Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Στέλιος Αλειφαντής’

Προ-Επαναστατικός Καποδίστριας, 1814-1821: Τομή στην Συνεχεία μισού Αιώνα Αγώνων Χειραφέτησης – Στέλιος Αλειφαντής


 

Η δημοσίευση βασίζεται σε εισήγηση του συγγραφέα σε Διεθνολογική Συζήτηση που διοργάνωσε η Γεωγραφική Εταιρία «Στράβων» στις 12 Απριλίου 2018 με θέμα «Ιωάννης Καποδίστριας: Το Ελληνικό ζήτημα στο Διεθνές Σύστημα Ισορροπίας Δυνάμεων, 1814-1821».

 

Η ευρωπαϊκή «Συνεννόηση Δυνάμεων» (Concert of Powers) που θεσπίστηκε με τη Διάσκεψη ή το Συνέδριο της Βιέννης (1815) και με άλλες Διασκέψεις που ακολούθησαν (Άαχεν, Τροππάου, Λάϋμπαχ, Βερόνα), δεν υπερέβη αλλά αναπαρήγαγε τον ανταγωνισμό  (ή την πολύ άνιση συχνά αποκαλούμενη «Ισορροπία») των Μεγάλων Δυνάμεων. [i] Το ζητούμενο της Βιέννης ήταν μια σταθεροποίηση των σχέσεων των Μ. Δυνάμεων στην καρδιά της γηραιάς ηπείρου με τρείς «διευθετήσεις»: στο γερμανικό ζήτημα, στο πολωνικό ζήτημα και εμμέσως στο ανατολικό ζήτημα. Στο πρώτο επιλέχθηκε Αυστρο-Γερμανική Συνομοσπονδία, στο δεύτερο επιλέχθηκε το Ενωμένο Πολωνικό Βασίλειο με την Ρωσία και στο τρίτο επιλέχθηκε σιωπηρά η de facto οθωμανική εδαφική ακεραιότητα. [ii] Το Συνέδριο της Βιέννης ήταν μια εξέχουσα διπλωματική επιτυχία της αγγλικής και αυστριακής διπλωματίας, που επιδίωξαν να περιορίσουν τα πολιτικά ερείσματα της Ρωσίας στον γερμανικό χώρο, τα οποία προσέφερε η ρωσική στρατιωτική υπεροχή.

Με τον τερματισμό των Ναπολεόντειων πολέμων και αντίθετα με ότι έπραξαν οι λοιπές χερσαίες Μ. Δυνάμεις, ο τεράστιος ρωσικός αυτοκρατορικός στρατός δυναμικότητας 800.000 στρατιωτών ποτέ δεν αποστρατεύτηκε αλλά παρέμεινε ολόκληρος στην διάθεση του Αλέξανδρου Α΄ σε μια διάταξη δύο Στρατιών που κάλυπτε δύο μέτωπα. [iii] Ο Φρίντριχ Γκέντζ, εξ απορρήτων Σύμβουλος του Μέττερνιχ, απερίφραστα αναγνώριζε ότι η 1η Στρατιά, που κάλυπτε το δυτικό μέτωπο, είχε την ικανότητα να αναλάβει δράση εναντίον μιας οποιαδήποτε ευρωπαϊκής Δύναμης. [iv] Από την άλλη πλευρά, η 2η Στρατιά κάλυπτε ένα ευρύτατο νότιο μέτωπο με σκοπό να διεξαγάγει επιχειρήσεις κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ωστόσο, η μαχητική ικανότητα των δύο Στρατιών διέφερε σημαντικά, καθώς μετά το Συνέδριο της Βιέννης ο Αλέξανδρος Α’ υιοθέτησε μια συντηρητική εξωτερική πολιτική και έκτοτε η 1η Στρατιά λειτουργούσε περισσότερο αποτρεπτικά, διατηρώντας χαμηλό επίπεδο επιχειρησιακής λειτουργίας. Στην πραγματικότητα η Στρατιά υπήρχε εκεί ως διπλωματικό εργαλείο, το οποίο δύσκολα, όπως αποδείχθηκε, μπόρεσε να υπερκεράσει το πλαίσιο διακανονισμών που Αγγλία και Αυστρία δημιούργησαν στο Συνέδριο της Βιέννης.

 

«Το Συνέδριο της Βιέννης», πίνακας του Isabey (1819). Διακρίνονται όρθιοι από αριστερά προς δεξιά οι: Γουέλινγκτον, Λόμπου ντα Σιλβέιρα, Σαλντάνια ντα Γκάμα, Λέβενγιελμ, Νοάιγ, Μέττερνιχ, Λα Τουρ ντυ Πεν, Νέσελροντ, Ντάλμπεργκ, Ρασουμόφσκι, Στιούαρτ, Κλάνκαρτυ, Βάκεν, Γκεντς, Χούμπολτ και Κάθκαρτ. Καθήμενοι από αριστερά οι: Χάρτεμπεργκ, Πλμέλα, Κάστερκ, Βέσενμπεργκ, Λαμπραντόρ, Τελεϋράνδος και Στάκελμπεργκ.

 

«Συνέδριο της Βιέννης (1814-1815)». Οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών κρατών διαπραγματεύονται στο Συνέδριο της Βιέννης. Α. Ο Αυστριακός καγκελάριος Μέτερνιχ. Β. Ο υπουργός Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας κόμης Κάσλρι. Γ. Ο υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Ταλεϋράνδος.

 

Το αντίθετο ακριβώς συνέβαινε με την 2η Στρατιά, όπου ο στρατηγός Κίσελεφ με την ανάληψη των καθηκόντων ως Διοικητής εισήγαγε σημαντικούς εκσυγχρονισμούς, συγκρότησε ένα ικανό επιτελείο και πέτυχε το Γενικό Στρατηγείο της 2ης Στρατιάς να αναπτύξει, ανεξάρτητα από το Γενικό Επιτελείο, τον δικό του στρατηγικό σχεδιασμό προσαρμοσμένο στις ανάγκες διεξαγωγής ενός ρωσο-οθωμανικού πολέμου. [v] Στο Συνέδριο της Βιέννης ο Αλέξανδρος Α’ είχε κάθε λόγο να διατηρήσει εκτός διεθνών διευθετήσεων τις διμερείς ρωσο-οθωμανικές σχέσεις, διατηρώντας ανοικτές τις επιλογές της ανατολικής πολιτικής του. Ωστόσο, αξιοποιώντας διπλωματικά την ρωσική στρατιωτική ισχύ, ο Τσάρος πράγματι έθετε ως δεσπόζουσα προτεραιότητα του όχι την ρωσική ανατολική πολιτική, αλλά την εδραίωση ενός ρωσικού ευρωπαϊκού ρόλου. [vi] 

 

Λιθογραφία του στρατηγού Κίσελεφ (Pavel Kiselyov 1788-1872).

 

Τι σήμαιναν αυτά για την ελληνική υπόθεση;

 

Στο πλαίσιο της Βιέννης και σε ότι αφορά στο Ανατολικό Ζήτημα, η Ρωσία είχε πλέον αποδεχθεί de facto (αλλά όχι de jure) την οθωμανική εδαφική ακεραιότητα, την οποία υποστήριζε διακαώς η Αγγλία προκειμένου να αποτρέψει την παρουσία της Ρωσίας στη Μεσόγειο.

Στο πλαίσιο αυτό, η ρωσική διπλωματία δεν ενδιαφερόταν τόσο για την άμεση διευθέτηση των εκκρεμοτήτων της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, αλλά κυρίως στο να διατηρήσει ομαλές σχέσεις με την Πύλη. Ο Τσάρος αντιλαμβανόταν ότι ούτε η Πύλη επιθυμούσε να οξύνει τις σχέσεις της με την Ρωσία, αλλά ο ίδιος σχετικά με εδαφικές διευθετήσεις στην Μαύρη θάλασσα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να συμφωνήσει με τις οθωμανικές αξιώσεις. Επομένως, ενώ τα θέματα αυτά θα συνέχιζαν να παραμένουν ανοικτά στις διμερείς σχέσεις, ο νέος ρώσος πρέσβης στην Πόλη όφειλε να χειριστεί τις σχετικές διαπραγματεύσεις με τρόπο που να μην δημιουργεί διπλωματικές εντάσεις.

Κλέμενς Βέντσελ Λόταρ φον Μέττερνιχ (1773-1859). Ελαιογραφία του Sir Thomas Lawrence.

Η αβεβαιότητα που ανέκυπτε από τις εκκρεμότητες αυτές ήταν κατά πόσο οι ρωσο-οθωμανικές διαφωνίες ερμηνείας της Συνθήκης στα εδαφικά θέματα της Μαύρης θάλασσας θα έδιναν το πρόσχημα στην Πύλη να μην τηρήσει στα άλλα θέματα τα συμφωνηθέντα της Συνθήκης, όπως αυτά που αφορούσαν την Σερβία και τις Ηγεμονίες, ιδιαίτερα μάλιστα όταν η προβολή της ρωσικής ισχύος δεν χρησιμοποιείτο ως διαπραγματευτικό εργαλείο. Απέναντι σ’ αυτήν την κατάσταση, ο Αλέξανδρος Α’ πρόκρινε έναν διαχωρισμό των διπλωματικών χειρισμών ανάμεσα στις δύο όψεις της Συνθήκης του Βουκουρεστίου επιδιώκοντας η μη-επίλυση των εκκρεμοτήτων να μην ανατρέψει την κατάσταση στην Σερβία και στις Ηγεμονίες.

Ο Τσάρος αποδεχόμενος την de facto διατήρηση των ρωσικών θέσεων στην Μαύρη θάλασσα παράλληλα επιδίωκε και ένα ήπιο κλίμα στις αναμενόμενες αργόσυρτες διαπραγματεύσεις για την ρύθμιση αυτών των εκκρεμοτήτων. Ο Αλέξανδρος Α’ αφενός υπογράμμιζε με έμφαση τις συμβατικές υποχρεώσεις της Πύλης έναντι της Ρωσίας στα Βαλκάνια και αφετέρου τις έθετε ταυτόχρονα σ’ ένα πλαίσιο οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Επομένως, σύμφωνα με τις διπλωματικές οδηγίες του, η ρωσική πολιτική «προστασίας των ομόδοξων χριστιανών» δεν θα έπρεπε μόνο να προβάλλεται ως αναγνωρισμένο δικαίωμα των υπαρχουσών διμερών Συνθηκών, αλλά και να εφαρμόζεται μ’ έναν τρόπο που να μην δημιουργεί παραστάσεις απειλής στην Πύλη και να υπονομεύει την ομαλότητα στις διμερείς σχέσεις.[x] Ο μοναδικός τρόπος για να επιτευχθεί αυτό σύμφωνα με τις ρητές οδηγίες του Αλέξανδρου Α’ στον ρώσο πρέσβη Γρ. Στρογκανόφ ήταν η ρωσική διαβεβαίωση του πλήρους σεβασμού της ακεραιότητας της οθωμανικής αυτοκρατορίας ως βάση της άσκησης του ρωσικού δικαιώματος της «προστασίας των ομόδοξων». Πράγματι, ο Αλέξανδρος Α’ διαμήνυε απερίφραστα, δια χειρός φυσικά Καποδίστρια, στην Πύλη ότι «η Ρωσία δεν επιδίωκε την εξάλειψη της εξουσίας του Σουλτάνου πάνω στους εξαρτημένους λαούς» αλλά για την ομαλότητα των διμερών σχέσεων «θα ήταν χρήσιμο, και μάλιστα  επιβεβλημένο, να πάψει επιτέλους η Υψηλή Πύλη τον πόλεμο εναντίον των ίδιων των υπηκόων της». [xi]

 

Ο χάρτης της Ευρώπης κατά το 1815, όπως διαμορφώθηκε με Βάση τις αποφάσεις του Συνεδρίου της Βιέννης.

 

Στα 1816 η αποσαφήνιση της ανατολικής πολιτικής του Τσάρου Αλέξανδρου με την ευκαιρία των διπλωματικών οδηγιών προς τον ρώσο πρέσβη στην Πόλη, Γρ. Στρογκανόφ, ακύρωσε την προσδοκία και επιδίωξη του Καποδίστρια, ότι η επίλυση του Ελληνικού ζητήματος μπορούσε να προέλθει από την ρωσική επιδίωξη ενός νέου ρωσο-τουρκικού πολέμου, τον οποίο ο Αλέξανδρος Α’ ρητά απέκλειε ως ενδεχόμενο του ορατού μέλλοντος. Παρά τις εμφατικές Καποδιστριακές διατυπώσεις, η  διπλωματική οδηγία προς τον Γρ. Στρογκανόφ, αλλά και οι λοιπές κατά καιρούς οδηγίες, ήταν να επιδιώξει ο πρέσβης την επίλυση των εκκρεμοτήτων του 1812 με διάλογο αποφεύγοντας την ολίσθηση σε εντάσεις. [xv] Ακόμη και στα 1819, ο Αλέξανδρος Α’ στην ευρύτερη θεώρηση της «προστασίας των ομόδοξων» συνέχισε να κράτα ήπιους τόνους μη ανταποκρινόμενος στις προσδοκίες υποστήριξης αλλά και στον υποβόσκοντα αναβρασμό των υποτελών στην Πύλη. [xvi]

Χωρίς να επιδιώκει να… «ελληνοποιήσει» τις ρωσικές προτεραιότητες, ο Καποδίστριας προέβλεψε πάντως, εγκαίρως, και συμβούλευσε τον Τσάρο, για το αδιέξοδο της ρωσικής διπλωματίας γύρω από τις εκκρεμότητες της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, την αύξηση των διμερών τριβών εξαιτίας της οθωμανικής αδιαλλαξίας και της παγιωμένης δυσπιστίας των άλλων Μ. Δυνάμεων για τις ρωσικές επιδιώξεις.

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία, ΑΒ ΕΒ Venezia. Lit. Deye.

Στα 1826 ο Καποδίστριας, συμπλέοντας με νέα ανατολική πολιτική του Νικόλαου Α’, του υπενθύμιζε: «Αλλ’ εγώ προέβλεπον μετά βεβαιότητος ότι αι διαπραγματεύσεις του βαρώνου Στρόγανωφ θα επέφερον εν τέλει όλως αντίθετον αποτέλεσμα. Πράγματι, έπρεπε να ζητήσωμεν αφ’ ενός ικανοποίησιν και αποζημίωσιν διά την παράβασιν και την ατελή εκπλήρωσιν των άρθρων της συνθήκης άτινα αφεώρων εις τας παριστρίους ηγεμονίας και την Σερβίαν, αφ’ ετέρου δε να εύρωμεν τον τρόπον προς απόρριψιν των αξιώσεων ας η Πύλη διετύπου ως προς την επιστροφήν των επί της ασιατικής ακτής φρουρίων. Ήτο πρόδηλον ότι αι συζητήσεις, εις ας θα έδιδεν αφορμήν η αποστολή του βαρώνου Στρόγανωφ, θα ενέπνεον εις τους Τούρκους και εις τας ευρωπαϊκάς Κυβερνήσεις την υπόνοιαν, ότι η Ρωσσία αποκρύπτει τους αληθείς αυτής σκοπούς, ότι απέχει του να επιθυμή την άρσιν των δυσχεριών προς διακανόνισιν και στερέωσιν ειρηνικών σχέσεων και ότι τουναντίον ζητεί δικαιολογητικάς αιτίας προς νέας εν τω μέλλοντι εχθροπραξίας. Εν τούτοις έπρεπε να υπακούσω· αι δε οδηγίαι του βαρώνου Στρόγανωφ συνετάγησαν συμφώνως προς τας προθέσεις του Αυτοκράτορος». [xvii] Και στα 1820 ο Καποδίστριας αποτιμώντας την εφαρμογή των διπλωματικών οδηγιών του Αλέξανδρου Α’ θα γράψει ιδιωτικά στον Γρ. Στρογκάνοφ ότι «Δεν τολμώ να περιμένω μεγάλα αποτελέσματα. Επειδή κανείς δεν κατόρθωσε να πάρει κάτι από τους Τούρκους μόνο με τα λόγια. Στην ουσία εμείς δεν κάναμε τίποτε, παρά να φλυαρούμε με ανθρώπους, οι οποίοι δεν μπορούσαν να πιστέψουν τα λόγια μας». [xviii]

Θεωρούσε, επίσης, ο Καποδίστριας, ότι ο εγκλωβισμός του Τσάρου στην διεκδίκηση ενός ανέφικτου ρωσικού ρυθμιστικού ρόλου στις μετα-Ναπολεόντειες ευρωπαϊκές υποθέσεις,[xix] ακύρωνε την δυνατότητα και επιλογή μιας ρωσικής στρατιωτικής πίεσης για την προώθηση μιας ρωσικής λύσης στο Ανατολικό ζήτημα – λύσης που ο Καποδίστριας σταθερά πίστευε ότι ήταν εφικτή εντός του συστήματος της Ευρωπαϊκής «Συνεννόησης». [xx]

Όπως φαίνεται στις εισηγήσεις του, ο Καποδίστριας αποδεχόταν ότι η εθνική χειραφέτηση των ομόδοξων και η ενίσχυση της ρωσικής επιρροής στην Εγγύς Ανατολή μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς ρωσική εδαφική επέκταση και με εξισορρόπηση των διεθνών συμφερόντων μεταξύ των Μ. Δυνάμεων, αρκεί η Ρωσία να αναλάμβανε την διεθνή πρωτοβουλία των κινήσεων με μια προσεκτικά σχεδιασμένη εφαρμογή μιας ανανεωμένης ανατολικής πολιτικής της.[xxi] Ο Αλέξανδρος Α’ απέρριψε το πλαίσιο αυτής της πολιτικής και, ευρύτερα, αντιμετώπισε με ολοένα εντονότερο συντηρητικό τρόπο τα εθνικά και φιλελεύθερα αιτήματα που στην μετα-Ναπολεόντεια περίοδο εμφανίζονταν στο πολιτικό προσκήνιο της γηραιάς ηπείρου.[xxii] Δέκα χρόνια αργότερα, στα 1825, με το Ελληνικό ζήτημα πλήρως διεθνοποιημένο, ο Αλέξανδρος Α’, λίγους μήνες πριν τον θάνατο του, ήταν πλέον εντελώς έτοιμος για την αναθεώρηση της ανατολικής πολιτικής του 1816, καθώς όχι μόνο αυτή αλλά, επίσης, και η προώθηση ενός ρωσικού ρόλου στις ευρωπαϊκές υποθέσεις ως γενική επιδίωξη της εξωτερικής πολιτικής του, είχαν οδηγηθεί σε πλήρες αδιέξοδο. [xxiii]

Επί της ουσίας με τις εκτιμήσεις αυτές ο Καποδίστριας αναδείκνυε τελικά την διεθνή σημασία της ελληνικής εξέγερσης και τον καταλυτικό ρόλο που θα είχε στη μεταβολή των όρων διαχείρισης του Ανατολικού ζητήματος, που είχαν ατύπως συμφωνηθεί το Συνέδριο της Βιέννης. [xxvi]

Ο Καποδίστριας έγκαιρα αντιλήφθηκε ότι η διεθνοποίηση του ελληνικού ζητήματος θα βασιζόταν στο γεγονός ότι, ακόμη κι αν το επιθυμούσε, η Ρωσία ήταν υποχρεωμένη να μην αγνοήσει μια ελληνική εξέγερση στο πλαίσιο των διμερών ρωσο-οθωμανικών σχέσεων, καθώς η εγγενής δυσπιστία και αδιαλλαξία της Πύλης στις ρωσικές παρεμβάσεις θα οδηγούσε μοιραία σε νέα ρωσο-οθωμανική κρίση.

Η διεθνής αυτή εξέλιξη θα ενεργοποιούσε ευθέως διαβουλεύσεις και διαπραγματεύσεις των Μ. Δυνάμεων γύρω από την διαχείριση των ρωσο-οθωμανικών σχέσεων στο Ανατολικό Ζήτημα και καθιστούσε άμεσα διεθνές πρόβλημα το Ελληνικό ζήτημα ως αντικείμενο «Συνεννόησης Δυνάμεων», ειδικά μάλιστα στο πλαίσιο του προεξέχοντος αγγλο-ρωσικού ανταγωνισμού.

Ο Καποδίστριας είχε σαφή αντίληψη ότι «κλειδί» της αγγλο-ρωσικής συνεννόησης δεν ήταν γενικά και αόριστα η διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά ειδικά το αν καταλυθεί η Οθωμανική κυριαρχία στα Στενά και επανέλθει ο ρωσικός στόλος στην Ανατολική Μεσόγειο. Η επιτυχής στρατιωτικά ελληνική εξέγερση θα συνέτεινε να καταστεί αναπόφευκτη η λύση του Ελληνικού ζητήματος ως μέσο εκτόνωσης της ρωσο-οθωμανικής κρίσης (η οποία, σε αντιστοιχία με τους πάγιους Καποδιστριακούς σχεδιασμούς, στα 1826 εντάθηκε με το στρατιωτικό τελεσίγραφο του τσάρου Νικόλαου Α’ στη Πύλη), και θα δημιουργούσε μια νέα βάση αγγλο-ρωσικής συνεννόησης, που συνίστατο – τουλάχιστον – στον διαχωρισμό του ελληνικού ζητήματος (και των ρωσο-οθωμανικών εκκρεμοτήτων του 1812) από την οθωμανική κυριαρχία στα Στενά (Συνθήκη Αγ. Πετρούπολης, 1826). Όπως προέβλεψε ο Καποδίστριας ήταν ο ρωσο-οθωμανικός πόλεμος (1828-29) που επισφράγισε την ελληνική ανεξαρτησία.

 

Αλέξανδρος Α΄ της Ρωσίας, έργο του Stefan Semjonovitsj Stjukin, 1808, Museum of Pavlovsk, Russia.

 

Συμπερασματικά:

 

Ο Καποδίστριας διαμόρφωσε βαθμιαία μια «στρατηγική αντίληψη» για το Ελληνικό ζήτημα και την προώθησε με την πράξη του: την πολιτική «Με τις Δικές μας Δυνάμεις».[xxvii]

Η μετεξέλιξη της αντίληψης του προ-επαναστατικού Καποδίστρια διαμορφώθηκε σε δύο διακριτές φάσεις:

  • Στην πρώτη φάση (1800-1816) διαχειρίστηκε την υπάρχουσα «κατάσταση» στις επιδιώξεις του ελληνικού ζητήματος στην εκάστοτε τρέχουσα συγκυρία,
  • Στην δεύτερη φάση (1817-1821) ανάπτυξε την Καποδιστριακή αντίληψη της πολιτικής «Με τις Δικές μας Δυνάμεις» για την διεθνοποίηση και προώθηση του ελληνικού ζητήματος.

Στην πρώτη φάση, επιχείρησε καταρχήν να κάνει «ορατό» το ευρύτερο ελληνικό ζήτημα ως διεθνές θέμα στο Συνέδριο της Βιέννης (1815), καθώς το ήδη διεθνές ζήτημα της Επτανήσου Πολιτείας περιήλθε υπό αγγλική προστασία. [xxviii] Μετά το Συνέδριο της Βιέννης, προσπάθησε, στην συνέχεια, εκκινώντας από την ρωσική πολιτική «προστασίας των ομόδοξων» να αξιοποιήσει την ρωσική ανάγκη εξόδου στην Μεσόγειο και να επαναφέρει το ελληνικό ζήτημα στο προσκήνιο μέσω της ρωσικής ανατολική πολιτικής,  αναγνωρίζοντας ότι χωρίς ρωσο-οθωμανικό πόλεμο δεν είναι εφικτή η προώθηση του Ελληνικού ζητήματος. Ωστόσο, ο Αλέξανδρος Α’ δεν φάνηκε διατεθειμένος να επανακκινήσει την ρωσική ανατολική πολιτική, καθώς είχε πλέον διαμορφώσει στην Βιέννη στα 1815 διαφορετικές προτεραιότητες: αφ’ ενός εστιάζοντας στην Πολωνία και στο ρωσικό ρυθμιστικό ρόλο στις ευρωπαϊκές υποθέσεις και αφ’ ετέρου επιλέγοντας την de facto αποδοχή της οθωμανικής ακεραιότητας.

Μετά το 1815 παρέμεινε σταθερή η ρωσική πολιτική της «προστασίας των ομόδοξων» αλλά πάντα μέσα στο πλαίσιο «διεθνούς συνεννόησης» – πρακτικά de facto υπέρ του Status Quo. Αυτό σήμαινε ότι ο Αλέξανδρος πρώτον έχει παραιτηθεί εξ ορισμού από «μονομερείς» ενέργειες έναντι της Πύλης και, συνεπώς, επιδίωκε σταθερότητα και διπλωματική λύση στις διμερείς εκκρεμότητες, και δεύτερον δεν έχει ως προτεραιότητα την ρωσική ανατολική πολιτική, την οποία περιόριζε στην διατήρηση και στην ήπια εφαρμογή του συμβατικού δικαιώματος της για «προστασία των ομόδοξων», δηλαδή στην συντήρηση των ρωσικών ερεισμάτων στον ορθόδοξο πληθυσμό. Αυτή ακριβώς ήταν η ρωσική αντίληψη για το Status Quo στην Εγγύς Ανατολή μετά το 1815, αντίληψη που, εντός συγκεκριμένων ορίων, μπορούσε να είναι de facto ανεκτή τόσο από τις λοιπές Μ. Δυνάμεις, όσο και από την Πύλη. Η Αγγλία μάλιστα πίεζε διπλωματικά την Πύλη να δείξει την απαιτούμενη ευελιξία ώστε να επιλυθούν οι ρωσο-οθωμανικές εκκρεμότητες του 1812 υποστηρίζοντας ότι σε περίπτωση ρήξης επί αυτών θα υποστήριζε την Ρωσία. [xxix]

Όπως και την εποχή του Αλέξανδρου Υψηλάντη του εξ Απορρήτων, του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου του Φιραρή, του Κωνσταντίνου Υψηλάντη και του Αντωνο-Μαρία Καποδίστρια, δηλαδή μισού αιώνα προσδοκιών, η ρωσική πολιτική προτεραιοτήτων απέκλινε καθοριστικά από τις ελληνικές προτεραιότητες. Για τον Ιωάννη Καποδίστρια είχε φτάσει η ώρα της πολιτικής «Με τις Δικές μας Δυνάμεις» (1817-1821), που εγκαινιάζει την δεύτερη φάση της δράσης του προ-επαναστατικού Καποδίστρια.

 

Ποιο είναι το περιεχόμενο αυτής της πολιτικής «Με τις Δικές μας Δυνάμεις»;

 

Η αξιοποίηση, με ελληνική πρωτοβουλία, των διεθνών αντιθέσεων για την διεθνοποίηση του ελληνικού ζητήματος έπρεπε να προέλθει έμμεσα (αξιοποίηση εσωτερικής οθωμανικής κρίσης) ή άμεσα (ελληνική εξέγερση) ή ανάλογα με την συγκυρία από τον συνδυασμό και των δύο. Σ’ όλες τις περιπτώσεις το «κλειδί» στην προώθηση του Ελληνικό ζητήματος παρέμενε η ικανότητα της πολιτικής «Με τις Δικές μας Δυνάμεις» να δημιουργήσει πρακτικά αποτελέσματα.

Ο πυρήνας της πολιτικής «Με τις Δικές μας Δυνάμεις» εστιάζονταν στην πρόκληση ρωσο-οθωμανικής κρίσης με επίκεντρο το ελληνικό ζήτημα προκειμένου να καταστεί αυτό de facto αντικείμενο διεθνούς συμβιβασμού των Μ. Δυνάμεων στο Ανατολικό Ζήτημα.  Τον Ιούλιο 1821, όντας ακόμη Υπουργός Εξωτερικών του Αλέξανδρου, ο Καποδίστριας θέτει ευθέως στους εξεγερμένους Έλληνες την σημασία και προοπτική του Αγώνα στην διεθνοποίηση του Ελληνικού ζητήματος:

 

«Ας εννοηθώμεν μίαν φοράν δια πάντοτε περί του ουσιώδους τούτου πράγματος. Η Ρωσία απεδοκίμασε την επανάστασιν και η επανάστασις άρχισεν, ούτως η Ρωσία δεν ημπορούσε  και δεν έπρεπε μήδε να σιωπήση μηδε να επικυρώση. Ημπορεί να ενασχολήθη εις τας συνέπειας της, με σκοπόν, να τας κάμει να ευτυχήσουν; Δεν ημπορεί βέβαια, παρ’ όταν βιασθή από κραταιάν ανάγκην΄ από ανάγκην ανυπόστατον. Αυτή η ανάγκη θέλει να είσθαι κραταια και ανυπόστατος, όταν αποδειχθή, ότι δεν είναι πλέον δυνατόν να επανέλθη εις την Τουρκίαν, δια μέσου τουρκικής διοικήσεως, μια κατάστασις ευσυμβίβαστος με την διατήρησιν της ειρήνης. Αν τεθή τούτον το πρόβλημα, οι Τουρκοι δεν θέλουν πολεμηθή πλέον χάριν της επαναστάσεως΄ θέλουν  πολεμηθή δια να παύση η αταξία, την οποίαν η πόρτα προκαλέιται, ακολουθούσα κατά των χριστιανών σύστημα ολέθριον και αίματος».[xxx]

 

Ο Καποδίστριας σε διάφορες περιστάσεις είχε διατυπώσει απόψεις για επιθυμητή διεθνή λύση του ελληνικού ζητήματος, παράλληλα, όμως, είχε τον πραγματισμό να αντιληφθεί ότι η λύση αυτή θα καθοριστεί από τον συνδυασμό της εμβέλειας και ικανότητας του ελληνικής εξέγερσης με τους συσχετισμούς των Μ. Δυνάμεων.

Και αυτήν η πολιτική ο Καποδίστριας εφάρμοσε και πέτυχε τα επόμενα 10 χρόνια (1817-1826).

 

***

 

Προφανώς δεν είναι δυνατόν να μελετηθεί ολοκληρωμένα ο προ-επαναστατικός Καποδίστριας χωρίς αναφορά στο πολιτικό υποκείμενο της εξέγερσης. [xxxi] Το ζήτημα αυτό εκφεύγει της διεθνολογικής εστίασης αυτής της δημοσίευσης, ωστόσο μπορούν να αναφερθούν ορισμένες ενδεικτικές επισημάνσεις. Το πολιτικό υποκείμενο της προ-επαναστατικής προετοιμασίας, στο οποία ανήκει και ο Καποδίστριας, εστιάζεται σαφέστατα στον θεωρούμενο ως κυρίως «ελληνικό γεωγραφικό χώρο», αλλά συνδέεται ευθέως (ή και εμπεριέχεται για ουσιαστικούς ή τακτικούς λόγους) με τις δυνατότητες που προσφέρει μια συγχρονισμένη και ευρύτερη εξέγερση των, υπό ρωσική επιρροή/«προστασία ομόδοξων», χριστιανικών λαών της οθωμανικής αυτοκρατορίας και της ρωσικής ικανότητας να επιδράσει στην επίλυση του ευρύτερου Ανατολικού ζητήματος – πρακτικά, δηλαδή, να επιδράσει στην απομείωση προς όφελος των χριστιανικών λαών της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ή στην ολοκληρωτική κατάλυση της.

Στα 1819, ο Καποδίστριας χαράσσει ευθέως την τομή που επιχειρεί ως προεξέχων πλέον πολιτικός ηγέτης της κυοφορούμενης επανάστασης. Πρόκειται για το επιστέγασμα του Καποδιστριακού προβληματισμού σχετικά τον αναγκαίο επαναπροσδιορισμό της μέχρι τότε προσπάθειας ελληνικής χειραφέτησης στις τότε διεθνείς περιστάσεις.

Ιωάννης Καποδίστριας, πίνακας του Σερ Thomas Lawrence (1769-1830). Ο πίνακας φιλοτεχνήθηκε στη Βιέννη, ανήκει στη Βασίλισσα της Αγγλίας Ελισάβετ Β΄ και είναι εκτεθειμένος στον Πύργο του Windsor στην αίθουσα του Βατερλώ.

Ο Καποδίστριας με την ρητή έκφραση «Ας προβούμε σε έντιμο απολογισμό των γεγονότων που σφράγισαν το μισό του αιώνα μας» θέτει μια αξιοσημείωτη κομβική χρονική αναφορά, που είναι πρωτίστως πολιτική και αναφέρεται στις δραματικές περιπέτειες στα τελευταία πενήντα χρόνια ελληνικής προσπάθειας, με προφανή αφετηρία στα 1769 με τα Ορλωφικά και την ρωσική πολιτική της Μ. Αικατερίνης. [xxxii]

Γράφοντας την Εγκύκλιο του ο Καποδίστριας, ακριβώς την εποχή που βρίσκεται μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια στην γενέτειρα του Κέρκυρα, συσπειρώνοντας με πρόσκληση του τους  «αρχηγούς της Ελλάδας» [xxxiii] και βιώνοντας τον, με αγγλο-οθωμανική σύμπραξη, εξανδραποδισμό του πληθυσμού της Πάργας από τον Αλή Πάσα, γνωρίζει σε ποιους απευθύνεται και ποιοι είναι σε θέση να αντιληφθούν πλήρως τις παραινέσεις τους. Με την Εγκύκλιο αυτή ο Καποδίστριας δεν αρκείται απλώς να δημοσιοποιήσει την τοποθέτηση που ήδη έχει εξηγήσει χωρίς αμφισημίες στις συνομιλίες του με το πλήθος των προσκαλεσμένων του στην Κέρκυρα. Άλλωστε θα ήταν μια επιφανειακή προσέγγιση του κορυφαίου αυτού κειμένου να θεωρηθεί ότι η κύρια φροντίδα του Καποδίστρια είναι να πείσει τον Αλέξανδρο Α’ ότι κινείται εντός των πολιτικών οδηγιών του κατά την παραμονή του στην Κέρκυρα. [xxxiv]

Αντίθετα, ο Καποδίστριας με την Εγκύκλιο πράττει κάτι περισσότερο από την διακήρυξη μιας τοποθέτησης: δηλώνει παρών ως ο πολιτικός ηγέτης της προ-επαναστατικής προετοιμασίας! Κάνει κριτική ιστορική ανασκόπηση, επισημαίνει καίριες πτυχές και καταθέτει μια πολιτική στρατηγική.

