τα  δυο  εκκλησάκια  η  περιοχή  είναι  καλλιεργήσιμη  και κατάσπαρτη από κεραμικά, απομεινάρια των κελιών του Μοναστηριού, και του οικισμού που πιθανόν να υπήρχε εκεί γύρω από το Μοναστήρι.

 

Η Νέα Μονή Ταλαντίου (περιγραφή)

 

Η Νέα Μονή Ταλαντίου βρίσκεται δυτικά του Αραχναίου και άπεχει από το χωριό περίπου μια ώρα πεζοπορία. Με το χωριό επικοινωνεί με ένα μονοπάτι που ξεκινάει από αυτό, ακολουθεί για ένα διάστημα την πλαγιά του βουνού, λίγο πάνω από την κοίτη του χειμάρρου που κατευθύνεται προς τον Αμαριανό και παράλληλα προς αυτό και έπειτα κατεβαίνει και ακολουθεί την κοίτη αυτού, φθάνει στο Μοναστήρι και συνεχίζει έπειτα προς τον Αμαριανό. Η πορεία από το χωριό στο Μοναστήρι είναι δύσκολη το χειμώνα και κουραστική το καλοκαίρι.

Εκτός από το μονοπάτι αυτό, υπήρχε και άλλο μονοπάτι που ξεκινούσε από το εικονοστάσι που υπάρχει στον αμαξιτό δρόμο, Άργους – Αραχναίου ακριβώς εκεί που τελειώνουν οι στροφές της σκάλας και αρχίζει δρόμος οριζόντιος και σε μια πορεία λιγότερο από μια ώρα μπορεί να βρεθεί κανείς στο Μοναστήρι. Δεξιά και αριστερά από το μονοπάτι αυτό υπάρχει ένα τοπίο στυφό που με μεγάλη τσιγκουνιά έχει δοθεί σε αυτό το χώμα το οποίο μόλις και μετά βίας σκεπάζει τα πετροχώοαφα που υπάρχουν στις πλαγιές.

Η βλάστηση είναι χαμηλή και περιορισμένη σε μικρά πουρνάρια (πατουλιές) κα σφάκες, χωρίς να μπορεί να σχηματίζει καθόλου σκιά για να ξεκουραστεί ο πεζοπόρος που πάει για το Μοναστήρι και στεγνώνει το μάτι του τις καλοκαιρινές ημέρες και που τα ττετροριζώματα του πυρακτωμένου τοπίου του ξεραίνουν το λαρύγγι του.

Σήμερα υπάρχει και ένας αμαξιτός δρόμος, ασφαλτοστρωμένος, που αρχίζει από το Πρόι-Λάζεριτ και ακολουθώντας την πλαγιά που εκτείνεται προς το Πρόι-Λάζεριτ κατεβαίνει και καταλήγει στο Μοναστήρι.

Από κάποια απόσταση η νέα Μονή Ταλαντίου μοιάζει σαν ένας ζωντανός – οργανισμός, έτσι όπως εκτείνεται από τη δύση προς την ανατολή, σαν να υπάρχουν μέσα κάτοικοι έτοιμοι να υποδεχθούν τον επισκέπτη. Όταν όμως πλησιάσει κανένας σε αυτή νοιώθει πραγματικά την μοναξιά, σαν να απομακρύνεται μέσα στο χρόνο χωρίς ελπίδα όσο πλησιάζει προς τη σιωπή της, σαν εκείνα τα καράβια στην τελευταία τους καταδικασμένη πορεία εγκαταλειμμένα από τους Ναυτικούς τους.

 

Νέα Μονή Ταλαντίου. Το καθολικό της βρίσκεται στο κέντρο του αύλειου χώρου και είναι σταυρεπίστεγο κτίσμα με ημικυκλική αψίδα στο ιερό. Ο Ναός είναι αφιερωμένος στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Φωτογραφία από τον διαδικτυακό τόπο του Δήμου Ναυπλιέων.

 

Οι σημερινοί κάτοικοι του Μοναστηριού είναι μία μόνο Μοναχή [2002] κλειδαμπαρωμένη μέσα στο κελί της, που για να ανοίξει την πόρτα του Μοναστηριού χρειάζεται ολόκληρη διαδικασία. Εδώ θα κάνω μια περιγραφή της Μονής όπως τη θυμάμαι πριν από σαράντα πέντε χρόνια.

Η νέα αυτή Μονή είχε την κλασική μορφή του παραλληλογράμμου που το όριζαν και στις τέσσερις πλευρές συνεχόμενα διώροφα κτίρια και στην εσωτερική αυλή βρίσκεται ο Ιερός Ναός αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου.

[Σημ. Βιβλιοθήκης: Ο Ναός είναι αφιερωμένος στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Σε όλα  τα παλιά επίσημα έγγραφα αναφέρεται ως Κοίμηση. Eορτάζει στις 15 Αυγούστου. Την πληροφορία σημειώνει  η Ντιάνα Αντωνακάτου και ο Τάκης Μαύρος στο βιβλίο τους, «Ελληνικά Μοναστήρια – Πελοπόννησος», τόμος 1ος,  σελ. 54, Αθήνα, 1976, και μας την επιβεβαίωσαν σήμερα 11 Σεπτεμβρίου 2018, οι μοναχές τη Μονής Καρακαλά].

Ερειπωμένη πια η νέα μονή στο μεγαλύτερο μέρος της, διατηρεί ωστόσο τη συγκρότηση, τη μνήμη της λειτουργίας και το καθολικό της. Από την τοξωτή πόρτα που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά από το διαβατικό της, μια στοά τρία περίπου μέτρα, ο επισκέπτης μπαίνει και προχωρεί στο αίθριο, αφήνοντας αριστερά του, διώροφο κτίριο που στον επάνω όροφο το πρώτο κελί ευρύχωρο και περιποιημένο, ήταν το Ηγουμενείο που αποτελείτο από κοιτώνα και ένα μεγάλο γραφείο, το γραφείο του Ηγουμένου, συνέχεια δε ήσαν αρκετά κελιά τα οποία χρησιμοποιούντο σαν κοιτώνες των Μοναχών.

Μπροστά από τα κελιά υπήρχε ένα μακρόστενο ξύλινο μπαλκόνι από το οποίο επικοινωνούσαν ο Ηγούμενος και οι Μοναχοί που έμεναν στα κελιά αυτά. Εκεί που τελείωνε το Μπαλκόνι ξεκινούσε μια ξύλινη σκάλα 10-15 σκαλοπάτια και κατέληγε σε ένα άλλο μπαλκόνι που αντιστοιχούσε στο δεύτερο όροφο της δυτικής πλευράς της Μονής από το εσωτερικό αυτής.

Ανεβαίνοντας κανείς από τη μεγάλη αυτή σκάλα ακριβώς απέναντι υπήρχε μεγάλο κελί που περιελάμβανε κοιτώνα και μεγάλη σάλα και που χρησιμοποιείτο αποκλειστικά και μόνο από τον Επίσκοπο της Αργολίδας όταν επισκεπτόταν τη Μονή. Ένας διάδρομος αριστερά οδηγούσε εξωτερικά σε ένα ξύλινο επίσης μπαλκόνι που στηριζόταν σε τέσσερις πέτρινες κολώνες, χώρος που χρησιμοποιείτο και αυτός αποκλειστικά από τον Μητροπολίτη και τη συνοδεία του όταν επισκεπτόταν τη Μονή. Αριστερά του διαδρόμου υπήρχε κελί που χρησιμοποιούσε ο ακόλουθος του Μητροπολίτη, Ιεροδιάκονος. Συνέχεια από τη σάλα του Μητροπολίτου υπήρχαν κελιά, μεγάλη τραπεζαρία και κουζίνα κατάλληλα διαρρυθμισμένα για τη φιλοξενία υψηλών προσώπων.

Στο ημιυπόγειο της αριστερής πλευράς και στο εσωτερικό υπήρχαν διάφορες αποθήκες και στο τέρμα της αριστερής πλευράς μεγάλο δωμάτιο ισόγειο μέσα στο οποίο υπήρχαν όλα τα εργαλεία του μελισσοκομείου και τα μεγάλα σκεύη αποθήκευσης του μελιού που προοριζόταν για το εμπόριο.

Εξωτερικά του νοτίου τμήματος και στο ισόγειο υπήρχαν χώροι για τα μεγάλα ζώα, άλογα, μουλάρια, αγελάδες, βόδια καματερά που χρησιμοποιούσε το Μοναστήρι.

Στο ισόγειο της δυτικής πλευράς μετά την αποθήκη του μελιού, υπήρχε μια δεύτερη μεγάλη πόρτα του Μοναστηριού και αμέσως μετά μια δεύτερη αποθήκη του μελισσοκομείου και εκεί μέσα γινόταν και διανομή μεγάλης ποσότητας μελιού στους κατοίκους του Χελιού. Συνέχεια υπήρχε μεγάλη τραπεζαρία και κουζίνα που χρησιμοποιείτο από τους μοναχούς και το υπόλοιπο βοηθητικό προσωπικό που απασχολούσε η Μονή.

Στο δεξιό μέρος όπως μπαίναμε στη Μονή υπήρχε πάλι διώροφο κτίριο που κάλυπτε όλη τη δυτική πλευρά με κελιά μοναχών στο επάνω μέρος και στο ισόγειο υπήρχε αίθουσα ζυμωτηρίου, φούρνοι, αποθήκες τροφίμων κλ.π. και στη βόρεια πλευρά υπήρχε πάλι διώροφο κτίριο με συνεχόμενα κελιά στο επάνω μέρος και κάτω διάφοροι βοηθητικοί χώροι, αποθήκες για κυψέλες, κ.λπ. Τέλος κάτω από τα χαγιάτια της Νότιας πλευράς βρισκόταν μία στέρνα για νερό που άλλοτε δρόσιζε τους καλόγερους, σήμερα όμως είναι ξερή και βρώμικη.

Σήμερα από όλο αυτό το συγκρότημα υπάρχουν, η θολωτή είσοδος στην ανατολή και ένα κομμάτι από την παλαιά μονή που κάλυπτε τη νότια πλευρά με ερειπωμένα τα κελιά για τα οποία έχει αρχίσει η συντήρηση τους και η επισκευή τους. Έχει γίνει αλλαγή της σκεπής, έχουν γίνει εσωτερικά επιχρίσματα και συνεχίζεται η συντήρηση και η αντικατάσταση όπου πρέπει των φθαρμένων πατωμάτων και των κουφωμάτων.

Το δυτικό κομμάτι της νότιας πλευράς, μεγαλοπρεπές άλλοτε Δεσποτικό με το μεγάλο εξωτερικό μπαλκόνι έχει κατεδαφιστεί και το μόνο απομεινάρι είναι οι πέτρινες κολώνες που στήριζαν το εξωτερικό χαγιάτι.

Η βόρεια πλευρά επίσης κατεδαφισμένη ολόκληρη και στη θέση της υπάρχει ένα καινούργιο σύγχρονο κτίσμα όπου και διαμένει η μοναδική Μονάχη που σήμερα βρίσκεται στο μοναστήρι.

Η σημερινή Μοναχή έχει περιφράξει τα υπάρχοντα εκεί σήμερα κτίσματα και ένα κομμάτι του εξωτερικού χώρου με δικτυωτό συρματόπλεγμα, και έχει μόνο μία πόρτα στο ανατολικό μέρος όπου διατηρείται και σήμερα η πρόσβαση προς το Μοναστήρι.

Το Καθολικό της Νέας Μονής Ταλαντίου

 

Στο κέντρο της εσωτερικής αυλής είναι κτισμένος ο Ιερός Ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου, [Σημ. Βιβλιοθήκης: Ο Ναός είναι αφιερωμένος στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Σε όλα  τα παλιά επίσημα έγγραφα αναφέρεται ως Κοίμηση], το Καθολικό της Μονής. Ο καινούργιος Ναός της Μονής είναι μονόκλιτος και σταυρεπίστεγος, διατηρείται καλά εξωτερικά είναι κτισμένος επί τουρκοκρατίας, αν και ο αρχαιότερος τύπος του σταυρεπίστεγου εφαρμόστηκε από τον δωδέκατο αιώνα. Πιστεύεται λοιπόν πως ο Ναός της Νέας Μονής Ταλαντίου να είναι αρχαιότερος από την ίδρυση εκεί της Μονής το 1761 πιθανότατα του 15ου αιώνα, όπως χρονολογείται από τους ειδικούς.

Στρώμα από αμμοκονία καλύπτει τη λιθοδομή του Ναού. Η είσοδος γίνεται από μια μικρή πόρτα στη δυτική πλευρά. Πάνω από την πόρτα υψώνεται δίλοβο, δικληνές κωδωνοστάσιο που τα δυο του τόξα στηρίζονται στη μέση επάνω σε στρογγυλό μικρό κίονα με ιωνικό κιονόκρανο. Μια μικρή καμπάνα κρέμεται στο βορινό τόξο.

Δεξιά και αριστερά από την κύρια είσοδο υπάρχουν πεζούλια που στερεώνουν την πρόσοψη του Ναού και αναπαύουν τον επισκέπτη. Οι πλευρές του ναού έχουν μήκος 8.20 μ. και το πλάτος 3.25 μ. Το εσωτερικό της στέγης διαμορφώνεται από δύο καμάρες, η μία που αναπτύσσεται κατά μήκος διακόπτεται στο μέσον περίπου του Ναού από την εγκάρσια καμάρα που είναι μικρότερη και σε ψηλότερο επίπεδο και που αναπτύσσεται κάθετα προς την πρώτη. Οι δυο καμάρες διαγραφούν το σχήμα του Σταυρού και από αυτό δε και η ονομασία του ναού «Σταυρεπίστεγος» και ο τύπος αυτός των ναών συναντάται συχνότατα στην Ελλάδα. Εκεί που διασταυρώνονται οι δύο καμάρες υψώνεται ο τρούλος του Ιερού Ναού.

Εκτός από το άνοιγμα της κύριας εισόδου του Ναού υπάρχει ακόμα και από ένα στρογγυλό παράθυρο στο βόρειο και νότιο τύμπανο του σταυρού έχει ακόμα και δύο ανοίγματα στη νότια πλευρά του.

Εσωτερικά ο Ναός είναι αγιογραφημένος. Διαφαίνεται επίσης ότι υπήρχαν και παλαιότερα στρώματα αγιογραφήσεων που είναι επικαλυμμένα με νεώτερα στρώματα. Αριστερά από την πύλη του και κάτω από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, διακρίνεται άλλη εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, στην άκρη της οποίας υπάρχει δυσανάγνωστη επιμήκης επιγραφή. Οι Αγιογραφίες της μεγάλης καμάρας έχουν καταστραφεί από την υγρασία. Άλλες εικόνες, όπως αυτές που είναι δεξιά και αριστερά της εισόδου έχουν δεχθεί νεώτερες διορθώσεις.

 

Ιστορικό της Νέας Μονής Ταλαντίου

 

Από γραπτά κείμενα φαίνεται πως η μεταφορά της Μονής Ταλαντίου από το Μετόχι στη νέα της θέση έγινε το 1761 μ.Χ. Συμφώνα με μελέτη του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου που έχει δημοσιευθεί στο περιοδικό «Ιερός Σύνδεσμος» στις 15 Σεπτεμβρίου 1915, το 1761 ο τότε εξουσιαστής του χωριού Χέλι Κιουσούκ  Μεχμέτ Αγάς, με αίτηση του Ηγουμένου της Μονής Ταλαντίου Δανιήλ παραχώρησε σαν ιδιοκτησία της Μονής εκτεταμένη περιοχή ακαλλιέργητο, με σκοπό να καταβληθεί σε αυτόν το δέκατο από τα εισοδήματα αυτού [3]. Το έγγραφο της παραχωρήσεως που σωζόταν μέχρι το έτος 1915, οπότε συντάχθηκε η μελέτη του αειμνήστου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, καθόριζε τα όρια της περιοχής που παραχωρήθηκε ως εξής:

«Εις το σύνορο του Μοναστηριού Ταλάντιον το οποίον βρίσκεται στο χωριό Χέλι, το υποκείμενο στην Επαρχία Κορίνθου, ευρίσκετε γη δρυμώδης αγεώργητος και εγκαταλελειμμένη, περιοριζόμενη εξ ενός μέρους από το σύνορο του χωρίου Λιμία, το χωράφιον του Παπά, εκ του άλλου από το λοξό ρεύμα, εκ του άλλου από πλησίον τρία ρεύματα, εκ του άλλου από τον δρυμόν Κίρλα εκ του άλλου από τον δρυμόν το λεγόμενον δεξιά πλευρά, εκ του άλλου από το λεγόμενον Μουσταφά-τζίκ και εκ του εσχάτου από τη Σκάλα Χέλι. Αυτήν λοιπόν την γην ο Καλόγηρος Παπαδανιήλ, εζήτησε να ανοίξει με την αξίνην και να την γεωργήσει.


Διό και ο υποφαινόμενος έχων υπό την εξουσίαν μου δια το ενεστώς χιλιοστόν εβδομηκοστόν έβδομον (Μουσουλμανικό έτος όπου αντιστοιχεί προς το 1761 μ.Χ. της χριστιανικής χρονολογίας) το ρηθέν χωρίον αφού κατά τον βασιλικό Κανούνιον έλαβαν το δικαίωμα της γης έδωσε στον ειρημένο Καλόγηρο το παρόν τοπίο, ώστε αφού αυτός καθορίσει την ρηθείσα εν όσω γεωργεί και σπείρει αυτήν και πληρώνει ετησίως εις τους κατά καιρόν κυρίους της γης τα νόμιμα δέκατα, θέλει κατέχει και νέμεσθαι αυτή το Μοναστήριον και χωρίς να εμποδίζεται υπουδενός».

Από το κείμενο αυτό μαθαίνει κανείς τα όρια της νέα Μονής με τα τοπωνύμια που υπάρχουν και σήμερα. Αναφέρεται στα όρια κάποιο χωριό Λιμία που σήμερα τέτοιο χωριό δεν υπάρχει. Πιθανότατα να πρόκειται για το σημερινό χωριό Λίμνες που τα σύνορα του με το Χέλι είναι η κορυφή Μάλια-Γκιόναβε όπου εκεί επάνω υπάρχει και η τοποθεσία, Χωράφι Παπά.

Το παραπάνω έγγραφο μεταφράστηκε από το σωζόμενο μέχρι τουλάχιστον το 1915 τούρκικο πρωτότυπο σε δύο μεταφράσεις από τις οποίες ακριβέστερη είναι αυτή που έγινε στην καθέδρα της Αθήνας στις 22 Σεπτεμβρίου 1837 και η οποία επικυρώθηκε από το Βασιλικό διερμηνέα Λουκά Αργυρόπουλο.

Στο  μοναστήρι σωζόταν μέχρι τότε που διαλύθηκε αντίγραφο μετάφρασης που έγινε στις 26 Μαρτίου 1838, από τον Χρήστο Παπαδόπουλο, συμβολαιογράφο του Ναυπλίου. Το πρωτότυπο έγγραφο φέρει τις υπογραφές του Κιουσούκ Μεχμέτ Αγά, τεσσάρων ακόμα Μουσουλμάνων και ενός Έλληνα του Γιάννη Μακρή από το Χέλι που υπογράφει σαν μάρτυρας.

Το έτος 1761 πρέπει να θεωρείται η απαρχή της μετακίνησης της Μονής από την παλαιά θέση Μετόχι στο χώρο που σήμερα βρίσκεται αυτή και ότι το καινούργιο Μοναστήρι άρχισε να κτίζεται από τον ηγούμενο Δανιήλ μέσα στο κτήμα που παραχωρήθηκε, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, αμέσως μετά την παραχώρηση δηλαδή στον ίδιο χρόνο 1761.

Το 1782 κατατάγηκε δόκιμος μοναχός ο Χελιώτης Γρηγόριος Κουκινιώτης, δώδεκα ετών τότε ο οποίος μαζί με τον Δανιήλ δούλεψαν για το Μοναστήρι, εκχερσώνοντας εκτάσεις με τα ξινάρια και δημιούργησαν έτσι εκτάσεις καλλιεργήσιμες που καθημερινά αυξάνονταν σε έκταση.

Το 1798 έγινε ηγούμενος ο Γρηγόριος σε ηλικία 23 ετών, ο οποίος έμεινε στη θέση αυτή 54 ολόκληρα χρόνια, παραιτήθηκε δε το 1852 λόγω γήρατος και μετά από δύο χρόνια πέθανε το 1854 σε ηλικία 84 ετών.

Το 1850 σε δημοπρασία αγόρασε ο Γρηγόριος, με τη μεσολάβηση του Στρατηγού Φωτομάρα μεγάλο τουρκικό κτήμα για λογαριασμό του Μοναστηριού. Η αγορά αυτή αμφισβητήθηκε από τα παιδιά του Φωτομάρα, αλλά μετά από δέκα χρόνια δικαστικού αγώνα δικαιώθηκε η Μονή Ταλαντίου από τον Άρειο Πάγο. Ο ίδιος ηγούμενος αγόρασε για το Μοναστήρι και το κτήμα άνω Αμαριανός. Ο ίδιος επίσης ανακαίνισε το βόρειο μέρος της Μονής όπου υπήρχε πλάκα εντοιχισμένη διαστάσεων 0.40μ Χ. 0,40μ με την επιγραφή:

 

ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΘΕΙ

ΕΠΙ ΤΩΝ 46 ΕΤΩΝ

ΤΗΣ ΗΓΟΥΜΕΝΙΑΣ

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΚΑΙ

ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ

ΣΕΡΑΦΕΙΜ – ΜΑΚΑΡΙΟΥ

1841

 

Μετά τον Γρηγόριο Ηγούμενος έγινε ο Ανανίας  Μπουχιούνης από 1852 μέχρι το 1857 οπότε αντικαταστάθηκε από τον Αρχιμανδρίτη Χρύσανθο Καραβασιλόπουλο με απόφαση του τότε Επισκόπου Αργολίδας Γεράσιμου.

Το γεγονός όμως αυτό εξερέθισε τους καλόγερους οπότε ο Χρύσανθος αναγκάστηκε να παραιτηθεί και να εγκαταλείψει το Μοναστήρι και Ηγούμενος έγινε το 1862 ο Κωνσταντίνος Τζαμίλας, στη θητεία του οποίου το Μοναστήρι έφθασε σε παρακμή μέχρι του σημείου οι καλόγεροι να ζητιανεύουν για να ζήσουν.

Το 1866 διορίστηκε Ηγούμενος ο Δανιήλ Χρήστου, ανιψιός από τη μητέρα του Ηγουμένου Γρηγορίου Κουκινιώτη ο οποίος ηγουμένευσε μέχρι το 1899 οπότε πέθανε. Η ηγουμενία του διακόπηκε από το 1870 μέχρι το 1875 που ηγουμένευσε πάλι ο Ανανίας Μπουχιούνης. Επί Δανιήλ Χρήστου το 1880 ανακαινίσθηκε το νότιο τμήμα της Μονής.

Τον Δανιήλ Χρήστου τον διαδέχθηκε ο ανιψιός του Δωρόθεος Χρήστου το 1899, ο οποίος είχε καταταγεί μοναχός το 1895. Επί Δωροθέου Χρήστου έγινε εξωραϊσμός και διακόσμηση του Ιερού Ναού, αύξησε τα δωμάτια για τους μοναχούς, ίδρυσε μελισσοκομείο στο Μοναστήρι και έκτισε καινούργια πτέρυγα, το Δεσποτικό όπου υπήρχε μαρμάρινη πλάκα με την επιγραφή:

 

ΑΝΗΓΕΡΘΕΙ ΕΠΙ ΗΓΟΥΜΕΝΙΑΣ

ΔΩΡΟΘΕΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ

ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΜΠΟΝΗ

ΚΑΙ ΑΝΘΙΜΟΥ ΣΤΑΤΕΡΑ

ΕΝ ΕΤΗ 1909

 

Μεγάλες ποσότητες μελί από το δικό του μελισσοκομείο μοίραζε στους κατοίκους του Χελιού. Είχε γίνει παράδοση επί ηγουμενίας Δωροθέου Χρήστου, την εποχή του τρύγου των κυψελών που γινόταν συνήθως Αύγουστο μήνα, μετά της Παναγίας, εκατοντάδες παιδιά από το χωριό κατέβαιναν στο Μοναστήρι με τα μικρά τους δοχεία πάσης φύσεως από κατσαρολάκια, βάζα κύπελλα, κανατάκια κ.λπ. και ο ηγούμενος Δωρόθεος κάνοντας ειδική τελετή κάθε μέρα που πήγαιναν παιδάκια, μοίραζε μεγάλες ποσότητες από μέλι σε όλα τα παιδιά, τα οποία στη συνέχεια έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής στο χωριό χαρούμενα γιατί έφερναν μαζί τους το πολύτιμο μέλι από το Μοναστήρι. Μεγάλη ήταν και η συμβολή στην ανάπτυξη της Μονής του Ιερομόναχου Γερασίμου Μπόνη που είχε την καταγωγή του από την Αλέα Αργολίδας.

Στις 26 Αυγούστου 1933 πέθανε ο Ηγούμενος Δωρόθεος Χρήστου και από τότε το Μοναστήρι βαδίζει προς την παρακμή. Ο Δωρόθεος Χρήστου έλαχε να είναι ο τελευταίος Ηγούμενος της Μονής Ταλαντίου που τουλάχιστον για 172 χρόνια γνώρισε δόξες ιδιαίτερα επί της ηγουμενίας του.

Την εποχή εκείνη υπήρχαν στο μοναστήρι αυτό τρεις μόνο καλόγεροι ο Παρθένιος, ο Νικόδημος και ο Δανιήλ που ήσαν όλοι τελείως ακατάλληλοι για το αξίωμα του ηγουμένου γιατί και οι τρεις τους ήσαν τελείως αγράμματοι και διανοητικά καθυστερημένοι, αφού ούτε τα χρήματα που κυκλοφορούσαν τότε γνώριζαν εκτός από τα κέρματα.

Το Μοναστήρι από τότε συγχωνεύεται με τη μονή του Καρακαλά και αμέσως άρχισε η μεταφορά όλων των περιουσιακών στοιχείων αυτής στο Καρακαλά, αρχής γενομένης από τα μελίσσια εκτός εκείνων των ελαχίστων που ανήκαν στους καλόγερους που όμως επειδή ήσαν τελείως ανίκανοι δεν μπόρεσαν να τα διατηρήσουν και σε μικρό χρονικό διάστημα τα έχασαν όλα.

Στη συνέχεα άρχισε η μεταφορά και των άλλων περιουσιακών στοιχείων, ενώ ο εξοπλισμός του μελισσοκομείου εκποιήθηκε από τον ηγούμενο του Καρακαλά και περιήλθε στα χέρια των Χελιωτών. Δεν έμεινε τίποτα στο Μοναστήρι εκτός από τους τρεις καλόγερους και το Ηγουμενείο κλειδωμένο όπου μέσα σε αυτό υπήρχαν τα προσωπικά είδη του Δωροθέου, μια αξιόλογη βιβλιοθήκη και ολόκληρο το αρχείο της Μονής.

Η αποδυνάμωση της Μονής Ταλαντίου και της Μονής Καρακαλά είχε αρχίσει από το 1932, οπότε πολλά από τα κτήματα τους απαλλοτριώθηκαν και μοιράστηκαν σε εκατοντάδες ακτήμονες από τα χωριά της περιοχής. Τα κυριότερα από τα κτήματα αυτά ήσαν ο Αμαριανός της Μονής Ταλαντίου και ο Καρακαλάς της αντίστοιχης Μονής, όπου από την αποκατάσταση των ακτημόνων δημιουργήθηκαν αργότερα και οι δύο οικισμοί του Αμαριανού και του Μετοχιού, που σήμερα έχει γίνει κοινότητα, ο Άγιος Δημήτριος.

