Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Κρήτη’

Ο μύθος της αρπαγής της Ευρώπης


 

Η  Αρπαγή της Ευρώπης

  

Αρπαγή της Ευρώπης. Μετόπη από τον ναό της Ήρας στον Σελινούντα, 6ος αι. π.Χ. Παλέρμο, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη. Και η Ευρώπη είναι μια από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη, εκείνη με την πιο μεγάλη ιστορία και τον πιο ιστορικό πολιτισμό. Οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και έχουν για νόμισμά τους το Ευρώ. Η λέξη «Ευρώπη» δεν είναι μόνο ελληνική, αλλά πέρασε και σε άλλες γλώσσες με λατινικούς χαρακτήρες: Europe στην Αγγλική και Γαλλική, Europa στη Γερμανική, Ιταλική και Ισπανική και έδωσε το όνομά της στη μικρότερη σε μέγεθος ήπειρο του πλανήτη. Τη  λέξη Ευρώπη τη συναντάμε σε πολλά παράγωγα, όπως ευρωπαίος, ευρωπαϊκός, ευρωπαϊστί, και σε σύνθετα όπως ευρωκεντρικός, ευρωσκεπτικιστής και ευρωσκεπτικισμός, Ινδοευρωπαϊκός, Ευρασία, Μεσευρώπη κ.α.

Η ενοποίηση των χωρών της Ευρώπης δείχνει ότι οι λαοί της, οι ευρωπαίοι, πιστεύουν ότι έχουν κοινή κληρονομιά και κοινές βάσεις στον πολιτισμό τους. Η πεποίθηση αυτή στηρίζεται στις μυθολογικές ρίζες της Ευρώπης και τη  σχέση της με τον Ελληνικό πολιτισμό και έχει αφετηρία ένα μύθο από την εποχή της αρχαίας Ελλάδας.  Το μύθο της αρπαγής της πριγκίπισσας Ευρώπης, που την είχε απαγάγει ο Δίας, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία.

Ο μύθος της Ευρώπης διαδραματίζεται στη Μεσόγειο, κέντρο του αρχαίου κόσμου και κοιτίδα του πολιτισμού μας. Τη λεκάνη του νερού, στην οποία κυκλοφόρησαν Αιγύπτιοι, Φοίνικες, Έλληνες, Καρχηδόνιοι, Ρωμαίοι, Γαλάτες, Άραβες, Ιουδαίοι και Οθωμανοί. Τη θάλασσα  όπου οι δρόμοι εμπόρων, ταξιδιωτών και πειρατών διασταυρώθηκαν, αλλά έφερε και σε επαφή καλλιτέχνες και φιλοσόφους. Την οδό των πρώτων αποίκων και των τελευταίων μεταναστών. Τη θάλασσα που ενώνει, αλλά και το σύνορο που χωρίζει τους κόσμους της Ανατολής με τους κόσμους της δύσης.

 

Ο μύθος της Ευρώπης

 

Αρπαγή της Ευρώπης, Peter Paul Rubens, 1636, Museo Nacional del Prado.

Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία στα πολύ-πολύ παλιά χρόνια, όταν η ήπειρος όπου βρίσκεται η Ελλάδα δεν είχε πάρει ακόμη όνομα,  στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, κάπου στην Αίγυπτο, ενώθηκε ο Ποσειδώνας με τη Λιβύη και γεννήθηκαν δυο παιδιά, το Βήλο και τον Αγήνορα. Ο Βήλος έμεινε στην Αφρική, πήρε γυναίκα μια κόρη του Νείλου και απόκτησε δυο γιους, τον Αίγυπτο και τον Δαναό. Ο Αγήνορας τράβηξε κατά την Ασία και έκανε το βασίλειο του κάτω από τα παράλια της Μ. Ασίας, στην περιοχή της Φοινίκης με πρωτεύουσα την Τύρο ή τη Σιδώνα. Εκεί ο γιος του ο Φοίνικας παντρεύτηκε την Τηλέφασσα και γέννησε τέσσερα παιδιά. Τρεις γιους, τον Κάδμο, τον Φοίνικα και τον Κίλικα, και μια θυγατέρα. την Ευρώπη. Η Ευρώπη καθώς μεγάλωσε έγινε πανέμορφη και όλος ο κόσμος μιλούσε γι’ αυτήν. Η ομορφιά και η χάρη της ήταν τόσο μεγάλη, που τη ζήλευε και η Αφροδίτη, ενώ ο ίδιος ο Δίας την ερωτεύτηκε και βάλθηκε να την αποκτήσει εφαρμόζοντας με πολλή πονηριά ένα τολμηρό σχέδιο, που έβαλε με το νου του.

Ένα βράδυ, που η πεντάμορφη Ευρώπη κοιμόταν, είδε λίγο πριν το χάραμα ένα πολύ παράξενο όνειρο. Ονειρεύτηκε πως βρισκόταν σε ένα μέρος και παρουσιάστηκαν μπροστά της με τη μορφή  γυναικών δύο ήπειροι και φιλονικούσαν ποια θα την έπαιρνε δική της. Τη μια γυναίκα – ήπειρο τη γνώρισε, ήταν η Ασία, η ήπειρος όπου κατοικούσε. Την άλλη όμως δεν τη γνώριζε, ήταν άγνωστη. Ήταν μια στεριά, που δεν είχε όνομα και βρισκόταν στην απέναντι πλευρά της θάλασσας. «Η όμορφη κόρη Ευρώπη είναι δική μου», ισχυριζόταν η Ασία, «γιατί εγώ τη γέννησα, την έχω αναθρέψει». Η άλλη ήπειρος, η άγνωστη, την τράβαγε με βία με τα δυνατά της χέρια και απαντούσε: «Ήταν δική σου μέχρι τώρα, αλλά είναι θέλημα του Δία να την πάρω εγώ, να γίνει δικιά μου πια η Ευρώπη» [1].

Η Ευρώπη ξύπνησε ταραγμένη από τ’ όνειρο και με χτυποκάρδι κάθισε πολλή ώρα σιωπηλή. Είχε ακόμα μπρος στα ανοιχτά πια μάτια της τις δυο γυναίκες που είδε και αναρωτιόταν: «τί όνειρο ήταν αυτό που είδα σαν να ᾽μουν ξύπνια; Ποιός θεός έστειλε τέτοιο όνειρο σ᾽ εμένα και με ξετίναξε με τρόμο από το στρώμα; Και ποιά είναι η ξένη που είδα εγώ στον ύπνο μου; Η καρδιά μου πόσο την πόθησε, κι αυτή με πόση αγάπη, αλήθεια, μ᾽ αγκάλιασε, με κοίταξε, σα να ᾽μουνα παιδί της! Δώστε, θεοί μου, να βγει σε καλό τ᾽ όνειρό μου».

Όταν συνήλθε από την ταραχή, σηκώθηκε και προσκάλεσε τις φίλες της, συνομήλικες και αρχοντοπούλες όλες, συντρόφισσές της στο χορό και στα παιχνίδια,  να πάνε να παίξουν σ’ ένα ολάνθιστο λιβάδι στη ακρογιαλιά και να μαζέψουν όμορφα λουλούδια. Τρέξανε γρήγορα εκείνες κρατώντας η καθεμιά ένα καλάθι για άνθη και τράβηξαν για το παραθαλάσσιο λιβάδι, όπου μαζεύονταν συχνά, για να χαρούν τα λουλούδια και το βούισμα των κυμάτων. Η Ευρώπη κρατούσε ένα χρυσό πανέρι, θαύμα, έργο λαμπρό του Ήφαιστου, που το είχε χαρίσει ο θεός στη γιαγιά της, τη Λιβύη, κι εκείνη το έδωσε στην Τηλέφασσα και η Τηλέφασσα το χάρισε στην κόρη της Ευρώπη.

Πήγαν λοιπόν όλες μαζί στα ολάνθιστα λιβάδια. Εκεί τα κορίτσια κολύμπησαν στο δροσερό νερό και μετά άρχισαν τα τρεχαλητά πάνω στη χλόη και μάζευαν όμορφα ανοιξιάτικα αγριολούλουδα, που τα έριχναν στα καλαμένια καλάθια τους, τα στολισμένα με πολύχρωμες κορδέλες κι άνθη. Μυρωδάτα ζουμπούλια, άσπρα σαν το χιόνι, μενεξεδιές βιολέτες, κόκκινους σαν το αίμα κρόκους, νάρκισσους στο χρώμα του ήλιου, και στη μέση η πριγκίπισσα Ευρώπη διάλεγε με προσοχή μόνο ευωδιαστά τριαντάφυλλα, κατακόκκινα σαν τη φωτιά, που τα έβαζε στο χρυσό καλάθι της, και άστραφτε σαν τη θεά Αφροδίτη από την ομορφιά της μέσα στα λουλούδια.

Όταν την αντίκρισε ο γιος του Κρόνου, ο Δίας, την ερωτεύτηκε τρελά. Τα βέλη του έρωτα, που δαμάζουν ανθρώπους και θεούς, πλήγωσαν την καρδιά του. Και, για να ξεφύγει την οργή της Ήρας της ζηλιάρας, άλλαξε τη θεϊκή μορφή του και μεταμορφώθηκε σε ταύρο. Όχι σαν τους ταύρους, που μπορεί να βρει κανείς σε ένα συνηθισμένο κτήμα ή σε κάποιο λιβάδι της γης. Ήταν ένας ταύρος με απίστευτη ομορφιά, με τρίχωμα χιονάτο, κέρατα γυαλιστερά, με μια βούλα σαν ασήμι καταμεσής στο κούτελο και με μάτια που έλαμπαν από έρωτα. Ξεπρόβαλε ουρανοκατέβατος ανάμεσά τους και ήταν τόσο ήμερος! Άφηνε τα κορίτσια να τον χαϊδολογούν και να του κρεμάνε γιρλάντες από λουλούδια στο λαιμό και στα κέρατα, ενώ εκείνος μουγκάνιζε χαρούμενα, τρίβοντας το μαλλιαρό κορμί του πάνω στα πόδια τους.

 

Αρπαγή της Ευρώπης, 1727, Noel-Nicolas Coype, λάδι σε καμβά, Philadelphia Museum of Art.Gallerix.ru

 

Τα κορίτσια ενθουσιάστηκαν και έτρεξαν ν᾽ αγγίξουν το υπέροχο αυτό ζώο και πιο πολύ απ’ όλες η Ευρώπη, που  στάθηκε μπροστά της και της έγλειφε το λαιμό. Εκείνη  γοητευμένη χάιδεψε απαλά – απαλά τον ταύρο και τον φίλησε στο μέτωπο. Έβγαλε κείνος ένα ήμερο μουγκανητό, στάθηκε γονατιστός μπροστά στην κόρη, γύρισε το σβέρκο του, την κοίταξε και οι ματιές του της έδειξαν την πλάτη του. Εκείνη τότε μίλησε στις κοπελιές και είπε: «Ελάτε, φίλες μου, να παίξουμε μ’ αυτό το όμορφο ζώο, που είναι τόσο ήμερο κι ευγενικό. Ελάτε ν΄ ανεβούμε στην πλάτη του, που θα τη στρώσει κι όλες μας θα μας δεχτεί επάνω στο κορμί του». Και πρώτη – πρώτη ανέβηκε στη ράχη του, για να την πάει βόλτα.

