Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Εκδόσεις’

Εκδόσεις και αναγνωστικό κοινό στο Άργος του 19ου αιώνα. © Γεώργιος Η. Κόνδης, Πρακτικά Ά Συνεδρίου Αργειακών Σπουδων, «Το Άργος κατά τον 19ο αιώνα», 5-7 Νοεμβρίου 2004, Σύλλογος Αργείων «Ο Δαναός», Άργος, 2009.


 

  1. Έννοιες και πλαίσιο αναφοράς.

Ο 19ος αιώνας αποτελεί ένα πεδίο σημαντικών ιστορικών γεγονότων και ανακατατάξεων τόσο σε τοπικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Οι αλλαγές ιδιαίτερα των πολιτικών και στρατιωτικών συσχετισμών δε θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστες τις δομές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αντίθετα, αποτέλεσε το κεντρικό σημείο των αλλαγών αυτών με κορυφαίο ιστορικό γεγονός την επανάσταση του 1821. Στην περιοχή της Πελοποννήσου ιδιαίτερα, τα πολεμικά γεγονότα θα αποτελέσουν μια πηγή συνεχούς ερήμωσης και καταστροφής υποδομών και κοινωνικο-οικονομικών δεδομένων. Η περιοχή του Άργους κυρίως, σημαδεύτηκε αρνητικά από τα γεγονότα αυτά όμως, κατά τρόπο παράδοξο, η τοπική κοινωνία καταφέρνει κάθε φορά να πετύχει την ανασύσταση του καταστραμμένου κοινωνικού ιστού καθώς επίσης και των ζωτικών οικονομικών δραστηριοτήτων. Είναι ίσως μια από τις λίγες ή σπάνιες περιπτώσεις περιοχών οι οποίες, παρά την ένταση των καταστροφών, ανανεώνει διαρκώς την παρουσία της στον ίδιο γεωγραφικό χώρο. Υπενθυμίζω πως η περιοχή θα βρίσκεται διαρκώς σε κατάσταση καταστροφής και ανασυγκρότησης, αδράνειας και ενέργειας (Πίνακας 1). Σε μια τέτοια κατάσταση, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να προσεγγίσει κανείς το θέμα της διαμόρφωσης ενός αναγνωστικού κοινού. Ακριβώς όμως για τους ίδιους λόγους, η διαδικασία μορφοποίησης του κοινού αυτού αποκτά μια ιδιαίτερη σημασία μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας.

 

Πίνακας 1

 

Πράγματι, οι πρώτες δεκαετίες στη ζωή της μετεπαναστατικής Ελλάδας αποτελούν το πεδίο στο οποίο διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις, οργάνωσης και εξέλιξης του νεοελληνικού Κράτους. Το Κράτος αυτό διαμορφώνεται παράλληλα με τη νεοελληνική κοινωνία σε διάφορα επίπεδα. Δεν εντάσσεται στα πλαίσια της παρούσης έρευνας η επανάληψη των βασικών ιστορικών στοιχείων που έχουν ήδη παρουσιαστεί σε σημαντικές ιστορικές και κοινωνιολογικές αναλύσεις. Θα προσπαθήσω όμως συνοπτικά να παρουσιάσω τα επίπεδα αυτά, ώστε να εντάξω ευκολότερα την έννοια του κοινού στα συμφραζόμενα της νέας ελληνικής κρατικής υπόστασης.

Στο πολιτικό επίπεδο, η οργάνωση ενός έντονα συγκεντρωτικού κράτους και μιας κρατικής γραφειοκρατίας, θα διαμορφώσει συνθήκες υπερπολιτικοποίησης της κοινωνίας. Πρόκειται για ένα βασικό χαρακτηριστικό του νεοελληνικού κρατισμού, μια αντιστοιχία δηλαδή μεταξύ της έντονης πολιτικοποίησης και της «μανίας του Έλληνα για την ενασχόληση με τα κοινά» [1] από τη μια και τη διαρκή προσπάθεια απόκτησης μιας θέσης στον κρατικό μηχανισμό, από την άλλη. Ο τελευταίος θα αποτελέσει και το σημαντικότερο μηχανισμό διανομής θέσεων και οικονομικών ωφελημάτων ή μισθών. Έτσι, η σημασία του είναι βασική για την κατανόηση της οργάνωσης των σχέσεων κυριαρχίας στην ελληνική κοινωνία και το πολιτικό σύστημα, δηλαδή, εκείνων που το χαρακτηρίζουν ως πελατειακές σχέσεις.

Η συγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας αντιστοιχεί επίσης στη διαδικασία διαμόρφωσης και εξέλιξης του Κράτους. Παρά την ύπαρξη ενός μεγάλου αγροτικού τομέα και τη σταδιακή μορφοποίηση εργατικών στρωμάτων στα υπό διαμόρφωση επίσης αστικά κέντρα, η κοινωνική ομάδα που γνωρίζει μια ραγδαία ανάπτυξη είναι εκείνη των δημοσίων υπαλλήλων. Οι «μορφωμένες» κατηγορίες του πληθυσμού θα αποτελέσουν τη ραχοκοκαλιά της νέας κρατικής γραφειοκρατίας και θα στελεχώσουν τα κέντρα οργάνωσης και επιβολής της κρατικής εξουσίας. Από την εποχή αυτή ήδη μερικές κοινωνικο-επαγγελματικές κατηγορίες παρουσιάζουν μια αξιοσημείωτη εξέλιξη – διόγκωση, λόγω της ιδιαίτερης σχέσης τους με τους κρατικούς μηχανισμούς. Οι δικηγόροι και οι δάσκαλοι βρίσκονται στην πρώτη θέση αυτής της ιεράρχησης. Η κοινωνική συγκρότηση χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα από τη δυναμική εμφάνιση και διόγκωση της δημοσιοϋπαλληλίας.

Στα κοινωνικά και πολιτικά αυτά πλαίσια θα οργανωθούν με έναν ιδιαίτερο τρόπο οι πολιτισμικές παραγωγές κυρίως σε τρία επίπεδα: την εκπαίδευση, την αστικοποίηση με κυρίαρχη τάση τον αρχιτεκτονικό νεοκλασικισμό και τις τέχνες, ιδιαίτερα τη λογοτεχνία, με κυρίαρχη μορφή τους το Ρομαντισμό ή όπως καθιερώθηκε τον «Ελληνικό Ρομαντισμό». Ο κύριος μηχανισμός μέσω του οποίου επιβάλλονται οι κυρίαρχες τάσεις είναι ο εκπαιδευτικός μηχανισμός, το σχολείο.

Στο επίπεδο της εκπαίδευσης η κυρίαρχη μορφή είναι το αλληλοδιδακτικό σχολείο ήδη από την καποδιστριακή περίοδο. Παράλληλα όμως λειτουργούν, στην περιοχή της Αργολίδας και τα λεγόμενα κοινά σχολεία, όπως επίσης και ιδιωτικά παρθεναγωγεία στο Άργος και στο Ναύπλιο. Θα ήταν αδύνατο να ισχυριστεί κανείς πως το επίπεδο της εκπαίδευσης στην περιοχή, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, είναι ικανοποιητικό ώστε να θεωρείται σημαντικό στοιχείο για την οργάνωση ενός αναγνωστικού κοινού. Είδαμε πως οι εκπαιδευτικές υποδομές, μεταξύ άλλων, καταστρέφονται συχνά λόγω των συγκρούσεων. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στα 1831 όταν λόγω των εμφυλίων συγκρούσεων του Δεκεμβρίου στο Άργος και την ερήμωση της πόλης, καταστρέφεται και πάλι κάθε εκπαιδευτική υποδομή και πρόγραμμα. Παρ’ όλα αυτά ο αριθμός των εκπαιδευομένων δεν είναι αμελητέος  και θα μπορούσε να αποτελέσει ένδειξη [2] της τάσης για εκπαίδευση. Πολύ περισσότερο όταν γνωρίζουμε πως πρόκειται για πρωτοβουλία των γονέων [3].  Ας σημειωθεί τέλος πως για την Πελοπόννησο,  σημαντικά ποσοστά φοίτησης δεν διαπιστώνονται σε πλούσιες επαρχίες όπως η Κορινθία και η Αχαΐα, αλλά σε περιοχές λιγότερο ανεπτυγμένες, με μια σχετικά κλειστή οικονομία, περισσότερο αυτοκαταναλωτική [4]. Φαίνεται δε πως το ίδιο έντονη ήταν η εκπαιδευτική κινητικότητα και στην ευρύτερη περιοχή του Άργους.

Το δεύτερο σημείο που θα πρέπει να συγκρατήσουμε είναι ότι ορισμένα σημαντικά γεγονότα, πολιτικά, στρατιωτικά και κοινωνικά, θα διαδραματίσουν ιδιαίτερο ρόλο στη διαμόρφωση, μεταξύ άλλων, των πνευματικών κέντρων της εποχής. Ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα είναι και αυτό της μεταφοράς της πρωτεύουσας στην Αθήνα το 1834 που ανακόπτει μια σημαντική διαδικασία αστικοποίησης των αργολικών κέντρων όπως το Ναύπλιο και το Άργος. Η μεταφορά αυτή επιβάλει μια ιδιαίτερη αντιστροφή μετατρέποντάς τα, στην καλύτερη περίπτωση, σε περιφερειακά κέντρα [5].

Το τρίτο σημείο αφορά στη διαμόρφωση των βασικών εργαλείων ανάπτυξης ενός κοινού, μιας κοινής γνώμης και τέλος ενός αναγνωστικού κοινού. Για το λόγο αυτό, χρειάστηκε η οργάνωση και εξέλιξη του Τύπου καθώς επίσης και των εκδόσεων σε τοπικό και εθνικό επίπεδο. Η οργάνωση ενός «κοινού», στηρίχθηκε κυρίως στην έκφραση γνώμης για την πολιτική, στην οποία προστέθηκε και την οποία εξυπηρέτησε και η λογοτεχνική παραγωγή. Είτε από την άποψη της γλώσσας (δημοτική, καθαρεύουσα), είτε της θεματογραφίας (ληστεία, κοινωνικά δράματα, σατυρική ποίηση, κτλ), ο Ελληνικός Ρομαντισμός δεν αποτελεί μόνο μια σοβαρή προσπάθεια ερμηνείας των ευρωπαϊκών αναζητήσεων στο επίπεδο της τέχνης σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, αλλά είναι και η σημαντικότερη έκφραση που διαθέτουμε για την υπό διαμόρφωση πολιτική κοινωνία [6].