Μετά τις απαλλοτριώσεις αυτές στην κυριότητα της μονής Ταλαντίου είχαν παραμείνει δύο περίπου χιλιάδες στρέμματα καλλιεργήσιμης και μη έκτασης γύρω από αυτήν. Το 1938 με δημοπρασία πουλήθηκε η έκταση αυτή αντί ενός εκατομμυρίου τριών χιλιάδων δραχμών σε κατοίκους του Χελιού και στο Μοναστήρι παρέμεινε μια έκταση γύρω από αυτό, περίπου πενήντα στρεμμάτων, τα οποία σήμερα καλλιεργούν και βόσκουν τσοπάνηδες από το Χέλι που καταβάλλουν κάποιο μίσθωμα στο Μοναστήρι και το οποίο αναπροσαρμόζεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα.

Μέχρι το 1940 ζούσαν στο Μοναστήρι οι τρεις καλόγεροι, οι οποίοι βρισκόντουσαν σε αθλία κατάσταση και συντηρούντο από μικρή βοήθεια σε τρόφιμα που έπαιρναν από τη Μονή Καρακαλά και από τα βοηθήματα των κατοίκων του Χελιού, αφού το Μοναστήρι δεν είχε πλέον εισοδήματα. Οι Καλόγεροι αυτοί πέθαναν ο ένας μετά τον άλλον πρώτα ο Νικόδημος, έπειτα ο Δανιήλ και τελευταίος ο Παρθένιος στις αρχές του 1943.

Από το 1942 είχε εγκατασταθεί στο Μοναστήρι ένας Αρχιμανδρίτης, ο Παπανικόλας, καθηγητής της Θεολογίας ο οποίος δίδασκε σε Σχολείο της Σμύρνης και κατά την μικρασιατική καταστροφή είχε πιαστεί από τους Τούρκους αιχμάλωτος και είχε υποστεί πολλά βασανιστήρια, του είχαν βγάλει οι Τούρκοι το ένα μάτι, του είχαν ξεριζώσει όλα τα νύχια των χεριών και των ποδιών και του είχαν σπάσει τη λεκάνη και έτσι ένα σαράβαλο και με ακράτεια ούρων τον είχαν αφήσει ελεύθερο και σε αυτήν την άθλια κατάσταση βρέθηκε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και κατά τη διάρκεια της Κατοχής ξέπεσε στη Μητρόπολη της Αργολίδας και ο Μητροπολίτης τον έστειλε στη Μονή Ταλαντίου, όπου εγκαταστάθηκε και για ένα μικρό διάστημα έμενε με τον μοναδικό τότε καλόγερο Παρθένιο.

Εκεί ζούσε με τη σύνταξη του και με τα χρήματα που έπαιρνε από την ενοικίαση της γύρω περιοχής. Τα χρήματα όμως αυτά εκείνη την εποχή λόγω της αλματώδους ανόδου του πληθωρισμού εξανεμίζονταν αμέσως και για το λόγο αυτό, συντηρείτο κυρίως από βοηθήματα που έπαιρνε από τους Χελιώτες σε τρόφιμα.

Στην εποχή εκείνη που στο Μοναστήρι βρισκόταν ο Παπανικόλας, άνοιξε και το κελί του Ηγουμένου Δωροθέου που μέσα είχε, όπως έχει αναφερθεί, μια αξιόλογη Βιβλιοθήκη και ολόκληρο το αρχείο της Μονής και που δυστυχώς ολόκληρος αυτός ο πνευματικός πλούτος λεηλατήθηκε από τον Παπανικόλα, όχι για να σφετερισθεί τα ανεκτίμητα βιβλία και έγγραφα, αλλά για να γίνουν όλα αυτά προσανάμματα στη φωτιά που καθημερινά συντηρούσε ο Παπανικόλας και ακόμα σπάνια βιβλία χρησιμοποιήθηκαν για τσιγαρόχαρτο από τον ίδιο, ο οποίος κατασκεύαζε τσιγάρα με ολόκληρο φύλλο βιβλίου και καπνό που προμηθευόταν από το χωριό.

Αυτό ήταν δυστυχώς το τέλος της αξιόλογης βιβλιοθήκης της Μονής και του ιστορικού αρχείου αυτής, από έναν άνθρωπο, σπουδαγμένο βέβαια αλλά που λόγω της καταστάσεως στην οποίαν βρισκόταν δεν λειτουργούσε καθόλου η λογική. Τέλος μετά από λίγα χρόνια πέθανε και αυτός, αφού πρώτα πέθανε και η ιστορία της Μονής.

Από τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο Δεληγιαννόπουλο καταβλήθηκαν προσπάθειες για να ξαναζωντανέψει το Μοναστήρι με μοναχές, αλλά όλες οι απόπειρες απέτυχαν, αφού μοναχές που εγκαταστάθηκαν εκεί, έπειτα από μικρό χρονικό διάστημα εγκατέλειψαν τη Μονή και ξαναγύρισαν στα Μοναστήρια από οπού προερχόντουσαν και η Μονή Ταλαντίου ερήμωνε και πάλι.

Υπήρχε στο μοναστήρι μία μοναχή Χελιώτισα την καταγωγή η οποία ήρθε από τη Μονή του Αγίου Δημητρίου (Καρακαλά) και εγκαταστάθηκε εκεί. Είχε  τύχει μεγάλης συμπαράστασης από τους Χελιώτες, φρόντιζε το μοναστήρι να παραμένει ανοικτό και πολύ συχνά τελούνταν και λειτουργίες από τον Ιερέα του χωριού. Η Μοναχή αυτή αν και μόνη της, ήταν αρκετά δραστήρια και με πρωτοβουλία δική της και με εισφορές των πιστών είχε κτιστεί μια καινούργια πτέρυγα και επισκευαζόταν μία ακόμα από τις παλαιές πτέρυγες που έχουν διασωθεί.

Το Μοναστήρι έχει τηλεφωνική επικοινωνία και ο βατός αμαξιτός δρόμος που το ενώνει με την κεντρική οδική αρτηρία Χελίου – Άργους – Ναυπλίου, εξυπηρετεί τους πιστούς που θέλουν να επισκεφθούν το μοναστήρι και να προσευχηθούν.

[Σημ. Βιβλιοθήκης: Σήμερα γίνονται προσπάθειες ανακαίνισης της μονής. Οι μοναχές της Μονής Καρακαλά φροντίζουν για τη διατήρηση της επισκεψιμότητας του χώρου. Κατά την τελευταία ανακαίνιση διαμόρφωσαν μια χαμηλή αποθήκη της εισόδου σε ημιυπόγειο παρεκκλήσι με χαμηλή τοξωτή στέγη, αφιερωμένο στον Τίμιο  Πρόδρομο και την Αγία Ευγενία. Η αγιογράφηση είναι καινούργια και καλύπτει όλους τους τοίχους, έγινε με δωρεές των Χελιωτών. Τα θυρανοίξια τέλεσε ο βοηθός επίσκοπος της μητροπόλεως Αργολίδας,  ο Επιδαύρου Καλλίνικος, (σήμερα 2017 Μητροπολίτης Άρτης)].

 

Νέα Μονή Ταλαντίου. Εδώ το Καθολικό και τα νότια κελιά μετά την αναπαλαίωση, 2015. Φωτογραφία από το διαδικτυακό τόπο, «Μικρή Πατρίδα – Μεγάλη Αγάπη», Ιστορία, Πολιτισμός και Λαϊκός Βίος Αραχναίου Ναυπλίου Αργολίδας (πρώην Χέλι).

 

 Από έγγραφα της Ιεράς Συνόδου προκύπτει ότι:

το 1850 οι Μοναχοί της Μονής ήσαν 6

το 1855 οι Μοναχοί της Μονής ήσαν 9 (οι 5) δόκιμοι

το 1860 οι Μοναχοί της Μονής ήσαν 9

το 1881 οι Μοναχοί της Μονής ήσαν 8

το 1912 οι Μοναχοί της Μονής ήσαν 7

το 1932 οι Μοναχοί της Μονής ήσαν 4

το 1938 οι Μοναχοί της Μονής ήσαν 3

το 1942 οι Μοναχοί της Μονής ήσαν 1

το 1990 οι Μοναχοί της Μονής ήσαν 1

Οι ηγουμενεύσαντες από την εποχή της μετακίνησης της Μονής στη νέα θέση το 1761 μέχρι και το τέλος του 1933 είναι οι παρακάτω:

1. Δανιήλ 1761-1798

2. Γρηγόριος Κουκινιώτης 1798-1852

3. Ανανίας Μπουχιούνης α’ 1852-1858

4. Χρύσανθος Καραβασιλόπουλος 1858-1862

5. Κωνσταντίνος Τζαμίλας 1862-1855

6. Δανιήλ Χρήστου α’ 1866-1870

7. Ανανίας Μπουχιούνης β’ 1870-1875

8. Δανιήλ Χρήστου β’ 1875-1899

9. Δωρόθεος Χρήστου 1899-1933


Μερικές πληροφορίες από ιστορικά έγγραφα για τη Μονή Ταλαντίου

 

Από τα ιστορικά έγγραφα που υπάρχουν στα Γενικά Αρχεία του Κράτους μπορούμε να πάρουμε σήμερα αρκετά ιστορικά στοιχεία για τη Μονή Ταλαντίου αφού το δικό της πλούσιο Αρχείο καταστράφηκε. Ενδεικτικά μόνο θα αναφέρουμε μερικά από αυτά.

1) Το 1822 η Πελοποννησιακή Γερουσία έλαβε από την «Ιερά Μονή την κατά το Χέλι κείμενην» δάνειο χίλια γρόσια για τρία χρόνια προς οκτώ τις εκατό.

Τριπολιτζά Μαρτίου 1822.

2) Το 1833 27 Δεκεμβρίου στο Νόμο της Αντιβασιλείας «Περί συστάσεως Δήμων» αναφέρεται ότι η Μονή Ταλαντίου είχε 39 κατοίκους, χωρίς όμως να γίνεται διάκριση πόσοι από αυτούς ήσαν Μοναχοί και πόσοι Λαϊκοί (υπηρετικό προσωπικό).

3) Το 1834 21 Ιουλίου καταγράφεται το «Ταλάντη» σαν Μοναστήρι διατηρούμενο από το εισπραττόμενο του Εκκλησιαστικού Δευτεροδεκάτου για δύο χρόνια που είναι 460 δραχμές.

4) Με Αριθμό πρωτοκόλλου 6093/20-10-1834 υπάρχει καταγγελία του Κατοίκων του Χελιού:

α) Γιώργη Δημητρόπουλου

β) Γιάννη Αγιώργη

γ) Γιάννη Νατσούλη και

δ) Ανασάσιο Μπουχιούνη

προς την Ιερά σύνοδο του Βασιλείου της Ελλάδος, ότι ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Ταλαντίου Γρηγόριος Κουκινιώτης οσάκις του εζητήθη να γνωρίσει εις την αρμοδία υπηρεσία τα περιουσιακά στοιχεία της Μονής, ούτος απέκρυπτε την αλήθεια και δήλωνε ελάχιστα και αυτοί καταγράφουν ότι τα περιουσιακά στοιχεία της Μονής είναι: Γιδοπρόβατα χίλια, αγελάδες εκατόν δέκα, καματερά βόδια είκοσι τέσσερα, μουλάρια τρία, φορτηγά άλογα δύο, μελίσσια οκτακόσια, χωράφια στρέμματα πέντε χιλιάδες, αμπέλια στρέμματα δέκα πέντε, ελαιορίζες οκτακόσιες και μύλοι χειμερινοί δύο. Και ότι ακόμη δεν μαρτύρησε και τα εισοδήματα που είχε, σιτάρι κουβέλια εκατόν είκοσι, από μελίσσια έξι χιλιάδες γρόσια κ.λπ.

5) Με αριθμό Πρωτοκόλλου 184/341/5-7-1835 Αναφορά Νομάρχη Αργολίδος προς την εκπ/κήν κ.λπ. Βασιλικήν Γραμματεία Επικρατείας διαβιβάζει αναφοράν Ηγουμένου Μονής Κοίμησης της Θεοτόκου και συνηγορεί όπως γίνει δεκτό το αίτημα αυτού για τη χορήγηση άδειας πώλησης των κάτωθι ζώων:

  • 3 βόες ανικάνους για Γεωργίαν
  • 30 αιγοπρόβατα γηραιά
  • 4 άλογα ομοίως γηραιά
  • 4 γελάδια ομοίως γηραιά και
  • 40 Μελίσσια μικρά,

που προς το παρόν είναι άκαρπα, για να καλύψουν οικονομικές ανάγκες της Μονής.

6) Με το 9976/14-10-1836 πρωτόκολλων γίνεται καταγραφή των πραγμάτων του αποβιώσαντος μοναχού της Μονής Ταλαντίου, ονομαζόμενου Ανανία Τζούρη. 2 τάλιρα το ένα Ελληνικό και το άλλο Γαλλικό, 2 υποκάμισα, 1 ζευγάρι παπούτσια καινούρια, 2 γελάδες, 1 κάπα τράγινη παλαιά, 2 γίδια, 1 τενεκές με ταμπάκο 100 δράμια, 4 προβατοψάλιδα και 3 κουτάλια ξύλινα.

7) Ομοίως με 3400/1-4-1837 πρωτόκολλο γίνεται καταγραφή πραγμάτων του αποβιώσαντος μοναχού Αρσενίου Βαρδάκα, 50 μελίσσια, 1 κασέλα, 1 τουφέκι, 1 πιστόλα, 1 βελέντζα, 2 τσεκούρια, 1 πλάνη, 2 μπουκάλια, 1 πριόνι 300 δράμια ατσάλι και 27,90 δραχμές.

8) Αριθμ. Πρωί. 181 προς Την επί των Εκκλησιαστικών κ.λπ. Βασιλικήν Γραμματείαν Επικρατείας.

«Οι υποσημειούμενοι ηγούμενος και σύμβουλοι της κατά την Αργολίδα Μονής Ταλαντίου απειράκις και επανειλημμένως αναφέρθημεν και προς την Νομαρχία και προς την Διοίκηση Αργολίδας περί της Βασιλικής χορηγίας δια τον τρίτον εν τη Μονή μας αόμματο, ουδ’ απαντήσεως ηξιώθημεν.

Το Μοναστήριόν μας Βασ. Γραμματεία είναι το δυστυχέστερο όλων των κατά την Αργολίδα Μοναστηριών. Γαίας δια σίτο δεν έχει, ελαιώνα δεν έχει, αμπέλια δεν έχει, ζώα δεν έχει, τα πάντα εν γένει στερούμεθα, μόλις δύναται να προσπορίζεται τα προς το ζην απολύτως αναγκαία δια των ιδρωτών και των καθημερινών ακαμάτων κόπων των μοναχών. Προς τοις άλλοις δε έχοντες και ικανό χρέος και καταζητούμενοι παρά των δανειστών μας αμηχανούμεν τι πρώτον να προφθάσομε επί των τοσούτων αναγκών μας. Εις τοιαύτην δυστυχία ευρισκόμενοι είμεθα επιφορτισμένοι να διατρέφωμεν και ενδύουμε και τρεις αόμματους και τοσούτον ανικάνους ώστε και το ύδωρ αυτό έχουσι χρείαν άλλον να τους το προσφέρει.

Παρηγορήθημεν κατά το ότι η Νομαρχία Αργολίδος και Κορινθίας μας εκοινοποίησε δια της από 21-6-1834 έτους την υπ’ αριθμ. 2011 διαταγή σας ότι η Α. Μ. ο τρισέβαστος Βασιλεύς μας ευηρεστήθη να αποφασίσει δι έκαστον των εν τη Μονή διατρεφομένων τριών αόμματων να προσφέρει ανά εκατό δραχμάς εις έκαστον κατ’ έτος, καθότι εκ των δι’ έκαστον αποφασισθεισών εκατόν τούτων δραχμών, ηλπίζομεν ότι θέλουσι προσβλέπεσθαι και τα προς ενδυμασίαν εκάστου αυτών, αλλά κατά δυστυχίαν αφότου απεφασίσθει η προς τους τρεις τούτους αόμματους Βασιλική χορηγία, έκτοτε δια μόνον τους δύο ελαμβάνομεν τας αποφασισθείσας δραχμάς εκατό δι’ έκαστον, δια δε τον τρίτον δεν ελάβομεν εισέτι ουδέν λεπτόν, μολονότι ανεφέρθημεν περί τούτου πολλάκις.

Ένεκα τούτων όλων απεφασίσαμεν ήδη να αναφέρωμεν και προς την Βασιλικήν Γραμματείαν ταύτην τα παράπονα μας ως προς την έλλειψιν της δια τον τρίτον τούτων αόμματον Χρίστον Νικολάου χορηγίας και να παρακαλέσωμεν αυτήν να ευαρεστηθεί και διατάξει να μας αποσταλεί και η δι’ αυτά ταύτα Βασιλική χορηγία των παρελθόντων 4 ετών δια να δυνηθώμεν δι’ αυτής να απαιτούμεν και τα προς ενδυμασίαν αυτών.

Επαναλαμβάνομεν Βασιλική Γραμματεία ότι η Μονή μας είναι δυστυχεστάτη και υστερούμεθα και αυτά τα προς το ζην αναγκαία και όμως και το διπλοδέκατον πληρώνομαι και αόμματους τρεις, έχομεν και την χορηγίαν δί αυτούς σώαν δεν λαννβάνομεν. Όθεν παρακαλούμε θερμώς την Βασιλικήν ταύτην να μη μας παραβλέψει, αλλά να ευαρεστηθεί να διατάξει την απόδοση της Βασιλικής Χορηγίας και δια τον τρίτον αόμματο προς αναψυχλην της δυστυχισμένης Μονής μας ως προς την πρόβλεψη της περιθάλψεως του αόμματου τούτου.

Μένομεν Ευπειθέστατοι

Εν τη Μονή Ταλαντίου 18 Απριλίου 1838

Ο Ηγούμενος

Γρηγόριος Κουκινιώτης

Οι Σύμβουλοι

Σεραφείμ Παπανίκας

Μακάριος Γκότζης

Σε απάντηση της αναφοράς αυτής εστάλη το με αριθμ. 3484 χρηματικό ένταλμα από δραχμές 100 για μόνο το έτος 1837 και εντέλλεται η διοίκηση Αργολίδας όπως του λοιπού πληρώνει τακτικά τα εντάλματα των επομένων ετών.

9) το 1839 η Μονή απευθύνεται στο Δήμαρχο Αραχναίου «Με την υπαριθμ. 1072 κλήση της Δημαρχίας, λάβαμε ως το υπ’ αριθμ. 2898 χρηματικό ένταλμα δια τους τρεις αόμματους [4], δια το έτος 1838. Ταύτα προς απάντηση της Δημαρχίας ταύτης».

Εν Μονή Ταλάντη τη 5 Φεβρουαρίου 1339

Ο Ηγούμενος

Γρηγόριος Κουκινιώτης

Οι Σύμβουλοι

Σεραφείμ Παπανίκας

Μακάριος Γκότζης

10) Από 25-5-1839 μέχρι 30-11-1339 εγένετο ανά την επικράτεια έρανος για την ανέγερση του Πανεπιστημίου Αθηνών και αναγράφονται προσφορές …. Ηγούμενος Ιεράς Μονής Ταλαντίου Γρηγόριος δραχμές 60. Πρεσβύτερος Χελίου Νάτζουλης δρχ. 8…

11) Το 1854/14 Αυγούστου σε κατάσταση της Ιεράς Συνόδου προς το Υπουργείο, η Μονή καταγράφεται «Κοίμησης της Θεοτόκου Μήδειας» και χαρακτηρίζεται «Οργανισμένη».

12) Το 1892 Με Βασιλικό Διάταγμα συγχωνεύονται στη Νέα Μονή Ταλαντίου η Μονή Αγνούντας και η Μονή Ταξιαρχών αλλά οι Μοναχοί λίγο-λίγο την εγκαταλείπουν.

13) Το 1933 μετά τον θάνατο του τελευταίου ηγουμένου Δωροθέου Χρήστου η Μονή Ταλαντίου υπάγεται στη Μονή Καρακαλά [5]. Πέρα από τα στοιχεία αυτά στα Γενικά Αρχεία του Κράτους υπάρχουν και ένα πλήθος άλλων εγγράφων τα οποία αφού συγκεντρωθούν όλα σε φωτοαντίγραφα των προτύπων χειρογράφων θα δημοσιευθούν σε ιδιαίτερο τεύχος.

 

Σημειώσεις Αργολικής Βιβλιοθήκης


 

[1] Η εισαγωγή προέρχεται από το βιβλίο: Ντιάνα Αντωνακάτου – Τάκης Μαύρος, «Ελληνικά Μοναστήρια – Πελοπόννησος», τόμος 1ος,  σελ. 52, Αθήνα, 1976.

[2] Δεν γνωρίζουμε από που και πως πήρε την ονομασία της η Κοίμηση Θεοτόκου Ταλαντίου (στο Αραχναίο). Σα μια βοηθητική υπόθεση αναφέρουμε ότι υπήρχε Επισκοπή Ταλαντίου. Δεν είναι απίθανο οι ιδρυτές της Παλιάς Μονής Ταλαντίου της Αργολίδας να είχαν από εκεί προέλευση ή κάποια σχέση. Ο Κ. Ν. Σάθας στα Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας (τομ. Γ, σ. 556) έχει: Επαρχία Ταλαντίου και Διαυλίας (Αγ. Δουκά). Ντιάνα Αντωνακάτου – Τάκης Μαύρος, «Ελληνικά Μοναστήρια – Πελοπόννησος», τόμος 1ος,  σελ. 56, Αθήνα, 1976.

[3] Αρχιμ. Χρυσοστόμου Δεληγιαννόπουλου, « Η εκκλησία Άργους & Ναυπλίας», τεύχος Β’, σελ. 97, έκδοσις Χριστιανικής Εστίας Άργους, 1961.

[4] Φαίνεται ότι τα μοναστήρια είχαν μια υποχρέωση να περιποιούνται τυφλούς. Υπάρχει έγγραφο πού σ’ αυτό ζητούνται πληροφορίες για την κατάσταση «των έν τοΐς μοναστηρίοις τυφλών») (Γ.Α.Κ., Γενικά Μοναστηριακά, Φακ. 212, Νομός Αργολίδος και Κορινθίας 1833-1859, έγγραφα 28).

[5] Τά χρόνια του εμφύλιου πολέμου, 1946-50, τα κελλιά της χρησίμεψαν πολλές φορές καταφύγιο στούς καταδιωκόμενους. Ντιάνα Αντωνακάτου – Τάκης Μαύρος, «Ελληνικά Μοναστήρια – Πελοπόννησος», τόμος 1ος,  σελ. 56, Αθήνα, 1976.

 

Παναγιώτης Ι. Μπιμπής

Το Χέλι και η συμβολή του στους Αγώνες του Έθνους, Άργος 2002.

 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

Οικισμοί στην περιοχή Αραχναίου (Χελιού)


 

Οικισμός Αμαριανού – Οικισμός Γκάτζιας – Οικισμός Δεσκλιά – Οικισμός Κατσαβαίϊκα – Το χωριό Άγιος Δημήτριος (Μετόχι) – Οικισμοί στο Οροπέδιο του Αραχναίου που δεν υπάρχουν σήμερα.

 

 Οικισμός Αμαριανού

 

Ξεκινώντας από το Αραχναίο (Χέλι) για το Άργος, αφού διασχίσουμε την ορεινή περιοχή, φθάνουμε στη θέση Σκάλα και από εκεί με δρόμο που είναι όλο στροφές κατηφορίζουμε και μπαίνουμε σε μια κοιλάδα που αποτελεί την είσοδο στον Αργολικό Κάμπο. Η κοιλάδα αυτή σήμερα είναι μια αναπτυσσόμενη γεωργική περιοχή που στο μεγαλύτερο μέρος της ανήκει στους κατοίκους του Χελιού. Οι Χελιώτες πήραν τα κτήματα αυτά που ήσαν Μοναστηριακά μετά το 1932, αφού απαλλοτριώθηκαν από τη Μονή Ταλαντίου και από τότε άρχισε η συστηματική καλλιέργεια αυτών. Η περιοχή αυτή σήμερα λέγεται Αμαριανός. Οι Χελιώτες όταν έγιναν κύριοι της περιοχής αυτής άρχισαν εντατική καλλιέργεια.

Επειδή όμως τα κτήματα τους αυτά βρισκόντουσαν μακριά από τη μόνιμη κατοικία τους το Χέλι (Αραχναίο) που βρισκόταν δύο με δύο και μισή ώρες πεζοπορία μακριά για να διευκολυνθούν στην καλλιέργεια αυτών έκτισαν εκεί στην αρχή μικρά σπιτάκια τα οποία χρησίμευαν σαν πρόχειρες κατοικίες μόνο για τις περιόδους καλλιέργειας της περιοχής και για να διαφυλάξουν τα γεωργικά τους εργαλεία. Σιγά-σιγά τα μικρά αυτά σπιτάκια αντικαταστάθηκαν με άλλα μεγάλα, έγιναν κανονικά σπίτια και οι καλλιεργητές εγκαταστάθηκαν μόνιμα σε αυτά, αφού στο μεταξύ είχαν αγοράσει και άλλα κτήματα από τους κατοίκους της Μηδέας που και αυτοί τα είχαν πάρει από το κράτος, αλλά επειδή ήσαν μακριά από το χωριό τους, τα πούλησαν, αφού φυσικά στο χωριό τους είχαν καλύτερα χωράφια. Έτσι δημιουργήθηκε εκεί ένας καινούργιος οικισμός που πήρε και αυτός το όνομα Αμαριανός και που σήμερα αριθμεί περί τους εκατό και πλέον κατοίκους. Η περιοχή του Αμαριανού θεωρείται πλέον μια πολύ εύφορη περιοχή στην οποία καλλιεργούνται κυρίως η ελιά, αλλά και άλλες δενδροκαλλιέργειες, εσπεριδοειδή βερικοκιές κ.λπ.

Την κοιλάδα του Αμαριανού διασχίζουν πολλά ρέματα στα οποία πριν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο υπήρχε τρεχούμενο νερό όλο το χρόνο περισσότερο βέβαια το χειμώνα και λιγότερο το καλοκαίρι. Μετά όμως τον πόλεμο τα νερά αυτά άρχισαν να λιγοστεύουν μέχρι που το καλοκαίρι σταματούσαν τελείως, σιγά-σιγά δε το τρεχούμενο αυτό νερό χάθηκε παντελώς. Το γεγονός αυτό οφείλεται και στις ανομβρίες που παρατηρήθηκαν τα τελευταία χρόνια, αλλά κυρίως στην αλόγιστη άντληση των υπογείων υδάτων του Αργολικού κάμπου που τροφοδοτείται κυρίως από τα υπόγεια νερά των γύρω ορεινών περιοχών και έτσι σταμάτησαν τελείως οι πηγές του Αμαριανού.