Μα ξαφνικά δίνει έναν πήδο ο ταύρος και άρχισε να μουγκανίζει ακόμα πιο χαρούμενα και να περπατάει ήσυχα τριγύρω με το κορίτσι στη ράχη του, μέχρι που έφτασε στην ακροθαλασσιά. Στάθηκε εκεί για μια στιγμή και ξαφνικά πήδηξε κατά μπρος κι άρχισε να τρέχει πάνω στη θάλασσα προς το πέλαγος. Η Ευρώπη τρομοκρατημένη άρχισε να φωνάζει δυνατά προς τις φίλες της, ν’ απλώνει τα χέρια και να τις παρακαλεί να τη σώσουν. Οι φίλες της την άκουσαν κι έτρεξαν στην ακτή, μα δεν μπορούσαν πια να κάνουν τίποτα για να τη γλιτώσουν.

Αρπαγή της Ευρώπης. Palumba, Giovanni Battista, 1500-1510, χαρακτικό Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο, 1869.

Ο ταύρος απομακρυνόταν από την ακτή βαδίζοντας με τις οπλές του πάνω στα κύματα σαν δελφίνι. Η θάλασσα γαλήνεψε, τα δελφίνια πηδούσαν γύρω από το θεϊκό ταύρο, οι Νηρηίδες χόρευαν, οι Τρίτωνες φυσούσαν μέσα σε μεγάλες κοχύλες και μαζεμένοι γύρω του τραγούδι γάμου λέγανε. Κρατούσε γερά με το ένα χέρι τα κέρατα του ζώου και έσφιγγε το κορμί της πάνω στη ράχη του για να μην πέσει. Με το άλλο χέρι ανασήκωνε το πορφυρό της φόρεμα, για να μη σέρνεται και το βρέχει ο αφρός της θάλασσας, κι εκείνο φούσκωσε πάνω στους ώμους της σαν άρμενο και έκανε το βάρος της πιο ελαφρύ.

Η Ευρώπη είδε με τρόμο πως η ακτή ήταν πια πολύ μακριά και έβαλε τα κλάματα. «Καλέ κι ευγενικέ μου ταύρε,  πού με πας, ποιός είσαι;» ψέλλισε ανάμεσα στα δάκρυα της.  «Δεν είσαι ζώο σαν τα άλλα, είμαι σίγουρη. Δεν περπατάνε στη στεριά δελφίνια, ούτε οι ταύροι στο πέλαγος, όπως εσύ που ατρόμητος πηδάς και τρέχεις πάνω στα κύματα  κι είναι κουπιά οι οπλές σου. Έτσι όπως πας,  θαρρώ, και στον ουρανό θ᾽ ανέβεις και θα πετάς εκεί ψηλά σαν τα γοργόφτερα όρνια. Αν τυχόν είσαι θεός, σε ικετεύω, πες μου τι θέλεις από μένα.  Έχουμε φύγει τόσο μακριά από την ακτή και τώρα μ’ έχει κυριέψει τρόμος σαν σκέφτομαι πως θα πέσει το σκοτάδι και θα είμαι μακριά από το σπίτι μου».

Ο ταύρος τότε της απάντησε ευγενικά με ανδρική φωνή: «Μη φοβάσαι, ομορφούλα μου, της θάλασσας το κύμα. Ο Δίας ο ίδιος είμαι εγώ, κι ας έχω αυτή την όψη. Ο έρωτάς σου μ᾽ έσπρωξε με τη μορφή του ταύρου να κάμω τόσο δρόμο στη θάλασσα. Και θα σε πάω στην Κρήτη, όπου θα ζήσεις ευτυχισμένη και δοξασμένων γιων μητέρα θα σε κάμω, που βασιλιάδες θα γινούν με σκήπτρο αυτοί στον κόσμο. Κι ακόμα περισσότερο, η ήπειρος στην οποία ανήκει η Κρήτη θα πάρει τ’ όνομα σου».

Έτσι ο Δίας πέτυχε το σκοπό του και όλα έγιναν όπως τα είπε ο πατέρας των θεών. Αφού πέρασαν πάνω από πολλά βουνά, λαγκάδια και θάλασσες έφτασαν στην Κρήτη, στον τόπο που πιο πολύ απ’ όλους είχε δικό του ο Δίας, γιατί σ’ αυτόν τον τόπο ο μεγάλος θεός είχε γεννηθεί και είχε μεγαλώσει. Όταν το ταξίδι τέλειωσε, ο ταύρος ακούμπησε την Ευρώπη μαλακά στην ακτή της Κρήτης κι από κει την οδήγησε σ’ ένα παλάτι, όπου έγινε βασίλισσα και έζησε ζωή ευτυχισμένη. Οι Ώρες είχαν ετοιμάσει το νυφικό κρεβάτι , όπου ο ερωτευμένος πατέρας των θεών και των ανθρώπων έσμιξε με την πεντάμορφη θνητή. Καρπός αυτού του θεϊκού έρωτα ήταν τρεις γιοι, ο Μίνωας, ο Ροδάμανθυς και ο Σαρπηδόνας.

Στο μεταξύ ο πατέρας της Ευρώπης λυπήθηκε βαθιά, όταν άκουσε πως ένας ταύρος άρπαξε την κόρη του και εξαφανίστηκε μαζί της στην απέραντη θάλασσα. Κάλεσε τους τρεις γιους του, τον Φοίνικα, τον Κίλικα και τον Κάδμο, και τους είπε: «Θέλω να ταξιδέψετε μέχρι την άκρη του κόσμου, αν χρειαστεί, και να μου φέρετε πίσω την Ευρώπη. Αν δεν τη βρείτε, να μην επιστρέψετε. Δεν θέλω να ξαναδώ κανέναν σας μπροστά μου χωρίς την αδελφή σας ή έστω μια είδηση γι’ αυτή». Έτσι τα τρία παλικάρια του Αγήνορα κίνησαν από τον τόπο τους και πήραν το καθένα δικό του δρόμο. Δεν μπόρεσαν όμως να βρουν την αδελφή τους πουθενά και δεν είχαν το κουράγιο να ξαναγυρίσουν στον πατέρα τους. Έτσι  καθένας απ’ αυτούς εγκαταστάθηκε στο χώρο που τον έφεραν οι περιπλανήσεις του: ο Φοίνικας στη χώρα που από αυτόν ονομάστηκε Φοινίκη, ο Κίλικας στη χώρα που πήρε το όνομα Κιλικία και ο Κάδμος στην Καδμεία, μια πόλη που έχτισε ο ίδιος και αργότερα την είπαν Θήβα [2].

Η Ευρώπη παράμεινε σε όλη τη ζωή της στην Κρήτη και η φήμη των γιων της, που ήταν μεγαλοδύναμοι και σοφοί, απλώθηκε σ’ όλο τον κόσμο. Αφού ο Δίας χάρηκε την αγάπη και την ομορφιά της Ευρώπης, την εγκατέλειψε και πήγε στον Όλυμπο, για να γίνει βασιλιάς θνητών και αθανάτων.  Στην Κρήτη τότε βασίλευε ο  Αστερίων, ο οποίος πήρε για δεύτερο σύζυγό του την Ευρώπη και υιοθέτησε τα παιδιά που είχε αποκτήσει εκείνη από το Δία, γιατί ο ίδιος δεν είχε γιο, για να αφήσει ως διάδοχο. Τα ανέθρεψε όπως τους ταίριαζε και όταν γέρασε τους άφησε το βασίλειό του. Έτσι ο Μίνωας, μετά το θάνατο του Αστερίωνα, έγινε βασιλιάς της Κνωσού, της μεγαλύτερης πόλης της Κρήτης, και κατάφερε να ενώσει όλες τις πόλεις της Κρήτης, που τις κυβέρνησε δίκαια και έφτιαξε τον πρώτο Ευρωπαϊκό Πολιτισμό, το μινωικό πολιτισμό. Μάλιστα, επειδή ήταν πολύ δίκαιος, λένε πως όταν πέθανε έγινε Κριτής του Άδη.

Λένε ακόμα ότι, όταν ο Δίας άφησε την Ευρώπη για να πάει στον Όλυμπο, ο μεγάλος θεός πρόσφερε στην αγαπημένη του τρία μοναδικά δώρα: έναν χάλκινο φτερωτό γίγαντα, τον Τάλω, που προστάτευε όχι μόνο την αγαπημένη του Ευρώπη, αλλά ολόκληρη την Κρήτη, ένα χρυσό σκύλο, το Λαίλαπα, που κανένα θήραμα δεν μπορούσε να του ξεφύγει, και μια φαρέτρα με βέλη, που ποτέ τους δεν αστοχούσαν. Όταν πέθανε η Ευρώπη, την τίμησαν θεοί κι άνθρωποι και προς τιμή της έδωσαν το όνομά της στην ήπειρο που εγκαταστάθηκε. Από την Ευρώπη, λοιπόν, πήρε το όνομά της η ήπειρος που βρίσκεται πάνω από την Κρήτη και λέγεται Ευρώπη.

 

Τι συμβολίζει ο μύθος της Ευρώπης

 

Αρπαγή της Ευρώπης.

Ο μύθος του Δία και της Ευρώπης αναφέρεται στις μυθολογικές ρίζες της Ευρώπης σε σχέση με τον Ελληνικό πολιτισμό, κρύβει, πιθανότατα, ιστορικές πληροφορίες για τις σχέσεις της Κρήτης με την Ανατολή και εξηγεί γιατί στο νησί της Κρήτης, το πιο κοντινό στη Μικρά Ασία, τη Συρία, την αρχαία Φοινίκη και την Αίγυπτο έχει την αρχή του ο πρώτος πολιτισμός της Ευρώπης.

Η Ευρώπη ήταν εγγονή της Ιούς, της όμορφης ιέρειας της Ήρας, που η καταγωγή της κρατούσε από το Άργος. Και τις δύο τις ερωτεύτηκε ο Δίας, ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων. Την προγιαγιά της Ευρώπης, την πανέμορφή Ιώ, τη μεταμόρφωσε σε αγελάδα ο πατέρας των θεών και, αφού περιπλανήθηκε πολύ, διέτρεξε την ακτή του Ιονίου πελάγους (που εξαιτίας της πήρε το όνομά του), έφθασε στην Ιλλυρία, διέσχισε όλη την Σκυθία, πέρασε τη θάλασσα στα στενά του Βόσπορου (βοός + πόρος  = «πέρασμα της αγελάδας»), πλανήθηκε για πολύ καιρό στην Ασία και κατέληξε στην Αίγυπτο.

Κάποια χρόνια αργότερα η δισέγγονη της Ιούς, η πανέμορφη Ευρώπη, φτάνει από τη Φοινίκη στην Κρήτη πάνω στους ώμους ενός ταύρου. Και τα αδέρφια της Ευρώπης κυριαρχούν αντίστοιχα στην Κιλικία, τη Φοινίκη και στη Θήβα της Βοιωτίας. Δημιουργούνται έτσι οι δεσμοί που συνδέουν τον πολιτισμό της Ανατολής με τον πολιτισμό της Κρήτης και της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ποια ιστορικά γεγονότα κρύβονται πίσω από αυτές τις μυθολογικές αφηγήσεις;

Ένας από τους παλαιότερους πολιτισμούς της Ευρώπης αναπτύχθηκε στις Κυκλάδες κατά την 3η και 2η χιλιετία π.Χ., δηλαδή την Εποχή του Χαλκού. Σε αυτό συνέβαλε το ήπιο κλίμα τους και κυρίως η ιδιαίτερα προνομιακή γεωγραφική τους θέση. Ουσιαστικά, τα νησιά των Κυκλάδων αποτελούν ένα είδος φυσικής γέφυρας ανάμεσα στην Ευρώπη και στην Ασία. Στη 2η χιλιετία π.Χ. οι Κυκλάδες έχουν επαφές με την ηπειρωτική Ελλάδα αρχικά και με την Κρήτη και μαζί με τα προϊόντα της Εγγύς Ανατολής μεταφέρουν στην Ευρώπη ιδέες, τεχνικές γνώσεις και θρησκευτικές αντιλήψεις. Ο πιο σημαντικός κυκλαδικός οικισμός είναι το Ακρωτήρι στη Θήρα, όπου ο αρχαιολόγος καθηγητής Σπύρος Μαρινάτος θα ανακαλύψει 3.500 χρόνια αργότερα  το θαυμάσιο πολιτισμό  της  περιοχής.