Η Καποδιστριακή κριτική στις προγενέστερες ηγετικές προσωπικότητες του ελληνικού εγχειρήματος είναι εύγλωττη:

«ας εμβαθύνουμε», γράφει, «με περισυλλογή στο βάθος των συνειδήσεων μας ας προσπαθήσουμε να διεισδύσουμε σ’ εκείνες των συμπατριωτών μας, οι οποίοι βρέθηκαν σε θέση να μας παράσχουν κάποια υπηρεσία και που άφησαν σπουδαίες και μεγάλες ευκαιρίες για να την εκπληρώσουν και θα πεισθούμε βαθειά, πως αν υπήρχε λιγότερη αμάθεια από τη μια και λιγότερη έλλειψη ηθικού χαρακτήρα από την άλλη, τα πιο διακεκριμένα άτομα ανάμεσα στους πατέρες μας, έχοντας ευνοηθεί από τις περιστάσεις του καιρού μας, θα μας είχαν κληροδοτήσει λιγότερο προβληματικό μέλλον και την προοδευτική βελτίωση της μοίρας μας».[xxxv]

Η αναγκαστική αμφισημία, που είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί ως υπουργός εξωτερικών του Αλέξανδρου Α’ στα 1819 σ’ ένα κείμενο καταφανούς πολιτικής σκοπιμότητας, δεν αποκρύπτει τoν χαρακτήρα Καποδιστριακής αποτίμησης των πεπραγμένων του περασμένου «μισού αιώνα». Επικρίνοντας την επιλογή τους να μην προσφέρουν «υπηρεσία» υπέρ της υπόθεσης της ελληνικής χειραφέτησης («άφησαν σπουδαίες και μεγάλες ευκαιρίες για να την εκπληρώσουν»), ο Καποδίστριας εστιάζει την  έλλειψη αποτελέσματος στην «λιγότερη αμάθεια» και «λιγότερη έλλειψη ηθικού χαρακτήρα».

Η συσχέτιση των συγκεκριμένων Καποδιστριακών διατυπώσεων με το περιεχόμενο που τους προδίδει ο ίδιος στο υπόλοιπο κείμενο μπορεί να ερμηνευτούν ότι περιγράφουν έλλειψη κατανόησης συνθηκών και ωριμότητας του πολιτικού υποκειμένου και της εκάστοτε ηγεσίας του αλλά και μια ευθεία πρόσκληση για πανστρατιά και ενότητα, που θα την επαναλάβει, καίτοι ήταν ακόμη Υπουργός Εξωτερικών, με την έκρηξη της Επανάστασης με ευθύτητα γράφει στον Διονύσιο Ρώμα (οι υπογραμμίσεις δικές του):

«Τώρα λοιπόν, αν εις την μεγάλην επιχείρησιν, περί ής πρόκειται, είναι επαρκή τα μέσα –αν η ενότης μεταξύ των ανθρώπων, οίτινες θα τα διαχειρισθούν, είναι αληθής, ειλικρινής και αδιάλυτος – έσται με την ευλογίαν του Θεού, και η υπόθεσις θα ευδοκιμησει. Οίαι δήποτε και να είναι αι δυσκολίαι θέλουσιν υπερπηδηθή. Εν εναντια περιπτώσει, θα ήτο βαρύτατον και ασυγχώρητον έγκλημα, το να εκτεθούν τόσα και τόσον πολύτιμα συμφέροντα, να οπισθοδρομήσουν τόσαι και τόσον ωραίαι ελπίδες, όπως επισύρωμεν επί της πατρίδος μας νέας έτι και σκληροτέρας πιέσεις».[xxxvi]

Στα 1819 με την πολιτική πράξη της Εγκύκλιου του ο Καποδίστριας εμφανίζεται πλέον στο πολιτικό προσκήνιο ως υπεύθυνη ηγετική προσωπικότητα, απευθύνεται και κατευθύνει την προ-επαναστατική διαδικασία. Ωστόσο, η επισταμένη μελέτη του πολιτικού υποκειμένου, στο οποίο ο προ-επαναστατικός Καποδίστριας ασκεί εμμέσως κριτική και το θεωρεί ως φορέα της προ-επαναστατικής προετοιμασίας και δράσης απαιτεί συγκεκριμένη ανάλυση, συμπληρωματική της διεθνολογικής διερεύνησης.

 

Υποσημειώσεις


 

[i] Paul W. Schroeder, “Did the Vienna Settlement Rest on a Balance of Power?”, The American Historical Review, Vol. 97, No. 3 (Jun., 1992), pp. 683-706

[ii] Αγγλία και Αυστρία πράγματι κατέβαλαν σημαντικές προσπάθειες να πείσουν τον Αλέξανδρο Α’ και τον Μαχμούτ Β’ για έναν  de jure διακανονισμό των σχέσεων τους στο πλαίσιο των διευθετήσεων της Βιέννης. Πρότειναν, μάταια, στον Σουλτάνο να δεχθεί τις ρωσικές εδαφικές αξιώσεις στην Μαύρη θάλασσα σε αντάλλαγμα να υπάρξουν διεθνείς συμβατικές εγγυήσεις για την εδαφική ακεραιότητα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στο Συνέδριο της Βιέννης. Ο Μαχμούτ Β’ απέρριψε ρητά τις προτάσεις Καστλρέη (Ιανουάριος 1815) με το πρόσχημα ότι στην Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1812) δεν υπάρχουν εκκρεμότητες που θα καθιστούσαν αναγκαία μια διεθνή μεσολάβηση μεταξύ του ίδιου και του Τσάρου. Ο Αλέξανδρος Α’ μπορούσε να είναι ικανοποιημένος με την άρνηση του Μαχμούτ Β’,  που τερμάτισε πλέον κάθε σχετική διαπραγμάτευση, καθώς επιπρόσθετα η απόδραση του Ναπολέοντα από το νησί Έλβα δημιούργησε μια ανατροπή όπου οι ρωσικές στρατιές θα καλούνταν και πάλι να παίξουν τον ρόλο τους. Σχετικά με τις παραπάνω διαπραγματεύσεις. Δες: Miroslav Sedivy, Metternich, The Great Powers and The Eastern Question, Pilsen, 2013, pp. 39-44. Αλλά και ο ίδιος ο Καποδίστριας, διαπιστώνοντας την αγγλο-αυστριακή πρόθεση για de jure  δέσμευση της ρωσικής ανατολικής πολιτικής, επικροτεί την επιλογή του Αλέξανδρου Α’ για διαχωρισμό από τους λοιπούς εδαφικούς διακανονισμούς των ζητημάτων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, και άρα του Ανατολικού ζητήματος, τα οποία, άλλωστε, είχαν βρει την προσωρινή ή μη ρύθμιση τους στο διμερές πλαίσιο των ρωσο-οθωμανικών σχέσεων με την Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1812), αλλά και την συνέστησε, όταν αιφνιδιαστικά ετέθη στο Συνέδριο της Βιέννης ένα διπλωματικό σχέδιο για την «ελεύθερη ναυσιπλοΐα» στην Μαύρη Θάλασσα. Μάλιστα, πολιτικά ιδιοφυής, ο Καποδίστριας δέκα χρόνια μετά την Βιέννη (1815) στο Υπόμνημα (1826) σκόπιμα αναφέρεται διεξοδικά στο θέμα αυτό (όπως και σ’ άλλα ζητήματα) προς νέο τσάρο Νικόλαο Α’, καταφανώς υπογραμμίζοντας την ταυτότητα με την τρέχουσα ανανεωμένη ρωσική ανατολική πολιτική του διαδόχου του Αλεξάνδρου Α’ των τότε δικών απόψεων και επισημαίνει:

«Εις μίαν των ακροάσεων τούτων η Αυτού Μεγαλειότης μοι ανεκοίνωσε σχέδιον περί της ελευθέρας ναυσιπλοΐας εν τω Ευξείνω. Προετείνετο εν αυτώ προς την Αυτού Μεγαλειότητα να αναγράψη το μέγα τούτο και γενικής ωφελείας ζήτημα εις τα θέματα του συνεδρίου. «Μήπως το σχέδιον τούτο κρύπτει τι επί πλέον;» μοι είπεν ο Αυτοκράτωρ. «Τίποτε ολιγώτερον, Μεγαλειότατε, από την επέμβασιν της Ευρώπης εις τας προς την Τουρκίαν σχέσεις Υμών.» Εξετάζων το ζήτημα τούτο μετά της Αυτού Μεγαλειότητος έλαβον το θάρρος να υπομνήσω τας εκθέσεις των στρατηγών παρ’ οις υπηρέτησα περί της οικτράς θέσεως εις ην η συνθήκη του Βουκουρεστίου κατέλιπε τα μεγάλα συμφέροντα της Ρωσσίας και των ομοδόξων της εν Ανατολή. Ο Αυτοκράτωρ μοι είπε: «Κάθε πράγμα εις τον καιρόν του. Ας τελειώσωμεν το εν Βιέννη έργον μας. Ας προσπαθήσωμεν να το τελειώσωμεν καλώς και έπειτα θα ασχοληθώμεν και με τα άλλα ζητήματα.» (υπογραμμίσεις δικές μου)

Ιωάννης Καποδίστριας, «Επισκόπηση της πολιτικής μου σταδιοδρομίας από του 1798 μέχρι του 1822», Αρχείο Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Α΄, σελ. 22 http://62.217.127.123/~jkok/kapodistrias/ arheion_ioannou_kapodistria__t__a__-b-1*3.html

[iii] Ενδεικτικά ο άγγλος πρέσβης στην Αγ. Πετρούπολη, Λόρδος Κάτχερτ, στο υπουργό εξωτερικών Κάστλρεη: «Ο Αυτοκράτορας αντιλαμβάνεται πλήρως την έκταση της ισχύος που στρατιωτική προπαρασκευή θέτει στα χέρια του. Αγαπά τον στρατό του και είναι περήφανος για αυτόν. … Αναζήτησα λεπτομέρειες για το προτεινόμενο ζήτημα της μείωσης δυνάμεων. … Δεν διαπίστωσα κανένα σχέδιο περικοπών να έχει ζητηθεί από διάφορους υπουργούς. Η συνέχιση της παραμονής τους κοντά στα σύνορα δηλώνεται ότι σκοπό έχει την συντήρηση τους από τις υποδομές που έχουν σχηματιστεί εκεί και ότι από οικονομικής πλευράς είναι καλύτερο να συντηρούνται επί τόπου αντί να μεταφερθούν στο εσωτερικό με τα στρατεύματα ή να διατεθούν σε πώληση».

Δες: «Lord Catheart to Lord Castlereagh, St. Petersburg, July 1-13, 1816», Charles Marquees of Londonderry, Correspondence, dispatches and other Papers of Viscount Castlereagh, Vol 11, London 1853, p. 263 &  pp. 266-267.

[iv] Πράγματι, ο Γκενζ έγραφε ρητά ότι: «ο Αυτοκράτορας της Ρωσίας είναι σήμερα ο μοναδικός μονάρχης σε θέση να πραγματοποιήσει αχανείς επιχειρήσεις. Είναι επικεφαλής του μοναδικού αποτελεσματικού στρατού στην Ευρώπη. Τίποτε δεν μπορεί να αντισταθεί στο πλήγμα αυτού του στρατού. Κανένα εμπόδιο που δεσμεύει τις βουλήσεις των άλλων μοναρχών, όπως συνταγματικές νομοθεσίες, κοινή γνώμη και ούτω καθεξής, υπάρχουν για αυτόν. Ότι τον ευχαριστεί να αποφασίσει σήμερα, έχει την ισχύ να το πραγματοποιήσει αύριο». Στο O.J. Frederiksen, “Alexander I and His League to End Wars”, The Russian Review, Vol 3, no 1, Autumn, 1943, p. 19

[v] Alexander Bitis, Τhe Russian Army and the Eastern Question, 1821-1834, PhD, LSE, 2000, pp. 113-119

[vi]  Οι ευρωπαϊκές επιδιώξεις της Ρωσίας ήταν αναπόσπαστο μέρος των αντιθέσεων των Μ. Δυνάμεων, τόσο για την εφαρμογή της Συνθηκών, όσο για την αντιμετώπιση της διεθνούς αστάθειας και ρευστότητας. Ιδιαίτερα, Ρωσία και Αγγλία σχεδόν σ’ όλα τα διπλωματικά πεδία βρίσκονταν σε αντιμαχόμενες πλευρές. «Στην Γαλλία, αν και μέσω των Πρέσβεων τους», παρατηρεί ο Webster, «ήταν ανταγωνιστές, όμως η Ρωσία και η Βρετανία είχαν ίδια τοποθέτηση – την εδραίωση της μοναρχικής παλινόρθωσης. Αλλά σχεδόν παντού αλλού στην Ευρώπη στην διάρκεια των τριών αυτών χρόνων [1815-1818] οι πολιτικές τους βρίσκονταν σε σύγκρουση. Ο Τσάρος, ή τουλάχιστον μερικοί από τους υπηρετούντες σ’ αυτόν, ενεπλάκησαν σε πολυσχιδείς ενέργειες, οι οποίες ήταν σ’ όλες σχεδόν τις περιπτώσεις εχθρικές στην Βρετανία. Ήταν μια διπλωματική μονομαχία ανάμεσα στα δύο κράτη, η οποία εκτείνονταν σε μια μεγάλη περιοχή. Στο Παρίσι εμφανίζονταν ως ανταγωνιστές για την εύνοια του Λουδοβίκου 18ου, στην Μαδρίτη υπήρξε μία άγρια αντιπαράθεση από την οποία κρίνονταν μεγάλα ζητήματα, στην Ιταλία και στην Γερμανία η Βρετανία υποστήριξε την Αυστριακή επιρροή σε βάρος της Ρωσικής, στην Κωνσταντινούπολη ήταν σχεδόν ανοικτά παραδεκτές οι αποκλίσεις των απόψεων τους, η αντιπαράθεση επεκτείνονταν στην Ασία και ο αγώνας για την Περσία είχε ήδη αρχίσει. … Αυτός ήταν ένας ολοκληρωτικά νέος ρόλος για να παίξει η Ρωσία. Πριν την Γαλλική Επανάσταση αυτή … δεν είχε σχέσεις με την Δυτική Ευρώπη. … Τώρα η επιρροή της ήταν μέγιστη, και προφανώς αυξανόμενη στις μισές Αυλές της Ευρώπης, και τα όργανα της ήταν εμπλεκόμενα στην υποδαύλιση αναταράξεων σ’ όλη την Δύση».  C. K. Webster, The Foreign Policy of Castlereagh, 1815-1882, London, 1925, p.  88

[vii] Η εσπευσμένη συνομολόγηση της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (1812) ήταν προϊόν αδήριτης ρωσικής αναγκαιότητας. Αν και η Ρωσία, μετά τις νίκες του Κουτούζοφ, επέσπευσε τον τερματισμό του ρωσο-οθωμανικού πολέμου λόγω της αναμενόμενη γαλλικής απειλής, η Συνθήκη, που υπογράφηκε μόλις δεκατρείς μέρες πριν την έναρξη της ρωσικής εισβολής του Ναπολέοντα, ανέδειξε την  Ρωσία σε ισχυρή δύναμη στον Δούναβη και στην Μαύρη θάλασσα. Σύμφωνα με την Συνθήκη η Ρωσία αποσύρθηκε στρατιωτικά από τις Ηγεμονίες διατηρώντας τα προηγούμενα συμβατικά δικαιώματα της στο διοικητικό καθεστώς της και η Πύλη αναγνώρισε την ρωσική προσάρτηση της Βεσσαραβίας. Επίσης υπογράφηκε εκεχειρία με τους από τα 1804 εξεγερμένους Σέρβους και δόθηκε καθεστώς αυτονομίας στη Σερβία, ωστόσο με την αποχώρηση της ρωσικής στρατιωτικής παρουσίας οι σερβο-οθωμανικές σχέσεις επιδεινώθηκαν ραγδαία και ο Σουλτάνος προχώρησε σε βίαιη καταστολή των εξεγερμένων, χωρίς η Ρωσία (λόγω της γαλλικής εισβολής) να είναι σε θέση να αντιδράσει. Στην Μαύρη θάλασσα, η Πύλη παραιτήθηκε από τις διεκδικήσεις της στην δυτική Γεωργία, ενώ η Ρωσία της επέστρεψε σχεδόν ότι είχε χάσει στα ανατολικά (Poti, Anapa και Akhalkalali) διατηρώντας όμως το Sukhum-Kale στις ακτές της Αμπχαζίας αλλά αρνούμενη την παράδοση πίσω στην Πύλη κατακτημένων οχυρών θέσεων. Δες: John F. Baddeley, The Russian conquest of the Caucasus, London, New York, Bombay, Calcutta: Longmans, Green and Co., 1908, Andrew Robarts, «Treaty of Bucharest» στο Ágoston, Gábor; Masters, Bruce, Encyclopedia of the Ottoman Empire, 2009, p. 94

[viii] Το συμβατικό δικαίωμα της Ρωσίας στην «προστασία ομόδοξων χριστιανών» εδράζεται στα άρθρα 7 και 14 της Συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) ως συνέπεια του ρωσο-οθωμανικού πολέμου (1768-74), αλλά συνάγεται και από το σύνολο των δικαιωμάτων που παρείχε η Συνθήκη στους ομόδοξους στις Ηγεμονίες, στον Μοριά και στα νησιά του Αιγαίου. Στα συγκεκριμένα αυτά άρθρα προβλέπεται το σχετικό ρωσικό δικαίωμα, ένα νομικό ζήτημα που οι διάφορες ενδιαφερόμενες πλευρές σε διάφορες συγκυρίες (όπως η Ελληνική Επανάσταση ή ο Κριμαϊκός πόλεμος) για διπλωματικούς λόγους της συγκυρίας έδιναν είτε ευρύτατο ή στενότερο περιεχόμενο. Για παράδειγμα, ο Μέττερνιχ αναλύοντας την Συνθήκη θεωρούσε ότι η συμβατική υποχρέωση της Πύλης να επιτρέψει για πρώτη φορά την ίδρυση ορθόδοξης εκκλησίας για τους χριστιανούς στην Πόλη υπό την προστασία της Ρωσίας εξαντλούσε μόνο εκεί περιοριστικά το ρωσικό δικαίωμα επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις υπέρ των ομόδοξων της, δες: “Metternichs Dispatch to Prince Esterhazy, March 17, 1822”, στο Paul Schroeder, Metternichs Diplomacy at its Zenith (New York, 1969), p. 188. Ωστόσο, ακόμη και στο ειδικό, αλλά εξέχοντος πολιτικού συμβολισμού, θέματος της ανέγερσης εκκλησίας μέσα στην ίδια την Πόλη η συμβατική δέσμευση της Πύλης δεν μπορεί να αγνοηθεί, δες: Roderic H. Davison,”TheDosografaChurch in the Treaty of Küçük Kaynarca:, Bulletin of the School of Oriental and African Studies, University of London, Vol. 42, No. 1, 1979. Θα μπορούσε ορθά να υποστηριχθεί, επισημαίνει εύστοχα ο Davison, ότι η Ρωσία δεν χρειαζόταν καθόλου να ενεργήσει βάσει των Συνθηκών ως προστάτης των χριστιανών, και αυτό το επιχείρημα, εκφράζεται σε ρωσικές δηλώσεις του 1853 όπου ο Βαρόνος Brunnow, ρώσος πρέσβης στο Λονδίνο, έγραψε ιδιωτικά στον Πρίγκιπα Menshikov και τον Κόμη Nesselrode: «Η Ρωσία είναι ισχυρή, η Τουρκία είναι αδύναμη, αυτό είναι το προοίμιο όλων των Συνθηκών μας«. Letter of March 21/April 2, 1853, F. F; de Martens, ed., Recueil des Traites et Conventions Conclus par la Russie, 15 vols, St. Petersburg, 1874-1909, 12:311. Αλλά και ο ίδιος ο Nesselrode έγραψε αμέσως μετά: «Το δικαίωμα της Ρωσίας στηρίζεται σε ένα αναμφισβήτητο γεγονός: 50 εκατομμύρια ορθόδοξοι Ρώσοι δεν μπορούν να παραμείνουν αδιάφοροι στην τύχη 12 εκατομμυρίων ορθόδοξων υπηκόων του Σουλτάνου «, Nesselrode to Brunnow, April 20/May 2, 1853, παρατίθενται στο: Roteric Η. Davison, ʺRussian skill and Turkish imbecility: Τhe treaty of Kuchuk Kainardji reconsidered”, Slavic Review, 25, 1976 

[ix] «Την βαθιά ριζωμένη καχυποψία της Πύλης για την πολιτική της Ρωσίας» επισημαίνει ο Άρς, «προσπαθούσε με κάθε τρόπο να συντηρήσει η ευρωπαϊκή διπλωματία, ιδίως εκείνη της Αγγλίας και της Αυστρίας», οπ. π. σελ. 117

[x] Γριγκόρι Άρς, Ο Ιωάννης Καποδίστριας στην Ρωσία, Αθήνα 2015, σελ.116

[xi] Το σχετικό απόσπασμα οδηγιών από ρωσικά αρχεία παρατίθεται στον οπ. π. σελ. 116 (υπογραμμίσεις δικές μου).

[xii] οπ. π. σελ. 116 (υπογραμμίσεις δικές μου)

[xiii] οπ. π. σελ. 116 (υπογραμμίσεις δικές μου)

[xiv] οπ. π. σελ. 117 (υπογραμμίσεις δικές μου)

[xv] Απορρίπτοντας την σχετική εισήγηση του Ι. Καποδίστρια για την ρωσική ανατολική πολιτική, ο Αλέξανδρος έθεσε το δικό του πλαίσιο: «Αι σκέψεις αύται είναι πολύ λογικαί, αλλά διά να εκτελέση τις τι πρέπει να προσφύγη εις το τηλεβόλον, τούθ’ όπερ δεν επιθυμώ. Αρκετούς πολέμους έσχομεν επί του Δουνάβεως· οι δε τοιούτοι πόλεμοι επιδρούν κακώς επί του ηθικού των στρατευμάτων. Του τελευταίου τούτου σείς ο ίδιος υπήρξατε μάρτυς. Αφ’ ετέρου η ειρήνη της Ευρώπης δεν έχει εισέτι στερεωθή, οι δε υποκινηταί των επαναστάσεων ουδέν θα επεθύμουν τόσον όσον να με ιδούν εις ρήξιν προς τους Τούρκους. Καλή ή κακή, η σύμβασις του Βουκουρεστίου πρέπει να τηρηθή. Πρέπει να την δεχθώμεν και να προσπαθήσωμεν να ωφεληθώμεν εξ αυτής όσον το δυνατόν περισσότερον, ίνα προξενήσωμεν κάτι καλόν εις τας παριστρίους ηγεμονίας και εις τους Σέρβους και ιδίως ίνα οι Τούρκοι μη μας ενοχλούν διά των αξιώσεων αυτών επί της ασιατικής ακτής. Υπό το πνεύμα τούτο συνιστώ να ασχοληθήτε με την αποστολήν του κ. Στρόγανωφ», «Επισκόπηση», Αρχείο Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Α΄, σελ. 34

[xvi] Στα 1819, παραμονές της ιστορικής επίσκεψης του Καποδίστρια στην γενέτειρα του Κέρκυρα, ο ίδιος ο Καποδίστριας αναφέρει τις ρητές οδηγίες του Τσάρου: «…Σας συνιστώ να μη εξέλθετε της πορείας ην ακολουθούμεν. Προσπαθήσατε να φέρετε την γαλήνην εις την πατρίδα σας. Δώσατε εις τους Επτανησίους και δι’ αυτών εις τους λοιπούς Έλληνας να εννοήσουν ότι πρέπει να είναι λογικοί. Επιθυμώ βεβαίως να συντελέσω εις την καλυτέρευσιν της τύχης των, αλλ’ επί τη βάσει των συνθηκών. Ο Κόσμος έχει ανάγκην ησυχίας. Ταύτην δυνάμεθα να εξασφαλίσωμεν μόνον διά της ενώσεως μεταξύ των ευρωπαϊκών Κυβερνήσεων. Ο δε μέγας ούτος καρπός των προσπαθειών μας θα εξηφανίζετο ευθύς ως τα εν Ανατολή συμφέροντα ήθελον ρίψει το σπέρμα της διχονοίας εις το μέσον ημών. Πρέπει συνεπώς να αφήσωμεν τα πράγματα ως έχουν και να περιορισθώμεν να πράξωμεν ιδιαιτέρως υπέρ των Ελλήνων ό,τι καλόν δυνηθώμεν, αλλά χωρίς διά τούτο να τους ενθαρρύνωμεν να περιμένουν από Εμέ ό,τι αυτήν την στιγμήν δεν έχω την δυνατότητα να πράξω υπέρ αυτών». «Επισκόπηση»,  Αρχείο Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Α΄, σελ. 51

[xvii] «Επισκόπηση», Αρχείο Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Α΄, σελ. 35

[xviii] Το σχετικό απόσπασμα της αλληλογραφίας Καποδίστρια  από ρωσικά αρχεία παρατίθεται στον Γρ. Άρς, οπ. π. σελ. 118

[xix] Μέχρι το Συνέδριο του Αίξ-λα-Σαπέλ (1818) ο Αλέξανδρος επεδίωκε να εμπεδώσει την επιρροή του σε κάθε σχεδόν ευρωπαϊκό θέμα προσπαθώντας να αξιοποιήσει κάθε παρουσιαζόμενη ευκαιρία. «Στην Γερμανία», για παράδειγμα επισημαίνει ο Webster, «ο Κάστλρεη επίσης υποστήριζε γενικά την πολιτική Μέττερνιχ εναντίον του Τσάρου. Στην Τελική Πράξη της Βιέννης μόνο το περίγραμμα της Γερμανικής Συνομοσπονδίας είχε διευθετηθεί. Οι λεπτομέρειες παρέμειναν να διευκρινιστούν και πολλά βασίζονταν σ’ αυτές. Πόσο επέτρεπε η Συνομοσπονδία στα μέλη της να ακολουθούν την δική τους εξωτερική και εσωτερική πολιτική; Θα ήταν εφικτό τα μικρότερα κράτη να εξαναγκαστούν σε υποταγή στην Αυστρο-Πρωσική ηγεμονία, ειδικότερα οι περισσότερο Φιλελεύθερες Δυνάμεις του Νότου; Ούτε η Ρωσία, ούτε η Γαλλία επιθυμούσαν να δουν μια ισχυρή και ενωμένη Κεντρική Ευρώπη. Από την άλλη πλευρά, ο Κάστλρεη την θεωρούσε ως ουσιαστική για την σταθερότητα στην ήπειρο, και για να πετύχει αυτόν τον σκοπό ευνοούσε πάντα την προσέγγιση Πρωσίας και Αυστρίας. Επομένως, η Βρετανική επιρροή  σχεδόν πάντα ασκείτο υπέρ της Αυστριακής πλευράς», το C. K. Webster, p. 116. «Και στην περίπτωση αυτή», συμπεραίνει ο Webster «ήταν δυνατόν να φανταστεί κανείς την ύπαρξη ενός ρωσικού σχεδίου για να εδραιωθεί μια ρωσική ηγεμονία στην Γερμανία ή τουλάχιστον για να εμποδιστεί η Αυστρία να υλοποιήσει την δική της», στο C. K. Webster, p. 95. Από αυτήν, την γενικότερη, σκοπιά φαινόταν ότι οι προβλέψεις του Καποδίστρια το 1815 δικαιωνόταν σχετικά με «το συμπέρασμα εις το οποίον ωδήγει αναγκαίως η ανάλυσις της συνθήκης ταύτης [των Παρισίων]», ότι δηλαδή γενικότερα οι διακανονισμοί στο Παρίσι και στη Βιέννη αντανακλούσαν εμπεδωμένους συσχετισμούς μεταξύ των Μ. Δυνάμεων και ότι «η θέσις των πέντε Μεγάλων Δυνάμεων δεν θα ήτο πλέον επί ίσοις όροις», στο «Επισκόπηση», Αρχείο Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Α΄, σελ. 20

[xx] Όπως σημειώνει και ο Webster: «Στην ίδια την Κωνσταντινούπολη η Ρωσία είχε, φυσικά, πάγια και έννομα συμφέροντα. Ο Σουλτάνος το 1815 είχε ανόητα απορρίψει την εγγύηση που ο Κάστλρεη είχε προτείνει στην Βιέννη, και υπήρχαν πολλά εκκρεμή ζητήματα μεταξύ Πύλης και Ρωσίας», στο C. K. Webster, p. 96

[xxi] Ο Καποδίστριας εισηγήθηκε σχετικά με το περιεχόμενο των διπλωματικών οδηγιών στον νέο πρέσβη στην πύλη, Γρ. Στρογκανόφ, διαφορετικό πολιτικό πλαίσιο: «Αντί να αποσταλή ούτος, Μεγαλειότατε, όπως διαπραγματευθή την εκτέλεσιν ανερφαμόστου συνθήκης, ας λάβωμεν ως αφετηρίαν την διακοίνωσιν ην ο αρχιστράτηγος του στρατού του Δουνάβεως64 επέδωσεν εις τον Μέγαν Βεζύρην κατά την ανταλλαγήν των επικυρώσεων της συνθήκης ταύτης. Η διακοίνωσις αύτη εδήλου εις την Πύλην, ότι εάν δεν ενεργήση από κοινού μετά της Ρωσσίας κατά του Ναπολέοντος, η συνθήκη θα είναι άκυρος. Παρά την δήλωσιν ταύτην όμως, η Πύλη διετήρησε πάντοτε τας φιλικάς και στενάς αυτής προς τον Βοναπάρτην σχέσεις. Ώστε μόνη της διεκινούνευσε την ακύρωσιν της συνθήκης του Βουκουρεστίου. Επομένως η Ρωσσία δικαιούται να προτείνη εις τους Τούρκους νέαν συνθήκην ειρήνης, συνοδεύουσα δε την πρότασίν της διά στρατιωτικής κινήσεως εις τα σύνορα και εν τω Ευξείνω, δύναται να είναι βέβαια ότι οι Τούρκοι θα παραδεχθούν ταύτην. Ούτω θα δυνηθή τέλος η Ρωσσία να απαλλάξη διά παντός τους Μολδαβούς, τους Βλάχους και τους Σέρβους από της αυθαιρέτου και καταθλιπτικής διοικήσεως ήτις τους καταπιέζει. Η Μολδαβία, η Βλαχία και η Σερβία δεν δύνανται άρα γε να σχηματίσουν τρεις ομοσπόνδους ηγεμονίας, κυβερνωμένας υπό ηγεμόνων εκ τριών διαφόρων δυναστειών, οίτινες δύνανται να εκλεγούν εκ των ηγεμονικών οίκων της Γερμανίας, ίνα ούτω συμβιβασθούν πάντα τα συμφέροντα και αρθή πάσα αφορμή ζηλοτυπίας; Διά να μη στερηθή δε η Πύλη των δικαιωμάτων αυτής, δύναται να απονεμηθή εις αυτήν, ως κυρίαρχον Δύναμιν, το δικαίωμα του προμηθεύεσθαι διά την Κωνσταντινούπολή ζωοτροφίας εκ των τριών τούτων ηγεμονιών επί μέτρια τιμή. Εξ άλλου δε, ίνα εξασφαλισθή εις τας ηγεμονίας ταύτας ύπαρξις ευρωπαϊκή, δύνανται να τεθούν αύται υπό την εγγύησιν ου μόνον της Ρωσσίας και της Αυστρίας, αλλ’ επί πλέον, εάν δεήση, και της Αγγλίας και της Γαλλίας». «Επισκόπηση», Αρχείο Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Α΄, οπ. π. σελ. 33

[xxii] Όπως επισημαίνει ο Τ. Κανδηλώρος, σε επιστολή της από την Βαϊμάρη στον Καποδίστρια ήδη στα τέλη 1817, η Ρωξάνδρα Στρούντζα, πάντα ενήμερη για τα τεκταινόμενα της τσαρικής Αυλής, «τον βεβαιοί ότι εσχημάτισε πλέον γνώμην, ότι οΤσάρος προστατεύει τον δεσποτισμόν της Ιεράς Εξετάσεως του Βασιλέως της ισπανίας, πολέμών τα δίκαιο του ανθρώπου εις τας εν Αμερικη Ισπανικάς κτήσεις», στο Τάκης Κανδηλώρος, Η Φιλική Εταιρία,1814-1821, σελ. 166.  Η ραγδαία στροφή στον συντηρητισμό που έχει επισημανθεί από όλους τους μελετητές της περιόδου δεν οφείλεται μόνο στην όποια καθεστωτική απειλή θεωρούσε ότι αντιπροσώπευε ο «καρμποναρισμός» και στην μυστικιστική θρησκευτική ροπή της αποστολής των Ηγεμόνων. Ο Αλέξανδρος Α’, μετά την αποτυχία του διπλωματικού εγχειρήματος του Συνεδρίου του Άαχεν, όπου οι «πανευρωπαϊκές» φιλελεύθερες προτάσεις του Ι. Καποδίστρια αποτελούσαν το όχημα εμπέδωσης του ποθητού ρωσικού ευρωπαϊκού ρόλου με την de Jure  αναίρεση των περιορισμών της Βιέννης (1815), φαίνεται ότι επιχειρούσε να δώσει έναν νέο περιεχόμενο στον ρωσικό ευρωπαϊκό ρόλο: αυτόν του εγγυητή της καθεστηκυίας ευρωπαϊκής τάξης με όχημα την ενεργοποίηση της Ιεράς Συμμαχίας, την οποία οι λοιπές Μ. Δυνάμεις είχαν μέχρι το 1819 απονεκρώσει και που τώρα οι ανάγκες πρωτίστως αυστριακής σταθεροποίησης του Μέτερνιχ (αλλά όχι της Αγγλίας του Καστλρέη και προπάντων του Γ. Καννιγκ)  χρησιμοποιούνταν για να ρυμουλκήσουν την διπλωματική (αλλά όχι στρατιωτική) ρωσική υποστήριξη στις επιδιώξεις τους σε Γερμανία, Ιταλία και Ισπανία. Οι ανυπέρβλητες δυσκολίες της ρωσικής διπλωματίας στις διαπραγματεύσεις της Βιέννης, και ιδιαίτερα οι τελικές διευθετήσεις, οδήγησαν τον Αλέξανδρο Α’ να επιχειρήσει την σύναψη μιας παράλληλης Συνθήκης, την Ιερά Συμμαχία, που θα διαμόρφωνε έναν περισσότερο ευνοϊκό διπλωματικό πλαίσιο για την προώθηση ενός ευρωπαϊκού ρωσικού ρόλου. Την ευκαιρία παρείχε η επιδίωξη του Κάστλρεη για μια συμπληρωματική Συνθήκη Συμμαχίας που θα απέτρεπε εσωτερικές γαλλικές εξελίξεις να απειλήσουν εκ νέου την ευρωπαϊκή ασφάλεια, όπως συνέβη με τις επιπτώσεις της απόδρασης του Ναπολέοντα από το νησί Έλβα. Ο Αλέξανδρος Α’ κατέφυγε τότε σ’ έναν διπλωματικό ελιγμό ενώ επιχειρούσε ήδη να εισάγει την «αρχή της νομιμότητας» στο σχέδιο της νέας Συνθήκης αποτυγχάνοντας όμως, λόγω της αντίθεσης του Κάστλρεη, να γίνουν δεκτές εκτεταμένες διεθνείς δεσμεύσεις στην Συνθήκη Συμμαχίας της 20ης Νοεμβρίου 1815. Ο Καποδίστριας υπενθυμίζει τις περιστάσεις ρωσικού διπλωματικού ελιγμού γράφοντας ότι «Κατά την εν Παρισίοις διαμονήν Της η Αυτού Μεγαλειότης συνέταξεν αυτοπροσώπως την συνθήκην της 14/ 26 Σεπτεμβρίου, την μετά ταύτα κληθείσαν ΙεράνΣυμμαχίαν. Ο Αυτοκράτωρ διετύπωσε το σχέδιον της συνθήκης ιδιοχείρως διά μολυβδίδος. Εγχειρίζων μοι τούτο ο Αυτοκράτωρ με διέταξε να σκεφθώ επ’ αυτού και να υποβάλω τας παρατηρήσεις μου. Την επαύριον έλαβον το θάρρος να είπω Αυτώ ότι τα χρονικά της διπλωματίας δεν παρουσίαζον παρόμοιον έγγραφον και ότι η Αυτού Μεγαλειότης, συμφώνως με τα αρχάς Της, ηδύνατο να διατυπώση τας κυρίας γραμμάς ουχί εν συνθήκη αλλ’ εν διακοινώσει ή διαγγέλματι. Ο Αυτοκράτωρ εξετάσας τας ενστάσεις μου μοι απήντησεν ότι η απόφασίς Του είναι ειλημμένη και ότι αναλαμβάνει Αυτός όπως υπογράψουν την συνθήκην ταύτην οι σύμμαχοί Του, ο Αυτοκράτωρ της Αυστρίας και ο Βασιλεύς της Πρωσσίας. Όσον δ’ αφορά την Γαλλίαν, την Αγγλίαν και τας άλλας Κυβερνήσεις, «τούτο θα είναι», είπε τότε ο Αυτοκράτωρ, «έργον ιδικόν σας». Την μεθεπομένην η συνθήκη πράγματι υπεγράφη υπό του Αυτοκράτορος της Αυστρίας και του Βασιλέως της Πρωσσίας. Ο Βασιλεύς της Γαλλίας προσεχώρησε πλήρως εις αυτήν. Η Αγγλική Κυβέρνησις δεν εδέχθη την γενομένην αυτή πρότασιν, διά λόγους, ως ισχυρίσθη, κοινοβουλευτικής σκοπιμότητας», δες: «Επισκόπηση», οπ. π. σελ. 28 (υπογραμμίσεις δικές μου). Στην προσέγγιση του Αλέξανδρου Α’ για ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων αναδεικνύονταν δύο αλληλένδετες όψεις: η διπλωματική επιδίωξη ενός ρωσικού ρυθμιστικού ρόλου στις ευρωπαϊκές υποθέσεις και η συνεχής απόπειρα de jure θεσμοθέτησης των ad hoc διαδικασιών Διεθνούς Συνεννόησης μεταξύ των συμμάχων της Τετραμερούς και αργότερα της Πενταμερούς Συμμαχίας αλλά και των εταίρων του στην «Ιερά Συμμαχία» στην βάση της «μοναρχικής αλληλεγγύης». Επαναφέροντας την Ιερά Συμμαχία στο ευρωπαϊκό προσκήνιο, ο Αλέξανδρος Α’ προσέγγιζε την «μοναρχική αλληλεγγύη» με ξεχωριστό τρόπο. Καταρχήν, ο Αλέξανδρος Α’ αναγνώριζε ότι κάθε Μ. Δύναμη είχε ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, τα οποία ήταν αντικείμενο διεθνούς συνεννόησης και «μοναρχικής αλληλεγγύης» αλλά στην βάση της αμοιβαιότητας αναφορικά με ανάλογα ρωσικά ενδιαφέροντα. Δεύτερον, ο Τσάρος αντιλαμβανόταν ότι η καθεστωτική βάση της «μοναρχικής αλληλεγγύης» εστιαζόταν σε δυο διαστάσεις, ήτοι στην «αρχή της νομιμότητας» που εξέφραζε ο Μονάρχης και στους εδαφικούς διακανονισμούς της μετα-Ναπολεόντειας Ευρώπης. Η πρώτη διάσταση αφορούσε την απάντηση της «μοναρχικής αλληλεγγύης» στην πρόκληση των συνταγματικών και εθνικών κινημάτων της Δυτικής Ευρώπης, όπου οι αντιδράσεις των Μ. Δυνάμεων στην εκάστοτε περίπτωση ακολουθούν η κάθε μία τις δικές της επιδιώξεις με όριο την διατήρηση της «ευρωπαϊκής τάξης πραγμάτων» της Βιέννης, που αποτελούσε την βάση της ad hoc Συνεννόησης Δυνάμεων. Η δεύτερη διάσταση άγγιζε δύο ρωσικού ενδιαφέροντος ζητήματα που παρέμειναν στην διακριτική μεταχείριση της Ρωσίας και πρακτικά αφορούσαν αφενός το κατά πόσο η «μοναρχική αλληλεγγύη» περιλάμβανε και τον Σουλτάνο και αφετέρου το κατά πόσο το ευρωπαϊκό status quo περιλάμβανε την οθωμανική επικράτεια. O Κάστλρεη αποκάλεσε την «Ιερά Συμμαχία» «ένα χαρτί υπέρτατου μυστικισμού και ανοησίας» και ο Μέττερνιχ «ένα ηχηρό τίποτε», δες: O.J. Frederiksen, οπ. π. σελ. 17. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1820, οι περιστάσεις θα αναγκάσουν τον πρώτο σε διπλωματική αναδίπλωση και τον δεύτερο να προσφύγει, προσχηματικά έστω, σε διπλωματική σύμπλευση με τον Τσάρο αποδεχόμενος de facto το Πρωτόκολλο του Τροππάου, δηλ. τις «αρχές της νομιμότητας» και της «μοναρχικής αλληλεγγύης» της «Ιεράς Συμμαχίας». Στα 1821, και ο ίδιος ο Κάστλρεη, αντιμέτωπος με την Ελληνική Επανάσταση, θα αναγκαστεί, παρελκυστικά βέβαια, σε επιστολή του προς τον Αλέξανδρο Α’ να επικαλεστεί αυτές τις αρχές που ο ίδιος είχε καταδικάσει. «Είμαι βέβαιος ότι τα φοβερά γεγονότα τα οποία βασανίζουν το μέρος αυτό της Ευρώπης … δεν προέρχονται αποκλειστικά από τα συγκρουσιακά  και εύφλεκτα στοιχεία που συνθέτουν την Τουρκική Αυτοκρατορία αλλά σχηματίζουν ένα κλάδο από εκείνο το οργανωμένο πνεύμα εξεγέρσεων, το οποίο συστηματικά προπαγανδίζεται μέσα στην Ευρώπη και το οποίο εκρήγνυται οπουδήποτε το χέρι της κυβερνητικής ισχύος, για οποιονδήποτε λόγο εξασθενίζει. … Οποιοσδήποτε βαθμός απόκλιση απόψεων μπορεί να συνέβησαν στις πρόσφατες συνομιλίες για αφαιρετικές θεωρίες του διεθνούς δικαίου και οποιαδήποτε θέση της Βρετανικής Κυβέρνησης μπορεί τελευταία να διαφοροποιήθηκε από εκείνη των τριών Συμμαχικών Αυλών, με την υιοθέτηση μιας γραμμής ουδετερότητας την οποία ο Βασιλεύς θεώρησε απαραίτητη αναφορικά με τις Ιταλικές υποθέσεις … το παρόν Ευρωπαϊκό σύστημα, τοιουτοτρόπως επιμελώς και ευφυώς διοικούμενο, θα συνεχίσει να υφίσταται προς όφελος της ασφάλειας και εμπιστοσύνης της Ευρώπης. … ενώ δεν μπορούμε να αρνηθούμε στους Έλληνες την συμπάθεια και την συμπόνια μας, αυτοί ήταν οι επιτιθέμενοι στην παρούσα περίσταση», δες: ”The Marquess of Marquees of Londonderry to his Imperial Majesty the Emperor of all the RussiasForeign Office, London, July 16, 1821” στο Charles Marquees of Londonderry, οπ. π., pp. 403-408. Οι χειρισμοί Μέττερνιχ και Κάστλρεη στις αναφυόμενες περιστάσεις αστάθειας της ευρωπαϊκής τάξης πραγμάτων ήταν απόλυτα συνεπείς τόσο στις επιμέρους πολιτικές επιδιώξεις του καθενός, όσο και στην συναντίληψη τους για τις μετα-Ναπολεόντειες ευρωπαϊκές σχέσεις.

[xxiii] Ο Αλέξανδρος Α’, απογοητευμένος από τους συμμάχους του για την στάση τους στις ρωσο-οθωμανικές σχέσεις, ανέφερε πικραμένος στον Νεσσελρόντε: «Η τουρκική ισχύ θρυμματίζεται, το μαρτύριο είναι περισσότερο ή λιγότερο μεγάλο αλλά είναι καταδικασμένη σε θάνατο. Είμαι ακόμη εδώ, οπλισμένος με όλη την ισχύ μου, αλλά πιστός στις γνωστές αρχές μου της μετριοπάθειας και ανιδιοτέλειας. Πώς αυτό δεν θα με ωφελήσει, με την αποστροφή μου από οποιοδήποτε σχέδιο κατάκτησης, για να φτάσω σε μια λύση ενός ζητήματος που διαρκώς διαταράσσει την Ευρώπη; Όσο ακολουθώ αυτές [τις αρχές], αυτοί [οι Σύμμαχοι] επιχειρούν να έχουν οφέλη από αυτό. Δεν μπορώ να παραμείνω σ’ αυτήν την θέση για περισσότερο χρόνο. Οι υποθέσεις καθημερινά γίνονται περισσότερο πολύπλοκες. Πιέζομαι, όλο το περιβάλλον μου με παρακινεί. Ο λαός απαιτεί πόλεμο, στρατιές μου είναι πλήρεις ενθουσιασμού να τον πραγματοποιήσουν, δεν είναι δυνατόν να αντισταθώ περισσότερο. Οι σύμμαχοι μου με έχουν εγκαταλείψει. Ο καθένας μηχανογραφεί στην Ελλάδα. Μόνο εγώ παρέμεινα αγνός. Έχω πιέσει την κατάσταση τόσο πολύ ώστε δεν έχω ούτε καν ένα άθλιο όργανο στην Ελλάδα, ούτε έστω έναν πράκτορα πληροφοριών, και είμαι υποχρεωμένος να αρκούμαι με τα υπολείμματα που πέφτουν από το τραπέζι των συμμάχων μου».

Ο Αλέξανδρος Α’ δεν θα προλάβει, θα πεθάνει ξαφνικά και θα τον διαδεχθεί ο αδελφός του Νικόλαος Α’ που θα συμπαραταχθεί άμεσα με τις αντιλήψεις της «πολεμικής παράταξης» (“War Party”) και κοντά του θα βρεθεί ο αποχωρήσας ρώσος πρέσβης στην Πόλη, Γρ. Στρογκανόφ. Το παραπάνω απόσπασμα παρατίθεται στο: Harold Temperley, «Princess Lieven and the Protocol of 4 April 1826», The English Historical Review, Vol. 39, No. 153 (Jan., 1924), pp. 60

[xxiv] Σχολιάζοντας τις εξελίξεις στην Διάσκεψη του Λάϋμπαχ στην διδακτορική διατριβή ο Χ. Κισσινγκερ έγραφε «το ζήτημα μεταξύ Μέττερνιχ και Καποδίστρια επιλύθηκε σε μια διαμάχη όπου οι επιταγές της αρχής της νομιμότητας επιβλήθηκαν στις εθνικές διεκδικήσεις… με τα λόγια του Μέττερνιχ “δύο παρατάξεις είναι αντιμέτωπες παντού στον κόσμο: οι Καποδίστριες και οι Μέττερνιχ. Καθώς ο Τσάρος είναι ένας Μέττερνιχ, οι αντίπαλοι του θα αφεθούν στην μοίρα τους”…» Στο Henry Kissinger, A World Restored: Metternich, Castlereagh and the problems of Peace, 1812-1822, Harvard University, 1954,  p. 292, Γ. Πουκαμισάς, Καποδίστριας και Μέττερνιχ. Δύο αντίθετες αντιλήψεις για το Ανατολικό Ζήτημα, Αθήνα 2010

[xxv] Πράγματι, τις αντιλήψεις της «πολεμικής παράταξης» ο Γρ. Στρογκανόφ, ρώσος πρέσβης στην Πόλη, εξέφραζε με την διπλωματική διαχείριση της  διαπραγμάτευσης των διμερών εκκρεμοτήτων του 1812 την πεποίθηση ότι η αδιαλλαξία της Πύλης μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την πολιτική ισχύος που θα καθιστούσε επιβεβλημένο τον σεβασμό των ρωσικών θέσεων και ειδικότερα το δικαίωμα της στην «προστασία των ομόδοξων», στο οποίο ο Καποδίστριας είχε δώσει ιδιαίτερη έμφαση διατυπώνοντας τις διπλωματικές οδηγίες του Αλέξανδρου Α’ προς τον Γρ. Στρογκανόφ. Την άνοιξη του 1819 ο Καποδίστριας γράφει στον Στρογκανόφ από την Κέρκυρα: «Εδώ σας αναγνωρίζουν όχι μόνο ως εκπρόσωπο του αυτοκράτορα αλλά και ως προστάτη των Ελλήνων», δες: Γρ. Άρς, οπ. π. σελ. 118-119

[xxvi] Ο Καποδίστριας είχε πλέον διατυπώσει σαφώς την αντίληψη αυτή απευθυνόμενος στους αντιπροσώπους  των Οσποδάρων Βλαχίας και Μολδαβίας, Αλ. Μαυροκορδάτο και Πασβάνογλου, τους οποίους συνάντησε μ’ αφορμή την περιοδεία του Αλέξανδρου στην Βεσσαραβία το 1818: «Οι οσποδάροι της Μολδαβίας και της Βλαχίας προσεπάθησαν να μοι αποδείξουν ότι η διατήρησις της μετά των Τούρκων ειρήνης ήτο αδύνατος, και ότι, ως Έλληνες, ήσαν ανυπόμονοι να μάθουν ότι τα Ρωσσικά στρατεύματα ήσαν έτοιμα να διαβούν τον Προύθον… «Νομίζετε, λοιπόν», απήντησα εις αυτούς, «ότι θα τον διέβαινον διά να σας ανυψώσουν εις το αξίωμα ανεξαρτήτων ηγεμόνων; Δείξατέ μοι εν τη Ιστορία ανάλογον παράδειγμα. Αφού τοιούτον δεν υπάρχει, φαντάζεσθε ότι η τύχη σας θα αποτελέση εξαίρεσιν του γενικού κανόνος; Άλλως θα έπρεπε να χυθή αίμα πολύ, να γίνουν θυσίαι μεγάλαι, να καταστραφουν υπάρξεις και περιουσίαι εις μέγαν αριθμόν, και προς τίνα σκοπόν; Διά να αντικαταστήσετε το τουρκικόν σαρίκι με πίλον ευρωπαϊκόν; Ως Έλλην μεν οφείλω μόνον εκείνην την ελευθερίαν να επιθυμώ, ην οι Έλληνες ήθελον αποκτήσει διά των ιδίων των δυνάμεων και διά της προηγούμενης προόδου των εις τον αληθή πολιτισμόν. Αλλά από το σημείον τούτο η κοινή ημών πατρίς ευρίσκεται ακόμη μακράν· δι’ ο και έκαστος εξ ημών οφείλει να αφιερώση πάσας αυτού τας δυνάμεις, ίνα προπαρασκευάση την οδόν ήτις θα ανάδειξη την πατρίδα μας εις έθνος πολιτισμένον. Ως υπουργός όμως της Αυτού Αυτοκρατορικής Μεγαλειότητος, σας δηλώ ότι ο Αυτοκράτωρ έχει την σταθεράν και αμετάτρεπτον πρόθεσιν να στερεώση την μετά των Τούρκων ειρήνην επί τη βάσει των υφισταμένων συνθηκών. Εάν δε οι Έλληνες είναι εις θέσιν και θελήσουν καλή τη πίστει να ωφεληθούν εκ του συστήματος τούτου, όχι μόνον δεν θα χάσουν αλλά τουναντίον πολύ θα κερδίσουν». «Επισκόπηση», Αρχείο Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Α΄, σελ. 45

[xxvii] Δες Σέργιος Ζαμπούρας, «Για την πολιτική προσωπικότητα του Ιω. Καποδίστρια», εισήγηση στην ίδια διεθνολογική συζήτηση, με θέμα «Προ-επαναστατικός Καποδίστριας: Το ελληνικό ζήτημα στο διεθνές σύστημα της Ισορροπίας Δυνάμεων».

[xxviii] Brian E. Vick, The Congress of Vienna-Power and Politics after Napoleon, Harvard University Press, 2014, pp. 226-230

[xxix] Ο Καποδίστριας φαίνεται να θεωρούσε ορθά τις δυνατότητες άσκησης πιέσεων στην Πύλη αλλά και τα περιθώρια διπλωματικής απομόνωσης της, που θα μπορούσαν να συντελέσουν σε μια θετική έκβαση της διεθνούς συνεννόησης, ειδικά μάλιστα με την Αγγλία. Ο ίδιος ο Καστλρέη, ήδη τον Ιανουάριο 1816, στις διπλωματικές οδηγίες του προς την βρετανική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη καθόριζε ότι: «η πολιτική μας είναι να πετύχουμε η Πύλη να διεξάγει τις συνομιλίες της με την Ρωσία με τρόπο ώστε να αποφύγει να δώσει σ’ αυτήν την Δύναμη οποιοδήποτε δίκαιο ή έστω εύλογο κίνητρο για πόλεμο … στην παρούσα κατάσταση της Ευρώπης, και ο συσχετισμός ισχύος των δύο Κρατών, η διατήρηση της ειρήνης με την Πύλη έχει απείρως μεγαλύτερη επίπτωση από οτιδήποτε ή ακόμη από το σύνολο των ζητημάτων που τίθενται ως θέμα με την Ρωσία» και συνέστησε να δοθεί στην Πύλη επίσημη προειδοποίηση, από κοινού με την Αυστρία, ότι εάν μια υπεροπτική συμπεριφορά δώσει στην Ρωσία μια δικαιολογία για πόλεμο, καμιά βοήθεια δεν πρέπει να αναμένεται από τις Δυτικές Δυνάμεις, στο «Castlereagh Instruction to Frere, Jan. 29, 1816, F.O. Turkey, 86», C. K. Webster, p. 350.

[xxx] Δες Υπόμνημα Ι. Καποδίστρια προς Μητροπολίτη Ιγνάτιο, στο Ε. Πρωτοψάλτης, Ιγνάτιος Μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας, Αθήνα, 1959, σελ. 165

[xxxi] Η προ-επαναστατική περίοδος 1814-1821 συμπυκνώνει και ανασυνθέτει σχεδόν όλα τα ρεύματα σκέψης και δράσης που θα κορυφωθούν στην έναρξη της Επανάστασης του 1821. Η προετοιμασία της εξόρμησης του 1821 στην οποία κορυφαίος μέτοχος και σημείο αναφοράς είναι ο Καποδίστριας εκφράζεται με τις ενέργειες πολλών παραγόντων που έχουν ως συνισταμένη την «Εταιρία των Φιλικών». Η δράση προσωπικοτήτων, όπως για παράδειγμα ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, ο Αριστείδης Παππάς και προπάντων ο πολύπειρος Χριστόφορος Περραιβός, είναι ενδεικτικές εκφράσεις διαφορετικών διαδρομών που συγκλίνουν σε μια ενότητα δράσης στο πλαίσιο της Καποδιστριακής πολιτικής «Με τις Δικές μας Δυνάμεις». Η ενδελεχής εξέταση της εξέτασης των εσωτερικών διεργασιών  που συνθέτουν το πολιτικό υποκείμενο του 1821 οφείλει να απαντήσει ένα πλήθος αναπάντητων ακόμη ερωτημάτων που εγείρονται από πολλές και διαφορετικές πλευρές. Δες, ενδεικτικά, «Ο Χριστόφορος Περραιβός, το 1820, το 1814 και η σχέση του 1821 με τον Ρήγα» στο Σ. Ζυγούρας, Από την Ανάσταση του 1819 στην Επανάσταση του 1821: 6ο Μέρος,  28/04/2018

[xxxii]  Ιωάννης Καποδίστριας, «Εγκύκλια επιστολή με παρατηρήσεις πάνω στα «μέσα» βελτίωσης της μοίρας των Ελλήνων», Αρχείο Ιωάννου Καποδίστρια,  τ. Στ

[xxxiii] Αρχείο Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Α΄, σελ. 11

[xxxiv] Στο, ολοφάνερων πολιτικών σκοπιμοτήτων, Υπόμνημα που υπέβαλε στα τέλη του 1826 ο Καποδίστριας στον νέο Τσάρο Νικόλαο Α’, ζητώντας να γίνει δεκτή η παραίτηση του από ρωσική υπηρεσία ενόψει πλέον της διεθνούς αναγνώρισης της ελληνικής χειραφέτησης και της πολιτικής ανάγκης του ίδιου να διεκδικήσει την ρωσική υποστήριξη για την ανάδειξη του σε Κυβερνήτη, ο Καποδίστριας έσπευδε σκόπιμα να προσφέρει, όπως και σε πολλά άλλα σημεία αυτού του Υπομνήματος, την δική του προσχηματική εκδοχή για την ιστορική αυτή Εγκύκλιο: «προς αποφυγήν πάσης κακής ερμηνείας της συνομιλίας μας, επέδωκα εις αυτούς γραπτώς παν ό,τι τοις είχον είπει προφορικώς. Και, ίνα καταστήσω αποτελεσματικωτέραν την προφύλαξιν ταύτην, απέστειλα εμπιστευτικώς αντίγραφον εις τον βαρώνον Στρόγανωφ και εις τους εν Τουρκία προξένους της Ρωσσίας, πληροφορών αυτούς περί της καταστάσεως και παρακαλών να προσέξουν μήπως η κακοβουλία επωφεληθή την περίστασιν και γεννήση παρά τοις ομοδόξοις ημών ιδέας εσφαλμένας ή ελπίδας επικινδύνους», στο Ιωάννης Καποδίστριας, «Επισκόπηση», Αρχείο Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Α’, σελ. 53. Και μόνο η επιλογή του Καποδίστρια στο περίφημο αυτό πολιτικό Υπόμνημα να αναφερθεί στα γεγονότα της Κέρκυρας, όπως και σε μια σειρά άλλα γεγονότα συνδεόμενα με την προετοιμασία της ελληνικής εξέγερσης, φανερώνει την επείγουσα πολιτική ανάγκη του να ακυρώσει τις σε βάρος της υποψηφιότητας του αντιδράσεις διαφόρων διεθνών παραγόντων και να πείσει τον Νικόλαο Α’ ότι όχι μόνο τίμησε την εμπιστοσύνη του Αλέξανδρου Α’ αλλά επιπλέον, όπου είχε διαφορετική αντίληψη από τον αυτοκράτορα του, η άποψη του όχι μόνο δικαιώθηκε από τις εξελίξεις αλλά και βρίσκεται σ’ αρμονία με την ουσία της ρωσικής ανατολικής πολιτικής που τώρα πλέον ο ίδιος ο Νικόλαος Α’ (και η δίπλα σ’ αυτόν «πολεμική παράταξη» με σημαίνοντα παράγοντα τον επανελθόντα Γρ. Στρογκάνοφ) έχει υιοθετήσει!! Γιατί στην πραγματικότητα ο Καποδίστριας, πριν και κυρίως μετά το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης, επιχειρούσε να εναρμονίσει τις, καθόλα διακριτές, ελληνικές και ρωσικές επιδιώξεις σε τέτοια βαθμό προσπάθειας, που ο τότε άγγλος πρέσβης στην Αγία Πετρούπολη, Τσάρλς Μπέκοτ, τηλεγραφούσε έξαλλος, στον Καστλρέη, Υπουργό Εξωτερικών του, για την «πελώρια θρασύτητά του που τον κάνει να πιστεύει ότι είναι σε θέση και την πολιτική της Ρωσίας να καθοδηγεί και της επανάστασης στην Ελλάδα να ηγείται», παρατίθεται στο C.K. Webster, p. 396

[xxxv] Ιωάννης Καποδίστριας, «Εγκύκλια επιστολή με παρατηρήσεις πάνω στα «μέσα» βελτίωσης της μοίρας των Ελλήνων», Αρχείο Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Στ΄, σελ. 17

[xxxvi] Στέλιος Αλειφαντής-Σέργιος Ζαμπούρας, Ο Ι. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ και 1821: Τρεις Επιστολές στον Διονύσιο Ρώμα, https://independent.academia.edu/STAL

 

Στέλιος Αλειφαντής

 

Read Full Post »

Όταν οι Έλληνες «δια των Δικών τους δυνάμεων» άνοιξαν το Ανατολικό Ζήτημα


 

 

Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Διαβάστε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» ένα επίκαιρο άρθρο του Δρ. Στέλιου Αλειφαντή, διευθυντή του Κέντρου Ανάλυσης Διεθνών Συγκρούσεων με θέμα:

Όταν οι Έλληνες «δια των Δικών τους δυνάμεων» άνοιξαν το Ανατολικό Ζήτημα.

 

 

Πλησιάζοντας σε μια ακόμη επέτειο της Εθνεγερσίας του 1821 θα διαβάσουμε, ακούσουμε και δούμε έναν καταιγισμό απόψεων για το ’21, οι περισσότερες από αυτές εστιάζοντας στην σύγκρουση αντιλήψεων που διαπερνούν την σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα, παρά στα τότε ιστορικά συμβάντα για την εξαγωγή διδαγμάτων.

Κυρίαρχη ανάμεσα σ’ αυτές η άποψη ότι «μετά την αρχική επιτυχία, η Επανάσταση βρέθηκε σε αδιέξοδο» αντανακλά μια ριζωμένη πεποίθηση, παρά μια από τις πολλές ιστορικές ερμηνείες για την σημασία ιστορικών γεγονότων ή παραγόντων, στο εσωτερικό πολιτικό, στρατιωτικό και διεθνές επίπεδο. Μια άποψη που καταλήγει στο γνωστό ιδεολόγημα ότι «χωρίς την ξένη επέμβαση η ελληνική εξέγερση θα ήταν καταδικασμένη».

Ο Νικολάκης Μητρόπουλος υψώνει τη σημαία με το σταυρό στα Σάλωνα, την ημέρα του Πάσχα του 1821.

Εξετάζοντας από διεθνολογική άποψη την Επανάσταση του 1821 και αφήνοντας κατά μέρος τις γνωστές… «γεωπολιτικές» / «γεωστρατηγικές» απόψεις που δεν μας οδηγούν στην ουσία της διεθνολογικής ανάλυσης του κρίσιμου ερωτήματος «γιατί πέτυχε η Επανάσταση του ’21», μπορούμε τεκμηριωμένα να επισημάνουμε ότι η Επανάσταση δεν βρέθηκε σε αδιέξοδο, επειδή ήδη είχε επιτύχει με την στρατιωτική επικράτηση της την περίοδο 1821-1823 να αποτελέσει Διεθνές Ζήτημα. Με απλά λόγια, το Ελληνικό ζήτημα έγινε εφικτό να αποτελέσει ένα πρόβλημα «Ειρήνης ή Πολέμου» του διεθνούς ανταγωνισμού και ειδικότερα του κυρίαρχου αγγλο-ρωσικού ανταγωνισμού της εποχής της Παλινόρθωσης μετά το Συνέδριο της Βιέννης (1815).

Την υπαρκτή αυτή δυνατότητα του Ελληνικού Ζητήματος είχε έγκαιρα υποστηρίξει ο Ι. Καποδίστριας διαβλέποντας ότι εφόσον οι Έλληνες «δια των Δικών τους δυνάμεων» εξεγερθούν αναπόφευκτα θα ανοίξουν de facto το Ανατολικό Ζήτημα, επί του οποίου συγκρούονταν οι Μ. Δυνάμεις της εποχής και το οποίο δεν συζητήθηκε στο Συνέδριο της Βιέννης επειδή, όπως το Πολωνικό απείλησε να τινάξει στον αέρα τους εδαφικούς διακανονισμούς της Βιέννης, πολύ περισσότερο το Ανατολικό Ζήτημα (δηλαδή ο έλεγχος των Στενών του Βοσπόρου) κινδύνευε να οδηγήσει σε πολεμική ρήξη τις Μ. Δυνάμεις.

Ο Ι. Καποδίστριας, αφού συστηματικά πρότεινε ως Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας αλλά μάταια ανέμενε τον τσάρο Αλέξανδρος Α’ να λάβει την σχετική πρωτοβουλία στο πλαίσιο των ρωσο-οθωμανικών σχέσεων, κατέληξε ήδη από το 1816 και πλέον από το 1819 συνέτεινε σταθερά στην προετοιμασία της ανάληψης της πρωτοβουλίας από τους Έλληνες «δια των Δικών τους δυνάμεω». Κι όταν έφτασε η ώρα του ’21, ο Ι. Καποδίστριας, από εκείνη πλέον την θέση, ηγήθηκε της ρωσικής διπλωματικής δράσης για να εξασφαλίσει την διεθνοποίηση του ελληνικού ζητήματος, που δεν είχε καταφέρει να πράξει, ως ανερχόμενος διπλωμάτης, στην Βιέννη  του 1815.

Το ποιοτικό στοιχείο της κατάστασης βρίσκεται ΑΚΡΙΒΩΣ στο γεγονός ότι: η ελληνική εξέγερση, με τις στρατιωτικές επιτυχίες, της αναδιάταξε τις διεθνείς ισορροπίες στο Ανατολικό ζήτημα, που η ίδια de facto «άνοιξε» διάπλατα, καθιστώντας την ρωσική παρέμβαση «αναπόφευκτη».

Αυτό σημαίνει ότι:

– ενώ το κέντρο βαρύτητας της Ελληνικής εξέγερσης είναι στην στρατιωτική επιτυχία της σε βάρος της Πύλης,

– ο αντικειμενικός σκοπός της Ελληνικής εξέγερσης βρίσκεται στην διεθνοποίηση του Ελληνικού ζητήματος.

Κι αν κανένα αποτέλεσμα δεν είναι εκ των προτέρων προδιαγεγραμμένο για την ελληνική εξέγερση, τόσο η δυνατότητα στρατιωτικής επιτυχίας, όσο και η δυνατότητα διεθνοποίησης του Ελληνικού ζητήματος εδράζονται (πάντα φυσικά ως δυνατότητες στο πλαίσιο υπολογισμού του ρίσκου) στην ανάλυση της κατάστασης τόσο των στρατιωτικών συσχετισμών, όσο και της συγκυρίας του διεθνούς (αγγλο-ρωσικού) ανταγωνισμού.

Κι αν στο πρώτο η εμπειρία, το φρόνημα και οι πολιτικές επιδιώξεις των αδούλωτων οπλαρχηγών έπαιξαν ρόλο, στο δεύτερο η πολιτική ευφυΐα και η διπλωματική δράση του Ι. Καποδίστρια έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Τον ενορχηστρωτή της επαναστατικής προετοιμασίας, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, έπαιξε η έγκαιρη δημιουργία της Εταιρείας των Φιλικών στα 1814, που από μόνη της «μαρτυρά» την προ-επαναστατική ανάδειξη αυτών των δυνατοτήτων και την βαθιά πεποίθηση στις «δικές μας δυνάμεις».

Τρεις, επομένως, διακριτές διαστάσεις φορέων της ελληνικής εξέγερσης συμπλέκονται διαλεκτικά διαμορφώνοντας το ενιαίο «ιστορικό υποκείμενο» της εθνεγερσίας του 1821.

Από αυτήν, την καθοριστική άποψη των διεθνών διαδικασιών που επέβαλε η στρατιωτική επικράτηση της Επανάστασης του 1821, δύσκολα μπορεί κανείς να θεωρήσει την ύπαρξη ενός … «αδιεξόδου» του 1821 και η περίφημη «Ναυμαχία Ναβαρίνου», η «ναυαρχίδα» της άποψης ότι ο … «ξένος παράγοντας έσωσε το 1821», αξιολογείται στο επίπεδο που ιστορικά ανήκει, δηλαδή ως επιλογή «χειρισμού» του ανταγωνισμού των Μ. Δυνάμεων στο Ανατολικό ζήτημα, που επέβαλε στο προσκήνιο των διεθνών εξελίξεων η Επανάσταση του 1821. Γιατί τελικά το κριτήριο της «πράξης» είναι που επιβεβαιώνει ή όχι «σχεδιασμούς» ή «πρωθύστερες» ερμηνείες καθώς η «πράξη» είναι εκείνη που δημιουργεί τις νέες πολιτικές πραγματικότητες.

 

Στέλιος Αλειφαντής

 

 * Ο Δρ. Στέλιος Αλειφαντής είναι συγγραφέας πέντε βιβλίων και 70 δημοσιεύσεων, ενώ έχει συμμετάσχει σε αρκετές συλλογικές ακαδημαϊκές εκδόσεις. Το συγγραφικό έργο του καλύπτει ζητήματα που αφορούν την Διεθνή Πολιτική, την Περιφερειακή ασφάλεια, την Ελληνική Εξωτερική Πολιτική & Άμυνα, την Μελέτη Περιοχών (Area Studies), καθώς και την Διαχείριση Κρίσεων και την Επίλυση Συγκρούσεων.

Από το 1989 μέχρι σήμερα έχει διδάξει μαθήματα Διεθνών Σχέσεων και Διαχείριση Κρίσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο ως Λέκτορας και Επίκουρος Καθηγητής, ενώ στο Αιγαίο Πανεπιστήμιο ως Επίκουρος Καθηγητής και Πανεπιστήμιο Πειραιά ως Αναπληρωτής Καθηγητής (Π.Δ. 407/80).

 

Read Full Post »

Διαχείριση εντάσεων στις σχέσεις Ελλάδας- Τουρκιάς – «Απάντηση» με ψυχραιμία, μετριοπάθεια και νηφαλιότητα: Το «κλειδί» σταθερότητας


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Φιλοξενούμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» άρθρο του Δρ. Στέλιου Αλειφαντή, διευθυντή του Κέντρου Ανάλυσης Διεθνών Συγκρούσεων, γραμμένο το 2009  αλλά (δυστυχώς) πάντα επίκαιρο με θέμα:

«Διαχείριση εντάσεων στις σχέσεις Ελλάδας- Τουρκιάς – «Απάντηση» με ψυχραιμία, μετριοπάθεια και νηφαλιότητα: Το «κλειδί» σταθερότητας».

 

Η πολιτική των εντάσεων που ακολουθεί συστηματικά η Τουρκία για την επίτευξη των στόχων της αντιμετωπίζεται από την Ελλάδα στο πλαίσιο μιας πολιτικής αντιδράσεων απέναντι στις συγκεκριμένες προκλήσεις.

Φυσικά το «πολιτικό μήνυμα» συγκεκριμένων διεκδικήσεων που «μεταφέρουν» οι τουρκικές προκλήσεις είναι εύγλωττο, όπως άλλωστε και η γενικότερη στρατηγική επιλογή τους, που είναι η ανατροπή του status quo στο Αιγαίο, όπως αυτό καλύπτεται από τις διεθνείς συνθήκες και το διεθνές δίκαιο. Τόσο η διάγνωση της γενικής στρατηγικής επιδίωξης όσο και η ανάσχεση (διπλωματική και επιχειρησιακή) των επιμέρους τουρκικών προκλήσεων της εκάστοτε…συγκυρίας θα εξακολουθήσει να είναι ατελέσφορη για δύο συγκεκριμένους λόγους.

Ο πρώτος αφορά την ουσιαστική διάκριση ανάμεσα στη διαχείριση των εντάσεων και στη διαχείριση των κρίσεων.

Ο δεύτερος έχει σχέση με τη διακρίβωση του ρόλου της πρόκλησης εντάσεων ως εκδήλωσης συγκεκριμένης και οροθετημένης πολιτικής στρατηγικής.

Επομένως απουσιάζει από τους ελληνικούς προβληματισμούς ένας ενδιάμεσος «χώρος σχεδίασης και δράσης» ανάμεσα στο ευρύτερο στρατηγικό επίπεδο και στην τακτική αντιμετώπιση της συγκυρίας. Σε αυτόν τον ενδιάμεσο χώρο αναφοράς η πρόκληση εντάσεων δεν είναι υιοθέτηση μιας διαρκούς πρακτικής για την προώθηση του στρατηγικού στόχου της ανατροπής του status quo στο Αιγαίο ούτε ασύνδετες προκλήσεις για τη διατήρηση της πίεσης στην Ελλάδα και της εκπλήρωσης των κάθε φορά επιμέρους διπλωματικών στόχων της Άγκυρας.

Η πρόκληση εντάσεων, τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά τους, συνδέονται με την προσπάθεια υλοποίησης συγκεκριμένης και οροθετημένης πολιτικής στρατηγικής, που επιμερίζεται σε διακριτές επιδιώξεις και έχει εύρος χρόνου. Χωρίς να διακρίνουμε τη διαχείριση των εντάσεων και τη διαχείριση των κρίσεων, είναι εξαιρετικά δύσκολο να εστιάσουμε στη διαμόρφωση σταθεροποιητικών πολιτικών των διμερών σχέσεων με τη γειτονική Τουρκία που θα έχουν μια συνεπή και συνεκτική ελληνική πολιτική αποκλιμάκωσης των εντάσεων. Αν δεν ενταχθεί η πρόκληση εντάσεων στην εκάστοτε πολιτική στρατηγική της άλλης πλευράς, το αποτέλεσμα θα είναι η ανακολουθία επιδιώξεων και μέσων στην αντιμετώπιση των προκλήσεων, που θα οδηγεί είτε σε ανοχή και ενθάρρυνση των προκλήσεων είτε σε ατελέσφορες και επικίνδυνες κλιμακώσεις. Η αναγωγή της πολιτικής στρατηγικής, είτε στους διπλωματικούς ή στρατιωτικούς τακτικισμούς είτε στις γενικότητες στρατηγικού επεκτατισμού, δημιουργεί περισσότερη σύγχυση στην αντιμετώπιση των προκλήσεων.

Παράλληλα, η ατελέσφορη διαχείριση των προκλήσεων και πολύ περισσότερο η διεύρυνση των ποιοτικών χαρακτηριστικών των εντάσεων, η πρόκληση ελεγχομένων κρίσεων και η τυχόν διπλωματική ενίσχυση των διεκδικήσεων της άλλης πλευράς έχει ως αποτέλεσμα η σύγχυση να δημιουργείται σε ορισμένους πολιτικούς κύκλους σχετικά με το περιεχόμενο της ελληνικής εθνικής στρατηγικής. Η διαχείριση των εντάσεων απαιτεί ψυχραιμία και μετριοπάθεια, βασίζεται όμως σε νηφαλιότητα και επεξεργασμένες αντιλήψεις που κατανοούν σε βάθος τις προκλήσεις της συγκυρίας και τη συνδέουν με την εκάστοτε πολιτική στρατηγική και τους ευρύτερους στρατηγικούς στόχους της άλλης πλευράς για την ανατροπή του statusquo στο Αιγαίο.

 

Κίνδυνος θερμού επεισοδίου

 

Ελλάδα- Τουρκιά

Η έξαρση των τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο ενέχει πλέον τον σοβαρό κίνδυνο διολίσθησης σε «επεισόδια» που δύναται να επιδεινώσουν τις σχέσεις Ελλάδος – Τουρκίας. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις στον κρίσιμο τομέα της εθνικής ασφάλειας βρίσκονται αρκετά χρόνια τώρα σε οριακό επίπεδο και ο μοναδικός λόγος που δεν έχουν διολισθήσει σε «συγκρουσιακές καταστάσεις» είναι η αυτοσυγκράτηση που συστηματικά επιδεικνύει η ελληνική πλευρά σε διπλωματικό και επιχειρησιακό επίπεδο.

Η Αθήνα αποφεύγει συστηματικά να ανεβάσει τους τόνους στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και έχει επιδείξει μια πρακτική που αγγίζει τα όρια της «ανοχής» σε διπλωματικό και επιχειρησιακό επίπεδο. Στο πρώτο επίπεδο, βεβαίως, το υπουργείο Εξωτερικών προβαίνει, κάθε φορά, σε διαφόρων τύπων διαβήματα προς την Άγκυρα και προς διεθνείς παράγοντες, υπογραμμίζοντας την ανησυχία της Ελλάδας για τις τουρκικές επιλογές. Αποφεύγει όμως συστηματικά να υπογραμμίσει διεθνώς αυτό για το οποίο υπάρχει καθολική συναίνεση κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, ότι δηλαδή υφίσταται τουρκική στρατιωτική απειλή κατά της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας και σοβαρός κίνδυνος διεθνούς κρίσης λόγω των τουρκικών στρατιωτικών προκλήσεων. Σε επιχειρησιακό επίπεδο, επίσης, η αυτοσυγκράτηση περιορίζεται στην ανάσχεση μόνο των εξαιρετικά προκλητικών ενεργειών, η οποία – για παράδειγμα – εκφράζεται με την υιοθέτηση μιας πρακτικής των λεγομένων «επιλεκτικών αναχαιτίσεων» στις περιπτώσεις παραβιάσεων του εθνικού εναέριου χώρου και παραβάσεων του FIR Αθηνών.

Οι ελληνικές αντιδράσεις στην πρόσφατη έξαρση των τουρκικών προκλήσεων φαίνεται να έχουν προβληματίσει έντονα την Αθήνα για το κατά πόσο παραγωγικοί αποδεικνύονται οι μέχρι σήμερα χειρισμοί απέναντι στη συστηματική τουρκική πρακτική στο Αιγαίο. Η διπλωματική «γλώσσα» που χρησιμοποιείται στο όνομα της «μη όξυνσης» του διμερούς πολιτικού κλίματος ενδέχεται διεθνώς να υποβαθμίζει τον αποσταθεροποιητικό ρόλο, σε βάρος της ελληνικής ασφάλειας, των τουρκικών ενεργειών σε μια «συνήθη» αλλά πάντως ελεγχόμενη κατάσταση με «τεχνικά» κατά βάση χαρακτηριστικά ρουτίνας.

Παράλληλα, οι επιχειρησιακές επιλογές ενδεχομένως να συνδράμουν στην «παγίωση» μιας απρόσκοπτης και χωρίς ρίσκο στρατιωτικής δραστηριότητας εμπεδώνοντας στην άλλη πλευρά φρόνημα αυτοπεποίθησης και «ελευθερίας κινήσεων» ακόμη και στο επίπεδο του ένστολου προσωπικού και δημιουργώντας την εντύπωση στους διεθνείς παράγοντες ότι η αποκλιμάκωση των εντάσεων στο Αιγαίο εξυπηρετείται πρωτίστως από την ελληνική αντίδραση παρά από τον περιορισμό και την άρση των στρατιωτικών προκλήσεων της άλλης πλευράς. Οι προβληματισμοί αυτοί έχουν αναδείξει για άλλη μια φορά την ανάγκη μιας συνεκτικής, ευέλικτης και αποτελεσματικής στρατηγικής διαχείρισης των εντάσεων στην κατεύθυνση της διαφύλαξης της σταθερότητας της εθνικής ασφάλειας και των διμερών σχέσεων.

Η κυβερνητική αυτή επιλογή της «αυτοσυγκράτησης» στους χειρισμούς εδράζεται στη θεώρηση ότι η πορεία των ευρωτουρκικών σχέσεων ως ενταξιακή διαδικασία είναι πολυσύνθετη και μακροπρόθεσμη. Θεωρείται όμως ότι η διαδικασία αυτή έχει ως θεμελιακό χαρακτηριστικό το ότι μετασχηματίζει την τουρκική πραγματικότητα και επομένως ενισχύει τη βαθμιαία εγκατάλειψη των τουρκικών αναχρονιστικών εδαφικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο υπέρ μιας γνήσιας εταιρικής σχέσης δύο μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Αθήνα δεν αναμένει ότι η διαδικασία αυτή θα είναι αυτόματη και ευθύγραμμη και ότι δεν θα διακρίνεται από έλλειψη εμποδίων και πισωγυρίσματα.

Ωστόσο η Ελλάδα εύλογα αναμένει να υπάρχει μια ύφεση στις τουρκικές πρακτικές και μια ενίσχυση της συνεργασίας, έστω και στο επίπεδο των Μέτρων Μείωσης της Έντασης (ΜΜΕ) ή των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ). Στους τομείς αυτούς, το διμερές θεσμικό πλαίσιο για την υλοποίηση των δεσμεύσεων που έχουν αναλάβει οι δύο πλευρές βάζοντας την υπογραφή τους σε επίσημες συμφωνίες είτε για ΜΟΕ είτε για ΜΜΕ υφίσταται εδώ και χρόνια, ωστόσο η Άγκυρα συστηματικά δεν το εφαρμόζει. Αντίθετα, ιδιαίτερα μετά το 2004, στην Αθήνα φαίνεται να εμπεδώνεται η εκτίμηση ότι η Άγκυρα αντιλαμβάνεται την ενταξιακή πορεία της επιλεκτικά. Επιχειρεί συστηματικά να αποσυνδέσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις από την πορεία των ευρωτουρκικών διαπραγματεύσεων.

 

Το μετέωρο βήμα της Άγκυρας

 

Η Τουρκία αποσκοπεί να μετατρέψει τα συλλογικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ρόλο «αντικειμενικού» επιδιαιτητή των λεγόμενων «διαφορών» μεταξύ της Τουρκίας, ενός υποψήφιου μέλους και της Ελλάδας, ενός κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε κυρίαρχους πολιτικά κύκλους της Άγκυρας φαίνεται ότι υπάρχει η αντίληψη άλλο Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλο Ελλάδα ή Κυπριακή Δημοκρατία. Πρόκειται για μία αντίληψη που κατανοεί την Ευρωπαϊκή Ένωση όχι ως διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αλλά ως έναν «διεθνή οργανισμό», όπως το ΝΑΤΟ, το Συμβούλιο της Ευρώπης, ο ΟΟΣΑ κ.ά.

Η αντίληψη αυτή δεν είναι μόνο ορατή σε ζητήματα ασφάλειας, όπως αυτά που αντιμετωπίζουν η Ελλάδα και η Κύπρος, αλλά και σε κρίσιμα θέματα τουρκικής εσωτερικής πολιτικής όπως ο ρόλος του στρατού στο πολιτικό σύστημα της χώρας, ο εκδημοκρατισμός, οι παρακρατικοί μηχανισμοί, τα μειονοτικά, αλλά και προβλήματα που στην περίπτωση της γειτονικής χώρας αφορούν πολλά εκατομμύρια πολιτών διαφορετικών εθνοτήτων (Κούρδοι, Τσερκέζοι, Αλεβίτες, κ.ά.), τα ανθρώπινα δικαιώματα, η λειτουργία της Δικαιοσύνης κ.λπ.

Σημαντικό τμήμα της κυρίαρχης πολιτικής ελίτ της Τουρκίας δείχνει να παραγνωρίζει ότι η τουρκική ένταξη είναι «πράξη προσχώρησης» στην Ε.Ε. με μοναδική παραχώρηση ορισμένες μεταβατικές διατάξεις. Επομένως, ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Τουρκίας οφείλει να εμπεριέχει κρίσιμα ποιοτικά χαρακτηριστικά, που να συνδέονται με ενοποιητικές διαδικασίες και να επιβάλλουν καθοριστικές μεταβολές στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική της με κριτήριο το σύνθετο και πολυδιάστατο πλέγμα πολιτικών αντιλήψεων, θεσμικών μεταβολών και πρακτικών ρυθμίσεων, που έχει αποκληθεί «κοινοτικό κεκτημένο». Η ενσωμάτωση του κοινοτικού κεκτημένου στο νομικό και πολιτειακό σύστημα της Τουρκίας συναντά εδώ και καιρό σημαντικές αντιστάσεις, και εναπόκειται στην πολιτική βούληση της πολιτικής ελίτ και του εκλογικού σώματος της Τουρκίας να ξεπεραστούν.

Οι ευρωπαϊστές της Τουρκίας χρειάζονται την Ελλάδα αλλά και την Κύπρο προκειμένου να κρατήσουν ανοικτή την ενταξιακή προοπτική της χώρας τους, αλλά αυτοί δεν είναι σήμερα η κυρίαρχη δύναμη στο πολιτικό σκηνικό της γείτονος. Το περιχαρακωμένο «βαθύ κράτος» της Τουρκίας και οι πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις που συντηρούνται από αυτό όχι μόνο δεν έχουν ανάγκη την Ελλάδα αλλά θα προτιμούσαν μια ευρωπαϊκή ενταξιακή πορεία που δεν θα έθιγε τη θέση και τις επιδιώξεις τους. Επομένως, αυτές οι δυνάμεις επιμένουν να αντιλαμβάνονται την Ευρωπαϊκή Ένωση όχι ως διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αλλά ως έναν «διεθνή οργανισμό» και να διεξάγουν ένα «ανατολίτικο παζάρι» προκειμένου να διατηρήσουν τον ρόλο τους στα τουρκικά πράγματα εκσυγχρονίζοντας τη λειτουργία τους, στον βαθμό που τούτο είναι εφικτό ώστε αυτή η λειτουργία να προσαρμοστεί στις συνθήκες είτε πλήρους ένταξης της Τουρκίας είτε μιας «ειδικής εταιρικής σχέσης» με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Μια τέτοια τουρκική δυνατότητα διερευνάται συστηματικά στην περίπτωση εφαρμογής των συμβατικών δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η Άγκυρα απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση με βάση το Πρωτόκολλο της Τελωνειακής Ένωσης. Η άρνηση εφαρμογής του αναφορικά με ένα μόνο κράτος  – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Κυπριακή Δημοκρατία, αποτελεί για την Άγκυρα «πρακτική-πιλότο» που θα κρίνει τον ρεαλισμό αυτής της τουρκικής επιλογής να διασπάσει την κοινοτική συνοχή μεταξύ των μελών ακόμη και στο πεδίο των συμβατικών δεσμεύσεων. Μέχρι στιγμής όλα δείχνουν ότι τα θεσμικά περιθώρια ευελιξίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης να «αναβληθεί» η οριστική συμμόρφωση της Τουρκίας στις συμβατικές υποχρεώσεις της εξαντλούνται ολοένα και περισσότερο. Στο ζήτημα αυτό, για την κυρίαρχη τουρκική στρατιωτικοπολιτική ελίτ πλησιάζει η «ώρα της αλήθειας» και πιθανόν να συνιστά μια σοβαρή ένδειξη ότι οι εσωτερικές συνθήκες στην Τουρκία δεν ευνοούν την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η πολιτική της έντασης στο Αιγαίο, ακόμη και στη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής το 2004, όπου η τοποθέτηση της Ελλάδος θα έκρινε αν θα δοθεί στην Τουρκία το καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξη χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δημιούργησε σοβαρούς προβληματισμούς στην ελληνική κυβέρνηση. Η κατάσταση αυτή όμως δεν στάθηκε ικανή να αμφισβητήσει τη στρατηγική επιλογή του 1999 να συνδεθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, έστω και σε μεσοπρόθεσμη προοπτική μετά την κυβερνητική επιλογή της εγκατάλειψης της βραχυπρόθεσμης επιλογής για την κοινοτική θέσπιση ενός «οδικού χάρτη» (roadmap) προόδου των διμερών σχέσεων και των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Τόσο η στρατηγική επιλογή του Ελσίνκι (1999) όσο και η συνακόλουθη διαχείριση των ευρωτουρκικών σχέσεων αποτέλεσε αντικείμενο έντονων προβληματισμών της ελληνικής πολιτικής ελίτ. Οι κυβερνήσεις Κώστα Καραμανλή συνέχισαν σταθερά να στηρίζουν την πολιτική του Ελσίνκι (1999) αναπτύσσοντας τη διμερή συνεργασία με την Τουρκία σε κάθε τομέα όπου υπήρχε γόνιμο έδαφος, όπως η στρατηγική συνεργασία στον τομέα των αγωγών ενέργειας.

Σε διπλωματικό επίπεδο, η ανάπτυξη προσωπικών σχέσεων Καραμανλή – Ερντογάν άνοιξε ένα κανάλι άμεσης επικοινωνίας ανάμεσα στους δύο ηγέτες, χωρίς ωστόσο, πέραν της αρχικής ευφορίας της επίσημης επίσκεψης του Τούρκου πρωθυπουργού στην Αθήνα, να αποδώσει καρπούς σε ό,τι αφορά τη μείωση των τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο. Αντίθετα, η όποια διακύμανση στην έξαρση των εντάσεων φαίνεται ότι υπαγορεύθηκε από εκτιμήσεις και σχεδιασμούς του τουρκικού διπλωματικοστρατιωτικού κατεστημένου ως χειρισμοί της εκάστοτε συγκυρίας των ελληνοτουρκικών σχέσεων, που αποσκοπούν στην κατοχύρωση των τουρκικών διεκδικήσεων και στην αποσύνδεση των διμερών σχέσεων από τις ευρωτουρκικές σχέσεις.

Παράλληλες εντατικές προσπάθειες της Άγκυρας σε διεθνείς οργανισμούς (όπως για παράδειγμα ο ICAO ή ΙΜΟ) να φθείρουν τις ελληνικές δικαιοδοσίες, η δραστηριότητα του τουρκικού προξενείου στην Δυτική Θράκη αλλά κυρίως η κατά καιρούς εξαιρετικά προκλητικές παραβιάσεις και παραβάσεις στο Αιγαίο, ακόμη και σε περιόδους διμερών επαφών (π.χ. επίσκεψη Μολυβιάτη στην Άγκυρα) ή δραστηριοτήτων υψηλών προσώπων (όπως του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Κ. Παπούλια στο Αγαθονήσι) που ενέχουν τον χαρακτήρα προσωπικής αποδυνάμωσής τους, δημιουργούν την εντύπωση ότι ο κύκλος της «μετα-Ελσίνκι εποχής» κλείνει, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά διπλωματικούς και επιχειρησιακούς χειρισμούς στα ζητήματα εθνικής ασφάλειας.

 

Η διαχείριση των εντάσεων

 

Η ελληνική διπλωματία κινδυνεύει να υπερκερασθεί από την τουρκική αν η Αθήνα υποτιμήσει τον στρατηγικό ορίζοντα που διέπει την τουρκική διπλωματική τακτική. Η τουρκική στρατηγική πρόκληση δεν μπορεί να απαντηθεί παρά μόνο με ανάλογες ελληνικές στρατηγικές επιλογές. Από τη σκοπιά της Άγκυρας, η τουρκική πρακτική δεν συνιστά μεταβολή. Αντίθετα συνιστά «συνήθη» πρακτική, καθώς η Τουρκία εμφανίζεται να είναι συνεπής στην πολιτική στρατηγική της και στους διπλωματικούς και στρατιωτικούς χειρισμούς που την υλοποιούν. Η άσκηση στρατιωτικής πίεσης στο Αιγαίο εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας εξακολουθεί να είναι μία σταθερά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η διακηρυγμένη τουρκική επιδίωξη της αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας και των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων συνεχίζει να έχει σημαντικές επιπτώσεις.

Σε διεθνές επίπεδο παγιώνει μια θεώρηση του ζητήματος όχι ως τουρκική διεκδίκηση αλλά ως ύπαρξη μιας «γκρίζας ζώνης» σε ό,τι αφορά ελληνική κυριαρχία. Σε διπλωματικό επίπεδο επιχειρεί να ακυρώσει ή να φθείρει τις ελληνικές θέσεις. Για παράδειγμα, στην περίπτωση εφαρμογής του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Ένωσης Ε.Ε. – Τουρκίας, όταν ο μεταρρυθμιστής Ταγίπ Ερντογάν δηλώνει ότι «αν είναι να διακοπούν οι διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε., επειδή δεν υποχωρούμε στο θέμα του πρόσθετου πρωτοκόλλου, ας διακοπούν», ουσιαστικά πιέζει διπλωματικά τους Ευρωπαίους εταίρους προς μία κατεύθυνση αντίθετη με τις ελληνικές επιδιώξεις και, εφόσον δεν υπάρχει κατάλληλη ελληνική απόκριση προς τους εταίρους μας, η πίεση θα μεταφέρεται πάντοτε στην ελληνική πλευρά.

Κινδυνεύει να ανακοπεί άμεσα ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Τουρκίας και μάλιστα λόγω του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Ένωσης; Κανείς έγκυρος αναλυτής στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό δεν ισχυρίζεται κάτι τέτοιο, παρά τις αναμφισβήτητες δυσκολίες να υπάρξει αλλαγή πλεύσης του τουρκικού καθεστώτος ή του Ερντογάν να το επιβάλει. Αλλά πάλι, αν η Τουρκία δεν μπορεί να μετασχηματιστεί για την αποδοχή του κοινοτικού κεκτημένου, τότε ποιο είναι το ζητούμενο της ενταξιακής πορείας της τόσο για την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο, ειδικότερα, και για το ελληνικό πρόβλημα ασφάλειας; Πέραν όμως αυτών, στην ελληνική εσωτερική πολιτική προσπαθεί να ευνοήσει το «άνοιγμα» μιας διαδικασίας αναθεώρησης της μετά το 1974 εθνικής στρατηγικής στην κατεύθυνση «συμβιβαστικών» λύσεων που βασίζονται στην παραχώρηση ελληνικής κυριαρχίας.

Με άλλα λόγια, στο εσωτερικό πολιτικό πλαίσιο η Άγκυρα κινείται προς μια εντελώς αντίστροφη κατεύθυνση επηρεασμού των εξελίξεων από αυτήν που η Ελλάδα επιχειρεί στις εσωτερικές εξελίξεις της Τουρκίας, μέσω της στήριξης που παρέχει στην τουρκική υποψηφιότητα για ένταξη στην Ε.Ε., θεωρούμενης ως διαδικασία «ευρωπαϊκού μετασχηματισμού» της Τουρκίας και, άρα, μεσοπρόθεσμα, άρσης των τουρκικών εδαφικών διεκδικήσεων.

Έχουν συσσωρευθεί σημαντικές ενδείξεις ότι η ελληνική πολιτική στρατηγική κινδυνεύει να υπερκερασθεί από την τουρκική, ακριβώς επειδή βασίζεται σε όρους και προϋποθέσεις που οδηγούνται σε εξάντληση. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ελληνική εθνική στρατηγική οφείλει να αναθεωρηθεί, όπως ορισμένοι πολιτικοί κύκλοι διατείνονται.

Η εθνική στρατηγική οφείλει να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες και το όχημα αυτής της αναπροσαρμογής δεν είναι η αναθεώρηση του περιεχομένου της αλλά μια επεξεργασμένη πολιτική στρατηγική που να την υπηρετεί και να ανταποκρίνεται στις νέες συνθήκες. Από τη σκοπιά της διατύπωσης προτεραιοτήτων και πολιτικής στρατηγικής, ο προσδιορισμός των παραμέτρων αυτών συνδέεται άμεσα με την ύπαρξη της σχετικής πολιτικής βούλησης.

 

Η μετάβαση σε μία νέα στρατηγική

 

Η προώθηση της σταθερότητας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με δεδομένες τις θέσεις των δύο πλευρών και του διεθνούς παράγοντα, είναι ζήτημα εσωτερικών και διεθνών συσχετισμών που σε τελική ανάλυση αποκρυσταλλώνουν αυτές τις θέσεις. Οι εσωτερικοί συσχετισμοί, όπως προσδιορίζονται στο ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό εθνικό πλαίσιό τους, καθορίζουν κυρίως τις προτεραιότητες πολιτικής και τις εσωτερικές δυνατότητες και αντοχές για την προώθησή τους. Το κύριο ζητούμενο είναι η διατύπωση μιας πολιτικής στρατηγικής που έχει τη ρεαλιστική δυνατότητα δημιουργίας πλεονεκτικών διεθνών ερεισμάτων για την επίτευξη των στόχων της και αυτό κρίνεται μόνο από τα αποτελέσματά της σε προσδιορισμένο χρονικό ορίζοντα.

Η προσπάθεια να ξεφύγει ολόκληρο το πλέγμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε Αιγαίο και Κύπρο από τον αναχρονισμό των εδαφικών διεκδικήσεων και της κατοχής δεν μπορεί παρά να είναι πολυδιάστατη. Να ευνοεί, να διευρύνει και να αξιοποιεί την ανάπτυξη σχέσεων εμπιστοσύνης και συνεργασίας με την Τουρκία.

Ταυτόχρονα όμως, η στήριξη της ελληνικής επιλογής να επικρατήσουν στη γειτονική χώρα πολιτικές δυνάμεις που υποστηρίζουν μια γνήσια εταιρική σχέση και την άρση των διεκδικήσεων, βασίζεται στην επιτυχή ανάσχεση και αποτροπή των τουρκικών προκλήσεων σε Αιγαίο, Δυτική Θράκη και Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό είναι το πλαίσιο που θέτει η επαρκώς διατυπωμένη εθνική στρατηγική, που αδιάλειπτα από το 1974 συνιστά το σταθερό πλαίσιο διαμόρφωσης της εκάστοτε πολιτικής στρατηγικής όλων των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων. Κυβερνήσεις που, παρά τις όποιες ατυχείς στιγμές τους, λάθη και παραλείψεις τους, παρέμειναν – άσχετα από τους λόγους – προσηλωμένες στις επιταγές της εθνικής στρατηγικής.

Επίκεντρο μιας ανανεωμένης πολιτικής στρατηγικής είναι η καθοριστική μεταβολή, με βάση πάντα το διεθνές δίκαιο, των διμερών όρων πάνω στις οποίες η Τουρκία βασίζει την πολιτική στρατηγική πρόκλησης εντάσεων στο Αιγαίο. Η ενδυνάμωση της ελληνικής παρέμβασης σε κάθε διεθνές δικαιακό θεσμικό περιβάλλον και η πρακτική στήριξή της σε επιχειρησιακό επίπεδο με κατάλληλη, ευέλικτη και στοχευμένη διαχείριση των εντάσεων, που να επιβάλλει στην άλλη πλευρά την αποκλιμάκωση των εντάσεων. Η πρόκληση εντάσεων δεν πρόκειται να σταματήσει αν οι εσωτερικές πολιτικές δυνάμεις στην Τουρκία που τις συντηρούν δεν μεταβάλουν πολιτική.

Οι προκλήσεις αυτές μπορούν, όμως, να καταστούν ατελέσφορες και αναχρονιστικές εφόσον δεν μεταβάλλουν το status quo στο Αιγαίο προς όφελος των τουρκικών διεκδικήσεων. Ωστόσο, καμιά εποικοδομητική πολιτική στρατηγική δεν μπορεί να έχει προοπτική αν δεν εδράζεται σε μια ευρύτερη θεώρηση της Τουρκίας και σε εκείνες τις εσωτερικές και διεθνείς διαστάσεις που αναιρούν την τουρκική αναθεωρητική πολιτική και την εντάσσουν σε ένα περιβάλλον σταθερότητας, αμοιβαίας ασφάλειας και εξισορρόπησης θεμιτών συμφερόντων. Παρά την πολιτική κυριαρχία των «καθεστωτικών δυνάμεων» υπάρχει μια κοινωνική και πολιτική δυναμική που διατρέχει την τουρκική κοινωνία και πολιτική στην κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού. Οι εξελίξεις στη γείτονα χώρα, που διατρέχουν σε βάθος την τουρκική κοινωνία, οικονομία και πολιτική, διέπονται από αντιθέσεις και αντιφάσεις και συνεχίζουν, σε ορισμένες τουλάχιστον εκφάνσεις, να είναι απρόβλεπτες.

 

Στέλιος Αλειφαντής

 * Ο Δρ. Στέλιος Αλειφαντής είναι συγγραφέας πέντε βιβλίων και 70 δημοσιεύσεων, ενώ έχει συμμετάσχει σε αρκετές συλλογικές ακαδημαϊκές εκδόσεις. Το συγγραφικό έργο του καλύπτει ζητήματα που αφορούν την Διεθνή Πολιτική, την Περιφερειακή ασφάλεια, την Ελληνική Εξωτερική Πολιτική & Άμυνα, την Μελέτη Περιοχών (Area Studies), καθώς και την Διαχείριση Κρίσεων και την Επίλυση Συγκρούσεων.

Από το 1989 μέχρι σήμερα έχει διδάξει μαθήματα Διεθνών Σχέσεων και Διαχείριση Κρίσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο ως Λέκτορας και Επίκουρος Καθηγητής, ενώ στο Αιγαίο Πανεπιστήμιο ως Επίκουρος Καθηγητής και Πανεπιστήμιο Πειραιά ως Αναπληρωτής Καθηγητής (Π.Δ. 407/80).

* Οι επισημάνσεις στο κείμενο έγιναν από την Αργολική Βιβλιοθήκη

 

Read Full Post »

Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η Εθνεγερσία του Μάρτη 1821: Τρεις Επιστολές στον Διονύσιο Ρώμα – Στέλιου Αλειφαντή & Σέργιου Ζαμπούρα


 

Το 1901 ο Δ. Γρ. Καμπούρογλου εξέδωσε, με δική του εισαγωγή και σχολιασμό («Εισαγωγικά Μελετήματα»), το «Ιστορικόν Αρχείον Διονυσίου Ρώμα», το μεγαλύτερο μέρος του οποίου είχε ο ίδιος εντοπίσει ένα χρόνο νωρίτερα, καταχωνιασμένο στο Τμήμα Χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης όπου και εργαζόταν ως επιμελητής. Το πλούσιο και πολύτιμο αυτό υλικό περιλαμβάνει τρείς επιστολές, [1] που ο Ιωάννης Καποδίστριας έγραψε προς τον συμπατριώτη του, επτανήσιο Διονύσιο Ρώμα, τον χειμώνα και την άνοιξη του 1821. Κομιστές των επιστολών ήταν έμπιστοι άνθρωποι του Καποδίστρια, οι Σπυρίδωνας Ναράντζης, Πρόξενος της Ρωσίας στη Βενετία και ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, διερμηνέας του ρωσικού Προξενείου στη Πάτρα. Την περίοδο εκείνη, ο Καποδίστριας, γραμματέας επικρατείας (υπουργός) επί των Εξωτερικών του αυτοκράτορα/τσάρου της Ρωσίας Αλέξανδρου, βρισκόταν στο Laibach (σημερινή Ljubljana της Σλοβενίας), όπου λάμβανε χώρα μία από τις διπλωματικές Διασκέψεις των ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων. Ο Ρώμας, παλαιός πολιτικός του συνεργάτης από το 1803 [2] στην «Επτάνησο Πολιτεία» (1800-1807), ήταν αυτοεξόριστος στην Βενετία, διεξάγοντας αγώνα ενάντια στο απολυταρχικό καθεστώς που είχε επιβάλλει στα Επτάνησα (1816-1823) ο άγγλος ύπατος αρμοστής, λόρδος Thomas Maitland.

Η μελέτη των συγκεκριμένων επιστολών και άλλων συναφών υπομνημάτων είναι εξόχως διαφωτιστική, αποκαλυπτική θα μπορούσε κανείς να πει, για την πραγματική στάση, τον αποφασιστικό ή και, τολμούμε να υποθέσουμε, ηγετικό ρόλο του, κατά μία έκφραση χαρακτηριστική για τις δυτικές αντιλήψεις και προκαταλήψεις, «διαβόητου» («infamous» [3]) Ιωάννη Καποδίστρια, στην Επανάσταση του Μάρτη 1821 και, ειδικότερα, στην προετοιμασία της έκρηξής της. Καθιστούν, κατά την άποψή μας, σαφές και προφανές, τα κείμενα αυτά, ότι η συμβολή του Καποδίστρια, δεν περιοριζόταν στην, εν πολλοίς αποτελεσματική, διπλωματική αποτροπή της επαπειλούμενης συλλογικής ευρωπαϊκής καταδίκης της, ή και του κινδύνου η «Ιερά Συμμαχία» να συνέδραμε στρατιωτικά, όσο και διπλωματικά, τους Οθωμανούς στην προσπάθειά τους να καταπνίξουν στο αίμα την επανάσταση. [4] Τα υπομνήματα και οι επιστολές του ανθρώπου, παρέχουν ισχυρά τεκμήρια, ότι, στη πραγματικότητα, ο Ιωάννης Καποδίστριας δεν ήταν ένας  αμέτοχος διπλωματικός παρατηρητής, αλλά ένας ένθερμος υπέρμαχος ελληνικού ξεσηκωμού, άριστος γνώστης και μέτοχος όχι μόνο των διπλωματικών διεργασιών αλλά και των προεπαναστατικών διεργασιών που οδήγησαν στην ένδοξη εκείνη άνοιξη του 1821. Σε μερικά από τα τεκμήρια ή τις ενδείξεις αυτές, εστιάζουμε εδώ την προσοχή μας.

 

Η ευρωπαϊκή πολιτικο-διπλωματική συγκυρία

 

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία.

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία.

Προτού ασχοληθούμε με τις προς Ρώμα επιστολές, είναι χρήσιμο να επισημάνουμε ορισμένα ειδοποιά χαρακτηριστικά ή βασικές τάσεις των ευρωπαϊκών πολιτικών και διπλωματικών εξελίξεων της εποχής. Ήταν μια εποχή, κατά την οποία οι απανωτές επαναστατικές εκρήξεις φιλελεύθερων και εθνικών κινημάτων, στην Ευρώπη, τη Λατινική Αμερική και στις χώρες υπό τον οθωμανικό ζυγό, καθιστούσαν εξαιρετικά δυσχερή έως αδύνατη την μετα-ναπολεόντεια «Συννενόηση των Δυνάμεων» (Concert of Powers) – Αγγλίας, Αυστρίας, Γαλλίας, Ρωσίας και Πρωσίας. [5]

Η αναζωογόνηση της «Συμμαχίας» αυτής, ήταν βασική επιδίωξη του ρώσου τσάρου Αλέξανδρου στις διπλωματικές Διασκέψεις που με δική του πρωτοβουλία συνεκάλεσε στο Troppau (Φθινόπωρο 1820) και το Laibach (Ιανουάριος-Μάιος 1821). Στη πράξη, ωστόσο, οι Διασκέψεις αυτές, στις οποίες η Αγγλία και η Γαλλία απέστειλαν μόνον παρατηρητές, ήταν συνάξεις της «Ιεράς Συμμαχίας» (Αυστρίας, Ρωσίας, Πρωσίας) και εξυπηρετούσαν τελικά μόνο τις επιδιώξεις του αυστριακού Υπουργού Εξωτερικών, Μέττερνιχ: Την αναγωγή, δηλαδή, της βίαιης καταστολής των επαναστατικών κινημάτων σε θεμελιώδη «αρχή» της ευρωπαϊκής διπλωματίας («Πρωτόκολλο Troppau», Νοέμβριος 1820) και την ευρύτερη ευρωπαϊκή αποδοχή τετελεσμένων, όπως η καταστολή του κινήματος των καρμπονάρων στο ιταλικό Βασίλειο της Νεάπολης, τον Ιανουάριο του 1821.

Η, παρά τις επίπονες προσπάθειες του Καποδίστρια, ρυμούλκηση του τσάρου στην αυστριακή πολιτική, υπήρξε πρόσκαιρη μόνο επιτυχία του Μέττερνιχ, από τον οποίο είχε εγκαίρως φροντίσει να αποστασιοποιηθεί ο κατά τα άλλα ιδεολογικά συγγενής του, συντηρητικός Υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας, λόρδος Castlereagh.

Πορτραίτο του Klemens von Metternic, αγνώστου, μεταξύ 1835-1840.

Πορτραίτο του Klemens von Metternic, αγνώστου, μεταξύ 1835-1840.

Η εμμονή του Μέττερνιχ «να γενικεύσει» την αρχή των επεμβάσεων, έγραφε ο Castlereagh, ήδη τον Μάιο του 1820, «και να την καταστήσει σύστημα [διεθνών σχέσεων] ή να την επιβάλλει ως υποχρέωση [των ευρωπαϊκών Δυνάμεων], είναι ένα σχέδιο απολύτως ανεφάρμοστο και ανάρμοστο» (“… a Scheme utterly impracticable and objectionable…”). [6] Τον Νοέμβριο 1820, απέστειλε οδηγίες προς όλες τις αγγλικές πρεσβείες, γιά αποχή από κάθε περαιτέρω διαπραγμάτευση, επί τη βάσει της «αρχής» της ένοπλης επέμβασης τους στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών.

Όπως διείδε ο Καποδίστριας, ήταν οι οδηγίες αυτές του Castlereagh που σηματοδότησαν την διάλυση, ουσιαστικά, της μεταναπολεόντιας «ευρωπαϊκής συμμαχίας όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στο Αάχεν».[7] Εφεξής, οι συννενοήσεις θά γίνονταν ανάλογα με την περίσταση, ad hoc, μεταξύ δύο ή περισσότερων δυνάμεων. Ακριβώς σ’ αυτό το πλαίσιο συνεννοήσεων, ο διάδοχος του Castlereagh, George Canning, θα επιφέρει λίγο αργότερα  το τελειωτικό χτύπημα στον Μέττερνιχ και στο «μαλακό υπογάστριο» της «Ιεράς Συμμαχίας»: Το «ελληνικό ζήτημα», που κατέστη βάση μιας μερικής αγγλο-ρωσικής επαναπροσέγγισης δια της οποίας επήλθε ο απεγκλωβισμός της Ρωσίας από την πολιτική Μέττερνιχ. Από αγγλική σκοπιά, βέβαια, η«κονιορτοποίηση» της Ιεράς Συμμαχίας διά της «λύσης» του «ελληνικού ζητήματος»,  μέσα από ένα νέο ρωσο-τουρκικό πόλεμο, που, όμως, δεν θα κατέληγε σε ρωσικό έλεγχο των Στενών, συνιστούσε έναν άλυτο ακόμα γρίφο της περίτεχνης διπλωματίας του Canning. [8]

Εν μέσω αυτών των ευρωπαϊκών πολιτικο-διπλωματικών διεργασιών, ο μέχρι πρότινος Στρατηγός του αυτοκρατορικού ρωσικού στρατού, ο Εθνεγέρτης της νεώτερης Ελλάδας, πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης, κήρυξε στις 24 Φεβρουαρίου 1821, από το Ιάσιο της Μολδοβλαχίας, την Επανάσταση, σπέρνοντας τον πανικό στην Υψηλή Πύλη και όχι μόνο, με τον ισχυρισμό του ότι οι Έλληνες σύντομα θα έβλεπαν και μία «Κραταιά Δύναμη» να «υπερασπίζεται τα Δίκαιά» τους. Είκοσι μέρες αργότερα ξεσπούσε η Επανάσταση και στον Μοριά.

 

Καποδίστριας και Υψηλάντης

 

Όπως σημειώνει ο Καποδίστριας στο γνωστό υπόμνημά του 1826 προς τον διάδοχο του Αλέξανδρου, τσάρο Νικόλαο, ένα επίσημο διπλωματικό έγγραφο που ορισμένοι, εσφαλμένα, θεώρησαν «αυτοβιογραφία», ο Αλέξανδρος δεν δίστασε να αποκηρύξει «το εγκληματικό κίνημα των Εταιριστών όπως, επίσης και να καταδικάσει τις πράξεις του πρίγκιπα Υψηλάντη». Για να προσθέσει, ο Καποδίστριας, ευθύς αμέσως: «…Όμως, ούτε η έντονη αποδοκιμασία ούτε και όποια άλλη ενέργεια θα μπορούσε να ανακόψει την πορεία της επανάστασης…».

Ο Καποδίστριας, ούτε τότε, ούτε αργότερα, θέλησε να μιλήσει ανοικτά και με σαφήνεια «περί του Υψηλάντη, περί της Εταιρείας του και του τρόπου με τον οποίον ήρχισεν η Επανάστασις». [9] Επέμεινε, βέβαια, στο ότι «ποτέ» ο ίδιος «δεν ενέκρινε το επιχείρημα του Υψηλάντη» και «την αναρχίαν και κακοήθειαν των οπαδών του». [10] Τι ακριβώς δεν ενέκρινε, ωστόσο; Όχι, βεβαίως, «το μέγα και γιγαντιαίον της ελευθερίας μας επιχείρημα», αλλά «τον τρόπον με τον οποίον ήρχισε… χωρίς όπλα, χωρίς πολεμικάς έξεις, χωρίς επιστήμονας στρατιωτικούς, χωρίς χρήματα, και το χειρότερον γέμοντες από τα ελαττώματα πολλών αιώνων δουλείας…». [11] Το μυστήριο της συνεργασίας ή διαφωνίας Υψηλάντη-Καποδίστρια δεν επιλύεται ούτε από τα όσα ο Υψηλάντης φέρεται να είχε εκμυστηρευθεί σε δικούς του ανθρώπους, ότι δηλαδή ο ίδιος είχε έγκαιρα και διεξοδικά ενημερώσει τον Καποδίστρια για το όλο εγχείρημα, τον Μάϊο ή Ιούνιο 1820, ότι ο Καποδίστριας «επεδοκίμασε με ενθουσιώδη λόγια την πατριωτική επιθυμία του νεαρού του φίλου, που ήθελε να θυσιάσει την ζωή του για την ευτυχία της πατρίδας του» και ότι, ακόμα, ο Καποδίστριας ενεθάρρυνε την προς τα έξω προβολή και καλλιέργεια της εντύπωσης ότι ο τσάρος ευνοούσε και υποστήριζε τα επαναστατικά σχέδια. [12] Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι ο Αλέξανδρος γνώριζε για την υπόθεση πολύ λιγότερα πράγματα απ’ όσα γνώριζε ο Καποδίστριας. [13]

Αλέξανδρος Υψηλάντης, λιθογραφία, Εκ του πολυχρωμολιθογραφείου Ι. Δ. Νεράντζη, Λειψία.

Αλέξανδρος Υψηλάντης, λιθογραφία, Εκ του πολυχρωμολιθογραφείου Ι. Δ. Νεράντζη, Λειψία.

Στο υπόμνημα του 1826, ο Καποδίστριας αναφέρεται σε μία παλαιότερη συνομιλία του με τον Υψηλάντη, τον χειμώνα του 1819-1820 στην Πετρούπολη, όπου όταν ο στρατηγός τον ερώτησε απεγνωσμένα «Και οι ΄Ελληνες τι θα απογίνουν; Οι Τούρκοι σφάζουν και η Ευρώπη δεν προτίθεται να κάνει το παραμικρό!», ο Καποδίστριας, τον συμβούλευσε μεν ότι οι Έλληνες δεν έπρεπε να έχουν την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσαν ποτέ να «… εξαναγκάσουν τον [ρώσο] αυτοκράτορα να αναλάβει δράση…», αφού, ωστόσο, προηγουμένως, υπογράμμισε και τα εξής: «Όσοι Έλληνες διαθέτουν όπλα θα συνεχίσουν να αντιστέκονται στα βουνά, όπως κάνουν εδώ και αιώνες. Αν στον επικείμενο πόλεμο με τον Αλή Πασά καταφέρουν να κρατήσουν το Σούλι και άλλα τέτοια οχυρά, τότε η αντίστασή τους θα είναι μακρά. Από αυτή την θέση, την κάπως ευνοϊκή, δεν θα χρειάζεται να περιμένουν οτιδήποτε από την Ευρώπη. Αν πάλι ο χρόνος και οι εξελίξεις μεταβάλουν την υφιστάμενη κατάσταση, τότε ίσως οι νέες περιστάσεις να είναι καλύτερες για τους Έλληνες…». [14] Ο Καποδίστριας ανέπτυσσε εδώ την πρόβλεψη, εκτίμηση, ή θέση ότι οι έλληνες επαναστάτες θα συνέχιζαν την ένοπλη αντίσταση, δημιουργώντας, όπως επί γενιές ολόκληρες εδίδασκαν η Μάνη και το Σούλι, εδαφικά τετελεσμένα. Επρόκειτο για μία πολιτική θέση η οποία, σε διεθνές επίπεδο, εναρμονιζόταν με την παραδοσιακή ρωσική στάση ενθάρρυνσης των επαναστατικών θυλάκων, ως ερεισμάτων που η Ρωσία θα μπορούσε κατά βούληση να αξιοποιήσει εντός της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το κρίσιμο στοιχείο της τοποθέτησης αυτής του Καποδίστρια, ωστόσο, έγκειτο στην εθνική, πρωτίστως, υπόστασή της, στην πεποίθησή του, δηλαδή, ότι η επανάσταση μπορούσε και έπρεπε να στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις και να μην εξαρτάται από έξωθεν υποκίνηση ή στήριξη. [15] Παρά την επίσημη θέση του και παρά τις με κάθε ευκαιρία επίσημες διαβεβαιώσεις του ότι ο ίδιος δεν είχε σχέση με την Εταιρία των Φιλικών, ο Καποδίστριας φαίνεται εδώ να σκέφτεται και να ομιλεί περισσότερο σαν Φιλικός και λιγότερο σαν Υπουργός του ρώσου Αυτοκράτορα. Όπως δε έχει επισημάνει ο Γκριγκόρι ΄Αρς, « όλα τα γεγονότα συνηγορούν στο ότι όλες οι πράξεις της ελληνικής επαναστατικής οργάνωσης είχαν σκοπό την εθνική απελευθέρωση του ελληνικού λαού. Μεταξύ των επιδιώξεών της και των πολιτικών στόχων της τσαρικής κυβέρνησης υπήρχε πάντα μεγάλο ρήγμα, εάν όχι πραγματικό χάσμα» [16].

 

Οι προς Ρώμα Επιστολές

 

Ας έλθουμε όμως τώρα, στις προς Ρώμα επιστολές. Στην πρώτη επιστολή με ημερομηνία 24 Ιανουαρίου (5 Φεβρουαρίου) 1821, o Καποδίστριας, όντας ήδη παραλήπτης αρκετών επιστολών του Ρώμα, φαίνεται ότι κρίνει απαραίτητο να τον προϊδεάσει σχετικά με τις επικείμενες επαναστατικές εξελίξεις. Τον διαβεβαιώνει ότι η μεγάλη καθυστέρηση της απάντησής του, οφείλεται αποκλειστικά στις βεβαρημένες υποχρεώσεις του και σπεύδει να τονίσει ότι, όπως θα εξηγήσει στον Ρώμα και διά ζώσης ο Ναράντζης, «μοι είναι αδύνατον να παρακολουθώ τας λεπτομέρειας ιδιαιτέρας αλληλογραφίας».

Δεν είναι γνωστό το περιεχόμενο των επιστολών Ρώμα, στις οποίες αναφέρεται ο Καποδίστριας, ωστόσο στους μήνες που προηγήθηκαν επικρατούσε οργασμός προ-επαναστατικών δραστηριοτήτων της Εταιρίας των Φιλικών στον Μοριά όπου το μέγα ζήτημα προβληματισμού ήταν ο χρόνος και ο τόπος έναρξης της επανάστασης. Ήδη τον Αύγουστο του 1820, επιστρέφοντας από προηγηθείσα επαφή του με τον Καποδίστρια, ο Φιλικός Ιωάννης Παπαρηγόπουλος, διερμηνέας στο ρωσικό προξενείο της Πάτρας, συνάντησε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στην Οδησσό και του μετέφερε την άποψη των πελοποννήσιων προεστών, ότι για να προλάβουν τις οθωμανικές προετοιμασίες καταστολής της, έπρεπε να επισπευτεί η έκρηξη της επανάστασης και ότι τούτο να γίνει όχι στον Μοριά αλλά στις Ηγεμονίες, ως αντιπερισπασμός αλλά και για να δημιουργηθεί ευκαιρία ρωσικής επέμβασης.[17] Τον Οκτώβριο 1820, για την στρατιωτική προπαρασκευή του Αγώνα, ο Αλ. Υψηλάντης έστειλε τον Περραιβό και τον Παπαφλέσσα στη Πελοπόννησο. 

Διονύσιος Ρώμας

Διονύσιος Ρώμας

Ο Ρώμας, όντας έφορος της Εταιρίας των Φιλικών στην Ζάκυνθο σε στενή επικοινωνία με τον Μοριά, θα γνώριζε αυτές τις διεργασίες και είναι εύλογο  να υποθέσουμε ότι ζητούσε τις απόψεις του Καποδίστρια γι’ αυτές. Ο Καποδίστριας τον παρέπεμψε στον «κύριο Κόμη Συγούρο» που «θα σας είπη, όσα τω έγραψα σχετικώς προς τα συμφέροντα της ατυχούς Πατρίδος μας», πληροφορώντας τον ότι και ένας ακόμα έμπιστός του «ο Ναράντζης θα συμμετάσχη της συνδιαλέξεώς σας».  Δεν γνωρίζουμε τι συγκεκριμένα είχε γράψει ο Καποδίστριας στον Συγούρο και τι ο τελευταίος μετέφερε στον Ρώμα «σχετικώς προς τα συμφέροντα της ατυχούς Πατρίδος».  Όμως σ’ αυτήν την πρώτη επιστολή ο Καποδίστριας ενθαρρύνει τον Ρώμα και τον διαβεβαιώνει για την ανάγκη σταθερότητας στην εκπλήρωση του εθνικού σκοπού, για τον οποίο εργαζόταν ο Ρώμας όντας, ήδη από Απρίλιο 1819, μυημένος στην Εταιρία των Φιλικών από τον Αριστείδη Παππά.[18] Λίγους μήνες νωρίτερα, τον Δεκέμβριο 1818, ο Παππάς, στη Κέρκυρα,  γνωρίζουμε ότι είχε μυήσει στην Εταιρία των Φιλικών τον Βιάρο Καποδίστρια, αδελφό του Ιωάννη.[19] Φιλικός – και μάλιστα Έφορος της Εταιρίας στην Κέρκυρα – να θυμίσουμε επίσης, ήταν και ο άλλος αδελφός, Αυγουστίνος Καποδίστριας.[20] Στα Επτάνησα, είχαν μυηθεί στην Εταιρία και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, όπως και άλλοι μωραΐτες οπλαρχηγοί που, την άνοιξη του 1819, μετά από συνεννόηση Αυγουστίνου Καποδίστρια-Ρώμα, συναντήθηκε στην Κέρκυρα με τον Ιωάννη Καποδίστρια.[21] Στην επιστολή της 24ης Ιανουαρίου 1821, ο Καποδίστριας ενεθάρρυνε τον ζακύνθιο Φιλικό να έχει «Υπομονή, Εγκαρτέρησις και Θάρρος… Ας είμαστε σταθεροί εις την απόφασιν να εκπληρώσωμεν τα καθήκοντα ημών προς την Πατρίδα…»

Ο Καποδίστριας έγραψε την δεύτερη επιστολή του προς το Ρώμα, με ημερομηνία 6/18 Απριλίου 1821, αφού έχει ξεσπάσει η Επανάσταση, στην Μολδοβλαχία, το Μοριά, από κοντά και στη Στερεά. Δεν γνωρίζουμε το περιεχόμενο της προηγηθείσης επιστολής του Ρώμα. Ωστόσο από την απάντηση του Καποδίστρια και τις συσχετίσεις με τα συμβάντα της περιόδου μπορούμε να υποθέσουμε ότι, πιθανόν, ο Διονύσιος Ρώμας να ζητούσε νέα παρέμβαση του Καποδίστρια στον τσάρο υπέρ της επανάστασης, αλλά και ότι, επιπρόσθετα,   στην δική του επιστολή προέβαλε αντιρρήσεις που εξέφραζε κυρίως ο υπό τον Μητροπολίτη Ιγνάτιο [22] κύκλος της Πίζας και Προεστοί για την ηγεσία Υψηλάντη.

Η ουσία των θέσεων που εξέφραζε τότε ο Ιγνάτιος και τις οποίες υιοθετούσε και ο Ρώμας, ήταν η πεποίθησή τους ότι απόλυτη και αναγκαία προϋπόθεση της επανάστασης ήταν η εξωτερική στήριξή της και ότι η επανάσταση μπορούσε και έπρεπε να ξεκινήσει, τότε μόνο όταν αυτό θα επέτρεπαν και θα το επέβαλαν συμφέροντα και αποφάσεις Μεγάλων Δυνάμεων. [23] Η αντίληψη αυτή της διαρκούς αναζήτησης «προστάτιδων δυνάμεων», συγκρούονταν με την πραγματικότητα της διαφοροποίησης των επιδιώξεων των ελλήνων επαναστατών και των συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων. Ωστόσο, στη περίπτωση του Ιγνάτιου, ή του Ρώμα, η πραγματικότητα δεν οδήγησε σε ουσιαστική αναθεώρηση της αντίληψης αυτής της διαρκούς αναζήτησης προστασίας, αλλά απλά και μόνο σε έναν, ούτως ειπείν, διεθνή αναπροσανατολισμό της εξάρτησης, από την Ρωσία στην Αγγλία, σ’ αντίθεση με τον Καποδίστρια που κράτησε αποστάσεις από την ρωσική διπλωματία. [24] 

Ο Καποδίστριας στην επιστολή εκδηλώνει εκνευρισμό για την στάση του Ρώμα. Τον επιπλήττει γιατί δεν αντιλαμβάνεται την θεσμική ιδιότητα του Καποδίστρια στη Πετρούπολη, εκθέτοντάς τον στα μάτια του τσάρου, σε μια περίοδο όπου οι σχέσεις Αλέξανδρου A’ και Καποδίστρια βρίσκονταν σε τεντωμένο σκοινί. Σε κάθε περίπτωση είναι κατηγορηματικός για να μην επιτρέψει την οιαδήποτε παρανόηση όχι απλώς του Ρώμα αλλά και στην αντίληψη του οιουδήποτε άλλου που ενδεχομένως θα διάβαζε την επιστολή: «… Ζητείτε, Κόμη μου, οδηγίας από εμέ. Από ποιον; Από εμέ ως ιδιώτην, ή από εμέ ως δημόσιον άνθρωπον; Δεν πρέπει να συγχέωνται αι δύο αυταί ιδιότητες. Είναι ολίγον εκείνο, το οποίον δύναμαι ως δημόσιος άνθρωπος, περί τούτου έχετε ήδη απόδειξιν. Δεν δύναμαι να πράξω περισσότερον. Εάν μοι ήτο δυνατόν, θα το έπραττον, χωρίς να παραστή ανάγκην ωθήσεων και προτροπών ουδαμόθεν. Το λέγω αυτό και περί μέλλοντος. Οσάκις δυνηθώ να ωφελήσω την κοινήν Πατρίδα, θα το πράξω με όλην μου την ψυχήν. Η υπόθεσις της Πατρίδος είναι και θα είναι πάντοτε υπόθεσις ιδική μου. Η ιερώτερα καθώς και η προσφιλέστερα πάσης άλλης».

Στην συνέχεια αυτής, ίσως της πιο αποκαλυπτικής επιστολής ο Καποδίστριας εξηγεί με σαφήνεια – … «ως ιδιώτης» – την πολιτική του θέση έναντι της ελληνικής εξέγερσης (οι υπογραμμίσεις δικές του): « η αναγέννησις και η αληθής ανεξαρτησία ενός λαού δεν δύναται να είναι, ειμή το μόνον και ίδιον έργον του. Η εξωτερική βοήθεια δύναται να την στερεώση, ουδέποτε να την δημιουργήση. Αι ημέτεραι Ιονικαί ατυχίαι καταδεικνύουν αρκετά την μεγάλην ταύτην αλήθειαν. Αν η ημετέρα ανεξαρτησία δεν προήρχετο εκ περιστάσεων αλλοτρίων και εξωτερικών, αι αλλότριαι και εξωτερικαί περιστάσεις δεν θα ήθελον μας την αρπάσει». Δύσκολα, πράγματι, θα μπορούσαμε να φανταστούμε περιεκτικότερη δήλωση των εθνικών ελληνικών προτεραιοτήτων του Καποδίστρια, σε μια εποχή που παρέμενε ακόμα στην υπηρεσία του ρώσου Αυτοκράτορα! Πρόκειται, κατά την άποψή μας, για ισχυρότατο τεκμήριο ότι ο Καποδίστριας δεν προσχώρησε εκ των υστέρων, όπως ορισμένοι θεωρούν και θέλουν να πιστεύουν, στην θεμελιώδη αντίληψη της Εταιρίας των Φιλικών υπέρ μιας αυτοδύναμης ελληνικής εξέγερσης. Αντίθετα, το 1821, ήταν ο Καποδίστριας που κατεξοχήν εξέφραζε ακριβώς αυτήν την επαναστατική θέση.

Περαιτέρω, είναι βεβαίως αξιοσημείωτο και επιβεβαιώνει τα ανωτέρω, το γεγονός ότι στην επιστολή αυτή, ο Καποδίστριας αντιπαρέρχεται την επιχειρηματολογία κύκλων που αντιπολιτεύονταν την ηγεσία Υψηλάντη, περί της αν-επάρκειας των μέσων για την διεξαγωγή του Αγώνα, και εστιάζει ευθέως στο ζήτημα της πολιτικής ενότητας των ηγετικών παραγόντων του Αγώνα. Με δεδομένη  πλέον την έναρξη της ελληνικής Επανάστασης, ο Καποδίστρια θεωρεί το ζήτημα «περί επάρκειας των μέσων» προσχηματικό για την διεκδίκηση της ηγεσίας του Αγώνα. Επιμένει ότι το κρίσιμο πλέον ζήτημα δεν είναι ο χρόνος έναρξης της Επανάστασης αλλά το ζήτημα της συσπείρωσης όλων για την στρατιωτική επιτυχία της. Με ευθύτητα γράφει στον Ρώμα (οι υπογραμμίσεις δικές του):

«Τώρα λοιπόν, αν εις την μεγάλην επιχείρησιν, περί ής πρόκειται, είναι επαρκή τα μέσα –αν η ενότης μεταξύ των ανθρώπων, οίτινες θα τα διαχειρισθούν, είναι αληθής, ειλικρινής και αδιάλυτος – έσται με την ευλογίαν του Θεού, και η υπόθεσις θα ευδοκιμησει. Οίαι δήποτε και να είναι αι δυσκολίαι θέλουσιν υπερπηδηθή. Εν εναντια περιπτώσει, θα ήτο βαρύτατον και ασυγχώρητον έγκλημα, το να εκτεθούν τόσα και τόσον πολύτιμα συμφέροντα, να οπισθοδρομήσουν τόσαι και τόσον ωραίαι ελπίδες, όπως επισύρωμεν επί της πατρίδος μας νέας έτι και σκληροτέρας πιέσεις».

Μερικές γραμμές παρακάτω, ο Καποδίστριας φαίνεται να θέτει  προσωπικά τον Ρώμα ενώπιον των ευθυνών του, καλώντας τον να επιλέξει τη στάση που τελικά θα κρατούσε:

«Αν λοιπόν αι γνώσεις, τας οποίας κατέχετε, σας επιτρέπουν να θεωρειτε ως δυνατήν την έκβασιν, αν πιστεύητε, ότι δύνασθε να συντελέσητε εις τούτο, μη αρμηθήτε την συνδρομήν σας. Εν προσωπον περισσότερον, και μάλιστα πρόσωπον οποίον είσθε σεις, δύναται να προσθέση πολύ εις την πλάστιγγα. Εν εναντία όμως περιπτώσει, μεταχειρίσθητε την επιβλητικότητά σας εις τρόπον, ώστε να επανελθη εκαστος εις την προτέραν αφάνειαν. Αύτη  μόνη δύναται να επιφυλάξη εις την Πατρίδα άνθρωπον τινα ικανόν να την υπηρετήση μιαν ημέραν».

Η αποστροφή αυτή της επιστολής συνιστά μια ακόμη ένδειξη της ηγετικής στην εθνεγερσία θέσης του … «ιδιώτη» Ι. Καποδίστρια που την εκφράζει μάλιστα όντας ως υπουργός εξωτερικών του τσάρου. Εύλογα, ωστόσο, λόγω της δημόσιας ιδιότητας του προσπαθούσε να διαφυλάξει την ήδη λεπτή θέση του έναντι του τσάρου, κρατώντας τα προσχήματα (οι υπογραμμίσεις δικές του):

«Αγνοώ, ως αγνοώ καθ’ ολοκληρίαν, και τους ανθρώπους, και τα μέσα, και την ενότητα και το σύστημα, δεν δύναμαι να κρίνω. Αγνοώ πάντα ταύτα, καίτοι πλέον ή άπαξ μοι προσεφέρθη μικρα τις γνωσις’  λέγω δε μικρά τις, διότι το σύστημα δεν είναι φύσεως τοιαύτης, ώστε ν’ αποκαλύπτεται εις τους μη μεμυημένους. Εγώ δε δεν είμαι μεμυημένος, ούτε δύναμαι να είμαι».

Ο Ρώμας διαβάζοντας τις παραπάνω γραμμές θα πρέπει να αντιλαμβανόταν πλήρως ότι, στη πραγματικότητα, ο Καποδίστριας γνώριζε «καθ’ ολοκληρίαν, και τους ανθρώπους, και τα μέσα, και την ενότητα και το σύστημα», στο οποίο … «δεν είμαι μεμυημένος, ούτε δύναμαι να είμαι», όπως και τον επιπλέον υπαινιγμό ότι «το σύστημα δεν είναι φύσεως τοιαύτης, ώστε ν’ αποκαλύπτεται εις τους μη μεμυημένους».

Η τρίτη επιστολή, με ημερομηνία 2 Μαΐου 1821, φαίνεται ότι απαντά σε προηγούμενη επιστολή με την οποία ο Ρώμας του επεσήμανε προβληματισμούς και εκτιμήσεις κάποιου μη-κατονομαζόμενου νέου για τις εξελίξεις, επιζητώντας τον σχολιασμό του Καποδίστρια.

 Ο Καποδίστριας αρνείται να απασχοληθεί με ζητήματα που θίγει ο νέος, «εις τας πολύ ενδιαφέρουσας επιστολάς του», για τις οποίες παρακαλούσε τον  Ρώμα να ευχαριστήσει τον εύελπι νέο αλλά και να τον πληροφορήσει ότι ο Καποδίστριας δεν θα απαντούσε και ότι τις «κατέστρεψε«. Φαίνεται μάλιστα να αντιδιαστέλλει τα θέματα που θίγει ο αναφερόμενος νέος με τα πραγματικά σημαίνοντα θέματα των ημερών, που δεν ήταν άλλα από τις οθωμανικές θηριωδίες εναντίον των Χριστιανών στη Πόλη, που προκαλούσαν την φρίκη («αι εκ Κωνσταντινουπόλεως επιστολαί μου φθάνουσι μέχρι πρώτης Απριλίου- εμποιεί φρίκην…«).

Η επιστολή αποτελεί κραυγή στους επαΐοντες, ότι  «κατά γενικόν κανόνα διευθύνονται κακώς οι υποθέσεις υπό των αγνοούντων αυτάς«. Ότι, «είναι κακόν και ήκιστα έντιμον το διευθύνειν μακρόθεν και άνευ προσωπικού κινδύνου, επιχείρησιν μέλλουσα να αποφασίση περί της κεφαλής και της υπάρξεως των ημετέρων ομοεθνών«. Ότι δεν ήταν ώρα εκείνη για περισπούδαστες αναλύσεις για τα τεκταινόμενα, για τα «γεγονότα» τα οποία «επέρχονται μετά της ταχύτητος της σκέψεως». Ότι «ευρισκόμεθα ενώπιον δύο επαναστάσεων» (της ελληνικής και των αλβανών του Αλή Πασά) και ότι «οποία έσσεται η έκβασις τοσαύτης διαπάλης, ο Θεός μόνος δύναται να το ηξεύρει«. Ότι, τελικά, ήταν η ώρα της έμπρακτης και ουσιαστικής συνεισφοράς του καθενός στον Αγώνα, από όποια θέση και αν βρισκόταν. «Έκαστος εξ’ ημών εν τη προκειμένη υποθέσει βεβαίως δεν δύναται ειμή να εκπληρώση το καθήκον αυτού’  εγώ δε εκτελώ και θα εκτελώ το χρέος μου … Περί τούτου εστέ βέβαιος…«.

Αλέξανδρος Α΄ της Ρωσίας, έργο του Stefan Semjonovitsj Stjukin, 1808, Museum of Pavlovsk, Russia.

Αλέξανδρος Α΄ της Ρωσίας, έργο του Stefan Semjonovitsj Stjukin, 1808, Museum of Pavlovsk, Russia.

Μετά τον Μάρτη του ΄21 και μέχρι την ουσιαστική παραίτησή του από το ύπατο ρωσικό αξίωμά του, τον Αύγουστο του 1822, συνέχισε τις προσπάθειες να μεταπείσει τον Αυτοκράτορα Αλέξανδρο, ότι δεν ήταν το «αυστριακό σύστημα» που «μπορούσε να διατηρήσει την ειρήνη και την συνεργασία μεταξύ των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων» και ότι, αντίθετα, ήταν προς το απόλυτο συμφέρον της Ρωσίας να αναλάβει αποφασιστικές, στρατιωτικές όσο και διπλωματικές πρωτοβουλίες, προκειμένου να επιβάλλει τον τερματισμό των τουρκικών θηριωδιών  εναντίον των ομοδόξων της στην βυθιζόμενη στο αίμα οθωμανική αυτοκρατορία και να ηγεμονεύσει σε έναν από κοινού με τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, διπλωματικό διακανονισμό του Ανατολικού Ζητήματος. [25] Έδινε, στην ουσία, μάχες οπισθοφυλακής. Όχι χωρίς αποτελέσματα, αφού τελικά έπεισε τον Τσάρο να μην διαρρήξει όσα διπλωματικά ερείσματα του είχαν απομείνει στους χριστιανούς της περιοχής, να απορρίψει κάθε ιδέα «συλλογικής δράσης» του πρίγκιπα Μέττερνιχ και του βρετανού πρέσβη, λόρδου Stewart, δηλώνοντας σ’ αυτούς ότι «θεωρεί την ελληνο-τουρκική σύγκρουση του ένα ζήτημα το οποίο θα διευθετηθεί αποκλειστικά ανάμεσα στην Ρωσία και την Υψηλή Πύλη», [26] και φτάνοντας τέλος ο τσάρος να ανακαλέσει τον ρώσο πρέσβη στη Κωνσταντινούπολη, βαρόνο Στρόγκανοφ, ο οποίος, αφού επέδωσε ένα σκληρό διάβημα στην Υψηλή Πύλη,  στις 4 Ιουλίου 1821, αηδιασμένος από τις τουρκικές φρικαλεότητες και την οθωμανική διπλωματική κωλυσιεργία, αρνήθηκε να αποδεχθεί την καθυστερημένη απάντηση του Ρεϊς-Εφέντη Μοχάμεντ Σαντίκ, στις 26 Ιουλίου και, στις 10 Αυγούστου, επιβιβάστηκε σε ρωσική φρεγάτα που απέπλευσε αμέσως για την Οδησσό. «Ότι κατάφερε να φύγει χωρίς να κακοποιηθεί», σημειώνει ένας σύγχρονος ιστορικός, «οφείλετο εν πολλοίς σε προσπάθειες» των ομολόγων του πρέσβεων της Αγγλίας και της Αυστρίας. «Η Βρετανία και η Αυστρία επιθυμούσαν να αποτρέψουν την διάλυση της τουρκικής αυτοκρατορίας στα χέρια της Ρωσίας, και το κοινό αυτό συμφέρον τους απαιτούσε ότι έπρεπε να συνεργασθούν για την διατήρηση της ειρήνης». [27]

Προφανώς, ο Καποδίστριας θα είχε αντιληφθεί ότι, πέραν των διπλωματικών αυτών παραστάσεων, οι εισηγήσεις του δεν μπορούσαν να έχουν περαιτέρω επίδραση στην πολιτική του τσάρου. Από τον Μάιο, έγραφε σχετικά στον Ρώμα:

«Δέεσθε, ως και εγω δέομαι εκ βάθουςψυχής, εις την θείαν Πρόνοιαν, ίνα ευσπλαχγνισθη τους ημέτερους. Αύτη μόνη δύναται να εμπνεύσει γενναία αισθήματα εις μόνον Ισχυρόν, όστις δύναται να έλθη εις αυτούς αρωγός. Γένοιτο! »

 

Συμπερασματικά

 

Μέσα από τις τρεις διασωθείσες επιστολές στον Διονύσιο Ρώμα, με τα παραλειπόμενά τους, τις υπαινικτικές αναφορές αλλά και τα όσα έκρινε, με τόλμη, ότι έπρεπε να πει ευθέως, «ως ιδιώτης», μπορεί κανείς να ανιχνεύσει τον δραματικό τρόπο με τον οποίο ο Ιωάννης Καποδίστριας βίωσε την έκρηξη της Επανάστασης του ’21.

Αλλά και την αφοσίωσή του σε αυτήν! Οι συγκεκριμένες επιστολές, όπως και άλλα κείμενα του, υποδεικνύουν ότι ο Καποδίστριας δεν προσχώρησε εκ των υστέρων, αλλά ότι, αντιθέτως, ήταν εκείνος, εν πολλοίς, ο οποίος συνέλαβε, και το 1821 κατ’ εξοχήν εξέφραζε, την πολιτική αντίληψη, θέση, σχέδιο ή στρατηγική της κατάκτησης της εθνικής ανεξαρτησίας. Την ιδέα, δηλαδή, ότι, αν και βεβαίως, σε κάθε βήμα της, έπρεπε με προσοχή να συνυπολογίζει τις επιδιώξεις των ευρωπαϊκών Δυνάμεων, τις προτεραιότητες, ακόμα και τις εμμονές και προκαταλήψεις των βασιλέων και των αξιωματούχων τους, ωστόσο η επανάσταση έπρεπε και να προετοιμασθεί, και να ξεκινήσει και να προχωρήσει, αυτοτελώς, αν επρόκειτο να επιβληθεί και να καταστεί λειτουργικό μέρος του ευρωπαϊκού συστήματος: Ως κράτος αδύναμο, εκ των πραγμάτων τότε, και κατ’ αρχήν, αλλά σε θέση, με δυνατότητα και με προοπτική να εδραιώσει την εθνική του ανεξαρτησία, στην απορρόφηση των κραδασμών του ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων. [28]

Θα πρέπει, συμπερασματικά, να τονίσουμε ότι, πέρα και ανεξάρτητα από την διπλωματική του δεινότητα, πέρα και από την ιδεολογία ή κοσμοθεωρία του [29] και την βαθιά ορθόδοξη του πίστη, την φυσιογνωμία του Ιωάννη Καποδίστρια και την ανεκτίμητη προσφορά του στην Ελλάδα, πάνω από όλα, ή σε τελική ανάλυση, προσδιόρισε η πολιτική του Πράξη. Σε όλο τον δημόσιο βίο του, ο οποίος ξεκίνησε στα χρόνια της «Επτανήσου Πολιτείας» (1800-1807). Εκεί, να θυμίσουμε, για πρώτη φορά αναδείχθηκαν οι σπάνιες ηγετικές, πολιτικές, διοικητικές, οργανωτικές και άλλες του ικανότητες και δυνατότητες. Εκεί, συναντήθηκε γιά πρώτη φορά με τους πέραν των Επτανησίων «Έλληνες της Ηπείρου, της Πελοποννήσου και του Αιγαίου», τους «[οπλ-]αρχηγούς της Ελλάδας» με «την γενναία και χριστιανική ψυχή», [30] με τους οποίους θα διατηρούσε έκτοτε διαρκή επαφή και συνεργασία. Αλλά η πολυσχιδής προεπαναστατική δράση του Ιωάννη Καποδίστρια, όπως και η ανάπτυξη της πολιτικής του σκέψης, παραμένουν εξέχοντα ζητήματα, για τα οποία υπάρχει πολύτιμο, πρωτογενές και άλλο, υλικό το οποίο χρήζει διεξοδικότερης διερεύνησης και συσχέτισης με το ευρύτερο ελληνικό και διεθνές ιστορικό πλαίσιο της εποχής.

 

Υποσημειώσεις


 

[1]  Οι επιστολές, οι οποίες είναι γραμμένες στην ιταλική γλώσσα, καθώς και οι μεταφράσεις τους περιλαμβάνονται στο: Δ. Γρ. Καμπούρογλου,  Ιστορικόν Αρχείον Διονυσίου Ρώμα, Τομ. Α’, 1819-1825, Αθήνα, 1901, σελ. 33-40 . Οι υπογραμμίσεις σε αποσπάσματα επιστολών του Ι. Καποδίστρια περιλαμβάνονται στις επιστολές.

[2] Για μια περιεκτική  αναδρομή των διαχρονικών σχέσεων Καποδίστρια-Ρώμα, Χ.Ν. Βλαχόπουλος, Ο Διονύσιος Ρώμας και η Επιτροπή Ζακύνθου στον δρόμο για την εθνική συγκρότηση: στοχεύσεις, υπερβάσεις, επιτεύξεις. Αθήνα 2015, σελ. 102-114 (Διδακτορική διατριβή: Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών).

[3] Κ. Μάρξ & Φρ. ΄Ενγκελς, Η Ελλάδα. Η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα. Εισαγωγή-μετάφραση-υπομνηματισμός Παναγιώτη Κονδύλη, σελ. 64

[4] Σε «Υπόμνημα προς τους Έλληνας», τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο 1822 (Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια, τόμος ΣΤ, σελ 234, Κέρκυρα 1984), αμέσως μετά, δηλαδή, την αποχώρησή του από την Αγία Πετρούπολη για την Γενεύη, μεταξύ άλλων ο Καποδίστριας έγραφε: «… Όσον κατ’ εμέ, όχι μόνο δεν φοβούμαι την εγκατάλειψιν της Ευρώπης, αλλά και την επιθυμώ. Εν μόνον φοβούμαι, μήπως αι φιλότουρκοι Δυνάμεις δώσουν πραγματικάς χείρας βοηθείας εις τους ολοθρευτάς μας, αλλά και τότε η γνώμη μου δεν αλλάζει. Είναι συμφερώτερον, είναι ενδοξώτερον να αποθάνωμε με τα άρματα εις τας χείρας, παρά να υποπέσωμεν και αύθις από το γιαταγάνι των Τούρκων, ζωή μυριάκις φοβερωτέρα από τον θάνατον. Ελπίζω όμως ότι η Ιερά Συμμαχία δεν θέλει καταντήσει εις τοιαύτην αισχρότητα….»

[5]  Θεσμοθετήθηκε, ως «Πενταμερής Συμμαχία» στα Συνέδρια του Άαχεν (Aix-la-Chapelle -1818), όπου η Γαλλία αποκαταστάθηκε ως ισότιμη ευρωπαϊκή Δύναμη, του Τροπάου (Troppau -1820), με αντικείμενο την καταστολή της επανάστασης στη Νάπολι (Ιούλιος 1820) ζήτημα στο οποίο η Αγγλία και μερικώς η Γαλλία διαφώνησαν με Αυστρία και Ρωσία σχετικά με την ανάληψη συλλογικής δράσης, του Λάϊμπαχ (Laibach-1821) με αντικείμενο τις συνεχιζόμενες εξεγέρσεις στην Ιταλία, όπου συνεχίστηκαν οι διαφωνίες Βρετανίας και Γαλλίας με Αυστρία και Ρωσία και τέλος της Βερόνα (Verona-1822) με αντικείμενο την ισπανική εξέγερση, όπου η Αγγλία διαχώρισε πλήρως την θέση της στην ανάληψη συλλογικής δράσης αλλά και υποστήριξης μιας γαλλικής επέμβασης για την καταστολή της. Η «Ιερά Συμμαχία» ήταν ένας στενότερος ατελέσφορος και θνησιγενής συνασπισμός που δημιουργήθηκε (Σεπτέμβριος 1815) από τους αυτοκράτορες της ορθόδοξης Ρωσίας, καθολικής Αυστρίας και προτεσταντικής Πρωσίας γιά να καταρρεύσει με το θάνατο του Τσάρου Αλέξανδρου Α’.

[6] The Cambridge History of British Foreign Policy, 1783-1919, τόμος ΙΙ: 1815-1866 (Cambridge At the University Press, 1923, Appendix A: “Lord Castlereagh’s Confidential State Paper of May 5th 1820”, σελ. 631). Τόσο αντιπαθής ήταν στους φιλελεύθερους κύκλους της Αγγλίας ο Castlereagh, ώστε ο ποιητής  Percy Shelley, στο ποίημά του “The Mask of Anarchy”, είχε γράψει ότι ενσαρκώνει και προσωποποιεί το έγκλημα της δολοφονίας (“…I met Murder on the way, he had a mask like Castlereagh…”). Ο διπλωματικός πραγματισμός του, ωστόσο, συναντήθηκε στην πράξη της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής με τον φιλελεύθερο αστισμό του διαδόχου του George Canning, ο οποίος μετακινείται από την αδιέξοδη συντηρητική πολιτική της «ουδετερότητας» και μη-παρέμβασης σε πολιτική ενεργητικής μεσολάβησης και παρέμβασης σε διεθνή ζητήματα.

[7] Ιωάννης Καποδίστριας, Επισκόπηση της πολιτικής σταδιοδρομίας μου από το 1798 έως το 1822. Εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα 2014, σελ. 126

[8] Στη πολιτική της εναλλαγής συμμαχιών και της παρέμβασης γιά την επίλυση του «ελληνικού ζητήματος» του George Canning, «τα στρατηγικά συμφέροντα λίγο είχαν να κάνουν με την Ελλάδα καθαυτή, αλλά περιστρέφονταν γύρω από Οθωμανική αυτοκρατορία και την Ρωσία». Andrew Montgomery Endort, “British Foreign Policy under Canning”, Thesis, University of Montana, 2008, p.71

[9] «Υπόμνημα προς τους ΄Ελληνας», οπ. παρ., σελ. 234-235

[10] Οπ. παρ., σελ. 242

[11] Οπ. παρ., σελ. 235

[12] Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, Ρήγας-Υψηλάντης-Καποδίστριας. Έρευναι εις τα αρχεία. Σελ. 123-125

[13] Καθόσον αφορά στοιχεία από τα κρατικά ρωσικά αρχεία, δείτε μελέτες του ρώσου ειδήμονα Γκρ. Αρς, όπως «Η Φιλική Εταιρεία στη Ρωσία»,  Αθήνα 2011.

[14] Επισκόπηση της πολιτικής μου σταδιοδρομίας,οπ. παρ., σελ. 120

[15] Ο Καποδίστριας είχε εκφράσει τις ίδιες απόψεις, για παράδειγμα στα 1818, στους οσποδάρους της Μολδαβίας και της Βλαχίας όταν απέστειλαν αντιπροσώπους τους, αντίστοιχα τους Πανταζόγλου και Α. Μαυροκορδάτο (τον νεώτερο), για να χαιρετίσουν τον Αλέξανδρο Α’ κατά την άφιξη του στα σύνορα: «Στις συνομιλίες που είχα μαζί τους προσπάθησαν να μου αποδείξουν ότι ως ΄Ελληνες ανυπομονούσαν να μάθουν πότε τα στρατεύματα της Ρωσίας θα περνούσαν τον Προύθο, καθώς πίστευαν ότι η διατήρηση της ειρήνης με τους Τούρκους ήταν αδύνατη. «Νομίζετε, λοιπόν», απάντησα, «ότι θα περάσουν τον Προύθο γιά να σας ανακηρύξουν ανεξάρτητους ηγεμόνες; Δείξτε μου ανάλογο ιστορικό παράδειγμα. Δεν υπάρχει! Φαντάζεστε ότι η τύχη σας θα αποτελέσει εξαίρεση του κανόνα; Γιά να γίνουν όσα περιγράφετε θα πρέπει να χυθεί αίμα, να θυσιασθούν ζωές και περιουσίες, και γιά ποιό λόγο; Για να αντικαταστήσουμε το τουρκικό σαρίκι με ευρωπαϊκό καπέλο! Ως ΄Ελληνας, η μόνη ελευθερία που οφείλω να επιθυμώ γιά τους ομοεθνείς μου είναι αυτήν που μπορούν να αποκτήσουν με τις δικές τους δυνάμεις, αφότου προηγουμένως έχουν οδεύσει προς τον αληθινό πολιτισμό. Αλλά από το σημείο αυτό η πατρίδα μας βρίσκεται μακριά ακόμα. Γι’ αυτό και ο καθένας από εμάς οφείλει να αφιερώσει όλες του τις δυνάμεις, ώστε να προετοιμαστεί η οδός μέσω της οποίας θα αναδειχθεί η πατρίδα μας έθνος πολιτισμένο. Ως υπουργός όμως της Αυτού Αυτοκρατορικής Μεγαλειότητος, σας δηλώνω ότι ο αυτοκράτορας έχει την σταθερή και αμετάπειστη  πρόθεση να εδραιώσει την ειρήνη με τους Τούρκους στη βάση των υφισταμένων συνθηκών. Αν οι ΄Ελληνες θελήσουν να επωφεληθούν –καλοπροαίρετα- από αυτό το σύστημα, τότε όχι μόνο δεν θα χάσουν αλλά θα κερδίοσυν πολλά». Επισκόπηση της πολιτικής σταδιοδρομίας μου, Οπ.παρ., σελ. 88.

[16] Γκρ. ΄Αρς, Οπ. παρ., σελ. 406

[17] Αλ. Δεσποτόπουλου, «Παράγοντες, Διάρκεια, Φάσεις και Ιδιομορφία της Ελληνικής Επαναστάσεως», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, σελ.17

[18] Ο  Ρώμας θα έχει κεντρικό ρόλο στην δραστηριότητα της Φιλικής Εταιρίας στην Ζάκυνθο μέχρι το Φθινόπωρο του 1820, όταν λόγω έντασης των διώξεων της αγγλοκρατίας, θα καταφύγει στην Βενετία, όπου θα παραμείνει αυτοεξόριστος για τέσσερα χρόνια χωρίς να διακόψει τους δεσμούς του με την οργανωτική προσπάθεια των Φιλικών. Δες Βλαχόπουλος, οπ. παρ. σελ. 102

[19] Αρχείο Ξάνθου, Τόμος Α’ σελ. λη

[20] Ντίνος Οικονόμου, Ο Διονύσιος Ρώμας και η Ελληνική Εθνεγερσία, Αθήνα, 1972 σελ. 55

[21] Ντίνος Οικονόμου, Ζακυνθινοί Φιλικοί, Αθήνα 1966, σελ. 75. Επισκόπηση της πολιτικής μου σταδιοδρομίας, Οπ. Παρ., σελ. 100-104

[22] Κούκου, Ελένη, Ανέκδοτοι επιστολαί του Μητροπολίτου Ουγγαροβλαχίας Ιγνατίου προς τον Ι. Καποδίστριαν. «Δέλτιον Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας Ελλάδος», 12 (1957-8), σελ. 151-177. Πρωτοψάλτης, Εμμανουήλ, Υπομνήματα συναφή Ιγνατίου, Μητροπολίτου Ουγγαροβλαχίας και Ιω. Καποδίστρια περί της τύχης της Ελλάδος.  «ΑΘΗΝΑ», 60 (1956), σελ. 145-182.

[23] Βλαχόπουλος, όπ. παρ., σελ.61.

[24] Konstantina Zanou, Beyond ‘Neo-Hellenic Enlightenment’ Greek intellectuals between the Ionian Islands, Italy and Russia (1800–1830), CAS Working Paper Series, Sofia, No. 6/2014 , p.19

[25] Καποδίστριας, Επισκόπηση, όπ.παρ. σελ. 132 κ.ε.

[26] Irby C. Nichols, JR. The European Pentarchy and the Congress of Verona. . M. Nijhof, The Hague, 1971, σελ.6

[27] Οπ. παρ. σελ.7

[28] Πρόκειται για την έννοια του «παρεμβαλλόμενου» κράτους (buffer state): Μartin Wight, Power Politics, London,: Pelican Books, 1979, σελ. 160. Στο σημαντικό αυτό έργο της μελέτης των Διεθνών Σχέσεων, το οποίο είναι ιδιαίτερο χρήσιμο για την κατανόηση της εποχής της «Συνεννόησης Δυνάμεων», η οποία, κατ’ αυτόν ξεκίνησε με το Συνέδριο της Βιέννης του 1815 και τερματίσθηκε με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1914, ο Wight διακρίνει τα «παρεμβαλλόμενα κράτη» από «παρεμβαλλόμενες ζώνες» (buffer states or zones), ή περιοχές, τις οποίες ορίζει ως «κενό ισχύος» που διεκδικούν δύο οι περισσότερες δυνάμεις, όπου κάθε μία προωθεί σ’ αυτές την επιρροή της, «αναλόγως της ισχύος της, με δύο τρόπους: Είτε υπεραμύνεται την ουδετερότητά της ή την ανεξαρτησία της, είτε επιβάλλει την κατοχή της και, ενδεχομένως την προσάρτηση και μετατροπή της σε μεθοριακή επαρχία».

[29] Ειδοποιά χαρακτηριστικά της κοσμοθεωρίας αυτής, έχουν επιχειρήσει, με γοητευτικό ομολογουμένως τρόπο, να αναδείξουν ερευνητές όπως η Κωνσταντίνα Ζάνου, «Η ρωσική στιγμή του Ιονίου και η κληρονομιά της». Εισήγηση στο Πανιώνιο Συνέδριο, Μάιος 2014

[30] Καποδίστριας, Επισκόπηση, οπ.παρ., σελ.15-16.

 

Στέλιος Αλειφαντής – Σέργιος Ζαμπούρας

 

Read Full Post »

Το Μετέωρο Βήμα της Τουρκίας: Εκσυγχρονισμός Εξωτερικής Πολιτικής ή Αναθεώρηση Διεθνούς Προσανατολισμού;


 

 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» άρθρο του Δρ. Στέλιου Αλειφαντή,* με θέμα:

«Το Μετέωρο Βήμα της Τουρκίας: Εκσυγχρονισμός Εξωτερικής Πολιτικής ή Αναθεώρηση Διεθνούς Προσανατολισμού;»

 

Η διακυβέρνηση του Ταγίπ Ερντογάν και του κόμματος της «Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης» (ΑΚP) συνίσταται σε μια σειρά τομές ή και ρήξεις στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική της χώρας. Ο Ταγίπ Ερντογάν εκφράζει και εφαρμόζει μια συνολική πολιτική στρατηγική με ευδιάκριτα ιδεολογικά χαρακτηριστικά που – παρά τις αντιφάσεις της – ευαγγελίζεται έναν βαθύτερο μετασχηματισμό της Τουρκίας ως απάντηση στην μεταψυχροπολεμική κορύφωση της κρίσης του «κεμαλικού» συστήματος διακυβέρνησης.

Στο εσωτερικό της χώρας, ο πολιτικό-ιδεολογικός προσανατολισμός της διακυβέρνησης Ερντογάν είναι όχι μόνο ευδιάκριτος από την «κεμαλική» ιδεολογία αλλά και νικηφόρος σε διαδοχικές πολιτικές και εκλογικές αναμετρήσεις με το «κεμαλικό» κατεστημένο και με το λεγόμενο «βαθύ κράτος».

Στις εξωτερικές σχέσεις, οι επιλογές της νέας διακυβέρνησης είναι επίσης διακριτές από την παραδοσιακή τουρκική διπλωματία, εμφανίζοντας μια ιδιαίτερη ενεργητική παρέμβαση στην Μέση Ανατολή, όπου η «κεμαλική» διπλωματία ακολουθούσε κυρίως μια πολιτική αντιδράσεων στην εκάστοτε συγκυρία. [1] Το σύνολο των επιλογών εξωτερικής πολιτικής φαίνεται να αποτελεί, επίσης, προϊόν μιας συνεκτικής στρατηγικής, της οποίας το ιδεολογικο-πολιτικό πλαίσιο διαθέτει ενδείξεις αναθεώρησης του διεθνούς προσανατολισμού της χώρας. [2] Όπως το έθεσε τον Ιούνιο 1989 ο πρίγκιπας Μωχάμετ αλ-Φεϋζάλ, Σαουδικής Αραβίας και Πρόεδρος της Faisal Finance Institution (F.F.I.), τουρκικής θυγατρικής της Dar al-Mal al Islami: «Η Τουρκία δεν μπορεί να συνεχίζει επί μακρόν να παίζει διπλό ρόλο, πρέπει να αποφασίσει ή να εξελιχθεί σε ηγέτιδα δύναμη του μουσουλμανικού κόσμου ή να συνδεθεί με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα». [3] Ήταν η περίοδος όπου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε αποφανθεί για το πρόωρο της αίτησης ένταξης που είχε υποβάλει ο Τουρκούτ Οζάλ το 1987. [4] Περίπου είκοσι χρόνια μετά το ίδιο «δίλημμα» φαίνεται να διαπερνά την διακυβέρνηση Ταγίπ Ερντογάν, ωστόσο εξακολουθεί να είναι ζητούμενο η ριζοσπαστική αμφισβήτηση του διεθνούς προσανατολισμού της χώρας, τουλάχιστον με την έννοια που της αποδίδει ο K.J. Holsti ως την «γενική στρατηγική του κράτους για την εκπλήρωση τόσο των εσωτερικών όσο και των εξωτερικών του στόχων». [5] Σε κάθε περίπτωση, στο επίκεντρο των τουρκικών εξελίξεων βρίσκεται πάντα το ζήτημα της «εναρμόνισης των εθνικών επιδιώξεων με τον διεθνή προσανατολισμό της χώρας», μια προσέγγιση που αποσκοπεί να αναδείξει την ιδιαιτερότητα της εξωτερικής πολιτικής χωρίς να την απομονώνει από το κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο της. Αυτή η προσέγγιση μας επιτρέπει ειδικότερα να διακρίνουμε ή και να προσδιορίσουμε τις εθνικές προτεραιότητες και την πολιτική βούληση [6] των εκάστοτε κυβερνήσεων, καθώς και την επιρροή των εξωτερικών παραγόντων (δηλαδή, της πολιτικής άλλων κρατών και της διεθνούς συγκυρίας) στην διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής. [7] Όλες αυτές οι παράμετροι εξακολουθούν να είναι ζητούμενα της τουρκικής πολιτικής, δεν παύουν όμως στην τουρκική πολιτική ιστορία της να συνδέονται με την μοναδικό εναλλακτικό του κεμαλισμού πρόγραμμα διακυβέρνησης του Ταγίπ Ερντογάν.

Η επικράτηση του κόμματος της «Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης» (ΑΚP) στην τουρκική πολιτική ασφαλώς οφείλει πολλά στον χαρισματικό ηγέτη του, Ταγίπ Ερντογάν, [8] ωστόσο απορρέει από την υπερίσχυση ενός κοινωνικο-πολιτικού ρεύματος που πραγματώθηκε λόγω της κορύφωσης της κρίσης του «κεμαλισμού» στην δεκαετία του ’90.[9] Ο Ιμπραϊμ Καλίν (İbrahim Kalın), Σύμβουλος Διεθνών Σχέσεων του Ταγίπ Ερντογάν και στενός συνεργάτης του σημερινού Υπουργού Εξωτερικών Αχμέτ Νταβoύτογλου, αναγνωρίζει ως δύο βασικές αιτίες της δημοκρατικής οπισθοδρόμησης στην Τουρκία τόσο τον «μικρόψυχο», όπως τον αποκαλεί, τουρκικό εθνικισμό, ο οποίος, στο όνομα της «τεχνητής» εθνικής ομοιογένειας απαρνήθηκε την οθωμανική κληρονομιά στον πλουραλισμό και την ανεκτικότητα, όσο και τις πολιτικές «εθνικής ασφάλειας», οι οποίες δημιούργησαν πολίτες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας και αντιμετώπισαν τον εκδημοκρατισμό ως κρυφό ιμπεριαλιστικό σχέδιο. [10]

Η Κεμαλική επανάσταση στις αρχές του περασμένου αιώνα σ’ αντικατάσταση της καταρρέουσας οθωμανικής αυτοκρατορίας πρόβαλε και επέβαλε έναν μοντέλο ανάπτυξης βασισμένο στα δυτικά πρότυπα παρά στην οθωμανική κρατική παράδοση, επέλεξε τον αυταρχικό εκσυγχρονισμό ενός κοσμικού κράτους βασισμένο αποκλειστικά στο τουρκικό έθνος απορρίπτοντας τον «ενοποιητικό» μουσουλμανικό χαρακτήρα ενός πολυεθνικού κράτους επιρρεπή σε φυγόκεντρες τάσεις που διευκόλυναν διεθνείς παρεμβάσεις στην οθωμανική αυτοκρατορία.[11] Η πορεία επικράτησης της Κεμαλικής επανάστασης στο εσωτερικό και στις εξωτερικές σχέσεις συνδέθηκε έντονα με την θεώρηση του Ισλάμ ως αναχρονιστικού παράγοντα αποδυνάμωσης της συνοχής του νέου κράτους και πρόκρινε την περιθωριοποίηση του ως ιδιωτική θρησκευτική υπόθεση και όχι ως θρησκευτικό χαρακτηριστικό της κοινωνίας. [12] Η Κεμαλική στρατιωτική και διοικητική γραφειοκρατία στήριξε το μοντέλο ανάπτυξης του κρατισμού (etatism) οδηγώντας στο πολιτικό περιθώριο τα κοινωνικά στρώματα παραδοσιακών οικονομικών δομών και θρησκευτικών αντιλήψεων βασισμένων στα διάφορα μουσουλμανικά ρεύματα (σουνίτες, αλεβίτες, κ.α). [13] Πρόκειται για την τάξη των θρησκευόμενων αγροτών, εμπόρων και βιοτεχνών, που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται στην Ανατολία, κατά τη δεκαετία του ’50, υπήρξε περιθωριοποιημένη και θύμα των ιδεολογικών διακρίσεων της κρατικής παρέμβασης, εφόσον η στρατο-γραφειοκρατία υποστήριζε το «κοσμικό» κεφάλαιο μονοπωλίων και ολιγοπωλίων του TÜSİAD (του Συνδέσμου των – 400 μεγαλύτερων-Τούρκων Βιομηχάνων και Επιχειρηματιών, ιδρυθέντος το 1923). [14] Τα κοινωνικά αυτά στρώματα έδωσαν την εκλογική νίκη στο «Δημοκρατικό Κόμμα» του Αντάν Μεντερές που ανατράπηκε από το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1960. [15] Μέχρι την δεκαετία του ’90, με διαδοχικές στρατιωτικές παρεμβάσεις που κορυφώθηκαν με το πραξικόπημα του Κενάν Εβρέν (1980), ο στρατός θα αναδειχθεί ως θεματοφύλακας μιας κεμαλικής διακυβέρνησης που έρχεται να διαχειριστεί κοινωνικές αντιθέσεις και πιέσεις εξωτερικής πολιτικής σ’ ένα ψυχροπολεμικό περιβάλλον, όπου η γεω-στρατηγική αξία της Τουρκίας θα της προσδώσει κρίσιμα περιθώρια ευελιξίας και προσαρμογών. [16]

Ο Τουτκούτ Οζάλ, αρχικά ως υπουργός οικονομικών του καθεστώτος Εβρέν και αργότερα ως Πρωθυπουργός μετά την επικράτηση του κόμματος της «Μητέρας Πατρίδας» (ANAP) στις εκλογές 1983, προώθησε τον οικονομικό φιλελευθερισμό και άνοιξε την οικονομία σε διεθνείς επενδύσεις. Η οικονομική πολιτική εξαγωγών του Οζάλ βρήκε την ανταπόκριση στον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο των κρατών του Κόλπου και ειδικότερα με εξαγωγές στο Ιράκ, Σαουδική Αραβία και Ιράν, παράλληλα παρατηρήθηκε σημαντική εισροή αραβο-ισλαμικών κεφαλαίων με κύρια προέλευση την Σαουδική Αραβία που εστίασαν το ενδιαφέρον τους στον χρηματο-πιστωτικό τομέα της τουρκικής οικονομίας. [17] Με το πέρασμα της Τουρκίας στην ελεύθερη αγορά και στην ανοιχτή οικονομία πραγματοποιήθηκε μια πραγματική επανάσταση στον επιχειρηματικό κόσμο με τους μικρομεσαίους καπιταλιστές να πολλαπλασιάζονται, να ενσωματώνονται στην εγχώρια αγορά, να ανακαλύπτουν τις ξένες αγορές, να πλουτίζουν και να αναδεικνύονται μέσα στο ολιγαρχικό-κεμαλιστικό σύστημα ως ‘εναλλακτική’ επιχειρηματική ελίτ. [18] Η λειτουργία Ισλαμικών Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων επετράπη, διά νόμου, οι ισλαμικές ομάδες και δίκτυα (tarikat-cemaat), άρχισαν να εδραιώνονται στην κοινωνική, πολιτιστική και οικονομική ζωή της χώρας, μέσω της εξάπλωσης ισλαμικών εκδόσεων, μη κυβερνητικών οργανώσεων, εταιρειών και τραπεζών, και το ισλαμικό κεφάλαιο της Ανατολίας γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη. [19]

Η ανάδειξη του Ταγίπ Ερντογάν στην πολιτική ηγεσία της Τουρκίας [20] και η επικράτηση του κόμματος της «Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης» στις εκλογές του 2002 ανάδειξε όχι μόνο μια νέα πολιτική ελίτ αλλά και την πρόσβαση στην εξουσία μιας νέας μεσαίας τάξης και μικρο-μεσαίων επιχειρήσεων της Ανατόλιας με έντονες παραδοσιακές μουσουλμανικές πεποιθήσεις και αξίες και περιόρισε το εκλογικό προβάδισμα των κεμαλικών κομμάτων μόνο στις παράλιες πόλεις του Αιγαίου και της Μεσογείου. [21] Παράλληλα, η εμπέδωση του κόμματος της «Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης» στην διακυβέρνηση της χώρας και κυρίως ως προεξέχουσα δύναμη σε διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις οδήγησαν στην άρθρωση μιας εναλλακτικής προσέγγισης και της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, βασισμένης στην λεγόμενη πολιτική του «Στρατηγικού Βάθους» του καθ. Αχμέτ Νταβούτογλου. [22] Σύμφωνα μ’ αυτήν την προσέγγιση είναι αναγκαία η χειραφέτηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής προκειμένου να ενισχυθεί ένας πολυδιάστατος διεθνής ρόλος της Άγκυρας. [23]

Η εξωτερική πολιτική του Ταγίπ Ερντογάν έχει σαφείς αναφορές στην πορεία των εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών και στην αναζήτηση διεθνών ερεισμάτων. Η πολιτική αυτή υπόσχεται να δώσει μια απάντηση στα σημαντικά διλήμματα εθνικής στρατηγικής που αντιμετώπισε η Τουρκία μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου. [24] Η αναίρεση της μεταπολεμικής σύγκρουσης Ανατολής-Δύσης με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και τις καθεστωτικές αλλαγές στην Ανατολική Ευρώπη, μείωσαν δραματικά τον στρατηγικό ρόλο της Τουρκίας, τον οποίο η Άγκυρα επιχείρησε να ανανεώσει επιδιώκοντας την αναβάθμιση της σε «περιφερειακή δύναμη» της Δύσης στο γεω-στρατηγικό τρίγωνο Μέση Ανατολή-Καύκασος/Κεντρική Ασία-Βαλκάνια στην δεκαετία του ‘90. Στο πλαίσιο αυτό, η Άγκυρα ανέπτυξε μια σειρά περιφερειακές πρωτοβουλίες (όπως η Συνεργασία για την Μαύρη Θάλασσα, [25] κ.α.) και διμερή ανοίγματα, βασισμένη κυρίως στις ειδικές σχέσεις με ΗΠΑ [26] και Ισραήλ. [27] Η εναρμόνιση της Τουρκίας με τις ΗΠΑ, την μόνη υπερδύναμη, στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και κυρίως οι προσδοκίες που δημιούργησε η επιτυχής ηγεσία της Ουάσιγκτον στον πόλεμο του Συνασπισμού κατά του Ιράκ (1991) για έναν ενισχυμένο περιφερειακό ρόλο της Άγκυρας σε Μέση Ανατολή [28] αλλά και σε Βαλκάνια και Καύκασο σύντομα έφτασαν στα όρια τους. Η παραμονή του Σαντάμ Χουσεΐν στην εξουσία απέτρεψε προσωρινά έναν διαμελισμό του Ιράκ και την ενδεχόμενη απόσχιση του Ιρακινού Κουρδιστάν στα σύνορα της Τουρκίας. Οι διεθνείς κυρώσεις κατά του Ιράκ οδήγησαν, όμως, στο κλείσιμο του πετρελαιαγωγού Ιράκ-Τουρκίας (Kirkuk–Yumurtalik pipeline) και την αναπτυξιακή προσπάθεια στην Ανατόλια σε στασιμότητα. Στον μετα-σοβιετικό Καύκασο, η εντατική παρέμβαση της Άγκυρας υπέρ του Αζερμπαϊτζάν στην σύγκρουση του με την Αρμενία για το Ναγκόρνο Καραμπάχ έφερε την Τουρκία σε τροχιά σύγκρουσης με την Ρωσία, ενώ πέραν της ρωσικής αντίθεσης, η υιοθέτηση μιας «παν-τουρκικής» ρητορικής στις σχέσεις με τα κράτη της Κεντρικής Ασίας δημιούργησαν δυσφορία και δυσπιστία στις ηγεσίες αυτών των κρατών. [29] Στην νοτιο-ανατολική Ευρώπη, οι εξελίξεις στην Βουλγαρία με την υποχώρηση της εκλογικής επιρροής της μουσουλμανικής μειονότητας (1994) και η Συνθήκη του Ντέϋτον (1995) μείωσαν τα τουρκικά ερείσματα στην περιοχή. [30]

Έτσι, στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 η μείωση του στρατηγικού ρόλου της Τουρκίας δεν έχει αναιρεθεί και σε ορισμένες διαστάσεις η Άγκυρα βρίσκεται στο περιθώριο σημαντικών διεθνών εξελίξεων, όπως η κυοφορούμενη, τότε, Διεύρυνση των Δεκαπέντε της Ευρωπαϊκής Ένωσης [31] και εγκλωβισμένη σε γεωγραφική περιοχή αστάθειας και συγκρούσεων. Η επιδείνωση των σχέσεων με Ελλάδα (Ίμια, 1996), με Συρία (1998), η πίεση στις τουρκικές επιδιώξεις από την ενταξιακή πορεία της Κύπρου, [32] όπως και η πίεση από κούρδους του Β. Ιράκ επιχειρείται να αναιρεθεί με πολιτικο-στρατιωτικά μέσα και επεμβάσεις, χωρίς ωστόσο αυτά να επιλύουν το κομβικό πρόβλημα της ενδυνάμωσης διεθνούς θέσης της. Η ισχυρή υποστήριξη της Ουάσιγκτον στην τουρκική υποψηφιότητα για ένταξη στην ΕΕ [33] και άρση των ελληνικών αντιρρήσεων με την διπλή προώθηση της διαδικασίας επίλυσης του κυπριακού (σχέδια Αννάν) [34] και διασύνδεσης της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας με την εξομάλυνση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων οδήγησαν στην προώθηση των ευρω-τουρκικών σχέσεων (1999) και στο καθεστώς υποψήφιου κράτους (2004). Επρόκειτο για μια απόπειρα «διασύνδεσης» παράλληλων διαδικασιών που τελικά δεν μπόρεσε να επιτευχθεί. Η ανυπαρξία αμοιβαίας αποδεκτής λύσης στο Κυπριακό, που εκφράστηκε στην απόρριψη του Σχεδίου Αννάν ως ετεροβαρούς λύσης υπέρ των τουρκικών θέσεων οδηγεί το Κυπριακό σε νέα φάση, χωρίς η «μη – λύση» να εμποδίσει την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., ένταξη που είχε, ήδη, προγενέστερα συνδεθεί με «συμφωνία – πακέτο» των κοινοτικών εταίρων για την απρόσκοπτη ταυτόχρονη διεύρυνση και των δέκα υποψηφίων κρατών στην Ε.Ε. εφόσον πληρούν τα οικονομικά κριτήρια ένταξης. Από την άλλη πλευρά, οι εντάσεις στο Αιγαίο συνεχίζονται και δεν σημειώνεται ουσιαστική πρόοδος στις διμερείς σχέσεις παρά την προσπάθεια συντήρησης της διαδικασίας ομαλοποίησης και την μη-επιστροφή στην προ του 1999 επιδείνωση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων.[35] Ωστόσο, η πλέον σημαντική εξέλιξη εστιάζεται στην έλλειψη καθοριστικής προόδου στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην Ε.Ε. Η αδυναμία ουσιαστικών πολιτικών μεταρρυθμίσεων (κυρίως σ’ ότι αφορά τον ρόλο των ενόπλων δυνάμεων, τα ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα, κ.α.) στην Τουρκία με ορίζοντα το 2004 ως «έτος ορόσημο» για την αξιολόγηση προόδου των μεταρρυθμίσεων [36] αλλά και οι σοβαρές επιφυλάξεις κρατών μελών (Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία, Κύπρος, κ.α.) υπονομεύουν την, σύντομη τουλάχιστον, ολοκλήρωση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. [37] Επιπρόσθετη πίεση στην Άγκυρα δημιουργούν τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και η αμερικανική επίθεση στο Αφγανιστάν αλλά κυρίως η επιδείνωση των αμερικανο-τουρκικών σχέσεων πριν τον 2ο πόλεμο κατά του Ιράκ (2003), που η έκβαση του οδηγεί στην ανατροπή του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν και στην πολιτική χειραφέτηση των κούρδων του Β. Ιράκ ως βασικούς εταίρους των ΗΠΑ στην προσπάθεια πολιτικής σταθεροποίησης του μεταπολεμικού Ιράκ. Στο μεταξύ, το αποτέλεσμα των εκλογών του 2002 έχει αναδείξει το κόμμα «Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης» ως κυβερνών κόμμα και Πρωθυπουργό τον Ταγίπ Ερντογάν.

Η κυβέρνηση του Ταγίπ Ερντογάν ανάλαβε σε μια περίοδο εντατικής τουρκικής διπλωματίας με άξονα την επίτευξη καθεστώτος υποψήφιου κράτους-μέλους της Ε.Ε., [38] επιδίωξη που ολοκληρώθηκε επιτυχώς το 2004. [39] Ωστόσο, η προοπτική ολοκλήρωσης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων εξελίσσεται με αργούς ρυθμούς και έχει να αντιμετωπίσει σοβαρές δυσκολίες που εστιάζονται στην ανάγκη καθεστωτικών μεταρρυθμίσεων και αναπροσαρμογών της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας ως προ-απαιτουμένων της ένταξης. [40] Βέβαια, η πορεία εκδημοκρατισμού συνδεόμενη με την προσαρμογή στο κοινοτικό κεκτημένο συνδέεται και με την προσπάθεια του κυβερνώντος κόμματος να υπερισχύσει στους εσωτερικούς πολιτικούς συσχετισμούς.[41] Όμως, μη συνεπή ανταπόκριση της Τουρκίας στις κοινοτικές επιταγές στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική έδωσαν ώθηση στην «εναλλακτική» προσέγγιση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, της λεγόμενης πολιτικής του «Στρατηγικού Βάθους».

Η ουσία αυτής της προσέγγισης βασίζεται στις παραδοσιακές γεωπολιτικές αντιλήψεις αξιοποίησης της γεωγραφικής θέσης της χώρας και, από αυτήν την σκοπιά, η τουρκική εξωτερική πολιτική εμφανίζει στοιχεία συνέχειας βασισμένων σε εσωτερικούς πολιτικούς συσχετισμούς αλλά και αλλαγής που προέρχονται από τα περιθώρια επιλογών που διαθέτει το κυβερνών κόμμα βασισμένα στην μη-άρνηση της μουσουλμανικής θρησκευτικής ταυτότητος της χώρας ως όχημα «ανοίγματος» στον μουσουλμανικό κόσμο. Πρόκειται για την ίδια, κατά βάση, αντίληψη των αρχών της δεκαετίας του ’90, όταν η Τουρκία επιχείρησε να προβάλει την γεωστρατηγική θέση της ανάμεσα στην Νοτιοανατολική Ευρώπη, τον Καύκασο/Κεντρική Ασία και την Μέση Ανατολή ως καταλύτη για την ανανέωση της στρατηγικής αξίας της στο μεταψυχροπολεμικό διεθνές περιβάλλον και την επίτευξη ρόλου περιφερειακής δύναμης.

Η βασική διαφορά μεταξύ των δυο περιόδων είναι ότι τότε η Τουρκία εμφανιζόταν ως ένα «κράτος-πρότυπο» που συνδύαζε τρείς διαστάσεις: πρώτον, την πρόσδεση του στον δυτικό προσανατολισμό του, δεύτερον, τον κοσμικό κρατικό χαρακτήρα μιας μουσουλμανικής χώρας και τρίτον, τις «τουρκογενείς» εθνοτικές συγγένειες.

Αντίθετα, σύμφωνα με την αντίληψη του «Στρατηγικού Βάθους», η Τουρκία οφείλει να προσεγγίσει τον άμεσο γεωγραφικό της χώρο «χειραφετημένη» από «δυτικές εξαρτήσεις» και να λειτουργήσει ως «γέφυρα» σε διαφορετικούς «γεω-πολιτισμικούς» πόλους, ήτοι της Δύσης, της Μέσης Ανατολής, του Μουσουλμανικού κόσμου και της Κεντρικής Ασίας. Μ’ άλλα λόγια, η Άγκυρα θα πρέπει να διαχωρίσει την θέση της από Δυτικές πολιτικές επιλογές και διπλωματικούς χειρισμούς που δεν εξυπηρετούν την περιφερειακή πολιτική, η οποία συνιστά βασικό χαρακτηριστικό στην προσέγγιση του «Στρατηγικού Βάθους». [42] Η αυτοδύναμη ικανότητα της Άγκυρας να δημιουργεί σταθερά περιφερειακά ερείσματα προσδίνει στην Τουρκία το απαιτούμενο «στρατηγικό βάθος» προκειμένου να ενισχύσει την διαπραγματευτική θέση της έναντι, κυρίως, των δυτικών συμμάχων της και να ενισχύσει την διεθνή θέση της σ’ ένα ρευστό και μεταβαλλόμενο διεθνές σύστημα.

Η ενεργοποίηση της τουρκικής διπλωματίας στην Μέση Ανατολή, για παράδειγμα, σημαίνει την διατήρηση αποστάσεων από τις αμερικανικές επιλογές στην περιοχή και αναθεώρηση ή και ακύρωση της λεγόμενης «ειδικής σχέσης» Τουρκίας-Ισραήλ. [43] Το 2006 η πολιτική ηγεσία της Τουρκίας έσπευσε να προσκαλέσει στην Άγκυρα τον ηγέτη της Χαμάς, Χαλέντ Μασάλ, για συνομιλίες δείχνοντας ότι, αντίθετα με δυτικά κράτη, αναγνωρίζει τα αποτελέσματα των παλαιστινιακών εκλογών και εξηγώντας στους δυτικούς επικριτές ότι διατηρώντας σχέσεις με την Χαμάς, η ίδια μπορεί να λειτουργήσει ως «γέφυρα» διαλόγου της Δύσης για την αναγνώριση του Ισραήλ. [44] Στην πρόσφατη κρίση της Γάζας (Δεκέμβριος 2008) ο Τ. Ερντογάν εμφανίστηκε ως ένας από τους πλέον ισχυρούς επικριτές των στρατιωτικών επιχειρήσεων του Ισραήλ, ενώ λίγα χρόνια νωρίτερα αξιοποιώντας το άνοιγμα του προς την Συρία [45] προσφέρει τις καλές υπηρεσίες της Τουρκίας για την έναρξη συνομιλιών Ισραήλ-Συρίας στην Κωνσταντινούπολη. [46] Η Άγκυρα υπήρξε επίσης επικριτική κατά των αμερικανικών στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Φελούτζα του Ιράκ (2004) που την χαρακτήρισε «γενοκτονία», ενώ επεδίωξε και επέτυχε να διασφαλίσει την προεδρία στον Οργανισμό Ισλαμικής Διάσκεψης.

Η επιδίωξη μιας «αποστασιοποίησης» της Άγκυρας από δυτικές τοποθετήσεις έχει συμβεί αρκετές φορές στο παρελθόν, όπως και η προσπάθεια ανάπτυξης σχέσεων με κράτη της περιοχής. [47] Η προσέγγιση του «Στρατηγικού βάθους» αποσκοπεί, όμως, να δημιουργήσει μονιμότερα ερείσματα της Τουρκίας στις περιφερειακές σχέσεις της, θεωρώντας την γεωγραφική θέση της ένα σημαντικό στρατηγικό πλεονέκτημα. Η κριτική κατά της «δυτικής περιχαράκωσης» της χώρας ως πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής συνοδεύεται εξίσου με την απόρριψη και της «περιχαράκωσης» που προέρχεται από «φοβικά σύνδρομα ασφάλειας» με επίκεντρο τις αποσχιστικές τάσεις που εστιάζονται στο κουρδικό πρόβλημα αλλά διαπνέονται από τις ιστορικές μνήμες του συντηρητικού «κεμαλικού» κατεστημένου διαμελισμού της οθωμανικής αυτοκρατορίας και απόπειρα αποικιοποίησης των εδαφών της στις αρχές του 20ου από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής. Το σύνολο της τουρκικής πολιτικής ελίτ συμμερίζεται το κουρδικό πρόβλημα ως κρίσιμο ζήτημα ασφάλειας. Η πολιτική του κυβερνώντος κόμματος συμπλέει με το «κεμαλικό» κατεστημένο σ’ ότι αφορά τόσο την ανάγκη συντονισμού με Δαμασκό, Τεχεράνη και κυρίως Βαγδάτη για την αποτροπή δημιουργίας κουρδικού κράτους στο Β. Ιράκ, όσο και την αναγκαιότητα τουρκικών στρατιωτικών επιχειρήσεων εκεί, ένα ζήτημα που έχει προκαλέσει συνεχείς τριβές με την Ουάσιγκτον, η οποία διατηρεί σημαντικά ερείσματα στους κούρδους του Β. Ιράκ για την εμπέδωση της μεταπολεμικής σταθερότητας στην χώρα αυτή. Ωστόσο, στην εσωτερική πολιτική σκηνή ο Τ. Ερντογάν έχει ακολουθήσει μια προσεκτική πολιτική υπέρ των μειονοτικών και θρησκευτικών δικαιωμάτων, διευρύνοντας την εκλογική επιρροή του κόμματος του στην κουρδική νοτιο-ανατολική Τουρκία. [48]    

Στην αντίληψη της ανάσχεσης απειλών και κινδύνων ασφάλειας και της θεωρούμενης εξ αιτίας τους «περιχαράκωσης», η προσέγγιση του «Στρατηγικού βάθους» αντιτείνει την αυτοπεποίθηση μιας ήδη ισχυρής στρατιωτικά Τουρκίας σε σύγκριση κυρίως με το στρατιωτικό δυναμικό των γειτονικών κρατών και την έμφαση στην zeroproblem policy” με τις γειτονικές χώρες πολιτική. [49] Αλλά και στο πλαίσιο των νέων προτεραιοτήτων της, η διπλωματική ενεργοποίηση για αναθέρμανση και προσέγγιση με τα γειτονικά κράτη, ως βασική παράμετρο της προσέγγισης του «Στρατηγικού βάθους», συνιστά επίσης μια «περιχαράκωση» της Τουρκίας στις περιφερειακές σχέσεις, τις οποίες η Άγκυρα θεωρεί ότι μπορεί να τις διαχειριστεί με τρόπο που να αναβαθμίζει ευρύτερα την διεθνή θέση της. [50] Όμως η Τουρκία δεν παύει να βρίσκεται σε γεωγραφική θέση που περιβάλλεται από αστάθεια και συγκρούσεις, οι οποίες συνιστούν κορυφαίες διεθνείς διενέξεις (αραβο-ισραηλινές σχέσεις, παλαιστινιακό, μεταπολεμικό Ιράκ, σχέσεις ΗΠΑ-Ιράν, κ.α.). Το όριο της zeroproblem policy” με τις γειτονικές χώρες πολιτικής βρίσκεται αφ’ ενός στην ομαλοποίηση των διμερών σχέσεων αλλά αφ’ ετέρου αφορά την εκδήλωση μιας πολιτικής «επιτήδειου ουδέτερου» σ’ ότι έχει να κάνει με τους πόλους των συγκρούσεων και αυτό, κυρίως, επιτυγχάνεται με την «αποστασιοποίηση» από τις επιλογές των ΗΠΑ και του Ισραήλ που δεν συμβαδίζουν με τις διπλωματικές επιδιώξεις της Άγκυρας. Η εκπλήρωση ενός ρόλου «διαμεσολαβητή» συναρτάται από την βούληση των εμπλεκομένων μερών για προσέγγιση και την αδυναμία τους να την επιτύχουν με απευθείας επαφές. Σε κορυφαίες διεθνείς διενέξεις, όπως το μεσανατολικό, η τουρκική διαμεσολάβηση εμφανίζεται να έχει οριακή πρακτική χρησιμότητα. Στο πλαίσιο αυτό, η περιφερειακή «περιχαράκωση» της Τουρκίας έχει περισσότερο σημασία όχι για τον ενδεχόμενο διαμεσολαβητικό ρόλο της αλλά κυρίως για την διαπραγμάτευση της ίδιας της θέσης ως προς την τουρκική συναίνεση σε δυτικές, και ειδικότερα αμερικανικές, επιλογές στην διαχείριση των περιφερειακών διενέξεων. [51] Η ενίσχυση των περιφερειακών δεσμών της Τουρκίας, από την μια πλευρά, την καθιστά ταυτόχρονα έναν «εκπρόσωπο» των ενδιαφερόντων των κρατών της περιοχής, με την προϋπόθεση ότι έχει ενισχυθεί μεταξύ τους μια κοινή πολιτική βάση θεμελιωμένη στην εμπιστοσύνη και, πρωτίστως, σε κοινά συμφέροντα έναντι τρίτων. Παράλληλα, από την άλλη πλευρά, καθιστά την συναίνεση της Άγκυρας αναγκαίο παράγοντα για την δυτική διαχείριση των προβλημάτων της περιοχής. Πρόκειται για ένα μετέωρο βήμα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής με πολλές απρόβλεπτες παραμέτρους και μια μόνο, υψηλού ρίσκου, σταθερά: την μη-δεδομένη για την Δύση τοποθέτηση της Άγκυρας στις περιφερειακές εξελίξεις.

Η προοπτική επιτυχούς ανάδειξης του περιφερειακού ρόλου της Τουρκίας βασίζεται σε δύο κρίσιμες εξωτερικές προϋποθέσεις:

 πρώτον, ότι οι διεθνείς εξελίξεις θα συντείνουν προς μια ρευστότητα των διεθνών ισορροπιών και σ’ ένα πολυκεντρικό διεθνές ζήτημα στο οποίο οι περιφερειακές δυνάμεις θα αποκτήσουν ειδικό βάρος στις εξελίξεις [52], και δεύτερον, ο ρόλος της Τουρκίας θα καταστεί απαραίτητος στην προώθηση των δυτικών επιδιώξεων του διεθνούς παράγοντα στην περιοχή, είτε λόγω της στρατιωτικής ισχύος του και της εντατικής ενεργοποίησης του στις υποθέσεις της περιοχής, είτε επειδή τυχόν τουρκική εσωτερική αστάθεια θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην περιοχή.

Η αντίληψη του «Στρατηγικού βάθους» αναφέρεται σε έναν τρόπο υλοποίησης της επιδίωξης να καταστεί η Τουρκία «περιφερειακή δύναμη» με ειδική έμφαση στον μουσουλμανικό θρησκευτικό χαρακτήρα της τουρκικής κοινωνίας, σε προσπάθεια διείσδυσης στην μουσουλμανική – αλλά προπάντων αραβική (με εξαίρεση το Ιράν) Μέση Ανατολή. Αν και το «όχημα» του «μουσουλμανισμού» δεν φαίνεται να επαρκεί σε μια πολιτικά κατακερματισμένη σε πλήθος αντιθέσεων και αντιφάσεων Μέση Ανατολή, όπως το ίδιο ισχύει και για την περιοχή του Καυκάσου/ Κεντρικής Ασίας, [53] η προβολή «γεω-πολιτισμικών» συγκλίσεων (ισλαμικού ή τουρκογενούς χαρακτήρα) ήταν και παραμένει ένας τρόπος «ανοίγματος» ή και αλληλεγγύης για την τουρκική εξωτερική πολιτική. Στην πραγματικότητα, το κεντρικό ζητούμενο συνίσταται στο εάν η προσέγγιση του «Στρατηγικού βάθους» δημιουργεί μονιμότερη σύγκλιση συμφερόντων με τα κράτη τα οποία απευθύνεται έχοντας ως υπόβαθρο οικονομικές αλληλοεξαρτήσεις [54] ή επενδύει περισσότερο στην ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της έναντι δυτικών συμφερόντων.

Από τη άποψη αυτή, κεντρικό στοιχείο στην θεώρηση του «Στρατηγικού βάθους» είναι η διαμόρφωση μιας διεθνούς θέσης της Τουρκίας με χαρακτηριστικά “pivotal state”, ενός κράτους ικανού να διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στην περιοχή του. [55] Η έννοια του pivotal state κυρίως εστιάζεται στην σημασία που το ίδιο μπορεί να διαδραματίσει ως οικονομικός παράγοντας στην περιοχή και συγκροτείται γύρω από την αντίληψη της «ήπιας δύναμης» (“soft power”). [56] Το περιφερειακό «άνοιγμα» που επιχειρεί η Τουρκία επενδύει στην ασύμμετρη ανάπτυξη της περιοχής και στα συγκριτικά πλεονεκτήματα που προσφέρει ο αναπτυξιακός δυναμισμός και το μέγεθος της τουρκικής οικονομίας. [57] Παράλληλα, όμως η τουρκική στρατιωτική ισχύς την καθιστά υποψήφια για τον ρόλο της «περιφερειακής δύναμης», με την κλασική διεθνολογική έννοια του όρου, [58] είτε αυτή χρησιμοποιείται για στρατιωτικές επεμβάσεις και πολιτικο-στρατιωτικές πιέσεις [59] είτε για ειρηνευτικές επιχειρήσεις.

Ωστόσο, η ανάδειξη σε περιφερειακή δύναμη ενός κράτους απαιτεί την ανοχή ή ενθάρρυνση της μεγάλης δύναμης που έχει ενδιαφέρον για την περιοχή, κάτι το οποίο προϋποθέτει την εξυπηρέτηση των περιφερειακών αναγκών της δύναμης αυτής. Το ζήτημα αυτό δεν έχει απλώς ως υπόβαθρο την θεμελιώδη επιδίωξη κάθε εξωτερικής πολιτικής, δηλαδή την «εναρμόνιση των εθνικών επιδιώξεων με τον διεθνή προσανατολισμό της χώρας» [60] αλλά επιπρόσθετα συνιστά μια ατέρμονη διεκδίκηση του αυτοτελούς ρόλου της περιφερειακής δύναμης που εκφράζεται με μια συνεχή διαπραγμάτευση με τις επιλογές του διεθνούς παράγοντα στις υποθέσεις της περιοχής. Τα όρια αυτής της διαπραγμάτευσης έγιναν αισθητά στις αμερικανο-τουρκικές τριβές λόγω της πρόθεσης της Άγκυρας να επέμβει στρατιωτικά στο Β. Ιράκ τον Οκτώβριο 2007, όπως και σ’ άλλες περιπτώσεις. [61]

Η προσέγγιση του «Στρατηγικού βάθους» έχει αναθερμάνει τις διμερείς σχέσεις της Τουρκίας σ’ ευαίσθητους γεωπολιτικούς χώρους συμπεριλαμβανομένης και της γειτονικής Ρωσίας. [62] Παρά την «αποστασιοποίηση» από διάφορες επιλογές των ΗΠΑ και του Ισραήλ ή τις δυσχέρειες της ενταξιακής πορείας στην Ε..Ε., ο δυτικός προσανατολισμός της χώρας δεν έχει ουσιαστικά αμφισβητηθεί και, στο βαθμό που δεν έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με κομβικές αμερικανικές επιλογές, η Άγκυρα διατηρεί μια ενισχυμένη ευελιξία στις περιφερειακές σχέσεις της. Ειδικότερα, μάλιστα, σ’ ότι αφορά τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Τουρκίας, και παρά την σημαντική έλλειψη προόδου στην ενταξιακή πορεία της, η διαδικασία δεν έχει αναιρεθεί. Ας σημειωθεί ότι ακριβώς χάρη στην ενταξιακή διαδικασία η κυβέρνηση Ερντογάν μπόρεσε να επιτύχει πολιτικά πλεονεκτήματα έναντι του «κεμαλικού» συντηρητισμού προς όφελος των μέτρων εκδημοκρατισμού. Αναφορικά με τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας, η κυβερνώσα τουρκική πολιτική ελίτ ακολουθεί μια πολιτική αντιδράσεων στην εκάστοτε συγκυρία με βάση τις στρατηγικές στοχεύσεις της στην εσωτερική πολιτική. Ωστόσο, ακριβώς στο πλαίσιο των εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός φαίνεται να αποκτά στρατηγικό χαρακτήρα στις επιλογές της διακυβέρνησης Ερντογάν. Οι πολιτικές πραγματικότητες έδειξαν ότι τα οφέλη του ευρωπαϊκού προσανατολισμού έχουν ήδη εκδηλωθεί: πρώτον, στις ισχυρές οικονομικές επιδόσεις, δεύτερον, στα σημαντικά βήματα εκδημοκρατισμού και τρίτον, σε μια εξωτερική πολιτική που βασίζεται στην λεγόμενη «ήπια δύναμη» (“soft power”). Αυτά τα τρία στοιχεία είναι σαφώς αλληλένδετα και τείνουν να δημιουργήσουν μια συνεκτική στρατηγική, η οποία θα είναι πολύ δύσκολο να διατηρηθεί εκτός αυτού του προσανατολισμού.[63] Παράλληλα, όμως, ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως ένα ζητούμενο που προσδίδει διεθνή υποστήριξη και που τακτικά συμπλέει με την μεταρρυθμιστική στρατηγική Ερντογάν, ενώ μακροπρόθεσμα απομένει να κριθεί εάν θα συνδέεται με «την εκπλήρωση τόσο των εσωτερικών όσο και των εξωτερικών στόχων» του τουρκικού κράτους. Ο Γιασάρ Γιακίς, Πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Τουρκικού Κοινοβουλίου και πρώην υπουργός Εξωτερικών, διευκρίνισε το ρόλο που τώρα παίζει η Ε.Ε. στην στρατηγική σκέψη της Άγκυρας, τονίζοντας ότι η προσχώρηση στην Ε.Ε. θεωρείται σήμερα ένα απλό εργαλείο για την εμπέδωση των μεταρρυθμίσεων στο εσωτερικό, καταλήγοντας ότι, εάν η Τουρκία είναι σε θέση να πραγματοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις, τότε η ένταξη στην Ε.Ε. θα γίνει «δευτερεύων» ζήτημα. Ανάλογες νύξεις έκανε και ο Πρόεδρος Αμπντουλάχ Γκιουλ στην Νορβηγία, η οποία απέρριψε την ένταξη της το 1972 και 1994. Ο Γκιούλ, ο Γιακίς και αρκετοί άλλοι φαίνεται να αντιλαμβάνονται πλέον την προσχώρηση ως λιγότερο σημαντική από τον ίδιο τον μετασχηματισμό της Τουρκίας κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι ώριμη για προσχώρηση. Όταν αυτή η ώρα φτάσει, τότε ίσως η Τουρκία θα μπορούσε ακόμη και να απορρίψει την προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση όπως ακριβώς έκανε η Νορβηγία το 1972 και 1994. [64] Σ’ αυτήν την πολιτική συλλογιστική, το ζητούμενο δεν είναι αυτή η ίδια η προσχώρηση της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά ο μετασχηματισμός της Τουρκίας που αντιπροσωπεύει.[65] Για την διακυβέρνηση Ερντογάν, αυτός ο μετασχηματισμός είναι επιθυμητός, υλοποιείται με την μορφή και τον ρυθμό που συνάδει στην τουρκική πραγματικότητα και τελικά είναι δυνατόν να εκφράσει έναν ευρωπαϊκό προσανατολισμό μ’ ένα «εναλλακτικό» πλαίσιο σχέσεων Τουρκίας-Ευρωπαϊκής Ένωσης που να ικανοποιεί ό,τι η ενταξιακή πορεία κάποτε υπηρετούσε. [66]

Στο επίκεντρο των αντιλήψεων της προσέγγισης του «Στρατηγικού Βάθους» αναδεικνύεται η ανάγκη της «αποκατάστασης» των σχέσεων της Τουρκίας με τον ιστορικό περίγυρο της – σχέσεις που διέκοψε η παρακμή της οθωμανικής ηγεμονίας και η άνοδος του τουρκικού εθνικισμού δημιουργώντας, με τα λόγια του Αχμετ Νταβούτογλου, την κεμαλική θεώρηση «μιας Τουρκίας που περιβάλλεται από τρείς θάλασσες και τέσσερεις εχθρούς». [67] Η επιδίωξη της «αποκατάστασης» ενός περιφερειακού ρόλου εξακολουθεί να εντάσσεται σε μια διαδικασία αναζήτησης μιας διεθνούς θέσης που πιέζεται από τις διαδικασίες παγκοσμιοποίησης, της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και των περιφερειακών συγκρούσεων, αλλά βρίσκεται σε πλήρη συνάφεια με τις εξελίξεις στο εσωτερικό πολιτικό πλαίσιο. Όπως το έθεσε ο Αχμέτ Νταβούτογλου:

 

«όταν μιλάμε για την εξωτερική πολιτική, συνήθως μπορεί να υποπέσουμε σε δύο μεθοδολογικά λάθη: Το πρώτο είναι ότι μπορεί – εάν επικεντρωθούμε μόνο στην εξωτερική πολιτική, αγνοώντας άλλα στοιχεία όπως η εσωτερική πολιτική, η οικονομία, οι πολιτιστικές εξελίξεις – να μην κατανοήσουμε τι συμβαίνει στην εξωτερική πολιτική. Επομένως, δεν μπορείτε να απομονώσετε την εξωτερική πολιτική από το γενικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αυτό αφορά το περιεχόμενο της εξωτερικής πολιτικής. Δεύτερον, αφορά την ουσία και τον χρονικό ορίζοντα – αν απλά επικεντρωθείτε σε ένα μόνο έτος, ένα περιστατικό, ένα μήνα, ή ακόμα και μια δεκαετία και να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τον μετασχηματισμό ενός παραδείγματος (“paradigm”) εξωτερικής πολιτικής, μπορείτε να κάνετε το άλλο λάθος. … Αυτό που βλέπω σήμερα είναι ότι έχουμε μια αποκατάσταση. Αυτή η έννοια είναι σημαντική. Αποκατάσταση, όχι μια αλλαγή παραδείγματος. Όχι μια επανάσταση, αλλά μια αποκατάσταση της τουρκικής κοινωνίας, οικονομίας, πολιτικής και εξωτερικής πολιτικής. … Είναι αναγκαίο να έχουμε μια αποκατάσταση στο εσωτερικό, περιφερειακό και παγκόσμιο περιβάλλον … Χωρίς οικονομική αποκατάσταση, πολιτική αποκατάσταση δεν μπορεί να επιτευχθεί. Αυτές οι δύο αποκαταστάσεις είναι οι δύο πυλώνες μιας στρατηγικής αποκατάστασης. Η στρατηγική αποκατάσταση είναι ο δικός μας προσανατολισμός εξωτερικής πολιτικής».[68]  

 

Η μετατροπή της δύσκολης γεωπολιτικής θέσης σε γεωστρατηγικό και γεω-οικονομικό πλεονέκτημα φαίνεται να είναι η ουσία της επαγγελίας αλλά και της πρακτικής της προσέγγισης του «Στρατηγικού βάθους». Ωστόσο, η προοπτική αυτής της προσέγγισης δεν θα κριθεί από τα αποτελέσματα που τυχόν έχει στην εξωτερική πολιτική, αλλά από την συνεισφορά της στην μεταβολή των εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών της Τουρκίας από τις οποίες απορρέει με σκοπό την σύνθεση μιας νέας κυρίαρχης πολιτικής ελίτ και τον μετασχηματισμό του πολιτικού συστήματος της χώρας.

 

 * Ο Δρ. Στέλιος Αλειφαντής είναι συγγραφέας πέντε βιβλίων και 70 δημοσιεύσεων, ενώ έχει συμμετάσχει σε αρκετές συλλογικές ακαδημαϊκές εκδόσεις. Το συγγραφικό έργο του καλύπτει ζητήματα που αφορούν την Διεθνή Πολιτική, την Περιφερειακή ασφάλεια, την Ελληνική Εξωτερική Πολιτική & Άμυνα, την Μελέτη Περιοχών (Area Studies), καθώς και την Διαχείριση Κρίσεων και την Επίλυση Συγκρούσεων.

Από το 1989 μέχρι σήμερα έχει διδάξει μαθήματα Διεθνών Σχέσεων και Διαχείριση Κρίσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο ως Λέκτορας και Επίκουρος Καθηγητής, ενώ στο Αιγαίο Πανεπιστήμιο ως Επίκουρος Καθηγητής και Πανεπιστήμιο Πειραιά ως Αναπληρωτής Καθηγητής (Π.Δ. 407/80).

 

Υποσημειώσεις


 

 

[1] Ömer Taspinar, «Turkey’s Middle East Policies: Between Neo-Ottomanism and Kemalism», Carnegie Papers, no 10, September 2008

[2] Ziya Öniş-Şuhnaz Yılmaz, “Between Europeanization and Euro-Asianism: Foreign Policy Activism in Turkey during the AKP Era”, Turkish Studies, Spring 2009

[3] Απόσπασμα από το: Ι. Μάζης, Μυστικά Ισλαμικά Τάγματα και Πολιτικο-οικονομικό Ισλάμ στην Σύγχρονη Τουρκία, Αθήνα 2000.

[4] Harun Arikan, Turkey and the EU: Αn awkward candidate for EU membership? , Ashgate Publishing, 2006

[5]   K.J. Holsti, International Politics: A Framework for Analysis, London, 1983

[6] Το περιεχόμενο της πολιτικής βούλησης ούτε συνίσταται, ούτε εξαντλείται στον διακηρυκτικό χαρακτήρα του. Το περιεχόμενο της συνίσταται πρώτα και κύρια στην πρακτική εφαρμογή των επιλογών της, χωρίς τις οποίες δεν υφίσταται παρά τις διακηρύξεις. Η έκφραση πολιτικής βούλησης είναι σημαντική πολιτική πράξη (με διάφορες στοχεύσεις: εσωτερική συνοχή, αποτροπή, τακτική, κλπ) αλλά η αξιοπιστία της ελέγχεται από τα μέτρα υλοποίησης της.

[7] S. Zambouras, Continuity and Change in Postwar Greek Foreign Policy: The Karamanlis’ Strategy of Modernisation, 1956-1963, PhD Dissertation, University of Sheffield, 1993, p.29, 231  

[8] Ο Ταγίπ Ερντογάν έχει ήδη θέσει την ηγετική φυσιογνωμία του στην πολιτική ιστορία της Τουρκίας και ίσως αποδειχθεί ο ηγέτης των καιρών με την έννοια που έχει επισημάνει ο S. P. Huntington: «Έχοντας πειραματισθεί με το καλό και το κακό της Δύσεως, αναφορικά με το κοσμικό καθεστώς και τη δημοκρατία, η Τουρκία μπορεί εξίσου να αναλάβει την ηγεσία του Ισλάμ. Αλλά για να το καταφέρει, πρέπει να απορρίψει την κληρονομιά του Ατατούρκ πιο ριζικά από ότι η Ρωσία απέρριψε την κληρονομιά του Λένιν. Πρέπει επίσης να βρει έναν ηγέτη στο διαμέτρημα του Ατατούρκ, οποίος μάλιστα να συνδυάζει την θρησκευτική και πολιτική νομιμοποίηση, ώστε να μετατρέψει την Τουρκία από σπαρασσόμενη χώρα σε χώρα-άξονα». Απόσπασμα από το Ι. Μάζης, οπ.π.

[9]   Hakan Yavuz, ed., The Emergence of a New Turkey: Islam, Democracy and the AK Party, University of Utah Press Salt Lake City, (2006), Ümit Cizre, ed., Secular and Islamic Politics in Turkey: The Making of the Justice and Development Party, London, Routledge, 2008.

[10] Μαρία Βερβερίδου, “Τουρκία: Παράγοντες Διαμόρφωσης Πολιτικής”, Δελτίο Ανάλυσης, τεύχος 67, ΕΚΑΣ, Δεκέμβριος 2010

[11] S. E. Shaw, History of Ottoman Empire and Modern Turkey, Cambridge, New York, 1977

[12] Bernard Lewis, The Emergence of Modern Turkey, London 1968, D. Rustow, “Politics and Islam in Turkey” στο R. Frye (eds.), Islam and the West, Hague,1957

[13] Ahmad Feroz, The Turkish Experiment in Democracy, 1950-1975, Royal Institute of International Affairs, London 1977.

[14] Μαρία Βερβερίδου, “Διαστάσεις και Δράσεις του Ισλαμικού Κεφαλαίου στην Τουρκία: Οι Επιχειρηματικές Οργανώσεις της MÜSİAD και της TUSKON”, ΕΛΙΑΜΕΠ, Κείμενο Εργασίας, τεύχος 10, 2010

[15] Η άνοδος του Α. Μεντερές στην εξουσία (1950) υπήρξε αποτέλεσμα των μέτρων φιλελευθεροποίησης που ακολούθησαν τον θάνατο του Κεμάλ (1938) και κατάργησαν περιορισμούς που αφορούσαν τις μειονότητες και το Ισλάμ. Η κυβέρνηση Μεντερές σύντομα ήλθε σε σκληρή αντιπαράθεση με το κεμαλικό κατεστημένο και η πολιτική πόλωση στην κοινωνία οδήγησε σε βίαιες συγκρούσεις μεταξύ των οπαδών στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Στρατιωτικό πραξικόπημα ανέτρεψε την κυβέρνηση Μεντερές και η διακυβέρνηση εκφράστηκε με τις συντηρητικές κεμαλικές κυβερνήσεις του Ισμέτ Ινονού μέχρι το 1965. Τις πρώτες ελεύθερες βουλευτικές εκλογές κέρδισε ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, ηγέτης του «Κόμματος Δικαιοσύνης», που παρέμεινε στην εξουσία μέχρι την ανατροπή του από το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1971. Με προτροπή του στρατιωτικού κατεστημένου το 1975 ο Ν. Ερμπακάν δημιούργησε το κόμμα «Εθνικής Σωτηρίας» (MSP) και η συμμετοχή του στις κυβερνήσεις συνασπισμού ενίσχυσε την εκπροσώπηση του τουρκικού ισλαμισμού στην πολιτική ζωή της χώρας με την προσέλκυση ισλαμικών ψήφων λειτουργώντας ως εξισορρόπηση των ριζοσπαστικών και ακροδεξιών τάσεων. Οι «εποπτευόμενες» από τον στρατό κυβερνήσεις στάθηκε αδύνατον να ανακόψουν τις κοινωνικές κινητοποιήσεις και τις βίαιες συγκρούσεις ακραίων δεξιών και αριστερών ομάδων. Το 1980 ο στρατηγός Κενάν Εβρέν θα ηγηθεί ενός ακόμη στρατιωτικού πραξικοπήματος και θα θέσει εκτός νόμου τα υφιστάμενα πολιτικά κόμματα. Το νέο πραξικόπημα θα δώσει την ευκαιρία να ανατείλει το άστρο του Τουρκούτ Οζάλ με την ίδρυση του κόμματος της «Μητέρας Πατρίδας» (ANAP), που θα απορροφήσει το εκλογικό δυναμικό των μη-παραδοσιακών κεμαλικών κομμάτων αλλά και αποτελέσει ένα σημείο καμπής για το τουρκικό Ισλάμ. Η αποδυνάμωση του ANAP, με την επανένταξη στην πολιτική ζωή ιστορικών ηγετών (Ντεμιρέλ, Ετσεβίτ, Ερμπακάν, κ.α.) και την προώθηση του Οζάλ στην Προεδρία, θα συντείνει στην διασπορά των ισλαμικών ψήφων, παρά το γεγονός ο Ν. Ερμπακάν και το «Κόμμα Ευημερίας» (RP) θα επιχειρήσει και πάλι να εκφράσει αυθεντικά τον τουρκικό ισλαμισμό. Περίπου δέκα χρόνια αργότερα, το 1996, ο Ερμπακάν θα αναλάβει τελικά, για σύντομο διάστημα, Πρωθυπουργός παραιτούμενος υπό την πίεση του στρατού, ωστόσο το κεμαλικό κατεστημένο ήταν εκείνο που επιχείρησε, ιδιαίτερα μετά τον 1980, να ενσωματώσει τον μουσουλμανικό παράγοντα ως στοιχείο σταθεροποίησης του τουρκικού πολιτικού συστήματος. Στην πραγματικότητα, αυτό που συνέβη είναι η απόπειρα στήριξης από τους κεμαλιστές ενός «επίσημου Ισλάμ», μιας «τουρκο-ισλαμικής» σύνθεσης, που λειτούργησε ως εφαλτήριο για τον εκσυγχρονισμό του τουρκικού ισλαμισμού και είχε ως αποτέλεσμα το κεμαλικό κατεστημένο να υπερκεραστεί σύντομα από την επιρροή γνήσιων ισλαμικών παραγόντων, όπως ο Φετουλάχ Γκιουλέν (Fethullah Gullen) και άλλοι. Δες: H. A. Reed, “Secularism and Islam in Turkish Politics”, Current History, no 32, 1957, J. Landau, Radical Politics in Modern Turkey, Leiden, 1974, M. Meeker, “The New Muslim Intellectuals in the Republic of Turkey” στο R. Tapper, Islam in Modern Turkey, London 1991, Γεράσιμος Καράμπελιας, «Σχέσεις ΙσλάμΠολιτείας στην Μεταπολεμική Τουρκία», στο Σ. Αλειφαντής-Ε. Χωραφάς (επιμ.), Σύγχρονο Διεθνές Σύστημα και Ελλάδα, Αθήνα 2001, Μαρία Βερβερίδου, οπ.π.

[16] Balkan Neşecan and Savran Sungur,  The Politics of Permanent Crisis:  Class, Ideology and State in Turkey,  New York, Nova Science Publishers, 2002

[17] D. Baldwin, “Islamic Banking in a Secularist Context:Aspects of Religion in Secular Turkey”, Occasional Paper Series, no 40, CMEIS, University of Durham, 1990

[18] Ji Hyang Jang, “On the Road to Moderation:  The Role of Islamic Business in Transforming Political Islamists in Turkey”, Journal of International and Area Studies, no 13, December 2006.

[19] Όπως επισημαίνει η Μ. Βερβερίδου, το μικρομεσαίο κεφάλαιο είναι ζωτικής σημασίας στην τουρκική οικονομία, καθώς συνιστά το 99% των επιχειρήσεων (βιομηχανική παραγωγή, εμπόριο) και το 56% της απασχόλησης, ενώ συνεισφέρει ποσοστό 40% του ΑΕΠ. Δες: Μαρία Βερβερίδου, “Διαστάσεις και Δράσεις του Ισλαμικού Κεφαλαίου στην Τουρκία», οπ. π.

[20] Όπως και ο Τουρκούτ Οζάλ, με το κόμμα της «Μητέρας Πατρίδας», στις πρώτες εκλογές (1983) μετά το πραξικόπημα του 1980 αξιοποίησε την «απαγόρευση» των παλαιών πολιτικών σχηματισμών (Ντεμιρέλ, Ετσεβίτ, Ερμπακάν, κ.α.) και αναδείχθηκε ως πολιτικός ηγέτης καταλαμβάνοντας διαδοχικά την Πρωθυπουργία (1983 και 1987) και την Προεδρία της χώρας, έτσι ο Ταγίπ Ερντογάν, με το κόμμα «Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης», αξιοποίησε το υπέρ του πολιτικό ρεύμα αλλά κυρίως τον κατακερματισμό των «κεμαλικών» κομμάτων που δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν το όριο του 10% και κυριάρχησε στην τουρκική Βουλή, αν και μειοψηφία στο εκλογικό σώμα. Παρόλα αυτά, μετά την σύγκρουση με το «κεμαλικό» κατεστημένο για την ανάδειξη του Α. Γκιούλ στην Προεδρία, στις εκλογές του 2007 το κόμμα έρχεται πάλι πρώτο με 46.6% αυξάνοντας κατά 12.2% τα εκλογικά ποσοστά του, αλλά λόγω της εισόδου στην Βουλή και τρίτου κόμματος οι έδρες του μειώνονται χωρίς, ωστόσο, να αποτραπεί η ανάδειξη του Α. Γκιούλ στην Προεδρία έστω και με απλή πλειοψηφία στον τρίτο γύρο. Όμως, όπως και ο Τουρκούτ Οζάλ, έτσι και ο Ταγίπ Ερντογάν (συνδεδεμένοι, άλλωστε και οι δύο με τον ισλαμικό Σουνιτισμό και ο τελευταίος με παλιούς δεσμούς με το κόμμα της «Ευημερίας» του ιστορικού ισλαμιστή ηγέτη Ερμπακάν, του οποίου το 1996 χρίστηκε επίσημα στο συνέδριο του κόμματος διάδοχος του) ανάπτυξαν επιτυχείς τακτικές μεταβάλλοντας εσωτερικούς πολιτικούς συσχετισμούς. Γενικότερα, παρά την παράλληλη ανάδειξη για πρώτη φορά «ισλαμικών» ηγετών στην Προεδρία (A. Γκιούλ) και Πρωθυπουργία (T. Ερντογάν), η εμπέδωση νέων εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών με το συντηρητικό πολιτικό κατεστημένο («κεμαλιστές», ένοπλες δυνάμεις, κ.α.) παραμένει ανοικτό ζήτημα σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Δες: Ι. Μάζης, Μυστικά Ισλαμικά Τάγματα και Πολιτικοοικονομικό Ισλάμ στην Σύγχρονη Τουρκία, Αθήνα 2000, Aylin Güney, «The Military, Politics and Post-Cold War Dilemmas in Turkey», στο Koonings, Kees and Kruijt, Dirk Political Armies:  The Military and Nation Building in the Age of Democracy, London, Zed Books, 2002, Müftüler-Bac, Meltem  «The New Face of Turkey:  The Domestic and Foreign Policy Implications of November 2002 Elections», East European Quarterly, no 37 Winter 2003, Soner Cagaptay and H. Akin Unver, “July 2007 Turkish Elections: Winners and Fault Lines”, Research Notes, Washington Institute for Near East Policy, Number 14, July 2007

[21] Πρόκειται για την ίδια δεξαμενή πολιτικής υποστήριξης, στην οποία βάσισε την εκλογική δύναμη του «Δημοκρατικού Κόμματος» του Αντάν Μεντερές που ανατράπηκε από το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1960, του διάδοχου «Κόμματος Δικαιοσύνης» του Σ. Ντεμιρέλ ή του «Κόμματος Εθνικής Τάξεως» και «Κόμματος Εθνικής Σωτηρίας» του Ν. Ερμπακάν και μετά το πραξικόπημα του ’80 του «Κόμματος Ορθού Δρόμου» του Σ. Ντεμιρέλ, αλλά και του «Κόμματος Μητέρας Πατρίδας» του Τ. Οζάλ και του «Κόμματος Ευημερίας» («Ρεφάχ») Ν. Ερμπακάν. Δες: Neşecan Balkan and Sungur Savran, The Politics of Permanent Crisis:  Class, Ideology and State in Turkey, New York, Nova Science Publishers, 2002, Müftüler-Bac, Meltem.  “The New Face of Turkey:  The Domestic and Foreign Policy Implications of November 2002 Elections”, East European Quarterly, No 37, Winter 2003.

[22] Alexander Murinson, “The Strategic Depth Doctrine of Turkish Foreign Policy”, Middle Eastern Studies, Vol.42, no 6, 2006

[23] Graham Fuller, The New Turkish Republic: Turkey as a Pivotal State in the Muslim World, Washington, DC: U.S. Institute of Peace, 2008.

[24] Philip Robins, “Turkish Foreign Policy since 2002:  Between a ‘Post-Islamist’ Government and a Kemalist State”, International Affairs, No 83, 2007, Στέλιος Αλειφαντής, «Τουρκία και Βαλκάνια: Η Στρατηγική Διάσταση της βαλκανικής πολιτικής της Άγκυρας», στο Τετράδια, τεύχος 36, Άνοιξη/ Καλοκαίρι 1995

[25] Anne Aldis, “Security in the Black Sea Region:  Perspectives & Priorities”, Conflict Studies Research Centre, Royal Military Academy, Sandhurst, 2001.

[26] Ekavi Athanassapoulou, “American – Turkish Relations since the End of the Cold War”, Middle East Policy, Vol. 8, no 3, 2001

[27] Raphael Israeli, “The Turkish – Israeli Odd Couple”, Orbis, Winter 2001, Vol. 45 no 1, 2001, pp. 65-79, Suha Bolukbasi, “Behind the Turkish – Israeli Alliance: A Turkish View”, Journal of Palestine Studies, Vol.29, no 1, 1999, B. Bengio and G. Ozcan, “Old Grievances, New Fears: Arab Perceptions of Turkey and its Alignment with Israel”, Middle Eastern Studies, Vol.37 no 2, 2001

[28] Sabri Sayari, “Turkey and the Middle East in the 1990s”, Journal of Palestine Studies, Vol.26, no 3, 1997

[29] Duygu Bazoglu Sezer, “Turkish – Russian Relations: The Challenges of Reconciling Geopolitical Competition with Economic Partnership”, Turkish Studies, Vol.1 no 1, 2000, Fotios Moustakis and Ella Ackerman, “September 11: a Dynamic for Russo-Turkish co-operation or conflict?”, Central Asian Survey, Vol.21, no 2, 2002, Nasuh Uslu, “The Russian, Caucasian and Central Asian Aspects of Turkish Foreign Policy in the Post Cold War Period”, Alternatives: Turkish Journal of International Relations, Vol.2, no 3-4, 2003

[30] Στέλιος Αλειφαντής, Βουλγαρία: Τα Διλήμματα μιας Νέας Εποχής: Τα Βαλκάνια Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, Τόμος 1, Αθήνα, 1993, Saban Calis, “Turkey‘s Balkan Policy in the Early 1990s”, Turkish Studies, Vol. 2 no 1, 2001

[31] Sevilay Elgün Kahraman, “Rethinking Turkey-European Union Relations in the Light of Enlargement, Turkish Studies, Spring 2000

[32] Neill Nugent, “EU Enlargement and «the Cyprus Problem»”, Journal of Common Market Studies, No 38, March 2000

[33] Zeyno Baran, “The Dating Game: Turkey, Europe and the American Matchmaker”, National Interest, No 75, Spring 2004.

[34] Semin Suvarierol, The Cyprus Obstacle on Turkey‘s Road to Membership in the European Union, 2003

[35] Στέλιος Αλειφαντής, «Η Ένταση στο Αιγαίο και η Τουρκική Υποψηφιότητα: Ζητήματα Προσαρμογής της Ελληνικής Εθνικής Στρατηγικής», Διπλωματία, Νοέμβριος, 2004

[36] Onis, Ziya, “Domestic Policies, International Norms, and Challenges to the State: Turkey – EU Relations in the post-Helsinki Era”, στο Ali Carkoglu and Barry Rubin, Turkey and the European Union: Domestic Politics, Economic Integration and International Dynamics (Eds), Frank Cass, 2002

[37] Gamze Avcı, “Turkey’s Slow EU Candidacy: Insurmountable Hurdles to Membership or Simple Euro-skepticism?”, Turkish Studies, no 4, Spring 2003, Lauren M. McLaren, Explaining Opposition to Turkish Membership of the EU, European Union Politics June 2007 pp. 251-278

[38] David Lennon, “Turkey‘s Drive for EU Membership”, Europe, No 420, 18-21 October 2002.

[39] Η αποδοχή από την Αθήνα του «καθεστώτος υποψηφίου μέλους» στην Τουρκία αποτέλεσε κρίσιμο πολιτικό δίλημμα: από την μία πλευρά, η προοπτική της ένταξης εκτιμήθηκε ότι λειτουργούσε ως κίνητρο τουρκικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες στην εξωτερική πολιτική θα οδηγούσαν στην άρση των τουρκικών εδαφικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο και στην δίκαιη λύση του Κυπριακού ενώ από την άλλη πλευρά, η περίοδος 1999-2004 (αποκαλούμενη και ως «οδικός χάρτης» -“road-map”) απέδειξε την ανελαστικότητα των τουρκικών θέσεων στο Κυπριακό και την έξαρση των τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο, παρά την κυβερνητική αλλαγή που έδωσε την πρωθυπουργία στον Ταγίπ Ερντογάν. Η νέο-εκλεγείσα κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή (2004) συναίνεσε στο «καθεστώς υποψήφιου μέλους» προτάσσοντας την άποψη ότι το κίνητρο της ένταξης παραμένει ως «όχημα» προώθησης των τουρκικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες όμως απαιτούν ευρύτερο χρονικό ορίζοντα καθώς εστιάζονται σε βαθύτερους πολιτικούς μετασχηματισμούς και ανατροπή εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών μεταξύ του τουρκικού στρατιωτικό-πολιτικού κατεστημένου και της κυβέρνησης Ερντογάν. Το «άνοιγμα» των σχετικών κεφαλαίων της ευρω-τουρκικής ενταξιακής διαπραγμάτευσης διασυνδέθηκε σε πολιτικό ανάχωμα όχι μόνο για την ικανοποίηση των πολιτικών επιδιώξεων Ελλάδος και Κύπρου, αλλά και εκείνων των κρατών-μελών που αντιτίθενται στην πλήρη ένταξη της Τουρκίας. Αντίθετα, η τότε μείζονα αντιπολίτευση προέβαλε την άποψη ότι η εγκατάλειψη από την Αθήνα ενός «οδικού χάρτη» (“road-map”) που να αντανακλά την τουρκική πρόοδο στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις και στο Κυπριακό αποδέσμευε τις ευρω-τουρκικές σχέσεις από τις εξελίξεις του πλέγματος των ελληνο-τουρκικών σχέσεων, που σ’ ένα βαθμό είχε επιτευχθεί το 1999 και μετά. Η τουρκική διπλωματία πάγια επιδιώκει να διαχωρίσει τις σχέσεις Ε.Ε.-Τουρκίας από τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις και οι κυβερνήσεις Ταγίπ Ερντογκάν δεν έχουν μεταβάλει και αυτό το «θέσφατο» των διπλωματικών επιδιώξεων της γείτονος. Δες: Στέλιος Αλειφαντής, «Η Ένταση στο Αιγαίο και η Τουρκική Υποψηφιότητα…, οπ.π

[40] Frédéric Misrahi, “The EU and the Civil Democratic Control of Armed Forces:  An Analysis of Recent Developments in Turkey”, Perspectives, no 22, Summer 2004, Arjan M. Lejour, and Ruud A. de Mooij, “Turkish Delight:  Does Turkey’s Accession to the EU Bring Economic Benefits?”,  Kyklos, 58, no 1, 2005, Sami Faltas and Sander Jansen,  Governance and the Military: Perspectives for Change in Turkey,  Groningen, The Netherlands, Centre of European Security Studies, 2006, Σέργιος Ζαμπούρας, «Το Γεωπολιτικό Πρόβλημα του Τουρκικού Εκδημοκρατισμού», Η Γεωπολιτική της Ευρασίας στο Νέο Διεθνές Σύστημα, ΕΠΥΕΘΑ, Αθήνα 2001 

[41] Erik Faucompret, Jozef Konings, Turkish accession to the EU: Satisfying the Copenhagen criteria, Routledge, 2008

[42] Soner Cagaptay, “Secularism and Foreign Policy in Turkey: New Elections, Troubling Trends”, Policy Focus, No 67, April 2007

[43] Soner Cagaptay, “A Turkish Rapprochement with Middle East Rogue States?”, Policy Watch, no. 825, 2004

[44]Turkey‘s foreign policy: An eminence grise”, The Economist, Nov 15th, 2007

[45] Μεταπολεμικά οι σχέσεις Τουρκίας-Συρίας χαρακτηρίζονται από εντάσεις λόγω εδαφικών διαφορών όπως η τουρκική προσάρτηση της Αλεξανδρέτας (Hatay) τo 1939, το ζήτημα των υδάτων του Ευφράτη και Τίγρη, η ειδική σχέση Τουρκίας-Ισραήλ και η υποστήριξη του PKK από την Δαμασκό. Όμως, τον Ιανουάριο 2004 ο Μπασάρ Άσσαντ επισκέπτεται την Άγκυρα που αποτελεί την πρώτη επίσκεψη Πρόεδρου της Συρίας από το 1946 και τον ίδιο χρόνο υπογράφεται διμερή συμφωνία ελευθέρου εμπορίου. Σημαντικό ρόλο έπαιξε ο τρόπος που η Άγκυρα χρησιμοποίησε την αεροπορική επιδρομή ισραηλινών μαχητικών μέσω του τουρκικού εναέριου χώρου κατά πιθανών πυρηνικών εγκαταστάσεων στην Συρία. Ron Synovitz, “Syria-Turkey: common Interests in Iraq Help Rebuild Bilateral Ties”, Radio Free Europe/Radio Liberty, January 8, 2004, Nadim Ladki, “Turkey, Syria Sign Free Trade Agreement”, Reuters, December 23, 2004, “Babacan-Mualem Joint News Conference, Babacan: ‘We Except Everyone to Act with Restraint’”, Ankara Anatolia, September 10, 2007, 92. Dan Williams, “Turkey’s Gόl says Israeli raid a ‘closed mater’”, Reuters, November 6, 2007.

[46]Assad says Turkey trying to mediate between Syria, Israel”, Associated Press, October 16, 2007, Richard Boudreaux, “Turkey mediating Israel-Syria Peace Talks”, Los Angeles Times, April 25, 2008

[47] Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 η Άγκυρα, ως αποτέλεσμα της κρίσης της Κούβας αλλά και της αμερικανικής και σοβιετικής αντίθεσης σε ενδεχόμενη στρατιωτική παρέμβαση στην Κύπρο στα γεγονότα του 1964 (επιστολή Προέδρου Λ. Τζόνσον, Δηλώσεις Ν. Χρουτσέφ), επιχείρησε την αναβάθμιση των σχέσεων με την ΕΣΣΔ και αργότερα την διατύπωση μιας «ανεξάρτητης» εξωτερικής πολιτικής υπό τον Μ. Ετσεβίτ, ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του «κεμαλικού» κατεστημένου. Δες: Bulet Ecevit, “Turkeys Security Policies”, Survival, no 20, 1978. Η εξέλιξη αυτή χαρακτηρίζει μια προσαρμογή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στις νέες πραγματικότητες των σχέσεων Ανατολής-Δύσης και των περιφερειακών εξελίξεων. Παράλληλες αναπροσαρμογές συμβαίνουν και στην Ελλάδα, όπου η προσέγγιση Ελλάδος-Βουλγαρίας μετά το 1974 ανεξαρτήτως διεθνούς κλίματος των σχέσεων Ανατολής-Δύσης αποτέλεσε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα προτεραιότητας περιφερειακών σχέσεων έναντι της πολιτικής της Δύσης στην περίοδο του ψυχρού πολέμου. Ακόμη και στην μετα-ψυχροπολεμική περίοδο, η μόνη διπλωματική σκιά στις ελληνο-βουλγαρικές σχέσεις (και αυτή για μικρό χρονικό διάστημα) υπήρξε η άμεση αναγνώριση των Σκοπίων με το συνταγματικό όνομα τους που προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Αθήνας. Δες: Στέλιος Αλειφαντής, Βουλγαρία: Τα Διλήμματα μιας Νέας Εποχής: Τα Βαλκάνια Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, Τόμος 1, Αθήνα, 1993, Στέλιος Αλειφαντής, «Η Ελλάδα στον Βαλκανικό χώρο, 1974-1988», (σελ. 369-450)στο: Xρ. Γιαλλουρίδης-Στ. Αλειφαντής (επιμ.), Τα Βαλκάνια στο Σταυροδρόμι των Εξελίξεων, Αθήνα 1988. Και πέραν των περιφερειακών σχέσεων, στην δεκαετία ’80 οι κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου επεδίωξαν συστηματικά την διάκριση ανάμεσα σε ελληνικές επιδιώξεις και δυτικές επιλογές της εποχής, ακολουθώντας αυτό που αποκλήθηκε «πολυδιάστατη» εξωτερική πολιτική και εκφράστηκε με την ανάπτυξη ελληνο-αραβικών σχέσεων (όπως PLO, Συρία, Ιράκ, Λιβύη), την διαφοροποίηση στις σχέσεις Ανατολής-Δύσης από το ΝΑΤΟ, όπως η εγκατάστασης πυραύλων μέσου βεληνεκούς Περσινγκ-Κρούζ στην Ευρώπη, η προώθηση «αποπυρηνικοποιμένης ζώνης» στα Βαλκάνια, το μη-πάγωμα των σχέσεων με Πολωνία μετά την επιβολή στρατιωτικού νόμου του Γιαρουζέλσκι, η μη-καταγγελία της Μόσχας στην περίπτωση κατάρριψης του νοτιο-κορεάτικου τζάμπο, η διεθνής «Πρωτοβουλία των Έξι», κ.α. Δες: Χ. Ροζάκη, «Ελληνική Εξωτερική Πολιτική», Ελλάδα: Ιστορία και Πολιτισμός, τόμος 7, Θεσσαλονίκη, 1986, Ι. Βαληνάκης, Εισαγωγή στην Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, 1949-1988, Θεσσαλονίκη, 1989.

[48] Hakan Yavuz and Nihat Ali Özcan,  “The Kurdish Question and Turkey’s Justice and Development Party”, Middle East Policy, no13, Spring 2006

[49] Το πλαίσιο βελτίωσης και ομαλοποίησης των ελληνο-τουρκικών σχέσεων με άξονα την τουρκική υποψηφιότητα για ένταξη στην Ε.Ε. προσφέρει την δυνατότητα στην Άγκυρα να ασχοληθεί απερίσπαστα με την «προς ανατολάς» περιφερειακή έμφαση της (Μέση Ανατολή, Καύκασος /Κεντρική Ασία). Το γεγονός ότι η Άγκυρα δεν έχει εγκαταλείψει τις εδαφικές διεκδικήσεις και την πολιτική ελεγχόμενης έντασης στο Αιγαίο, δεν τις δημιουργεί επείγοντα προβλήματα, καθώς η Αθήνα επί κυβερνήσεων Κώστα Καραμανλή (2004-2009) ακολουθεί στάση αναμονής, «αναβάλλοντας» για αόριστο χρόνο στο μέλλον (που χαλαρά συνδέει με την πορεία των ευρω-τουρκικών σχέσεων) κάθε άσκηση ελληνικής διπλωματικής ή πολιτικο-στρατιωτικής πίεσης για επίλυση των διμερών προβλημάτων. Από την άποψη αυτή, η Ελλάδα θέτει εαυτόν στον κίνδυνο της στρατηγικής υπερκέρασης από την Άγκυρα και υπό δυσμενέστερους όρους την προσπάθεια άρσης των τουρκικών διεκδικήσεων. Η ρητορική της νέας κυβέρνησης για «επανασύνδεση» των ευρω-τουρκικών σχέσεων μ’ έναν «οδικό χάρτη» θετικών βημάτων της Άγκυρας στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις δεν έχει ακόμη εκφραστεί με πρακτικά βήματα και, επιπλέον, η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην Ε.Ε. έχει de facto «παγώσει» λόγω απροθυμίας σειράς κρατών-μελών στην προοπτική ένταξης της Τουρκίας. Παρά τις συνεχιζόμενες κατά καιρούς προκλήσεις στο Αιγαίο, οι διμερείς διπλωματικές επαφές επί διακυβέρνησης Γιώργου Παπανδρέου (2009-) προσπαθούν να αποφύγουν την πόλωση, εστιάζοντας σε θέματα συνεργασίας χαμηλής πολιτικής, όπως η σειρά συμφωνιών που υπογράφηκαν κατά την επίσκεψη Ταγίπ Ερντογάν στην Αθήνα τον Μάιο 2010. Η διαφορά αντιλήψεων μεταξύ των δύο κρατών συνεχίζει να υφίσταται στα κρίσιμα ζητήματα ελληνικής ασφάλειας, όπως είχε την ευκαιρία να τονίσει σε ομιλία του σε Τούρκους διπλωμάτες κατά την διάρκεια της επίσημης επίσκεψης του έλληνα Πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου στην Τουρκία (Ιανουάριος 2011). Ενδεικτικές είναι οι πρόσφατες εκατέρωθεν δηλώσεις για το Καστελόριζο. Η Ελλάδα διερευνά με την Τουρκία την πλήρη οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας από την Θράκη μέχρι το Καστελόριζο, ξεκαθαρίζει το υπουργείο Εξωτερικών, σε απάντηση δηλώσεων του υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας στην εφημερίδα «Η Καθημερινή». Όμως, ο Αχμέτ Νταβούτογλου εξαιρεί το Καστελόριζο από μια ενδεχόμενη συνολική συμφωνία για το Αιγαίο. Υποστηρίζει, μάλιστα, ότι το Καστελόριζο δεν είναι μέρος του Αιγαίου, αλλά της Μεσογείου. «Για την Ελλάδα, στόχος των διερευνητικών επαφών είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ των δύο χωρών σε όλο το εύρος της, από τη Θράκη μέχρι το Καστελόριζο», τόνισε αντίθετα ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών, Γ. Δελαβέκουρας. «Οι διερευνητικές επαφές», δηλώνει ο κ. Νταβούτογλου, «έχουν ρητό στόχο να εξετάσουν όλα τα θέματα που αφορούν τις διαφωνίες μας στο Αιγαίο. Επομένως, είμαστε επικεντρωμένοι κατά προτεραιότητα στο θέμα του Αιγαίου. Ωστόσο, το Καστελόριζο βρίσκεται στη Μεσόγειο». Δες: Καθημερινή, 05-03-2011. Αξιοσημείωτη, αντίθετα, είναι η συστηματική προσπάθεια της Λευκωσίας να συνδέσει με κάθε ευκαιρία τις ευρω-τουρκικές σχέσεις με την συμμόρφωση της Άγκυρας στις συμβατικές δεσμεύσεις της απέναντι στην Ε.Ε. (Πρωτόκολλο Τελωνειακής Ένωσης, κ.α.) και με την επίλυση του Κυπριακού. Ωστόσο, τόσο η πολιτική της Αθήνας όσο και της Λευκωσίας εξαρτώνται σημαντικά από το περιεχόμενο που θα προσλάβουν οι ευρω-τουρκικές σχέσεις στο εγγύς μέλλον. Κομβικό ερώτημα στην διαχείριση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων παραμένει εάν οι ευρω-τουρκικές σχέσεις μπορούν να αποτελέσουν, και κάτω από ποιες προϋποθέσεις, καθοριστικό παράγοντα της άρσης των τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο και δίκαιης επίλυσης του Κυπριακού. Σχετικά με τον ελληνικό διάλογο που προκύπτει από διαφορετικές προσεγγίσεις του θέματος ενδεικτικά δες: Στέλιος Αλειφαντής, «Ελληνική Εθνική Στρατηγική: Σύγχρονες Προκλήσεις και Προοπτικές», Monthly Review, no 3, 2005, Κώστας Σημίτης, «Η Σχέση της Τουρκίας με την Ευρώπη: Γιατί πρέπει να Αλλάξουμε Πολιτική», Βήμα, 17-02-2008, Θεόδωρος Kουλουμπής, «Eλληνοτουρκικά και Kυπριακό: τι κάνουμε τώρα;», Καθημερινή, 2-10-2005, Sergios Zambouras, “Turkeys Cyprus Policy: A Research Agenda”, in Chr. Yallourides and P.Tsaconas, (eds), Greece and Turkey after the end of the Cold War, New York 2001, Νίκος Τριμικλινιώτης, «Η Κύπρος στα δύσκολα μονοπάτια της αλήθειας και της συμφιλίωσης», Διεθνής & Ευρωπαϊκή Πολιτική, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2008.

[50] Barry Rubin and Kemal Kirişci, Turkey in World Politics:  An Emerging Multiregional Power, Lynne Rienner Publishers, 2001.

[51] Graham Fuller, “Turkey‘s Strategic Model:  Myths and Realities”, Washington Quarterly, no 27, Summer 2004.

[52] Ian Lesser, “Turkey in a Changing Security Environment”, Journal of International Affairs, no 54, Fall 2000

[53] Bülent Aras, The New Geopolitics of Eurasia and Turkey’s Position, London 2002. “What future does Turkey have in Central Asia and the Caucasus?”, Central Asia-Caucasus Institute, November 19, 2007, Mustafa Aydin, “Foucault’s Pendulum:  Turkey in Central Asia and the Caucasus”  Turkish Studies,no 5, Summer 2004

[54] Tarık Oğuzlu, “Soft Power in Turkish Foreign Policy”, Australian Journal of International Affairs, no 61,  March 2007.

[55] Mehmet Ozkan, «Turkey, Pivotal Middle Powers and Global Order«, Paper presented at the annual meeting of the International Studies Association 48th Annual Convention, CHICAGO, IL, USA, Feb 28, 2007.

[56] Kemal Kirisci, “The Transformation of Turkish Foreign Policy: The Rise of the Trading State”, New Perspectives on Turkey, no. 40, 2009, 29–57.

[57] Στο πλαίσιο της θεμελιώδους επιλογής της για «άνοιγμα» σε νέες αγορές η κυβέρνηση Ερντογάν εφάρμοσε διαδοχικά πακέτα ενίσχυσης της εγχώριας ζήτησης και ξεκίνησε ένα μεσοπρόθεσμο σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης. Οι προσπάθειες της κυβέρνησης συνέβαλαν στην αναζωογόνηση της βιομηχανικής παραγωγής, την ελάφρυνση των επιπτώσεων της κρίσης. Παρόλα αυτά μια υγιή ανάκαμψη κατέστησε αναγκαία την επέκταση του όγκου των εξαγωγών της Τουρκίας, δεδομένων των περιορισμών της εγχώριας αγοράς της να διατηρήσει τη βιομηχανική ανάπτυξη από μόνη της. Ωστόσο, τούρκοι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι, παρόλο που ο όγκος των εξαγωγών στην παγκόσμια οικονομία επεκτάθηκε κατά το πρώτο τρίμηνο του 2010, οι τουρκικές εξαγωγές παρέμειναν μάλλον στάσιμες. Από τη άλλη πλευρά, επισημαίνεται ότι η Τουρκία όλο και περισσότερο εξαρτάται από τις εισαγωγές να στηρίξει την οικονομική ανάπτυξη της. Παράλληλα με την αύξηση της εγχώριας παραγωγής και των εξαγωγών, οι τουρκικές εισαγωγές, επίσης, αυξήθηκαν τους τελευταίους μήνες. Το έλλειμμα εξωτερικού εμπορίου αποτελεί πλέον εξαιρετική πηγή ανησυχίας για την τουρκική οικονομία, καθώς στοιχεία δείχνουν ότι από τον Ιούνιο του 2010 το εξωτερικό έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου αυξήθηκε κατά 34,9 % από το περασμένο έτος και οι εξαγωγές της Τουρκίας είναι μακράν από την εξισορρόπηση των εισαγωγών της. Saban Kardas, “Turkey’s “Economic Recovery” Raises Questions”, Eurasia Daily Monitor, Volume 7, Issue 150, August 4, 2010, Marcie Patton, “The Economic Policies of Turkey’s AKP Government:  Rabbits from a Hat?”,  Middle East Journal,  no 60,  Summer 2006.

[58] Δες: Martin Wight, Πολιτική Δυνάμεων, Εκδόσεις Ειρήνη, Αθήνα 1994 σελ. 59-66 και 147-158

[59] Όπως στις περιπτώσεις των επιχειρήσεων κατά των κούρδων στο Β. Ιράκ και των πιέσεων που ασκήθηκαν κατά της Συρίας το 1998, δες: “Turkey Launches Major Iraq Incursion”, CNN.com, February 23, 2008.

[60] Για την σχετική διαπραγμάτευση του ζητήματος της «εναρμόνισης» ως καθοριστικό ζήτημα διαμόρφωσης της εξωτερικής πολιτικής δες: Στέλιος Αλειφαντής-Σέργιος Ζαμπούρας, Σύγχρονη Ελληνική Εξωτερική Πολιτική: Προβλήματα Προσέγγισης και Επιλογών, Εκδόσεις Ειρήνη, Αθήνα 1994

[61] John C.K. Daly, U.S. Turkish Relations: A Strategic Relationship Under Stress, Washington, DC: Jamestown Foundation, 2008

[62] Suat Kiniklioglu, “The Anatomy of Turkish-Russian Relations”, Τhe Brookings Institution, 2007, Fiona Hill & Omer Taspinar, “Russia and Turkey in the Caucasus: Moving Together to Preserve the Status Quo?”, IFRI, January 2006.

[63] Δες: Ziya Öniş-Şuhnaz Yılmaz, οπ.π

[64] Δες σχετικά: Sinan Ulgen, “A Place in the Sun or Fifteen Minutes of Fame? Understanding Turkey’s New Foreign Policy”, Carnegie Papers, Number 1 n December 2010

[65] Ziya Öniş and Caner Bakır, “Turkey’s Political Economy in the Age of Financial Globalization: The significance of the EU Anchor”, South European Society and Politics, Vol. 12, No. 2, July 2007, pp. 147-164.

[66] Sinan Ulgen, οπ.π.

[67] Ahmet Davutoglou, “Perspectives on Turkish Foreign Policy”, The Brookings Institution, Washington, D.C. Monday, November 29, 2010

[68] Ahmet Davutoglou, οπ.π.

 

Read Full Post »