Κοντά στον οικισμό του Αμαριανού υπάρχουν ερείπια κτισμάτων και εμφανή ερείπια από έναν υδρόμυλο που λειτουργούσε στην περιοχή εκείνη. Αυτά σημαίνουν ότι πολύ παλαιότερα στα ρέματα του Αμαριανού κυλούσε αρκετό νερό, τουλάχιστο για να μπορεί να κινεί νερόμυλο και ακόμη ότι στην περιοχή αυτή ίσως γα υπήρχε και οικισμός, που είναι όμως άγνωστα τα αίτια της παρακμής αυτού και για μεγάλη περίοδο δεν υπήρχε ζωή στην περιοχή αυτή παρά μόνο το καλοκαίρι που κατέβαιναν από το Χέλι τσοπάνηδες με τα γίδια τους για πότισμα.

Βόρεια-Βορειοανατολικά του Αμαριανού υπάρχει ορεινή περιοχή Τούρμιζα (Τymeza) που σημαίνει το πλήθος, ο όχλος στα Λατινικά ) και ίσως η περιοχή αυτή να είναι εκείνη που μνημονεύουν τα Βενετικά αρχεία, σαν τόπο συγκέντρωσης των Αρβανιτών προσφύγων που είχαν καταφύγει εκεί από τον Αργολικό κάμπο κατά τον Τουρκοβενέτικο πόλεμο (1463-1469) και από εκεί άρχισαν διαπραγματεύσεις με τους γηγενείς Χελιώτες για την εγκατάσταση του μόνιμα στο Χέλι.

Ο Αμαριανός απέχει 16 περίπου χιλιόμετρα από το Ναύπλιο και ανήκει στο δήμο Ναυπλιέων.

 

Οικισμός Γκάτζιας

 

Ο οικισμός της Γκάτζιας βρίσκεται σε ύψωμα του Αραχναίου σε μια γωνιά στην κοιλάδα του Αμαριανού και στο δημόσιο δρόμο που συνδέει τo Χέλι με το Ναύπλιο που περνά και από τον Άγιο Δημήτριο. Από τον οικισμό αυτόν είναι ορατός ολόκληρος ο Αργολικός κάμπος, ο Αργολικός κόλπος και η Κυνουρία.

 

Το όρος Αραχναίο σε φωτογραφία, περίπου του 1937, από το Νότο. Φωτογραφία: Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο & Ινστιτούτο Πανεπιστημίου Κολωνίας.

 

Για τη δημιουργία του οικισμού της Γκάτζιας υπάρχουν δυο εκδοχές που και οι δυο όμως συνδέονται με την Γκάτζια Αττικής το σημερινό Καμπά.

Η πρώτη εκδοχή λέει ότι τον οικισμό αυτόν τον ίδρυσαν οι Βενετοί οι οποίοι μετέφεραν πληθυσμό από την Γκάτζια της Αττικής την οποία κατείχαν κατά το διάστημα 1394-1402 και είχαν συγκεντρώσει εκεί πολλούς πολεμιστές Αρβανίτες για να ελέγχουν τον αυχένα Υμηττού-Πεντέλης και που ο έλεγχος αυτός συνέβαλε πάρα πολύ στη άμυνα της Αθήνας από τους Βενετούς με την βοήθεια των μισθοφόρων Αρβανιτών. Ειδικότερα πιστεύεται ότι κατά το έτος 1396 ο εξουσιαστής και Καπετάνιος του Άργους Αλμπάνο – Κονταρίνι, γόνος μεγάλης Βενετικής οικογένειας, που μετατέθηκε από την Αθήνα στην Αργολίδα,μετέφερε συγχρόνως και μέρος των κατοίκων της Κάτζιας Αττικής στην νέα επαρχία του την Αργολίδα και τους εγκατέστησε στη σημερινή Κάτζια.

Η δεύτερη εκδοχή είναι ότι συνέβη ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλαδή η Γκάτζια Αττικής να προήλθε από μετοίκηση των κατοίκων της Γκάτζιας Αργολίδας, όπως ακριβώς έγινε ο εποικισμός και πολλών άλλων χωρίων της Αττικής από την μετακίνηση Αρβανιτών από την Πελοπόννησο και ιδιαίτερα την Αργολίδα. Αν πράγματι συμβαίνει το δεύτερο θα πρέπει να ερευνηθεί πότε ιδρύθηκε ο οικισμός αυτός στην Αργολίδα και που οφείλεται η ονομασία αυτού. Στην περίπτωση αυτή η ονομασία της Γκάτζιας πιθανόν να οφείλεται στον Νέριο-Ατζεόλη ο οποίος πρώτος το 1336 περίπου θα εγκατέστησε σε αυτήν την ακραία περιοχή της επικράτειας του, Αρβανίτες σαν φύλακες των συνόρων της επικράτειας. Η δεύτερη αυτή εκδοχή ίσως είναι και η επικρατέστερη.

Οι σημερινοί κάτοικοι της Γκάτζιας είναι οι περισσότεροι Αρκάδες που έχουν εγκατασταθεί εκεί τα τελευταία χρόνια λίγο πριν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και οι οποίοι είχαν έλθει σαν τσοπάνηδες και κατ’ αρχάς έμεναν στη Γκάτζια μόνο τους χειμερινούς μήνες, αλλά σιγά-σιγά έγιναν μόνιμοι κάτοικοι αυτής. Εκτός από τους Αρκάδες υπάρχουν στη Γκάτζια και Αρβανίτες που προέρχονται από το Αραχναίο (Χέλι).

Γκάτζια βρίσκεται 30 χιλιόμετρα  από την Παλιά Επίδαυρο, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Αραχναίου και ανήκει στο Δήμο Επιδαύρου].

 

Οικισμός Δεσκλιά

 

Ο Δεσκλιάς σήμερα είναι μικρός οικισμός και βρίσκεται στο δρόμο που ξεκινάει από το Αραχναίο (Χέλι) και κατευθύνεται στο Παλαιολυγουριό, τοποθεσία με ελαιώνες που ανήκουν κυρίως σε Χελιώτες και από εκεί καταλήγει στο Λυγουριό. Ο Δεσκλιάς απέχει από το Χέλι περίπου 6-7 χιλιόμετρα. Οι κάτοικοι του Δεσκλιά μέχρι πριν λίγα χρόνια ήσαν αποκλειστικά τσοπάνηδες από το Χέλι, σήμερα όμως οι περισσότεροι από αυτούς έχουν εγκατασταθεί μόνιμα στο Λυγουριό και μόνο εποχικά ανεβαίνουν στο Δεσκλιά. Στο Δεσκλιά υπάρχουν και παλαιά κτίσματα, όπως επίσης και ερείπια από πολύ παλαιά κτίσματα, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είναι οικισμός νέος, αλλά ότι υπήρχε στην ίδια τοποθεσία οικισμός και σε παλαιότερες εποχές. Η παράδοση πράγματι αναφέρει ότι εκεί υπήρχε παλαιός οικισμός.

Πιστεύεται ότι από τον Δεσκλιά περνούσε δρόμος που συνέδεε την περιοχή του οροπεδίου του Αραχναίου με την περιοχή του Λυγουριού και ότι ο ίδιος δρόμος από το οροπέδιο του Αραχναίου ακολουθούσε την κοίτη του χειμάρρου που είχε κατεύθυνση τον Αμαριανό και από εκεί διέσχιζε και τον Αργολικό κάμπο, καθόλου δε απίθανο να υπήρχε επικοινωνία των Μυκηνών και της Αρχαίας Επιδαύρου με αμαξιτό δρόμο Μυκήνες-Αμαριανός-Χέλι-Δεσκλιάς-Παλαιό Λυγουριό- Λυγουριό- Αρχαία Επίδαυρος.

Ο Δεσκλιάς αναφέρεται και από τον Γερμανό περιηγητή GRASBERGER στο βιβλίο του ΟRTSΝΑΜΕΝ (σελίδα 238), αναφέρεται όμως ως Δασκύλιον και η περιοχή ολόκληρη Δασκυλίτιδα, ίσως δε η ονομασία αυτή να προέρχεται από τη λέξη Δασκέλατον που ταιριάζει στα δάση από πουρνάρια που πυκνά υπήρχαν κάποτε στην περιοχή εκείνη.

Οικισμός Κατσαβαίϊκα

 

Προχωρώντας από το Δεσκλιά προς το Παλαιολυγουριό-Λυγουριό και λίγο πριν φθάσουμε στο Παλαιολυγουριό στη Νότια πλαγιά της οροσειράς του Αραχναίου, συναντάμε έναν άλλο οικισμό, νεώτερο του Δεσκλιά, στον οποίο κατοικούν οικογένειες με το επώνυμο Γεώργας και το παρεπώνυμο Κοτσοβαίοι. Είναι οικισμός που έχει δημιουργηθεί από κατοίκους του Δεσκλιά και επομένως και αυτοί Χελιώτες, όπως και οι κάτοικοι του Δεσκλιά και οι οποίοι παλαιότερα ήσαν όλοι τσοπάνηδες, σήμερα όμως οι περισσότεροι από αυτούς έχουν εγκατασταθεί στο Λυγουριό, διατηρούν όμως και τις κατοικίες τους στον οικισμό, όπου εποχιακά μένουν και εκεί, κυρίως όσοι από αυτούς ασχολούνται ακόμα με την κτηνοτροφία και τη γεωργία, καλλιεργώντας τα κτήματα τους που βρίσκονται στο Παλαιολυγουριό.

 

Το Χωριό Άγιος Δημήτριος (Μετόχι)

 

Τα τελευταία χρόνια πριν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ιδρύθηκε ένας καινούργιος οικισμός του Χελιού (Αραχναίου) που είχε πάρει το όνομα Μετόχι και ήταν ακριβώς εκεί που σήμερα βρίσκεται η Κοινότητα του Αγίου Δημητρίου. Ολόκληρη η περιοχή του σημερινού Αγίου Δημητρίου που καλλιεργείται, αλλά και η άγρια περιοχή αυτού, παλαιότερα ήταν περιουσία του Μοναστηρίου Αγίου Δημητρίου (Καρακαλά) και χρησιμοποιείτο σαν βοσκότοπος κυρίως, υπήρχαν μονό και μερικές έκτασης με ελαιόδεντρα (Λιοστάσια).

 

Χάρτης

 

Το 1932 η περιοχή αυτή απαλλοτριώθηκε από το κράτος και στη συνεχεία μοιράσθηκε σε ακτήμονες κατοίκους του Χελιού (Αραχναίου), του Κατσιγκρίου (Αγίου Ανδριανού) και των Μπρουτζαίικων (Αρκαδικού). Εκατό περίπου οικογένειας ακτημόνων από το χέλι πήραν εκεί γεωργικό κλήρο από 40- 60 στρέμματα τα οποία όμως όλα ήσαν ρουμάνια από σκοίνα και πουρνάρια και αμέσως άρχισε η αξιοποίηση αυτών. Εκατοντάδες Χελιώτες εγκαταστάθηκαν εκεί σε πρόχειρες καλύβες που έκτισαν σχεδόν μόνοι τους και άρχισαν αμέσως εργασία για να αξιοποιήσουν τις εκτάσεις που πήραν.

Με τα ξινάρια άρχισαν να εκχερσώνουν τον κλήρο τους και σιγά – σιγά από τα ρουμάνια άρχισαν να δημιουργούνται εύφορα χωράφια συγχρόνως δε αξιοποιούσαν και τα κούτσουρα των θάμνων που ξερίζωναν αλλά και τα χοντρά ξύλα από αυτά, μεταποιώντας όλα σε ξυλοκάρβουνα φτιάχνοντας ειδικά καμίνια και έτσι δημιούργησαν και ένα πρώτο εισόδημα από την καινούργια τους περιουσία. Για αρκετά χρόνια εργάστηκαν έτσι σκληρά όλοι αυτοί οι κάτοικοι του χωριού μαζί με τις οικογένειες τους και κατάφεραν ολόκληρη αυτή την περιοχή να την μετατρέψουν σε μια μεγάλη καλλιεργήσιμη έκταση.

Στις εκτάσεις που εκχερσώνανε, υπήρχαν και αγριελιές τις οποίες αφήναν ανέπαφες, αργότερα τις κέντρωναν και κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκαν οι πρώτοι ελαιώνες σε διάφορες περιοχές οι οποίοι πύκνωναν με τον καιρό αφού οι κάτοικοι φύτευαν καινούργια ελαιόδεντρα.

 

Ο Άγιος Δημήτρης από τη Καζάρμα. Φωτογραφία: Πολιτιστικός Σύλλογος Αγίου Δημητρίου.

 

Μεσολάβησε ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η κατοχή όπου η ανάπτυξη της περιοχής αυτής επιβραδύνθηκε κάπως για να ξαναρχίσει εντονότερα μετά την απελευθέρωση το 1945. Ολόκληρη αυτή η περιοχή των έξι χιλιάδων στρεμμάτων μετατράπηκε σε μια απέραντη καλλιεργούμενη έκταση όπου σημαντικό μέρος αυτής κατείχαν οι ελαιώνες και που σιγά- σιγά δημιουργήθηκαν και άλλες καλλιέργειες κυρίως ειδικής ποικιλίας βερικοκιάς που κυριάρχησε στην περιοχή αυτή για μερικές δεκαετίες και που απέφερε σημαντικό εισόδημα στους κατοίκους της περιοχής.

Επακόλουθο όλων αυτών των δραστηριοτήτων των κατοίκων ήταν να αναπτυχθεί πολύ γρήγορα και ο εκεί οικισμός των κατοίκων που στην αρχή πήρε το όνομα «Μετόχι».  Πολύ γρήγορα άρχισαν να ξεφυτρώνουν διώροφα και σύγχρονα σπίτια σε όλη την έκταση του οικισμού που είχε δημιουργηθεί βάσει σχεδίου που είχε εφαρμοστεί από την αρχή.

Οι οικονομικές δραστηριότητες διαδέχονται η μια την άλλη δημιουργούνται επιχειρήσεις διάφορες ανοίγουν καταστήματα οι καλλιέργειες αναπτύσσονται ραγδαία γίνονται γεωτρήσεις αρκετές και πολλές γεωργικές εκτάσεις μετατρέπονται σε αρδευόμενες με τις κατάλληλες καλλιέργειες. Όλη η περιοχή παίρνει μια άλλη όψη. Ο κόσμος μεγαλώνει εξωραΐζεται και γίνεται πλέον ανεξάρτητη Κοινότητα που παίρνει το όνομα «Άγιος Δημήτριος» από την εκεί κοντά βρισκόμενη Μονή του Αγίου Δημητρίου (Καρακαλά).

 

Το Χωριό Άγιος Δημήτριος (Μετόχι)

 

Ο πληθυσμός αυξάνεται συνεχώς με την μετανάστευση εκεί και άλλων κατοίκων του Χελιού οι οποίοι εγκαταστάθηκαν εκεί και αποκτούν και αυτοί περιουσιακά στοιχεία, είτε αγοράζοντας κτήματα από τους κατοίκους του Αγίου Αδριανού (Κατσιγκρίου), οι οποίοι τα πούλησαν επειδή ήσαν μακριά από το χωριό τους και συναντούσαν δυσκολίες στην καλλιέργεια αυτών είτε ακόμα από την ανακατανομή των κτημάτων των ιδίων των κατοίκων του Αγίου Δημητρίου με την δημιουργία νέων οικογενειών από επιγαμίες με κατοίκους του Χελιού, έτσι που ο πληθυσμός του Αγίου Δημητρίου σήμερα να υπερβαίνει τους χίλιους κατοίκους [925, απογραφή του 2001,  μαζί με τον οικισμό της Γκάτζιας], παρά το γεγονός ότι πολλοί από τους κατοίκους έχουν φύγει και έχουν εγκατασταθεί σε διαφορά άλλα μέρη, κυρίως στην Αθήνα.

Ο Άγιος Δημήτριος  βρίσκεται στο δρόμο που οδηγεί από το Ναύπλιο στο Λυγουριό, απέχει 10 λεπτά περίπου από το Ναύπλιο και ανήκει στον δήμο Επιδαύρου της Περιφερειακής Ενότητας Αργολίδας.

 

Οικισμοί στο Οροπέδιο του Αραχναίου που δεν υπάρχουν σήμερα

 

 

Στη Μεσαιωνική εποχή, τόσο στο οροπέδιο του Αραχναίου όσο και στις υπώρειες γύρω από αυτό, εκτός από το χωριό Χέλι και τέσσερις οικισμούς που υπάρχουν και σήμερα ακόμα, υπήρχαν και άλλοι οικισμοί που σήμερα δεν υπάρχουν πλέον. Τέτοιοι οικισμοί ήσαν:

  1. Οικισμός στα Φράκια
  2. Οικισμός στη Χώριζα
  3. Οικισμός στη Βίλια και στη Βίλιζα
  4. Οικισμός αγνώστου ονόματος και
  5. Οικισμός*αγνώστου ονόματος επίσης

 

Οικισμός Φράκια

 

Ο οικισμός Φράκια βρισκόταν στο δρόμο που σήμερα ενώνει το χωρίο Αραχναίο με το χωριό Αγγελόκαστρο και σε απόσταση τέσσερα περίπου χιλιόμετρα από το χωριό Αραχναίο. Σήμερα η περιοχή Φράκια είναι μια εκτεταμένη καλλιεργήσιμη έκταση, στην οποία υπάρχουν και πολλά πηγάδια. Στα πηγάδια αυτά πριν από τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο ποτίζονταν το καλοκαίρι, αρκετές χιλιάδες γιδοπρόβατα που έβοσκαν στην περιοχή εκείνη, αλλά και σήμερα ακόμα υπάρχει σημαντικός αριθμός από μικρά ζώα τα οποία βόσκουν και ποτίζονται εκεί. Στην ίδια περιοχή καλλιεργούνται ακόμα και σήμερα αρκετά στρέμματα με αμπέλια.

Στον οικισμό αυτόν υπήρχε και εκκλησία η Αγία Παρασκευή, τα ερείπια της οποίας σώζονταν μέχρι τα πρόσφατα χρόνια. Σήμερα επάνω στα ερείπια αυτής της εκκλησίας έχει κτιστεί μικρός Ναΐσκος αφιερωμένος στην ίδια Αγία, ο οποίος και λειτουργείται συχνά από τους πιστούς του σημερινού Αραχναίου. Δεν ξέρω όμως αν το Ναΐδριο αυτό έχει την ίδια μορφή που είχε η ερειπωμένη εκεί Εκκλησία.

Ο οικισμός αυτός πιθανότατα να ήταν οικισμός αρβανιτών από τους πρώτους που εγκαταστάθηκαν στο οροπέδιο του Αραχναίου γύρω στο 1463 μ.Χ. και που ίσως οι γηγενείς τότε κάτοικοι του Χελιού να τους παραχώρησαν αυτήν την τοποθεσία για την εγκατάσταση τους. Η ονομασία δε Φράκια πιθανόν να προέρχεται από την ονομασία FRAG που σημαίνει τσουχτερό κρύο.

Υπάρχει όμως και άλλη εκδοχή ο οικισμός αυτός να ήταν οικισμός στρατιωτών οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί εκεί από την εποχή των Δελαρός και ήσαν φύλακες του δρόμου από τον Γκύκλο προς το Αγγελόκαστρο.

 

Οικισμός Χώριζα

 

Ο οικισμός αυτός βρισκόταν Ανατολικά του σημερινού Αραχναίου σε απόσταση δύο-τριών χιλιομέτρων περίπου. Στη τοποθεσία αυτή σήμερα βρίσκονται μόνο σωροί από πέτρες διαφόρων μεγεθών που στα Αρβανίτικα λέγονται «Γκρμάδες» και που δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ότι έχει απομείνει από τα ερείπια των σπιτιών που ήσαν εκεί κτισμένα.

«Χώρα» στα Αρβανίτικα σημαίνει πόλη ή μεγάλος οικισμός και «Χώριζα», σημαίνει μικρός οικισμός ή προάστιο του μεγάλου οικισμού και συνεπώς η Χώριζα ήταν προάστιο του Χελιού.

Κοντά στον οικισμό αυτό μεταγενέστερα είχαν κτισθεί δύο ανεμόμυλοι που στην τελευταία περίοδο της λειτουργίας τους ανήκαν στον Αθανάσιο Πασπαλιάρη ή Θανάσ-Μυλωνά όπως συνηθιζόταν να λέγεται από τους συγχωριανούς του Χελιώτες.

Σήμερα οι ανεμόμυλοι αυτοί υπάρχουν ακόμη ερειπωμένοι βέβαια και φυσικά εκτός λειτουργίας, αφού οι μεγάλες πέτρες έχουν μεταφερθεί από πολλά χρόνια στο χωριό και χρησιμοποιήθηκαν εκεί από άλλον Μυλωνά που διατηρούσε μηχανοκίνητο Μύλο και λειτουργούσε μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.

 

Οικισμός Βίλια και Βίλιζα

 

Οι δύο αυτοί οικισμοί βρίσκονται στις ομώνυμες τοποθεσίες Νότια του Φρουρίου Γκύκλος. Τα τοπωνύμια Βίλια και Βίλιζα οφείλουν τις ονομασίες, τους στους Αλβανούς στρατιώτες που είχε φέρει ο Θεόδωρος Παλαιολόγος και παράγονται και τα δύο από την Αρβανίτικη λέξη Βίγλα που σημαίνει παρατηρητήριο. Η κατάληξη δε ζα είναι υποκοριστικό πολλών λέξεων των Αρβανιτών που σημαίνει μικρό. (Βίλιζα ίσον μικρή Βίλια, Χώριζα ίσον μικρή χώρα κ.λπ.)

Η θέση Βίλια παλαιότερα πρέπει να χρησιμοποιήθηκε σαν παρατηρητήριο από τους Δελαρός επειδή είχε οπτική σύνδεση με τον Γκύκλο και το Ξεροκαστέλι. Στους οικισμούς αυτούς Βίλια και Βίλιζα φαίνεται πώς είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στρατιώτες-παρατηρητές που ίσως αυτοί με τις οικογένειες τους να αποτελούσαν και τους μοναδικούς κατοίκους των οικισμών αυτών.

Το λατινογενές τοπωνύμιο «Καζάρμα» που βρίσκεται στο δρόμο Ναυπλίου – Λυγουριού κοντά στο σημερινό χωριό Άγιος Δημήτριος και η οπτική σύνδεση Γκύκλου – Καζάρμας μέσω Βίλιων και Βίλιζας είναι ισχυρές ενδείξεις ότι ολόκληρο το οροπέδιο του Αραχναίου την εποχή εκείνη ανήκε στους Δελαρός, οι οποίοι όμως έχασαν την κυριαρχία τους εκεί μετά από τη μάχη κοντά στη θέση Καρύδι της Μεγαρίδας.

Με το όνομα Βίλια υπάρχουν πολλές τοποθεσίες όχι μόνο στην Αργολίδα αλλά και σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο κυρίως στα μέρη που πέρασαν ή και εγκαταστάθηκαν Αρβανίτες και ο σκοπός τους ήταν ο ίδιος, η κατόπτευση των κινήσεων των στρατευμάτων. Γνωστός είναι και ο οικισμός των Βίλιων της Αττικής κοντά στον Κορινθιακό Κόλπο που οι κάτοικοι του είναι στο σύνολον Αρβανίτες. Η ίδρυση του οικισμού των Βίλιων και Βιλιζών στην περιοχή της Αργολίδας πρέπει να τοποθετηθεί στην περίοδο 1388-1394 εποχή κατά την οποίαν αποδίδεται και το Άργος στους Βενετούς.

 

Οικισμός Αγνώστου Ονόματος

 

Ο οικισμός αυτός βρισκόταν κοντά στο χωριό Αραχναίο, εκεί που σήμερα βρίσκεται ο παλαιός Βυζαντινός Ναός «Μετόχι». Στη περιοχή αυτή και γύρω από το Ναό βρίσκονται και σήμερα ακόμα πολλά κεραμικά. Γνωστό είναι ότι το Μετόχι ήταν η παλαιά Μονή Ταλαντίου, προτού αυτή μεταφερθεί στη θέση που βρίσκεται σήμερα. Συνεπώς τα κεραμικά που βρίσκονται εκεί εν μέρει προέρχονται και από τα κελιά της Μονής που περιστοίχιζαν το Ναό της, αλλά και από άλλα κτίσματα του οικισμού που υπήρχε εκεί κοντά. Με τους κατοίκους δε του οικισμού αυτού είχαν προστριβές συχνά ο Ηγούμενος και οι καλόγεροι της μονής και αυτό ήταν η κύρια αιτία να μεταφερθεί το Μοναστήρι στην καινούργια θέση που βρίσκεται σήμερα.


Οικισμός επίσης Αγνώστου Ονόματος

 

Ο οικισμός αυτός βρισκόταν απέναντι ακριβώς από το σημερινό χωριό Αραχναίο, λίγο πιο κάτω από τη θέση Κιάφα, από όπου περνάει σήμερα ο αμαξιτός δρόμος Αραχναίου – Άργους και Ναυπλίου. Και στη τοποθεσία αυτή υπάρχουν και σήμερα ακόμα πολλά κεραμικά και Γκρμάδες που φανερώνουν ότι εκεί υπήρχε οικισμός. Κοντά στην περιοχή αυτή υπάρχουν ακόμα τα ερείπια μικρού ναού του Αγίου Νικολάου. Τα μεταπολεμικά χρόνια είχαν μαζευτεί χρήματα για να ξαναχτιστεί ο μικρός αυτός Ναός, αλλά τελικά δεν έγινε τίποτα, πέρα από μια ατελή διάνοιξη δρόμου από την Κιάφα μέχρι τα ερείπια του Ναού που ακόμα και σήμερα είναι εμφανή.

Πέρα από τους παραπάνω αναφερομένους πέντε οικισμούς στη περιοχή του Αραχναίου, πιθανόν να υπήρχαν και άλλοι μικρότεροι οικισμοί και το συμπέρασμα αυτό βγαίνει από το γεγονός ότι απέναντι ακριβώς από το χωριό υπήρχαν ερείπια από άλλους Ναούς που σήμερα βέβαια δεν σώζονται τίποτα από αυτούς. Τέτοιοι Ναοί ήσαν της Αγίας Αικατερίνης, του Αγίου Ανδρέου, του Αγίου Ιωάννου, των Αγίων Ταξιαρχών κ.λπ.

Η ύπαρξη όλων αυτών των Ιερών Ναών ίσως προϋποθέτει και την ύπαρξη αντίστοιχων οικισμών και που δικαιολογείται η ύπαρξη αυτών από την παραδοχή ότι οι πρώτοι Αρβανίτες κάτοικοι του Αραχναίου όταν ανέβηκαν εκεί επάνω πιθανόν να εγκαταστάθηκαν κατά οικογένειες (Φάρες) σε διάφορες τοποθεσίες και κάθε μια φάρα να αποτέλεσε δικό της οικισμό και να έκτισε και δική της Εκκλησία.

 

Παναγιώτης Ι. Μπιμπής

Το Χέλι και η συμβολή του στους Αγώνες του Έθνους, Άργος 2002.

Read Full Post »

Ιεροί Ναοί Αραχναίου Αργολίδας


 

Ιερός Ναός Αγίου Αθανασίου που είναι και η Μητρόπολη του χωριού. Πότε ιδρύθηκε η Εκκλησία αυτή είναι άγνωστο. Στη θέση που βρίσκεται σήμερα η Εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, υπήρχε παλαιός Ναός, μικρότερος βέβαια από τη σημερινή εκκλησία σε ρυθμό Βασιλικής που κατεδαφίστηκε το 1930 επειδή είχε καταστεί ετοιμόρροπος και μετά από δύο-τρία χρόνια θεμελιώθηκε η καινούργια εκκλησία, αλλά οι εργασίες όμως της ανέγερσης σταμάτησαν ακριβώς επάνω στα θεμέλια για αρκετά χρόνια.