Οι περιπέτειες της Ιούς τοποθετούνται ιστορικά στο 16ο αιώνα π.Χ. Τον αιώνα αυτό οι πολιτισμοί του Αιγαίου και της Κρήτης, που  αριθμούν χιλιετηρίδες ύπαρξης, καταστρέφονται από σεισμό και καταποντισμούς, πιθανότατα  από έκρηξη  του ηφαιστείου της  Θήρας,  στο κέντρο του Αιγαίου, με τεράστια  παλιρροϊκά  κύματα,  που φτάνουν  μέχρι τη  Φοινίκη, την   Ιουδαία και την  Αίγυπτο. Είναι  ο σεισμός  – κατακλυσμός του Νώε.

Για να αντιμετωπίσουν αυτές τις δυσκολίες οι κάτοικοι του Αιγαίου, αναζητούν λύσεις και δημιουργούν συναλλαγές  με γειτονικούς λαούς και πολιτισμούς του Ιονίου πελάγους, της Μαύρης θάλασσας και της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Συνδέονται δηλαδή με τις περιοχές, στις οποίες ο μύθος τοποθετεί τις περιπλανήσεις της Ιούς.

 

Η Ευρώπη και ο ταύρος, λάδι σε μουσαμά, Guido Rhenus, Dulwich Picture Gallery.

 

Ιστορικοί της αρχαιότητας μάλιστα, που προσπάθησαν να ερμηνεύσουν το μύθο, υποστήριξαν πως την Ιώ είχαν απαγάγει και είχαν οδηγήσει στην Αίγυπτο Φοίνικες πειρατές ή ήταν ερωμένη του καπετάνιου κάποιου φοινικικού πλοίου και έφυγε μαζί του με τη θέληση της. Στην Αίγυπτο την αγόρασε ο βασιλιάς της χώρας και έστειλε ως αποζημίωση στον πατέρα της, τον  Ίναχο έναν ταύρο. Όταν έφεραν όμως τον ταύρο στην Ελλάδα, ο Ίναχος ήταν νεκρός και οι πρέσβεις τον έδωσαν στους κατοίκους της χώρας, που δεν είχαν ξαναδεί ποτέ ταύρο.

Την Ιώ την καλοδέχτηκαν στην Αίγυπτο και έφερε στον κόσμο τον  Έπαφο, το γιο που είχε από το Δία, γενάρχη ενός πολυάριθμου γένους, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι Δαναΐδες. Τα εγγόνια της Ιούς κυριάρχησαν στις κυριότερες χώρες της ανατολικής Μεσογείου, ο Βήλος στην Αίγυπτο και ο Αγήνορας στη Φοινίκη. Είναι προφανές ότι πίσω από τα πρόσωπα του μύθου κρύβονται οι σχέσεις επιγαμίας, που δημιουργήθηκαν στην Αίγυπτο ανάμεσα στους ντόπιους κατοίκους και τους «συγγενείς» της Ιούς, που μετακινήθηκαν εκεί.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1500 π.Χ., πολύ πριν από τα Τρωικά, πολλοί αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν ότι ξέσπασαν στην Αίγυπτο λοιμώδεις ασθένειες (οι 7 πληγές του Φαραώ, σύμφωνα με την Αγία Γραφή). Οι ντόπιοι απέδωσαν τις ασθένειες στους ασεβείς αλλόφυλους, που ζούσαν στην Αίγυπτο, οι οποίοι φεύγουν μετανάστες σε άλλα μέρη, για να αποφύγουν την οργή των ντόπιων. Οι Εβραίοι με αρχηγό το Μωυσή πήγαν δια ξηράς στην Ιουδαία. Οι Δαναοί με πλοία και με αρχηγό το Δαναό  πήγαν μέσω Ρόδου στο Άργος. Οι Φοίνικες με αρχηγό τον Αγήνορα έφυγαν από τη Θήβα της Αιγύπτου, απ΄όπου και η ονομασία Θηβαίοι, και πήγανε στη Φοινίκη της Ασίας, απέναντι από την Κύπρο. Από εκεί οι Κρήτες έκλεψαν την Ευρώπη, τη μάνα του Μίνωα, και ένα μέρος τους με αρχηγό τον Κάδμο πέρασε σε πολλά ελληνικά νησιά στο Αιγαίο και έφτασε στη Βοιωτία, όπου έκτισαν πόλη, που ονομάστηκε Καδμεία από το όνομα του Κάδμου ή Θήβα από το όνομα της πόλης της Αιγύπτου απ΄ όπου έφυγαν μετανάστες.

Η αρπαγή της Ευρώπης απεικονίζεται στο κέρμα των 2 ευρώ. Η αρπαγή της πριγκίπισσας Ευρώπης από τη Φοινίκη της Ασίας από το Δία που την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και την άρπαξε παίρνοντας μορφή ταύρου. Καρπός του έρωτα ήταν ο Μίνωας στην Κρήτη.

Η απαγωγή της Ευρώπης είναι πραγματικό γεγονός, όπως πραγματικά πρόσωπα είναι και ο Μίνωας, ο Κάδμος και τα άλλα πρόσωπα του μύθου. Ο Όμηρος  αναφέρει ότι ο  Μίνωας έζησε τρεις γενιές πριν από τον Τρωικό πόλεμο [3]. Σύμφωνα με Πάριο χρονικό (τρεις μεγάλες πλάκες από μάρμαρο Πάρου, όπου οι αρχαίοι έγραφαν τις κυριότερες ημερομηνίες) ο Μίνωας Α’ βασίλευε το  έτος 1470 π.Χ.,  ο Κάδμος ήρθε με Φοίνικες στη Βοιωτία το έτος 1255 και ο  Δαναός με Αιγύπτιους στο Άργος  το έτος 1247 [4].

Το μόνο που δεν είναι αλήθεια είναι ότι την απαγωγή της Ευρώπης την έκανε ο Δίας μεταμορφωμένος σε ταύρο, αλλά ο βασιλιάς των Δωριέων της Κρήτης Αστέριος. Ο λόγος για τον οποίο ειπώθηκε ότι την απαγωγή την έκανε ο Δίας  ήταν άλλος για τους Έλληνες και άλλος για τους Φοίνικες. Αρκετοί αρχαίοι συγγραφείς  (ο Αρριανός, ο Διόδωρος, ο Στράβων κ.α.)  υποστηρίζουν ότι ο Μίνωας και οι άλλοι μεγάλοι αρχαίοι νομοθέτες προσποιούνταν  ότι παίρνουν τους νόμους τους από το θεό ή έλεγαν ότι ήταν γιοι θεού,   προκειμένου οι άνθρωποι να θεωρούν ως θείες εντολές τους νόμους τους. Και οι Φοίνικες, για να δικαιολογήσουν την παρουσία τους στην Ελλάδα, ισχυρίζονταν ότι ο Κάδμος, ο γιος του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα και αδελφός της Ευρώπης, ήρθε στην Ελλάδα με στρατό ψάχνοντας για την Ευρώπη. Επειδή δεν τη βρήκε, από ντροπή δεν ξαναγύρισε πίσω και έκτισε τη Θήβα της Βοιωτίας [5].

Ο Ηρόδοτος είδε την αρπαγή της Ευρώπης ως ένα ακόμα επεισόδιο των αρχαίων πολέμων, που προκαλούνταν εξαιτίας των απαγωγών των γυναικών, και αναφέρει ότι οι λόγιοι των Περσών του είπαν πως Φοίνικες, φτασμένοι από τη θάλασσα που ονομάζεται Ερυθρά, άρχισαν μακρινά ταξίδια μεταφέροντας εμπορεύματα αιγυπτιακά και ασσυριακά σε άλλα λιμάνια και προπαντός στο Άργος. Έτσι έφτασε η Ιώ στην Αίγυπτο και αυτό έγινε η αρχή για τα αδικήματα που ακολούθησαν. Γιατί αργότερα κάποιοι από τους Έλληνες πάτησαν πόδι στην Τύρο της Φοινίκης και άρπαξαν τη θυγατέρα του βασιλιά την Ευρώπη. Ένας Έλληνας βασιλιάς της Κρήτης, που δε θυμούνταν  το όνομά του (βασιλιάς της Κρήτης τότε ήταν ο Αστέριος, γιος του Τέκταμου και εγγονός του Δώρου του Έλληνα) πήγε μαζί με άλλους Κρήτες και απήγαγε την κόρη του βασιλιά της Φοινίκης, την Ευρώπη. «Μία σου και µία µου» δηλαδή. Επειδή φοίνικες έμποροι από την Τύρο είχαν απαγάγει την Ιώ, κόρη του βασιλέα του Άργους, οι Κρήτες έπλευσαν στη Φοινίκη και απήγαγαν µε τη σειρά τους την κόρη του βασιλέα της Τύρου [6].

 

Αρπαγή της Ευρώπης

 

Και τι συμβολίζει ο ταύρος, που εμφανίζεται στις μετακινήσεις της Ιούς από το Άργος στην Αίγυπτο και της Ευρώπης από τη Φοινίκη στην Κρήτη; Ο ταύρος – τον βρίσκουμε σε κεντρικό ρόλο σε όλους τους μύθους  της Κρήτης και άλλων περιοχών της Ελλάδας-, που κουβαλάει στη ράχη του την Ευρώπη, δεν είναι άλλος από τον ωκεανό, που σηκώνει στις πλάτες του τη στεριά [7]. Οπωσδήποτε όμως συνδέεται και με το βασικό ρόλο του στη γεωργική παραγωγή της Ανατολής, αφού με τους ταύρους όργωναν τα χωράφια, για να παράγουν προϊόντα απαραίτητα για την επιβίωση και το εμπόριο. Αν πιστέψουμε μάλιστα την εκδοχή του μύθου ότι οι Αργείοι δεν είχαν ξαναδεί ποτέ ταύρο, φαίνεται ότι η χρησιμοποίησή του στη γεωργική παραγωγή ξεκίνησε από την Ανατολή και αργότερα πέρασε στην Ελλάδα.

Χαρακτηριστικά είναι και τα δώρα, που έκανε ο Δίας στην αγαπημένη του Ευρώπη, πριν φύγει για τον Όλυμπο. Ο χάλκινος γίγαντας Τάλω, που προστάτευε ολόκληρη την Κρήτη, ο χρυσός σκύλος Λαίλαπας, που κανένα θήραμα δεν του ξέφευγε, και η φαρέτρα με βέλη, που ποτέ τους δεν αστοχούσαν.