Επίσης, δεν είναι μόνο τα έργα αυτά καθαυτά, αλλά και οι χώροι στους οποίους παρουσιάζονται ή διαβάζονται, που αποτελούν βασικούς δείκτες για την οργάνωση ενός «κοινού». Δίπλα στα πρώτα βιβλιοπωλεία και τα φιλολογικά σαλόνια, άλλοι χώροι αναπαράγουν τις ίδιες λειτουργίες ή προσφέρονται γι’ αυτές. Για παράδειγμα, τα κουρεία και τα καφενεία προσφέρονται για την ανάγνωση και μάλιστα τη δημόσια ανάγνωση των εφημερίδων (κουρείο Χαχάγια στο Άργος), τα πιλοπωλεία για την έκθεση έργων τέχνης (πιλοπωλείο Κασδόνη στη Σταδίου – Αθήνα) [7], κτλ. Μπορεί λοιπόν η καλλιτεχνική ζωή, κυρίως στα επαρχιακά κέντρα, να είναι φτωχή, όμως αναντίρρητα αναβιώνει η λογοτεχνική κίνηση [8] και η καλλιτεχνική ζωή των «ήρεμων» δεκαετιών του 19ου αιώνα [9] και κυρίως δημιουργούνται όλες οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός αναγνωστικού κοινού και μιας «ζωντανής κοινής γνώμης». Μιας κοινής γνώμης δηλαδή που μπορούσε να επηρεάσει την πολιτική διαμάχη [10]. Ο Δημόσιος Χώρος αναπτύσσεται με έναν τρόπο έντονα πολιτικό στα 70 πρώτα χρόνια του νεοελληνικού Κράτους διαμορφώνοντας ένα «κοινό» με σαφώς κριτική άποψη. Η ανάπτυξη αυτή έχει ήδη αποκρυσταλλωθεί στις δυτικές κοινωνίες με μια έκφραση μοναδική στην ιστορία: τη δημόσια έκφραση της Λογικής [11].

  1. Εκδόσεις και αναγνωστικό κοινό.

Από τη στιγμή εκείνη, η ανάπτυξη του Δημόσιου Χώρου αντιστοιχεί στο βαθμό ανάπτυξης του διαλόγου μεταξύ του Τύπου και του Κράτους [12]. Για παράδειγμα, η Δημοσιοποίηση των Κοινοβουλευτικών συζητήσεων και έργων, παρότι μπορεί να λειτουργήσει ως μηχανισμός χειραγώγησης της κοινής γνώμης, «της επιτρέπει να μετρήσει την επιρροή που ασκεί και λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος μεταξύ των πολιτικών και των πολιτών, δηλαδή δυο τμημάτων του ίδιου «κοινού» [13].  Έτσι, ο Τύπος αποτελεί το σημαντικότερο μέσον διαμόρφωσης αλλά και έκφρασης του «κοινού» και της «γνώμης» [14]. Ιδιαίτερα για την ελληνική πραγματικότητα, η εκδοτική δραστηριότητα η σχετική με τις εφημερίδες αποκτά μια πληθωρικότητα μοναδική[15]. Ήδη στη διάρκεια του Αγώνα κυκλοφορούν χειρόγραφες εφημερίδες, ενώ το 1824 σημειώνει η Α. Κουμαριανού «αποτελεί έτος της νεοελληνικής δημοσιογραφίας» με την έκδοση σημαντικών φύλων όπως τα «Ελληνικά Χρονικά» στο Μεσσολόγγι, το «Φίλο του Νόμου» στην Ύδρα, και την «Εφημερίδα των Αθηνών» στην Αθήνα. Η εξαιρετική πολιτική σημασία που αποδίδεται στην έκδοση των εφημερίδων αποτυπώνεται στο ποίημα του Αλεξ. Σούτσου «Εφημεριδογράφος» που δημοσιεύτηκε και στην εφημερίδα του Ναυπλίου «Ήλιος» [16] και του οποίου ο στίχος «ή υπούργημα μου δίνεις ή εφημερίδα γράφω» έμεινε παροιμιώδης. Καταλήγοντας στο ίδιο συμπέρασμα για την υπερπολιτικοποιημένη κοινή γνώμη, ο Α. Σ. Σκανδάμης στην «Τριακονταετία της βασιλείας του Όθωνος» [17] σημειώνει:  «Δι’ αυτό και ο αριθμός των εκδιδομένων εφημερίδων ήτο τελείως δυσανάλογος με τον πληθυσμόν της χώρας, γεγονός το οποίον δηλοί ότι το πάθος του Έλληνος να δημοσιογραφεί ήτο και είναι αθεράπευτον».

Στο Άργος, παρά τον αγροτικό – εργατικό χαρακτήρα της κοινωνικής του συγκρότησης, οι εκδοτικές δραστηριότητες δεν είναι καθόλου αμελητέες. Θα πρέπει να σημειώσω εδώ, την διαφοροποίηση που υφίσταται η έννοια του «αναγνωστικού κοινού» μεταξύ ενός σώματος αναγνωστών κατά τον 19ο αιώνα και του ίδιου σώματος κατά τον 20ο αιώνα. Κατά τον 19ο αιώνα και στη συγκεκριμένη περίπτωση που παρουσιάζουμε, η ανάγνωση αποτελεί μια ιδιωτική πράξη με δημόσιο χαρακτήρα. Η ανάγνωση των εφημερίδων γίνεται κυρίως σε δημόσιους χώρους (π.χ. καφενεία), όπου χρησιμοποιείται ένα είδος αναλογίου, οι λεγόμενες στέκες. Το ίδιο συμβαίνει κατά κάποιο τρόπο και με τις εκδόσεις βιβλίων οι οποίες γίνονται κατά παραγγελία και για το λόγο αυτό υπάρχει ένας κατάλογος στο τέλος κάθε έκδοσης με τα ονόματα των συνδρομητών.

Θα σημειώσω επίσης μια δεύτερη βασική συνιστώσα για την κατανόηση της έννοιας αυτής, στα πλαίσια που εξετάζω. Ενώ λοιπόν παρατηρούμε πως οι εφημερίδες είναι περισσότερο προσιτές ακόμα και στα εργατικά στρώματα, που συχνάζουν στα καφενεία και γνωρίζουν ανάγνωση ή πληροφορούνται από άλλους, το βιβλίο απευθύνεται περισσότερο στα στρώματα εκείνα του πληθυσμού που θεωρούνται μορφωμένα, μεσαία ή/και ανώτερα, και διαθέτουν ένα καλό οικονομικό υπόβαθρο για την αγορά των βιβλίων. Η κατηγορία αυτή είναι πολύ μικρή. Βέβαια, παρά τη δυσκολία να καθορίσει κανείς με τρόπο επιστημονικά αποδεκτό [18] την κοινωνική σύσταση του πληθυσμού στο Άργος, έχουμε ενδείξεις (περιγραφές, οικονομικά κείμενα, μαρτυρίες, αρχιτεκτονικές μελέτες, κτλ), πως η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων ήταν αγρότες και εργάτες χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις ή οικονομικές δυνατότητες. Άρα, το «αναγνωστικό κοινό» που διαμορφώνεται σε σχάση με τις εκδόσεις βιβλίων είναι περιορισμένο στους λίγους δημοσίους υπαλλήλους και τους ιδιώτες, κυρίως δικηγόρους και γιατρούς. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, πως όταν δημιουργείται η βιβλιοθήκη του Συλλόγου Αργείων «Ο Δαναός», οι μεγαλύτερες δωρεές προέρχονται κυρίως από δικηγόρους.

Όμως, συγκριτικά με το χαρακτήρα αυτό του πληθυσμού, ο αριθμός των εντύπων και των εφημερίδων που κυκλοφορούν είναι σημαντικός. Οι πληροφορίες που σώζονται αποτυπώνουν μια σημαντική εκδοτική δραστηριότητα εφημερίδων, την τελευταία περίπου 20ετία του 19ου αιώνα, δηλαδή, από το 1883 και μετά (Πίνακας 2). Η πρώτη έκδοση εφημερίδας είναι τα δυο μόνο φύλλα της ΕΥΘΥΝΗΣ (η έκδοση γίνεται πρώτα στο Ναύπλιο, άρα τα δυο μόνο φύλλα αφορούν την έκδοση που συνεχίζεται στο Άργος), ενώ την ίδια χρονιά ξεκινά και ο «ΔΑΝΑΟΣ» του Ιωαν. Υψηλάντη του οποίου η έκδοση θα διατηρηθεί μέχρι και το 1885 για να παραχωρήσει τον τίτλο του στην εφημερίδα που θα εκδώσει ο ομώνυμος Σύλλογος. Το 1885 αρχίζει την έκδοσή του ο «ΕΡΑΣΙΝΟΣ» και την ίδια χρονιά το «ΑΡΓΟΣ» το οποίο διατηρείται μέχρι το 1889. Η εφημερίδα «ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ» αρχίζει την έκδοσή της το 1888 μέχρι και το 1899 και γίνεται έτσι το μακροβιότερο έντυπο του Άργους. Τέλος, ο Σύλλογος Αργείων «Ο Δαναός», αρχίζει τη δική του έκδοση με τον ίδιο τίτλο που παραχωρεί με επιστολή του στις 6-12-1895 ο Ι. Υψηλάντης. Τέλος,  μαθαίνουμε την πιθανή έκδοση της εφημερίδας «Τα Νέα του Άργους» από κριτική του  ΔΑΝΑΟΥ στις 7-10-1896, αλλά δεν γνωρίζουμε αν τελικά εκδόθηκε. Ας σημειωθεί, πως μεγάλες μορφές της τοπικής ιστορίας θα ασχοληθούν με τις εκδόσεις αυτές, όπως ο ιστορικός Δ. Βαρδουνιώτης (Αργολίς Ναυπλίου, Άργος).

