Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Ποίηση’

Παρουσιάστηκε η νέα ποιητική συλλογή του Σπύρου Κ. Καραμούντζου «Ηλίανθοι»


 

 

Στην κατάμεστη από κόσμο, φίλους της ποίησης και συμπατριώτες, θεατρική αίθουσα του Μπουσουλοπούλειου Γυμνασίου στο Άργος, παρουσιάστηκε το Σάββατο 22-5-2010 η νέα ποιητική συλλογή του Σπύρου Κ. Καραμούντζου «Ηλίανθοι» από τις εκδόσεις «Εκ Προοιμίου». Πρόκειται για το έκτο έργο που παρουσιάζει τιμώντας τα τοπικά γράμματα και εμπλουτίζοντας τα εθνικά με μια βιωματική οπτική που την χαρακτηρίζει η αμεσότητα, το συναίσθημα και η αγάπη για την φύση και τον τόπο του.

 

 

Είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε πως ο Σπ. Καραμούντζος ανήκει στην ομάδα των «ντόπιων λογοτεχνών- ποιητών» και γι’ αυτό η γενέτειρά του η Καρυά αποκτά μια ιδιαίτερη σημασία στην ποίησή του. Η πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Αλκυόνες» εκδίδεται το 2000 και ακολουθούν τα «Δοξαρίσματα» (2006) και τα «Φυλλοβολήματα – Τετράστιχα» το 2008. Με τη συλλογή αυτή αρχίζει να καταγράφεται πληρέστερα ο νατουραλισμός ως πηγή έμπνευσης αλλά και ως ψυχική διάθεση τάση που θα παγιωθεί αργότερα με τα υπόλοιπα έργα.

 

Ο ποιητής Σπύρος Κ. Καραμούντζος

 

Εικόνες του αγροτικού βίου και πρόσωπα αποτελούν τις εναλλασσόμενες διαστάσεις όπου αρθρώνει τον ποιητικό του λόγο κινούμενος σε γνώριμους χώρους του βιώματος και της εμπειρίας. Ο λόγος του καταγράφει και αναδεικνύει περισσότερο παρά συμβολίζει τις εσωτερικές διαστάσεις του κόσμου του: αξίες, δράσεις, τόπους, διαδρομές. «Τιμές και λούλουδα πολλά/στα ροζιασμένα χέρια/που με κρατούσαν απαλά/με σήκωναν στ’αστέρια» (Ροζιασμένα χέρια, 2006). Συνεχίζει την προσπάθειά του με την έκδοση το ίδιο έτος (2006) της συλλογής «Δροσοσταλίδες – Χάικου», ενώ το 2007 παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα πεζογραφική δουλειά με τίτλο «Λόγια Καρυάς» όπου συνδυάζει λαογραφική καταγραφή και ιστορική έρευνα.

 

Η Κατερίνα Ψυχογιού στην παρουσίαση.

 

Η τελευταία ποιητική συλλογή με τίτλο «Ηλίανθοι» επαναφέρει τον ποιητή Καραμούντζο σε γνώριμες αποχρώσεις του ποιητικού λόγου και δρόμους όπου φύση και αξίες ενός κόσμου που γνωρίζει πολύ καλά συνδυάζονται με τρόπο απλό, κατανοητό, αφτιασίδωτο. Η ρομαντική του διάθεση συναντά τον νατουραλισμό και διαμορφώνουν μαζί πίνακες μιας συμβολικής ζωγραφικής : «Του ήλιου σπόρια έσπειραν/στους γόνιμους κήπους/ και στο λευκό χαρτί/σ’αράδες./ Τα πότισαν, τα σκάλισαν/με υπομονήκαι τέχνη/κι είδαν τα φύτρα με χυμούς/της ποίησης το λόγο/ν’αναζητούν ολημερίς/στον ουρανό το λόγο».

 

Ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας Διογένης Μαλτέζος

 

Στη ρομαντική αυτή διάθεση και τον ποιητικό συναισθηματισμό αναφέρθηκε ο πρώτος βασικός ομιλητής που παρουσίασε τη συλλογή ο κ. Διογένης Μαλτέζος, ενώ ο δεύτερος ομιλητής, Μυτιληνιός φιλόλογος Γιάννης Χατζιβασιλείου ανέλυσε περισσότερο τα γλωσσολογικά στοιχεία της ποίησης του Σπ. Καραμούντζου. Προλόγισε το έργο ο Πρόεδρος του Συλλόγου Καριωτών «Αρτεμίσιο» κ. Κ. Τρίχας.

 

Ο Νικόλας Ταρατόρης και η Βασιλική Πιπέρου - Λάμπα της Αργολικής Πολιτιστικής Πρότασης

 

Ο Νικόλας Ταρατόρης και η Βασιλική Πιπέρου – Λάμπα της Αργολικής Πολιτιστικής Πρότασης ανέλαβαν με εξαιρετική επιτυχία τη δραματοποίηση μέρους της συλλογής, ενώ η Κατερίνα Ψυχογιού είχε την επιμέλεια της παρουσίασης. Την επιμέλεια της βραδιάς  είχε η εταιρεία επικοινωνίας και δημοσίων σχέσεων ALPHA LINE.

 

Ο ποιητής Σπύρος Κ. Καραμούντζος

 

Παρόντες ο Δήμαρχος Άργους κ. Β. Μπούρης, ο Αντιδήμαρχος κ. Γ. Αναγνώστου μιας και η ΔΗΚΕΠΑ συνδιοργάνωσε την εκδήλωση, δημοτικοί σύμβουλοι, ο κ. Δ. Καμπόσος, ο κ. Κ. Τσούρνος και όλα τα ΜΜΕ της Αργολίδας. Επίσης παρόντες ο κ. Π. Ουλής των εκδόσεων «Εκ Προοιμίου» και ο κ. Α. Τσάγκος της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης, εμψυχωτές της έκδοσης, πράγμα που ανέφερε πολλές φορές ο κ. Καραμούντζος. Η βραδιά συνεχίστηκε στον αύλειο χώρο της αίθουσας όπου το κρασί που προσφερόταν φρόντισε να οργανώσει μια χαρούμενη συνάντηση με κεφάτες συζητήσεις.

 

Read Full Post »

Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής «ΗΛΙΑΝΘΟΙ»


 

 

Η Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση Πολιτισμού του Δήμου Άργους, οι Εκδόσεις « Εκ Προοιμίου» και ο Σύλλογος Καρυάς « Το Αρτεμίσιο» σας προσκαλούν στην παρουσίαση της νέας Ποιητικής Συλλογής του Δάσκαλου και Λογοτέχνη Σπύρου Καραμούντζου «ΗΛΙΑΝΘΟΙ» που θα πραγματοποιηθεί στο Μπουσουλοπούλειο θέατρο Άργους, το Σάββατο, 22 Μαΐου 2010, στις 8.00 το βράδυ.

Το βιβλίο θα παρουσιάσει ο  φιλόλογος καθηγητής κ. Γιάννης Χατζηβασιλείου, πρώην Σχολικός Σύμβουλος Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, συγγραφέας, εκδότης του περιοδικού «ΑΓΙΑΣΟΣ» του Φιλοπρόοδου Συλλόγου Αγιασωτών Λέσβου, τακτικό μέλος και πρώην Πρόεδρος της Επιτροπής Κρίσης Νέων Μελών της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και βιβλιοκριτικός.

Για τον ποιητή θα μιλήσουν ο κ. Διογένης Μαλτέζος, διαπρεπής Αργείος, Δάσκαλος και λογοτέχνης, καθώς και ο Πρόεδρος του Συλλόγου Καρυάς « Το Αρτεμίσιο» δάσκαλος κ. Κων/νος Τρίχας.

Ποιήματα θα διαβαστούν από την θεατρική ομάδα της Αργολικής Πολιτιστικής Πρότασης, με την επιμέλεια του Σκηνοθέτη της κ. Νικόλα Ταρατόρη.

Η Παρουσία σας θα μας δώσει ιδιαίτερη χαρά και ικανοποίηση.

 

Λίγα Λόγια για το βιβλίο


Ηλίανθοι

Ο ταξιδευτής του χρόνου, μας προσφέρει και πάλι ένα αντίδωρο ψυχής. Ένα βιβλίο γεμάτο από φως, νοσταλγία, ευαισθησία, ανθρωπιά, αγάπη κι έρωτα.

Ο Σπύρος Καραμούντζος, βαδίζει ξανά στους γνώριμους γι’ αυτόν δρόμους της ποίησης και επιχειρεί να μας μυήσει στα μυστικά των δικών του αναζητήσεων και στοχασμών, να μας ξεναγήσει στον δικό του ολάνθιστο, παυσίλυπο κήπο.

«Ο ποιητής στάζει στο έργο του τα μύρα της τρυφερότητας του, στην κορυφαία ώρα της ωριμότητας του» γράφει ο Θεολόγος και συγγραφέας Αντώνης Μεντές στο προλογικό του σημείωμα αγάπης.

Ηλίανθοι. Στρέφουν τα κεφάλια τους στον ήλιο κι ακολουθούν την πορεία του απ’ την ανατολή μέχρι το γέρμα του. Το ίδιο δρομολόγιο μας προτείνει ο Σπύρος Καραμούντζος. Να κοιτάξουμε προς την μεριά του ήλιου, μέσα από τους στίχους του, μέσα από την τρυφεράδα των λόγων του, μέσα από τα αποτυπωμένα στο χαρτί τραγούδια ζωής κι ελπίδας.

Το βιβλίο περιλαμβάνει τρεις ενότητες ποιημάτων:

Αναμνήσεις

Αφιερώματα

Του νερού γυρίσματα.    

Το βιβλίο όμως δεν τελειώνει έτσι απλά. Ο Σπύρος Καραμούντζος, ένας ευγενής λόγιος και ποιητής, θέλει στις τελευταίες σελίδες του να μοιράσει το δικό του σπιτίσιο γλυκό σε όλους, όσοι τον τίμησαν κι έγραψαν γι’ αυτόν και το έργο του, λόγια καρδιάς κι αγάπης αλλά και σε όσους τον διάβασαν, μοιράστηκαν μαζί του συναισθήματα και αναμνήσεις και τον ενθάρρυναν στον ανηφορικό δρόμο της ποίησης και της συγγραφής. Το Επίμετρο. Ένα αληθινό, ζεστό ευχαριστώ που θα μείνει ανεξίτηλο στο διηνεκές. 

Ηλίανθοι. Θα το βρείτε σε όλα τα ενημερωμένα βιβλιοπωλεία

Read Full Post »

Του πάθους φτερουγίσματα


Ο  Σύλλογος Πολιτιστική Αργολική Πρόταση, η Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση Πολιτισμού Άργους και η  «Πύλη Πολιτισμού Ναυπλίου» , σας προσκαλούν στην παρουσίαση της

ποιητικής συλλογής του

 Κωνσταντίνου Σπηλιώτη:

 

 

«Του πάθους φτερουγίσματα»

το Σάββατο 15 Μαΐου στις 8:30 μ.μ. στο ¨θέατρο της οδού Ατρέως¨, στο Άργος.

 

Του Πάθους Φτερουγίσματα

Μας αναφέρει ο δημιουργός:

Όλες του πάθους οι όψεις δεν είναι παρά μικρά φτερουγίσματα καρδιάς. Πάθος για τον έρωτα, πάθος για την αλήθεια, πάθος για την ίδια τη ζωή. Αμέτρητες ήταν οι φορές που αναρωτηθήκαμε αν τα καμώματα αυτά, τα φτερουγίσματα, είναι αρκετά να μας ωθήσουν ούτως ώστε να πετάξουμε σε ανώτερο επίπεδο ζωής ή απλώς να μας χαρίσουν ένα πρόσκαιρο χαμόγελο. Ο καθένας μας έχει τη δύναμη και, κάποια στιγμή την ευκαιρία, να ανοίξει διάπλατα τα φτερά της δικής του καρδιάς και να απαντήσει.

Η συλλογή αποτελείται από 28 ποιήματα και το εξώφυλλό της κοσμεί πίνακας του Νικολάου Γύζη.

Read Full Post »

Σπηλιώτης Κωνσταντίνος


 

Ο Κωνσταντίνος Σπηλιώτης από το Ναύπλιο είναι ένας νέος ποιητής αλλά και συγγραφέας. Ήδη η πρώτη του δουλειά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΙΩΛΚΟΣ. Πρόκειται για την ποιητική συλλογή με τίτλο «Του Πάθους Φτερουγίσματα».

 

Ο Κωνσταντίνος Σπηλιώτης γεννήθηκε στο Ναύπλιο το 1970 όπου ζει μόνιμα. Σπούδασε γεωπόνος και ασχολείται με την αρχιτεκτονική τοπίου. Τα τελευταία χρόνια εργάζεται στο Υπουργείο Πολιτισμού.

Αγαπά τα ταξίδια και τον αθλητισμό.  Έχει γράψει ποιήματα και θεατρικά έργα. Στα ενδιαφέροντά  του είναι και η δημιουργία επιτραπέζιων παιχνιδιών.

Η ποιητική συλλογή «Του πάθους φτερουγίσματα» είναι η πρώτη του εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα.

 

Του Πάθους Φτερουγίσματα

Μας αναφέρει ο δημιουργός:

Όλες του πάθους οι όψεις δεν είναι παρά μικρά φτερουγίσματα καρδιάς. Πάθος για τον έρωτα, πάθος για την αλήθεια, πάθος για την ίδια τη ζωή. Αμέτρητες ήταν οι φορές που αναρωτηθήκαμε αν τα καμώματα αυτά, τα φτερουγίσματα, είναι αρκετά να μας ωθήσουν ούτως ώστε να πετάξουμε σε ανώτερο επίπεδο ζωής ή απλώς να μας χαρίσουν ένα πρόσκαιρο χαμόγελο. Ο καθένας μας έχει τη δύναμη και, κάποια στιγμή την ευκαιρία, να ανοίξει διάπλατα τα φτερά της δικής του καρδιάς και να απαντήσει.

Η συλλογή αποτελείται από 28 ποιήματα και το εξώφυλλό της κοσμεί πίνακας του Νικολάου Γύζη.