Ο Τάλως ήταν ένα γιγάντιο χάλκινο δημιούργημα του Ήφαιστου. Είχε όμως ένα αδύναμο σημείο στο σώμα του. Διέθετε μία και μοναδική φλέβα, η οποία ξεκινούσε από το λαιμό και κατέληγε στον αστράγαλό του, όπου ένα χάλκινο καρφί ή βίδα έκλεινε την έξοδό της. Μέσα στη φλέβα του Τάλω κυλούσε ο ιχώρ, δηλαδή «το αίμα των αθανάτων», θείο υγρό που τον καθιστούσε αθάνατο, επειδή είχε τη δυνατότητα να αναζωογονεί το σώμα του [8]. Από άλλους ο Τάλως παρουσιάζεται με φτερά που συμβολίζουν την ταχύτητα με την οποία έτρεχε γύρω από το νησί. Η Ευρώπη τον χάρισε στο Μίνωα. Όταν όμως πέρασαν από την Κρήτη οι Αργοναύτες, ο πατέρας του Φιλοκτήτη, ο Ποίας, τόξευσε το χάλκινο καρφί στη φτέρνα του Τάλω, το έβγαλε από τη θέση του, χύθηκε ο ιχώρ και ο Τάλως πέθανε [9]. Ο Πλάτωνας τον θεωρεί υπαρκτό πρόσωπο, αδελφό του Ροδάμανθυ, και αναφέρει πως ο Τάλως ήταν μια πανίσχυρη μηχανή αποτροπής βίας, που μετατρέπονταν σε πολεμική μηχανή, όταν αυτό ήταν αναγκαίο. Εκτελούσε όμως και χρέη δικαστή περιφερόμενος σε πόλεις και χωριά, φέροντας μαζί του τους νόμους του Μίνωα γραμμένους σε χάλκινες πλάκες. Είχε καθήκον να επισκέπτεται τα χωριά της Κρήτης και να εφαρμόζει το νόμο. Αναχωρούσε από τη βάση του στη Φαιστό και γύριζε τις ακτές του νησιού τρεις φορές την ημέρα και  έδιωχνε τα εχθρικά καράβια πετώντας τους πέτρες. Αν οι εχθροί είχαν αποβιβαστεί, τους έκαιγε με την ανάσα του ή τους αγκάλιαζε σφιχτά πάνω στο πυρακτωμένο χάλκινο σώμα του και τους έκαιγε [10].

Ο χάλκινος ήρωας Τάλως συμβολίζει την τεχνολογική εξέλιξη στον τομέα της μεταλλουργίας στα προϊστορικά-μινωικά χρόνια. Είχαν φτάσει σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε έφτιαξαν με τη φαντασία τους έναν χάλκινο υπερήρωα να τους προστατεύει. Συμβολίζει επίσης τη ναυτική ισχύ της Μινωικής Κρήτης. Ο Μίνωας ήταν ο  πρώτος στον κόσμο που συγκρότησε πολεμικό ναυτικό και μ’ αυτό εδίωξε από τις Κυκλάδες τους  ληστές και τους πειρατές Κάρες και Φοίνικες και τις εποίκησε με μόνιμους κατοίκους που έφερε από την Κρήτη με αποτέλεσμα από τη μια ο Μίνωας να γίνει ο πρώτος θαλασσοκράτορας και από την άλλη να ελευθερωθούν οι θαλάσσιοι διάδρομοι και έτσι οι Έλληνες  να μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους, να ασχοληθούν με ναυτικές εργασίες και να πλουτίσουν. Η Κρήτη έγινε η µεγαλύτερη ναυτική δύναµη, πασίγνωστη για τα περίφηµα πλοία της, που  µετέφεραν ανθρώπους, αγαθά και πολιτισµό στις χώρες που κατέπλεαν [11].

Η άλλη πολύ σημαντική ιδιότητα του Τάλω, αυτή του λειτουργού της δικαιοσύνης, υποδηλώνει τη σπουδαιότητα που απέδιδαν στην αρχαία Κρήτη στο θεσμό της δικαιοσύνης. Ο Μίνωας με τον αδελφό του Ραδάμανθυ είναι οι πρώτοι που δημιούργησαν αξιόλογη πολιτεία. Ένωσαν σε ενιαίο σύνολο όλες τις πόλεις – φυλές της Κρήτης, τους αυτόχθονες με τους μετανάστες (Δωριείς, Αχαιούς και Πελασγούς) και καθιέρωσαν πρωτόγνωρους για την εποχή θεσμούς για σωστή διακυβέρνηση. Θεσμοθετήθηκαν για πρώτη φορά σύνταγμα, βουλή,  βουλευτές, κοινά συσσίτια κλπ. Την Κρητική Πολιτεία  αντέγραψαν αργότερα πρώτα οι Σπαρτιάτες με το νομοθέτη Λυκούργο, μετά οι Αθηναίοι με το Σόλωνα και τέλος οι Ρωμαίοι με το νομοθέτη Νουμά. Αυτά όλα ήταν και η αιτία για την οποία Μίνωας και Ραδάμανθυς μετά θάνατο ανακηρύχθηκαν ισόθεοι και κριτές του Άδη. Οι νόμοι τους μάλιστα θεωρούνταν θεϊκοί, αφού ο Μίνωας τους έπαιρνε από τον πατέρα του το Δία, και επομένως η τήρησή τους ήταν απαραίτητη [12]. Ο χρυσός σκύλος Λαίλαπας και η φαρέτρα με τα βέλη, που δεν αστοχούσαν ποτέ, συμβολίζουν την αγάπη των Κρητών για το κυνήγι, αλλά και την υπερηφάνειά τους για τις ξεχωριστές ικανότητες της ονομαστής κυνηγητικής ράτσας σκύλων, που οι αρχαίο συγγραφείς ονόμαζαν «διάπονους», ακούραστους δηλαδή στο τρέξιμο, και «πάριππους», επειδή έτρεχαν με άνεση δίπλα στα γοργοπόδαρα άλογα. Τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν παράλληλα τη μεταβατική περίοδο ανάμεσα στην οικονομία του κυνηγιού, όπου οι άνθρωποι στήριζαν τη ζωή τους στα θηράματα,  και την οικονομία της γεωργίας, όταν στηρίχτηκαν στην καλλιέργεια της γης με τη βοήθεια φυσικά του ταύρου, που μετέφερε και την Ευρώπη στην Κρήτη.

 

Η Ευρώπη και ο Δίας μεταμορφωμένος σε ταύρο πριν την μεταφέρει στην Κρήτη. Τοιχογραφία στην Πομπηία. Museo Archeologico Nazionale di Napoli.

 

Η αρπαγή της Ευρώπης αποτυπώνει το σύνδεσμο μεταξύ της αρχαίας Αιγύπτου και της αρχαίας Ελλάδας. Η Φοινίκη ανήκε στη σφαίρα επιρροής των φαραώ της Αιγύπτου. Ο ∆ίας μεταφέροντας την Ευρώπη από τις ακτές της Φοινίκης στην Κρήτη μετέφερε τους καρπούς των αρχαίων ασιατικών πολιτισµών της Ανατολής στις νέες νησιωτικές αποικίες του Αιγαίου. Ο αδελφός της Ευρώπης Κάδµος, που περιπλανήθηκε σε ολόκληρο τον κόσµο προκειμένου να τη βρει, θεωρείται πως έφερε το αλφάβητο στην Ελλάδα, το φοινικικό αλφάβητο.

Οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τη λέξη «Ευρώπη» ως ονοµασία για την επικράτειά τους δυτικά του Αιγαίου, προκειµένου να τη διακρίνουν από τις παλαιότερες κτήσεις τους στη Μικρά Ασία. Η περιπέτειά της οδήγησε στη θεµελίωση ενός νέου πολιτισµού, που θα έφερε τελικά το όνοµά της και θα εξαπλωνόταν σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή χερσόνησο. Ο  μύθος απαθανατίστηκε σε ελληνικούς αµφορείς και σε τοιχογραφίες της Πομπηίας και ενέπνευσε πολλούς καλλιτέχνες σε πιο σύγχρονες εποχές, όπως τον Τισιανό, τον Ρέµπραντ, τον Ρούµπενς, τον Βερονέζε και τον Κλωντ Λορραίν.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Ο ποιητής Μόσχος από τις Συρακούσες  στο επύλλιον «Ευρώπη» αφηγείται σε 166 δακτυλικούς εξάμετρους  με τρόπο αριστοτεχνικό τον μύθο της αρπαγής της Ευρώπης από το Δία.

[2] Οβιδίου, Μεταµορφώσεις,  τόµ. Β΄, στ. 862 κ.ε., µτφρ. A.D. Melville, Οξφόρδη 1986.

[3] Ομήρου, Ιλιάδα Ν. 445 – 455 και  Ξ 321-322.

[4] Διόδωρος Σικελιώτης, βίβλος Μ, Απόσπασμα 3, βίβλος 1, 23-24 και 28-29.

[5] Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις 2, 29.

[6] Ηρόδοτος Α, 2 – 5.

[7] Ι. Θ. Κακριδής,  ελληνική μυθολογία, οι Ήρωες, σελ. 261. Εκδ. ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ 1986.

[8] Απολλώνιος  Ρόδιος, Αργοναυτικά Δ, 1638 – 1670.

[9] Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη 1,9. εκδ. ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, 2002.

[10] Πλάτων, Μένων – Κλειτοφών – Μίνως, εκδ. ΚΑΚΤΟΣ, 1993, 318 – 320.

[11] Θουκυδίδη, Ιστορία, Ι,4.

[12] ΚΡΑΣΑΝΑΚΗΣ Α., Ναυτική Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Αθήνα 2008. NORMAN DAVIES, Ιστορία της  Ευρώπης, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2009.

 

Αλέξης Τότσικας

«Μύθος και Ιστορία», υπό έκδοση.

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Γιούλα Μυλωνάκου – Σαϊτάκη, «Αφηγηματολογικά και άλλες αναγνώσεις. Από την πολυφωνικότητα του ποιητικού λόγου στην κειμενικότητα της αφήγησης: Η περίπτωση της κρητικής λογοτεχνίας».  Εκδόσεις Παπαζήση.


 

 

«Αφηγηματολογικά και άλλες αναγνώσεις»

 Μια πρωτοποριακή μονογραφία της Γιούλας Μυλωνάκου-Σαϊτάκη, ένα έργο χιλίων δεκαέξι σελίδων και 2.188 υποσημειώσεων, καρπός πολύμοχθων και πολύχρονων ερευνών.

 

Η λογοτεχνική παραγωγή της Κρήτης κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, στο πλαίσιο της διαμόρφωσης ενός πολυσύνθετου πολιτισμού, έχει να επιδείξει κείμενα (τόσο στην πρώιμη φάση όσο και στην περίοδο της ακμής της), τα οποία επιδρούν καθοριστικά στην εξέλιξη της νεότερης λογοτεχνίας μας.

Στο βιβλίο αυτό, από την πολύστιχη αφηγηματική ποίηση της Κρητικής Λογοτεχνίας επιλέγονται δύο κείμενα του Λεονάρδου Ντελλαπόρτα (πρώτη περίοδος) και ο Ερωτόκριτος με τη Θυσία τον Αβραάμ (περίοδος της Κρητικής Αναγέννησης), των οποίων επιχειρείται η προσέγγιση, σύμφωνα με ένα διπλό, μεθοδολογικά, άξονα: ο ένας στηρίζεται στη Θεωρία της Λογοτεχνίας και συγκεκριμένα στον επιστημονικό κλάδο της θεωρίας της αφήγησης (την Αφηγηματολογία) και ο άλλος προέρχεται από την τεχνοτροπική-ποιητική θεώρηση του δημοτικού τραγουδιού.