 

Ιερός Ναός Αγίου Αθανασίου. Φωτογραφία από το Ιστορικό Αρχείο Αραχναίου.

 

Το 1938 μερικοί κάτοικοι του χωριού πήραν πρωτοβουλία να κατασκευάσουν τις κολώνες της εκκλησίας, οι οποίες έγιναν κτιστές με αγκωνάρια από το Λάκκωμα και τσιμέντο και στη συνέχεια χτίστηκαν και τα εξωτερικά τοιχία μέχρι το επάνω μέρος από τα κουφώματα. Ήρθε όμως ο πόλεμος του 1940, οι εργασίες σταμάτησαν και όταν ο πόλεμος τελείωσε μετά το 1945 άρχισαν πάλι οι εργασίες και κατασκευάστηκε και η σκεπή του Ναού  από μπετόν-αρμέ.

Η καινούργια εκκλησία του Αγίου Αθανασίου είναι βυζαντινού ρυθμού, οι εργασίες για την αποπεράτωση συνεχίστηκαν για αρκετά ακόμα χρόνια και σήμερα είναι σχεδόν έτοιμη και στο εσωτερικό της έχουν τελειώσει και οι Αγιογραφίες. Πανηγυρίζει στις 2 Μαΐου κάθε χρόνο.

Ιερός Ναός του Αγίου Παντελεήμονος. Όλα τα χρόνια που η μητρόπολη ήταν κατεδαφισμένη και γίνονταν οι εργασίες ανέγερσης της νέας ο κόσμος εκκλησιαζόταν σε μια άλλη εκκλησία που βρίσκεται ανατολικά και έξω από το χωριό. Είναι μια Βασιλική όχι πολύ μεγάλη και αφιερωμένη στον Άγιο Παντελεήμονα η μνήμη του οποίου γιορτάζεται στις 27 Ιουλίου και είναι το μεγαλύτερο πανηγύρι που γίνεται τα τελευταία τουλάχιστον 65 χρόνια στο χωριό.

 

Ιερός Ναός Αγίου Παντελεήμονος. Φωτογραφία από το Ιστορικό Αρχείο Αραχναίου.

 

Ιερός Ναός του Αγίου Δημητρίου. Απέναντι ακριβώς του Αγίου Αθανασίου και προς την βόρεια πλευρά αυτού, μέσα στο βράχο βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Είναι λαξευμένη μέσα σε σκληρό έδαφος (πορί) και φαίνεται πως χρησιμοποιείτο αρκετά επί τουρκοκρατίας, έχει μόνο μία πόρτα και παραπλεύρως ένα μικρό παράθυρο. Μπροστά υπάρχει τοίχος που κλείνει το ανοικτό εμπρός μέρος του Ναού.

Ιερός Ναός του Αγίου Φανουρίου. Είναι καινούργια εκκλησία κτισμένη στο δυτικό μέρος του χωριού τα τελευταία χρόνια σε ρυθμό Βασιλικής.

 

Ιερός Ναός Αγίου Φανουρίου. Φωτογραφία: Περικλής Δενεσάκης‎ από το Ιστορικό Αρχείο Αραχναίου.

 

Ιερός Ναός του Προφήτη Ηλία. Είναι και αυτή καινούργια εκκλησία σε ρυθμό Βασιλικής κτισμένη στην τοποθεσία άρεζε- Γκίλεζα κάτω από τον δημόσιο δρόμο.

Ιερός Ναός Αγίας Παρασκευής. Στα Φράκια υπήρχαν ερείπια εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής και στην ίδια θέση έχει κτιστεί τώρα μικρή εκκλησία αφιερωμένη στην ίδια Αγία.

Ο οικισμός Φράκια βρισκόταν στο δρόμο που σήμερα ενώνει το χωρίο Αραχναίο με το χωριό Αγγελόκαστρο και σε απόσταση τέσσερα περίπου χιλιόμετρα από το χωριό Αραχναίο. Σήμερα η περιοχή Φράκια είναι μια εκτεταμένη καλλιεργήσιμη έκταση, στην οποία υπάρχουν και πολλά πηγάδια. Στα πηγάδια αυτά πριν από τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο ποτίζονταν το καλοκαίρι, αρκετές χιλιάδες γιδοπρόβατα που έβοσκαν στην περιοχή εκείνη, αλλά και σήμερα ακόμα υπάρχει σημαντικός αριθμός από μικρά ζώα τα οποία βόσκουν και ποτίζονται εκεί. Στην ίδια περιοχή καλλιεργούνται ακόμα και σήμερα αρκετά στρέμματα με αμπέλια.

 

Ιερός Ναός Αγίας Παρασκευής. Φωτογραφία: Περικλής Δενεσάκης‎, από το Ιστορικό Αρχείο Αραχναίου.

 

Στον οικισμό αυτόν υπήρχε και εκκλησία η Αγία Παρασκευή, τα ερείπια της οποίας σώζονταν μέχρι τα πρόσφατα χρόνια. Σήμερα επάνω στα ερείπια αυτής της εκκλησίας έχει κτιστεί μικρός Ναΐσκος αφιερωμένος στην ίδια Αγία, ο οποίος και λειτουργείται συχνά από τους πιστούς του σημερινού Αραχναίου. Δεν ξέρω όμως αν το Ναΐδριο αυτό έχει την ίδια μορφή που είχε η ερειπωμένη εκεί Εκκλησία.

Ο οικισμός αυτός πιθανότατα να ήταν οικισμός αρβανιτών από τους πρώτους που εγκαταστάθηκαν στο οροπέδιο του Αραχναίου γύρω στο 1463 μ.Χ. και που ίσως οι γηγενείς τότε κάτοικοι του Χελιού να τους παραχώρησαν αυτήν την τοποθεσία για την εγκατάσταση τους. Η ονομασία δε Φράκια πιθανόν να προέρχεται από την ονομασία FRAG που σημαίνει τσουχτερό κρύο.

Υπάρχει όμως και άλλη εκδοχή ο οικισμός αυτός να ήταν οικισμός στρατιωτών οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί εκεί από την εποχή των Δελαρός και ήσαν φύλακες του δρόμου από τον Γκύκλο προς το Αγγελόκαστρο.

 

Η κ. Μαρία Μπιμπή σημειώνει στον διαδικτυακό της τόπο «Μικρή Πατρίδα – Μεγάλη Αγάπη».  

 

Η εκκλησία της Αγια-Παρασκευής βρίσκεται στα Φράκια, σε μια τοποθεσία κάπου τέσσερα χιλιόμετρα ανατολικά από το χωριό Αραχναίο. Ο δρόμος από το Αραχναίο προς το Αγγελόκαστρο διασχίζει εκεί μια λεκάνη με εύφορα χωράφια που αποτελούσαν άλλοτε καλλιεργήσιμους αγρούς, πολύτιμους για τα νοικοκυριά του χωριού. Σ΄ αυτήν τη χαρούμενη ισιάδα βρίσκονται πολλά πηγάδια με καθαρό νερό, γι’ αυτό εδώ σύχναζαν παλιά οι τσοπάνηδες για να ποτίσουν τα χιλιάδες γιδοπρόβατά τους. Αφήνοντας τον δρόμο, αν στρίψεις δεξιά μέσα από κάποια χωράφια, μετά από πολλά δέντρα, αμυγδαλιές και αχλαδιές κυρίως, συναντάς την εκκλησούλα της Αγια-Παρασκευής.

Θυμάμαι με τις φίλες μου τα καλοκαίρια του δημοτικού, πηγαίναμε με τα πόδια τον χωμάτινο κακοτράχαλο δρόμο για τον εσπερινό και το πανηγυράκι της Αγια-Παρασκευής. Περπατούσαμε παράλληλα με πολλές άλλες παρέες προσκυνητών, ειδικά γυναικών, που κουβαλούσαν αποβραδίς τα χρειαζούμενα για το προσκύνημα (μπουκάλια με λάδι, καθαριστικά για τον ευπρεπισμό της εκκλησούλας). Στο δρόμο λέγαμε ιστορίες, παρατηρούσαμε τη φύση, πιάναμε χελώνες, γελούσαμε και παίζαμε εκτελώντας ταυτόχρονα ένα τόσο ευχάριστο θρησκευτικό καθήκον που, μέσα στην άγουρη συνείδησή μας, έπαιρνε τη διάσταση του ανεξίτηλου παιδικού βιώματος μιας εκδρομής. Ειδικά όταν βγαίναμε από τον ασφαλή δρόμο και παίρναμε δεξιά το χωμάτινο μονοπάτι μέσα από τα χωράφια, κόβαμε γινωμένα αχλάδια από τις αχλαδιές που βρίσκαμε στο δρόμο μας, χασομερούσαμε εξερευνώντας τα πηγάδια και ο περίπατος φάνταζε σαν εξωτική περιπέτεια.

Αργότερα, με την είσοδο των αυτοκινήτων στη ζωή μας, σταμάτησαν οι περιπατητές και πηγαίναμε εποχούμενοι πια, χάνοντας μεν όλη εκείνη την παρατεταμένη αίσθηση της εκδρομής, κερδίζοντας όμως χρόνο και δυνάμεις για τον εσπερινό ή την πρωινή λειτουργία στο εκκλησάκι. Έτσι, μπορούσαν να έρχονται και γεροντότεροι και πολύ μικρά παιδιά. Οι προσκυνητές όμως είναι πάντα πολυπληθείς γιατί η Αγία Παρασκευή, πέρα από γιάτρισσα των ματιών είναι πάντα η προστάτιδα και αγαπημένη Αγία των βοσκών όλης της περιοχής των Φρακιών.

Η Ιστορία

Εδώ υπήρχε από πολύ παλιά ένα ερειπωμένο ξωκλήσι που είχε καταγραφεί στη μνήμη όλων των κατοίκων του χωριού ως αφιερωμένο στην Αγια-Παρασκευή. Κοντά σε κείνο το παμπάλαιο ερείπιο που σιγά-σιγά χάθηκε, χτίστηκε στη δεκαετία του ’60 η τωρινή εκκλησούλα από τους Χελιώτες με πρωτεργάτη τον Αναστάσιο Δημητρίου Μανώλη (ή Γαλάνη). 

Από τότε και μέχρι και τα τελευταία χρόνια, με την αγάπη και την επιμέλεια των κατοίκων του χωριού, υπήρξαν αισθητικά όμορφες παρεμβάσεις και προεκτάσεις που ομόρφυναν το αρχικό λιτό κτίσμα και το έκαναν πιο επιμελημένο και φιλόξενο. Ο ναός επεκτάθηκε με στεγασμένη είσοδο στην πρόσοψη και αποθηκούλα στο πλάι, έγινε κοκκινωπή κεραμοσκεπή, επικάλυψη της πρόσοψης με πελεκητή πέτρα της περιοχής, πλακόστρωση του προαυλίου και του διαδρόμου εισόδου και διαμόρφωση του αύλειου χώρου με δενδροφύτευση και παγκάκια. Επίσης η μάντρα από τσιμεντόλιθους ανακαινίστηκε με πετρόχτιστη διακόσμηση και όμορφη είσοδο. Πρόκειται για μια ολοκληρωμένη κατασκευή που στεγάζει ικανοποιητικά την ευλάβεια των Χελιωτών και τους κάνει περήφανους.

 

Ο Αναστάσιος Δημητρίου Μανώλης σέρνει πρώτος τον χορό ανδρών έξω από τη νεόκτιστη εκκλησία στα Φράκια κατά τον εορτασμό της Αγίας Παρασκευής, γύρω στο 1960. Οι ντόπιοι οργανοπαίκτες δίνουν τη μουσική με τα λαγούτα, τα κλαρίνα και τα βιολιά (Ντακαρούνης). Καθισμένος αριστερά πιθανόν ο Ιωάννης Κοροντάνης, ο οποίος ήταν και ψάλτης, μπορεί να τραγουδάει. Σε τέτοιες περιπτώσεις τραγουδούν τα δημοτικά τραγούδια σύσσωμα όλοι οι χορευτές. Τρίτος στον χορό ο Γεώργιος Πίτσας. Κάποιος τούς κερνά κρασί. Σπάνια και πολύτιμη φωτογραφία από το αρχείο του Δημητρίου Χ. Παπαϊωάννου, που μαρτυρεί τα ήθη άλλων εποχών. Αρχείο: Μαρία Μπιμπή.

 

Ο παππού-Γαλάνης είχε τότε τα γιδοπρόβατα που έβοσκαν σε κείνα τα μέρη και είδε όνειρο την Αγία Παρασκευή. Αποφάσισε να της χτίσει την εκκλησία και παρακίνησε και τον δεύτερο ξάδερφό του Γεώργιο Πίτσα ή Δρόσα να την χτίσουνε μαζί. Ανοιχτήκανε στο χωριό και μαζέψανε «χάρες» από άλλους συγχωριανούς, δηλαδή βοήθεια σε είδος. Καθένας τσοπάνης, ειδικά εκεί στα Φράκια, έδωσε κι από ένα κατσίκι. Πούλησαν τα ζωντανά που μάζεψαν, έβαλαν και δικά τους έξοδα κι έχτισαν την εκκλησία.

Ακολουθεί προφορική μαρτυρία του Ιωάννη Αναστασίου Μανώλη, του μικρότερου γιου του Αναστασίου και θείου μου, που διατηρεί φούρνο και παντοπωλείο στο Αραχναίο (2016):

«Γύρω στο 1942, Ιούλιος μήνας ήταν, τον έπιασε τον πατέρα μου ένας πόνος στο πόδι και δεν μπορούσε να κάτσει καθόλου στα γιδοπρόβατα. Και ήρθε στο χωριό και ξάπλωσε εδώ στο σπίτι. Αλλά στο σπίτι που κάθισε φοβόταν γιατί εκεί στα Φράκια που είχε τα ζώα ήταν όλο αμπέλια. Πολλοί από το χωριό είχαν βάλει αμπέλια ο Κωτσ-Καλοπέρης πατέρας του Αλέκο-Καλοπέρη, ο Κερκέζης, οι Τζαριμαίοι, ο Γιωρ-Πρίφτης, πολλοί.  Είχε την στρούγκα κάτω στην Πίουγια, και είχε αφήσει τα παιδιά να φυλάνε τα ζώα. Τότε η Αννιώ θα ήταν 12 και ο Μήτσος 10 χρονών. Ήσανε μικροί για να τα φυλάγανε μόνοι τους. Κι έλεγε «Παναγία μου, να μη μου πάνε στα αμπέλια». Παρακαλούσε να μην πηγαίνανε τα γίδια στα αμπέλια. Άμα πήγαιναν στα αμπέλια δεν του φτάνανε για αποζημιώσεις. Πέρασε ο καιρός, έγινε καλά. Πήγε πέρα και πράγματι δεν είχαν πάει τα γίδια. Σκαρίζανε τα γίδια το πρωί και αντί να πηγαίναν στα αμπέλια κολλάγανε απέναντι προς το βουνό εκεί που τα έχει τώρα ο γέρο-Μπίζης. Κι ένα βράδυ που κοιμόταν βλέπει μια γυναίκα μαυροφόρα και του λέει: «Εγώ σου τα κράταγα τα γίδια και δεν πήγανε στα αμπέλια». Κατάλαβε ότι ήταν η Αγία Παρασκευή και είπε «να την φτάξουμε, να την φτιάξουμε». Πέρασαν όμως αρκετά χρόνια και δεν την είχανε φτιάξει ακόμα».

Αικατερίνη σύζ. Ιωάννου Μανώλη: «Εγώ πήγαινα εκεί γιατί εκείνο το χωράφι ήταν του γιαγιάς μου, της Γιανν-Μπύρμπαινας.  Σαν προσκυνητάρι ήτανε. Κάτι πέτρες παλαιές ήταν εκεί, ερείπια από ένα εκκλησάκι μικρό αλλά ξεσκέπαστο. Είχε μια εικονίτσα όμως μέσα, τη θυμάμαι! Ένα χάλασμα ήταν, ενάμισυ μέτρο ψηλό και είχε μια παλαιά εικόνα της Αγια-Παρασκευής. Και όλο το χωριό την έλεγε Αγια-Παρασκευή, όπως αλλού λένε Άγιο Νικόλα κλπ. Μόνο αυτή η εικόνα ήταν κι ένα χτίσμα παλιό…».

Ιωάννης Αναστασίου Μανώλης: «Πάνω στο ίδιο σημείο ξαναχτίστηκε η εκκλησία. Το 1960 νομίζω.  Κι όταν σκάψαμε και κάναμε τα θεμέλια βρήκαμε και κόκκαλα από τάφους. Μπορεί να είχε οικισμό εκεί κοντά. Πρέπει να υπήρχε οικισμός γιατί απέναντι δεξιά, εκεί προς τη ρίζα του βουνού υπάρχουν ακόμα κάτι χοντρά κεραμίδια.

Εκεί, όπως έλεγαν, ο γέρο-Στέφας, ο πατέρας της γιαγια-Μήτραινας, είχε στάνη με γίδια και βοσκάγανε εκεί ίσια κάτου που ήταν άγριο το μέρος γιατί δεν είχανε ακόμα καταπατήσει τα χωράφια. Και γύριζε τα γίδια στα Φράκια και τα πότιζε, είχαν ένα παλιό πηγάδι. Κι ένα τραγί δεν πήγαινε να πιει νερό αλλά ήταν τυλωμένο (χορτασμένο).

– Βρε παιδιά, αυτό το τραγί γιατί δεν πίνει νερό;

Το έβλεπε όμως με τα γένια βρεγμένα.

– Θα το φυλάξω, είπε μια φορά. Φύλαξε το τραγί και πήγε, λέει, εκεί στην Αγια-Παρασκευή έτσι πιο πέρα, σε μια ρεματιά ήταν ένα δάσος, μια πατουλιά και το είδε που μπήκε μέσα και βγήκε με τα γένια βρεγμένα. Πάει εκεί ο γέρο-Στέφας να δει και είδε νερό. Και, μόλις το είδε, χάθηκε το νερό. Έτσι το λένε, έτσι το έχω ακούσει εγώ. Και σηκώθηκε και πήγε στον Δεσπότη και του λέει αυτό κι αυτό. Του λέει έπρεπε να κάνεις αίμα εκείνη την ώρα που το είδες, να έσφαζες κάτι εκεί και θα έμενε το νερό. Είναι αλήθεια; Είναι ψέματα; Εγώ έτσι το έχω ακούσει.

Μετά το όνειρο, ο παππούς ήθελε να φτιάξει εκκλησία. Αλλά δεν το ξεκίνησε μόνος του. Συζητάγανε με τον πατέρα του Παπαρούντα, του Θοδωρή, το γέρο-Τασιάκο (Πίτσα Αναστάσιο του Αθανασίου) και του λέει: ««Έχω τάξει να φτιάξω την εκκλησία και δεν έχω κάνει τίποτα ακόμα. Να το κινήσουμε, έχω αυτήν την επιθυμία».

«Έε, δεν το κινάμε;»

Αφού το συζητάγανε εκεί, να κι ο Δρόσας (Γεώργιος Πίτσας).

«Θα μπω κι εγώ μέσα να το προχωρήσουμε!»

Να κι ο γέρο-Ντούσκος, ο Τασ-Ντούσκος.

«Κι εγώ μαζί σας.»

Κι είπανε «μπρος να ξεκινήσουμε να φτιάξουμε την εκκλησία».

Εκεί στα Φράκια μαζευόσανε, ύστερα μπήκαν κι άλλοι μέσα που είχαν πράματα (=γιδοπρόβατα) στα Φράκια. Και βάλανε όλοι από μια γίδα ή ό,τι είχε ο καθένας. Ο θείος ο Μήτσος (το μεγαλύτερο αγόρι του Γαλάνη) είχε πάει και μέχρι τον Πηλιαρό και τους είπε «ανοίγουμε την εκκλησία» και βάλαν και οι Πηλιαριώτες. Τα μαζέψανε και τα πουλήσανε και πήγανε στον Δεσπότη και του το είπανε. Να την προχωρήσετε, τους είπε. Και την προχωρήσανε. Την ξεκίνησε ο πατέρας μου ο παππούς ο Γαλάνης που το είχε δει στο όνειρο, κι ύστερα αποφάσισε μαζί με τον Τασιάκο.  Μετά μπήκε ο Δρόσας, μπήκε ο Τασ-Ντούσκος, όλοι.

Και ήτανε μια ανυδρία εκείνη τη χρονιά! Σώθηκε το νερό στα πηγάδια, μια σταγόνα είχαν. Δεν έριξε βέβαια βροχή αλλά ενώ φτιάχναν την εκκλησία εκείνη τη χρονιά, τα πηγάδια από κείνη την σταγόνα που είχαν δεν στερέψανε. Κουβαλήσανε όλα τα νερά και φτιάξανε την εκκλησία και με κείνες τις σταγόνες  ποτίζανε και τα πράματα, κι όμως, δεν στέρεψε κανένα πηγάδι. Ούτε το δικό μας στέρεψε».

Ιερός Ναός Τιμίου Προδρόμου. Στον Πηλιαρό υπάρχει παλαιά εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο (Νηστευτή) και γιορτάζεται στις 29 Αυγούστου.

 

Εσωτερικό του Ιερού Ναού Τιμίου Προδρόμου. Φωτογραφία: Περικλής Δενεσάκης‎, από το Ιστορικό Αρχείο Αραχναίου.

 

Εκτός από τις πάρα πάνω εκκλησίες υπήρχαν μέχρι την εποχή πριν ατό τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και εμφανή ερείπια από διάφορες εκκλησίες, που σήμερα υπάρχουν μόνο σαν τοπωνύμια. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Ναούς:

Ιερός Ναός Αγίας Αικατερίνης απέναντι από το χωριό.

Ιερός Ναός Αγίου Ανδρέου, κάτω από την Αγία Αικατερίνη.

Ιερός Ναός Αγίου Ιωάννου, κοντά στο ρέμα.

Ιερός Ναός των Αγίων Ταξιαρχών, κοντά στον Άγιο Ιωάννη.

Ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου, απέναντι από το χωρίο, σε απόσταση περίπου ενός χιλιομέτρου, υπάρχουν μέχρι σήμερα τα ερείπια αυτού.

 

Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου. Φωτογραφία από το Ιστορικό Αρχείο Αραχναίου.

 

Νότια του χωριού βρίσκεται το Νεκροταφείο. Μέσα σε αυτό υπάρχει εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο. Στην ίδια θέση υπήρχε παλαιός Ναός, αλλά επειδή ήταν ετοιμόρροπος από το χρόνο, κατεδαφίστηκε για να κτιστεί στη ίδια θέση καινούργιος μικρός Ναός για τις ανάγκες του Νεκροταφείου.

 

Πηγές


 

  • Παναγιώτης Ι. Μπιμπής, «Το Χέλι και η συμβολή του στους Αγώνες του Έθνους», Άργος 2002.
  • Διαδικτυακός τόπος, «Μικρή Πατρίδα – Μεγάλη Αγάπη», Ιστορία, Πολιτισμός και Λαϊκός Βίος Αραχναίου Ναυπλίου Αργολίδας (πρώην Χέλι).

Read Full Post »

Αραχναίο (Χέλι) Αργολίδας


 

Το Χωριό Αραχναίο (Χέλι) – Ιστορία του Χελιού (Αραχναίου) – Οι Αρβανίτες στο Χέλι – Ύδρευση του Χελιού – Ασχολίες των κατοίκων του Χελιού –  Επικοινωνία του Χωριού – Η Εκπαίδευση στο Χέλι

 

Το Χέλι (σημερινό Αραχναίο) βρίσκεται στα βόρεια της ψηλότερης κορυφής του Αραχναίου όρους και στη Νότια πλευρά της Τραπεζώνας σε υψόμετρο εξακόσια πενήντα (650) περίπου μέτρα. Πάνω από το χωριό δεσπόζει η Νότια πλευρά της Τραπεζώνας, η ονομαζόμενη Μπρίνια, μια γυμνή από χλωρίδα πλαγιά της Τραπεζώνας της τετάρτης κατά σειρά ύψους κορυφής της οροσειράς του Αραχναίου. [Σημείωση Βιβλιοθήκης: Ο συγγραφέας Παναγιώτης Ι. Μπιμπής (1925-2009), όπως ο ίδιος αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου του «Το Χέλι και η συμβολή του στους Αγώνες του Έθνους, Άργος 2002», χρησιμοποιεί κύρια το παλαιό όνομα του χωριού «Χέλι» γιατί έτσι αναφέρεται στις ιστορικές πηγές από τις οποίες άντλησε τις πληροφορίες του. Το Χέλι μετονομάστηκε σε Αραχναίο το 1915 (29/7/1915 – ΦΕΚ : 273/1915) είναι χωριό του Δήμου Ναυπλιέων. Μέχρι το 2010 ανήκε στον τέως Δήμο Μιδέας].

Το Χέλι βρίσκεται αποκομμένο από όλα τα κατοικημένα μέρη της Αργολίδας, σε απόσταση 26 περίπου χιλιομέτρων από το Άργος και 28 χιλιομέτρων από το Ναύπλιο και δεν έχει οπτική επαφή με κανένα κατοικημένο χώρο του Νομού. Βέβαια σήμερα ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος που το συνδέει με τα μεγάλα αστικά κέντρα το Άργος και το Ναύπλιο, έχει αρκετά δαμάσει τις άγριες ξεροτοπιές της περιοχής του Χελιού και έχει συνδέσει την αβοήθητη ερημιά του παρελθόντος με τη σημερινή ζωή του Κέντρου και του Πολιτισμού.

 

Χάρτης Νομού Αργολίδας.

 

Το Χέλι έχει σήμερα περίπου 1200 κατοίκους [643 κάτοικοι σύμφωνα με την απογραφή του 2011], που μένουν μόνιμα στο χωριό, ενώ είναι πολύ περισσότεροι αυτοί που έχουν μετοικίσει στον Άγιο Δημήτριο, στον Αμαριανό, στο Ναύπλιο στο Άργος, στα χωριά του Κάμπου, στην Κόρινθο, στην Αθήνα και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, πέρα από τις εκατοντάδες που μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο βρέθηκαν μετανάστες, στην Αυστραλία, στον Καναδά και τη υπόλοιπη Αμερικανική Ήπειρο. Το χωριό είναι μακρόστενο και εκτείνεται από την Ανατολή προς τη Δύση. Βρίσκεται βόρεια της ευρείας Λεκάνης που περιβάλλεται από τους ορεινούς όγκους του όρους Αραχναίου, κυρίως από την Τραπεζώνα και το Σιούρι. Τα περισσότερα σπίτια του χωρίου που είναι και τα παλαιότερα, είναι χτισμένα σύμφωνα με την παλαιά τεχνοτροπία, είναι όλα ορθογώνια παραλληλόγραμμα, στα οποία η μια στενή τους όψη είναι συνήθως στραμμένη πάντοτε προς το δρόμο προσπέλασης και σε αυτή τη πλευρά υπάρχουν πάντοτε δυο στενά παράθυρα, στο δε μέσον της μιας μεγάλης πλευράς, υπάρχει πάντοτε η πόρτα. Στις μεγάλες πλευρές του σπιτιού υπάρχουν και άλλα παράθυρα ανάλογα με τις διαστάσεις του σπιτιού. Όταν τα σπίτια είναι διώροφα, οι πόρτες και τα παράθυρα βρίσκονται στην ίδια ακριβώς θέση επάνω και κάτω. Όλα τα σπίτια είναι λιθόκτιστα και ο χωρισμός μέσα σε δωμάτια έχει γίνει με σανίδες.