Read Full Post »

Ρούβαλη – Παπαδόγιαννη Τερέζα (1918-1985)    


 

   

Η Τερέζα Ρούβαλη ήταν ποιήτρια, πηγαία, «ποιήτρια εκ γενετής». Έγραφε από τα παιδικά της χρόνια μέχρι περίπου τη μέρα του θανάτου της. Εκτός από τα βασικά θέματα της ποίησής της: την αγάπη για την ειρήνη, τον άνθρωπο, τα παιδιά, την καταδίκη του πολέμου, τις λυρικές εξάρσεις της, ένα άλλο βασικό θέμα της ποίησής της είναι και το Ναύπλιο… 

  

Τερέζα Παπαδόγιαννη - Ρούβαλη

Η Τερέζα Παπαδόγιαννη – Ρούβαλη  γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 4 Οκτωβρίου του 1918 από πατέρα αξιωματικό του πυροβολικού και μητέρα ελληνορουμάνα, πιανίστρια και λυρική τραγουδίστρια. Λόγω του επαγγέλματος του πατέρα της, πέρασε την παιδική της ηλικία σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, Αθήνα, Λάρισα, Ξάνθη, Κομοτηνή, Δράμα, Γιάννενα μέχρι να καταλήξει όλη η οικογένεια οριστικά πια στην Αθήνα, σ’ ένα νεοκλασσικό της Κυψέλης, που σώζεται μέχρι σήμερα κι απ’ όπου η νεαρή Τερέζα έφυγε το 1951 για να εγκατασταθεί στην θετή της και μόνιμη πατρίδα τ΄ Ανάπλι, μαζί με τον άντρα της, συντοπίτη δικηγόρο Τάκη Ρούβαλη και τον δίχρονο τότε γιο της Γιωργάκη. 

Η Τερέζα Ρούβαλη ήταν ποιήτρια, πηγαία, «ποιήτρια εκ γενετής», ας μας επιτραπεί ο όρος. Έγραφε από τα παιδικά της χρόνια μέχρι περίπου τη μέρα του θανάτου της, τον Φεβρουάριο του 1985. Το ποιητικό της ταλέντο διέβλεψε η σημαντική ποιήτρια  Κατίνα Παππά που η νεαρή Τερέζα είχε φιλόλογο στο σχολείο. Η Τερέζα Ρούβαλη τη θεωρούσε καθοδηγήτριά της στην ποιητική τέχνη. Διάλεξε όμως τον ιατρικό κλάδο και μπήκε στην Οδοντιατρική Σχολή τη δύσκολη χρονιά του 1940.   

Ο Κωνσταντίνος Παπαδογιάννης, πριν από κίνημα του 1935.

Η σχέση της με το Ναύπλιο χρονολογείται από το 1936 όπου ο πατέρας της βρέθηκε στην Ακροναυπλία, έχοντας λάβει μέρος στο κίνημα του ’35. Η Τερέζα Παπαδόγιαννη φοίτησε στο Λύκειο Ναυπλίου για ενάμιση χρόνο και τότε πρωτογνωρίστηκε με τον Τάκη Ρούβαλη. 

Παντρεύτηκαν μες την κατοχή, την Πρωτοχρονιά του 1944. Έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση σαν νεαρή φοιτήτρια, πρώτα σαν αδελφή νοσοκόμα και ύστερα στην ΕΠΟΝ και στον ΕΛΑΣ, στον οποίο ο πατέρας της Συνταγματάρχης Κώστας Παπαδόγιαννης έπαιξε ηγετικό ρόλο. Σ’ εκείνη την εποχή οφείλουμε τα λυρικά και πατριωτικά της  πρώτα ολοκληρωμένα  ποιήματα.   

Το 1949 εξέδοσε την πρώτη της ποιητική συλλογή  με τίτλο «Μυρτιές». Ποίηση λυρική, κλασσική, σε θαυμαστό 15σύλλαβο και κάποτε σε άψογο 12σύλλαβο. Λες κι η Τερέζα Παπαδόγιαννη – Ρούβαλη δεν είχε απλώς ενστερνισθεί τους αυστηρούς κανόνες της ρίμας, αλλά τους είχε περίπου σωματοποιήσει. 

Κωνσταντίνος Παπαδογιάννης. Φυλακές Ακροναυπλίας 1935.

Στην δεκαετία ’50 – ’60 γράφει αδιάκοπα, αντλώντας τα θέματά της από την εποχή και τα βιώματά της. Δημοσιεύει που και που ποιήματά της στον Αθηναϊκό και τοπικό Τύπο, ενώ μεταφράζει κι αποδίδει λογοτεχνικά Ίψεν, Κίπλιν, Ρομαίν Ρολλάν, στη μαχητική εφημεριδούλα «ΜΑΧΗ» που εκδίδει στις αρχές του ’60 ο Τάκης Ρούβαλης. 

Ο βιοπορισμός και οι δυσκολίες της εποχής δεν της επέτρεψαν να εκδόσει άλλες συλλογές μέχρι το 1974, όπου εκδίδεται  η συλλογή «Κομπάρσοι» από τις εκδόσεις του λογοτεχνικού περιοδικού «Νέα Σκέψη». 

Εκείνη την εποχή, στη μεταπολίτευση, μπαίνει και στο φιλολογικό κύκλο του Μάριου Βαγιάνου. Ακολουθεί η συλλογή «Το καμίνι της οργής», το 1976 με ποίηση σε ελεύθερο στίχο πλέον, ενώ το 1977 επανεκδίδονται οι «Μυρτιές». Το 1979 εκδίδονται και ορισμένα από τα άπειρα διηγήματά της με τίτλο «Εφοίτησεν εις Αναμορφωτήριον…» και το 1983 εκδίδεται η τελευταία της ποιητική συλλογή «Ανατολή και Δύση». 

Τα έργα της γίνονται αμέσως δεκτά με θέρμη από σπουδαίους ομότεχνους της, σαν την Έλλη Αλεξίου και το Γιάννη Σκαρίμπα, τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Ανδρέα Καραντώνη, τον Δημήτρη Σιατόπουλο, αλλά και από τον φίλο της Θεόδωρο Κωστούρο, έχοντας πάντα δίπλα της τον αγαπημένο της Χρήστο Κουλούρη κι αργότερα τον Ευάγγελο Ρόζο που την περιλαμβάνει στην ποιητική του Ανθολογία. 

Σύντομα έρχονται και οι επίσημες διακρίσεις, στο Κόμο της Ιταλίας, καλύτερη ποιητική συλλογή «Κομπάρσοι», 1974. Α’ Βραβείο Ποίησης στον διαγωνισμό των Δελφικών Αμφικτυονιών το 1977, όπου, θεία ειρωνία, παίρνει το βραβείο εις μνήμην του Στέλιου Σπεράντζα,  του δασκάλου της, αφού η φοιτήτρια της Οδοντιατρικής Τερέζα Παπαδόγιαννη είχε θητεύσει για χρόνια στο πλευρό του ως βοηθός του καθηγητή και σπουδαίου ποιητή. Α’ βραβείο ποίησης στα Κηφίσια το 1978, Α΄ Έπαινος  από τον Σύνδεσμο Ελλάδα – Κύπρος για διηγήματά της το 1979. Ποιήματά της  μεταφράστηκαν στο Βέλγιο, την Ιταλία, τη Γαλλία και την Ισπανία και κατόπιν ανθολογήθηκαν. 

Ακόμα, μελοποιήθηκαν κι ακούστηκαν στη Λυρική Σκηνή και στον Παρνασσό, αλλά και στο Αρχαίο Θέατρο του Άργους. Γίναν κιόλας αφορμή για φιλοτέχνηση πινάκων ζωγραφικής. Αναγνωρίζοντας την όποια προσφορά της στην ποίηση, το Υπουργείο Πολιτισμού της απένειμε τιμητική λογοτεχνική σύνταξη. 

Η Τερέζα Παπαδόγιαννη – Ρούβαλη πέθανε σχετικά νέα αφήνοντας ικανό όγκο ανέκδοτου έργου από ποίηση, διηγήματα και νουβέλες. Η οικογένεια και οι φίλοι της φιλοδοξούν να δουν σύντομα το φως της δημοσιότητας. 

Αγάπησε το Ναύπλιο σαν την κύρια γενέτειρά της κι ας είδε το φως της στη Σαλονίκη κι ας μην έζησε εδώ παρά 18 χρόνια. Ήταν και ένιωθε όμως  πια αναπλιωτοπούλα. Άνθρωπος με ιδιαίτερη συναισθηματική ευφυΐα, εξαιρετικά κοινωνικός κι αγαπητός θέλησε να μείνει για πάντα στην πόλη μας. 

Το σώμα της βρίσκεται στο νεκροταφείο μας, μαζί με του άντρα της Τάκη που πέθανε μερικούς μόλις μήνες πριν από κείνη. Αλλά το πνεύμα της, όλο και συλλαμβάνεται να κόβει βόλτες εφηβικά μπρος στο σπίτι όπου έζησε, στη Σπηλιάδου 1, στη βεράντα με το γιασεμί της, στην παραλία και στο Φανάρι, στο αγαπημένο της αναχωρητήριο, την Παναγίτσα και, πάνω απ’ όλα, στα Βραχατέικα που λάτρευε. Νομίζω ότι μας κρυφοκοιτάζει από κάποια γωνιά εδώ, στα πρώην καμαράκια του Ωδείου και κάτι σχολιάζει με τη λεπτή της ειρωνία. 

Γιατί οφείλουμε να πούμε ότι η Τερέζα Παπαδόγιαννη – Ρούβαλη είχε ισχυρή, θελκτική και έντονη προσωπικότητα, που δεν αντανακλάται υποχρεωτικά στα γραπτά της. Η εκλεπτυσμένη της, εν τούτοις, ειρωνία και το λεπτό της χιούμορ είναι διάχυτα τόσο σε αρκετά από τα ποιήματά της όσο και σε πολλά από τα πεζογραφήματά της. Πάντα, όμως, «επί καλώ», «σμιλεμένα» θα λέγαμε, με τον διάχυτο ανθρωπισμό που κυρίως την διέκρινε. Σημείο κοινό (και όχι μόνο) με του συζύγου της, νομικού και εκδότη Τάκη Ρούβαλη. 

Με την πάροδο των χρόνων και την πιο επισταμένη εξέταση των πονημάτων της από λογοτεχνικής σκοπιάς, διαπιστώνεται η ποιότητα της γραφής της, η οποία οφείλεται και στην επιμέλειά της. Από ένστικτο και από τελειομανία, η λογοτέχνις γνώριζε πως δεν αρκεί να ρίξεις στο χαρτί μιαν ιδέα, χρειάζεται ξανακοίταγμα και άπειρες διορθώσεις· το έκανε πρόθυμα και με ενάργεια συνήθιζε να απορρίπτει, να σβύνει και να ξαναγράφει άπειρες φορές την κάθε λέξη, γραμμή, στίχο, μέχρι να πει «τυπωθήτω». Αυτήν την ποιότητα διείδαν αμέσως λογοτέχνες της ολκής ενός Σκαρίμπα και μίας Έλλης Αλεξίου, λογοτέχνες και εκδότες της ολκής ενός  Χρήστου Κουλούρη κι ενός Φιλλιπότη. 

Θα λέγαμε ακόμη πως θα ήταν μια βιαστική εκτίμηση να αποδόσουμε σκέτον ανθρωπισμό στη λογοτεχνική σοδειά της Τερέζας – Παπαδόγιαννη – Ρούβαλη. Αντιθέτως, δίπλα στην εντυπωσιακή αίσθηση του ρυθμού που διέθετε η ποιήτρια και πεζογράφος, η οποία αντανακλάται κατά τον ποιο ολοκληρωμένο τρόπο στη ρίμα της, διαπιστώνεται όλο και συχνότερα η μεγάλη της ικανότητα στο «ποιείν ποίησιν», απ’ αφορμή το εκάστοτε «τίποτα» στο βλέμμα τον άλλων. 

Και αν η εκπληκτική της ρίμα είναι αυτό που την χαρακτηρίζει κατά την διάρκεια πολλών ετών, η στροφή της στον μη έμμετρο λόγο μετά το 1968 δεν στερείται επ’ ουδενί   λογοτεχνικής μαστοριάς και γητειάς. 

Είναι δε επαληθευμένο ότι αν κάτι αποστρεφόταν η λογοτέχνις είναι η μίμηση. Δεν ακολούθησε, δηλαδή, τον συρμό, λόγω των κελευσμάτων του καιρού της, αλλά δοκίμασε τις μικρές της δυνάμεις και στο μη έμμετρο και σε πολλές περιπτώσεις πέτυχε ανάλογα αποτελέσματα μ’ εκείνα της ρίμας της, προσπάθεια που προέκυψε ομαλά και πηγαία. Είναι σίγουρο ότι την τελική αποτίμηση της όποιας προσφοράς της θα πράξει η Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. 

Σε δυο βασικές της αρετές, εν τούτοις, δεν θα μπορούσε παρά να κλίνει  το γόνυ: στη λογοτεχνική της τιμιότητα και στη λογοτεχνική της επάρκεια, που αποκτήθηκε με εντυπωσιακού όγκου σχολιασμένες αναγνώσεις όλων των ειδών του γραπτού λόγου. Το ευάριθμο κοινό της θα συνεχίσει να τέρπεται με τους στίχους της και τα, κάποτε, χιουμοριστικά και άρτια εν πολλοίς πεζογραφήματά της. 

      

Αμαλία Ρούβαλη 

Αθήνα, 8 Οκτωβρίου 2003     

(Στο κείμενο διατηρήθηκε η ορθογραφία της συγγραφέως). 

Οι φωτογραφίες του Κωνσταντίνου Παπαδογιάννη προέρχονται από την ιστοσελίδα, http://kostaspapadogiannis.blogspot.com/ 

  

Πηγή  


 

  •  Ναυπλιακά Ανάλεκτα V (2004), Έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, Ναύπλιο 2004.

Read Full Post »

Ηλίανθοι – Σπύρος Καραμούντζος


Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις « Εκ Προοιμίου» η νέα ποιητική συλλογή του δάσκαλου και ακάματου εργάτη του λόγου Σπύρου Καραμούντζου, Ηλίανθοι.

Ο ταξιδευτής του χρόνου, μας προσφέρει και πάλι ένα αντίδωρο ψυχής. Ένα βιβλίο γεμάτο από φως, νοσταλγία, ευαισθησία, ανθρωπιά, αγάπη κι έρωτα.

Ο Σπύρος Καραμούντζος, βαδίζει ξανά στους γνώριμους γι’ αυτόν δρόμους της ποίησης και επιχειρεί να μας μυήσει στα μυστικά των δικών του αναζητήσεων και στοχασμών, να μας ξεναγήσει στον δικό του ολάνθιστο, παυσίλυπο κήπο.