Μακροβιότερες εφημερίδες :

  1. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ = 11 έτη
  2. ΔΑΝΑΟΣ (σύλλογος) = 9 έτη
  3. ΑΡΓΟΣ  =  4 έτη
  4. ΔΑΝΑΟΣ = 2 έτη
  5. ΕΡΑΣΙΝΟΣ = 4 μήνες
  6. ΕΥΘΥΝΗ = 1 μήνας

 

Πίνακας 2 – Εφημερίδες

 

Εφημερίδα «Δαναός»

 

Εφημερίδα «Αγαμέμνων»

 

Εφημερίδα «Ερασίνος»

 

Τα βασικά χαρακτηριστικά των εφημερίδων της εποχής  είναι τα εξής :

  • είναι η ασταθής κυκλοφορία λόγω οικονομικών προβλημάτων. Βλέπουμε στον παραπάνω πίνακα πως δυο μόνο εφημερίδες έχουν μια σημαντική χρονική σταδιοδρομία ο Αγαμέμνων με 11 έτη και ο Δαναός του Συλλόγου Δαναός με 9 έτη. Πολλές φορές γίνονται αναφορές στα προβλήματα χρηματοδότησης και καλούνται συχνά οι συνδρομητές να πληρώσουν τη συνδρομή τους. Συχνά επίσης διακόπτεται η έκδοση της εφημερίδας λόγω οικονομικών δυσχερειών, για να επανεκδοθεί μερικούς μήνες μετά.
  • Ως σκοπός της έκδοσης αναφέρεται η ενημέρωση του πολίτη, η διαμόρφωση γνώμης για τα κοινά και η κριτική στάση απέναντι στην κάθε εξουσία. Επικαλούνται δε την ανεξαρτησία τους από αυτές και τον αδέσμευτο χαρακτήρα τους. Με σχετική, ως ένα βαθμό, εξαίρεση τον ΔΑΝΑΟ του Συλλόγου ο οποίος θα «…χρησιμεύσει ως σύνδεσμος πατριωτικός, συνδέων τους φίλους ημών συμπολίτας δια του αρρήκτου δεσμού της αγάπης της ομοφροσύνης και της φιλοπατρίας», όλες οι εφημερίδες αποτελούν ένα βήμα πολιτικού λόγου και σε ορισμένες περιπτώσεις ιδιαίτερα αντιπολιτευτικού, όπως η περίπτωση του Αγαμέμνονα που είναι καθαρά αντιτρικουπική.
  • Η εξέταση των εφημερίδων μας βοηθά, ίσως για πρώτη φορά, να στοιχειοθετήσουμε μια ποσοτική ανάλυση για την εποχή εκείνη. Θα παρουσιάσω στο σημείο αυτό, τους σημαντικότερους στατιστικούς πίνακες της έρευνας αυτής.

Στους πίνακες αυτούς βλέπουμε μια πολύ μεγάλη διαφορά στα κύρια άρθρα, αυτά που σήμερα ονομάζουμε πρωτοσέλιδα, μεταξύ της κατηγορίας «ΠΟΛΙΤΙΚΗ» και των υπολοίπων. Τα δε οικονομικά απουσιάζουν σχεδόν από τα κύρια άρθρα. Πρώτη με μεγάλη διαφορά στην πολιτική αρθρογραφία η εφημερίδα Αγαμέμνων και ακολουθούν ο «πρώτος» Δαναός και το Άργος, ενώ πολύ χαμηλό είναι το ποσοστό της πολιτικής αρθρογραφίας του «δεύτερου» Δαναού. Τα πολιτικά θέματα βρίσκονται στις πρώτες κατηγορίες ενδιαφερόντων με αναλύσεις και κριτικές της πολιτικής κατάστασης ή των προσώπων – φορέων της. Θα σημειώσω πως η στήλη «ΔΙΑΦΟΡΑ» που περιλαμβάνει ποικίλες ειδήσεις της καθημερινότητας, του αστυνομικού δελτίου, της εκπαίδευσης, κτλ, θα αποτελέσει μια σημαντική κατηγορία και στα περιεχόμενα άρθρα όπως θα δούμε και στη συνέχεια.

 

α) Διαμόρφωση αναγνωστικού κοινού.

 

α) Θεματική κατάσταση κυρίων άρθρων

 

α) Θεματική κατάσταση κυρίων άρθρων εφημερίδων

 

β) Διαμόρφωση αναγνωστικού κοινού.

 

β) Θεματική κατάσταση κυρίων άρθρων

 

β) Θεματική κατάσταση κυρίων άρθρων εφημερίδων

 

Στους πίνακες αυτούς βλέπουμε μια αποτύπωση των περιεχόμενων άρθρων στην οποία και πάλι οι κατηγορίες της «Πολιτικής» και των «Διαφόρων Ειδήσεων» είναι οι σημαντικότερες. Θα σημειώσω πως στη δεύτερη κατηγορία περιέχονται και πάλι πολιτικές ειδήσεις ή ανακοινώσεις πολιτικών προσώπων, όχι όμως αποκλειστικά διότι περιλαμβάνονται και άλλες γενικότερου ενδιαφέροντος. Αποτελεί όμως τη σημαντικότερη στήλη με ένα ποσοστό 16,5% επί του συνόλου των άρθρων και ακολουθούν οι κατηγορίες «Πολιτική» (11,2%), «Δικαστικά» (10,8%) και «Πολιτισμός» (9,9%). Η τάση αυτή επιβεβαιώνεται σε όλες τις εφημερίδες με εξαίρεση το ΔΑΝΑΟ (2), ο οποίος διαμοιράζει τις ειδήσεις καθημερινότητας σε άλλες στήλες. Επειδή δε, δεν υπάρχει καθημερινή έκδοση εφημερίδας η κατηγορία «Διάφορα» προσδιορίζεται κυρίως ως «ειδήσεις καθημερινότητας».

Παράλληλα με την πολιτική, παρακολουθούμε και θέματα που αφορούν την ιδεολογική συγκρότηση της τοπικής κοινωνίας , π.χ. η διαμάχη για την αργία της Κυριακής, οι ομιλίες για θέματα ηθικής, κλπ. Θέματα για τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα όπως ο έρανος για την Κρήτη, τον εξελληνισμό των τοπονυμίων, κτλ. Τέλος, οι εφημερίδες αποτελούν και μια σημαντική πηγή πληροφόρησης για τις εκδόσεις βιβλίων και περιοδικών, πράγμα που πιστοποιεί μεταξύ άλλων και την οργάνωση ενός έστω και περιορισμένου αναγνωστικού κοινού στην πόλη.

 

 

Εκδόσεις βιβλίων και περιοδικών

 

Παράλληλα με τις εκδόσεις των εφημερίδων αρχίζει και μια άλλη σημαντική εκδοτική δραστηριότητα στην πόλη. Οι πρώτες τοπικές εκδόσεις γίνονται από το τυπογραφείο του Γ. Παπαδόπουλου «Ο ΚΟΡΑΗΣ» από όπου σώζεται και μια σημαντική ελληνική γραμματική που απευθύνεται  στους «πρωτοπείρους της Ελληνικής Σχολής του Άργους Παίδας»  και στη συνέχεια κυρίως από το τυπογραφείο του Ανάργυρου Τημελή. Ο τελευταίος από το 1885 και μετά, προχωρά σε εκδόσεις ιδιωτικών κειμένων και σχολικών βιβλίων. Η εκδοτική αυτή δραστηριότητα θα εξελιχθεί περισσότερο από τις αρχές του 20ου αιώνα και μετά.  Όμως, η σημασία των εκδοτικών δραστηριοτήτων δεν περιορίζεται στο τοπικό επίπεδο. Πάρα πολλές εκδόσεις προέρχονται από την Αθήνα ή ακόμα και από άλλα περιφερειακά κέντρα όπως το Ναύπλιο στο οποίο υπάρχει και το Βασιλικό Τυπογραφείο, την Καλαμάτα, τη Τρίπολη, την Κέρκυρα και βεβαίως εκδόσεις ξενόγλωσσες, κυρίως γερμανικές, και γαλλικές. Κυκλοφορούν επίσης σημαντικά βιβλία γραμμένα ακόμα και στην ελληνική τα οποία έχουν εκδοθεί στη Βιέννη, τη Βενετία ακόμα και στη Μόσχα. Θα σημειώσω μερικές πρώτες αλλά βασικές παρατηρήσεις, σχετικά τις εκδόσεις και τη δημιουργία αναγνωστικού κοινού ιδιαίτερα στην περιοχή του Άργους.

 

 

«πρωτοπείρους της Ελληνικής Σχολής του Άργους Παίδας»

 

Το αναγνωστικό κοινό διαμορφώνεται κυρίως συνδρομητικά την πρώτη αυτή περίοδο του νεοελληνικού κράτους. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πρώτες εκδόσεις έχουν απαραίτητα και τον κατάλογο των ονομάτων των συνδρομητών οι οποίοι δεν προέρχονται υποχρεωτικά από την ίδια πόλη. Είναι όμως σημαντικό ότι μοιράζονται την ίδια ευαισθησία και ως μέλη του ίδιου αναγνωστικού κοινού.

Ήδη από τις πρώτες εκδοτικές προσπάθειες γίνεται λόγος για το αναγνωστικό κοινό, πράγμα που πιστοποιεί την ύπαρξή του. Στο πρώτο μυθιστόρημα που εμφανίστηκε στην ανεξάρτητη Ελλάδα, το «Λέανδρο» του Παναγιώτη Σούτσου που δημοσιεύεται το 1834 στο Ναύπλιο, ο ίδιος ο συγγραφέας σημειώνει στον πρόλογό του: «Εις την αναγεννωμένην Ελλάδα τολμώμεν ημείς πρώτοι να δώσωμεν εις το κοινόν τον Λέανδρον».

Τα χαρακτηριστικά του κοινού αυτού δεν είναι διαφορετικά από εκείνα που διαμορφώνονται σε ολόκληρη την επικράτεια, αλλά και στο ελληνικό στοιχείο της διασποράς, με βάση τις διάφορες φιλολογικές και καλλιτεχνικές τάσεις (Ρομαντισμός, Νατουραλισμός, κτλ). Παρατηρούμε επίσης πως το κοινό αυτό και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, είναι μόνιμα προσανατολισμένο στα μεγάλα εθνικά προβλήματα και τις ελπίδες εθνικής ολοκλήρωσης. Είναι μια διαπίστωση που προέρχεται από την αποδελτίωση των άρθρων των εφημερίδων, της βιβλιοκριτικής και των εκδόσεων που διαθέτουν οι ιδιώτες.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό που αποτελεί και ενδιαφέρουσα πηγή ιστορικο-πολιτικών στοιχείων είναι οι σχεδόν υποχρεωτικού χαρακτήρα αφιερώσεις που υπάρχουν σε όλες σχεδόν τις εκδόσεις δίνοντας μια συγκεκριμένη ταυτότητα του συγγραφέα ή συμπληρώνοντάς την.