Τα σπίτια αυτά είναι χαρακτηριστικά και τα ίδια σε όλα τα Αρβανιτοχώρια της – περιοχής μας και θυμίζουν τα σπίτια της βόρειας Ηπείρου με την μόνη διαφορά ότι είναι κεραμοσκεπή, όλα δε είναι κτισμένα από Νομάδες Λαγκαδιανούς κτίστες που ολόκληρα καλοκαίρια έμεναν και δούλευαν στο χωριό. Σήμερα βέβαια πολλά από τα παλαιά αυτά σπίτια έχουν αντικατασταθεί με μοντέρνα κτίρια κτισμένα με τσιμέντα και τούβλα.

Τα νερά της βροχής της ευρείας λεκάνης που βρίσκεται χτισμένο το χωριό σχηματίσουν ένα μαιανδρικό χείμαρρο που ξεκινάει από τα Φράκια διασχίζει όλη τη λεκάνη, σχηματίζει έπειτα μια βαθιά χαράδρα, περνάει κοντά στο Μοναστήρι (Μονή Ταλαντίου) και συνεχίζει την πορεία του μέσα στη Χούνι, βγαίνει στον Αμαριανό και από εκεί διασχίζει και τον Αργολικό Κάμπο, περνάει από το χωριό Παναρίτη και πολύ σπάνια τα νερά του φθάνουν στον Αργολικό Κόλπο, γιατί μετά το Παναρίτη σήμερα δεν υπάρχει καν κοίτη, επειδή έχει καταστραφεί από τους χωρικούς οι οποίοι την έχουν μετατρέψει σε χωράφια.

Στη διαδρομή του ο χείμαρρος αυτός σχηματίζει σε πολλά σημεία βαθιές χαράδρες και δέχεται πολλούς άλλους χείμαρρους, όπως τον χείμαρρο που κατεβαίνει από τον Αρνά. το ττρόι- Λάζεριτ, το πρόι-Θέου, το πρόι-Φλώρου και άλλους πολλούς και στη λεκάνη του Αραχναίου και στη λεκάνη του Αμαριανού.

Οι σημερινοί κάτοικοι του χωριού είναι όλοι Αρβανίτες και οι μεγάλης ηλικίας μιλάνε ακόμα πολύ καλά τα Αρβανίτικα, αλλά σε διάλεκτο με πολλές παραφθαρμένες σύγχρονες Ελληνικές λέξεις, η οποία διάλεκτος αυτή διαφέρει πολύ από την διάλεκτο των Αρβανιτών των γειτονικών χωριών Λιμνών, Προσύμνης. Μηδέας κ.λπ. όπως επίσης και από την διάλεκτο που μιλάει όλη η Ερμιονίδα.

 

Ιστορία του Χελιού (Αραχναίου)

 

Ο Παναγιώτης Ι. Μπιμπής (Αραχναίο 1925 – Άργος 2009). Προτελευταίο παιδί από τα δέκα του Ιωάννου Δημ. Μπιμπή και της Αναστασίας Αν. Μανώλη. Μετά το Γυμνάσιο Ναυπλίου σπούδασε στο Μαθηματικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε ως καθηγητής Μαθηματικός στη Μέση Εκπαίδευση, Γυμνασιάρχης, Λυκειάρχης και Προϊστάμενος Μέσης Εκπαιδεύσεως Νομού Αργολίδος ως το 1986 οπότε περάτωσε την υπηρεσία του. Έγραψε το βιβλίο «ΤΟ ΧΕΛΙ», ένα εξαίρετο πόνημα, το οποίο και συνιστά την μοναδική έως τώρα συστηματική καταγραφή της ιστορίας του χωριού μας από τα αρχαία χρόνια ως τις μέρες μας. Φωτογραφία από το Ιστορικό Αρχείο Αραχναίου. Λεζάντα: Μαρία Μπιμπή.

Το πότε ακριβώς ιδρύθηκε ο οικισμός αυτός σε αυτή την περιοχή και πότε κτίσθηκε το Χέλι είναι άγνωστο, αφού κανένα γραπτό κείμενο δεν υπάρχει που να μαρτυρεί αυτό το γεγονός. Σε γραπτά κείμενα η ονομασία Χέλι, από ότι τουλάχιστον έχει διαπιστωθεί αναφέρεται για πρώτη φορά το 1463 οπότε σημειώνεται η πρώτη μετακίνηση των Αρβανιτών που ήσαν εγκατεστημένοι στον Αργολικό Κάμπο προς το Χέλι, ύστερα από την ήττα που υπέστησαν οι Ενετοί με τους μισθοφόρους Αρβανίτες στο Ναύπλιο από τα Τουρκικά στρατεύματα και για να αποφύγουν την τελειωτική τους καταστροφή και τον αφανισμό τους. Οπωσδήποτε όμως υπήρχε εκεί ο οικισμός πριν από το 1463 και για το γεγονός αυτό υπάρχουν σαφείς αποδείξεις.

Πρώτη απόδειξη είναι το γεγονός ότι στην κορυφή του όρους Αραχναίου, το σημερινό Προφήτη Ηλία υπήρχε Βωμός του Δία και της Ήρας όπου οι άνθρωποι της εποχής εκείνης θυσίαζαν προς τους θεούς σε περιόδους ανομβρίας, αυτό όμως φανερώνει ότι εκεί στο οροπέδιο του Αραχναίου ζούσαν φυσικά άνθρωποι που υφίσταντο τις συνέπειες της ανομβρίας και έκαναν τις θυσίες αυτές.

Δεύτερη απόδειξη είναι το γεγονός που αναφέρει ο Αισχύλος στον Αγαμέμνονα ( στ. 296 ) ότι στην κορυφή του όρους Αραχναίου ανάφτηκε πυρσός με τον οποίον αναγγέλθηκε στις Μυκήνες η άλωση της Τροίας. Το γεγονός αυτό μαρτυρεί ότι στην περιοχή αυτή κατοικούσαν άνθρωποι στην Ομηρική εποχή, οι οποίοι πήραν το μήνυμα του γεγονότος της άλωσης της Τροίας από κάποια άλλη βουνοκορυφή, πιθανότατα από την Ακρόπολη των Αθηνών που έχει οπτική επαφή με την κορυφή του Αραχναίου και το μετέδωσαν με τον ίδιο τρόπο: με τον πυρσό στις Μυκήνες.

Από τα πάρα πάνω βγαίνει το συμπέρασμα ότι στη Μυκηναϊκή εποχή λειτουργούσε οργανωμένο δίκτυο για τη μετάδοση ειδήσεων από πολύ μακρινές αποστάσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα. Όλα όμως αυτά μαρτυρούν ότι εκεί στην περιοχή του Οροπεδίου του Αραχναίου θα υπήρχε οικισμός για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες λειτουργίας της επικοινωνίας αυτής. Οι σταθμοί αυτοί της λήψης και μετάδοσης των ειδήσεων από και σε μακρινές αποστάσεις ονομάζονταν «Φρυκτωρία» και έτσι ακριβώς αναφέρονται στα αρχαία κείμενα.

 

Τμήμα χάρτη της Αργολιδοκορινθίας του Αντώνη Μηλιαράκη,1886.

 

Τρίτη απόδειξη είναι τα εμφανή ίχνη καρόδρομου που υπάρχουν μέσα στην κοίτη του χειμάρρου από τον Αμαριανό μέχρι το σημερινό Χέλι και ακόμα πέρα από αυτό μέχρι τα Φράκια. Η κοίτη του Χειμάρρου αυτού αποτελεί και σήμερα ακόμα μια φυσική δίοδο από τον Αργολικό κάμπο προς το οροπέδιο του Αραχναίου. Η δίοδος αυτή σε αρκετά σημεία εκεί στη χούνι αποτελεί φαράγγι αρκετά στενό με απότομες βραχώδεις όχθες.

Κατά μήκος λοιπόν αυτής της φυσικής διόδου υπάρχουν και σήμερα ακόμα εμφανή τα ίχνη Καρόδρομου που διαπιστώνεται από τα παράλληλα αυλάκια επάνω στα βραχώδη μέρη της κοίτης και που φαίνεται πως έγιναν από το πέρασμα επάνω σε αυτά παράλληλων σιδερένιων τροχών ιππήλατης άμαξας. Τα ίχνη αυτά φαίνονται καθαρά και η χάραξη σε πολλά σημεία είναι τόσο βαθιά που το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι ο δρόμος αυτός χρησιμοποιήθηκε σε πολύ παλιά εποχή και για πολλές εκατονταετίες.

Σε πολλά σημεία του φαραγγιού όπου στο κάτω μέρος υπάρχουν πολύ καθαρά τα ίχνη του καρόδρομου, φαίνεται ότι και ο άνθρωπος έχει επέμβει εκεί πριν γίνει δρόμος και είχε λαξεύσει το βράχο για να φαρδύνει πρώτα τη πολύ στενή δίοδο, ώστε να αποκτήσει αρκετό πλάτος ικανό να περάσει το κάρο της εποχής εκείνης και στη συνέχεια να έγινε χρήση του δρόμου αυτού για παρά πολλά χρονιά. Τα ίχνη αυτά σήμερα διακρίνονται μόνο στα μέρη της κοίτης του χειμάρρου που είναι βραχώδη. Μέσα στο φαράγγι της Χούνης, όπως ονομάζεται ένα τμήμα του χείμαρρου, είναι εμφανεστέρα τα ίχνη σε αρκετά σημεία και σε πολλά τμήματα το ένα κοντά στο άλλο, ενώ πιο πάνω προς το Μοναστήρι της Παναγίας που η κοίτη είναι αμμώδης και μέχρι το χωριό, τα ίχνη αυτά είναι πολύ αραιά και μονό ση σημεία που μεσολαβούν σκληρά πετρώματα φαίνονται αυτά καθαρά.

Κάτω από το χωριό και στη τοποθεσία που βρισκόταν άλλοτε το αλώνι του Βέτσερι επάνω ακριβώς στον παλαιό δρόμο και που το έδαφος ήταν βραχώδες υπήρχαν τέτοια ίχνη σε μήκος πενήντα περίπου μέτρων με μικρές βέβαια διακοπές, αλλά με την κατασκευή αργότερα του δρόμου προς Άργος και Ναύπλιο, τα ίχνη αυτά, άλλα μεν καταστράφηκαν από τα σκαπτικά μηχανήματα και όσα είχαν απομείνει καλύφθηκαν από τον ασφαλτικό τάπητα που κάλυψε το δρόμο και δεν σώζεται σήμερα κανένα ίχνος στην περιοχή αυτή.

Για όλα αυτά μια εξήγηση μπορεί να δοθεί ότι «Ιππήλατες Άμαξες» (κάρα) ξεκινούσαν από τις κατοικημένες περιοχές του Αργολικού κάμπου πιθανότατα το Άργος ή τις Μυκήνες και ακολουθώντας την κοίτη του χειμάρρου αυτού, που σήμερα υπάρχουν τα ίχνη, περνούσαν κάτω από το σημερινό χωριό και προχωρούσαν ακόμα προς ανατολάς, που είναι άγνωστο μέχρι που έφθαναν, γιατί ίχνη μέσα στο χείμαρρο υπήρχαν και μέχρι λίγο πριν από τα Φράκια και οπό εκεί και πέρα τα ίχνη αυτά χάνονται.

Γεννάται συνεπώς το ερώτημα μέχρι που έφθανε ο Καρόδρομος αυτός; Φυσικά θα κατέληγε σε κάποιον οικισμό. Ο οικισμός αυτός ήταν το Χέλι; η περνούσε από την περιοχή που σήμερα βρίσκεται το Χέλι και κατέληγε κάπου αλλού, ίσως στα Φράκια που και εκεί πιθανόν να υπήρχε οικισμός, αφού βεβαιωμένο είναι ότι αργότερα υπήρχε και μήπως ακόμη από τα φράκια συνέχιζε η οδική αυτή αρτηρία προς Αγγελόκαστρο ίσως και από εκεί προς Παλιά Κόρινθο.

Όλα αυτά είναι πιθανά. Γνωστό είναι ακόμα ότι υπήρχε αρχαίος οικισμός με το όνομα Δασκύλιον στην Δασκυλίτιδα περιοχή (στο σημερινό Δεσκλιά) και υπάρχει σήμερα δρόμος που συνδέει το Χέλι με το Λυγουριό και την Αρχαία Επίδαυρο και περνάει από το Δεσκλιά, δεν είναι δε καθόλου απίθανο ο Καρόδρομος που πάρα πάνω αναφέρεται να συνέδεε τις Μυκήνες και τη Αρχαία Επίδαυρο εξυπηρετώντας έτσι και ενδιάμεσους Οικισμούς που υπήρχαν στο οροπέδιο του Αραχναίου, πιθανότατα δε και σημαντικό οικισμό που θα βρισκόταν στη θέση του σημερινού Αραχναίου ή κάπου εκεί κοντά.

 

Το όρος Αραχναίο σε φωτογραφία, περίπου του 1937, από το Νότο. Φωτογραφία: Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο & Ινστιτούτο Πανεπιστημίου Κολωνίας.

 

Τέταρτη απόδειξη ότι στο Χέλι υπήρχε οικισμός τουλάχιστον στην προκλασική περίοδο είναι το γεγονός ότι πριν λίγα χρόνια κατά την εκσκαφή των θεμελίων σπιτιού από τον Γεώργιο Ρόζη μέσο στο χωριό και σε σκληρό μάλιστα έδαφος, βρέθηκε αρχαίος τάφος ο οποίος από την Αρχαιολογική Υπηρεσία του Ναυπλίου τοποθετήθηκε στον 6ο π.Χ. αιώνα. Άρα η περιοχή που σήμερα βρίσκεται το Αραχναίο ήταν κατοικημένη περιοχή τουλάχιστον τον 6ο π.χ. αιώνα.

Πέμπτη απόδειξη για μεταγενέστερες όμως εποχές, δηλαδή την βυζαντινή περίοδο, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η περιοχή αυτή ήταν κατοικημένη για τους πάρα κάτω λόγους:

Ι. Η αρχαία εκκλησία που βρίσκεται έξω από το χωρίο το Μετόχι και χρονολογείται ότι κτίσθηκε τον 12ο αιώνα μ.χ. ή και παλαιότερα ακόμα είναι δείγμα ότι η περιοχή αυτή ήταν κατοικημένη τότε.

II. Η ύπαρξη του Φρουρίου Γκύκλος κοντά στο χωριό: που η κατασκευή του τοποθετείται γύρω στο 1200 μ.Χ. μαρτυρεί επίσης ότι και τότε η περιοχή του Αραχναίου ήταν κατοικημένη και ότι οι κάτοικοι της περιοχής εκείνης μαζί με τους στρατιώτες των κατακτητών της περιοχής, ήσαν οι φρουροί του Φρουρίου Γκύκλος.

III. Η ύπαρξη κατοίκων στην περιοχή του οροπεδίου του Αραχναίου γίνεται γνωστή και από μια περιγραφή του Ουίλιαμ-Μίλερ, Γερμανού περιηγητή στον Ελλαδικό χώρο ο οποίος στο βιβλίο του «Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα» στον δεύτερο τόμο και στη σελίδα 187 αναφέρεται στο τοπωνύμιο «Αρνάς» που υπάρχει Ανατολικά του Χελιού και γράφει:

«Οι ηγεμονίες των Καταλανών που από τον δωδέκατο αιώνα κυριαρχούσαν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, καταλύονται η μια μετά την άλλη από τους Βενετούς, οι οποίοι προσαρτούσαν τις περιοχές αυτές των Καταλανών στην ηγεμονία τους και τις καθιστούσαν καινούριες αποικίες.

Το 1451 οι Βενετοί απέκτησαν και το ιστορικό νησί Αίγινα. Την παραχώρηση της Αίγινας έκανε ο Δούκας των Αθηνών Αντώνιος ο Α’, αφού στο μεταξύ είχε πεθάνει χωρίς να αφήσει παιδιά ο γαμπρός του Αντωνέλλος Καοπένας. Οι νησιώτες αποδέχθηκαν με ευχαρίστηση την Βενετική κυριαρχία. Ο θείος του όμως του Αντωνέλου Αρνάς ο οποίος είχε πολλά χωράφια στην Ανατολική Αργολίδα, από το όνομα του οποίου είχε πάρει και η περιοχή του οροπεδίου του Αραχναίου την ονομασία «Αρνάς», όπου και σήμερα υπάρχουν πολλά χωράφια και διατηρείται ακόμα η ονομασία Αρνάς, ήγειρε αξιώσεις από τους Βενετούς για την κτηματική του περιουσία, αλλά οι αξιώσεις αυτές δεν ικανοποιήθηκαν και σε αντάλλαγμα των αξιώσεων αυτών του χορηγήθηκε ισόβια σύνταξη.

Διοικητής τότε της Αίγινας διορίστηκε Βενετός ο οποίος είχε εξάρτηση από τις αρχές του Ναυπλίου. Μετά τον θάνατο του Αρνά ο γιος του Αλιότος επανέλαβε τις αξιώσεις του για το νησί και όλης της περιουσίας του πατέρα του στην Ανατολική Αργολίδα. Αλλά η Βενετία του απάντησε ότι το νησί θα το κρατήσει οπωσδήποτε μαζί με όλη την περιοχή και σε αντάλλαγμα οι Βενετοί παραχώρησαν και σε αυτόν ισόβια σύνταξη, οπότε έγινε σύμμαχος των Βενετών και πολέμησε μαζί με τους Βενετούς εναντίον των Τούρκων που επεδίωκαν να καταλάβουν το νησί.

Το 1537 όμως συνελήφθη μαζί με την οικογένεια του και φυλακίσθηκε όπου και πέθανε μέσα στη φυλακή. Η Βενετία όμως κατόρθωσε να απελευθερώσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του
πληρώνοντας λύτρα και στη συνέχεια τους έστειλε στη Βενετία όπου έζησαν εκεί πλέον φτωχικά σαν απλοί πολίτες.

Στη Βενετία έζησαν οι απόγονοι τους μέχρι το 1646 όταν πέθανε και ο τελευταίος απόγονος του Αρνά, σαν ιερέας στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του επονομαζομένου «in Bragora» Αυτό ήταν και το τέλος των δυναστών Καταλανών της Αίγινας που είχαν επεκτείνει την κυριαρχία τους και στον Ανατολικό τμήμα της Αργολικής χερσονήσου και κατείχαν πολλά κτήματα στη σημερινή θέση Αρνά του οροπεδίου του Αραχναίου».

Η παραπάνω περιγραφή του Ουίλιαμ Μίλερ δείχνει ότι τα χωράφια της τοποθεσίας Αρνά ήσαν στην κυριαρχία των Καταλανών που από τον Αύγουστο του 1303 είχαν φθάσει στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία σαν μισθοφόροι αρχικά και από το 1310 εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Θήβα, στην Αθήνα και σε όλη την περιοχή του Δουκάτου των Αθηνών που περιελάμβανε και τα νησιά του Αργοσαρωνικού και την Ανατολική Αργολίδα, δηλαδή την Επιδαυρία και το οροπέδιο του Αραχναίου και ειδικά την περιοχή του Αρνά η οποία είχε πολλά και εύφορα τότε χωράφια.

Σε όλη τη διάρκεια της Καταλανικής κυριαρχίας στην Ελλάδα, η Καταλανική Νομοθεσία απαγόρευε στους Έλληνες να παντρεύονται καθολικές Καταλανές. Επίσης απαγορευόταν στους Έλληνες να έχουν κτηματική περιουσία. Από όλες αυτές τις μαρτυρίες του Μίλερ μπορούμε να βγάλουμε τα παρακάτω συμπεράσματα:

Ότι το 1310 οι Καταλανοί κυριαρχούσαν στην Ανατολική Αργολίδα κα στο οροπέδιο του Αραχναίου στην περιοχή του Αρνά όπου υπήρχαν πολλά κτήματα τα οποία ευνόητο ήταν, αφού οι Καταλανοί δεν είχαν ιδρύσει εκεί οικισμό δικό τους αλλά η διαμονή τους περιοριζόταν στα μεγάλα αστικά κέντρα Θήβα. Αθήνα. Αίγινα κ.λπ., τα κτήματα αυτά τα καλλιεργούσαν κάτοικοι της περιοχής εκείνης.

Κάτοικοι λοιπόν του Χελιού και ίσως του παλαιού οικισμού «Χώριζα» που βρισκόταν πιο κοντά στον Αρνά ήσαν οι μόνοι που θα μπορούσαν να ασχοληθούν με τη καλλιέργεια των κτημάτων του Αρνά και να απέδιδαν ασφαλώς στους ιδιοκτήτες αυτών των κτημάτων, Καταλανούς τα νόμιμα δικαιώματα της ιδιοκτησίας των. Καμιά δε επιμειξία δεν έγινε μεταξύ των γηγενών κατοίκων του Χελιού και των αρχόντων της περιοχής Καταλανών, μια και οι Νομόι των Καταλανών δεν επέτρεπαν αυτό.

Περά όμως από τα συγκεκριμένα αυτά στοιχεία που απορρέουν από τα γραπτά κείμενα, υπάρχουν και άλλα στοιχεία που συνηγορούν νια την ύπαρξη αρχαίων οικισμών στην περιοχή αυτή του Χελιού.

Υπάρχουν ευρήματα διάφορα στο χωριό και στη γύρω από αυτό περιοχή, όπως επίσης και ερείπια και τοπωνύμια που φανερώνουν πως εδώ πάντα υπήρχε οικισμός ή οικισμοί διάφοροι κατά εποχές.

Κατά την εποχή που έγινε η διάνοιξη του αμαξιτού δρόμου που ενώνει το Χέλι με το Άργος και το Ναύπλιο λίγο πριν οπό το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στην περιοχή απέναντι του χωριού, εκεί ακριβώς που τοποθετείται αρχαίος οικισμός αγνώστου ονόματος, ήρθαν στην επιφάνεια διαφορά αρχαία αντικείμενα, όπως λίθινα εργαλεία σφόνδυλοι από Κεραμίδι ή από πέτρα, κεραμικά διάφορα κ.λπ. τα οποία όμως πέρασαν απαρατήρητα τότε από την αρχαιολογική υπηρεσία, αφού το χωριό βρισκόταν ακόμα σε απομόνωση χωρίς συγκοινωνία και κανείς δεν ενδιαφέρθηκε γι’ αυτό.

Ακόμα η σκαπάνη των εργατών που δούλευαν στο δρόμο, σε διάφορα σημεία αποκάλυψε και τμήματα ισοδομικού τοίχου, που άλλα μεν καταστράφηκαν και οι λαξευμένες πέτρες χρησιμοποιήθηκαν για αγκωνάρια σε νεοαναγειρόμενα σπίτια του χωρίου, και άλλα καταπλακώθηκαν πάλι από χώματα και θάφτηκαν κάτω από τον ασφαλτικό τάπητα οριστικά πλέον. Την ίδια περίοδο της κατασκευής του δρόμου υπήρχε εκεί και πηγάδι με το όνομα «Στέρνα του Ράμου» αλλά και αυτό βρίσκεται καταπλακωμένο σήμερα κάτω από το οδόστρωμα.

Κατά καιρούς επίσης σε διάφορα μέρη του χωρίου είχαν βρεθεί αρχαία νομίσματα που δυστυχώς και αυτά λεηλατήθηκαν και πουλήθηκαν από τους κατοίκους του χωριού για να γίνουν κτήμα των αρχαιοκαπήλων από την πρώτη στιγμή που βρέθηκαν. Είναι αδύνατο βέβαια τα νομίσματα αυτά να καταταγούν σε κάποια συγκεκριμένη εποχή αφού αυτοί που τα είχαν βρει κράτησαν το στόμα τους κλειστό. Φήμες μόνο κυκλοφόρησαν ότι τα νομίσματα αυτά ήσαν της Ρωμαϊκής εποχής και άλλα που είχαν αποκαλυφθεί σε άλλες εποχές ήσαν αρχαία Ελληνικά. Πάντως για να αποκρύψουν οι δράστες το γεγονός αυτό φαίνεται καθαρά πως τα νομίσματα αυτά δεν ήσαν σύγχρονα, ήσαν οπωσδήποτε αρχαία, άγνωστο όμως ποιας εποχής.

Κάτω από το χωριό και στην έκταση που σήμερα βρίσκονται όλα τα ιδιωτικά πηγάδια, κατά καιρούς έχουν ανακαλυφθεί πολλά λιθόκτιστα πηγάδια που ήσαν εξ ολοκλήρου χωμένα και κατά την εκκαθάριση αυτών βρέθηκαν μέσα αντικείμενα λαξευμένα (λίθινα) που οπωσδήποτε ανάγονται σε παλαιότερες εποχές, αλλά και αυτά καμιά αρχαιολογική υπηρεσία δεν τα μελέτησε για να προσδιορίσει την εποχή προέλευσης αυτών.

Αυτό όμως το γεγονός ότι αρκετά πηγάδια βρέθηκαν χωμένα και σε μια περίοδο που τα πηγάδια ήσαν τόσο πολύτιμα στους κατοίκους του χωριού σημαίνει ότι αυτά τα πηγάδια καταχώθηκαν σε πολύ παλαιά εποχή και μάλιστα σε περίοδο παρακμής του χωριού που ίσως να μην υπήρχαν άνθρωποι στο χωριό όχι για να τα συντηρήσουν αλλά ούτε καν να τα χρησιμοποιήσουν.

Όλα τα παραπάνω δείχνουν φανερά ότι η περιοχή του οροπεδίου του Αραχναίου ήταν περιοχή που κατοικούσαν άνθρωποι πάντοτε από τους Ομηρικούς χρόνους ίσως και παλαιότερα και ότι οι κάτοικοι εκεί διατηρήθηκαν συνέχεια σε όλες τις μετέπειτα εποχές μέχρι σήμερα. Ίσως μερικές διακοπές παρακμής να δικαιολογούν και τα ερείπια και τα καταχωμένα πηγάδια και πιθανόν να υπήρχαν και περίοδοι τελείας εξαφάνισης της ζωής από άγνωστες σε εμάς αιτίες, και όλα αυτά βεβαία συνέβησαν πριν από τη δεύτερη Ενετοκρατία, γιατί από το 1.200 μ.Χ. και μετά υπάρχουν στοιχεία ότι η περιοχή αυτή ήταν κατοικημένη χωρίς καμία διακοπή.

 

Οι Αρβανίτες στο Χέλι

 

 

Αναμφισβήτητο είναι το γεγονός ότι στο Χέλι έγινε εποικισμός από τους Αρβανίτες. Αυτό είναι ιστορικά αποδεδειγμένο και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, όπως επίσης γεγονός είναι ότι όταν έφθασαν οι Αρβανίτες στο Χέλι δεν βρήκαν εκεί έρημη περιοχή για να εγκατασταθούν. Στο Χέλι προϋπήρχαν και κάτοικοι γηγενείς που δεν γνώριζαν την Αρβανίτικη διάλεκτο. Πως εξηγείται όμως το γεγονός ότι αργότερα όλοι οι κάτοικοι του Χελιού μιλούσαν τα Αρβανίτικα: Αυτό έχει απλή εξήγηση και συνέβη για δύο κυρίως λόγους:

Πρώτος λόγος είναι ότι οι γηγενείς και οι Αρβανίτες έποικοι πολύ γρήγορα ήλθαν σε επιμειξία μεταξύ τους και αφού λοιπόν Αρβανίτες και ντόπιοι συμπεθέριαζαν γρήγορα, αισθάνθηκαν και την ανάγκη να επικοινωνήσουν καλύτερα μεταξύ τους και έτσι έπρεπε να χρησιμοποιήσουν και κοινή γλώσσα, επεκράτησε δε η Αρβανίτικη γλώσσα γιατί ίσως οι Αρβανίτες να ήσαν οι περισσότεροι, ίσως ακόμα και δυνατότεροι και να επέβαλαν τα Αρβανίτικα ευκολότερα από ότι θα μπορούσαν να κάνουν οι γηγενείς με τα Ελληνικά.