 

Αφηγηματολογικά και άλλες αναγνώσεις

 

Ειδικότερα, από τη μια πλευρά, μελετώνται οι αφηγηματικές τεχνικές (δηλαδή οι τρόποι, τους οποίους χρησιμοποιεί η πράξη της αφήγησης για τη ρηματική αναπαράσταση μιας ιστορίας)· οπότε, φωτίζονται πτυχές των κειμένων, οι οποίες βοηθούν τον αναγνώστη, γνωρίζοντας –έτσι – την εσωτερική ιδιοτυπία του συστήματος «εκφοράς» τους, να κατανοήσει τον εμπεριεχόμενο σε αυτά αυτόνομο λογοτεχνικό λόγο.

Από την άλλη πλευρά, εξετάζεται το ποιητικό σύστημα των κρητικών κειμένων (ως προϊόντων προσωπικής δημιουργίας) σε σχέση με τα στιχουργικά και τεχνοτροπικά φαινόμενα της δημοτικής ποίησης, με βάση τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο και το ομοιοκατάληκτο δίστιχο, μέσω των οποίων αναφαίνεται ο «λαϊ­κότροπος» χαρακτήρας τους.

Ο συγκεκριμένος διττός τρόπος εξέτασης των προαναφερθέντων έργων αποτελεί μία, ακόμη, δυνατότητα ανάδειξης της ιδιαίτερης πολύπλοκης κατασκευής τους ως λογοτεχνικών κειμένων, καθώς και της μεταξύ τους πολυφωνικής «συνομιλίας». Στο πλαίσιο αυτό, το βιβλίο φιλοδοξεί να πραγματώσει για τους αναγνώστες του – και μάλιστα για όσους σπουδάζουν Λογοτεχνία – την προσπάθεια, ώστε να ανοιχθούν όσο πιο πολλά γίνεται από το ένα εκατομμύριο παράθυρα που έχει, σύμφωνα με τον Henry James, το σπίτι της μυθιστορίας.

 

Η συγγραφέας Γιούλα Μυλωνάκου – Σαϊτάκη στο βήμα της αίθουσας του Σαϊνοπουλείου Ιδρύματος, στην παρουσίαση του βιβλίου «Αφηγηματολογικά και άλλες αναγνώσεις», που διοργανώθηκε από την Ένωση Πνευματικών Δημιουργών Λακωνίας, την Παρασκευή 9 Μαΐου 2014.

 

Ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, καθηγητής της γλωσσολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών γράφει στον πρόλογο του βιβλίου:

 

Τα κείμενα τα οποία προσεγγίζονται σε αυτό εδώ το βιβλίο ανήκουν στην Κρητική Λογοτεχνία και ειδικότερα, τόσο στην πρώιμη περίοδο όσο και στην περίοδο της ακμής της, τη γνωστή ως Κρητική Αναγέννηση.

Στην πρώτη περίπτωση αντιστοιχούν δύο από τα ποιήματα του Λεονάρ­δου Ντελλαπόρτα, το αυτοβιογραφικό, ηθικο-διδακτικό ανεπίγραφο πολύστιχο αφηγηματικό έργο ο Διάλογος Ξένον και Αληθείας, μοναδικό και ανεπανάληπτο στιχούργημα της υστεροβυζαντινής γραμματείας και οι Στίχοι θρηνητικοί τραγωδηθέντες εν τη ειρκτή Λεονάρδου Τελλαπόρτα αδόμενοι εις τον Επιτάφιον Θρήνον. Στη δεύτερη περίπτωση, ανήκουν τα δύο διαφορετικά από γραμματολογική άποψη δημιουργήματα: το αριστούργημα της κρητικής λογοτεχνίας και μοναδικό κείμενο που αντιπροσωπεύει το είδος της μυθιστορίας, ο Ερωτόκριτος, ποίημα της ωριμότητας του Κορνάρου, και η Θυσία του Αβραάμ, ποίημα της νεότητάς του. Του πρώτου η αφηγηματικότητα δεν αμφισβητείται και του άλλου επιβεβαιώνεται, τονίζει η συγγραφέας, επαναλαμβάνοντας την άποψη ότι η Θυσία του Αβραάμ, αναγνωρίζεται ως αφηγηματικό ποίημα «με δραματικό χαρακτήρα» και «προορισμένο να διαβάζεται».

Αναγνωρίσιμο κριτήριο στα υπό εξέταση κείμενα, που προσδιορίζει και τους μεθοδολογικούς άξονες της συγκεκριμένης εργασίας, αποτελεί ο πολύστιχος αφηγηματικός τους χαρακτήρας και η στιχουργική και μετρική τους συγγένεια με τον δεκαπεντασύλλαβο στίχο του δημοτικού τραγουδιού.

Στο πλαίσιο αυτό, μελετώνται τα κείμενα από την οπτική της Θεωρίας της Λογοτεχνίας, ουσιαστικά, της αφηγηματολογίας, και ακολούθως αναζητώνται οι στιχουργικές τους σχέσεις και αποκλίσεις, με άξονα τις αρχές που ορίζει το ποιητικό σύστημα του δημοτικού τραγουδιού. Επομένως, μέσα από την παράλληλη αυτή συγκριτική προσέγγιση, που υπακούει σε ένα κοινό μεθοδολογικό άξονα, προβάλλεται ο διττός στόχος της συγγραφέα προκειμένου να αναδειχθεί η διαλεκτική σχέση των κειμένων και να προβληθεί ο πολυφωνικός χαρακτήρας της λογοτεχνίας.

Σε κάθε μία από τις θεματικές, μέσω των αντίστοιχων κειμενικών στοιχείων, προβάλλονται τα χαρακτηριστικά του αφηγηματικού τους συστήματος με τη βοήθεια των ανάλογων τεχνικών. Έτσι, με αφετηρία τη βασική αρχή της γαλλικής αφηγηματολογίας για «το ανέφικτο της αφήγησης χωρίς αφηγητή», στα κείμενα του Ντελλαπόρτα και του Κορνάρου μελετώνται κυρίως ο αφηγητής, η τυπολογία του και οι λειτουργίες που αυτός αναλαμβάνει.

Μια από τις βασικές αρετές της παρούσας μονογραφίας είναι ότι τα έργα που έχουν επιλεγεί εξετάζονται με ενιαίο τρόπο στις ακόλουθες προσεκτικά δομημένες ενότητες, οι οποίες διευκολύνουν τις απαραίτητες συγκριτικές αναλύσεις: Αφήγηση – Αφηγητής, Λειτουργίες του αφηγητή, μελέτη του Χρόνου, Λόγος-Τρόπος, Εστίαση, Περιγραφή, Μια ακόμη αφηγηματική τεχνική, Εφαρμογές της ποιητικής του δημοτικού τραγουδιού.

Αναφορικά με τον Ντελαπόρτα, αξιοπρόσεκτες είναι οι λειτουργίες που αναλαμβάνει ο αφηγητής: οργανωτική, σκηνοθετική, ρυθμιστική, επικοινωνιακή, επιβεβαιωτική, ερμηνευτική και ιδεολογική. Στην ενότητα – που απαντά μόνο εδώ – «Μια πρόσθετη αφηγηματική τεχνική», διατυπώνεται μια αναγνωστική πρόταση ανατρεπτικού πράγματι χαρακτήρα, «καθώς προβάλλεται η διακειμενική συνομιλία δύο έργων, των οποίων οι δημιουργοί ήταν αδύνατο να “συναντηθούν” ποτέ, προερχόμενοι από διαφορετικό λογοτεχνικό, αλλά και πολιτισμικό περιβάλλον». Η παράλληλη ανάγνωση του Διαλόγου του Ντελλαπόρτα και του πολύστιχου αφηγηματικού ποιήματος Ψάχω να δω μεσ’ στ’ άθωρο της λαϊκής ποιήτριας Ειρήνης Μάρκου φέρνει στην επιφάνεια εντυπωσιακά ερευνητικά αποτελέσματα.

Σχετικά με τον Ερωτόκριτο διαπιστώνεται εύστοχα ότι η παραμυθιακή δομή επιτρέπει την ανάπτυξη του τεχνάσματος της αφηγηματικής πλαισίωσης με απόλυτη φυσικότητα. Στο κεφάλαιο «Λόγος-Τρόπος» αναδεικνύονται τα είδη της ζενετικής τυπολογίας για τη συγκεκριμένη τεχνική και ερμηνεύονται οι εναλλακτικές δυνατότητες με τις οποίες ο αφηγητής διαχειρίζεται και παρουσιάζει τον λόγο των προσώπων της κάθε ιστορίας. Ο λαϊκότροπος χαρακτήρας της ποίησης του Κορνάρου εξετάζεται από νέα οπτική γωνία με έμφαση στον τρόπο που αξιοποιεί ο ιδιοφυής ποιητής τις δυνατότητες που παρέχει η γλώσσα.

Σε ό,τι αφορά τη Θυσία του Αβραάμ, αναδεικνύεται μέσα από ενδελεχείς αναλύσεις ο αφηγηματικός χαρακτήρας και η αφηγηματική ροή του έργου, ενώ καίρια είναι η διαπίστωση ότι «η “αφήγηση των λέξεων” δεσπόζει στο κείμενο και μέσω του ευθέος λόγου αποτυπώνει συγχρόνως τα γλωσσικά στοιχεία της Κρήτης». Στη θεματική της περιγραφής εντάσσονται ποιητικά μοτίβα τα οποία αναγνωρίζονται ως διακείμενο ανάμεσα στον κορναρικό λόγο και τη δημοτική ποίηση.

Η συστηματική συνεξέταση των κείμενων του Ντελλαπόρτα και του Κορνάρου έδειξε με πειστικότητα τη διαρκή διαλεκτική τους σχέση, ενώ οι διακειμενικές αναφορές, ως αποτέλεσμα επιτυχούς ενδοκειμενικής ερμηνείας, επιβεβαιώνουν, από άλλη οπτική γωνία, τους συνεκτικούς κρίκους που ενώνουν τα κορυφαία αυτά έργα της κρητικής λογοτεχνίας.

Η κ. Μυλωνάκου, στηριζόμενη σε πλούσιο θεωρητικό υπόβαθρο, όπως αποδεικνύουν και τα επίσης εξαίρετα έργα της Προσεγγίσεις στη θεωρία της λογοτεχνίας και Η αφηγηματολογία στο Δημοτικό, συνεχίζει επιτυχώς τον δύσκολο δρόμο που διάλεξε, προσφέροντας ποικίλα ερεθίσματα περαιτέρω προβληματισμού σε ερευνητές και εκπαιδευτικούς. Ακόμα και αν έχει κάποιος να προτείνει διαφορετική προσέγγιση σε επιμέρους αναλύσεις, δεν παύει να αναγνωρίζει την καθαρότητα και πειθαρχία της σκέψης της. Το παρόν έργο, αποτέλεσμα πρωτογενούς έρευνας, δείχνει, ως αυτόνομο κειμενικό είδος, κάτι το ανέλπιστα εντυπωσιακό: μέσα από τα δύσβατα μονοπάτια της πολυφωνικότητας του ποιητικού λόγου μπορεί να οδηγηθεί κανείς στο ξέφωτο της «πολυφωνικότητας» του επιστημονικού λόγου.