Μία επίσης σημαντική διαπίστωση είναι η προσωποποίηση των εκδόσεων, δηλαδή η τάση με απλές φράσεις ή με την κατάθεση του ονόματος ή της υπογραφής ή ακόμα ομοιοκατάληκτων στίχων πάνω στο βιβλίο, να αυτοκαθορίζεται ο ιδιοκτήτης ως μέλος του αναγνωστικού κοινού δίνοντας ένα ιδιαίτερο στίγμα.

 

 

Προσωποποίηση των εκδόσεων…

 

 

Καταγράφοντας επίσης την σημαντική ιδιότητα του δωρητή, διαπιστώνουμε πως είναι απόλυτα συνυφασμένη με την πίστη για την ανάπτυξη ενός τοπικού αναγνωστικού κοινού. Η εξαιρετική περίπτωση του δικηγόρου Δημοσθένη Δεσμίνη, ο οποίος δωρίζει στη βιβλιοθήκη του Δαναού μια σημαντική σε ποιότητα και αριθμό ελληνόγλωσση και ξενόγλωσση συλλογή βιβλίων, δεν είναι η μοναδική.

Τελειώνοντας λοιπόν, θα πρέπει να σημειώσουμε ιδιαίτερα πως ακριβώς η δημιουργία της πρώτης δημόσιας βιβλιοθήκης στην πόλη του Άργους, θα δώσει μια καινούρια ώθηση και ένα νέο προσανατολισμό στη διαμόρφωση του τοπικού αναγνωστικού κοινού, τόσο λόγω του εμπλουτισμού της από τις δωρεές όσο και της άμεσης σχέσης της με τα μαθήματα που οργανώνει ο Σύλλογος και τα οποία απευθύνονται στις ασθενέστερες οικονομικά κατηγορίες του τοπικού πληθυσμού. Ίσως να πρόκειται για μια ξεχωριστή περίπτωση που περισσότερο συνδέεται με κινήματα της εποχής σχετικά με τη λαϊκή εκπαίδευση και τα δημόσια αναγνωστήρια [19], που συναντάμε κυρίως μετά το 1890 στη Γαλλία αλλά και στη Βρετανία και τις ΕΠΑ. Ο 19ος αιώνας διέλυσε σταδιακά το παιδευτικό μονοπώλιο των κυρίαρχων τάξεων και διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις μιας γενικευμένης προσαρμογής των λαϊκών μαζών στα παιδευτικά αγαθά. Δεν πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας φυσιολογικής διαδρομής, αλλά ενός κοινωνικού κινήματος [20] μακράς πνοής που ωθεί τα λαϊκά στρώματα μιας κοινωνίας σε στάσεις μεγαλύτερης συμμετοχής στον συλλογικό κοινωνικό βίο.  Από την άποψη αυτή το κοινό, το αναγνωστικό κοινό, η κοινή γνώμη, παύει να διαμορφώνεται στη βάση μιας δημοσιοϋπαλληλικής τάσης συσχετισμένης απόλυτα με το Κράτος. Μένει να αποδειχτεί το εύρος και η σημασία της πρωτοβουλίας οργάνωσης μιας βιβλιοθήκης για τα λαϊκά στρώματα του Άργους που αποτελούν και την πλειοψηφία του τοπικού πληθυσμού. Αλλά αυτό είναι πλέον θέμα της εξέλιξης της έννοιας του κοινού στον 20ο αιώνα.

 

Υποσημειώσεις


[1] Κ. Τσουκαλάς, «Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Ο ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών», Αθήνα, 1977, 224.

[2] «111 μαθητές, σε πέντε κοινά σχολεία», σημειώνει η Α. Κορδατζή-Πρασσά, «σε σχέση με το σύνολο των 297 μαθητών που φοιτούσαν την ίδια εποχή σε όλα τα σχολεία της πόλης, είναι πολύ μεγάλος. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη ότι σε πληθυσμό 8.030 κατοίκων, οι 297 μαθητές αντιπροσωπεύουν το 3,7% του πληθυσμού της πόλης…», Η εκπαίδευση στο Άργος επί Καποδίστρια (1828-1832), Ελλέβορος, Αφιέρωμα στο Άργος, τ. 11, 1994, Άργος.

[3] Το ίδιο σημειώνουν οι περισσότεροι αναλυτές για το θέμα αυτό. Πιο κοντά στην Αργολίδα, στην περιοχή της Γορτυνίας, ο Σ. Τσοτσορός σημειώνει πως «για τα υπόλοιπα κοινά σχολεία της περιοχής, η ευθύνη της λειτουργίας τους ανήκει στους κατοίκους και αποτελεί αποκλειστικά δική τους υπόθεση….», Οικονομικοί και κοινωνικοί μηχανισμοί στον ορεινό χώρο. Γορτυνία (1715-1828), εκδ. Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα, 1986, 173. Μια άλλη, επίσης ενδιαφέρουσα μορφή οργάνωσης, είναι και οι Σύλλογοι. Το σημείο αυτό μας ενδιαφέρει διότι οι Σύλλογοι αναλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος της βασικής εκπαίδευσης. Τέτοιοι Σύλλογοι ιδρύονται παντού στην ελεύθερη Ελλάδα, ιδιαίτερα κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Ένας από αυτούς είναι και ο Σύλλογος Αργείων «Δαναός». Μια σημαντική μελέτη για το θέμα αυτό : G. Hassiotis, L’ instruction publique chez les Grecs dépuis la prise de Constantinople par les Turcs jusqu’ à nos jours, Παρίσι, 1881.

[4] Κ. Τσουκαλάς, «Εξάρτηση και αναπαραγωγή…», ό.π., σ. 420.

[5] Και στην περίπτωση όμως αυτή, τα περιφερειακά κέντρα θα εξελίσσονται υπό την έντονη επίδραση της νέας πρωτεύουσας του Ελληνικού κράτους. Αποτελεί, για παράδειγμα, μόνιμο χαρακτηρισμό των διαφημίσεων των καταστημάτων η ένδειξη «είναι αθηναϊκώτατον», που συνοδεύει τα υπόλοιπα θετικά στοιχεία που διαφημίζονται. Ταυτόχρονα, ακολουθούνται τα αρχιτεκτονικά πρότυπα που χαρακτηρίζουν την πρωτεύουσα και υιοθετούνται επίσης οι καλλιτεχνικές τάσεις που οργανώνονται εκεί και απλά «μεταφέρονται» στην επαρχία. Μια σύντομη όσο και σημαντική ανάλυση για τα θέματα αυτά έγινε από τον André CORVISIER , Arts et sociétés dans lEurope du XIIIe siècle, PUF, Paris, 1978, 30-85.

[6] Για τα θέματα αυτά η σημαντική ανάλυση του Roderick  BEATON, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1996. Μία επίσης σημαντική ανάλυση για την «Επανάσταση του Ρομαντισμού» καθώς επίσης και των ρόλο των εκδόσεων γίνεται από τον Paul GERBOD, L’ Europe culturelle et réligieuse de 1815 à nos jours, PUF, Παρίσι, 1977, σ. 67-105.

[7] Κ.Μπαρούτας, Η εικαστική ζωή και η αισθητική παιδεία στην Αθήνα του 19ου αιώνα, Αθήνα, 1990, σ. 90.

[8] «Η αύξηση των ενδιαφερόντων», σημειώνει ο Λίνος Πολίτης για την πριν το 1820 περίοδο, «η ζωηρή κίνηση των ιδεών και η ολοένα πιο πυκνή κυκλοφορία των βιβλίων που παρατηρείται την περίοδο αυτή, έθετε αναγκαστικά και πάλι (…) το γλωσικό ζήτημα», Ιστορία την Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1979.

[9] Η κατάσταση εξάλλου στην πρωτεύουσα δεν είναι καλύτερη, όπως δεν είναι και στην υπόλοιπη Ευρώπη παρά το γεγονός ότι οι έλληνες καλλιτέχνες και διανοούμενοι σπουδάζουν στην Ευρώπη και μεταφέρουν τις ιδέες των καλλιτεχνικών ρευμάτων της. Σωστά σημειώνει ο Κ. Μπαρούτας πως  «η καλλιτεχνική κίνηση της Αθήνας του 19ου αιώνα θα πρέπει να κριθεί με βάση την καλλιτεχνική κίνηση στην Ευρώπη την ίδια εποχή. Και η καλλιτεχνική Ευρώπη ήταν τότε σε εκδηλώσεις πολύ φτωχότερη από ότι είναι σήμερα», ό.π., 181.

[10] «Γιατί παρόλο ότι ακόμα δεν έχουμε δυνατές ταξικές οργανώσεις, ο κρατικός επεκτατισμός, το μεγάλωμα της αγοράς….», Ν.Μουζέλης, Ταξική δομή και σύστημα πολιτικής πελατείας : η περίπτωση της Ελλάδας (115-150), 139. στο : Κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, Αθήνα, 1977.

[11]  Πρόκειται για μια από τις σημαντικότερες συμβολές στην ανάλυση της έννοιας του Δημόσιου χώρου που γίνεται από τον Jürgen Habermas. Στην διαδικασία διαμόρφωσης της νέας αστικής τάξης, ένα μέσο θα αποτελέσει το ενδιάμεσο κανάλι για την αντιθετική σχέση της με το κράτος : ο Τύπος. (L’ espace public. Archéologie de la Publicité comme dimension constitutive de la société bourgeoise, éd : Payot, Paris, 1978, σ. 38.

[12] ό.π., σ. 70.

[13] ό.π., σ. 93

[14] Ταυτόχρονα ο αναγνώστης είναι πρόσωπο που ανήκει σε μια συγκεκριμένη κοινωνική κατηγορία με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Όπως σημειώνει ο Jean PEYTARD, «είναι σημαντικό να κατανοήσει κανείς πως ο «αναγνώστης» ως «έννοια» στην ευρύτητά της, εμπεριέχει διάφορους τύπους «αναγνωστών». Κάθε αναγνώστης βρίσκεται σε άνιση απόσταση από το παραγόμενο λογοτεχνικό κείμενο, ανάλογα με την κοινωνικό στρώμα στο οποίο ανήκει, το γλωσσικό του κεφάλαιο και το πολιτιστικό του κεφάλαιο», (La place et le statut du “lecteur” dans l’ ensemble “bublic”, στο : Lecteur et Lecture, Groupe de recherches en Linguistique et Semiotique, Les belles lettres, LLN, 2001, 35). Στο σημείο αυτό ο J. Peytard αναφέρεται στις έρευνες του P. Bourdieu για τον οποίο για να γίνει κάποιος αναγνώστης θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από μια συγκεκριμένη πολιτισμική νοοτροπία απέναντι στο βιβλίο.  Αναγνώστης δηλαδή, είναι εκείνος που ασκεί μια πολιτισμική πρακτική. ( Η διάκριση. Κοινωνική κριτική της καλαισθητικής κρίσης., Αθήνα, 2002).

[15] «…η παθιασμένη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, η πρώιμη και πληθωρική ανάπτυξη του τύπου, που είναι σχεδόν πάντοτε κατά πρώτο λόγο πολιτικός», Κ.Τσουκαλάς, Το πρόβλημα της πολιτικής πελατείας στην Ελλάδα του 19ου αιώνα (75-149), στο : Κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, Αθήνα, 1977.

[16] Η εφημερίδα «Ο ΗΛΙΟΣ» του Παναγιώτη Σούτσου (1833), Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, 2, Αθήνα, 1986, κγ΄.

[17] Αθήνα, 1961, τ.1, σ. 254.

[18] Το πρόβλημα του καθορισμού των πληθυσμιακών δεδομένων και των χαρακτηριστικών του (επάγγελμα, οικονομικά στοιχεία, κτλ) με ακριβή στοιχεία για ορισμένες περιόδους και κοινωνίες, έχει τεθεί από πλήθος αναλ΄’υσεων και αναλυτών. Σε μια από τις καλύτερες αναλύσεις του είδους ο David KERTZER σημειώνει : «The reference to a demography without numbers is, in the first instance, descriptive. As anyone working in the Third World knows, both official statistics and survey research are unreliable», Anthropological Demography. Toward a New Synthesis, στο : Nancy SCHEPER-HUGHES, Demography without Numbers, The University of Chicago Press, 1997, σ. 201-222 (205).

[19] «Τα δημόσια αναγνωστήρια γεννήθηκαν  γύρω στο 1895 χάρη στη συνάντηση προοδευτικών διανοούμενων με τα συστήματα οργάνωσης των αναγνωστηρίων στη Μ. Βρετανία και τις ΗΠΑ», σημειώνει ο Nöe RICHTER για τον οποίο τα δημόσια αναγνωστήρια είναι το αποτέλεσμα μιας προοδευτικής κοινωνικής σκέψης. (La conversion du mauvais lecteur et la naissance de la lecture publique, Marigne, 1992, 68-70).

[20] Για τον Ν. Richter υπάρχει και μια συγκεκριμένη πολιτική σημασία ολόκληρου του κινήματος για τις λαϊκές βιβλιοθήκες. Η άνοδος του μορφωτικού επιπέδου αποτρέπει τα λαϊκά στρώματα να εξελιχθούν σε συρφετό από τη μια και να αναζητήσουν την κοινωνική τους άνοδο από την άλλη (La lecture et ses institutions, 1700-1918, Université de Maine, éd. Plein Chant, 1987, 91.

 

Βιβλιογραφία


 

  1. Beaton Roderick, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1996.
  2. Corvisier André , Arts et sociétés dans l’ Europe du XIIIe siècle, PUF, Παρίσι, 1978.
  3. Gerbod Paul, L’ Europe culturelle et réligieuse de 1815 à nos jours, PUF, Παρίσι, 1977
  4. Habermas Jürgen, L’ espace public. Archéologie de la Publicité comme dimension constitutive de la société bourgeoise, éd. Payot, Paris, 1978.
  5. Hassiotis G, L’ instruction publique chez les Grecs dépuis la prise de Constantinople par les Turcs jusqu’ à nos jours, Παρίσι, 1881.
  6. Kertzer David, «Anthropological Demography. Toward a New Synthesis», στο : Nancy SCHEPER-HUGHES, Demography without Numbers, The University of Chicago Press, 1997.
  7. Κόνδης Γεώργιος, «Περίγραμμα οργάνωσης του δημόσιου χώρου στο Άργος της Τουρκοκρατίας», ΔΑΝΑΟΣ ΙΙΙ, Άργος, 2003.
  8. Κορδάτζη-Πρασσά Αννίτα, «Η εκπαίδευση στο Άργος επί Καποδίστρια (1828-1832)», Ελλέβορος, Αφιέρωμα στο Άργος, τ. 11, Άργος, 1994.
  9. Μουζέλης Νίκος, «Ταξική δομή και σύστημα πολιτικής πελατείας : η περίπτωση της Ελλάδας (115-150)», 139. στο : Κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, Αθήνα, 1977.
  10. Μπαρούτας Κων/νος, Η εικαστική ζωή και η αισθητική παιδεία στην Αθήνα του 19ου αιώνα, Αθήνα, 1990.
  11. Peytard Jean, « La place et le statut du “lecteur” dans l’ ensemble “bublic” », στο : Lecteur et Lecture, Groupe de recherches en Linguistique et Semiotique, Les belles lettres, LLN, 2001
  12. Πολίτης Λίνος, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1979.
  13. Richter Nöe, La conversion du mauvais lecteur et la naissance de la lecture publique, Marigne, 1992. – La lecture et ses institutions, 1700-1918, Université de Maine, éd. PleinChant, 1987.
  1. Σκανδάμης Α.Σ, Τριακονταετία της βασιλείας του Όθωνος, τ.1, Αθήνα, 1961.
  2. Τσοτσορός Στάθης, Οικονομικοί και κοινωνικοί μηχανισμοί στον ορεινό χώρο. Γορτυνία (1715-1828), εκδ. Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα, 1986.
  3. Τσουκαλάς Κων/νος., Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Ο ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830-1922), Αθήνα, 1977. – «Το πρόβλημα της πολιτικής πελατείας στην Ελλάδα του 19ου αιώνα» (75- 149), στο: Κοινωνικές και πολιτικές  δυνάμεις στην Ελλάδα, Αθήνα, 1977.
  4. Η εφημερίδα «Ο ΗΛΙΟΣ» του Παναγιώτη Σούτσου (1833), Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, 2, Αθήνα, 1986.
  5. Επίσης οι εφημερίδες :
  • ΕΥΘΥΝΗ: Εφημερίς Πολιτική, Φιλολογική και των Ειδήσεων, 1883, φ. 2-3.
  • ΔΑΝΑΟΣ: Εφημερίς του Λαού, 1883-1885, φ. 1-59, (7-4-1883 έως 4-4-1885), εκδ. Ιωαν. ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ.
  • ΕΡΑΣΙΝΟΣ: Εφημερίς Πολιτική και των Ειδήσεων, 1885, φ. 1-15, (2-5-1885 έως 11-9-1885).
  • ΑΡΓΟΣ: 1885- 1889, φ. 1-61, (24-5-1885 έως 1-1-1889).
  • ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ: Εφημερίς Πολιτική και Δικαστική, 1888-1889, φ. 1-136, (14-7-1888 έως 14-9-1899).
  • ΔΑΝΑΟΣ: Εφημερίς του Ομωνύμου Συλλόγου, 1895 – 1905, φ. 1-90, (25-12-1895 έως 8-7-1899)- 12-5-1904).

 

Γεώργιος Κόνδης

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Νέα Έκδοση | Λυρικό Ημερολόγιο – Πάνος Λιαλιάτσης


 

 

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού με ιδιαίτερη χαρά και ικανοποίηση ανακοινώνει την έκδοση της ποιητικής συλλογής «Λυρικό Ημερολόγιο» του εκπαιδευτικού – λογοτέχνη Πάνου Λιαλιάτση. Παραδίδεται στον κόσμο ένας καλαίσθητος τόμος με τα άπαντα του ποιητή. Η έκδοση των ποιητικών απάντων ενός δημιουργού, δίνει την δυνατότητα στον αναγνώστη να εντρυφήσει στο σύνολο του έργου του και στις κατά καιρούς πτυχώσεις του ποιητικού του οίστρου. Εμείς, στην Αργολική Βιβλιοθήκη, μόλις έφτασαν τα πρώτα βιβλία, αισθανθήκαμε την οσμή του νωπού ακόμη μελανιού σμιγμένη με την ευωδία του θυμιάματος και των αρωμάτων που η ποίηση του Πάνου Λιαλιάτση αναδύει.

 

Λυρικό Ημερολόγιο

Λυρικό Ημερολόγιο

 

Στην τιμητική βραδιά που οργανώθηκε στο Βουλευτικό Ναυπλίου, σε μια κατάμεστη αίθουσα, μίλησαν για τον ποιητή ο Δρ Κοινωνιολογίας κ. Γιώργος Κόνδης και η Καθηγήτρια – Λογοτέχνις κα Κατερίνα ΠαπαδριανούΘα πρέπει να αναφέρουμε ότι η εισαγωγή στο βιβλίο είναι του Καθηγητή νέων ελληνικών στο Εθνικό Ινστιτούτο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμού στο Παρίσι, Henri Tonnet.

Εδώ, παραθέτουμε ολόκληρη την εισαγωγή του Henri Tonnet και αποσπάσματα από τις ομιλίες των δύο διαπρεπών επιστημόνων.

 

H ποίηση και ο μυστικισμός


 

 

Με τον τόμο που συγκεντρώνει τις ποιητικές συλλογές που δημοσίευσε από το 1965, ο Πάνος Λιαλιάτσης μάς δίνει την ευκαιρία να ακολουθήσουμε την πνευματική και ποιητική του πορεία και να αξιολογήσουμε συνοπτικά την πρωτοτυπία της προσφοράς του στα ελληνικά γράμματα.

Επειδή τα ποιήματα αυτά αποτελούν το έργο μιας ολόκληρης ζωής, ο αναγνώστης αναρωτιέται αν υπήρξε σημαντική η εξέλιξη της θεματικής και της τεχνοτροπίας του ποιητή κατά το χρονικό διάστημα αυτό. Για να απαντήσουμε πρέπει να κάνουμε μια πρώτη επισήμανση. Όταν ο Λιαλιάτσης δημοσιεύει την πρώτη συλλογή του είναι 29 χρόνων. Προφανώς είχε ήδη φτάσει στην ποιητική του ωριμότητα. Ως προς την ενδεχόμενη εξέλιξή του θα έλεγα πως δεν φαίνεται πουθενά καμία ριζική αλλαγή στη θεματική ή στην τεχνοτροπία.

Διακρίνουμε όμως στο έργο δυο τάσεις που δεν ολοκληρώνονται ποτέ πλήρως. H πρώτη είναι μια τάση σε μια όλο και μεγαλύτερη συντομία και η δεύτερη, η οποία φαίνεται καθαρά στις τελευταίες συλλογές των ποιημάτων, στο «Βραχύ Mοναχολόγιο» και στη «Xαρμολύπη», είναι μια αφηγηματική τάση που εκδηλώνεται σε ανέκδοτα για φανταστικές φυσιογνωμίες κληρικών.

 

Επίδραση δύο μεγάλων

 

Ίσως κάνω λάθος, αλλά αυτές οι δύο τάσεις μπορούν να οφείλονται εν μέρει στην επίδραση δυο μεγάλων ποιητών των νεοελληνικών γραμμάτων, του Σεφέρη και του Καβάφη. Βέβαια ο ποιητής, που γεννήθηκε στην Ασίνη, δείχνει περισσότερο επηρεασμένος, στη μορφή των ποιημάτων του, από τον ποιητή του «Βασιλιά της Ασίνης». Στον Σεφέρη, ο Λιαλιάτσης μου φαίνεται να οφείλει την καθαρή – μερικές φορές κρυστάλλινη – ποίηση που διαποτίζει τα έργα του και την προτίμηση για τη συντομία· αυτή η τάση φτάνει στο αποκορύφωμά της στα ολιγόστιχα ποιήματα του «Λογισμοί λανθάνοντες και δάκνοντες». Aυτό δεν σημαίνει βέβαια πως ο Λιαλιάτσης θεωρεί τον εαυτό του μαθητή του Σεφέρη· στους «Ανωνύμους της Ασίνης» αφήνει να διαφαίνεται μάλιστα κάποια ενόχληση μπροστά στις βεβαιότητες του Σεφέρη. Αντίθετα η ειρωνική αφήγηση ανεκδότων για μοναχούς ή ιεράρχες, όποια και να είναι η πραγματική προέλευση αυτής της διάθεσης, μου θυμίζει τον τόνο ορισμένων ποιημάτων του Αλεξανδρινού ποιητή.

Kατά τη γνώμη μου, μια μορφή καβαφισμού είναι αισθητή στη δομή του ποιήματος «Eλένη». Παρ’ όλες τις ενδεχόμενες επιδράσεις που δέχτηκε, η ποιητική φωνή του Π. Λιαλιάτση είναι απόλυτα ειλικρινής και πρωτότυπη, αναλλοίωτη από τον «Φράχτη» ως την «Όγδοη ημέρα».

Σε τι συνίσταται η πρωτοτυπία αυτής της φωνής; Θα ήταν ριψοκίνδυνο να προτείνω εδώ μια οριστική απάντηση. Είναι φανερό πως ο συγγραφέας αντλεί πολλά θεματικά και μορφικά στοιχεία από την Iερά Γραφή, τους Πατέρες της Ανατολικής Εκκλησίας και τη «Φιλοκαλία». O ικανός αναγνώστης, για να διατυπώσει μια εμπεριστατωμένη γνώμη, θα έπρεπε να ξέρει καλά αυτά τα έργα. Αφού αποκλείεται να επιδοθώ σε μια έστω και πρόχειρη «διακειμενική» ανάγνωση του έργου του Π. Λιαλιάτση, θα περιοριστώ στην υποκειμενική και αναγκαστικά επιφανειακή προσέγγιση ενός απλού αναγνώστη. 

 

Πάνος Λιαλιάτσης

Πάνος Λιαλιάτσης

 

Το πρώτο που μου κάνει εντύπωση είναι η συνύπαρξη στο έργο του Λιαλιάτση φαινομενικά αντιφατικών στοιχείων. O ποιητής παραδέχεται και χρησιμοποιεί αριστοτεχνικά τη γοητεία της ελληνικής γλώσσας και συγχρόνως ελέγχει αυστηρά τη λεκτική πλημμύρα που απειλεί τους λάτρεις αυτής της καθαυτού ποιητικής γλώσσας. Ελευθερώνει τον στίχο από τη ρίμα και τα παραδοσιακά μέτρα, αλλά δίνει σε κάθε ποίημα τον δικό του ρυθμό. Εστιάζει την προσοχή του σε συγκεκριμένες στιγμές (στιγμιότυπα) της πνευματικής ζωής και ταυτόχρονα διηγείται μικρές ιστορίες, που αν τις διαβάσουμε στη συνέχεια, αποτελούν το «μυθιστόρημα μιας ψυχής» (βλ. το ποίημα «Εωσφόρος» και άλλα).

Όλες αυτές οι φαινομενικές αντιφάσεις προέρχονται, νομίζω, από τη φύση της χριστιανικής ποίησης που καλλιεργείται από τον Λιαλιάτση. Πολιτισμικά ο χριστιανισμός βρίσκεται στο σταυροδρόμι διάφορων γλωσσών και παραδόσεων. Αυτό φαίνεται στην ποιητική γλώσσα που χρησιμοποιείται από τον Λιαλιάτση. Βέβαια η ελληνική παράδοση υπερισχύει παντού, όχι μόνο ως κληρονομιά του εξελληνισμένου πρώτου χριστιανισμού, αλλά και ως συνδυασμός χριστιανισμού και ειδωλολατρίας. Μερικές φορές, στο λεξιλόγιο της Παλαιάς Διαθήκης που χρησιμοποιείται συχνά, ακούγονται και μακρινοί απόηχοι της σημιτικής γλώσσας που μιλούσε ο Iησούς. Oι υπερευαίσθητες κεραίες του ποιητή πιάνουν και την ειδική γοητεία λέξεων όπως Xερουβείμ, Pαάβ, Iεριχώ, Xαναάν, Ραβουνί. O Λιαλιάτσης μιμείται με ευχαρίστηση το βιβλικό ύφος και υιοθετεί την εβραϊκή σύνταξη των O΄: «Kαι εγένετο πάλι χάος/επί του προσώπου της γης».

Ένας χριστιανός ποιητής μπορεί να μας παρουσιάσει τις δυσκολίες της καθημερινής ζωής και της συνοδοιπορίας μας με τον Εσταυρωμένο ή τις πολύπλευρες κοινωνικές και πολιτικές εφαρμογές του ευαγγελικού μηνύματος κοκ. O Λιαλιάτσης είναι μόνο ο ποιητής του μυστικισμού. Αυτή είναι η μεγαλύτερη πρωτοτυπία και η μοναδική αξία του. Δεν ικανοποιείται με τις κοσμικές πλευρές του χριστιανισμού. Πάει αμέσως στην ουσία – και στα πιο δύσκολα και τα πιο απαιτητικά στοιχεία της χριστιανικής ζωής – στην προσωπική «ερωτική» σχέση του πιστού με τον Θεό του. Με αυτήν την προοπτική τίθεται πρώτα – πρώτα το πρόβλημα της νομιμότητας της ποίησης ως μέσου επικοινωνίας με τον Θεό.

Oι απαντήσεις του ποιητή σ’ αυτό το ερώτημα ποικίλλουν. Mια φορά, απαντώντας στην ειρωνική παρατήρηση ενός μοναχού, ο ποιητής ισχυρίζεται πως η ποίηση «είναι η μονακριβή του Θεού». Αλλού, όμως, διαπιστώνει την κατωτερότητα του ποιητικού λόγου μπροστά στην άμεση μυστική επαφή με τον Θεό. H ποίηση γεννιέται από την αποτυχία του μυστικού εγχειρήματος. «H σιωπή μου σ’ έστεψε ποιητή», λέει ο Θεός. Αντίθετα, όταν επιτέλους επιτευχθεί η μυστική έκσταση, η ποίηση με τις απλές ανθρώπινες λέξεις της δεν χρησιμεύει πια σε τίποτα: «Tώρα βουλιάζουν οι λέξεις (…) βλέπω εσένα». Ίσως θα μπορούσαμε να πούμε πως η ποίηση είναι μια εκλεπτυσμένη μορφή προσευχής· αλλά αυτή η εντρύφηση στις λέξεις έχει κάτι φιλάρεσκο και κοσμικό, που μπορεί να δυσαρεστήσει τον Θεό: «O Iησούς δεν διαβάζει τους στίχους μου», παραπονιέται ο ποιητής.

 

Eσωτερικό δράμα

 

Aυτές οι πρώτες παρατηρήσεις μας επιτρέπουν, νομίζω, να καταλάβουμε το εσωτερικό δράμα που είναι το κύριο θέμα της ποίησης του Λιαλιάτση. H ποίησή του κινείται στον ενδιάμεσο χώρο, ανάμεσα στην απιστία και τη χαρούμενη και ανείπωτη συνάντηση με τον Θεό. Ακόμη και η αμφιβολία επιτρέπει κάποια επαφή με το θείον ή με την Αγάπη. Έτσι κάθε ποίημα είναι και μια καινούργια περιπέτεια της ψυχής στην αναζήτηση του Θεού. O ποιητής δεν παρουσιάζει αφηρημένα ή φιλοσοφικά τα εμπόδια που εμφανίζονται στον δρόμο του προς τον Θεό.

Γι’ αυτόν αυτά τα εμπόδια αποτελούν κάτι συγκεκριμένο, τον Φράχτη – που δίνει τον τίτλο στην πρώτη συλλογή του βιβλίου. H ανθρώπινη φύση δεν επιτρέπει την υπέρβαση αυτού του εμποδίου. Yπάρχει όμως μια ανθρώπινη εμπειρία που δίνει την εντύπωση -την ψευδαίσθηση;- μιας απόλυτης ένωσης με τον Άλλο, ο Έρωτας. Έτσι στη διαλεκτική της ποίησης του Π. Λ., δίπλα στην Aγάπη και τη Σιωπή, υπάρχει και η Γυναίκα. Σ’ αυτή τη μυστική οικονομία η Γυναίκα είναι μια αμφίσημη έννοια. Ανάλογα με τις περιστάσεις, μπορεί να μας βοηθάει να πλησιάσουμε τον Θεό ή, σαν μια σαγηνεύτρια Ελένη, να μας απομακρύνει απ’ Aυτόν.

 

Πόρτες στην ομορφιά

 

Aλλ’ ίσως δεν είναι απαραίτητο να έχουμε εμβαθύνει στην ποιητική θεολογία ή τη θεολογική ποίηση του Λιαλιάτση για να απολαμβάνουμε τα ποιήματά του. Aρκεί να μας αρέσουν οι ωραίοι στίχοι. Διαβάζοντας τον ποιητή μπορούμε να κάνουμε μια πλούσια συγκομιδή αρμονικών στίχων που θέλγουν τα αυτιά μας και μας ανοίγουν τις πόρτες ενός άλλου κόσμου, του κόσμου της ομορφιάς».

 

Μεταξύ άλλων ο Δρ. Κοινωνιολογίας κος Γιώργος Κόνδης είπε:

 

Δύσκολο, πολύ δύσκολο, να παρουσιάσει κανείς τη ζωή και το έργο ενός ανθρώπου όπως του Πάνου Λιαλιάτση διατηρώντας μια ισορροπία ανάμεσα στην προσωπικότητα, το έργο και τη συμβολική της παρουσίας ενός ανθρώπου που αναζητά το αίτιο της ύπαρξής του στον αναχωρητισμό και ταυτόχρονα στην εγκοσμιότητα. Μόνο ως άσκηση πνευματική μπορεί κανείς να διανοηθεί μια τέτοια παρουσίαση και να ξεπεράσει το φόβο της απλουστευτικής καταγραφής μιας πορείας ζωής. Τον ευχαριστώ λοιπόν γιατί θέλησε χωρίς να δέχεται τον παραμικρό αντίλογο, να κάνω αυτή τη δύσκολη άσκηση υποδεικνύοντάς μου μάλιστα αρκετές φορές πως η παρουσίαση θα πρέπει να είναι απέριττη, σοβαρή, χωρίς ακρότητες.

Θα ξεκινήσω λοιπόν από αυτήν ακριβώς τη σπάνια αρετή του Δασκάλου με Δ κεφαλαίο. Την δημιουργική πορεία ζωής, όπου οι ανησυχίες, οι αναζητήσεις, τα συναισθήματα και οι στοχασμοί, αποτελούν μέρος μιας ήρεμης, αθόρυβης αν θέλετε στάσης, ενός αναχωρητισμού που επιτρέπει την κατάκτηση της αυτογνωσίας, του επίπονου διαλογισμού για το περιεχόμενο και τον σκοπό της ίδιας της ύπαρξης. Κι έπειτα, θα πρέπει να υπάρξει επιστροφή στα εγκόσμια. Στον βιοπορισμό. Στην οικογένεια. Στην εργασία. Στη βουή της πόλης. Το ίδιο ήρεμα και αθόρυβα. Αποδίδοντας το αποτέλεσμα της ψυχικής και διανοητικής διεργασίας που μόλις είχε περατώσει, στον κόσμο, στους γύρω του, στους μαθητές του. Γράφει ποιήματα, μεταφράζει λογοτεχνικά έργα, ασκείται στην ιστορία της λογοτεχνίας χαρίζοντας στον τόπο ένα εξαιρετικό έργο, την Αργολική Λογοτεχνία, αρθρογραφεί παρουσιάζοντας ένα μέρος της προσωπικής του πορείας, των δικών του αναζητήσεων και στάσεων ζωής…

Αυτή λοιπόν η πορεία ζωής, κατά την ταπεινή μου γνώμη, συνιστά κοινωνικό παράδειγμα. Και ο συμβολισμός του είναι τόσο πιο δυνατός όσο πιο θορυβώδης και επίπλαστη παρουσιάζεται και εξελίσσεται η περιρέουσα πραγματικότητα. Ο Πάνος Λιαλιάτσης προέρχεται από την σπάνια εκείνη φύτρα ανθρώπων που έχουν ταχθεί να υπενθυμίζουν τις απαράβατες αρχές και τους όρους του εν κοινωνία βίου. Την ευγένεια, το ήθος, την εργατικότητα, την χρηστή προσωπικότητα ως αποτέλεσμα του αγαθού της παιδείας, την απόδοση στην κοινωνία των αποτελεσμάτων ενός έργου που του είχε ανατεθεί. Είναι ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν, ιδιαίτερα σήμερα, τον αξιοπρεπή από τον αυλοκόλακα, τον πεπαιδευμένο από τον απαίδευτο και τον ημιμαθή, τον σκεπτόμενο Πολίτη από τον πιθηκισμό της μάζας, την κριτική σκέψη από τον μηρυκασμό…

 

Πάνος Λιαλιάτσης

Πάνος Λιαλιάτσης

 

Ο Πάνος Λιαλιάτσης είναι από τους ανθρώπους που αντιστέκονται στη γενικευμένη πλέον αγένεια μιας κοινωνίας που έμαθε να καταναλώνει χωρίς όρια και να εξισώνει χωρίς ηθικές αναστολές. Και γι’ αυτό το έργο του έχει ιδιαίτερη αξία. Είναι έργο ζωής. Έργο που διαμορφώνεται σε μια πορεία ζωής.

Η κλίση του για τη λογοτεχνία και ιδιαίτερα την ποίηση αρχίζει από τα εφηβικά του χρόνια κα εντείνεται στη διάρκεια των φοιτητικών χρόνων. Όμως, είναι ο επαγγελματικός στίβος που θα κάνει πραγματικότητα το όνειρό του να βρεθεί σε μαθητική τάξη διδάσκοντας και θα αναδείξει τις αρετές ενός πραγματικού Δασκάλου. «Γεννήθηκα ξημερώνοντας των Τριών Ιεραρχών» εξομολογείται και το επαναλαμβάνω μπροστά σας σαν για να πω πως ορισμένα πράγματα του βίου έχουν προ…καθοριστεί!

Περνά από το Δημοτικό Σχολείο Ασίνης και το Γυμνάσιο Ναυπλίου μέχρι το 1955 και στη συνέχεια εισάγεται στη Θεολογική Σχολή Αθηνών όπου φοιτά με υποτροφία του ΙΚΥ και παρακολουθεί ταυτόχρονα τη Φιλοσοφική Σχολή. Το 1963 -64 βρίσκεται στο Παρίσι με την υποτροφία της Καθολικής Εκκλησίας Oeuvred’Orient. Επιστρέφοντας την άνοιξη του 1964 η θέση του Επιμελητή ανηλίκων στο Πρωτοδικείο Ναυπλίου τον περιμένει. Αποκτά μια πρόσθετη επαγγελματική εμπειρία αλλά και γνώσεις σε νέα επιστημονικά αντικείμενα όπως τα νομικά και η εγκληματολογία.

Έτσι, μετά από βιοποριστική περιήγηση 10 ετών, φτάνει στο 1972 για να κάνει πραγματικότητα το όνειρό του να διδάξει και να αναζωπυρώσει τη φλόγα που καίει μέσα του για την Εκπαίδευση.

Ο Πάνος Λιαλιάτσης θα δώσει ένα σοβαρό αγώνα για να ξεφύγουν εκπαιδευτικοί και μαθητές από την λογική μιας επαγγελματικής εκπαιδευτικής βαθμίδας που βρίσκεται σε κατώτερη θέση, υποβαθμισμένη δηλαδή, σε σχέση με την αντίστοιχη του γενικού λυκείου. Ολόκληρη η παρουσία του και η εκπαιδευτική του δραστηριότητα προσανατολίζονται στο να δημιουργήσουν ακριβώς μια αντίθετη εικόνα και να τονώσουν το ενδιαφέρον για τον πολιτισμό ως αναπόσπαστο κομμάτι της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Οι εκδρομές, οι σχολικές εορτές, οι ώρες οι αφιερωμένες στη λογοτεχνία και την ποίηση, δημιουργούν ένα σημαντικό ανάχωμα στην σκέψη «παιδιών ενός κατώτερου θεού».

Αλλά ο αγώνας του εκπαιδευτικού Λιαλιάτση στην επαγγελματική εκπαίδευση δεν αποτελεί τυχαία παρόρμηση ή έστω χαρούμενο ξέσπασμα από την αναπάντεχη πραγματοποίηση του ονείρου να δει εαυτόν διδάσκοντα. Είναι αποτέλεσμα μιας βαθιάς και γόνιμης διαδικασίας αυτογνωσίας και αυτοκαθορισμού στο σύνολο και ιδιαίτερα απέναντι στους νέους. Ήδη σε καιρούς περίεργους ο Πάνος Λιαλιάτσης τολμά να εκφράσει άποψη για τη σεξουαλικότητα των νέων και μάλιστα σε χριστιανικό περιοδικό με τόση και τέτοια καθαρότητα λόγου που προκαλεί έκπληξη αν αναλογισθεί κανείς τη χρονική περίοδο! Στη «Σύναξη» Νο 6 δημοσιεύει απάντηση στις αιτιάσεις ενός κ. Νέλλα :

«Αγαπητέ κύριε Νέλλα,

Το αφιέρωμα της «Σύναξης» στο ανθρώπινο σώμα ήταν πράγματι «ωραίο», γιατί έλειπε από τις σελίδες του το ανθρώπινο σώμα! Έλειπε δηλαδή ο έρωτας, η λειτουργική του, η συμβολική του, τούτη η materialgravis, η ξορκισμένη πραγματικότητα των θεολόγων ή, καλύτερα, των θρησκευομένων. Αφού ξεφύγαμε έτσι αυτή τη βασική λειτουργία του σώματος, καταφέραμε να το αποπνευματώσουμε και να το ωραιοποιήσουμε. Για άλλη μια φορά, η ορθόδοξη προβληματική απέφυγε τούτο το αγκάθι, που ματώνει ανέκαθεν το σώμα των θεολόγων. (…)

Πάντως οι νέοι μας σήμερα μεγαλώνουν ερήμην της Εκκλησίας. Έχουν τη γνώμη πως ξεμπέρδεψαν πια μ’ αυτήν και είναι ολότελα ελεύθεροι. Έτσι αρχίζει η δυστυχία τους: νέοι φανατισμοί, μίση, δουλείες, πάθη. Τούτη τη φορά δεν φτάνουν στο προγονικό τους «μέτρο». Τους προκαλεί η σιγή των χριστιανών για τα πεδία του σώματός τους που οι νέοι καταφάσκουν και γι’ αυτό κραυγάζουν. Αν τους είχαμε μιλήσει για την ερωτική ομιλία, που εικονίζει την καθολική δημιουργική λειτουργία και είναι προάγγελος της Αγάπης, όπου συναιρείται το εγώ και τα συ των σωμάτων μας στο εμείς του ποιητικού μυστηρίου, δε θα έφευγαν, ίσως, από την Εκκλησία. Θα έμεναν να φτιάξουν ζωντανά σπιτικά, σωστά παιδιά, λυτρωτική τέχνη και κατοικήσιμες πόλεις. Αλλά ποιος υπεύθυνος θα τους μιλήσει σ’αυτή τη γλώσσα;»

Ο Πάνος Λιαλιάτσης δεν σταμάτησε μόνο στη συγγραφή. Δεν περιορίστηκε απλά στη μνημόνευση. Συμμετείχε ενεργά στην πολιτισμική παραγωγή του τόπου και συνέβαλε στη διαμόρφωση και εξέλιξη δυο εξαιρετικών χώρων πνευματικής και επιστημονικής έκφρασης για το Ναύπλιο και την Αργολίδα: την Βιβλιοθήκη του «Παλαμήδη» και τα «Ναυπλιακά Ανάλεκτα». Και οι δυο χώροι αποτελούν ακόμα και σήμερα ζωντανούς οργανισμούς γενικότερης πολιτισμικής ανάπτυξης και έκφρασης.

Στη Γαλλία ο Πάνος Λιαλιάτσης θα έρθει με μεγαλύτερη ευκολία σε επαφή με τα μεγάλα ερωτήματα της εποχής και τις σημαντικές φιλοσοφικές σκέψεις και αναζητήσεις. Ο Danieloux θα τον επηρεάσει σοβαρά ώστε να βιώσει ένα δυνατό δίλλημα ως προς τις πνευματικές του αναζητήσεις ανάμεσα στη λογοτεχνία ή την πατρολογία. Η φιλοσοφική Σχολή αποτελούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα τον αγαπημένο του χώρο για τον προσανατολισμό των φιλοσοφικών του αναζητήσεων.   Ανάμεσα στα πολλά έργα που θα μεταφράσει δυο είναι τα πιο σημαντικά και ταυτόχρονα ενδεικτικά των πνευματικών του αναζητήσεών. «Ο Ιησούς της Ναζαρέτ όπως τον είδαν όσοι τον γνώρισαν» του καθηγητή και Δημάρχου του Στρασβούργου Etienne Trocquet και «Η Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας» του Ηenri Τonnet που θα μεταφράσει μαζί με την καθηγήτρια της Γαλλικής γλώσσας Μαρίνα Καραμάνου.

Μπορεί το έργο του Πάνου Λιαλιάτση να χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια να καταγράψει τη ζωή ως ένα διαρκές θαύμα στο δοκίμιο, όμως η μεγάλη του αγάπη για την ποίηση θα προσδώσει στην προσπάθεια αυτή ένα ξεχωριστό βηματισμό. Ήδη από τα εφηβικά του χρόνια όταν πρωτοδημοσιεύει ποιήματα στην εφημερίδα του Ναυπλίου «Σύνταγμα» αλλά και σε άλλες εφημερίδες της Αργολίδας· ως φοιτητής στη φιλολογική «Βραδυνή» που διευθύνει στη δεκαετία του 60 ο Μπάμπης Κλάρας και αργότερα στην Καθημερινή, τη Νέα Εστία, την Εποπτεία, τη Σύναξη και σε πολλά άλλα λογοτεχνικά βήματα, ο Πάνος Λιαλιάτσης θα δημιουργήσει έναν βαθύ πνευματικό δεσμό με την Ποίηση, με το χώρο δηλαδή που του επιτρέπει και σήμερα ακόμα να βιώνει τον αναχωρητισμό και να χαίρεται την εγκοσμιότητα.

 

Τέλος, η κα Κατερίνα Παπαδριανού, στην εισήγησή της μίλησε για τον ερωτικό Πάνο Λιαλιάτση, προσεγγίζοντας το θέμα της με ιδιαίτερη λεπτότητα και ευαισθησία.

 

Ο ποιητής Πάνος Λιαλιάτσης στην πλειοψηφία των ποιημάτων του είναι τρυφερός και ερωτικός. Ο Έρωτας στον οποίο αναφέρομαι αφορά στο τετράπτυχο Αγάπη-Ασίνη- Ανάπλι- Αγιόρος. Και οι τέσσερις λέξεις αρχίζουν από Α. Σύμπτωση; Ίσως.   Έρωτας για τον Κύριο, την Ορθοδοξία, τη Ζωή, τη Γυναίκα, τον Έρωτα για την Υπέρβαση και την Τελειότητα, τον Πλατωνικό έρωτα.

Παλικάρι είκοσι ετών ήρθε εξαίφνης τη νύχτα η αρρώστια να σου κλέψει το μισό φως της ημέρας και να κομίσει την ασχήμια στην όψη σου.Τότε πάλεψε με τον πόνο και τη θλίψη και τελικά συμβιβάστηκε με τον εαυτό του ανοίγοντας διάλογο με το έσω φως. Έτσι τον βρήκε και τον φίλησε ο θεός καταμεσίς στον κήπο των άστρων και από τότε γυρίζει τρελός στις στέρνες κυνηγώντας τα κοιμισμένα κουνούπια που φράζουν τον ουρανό και ύστερα άρχισε να σαλεύει τα πάντα που τον αφορούσαν και τον άγγιζαν και έγινε ο ποιητής σαλός. Ταράζει και ταράζεται. Ερωτεύτηκε την Ποίηση, την ποίηση στην οποία και βρήκε γιατρειά.

Μα εκεί που ο ποιητής φαίνεται να παλεύει πολύ, να αγωνίζεται σκληρά είναι στην προσπάθεια να ακουμπήσει, να πλησιάσει το Θεό. Ορέγεται να γευτεί τον ουράνιο παράδεισο και τεντώνει τα χέρια και το κορμί για το άπιαστο, την άλλη ύλη, την πνευματική. Και μετά από μεγάλο αγώνα και εκεί που ήλπιζε να βρει τη λύτρωση, αναδιπλώνεται και γυρνάει πάλι στη γη και στη σκληρή πραγματικότητα, φοβισμένος, αδύναμος, συντριμμένος από την απότομη πτώση κάνοντας αυστηρή κριτική στον εαυτό του…

Ο ποιητής στο ποίημα « Ο ΦΡΑΧΤΗΣ» που είναι της σχολής του Γιώργου Σεφέρη εκφράζεται με στίχους που εξιδανικεύουν τον Έρωτα   «της άλλης όχθης, όπου εκεί ακούς τη μουσική του Θεού και αφουγκράζεσαι την αναπνοή των αγγέλων». Θέλει ν’ ανέβει στα ύψη, κάνει πρόβες και δοκιμές, γυμνάζεται δυνατά για να ξεπεράσει τα εμπόδια για να πηδήξει το «ΦΡΑΧΤΗ» και να βρεθεί στον άλλο κόσμο, αυτόν που ονειρεύεται. Βλέπει όμως πως δεν μπορεί να τα καταφέρει όσο κι αν προσπαθεί όσο κι αν ματώνει και ύστερα απογοητεύεται και προσγειώνεται με κρότο. Πώς να πηδήξει το «Φράχτη», πώς να ξεπεράσει τα εμπόδια για να περάσει στην αντίπερα όχθη; Εδώ μοιάζει με τον Καβάφη γιατί μόνιμα έχει τη βάσανο που δεν τον αφήνει ήσυχο, υπάρχει ένας κόσμος που είναι όπως τον έχει φανταστεί ο ιδεατός, ο όμορφος, ο ερωτικός, ο αγνός και αμόλυντος αλλά η ζωή είναι αλλιώς και τον προσγειώνει ανώμαλα μέσα στην καθημερινότητα και τη ρουτίνα αναγκάζοντάς τον να εγκαταλείψει τα άπιαστα όνειρα και τα ιδανικά και να ζήσει στα καθημερινά, τα δύσκολα και τα ανούσια. Ίπταται, αιωρείται ανάμεσα σε αυτό που θέλει και αυτό που πρέπει, έτσι απολογείται:

«Τι πληγή μετά την πρώτη μαγεία

να ξυπνήσεις σε μια μικρή πολιτεία

με την ομορφιά περιφραγμένη

και τα όνειρα αραδιασμένα σε ευθείες!»

Στο τέλος γέρνει με τους αδύναμους και καλοτυχίζει όλους όσους δεν διάβηκαν το φράχτη και έμειναν δεμένοι στις ρίζες τους, μακαρίζοντας όμως τους τολμηρούς οδοιπόρους. Εδώ, γιατί ο ποιητής άλλαξε γνώμη, τι συνέβη, γιατί δεν τόλμησε να πηδήξει το φράχτη και να περάσει στην αντίπερα όχθη; Μόνο ο ποιητής το γνωρίζει. Τέλος, απροσδόκητα σαν να θέλει να δικαιολογηθεί βγάζει το συμπέρασμα πως:

«Η απόσταση γεννά την Εδέμ…»

Και μετά γίνεται αυστηρός τιμωρός του «αδύναμου εαυτού του» λέγοντας πικρόχολα:

«πως ο θεός δε συμπαθεί τους βιαστικούς αγίους

και τους ειρωνεύεται κάποτε γκρεμίζοντάς τους

στο πρώτο σκαλί-λένε και πιο χαμηλά».

Αν θελήσει κάποιος να επιλέξει από τα ποιήματα του Πάνου Λιαλιάτση για να κάνει μια παρουσίαση των ποιημάτων του, πολύ γρήγορα θα αντιληφθεί πως είναι δύσκολο να διαλέξει. Είναι όλα ένα κι ένα, καλοδουλεμένα, προσεγμένα με απλά και καθαρά ελληνικά αφού ο ποιητής είναι ένας τέλειος γνώστης της ελληνικής γλώσσας αλλά και της γλώσσας του Ευαγγελίου. Δεν είναι φλύαρος είναι φειδωλός, κατανοητός, λαγαρός και ήρεμος. Η ανάγνωσή τους δεν σε αγχώνει παρά σε ηρεμεί και σε λυτρώνει, αφού βρίσκεις πολλούς στίχους του, να σε αγγίζουν και να σε αφορούν. Σου κάνει καλό θαρρώ, στην ψυχή σου. Ναι η ποίηση του Πάνου Λιαλιάτση είναι ψυχοθεραπευτική!

  

Πάνος Λιαλιάτσης

«Λυρικό Ημερολόγιο»

Έκδοση: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού

Άργος, Μάρτιος, 2014.

192 σελίδες

ISBN 978-960-9650-10-6

Τα Αρωγά Μέλη της βιβλιοθήκης, προκειμένου να προμηθευτούν δωρεάν τη νέα αυτή έκδοση, μπορούν να απευθύνονται στην Αργολική Βιβλιοθήκη, τηλέφωνο 27510 61315, τις εργάσιμες ώρες και ημέρες.

 

Read Full Post »