Υπάρχει όμως και δεύτερος λόγος που δικαιολογεί ακόμη γιατί δεν επέβαλαν οι γηγενείς την γλώσσα τους αλλά συνέβη το αντίθετο να επιβάλουν οι έποικοι τη δική τους γλώσσα. Είναι γνωστό ότι ο εποικισμός αυτός των Αρβανιτών έγινε στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, επίσης είναι γνωστό ότι σε όλα αυτά τα χωριά που υπήρχαν Αρβανίτες, οι Τούρκοι έστελναν Αγάδες Αλβανόφωνους για να μπορούν να συνεννοούνται με τους κατοίκους καλύτερα. Αφού λοιπόν οι Αγάδες ήσαν Αρβανίτες όλοι οι κάτοικοι του χωριού φρόντιζαν να μάθουν τα Αρβανίτικα, αυτοί βέβαια που δεν τα μιλούσαν, για να έχουν έτσι κάποια πρόσβαση προς τους εκάστοτε Αγάδες και να μπορούν έτσι να κερδίσουν την εύνοια τους και να μη καταπιέζονται από αυτούς όπως συνέβαινε με τους άλλους Έλληνες.

 

Μερική άποψη του Αραχναίου.

 

Έτσι λοιπόν αναγκάζονται οι γηγενείς να μαθαίνουν τα Αρβανίτικα, χωρίς βεβαία να ξεχάσουν και τα Ελληνικά, τα οποία μιλούσαν παράλληλα και έτσι διατηρήθηκε και η Ελληνική γλώσσα σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αλλά συγχρόνως και τα Αρβανίτικα. Σήμερα μιλάνε ακόμα τα Αρβανίτικα σε όλα εκείνα τα χωριά που ήσαν απομονωμένα μακριά από τα Αστικά Κέντρα και τέτοια χωριά είναι τα ορεινά της δυτικής Αργολίδας και ολόκληρη η Ερμιονίδα σε όσα βέβαια από αυτά είχε γίνει εποικισμός Αρβανιτών.

Για το πως οι Αρβανίτες έφθασαν και εγκαταστάθηκαν στο Χέλι από έρευνες που έγιναν διαπιστώθηκαν τα παρακάτω:

Οι ιστορικοί αναφέρουν για πρώτη φορά το Χέλι το 1463 μ.Χ. δηλαδή δέκα χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους. Το 1453 ο Μέγας Βεζίρης Μαχμούτ έρχεται στην Πελοπόννησο για να πολεμήσει τους Ενετούς. Ο Μαχμούτ καταλαμβάνει το Άργος και προχωρεί προς το Ναύπλιο, εκεί τον υποδέχονται οι μισθοφόροι των Ενετών Αρβανίτες με φοβερή πολεμική μανία, οπότε αναγκάζεται ο Μαχμούτ να εγκαταλείψει το Ναύπλιο και να στραφεί προς την Αρκαδία και Μεσσηνία όπου σκορπίζει παντού τον θάνατο. Το ίδιο βέβαια έκανε ο Μαχμούτ και στα χωριά του Αργολικού κάμπου, τις κατούνες όπως τις έλεγαν στα οποία κατοικούσαν κυρίως Αρβανίτες, περνώντας σκότωνε και έκαιγε.

Οι Αρβανίτες του Αργολικού κάμπου τρομοκρατημένοι από την αγριότητα του Μαχμούτ, ετράπησαν σε φυγή προς τις γύρω περιοχές και κατέφυγαν άλλοι προς το Χέλι στο οροπέδιο του Αραχναίου και άλλοι προς Ερμιονίδα και από εκεί πολλοί πέρασαν στα ερημονήσια τότε Ύδρα και Σπέτσες.

Όσοι από αυτούς κατέφυγαν στο οροπέδιο του Αραχναίου, συγκεντρώθηκαν στην τοποθεσία «Τούρμιζα» που βρίσκεται, κοντά στη σκάλα όπως ανεβαίνουμε στο χωριό και από εκεί ήλθαν σε διαπραγματεύσεις με τους ντόπιους κατοίκους του Χελιού για να τους δεχθούν να εγκατασταθούν στα μέρη τους για καλύτερη ασφάλεια από τους Τούρκους.

Οι Χελιώτες μετά από πολυήμερες διαπραγματεύσεις δέχθηκαν τελικά να εγκατασταθούν στο χωριό τους σαν πρόσφυγες αφού ήσαν καταδιωκόμενοι από τους Τούρκους οι οποίοι ήσαν κοινοί εχθροί.

Οι πρώτοι αυτοί Αρβανίτες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Χελιού, ίδρυσαν δικούς τους οικισμούς στην αρχή κατά οικογένειες (φάρες) και σιγά-σιγά με την επιμειξία έγινε η ανάμειξη με τους γηγενείς.

Για δεύτερη φορά αναφέρεται ο εποικισμός του Χελιού από Αρβανίτες το 1715 όταν άλλος Βεζίρης ο Δαμάτ Αλή πασάς με 100.000 στρατό εισβάλει στην Πελοπόννησο και πολιορκεί πάλι το Ναύπλιο που το κατέχουν οι Ενετοί. Οι υπερασπιστές του Ναυπλίου, Ενετοί, Έλληνες και Αρβανίτες προβάλουν σθεναρά αντίσταση και αμύνονται για αρκετές ημέρες. Μετά όμως από σκληρές μάχες που έγιναν έξω και μέσα στην πόλη το Ναύπλιο κυριεύεται από τους Τούρκους, οι οποίοι σφάζουν όλους τους υπερασπιστές του, όσους βέβαια δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν από εκεί.

Τότε άλλο ένα κύμα από Αρβανίτες όσοι μπόρεσαν να σωθούν από το ξίφος των Γενιτσάρων και του αιμοβόρου Δαμάτ Αλή πασά, τράπηκαν προς το βουνό Αραχναίο και αφού διείσδυσαν στις απόκρημνες χαράδρες της περιοχής ζήτησαν εκεί καταφύγιο.

Ο ιστορικός Κωνσταντίνος Σάθας για τη νέα αυτή φυγή των Αρβανιτών γράφει σχετικά:

«Οι Αρβανίτες ετράπησαν προς το όρος Αραχναίο εις ούτοι αιγίλιπας διασφαγάς δίκην εγχελίων διεισδύσαντες εζήτησαν καταφύγιο». Δηλαδή Οι Αρβανίτες ετράπησαν προς το όρος Αραχναίο και αυτοί αφού διείσδυσαν σαν χέλια στις απόκρημνες χαράδρες, ζήτησαν εκεί καταφύγιο.

Στην περικοπή μάλιστα ο Κωνσταντίνος Σάθας προσπαθεί να δώσει και μια ερμηνεία για την ονομασία Χέλι και τους κατοίκους Χελιώτες αλλά η ερμηνεία αυτή δεν ευσταθεί γιατί αποδίδεται στο γεγονός της φυγής των Αρβανιτών από τον αργολικό κάμπο προς το όρος αραχναίο το 1715 ενώ είναι γνωστό ότι το Χέλι αναφέρεται από το 1463 που έγινε η πρώτη φυγή των Αρβανιτών από τον  Αργολικό κάμπο προς το οροπεδίου του Αραχναίου. Πέρα όμως από αυτές τις δύο μαρτυρίες για την εγκατάσταση των Αρβανιτών στο Χέλι υπάρχουν και άλλες εκδοχές για το γεγονός αυτό που πολλές είναι και αντιφατικές. Πρέπει όμως να αναφερθούν όλες οι εκδοχές και ο καθένας από τους αναγνώστες να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.

Είναι γνωστό πως στην Ερμιονίδα υπάρχει το χωριό Πόρτο-Χέλι (Λιμάνι-Χέλι) η απλώς Χέλι όπως το λένε οι κάτοικοι της Ερμιονίδας. Από πολλούς γίνεται κάποιος συσχετισμός μεταξύ του Χελιού του οροπεδίου του Αραχναίου και του Πόρτο-Χελιού της Ερμιονίδας, από το γεγονός ότι στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας πάντοτε είχαμε μετακινήσεις πληθυσμών είτε από τα ορεινά προς τις παραλίες, είτε αντίστροφα από τις παραλίες προς τα ορεινά.

Πολλοί λοιπόν υποστηρίζουν ότι έγινε μετακίνηση των κατοίκων από το Χέλι προς τα παράλια της Ερμιονίδας, όπου ιδρύθηκε νέος οικισμός και ονομάστηκε Πόρτο-Χέλι, άλλοι όμως υποστηρίζουν το αντίθετο, ότι κάτοικοι του Πόρτο-Χελίου καταδιωγμένοι από τους Τούρκους, κατέφυγαν προς το ορεινό συγκρότημα του Αραχναίου και ίδρυσαν εκεί το ορεινό Χέλι.

Άλλοι ακόμα υποστηρίζουν ότι οι μετακινήσεις από το Χέλι και το Πόρτο-Χέλι ήσαν αμφίδρομες από το ένα χωριό στο άλλο και κατ’ επανάληψιν έτσι που να πιστεύεται ότι το Χέλι και το Πόρτο-Χέλι να έχουν κοινή προέλευση του ονόματος και το όνομα αυτό να έχει σχέση με τη σούβλα που στα Αρβανίτικα λέγεται Χέου ή Χέλ και ο συσχετισμός αυτός να έγινε πιθανότατα από τη χερσόνησο του Πόρτο-Χελιού λόγω της μορφής της σαν Χέλ (σούβλα) και από εκεί να πήρε το όνομα και το χωριό Χέλι. Στην Ερμιονίδα πολλά τοπωνύμια σχετίζονται με το σχήμα τους όπως π.χ. συναντάμε το τοπωνύμιο Μπίστι που είναι μια μικρή χερσόνησος και που μοιάζει σαν ουρά, και στα Αρβανίτικα η ουρά λέγεται Μπίστι. Ο συσχετισμός όμως αυτός Χελιού και Πορτοχελίου δεν φαίνεται να ευσταθεί για ένα κυρίως λόγο.
Από έρευνα που έχει γίνει έχει διαπιστωθεί πως κανένα από τα ειδικά επώνυμα των κατοίκων των δύο χωριών δεν είναι κοινό, γεγονός που αποκλείει να υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ των κατοίκων αυτών των χωριών παρά μόνο η κοινή καταγωγή τους (Αρβανίτες) και η κοινή γλώσσα τους (Αρβανίτικα). Γενική παρατήρηση μπορεί να γίνει ότι σε όλα τα Αρβανιτοχώρια της περιοχής μας δεν υπάρχουν κοινά επώνυμα, πλην των συνηθισμένων που υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα για το λόγο ότι η εγκατάσταση των Αρβανιτών στα διάφορα χωριά γίνονταν κατά οικογένειες (φάρες) και συνεπώς διαφορετικές οικογένειες εγκαταστάθηκαν στα διάφορα χωριά.

Βέβαια μετακινήσεις Αρβανιτών ιδιαιτέρα στην ανατολική Αργολίδα έγιναν πολλές κατά διάφορες εποχές από Χέλι όμως προς Πόρτο-Χέλι ή αντίστροφα δεν αναφέρεται καμία. Τέτοιες μετακινήσεις αναφέρονται:

Ι) Φυγή Αρβανιτών από το Κρανιδά Στεφανίου Κορινθίας προς το Κρανίδι Ερμιονίδας και γενικότερα μετακινήσεις Αρβανιτών από το οροπέδιο Αραχναίου και τη δυτική Αργολίδα προς τις Βενετοκρατούμενες περιοχές Ναυπλίας και Ερμιονίδος και προς τα νησιά Ύδρα, Πόρος και Σπέτσες.

ΙΙ) Φυγή Αρβανιτών από τη δυτική Αργολίδα προς το οροπέδιο του Αραχναίου κατά το διάστημα από την Ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) μέχρι την Επανάσταση του Ορλόφ (1789). Τότε δε γίνεται και η τελική επάνδρωση με Αρβανίτες των ορεινών χωριών του συγκροτήματος Αραχναίου με τον πληθυσμό που υπάρχει σήμερα.

ΙΙ) Φυγή Αρβανιτών του συγκροτήματος Αραχναίου προς τη Νότια Ιταλία και τη Σικελία μετά το τέλος της Ενετοκρατίας. Υπάρχει ακόμα και η εκδοχή ότι το Χέλι και γενικά το οροπέδιο του Αραχναίου να αποτελούσε με την ανοχή των Τούρκων, ελεύθερο χώρο διαμονής Επαναστατών, όπως συνέβαινε και με άλλες περιοχές, Μάνη, Άγραφα κ.λπ.

 

Ύδρευση του Χελιού

  

Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι του χωριού ήταν η ύδρευση, τόσο για της ατομικές ανάγκες όσον και για τα ζώα τους μικρά και μεγάλα που ιδιαιτέρα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες νερού.

Στην περιφέρεια του χωριού η ύδρευση γινόταν από έξι κοινόχρηστα πηγάδια που υπήρχαν κοντά στο χωριό, από τα οποία τα πέντε βρίσκονται ακόμα και σήμερα, κατά μήκος του δρόμου από το μέσον του χωριού προς Νότο και το έκτο βρίσκεται ανατολικότερα και έχει ειδική ονομασία, λέγεται πηγάδι του Ποταμιάνου: γιατί είχε ανοιχτεί από τον Ευεργέτη Ποταμιάνο.

Τα τρία από τα πηγάδια αυτά χρησιμοποιούντο αποκλειστικά για το πότισμα των μεγάλων ζώων (κυρίως μουλάρια) που υπήρχαν στο χωριό και ήσαν αυτά αρκετά, πάνω από πεντακόσια, τα δε υπόλοιπα τρία χρησίμευαν για την ύδρευση των κατοίκων, από τα οποία κάθε σπίτι μπορούσε να πάρει 1-2 βαρέλια νερό από 20-25 οκάδες το καθένα και αυτά για μια μέρα. Αυτό το καθόριζε ειδικός υδρονομέας που ήταν διορισμένος από το Κοινοτικό Συμβούλιο του χωριού και ήταν υπεύθυνος για την πιστή τήρηση των αποφάσεων του Κοινοτικού Συμβουλίου νια το πόσο νερό θα πάρει την ημέρα η κάθε οικογένεια.

Όλα τα πηγάδια ήταν σφραγισμένα στο στόμιο και κάθε μέρα ήταν ένα ανοικτό για την ύδρευση στο οποίο επιτηρούσε συνέχεια ο υδρονομέας και ένα δεύτερο για το πότισμα των μεγάλων ζώων που δεν χρειαζόταν επιτήρηση γιατί σε αυτό μόνο τα ζώα ποτίζονταν και η ποσότητα δεν ήταν καθορισμένη.

Τα πηγάδια αυτά ήσαν μικρής απόδοσης. Το χειμώνα βέβαια γέμιζαν μέχρι επάνω σε σημείο που το νερό ξεχείλιζε από το στόμιο. Το νερό αυτό χρησιμοποιείτο το καλοκαίρι, γινόταν όμως και κάποια μικρή αναπλήρωση από αδύνατες πηγές που υπήρχαν στο πυθμένα του πηγαδιού, αλλά αργά ή γρήγορα προς το τέλος του καλοκαιριού όλα αυτά τα πηγάδια στέρευαν τελείως και τότε οι κάτοικοι για να πιουν νερό κατέφευγαν στον Πηλιαρό, μια ώρα περίπου μακριά, όπου υπήρχε κοινόχρηστο πηγάδι για να ποτίσουν τα μουλάρια τους και να γεμίσουν και δύο βαρέλια νερό που το φόρτωναν στα μουλάρια και το έφερναν στο χωριό. Αυτό γινόταν μια φορά την ημέρα.

Επειδή όμως πάντοτε παρουσιαζόταν η έλλειψη αυτή του νερού, οι πιο εύποροι κάτοικοι του χωριού, οι οποίοι διατηρούσαν και χωράφια εκεί κοντά στο χωριό, τα λεγόμενα γιούρτια είχαν αρχίσει από τα παλαιά χρόνια να ανοίγουν δικά τους πηγάδια για τις ανάγκες τους σε νερό, αλλά και πολλοί άνοιγαν τα πηγάδια αυτά για εκμετάλλευση, αφού στην περίοδο της λειψυδρίας πουλούσαν το νερό σε αυτούς που δεν είχαν δικά τους πηγάδια. Η τιμή είχε καθορισθεί σε μία δραχμή το βαρέλι.

Τα πηγάδια αυτά που αριθμούσαν μερικές δεκάδες ήσαν διάσπαρτα έξω από το χωριό, υπήρχαν όμως και μερικά μέσα στο χωριό που ανήκαν στους πιο εύπορους και τα είχαν μέσα στις αυλές τους. Το νερό όμως αυτών των πηγαδιών δεν ήταν καλής ποιότητας. Ήταν γλυφό και ακατάλληλο για το βράσιμο των οσπρίων.

Ιδιωτικά πηγάδια ανοίγονταν πάντοτε δύο με τρία κάθε χρόνο και έτσι αυτά πλήθαιναν αρκετά με αποτέλεσμα το πόσιμο νερό να ήταν αρκετό για τους κατοίκους έστω και με πληρωμή.

Από τα κοινόχρηστα πηγάδια του χωριού για το πότισμα των μικρών ζώων χρησιμοποιείτο ο Πηλιαρός που είχε αρκετό νερό για να ποτιστούν αρκετές χιλιάδες γιδοπρόβατα όλο το καλοκαίρι και ένα πηγάδι στα Φράκια που όμως αυτό τελείωνε πολύ γρήγορα οπότε πολλοί τσοπάνηδες κατέφευγαν στα ιδιωτικά πηγάδια και άλλοι μεν είχαν δικά τους άλλοι όμως αγόραζαν νερό από τους ιδιώτες που δεν είχαν δικά τους γιδοπρόβατα.

Εκτός όμως από τις ανάγκες σε νερό για πότισμα, ανάγκες επίσης για πολύ νερό είχαν οι Χελιώτισες για να πλύνουν τα ρούχα τους και τα μαλλιά των προβάτων που θα χρησιμοποιούσαν για τις δικές τους ανάγκες. Και αυτές τότε κατέφευγαν τουλάχιστον μια φορά το μήνα στον Αμαριανό, στα τρεχούμενα εκεί νερά και έκαναν την μπουγάδα τους που συγχρόνως την στέγνωναν και το βράδυ γύριζαν στο χωριό με τα ρούχα έτοιμα. Αυτό βέβαια γινόταν στους καλοκαιρινούς μήνες γιατί το χειμώνα υπήρχε νερό στα πηγάδια του χωριού, αλλά πιο συχνά μάζευαν και βροχόνερο που ήταν και καταλληλότερο για τη μπουγάδα τους.

Αυτή ήταν δυστυχώς η κατάσταση στο χωριό σχετικά με την ύδρευση μέχρι τη λήξη του δευτέρου παγκόσμιου πολέμου. Για άρδευση ποτέ δεν έγινε λόγος εκεί επάνω στο χωριό γιατί αυτό εθεωρείτο πολυτέλεια και προνόμιο μόνο των κατοίκων του Αργολικού Κάμπου.

Μετά τον πόλεμο και από το 1945 έγιναν συνεχείς προσπάθειες στο χωριό για να βρεθεί νερό αρκετό για τις κύριες ανάγκες των κατοίκων. Το Κοινοτικό Συμβούλιο του χωριού αποφάσισε να ανοίξει ακόμα δυο Κοινοτικά πηγάδια, κοντά στο Κοινοτικό πηγάδι του Ποταμιάνο που είχε άφθονο νερό, αφού πρώτα καθάρισε αυτό που με τα χρόνια αδέσποτο όπως ήταν είχε μπαζωθεί για αρκετά μέτρα. Έτσι στα υπάρχοντα έξι Κοινοτικά πηγάδια προστέθηκαν ακόμα δύο, χωρίς όμως και αυτά να λύσουν το πρόβλημα ύδρευσης του χωριού.

Έγινε σκέψη τότε από το Κοινοτικό Συμβούλιο να εκμεταλλευθεί το νερό του Πηλιαρού και σε αυτό συμφώνησαν και οι ειδικές υπηρεσίας της Νομαρχίας Αργολίδας. Η πρώτη ενέργεια ήταν να ανοίξουν ένα καινούργιο πηγάδι στο Πηλιαρό, κοντά σε εκείνο που υπήρχε και στο πυθμένα αυτού άνοιξαν οριζόντιες γαλαρίες προς διάφορες κατευθύνσεις, έπειτα συνέδεσαν το παλαιό πηγάδι με το καινούργιο για να συγκεντρώσουν έτσι όσο μπορούσαν περισσότερο νερό. Στη συνέχεια από τον πυθμένα του νέου πηγαδιού άνοιξαν μια οριζόντια Γαλαρία προς τα κάτω που λόγω της μεγάλης κλίσης του εδάφους η γαλαρία αυτή σε απόσταση 40-50 μέτρων βγήκε στην επιφάνεια του εδάφους, οπότε το νερό του πηγαδιού άρχισε να τρέχει στην επιφάνεια του εδάφους.

Από το σημείο εκροής κατασκευάστηκε μέχρι το χωριό υπόγειο υδραγωγείο και στο μέρος που τερμάτιζε ο αγωγός αυτός κοντά στο σημείο που είχαν ανοιχτεί τα δύο καινούργια πηγάδια στο χωριό, τοποθετήθηκε βρύση και έτσι το νερό του συστήματος των δύο πηγαδιών του Πηλιαρού με τις γαλαρίες έφθασε στο χωριό και από μια μοναδική βρύση έτρεχε συνεχώς σε σημαντική ποσότητα που κάλυπτε την ημέρα τις ανάγκες του χωριού σε πόσιμο νερό, την δε νύχτα οι τσοπάνηδες γέμιζαν από εκεί τα βυτία για να ποτίζουν τα γιδοπρόβατά τους που αυτή την εποχή είχαν μειωθεί σημαντικά.

Το Κοινοτικό συμβούλιο κατασκεύασε τότε, ακριβώς επάνω από το χωριό στη θέση Σπηλιά και υδροδεξαμενή και συνέχεια δίκτυο διανομής του νερού, τοποθέτησε δε ακόμα και βρύσες στις γειτονιές, χωρίς βέβαια να κατασκευάσει αγωγό που να συνδέει τον αγωγό του Πηλιαρού με την δεξαμενή. Έτσι το υδραγωγείο αυτό μέσα στο χωριό δεν λειτούργησε ποτέ και με το χρόνο αχρηστεύθηκε τελείως, και έτσι το πρόβλημα ύδρευσης του χωριού έμεινε άλυτο. Μια μόνο βρύση δεν μπορούσε να καλύψει όλες τις ανάγκες του χωριού, εκτός του ότι ο αγωγός που έφερνε το νερό από τον Πηλιαρό ήταν τόσο πρόχειρα κατασκευασμένος που συχνά χαλούσε και μέχρι να επισκευασθεί το χωριό έμενε χωρίς νερό για πολλές ημέρες.

Οι Χελιώτες για να αντιμετωπίσουν πιο αποτελεσματικά την έλλειψη αυτή του νερού, άρχισαν να κατασκευάζουν στα σπίτια τους δεξαμενές που το χειμώνα τις γέμιζαν με βρόχινο νερό και όταν το νερό αυτό τελείωνε κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, τότε φέρνανε νερό με βυτιοφόρο αυτοκίνητα από τα πηγάδια του Αργολικού κάμπου και ξαναγέμιζαν τις δεξαμενές τους. Πάντοτε όμως οι αρχές του χωριού αναζητούσαν άλλες πηγές για την προμήθεια του νερού. Φέρανε στο χωριό Κρατικό Γεωτρύπανο και έκανε δυο-τρεις Γεωτρήσεις σε βάθος 250 και πλέον μέτρων, χωρίς κανένα θετικό αποτέλεσμα για εύρεση νερού, μέχρι που οι υπηρεσίες βεβαιώθηκαν ότι στο υπέδαφος του Αραχναίου αντί για νερό υπάρχουν σπήλαια που καθιστούν αδύνατη τη συγκέντρωση νερού και έτσι οι προσπάθειες των Γεωτρήσεων σταμάτησαν οριστικά επάνω στο οροπέδιο του Αραχναίου.

Μετά το 1980 γεννήθηκε η σκέψη να ψάξουν για νερό κάτω στον Αμαριανό. Έγιναν εκεί δύο-τρεις Γεωτρήσεις και βρέθηκε νερό. Το δίκτυο όμως μεταφοράς του νερού από τον Αμαριανό στο Χέλι ήταν πολυδάπανο, αλλά το έργο αυτό χρηματοδοτήθηκε από τα κρατικά κονδύλια και κατασκευάστηκε στη δεκαετία του 1980, μέχρι δε και το 1989 είχε κατασκευαστεί και το δίκτυο διανομής του νερού μέσα στο χωριό και δεν έμενε παρά να αρχίσει η άντληση του νερού και η προώθηση αυτού προς το χωριό.

Κατασκευάστηκαν δύο αντλιοστάσια στη διαδρομή λόγω του μεγάλου υψομέτρου που έπρεπε να ανέβει το νερό για να φθάσει στο χωριό. Έτσι το νερό έφθασε στην τοποθεσία Άρεζε- Γκίλεζα, όπου κατασκευάστηκε μικρή δεξαμενή και από εκεί πλέον με φυσική ροή έφθασε μέχρι τη δεξαμενή που βρίσκεται στο επάνω μέρος του χωριού για να γίνει από εκεί η διανομή στο χωριό. Η δεξαμενή αυτή είχε κατασκευαστεί τη δεκαετία του 1940 όπως έχει αναφερθεί προηγούμενα.

Αλλά και πάλι το πρόβλημα του νερού παραμένει για το χωριό, γιατί η Γεώτρηση του Αμαριανού αφού χρησιμοποιήθηκε για μερικούς μήνες έπαψε να δίνει νερό και το χωριό έμεινε πάλι χωρίς νερό για αρκετό διάστημα μέχρις ότου γίνει καινούργια γεώτρηση και να συνδεθεί αυτή με το υπάρχον υδραγωγείο. Στο διάστημα αυτό οι οικιακές δεξαμενές και πάλι ήλθαν να θεραπεύσουν για αρκετό καιρό το πρόβλημα, μέχρις ότου η υδροδότηση αποκατασταθεί από τη νέα Γεώτρηση του Αμαριανού. Αλλά το πρόβλημα όμως δεν έχει λυθεί οριστικά για το χωριό.

Οι πολυήμερες διακοπές συνεχίζονται πότε από έλλειψη νερού στη Γεώτρηση, πότε από βλάβη του αντλητικού συγκροτήματος και του δικτύου μεταφοράς και πότε από διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος. Ας ελπίσουμε ότι κάποτε θα λυθεί οριστικά το πρόβλημα της ύδρευσης του χωριού.