«Ο ποιητής στάζει στο έργο του τα μύρα της τρυφερότητάς του, στην κορυφαία ώρα της ωριμότητάς του» γράφει ο Θεολόγος και συγγραφέας Αντώνης Μεντές στο προλογικό του σημείωμα αγάπης.

Ηλίανθοι. Στρέφουν τα κεφάλια τους στον ήλιο κι ακολουθούν την πορεία του απ’ την ανατολή μέχρι το γέρμα του. Το ίδιο δρομολόγιο μας προτείνει ο Σπύρος Καραμούντζος. Να κοιτάξουμε προς την μεριά του ήλιου, μέσα από τους στίχους του, μέσα από την τρυφεράδα των λόγων του, μέσα από τα αποτυπωμένα στο χαρτί τραγούδια ζωής κι ελπίδας.

Το βιβλίο περιλαμβάνει τρεις ενότητες ποιημάτων:

Αναμνήσεις

Αφιερώματα

Του νερού γυρίσματα.     

Το βιβλίο όμως δεν τελειώνει έτσι απλά. Ο Σπύρος Καραμούντζος, ένας ευγενής λόγιος και ποιητής, θέλει στις τελευταίες σελίδες του να μοιράσει το δικό του σπιτίσιο γλυκό σε όλους, όσοι τον τίμησαν κι έγραψαν γι’ αυτόν και το έργο του, λόγια καρδιάς κι αγάπης αλλά και σε όσους τον διάβασαν, μοιράστηκαν μαζί του συναισθήματα και αναμνήσεις και τον ενθάρρυναν στον ανηφορικό δρόμο της ποίησης και της συγγραφής.

Το Επίμετρο. Ένα αληθινό, ζεστό ευχαριστώ που θα μείνει ανεξίτηλο στο διηνεκές.  

Ηλίανθοι. Θα το βρείτε σε όλα τα ενημερωμένα βιβλιοπωλεία.

Κεντρική διάθεση: Βιβλιοπωλείο « Εκ Προοιμίου», τηλ.  27510 20419,  Νικηταρά 14, Άργος.

 

Read Full Post »

Τελέσιλλα η Αργεία λυρική Μούσα


  

Τελέσιλλα. Γκραβούρα από το βιβλίο του Ιωάννου Κ. Κοφινιώτου, «Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών » Εν Αθήναις, Τυπογραφείον ο «Παλαμήδης» 1892. Επανέκδοση, Εκδ. Εκ Προοιμίου 2008.

Η πόλη του Άργους, από τις πρώτες ελληνικές πόλεις που αναφέρονται στην ιστορία και τη μυθολογία, χτισμένη από το 2.600 π.χ. στην ίδια θέση που επιβιώνει και σήμερα, είναι γνωστή  για το πολύπλευρο ιστορικό ρόλο  που διαδραμάτισε στις 5 περίπου χιλιετίες της ζωής της.  Ελάχιστα όμως είναι γνωστά για την πολιτιστική ζωή και δραστηριότητα του Άργους, ιδιαίτερα στην αρχαιότητα. Φαίνεται πως η πνευματική παραγωγή των Αργείων δεν μπόρεσε να ανταγωνιστεί  αποτελεσματικά τα σημαντικά πνευματικά και πολιτικά κέντρα  με τα οποία γειτόνευε και μοιραία λειτουργούσε ανταγωνιστικά: Την Τίρυνθα και τις Μυκήνες στην αρχαϊκή εποχή, την Αθήνα, τη Σπάρτη και την Κόρινθο στην κλασική περίοδο, τα άλλα κέντρα που επιβλήθηκαν στον Ελλαδικό χώρο από την Ελληνιστική Εποχή και αργότερα.

Η γεωγραφική θέση του Άργους φαίνεται πως έπαιξε κι εδώ το ρόλο της. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι και στα νεώτερα χρόνια, παρά το σημαντικό ρόλο που έπαιξε το Άργος στην επανάσταση του 1821, δεν μπόρεσε να αναδειχθεί σε σημαντικό πολιτιστικό κέντρο, αλλά επισκιάστηκε από το Ναύπλιο, την Αθήνα και άλλα μικρότερα επαρχιακά κέντρα. Όλα αυτά δε σημαίνουν  βέβαια ότι η πόλη του Άργους έμεινε στο περιθώριο. Αντίθετα μάλιστα εξελίχτηκε σε σημαντικό εμποροβιοτεχνικό κέντρο από την αρχαιότητα ακόμα και δεν έλειψαν οι  σημαντικές προσωπικότητες από την πόλη.

Ενδεικτικά μπορεί να σημειώσει κανείς ότι ο Φείδων, ο σημαντικότερος αρχαίος βασιλιάς του Άργους, είναι αυτός που πρώτος έκοψε αργυρά νομίσματα στην Ελλάδα, τον 7ο π.Χ. αιώνα. Στους αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους το Άργος αναδείχτηκε σε κέντρο πλαστικής με τεράστια συμβολή στην τέχνη. Το αργειακό εργαστήρι είναι από τα σημαντικότερα της αρχαίας Ελλάδας κυρίως της χαλκοπλαστικής και Αργείοι ήταν οι μεγάλοι γλύπτες της αρχαιότητας Αγελάδας και Πολύκλειτος. Το Άργος διέθετε το αρχαίο του θέατρο, το μοναδικό λαξευμένο σε βράχο στις Ν.Α. πλαγιές της Λάρισας, αρχαίας ακρόπολης  του Άργους, θέατρο σύγχρονο αλλά μεγαλύτερο της Επιδαύρου (χωρούσε 20.000 θεατές) με εξαιρετική ακουστική κι αυτό. Αργείος ήταν και ο μουσικός Σακάδας.

Στον κατάλογο όμως των Αργείων πνευματικών ανθρώπων ανήκει και μια γυναίκα με εξαιρετική προσωπικότητα και σημαντική προσφορά στην πόλη της, η αρχαία λυρική ποιήτρια Τελέσιλλα. Θεωρείται μια ποιητική ευφυΐα που κέρδισε το θαυμασμό των συγχρόνων της, καταξιώθηκε ως λυρική ποιήτρια στην εποχή της, απέκτησε τεράστια φήμη και πανελλήνια εμβέλεια σε σημείο ώστε να τη συγκρίνουν με την ξακουστή Σαπφώ από τη Λέσβο και την Κόρρινα από την Κόρινθο, και να την τιμούν με το διακριτικό επίθετο «αγακλή» δηλαδή περίφημη, ξακουστή, δοξασμένη. Ο επιγραμματοποιός μάλιστα Αντίπατρος ο Θεσσαλονικεύς την κατατάσσει στις εννέα μεγάλες ποιήτριες της αρχαιότητας σ’ ένα επίγραμμά του αφιερωμένο σ’ αυτές: [1]

«Αυτές τις γυναίκες ανέδειξε ο Ελικώνας με θεϊκή λαλιά στους ύμνους και η Μακεδονική κορυφή του Ολύμπου: Την Πρήξιλλα, τη Μοιρώ, τη φωνή της Ανύτης, το θηλυκό Όμηρο, τη Σαπφώ, το στολίδι για τις ομορφομαλλούσες της Λέσβου, την Ήριννα, την Τελέσιλλα την ξακουστή, και σένα Κόρρινα, που τραγούδησες την πολεμική ασπίδα των Αθηναίων, τη Νοσσίδα τη γλυκομίλητη και τη γλυκολαλούσα Μύρτιν, όλες εργάτισσες ατέλειωτων σελίδων. Εννέα μούσες ο μέγας Ουρανός, εννέα επίσης και η Γη γέννησε, αστέρευτη χαρά για τους ανθρώπους».

Στο επίγραμμα λοιπόν μνημονεύονται με τ’ όνομά τους οι 9 πιο γνωστές ποιήτριες της αρχαίας Ελλάδας, ανάμεσά τους και η Αργείτισσα Τελέσιλλα, (Πρήξιλλα, Μοιρώ, Ανύτη, Σαπφώ, Ήριννα, Τελέσιλλα, Νοσσίς, Μυρτίς, Κόρρινα) που θεωρούνται μάλιστα ισότιμες και ισάξιες με τις εννέα μούσες του Ολύμπου (Κλειώ, Ευτέρπη, Θάλεια, Μελπομένη, Τερψιχόρη, Ερατώ, Πολύμνια, Ουρανία, Καλλιόπη). [2]

Τόσο σημαντική και ονομαστή ήταν στην αρχαιότητα η Αργεία λυρική ποιήτρια Τελέσιλλα, μα είναι σχεδόν άγνωστη σε μας, ακόμα και στους Αργείους. Η άγνοια αυτή οφείλεται ίσως στις συγκεχυμένες πληροφορίες που μας παρέδωσε η αρχαιότητα για τη ζωή της και στη μυθολογία που αναπτύχθηκε γύρω από το πρόσωπο της Τελέσιλλας.

Γνωρίζουμε ότι καταγόταν από επιφανή οικογένεια του Άργους, που ήταν φημισμένη για κάποιο ένδοξο παρελθόν της σύμφωνα με μαρτυρία του Πλούταρχου, [3] που υποστηρίζει ότι ήταν λεπτοκαμωμένη και φιλάσθενη στη νεανική της ηλικία. Η ασθενική της φύση φαίνεται πως την ανάγκαζε να ζει απομονωμένη και κλεισμένη στον εαυτό της, χωρίς συναναστροφές και κοινωνικότητα, ώσπου αποφάσισε να απευθυνθεί στο Μαντείο για να μάθει για την εξέλιξη της υγείας της.

Το «Μαντείο του Θεού» απάντησε στη μικρόσωμη και ασθενική Τελέσιλλα ότι θα βρει την υγεία και την επιτυχία της, εφόσον υπηρετεί τις Μούσες. Η μαντική προσταγή «τας Μούσας θεραπεύειν» σε συνδυασμό με το έμφυτο ποιητικό της ταλέντο και την έφεσή της για τη μουσική έκαναν την Τελέσιλλα να αφοσιωθεί με πάθος στην ποίηση και τη μουσική, να βρει νόημα στη ζωή της και να κατακτήσει την πνευματική ομορφιά. Επιβεβαιώνεται έτσι η παράδοση που θέλει να αποδίδει τα πνευματικά χαρίσματα σε άτομα που στερούνται το σωματικό κάλλος. [4] 

Πότε έγιναν αυτά, πότε έζησε δηλαδή η Τελέσιλλα δε γνωρίζουμε ακριβώς. Κανένας συγγραφέας, αρχαίος ή σύγχρονος, απ’ αυτούς που λίγο ή πολύ αναφέρουν και σχολιάζουν την ποιήτρια στα έργα τους, δε δίνει ακριβείς πληροφορίες για το χρόνο της γέννησής της και για την ηλικία της. Όλες οι πηγές, αρχαίες και νεώτερες, αναφέρουν την Τελέσιλλα ως πρωταγωνίστρια που έσωσε το Άργος, όταν ο Σπαρτιάτης Κλεομένης εξεστράτευσε εναντίον του Άργους. Η χρονολογία όμως αυτής της εκστρατείας του βασιλιά Κλεομένη και της μάχης που επακολούθησε ανάμεσα στη Σπάρτη και το Άργος δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη. Τοποθετείται στο 519, στο 509 ή στο 494 π.Χ. Η τελευταία αυτή χρονολογία φαίνεται  η πιθανότερη.[5]

Ο συσχετισμός της Τελέσιλλας μ’ αυτά τα γεγονότα οδηγεί τις περισσότερες πηγές να αναφέρουν δίπλα στο όνομά της τη χρονολογία 510 π.Χ. χωρίς να διευκρινίζουν αν αυτή αναφέρεται στη γέννηση της ποιήτριας ή στη μάχη των γυναικών του Άργους και των Σπαρτιατών. Αν υποθέσουμε ότι η Τελέσιλλα γεννήθηκε στα 510 π.Χ. θα πρέπει να ήταν 16 χρονών, όταν το 494 π.Χ. έγινε η επίθεση των Σπαρτιατών εναντίον του Άργους.[6]

Τέτοια όμως υπόθεση αποκλείεται, γιατί θα ήταν δύσκολο να δεχθούμε ότι η Τελέσιλλα σε τόσο μικρή ηλικία  είχε τη δύναμη να ξεσηκώσει τις συμπατριώτισσές της και να πολεμήσουν τους Σπαρτιάτες. Λογικότερο φαίνεται να τοποθετήσουμε τη γέννησή της ανάμεσα στο 520 – 515 π.Χ.,[7] οπότε στα γεγονότα του 494 π.Χ. θα είχε ηλικία τουλάχιστον 20 – 25 χρόνων και συνεπώς την ψυχική και πνευματική ωριμότητα να υπερασπιστεί την πατρίδα της που κινδύνευε.

Σύγχρονη λοιπόν του Πίνδαρου και της Κόρρινας η Τελέσιλλα, δεν έχουμε περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή της. Από την Ελληνική Ανθολογία[8] μαθαίνουμε ότι είχε σύζυγο τον Ευξενίδα, ο οποίος μετά το θάνατό της  ίδρυσε μνημείο προς τιμήν της με το εξής επίγραμμα:

« Μνημείο, γλυκιά Τελέσιλλα, έστησε εδώ

Ο Ευξενίδας για τη γυναίκα που παντρεύτηκε,

γιατί πάντα ήταν γεμάτη πίστη, εύνοια, αρετή

και αγάπη. Ας μένει και για τους μεταγενέστερους

η φήμη σου αξέχαστη για πάντα».

 

Ιδανική σύζυγος λοιπόν η Τελέσιλλα, αλλά και μεγάλη ποιήτρια αναγνωρισμένη πανελλήνια και καύχημα για το Άργος, δεν υστερούσε σε φιλοπατρία και ηρωισμό, αρετές που την οδήγησαν στο λαμπρό κατόρθωμα να σώσει το Άργος, την πόλη της, από την επιβουλή των στρατιωτών του Κλεομένη. Αξίζει να παρακολουθήσουμε αυτή τη δραστηριότητα της Τελέσιλλας, που παραδίδεται απ’ όλες τις αρχαίες πηγές με διάφορες παραλλαγές, χωρίς όμως κανείς να αμφισβητεί την ιστορική αλήθεια των γεγονότων.

Η Σπάρτη μετά τη νίκη στο Β’ Μεσσηνιακό πόλεμο (669-657) είχε την άνεση και την επιθυμία να διεκδικήσει την ηγεμονία σ’ ολόκληρη την Πελοπόννησο. Στην προσπάθειά της αυτή εμπόδιο στεκόταν το Άργος. Οι δυο πόλεις ποτέ στην αρχαιότητα δεν είχαν καλές σχέσεις, λειτουργούσαν ανταγωνιστικά και πάντοτε είχαν διαφορές σε επίμαχα ζητήματα.[9] Για να κατακτήσουν λοιπόν οι Σπαρτιάτες την ηγεμονία της Πελοποννήσου έπρεπε να εξασθενήσουν και να ταπεινώσουν το Άργος. Επιχείρησαν, πράγματι, μακροχρόνια στρατιωτική και διπλωματική επίθεση εναντίον του. Το 550 π.Χ. κατέλαβαν με τη βία τα Κύθηρα και τα παράλια του Μαλέα, που ήταν κτήσεις του Άργους. Γύρω στο 546 π.Χ. μετά από σκληρό αγώνα πήραν από το Άργος τις περιοχές της Κυνουρίας και της Θυρέας.

Η κρίσιμη στρατηγική σημασία των περιοχών αυτών ανάγκασε τους Αργείους, όταν συνήλθαν από τις ήττες, να επιχειρήσουν καταστρεπτικό πόλεμο για την ανάκτηση της Κυνουρίας. Την περίοδο αυτή (520 – 487 π.Χ.) βασίλευε στη Σπάρτη ένας ικανός, θαρραλέος και σκληρός άνδρας, ο Κλεομένης ο Α’, γιος του Αναξανδρίδα του 15ου του  βασιλικού οίκου των Αγιαδών.  

Ο Κλεομένης αποφάσισε να ξεκαθαρίσει οριστικά με τους Αργείτες κατακτώντας την πόλη τους και προετοίμασε με κάθε λεπτομέρεια την επιχείρησή του. Δεν παρέλειψε μάλιστα να ζητήσει και σχετικό χρησμό από το Μαντείο των Δελφών, που του απάντησε ότι θα κυριεύσει το Άργος.[10] Γύρω στο 500 π.Χ. ο Κλεομένης εκστρατεύει εναντίον του Άργους και φθάνει στον ποταμό Ερασίνο, που κατά τον Ηρόδοτο ξεκινάει από τη λίμνη Στυμφαλία, χύνεται σ’ ένα κρυφό χάσμα και αναφαίνεται στο Άργος.[11]

Ο Κλεομένης, τηρώντας πιστά τα θρησκευτικά έθιμα για να διασφαλίσει την επιτυχία της εκστρατείας του, θυσίασε στον ποταμό Ερασίνο, αλλά η θυσία δεν του έδωσε καλά σημεία και αναγκάστηκε να πάρει το στρατό του και να υποχωρήσει στη Θυρέα, στην περιοχή του Άστρους. Εκεί θυσίασε έναν ταύρο στη θάλασσα, επιβίβασε το στρατό σε πλοία και αποβιβάστηκε στην περιοχή της Σήπειας, μεταξύ Ναυπλίου και Τίρυνθας. Οι Αργείοι έσπευσαν να στρατοπεδεύσουν στη Σήπεια, απέναντι από το Στρατό των Σπαρτιατών, χωρίς να φοβούνται την αναμέτρηση, παρά μόνο μήπως νικηθούν με δόλο από τους Σπαρτιάτες, γιατί όταν απειλήθηκαν από τον Κλεομένη ζήτησαν και πήραν χρησμό από την Πυθία, που έλεγε:[12]

 «Όταν η θηλυκή νικήσει τον αρσενικό,

τον διώξει και δοξασθεί ανάμεσα στους Αργείους,

τότε πολλές Αργείτισσες θα ξεσχίσουν τα μάγουλά τους,

ώστε κάποτε να πει κάποιος μεταγενέστερος άνθρωπος:

ο φοβερός τριπλοτυλιγμένος όφις χάθηκε νικημένος από δόρυ».

Θηλυκή για τους Αργείους ήταν η Σήπεια και αρσενικός ο Κλεομένης,[13] αλλά φοβόντουσαν το φοβερό όφι, το δόλο, γι’ αυτό αποφάσισαν να ακολουθούν πιστά τα σήματα του κήρυκα των αντιπάλων, για να μην εξαπατηθούν. Ό,τι έλεγε ο κήρυκας να κάνουν οι Σπαρτιάτες, το ίδιο έκαναν και οι Αργείοι. Ο πανέξυπνος Κλεομένης όμως αντελήφθη την τακτική των Αργείων και παράγγειλε κρυφά στους στρατιώτες του να πάρουν τα όπλα και να ετοιμασθούν για επίθεση, όταν ο κήρυκας δώσει το σύνθημα για μεσημεριανό φαγητό, για «άριστον».[14]

Έτσι, όταν ο κήρυκας έδωσε σήμα για φαγητό, οι Αργείοι κάθισαν για συσσίτιο και οι Λακεδαιμόνιοι τους επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά και οι Αργείοι ζαλισμένοι από τον αιφνιδιασμό δεν πρόλαβαν  να αντισταθούν. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν, ενώ όσοι γλύτωσαν κατέφυγαν στο πυκνό άλσος της Σήπειας, που οι Αργείτες  το θεωρούσαν ιερό, γιατί ήταν αφιερωμένο στον Άργο, γιο του Δία και της Νιόβης και διάδοχο του βασιλιά Φορωνέα, από τον οποίο πήρε και η πόλη το όνομά της. Ο Κλεομένης, μια και ήταν ανόσιο να εισβάλει με το στρατό του στο ιερό άλσος, μεταχειρίστηκε και πάλι το δόλο για να εξοντώσει τους αποκλεισμένους Αργείους.

Πληροφορήθηκε από αυτομόλους Αργείους, που είχε κοντά του, τα ονόματα όσων είχαν αποκλεισθεί στο ιερό άλσος και έστειλε τον κήρυκα να τους καλεί ονομαστικά να βγουν λέγοντάς τους ότι είχε πάρει τα λύτρα για την απελευθέρωσή τους. Πενήντα Αργείτες που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση και βγήκαν έξω τους συνέλαβε ο Κλεομένης και τους σκότωσε. Κάποια στιγμή όμως ένας από τους αποκλεισμένους στο πυκνό άλσος Αργείους ανέβηκε σ’ ένα δέντρο και είδε τι γινόταν έξω.

Από κείνη τη στιγμή σταμάτησαν να βγαίνουν έξω αυτοί που προσκαλούνταν. Τότε ο Κλεομένης διέταξε τους είλωτες να συσσωρεύσουν φρύγανα γύρω από το άλσος και κατόπιν έβαλε φωτιά και το έκαψε μαζί με τους αποκλεισμένους Αργείους. Την ώρα που καιγόταν το Άλσος ο Κλεομένης ρώτησε έναν αυτόμολο σε ποιον είναι αφιερωμένο και, όταν εκείνος του απάντησε ότι είναι αφιερωμένο στον Άργο, πίστεψε ότι αυτό ήταν το «Άργος» που του είχε πει ο χρησμός ότι θα κυριεύσει και αναφώνησε με αναστεναγμό.[15] «Απόλλωνα που δίνεις τους χρησμούς, πόσο με εξαπάτησες λέγοντάς μου ότι θα κυριεύσω το Άργος! Καταλαβαίνω ότι ο χρησμός που μου ’δωσες ξεπληρώθηκε».

Ήρα, η πολιούχος θεά του Άργους

Οι Αργείτες πάντως αποδεκατίστηκαν απ’ όλο το μάχιμο ανδρικό πληθυσμό τους, αφού σκοτώθηκαν στη Σήπεια επτά χιλιάδες επτακόσιοι εβδομήντα επτά Αργείοι κατά τον Πλούταρχο και τον Πολύαινο[16] ή πέντε χιλιάδες κατά τον Παυσανία ή έξι χιλιάδες κατά τον Ηρόδοτο. Μετά απ’ αυτά, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο[17] που φαίνεται ότι αντλεί τις πληροφορίες του από Σπαρτιατικές πηγές, ο Κλεομένης διέταξε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του να επανέλθει στη Σπάρτη και με χίλιους μόνο επίλεκτους πήγε στο Ηραίον του Άργους για να θυσιάσει.

Ο ιερέας της Ήρας του το απαγόρευσε λέγοντας ότι δεν είναι όσιο να θυσιάζουν οι ξένοι και ο Κλεομένης διέταξε τους είλωτες να τον μαστιγώσουν και θυσίασε δια της βίας. Το άγαλμα της θεάς τότε έβγαλε φωτιά από το στήθος και όχι από το κεφάλι, όπως έπρεπε, και ο Κλεομένης κατάλαβε ότι η θεά δεν ήταν διατεθειμένη να αφήσει απροστάτευτο το Άργος και επανήλθε στη Σπάρτη χωρίς να επιχειρήσει επίθεση στο Άργος.

Εκεί κατηγορήθηκε από τους εχθρούς και τους αντιπάλους του ότι δωροδοκήθηκε για να μην καταλάβει το Άργος, αλλά υποστηρίζοντας στην απολογία του πως πίστεψε ότι εκπληρώθηκε ο χρησμός του Δία με την κατάληψη του ιερού του Άργου και ότι αποτράπηκε με τη στάση της Ήρας από την κατάληψη του Άργους, έπεισε τους εφόρους, που ανήκαν άλλωστε στην παράταξή του, και τον αθώωσαν με μεγάλη πλειοψηφία. Η διήγηση αυτή απέβλεπε προφανώς να δικαιολογήσει τους Σπαρτιάτες και τον Κλεομένη για την αποτυχία τους να κυριεύσουν το Άργος μετά τη νίκη τους στη Σήπεια.

Πιστότερα την πραγματικότητα όμως φαίνεται να απεικονίζουν ο Παυσανίας και ο Πολύαινος,[18] που αποδίδουν τη σωτηρία του Άργους στον ηρωικό ρόλο της ποιήτριας Τελέσιλλας. Σύμφωνα μ’ αυτές τις πηγές, λοιπόν, ο Κλεομένης μετά τη νίκη του στη Σήπεια βάδισε εναντίον του Άργους, που ήλπιζε ότι θα το κυριεύσει εύκολα απογυμνωμένο από τους άνδρες υπερασπιστές του.

Το Άργος κινδύνευε άμεσα με μόνους  υπερασπιστές τους γέρους, τα παιδιά και της γυναίκες κάθε ηλικίας. Την κρίσιμη αυτή στιγμή η ποιήτρια Τελέσιλλα συγκέντρωσε τους γέρους, τα παιδιά και τις γυναίκες του Άργους, τους έδωσε κάθε λογής όπλο που βρήκε στα σπίτια και τους ναούς, τόξα και βέλη, κοντάρια, ασπίδες, μαχαίρια, σπαθιά, ξύλα και πέτρες, και τις παρέταξε στα τείχη και τις επάλξεις έτοιμες για αντίσταση. Όταν πλησίασαν οι Σπαρτιάτες, είδαν τις Αργείτισσες απτόητες μπροστά τους και την Τελέσιλλα στραμμένη προς τον ουρανό να αναπέμπει δεήσεις στους θεούς: «Ω Άρτεμη, ω Απόλλωνα! Βοηθήστε μας να σώσουμε την πατρίδα!».

Αιφνιδιάστηκαν φυσικά από την αυτοσχέδια καθοδηγήτρια, που έδινε το σύνθημα του συναγερμού και τις κατευθύνσεις για την άμυνα του Άργους, και βρέθηκαν σε δίλημμα φοβερό: Αν έκαναν επίθεση και τις σκότωναν, θα γίνονταν μισητοί και άνανδροι που σκότωσαν γυναίκες. Αν αποτύγχαναν στην επίθεσή τους, θα ήταν καταγέλαστοι που ξακουστοί πολεμιστές αυτοί νικήθηκαν από γυναίκες με επικεφαλής, μάλιστα, μια ποιήτρια, την Τελέσιλλα. Δοκίμασαν να τις τρομάξουν με αλαλαγμούς και αντάρα, αλλ’ αυτές στέκονταν ακλόνητες στις επάλξεις.

Έκαναν κάποιες επιθέσεις εναντίον τους, αλλά οι γυναίκες τις απέκρουσαν. Τελικά οι περήφανοι Σπαρτιάτες του Κλεομένη αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν για να βγουν από το αδιέξοδο με ακέραιη την αξιοπρέπειά τους.[19] Τελικά το Άργος δεν έπεσε! Σώθηκε από τον ηρωισμό των γυναικών του και τη γενναιότητα της έξοχης ποιήτριας Τελέσιλλας, που διέψευσε μ’ αυτό τον τρόπο πανηγυρικά το γνωστό αξίωμα «η τέχνη για την τέχνη». Γι ̉αυτή την πράξη της θαυμάστηκε η Τελέσιλλα και μνημονεύεται πιο πολύ από τις αρχαίες πηγές. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι υστέρησε στην ποιητική δημιουργία.

Αντίθετα η Τελέσιλλα είχε αφοσιωθεί με πάθος στην ποίηση και στη μουσική μετά το χρησμό που πήρε από το θεό και μ’ αυτή τη δραστηριότητά της κατάφερε όχι μόνο να δυναμώσει το σώμα της και να αποκαταστήσει την υγειά της, αλλά και να τη θαυμάσουν όλοι οι Αργείτες και, προπαντός, οι Αργείτισσες για την «ποιητική» της. Φαίνεται ότι ο ενθουσιασμός που προκαλούσε με τα ποιήματά της ήταν εκείνος με τον οποίο κατάφερε, ως άλλος Τυρταίος, τις γυναίκες, τα παιδιά και τους γέρους να υπερασπισθούν οπλισμένοι τα τείχη της πατρίδας τους που κινδύνευε. Τα ποιήματά της έφεραν τον τίτλο «άσματα» και ήταν ύμνοι προορισμένοι για χορούς, κυρίως παρθένων, ένα ποιητικό είδος που το εκτιμούσαν πολύ στην εποχή της. Τις λυρικές αυτές δημιουργίες της αφιέρωνε στις μούσες και στους θεούς Άρτεμη και Απόλλωνα, που ήταν οι κυριότεροι εμπνευστές της.

Δυστυχώς,[20] από τα ποιήματα αυτά σωθήκαν ελάχιστα μόνο αποσπάσματα και άλλες πληροφορίες για το έργο της από έμμεσες πηγές. Από μια επιγραφή της Επιδαύρου, που αναφέρει ο Παυσανίας,[21] μαθαίνουμε ότι «στην κορυφή του όρους Κορυφός (ή Κόρυφον, νοτιοανατολικά του ιερού της Επιδαύρου υπάρχει ιερό της κορυφαίας Αρτέμιδος, το οποίο μνημονεύει σε κάποιο ποίημα της η Τελέσιλλα».