 

Μυλωνάκου – Σαϊτάκη Γιούλα

 

Η συγγραφέας Γιούλα Μυλωνάκου – Σαϊτάκη γεννήθηκε στη Σπάρτη. Είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και αριστούχος διδάκτωρ τον Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπηρέτησε ως φιλόλογος στη Δ.Ε. και στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Εργάσθηκε στο Π.Ι.. και ως Υπεύθυνη του Μουσείου Εκκλησιαστικής Τέχνης της Ι. Μητροπόλεως Μονεμβασίας και Σπάρτης. Υπηρέτησε ως Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων Ν. Λακωνίας (για μια δεκαετία και πλέον) και δίδαξε επί σειρά ετών τόσο σε Προγράμματα Επιμόρφωσης των Εκπαιδευτικών της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΠΕΚ), όσο και στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου (Π.Δ.407).

Σήμερα, είναι μέλος ΔΕΠ του Τμήματος Φιλολογίας της Σχολής Ανθρωπιστικών επιστημών και Πολιτισμικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, στο οποίο διδάσκει Νεοελληνική Φιλολογία, διδακτική της Λογοτεχνίας και Θεωρία της Λογοτεχνίας (με έμφαση στην Αφηγηματολογία). Γύρω από τους άξονες αυτούς στρέφονται τα επιστημονικά και ερευνητικά της ενδιαφέροντα, καθώς επίσης και σε θέματα που αφορούν τη Λαογραφία (δημοτικό τραγούδι και παραμύθι), την Παιδική Λογοτεχνία και τέλος τον πολιτισμό και την ιστορία της ιδιαίτερής της πατρίδας.

Γιούλα Μυλωνάκου – Σαϊτάκη

«Αφηγηματολογικά και άλλες αναγνώσεις»

Από την πολυφωνικότητα του ποιητικού λόγου στην κειμενικότητα της αφήγησης – Η περίπτωση της κρητικής λογοτεχνίας

 Εκδόσεις Παπαζήση, 2013 – 1016 σελ.

ISBN 978-960-02-2903

Read Full Post »

Αμπέλια


 

 

Καλλιέργεια – Τρύγος – Τσιπουριαραίοι – Ρακιδειά – Στην Αργολίδα

 

Καλλιέργεια

 

Πρώτη δουλειά του αμπελουργού ήταν το ξελάκιασμα του αμπελιού και το κόπρισμά του με χωνεμένη κοπριά το φθινόπωρο. Το Γενάρη, και σπανιότερα το Φλεβάρη, γινό­τανε το κλάδεμα, που απαιτούσε έμπειρο κλαδευτή. Την παλιά εποχή για το κλάδεμα χρησιμοποιούσαν μαχαίρι με ξύλινη λαβή, η λάμα του οποίου ήταν ελαφρά καμπυλω­τή και οδοντωτή. Μάλιστα, για λόγους α­σφάλειας έκλεινε κιόλας, γιατί ‘τανε πολύ κοφτερό και επικίνδυνο. Στην Κρήτη το λέ­γαμε σαρακάκι (σάρακας σημαίνει πριόνι). Αργότερα χρησιμοποιήθηκαν τα γνωστά κλαδευτήρια με τους δύο βραχίονες (λαβές). Ο κλαδευτής έπρεπε να γνωρίζει όλα τα μυ­στικά της δουλειάς του, πόσα μάτια να α­φήνει σε κάθε κλήμα και ποια κλήματα να αφαιρέσει από τον πάτο. Μ’ ένα μικρό πριό­νι, επίσης, αφαιρούσε τα ξεράδια.

 

Αμπέλι

 

Κατόπιν, το Μάρτη έπρεπε το αμπέλι να σκαφτεί. Ο σκαφτιάς έσκαβε με το διχάλι και έκανε αναχώματα ανάμεσα στις σειρές του αμπελιού. Η δουλειά ήταν πολύ σκληρή. Συνήθως έσκαβαν νέοι άνδρες. Καθένας σώριαζε το χώμα ανάμεσα σε δυο σειρές, έφτιαχνε δηλαδή το δικό του ανά­χωμα, ο ένας μπρος, ο άλλος πίσω, σε λο­γική απόσταση, για να μην τραυματιστούν με τα διχάλια τους. Στην Κρήτη, όταν θέ­λανε να υπολογίσουν την έκταση ενός α­μπελιού, ιδιαίτερα όταν ήταν φυτεμένα μι­κρά και ακανόνιστα πεζούλια, λέγανε «έ­χω αμπέλι τριώ εργατώ, τεσσάρω εργα­τών», εννοώντας ότι τρεις ή τέσσερις ερ­γάτες σκάβουν το αμπέλι σε μια μέρα.

Τον Απρίλη τα κλήματα άνοιγαν και ο αγρότης παρακολουθούσε με ικανοποίηση το φούσκωμα των ματιών και την πρώτη βλάστηση. Μετά, το Μάιο, έπρεπε να γίνει το σκάλισμα και να ισοπεδωθούν τα αναχώματα, αλλά με μεγάλη προσοχή, για να μην καταστραφούν οι νεαροί βλαστοί από βιασύνη ή αδεξιότητα. Παράλληλα έπρεπε να γίνουν και τα θειαφίσματα με ιδιαίτερη επιμέλεια για την προστασία του αμπελιού από διάφορες ασθένειες.

 

Λεπτομέρεια ξυλόγλυπτου με παράσταση αμπελιού.

 

Αλλά η φροντίδα δε σταματούσε εδώ. Θα έπρεπε να γίνει και το κορφολόγημα, ώστε να περιοριστεί η ανάπτυξη των βλαστών και να πάρουν δύναμη τα σταφύλια. Αν το κορφολόγημα ήταν επιπόλαιο, οι ακορφολόγητοι βλαστοί απλώνονταν στις διπλανές κουτσούρες και δεν μπορούσε να περάσει κανείς.

Όλες αυτές οι εργασίες απαιτούσαν χρόνο και πολύ μόχθο. Αλλά οι αγρότες ήθελαν να έχουν το αμπελάκι τους για τα σταφύλια και το κρασί της οικογένειας. Υπάρχουν αρκετά δημοτικά τραγούδια, στα οποία διακρίνουμε αυτή την έγνοια της συνεχούς και επίπονης φροντίδας. Σ’ ένα τέτοιο τραγούδι, ο καταχρεωμένος αφέντης θέλει να πουλήσει το αμπέλι του, από το οποίο δεν έχει «διάφορο»:

«Αμπέλι μου πλατύφυλλο

και μακροκοντυλάτο,

οι χρωφελέτες [i] ήρθανε

και θε να σε πουλήσω».

«Πουλήσεις με, χαρίσεις με,

το χρέος δεν το βγάνεις.

Βάλε να με κλαδέψουνε γέροντες

με τα γένεια

και βάλε να με σκάψουνε απάρθενα κοπέλια,

βάλε να με τρυγήσουνε απάρθενα κοράσια,

τότε θα ιδείς, αφεντικό,

το χρέος πώς το βγάνεις» [ii].

 

Τρύγος 

Τ’ Αϊ-Γιωργιού του μεθυστή ανοίξαμε

βαρέλι κι από μεράκι εμέθυσε

και γέρος και κοπέλι.

 

Ο παραγωγός ετοίμαζε έγκαιρα το πατη­τήρι (τον ληνό), που ήτανε μια χτιστή κυβοειδής μικρή στέρνα, σοβαντισμένη με αμμοκονίαμα: έβαζαν τριμμένο κεραμίδι, άμμο και ασβέστη, έκαναν λάσπη και σοβάντιζαν εσωτερικά τις πλευρές και τον πάτο, για να είναι στεγανό το πατητήρι, όπως οι Υδραίοι και άλλοι νησιώτες χρησιμοποιούσαν κουρασάνι για τη στεγανότητα της στέρνας, όπου συνέλεγαν το νερό της βροχής. Αργότερα τα πατητήρια τα έφτια­χναν με τσιμέντο. Επίσης, ο παρα­γωγός ετοίμαζε τις σταφυλοκοφίνες και άλλα μικρότερα κοφίνια και καλάθια.

 

Τρύγος

 

Ο τρυγητός ξεκινούσε τον Αύγουστο, την επομένη της Παναγίας, για να τρυγήσουν τα πρώιμα λευκά σταφύλια, τα σταφιδοστάφυλα (σουλτανίνα), να τα ξεράνουν στις απλώστρες και να τα κάνουν σταφίδα. Αργότερα, το Σεπτέμβρη, έκοβαν τα κρασοστάφυλα, γέμιζαν τις σταφυλοκοφίνες και τις φόρτωναν στα άλογα για το πατητήρι, που περίμενε έτοιμο και καθαρό στην αυλή του σπιτιού.

Τρύγος

Αργά τη νύχτα, με το λυχνάρι ή τη λάμπα, για να έχουν φύγει οι μέλισσες, που μαζεύονταν άφθονες την ημέρα, γινότανε το τσαλαπάτημα των σταφυλιών από νεαρούς κυρίως, ξυπόλυτους, που πλένανε πρώτα τα πόδια τους.  Ήταν πολύ διασκεδαστικό και δεν έλειπαν τα αστεία και τα πειράγματα, όπως και στον τρύγο. Αν και όλες αυτές οι δουλειές ήταν κουραστικές, οι μεγάλες συντροφιές από δυο-τρεις οικογένειες που αλληλοβοηθιούνταν με την κουβέντα, τα αστεία, τα πειράγματα δεν την ένιωθαν την κούραση, παρά μόνο όταν έπεφταν για ύπνο. Στο πατητήρι, όμως, καμιά φορά υπήρχανε και οι δυσάρεστες εκπλήξεις, όταν ο πατητής πατούσε καμιά καταπλακωμένη ή ξεχασιάρα μέλισσα, που δεν είχε επιστρέψει στην κυψέλη της. Και τότε ήτανε που φούντωνε το κέφι από το κεντρί της μέλισσας στην πατούσα του τυ­χερού!…

Ο μούστος έτρεχε από το κουτσουναράκι σε πέτρινη γούρνα ή σε κάποιο μισοπίθαρο και απ’ εκεί με ένα δοχείο (το καυκί) γέμιζαν το ασκί, για να τον μεταφέρουν στο κρασοβάρελο. Όταν οι πατητές τελείωναν το τσαλαπάτημα, στοίβαζαν στην άκρη του ληνού τα τσίπουρα (στράφυλα), τοποθετούσαν μια φαρδιά σανίδα, συνήθως μια πόρτα, και ανέβαιναν επάνω, για να σουρώσει ο μού­στος καλά. Τα πιτσιρίκια ανυπομονούσαν ν’ ανέβουν επάνω στο αυτοσχέδιο πιεστή­ριο και κάνανε μεγάλη χαρά.

 

Τσιπουριαραίοι

 

Την επόμενη ή τη μεθεπόμενη μέρα ανα­λάμβαναν οι τσιπουριαραίοι ν’ αποδώσουν και την τελευταία σταγόνα μούστου στον αμπελουργό. Έριχναν λίγα-λίγα τα στέμφυλα (τσίπουρα) στην τσιπουριά, η οποία ήτανε ένα μικρό φορητό πιεστήριο. Ήτανε μια ξύλινη κυλινδρική κατασκευή με ένα στυφτήρι εσωτερικά, έναν κοχλία, που έστριβαν με μακρόστενα σίδερα, για να συμπιεστούν τα τσίπουρα. Ο τελευταίος μούστος έτρεχε από τη βρυσούλα της τσιπουριάς σ’ έναν κουβά. Ό,τι απόμενε το πε­τούσαν στις κότες και στα γουρούνια. Σε κάθε χωριό της Αργολίδας, την εποχή του τρυγητού κυκλοφορούσαν κι από λίγες τσιπουριές. Στην Αργολίδα δεν συνήθιζαν να παράγουν τσικουδιά ή ρακή, το εθνικό ποτό της Κρήτης, που παράγεται με καθαρή απόσταξη.