 

Ασχολίες των κατοίκων του Χελιού

 

Παλαιότερα και συγκεκριμένα πριν από το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι μοναδικές ασχολίες των κατοίκων του Χελιού ήσαν η Κτηνοτροφία και η Γεωργία. Από την κτηνοτροφία κυριαρχούσαν τα γιδοπρόβατα που αριθμούσαν 50.000-60.000 κεφάλια και το κύριο εισόδημα των κατοίκων ήταν τα Κτηνοτροφικά προϊόντα και τα έσοδα από την πώληση αυτών. Η επεξεργασία του γάλακτος γινόταν μέσα στο χωριό όπου λειτουργούσαν 5-6 τυροκομεία τα οποία κατασκεύαζαν κυρίως το σκληρό Κεφαλοτύρι σαν κύριο προϊόν και δευτερεύοντα προϊόντα τη μυτζήθρα και το βούτυρο.

Τα αρνιά και τα κατσίκια σφαζόντουσαν στο χωριό από εποχιακούς χασάπηδες οι οποίοι στη συνέχεια τα προωθούσαν στις αγορές της Αθήνας και του Πειραιά κυρίως και ελάχιστα στις αγορές του Άργους, του Ναυπλίου και της Κορίνθου. Η διακίνηση των σφαγείων από το χωριό γινόταν με μουλάρια μέχρι τα συγκοινωνιακά κέντρα, κυρίως στο Χιλιομόδι Κορινθίας και από εκεί σιδηροδρομικώς προς Αθήνα και Πειραιά.

Τα μαλλιά των προβάτων χρησιμοποιούντο κατά κύριο λόγο για τις ατομικές ανάγκες των κατοίκων του χωριού. Με αυτά οι κάτοικοι του χωριού κατασκεύαζαν κλινοσκεπάσματα (Βελέντζες, Χειράμια, Μπατανίες, λιοπάνες κ.λπ.), ατομικά ρούχα (Παλτά, Σακάκια, Παντελόνια, πουλόβερ κ.λπ.), ακόμα και εσώρουχα (φανέλες υφαντές και πλεχτές, γάντια, κάλτσες κ.λ.π.) ελάχιστες δε ποσότητες μαλλιών πωλούντο ακατέργαστα στην αγορά του Άργους.

Από τα γεωργικά προϊόντα μόνο ο καπνός έδινε στους κατοίκους του χωριού κάποιο μικρό εισόδημα, ενώ από τα υπόλοιπα γεωργικά προϊόντα, δηλαδή σιτηρά, όσπρια κ.λπ. η παραγωγή ήταν μικρή που μόλις κάλυπτε τις ατομικές τους ανάγκες και τις ανάγκες σε τροφές των μεγάλων οικόσιτων ζώων (μουλαριών) και δεν περίσσευε τίποτα για πώληση.

Σήμερα οι συνθήκες καλλιέργειας του καπνού έχουν ριζικά αλλάξει στο χωριό καλλιεργούνται ελάχιστες εκτάσεις με καπνά και αυτές επιλεκτικές. Η καλλιέργεια του καπνού έχει μεταφερθεί στον Αργολικό κάμπο σε χωράφια εύφορα τα οποία μισθώνονται από τους καλλιεργητές του χωριού. Τα χωράφια αυτά είναι αρδεύσιμα και η στρεμματική τους απόδοση πολύ ικανοποιητική.

Το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων του Χελιού, πριν από το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν πάρα πολύ χαμηλό. Υπήρχαν οικογένειες στο χωριό που το εισόδημα τους ήταν λίγο σιτάρι για το ψωμί τους και σχεδόν τίποτα άλλο. Εργασία για μεροκάματο πολύ περιορισμένη και εποχιακή. Το καλοκαίρι μόνο στο θέρος μπορούσαν να δουλέψουν αλλά και εκεί το μεροκάματο ήταν εξευτελιστικό, δύο οκάδες σιτάρι την ημέρα οι γυναίκες και τρεις οκάδες οι άνδρες. Το χειμώνα στη συλλογή του ελαιοκάρπου το μεροκάματο ήταν 300 δράμια λάδι οι γυναίκες και μία οκά οι άνδρες. Όσοι από τους άνδρες δούλευαν στα ελαιοτριβεία, που τότε ήσαν χειροκίνητα, έπαιρναν μέχρι και δύο οκάδες λάδι την ημέρα.

Για την καθημερινή τους τροφή μαγείρευαν άγρια λαχανικά που τα μάζευαν στα χωράφια. Ήμερα λαχανικά και όλα τα ζαρζαβατικά τα προμηθευόντουσαν από τον Αργολικό κάμπο κάνοντας ανταλλαγές με κοπριά ή και καυσόξυλα που εκείνη την εποχή ήταν περιζήτητα στον κάμπο.

Η Κτηνοτροφία όπως έχει αναφερθεί παραπάνω μέχρι το 1938 ήταν ανθηρή στο χωριό κυρίως δε η αιγοτροφία γιατί υπήρχαν ελεύθερες εκτάσεις για γιδοβοσκή σε ολόκληρο το οροπέδιο του Αραχναίου. Μα και αυτή όμως υπέστη δεινό πλήγμα από την δικτατορία του Μεταξά, που με το πρόσχημα ότι ήθελε να προστατέψει τα δάση, πήρε νομοθετικά μέτρα για την εξόντωση κυριολεκτικά της αιγοτροφίας γιατί πίστευε πως τα γίδια ήταν η κύρια αιτία για την καταστροφή των δασών.

Έτσι το 1938 ψηφίστηκε Νόμος για την απαγόρευση της γιδοβοσκής σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, μεταξύ των οποίων και η περιοχή του οροπεδίου του Αραχναίου, με σταδιακή όμως εφαρμογή από το Δασαρχείο Ναυπλίου. Την πρώτη χρονιά εφαρμογής του Νόμου, απαγορεύτηκε η γιδοβοσκή στη μισή έκταση της περιοχής του οροπεδίου του Αραχναίου και συγκεκριμένα στη βόρεια περιοχή του οροπεδίου με άξονα διαχωρισμού τα Φράκια-Αμαριανός και φυσικό όριο την κοίτη του χείμαρρου που διασχίζει την περιοχή αυτή. και με την προϋπόθεση να επεκταθεί η απαγόρευση και στο υπόλοιπο τμήμα την επόμενη χρονιά.

Συνέπεια των απαγορεύσεων αυτών ήταν να υποστεί η αιγοτροφία ένα δεινό πλήγμα στη περιοχή του Αραχναίου με αποτέλεσμα να αναγκαστούν οι τσοπάνηδες, όσοι μπορούσαν να μεταναστεύσουν σε άλλες περιοχές όπου επιτρεπόταν ακόμα η γιδοβοσκή με σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις, άλλοι αναγκάστηκαν να πουλήσουν τα γίδια τους, οι πιο τολμηροί, να παραβούν το Νόμο και να διατηρήσουν τα γίδια τους παράνομα στην απαγορευμένη περιοχή.

Στο μεταξύ κατά τον δεύτερο χρόνο εφαρμογής του Νόμου κηρύχτηκε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος και όπως ήταν φυσικό όλοι οι Νόμοι ατόνησαν, αλλά όμως η αιγοτροφία είχε μειωθεί πάρα πολύ τότε, ούτε τα μισά γίδια δεν είχαν μείνει από αυτά που υπήρχαν πριν από το 1938 στο χωριό.

Σήμερα η κτηνοτροφία δεν είναι πλέον το κύριο επάγγελμα των κατοίκων του χωριού. Εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις όπου διατηρούνται 10-20 μεγάλα κοπάδια από γίδια και λιγότερα από πρόβατα, υπάρχουν στο χωριό και αρκετά οικόσιτα ζώα σε μικρά κοπάδια από δέκα έως είκοσι κεφάλια.

Αλλά και η Γεωργία σήμερα με την παλαιά της μορφή είναι ανύπαρκτη στο χωριό εκτός από την καλλιέργεια του καπνού. Δημητριακά καλλιεργούνται μόνο στα χωράφια που είναι στο Λεκανοπέδιο του χωριού στο Μοναστήρι και σε ελάχιστες ακόμη μικρές εκτάσεις, οι οποίες μπορεί να καλλιεργηθούν με τρακτέρ, ενώ τα χωράφια, που στις πλαγιές έχουν εγκαταλειφθεί τελείως, επειδή είναι άγονα και πετρώδη η καλλιέργεια τους είναι ασύμφορη σαν κοπιαστική και μη αποδοτική με αποτέλεσμα οι εκτάσεις αυτές να έχουν γεμίσει σήμερα με πουρνάρια, σφάκες κ.λπ. και να έχουν μεταβληθεί σε δασικές εκτάσεις.

Σήμερα οι κάτοικοι ασχολούνται εποχιακά και με άλλες εργασίες έξω από το χωριό. Ολόκληρη τη χειμερινή περίοδο που στο χωριό δεν υπάρχουν δουλείες κατεβαίνουν κάτω στον κάμπο και εργάζονται στη συγκομιδή των πορτοκαλιών, είτε στα χωράφια μαζεύοντας πορτοκαλιά, είτε μέσα στα συσκευαστήρια των πορτοκαλιών. Αργότερα στις αρχές του καλοκαιριού ασχολούνται επίσης και στη συλλογή των βερίκοκων, πολλοί δε και μέσα στα εργοστάσια της μεταποίησης των φρούτων και λαχανικών, που λειτουργούν στη περιοχή μας.

 

Επικοινωνία του Χωριού

 

Σήμερα το Χέλι επικοινωνεί με τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα του Νομού μας το Άργος και το Ναύπλιο με αμαξιτό και ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Η διάνοιξη του δρόμου αυτού είχε αρχίσει από τα τελευταία προπολεμικά χρόνια και ολοκληρώθηκε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, δηλαδή από το 1936 μέχρι και το 1950, αργότερα δε στη δεκαετία του 1960 έγινε η διαπλάτυνση αυτού και πήρε την τελική μορφή που έχει σήμερα, τότε δε έγινε και η πρώτη ασφαλτόστρωση αυτού. Παλαιότερα ο δρόμος αυτός ήταν μουλαρόδρομος.

Ο αμαξιτός δρόμος από το χωριό μέχρι τη θέση Σκάλα είναι σήμερα μοναδικός προς την κατεύθυνση του Αργολικού κάμπου. Στο κάτω μέρος της Σκάλας διχάζεται και ο ένας κλάδος κατεβαίνει προς τον Αμαριανό με αρκετές στροφές, έπειτα διασχίζει την καλλιεργήσιμη έκταση του Αμαριανού, περνάει μέσα από τον οικισμό του Αμαριανού και οδηγεί στο Άργος αφού πρώτα περνάει μέσα από την Αγία Τριάδα (Μέρμπακα) το Λάλουκα και την Πυργέλα. Κατά μήκος του δρόμου αυτού από Αμαριανό μέχρι Άργος υπάρχουν δεξιά και αριστερά διάφορες διακλαδώσεις από τις οποίες το Χέλι μπορεί να επικοινωνήσει με όλα σχεδόν τα χωριά του Αργολικού Κάμπου.

Πριν από τα αυτοκίνητα, οι δρόμοι του χωριού ήταν χωματόδρομοι πολυσύχναστοι όπου κυκλοφορούσαν οι κάτοικοι και τα ζώα τους. Στα πλαϊνά τους ήταν μαζεμένες πέτρες και πέτρινες υποτυπώδεις μάντρες ή μαντρότοιχοι. Εδώ κάτω από τον Άγιο Αθανάσιο η μεγάλη ανηφόρα, δύσκολη για τους ηλικιωμένους. Φωτογραφία από το Ιστορικό Αρχείο Αραχναίου. Λεζάντα: Μαρία Μπιμπή.

Ο δεύτερος κλάδος του δρόμου από τη Σκάλα που οδηγεί στο διασχίζει τις δυτικές υπώρειες του συγκροτήματος Αραχναίου, περνάει από τον οικισμό της Γκάτζιας, τον Άγιο Δημήτριο, την Καζάρμα, τα Πυργιώτικα την Άρεια, το Πολύγωνο και καταλήγει στο Ναύπλιο.

Στη διαδρομή αυτή υπάρχουν διακλαδίσεις προς Λυγουριό και από εκεί προς Παλαιά και Νέα Επίδαυρο και προς ολόκληρη την Ερμιονίδα. Άλλη διακλάδωση αριστερά οδηγεί προς Λευκάκια, Ασίνη, Τολό και Δρέπανο Βιβάρι, Κάντια, Καρνεζέϊκα, Ίρια, δεξιά δε υπάρχει δρόμος που προς τον Άγιο Αδριανό (Κατσίγκρι) και το Πολύγωνο. Λεωφορειακή επικοινωνία υπάρχει μόνο με Ναύπλιο που είναι η πρωτεύουσα του Νομού και εκεί βρίσκονται όλες οι Αρχές και οι Δημόσιες Υπηρεσίες που εξυπηρετούν το Χέλι. Το ίδιο Λεωφορείο εξυπηρετεί και τους κατοίκους της Γκάζιας και του Αγίου Δημητρίου από όπου περνάει.

Σήμερα όμως οι κάτοικοι του Χελιού που διαθέτουν Ι.Χ. αυτοκίνητο εξυπηρετούνται καλύτερα στην επικοινωνία τους με το Άργος, το Ναύπλιο και τα χωριά του κάμπου από τον αμαξιτό δρόμο Χέλι-Αγία Τριάδα και από εκεί προς Ναύπλιο και Άργος, γιατί είναι πιο ομαλός και συντομότερος κατά πέντε περίπου χιλιόμετρα από τον λεωφορειόδρομο Χέλι-Άγιος Δημήτριος- Ναύπλιο.

Αμαξιτός δρόμος ασφαλτοστρωμένος υπάρχει σήμερα και από Χέλι προς Αγγελόκαστρο και από εκεί προς Κόρινθο και Αθήνα και ο δρόμος αυτός χρησιμοποιείται από τους κατοίκους του Χελιού μόνο για την μετακίνηση τους προς την Κόρινθο-Αθήνα και αντίστροφα με τα Ι.Χ, αυτοκίνητα τους.

Πριν όμως από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο το Χέλι βρισκόταν κυριολεκτικά σε απομόνωση και η επικοινωνία με τις άλλες περιοχές της Αργολίδας και της γειτονικής Κορινθίας, γινόταν μόνο με τα μουλάρια και μάλιστα από κακής βατότητας δρόμους που περνούσαν από δύσβατες περιοχές και πολλές φορές η πορεία αυτή γινόταν και επικίνδυνη.

Ο σπουδαιότερος μουλαρόδρομος ήταν αυτός που συνέδεε το Χέλι με το Ναύπλιο και το Άργος. Ο δρόμος αυτός μέχρι το κάτω μέρος της Σκάλας είχε την ίδια πορεία με το σημερινό αμαξιτό δρόμο με μερικές μόνο παραλλαγές σε διάφορα σημεία. Στη Σκάλα επάνω η πορεία ήταν τελείως διαφορετική από τη σημερινή. Οι στροφές ήταν περισσότερες, μικρές και απότομες, ενώ οι σημερινές είναι λιγότερες, μεγαλύτερες σε έκταση και αρκετά ομαλές.

Στο κάτω μέρος της Σκάλας ο δρόμος διχαζόταν σε δύο κλάδους. Ο ένας κλάδος ακολουθούσε τον σημερινό αμαξιτό δρόμο με παραλλαγές στις στροφές και κατέβαινε στον Αμαριανό και από εκεί στην ίδια πορεία με τον σημερινό κατέληγε στο Άργος, μια πορεία Χέλι-Άργος περίπου έξι ώρες.

Οι δρόμοι από Αγία Τριάδα προς το Άργος και το Ναύπλιο ήσαν αμαξιτοί όχι όμως και ασφαλτοστρωμένοι. Λίγα χρόνια πριν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μικρά φορτηγά αμάξια μπορούσαν να φθάσουν με κάποια βέβαια δυσκολία μέχρι το πηγαδάκι και έτσι οι Χελιώτες τα βαριά εμπορεύματα μπορούσαν να τα μεταφέρουν μέχρι εκεί με αυτοκίνητο και από εκεί βέβαια στο Χέλι οπωσδήποτε μόνο με μουλάρια.

Το δεύτερο μονοπάτι της διακλάδωσης κάτω από τη Σκάλα ακολουθούσε διεύθυνση κατευθείαν προς το Ναύπλιο, ακολουθώντας την κορυφογραμμή των πολλών λόφων που σχημάτιζε το έδαφος στην περιοχή εκείνη και η οποία χώριζε την κοιλάδα του Αμαριανού σε δυο μέρη, στον Αμαριανό και στον Μουσταφά όπως ονομαζόντουσαν τότε. Σήμερα Αμαριανός λέγεται ολόκληρη η περιοχή δυτικά του Αραχναίου όρους και περιλαμβάνει και τις δύο κοιλάδες.

Το πρώτο χωριό που συναντούσαμε πηγαίνοντας προς το Ναύπλιο ήταν το Νέο-Ροεινό (Κιναμπάρδι), πριν δε από αυτό το χωριό και δεξιά του δρόμου υπήρχε ο οικισμός το Μακρύ λιθάρι. Στη συνέχεια ο δρόμος περνούσε από τον Άγιο Αδριανό (Κατσίγκρι) και από εκεί κατευθείαν στο Ναύπλιο, αφού αριστερά άφηνε το μικρό οικισμό Κουμπουρέϊκα και παρακάτω το στρατόπεδο του Πολυγώνου. Η απόσταση Χέλι-Ναύπλιο από αυτόν τον δρόμο ήταν περίπου είκοσι χιλιόμετρα και τα μουλάρια έκαναν περίπου πέντε ώρες.

Από τη Σκάλα υπήρχε και τρίτο μονοπάτι με νοτιοανατολική κατεύθυνση, που περνούσε από τον οικισμό της Γκάτζιας και από εκεί υπήρχαν δύο διακλαδώσεις που η μία οδηγούσε προς το Μοναστήρι του Καρακαλά (σήμερα Μονή Αγίου Δημητρίου-Καρακαλά) και η δεύτερη αφού διέσχιζε την καλλιεργούμενη περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται το χωριό Άγιος Δημήτριος, έφθανε στην Καζάρμα όπου γινόταν η σύνδεση με τον αμαξιτό δρόμο που συνέδεε το Ναύπλιο μα το Λυγουριό και τη νέα Επίδαυρο.

 

Η Εκπαίδευση στο Χέλι

 

Μαθητές στο Χέλι, μέσα της δεκαετίας του 60′. Γελαστά μουτράκια παρ’ όλες τις αντιξοότητες. Φωτογραφία από το Ιστορικό Αρχείο Αραχναίου.

Στο Χέλι λειτουργούσε πάντοτε Δημοτικό Σχολείο από της απελευθερώσεως από τους Τούρκους και μετά με σημαντικό αριθμό μαθητών. Πάντοτε όμως υπήρχε πρόβλημα για την επάνδρωση αυτού σε διδακτικό προσωπικό, επειδή τούτο βρισκόταν κυριολεκτικά σε απομόνωση και ποτέ δεν υπηρέτησαν εκεί περισσότεροι από δύο δάσκαλοι, παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των μαθητών ήταν πολύ μεγάλος και δικαιολογούσε περισσότερους δασκάλους. Ο ένας ή κάπου-κάπου οι δύο δάσκαλοι που υπηρετούσαν στο Χέλι, ήσαν πάντα χαλαροί στην εφαρμογή του Νόμου για την υποχρεωτική εκπαίδευση με αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός παιδιών να μην πηγαίνουν καθόλου στο σχολείο, ιδιαίτερα δε τα κορίτσια. Ακόμα και στα τελευταία προπολεμικά χρόνια από τα αγόρια οι λιγότεροι από τους μισούς τελείωναν το Δημοτικό σχολείο, ενώ από τα κορίτσια δεν τελείωνε σχεδόν κανένα.

Από τα παλαιότερα χρόνια υπήρχε στο χωριό διθέσιο διδακτήριο κτισμένο στο Κέντρο του χωριού από τον Ανδρέα Συγγρό και ήταν αρκετό για τη στέγαση των μαθητών όσοι και αν ήσαν αφού διδακτικό προσωπικό δεν υπήρχε περισσότερο από δύο δασκάλους. Τα πρώτα όμως μεταπολεμικά χρόνια και αυτό το διδακτήριο ήταν πια ερειπωμένο και είχε κριθεί ακατάλληλο και έτσι άρχισε η μίσθωση ιδιωτικών κτιρίων για την του Σχολείου και οι ανάγκες σε αίθουσες διδασκαλίας έγιναν έντονες.

Επισκευάσθηκε το δημόσιο Διδακτήριο του Συγγρού, όμως για πολύ λίγα χρόνια, γιατί έπειτα από κάποιο σεισμό και πάλι έγινε ακατάλληλο για χρήση και έτσι οι μαθητές που στο μεταξύ είχε αρκετά αυξηθεί στριμώχθηκαν και πάλι μέσα σε ακατάλληλες αίθουσες διδασκαλίες, γιατί και ιδιωτικά σπίτια δεν υπήρχαν της προκοπής στο χωριό τότε.

 

Σχολική Γιορτή 25ης Μαρτίου 1964 στο παλιό δημοτικό σχολείο Αραχναίου. Φωτογραφία από το Ιστορικό Αρχείο Αραχναίου.

 

Τα παιδιά είχαν στο μεταξύ αυξηθεί αρκετά είχαν ξεπεράσει τα διακόσια και το σχολείο παρότι λόγω του αριθμού των μαθητών έπρεπε να λειτουργεί σαν εξαθέσιο συνέχιζε να λειτουργεί σαν τριθέσιο και σε κάθε αίθουσα διδασκαλίας στριμώχνονται περί τα εξήντα περίπου παιδιά. Με τέτοιες συνθήκες λειτουργίας του σχολείου πέρασαν αρκετά από τα μεταπολεμικά χρόνια για να αποφασισθεί εκεί στη δεκαετία του 1970 να εξευρεθεί οικόπεδο και να τεθούν τα θεμέλια ενός νέου και σύγχρονου εξαθέσιου σχολείου με βοηθητικούς χώρους, γραφεία, αίθουσα εργαστηρίου, νηπιαγωγείου κ.λπ.

Οι πιστώσεις όμως τέλειωσαν και το νέο διδακτήριο έμεινε ακόμα στα θεμέλια για μία περίπου δεκαετία. Την επόμενη δεκαετία 1980 άρχισαν πάλι οι εργασίες και σε δυο-τρία χρόνια το διδακτήριο ολοκληρώθηκε και σήμερα προβάλλεται με μεγαλοπρέπεια στο κάτω μέρος του χωριού και μέσα σε άνετες αίθουσες στεγάζονται τα παιδιά των Χελιωτών για την υποχρεωτική τους παιδεία, με την κεντρική τους θέρμανση, με αρκετό αύλειο χώρο και με όλους τους βοηθητικούς χώρους.

 

Αραχναίο, σχολικό έτος 1982-83. Δάσκαλος ο Δημ. Καζάς. Δημοσιεύεται στο βιβλίο «Σχολική ζωή στην Αργολίδα», του Γ. Αντωνίου.

 

Σήμερα το σχολείο λειτουργεί σαν τετραθέσιο και μονοθέσιο Νηπιαγωγείο, παρά το γεγονός ότι όλα τα παιδιά αγόρια και κορίτσια πηγαίνουν στο σχολείο, ο αριθμός τους όμως έχει σημαντικά ελαττωθεί από το γεγονός ότι η υπογεννητικότητα έχει πλέον φθάσει και στο Χέλι αφού οι πολύτεκνες οικογένειες έχουν μειωθεί, σχεδόν μηδενισθεί.

Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση στο Χέλι ήταν προνόμιο ελαχίστων τα παλαιότερα χρόνια. Πριν από το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχαν τρεις μόνο Επιστήμονες. Ο ιατρός Βασίλειος Τόσκας στο Ναύπλιο, ο Δικηγόρος Κωστάκης Γεώργας στη Αθήνα και ο απόστρατος Αξιωματικός Πέτρος Τόσκας στη Θεσσαλονίκη.

Στη δεκαετία του 1930 είχαν εισαχθεί για να φοιτήσουν στο Γυμνάσιο Ναυπλίου επτά συνολικά μαθητές. Το 1930 μπήκε και φοιτούσε στο Γυμνάσιο Ναυπλίου ο Αναστάσιος Ζαφείρης ο οποίος το 1936 μπήκε στη Σχολή των Ευελπίδων από όπου αποφοίτησε το 1940 σαν Ανθυπολοχαγός.

Το 1936 μπήκαν επίσης στο Γυμνάσιο Ναυπλίου δύο ακόμα μαθητές, ο Νικόλαος Κύρκας και ο Σπύρος Κουταβάκης οι οποίοι αφού φοίτησαν δυο χρόνια χωρίς να πάνε στη δεύτερη τάξη, διέκοψαν τη φοίτηση τους και γύρισαν πάλι στο χωριό. Το 1937 μπήκε στο Γυμνάσιο ο υποφαινόμενος ο οποίος τελείωσε το Γυμνάσιο το 1943 και μετά το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο μπήκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο Μαθηματικό τμήμα της Φυσικομαθηματικής Σχολής, όπου απέκτησε πτυχίο των μαθηματικών και εργάστηκε στη συνέχεια σαν Εκπαιδευτικός στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και υπηρέτησε στο Γυμνάσιο Καρπενησίου, Γυμνάσιο Άστρους, Γυμνάσιο Θηλέων Άργους, Γυμνάσιο Μεγαλουπόλεως σαν Γυμνασιάρχης, Λύκειο Μεγαλουπόλεως σαν Λυκειάρχης, πρώτο Λύκειο Ναυπλίου, πρώτο Λύκειο Άργους και από το 1982 μέχρι και το 1986 σαν Προϊστάμενος της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Νομού Αργολίδας από όπου και συνταξιοδοτήθηκε.

Το 1938 μπήκαν στο Γυμνάσιο τρία παιδιά οι Ιωάννης Κ. Ζαφείρης, Ελισαίος Ι. Οικονόμου και Γεώργιος Δημητρίου Μπέλεσης. Από αυτούς ο Ιωάννης Ζαφείρης τελείωσε το Γυμνάσιο το 1944, αλλά ένα μήνα αργότερα, όταν οι Αντάρτες έκαψαν το Χέλι, σκοτώθηκε μέσα στο χωριό στη διάρκεια μάχης που έγινε. Ο Ελισαίος Οικονόμου διέκοψε πολύ γρήγορα τη φοίτηση και ο Γεώργιος Μπέλεσης τελείωσε το Γυμνάσιο στο Άργος κατετάγη στην Αστυνομία πόλεων όπου και σταδιοδρόμησε μέχρι που πήρε σύνταξη.

Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, άνοιξε επί τέλους ο δρόμος προς το Γυμνάσιο και για τα αγόρια και για τα κορίτσια και από τότε αρκετές δεκάδες επιστήμονες υπάρχουν σήμερα από το Χέλι. Από το 1985 ιδρύθηκε και λειτουργεί Γυμνάσιο στον Άγιο Δημήτριο όπου στις τρεις τάξεις φοιτούν περίπου πενήντα παιδιά, αγόρια και κορίτσια από το Χέλι και άλλα τόσα περίπου από τον Άγιο Δημήτριο.

 

Παναγιώτης Ι. Μπιμπής

Το Χέλι και η συμβολή του στους Αγώνες του Έθνους, Άργος 2002.