 Απ’ αυτό, πιθανόν, το άσμα έχουν σωθεί δύο μόνο στίχοι:[22]                  

«Την Άρτεμη τραγουδήστε, κόρες,

που αποφεύγει τον Αλφειό…»

Από τους στίχους αυτούς μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το ποίημα ήταν εμπνευσμένο από το μύθο για τον ποταμό Αλφειό. Σύμφωνα, λοιπόν, μ’ αυτό το μύθο, ο Αλφειός, που λατρευόταν στην αρχαιότητα σαν προσωποποιημένος θεός με τεράστιες ικανότητες πλουτοδοσίας, ένιωθε για την Άρτεμη ασίγαστο ερωτικό πάθος.[23] Η θεά, κόρη του Δία και δίδυμη αδελφή του Απόλλωνα, για να μην πέσει στα χέρια του Αλφειού, άλειφε με λάσπη το πρόσωπό της και τα πρόσωπα των Νυμφών που τη συνόδευαν, και ο Αλφειός δε μπορούσε να την αναγνωρίσει. Ο θρύλος του ερωτοχτυπημένου Αλφειού με την Άρτεμη, που τον απέφευγε, ήταν, φαίνεται, η αιτία που  την Άρτεμη στην περιοχή  της Ηλείας την ονόμαζαν «Αλφειούσα, Αλφειαία, Αλφειωνία ή Ποταμία». Και την εικόνα της φυγής της θεάς συνθέτει με έμμετρο τρόπο το δίστιχο της Τελέσιλλας.

Σύμφωνα με άλλη πληροφορία[24] η Τελέσιλλα είχε συνθέσει μια ωδή για τον Απόλλωνα, που ονομαζόταν «Φιληλιάς», αυτός δηλ. που αγαπάει τον Ήλιο. Το άσμα αυτό το τραγουδούσαν, ίσως, οι εργάτες, όταν πήγαιναν  με συννεφιά στα χωράφια να δουλέψουν και παρακαλούσαν τον ήλιο να βγει από τα σύννεφα και να ζεστάνει την ατμόσφαιρα.[25]

Κάποιο άλλο ποίημα της Τελέσιλλας πρέπει να ήταν αφιερωμένο στη Νιόβη και στα παιδιά της, γιατί ο Απολλόδωρος[26] μας δίνει την πληροφορία ότι «από τα αγόρια της Νιόβης σώθηκε ο Αμφίων και από τα κορίτσια η Χλωρίς η μεγαλύτερη, που την παντρεύτηκε ο Νηλέας, σύμφωνα όμως με την Τελέσιλλα σώθηκαν ο Αμύκλας και η Μελίβοια, που  σκότωσαν με τόξο τον Αμφιώνα». Από το ποίημα όμως αυτό της Τελέσιλλας δε σώθηκε ούτε λέξη!

Κατά πάσα πιθανότητα η Τελέσιλλα είχε συνθέσει και ένα ποίημα για τους γάμους του Δία με την Ήρα, αν κρίνουμε από ένα σχόλιο στο στίχο 64 του ποιήματος του Θεόκριτου «Συρακόσιαι ή Αδωνιάζουσαι», που περιέρχεται σε ένα πάπυρο (αρ.1487 Ρ.), και αναφέρει ότι «όλα τα ξέρουν οι γυναίκες, ακόμα και πως ο Δίας παντρεύτηκε την Ήρα».[27] Τον υπαινιγμό αυτό τον αποδίδουν στη Τελέσιλλα.

Το μοναδικό ποίημα της Τελέσιλλας που σώθηκε ολόκληρο και μάλιστα όχι σε πάπυρο, αλλά ως επιγραφή χαραγμένη σε λίθο του 3ου ή 4ου μ.Χ. αιώνος, που βρέθηκε στο ιερό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο, είναι ένας ύμνος στη «μητέρα των θεών», που αξίζει να τον παραθέσουμε, όπως μας παραδόθηκε στο αρχαίο κείμενο, και σε μετάφραση:[28]

 

[Ματρί Θεών]                                             [Στη Μητέρα των Θεών]

                                                                        

Ω Μνημόσυνας κόραι                                    Κόρες της Μνημοσύνης

Δευρ’ έλθετε απ’ ωρανώ                                ελάτε εδώ απ’ τον ουρανό

και μοι συναείσατε                                        και τραγουδήστε μαζί μου

ταν ματέρα των θεών,                                   τη μητέρα των θεών,

ως ήλε πλανωμένα                                        που ήρθα, αφού περιπλανήθηκα

κατ’ ώρεα και νάπας                                      στα όρη και στις πηγές

σύρουσα αβρόταν κόμαν,                              με ανεμοπαρμένα τα μαλλιά

κατωρημένα φρένας.                                     ξετρελαμένη στα βουνά.

Ο Ζεύς δ’ εσιδών άναξ                                   Και ο βασιλιάς ο Δίας σαν είδε

ταν Ματέρα των θεών,                                  τη μητέρα των θεών

κεραυνόν έβαλλε και                                     έριξε κεραυνό και

τα τύμπαν’ ελάμβανε,                                    πήρε τα τύμπανα,

πέτρας διέρρησε και                                      έσπασε τα βράχια

τα τύμπαν’ ελάμβανε                                     και πήρε τα τύμπανα.

Μάτηρ, άπιθ’ εις θεούς,                                 -Μητέρα, φύγε στους θεούς

και μη κατ’ όρη πλανώ,                                  και μη γυρνάς στα όρη,

μη σε χαροποί λέον-                                      γιατί τ’ άγρια λιοντάρια

τες ή πολιοί λύκοι                                          και οι γκρίζοι οι λύκοι

[έδωσι πλανωμέναν.]                                    [θα σε φάνε κυνηγημένη.]

και ουκ άπειμι εις θεούς,                                -Δε θα φύγω στους θεούς

αν μη τα μέρη λάβω,                                     αν δεν πάρω μερίδια,

το μεν ήμισυ ουρανώ,                                    το μισό απ’ τον ουρανό,

το δε ήμισυ Γαίας,                                         τ’ άλλο μισό απ’ τη γη,

πόντω το τρίτον μέρος˙                                 το τρίτο μέρος απ’ τη θάλασσα,

χούτως απελεύσομαι,                                     κι έτσι θ’ αποχωρήσω.

χαιρ’ ω μεγάλα άνα                                       -Χαίρε, μεγάλη βασίλισσα,

σα Μάτερ Ολύμπω.                                        Μητέρα του Ολύμπου.

 

 

Στους 28 στίχους του ποιήματος, που σώθηκαν σχεδόν αυτούσιοι, εξιστορείται με γλαφυρότητα η δραματική περιπλάνηση της Μητέρας των θεών, της Ρέας Κυβέλης, που σε έξαλλη κατάσταση διεκδικεί από το Δία μερίδιό της απ’ τα μέρη του κόσμου, τον Ουρανό, τη γη, και τη θάλασσα. Ο μύθος για τη σύγκρουση του Δία με τη μητέρα του, τη Ρέα, που δε μας είναι γνωστός από αλλού, φαίνεται ότι είναι πνευματικό δημιούργημα της Τελέσιλλας. Ευρηματική, λοιπόν, η ποιήτρια στο θέμα της πλάθει ένα μεγαλειώδη μύθο με έντονο το τραγικό στοιχείο στην περιγραφή της και με απλό ύφος, που η παρεμβολή όμως λόγου και αντίλογου του δίνουν εξαιρετική ζωηράδα.

Αοιδός με τη λύρα του

Αξιοσημείωτα στοιχεία είναι η επίκληση στις εννέα Μούσες, τις Κόρες της Μνημοσύνης και του Δία, στην αρχή του ποιήματος, επίκληση που συνεχίζει την παράδοση του Ομήρου και άλλων επικών ή λυρικών ποιητών, που συνήθιζαν να επικαλούνται τη βοήθεια κάποιας θεάς ή μούσας για να ολοκληρώσουν με επιτυχία το έργο τους, η έντονη φυσικότητα με την οποία αναφέρεται στο πάθος της θεάς, στη φύση και στα άγρια θηρία, η ειλικρινής αφοσίωση στους θεούς με ψυχική ευγένεια και ευαισθησία και ένας αδιόρατος τόνος απαισιοδοξίας που διακρίνεται στο πείσμα και την επιμονή της Ρέας, αλλά και του Δία.

Τα στοιχεία αυτά, που χαρακτήριζαν, προφανώς, όλα τα ποιήματά της, έκαναν  τον αρχαίο σχολιαστή του Ομήρου να σημειώσει[29] ότι η Τελέσιλλα και ο Ξενοφών είναι υποδείγματα αρετής και καλοκαγαθίας.

Η γλώσσα της Τελέσιλλας ήταν λυρική κοινή γλώσσα της εποχής με μικρές αποκλίσεις. Όλα σχεδόν τα ποιήματά της ήταν μελικά, τονίζουν δηλ. για να τραγουδιούνται˙ το σπουδαιότερο όμως ήταν ότι είχε καθιερώσει δικό της ποιητικό μέτρο με εναλλαγή μακρών και βραχέων συλλαβών[30] που οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι του έδωσαν το όνομά της, γιατί το βρήκαν μοναδικό, το ονόμασαν δηλ. «Τελεσίλλειον».

Η Τελέσιλλα όμως δεν έμεινε, δυστυχώς, γνωστή από την ποίησή της, αλλά από το κατόρθωμά της να σώσει το Άργος κατά τη διάρκεια του Κλεομενικού πολέμου. Δεν έπαψε πάντως να συγκινεί με την προσωπικότητά της και μεταγενέστερους ανθρώπους. Αμέσως μετά την απόκρουση των Σπαρτιατών στη μάχη του 494 π.Χ. στο Άργος, για να θυμούνται τον ηρωισμό και τη νίκη της Τελέσιλλας και των γυναικών του Άργους, έχτισαν ένα ναό του Ενυαλίου, του πολεμικού δηλαδή, του Φονικού Άρη, ο οποίος στο Άργος  μάλιστα εθεωρείτο ως θεός των γυναικών.[31] Προς τιμή του Ενυαλίου και των γυναικών που πολέμησαν για την πατρίδα τους έκαναν κάθε χρόνο, στην επέτειο της μάχης, μια γιορτή, που τη ονόμαζαν «Υβριστικά».

Στη γιορτή αυτή οι γυναίκες φορούσαν ανδρικά ενδύματα και οι άνδρες γυναικεία, για να θυμίζουν το κατόρθωμα των ανίσχυρων γυναικών, που αντιμετώπισαν τους αρειμάνιους Σπαρτιάτες πολεμιστές και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν. Η αλλαγή, βέβαια, αυτή των ενδυμάτων σχετίζεται με γαμήλιο θρησκευτικό έθιμο όχι μόνο του Άργους, αλλά και της Σπάρτης, της Κύπρου και άλλων πόλεων, σύμφωνα με το οποίο την πρώτη νύχτα του γάμου η νύφη φορούσε ανδρικό χιτώνα και τεχνητό γένειο, ενώ ο γαμπρός ντύνονταν γυναικεία και έκοβε τα μαλλιά του. Στο Άργος πάντως το έθιμο είχε συνδεθεί με τη Τελέσιλλα. Ο Πλούταρχος μάλιστα αναφέρει[32] ότι ψήφισαν και νόμο που επέβαλε στις Αργείτισσες να φορούν τεχνητό πώγωνα, όταν κοιμούνται με τους άνδρες τους!

Ο νόμος αυτός εξηγείται από το γεγονός ότι μετά τη μάχη της Σήπειας και τον αποδεκατισμό των Αργείων ανδρών αναγκάστηκαν στο Άργος, για να αντιμετωπίσουν τη λειψανδρία, να παραχωρήσουν το δικαίωμα του πολίτη σε αρκετούς περίοικους,[33] και οι γνήσιες Αργείτισσες που παντρεύτηκαν έπρεπε να τους θυμίζουν μ’ αυτό τον τρόπο την ταπεινή καταγωγή και την κατωτερότητα τους. Ο Παυσανίας, εξάλλου, αναφέρει[34] ότι πάνω από το αρχαίο θέατρο του Άργους είδε ένα ιερό της Αφροδίτης και μπροστά στο άγαλμά της μια στήλη με ανάγλυφη παράσταση της λυρικής ποιήτριας Τελέσιλλας. Η ποιήτρια παρουσιαζόταν εκεί με τα βιβλία της σκορπισμένα στα πόδια της και μ’ ένα κράνος στο χέρι, που ετοιμαζόταν να το φορέσει.

Με τη στήλη αυτή, που δυστυχώς δε σώθηκε, οι Αργείοι τίμησαν την Τελέσιλλα και της απέδωσαν εύγλωττα τα δυο χαρακτηριστικά, που την έκαναν αξιοθαύμαστη, την ποιητική της τέχνη με τα βιβλία και την ηρωική προσφορά της στην πατρίδα με το κράνος.

Να προσθέσουμε ότι στο αρχοντικό του Τσώκρη στο Άργος βρίσκεται μέχρι σήμερα ανάγλυφο γυναίκας εντοιχισμένο κάτω από τον κεντρικό εξώστη του κτηρίου. Παριστάνει γυναικεία μορφή που στέκεται όρθια πάνω στους κοθόρνους της, φοράει δωρική εσθήτα με μακρές πτυχές και κρατάει με το δεξί της χέρι ένα στεφάνι. Μπροστά της βρίσκεται ένα μικρό παιδί γυμνό, που με το αριστερό του χέρι κρατάει το ριγμένο στην πλάτη μανδύα του και με το δεξί του χέρι προσπαθεί να πάρει το στεφάνι από τη γυναίκα, αλλά δεν το  φτάνει.

Ορισμένοι έχουν υποστηρίξει[35] ότι το ανάγλυφο αυτό παριστάνει την ποιήτρια Τελέσιλλα σε υπερήφανη δωρική στάση και το παιδί, που είναι μπροστά της, συμβολίζει τη φτερωτή ευφυΐα. Σύμφωνα με άλλες απόψεις[36] το ανάγλυφο αυτό δεν έχει καμιά σχέση με την Τελέσιλλα, αλλά είναι επιτύμβιο, που παριστάνει τη νεκρή μητέρα με το νεκρικό στεφάνι στο χέρι, και το ζωντανό ορφανό παιδί της, που δε μπορεί να φθάσει το στεφάνι, όπως δεν μπορεί να πλησιάσει τη νεκρή μητέρα του. Αν πρόκειται βέβαια για παράσταση της Τελέσιλλας, θα είναι η μοναδική που έχει διασωθεί μέχρι σήμερα, αφού ένα άλλο άγαλμα της Τελέσιλλας που αναφέρεται[37] ότι είχε κατασκευάσει ο περίφημος Αθηναίος αγαλματοποιός Νικήρατος, σύγχρονος του Περικλή και του Αλκιβιάδη, δε βρέθηκε πουθενά.

Μπορεί, λοιπόν, τα μνημεία και το ποιητικό έργο της Τελέσιλλας να μη σώθηκαν, το όνομά της όμως, η προσωπικότητα και η δράση της δε ξεχάστηκαν για πολλούς αιώνες, αφού μνημονεύεται, όπως είδαμε, από μια σειρά αρχαίους συγγραφείς (Ηρόδοτος, Αριστοτέλης, Πλούταρχος, Παυσανίας, Απολλόδωρος, Αθήναιος, Λουκιανός, Πολύαινος κ.α.), που φτάνουν ως το 2ο μ.Χ. αιώνα. Από κει και πέρα ήταν φυσικό εξαιτίας της έλλειψης άμεσων πηγών να ατονήσει η μνήμη και το ενδιαφέρον για την ηρωική αυτή λυρική ποιήτρια. Το όνομά της, πάντως, δεν ξεχάστηκε από τους Αργείτες.

Μνημονεύεται και σήμερα σε μια μικρή πλατεία στην αρχή της οδού Ινάχου, μετά τους «Πέντε Δρόμους», που έχει ονομασθεί «Πλατεία Τελέσιλλας» και αναγράφεται σε σχετική πινακίδα. Θα μπορούσε η εργασία αυτή να προκαλέσει την ευαισθησία των σημερινών συμπατριωτών της Τελέσιλλας, για να αποκαταστήσουν τη μνήμη της; Μια προτομή της Αργείας λυρικής ποιήτριας Τελέσιλλας στη ομώνυμη σημερινή πλατεία του Άργους θα αποτελούσε όχι μόνο ένδειξη σεβασμού της πνευματικής παράδοσης, αλλά και πολιτιστική περιουσία για την  πόλη του Άργους. Το χαμένο άγαλμα της Τελέσιλλας, που περιγράφει ο Παυσανίας, λύνει τα πρακτικά προβλήματα, που θα μπορούσε να συναντήσει κανείς επικαλούμενος την έλλειψη προτύπου για τη μορφή της ποιήτριας.

 

Αλέξης Α. Τότσικας

Περιοδικό Ελλέβορος « Πρώτο Αφιέρωμα στο Άργος», τεύχος 11, Άργος, 1994.

Υποσημειώσεις


[1] Ελληνική Ανθολογία, 9,26.

[2] Βλ. και Α. Σκιαδάς, Αρχαϊκός Λυρισμός, τ.2. σελ. 103, 437.

[3] Πλουτάρχου, Ηθικά, 245: «Ταύτην δε φάσιν οικίας ούσαν ενδόξου»… «τω σώματι νοσηματικήν».

[4] Παράδοση σύμφωνη με τις αρχαίες ελληνικές αξίες «μέτρον» και «ύβρις», γιατί αν κάποιος διαθέτει πνευματικά χαρίσματα και σωματική ομορφιά ξεπερνά ίσως τον κοινό άνθρωπο και πλησιάζει επικίνδυνα την τελειότητα, που οι θεοί τη φθονούν.

[5] Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών, Τόμος ΙΙ, σελ. 289. Βλέπε και Παυσανία: Κορινθιακά, μετάφραση και σχόλια Ν. Παπαχατζή σελ. 139, σημ. 2.

[6] Ν. Α. Παπαδάκης, Φτερουγίσματα στον αρχαιοελληνικό κόσμο, σελ. 73-74, Αθήνα 1976.

[7] Άλλες πηγές, όπως ο Ευσέβιος, που τοποθετούν τη γέννηση της Τελέσιλλας στην 82η Ολυμπιάδα, δηλ. το 451 π.χ. πρέπει να θεωρούνται αναξιόπιστες, γιατί η χρονολόγηση αυτή δε συμφωνεί με τα γεγονότα του 494 π.χ., στα οποία σίγουρα πρωταγωνίστησε.

[8] Ελληνική Ανθολογία, 316.

[9] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών, τ. ΙΙ, σελ. 221 κ.ε.

[10] Ηροδότου Ιστορία, 6, 76: «Κλεομένεϊ γαρ μαντευομένω εν Δελφοίσι εχρήσθη Άργος αιρήσειν».

[11] Ηροδότου, 6, 76.

[12] Ηροδότου, 6, 77.

[13] Η διπλή σημασία του χρησμού ήταν στις λέξεις «θηλυκό και αρσενικό» που αντιστοιχούσαν στη Σπάρτη (θηλυκή) και στον Άργο, γενάρχη του Άργους (αρσενικό). Αργότερα είπαν ότι η νίκη της «θηλείας κατά του άρρενος» ήταν η νίκη της Τελέσιλλας κατά του Κλεομένη, ερμηνεία κατασκευασμένη εκ των υστέρων και λαθεμένη, γιατί το κατόρθωμα της Τελέσιλλας οδήγησε στη σωτηρία, όχι στην καταστροφή του Άργους και το θρήνο των γυναικών της πόλης, που προέβλεπε ο χρησμός.

[14] Παραστατική περιγραφή του περιστατικού κάνει ο Πολύαινος (Στρατηγικά, 1,11).

[15] Ηροδότου, Ιστορία, 6, 80: «Ω Άπολλον Χρηστήριε, η μεγάλως με ηπάτηκας φάμενος Άργος αιρήσειν συμβάλλομαι δ’ εξήκειν μοι το χρηστήριον».        

[16] Η πλαστότητα του πρώτου αριθμού αποδεικνύεται εύκολα από το γεγονός ότι περιέχει αποκλειστικά τον αριθμό επτά (7.777), αριθμό με μυστηριακή σημασία για τους αρχαίους (βλέπε Μ. Ιατρού, Ο αριθμός 7, Αθήνα 1965).

[17] Ηροδότου, Ιστορία, 6,81 κ.ε.

[18] Βλέπε Παυσανία, Κορινθιακά, 2, 20, 7 και Πολυαίνου, Στρατηγικά, 8,33.

[19] Παυσανίου, Κορινθιακά, ΙΙ, 20, 9.

[20] Πλουτάρχου, Ηθικά, 245 κ.ε.

[21] Παυσανίου, Κορινθιακά, ΙΙ, 28, 2: «Επί δε τω άκρα του όρους κορυφαίας εστίν ιερόν Αρτέμιδος, ου και Τελέσιλλα εποιήσατο εν άσματι μνήμην».

[22]«Άδ’ Άρτεμις, ω κόραι φεύγουσα τον Αλφεόν». 

[23] Ν. Α. Παπαδάκης, ο.π. σελ. 77.

[24] Αθήναιος, XIV, 619 Β: «Η εις τον Απόλλωνα ωδή Φιληλιάς ως Τελέσιλλα παρίστησιν».

[25] Ακριβώς αντίστοιχο στο θέμα και το περιεχόμενο είναι ένα δημοτικό τραγούδι, γνωστό στην περιοχή, που σ’ ένα του τετράστιχο λέει:

«έβγα, ήλιε, έβγα,/έβγα λιγουλάκι/για να σεργιανίσουμε/μες στο περιβολάκι».

[26] Απολλοδώρου, Βιβλιοθήκη, ΙΙΙ, 5: «εσώθη δε των μεν αρρένων Αμφίων, των δε θηλέων Χλωρίς η πρεσβυτέρα, η Νηλεύς συνώκηκε, κατά δε Τελέσιλλαν εσώθηκαν Αμύκλας και Μελίβοια, ετοξεύθη δε υπ’ αυτών Αμφίων».

[27] «Πάντα γυναίκες ίσαντι, και ως Ζευς αγάγεθ’ Ήραν». Βλέπε: A. Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας,  μτφρ. Α. Τσοπανάκη, σελ. 270-271.

[28] D. L. Page, Lurica Graeca Selecta, oxonii, MCM LXVIII, σελ. 248-9. Βλέπε και ASCLEPIEYM, HYMNI 131.

[29] Σχόλιο στον 289 της Ομήρου Οδύσσειας: «καλή τε μεγάλη τε εκ της κατά την όψιν κοσμότητος και αιδούς και τούτο υπονοείν δίδωσι καθά και Ξενοφών και Τελέσιλλα η Αργεία διαγράφουσιν αρετής και καλοκαγαθίας εικόνα».

[30] Ο τύπος του «Τελεσίλλειου» μέτρου είναι: υ_  υ υ _  υ _  Χρησιμοποιεί δηλ. επτασύλλαβο στίχο με συλλαβές: μακρά (ή βραχεία), μακρά, βραχεία, βραχεία, μακρά, βραχεία, μακρά.

[31] Λουκιανού, Ερωτικός, 30, 431: «….η Σπαρτιάταις ανθωπλισμένη Τελέσιλλα, δι’ ην εν Άργει Θεός αριθμείται γυναικών Άρης». Βλέπε και Ν. Δεπάστα, Η κατά του Άργους εκστρατεία του Σπαρτιάτου Βασιλέως Κλεομένους του Λ’ και η Τελέσιλλα (494 π.Χ.), Στρατιωτική Επιθεώρηση, Τ. 1, 1980.

[32] Πλουτάρχου, Ηθικά, 245 F: «…έθεντο νόμον τον κελεύοντα πώγωνα δειν εχούσας συναναπαύεσθαι τοις ανδράσι τας γεγαμημένας».

[33] Αριστοτέλους, Πολιτικά, ν, 1303 α 6: «…και εν Άργει των εν τη βδόμη απολομένων υπό Κλεομένους του Λάκωνος ηναγκάσθηκαν παραδέξασθαι των περιοίκων τινάς».

[34] Παυασανία, Κορινθιακά, ΙΙ, 20, 8.

[35] Βλέπε Ι. Κοφινιώτου, Ιστορία του Άργους από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών, Αθήνα 1982, σελ. 113.

[36] Βλέπε και Β. Δωροβίνη, Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική στο Άργος, Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών, XII, τ.2, 1980, σελ. 182.

[37] Βλ. Ν. Δεπάστα, ο.π., σελ. 100, σημ. 3.

Read Full Post »

Δυτικά του Ομήρου (Βιβλιοπαρουσίαση)


Η τελευταία ποιητική συλλογή του Γιάννη Α. Φίλη, «Δυτικά του Ομήρου» που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Μελάνι (2009), είναι μια αναζήτηση του αρχέγονου πάθους της ζωής που οδηγεί τον άνθρωπο μέσα από τις ιδιοτροπίες του χρόνου, σχεδόν με βιολογική αναγκαιότητα. Αυτό το πρωτογενές πάθος ξεδιπλώνεται στις δύο ενότητες που έχει το βιβλίο και σε τόπους που ο ποιητής έχει ζήσει: την Ασίνη, το Ναύπλιο, τα Χανιά, την Κεντρική και Βόρεια Αμερική.

  

Η ποιητική γεωγραφία του Γιάννη Φίλη. 

Πάνος Λιαλιάτσης


 

Η ποίηση σήμερα στην Ελλάδα καλλιεργείται από εκατοντάδες ποιητές που εκδίδουν συνεχώς συλλογές, με δικά τους έξοδα, χωρίς το ευρύ κοινό που τις παρακολουθούσε πριν από μερικές δεκαετίες. Οι ποιητές είναι περισσότεροι των αναγνωστών! Γιατί η ποίηση, με τη διάδοση του σουρεαλισμού και της “αυτόματης γραφής”, έγινε εύκολη μανιέρα, μέσα στη “θολούρα” των μοντέρνων εραστών της, που ανακοινώνουν τα βιώματά τους κρυπτικά μέσα σε πελάγη μυστικών στίχων χωρίς τη ραχοκοκαλιά του συγκεκριμένου.

Ο αναγνώστης μάταια προσπαθεί να προσεγγίσει τον ποιητή, να ενστερνιστεί κάποιο μήνυμά του και τελικά πετάει τη συλλογή οργισμένος και απογοητευμένος. Ωστόσο, μερικοί ποιητές ξεχωρίζουν μέσα στο πλήθος των ομοτέχνων τους, γιατί η έμπνευσή τους έχει λυρικό έρμα και εκφράζει κάποιο προσπελάσιμο νόημα. Αλλά και αυτοί έχουν ανάγκη τον ερμηνευτή τους, που θα τους πλησιάσει με κάποια ειδικά “κλειδιά”, για να αποκρυπτογραφήσει τους στίχους τους.

Είναι η περίπτωση του Γιάννη Φίλη, ενός ποιητή που πρόσφατα κυκλοφόρησε την πέμπτη συλλογή του “Δυτικά του Ομήρου” (σελ. 76, εκδόσεις “Μελάνι”), του οποίου θα προσπαθήσω να ερμηνεύσω μερικά ποιήματά του. Ο Γιάννης Φίλης κινείται στον ομηρικό κύκλο της Οδύσσειας και προϋποθέτει, δομικά, το γνωστό ποίημα του Γιώργου Σεφέρη “Ο βασιλιάς της Ασίνης”, τίτλος με τον οποίο ο νομπελίστας ποιητής μας έγινε γνωστός στην Ευρώπη με τη μετάφραση στα Αγγλικά των ποιημάτων του (Λονδίνο, 1948). Σημειώνω δύο σχετικούς τίτλους ποιητικών συλλογών του Γιάννη Φίλη: “Αρχάριος Οδυσσέας” (Μεταίχμιο, 2004) και “Ελπήνωρ – ένας χορτοφάγος χωρίς μνήμη” (Kάκτος, 2005).

Η αρχαία Ασίνη έγινε αρχικά γνωστή από τις ανασκαφές των Σουηδών στη δεκαετία του 1920, ακολούθησαν τα ποιήματα του Γ. Σεφέρη και του Ν. Καρούζου (“Στην Ασίνη οι πορτοκαλιές”) και το 1976 η “Aρκτική ζώνη” του Γιάννη Φίλη. Έτσι πλουτίστηκε το ομηρικό “Ασίνην τε”, που έγινε ευρύτερο ποιητικό σύμβολο.

Ο Γιάννης Φίλης γεννήθηκε στην Ασίνη το 1950 και σπούδασε στο Ε.Μ. Πολυτεχνείο ηλεκτρολόγος μηχανικός και ύστερα στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας UCLA, όπου πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα και δίδαξε αρχικά. Είναι σήμερα καθηγητής στο πολυτεχνείο Κρήτης, του οποίου διετέλεσε επί δεκαετία πρύτανης. Διδάσκει “Eπιστήμη των Συστημάτων”, που προϋποθέτει εφημορσμένα Μαθηματικά. Επιδίδεται στη σχετική ανάλυση και παράλληλα στην Οικολογία, για την οποία πέρσι βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Ποίηση, λοιπόν, και Μαθηματικά, δύο αγάπες αξεχώριστες, σύμφωνα με την πλατωνική επίκληση. Τις πρώτες του αναμνήσεις από τη γενέτειρά του μας τις έδωσε με το αφήγημά του “Μια σταγόνα στο χείμαρρο” (2007), που εξεδόθη στη Νέα Υόρκη.

Το βιβλίο του Γιάννη Φίλη “Δυτικά του Ομήρου”, που θυμίζει –τυχαία- το γνωστό στίχο του Οδυσσέα Ελύτη “δυτικά της λύπης”, αναφέρεται στο κάστρο της Αρχαίας Ασίνης, δυτικά του ανατολίτη Ομήρου, και στη γύρω περιοχή, όπου πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια.

Το πρώτο μέρος, “Λέξεις φυτρωμένες στις Πέτρες”, αναπαριστά τα πρώτα βιώματα και σκιρτήματά του. Είναι η παραλιακή ζώνη από το κάστρο έως τη Σπηλιά –ανατολικά- του Δρεπάνου, γνωστή ως “Πλάκα”. Μπροστά ανοίγεται το πέλαγος, όπου βλέπεις τρία ξερονήσια: την Πλατιά, την Ψηλή και τη Ρόβη, απέναντι από το Τολό.

Κοντά στο κάστρο, όπου κατασκήνωσαν στην Κατοχή οι Ιταλοί που μαζί με τους Γερμανούς ναρκοθέτησαν όλη την Πλάκα για τον κίνδυνο της συμμαχικής απόβασης, υπάρχει μια μικρή λίμνη, ο Γλυφός, όπου καταλήγει ο Δαφνοπόταμος, χείμαρρος που κατεβαίνει από το Αραχναίο. Στα χρόνια της Κατοχής, οι Ασιναίοι έβγαζαν νάρκες και πωλούσαν το δυναμίτη. Πολλοί σκοτώθηκαν σ’ αυτή την προσπάθειά τους. Στην Πλάκα σήμερα έχουν αναπτυχθεί πολλά κάμπινγκ που έχουν αλλοιώσει την παραλία.

Κοντά σ’ αυτήν, υπήρχε το εργοστάσιο κονσερβών “Πεταλούδα” του Τάσου Φίλη, πατέρα του ποιητή, που μνημονεύεται συχνά στους στίχους του. Τούτο το περιβάλλον μνημειώνει ο ποιητής στη δεκαετία του 1950. Δίνει ονόματα αρχαιοπρεπή σε όσους ανθρώπους σχετίζονται με την Ασίνη, επηρεασμένος από τους ποιητές που την εξύμνησαν. Έτσι ο πατέρας του παίρνει το όνομα Οδυσσέας, ο θείος του Κώστας, Μενέλαος κλπ.

Ο ποιητής εξομολογείται: “Η ζωή μου σε άνεμο ανείπωτο/ όταν την Πρώτη θάλασσα άκουσα./ Ήταν τότε που οι πανταχόθεν λέξεις/ εξηγούσαν των ανθρώπων τα έργα αλάθητα/ και χώρος για αμφβιβολία δε μου δόθηκε (…) Με σχημάτισαν η θάλασσα/ και οι πέτρες –Ασίνην τε.”

Ο σεφερικός Ελπήνωρ επανέρχεται: “Στα μέρη αυτά έτσι φτιάχνουμε σκαριά/ λέει ο Ελπήνωρ/ ένοικος στο κάμπινγκ στο Γλυφό δίπλα/ αφού με προσοχή σκότωσε τα στάχυα και τις πέτρες/ και οι τουρίστριες τον φωτογραφίζουν” (…) “Ο υγρότοπος που σκότωσαν του Ελπήνορα οι σύντροφοι/ (Γλυφό τον λέγανε)/ ο σπάρος που διάβαζε με προσοχή την άμμο/ και η φωνή που μ’ έσυρε απ’ το πρώτο φως/ που ο ήλιος βύθιζε στη λήθη τ’ άστρα/ ως την ημέρα που είδα τον τυφλό Πολύφημο/ να γράφει την Ιστορία της φυλής ίδια και απαράλλαχτα:/ Ασίνην τε”. (Η πρώτη θάλασσα).

Ξαναγυρίζει ο ποιητής στην κατοχική Ασίνη, που την συμπλέκει με την Ομηρική και αφηγείται την ιστορία του χωριού του: “O Έκτορας το ‘41 έβγαζε νάρκες στην αρχαία ακτή./ Οι Γερμανοί τον δίκασαν μπροστά σ’ όλο το χωριό/ τον έστησαν στις σκελετωμένες αμυγδαλιές/ -ο πατέρας του στην πρώτη σειρά./ (…) Τον δέσανε για να ‘ναι όρθιος./ Με το χτύπημα των ντουφεκιών/ σωριάστηκε με την ευκολία που σωριάστηκαν οι επιθυμίες του”.

Είναι η πικρή ιστορία μερικών αντιστασιακών της Ασίνης (Πάνος Δαμιανός, αδελφοί Παπαλιάκηδες κ.α.) που “παραδειγματικά” εκτέλεσαν οι Γερμανοί κοντά στο δημοτικό σχολείο.

Στο ποίημα “Iστορίες” αφηγείται, στον απόηχο του “Βασιλιά της Ασίνης”: “Καθίσαμε προς το απόγευμα στου λόφου τα σκαλιά/ σχεδόν ακουμπώντας των θεών την πατούσα (“αγγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την αφή του πάνω στις πέτρες”). “Οι πορτοκαλιές (απόηχος του Ν. Καρούζου) αργό ποτάμι χυνόταν στον Αργολικό”.

Ήταν παιδί όταν ο πατέρας του του ιστορούσε τον εμφύλιο: “Η αλήθεια με το μέρος μας! φώναζαν οι από δω/. Η  αλήθεια με το μέρος μας! φώναζαν οι από κει. “Η επιθυμία στη δεκαετία του ΄50/ γράφτηκε με πυρρή λεπίδα”. O θείος του “Μενέλαος” του μιλούσε για αντάρτες και δωσίλογους δίπλα στο κάστρο (“Η Ακρόπολη, Ποσειδώνας ηλιόλουστος”). “Και χάθηκαν πολλοί στα έγκατα της νύχτας/ και οι νικητές σέρναν με τ’ άρματά τους νικημένους/ και δείχναν τα λάφυρα με υπερηφάνεια/ στους ξένους πάτρωνες/ γιατί οι ανθρώποι είχαν λησμονήσει από πού έρχονταν (…) και η χώρα είχε μόνο νικημένους/ που υψώνανε τείχη ανάμεσά τους”.

Στα επόμενα ποιήματα της συλλογής “Δυτικά του Ομήρου” o Γ. Φίλης αφηγείται με αυτό τον παραβολικό τρόπο τις αναμνήσεις του πατέρα του από την καταστροφή της Μικράς Ασίας, από το λυρικό του ξεκίνημα στ’ Ανάπλι, από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, από την ανήσυχη στρατιωτική του θητεία και την μετέπειτα κατάσταση στην Ελλάδα. Είναι μια ποίηση αρρενωπή, αγωνιστική και διάφανη, μια υπόσχεση και μια ελπίδα για τα ελληνικά Γράμματα.

  

Πηγή


  •  Εφημερίδα, «Τα Αργολικά», Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010.

  

Read Full Post »

Τσουκαντάς Α. Γιώργος (1904-1973)


  

Μολονότι όλη η δημιουργικότητα του Τσουκαντά τελικά στράφηκε στο επιστημονικό του έργο, εν τούτοις έγραψε αξιόλογα ποιήματα. Η ποίησή του, πηγαία και απέριττη, αγνή και ειλικρινής, εξωτερικεύει τα αισθήματα και βιώματα του με απλό και αυθόρμητο τρόπο και μεταρσιώνεται σε γόνιμη ψυχική έξαρση. Μια ρομαντική και νοσταλγική διάθεση – χωρίς να λείπει και ο ανθρώπινος απαισιόδοξος και αισιόδοξος στοχασμός – επιζητεί να τονίσει λυτρωτική έφεση. Πολλοί στίχοι του είναι εμπνευσμένοι από τα τοπία και την φύση της Αργολίδας, του τόπου που θεωρεί πραγματική του πατρίδα.

 

Γιώργος Τσουκαντάς

Ο Γιώργος Τσουκαντάς, γιατρός & λογοτέχνης, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1904 και απεβίωσε το 1973.  Σπούδασε ιατρική και από το  1927 εγκαταστάθηκε στη Λύρκεια της Αργολίδος, για λόγους υγείας. Εκεί έμεινε μέχρι το 1943 ασκώντας το επάγγελμα του γιατρού. Ο πατέρας του ήταν από την Αθήνα και η μητέρα του από την Λυρκεία. Γι» αυτό την αγαπούσε σαν δεύτερη πατρίδα του. Από το 1943 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου ασκούσε το επάγγελμα του γιατρού ως ιδιώτης και ως ελεγκτής του Ι.Κ.Α. Στα 1935 παντρεύτηκε τη φαρμακοποιό Ελένη Παπανικολάου από τη Λυρκεία με την οποία έκανε δύο γιούς, το Θάνο που σπούδασε γιατρός και το Σπύρο που σπούδασε πολ. Μηχανικός. Στα 1942 φυλακίστηκε από τους Ιταλούς για εθνική δράση.

Υπήρξε σύμβουλος της Εθνικής Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, Γενικός Γραμματέας, Αντιπρόεδρος και Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Γιατρών Λογοτεχνών.

Φοιτητής εξέδωσε το λογοτεχνικό περιοδικό «Όρθρος» (Αθήνα 1923-24). Από το 1973 έως τo 1941 εξέδωσε το περιοδικό «Ηραία» στο Άργος σε συνεργασία με το λογοτέχνη Γ. Ξ. Λογοθέτη. Το έργο του Τσουκάντα είναι πολύπλευρο, ιστορικό, λογοτεχνικό, επιστημονικό, μυθολογικό, ποιητικό.

Σε φιλολογική εκδήλωση. Από αριστερά: Κ. Μεραναίος, Στρατής Μυριβήλης και Γ. Τσουκαντάς.

Ποιήματα δημοσίευσε σε περιοδικά της Αθήνας και της επαρχίας. Το 1947 εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Πέστροφες». Το 1967 κυκλοφόρησε την ποιητική συλλογή «Αμφιλύκη»„ με ποίηση μεστή και αξιόλογη, στην οποία περιέρχεται και το αριστουργηματικό του ποίημα «Πέταξες». Αυτό και μόνο φτάνει για να τον καθιερώσει σαν ποιητή. Η τελευταία του ποιητική συλλογή  ο «Αμφίστομος λόγος»,  εκδόθηκε το 1971. Είναι μια στροφή προς τον ελεύθερο στίχο χωρίς να καταστρέφει το λυρισμό και τη φιλοσοφία του: «Κοιτάω κατάματα το θάνατο, τις πλάτες εμπιστεύομαι στον Φοίβο», εξομολογείται στο «Παράπονο». Η ποίηση του είναι πηγαία, απέριττη, ειλικρινής. Εξωτερικεύει τα αισθήματα και τα βιώματα του με απλό και αυθόρμητο τρόπο, που μεταρσιώνεται σε γόνιμη ψυχική έξαρση.

Μία πλούσια εξωτερική απόκριση είναι ολόκληρη η ζωή του. Ποιητής στην ιδέα, στη φράση, στην απαγγελία και στους τρόπους ακόμα της ζωής. Παράλληλα με την ποίηση καλλιεργεί και την επιστήμη. Δημοσίευσε αξιόλογες εργασίες, επιστημονικές – ιστορικές, που φέρουν τη σφραγίδα της έρευνας του και προβάλλουν τον άνθρωπο με τις ανησυχίες και τη δίψα για πνευματικά επιτεύγματα.

  

Ενδεικτικά έργα του:


 

Στα 1923 , δηλαδή μόλις 19 ετών εκδίδει το λογοτεχνικό περιοδικό » Όρθρος » ενώ ήταν ακόμα φοιτητής της Ιατρικής Σχολής. 

Την περίοδο 1934-1940 δημοσιεύεται η πρώτη σειρά με θέματα μυθολογίας & ιστορίας , ανάμεσά τους καταγράφονται τα ακόλουθα :

– Μυθολογία της αρχαίας Λυρκείας (1934)

– Γενεαλογία των Δαναών (1940)

– Γενεαλογία των Ατρειδών (1940)

– Άργος και Δωδώνη , οι ρίζες της φυλής μας (1940)

– Η Ωραία Ελένη και ο Τρωικός πόλεμος (1940)

– Ο Αργείος ήρως Μελάμπους , πρώτος ψυχαναλυτής (1940)

Το 1947 εκδίδεται η πρώτη ποιητική του συλλογή » Πέστροφες »

Το 1948 σε συνεργασία με τον Γ. Ξ. Λογοθέτη , συνεκδότη του περιοδικού » Ηραία » , εκδίδει την ανθολογία » Ποιηταί της Αργολίδας «. 

Το 1955 δημοσιεύει τις έρευνες:  » Ο Μελάμπους πρώτος μύστης » & » Ο ιατρομάντης Μελάμπους και το ψυχοσύμπλεγμα του Ιφίκλου». 

Το 1958 δημοσιεύει  το » Άλκαθος , ο τραγικός βασιλιάς των Μεγάρων «, και την ποιητική ανθολογία » Αναπλιώτες «.

Το 1958 έως 1961 δημοσιεύει ιστορικά άρθρα & μελέτες , όπως :

– Περίανδρος (1958)

– Οι μυθολογικές ρίζες της Ελληνικής ιστορίας (1960)

– Αίγισθος (1960)

– Η τραγική γενιά των Τανταλιδών (1961)

Το 1961 δημοσιεύεται στο περιοδικό » Κασταλία » , το άρθρο του » Η Ελληνική γραφή στις μυθικές μας παραδόσεις » και στην συνέχεια ακολουθούν τα μελετήματα :

– Η αρχαία Σπάρτη και η δυναστεία των Τυνδαριδών (1962)

– Η αρχαία Αρκαδία και η δυναστεία των Πελασγών (1963)

– Μυθολογικά μελετήματα (1965)

Το 1967 θα εκδώσει την δεύτερη ποιητική συλλογή , με τίτλο » Αμφιλύκη »   (η λέξη αμφιλύκη δηλώνει το τελευταίο μέρος της νύχτας) .

Το 1970 δημοσιεύει στην » Κασταλία «, το δοκίμιό του με τίτλο » Στρατής Μυριβήλης . Ο άνθρωπος «. 

Η τελευταία του ποιητική συλλογή  ο «Αμφίστομος λόγος»,  εκδόθηκε το 1971.

 

Πηγές


Περιοδικό, «Μελάμπους / Αργειακά Ιατρικά Χρονικά», έκδοση Γενικού Νοσοκομείου Άργους, τεύχος 3, Απρίλιος 2004.

Λουκά Σταθακόπουλου – Γιάννη Γκίκα, «Ανθολογία ποιητών Αργολίδος & Κορινθίας 1798 – 1957», Αθήνα 1958.

Read Full Post »

Περσέας


Ο Δίας πέφτει σαν χρυσή βροχή στα πόδια της Δανάης.

Μυθικός ήρωας του Άργους, γιος του Δία και της Δανάης, κόρης του Ακρίσιου. Σύμφωνα με το μύθο, κάποιος χρησμός προειδοποιούσε τον Ακρίσιο, που ήταν βασιλιάς στο Άργος, ότι ο εγγονός του θα του άρπαζε το θρόνο σκοτώνοντάς τον. Τότε ο Ακρίσιος αποφάσισε να κλειδώσει την κόρη του σε υπόγειο χάλκινο δωμάτιο, για να εμποδίσει την ένωσή της με κάποιον άνδρα. Αλλά ο Δίας αγάπησε την όμορφη και γλυκιά Δανάη και μπήκε στο σκοτεινό δωμάτιο με τη μορφή χρυσής βροχής. Από την ένωση αυτή γεννήθηκε ο Περσέας. Κατατρομαγμένος ο Ακρίσιος έκλεισε την κόρη του και το μωρό σε κιβωτό και διέταξε τους ναύτες να την πετάξουν στο πέλαγο. Όμως, τα κύματα παρέσυραν την κιβωτό μέχρι τη Σέριφο, όπου μητέρα και γιος βρήκαν σωτηρία· κάποιος ψαράς τους ανέσυρε από τα κύματα και ο βασιλιάς του νησιού Πολυδέκτης τους προσέφερε φιλοξενία.

Ο Πολυδέκτης στη συνέχεια αγάπησε τη Δανάη και θεωρώντας τον Περσέα εμπόδιο στον έρωτά του, του αναθέτει να αποκεφαλίσει τη δαιμονική γοργόνα Μέδουσα.

Περσέας (Μπενβενούτο Τσελίνι)

Σ’ αυτή την επικίνδυνη αποστολή ο νέος είχε συμπαραστάτες τον Ερμή και την Αθηνά. Η Μέδουσα, ένα από τα τέρατα της ελληνικής μυθολογίας, ήταν θνητή κόρη του Φόρκυος και της Κητούς, που μαζί με τις δύο αθάνατες αδελφές της Σθεννώ και Ευρυάλη κατοικούσαν πέρα από τον Ωκεανό, στις εσχατιές της Δύσης.

Με κεφάλι γεμάτο φολίδες φιδιού, τεράστια δόντια, χάλκινα χέρια και χρυσά φτερά η Μέδουσα* απολίθωνε όποιον τολμούσε να την κοιτάξει. Ο Περσέας ακολουθώντας τις συμβουλές του Ερμή συνάντησε πρώτα τις Γραίες, που όπως και οι Γοργόνες ήταν κι αυτές κόρες του Φόρκυος και της Κητούς.

Ο Περσέας παίρνοντάς τους το μοναδικό μάτι και δόντι που είχαν και οι τρεις και μοιράζονταν μεταξύ τους, τις ανάγκασε να του δείξουν το δρόμο για τις Νύμφες, που κατείχαν τα απαραίτητα μαγικά αντικείμενα για να νικήσει τη Μέδουσα: την περικεφαλαία του Άδη, που όποιος τη φορούσε γινόταν αόρατος, τα φτερωτά σανδάλια, ένα ξίφος (τη χαλύβδινη άρπη) κι ένα σακίδιο. Μ’ αυτά τα αντικείμενα έφτασε στον τόπο που ζούσαν οι Γοργόνες και σκότωσε τη Μέδουσα την ώρα που κοιμόταν, αλλά για να μην απολιθωθεί από το βλέμμα της, την κοιτούσε μέσα από την χάλκινη ασπίδα της Αθηνάς.

Ο Περσέας έκοψε με το μαγικό ξίφος το κεφάλι της Μέδουσας, το έριξε στο σακίδιο και αόρατος από τη μαγική περικεφαλαία, εξαφανίστηκε με τα φτερωτά σανδάλια. Οι αδελφές της Μέδουσας δεν μπόρεσαν να τον καταδιώξουν. Από τον κορμό της αποκεφαλισμένης Μέδουσας ξεπήδησαν οι θεϊκοί ίπποι Χρυσάωρ και Πήγασος, καρποί και οι δύο της ένωσης της Μέδουσας με τον Ποσειδώνα, ενώ η θεά Αθηνά περισυνέλεξε το αίμα της που είχε τη δυνατότητα να σώζει ή να καταστρέφει ζωές και το δώρισε στον Εριχθόνιο ή τον Ασκληπιό.

Η Ανδρομέδα με τον Περσέα, σε τοιχογραφία της Πομπηίας.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ο Περσέας πέρασε από την Αιθιοπία, όπου απελευθέρωσε την Ανδρομέδα,** που ο πατέρας της, ο βασιλιάς Κηφέας, μετά από χρησμό του Άμμωνα Δία αναγκάστηκε να δέσει σ’ ένα βράχο, βορά σ’ ένα τέρας που έστειλε ο Ποσειδώνας, αφού η γυναίκα του Κηφέα, η Κασσιόπεια, καυχήθηκε πως ήταν πιο όμορφη από τις Νηρηίδες. Ο Περσέας παντρεύτηκε την Ανδρομέδα, την πήρε μαζί του στην Ελλάδα κι απόκτησαν επτά παιδιά.

Επιστρέφοντας στη Σέριφο και βρίσκοντας τη μητέρα του Δανάη και το σωτήρα τους Δίκτυ ικέτες στο βωμό του Δία για να γλιτώσουν από τον Πολυδέκτη, ο Περσέας απολίθωσε με το κεφάλι της Μέδουσας το διώκτη τους και έχρισε βασιλιά το Δίκτυ.

Όταν επανήλθε στο Άργος με τη μητέρα του, ο παππούς Ακρίσιος κατέφυγε στη Λάρισα, φοβούμενος για τη ζωή του. Ο Περσέας ήθελε να γνωρίσει τον παππού του και τον ακολούθησε με αγαθές προθέσεις. Στη Λάρισα όπου τον συνάντησε, έλαβε μέρος σε νεκρικούς αθλητικούς αγώνες και πετώντας το δίσκο τραυμάτισε άθελά του τον Ακρίσιο σοβαρά, ο οποίος στη συνέχεια πέθαινε. Έτσι ο χρησμός επαληθεύτηκε.

Έθαψε τον παππού του με τιμές αλλά επειδή δεν ήθελε να τον διαδεχθεί στον θρόνο του, έκανε συμφωνία με τον ξάδελφο του Μεγαπένθη, γιο του Προίτου, να ανταλλάξουν τα βασίλεια τους. Έτσι πήρε το βασίλειο της Τύρινθος αντί του Άργους και αργότερα έκτισε τις Μυκήνες.

Όταν ο Περσέας πέθανε, οι θεοί δεν τον έστειλαν στον Άδη, αλλά στα άστρα. Μαζί του καταστέρισαν την Ανδρομέδα και τους γονείς της Κηφέα και Κασσιόπη. Έτσι δημιουργήθηκαν οι αστερισμοί του Περσέα, της Ανδρομέδας, της Κασσιόπης και του Κηφέα, αποτυπώνοντας την ιστορία τους στον ουράνιο θόλο.

Ο μύθος της Δανάης και του Περσέα είναι από τους πιο όμορφους. Γι’ αυτό και οι καλλιτέχνες εμπνέονται απ’ αυτόν, ιδιαίτερα από την ένωση της Δανάης με το Δία και από τον αποκεφαλισμό της Μέδουσας. Ο μεγάλος λυρικός ποιητής και επιγραμματοποιός Σιμωνίδης ο Κείος*** έγραψε ένα τρυφερό και χαριτωμένο ποίημα, όπου φαντάζεται μάνα και γιο να ταξιδεύουν στο πέλαγος κάτω από τη βουή των κυμάτων. Η τραγική μάνα έχει χάσει τις μυθικές της διαστάσεις· είναι η απλή γυναίκα που υπομένει τον πόνο της, η τρυφερή και στοργική μάνα και ανεξίκακη κόρη, που δε μνησικακεί για τη σκληρότητα του πατέρα.

Παραθέτουμε ορισμένους στίχους. (Η Δανάη απευθύνεται στο μωρό της):

 … Γιε μου, καημό που νιώθω! Όμως εσύ κοιμάσαι!

Πα’ στ’ άχαρα σανίδια αυτά η μικρούλα σου καρδιά

γαλήνια υπνώνει. Ξαπλωμένο μου λάμπεις στο βαθύ

σκοτάδι μέσα και στη νυχτιά τη χαλκοκαρφοπλούμιστη.

Περνά του ανέμου ο βόγκος κι η άχνη του κυμάτου

απ’ τα μαλλιά σου απάνω, όμως εσύ, ως πλαγιάζει

σε πορφυρά στρωσίδια το γλυκό σου πρόσωπο,

έγνοια καμιά δεν έχεις…

 (μτφρ. Ι. Θ. Κακριδή)

 

Υποσημειώσεις


 

* Η Μέδουσα στην ελληνική μυθολογία αναφέρεται ως μία από τις τρεις Γοργόνες. Από τις τρεις αδελφές η Μέδουσα ήταν η θνητή. Το άλλο της όνομα ήταν Γοργώ, που σημαίνει άγρια ματιά. Κόρη του Φόρκυ ή Φορκέα και της Κητούς, αδελφή των Γοργόνων Σθενώ και Ευρυάλη, και των Γραιών Δεινώ, Ενυώ και Πεφρηδώ, ήταν στην αρχή Κενταύρισσα. Κατά μια εκδοχή ήταν τόσο όμορφη που ο Ποσειδώνας ήθελε να ενωθεί μαζί της. Μεταμορφωμένος σε άλογο βρέθηκε σε επαφή μαζί της, στον ιερό χώρο της Αθηνάς. Η θεά, εξοργισμένη με το γεγονός, δεν μπορούσε να έρθει σε ρήξη με τον Ποσειδώνα και έτσι ξέσπασε πάνω στην Μέδουσα. Την μεταμόρφωσε σε απεχθές τέρας, που αντί για μαλιά είχε φίδια. Η ασχήμια της ήταν τέτοια, που όποιος την κοιτούσε στο πρόσωπο πέτρωνε. Τελικά τη σκότωσε ο Περσέας, με την βοήθεια της Αθηνάς. Το κεφάλι της, το περίφημο «Γοργόνειο», το παρέλαβε η θεά από τον ήρωα και το επίθεσε στην ασπίδα της, επειδή το κεφάλι της, ακόμη και νεκρό, πέτρωνε όποιον το κοίταζε.

** Η Ανδρομέδα ήταν κόρη του Κηφέα και της Κασσιόπης, βασιλέων του Φοινικικού βασιλείου της Αιθιοπίας. Η Κασσιόπη, θεωρούσε ότι ήταν τόσο όμορφη όσο και οι Νηρηϊδες, γεγονός που προκάλεσε την οργή του Ποσειδώνα, ο οποίος έριξε λιμό στη χώρα και έστειλε ένα θαλάσσιο κτήνος που κατέτρωγε το λαό και τη χώρα. Σύμφωνα με το χρησμό του μαντείου του Άμμωνα η σωτηρία θα ερχόταν μόνο αν ο βασιλιάς παρέδιδε την κόρη του Ανδρομέδα στο κτήνος. Έτσι η Ανδρομέδα βρέθηκε δεμένη στο βράχο, στο έλεος του κτήνους.

*** Σιμωνίδης ο Κείος:  Μεγάλος λυρικός ποιητής της ελληνικής αρχαιότητας (556 – 468 π.Χ.). Γεννήθηκε στη μικρή πόλη Ιουλίδα του νησιού Κέω (σημερινή Τζιά). Το δώρο της ποίησης το κληρονόμησε από τον πατέρα και τον παππού του και το καλλιέργησε από τη νεανική του ηλικία. Γρήγορα η φήμη του έφτασε και στην Αθήνα, όπου τον προσκάλεσε ο Πεισιστρατίδης Ίππαρχος, ο οποίος τον είχε διαρκώς μαζί του και τον τιμούσε πολύ. Μετά το θάνατο εκείνου πήγε στη Θεσσαλία, όπου τον δέχτηκαν με φιλόφρονα αισθήματα οι Σκοπάδες και οι Αλευάδες και τους οποίους εγκωμίαζε με αμοιβή. Επειδή κατά την εισβολή των Περσών οι Θεσσαλοί μήδισαν, ο Σιμωνίδης  επέστρεψε στην Αθήνα και, μετά τη νίκη στο Μαραθώνα, νίκησε σε ποιητικό διαγωνισμό τον Αισχύλο, γράφοντας ελεγεία για τους υπερασπιστές της πατρίδας. Αργότερα ύμνησε τις νίκες των Ελλήνων στο Αρτεμίσιο, στη Σαλαμίνα και στις Πλαταιές. Οι ελεγείες και τα επιγράμματά του αυτά τον έκαναν διάσημο και τον αντάμειψαν με τη φιλία του Θεμιστοκλή, του Αριστείδη και του Παυσανία.

 

       
 
 
   

Πηγές

  


  • Οδυσσέα Κουμαδωράκη, « Άργος το πολυδίψιον » Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος 2007.
  • Larousse, «Θρησκεία – Μυθολογία», τομ. 9, Τα Νέα 2008.

 

Read Full Post »

« Newer Posts - Older Posts »