 

Αμπέλι

 

Ρακιδειά

  

Στην Κρήτη δεν ξεζουμίζονται τα τσίπου­ρα με τσιπουριές. Τα βάζουν σε βαρέλια ή πιθάρια, τους ρίχνουνε λίγο νερό και τα αφήνουν να γίνει η ζύμωση και να ξινίσουν. Ύστερα τα μεταφέρουν στο ρακιδειό για ρακή ή τσικουδιά. Λένε τότε ότι «τα στράφυλα έχουν θυμώσει και πρέπει να βγάλομε την τσικουδιά».

Το εργαστήρι αυτό είναι απλό και δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο. Αλλά στην Κρήτη δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός, διοργανώνονται γιορτές τσικουδιάς και προβάλλεται όλη η διαδικασία της απόσταξης, για να διατηρείται η παράδοση αλλά και για τουριστικούς λόγους.

 

Φωτογραφία από το Λεύκωμα του Ανδρέα Σμαραγδή, «Τσικουδιά Κρήτης Πνεύμα».

 

Τα αποστακτήρα διαθέτουν ένα μεγάλο κτιστό πυρομάχι. Επάνω τοποθετείται ένα μεγάλο καζάνι φρεσκογανωμένο, το ρακιδοκάζανο. Το σκέπασμά του είναι θολω­τό με μία μεγάλη τρύπα ψηλά, όπου προσαρμόζεται ο λουλάς. Ο λουλάς είναι ένας χάλκινος σωλήνας, χοντρός επάνω και λεπτός στην άλλη άκρη. Δίπλα στο ρακοκάζανο υπάρχει ένα πιθάρι με κρύο νερό, το οποίο ανανεώνεται συνέχεια. Το πιθάρι έχει δύο τρύπες, μία ψηλά και μία λεπτότερη πιο χαμηλά, από τις οποίες περνάει ο λουλάς. Όταν είναι όλα έτοιμα, γεμίζουν το κα­ζάνι στράφυλα, βάζουν το καπάκι, προσαρμόζουν τον λουλά, βάζουν γύρω-γύρω ζύμη, για να μη φεύγουν οι ατμοί, και ανάβουν φωτιά στο πυρομάχι. Τα στράφυλα βράζουν, οι ατμοί ακουμπάνε στο καπάκι και βρίσκουν διέξοδο στον λουλά. Όταν, όμως, φτάνουν στο πιθάρι με το κρύο νερό, ψύχονται και υγροποιούνται. Και τρέχει η τσικουδιά από τον λουλά στο πιθαράκι.

Η εικόνα είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή, να τρέχει συνεχώς από τον λουλά σαν βρυσούλα η τσικουδιά, όσο βράζουν τα στράφυλα στο κλειστό ρακοκάζανο. Η πρώτη-πρώτη τσικουδιά είναι πολύ δυνατή, το πρωτοράκι. Ορισμένοι το κρατάνε χωριστά. Συνήθως, όμως, αφήνουν το πρω­τοράκι μαζί με την υπόλοιπη, που στο τέλος είναι πολύ αδύνατη, δηλαδή με λίγο οινόπνευμα. Η πιο καλή τσικουδιά περιέχει αλκοόλ 18-19% γράδα, που σημαίνει ότι περιέχει 45-50% οινόπνευμα, ότι έχει δη­λαδή 45-50 βαθμούς.[iii]

Κρητικοί κερνάνε και πίνουν τσικουδιά ολοχρονίς, ακόμη και το καλοκαίρι με τις δυνατές ζέστες. Στα σπίτια τους έ­χουνε πάντα τσικουδιά, που τη φυλάσσουν συνήθως σε πλεχτές γυάλινες νταμιτζάνες. Στην παρέα μπορεί να πιει κανείς δυο – τρεις τσικουδιές χωρίς κανένα πρόβλημα. Τα εστιατόρια και οι ταβέρνες την προσφέρουν ως επιδόρπιο, γιατί συν τοις άλλοις είναι και χωνευτική. Η κρητική τσικουδιά είναι αγνή, γιατί προέρχεται από καθαρή απόσταξη, δεν μπαγιατεύει ούτε θολώνει με το νερό ή το παγάκι, όπως το ούζο, που γίνεται με την απόσταξη γλυκάνισου.[iv]

Στην Αργολίδα, όπου δεν υπήρχαν πολλά αμπέλια, για κρασί καλλιεργούνταν οι ποικιλίες Κρανιδιώτικο ή Σκλάβα («κυανούν»), Περαχωρίτικο (λευκό), Σαββατιανό, Ροδίτης (αλε­πού). Ως επιτραπέζια σταφύλια καλλιεργούνταν η φράουλα και το κέρινο. «Η σουλ­τανίνα, καταλαμβάνουσα άλλοτε σημαντικήν έκτασιν, σήμερον ελάχιστα καλλιεργεί­ται». Προπολεμικά καλλιεργούσαν μόνο 385 στρέμματα σουλτανίνας για επιτραπέζια σταφύλια και σταφίδα και μόλις 25 στρέμματα σουλτανίνας για κορινθιακή σταφίδα. Συχνά ο τοπικός τύπος δημοσίευε τις τιμές της σταφίδας, οι οποίες δεν ήταν ικανοποιητικές για τους σταφιδοπαραγωγούς.[v]

 
 
Υποσημειώσεις


 

[i] Χρωφελέτες ή χρεωφειλέτες. Προφανώς, ο λαϊκός στιχουργός εννοεί ακριβώς το αντίθετο, τους πιστωτές.

[ii] Σταμάτη Αποστολάκη, Ριζίτικα, σ. 463. Ο σοφός ρέκτης των ριζίτικων τραγουδιών δεν εντάσσει το παραπάνω τραγούδι στα εργατικά αλλά στα γνωμικά.

[iii] Νίκου Μανούδη, Τσίπουρο, το πνεύμα των στεμφύλων, σσ. 25 και 94, Βέροια 2006.

[iv] Θα πρέπει τα οργανωμένα ρακιδειά, στα οποία προσφεύγουν οι ιδιώτες για την απόσταξη των στεμφύλων τους, να τηρούν όλες τις προδιαγραφές και να γίνεται τυποποίηση του προϊόντος. Για την παραγωγή της τσικουδιάς και όλων των οινοπνευματωδών ποτών απαιτούνται εξειδικευ­μένες γνώσεις. Υπάρχουν πολλά μυστικά στη διαδικασία παραγωγής και δε φτάνει ίσως η εμπει­ρία ενός παλιού ρακοκαζανάρη, κι ας έχει βγάλει και χιλιάδες καζανιές. Χρειάζεται και ο χημικός και η επιστημονική γνώση, η οποία υποδεικνύει σύγχρονο τεχνολογικό εξοπλισμό, όπως ορίζει και η νομοθεσία.

[v] Επωλήθησαν προ τινων ημερών μικραί ποσότητες σταφιδοκάρπου ποιότητος σουλτανίνας προς λεπτά 90 μέχρι δραχμής κατ’ οκάν. Ήδη αι τιμαί αύται κατήλθον εις τα λεπτά 70-80. Ωσαύτως επωλήθη αρκετή ποσότης σταφιδοκάρπου ποιότητος κορινθιακής προς δρχ. 80-90 κατά χιλιόλιτρον. (Εφ. «Αγαμέμνων», φ. 105/16-10-1894).

Οδυσσέας Κουμαδωράκης

 

Πηγή


 

 

Read Full Post »

Δημόσια αλληλοδιδακτική σχολή θηλέων Πρόνοιας Ναυπλίου


 

Η εκπαίδευση στην  Αργολίδα επί Καποδίστρια (1828-1832)

Δημόσια αλληλοδιδακτική σχολή θηλέων Πρόνοιας Ναυπλίου

 

Οι Κρήτες πρόσφυγες του συνοικισμού Πρόνοιας Ναυπλίου, παρά τα πολλαπλά προβλήματα που αντιμετώπιζαν, ενδιαφέρθηκαν νωρίς για την εκπαίδευση των παιδιών τους. Στα αλληλοδιδακτικά σχολεία του Ναυπλίου διαπιστώνουμε τη φοίτηση Κρητών από το πρώτο έτος της διακυβέρνησης του Καποδίστρια. Το έντονο ενδιαφέρον για την παιδεία τους ώθησε στη σύσταση παρθεναγωγείου αποκλειστικά για τα κορίτσια τους. Η προσπάθεια αυτή χρονολογείται από τις αρχές Μαΐου 1831, όταν ο Κυβερνήτης αποδέχθηκε το αίτημα τους για σύσταση αλληλοδιδακτικού σχολείου θηλέων στην Πρόνοια. Ενδιαφέρθηκε μάλιστα προσωπικά για την εκπαίδευση της συμπολίτισσας τους Μαρίας Λιμπρίτη στην αλληλοδιδακτική μέθοδο, προκειμένου να διδάξει σ’ αυτό.

Η ίδρυση του σχολείου επιτυγχάνεται ένα χρόνο περίπου αργότερα από τον Αυγου­στίνο Καποδίστρια. Λαμβάνοντας υπόψη την επιθυμία του «να εκτέλεσθή ο σκοπός του αειμνήστου Κυβερνήτου» και τις άμεσες και σαφείς εντολές του προς το Διοικητή Ναυπλίας στις 7 Μαρτίου 1832, οδηγούμεθα στο συμπέρασμα ότι η έναρξη λειτουργίας του δεν καθυστέρησε.

Αν δεχθούμε την άποψη της Ελένης Μπελιά – Ελένη Μπελιά, Δ/ντρια Κέντρ. Ερ. Ιστ. Νεωτ. Ελληνισμού Ακαδ. Αθηνών –  για πιθανή λειτουργία στην περιοχή δύο σχολείων αποκλειστικά για Κρήτες μαθητές, το Μάιο του 1831, μεταξύ των οποίων το ένα στην Πρόνοια με δάσκαλο τον Δημήτριο Βλαστό, τότε της Μαρίας Λιμπρίτη είναι ίσως το τρίτο. Η παρουσία των σχολείων αυτών δείχνει έμπρακτα το διακαή ζήλο των Κρητών για την εκπαίδευση των παιδιών τους, «αρρένων και θηλέων», έξω από το χώρο της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Η σχολή λειτούργησε για μικρό διάστημα, το οποίο δεν καθορίζεται·  λόγω της αναρχίας που ακολούθησε η σχολή έκλεισε και επαναλειτούργησε κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας.

  

Διδακτικό προσωπικό


Δασκάλα στο αλληλοδιδακτικό σχολείο θηλέων Πρόνοιας διορίστηκε η Μαρία Λιμπρίτη, χήρα, κρητικής καταγωγής. Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, μετά από υπόδειξη των προσφύγων συμπατριωτών της, μερίμνησε για τις σπουδές της, αποστέλλοντας την ως υπότροφο στην Αίγινα «διά να διδαχθή την Αλληλοδιδακτικήν, και να διδάξη τά κοράσια των».