Read Full Post »

Το φρούριο Γκύκλος


 

Στο συγκρότημα του όρους Αραχναίου Αργολίδας, που από την αρχαιότητα εθεωρείτο σαν πέρασμα για την επικοινωνία της Αργολίδας με την Κορινθία, από τις αρχές της πρώτης Ενετοκρατίας αναγέρθηκαν πολλά φρούρια, μεταξύ των οποίων στην περιοχή του Χελιού [Αραχναίου]  είναι το φρούριο Γκύκλος (πιθανόν Κύκλος). Εκτός από το φρούριο Γκύκλος στην περιοχή του Αγίου Δημητρίου (Μετόχι) υπάρχουν δύο ακόμα φρούρια το Ξεροκαστέλι και το Πυργούλι στα Ζεγκίλια.

Ερείπια του φρουρίου Γκύκλος.

Τα φρούρια αυτά, καθώς επίσης και οι πύργοι ή και τα οχυρά που βρίσκονται διάσπαρτα στο όρος Αραχναίο είναι αρχαία πολλά δε και μεσαιωνικά και εθεωρούντο σαν θέσεις εποπτεύσεων από τα στρατεύματα των Φράγκων, των Βυζαντινών κ.λπ. που κατά καιρούς κυριαρχούσαν στα μέρη αυτά και αποτελούσαν ακόμη οχυρές θέσεις για την παρεμπόδιση των μετακινήσεων των στρατευμάτων των αντιμαχομένων την εποχή εκείνη.

Το φρούριο Γκύκλος βρίσκεται στο δρόμο που συνδέει απ’ ευθείας το Χέλι [Αραχναίο] με το Λυγουριό. Ξεκινάμε από το χωριό για το Λυγουριό πεζοπορώντας, αφήνουμε αριστερά μας τον παλαιό Βυζαντινό Ναό «Μετόχι» που ήταν το καθολικό της παλαιάς Μονής Ταλαντιου πριν από το 1761 που μεταφέρθηκε αυτή στη νέα θέση και συνεχίζοντας φθάνουμε στην πολύ γνωστή τοποθεσία «Πηλιάρος». Από εκεί ανηφορίζουμε και φθάνουμε στον αυχένα Σκούντι-Αραχναίο για να κατηφορίσουμε από εκεί σε δρόμο όλο στροφές που οδηγεί τελικά στο Λυγουριό.

Αριστερά από τον αυχένα υπάρχει μικρό βραχώδες ύψωμα, όπου επάνω σε αυτό υπάρχουν τα ερείπια ενός φρουρίου που έχει την ονομασία Γκύκλος και περιβάλλεται Νότια και Ανατολικά από βραχώδη έξαρση ενώ το υπόλοιπο τμήμα Βόρεια και Δυτικά περιβάλλεται από τείχος. Το περιμετρικό τείχος του φρουρίου έχει πάχος 1,80 μέτρα και έχει την τεχνοτροπία του Δελαρός δηλαδή είναι ξερολιθοδομή όπου οι δύο όψεις του τείχους είναι κτισμένες με μεγάλες πέτρες και ενδιάμεσα το γέμισμα έχει γίνει με μικρότερες πέτρες. [Σημείωση Βιβλιοθήκης: Περισσότερες πληροφορίες για το τον τρόπο δομήσεως των φρουρίων της Αργολίδας:  Ιωάννης Ε. Πέππας, «Μεσαιωνικές σελίδες της Αργολίδος, Αρκαδίας, Κορινθίας, Αττικής», Αθήνα 1990, σελ. 52-61].

 

Τοπογραφικό σκαρίφημα του φρουρίου Γκύκλος.

 

Το τείχος διατηρείται σε καλή σχετικά κατάσταση σε ύψος τεσσάρων περίπου μέτρων. Εσωτερικά και σε απόσταση επτά περίπου μέτρων από το εξωτερικό τείχος υπήρχε δεύτερο τείχος του ιδίου πάχους και της ιδίας δομής, το οποίον όμως είναι γκρεμισμένο και βρίσκεται σε σωρούς από ερείπια. Μεταξύ των δύο τειχών το επίπεδο είναι γαιώδες, ενώ το τμήμα της επιφανείας του φρουρίου το πέρα και Νότια του εσωτερικού τείχους είναι βραχώδης επιφάνεια. Εδώ θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι σαν άκρο του φρουρίου λογίζεται εκεί που η κλίση της βραχώδους επιφάνειας γίνεται απότομη και δεν επιτρέπει στους επιτιθέμενους στο φρούριο να ανέβουν επάνω.

Το φρούριο σύμφωνα με όλα τα στοιχεία είναι οπωσδήποτε Μεσαιωνικό, κτισμένο μεταξύ του 395 μ.Χ. και 1453 μ.Χ., χρονική περίοδος που καλύπτει τον Μεσαίωνα. Από την τεχνοτροπία του, το φρούριο κατά πάσα πιθανότητα να κτίσθηκε από τον Όθωνα Δελαρός, γνωστόν ευπατρίδη από την Βουργουνδία που ηγεμόνευσε στην Ελλάδα από τα πρώτα χρόνια της Φραγκοκρατίας (1212-1225) και εξουσίαζε τότε το Άργος, το Ναύπλιο, το Κιβέρι, το Δαμαλά, την Πιάδα και την ευρύτερη περιοχή της, δηλαδή ολόκληρο το οροπέδιο του Αραχναίου. Σκοπός του Φρουρίου αυτού ήταν να παρεμποδίσει τον ανεφοδιασμό του Σγουρού, Άρχοντα του Ναυπλίου την εποχή που αυτός βρισκόταν στον Ακροκόρινθο και πολεμούσε εναντίον των Φράγκων. Από το φρούριο Γκύκλος μπορούσε να ελεγχθεί η επικοινωνία του Ναυπλίου – Λυγουριού – Οροπεδίου του Αραχναίου – Αγγελοκάστρου – Κορίνθου.

 

Τοποθεσία του φρουρίου Γκύκλος.

 

Παραθέτουμε περιγραφή του ιστορικού της εποχής εκείνης που φανερώνει τον ρόλο που έπαιζε το φρούριο Γκύκλος.

«Πέραν του Αγγελοκάστρου υπήρχαν δύο κύριοι οδικοί άξονες. 1) προς τα λιμάνια του Αργολικού μέσω του αυχένα πάνω από το σημερινό χωριό Σταματαίικα και 2) προς τα λιμάνια του Σαρωνικού μέσω Δήμαινας. Οι Δελαρός απέκοψαν την πρώτη όδευση προς Αργολικό κτίζοντας το Φρούριο Γκύκλου, το οποίον ήταν έτσι κτισμένο για να ελέγχει την επικοινωνία της Κορινθίας με την Αργολίδα μέσω του Οροπεδίου του Χελιού».

Από το φρούριο Γκύκλος φαίνεται προς τα βορειοδυτικά το σημερινό χωριό Αραχναίο και Ανατολικότερα του χωριού η τοποθεσία Φράκια επάνω δε από την τοποθεσία αυτή αυχένας που αποτελεί φυσική δίοδο προς το Αγγελόκαστρο και από εκεί στην υπόλοιπη Κορινθία. Από το ίδιο φρούριο Γκύκλος φαίνεται ο δρόμος Ναυπλίου-Λυγουριού, δεν φαίνεται όμως το Λυγουριό, αλλά φαίνεται το νησάκι Ψηλή στον Αργολικό Κόλπο.

Η περιοχή κοντά στον Γκύκλο προς το μέρος του χωριού Αραχναίου ονομάζεται «Πηλιαρός», άγνωστο από που προέρχεται η ονομασία αυτή. Ολόκληρη η περιοχή του Πηλιαρού είναι μια εύφορη καλλιεργήσιμη έκταση Από τα πολύ παλιά χρόνια υπάρχει εκεί πηγάδι με αρκετό νερό όπως επίσης και εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο που πανηγυρίζει στις 29 Αυγούστου. Επίσης από τα παλιά χρόνια εκεί γίνεται κάθε χρόνο πανηγύρι που πρωτοστατούσαν όλοι οι τσοπάνηδες της περιοχής που πότιζαν τα γιδοπρόβατά τους στο παραπάνω πηγάδι και συγκέντρωνε πάρα πολύ κόσμο από το Λυγουριό και από το Χέλι [Αραχναίο].

Νότια του Γκύκλου και κάτω από το φρούριο εκτείνεται μια μεγάλη αγροτική περιοχή που φέρει το όνομα «Βίλλια» [1] και είναι ορατή από το Φρούριο Γκύκλος. Εκεί υπάρχει επίσης πηγάδι με αρκετό νερό. Ο Γκύκλος το 1364 ήταν στην εξουσία του Νικολάου Ατζεόλη από δε το 1388 περιήλθε στην κατοχή του Θεοδώρου Α. Παλαιολόγου, ο οποίος κατείχε και την Βίλλια. καθώς επίσης και μια άλλη τοποθεσία τη «Βίλιζα» που βρίσκεται Νοτιότερα από τη Βίλλια.

 

Υποσημειώση


 

[1] [Σημείωση Βιβλιοθήκης: Βίλλια. Η λέξη Βίλλια απαντάται συχνά σε πολλές περιοχές είτε ως Εδαφονύμιο είτε ως όνομα οίκισμού τόσο εντός όσο και εκτός του Ελληνικού χώρου. Στην Ελλάδα απαντάται α) στην Ηπειρο και δη στη Θεσπρωτία ο Αγιος Δονάτος, β) στην Αττική, στη Μεγαρίδα όπου υπάρχουν τα Βίλλια και η Βιλιαρί και στη Λαυρεωτική, όπου υπάρχουν Βίλλια, γ) στην Ηλεία, η Πεύκη και δ) ιδιαίτερα στην Αργολίδα όπου υπάρχουν:

  1. Η Ξεροβίλλια στους ανατολικούς του όρους Φαρμακά (μεταξύ των φρουρίων Φαρμακά και Τζιρίστρας – Ντομακού) εκεί υπάρχουν ενδείξεις (τάφοι) ότι υπήρχε οικισμός.
  1. Στη λεκάνη της Αλέας, βορειότερα της Φρυσούνας, όπου μεγάλη γεωργήσιμη επιφάνεια 1000 στρεμμάτων. Εδώ τα Βίλλια κατέχουν τους νότιους πρόποδες του μικρού όρους Τσούκιζα, όπου τάφοι μαρτυρούν προϋφιστάμενο οικισμό. Επί δε της Τσούκιζας υπάρχουν ενδείξεις (πλήθος από πεσμένες πέτρες) παλαιού οικισμού, πιθανώς της αρχαίας Νεμέας.
  1. Στη περιοχή των αρχαίων Υσιών υπήρχε το παλαιό Σκαφιδάκι, δυτικότερα του οποίου σήμερα υπάρχει ο Ι. ναός της Αγ. Παρασκευής. ΒΑ αυτού του ναού μεγάλη έκταση φέρει την ονομασία «Ξεροβίλλια», ενώ ΝΔ του ίδιου ναού, επί υψώματος, υπάρχει μεσαιωνικό φρούριο. Οι νότιοι πρόποδες αυτού του υψώματος λέγονται Βίλλια.
  1. Χαμηλότερα, κοντά στον αυχένα των κοιλάδων του Ελληνικού (Μπουμπά) και της κοιλάδας Κόκλας υπάρχει ο μικροσυνοικισμός Φακίστρα, βορειότερα της οποίας είναι η Βίλιζα, όπου σώζεται το λίθινο αλώνι, ενώ άφθονα κεραμικά όστρακα μαρτυρούν παλαιό οικισμό.
  1. Οι νότιοι πρόποδες του υψώματος του Γκύκλου, είναι μεγάλη καλλιεργούμενη περιοχή, φέρει την ονομασία Βίλλια. Άλλη δε θέση, νοτιοδυτικά της παραπάνω, ονομαζόμενη Βίλλιζα, συμπληρώνει την κατόπτευση όλου του χώρου έως το Ναύπλιο, και θα μετέδιδε ασφαλώς πληροφορίες στα γειτονικά Βίλλια.

Όλα αυτά μαρτυρούν ότι το οροπέδιο του Αραχναίου κατά τον μεσαίωνα ανήκε σε ξεχωριστό χωροδεσπότη, που ήτο ο δεσπότης του Μυστρά, ενώ η κατοπτευόμενη Ναυπλία άνηκε στους Βενετούς.

Γενικά κατά την περίοδο 1388 – 1394 (τέλος των Ντε Ενγκιέν και απόδοση του Άργους στους Βενετούς) πρέπει να τοποθετηθεί η ίδρυση των πολυπληθών Βιλλίων και Βιλλιζών στην περιοχή της Αργολίδας.

  1. Στην περιοχή Λιμνών αντί της ονομασίας Βίλλια υπάρχει η ονομασία Βιλλιατούρι, που ως τοπωνύμιο αποδίδεται σε κωνοειδές ύψωμα, από την κορυφή του όποιου υπάρχει ανεμπόδιστη θέα των περιοχών. Βιλλιατούρια, υπάρχουν εκτός της Αργολίδας στην Αττική (Κιθαιρώνα, Λαυρεωτική), στην Αιγιαλεία, το νότιο άκρο της νήσου Νάξου (Βιγλατόρι).
  1. Τέλος τοπωνύμιο Βίλλια υπάρχει και στην περιοχή Ερμιονίδας και συγκεκριμένα 3,5χλμ. Α-ΝΑ του συνοικισμού Ηλιόπετρας (Καρακάσι), όπου υπάρχει το φρούριο Ηλιόκαστρου, το όποιο κατά την αρχαιότητα έλεγχε την οδό Τροιζηνίας – Ερμιονίδας (μέσω του αυχένος του όρους των Αδέρων) και όπου τάφοι μαρτυρούν προϋφιστάμενο οικισμό, ενώ 3 χιλιόμετρα ανατολικότερα αυτού υπάρχει η αγροτική περιοχή Βίλλια – Πλεπίου.
  1. Θα πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι ο Hahn αναγράφει Βορειοαλβανική πατριά με το όνομα Willja ή Willjai άνηκε στην τέταρτη ομάδα (σημαία) της Μιρδίτας, όμως η πατριά είναι εντελώς άσχετη με τα πολυάριθμα Βίλλια.

Ως γενικό συμπέρασμα θα μπορούσε να λεχθεί ότι η Βυζαντινή λέξη Βίγλα από τους Αλβανόφωνους μετατράπηκε σε Βίλλια και μ’ αυτή ονόμαζαν κάθε οικισμό των φυλάκων που ήταν προσαρτημένοι σε κάποιο φρούριο, ώστε να είναι η Βίλλια του α’ η β’ φρουρίου].

 

Παναγιώτης Ι. Μπιμπής

Το Χέλι και η συμβολή του στους Αγώνες του Έθνους, Άργος 2002.

[Σημείωση Βιβλιοθήκης: Ο συγγραφέας αντλεί της πληροφορίες του από το βιβλίο του Ιωάννου Ε. Πέππα, «Μεσαιωνικές σελίδες της Αργολίδος, Αρκαδίας, Κορινθίας, Αττικής», Αθήνα 1990, σελ. 255-262].

Read Full Post »

Αραχναίο (Όρος)


 

Είναι το ψηλότερο βουνό του νομού Αργολίδας, καλύπτει κυρίως το κεντρικό τμήμα του (απλώνεται από την Επίδαυρο ως τον αργολικό κάμπο) και νότια συνορεύει με το όρος Δίδυμο. Η ψηλότερη κορυφή του «Παπακώστας» αγγίζει τα 1.199 μ., ενώ ανάμεσα σε αυτή και της «Τραπεζώνας» (στα 1.139μ.) εντοπίζεται και το ομώνυμο χωριό Αραχναίο (πρώην Χέλι) με σημαντικά αξιοθέατα τη Νέα και Παλιά Μονή Ταλαντίου.

Αρκετά στοιχεία αποδεικνύουν πως η περιοχή ήταν γνωστή από την αρχαιότητα. Στους πρόποδες είναι κτισμένο το αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, ενώ ο Παυσανίας αναφέρει πως εκεί ήταν κτισμένη η πόλη Λήσσα, καθώς και ότι στην κορυφή του «Προφήτη Ηλία» υπήρχαν βωμοί του Δία και της Ήρας. Στα εδάφη τής βόρειας πλευράς του φύονται πευκοδάση, η νότια ωστόσο έχει αποψιλωθεί ολοσχερώς. Έχει επίσης δημιουργηθεί αιολικό πάρκο, λόγω του υψηλού αιολικού δυναμικού της περιοχής. Δυστυχώς, το σύνολο των ανθρωπίνων επεμβάσεων έχει επιφέρει σοβαρές αλλοιώσεις στη βιοποικιλότητα της φυσικής χλωρίδας και πανίδας.

 

Στην Ανατολική Αργολίδα και μεταξύ της περιοχής Επιδαύρου και του Αργολικού κάμπου, απλώνεται μία μεγάλη οροσειρά που αποτελεί συγκρότημα του όρους Αραχναίου. Οι σπουδαιότερες κορυφές της οροσειράς αυτής στην περιοχή του Χελιού [Αραχναίου] είναι:

 

  • Η ψηλότερη κορυφή «Ο Παπακώστας» 1.199 μέτρα
  • Η σπουδαιότερη κορυφή «Ο Προφήτης Ηλίας» 1.180 μετρά
  • «Μάλιε λύσεζε» στην περιοχή του Αρνά 1.140 μέτρα
  • «Η Τραπέζωνα» 1.139 μέτρα
  • «Το Σιούρι» 938 μέτρα
  • «Η Ελαφοκορυφή ή Ντρέρι» 931 μέτρα
  • «Η Μάλιε Γκιόναβε» 901 μέτρα
  • «Η Νούσεζα» 871 μέτρα
  • «Η Μάλιζα» 857 μέτρα
  • «Ο Κουτσουρός» 793 μέτρα

Εκτός από τις κορυφές αυτές υπάρχουν και άλλες χαρακτηριστικές κορφές με διάφορες ονομασίες όπως «η Μάλιε Γκλιάτα», «Το Μήτσιουθι», «Η Μάλιε Νιοκάστρεσε», με μικρότερο υψόμετρο. Επάνω στην σπουδαιότερη κορυφή του Προφήτη Ηλία υπήρχε στην Αρχαιότητα Βωμός του Δία και της Ήρας επάνω στον οποίον οι αρχαίοι κάτοικοι της περιοχής θυσίαζαν σε περιόδους λειψυδρίας.

 

Όρος Αραχναίο. Φωτογραφία: dimitrios mavridis

 

Επίσης στην Αρχαιότητα η κορυφή του Αραχναίου χρησιμοποιείτο και σαν σπουδαίος σταθμός «Φρυκτωρίας», δηλαδή ενδιάμεσος σταθμός μετάδοσης φωτεινών σημάτων, με τα οποία μεταβιβάζονταν ειδήσεις από πολύ μακρινές αποστάσεις.

Ο Αισχύλος στον Αγαμέμνονα αναφέρει ότι από το σταθμό αυτό, στην κορυφή του Αραχναίου, μεταδόθηκε στα Ανάκτορα του Ατρέα στις Μυκήνες η είδηση, ότι πραγματοποιήθηκε η άλωση της Τροίας.

Από την κορυφή του όρους Αραχναίου φαίνεται ολόκληρη η λεκάνη, όπου βρίσκεται κτισμένο το Χέλι (σημερινό Αραχναίο). Φαίνεται επίσης το φρούριο Γκύκλος και οι τοποθεσίες Βίλια και Βίλιζα που βρίσκονται κάτω από το φρούριο Γκύκλος προς την περιοχή του Λυγουριού. Φαίνεται ακόμα και η Ακρόπολη των Αθηνών και από το γεγονός αυτό συμπεραίνεται ότι το μήνυμα για την άλωση της Τροίας που στάλθηκε με τον πυρσό από την κορυφή του Αραχναίου στις Μυκήνες, το είχαν πάρει οι παρατηρητές της κορυφής αυτής με τον ίδιο τρόπο από την Ακρόπολη των Αθηνών.

Το όρος Αραχναίο στην αρχαιότητα χαρακτηριζόταν από τον Ησύχιο ως «Ύστελλειον» και «Υσσέλινον» και από τον Σουίδαν ονομαζόταν «Σαπησελάτων». Σαπησελάτων χαρακτηρίζει το ορός Αραχναίο και ο Παυσανίας, στην περιήγηση του στην Αργολίδα, ο οποίος αναφέρει ότι ενώ βάδιζε από τις Μυκήνες προς την Επίδαυρο, αφήνει στα αριστερά του το Σαπησελάτων Αραχναίο.

Παραθέτω την ακριβή περιγραφή του Παυσανία για το Αραχναίον όρος.

 

Κατά δε την ες Επίδαυρο ευθείαν εστί κώμη Λήσσα, ναός δε Αθηνάς εν αυτή και ξόανον ουδέν τι διάφορον ή το εν τη Ακροπόλει τη Λαρίσση. Εστί δε όρος υπέρ της Λήσσης το Αραχναίο πάλαι δε Σαπησελάτων επί Ινάχου το όνομα ελήφθη. Βωμοί δε εισίν εν αυτώ Διός τε και Ηρας, δεήσαν όμβρον, σφίσιν ενταύθα θύουσι.

Και παρακάτω η μετάφραση:

«Στο δρόμο κατ’ ευθείαν προς την Επίδαυρο υπάρχει μια κώμη Λήσσα που έχει Ναό της Αθηνάς με ξόανο (ξύλινο άγαλμα) που δεν διαφέρει από της Ακρόπολης (του Άργους). Πάνω δε από τη Λήσσα είναι το όρος Αραχναίο παλαιότερα Σαπησελάτων, που πήρε το όνομα του από την εποχή του Ινάχου. Πάνω δε σε αυτό υπάρχουν Βωμοί του Δία και της Ήρας όπου θυσίαζαν όταν χρειάζονταν βροχή».

Στο παραπάνω κείμενο μπορούμε να κάνουμε τις εξής παρατηρήσεις:

1) Ο Δίας λατρευόταν και ως «Καιρικός» θεός με ειδικές τελετές σε περίπτωση ανομβρίας, όπως ο «Ακραίος Ζευς» στην περιοχή του Πηλίου. Επίσης σε διάφορα μέρη ο Καιρικός Δίας είχε και τα επίθετα: Νεφεληγερέτης, Όμβριος, Υέτιος, Κεραυνός, Σημαλέος, κ.λπ.

2) Το Σαπησελάτων ή Σάπης Ελατών είναι πιθανότατα έκφραση με παραμορφωμένο το πρώτο συνθετικό Σάπης, αντί του ορθού Νάπης που σημαίνει κοίλωμα εδάφους κατάφυτου. Άρα το Σάπης Ελάτων προέρχεται από το Νάπης Ελάτων, δηλαδή περιοχή με έλατα ή διαφορετικά Ελατόβουνο.

Όλοι οι παραπάνω χαρακτηρισμοί σημαίνουν ότι σε πολύ παλιές εποχές το όρος Αραχναίο ήταν κατάφυτο από έλατα, τα οποία με την πάροδο του χρόνου καταστράφηκαν, το πιθανότερο από πυρκαγιές και ίσως αυτός να είναι ο λόγος που το ελατοδάσος που υπήρχε εκεί δεν ανανεώθηκε, γιατί πιστεύεται πως όταν καταστραφεί από πυρκαγιά δεν ανανεώνεται ποτέ.

 

Αρνάς, η μία κορυφή του Αραχναίου και από κάτω το Λυγουριό – Αρχαία Λήσσα.

 

Από προσωπική εμπειρία γνωρίζω ότι στη θέση Άρεζε-Γκίλεζα και εκατό μέτρα κάτω από το δημόσιο δρόμο, μέχρι και τα τελευταία πριν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο χρόνια, υπήρχε μικρό έλατο, χαμηλό βεβαία κα πολύ βραδείας ανάπτυξης και εγώ ο ίδιος είχα φροντίσει να το περιφράξω για να το προστατέψω από τα γίδια που έβοσκα στην περιοχή εκείνη. Δεν γνωρίζω μέχρι πότε διατηρήθηκε αυτό γιατί για πολλά χρόνια δεν ζούσα στο χωριό, σήμερα όμως δεν υπάρχει τίποτα, γιατί πρόσφατα ολόκληρη η χλωρίδα της περιοχής εκείνης καταστράφηκε από πυρκαγιά.

Η ύπαρξη λοιπόν στην περιοχή του Αραχναίου έστω και αυτού του μεμονωμένου έλατου, φανερώνει πως η περιοχή εκείνη κάποτε ίσως να ήταν κατάφυτη από έλατα, όπως άλλωστε αναφέρουν και οι αρχαίοι συγγραφείς. Εκτός από το ελατοδάσος στην περιοχή του Αραχναίου υπήρχαν και εκτάσεις κατάφυτες από δρυς ή Λίσιε όπως λέγονται στα Αρβανίτικα, από αυτό δε και η ονομασία κάποιας κορυφής του Αραχναίου Μάλιε-Λίσεζε που σημαίνει κορυφή γεμάτη δρυς [βελανιδιές].

Αλλά και σήμερα ακόμη στην Μάλιε-Λίσεζε και γενικότερα στην γύρω περιοχή του Αρνά, υπάρχουν σποραδικά δρυς μεγάλης ηλικίας που και αυτές όμως σιγά-σιγά πεθαίνουν, είτε από φωτιά που βάζουν στην κουφάλα του κορμού τους οι κάτοικοι της περιοχής αναζητώντας κρυμμένους θησαυρούς από την εποχή που εκεί έμεναν και κυριαρχούσαν οι ληστές, είτε από το τσεκούρι των χωρικών για να τα μετατρέψουν σε καυσόξυλα, είτε ακόμη και από γεράματα όπου σαπίζουν λίγο-λίγο και χάνονται με το πέρασμα του χρόνου. Δεν ξέρω σήμερα πόσα από τα γέρικα αυτά δέντρα σώζονται.

Σήμερα [2002] τα μόνα είδη χλωρίδας που υπάρχουν στο όρος Αραχναίο είναι τα πουρνάρια που κυριαρχούν σε όλη την έκταση του. Τα μεγάλα βέβαια δέντρα είναι σποραδικά και υπάρχουν μόνο στις χαράδρες και κύρια όπου η ιδιοκτησία τα έχει προφυλάξει. Μεγάλες εκτάσεις καλύπτονται από χαμηλά πουρνάρια (πατουλιές όπως συνηθίζονται να λέγονται). Υπάρχουν ακόμα φιλίκια (Γλαντζινιές), Αγριοφυστικές (Κοκορετσιές), Σφάκες, σε λίγες περιοχές υπάρχουν κουμαριές κ.λπ. Σε υψόμετρο κάτω από τα πεντακόσια μέτρα υπάρχουν σε αφθονία και οι αγριελιές.

Οι κάτοικοι του Πόρου και της Τροιζίνας το όρος Αραχναίο στο σύνολο του το ονομάζουν «Κοιμωμένη» γιατί πραγματικά από τις περιοχές εκείνες όταν παρατηρείς την οροσειρά του Αραχναίου μοιάζει σαν μια ύπτια κοιμούμενη γυναίκα με υψωμένο το γόνατο. Μοιάζει δε καταπληκτικά με το στο πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών αριστοτέχνημα του μνημείου Αφεντάκη που κατασκευάστηκε από το γλύπτη Χαλεπά τη γνωστή «Κοιμωμένη του Χαλεπά».

 

Παναγιώτης Ι. Μπιμπής

Το Χέλι και η συμβολή του στους Αγώνες του Έθνους, Άργος 2002.

 

Read Full Post »