Το Φεβρουάριο του 1832 η Μαρία Λιμπρίτη σε αίτηση της προς τον Αυγουστίνο Καποδίστρια ανέφερε: «Καταταχθείσα εις τον υποτρόφων κατάλογον εδιδάχθην την αλληλοδιδακτικήν μέθοδον, καθώς τα ανά χείρας μου εσώκλειστα διαλαμβάνουν ήδη δε θέλουσα να μεταδώσω την έπιστήμην ταύτην εις την ομοεθνή μοι Νεολαΐαν, υστερουμένην τα μέσα, προστρέχω εις το φιλάνθρωπον και ενεργετικόν ώμμα της Υ.Ε…»

Από τα παραπάνω συμπεραίνομε ότι μετά από οκτάμηνη παραμονή και μαθητεία της στην Αίγινα, επέστρεψε στο Ναύπλιο, κάτοχος πλέον της αλληλοδιδακτικής μεθόδου και καθ’ όλα έτοιμη να ασκήσει τα διδακτικά της καθήκοντα. Ένα μήνα αργότερα, το Μάρτιο του 1832, η Μαρία Λιμπρίτη ως δασκάλα στο αρτισύστατο αλληλοδιδακτικό σχολείο θηλέων Πρόνοιας. Κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας δίδαξε ως ιδιαίτερη δασκάλα. Ο μισθός της καθορίστηκε σε 15 φοίνικες με διαταγή του Αυγουστίνου Καποδίστρια.

 

 Αδάμ Γ. Αθουσάκης, «Η εκπαίδευση στην Αργολίδα, Κορινθία και Μεγαρίδα κατά την Καποδιστριακή Περίοδο (1828-1832», Εκδόσεις «Καταγράμμα», Κόρινθος, 2003.

 

 

 

Read Full Post »

Καλλέργης Δημήτριος (1803-1867)


  

Καλλέργης Δημήτριος

Καλλέργης Δημήτριος

Καλλέργης Δημήτριος (1803-1867): αγωνιστής από την Κρήτη, όπου και γεννήθηκε, και οπλαρχηγός με πλούσια στρατιωτική δράση. Ο Υπουργός της Ρωσίας Νέσελδορ ήταν θείος του και γι’ αυτό πήγε στην Πετρούπολη για σπουδές, όταν πέθανε ο πατέρας του. Ύστερα σπούδασε ιατρική στη Βιέννη. Στις αρχές του 1822 κατεβαίνει στην Ελλάδα με τα αδέρφια του Νικόλαο και Εμμανουήλ, έχοντας μαζί τους πολλά χρήματα και πολεμοφόδια. Τον επόμενο χρόνο ο Εμμανουήλ πεθαίνει. Οι άλλοι δύο συνεχίζουν τον αγώνα. Ο Δημήτρης το 1825 βρίσκεται στο Άργος, προερχόμενος από την Κρήτη, επικεφαλής 700 περίπου Κρητικών. Πολέμησε στο Νιόκαστρο, στη Γραμβούσα της Κρήτης, στην Αράχωβα, στην Αττική. Στη μάχη του Ανάλατου αιχμαλωτίστηκε τραυματισμένος και πλήρωσαν οι συγγενείς του από τη Ρωσία 70.000 γρόσια ως λίτρα για την απελευθέρωσή του, όμως οι Τούρκοι του είχαν κόψει ήδη το ένα αφτί. Χρημάτισε υπασπιστής του Φαβιέρου, του Καποδίστρια και αργότερα του πρώτου βασιλιά της Ελλάδας, Όθωνα.

Αλλά το όνομά του συνδέθηκε ιδιαίτερα με την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, γιατί πρωτοστάτησε με το Μακρυγιάννη στο κίνημα για την παραχώρηση Συντάγματος εκ μέρους του βασιλιά. Ο Καλλέργης ήταν τότε διοικητής του Ιππικού με το βαθμό του Συνταγματάρχη.

Αργότερα, παραιτήθηκε από τον στρατό και υπηρέτησε ως πρεσβευτής της χώρας μας στο Παρίσι και Λονδίνο. Διετέλεσε και Υπουργός των Στρατιωτικών επί κυβερνήσεως Αλέξ. Μαυροκορδάτου. Είχε εκλεγεί πληρεξούσιος και στις δύο εθνοσυνελεύσεις (1843 και 1862) καθώς επίσης και βουλευτής (1856-59).

 

Δημήτριος Καλλέργης. Φωτογραφία του Γάλλου André-Adolphe-Eugène Disdéri (1819-1890), Παρίσι 1865.

 

Ιστορικό έμεινε το σπίτι του στο Άργος, το γνωστό Καλλέργειο, όπου σήμερα στεγάζεται το Μουσείο Άργους. Μετά το θάνατό του και συγκεκριμένα από το 1869 εγκαθίσταται οριστικά στο σπίτι αυτό η γυναίκα του Σοφία, η άλλοτε πανέμορφη Σοφία Ρέντη, όπου και πέθανε το 1893 σε ηλικία 90 ετών.

Η Σοφία Καλλέργη, υπήρξε διάσημη για την σπάνια ομορφιά της, την μόρφωσή της και τα πλούτη της. Ένεκα αυτών των προσόντων η Σοφία έγινε το μήλο της έριδας μεταξύ των σημαντικότερων νέων της περιοχής. Την ερωτεύτηκε παράφορα ο ήρωας του αγώνα και γιος του μεγιστάνα της Κορινθίας Σωτήρη Νοταρά, Ιωάννης Νοταράς. Ωραίος ως αρχαίος θεός, γενναίος, πλούσιος και με το αξίωμα του στρατηγού, γνωστός με τον χαρακτηριστικό τίτλο Αρχοντόπουλο, αποτελούσε τον ιδανικό σύζυγο για την χαριτόβρυτη κόρη του Θεοχαράκη Ρέντη.* Όμως και άλλος Νοταράς, ο Παναγιωτάκης ερωτεύτηκε την Σοφία. Κι αυτός σημαντικός. Αντιστράτηγος κι αργότερα υπασπιστής του Όθωνα. Για την καρδιά λοιπόν της ωραίας Σοφίας, ξέσπασε πόλεμος μεταξύ των δύο αντεραστών. Το 1826, κάηκε δυο φορές το Σοφικό και το πανέμορφο δάσος των πεύκων της Σολυγείας, η Ζάχολη, η Καστανιά, η Λαύκα και άλλες περιοχές ενώ σκοτώθηκαν περίπου 2000 Κορίνθιοι. Νικητής από τον ολέθριο εμφύλιο και άδικο πόλεμο, βγήκε ο Ιωάννης Νοταράς. Μνηστεύθηκε την Σοφία αλλά δεν πρόλαβε να κάνει το γάμο. Σκοτώθηκε στο Φάληρο, μαζί με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, στην φονική μάχη του Φαλήρου.

Αργότερα, παντρεύτηκε τον φίλο του αρραβωνιαστικού της στρατηγό Δημήτριο Καλλέργη και έζησε μαζί του αρμονική και ευτυχισμένη ζωή. Παρακολούθησε όλη την πολιτική ιστορία της ελεύθερης πλέον Ελλάδας μέχρι τον θάνατο του στρατηγού το 1868.

Ο Στρατηγός Καλλέργης και η σύζυγός του Σοφία απέκτησαν μία κόρη κι ένα γιο. Ο γιος τους Μανώλης ήταν άριστος αξιωματικός και σπουδαίος κιθαρίστας, αλλά ερωτεύτηκε την αυτοκράτειρα της Γαλλίας Ευγενία. Αυτός ήταν και ο λόγος που τον ανάγκασαν να επανέλθει στην Ελλάδα. Ο Μανώλης ήταν ο τελευταίος ένοικος του ιστορικού σπιτιού. Έζησε εκεί μέχρι το θάνατό του (1909).

 

Υποσημείωση

 * Θεοχαράκης ή Θεοχάρης Ρέντης: προεστός της Πελοποννήσου και Φιλικός (Κόρινθος 1778 – Τρίκαλα 1825). Μέλος της Γερουσίας της Πελοποννήσου (Μάιος 1821). Η ωραιότατη θυγατέρα του Σοφία Ρέντη (1803-1893) υπήρξε αρχικά μνηστή του αρχοντόπουλου Ιωάννη Νοταρά (1805 – 1827) και κατόπιν παντρεύτηκε τον στρατηγό Δημήτριο Καλέργη, αρχηγό της Επαναστάσεως του 1843 και πρεσβευτή.

Αριστείδης Ρέντης: στρατιωτικός και πολιτικός (1815-1858). Γιος του Θεοχαράκη, λοχαγός πυροβολικού, σπούδασε στην Στρατιωτική Σχολή του Μονάχου ως υπότροφος του βασιλιά Όθωνος. Πληρεξούσιος Κορινθίας στην Εθνική Συνέλευση της Γ’ Σεπτεμβρίου 1843. Το 1848 οργάνωσε στάση κατά του Όθωνος. Συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο από το Στρατοδικείο Τρίπολης, αλλά αμνηστεύθηκε. Θεοχάρης Ρέντης (1825-1895): Γιος του Θεοχαράκη. Πολιτικός, Πληρεξούσιος Κορινθίας στην Β΄ Εθνική Συνέλευση των Αθηνών. Θεοφάνης Ρέντης (1819-1897): Αξιωματικός. Γιος του Θεοχαράκη. Κωνσταντίνος Ρέντης (1884-1958): Γιος του Θεοφάνη και της Σοφίας Ράδου. Διδάκτωρ της Νομικής, δικηγόρος, υπάλληλος στον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο. Μετέσχε στους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913 και διετέλεσε Γενικός Γραμματέας της Επαναστατικής Επιτροπής Βορείου Ηπείρου υπό τον Χριστάκη Ζωγράφο. Υπηρέτησε ως διπλωματικός εκπρόσωπος της Ελλάδος στο Μαυροβούνιο. Πληρεξούσιος της Κορινθίας στην Δ’ Συντακτική Συνέλευση (1923), βουλευτής από το 1946 έως το 1951. Διετέλεσε υπουργός Δικαιοσύνης, Εξωτερικών, Στρατιωτικών, Δημόσιας Τάξεως, ΕθνικήςΑμύνης,Εσωτερικών.
Προσωρινός αντιπρόεδρος της κυβέρνησης (1948). Διετέλεσε επίσης αντιπρόσωπος της Ελλάδος στην Συνέλευση της Κοινωνίας των Εθνών (1925).

  

Πηγές


  • Notizie storico – biografiche sul colonnello Demetrio Gallergi comandante in capo della guarnigione di Atene, seguite da una corrispondenza privata tenuta con lui dal presidente della Grecia conte Giovanni Capodistria / compilate e publicate da Andrea Papadopulo Vreto, 1843.
  •  Οι κατά την κηδείαν και το μνημόσυνον του αοιδίμου στρατηγού Δημητρίου Καλλέργη εκφωνηθέντες επιτάφιοι. Εν Αθήναις :Εκ του τυπογραφείου Ιω. Κασσανδρέως,1867.
  • Βιογραφία Τσουδερών ή Καλλεργών : εκ του ανεκδότου ενάτου τόμου των Παραλλήλων Βίων των κατά τον ιερόν αγώνα του 1821 διαπρεψάντων ανδρών, υπό Α. Γούδα, μετά προλεγομένων περί Καλλεργών υπό του εκδίδοντος, Εν Αθήναις, 1930.
  • Οδυσσέα Κουμαδωράκη, « Άργος το πολυδίψιον » Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος 2007.
  • 3η Σεπτεμβρίου 1843, Δημήτρη Φωτιάδη, σειρά Τα φοβερά ντοκουμέντα, εκδόσεις Φυτράκης χ.χ.

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »