Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘History’

«το αποδέλοιπο Κολοκοτρωνέικο» το νέο βιβλίο του Νίκου Πλατή


 

«Ήξερα την ιστορία. Αγνοούσα την αλήθεια».

Κάρλος Φουέντες Μασίας, Μεξικανός μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος.

 

Κυκλοφόρησε το «το αποδέλοιπο Κολοκοτρωνέικο» του Νίκου Πλατή από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων.

«Το αποδέλοιπο Κολοκοτρωνέικο» είναι η συνέχεια και η ολοκλήρωση του βιβλίου «μικρο – Μέγα Κολοκοτρωνέικο» που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2019 και εξαντλήθηκε σε λιγότερο από τρεις μήνες.

 

«Το αποδέλοιπο Κολοκοτρωνέικο»

 

Γλαφυρά γραμμένα και τα δύο βιβλία, με ζυγισμένες δόσεις ειρωνείας και χιούμορ, αυστηρά τεκμηριωμένα, διεισδυτικά και αλληλοσυμπληρούμενα, απευθύνονται στο ευρύτερο ανήσυχο και απαιτητικό κοινό και καταφέρνουν να μην έχουν καμία επετειακή διάσταση.

Περιλαμβάνουν συνολικά περισσότερα από 400 λήμματα, που διαβάζονται σαν αυτοτελείς, συχνά συναρπαστικές, μικροϊστορίες και γίνονται ακόμη πιο ενδιαφέροντα επειδή πλαισιώνονται από ένα… φωτορεπορτάζ εποχής όλο εκπλήξεις που αναδύονται μέσα από πίνακες και σπάνια χαρακτικά ζωγράφων και περιηγητών.

 

«μικρο – Μέγα Κολοκοτρωνέικο» και «το αποδέλοιπο Κολοκοτρωνέικο».

 

Διαβάζοντας «το αποδέλοιπο Κολοκοτρωνέικο», ο αναγνώστης έχει πρόσβαση και σε πλήθος «λεπτομερειών» που η επίσημη ιστορία αποσιωπά εξ συστήματος, όπως λόγου χάρη:

Ότι στα Απομνημονεύματά του ο ίδιος ο Παλαιών Πατρών Γερμανός δεν αναφέρει πουθενά πως αυτός κήρυξε την Επανάσταση. Η κοινή λογική λέει πως αν είχε κηρύξει μια Επανάσταση… θα το θυμόταν.

Ότι ο Γεώργιος Κουντουριώτης πήγε να πολεμήσει τον Ιμπραήμ καβάλα σε χρυσοστόλιστο άλογο, υποβασταζόμενος (εκατέρωθεν) από δυο υπηρέτες του (έχανε την ισορροπία του και έπεφτε, σωριάζονταν καταγής): «Ασυνήθιστος ιππεύς, τον βαστούσαν δύο Αραπάδες, αιχμάλωτοι ιπποκόμοι, να μην πέσει από το περίφημον άλογον το οποίον κατείχεν και εις το οποίον δύσκολον εβαστούνταν ο πλέον καλύτερος ιππεύς».

Ότι κατά κανόνα, χωρίς σχεδόν καμιά εξαίρεση, μία φρεγάτα είχε ένα κυβερνήτη, έναν αρχικαπετάνιο, εκτός από την φρεγάτα «Ελλάς» που είχε τρεις αρχικαπετάνιους: Στην φρεγάτα «Ελλάς» διορίσθηκαν τρεις κυβερνήτες. Οι ναύαρχοι Μιαούλης (Υδραίος), Ανδρούτσος (Σπετσιώτης) και Αποστόλης (Ψαριανός). Το γελοίο αυτό μέτρο, γράφει ο Heideck, «ήταν αποτέλεσμα της αντιζηλίας και της δυσπιστίας που επικρατούσαν ανάμεσα στα τρία νησιά».

Ότι τα ορφανά του πολέμου κυκλοφορούσαν παντέρημα, ολόγυμνα και πειναλέα στους δρόμους της Αίγινας. Από πουθενά έλεος. Ο Αμερικανός εθελοντής και φιλέλληνας Jonathan Miller που βρισκόταν στην Αίγινα τον Μάιο του 1827, είδε μια μέρα ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι 9 και 7 χρόνων να περπατούν χέρι – χέρι σχεδόν γυμνά, γράφει στο Ημερολόγιό του (που κυκλοφόρησε στη Νέα Υόρκη την ίδια χρονιά): «Ήταν ορφανά από το Αϊβαλί». Ο Miller αποφάσισε να υιοθετήσει το αγοράκι. «Το κορίτσι, μόλις έμαθε ότι προτίμησα το αδερφάκι του, έκλαιγε απαρηγόρητο. Αλλά τι μπορούσα να κάνω;».

Ότι το μένος των επαναστατών δεν μετριαζόταν στα γυναικόπαιδα του εχθρού, δεν υπήρχε έλεος για κανένα τους. Άκρως συγκλονιστική, γι’ αυτές τις φρικτές μέρες της εκδίκησης, η μαρτυρία, του νεαρού αξιωματικού Brengeri, ο οποίος έζησε τις ωμότητες και τη σφαγή των αιχμαλώτων Κορινθίων Τούρκων και τις ιστορεί: «Μια μέρα, περνώντας από την αγορά, είδα πλήθος συγκεντρωμένο. Ζύγωσα και είδα μια νεαρή Τουρκάλα που οι Έλληνες στρατιώτες, ύστερα από κάθε λογής προσβολές και ταπεινώσεις, την είχαν μαχαιρώσει πολλές φορές στο πρόσωπο και στα χέρια. Το θύμα σύρθηκε όλη τη νύχτα με τα γόνατα και έφθασε στην πλατεία για να ζητήσει βοήθεια. Οι Έλληνες που την τριγύριζαν, την έφτυναν, ξέσχιζαν τα ρούχα της και την έβριζαν πουτάνα Τουρκάλα. Τα ανοιχτά τραύματά της που αιμορραγούσαν θα μπορούσαν να συγκινήσουν και πέτρινη καρδιά. Έτρεξα στο σπίτι του Κωλέττη, μινίστρου του πολέμου, και τον παρακάλεσα να στείλει δύο στρατιώτες για να απομακρύνουν αυτό το δύστυχο πλάσμα και να δώσουν ένα τέλος στο μαρτύριό του. Ο Κωλλέτης έδωσε αμέσως εντολή. Σε λίγο ήρθαν στην Αγορά δύο άνδρες, άρπαξαν την Τουρκάλα με βάρβαρο τρόπο, την πήραν παράμερα, τη σκότωσαν με τρεις σπαθιές και την παράτησαν στα σκυλιά. Ήταν μια από τις φρικαλέες σκηνές που αντίκρυζα καθημερινά» (Σιμόπ. τ. 2, σ. 33).

 

Για να πάρουμε μια γεύση από «το αποδέλοιπο Κολοκοτρωνέικο», σας «μεταφέρω» δύο λήμματα του βιβλίο που αφορούν, στο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη το πρώτο και στους Σουλιώτες το επόμενο:

 

Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος

 

Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος: Ένας Βοναπάρτε του άτακτου πολέμου! Το μεγαλύτερο προσόν του η γεωστρατηγική του σκέψη και η άριστη γνώση του περιβάλλοντος χώρου, του πολεμικού του πεδίου. Από τον μακρύ ληστρικό προηγούμενο βίο του (αλλά και ως Κάπος που ήταν κατά καιρούς) γνώριζε πιθαμή προς πιθαμή τα μέρη που πολέμησε, μπορούσε να διαβάσει τη σκέψη των αντιπάλων του για το τι θα κάνουν· εν αντιθέσει με τον Καραϊσκάκη, αυτός δεν το έπαιζε αρχιπαλικαράς και μπροστάρης, απλώς σκαρφάλωνε στα γκρεμίδια και παρατηρούσε προσεκτικά με το κιάλε του τις κινήσεις του εχθρού, έκανε χωσιές και κλεφτοπόλεμο, όχι πόλεμο αλά Βοναπάρτε (όπου οι αντίπαλοι στρατοί αντιπαρατίθενται ιστάμενοι ο ένας απέναντι στον άλλο σαν μολυβένια στρατιωτάκια και με τα κανόνια αμφοτέρων να βαράνε στο ψαχνό, σκορπίζοντας προς όλες τις γνωστές κατευθύνσεις ανθρώπινες σάρκες σε… μερίδες του μισόκιλου και του κιλού). (περισσότερα…)

Read Full Post »

Πολιτικοί όροι και οικονομικές λειτουργίες στην προεπαναστατική Πελοπόννησο – Μάρθα Πύλια στο: Θεωρητικές Αναζητήσεις και Εμπειρικές Έρευνες – Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας, Ρέθυμνο, 10-13 Δεκεμβρίου, 2008.


 

Δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσω εδώ τον όρο «χριστιανικές κοινότητες της τουρκοκρατίας» για να προσεγγίσω τις οικονομικές δραστηριότητες των κοινοτικών μηχανισμών που λειτουργούσαν στο εσωτερικό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας[1], επειδή η επανειλημμένη επιγραμματική του χρήση από την παραδοσιακή ιστοριογραφία παραπέμπει στη μεγιστοποίηση της αυτονομίας και του ρόλου των εν λόγω κοινοτήτων χωρίς να την προσγειώνει στον ιστορικό της περίγυρο. Άλλωστε, είναι γνωστό πως η κοινοτική οργάνωση των αλλόδοξων πληθυσμών της αυτοκρατορίας στηριζόταν σε παλιά μουσουλμανική πρακτική[2] και πως η οθωμανική διοίκηση δεν αναγνώριζε νομικά πρόσωπα αλλά λειτουργίες που επιτελούσαν τα φυσικά πρόσωπα, γι’ αυτό ακριβώς απευθυνόταν ονομαστικά στους εκάστοτε αντιπροσώπους των κατακτημένων χριστιανών ή εβραίων[3]. Θεωρώ χρήσιμο να επαναλάβω άλλη μια φορά και εδώ το διοριστήριο ιεροδικαστικό έγγραφο του Ρήγα Παλαμήδη στη θέση του αντιπροσώπου Μονεμβασιάς, γιατί επεξηγεί απολύτως την παραπάνω έννοια της χριστιανικής εκπροσώπησης αλλά και τη διαδικασία διορισμού των αντιπροσώπων:

«Οι πρόκριτοι της επαρχίας Μπενέφσε της Κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του βαρούς και όλων των χωρίων […] άπαντες υπήκοοι (ραγιάδες) προσωπικώς δι’ εαυτούς και επιτροπικώς ως αντιπρόσωποι των άλλων ραγιάδων, εμφανισθέντες ενώπιον ημών εν τω δικαστηρίω τούτω […] εδήλωσαν ότι προς υπεράσπισιν, διεξαγωγήν και διευθέτησιν των αφορωσών την επαρχίαν των υποθέσεων εν τη πρωτευούση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επειδή παρίσταται ανέφικτος ανάγκη να διορισθή αντιπρόσωπός τις, ο δε ειρημένος Ρήγας τυγχάνει ικανός […] διά το λειτούργημα, διορίζουσι και αποκαθιστώσι τούτον γενικόν αντιπρόσωπον και πληρεξούσιον αυτών. Ο δε ειρημένος […] εδήλωσεν ότι αποδέχεται [..]»[4].

Ρήγας Παλαμήδης, λάδι σε μουσαμά, έργο του Στέφανου Αλμαλιώτη (1910-1987). Συλλογή έργων τέχνης της Βουλής των Ελλήνων. Δημοσιεύεται στο:  «Πρόεδροι της Βουλής, Γερουσίας και Εθνοσυνελεύσεων 1821-2008», Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2009.

Ρήγας Παλαμήδης, λάδι σε μουσαμά, έργο του Στέφανου Αλμαλιώτη (1910-1987). Συλλογή έργων τέχνης της Βουλής των Ελλήνων. Δημοσιεύεται στο: «Πρόεδροι της Βουλής, Γερουσίας και Εθνοσυνελεύσεων 1821-2008», Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2009.

Στηριγμένη, λοιπόν, σ’ αυτή την πολιτική λογική επιχειρώ να ψαύσω τις ιδιωτικές οικονομικές συμπεριφορές των προσώπων που ήταν επιφορτισμένα με κοινοτικούς ρόλους, και μάλιστα τις οικονομικές στρατηγικές που ανέπτυσσαν για να ενισχύσουν κατά περίπτωση τα συμφέροντα της κομματικής τους φατρίας[5] αλλά και τη δική τους θέση μέσα στο τοπικό πολιτικό στερέωμα. Η επιχειρηματολογία που ακολουθεί, στηριγμένη στις πληροφορίες των πηγών, αποκαλύπτει οικονομικές συμπεριφορές που εξελίσσονταν στις παρυφές της οθωμανικής νομιμότητας και μαρτυρούσαν τον βαθμό απορρύθμισης του συστήματος: Οι εκμισθώσεις των φορολογικών εισοδημάτων από τους τοπικούς άρχοντες κατέληγαν σε δυσβάσταχτα ποσά για τους φορολογούμενους, ενώ οι υψηλές αμοιβές τής οποιασδήποτε μεσολάβησης προς την κεντρική διοίκηση επιβάρυνε ακόμη περισσότερο τους ήδη καταχρεωμένους ραγιάδες. Οι φοροεισπρακτικοί μηχανισμοί εξυπηρετούσαν εν τέλει τους τοπικούς άρχοντες που μεσολαβούσαν, καθώς η κεντρική διοίκηση εισέπραττε υποπολλαπλάσιο ποσό από εκείνο που τελικά βάρυνε τον φορολογούμενο πληθυσμό[6]. Η κεντρική εξουσία με τη σειρά της επιχειρώντας να ελέγξει την αυξανόμενη πολιτική και οικονομική εξουσία των τοπικών αρχόντων «έλαιον και θείον έρριπτεν εις το πυρ των έριδων»[7], οι οποίες ενδημούσαν στις αυλές των τοπικών αρχόντων, με αποτέλεσμα την πολιτική, την οικονομική αλλά και τη φυσική εξόντωση των τοπικών αυθεντιών, κατάσταση που επιβάρυνε ολοένα και περισσότερο την αστάθεια του συστήματος.

Το πληροφοριακό υλικό αντλώ κυρίως από την αλληλογραφία που βρίσκεται στο Αρχείο Ρήγα Παλαμήδη[8], γραμματέα του πασά του Μοριά και κατόπιν αντιπροσώπου (vekil) των καζάδων Τριπολιτσάς και Μονεμβασιάς στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας[9], από το Αρχείο Περρούκα[10] – αρχείο της επιφανούς οικογένειας προεστών του Άργους, που επίσης διατηρούσε προεπαναστατικά επίσημο αντιπρόσωπο στην Πόλη[11]– και από τα Αρχεία της γνωστής οικογένειας προεστών Δεληγιάννη[12].

Οι βεκίληδες, δηλαδή οι εκπρόσωποι των διοικητικών περιφερειών στην «πηγή της εξουσίας»[13] (όπως ενδεικτικά χαρακτηρίζεται η οθωμανική πρωτεύουσα στην αλληλογραφία που προανέφερα), λειτουργούσαν ως μεσολαβητές για τη διεκπεραίωση των συμφερόντων των αρχόντων (χριστιανών και μουσουλμάνων) των παραπάνω περιφερειών, αλλά ταυτόχρονα φρόντιζαν για τα δικά τους ιδιαίτερα οικογενειακά ή προσωπικά, πολιτικά ή οικονομικά συμφέροντα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες των πηγών, φαίνεται πως οι βεκίληδες αναλάμβαναν την προαγορά δημόσιων εισοδημάτων (iltizam) για λογαριασμό εντολέων που μπορούσαν να είναι ακόμη και οθωμανοί αξιωματούχοι, την κατάθεση αναφορών (arz ve mahzar) στην οθωμανική ή πατριαρχική αυλή αλλά και την καταγγελία των δικών τους πολιτικών αντιπάλων ή των εντολέων τους ως καταχραστών ή ταραξιών[14]. Μάλιστα, σχετικά με το iltizam, στην αλληλογραφία Παλαμήδη γίνεται σαφές ότι επρόκειτο αποκλειστικά για ετήσιες προαγορές εισοδημάτων (mukata’a)[15] και όχι για ισόβιες (malikane), καθώς οι πρώτες επέτρεπαν στο οθωμανικό ταμείο να διαπραγματεύεται κάθε χρόνο και να μεγιστοποιεί με την αναπροσαρμογή τις εισπράξεις του.

Οι βεκίληδες επιχειρούσαν επίσης να επηρεάσουν τον διορισμό των δραγουμάνων του Μοριά[16] και φρόντιζαν για την έκδοση ή την αναίρεση αφορισμών από την Ιερά Σύνοδο και για τον εκθειασμό ή, αντίθετα, τη διαβολή ιερέων στο Πατριαρχείο ανάλογα με τις συμμαχίες και τις σχετικές συγκυρίες που εξελίσσονταν στις περιφέρειες που εκπροσωπούσαν. Πάσχιζαν, επίσης, να υποστηρίζουν τις αναφορές και τις καταγγελίες τους προς την Πύλη με την υποστήριξη του Πατριαρχείου[17].

Το αξίωμα του δραγουμάνου, δηλαδή του διερμηνέα του πασά του Μοριά, προσώπου σε άμεση και καθημερινή επικοινωνία με τον πασά και κύριου μεσολαβητή ανάμεσα σε αυτόν και τους χριστιανούς τοπικούς άρχοντες, φαίνεται πως ήταν ένας από τους πιο περιζήτητους διορισμούς, μία από τις υψηλότερες πολιτικές θέσεις που οι μεγάλες χριστιανικές οικογένειες προεστών επιχειρούσαν να προσεταιριστούν για δικό τους όφελος. Εν τούτοις, συνέβαινε να αφανίζονται από τα έξοδα ακόμη και εκείνοι που κατόρθωναν τον διορισμό του δικού τους υποψήφιου[18]. Ούτως ή άλλως, οποιοδήποτε διάβημα των αρχόντων «εις την πηγήν της εξουσίας» είχε τη δική του λαθραία χρηματική τιμή.

Με αυτή την υπόγεια και πάγια τακτική μεταφέρονταν γενναία εισοδήματα προς την κορυφή της ιεραρχίας (την τοπική αλλά και την κεντρική), τα οποία οι διαμεσολαβητικοί μηχανισμοί αφαιρούσαν λεηλατικά από την παραγωγική διαδικασία και εξαιρούσαν από το οθωμανικό θησαυροφυλάκιο. Και μάλιστα, οι μεσολαβητές αυτοί που δεν ήταν άλλοι από τους χριστιανούς κοτζαμπάσηδες ή τους μουσουλμάνους αγιάνηδες, επιχειρούσαν σταθερά, όσο το επέτρεπε η φοροδοτική αντοχή των υπηκόων, να ενσωματώνουν τα υπέρογκα έξοδα των υπόγειων πολιτικών μεσολαβήσεων στους καταβαλλόμενους φόρους. Η οικογένεια Ζαΐμη είχε δε καταφέρει να μετατρέψει σε σταθερή φορολογική υποχρέωση της επαρχίας Καλαβρύτων το γιγαντιαίο ποσό που όφειλε στην οθωμανική διοίκηση για να της επιστραφεί η δημευθείσα περιουσία της, λόγω της συμμετοχής της στην εξέγερση του 1769[19].

Εν τέλει, οι μοραΐτες τοπικοί άρχοντες στο περιθώριο των λειτουργιών που επιτελούσαν και του οποιουδήποτε άμεσου οικονομικού οφέλους επιχειρούσαν να αποκομίσουν από αυτές, ασκούσαν παράλληλες οικονομικές δραστηριότητες που ευνοούσε η πολιτική τους θέση, ενώ ταυτόχρονα η οικονομική τους επιφάνεια ενίσχυε την πολιτική τους μακροβιότητα. Με άλλα λόγια η πολιτική εξουσία επέτρεπε την απολύτως αντιπαραγωγική διαχείριση του παραγόμενου προϊόντος και, εν πολλοίς, μέσα από τη διαδικασία αυτή η οικονομική εξουσία προσδιόριζε τους πολιτικούς ρόλους, τις θέσεις και τις αποφάσεις[20].

Κανέλλος Δεληγιάννης, ελαιογραφία.

Ανάμεσα στις αντιπαραγωγικές συνήθειες που ενδημούσαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία οφείλω να προσθέσω επιγραμματικά τον αποθησαυρισμό που προκαλούσε η συνεχής υποτίμηση του νομίσματος, και την επιδεικτική καταναλωτική συμπεριφορά που υπαγόρευε το απολύτως ασταθές οικονομικό και πολιτικό μοντέλο της ύστερης οθωμανικής εποχής: Συνήθως αποθησαυρίζονταν πολύτιμα μέταλλα και υφάσματα για να ρευστοποιηθούν τη στιγμή της κρίσης, ενώ η επιδεικτική κατανάλωση από πρόσωπα ανώτερων αλλά και χαμηλότερων αξιωμάτων και εισοδημάτων αποσκοπούσε στο να αναπαραστήσει την πραγματική ή εικονική συμμετοχή σ’ ένα υψηλότερο κοινωνικό καθεστώς[21]. Η καταγραφή των δημευθέντων κινητών περιουσιακών στοιχείων από το σπίτι της οικογένειας Δεληγιάννη μετά την εκτέλεση του γενάρχη της (Φεβρουάριος 1816) αλλά και μια δεύτερη καταγραφή των κινητών περιουσιακών στοιχείων που η ίδια οικογένεια αποθήκευσε λίγο πριν την ελληνική Επανάσταση (1η Μαρτίου 1821), αποκαλύπτει πληθώρα κοσμημάτων, πολύτιμων αντικειμένων και πολυτελών υφασμάτων[22].

Οι χριστιανοί τοπικοί άρχοντες υιοθετούσαν, λοιπόν, τις παραπάνω προσωπικές συμπεριφορές και απολάμβαναν τα οφέλη της επικοινωνίας τους με τις οθωμανικές αυλές. Σε επιστολή του προς τους Περρουκαίους ο Ρήγας Παλαμήδης αναφέρει σχετικά με διαφιλονικούμενη καλλιεργημένη γη ότι «εις το χωράφι αυτό εξαρχής χέρι δεν έβανα, εάν κατά την προσταγήν του ιτζέτπεη εφένδη δεν εδιορίζετο ναζύρης[23] εις τούτο ο άρχων πατέρας της και εάν η ευγενεία του δεν μοι έδιδεν την άδειαν»[24]. Είναι προφανές πως η κατοχή της γης δεν υποστηρίζεται με άλλους «τίτλους» εκτός από τη σύμφωνη γνώμη του οθωμανού αξιωματούχου.

Σε άλλη περίπτωση οι άνθρωποι του «ενδοξομεγαλοπρεπέστατου μουσταφέμπεϊ»[25] των Πατρών παρακάμπτουν συμφωνίες του ίδιου του μπέη για πώληση σταφίδας σε χριστιανό έμπορο, για να την δώσουν τελικά – ακόμη και στην ίδια τιμή – στον Χαράλαμπο Περρούκα: «Ο ενδοξομεγαλοπρεπέστατος μουσταφέμπεϊ εφένδης μας είχεν σταφύδαν αυτού εις βοστίτσαν και πάτραν την οποίαν έγραψεν να την δώση με το να ευρέθη εδώ ο μόνον Χ» Φιλιππής και εζήτησεν να αγοράσει [… όμως] οι αυτού επιτροποί του είχαν προσυμφωνίσει με την ευγενεία σας […]. η ενδοξομεγαλοπρεπεία του μαθών τούτο εδυσαρεστήθη ευχαριστούμενος κατά πάντα λόγον να την λάβει η ευγενεία σας […] η τιμή οπού ο Φιλιππής έδωσεν είναι τάλαρα 70: το μεγαλίτερον χισμέτι σας είναι το να παρθή εις αυτό και προσπάθισον όσον γίνεται να μην λάβη την παραμικράν δυσαρέσκειαν»[26].

Σχετικά – και απολύτως συνοπτικά – με το οικονομικό προφίλ των χριστιανών προκρίτων στην προεπαναστατική Πελοπόννησο επισημαίνω και εδώ[27] α) πως κατείχαν περιορισμένη γαιοκτησία σε σχέση με εκείνη των οθωμανών ντόπιων αρχόντων, πως καταπιάνονταν με εμπορικές και κυρίως με δανειστικές δραστηριότητες που ευνοούσε η αρμοδιότητά τους να συγκεντρώνουν και να καταβάλουν στη διοίκηση τους φόρους[28], β) πως σε περιορισμένη κλίμακα συμμετείχαν στις εκμισθώσεις δημόσιων προσόδων και, τέλος, γ) πως κάποιοι από αυτούς επιδίδονταν σε χρυσοφόρες εκμισθώσεις εισοδημάτων της οθωμανικής αυλής στον Μοριά[29].

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως στην κλίμακα των εισοδημάτων και των περιουσιών οι μοραΐτες χριστιανοί τοπικοί άρχοντες υπολείπονταν κατά πολύ των αντίστοιχων μουσουλμάνων αγιάνηδων οι οποίοι δεν κατείχαν μόνο τις πιο εκτεταμένες και προσοδοφόρες καλλιέργειες, όπως και τη μερίδα του λέοντος στις αστικές ιδιοκτησίες, αλλά σχεδόν μονοπωλούσαν τις εκμισθώσεις των δημόσιων προσόδων[30]. Εν τέλει, οι χριστιανοί περιορίζονταν στο στενό πλαίσιο που επέτρεπαν οι δραστηριότητες των μουσουλμάνων αρχόντων και είχαν συντριπτικά μικρότερη συμμετοχή στην ιδιοποίηση του παραγόμενου προϊόντος[31].

Οι μοραΐτες αγιάνηδες στήριζαν την οικονομική παντοδυναμία στην πολιτική τους επιρροή που προέκυπτε από την άμεση σχέση με την οθωμανική διοίκηση, ενώ οι ίδιοι, τουλάχιστον σε αυτή την ύστερη περίοδο, δεν είχαν καμία εξοικείωση με τα στρατιωτικά αξιώματα[32]. Κατείχαν συχνά το αξίωμα του βοϊβόδα, δηλαδή του εντεταλμένου της οθωμανικής διοίκησης για την εκμίσθωση και τη συγκέντρωση των φόρων των επαρχιών. Με αυτή την ιδιότητα βρίσκονταν σε διαρκή επικοινωνία με τους χριστιανούς τοπικούς άρχοντες, οι οποίοι με τη σειρά τους κατένειμαν και περισυνέλεγαν για λογαριασμό του βοϊβόδα τις φορολογικές υποχρεώσεις στις δικές τους περιφέρειες[33]. Η παραπάνω σαφώς ιεραρχημένη σχέση ανάμεσα σε μουσουλμάνους και χριστιανούς τοπικούς άρχοντες αποτυπωνόταν στη μεγαλύτερη ευχέρεια πρόσβασης των πρώτων στον παραγόμενο πλούτο και στην προφανή πολιτική εξάρτηση των δεύτερων από τους πρώτους.

Οι διαθέσιμες πηγές μάς επιτρέπουν να προσεγγίσουμε ενδεικτικά τις τάσεις κερδοφορίας των χρηματικών δραστηριοτήτων των χριστιανών αρχόντων: Αν θεωρήσουμε πως ο συνήθης ετήσιος τόκος δανεισμού κυμαινόταν από 12% έως 20%[34], στα οικονομικά κατάστιχα της οικογένειας Δεληγιάννη το ετήσιο κέρδος από δύο εκμισθώσεις τοπικών φορολογικών προσόδων ανέρχεται αντίστοιχα σε 19% και 31%[35], ενώ ο Παπατσώνης, σε ένα μόνο έτος, το 1772, κατόρθωσε να υπερτετραπλασιάσει το κεφάλαιο που κατέβαλε για την προαγορά των εισοδημάτων της σουλτάνας «Μπεϊάν»[36]. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως το είδος των παραπάνω εισοδημάτων που συγκέντρωναν οι χριστιανοί τοπικοί άρχοντες, οφειλόταν στην εύνοια και τη συναίνεση των οθωμανικών αρχών. Όσο για τα «υπερκέρδη» του Παπατσώνη, αν και περιορίστηκαν από τις διεκδικήσεις των αντιπάλων του[37], παρέμειναν πολλαπλάσια της καταβαλλόμενης ετήσιας προαγοράς του εισοδήματος της σουλτάνας[38].

Με την προνομιακή εκμίσθωση των εισοδημάτων της ίδιας σουλτάνας στην Πελοπόννησο καταπιάνονταν άλλωστε οι Δεληγιανναίοι και ο Παπαλέξης[39], ενώ από τα κοινά οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της εν λόγω δραστηριότητας φαίνεται τελικά πως προέκυψε η συμμαχία που ο Μιχαήλ Οικονόμου ονόμασε «καρυτινομεσσηνιακό» κόμμα[40]. Συμπερασματικά, από τις διαθέσιμες μαρτυρίες προκύπτει πως η προαγορά των φόρων και των εισοδημάτων της αυτοκρατορικής αυλής αποτελούσε εξαιρετική και σπάνια διέξοδο για τα κεφάλαια των χριστιανών αρχόντων οι οποίοι επιδίδονταν στον δανεισμό των καταχρεωμένων φορολογουμένων αλλά και τον δανεισμό των επίσης καταχρεωμένων κοινοτήτων που εκπροσωπούσαν[41].

Τα εισοδήματα που εν τέλει συγκέντρωναν οι χριστιανοί τοπικοί άρχοντες, ήταν πολλαπλά: Δίπλα από τη μικρή ή μεγάλη γαιοκτησία και την ενδεχόμενη αστική περιουσία[42], δίπλα από τον δανεισμό και την ενδεχόμενη συμμετοχή στις εκμισθώσεις δημόσιων εισοδημάτων, δίπλα ενδεχομένως και από τις μικρές ή μεγαλύτερες εμπορικές επιχειρήσεις[43], δίπλα από τους νόμιμους μισθούς, είχαν τη δυνατότητα να κερδίζουν και από τις μεσολαβήσεις που επιχειρούσαν: Ο Π. Παπατσώνης στη λιτή αλλά πολύ κατατοπιστική αφήγηση των οικονομικών δραστηριοτήτων της δικής του οικογένειας το δηλώνει ρητά: «Ο δε προεστός ωφελείτο και από τα βασιλικά δοσίματα αν ήθελεν, εκτός δε τούτων των ωφελημάτων είχε και τυχηρά πάμπολλα ετησίως»[44]· αυτό σημαίνει ότι ιδιοποιείτο τη διαφορά ανάμεσα στον εκάστοτε εισπραττόμενο φόρο και σε αυτόν που καταβαλλόταν στο οθωμανικό δημόσιο, και ακόμη ότι «ωφελείτο» ξεχωριστά από όλες τις πολιτικές υπηρεσίες που παρείχε, όπως για παράδειγμα την κατάθεση και την παρακολούθηση των καταγγελιών και τη διεκδίκηση θέσεων και εκμισθώσεων για τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του.

Είναι αποκαλυπτική προς αυτή την κατεύθυνση η προαναφερθείσα αλληλογραφία του Ρήγα Παλαμήδη. Ως απεσταλμένος του καζά της Μονεμβασιάς στην Πόλη, ο Παλαμήδης αναλαμβάνει, μεταξύ άλλων, να διεκπεραιώσει την εξορία ενός επικίνδυνου (κατά την αλληλογραφία) μουσουλμάνου αξιωματούχου[45] – με τη σύμφωνη γνώμη των αγάδων και των κοτζαμπάσηδων – έναντι 2.500 γροσιών καταρχάς και 3.000 κατόπιν[46]. Επίσης αναλαμβάνει να εξασφαλίσει για λογαριασμό του «ενδοξοτάτου» Μουσταφά Μπέη Χασάν Μπέη Ζαδέ, αγά της Μονεμβασιάς, την εκμίσθωση του μουκατά[47] και του σαλιανέ[48] της περιοχής, με «χετιγιέν», δηλαδή δώρο για τις υπηρεσίες του «πολλά μεγαλήτερον» από 1.000 γρόσια[49]. Μάλιστα, ο Παναγιωτάκης Καλογεράς, προεστός Μονεμβασιάς, προετίθετο από την πλευρά του να συμπληρώσει την «τιμή» της μεσολάβησης για τη διεκπεραίωση της εξορίας του εν λόγω ανεπιθύμητου με άλλα 500 γρόσια για τους κόπους του Παλαμήδη, αποβλέποντας βέβαια και στην εύνοια του Μπέη[50]. Ο δε Μουσταφά Μπέης, από τη δική του πλευρά, εκτιμούσε ότι 2.000 γρόσια αρκούσαν και για το «χισμέτι» του Παλαμήδη, δηλαδή τις υπηρεσίες του για την επίτευξη της εξορίας[51].

Βέβαια, το ζήτημα που προέκυψε ήταν ότι ο Παλαμήδης ζητούσε πολλαπλάσια ποσά για την τελεσφόρηση των υποθέσεων. Εν τέλει προσέκρουσε στην άρνηση και τον θυμό των εντολέων του, οι οποίοι με τη σειρά τους του υπενθύμισαν πως τα προτεινόμενα ποσά για την κατακύρωση των εκμισθώσεων ξεπερνούσαν όχι μόνο το προσδοκώμενο κέρδος αλλά και αυτό ακόμη το προσδοκώμενο συνολικό ποσό του εισπραττόμενου φόρου: «διά του σαλιανέ την υπόθεσιν, μας εδίξατε ένα πλήθος άσπρων όπου πρέπει να πουλήσωμεν και αυτόν τον σαλιανέν και να μην εμπορέσωμεν να δώσωμεν αυτήν την ποσότητα»[52]. Η διατύπωση αυτή μας πληροφορεί για την πρακτική της μεταπώλησης των ήδη προαγορασμένων δημόσιων εισοδημάτων και για την παρεμβολή εν τέλει περισσότερων ενδιαμέσων από εκείνους που τυπικά προβλέπονταν. Το αποτέλεσμα έχει ήδη αναφερθεί: Υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση για τους υπηκόους και λιγότερα εισοδήματα στο οθωμανικό θησαυροφυλάκιο.

Όταν ο Παλαμήδης δεν πέτυχε καμία από τις ανειλημμένες υποχρεώσεις, ο Παναγιωτάκης Καλογεράς τον απείλησε ότι στο εξής πρέπει να αρκεσθεί στον μισθό της αντιπροσώπευσης του καζά: «Ο μισθός του βετζαλετίου σας είναι διά γρόσια εξακόσια τον χρόνον και ό,τι δούλευσιν κάμετε κατά τον μαδέν να γίνεται και το ηκράμι σας. λοιπόν βαστάτε το παρόν γράμμα μου διά βεβαίωσίν σας ότι μόνον εξακόσια γρόσια έχετε να λαμβάνετε από τον καζάν μας χρόνον καιρόν διά το βετζαλετλίκι σας, και να μην ηξεύρωμεν τίποτα άλλο»[53]. Πράγματι η είσπραξη του ετήσιου μισθού και μόνον συνιστούσε απειλή για τον Παλαμήδη, καθώς αποτελούσε πενιχρή υποδιαίρεση των προσδοκώμενων αμοιβών του και ισοδυναμούσε περίπου με το προτεινόμενο «δώρο» για τη διεκπεραίωση της εξορίας, υπολειπόταν δε από το «δώρο» για την εξασφάλιση του μουκατά κατά 40%.

Θα μπορούσαμε να χρεώσουμε την αποτυχία στον Παλαμήδη και να του αποδώσουμε αναποτελεσματικότητα και πλεονεξία. Είναι όμως γεγονός πως ανεξάρτητα από τις προσωπικές του ικανότητες, οι σύγχρονες πηγές μαρτυρούν συλλήβδην τη δραματική υπερφόρτωση των φορολογικών υποχρεώσεων αλλά και του κόστους των προσφυγών προς την εξουσία από εντεταλμένους διαμεσολαβητές, μουσουλμάνους ή χριστιανούς τοπικούς άρχοντες, ή και οθωμανούς αξιωματούχους.

Ενδεικτικό της διαφθοράς και της συνακόλουθης επιβάρυνσης των οικονομικών της κεντρικής εξουσίας αλλά και των πνιγηρών κοινοτικών υποχρεώσεων είναι το παρακάτω παραστατικό απόσπασμα που προέρχεται από επιστολή των προεστών της Πάτρας προς «ενδοξομεγαλειώτατον» αξιωματούχο του Μορέως:

«ηδέ τώρα τίνος να αναφέρομεν τοιαύτες προτάσεις, και ποίος να μας δώση ακρόασιν επειδή και το σεντούκι της πολιτείας μας έχει πληρωμένα τριών χρόνων αγαλίκι της ενδοξομεγαλειότητός σας, έχει και πληρωμένα εις βασιλεύουσαν εξήντα τόσες χιλιάδες γρόσια, και από μουκατά ένας παράς δεν έπεσε μέσα εις το σεντούκι, καθώς σας είναι γνωστόν, τι να ειπούμε του κόσμου εφένδη μου;» (1817, Ιουλίου 7, Πάτρα, υπογράφουν οι Νικόλαος Λόντος και Γεράσιμος Μαντζαβίνος)[54].

Ένα χρόνο νωρίτερα, πριν διαδραματιστούν τα όσα αναφέρθηκαν για τη Μονεμβασιά, ο Παλαμήδης, ως αντιπρόσωπος του καζά της Τριπολιτσάς στην Πόλη, είχε αναλάβει να επηρεάσει τον διορισμό του νέου δραγουμάνου του Μοριά, την ίδια στιγμή που η ανταγωνιστική συμμαχία των Περρουκαίων του Άργους επιχειρούσε στην Κωνσταντινούπολη να διορίσει στην ίδια θέση έναν δικό της άνθρωπο.

Ο Σωτήρος Κουγιάς, προεστός στην Τριπολιτσά, αφού εξηγεί πώς ο απερχόμενος δραγουμάνος Γεώργιος Ουαλεριανός απέσπασε 15.000 γρόσια εκβιάζοντας τους κοτζαμπάσηδες ότι θα γνωστοποιήσει μυστικές συμφωνίες τους κατά των οθωμανών τοπικών αρχόντων, συμβουλεύει τον βεκίλη και ανηψιό του, τον Ρήγα Παλαμήδη, να φροντίσει για τον διορισμό κάποιου από την οικογένεια των Σαμουρκάσηδων και τον διαβεβαιώνει πως τόσο αυτός όσο και ο νέος δραγουμάνος θα πληρωθεί από το «κοινόν» για τα έξοδα του σχεδιαζόμενου διορισμού:

«προ ημερών εμίσευσεν απ’ εδώ ο δραγουμάνος, διά τα αυτόθι [… και] διά να μην μαρτυρήση μερικά μυστικά οπού είχε με τους προεστούς περί βουτζούχηδων[55] τους επήρε μετρητά διά χαρτζιράχι[56] γρόσια δεκαπέντε χιλ:δ […] κάμε τρόπον να πάρη την δραγομανίαν κανένας από τους σαμουρκάσηδες και πάρε τον και ένα χετιέ, και αν κάμη και τίποτες έξοδα, με τον ερχομόν του τα παίρνει από τον μωρέα, καθώς και η ευγενεία σου, και η προκοπή σας είναι το να παρακινήσης να μας έλθη παρόμοιον υποκείμενον ως άνωθεν σοι γράφω.» (Τριπολιτζά, μαΐου 31, 1819, υπογράφει ο Σωτήρος Κουγιάς)[57].

Κατά παραγγελία, λοιπόν, του Σωτήρου Κουγιά, ο Παλαμήδης με ομολογία στο δικό του όνομα εκταμίευσε 5.300 γρόσια από τον έμπορο και τραπεζίτη Γεώργιο Ιωάννου για να αντιμετωπίσει τα λεγόμενα έξοδα «της Δραγουμανίας». Από την πλευρά του το ταράφι[58] των Περρουκαίων «διά την αποπεράτωσιν της Δραγουμανίας εις υποκείμενον οπού η εποχή απαιτεί»[59] και του «βεκιαλετίου», δηλαδή της αντιπροσωπίας, καταχρεώθηκε με 20.250[60] γρόσια. Μετά τον διορισμό του Σταυράκη Ιωβίκη που φαίνεται πως υποστήριζαν οι Περρουκαίοι, και τα δύο μέρη βρέθηκαν φρικτά καταχρεωμένα.

Ο Ρήγας Παλαμήδης αρνήθηκε να πληρώσει την οφειλή του και ο Γεώργιος Ιωάννου, ως «πραγματευτής που δεν ημπορεί να σφαλιέται με τόσην ποσότητα διά καιρό»[61], επειδή και αυτός «χρεωστούσε πολλά άσπρα, και περισσότερον δεν Ιμπορούσε να υποφέρει»[62], δρομολόγησε εν τέλει την αναγκαστική τμηματική εξόφληση του κεφαλαίου (5.300 γρόσια) και των τόκων (1.000 γρόσια, επιτόκιο 19%) μετακυλίωντας σε τρίτους το χρέος του Παλαμήδη[63]. Επειδή ούτε και αυτό τελεσφόρησε, ασκήθηκαν στον Παλαμήδη συναισθηματικές πιέσεις και προτροπές ακόμη και από το προσωπικό του περιβάλλον και, τέλος, διατυπώθηκαν απειλές για παρέμβαση του εν ενεργεία δραγουμάνου, του Κιαμήλμπεη, και των οθωμανικών αρχών[64], τις οποίες, κατά πάσα πιθανότητα, απέφυγε λόγω της έκρηξης της Επανάστασης.

Σε αυτό το σημείο θα ήταν χρήσιμο να παραθέσω μια σειρά από ενδεικτικές τιμές, έτσι όπως παρουσιάζονται στα τεκμήρια, ώστε τα υπέρογκα ποσά που μόλις προηγουμένως αναφέρθηκαν, να τοποθετηθούν στην κλίμακα των τιμών της εποχής:

Σύμφωνα με τις τιμές που καταγράφονται στα κατάστιχα καθημερινών εξόδων της οικογένειας Δεληγιάννη, το 1818 μία οκά σιτάρι κόστιζε 19 παράδες, ενώ στις αρχές του 1821 το «μεροδούλι» του ράφτη ετιμάτο 1,5 γρόσια[65]. Με δεδομένο ότι ο Felix Beaujour εκτιμά σε 154 οκάδες το βιοτικό ελάχιστο της κατανάλωσης δημητριακών κατ’ άτομο και αρκετά λιγότερες από 265 τις εργάσιμες μέρες του χρόνου – επειδή οι θρησκευτικές αργίες ήταν 100 –[66], αν εφαρμόσουμε τις παραπάνω τιμές στις εκτιμήσεις του, ο «χετιγιές» των 1.000 γροσιών αντιστοιχούσε περίπου στην ετήσια κατανάλωση δημητριακών 13 ατόμων, ενώ το ετήσιο εισόδημα ενός ράφτη που απασχολείτο 200 μέρες τον χρόνο, αποτελούσε το μισό από το κανονικό εισόδημα της βεκιλίας, με το οποίο «απειλήθηκε» από τον δυσαρεστημένο κοτζάμπαση της Μονεμβασιάς ότι θα αμειφθεί ο Παλαμήδης, αν δεν διεκπεραίωνε τις υποθέσεις που ανέλαβε.

Σ’ αυτές τις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες, ακόμη και τα μέρη της αντίπαλης συμμαχίας, ο Αθανάσιος Κανακάρης και ο Δημήτριος Περρούκας, οι οποίοι πέτυχαν τον διορισμό του δικού τους ανθρώπου στη θέση του δραγουμάνου του Μοριά, δεν βρίσκονταν σε καλύτερη θέση. Από την Κωνσταντινούπολη απηύθυναν δραματική έκκληση προς τους υπολοίπους της κομματικής τους μερίδας για την εξόφληση των χρεών που προκάλεσαν οι σχετικές μεθοδεύσεις: «ημείς δε αδελφοί ευρισκόμεθα εις τας στενοχωρίας των εξόδων μας διά τα συμβάντα μας δεινά και την αποπεράτωσιν και της Δραγουμανίας και του βεκιαλετίου και τους κινδύνους υπερπηδήσαντες τη θεία δυνάμει προλαβόντως ήδη επηρρεαζόμεθα υπό των δανειστών και χρήζομαι της αδελφικής συνδρομής και βοηθείας σας […] ελπίζομεν να μεταχειρισθήτε διά την ησυχίαν ημών εκείνον τον ζήλον και την προθυμίαν οπού εμείς εδείξαμεν εις εκτέλεσιν των γεγραμμένων σας»[67].

Η αλυσίδα των χρηματισμών και της καταχρέωσης, που μόλις παρακολουθήσαμε απορρύθμιζε ολοκληρωτικά τους οικονομικούς συντελεστές της τοπικής κοινωνίας αλλά και της κεντρικής οθωμανικής διοίκησης. Οι διαμεσολαβητές, όσο και αν χρηματίζονταν, εν τέλει συνθλίβονταν από το βάρος της εντεινόμενης πολιτικής και οικονομικής αστάθειας, το δε εμπορικό κεφάλαιο φαίνεται πως έβγαινε επίσης ζημιωμένο κάθε φορά που αναλάμβανε να χρηματοδοτήσει τις συνήθεις οθωμανικές «επενδύσεις». Αυτή είναι και η άποψη ενός συνεργάτη του Γεωργίου Ιωάννου σε εμπορική επιστολή που του απευθύνει στις 31/12/1820 για την εκτέλεση χρηματικών εντολών, αλλά και για να εκφράσει τις ευχές του για το «αίσιον νέον έτος» 1821: «βλέπομεν τα περί αγοράς μουκατάδων λεγόμενά σας αλλά παρόμοια μασλαχάτια[68] φίλοι δεν ανακατωνόμεθα επειδή είναι τούρκικες δουλειές»[69]. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η νέα εποχή έχει ανατείλει.

Η βεβαιότητα για τις ανατροπές που εκβάλλουν στην επανάσταση δεν προκύπτει και μόνο εκ του ασφαλούς γεγονότος της επιτέλεσής της. Έχουν ήδη κατατεθεί στη βιβλιογραφία οι ραγδαίες οικονομικές και ιδεολογικές μετατοπίσεις που επέφερε η τοποθέτηση των κεφαλαίων των χριστιανών υπηκόων της αυτοκρατορίας σε εμπορικές και διαμετακομιστικές δραστηριότητες εκτός του ασφυκτικού χώρου της οθωμανικής επικράτειας[70]. Εν ολίγοις, το κολοσσιαίο κόστος της πολιτικής μεσολάβησης στη διαχείριση του παραγόμενου προϊόντος, έτσι όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται και στα παραδείγματα που εκτίθενται παραπάνω, απεργάστηκε τη γενικευμένη αποδιάρθρωση του συστήματος. Χωρίς αμφιβολία οι ενδημικές εξωοικονομικές παρεμβάσεις στον χώρο της παραγωγής και του εμπορίου, τις οποίες πραγματοποιούσε λεηλατικά και ανορθολογικά η οθωμανική πολιτική, κατέληξαν στην ασφυκτική δυσλειτουργία και εν τέλει στην κατάλυση του πολιτικού και οικονομικού της μοντέλου. Στην ευχετήρια επιστολή που ο προαναφερθείς χριστιανός και ελληνόφωνος έμπορος έστειλε στον Γεώργιο Ιωάννου, κατατίθεται εύγλωττα μια ήδη συντελεσμένη ανατροπή: Τα χριστιανικά κεφάλαια των υπηκόων της αυτοκρατορίας όχι μόνο έχουν βρει κερδοφόρα διέξοδο στο εξωτερικό, αλλά μπορούν να περιφρονούν τις επενδυτικές στρατηγικές που ευδοκιμούσαν στην καρδιά της οθωμανικής εξουσίας, και να προσανατολίζουν τις δικές τους σε άλλα θεσμικά και οικονομικά περιβάλλοντα.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Από τη σχετική βιβλιογραφία αναφέρω ενδεικτικά τα εξής: Σ. Ασδραχάς, «Φορολογικές και περιοριστικές λειτουργίες των κοινοτήτων στην τουρκοκρατία», στο Σ. Ασδραχάς (επιμ.), Οικονομία και νοοτροπίες, Αθήνα 1988, σ. 123-143, του ιδίου, «Νησιωτικές κοινότητες: οι φορολογικές λειτουργίες», Τα Ιστορικά, 5/8 (1988), σ. 3-36, 5/9 (1988), σ. 229258, Σ. Πετμεζάς, «Διαχείριση των κοινοτικών οικονομικών και κοινωνική ιεραρχία. Η στρατηγική των προυχόντων. Ζαγορά 1784-1822», Μνήμων, 13 (1991), σ. 77-102, Μ. Πύλια, «Λειτουργίες και αυτονομία των κοινοτήτων της Πελοποννήσου κατά τη δεύτερη τουρκοκρατία (1715-1821)», Μνήμων, 23 (2001), σ. 67-98.

[2] Μ. Πύλια, ό.π., σ. 68.

[3] Βλ. και Μ. Πύλια, ό.π., σ. 70-74.

[4] Στο ίδιο, σ. 74.

[5] Αναφέρω ενδεικτικά τα εξής: J. Alexander, «Some aspects of the strife among the moreot Christian notables, 1789-1816», Επετηρίς Εταιρείας Στερεοελλαδικών Μελετών, 5 (1974-75), σ. 473-504, Δ. Σταματόπουλος, «Κομματικές φατρίες στην προεπαναστατική Πελοπόννησο», Ίστωρ, 10 (1997), σ. 185-233, M. Pylia, «Conflits politiques et comportements des primats chre- tiens…», στο Antonis Anastasopoulos και Elias Kolovos (επιμ.), Ottoman Rule and the Balkans, 1760-1850, Proceedings of an International Conference, December 2003, Ρέθυμνο 2007, σ. 137-147.

[6] Βλ. παρακάτω την περίπτωση Δεληγιάννη, Παπατσώνη και Παπαλέξη, υποσημ. 36, 38, 39.

[7] Μ. Οικονόμου, Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας ή ο Ιερός των Ελλήνων Αγών, Αθήνα 1976, σ. 28.

[8] ΓΑΚ, Συλ. Γιάννη Βλαχογιάννη, φάκελος Γ1β, υποφάκελος Ρ. Παλαμήδη.

[9] Χρημάτισε σε πολύ νεαρή ηλικία γραμματέας του πασά του Μοριά, και μάλιστα κατά την περίοδο που δραγουμάνος ήταν ο πατριός του Θεοδόσης Μιχαλόπουλος, και διορίστηκε βεκίλης το 1818, σε ηλικία 24 ετών· βλ. ΓΑΚ, ό.π.

[10] Πρόκειται για πλούσιο αρχείο που βρίσκεται στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος (ΙΕΕΕ). Παραθέτω παρακάτω τα έγγραφα που χρησιμοποιώ με την ταξινομική τους ένδειξη.

[11] Όπως προκύπτει από το αμέσως παραπάνω αρχειακό υλικό· βλ. και υποσημ. 55-56, 65.

[12] Ευτυχία Λιάτα, Αρχεία της Οικογένειας Δεληγιάννη, Γενικό Ευρετήριο, Εταιρεία των Φίλων του Λαού, Αθήνα 1992.

[13] ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Σωτήρου Κουγιά, Τριπολιτζά 01/05/1819.

[14] Τα αρχεία που χρησιμοποιώ εδώ αλλά και τα Απομνημονεύματα των προεστών βρίθουν από σχετικές καταγγελίες. Πρόκειται για πάγια τακτική τόσο των χριστιανών τοπικών αρχόντων όσο και των οθωμανών αξιωματούχων, την οποία υποδαύλιζε η κεντρική εξουσία για να διατηρεί τον έλεγχο. Ενδεικτικά αναφέρω τα εξής: Κ. Δεληγιάννη, Απομνημονεύματα, τ. 16/1, Αθήνα 1957, σ. 19-21, Π. Παπατσώνη, Απομνημονεύματα από των χρόνων της τουρκοκρατίας μέχρι της βασιλείας Γεωργίου Α’, Αθήνα 1993, σ. 32-34, 52-53.

[15] «Ηξεύρω αυθέντα μου ότι οι μουκατάδες και μποξιάδες έρχονται του μόρα βαλισί και όθεν θέλει τους δίδει, πλην και από αυτού ανίσως και γράψουν του μόρα βαλισί δεν κάνει αλέως», ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Παναγιωτάκη Καλογερά, Μονεμβασιά, 02/04/1820.

[16] Η υπόθεση αυτή απασχολεί τόσο τον προεστό Τριπολιτσάς Σωτήρο Κουγιά που καθοδηγεί τον Ρήγα Παλαμήδη, όσο και την οικογένεια Περρούκα. Είναι προφανές πως υποστηρίζουν διαφορετικό υποψήφιο. Βλ. υποσημ. 57, 67.

[17] ΓΑΚ, επιστολή Παναγιωτάκη Καλογερά, ό.π.

[18] Βλ. παρακάτω, υποσημ. 67.

[19] «Δοσίματα δι’ άλλα τινά αντικείμενα λεγόμενα, […] μάλι μουρτεκιμπίν [;] Διά τα δημευθέντα κατά την επανάστασιν των 1769 πράγματα τινά, αλλ’ επιστραφέντα διά της αποδοχής της επαρχίας του να πληρώνει δι’ αυτά ετήσιον τι δόσιμον ως τοιούτον, επλήρωνε η επαρχία αύτη διά τα κτήματα των Ζαΐμηδων αδελφών, Παναγιώτη και Αδρούτζου και Γιάν- νη», ΓΑΚ, ό.π., φάκελος Γ1α, έγγραφο 82.

[20] Σωρεία μαρτυριών μας πληροφορούν για τον χρηματισμό των αρχών και την εξαγορά των αξιωμάτων. Αυτό, άλλωστε, αποδεικνύει και η διαδικασία που ακολουθείται στην προαγορά των φόρων από τον Ρήγα Παλαμήδη για λογαριασμό του Χουσεΐν Μπέη Χασάν Μπέη Ζαδέ. Βλ. παρακάτω, υποσημ. 49.

[21] Για τις συμπεριφορές αυτές γενικά βλ. Σ. Ασδραχάς, Οικονομία και νοοτροπίες, σ. 167, 168· για τον αποθησαυρισμό βλ. Ε. Φραγκάκη-Syrett, Το εμπόριο της Σμύρνης τον 18ο αιώνα (1700-1820), Αθήνα 2010, σ. 2· για την επιδεικτική κατανάλωση βλ. Μ. Καλλινδέρης, Τα λυτά έγγραφα της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης 1676-1808, Θεσσαλονίκη 1951, σ. 90-102 και Ν. Σαρρής, Προεπαναστατική Ελλάδα και Οσμανικό κράτος από το χειρόγραφο του Σουλεϊμάν Πενάχ Εφέντη του Μοραΐτη, Αθήνα 1993, σ. 309-311.

[22] Εταιρεία των Φίλων του Λαού, Αρχεία Οικογένειας Δεληγιάννη, ΙΙΙ. Λογαριασμοί, φάκελος 1, υποφάκελος 4: «ότι πράγμα μας επήραν από τα οσπίτια μας 1816: Φεβρουαρίου 7:» και φάκελος 2, υποφάκελος 3.

[23] nazir: Επιβλέπων.

[24] Στα παραθέματα διατηρείται η ορθογραφία των πηγών. 13/07/1817, Τριπολιτζά, ΙΕΕΕ, έγγραφο 47396. Ίσως πρόκειται για τα 50,25 στρέμματα που φέρεται να κατέχει και να εκμεταλλεύεται στον Βάλτο του Άργους· βλ. ΓΑΚ, ό.π

[25] Πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για τον βοϊβόδα των Πατρών, «άνθρωπον εγνωσμένης φρονήσεως», όπως παρατηρεί ο Κανέλλος Δεληγιάννης, ο οποίος από τον Ιούνιο ώς τον Νοέμβριο του 1820 διορίστηκε καϊμακάμης, δηλαδή αντικαταστάτης του νέου πασά του Μοριά Χουρσίτ. Βλ. Κ. Δεληγιάννης, ό.π., σ. 100-101.

[26] ΙΕΕΕ, έγγραφο 45416/2, 18/03/1820, Τριπολιτζά, (υπογραφή Σωτήρος).

[27] Βλ. περισσότερο αναλυτικά, Μ. Pylia, «Les notables moreotes, fin du XVIIIe debut du XIX siecle: fonctions et comportements», διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Paris I, Pantheon Sorbonne, Παρίσι 2001, σ. 203-213, 217-242, 338-348 και της ιδίας, «Η γαιοκτησία στην περιοχή της Τριπολιτσάς κατά την τουρκοκρατία», Τα Ιστορικά, 17/33 (2000), σ. 229-252.

[28] Μ. Πύλια, «Λειτουργίες και αυτονομία των κοινοτήτων», ό.π., σ. 80-81.

[29] Πρόκειται για τους Δεληγιανναίους, την οικογένεια Παπατσώνη και Παπαλέξη: «η προστάτριά μας Μπεϊάν Σουλτάνα αδελφή του Σουλτάν Σελίμη, είχε μαλικιαινά (φέουδον) τας εξ επαρχίας της Πελοποννήσου, την Καρύταιναν, το Φανάρι, την Αρκαδιάν, το Νεόκαστρον, τα Εμπλάκικα και την Καλαμάταν εις τας οποίας είχεν επιτρόπους τον πατέρα μου Δεληγιάννη, τον Παπααλέξην και τον Παπατσώνην υπέρ τα εικοσιπέντε έτη, και εσύναζον τα εισοδήματά της»· βλ. Κ. Δεληγιάννης, ό.π., σ. 58.

[30] M. Pylia, «Les notables moreotes», ό.π., σ. 124, 125, 188, 344, της ιδίας, «Λειτουργίες και αυτονομία των κοινοτήτων», ό.π., σ. 79-80.

[31] Μ. Πύλια, «Η γαιοκτησία», ό.π., σ. 242-243.

[32] Y. Nagata, Muhsin-zads MehmetPa^a ve Ayanhk Muessesesi, Τόκιο 1976, σ. 63.

[33] M. Pylia, «Les notables moreotes», ό.π., σ. 55-56.

[34] M. Pylia, «Les notables moreotes», ό.π., σ. 75 και της ίδιας, «Λειτουργίες και αυτονομία των κοινοτήτων», ό.π., σ. 80-81.

[35] Εταιρεία των Φίλων του Λαού, Αρχεία Δεληγιάννη, ΙΙΙ, Λογαριασμοί, υποφάκελος 2.

[36] «Ενοικίασεν δε ταύτην [την επαρχίαν] ο παπούλης ημών συγχρόνως τον επικαρπίας φόρον αυτής διά δέκα πέντε χιλιάδας γρόσια κατ’ έτος […] Εις δε το πρώτον έτος της ενοικιάσεως του 1772 εισεπράχθησαν κατά τα σωζόμενα κατάστιχα του παπούλη μου […] εγέμισεν το όλον της ενοικιάσεως της εσοδείας της πρώτης χρονιάς εξήκοντα οκτώ χιλιάδες και οκτακόσια γρόσια, αριθ. 68.800», Π. Παπατσώνη, ό.π., σ. 30-31.

[37] Π. Παπατσώνη, ό.π., σ. 32-34.

[38] Στο ίδιο, σ. 32.

[39] M. Pylia, «Conflits politiques», ό.π., σ. 142.

[40] Μ. Οικονόμου, ό.π., σ. 26.

[41] Μ. Πύλια, «Λειτουργίες και αυτονομία των κοινοτήτων», ό.π., σ. 80-81.

[42] M. Pylia, «Les notables moreotes», ό.π., σ. 138, 139.

[43] Στο ίδιο, σ. 224-229.

[44] Π. Παπατσώνη, ό.π., σ. 31.

[45] «[…] και από τον ρηθέντα αλή μπέην ηπραχήμ μπέη ζαδέν έγινεν ηντιφάκι, και εσυνάχθησαν όλον επτά αγάδες και συνομίλησαν μυστικώ τω τρόπω ότι δεν είναι άλλος τζαρές παρά να τον γράψουν εις το κραταιόν δεβλέτι, οπού να γίνη νέφι. και να σταλθή εις ένα μέρος να ησυχάση ο τόπος. να παύσουν τα νευσανιγιέτια και τα κακά του τόπου […] όθεν διά αγάπην θεού πάσχισε εις τούτο οπού να γενή νέφι και να εξορισθή εις τόπον μακρινόν, να ησυχάση ο κόσμος, ότι μας εχάλασεν τον τόπον δύο φοραίς έφερε το κάστρον εις το φεσάτι, και ακολούθησαν έξι επτά σκοτώματα τουρκών και δύο χριστιανών. και ώστε να ειρηνεύσουν εδοκίμασεν ο κόσμος τόσα έξοδα»· βλ. ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Παναγιωτάκη Καλογερά, Μονεμβασιά, 02/04/1820.

[46] ΓΑΚ, ό.π., στην ίδια επιστολή, και σε άλλη του ιδίου, Τριπολιτζά, 25/11/1820.

[47] mukata’a: Εκμίσθωση δημόσιων εισοδημάτων για περιορισμένη διάρκεια, κατά προτίμηση ετήσια.

[48] salyane: Χρονιάτικο, ετήσια δημόσια εισφορά.

[49] «Ανίσως και μας αληβερντίζετε και τον μουκατάν, χίλια γρόσια σας υπόσχομαι διά χετιγιέν σας. ανίσως και διά τον σαλιανέν με του θεού την βοήθειαν μας ηθέλατε τον μισόν διά να τον λάβω, τάξιμον φίλε μου δεν σας κάνω, όμως το χισμέτι σας είναι μεγάλον ο χετιγιέ σας είναι πολλά μεγαλήτερος και εγώ όλος ηδικός σας»· βλ. ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Μουσταφά Χασάν Μπέη Ζαδέ, Μονεμβασιά, 12/04/1820.

[50] «Φαίνεται ότι σας έδειξαν διά αυτήν την υπόθεσιν δύο χιλιάδες γρόσια, όμως εγώ ο δούλος σας ημπορώ να τα κάνω δύο ήμισυ χιλιάδες γρόσια οπού να εξοδεύσετε εις ταις πόρταις και να μείνουν και της ευγενείας σας διά τους κόπους σας»· βλ. ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Παναγιωτάκη Καλογερά, Μονεμβασιά, 02/04/1820.

[51] ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Μουσταφά Χασάν Μπέη Ζαδέ, Μονεμβασιά, 02/04/1820.

[52] ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Παναγιωτάκη Καλογερά, Τριπολιτζά, 23/09/1820.

[53] Στο ίδιο.

[54] ΙΕΕΕ, έγγραφο 47395.

[55] vucuh: Οι μουσουλμάνοι τοπικοί άρχοντες.

[56] harc-i rah: Οδοιπορικά

[57] ΓΑΚ, ό.π.

[58] taraf: Κομματική μερίδα.

[59] ΙΕΕΕ, έγγραφο 45415/1.

[60] ΙΕΕΕ, έγγραφο 45412.

[61] ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Σωτήρου Κουγιά, Τριπολιτζά, 27/12/1719.

[62] ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Γεώργιου Ιωάννου, Τριπολιτζά 06/07/1720.

[63] «Λοιπόν αδελφέ το χάλι μου σου το έγραψα […] σήμερον σας τραβώ μίαν πόλιτζαν εις βάρος σας και εις ορδινίαν των κωνσταντίνου δεσποτόπουλου διά γρόσια έως 300: οπού ήταν το κεφάλαιο γρόσια 5300: και το διάφορον ενός χρόνου γρόσια 1000: τα οποία παρακαλώ τον αδελφόν να τα πληρώσετε, λαμβάνοντες την πόλιτζάν μου, και το ίσον της ομολογίας σας οπού εις χείρας της σας στέλνω, και έπειτα με γράφετε και σας στέλνω και την καθ’ αυτό σας ομολογίαν»· βλ. στο ίδιο.

[64] «Λοιπόν παρακαλούμε φίλοι κάμετε ό,τι κάμετε, βιάσατέ τον η αυθεντία σας έχετε αυτού μέσα πολλά και διά του Δραγουμάνου σας υποχρεώσατέ τον να μας πληρώση το αυτό χρέος του οσάν περικλείομε και δύο μανσούπια τουρκικά προς τον καμίλ μπέϊν και μέσον της ενδοξότητος του προσπαθήσατε να αποσπάσετε το δίκαιόν μας επειδή εις την πα- ραμικράν άργηταν είμεθα βιασμένοι να στέλωμεν μουμμπασίρην να τον φέρη εδώ και τότε αν δύναται ας μη μας πληρώση»· βλ. ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Αθανασίου Παπάζογλου, χωρίς τόπο, 31/12/1820.

[65] Εταρεία των Φίλων του Λαού, Αρχεία Οικογενείας Δεληγιάννη, ΙΙΙ, Λογαριασμοί, φάκελος 1, υποφάκελοι 3 και 6.

[66] F. Beaujour, Tableau du Commerce de la Grece, τ. 2ος, Παρίσι 1800, σ. 169.

[67] ΙΕΕΕ, έγγραφο 45415/1, επιστολή Αθανάσιου Κανακάρη και Δημητρίου Περρούκα, Κωνσταντινούπολις 22/09/1819.

[68] maslahat: Δουλειές.

[69] ΓΑΚ, ό.π

[70] Βλ. ενδεικτικά, Β. Κρεμμυδάς, Συγκυρία και εμπόριο στην προεπαναστατική Πελοπόννησο, Αθήνα 1980, σ. 229-271, Ο. Κατσιαδή – Herring, Η ελληνική παροικία της Τεργέστης, 1751-1830, Αθήνα 1986, Απόστολος Διαμαντής, Τύποι εμπόρων και μορφές συνείδησης στη νεώτερη Ελλάδα, Αθήνα 2007, σ. 47-87, Μ. Α. Στασινοπούλου – Μ.-Χ. Χατζηϊωάννου (επιμ.), Διασπορά – δίκτυα – διαφωτισμός, [Τετράδια Εργασίας 28], ΚΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 2005.

 

Μάρθα Πύλια (1959-2012)

Ιστορικός – Καθηγήτρια Πανεπιστημίου

Θεωρητικές Αναζητήσεις και Εμπειρικές Έρευνες – Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας, Ρέθυμνο, 10-13 Δεκεμβρίου, 2008.

 * Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Σχετικά θέματα:

 

 

Read Full Post »

«Η των Ερμιονέων Πόλις»,  Βασιλείου Α. Γκάτσου, Πειραιάς, 1996


 

Το βιβλίο του Βασιλείου Α. Γκάτσου κυκλοφόρησε το 1996 και προέκυψε από την ανάγκη να μελετηθεί συστηματικά και υπεύθυνα ο χώρος, να καταγραφεί και να διασωθεί η ιστορία του τόπου που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Το ταξίδι ήταν επίπονο και κοπιαστικό, το αποτέλεσμα όμως καθοριστικό, πολλά και σημαντικά θέματα ήρθαν στην επιφάνεια, έτσι ώστε το ανά χείρας βιβλίο, το οποίο παράχθηκε με πολύ κόπο και μόχθο, να γίνει ένα σημείο αναφοράς μιας ιστορικής πορείας και ιστορικής συνέχειας της Ερμιόνης.

 

Η των Ερμιονέων Πόλις

 

Το βιβλίο χωρίζεται σε εννέα κεφαλαία.  

  • Το πρώτο κεφάλαιο περιλαμβάνει γεωγραφικές κυρίως πληροφορίες για της Ερμιονίδα.
  • Το δεύτερο παρουσιάζει τις αρχαιολογικές ανασκαφές στο Φράχθι και τις θέσεις κατοίκησης στην Ερμιονίδα από την Παλαιολιθική Εποχή μέχρι σήμερα.
  • Στο τρίτο δίνονται στοιχεία για θεούς και ήρωες που λάτρευαν οι κάτοικοι της Ερμιονίδας.
  • Το τέταρτο ασχολείται με την περιήγηση του Παυσανία, τη Γεωγραφία του Στράβωνα, τα ιερά και τους ναούς της περιοχής, τα τοπωνύμια.
  • Στο κεφάλαιο πέντε περιγράφονται τα αρχαιολογικά ίχνη στον οικισμό της Ερμιόνης και στη γειτονική της περιοχή από Μουζάκι έως Κρόθι.
  • Τα αρχαιολογικά ίχνη στον υπόλοιπο χώρο της Ερμιονίδας και στα μεγάλα της νησιά, περιγράφονται στο έκτο κεφάλαιο.
  • Το έβδομο αναφέρεται σε ιστορικά γεγονότα, στους κατοίκους της Ερμιονίδας, στις λατρευτικές εκδηλώσεις, στα νομίσματα, στη μουσική παιδεία, στις συμμαχίες, στο οδικό δίκτυο, στα πηγάδια, στο κτίσιμο και την επέκταση των πόλεων και στον πληθυσμό.
  • Το όγδοο ασχολείται με το έδαφος, τη χλωρίδα και πανίδα, τις σημαντικές καλλιέργειες, τη βιομηχανία πορφυροβαφής, τη μεταλλουργία και τη βιοτεχνία σπάρτων.
  • Τέλος στο ένατο κεφάλαιο καταγράφονται οι επιγραφές που έχουν βρεθεί στην Ερμιονίδα με εκτενή σχόλια και επεξηγήσεις. Παρατίθενται και τα σημαντικότερα χωρία του Ηρόδοτου, Θουκυδίδη, Ξενοφώντα που αφορούν στην Ερμιονίδα.

Τα διάφορα θέματα που παρουσιάζει το βιβλίο φτάνουν κυρίως μέχρι την εποχή του Παυσανία αλλά επεκτείνονται και μέχρι τα νεώτερα χρόνια, όταν το απαιτεί η πληρέστερη κατανόηση της αρχαίας μας ιστορίας.

Η παρουσίαση είναι μάλλον αποσπασματική για να καταδειχθεί ότι είναι πολύ νωρίς για μια ολοκληρωμένη σύνθεση που θα δώσει την ιστορία του τόπου μας. Έτσι όμως γίνεται αντιληπτό ότι μεγάλα κομμάτια του πολιτισμού μας, υλικού και πνευματικού, χάνονται ανεπιστρεπτί με το πέρασμα του χρόνου και αρχαιολογικά ίχνη πολυτιμότατα καταστρέφονται ή αγνοούνται. Ανάγκη πάσα να μελετήσουμε συστηματικά το χώρο μας, να καταγράψουμε και να διασώσουμε, να ξαναγαπήσουμε τη γη μας.

Για την έκδοση αυτού του βιβλίου συνέβαλε καθοριστικά και η σύζυγος του συγγραφέα, Σαρωνίδα, η οποία συγκέντρωσε από την Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή το αναγκαίο υλικό, μετέφρασε από τα λατινικά τα σχόλια των επιγραφών, διόρθωσε επανειλημμένα την ύλη, επιμελήθηκε το εξώφυλλο και συνέτεινε στην όλη εικόνα του βιβλίου με πλήθος παρατηρήσεων.

 

«Η των Ερμιονέων πόλις»

Γκάτσος Βασίλειος

Σχήμα: 21Χ29 – Σελίδες 288

Πειραιάς 1996

 

Read Full Post »

Οι χαλκοί ενεπίγραφοι πίνακες του Άργους* – Χαράλαμπος Β. Κριτζάς, Επίτιμος Διευθυντής του Επιγραφικού Μουσείου και τέως Επιμελητής Αρχαιοτήτων Αργολίδος


 

Η τύχη – μερικές φορές – μας χαρίζει απρόσμενα δώρα. Κανείς από τους αρχαιολόγους, που χρόνια τώρα ανασκάπτουν τα πλούσια χώματα του Άργους, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι στο μικρό οικόπεδο του κ. Ευάγγελου Σμυρναίου, στην οδό Κορίνθου 48, στην πλατεία του Σταροπάζαρου, κρυβόταν ένας πραγματικός επιστημονικός θησαυρός. Κι αυτό, γιατί μέχρι τώρα η περιοχή είχε δώσει κυρίως τάφους και όλοι πίστευαν ότι βρισκόταν εκτός των αρχαίων τειχών.

Η εξαγωγή των χαλκών πινάκων από τη λίθινη θήκη (πέτρον).

Γι αυτό και η έκπληξη της ανασκαφέως δρος Άλκηστης Παπαδημητρίου και των συνεργατών της – της Δ’ Εφορείας Αρχαιοτήτων – ήταν μεγάλη, όταν στις 3-10-2000 σηκώνοντας τις βαρύτατες καλυπτήριες πλάκες των θεωρούμενων τάφων βρήκαν, αντί για οστά και κτερίσματα, χάλκινους ενεπίγραφους πίνακες. Ένα ολόκληρο πολύτιμο αρχείο, που κυριολεκτικά φυλαγμένο για 25 περίπου αιώνες μέσα στην κιβωτό του χρόνου, έφερε μπροστά στα σαστισμένα αυτιά και μάτια μας τη φωνή και τη γραφή των αρχαίων Αργείων.

Η δρ. Παπαδημητρίου έδωσε ήδη από τις σελίδες αυτού του περιοδικού μια πρώτη έκθεση του χρονικού της ανακάλυψης και της ανασκαφής, που έγινε με υποδειγματικό τρόπο (Αργειακή Γη, τεύχος 2, Δεκ. 2004, σελ. 37-51).

Συνοψίζοντας τα ανασκαφικά δεδομένα, μπορούμε να πούμε ότι σε ένα χώρο, που στα γεωμετρικά χρόνια χρησίμευε ως νεκροταφείο, άρχισε πιθανώς τον 5ο π.Χ. αιώνα να υπάρχει μια λατρευτική δραστηριότητα. Λόγω του περιορισμένου χώρου η ανασκαφή δεν μπόρεσε να επεκταθεί και να δώσει μιαν ολοκληρωμένη εικόνα. Βρέθηκε πάντως ένα σχετικά πρόχειρης κατασκευής δωμάτιο, στο δυτικό άκρο του οποίου παρατηρήθηκε ένα είδος μεταλλουργικής δραστηριότητας. Κάτω από το δάπεδο του δωματίου και σε αξονική σχεδόν διάταξη βρέθηκαν λί­θινες θήκες, πήλινα αγγεία και ένας μεγάλος χάλκινος λέβητας. Τα περισσότερα ήταν καλυμμένα με ογκώδεις λίθινες πλάκες, βάρους άνω του ενός τόνου. Όσες από τις θήκες ή τα αγγεία δεν είχαν συληθεί ήδη στην αρχαιότητα, περιείχαν χαλκούς πίνακες διαφόρων σχημάτων.

Κρίνοντας από το περιεχόμενο των κειμένων, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι βρέθηκε το επίσημο οικονομικό αρχείο της πόλεως και κατά συνέπεια ο συγκεκριμένος χώρος φαίνεται να αποτελούσε παράρτημα κάποιου ιερού, που βρισκόταν φυσικά εντός των τειχών.

Έχομε έτσι μιαν έμμεση ένδειξη για την έκταση της τειχισμένης πόλεως του Άργους κατά την κλασική εποχή, το τείχος της οποίας περιλάμβανε την Ακρόπολη της Λάρισας και τα ανατολικά πρανή της, περνούσε περίπου πίσω από το Νεκροταφείο της Παναγίας, διέσχιζε την οδό Τριπόλεως και κατηφόριζε προς την περιοχή του Αγίου Κωνσταντίνου. Από εκεί στρεφόταν προς τα βόρεια και ακολουθούσε πορεία παράλληλη με τον Ξεριά, για να καταλήξει στη λεγόμενη Ασπίδα (Προφήτη Ηλία), τη δεύτερη Ακρόπολη του Άργους.

Πριν προχωρήσομε, θα ήταν χρήσιμο να κάνομε κάποιες διευκρινίσεις σχετικά με την ορολογία που χρησιμοποιούμε. Προκειμένου να καταλαβαίνει ο σημερινός αναγνώστης, μεταχειριζόμαστε συμβατικά όρους όπως πίνακες, θήκες, αγγεία κ.λ.π. Τα ίδια όμως τα κείμενα αποκαλούν τους χάλκινους πίνακες τελαμώνες, τις λίθινες θήκες πέτρους (στον ενικό ο πέτρος), τα πήλινα αγγεία λέκεα (στον ενικό το λέκος, που ετυμολογικά είναι από την ίδια ρίζα με το λεκάνη), ενώ για τη χάραξη των γραμμάτων χρησιμοποιούν το ρήμα ανγράφειν (δηλαδή αναγράφειν).

Να πούμε, τέλος, ότι ανάλογα οικονομικά αρχεία σε χαλκούς πίνακες έχουν βρεθεί ελάχιστα, με πιο γνωστό παράδειγμα τους 39 πίνακες που φυλάσσονταν σε θαμμένη λίθινη θήκη στο ιερό του Ολυμπίου Διός στους Λοκρούς της Κάτω Ιταλίας. Πρόσφατα βρέθηκαν 3 αμφίγραφοι πίνακες σε κτιστή υπόγεια θήκη στη Θήβα της Βοιωτίας. Αλλά και στο ίδιο το Άργος, στο οικόπεδο Καπετάνου, σε κάποια πάροδο της οδού Ηρακλέους, είχαν βρεθεί προ ετών 3 πίνακες όμοιου περιεχομένου με τους τωρινούς. Είχαν διπλωθεί ή κοπεί, προκειμένου να ξαναχρησιμοποιηθούν ως μέταλλο στα ελληνιστικά χρόνια. Ίσως αυτό αποτελεί μιαν ένδειξη για το τι απέγιναν οι χαλκοί πίνακες των θηκών και των αγγείων του οικοπέδου Σμυρναίου, που βρέθηκαν κενά, συλημένα ήδη στην αρχαιότητα. Το μέταλλο ήταν πάντα πολύτιμο υλικό και ήταν συχνή η αναχύτευση σκευών και αναθημάτων. Άλλωστε, πολλοί από τους πίνακές μας ήταν παλίμψηστοι, δηλαδή είχαν σφυρηλατηθεί και γραφεί για δεύτερη φορά.

 

Οι πίνακες όπως εξάγονται συσσωματωμένοι και με σκληρά ιζήματα.σκληρά ιζήματα.

 

Ο πίνακας ΟΜ 137 από το πήλινο αγγείο (λέκος) πριν τον καθαρισμό.

 

Ο πίνακας ΟΜ 137 από το πήλινο αγγείο (λέκος) κατά τη διάρκεια της συντήρησης και συγκόλλησης.

 

Η κακή κατάσταση διατήρησης των πινάκων, που παρουσιάζουν έντονη οξείδωση και πολλές ρηγματώσεις, καθιστούσαν εξαιρετικά δύσκολη την εξαγωγή τους από τις θήκες, χωρίς να μεταβληθούν σε σωρό θραυσμάτων. Η δυσκολία αυξανόταν από το γεγονός ότι ήταν πάχους μόλις ενός χιλιοστού και πολλοί από αυτούς βρέθηκαν συσσωματωμένοι μεταξύ τους. Παρά ταύτα, οι έμπειροι συντηρητές Φώτης Δημάκης και Βασίλης Κοντός κατάφεραν να τους αφαιρέσουν με ασφάλεια και να τους συσκευάσουν κατάλληλα, για να μεταφερθούν στο Επιγραφικό Μουσείο στην Αθήνα.

Εκεί στήθηκε ένα ειδικό εργαστήριο, με στερεομικροσκόπιο, μηχάνημα υπερήχων με μικρό- υδροβολή, κλίβανο αφύγρανσης, ειδικά ξέστρα, στερεωτικά κ.λ.π. Το δύσκολο και χρονοβόρο έργο της συντήρησης ανέλαβε με μοναδική αφοσίωση ο έμπειρος συντηρητής μετάλλινων Τάσος Μαγνήσαλης, με τη συνεχή παρακολούθηση του υπογράφοντος. Η συντήρηση, εκτός από δεξιοτεχνία, απαιτεί και τεράστια υπομονή, ώστε να μην προκληθούν ζημιές.

Καθώς αποκαλύπτονται σταδιακά τα περίτεχνα σύμβολα των γραμμάτων, νομίζεις ότι αντηχεί η φωνή των αρχαίων από το βάθος του χρόνου. Πρόκειται για μια συγκλονιστική εμπειρία, που αποζημιώνει για όλο το μόχθο και την ένταση της αποκρυπτογράφησης και της μεταγραφής. Μέχρι σήμερα έχουν καθαριστεί και διαβαστεί περίπου 100 από τα κείμενα, που ίσως φθάσουν τελικά τα 150.

Τα κείμενα έχουν γραφεί με τη λεγόμενη έκκρουστη τεχνική (repousse). Ο χαράκτης δηλαδή, χρησιμοποιώντας μικρά κοπίδια, ευθύγραμμα και κυκλικά, «χτύπησε» τα γράμματα από την πίσω πλευρά του χαλκού ελάσματος, προχωρώντας ανάποδα από τα δεξιά προς τα αριστερά, ώστε να διαβάζονται ανάγλυφα από την κυρίως όψη και κανονικά, από τα αριστερά προς τα δεξιά. Διακρίναμε πολλά χέρια διαφορετικών χαρακτών.

Τα κείμενα είναι συνταγμένα στη δωρική διάλεκτο του Άργους του πρώιμου 4ου αιώνα π.Χ., που διαφέρει αρκετά από την αντίστοιχη αττική. Πάρα πολλές λέξεις ήταν μέχρι τώρα εντελώς αμάρτυρες και προστέθηκαν ήδη στο θησαυρό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, της πλουσιότερης του κόσμου.

Το αλφάβητο είναι το λεγόμενο επιχώριο αλφάβητο του Άργους, ορισμένα γράμματα του οποίου (όπως το Β, το Δ, το Λ, το Ξ) είναι εντελώς ιδιόρρυθμα. Διατηρούνται ακόμη πολλά αρχαϊκά στοιχεία, όπως η δασεία (Η) και το δίγαμμα (F).

Υπάρχει ακόμα πλήρως ανεπτυγμένο δεκαδικό αριθμητικό σύστημα, το λεγόμενο ακροφωνικό, σε μια παραλλαγή του που απαντά μόνο στην Αργολίδα. Χρησιμοποιείται για την καταγραφή ποσών, με βασική νομισματική μονάδα τη δραχμή και τα πολλαπλάσια ή τις υποδιαιρέσεις της.

Τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται είναι τα εξής:

Μ=Μύρια=10.000

Χ=Χίλια=1.000

Η=Ηεκατόν=100

Π=Πεντήκοντα=50

๏ =Δέκα=10

• δραχμή

=1 οβολός

C=μισός οβολός (ημιωβόλιον)

Τ=1/4 οβολού (τεταρτημόριον)

Σ=1/12 οβολού (χαλκούς)

Παράδειγμα ΜΜΧΧΧΗΗΗΗΗΗΗΠ๏๏๏::=CΤΣ=23784 δραχμές, 2½ οβολοί, 1 τεταρτημόριον και 1 χαλκούς.

Τα κείμενα, σχεδόν στο σύνολό τους, είναι οικονομικού – λογιστικού χαρακτήρα. Πρόκειται για απολογισμούς διαφόρων σωμάτων αρχόντων και θρησκευτικών αξιωματούχων, οι οποίοι διαχειρίσθηκαν τα ιερά και δημόσια χρήματα. Ο τελευταίος όρος δεν πρέπει να εκπλήσσει. Στις περισσότερες αρχαίες πόλεις, τα κεντρικά ιερά έπαιζαν το ρόλο τράπεζας και δημόσιου θησαυροφυλακίου. Αρκεί να θυμηθούμε τα χρήματα της Αθηναϊκής Συμμαχίας, που φυλάσσονταν αρχικά στο Ιερό του Απόλλωνος στη Δήλο και αργότερα στον Παρθενώνα. Η πόλη αντλούσε από εκεί άφθονα χρήματα για τακτικές ή έκτακτες (ιδίως πολεμικές) ανάγκες, αλλά όφειλε κάποτε να τα επιστρέψει, είτε υπό μορφή μετρητών είτε με τη μορφή αναθημάτων ή και με την ανέγερση κτιρίων θρησκευτικού χαρακτήρα στα ιερά.

Τα ιερά πάλι φρόντιζαν να αξιοποιούν τα χρήματα που κατείχαν, δανείζοντάς τα με τόκο ή μετατρέποντας παλιά νομίσματα και αναθήματα από πολύτιμα μέταλλα σε τάλαντα χρυσού και αργύρου, όπως οι σημερινές ράβδοι, δημιουργώντας έτσι αποθέματα ασφαλείας για την πόλη. Τα κείμενά μας τα αποκαλούν χρυσίον ή αργύριον αFεργόν (=αργόν, ακατέργαστο).

Στην περίπτωση του Άργους, η παλιά σεβάσμια πολιούχος ήταν η Παλλάς Αθηνά, μια πολεμική θεότητα, το κύριο ιερό της οποίας βρισκόταν στην κορυφή της Ακρόπολης της Λάρισας, όπου λατρευόταν με την επίκληση Πολιάς. Είναι, όμως, φιλολογικά και επιγραφικά μαρτυρημένη η ύπαρξη ιερού της Παλλάδος Αθηνάς στην κάτω πόλη. Τα κείμενα των πινάκων αποτελούν απολογισμούς διαχείρισης των χρημάτων που ήταν κατατεθειμένα στο «θησαυρό» της, δηλαδή στα θησαυροφυλάκια του ιερού της. Αξιοσημείωτο είναι ότι και τα χρήματα της Ήρας, της μεγάλης θεάς που αντικατέστησε την Παλλάδα ως πολιούχος του Άρ­γους από τον 5ο π.Χ. αιώνα, κατετίθεντο στα ίδια θησαυροφυλάκια, ίσως γιατί το Ηραίο, ευρισκόμενο 8 χιλιόμετρα έξω από το Άργος, δεν παρείχε ασφάλεια την ταραγμένη, όπως θα δούμε, αυτή εποχή.

Οι ίδιοι οι πέτροι και τα αγγεία, τα θαμμένα στη γη και καλυμμένα με τις βαρύτατες πέτρες, αποτελούσαν τους «θησαυρούς», δηλαδή ένα είδος πρωτόγονων θησαυροφυλακίων. Μέσα εκεί εξασφαλίζονταν τα χρήματα, είτε σε μορφή νομισμάτων, είτε σε μορφή πολύτιμων μετάλλων. Αυτό επιβεβαιώθηκε τόσο από αναφορές μέσα στα ίδια τα κείμενα, όσο κυρίως από την ανεύρεση ενός μικρού χρυσού σύρματος και αρκετών μικροσκοπικών, σχεδόν αόρατων με γυμνό μάτι, ψηγμάτων χρυσού (χρυσόσκονης), που ξέφυγε και συσσωματώθηκε στην οξείδωση του χαλκών πινάκων.

 

Επτά πίνακες από τη λίθινη θήκη (πέτρoν) περασμένοι με σύρμα σε ορμαθό.

 

Όταν έκαναν καταθέσεις ή αναλήψεις χρημάτων, έβαζαν μέσα στις θήκες ή τα αγγεία, ως υποκατάστατα ή αποδείξεις, τους χάλκινους πίνακες. Επειδή αποτελούσαν παραστατικά αξιών και δεν έπρεπε να αλλοιωθούν, τα έγραφαν σε χαλκό, που δεν σάπιζε μέσα στη γη, κι επιπλέον με έκκρουστα γράμματα, που δεν ήταν εύκολο να παραχαραχθούν. Ας θυμηθούμε ότι και σήμερα εκτυπώνουν διάφορους αριθμούς και ποσά σε διαβατήρια, τιμολόγια και γραμμάτια με διάτρητα στοιχεία! Ορισμένοι πίνακες με ομοειδές περιεχόμενο είχαν τρυπούλες και βρέθηκαν περασμένοι σε κρίκο ως ορμαθοί.

Πριν όμως προχωρήσομε σε μια λεπτομερέστερη εξέταση του περιεχομένου των πινάκων, είναι χρήσιμο να κάνομε μια σύντομη σκιαγράφηση της ιστορίας του Άργους στα κλασικά χρόνια, ώστε το σπουδαίο εύρημα να ενταχθεί στο ιστορικό του πλαίσιο.

 

Σύντομη σκιαγράφηση της ιστορίας του Άργους

 

Μετά την ένδοξη περίοδο της βασιλείας του Φείδωνος τον 7ο π.Χ. αιώνα, οπότε το Άργος φθάνει στο απόγειο της δόξας του, στα αρχαϊκά χρόνια επικρατεί ένα ολιγαρχικό πολίτευμα, με τη δύναμη στα χέρια ισχυρών γαιοκτημόνων – πολεμιστών.

Η διαρκής αντιπαλότητα με τη Σπάρτη οδηγούσε σε διαρκείς συγκρούσεις, από τις οποίες κρίσιμη για το Άργος υπήρξε η μάχη της Σήπειας, με την οποία ανοίγει ο 5ος π.Χ. αιώνας. Το 494 π.Χ. στη μάχη αυτή, που έγινε στα βαλτοτόπια της Τίρυνθας, οι Αργείοι υπέστησαν βαριά και φονική ήττα από τους Σπαρτιάτες με αρχηγό τον Κλεομένη τον πρεσβύτερο. Χάθηκαν 6.000 μάχιμοι πολίτες. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που οι Αργείτες έμειναν ουδέτεροι κατά τους περσικούς πολέμους.

Έστω κι αν η πόλη σώθηκε τότε χάρη στον ηρωισμό της ποιήτριας Τελέσιλλας, ο κλονισμός και η πολιτική και κοινωνική αναστάτωση ήταν αναπόφευκτες συνέπειες. Οι περίοικες πόλεις, όπως οι Μυκήνες και η Τίρυνθα, που ζούσαν σε ένα καθεστώς υποτέλειας έως τότε, βρίσκουν ευκαιρία να εκδηλώσουν τάσεις αυτονόμησης. Το ίδιο και άλλοι περίοικοι με περιορισμένα πολιτικά δικαιώματα, που θέλησαν να επωφεληθούν από την αδυναμία του Άργους. Η παράδοση διασώζει την ανάμνηση ενός μεσοδιαστήματος με κυριαρχία των «δούλων», έως ότου η γενιά των παιδιών των σκοτωμένων ανδρωθεί. Δεν αποκλείεται, στο πλαίσιο ενός αναγκαίου συμβιβασμού, να δόθηκαν πολιτικά δικαιώματα σε διάφορους περίοικους με φιλοαργειακά αισθήματα. Το Άργος έτσι ενδυναμώθηκε και γρήγορα επέβαλε την ισχυρή κυριαρχία του σε όλη την Αργολίδα. Οι γύρω πόλεις, όπως οι Μυκήνες, η Τίρυνθα, η Μιδέα και άλλες υποτάχθηκαν. Οι γαίες τους κατασχέθηκαν και χαρακτηρίστηκαν ως ιερές και δημόσιες.

 

Η πίσω πλευρά του πίνακα ΟΜ 160, που δείχνει τον τρόπο χάραξης των γραμμάτων με την έκκρουστη τεχνική, από τα δεξιά προς τα αριστερά.

 

Η πλούσια πεδιάδα χωρίσθηκε σε κλήρους (γύας) και παραχωρήθηκε σε καλλιεργητές, που πλήρωναν ενοίκιο (δωτίνα). Από εκεί προέρχονταν τα κύρια έσοδα του κράτους, τα οποία κάλυπταν την άμυνα, τα κρατικά έργα και τις ποικίλες δημόσιες δαπάνες. Στη θεά ’Ηρα ανετίθετο η δέκατη των χρημάτων.

Αλλά η εισδοχή νέων μελών στο πολιτικό σώμα είχε ως αναπόφευκτη συνέπεια την εγκατάλειψη των παλιών κοινωνικών δομών και τον πλήρη εκδημοκρατισμό του Άργους. Είχαν προηγηθεί οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη στην Αθήνα και δεν αποκλείεται η παρουσία του Θεμιστοκλή, που ζει εξόριστος στο Άργος μετά το 471 π.Χ., να επηρέασε τις δημοκρατικές εξελίξεις.

Όπως πιστεύεται, γύρω στο 460 π.Χ. έγινε ανακατανομή των πολιτών στις 4 φυλές του Άργους (Υλλείς, Δυμάνες, Παμφύλαι και Υρνάθιοι), σε καθεμιά από τις οποίες υπάγονταν 12 φράτρες (σύνολο 48).

Όπως έδειξαν τα κείμενά μας, όλοι οι πολίτες εναλλάσσονταν σε όλες τις εξουσίες και υπήρχε μια ανακύκληση των φυλών στα διάφορα αξιώματα. Όλες οι κρατικές αρχές είχαν εξάμηνη θητεία, ώστε να μπορούν να ασκούν εξουσία περισσότεροι πολίτες. Όλα αυτά αποτελούν αποδείξεις ομαλής λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Οι επιβουλές, όμως, κατά της δημοκρατίας δεν έλειπαν. Η αριστοκρατική μερίδα παρέμενε ισχυρή και έβρισκε υποστηρικτές από άλλες πόλεις. Μια απόπειρα των ολιγαρχικών να ανακτήσουν την εξουσία κατέληξε στα αιματηρά γεγονότα του σκυταλισμού το 370 π. X. Οι δημοκράτες, υποδαυλιζόμενοι από τους δημαγωγούς, σκότωσαν με φρικτό τρόπο, χρησιμοποιώντας ξύλινα ραβδιά (σκυτάλες), τους ολιγαρχικούς, πριν στραφούν στη συνέχεια κατά των ίδιων των δημαγωγών. Τα κείμενά μας απηχούν πιθανότατα τα δραματικά αυτά γεγονότα, καθώς κάνουν λόγο για δημεύσεις και εκποιήσεις περιουσιών, τα έσοδα από τις οποίες κατατίθενται στο ιερό ταμείο.

Παράλληλα όμως με τις κοινωνικές ταραχές, είχαμε και εξωτερικά πολεμικά γεγονότα, καθώς από το 394 έως το 386 π. X. έλαβε χώρα ο λεγόμενος ο Κορινθιακός πόλεμος, στον οποίο εμπλέκονται και οι Αργείοι, με κύριους αντιπάλους τους Σπαρτιάτες και θέατρο των συγκρούσεων την Κορινθία, από την οποία πήρε και το όνομά του.

Τα κείμενά μας φωτίζουν και αυτήν την πτυχή της ιστορίας, καθώς διάφορα ποσά που αντλούνται από το ταμείο δίνονται στους στρατηγούς, τους ιππείς και τις περιπόλους για την εκστρατεία στην Κόρινθο (στρατεία ται εν Κορίνθωι), αλλά και για τη φρούρηση της υπαίθρου, που κυρίως υπέφερε από τις επιδρομές των Σπαρτιατών.

Είναι απορίας άξιο πώς – παρά τις ταραχές και τα πολεμικά γεγονότα – η οικονομία της πόλης παρέμενε ανθηρή, αν κρίνομε από τα τεράστια ποσά που τα κείμενά μας αναγράφουν ως υπόλοιπο ταμείου. Σε μια περίπτωση φθάνουν το εκπληκτικό ποσό των 217.373 αργυρών δραχμών, που αντιστοιχούν περίπου σε 434.746 σημερινά ημερομίσθια. Σε άλλη περίπτωση απογράφεται απόθεμα ακατέργαστου χρυσού βάρους 7 μνων και 7 στατήρων ευβοϊκού τύπου, δηλαδή περίπου 6 κιλών και 40 γραμμαρίων.

Φαίνεται ότι εκτός από τις προσόδους της πεδιάδας και τα χρήματα από τις δημεύσεις περιουσιών, υπήρχαν πολεμικά λάφυρα (για τα οποία κάνουν επίσης λόγο τα κείμενά μας), αλλά και περσικός χρυσός, που σύμφωνα με άλλες ιστορικές πηγές, μοίραζε αφειδώς η περσική προπαγάνδα σε εχθρικές προς τη Σπάρτη πόλεις, για αντιπερισπασμό. Το Άργος αναφέρεται ρητά ως μια από αυτές και ξέρομε και τα ονόματα αυτών που τα παρέλαβαν. Ο Ηρόδοτος μάλιστα (VI 125) αναφέρει ρητά ότι ο χρυσός στα περσικά θησαυροφυλάκια αποθηκευόταν και σε μορφή ψηγμάτων. Ίσως δεν θα μάθομε ποτέ αν η χρυσόσκονη που ξέφυγε και κόλλησε πάνω στην οξείδωση των χαλκών πινάκων, ήταν μέρος του χρυσού της περσικής προπαγάνδας…

Ποια, όμως, είναι τα σώματα αρχόντων και θρησκευτικών αξιωματούχων, που εμπλέκονται στις διάφορες δοσοληψίες; Πολλά από αυτά ήταν μέχρι τώρα αμάρτυρα. Και τα καθήκοντά τους (σε αυτό τουλάχιστον το στάδιο μελέτης) μπορούμε να τα εικάσομε από την ετυμολογία του ονόματός τους ή από τα συμφραζόμενα των κειμένων μας.

Πρωταγωνιστικό ρόλο στον πέτρο, που τυχαία πρωτομελετήσαμε, παίζει μια αμάρτυρη μέχρι τώρα αρχή, η Επιγνώμα. Πρόκειται για την περιεκτική ονομασία ενός σώματος 8 Συνεπιγνωμόνων (2 από κάθε φυλή), που εισπράττουν (ενδεχομένως από τις κρατικές γαίες και άλλους κρατικούς πόρους) και πάντα καταθέτουν ή παραδίδουν κρατικά χρήματα.

Αυτά τα χρήματα τα αναλαμβάνουν, πολλές φορές αυθημερόν, οι λεγόμενοι Ογδοήκοντα. Πρόκειται για ένα σώμα γνωστό από παλιά, που αποτελείται από 80 ογδοηκοστείς (πιθανότατα 20 από κάθε φυλή), που ασκεί οικονομικά και δικαστικά καθήκοντα. Τώρα μάθαμε ότι ασκούσαν τα καθήκοντά τους κατά δεκάδες, με ένα δεκάδαρχο και εννέα συνδεκαδέες. Θυμίζουν κάπως τους Αθηναίους Αρεοπαγίτες.

 

Ο πίνακας ΟΜ 114 από το πήλινο αγγείο (λέκος) μετά τον καθαρισμό.

 

Ανώτατη θρησκευτική αρχή είναι οι 4 Ιαρομνάμονες (1 από κάθε φυλή), που διαχειρίζονται τα ιερά χρήματα. Εκλέγονταν για ένα έτος και ασκούσαν την προεδρία του σώματος ένα τρίμηνο ο καθένας, με αυστηρή τήρηση της ανακύκλησης των φυλών.

Σχετική με αυτούς ήταν η αρχή των τεσσάρων ΗαFεθλοθετών (=Αθλοθετών), που ήταν επιφορτισμένοι με τη διοργάνωση των αγώνων προς τιμήν της ‘Ηρας και την κατασκευή των χαλκών βραβείων. Την εποχή των πινάκων μας οι αγώνες λέγονταν Εκατόμβουα, αργότερα ονομάσθηκαν Ηραία και τέλος η εξ Άργους ασπίς. Κάθε 4 χρόνια οι αγώνες γιορτάζονταν μεγαλοπρεπέστεροι και ονομάζο­νταν πενταετηρίς. Σχετικοί με τις θυσίες ήταν και οι αμάρτυροι έως τώρα κριθοχύται, που εξάγνιζαν τα προς θυσία ζώα, ραντίζοντάς τα με χοντροαλεσμένο κριθάρι, όπως οι ουλοχύται των Αθηνών. Συγγενής με τις παραπάνω είναι μια αμάρτυρη, τετραμελής αρχή, η Αρτύνα τας ιππαφέσιος. Αρτύνα σημαίνει γενικά αρχή και στον πληθυντικό, αι αρτύναι, σημαίνει γενικά οι Αρχές της πόλεως. Η συγκεκριμένη αρχή αναλαμβάνει χρήματα για την κατασκευή ενός πολύπλοκου μηχανισμού ταυτόχρονης εκκίνησης των ίππων και των αρμάτων του ιπποδρόμου. Ο Παυσανίας περιγράφει μια τέτοια ιππάφεση στην Ολυμπία. Φαίνεται ότι στο ιππόβοτον Άργος οι ιππικοί αγώνες ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς.

Μια άλλη αρχή, όσο κι αν φαίνεται περίεργη, είναι η Αρτύνα των ποτηρίων, που ήταν επιφορτισμένη με την προμήθεια ποτηρίων από χρυσό και άργυρο. Πρόκειται φυσικά για τελετουργικά σκεύη, τα οποία χρησιμοποιούσαν στα επίσημα γεύματα κατά τη διάρκεια της πανήγυρης της ’Ηρας. Σε μια περίπτωση η επιτροπή αυτή (2 από κάθε φυλή) παίρνει από το ταμείο 13.626 δραχμές αργύρου, ενώ σε άλλο πίνακα αναφέρονται χρυσά ποτήρια βάρους 48 δραχμών και ασημένια βάρους 42.058 δραχμών (δηλαδή περίπου 1.156 κιλών). Φαίνεται πως εκτός από πολύτιμα σκεύη, αποτελούσαν ένα είδος κρατικού αποθέματος σε πολύτιμα μέταλλα.

Άγνωστος προς το παρόν είναι ο ρόλος των Αρτυνών του αγεμαστικού, ενώ αι Αρτύναι αι εν ται αγοράι πρέπει να ήταν αγορανομική αρχή.

Άλλο σώμα αρχόντων αποκαλείται οι ποι τανς δαπάνανς, αρχή επιφορτισμένη να πληρώνει τις δημόσιες δαπάνες.

Αντίθετα εισπρακτικό ρόλο είχαν οι αμάρτυροι μέχρι τώρα Οδοτήρες, λέξη που προέρχεται μάλλον από το ρήμα του οδάω=πωλώ. Στην Αθήνα λεγόταν πωληταί και στις αρμοδιότητές τους ήταν η πώληση δημευόμενων περιουσιών αλλά και η ανάθεση των δημοσίων έργων, καθώς και η εκμίσθωση των κρατικών ακινήτων.

Παραπλήσια καθήκοντα είχαν και οι αμάρτυροι μέχρι σήμερα Ανελατήρες (από το ρήμα ανελαύνω=σύρω, τραβώ), που ήταν υπεύθυνοι για την επιβολή ποινών και την είσπραξη προστίμων.

Στον κύκλο των στρατιωτικών αξιωμάτων ανήκουν οι Στραταγοί και οι Πο­λέμαρχοι. Αντίθετα, άγνωστου προς το παρόν χαρακτήρα είναι δύο σώματα αρχόντων, που αποκαλούνται οι Fεξακάτιοι (=οι εξακόσιοι) και οι Πεντακάτιοι (=οι πεντακόσιοι). Ίσως είχαν δικαστικές αρμοδιότητες.

Οι Σπονδοδίκαι πρέπει να ήταν οι διαμεσολαβητές για τη σύναψη σπονδών, δηλαδή εκεχειρίας και ειρήνης με τον εχθρό. Ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στην καρδιά του Κορινθιακού πολέμου.

Οι Άκοι (=ακοοί, μάρτυρες) ήταν παρόντες στις περισσότερες δοσοληψίες και μαζί με τους εκπροσώπους της Βωλάς (=βουλής), των Δαμιοργών (=αρχόντων) και άλλων σωμάτων επικύρωναν και εγγυώντο με την παρουσία τους την ακρίβεια των συναλλαγών.

Ανώτατη αρχή ήταν η λαϊκή συνέλευση, η Αλιαία. Μερικοί πίνακες αναγράφουν ψηφίσματά της, από τα οποία πιο συγκινητική είναι η ομόφωνη απόφαση να διατεθούν τα ιερά χρήματα για τις ανάγκες του πολέμου και τη σωτηρία της Πατρίδας.

Άφησα τελευταίες τέσσερις άλλες αρχές, αμάρτυρες έως τώρα, που όλες συνδέονται με το καύχημα του Άργους, δηλαδή τον περικαλλή ναό της Ήρας στο Ηραίο, έργο του αργείου αρχιτέκτονα Ευπόλεμου, και το χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς, έργο του Πολυκλείτου.

 

Ο νεότερος ναός της Ήρας, για την κατασκευή του οποίου κάνουν λόγο οι πίνακες.

 

Ο παλιός ναός καταστράφηκε από τυχαία πυρκαϊά το 423 π.Χ. Έως τώρα πιστεύαμε ότι η ανοικοδόμηση του νέου ναού είχε αρχίσει αμέσως και είχε ολοκληρωθεί πριν από τα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα. Ορισμένοι όμως νεότεροι μελετητές, με βάση αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες, είχαν προτείνει να κατεβάσομε τη χρονολογία περάτωσης του ναού και του αγάλματος στις πρώτες δεκαετίες του 4ου π.Χ. αιώνα. Τώρα φαίνεται να δικαιώνονται. Τα κείμενά μας αναφέρουν το σώμα των Δωματοποιών ενς Ήραν, δηλαδή των υπεύθυνων για την κατασκευή του δώματος, του ναού της θεάς. Αντλούν διάφορα ποσά και πληρώνουν τους εργολάβους. Η κατασκευή του ναού πρέπει να βρισκόταν προς το τέλος της, αν κρίνομε από την παρουσία ενός άλλου σώματος, της Αρτύνας των θυρωμάτων, που ήταν υπεύθυνοι για την κατασκευή της τεράστιας θύρας του ναού (6Χ3,5μ.), από πολύτιμα ξύλα και ενθέματα από ελεφαντόδοντο. Αλλά και οι δωματοποιοί παραλαμβάνουν διάφορες ποσότητες χρυσού σε λεπτά φύλλα (πετάλια) για την επιχρύσωση των αρχιτεκτονικών λεπτομερειών του ναού.

Ταυτόχρονα αντλούν μεγάλα χρηματικά ποσά και ποσότητες χρυσού οι Εδοποιοί ενς Ήραν, δηλαδή οι υπεύθυνοι για την κατασκευή του χρυσελεφάντινου έδους (=καθιστού σε θρόνο αγάλματος) της θεάς. Το ύψος του αγάλματος, μαζί με το βάθρο έφτανε περίπου τα 8μ. Είχε ξύλινο σκελετό και επένδυση από φύλλα χρυσού, ενώ το πρόσωπο και τα γυμνά μέρη του σώματος ήταν από φύλλα ελεφαντοστού. Φορούσε βαρύτιμο περιδέραιο και στέφανο στο κεφάλι, πάνω στο οποίο ήταν σκαλισμένες οι Χάριτες και οι Ώρες. Στο ένα χέρι κρατούσε καρπό ροδιάς και στο άλλο σκήπτρο. Η φήμη του είχε διαδοθεί σε όλο τον αρχαίο κόσμο. Τώρα έχομε την απόδειξη ότι περατώθηκε στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα και συνεπώς ήταν έργο του Πολυκλείτου του νεότερου.

Σχετική με το άγαλμα πρέπει να ήταν και η Αρτύνα του Ευξοϊδείου, του εργαστηρίου δηλαδή που έφτιαχναν λεπτουργήματα (ευ+ξέω) και προετοίμαζαν τα μέρη του αγάλματος για συναρμολόγηση.

Σε μια περίπτωση οι Εδοποιοί παίρνουν από το ταμείο 10.000 αργυρές δραχμές, ενώ άλλες πινακίδες αναφέρουν ότι έλαβαν χρυσό για το έδος βάρους περίπου 14 κιλών. Φυσικά, δεν ήταν αυτή όλη η ποσότητα. Για σύγκριση αναφέρομε ότι η χρυσελεφάντινη Αθηνά του Φειδία στον Παρθενώνα είχε περί τα 40-50 τάλαντα χρυσού ( 1047- 1300 κιλά) και το συνολικό της κόστος υπερέβαινε τα 705 τάλαντα (περίπου 4.230.000 αργυρές δραχμές).

Είναι αδύνατο, στο πλαίσιο αυτού του εκλαϊκευτικού άρθρου, να αναφερθούν όλες οι ιστορικές πληροφορίες που μας χαρίζουν τα νέα κείμενα.

Χιλιάδες είναι τα νέα ονόματα πολιτών που συμπληρώνουν την αργειακή προσωπογραφία και πλουτίζουν την ελληνική ονοματολογία με δεκάδες αμάρτυρα ονόματα.

Τα ονόματα των Αργείων πολιτών στα επίσημα έγγραφα συνοδεύονταν σπανίως από τα πατρώνυμά τους και συνηθέστερα από τα ονόματα της φράτρας ή / και της κώμης από τις οποίες προέρχονταν.

Οι φράτρες ήταν πιθανότατα 48, όπως αναφέραμε, 12 για καθεμία από τις 4 φυλές. Στα γνωστά από παλιά ονόματα προστέθηκαν τώρα μεταξύ άλλων οι Δαρμείς, Ερβασίδαι, Ευρυσθίδαι, Μαλωνίδαι, Νοστιμίδαι, Παλίνστροφοι, Ελαιείς, Fαριάδαι, Σωφυλίδαι.

Μάθαμε ακόμα περί τα 30 νέα ονόματα κωμών του Άργους, που δείχνουν πως η επικράτειά του, τη συγκεκριμένη περίοδο, άρχιζε από τα σύνορα με την Κορινθία, περιελάμβανε τις Κλεωνές και τη Νεμέα, ολόκληρο τον αργολικό κάμπο και μέρος της Κυνουρίας, και έφτανε μέχρι τον αρχαίο Μάσητα, σημερινή Κοιλάδα της Ερμιονίδας.

Πολύτιμα είναι και τα νέα στοιχεία για το αργειακό ημερολόγιο, στο οποίο προστέθηκαν επιτέλους οι δύο από τους δώδεκα σεληνιακούς μήνες που μας έλειπαν, ο Αρταμίτιος και ο Εριθαίεος. Βρήκαμε επίσης ενδείξεις για τον τρόπο με τον οποίο εξίσωναν το σεληνιακό με το ηλιακό έτος, προσθέτοντας εμβόλιμους μήνες ή συγχωνεύοντας δύο μήνες σε ένα, ιδίως όταν ήθελαν να αποφύγουν πολεμικές εισβολές και συγκρούσεις, προφασιζόμενοι ότι είχαν θρησκευτικές εορ­τές (ιερομηνίες).

Η μελέτη των πινάκων προχωρεί με πολύ μόχθο, με ενθουσιασμό αλλά και απογοητεύσεις, όταν τα κείμενα με αμάρτυρους και δυσνόητους όρους αρνούνται να αποκαλύψουν τα μυστικά τους. Τα απόγραφα και οι σημειώσεις συσσωρεύονται. Οι εκπλήξεις διαδέχονται η μια την άλλη. Συμπεράσματα που τα θεωρούσαμε σχεδόν βέβαια ανατρέπονται από το κείμενο μιας νέας πινακίδας. Το μωσαϊκό της γνώσης συμπληρώνεται αργά – αργά, έχοντας ακόμη πολλά χάσματα και φθορές.

Ανταμοιβή για την πολύμοχθη αυτή προσπάθεια είναι το συναίσθημα ότι από τους χάλκινους πίνακες αναδύεται η φωνή των αρχαίων, όπως μία θεία μελωδία μέσα από τις γραμμώσεις ενός δίσκου.

Το μέγα προνόμιο, ότι ακούς εσύ πρώτος την προαιώνια αυτή φωνή, αποζημιώνει για όλα τα ξενύχτια, τις ατέλειωτες ώρες στις βιβλιοθήκες, την κούραση των ματιών στο στερεοσκόπιο, τους χαμένους περιπάτους και διακοπές.

Προσπαθείς να μη συντρίβεις από τη διαπίστωση ότι όσο πιο ψηλά ανεβαίνεις στο βουνό της γνώσης, τόσο πιο πολύ διευρύνεται ο ορίζοντας της άγνοιας.

Παρηγοριέσαι (αλλά και ανησυχείς) με την ιδέα ότι πολλοί θα ασχοληθούν με τα ίδια κείμενα στους αιώνες που θα έλθουν και θα σε κρίνουν, θα σε διορθώσουν ή και θα σε απορρίψουν.

Το βέβαιον είναι ότι το Άργος ανέκτησε ένα πολύτιμο μέρος από τους ιστορικούς του τίτλους, που πρέπει να εκτεθούν σε ένα χώρο ασφαλή και αντάξιο της σημασίας τους. Θα αποτελούν πόλο επιστημονικών συναντήσεων αλλά και αειφόρου ανάπτυξης για την πόλη. Ήδη ο Δήμος αλλά και η Πολιτεία συντονίζονται στο να μετατραπεί η ανατολική πτέρυγα των Στρατώνων του Καποδίστρια σε Επιγραφική Συλλογή. Όταν ολοκληρωθεί, όπως την ονειρεύομαι, καμιά πόλη στον κόσμο δε θα έχει να επιδείξει κάτι παρόμοιο.

*Το ανωτέρω άρθρο έχει χαρακτήρα πρόδρομης εκλαϊκευτικής ανακοίνωσης και δεν αποτελεί δημοσίευση του ευρήματος, την οποία προετοιμάζει ο συγγραφέας.

 

Χαράλαμπος Β. Κριτζάς

Επίτιμος Διευθυντής του Επιγραφικού Μουσείου

και τέως Επιμελητής Αρχαιοτήτων Αργολίδος

Αργειακή Γη, Επιστημονική και λογοτεχνική έκδοση του Πνευματικού Κέντρου Δήμου Άργους, τεύχος 3, Δεκέμβριος, 2005.

 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

Οι νέοι χαλκοί ενεπίγραφοι πίνακες από το Άργος – Δρ. Άλκηστη Παπαδημητρίου


 

Κατά τις εργασίες διάνοιξης υπογείου σε οικόπεδο ιδιοκτησίας Ευαγγέλου Σ. Σμυρναίου στην οδό Κορίνθου 48 στο Άργος, εντοπίστηκαν αρχαιότητες, οι οποίες κατόπιν αιτήσεως του ιδιοκτήτη ερευνήθηκαν με αυτοχρηματοδότηση. Λόγω του υφισταμένου κτίσματος και της μεγάλης στενότητας του χώρου, οι ανασκαφικές εργασίες έγιναν τμηματικά και διήρκεσαν 72 ημέρες, από τις 3-10- 2000 έως τις 12-9-2001.

Αμέσως μετά την εύρεση των πρώτων πινάκων, η κ. Ελισάβετ Σπαθάρη, τότε Διευθύντρια της Δ’ Εφορείας Προϊστορικών Αρχαιοτήτων, και εγώ συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε την υποχρέωση να ακουμπήσουμε τα σπουδαία αυτά ευρήματα στα χέρια του πλέον ειδικού. Ο κ. Χαράλαμπος Κριτζάς, Διευθυντής του Επιγραφικού Μουσείου, που είχε και στο παρελθόν μελετήσει παρόμοια ευρήματα από το Άργος, ανέλαβε τη μελέτη αλλά και την ευθύνη της συντήρησης των ευπαθών δέλτων. [1] Στόχος μας είναι, μετά τη συντήρησή τους, τα πολύτιμα ευρήματα να επιστρέφουν στην πόλη του Άργους. [2]

Το οικόπεδο Σμυρναίου βρίσκεται στην οδό Κορίνθου 48, στη σιταραγορά του Άργους, έχει επίμηκες σχήμα, προσανατολισμό Α-Δ και διαστάσεις 6.00X12.50 μ. Οι πρώτες αρχαιολογικές ενδείξεις εμφανίστηκαν σε βάθος 1.80 έως 1.85 από το οδόστρωμα της Κορίνθου (εικόνα 1). Κατά μήκος της νότιας παρειάς του οικοπέδου εντοπίστηκε ένας τοίχος από αδρά λαξευμένους πωρολιθικούς δόμους που εδράζονταν σε υπόστρωμα από κροκάλες. Ο προσανατολισμός του ήταν ανατολικά – δυτικά, το μέγιστο σωζόμενο μήκος τους 9 μ. και το πλάτος 70 εκατοστά. Στο ανατολικό τμήμα του οικοπέδου και στο ίδιο βάθος, όμοιας κατασκευής τοίχος με πλάτος 50 εκατοστά και προσανατολισμό βόρεια – νότια συνέβαλε στον προηγούμενο. Κατά μήκος της βόρειας παρειάς εντοπίστηκε σειρά αδρά κατεργασμένων ασβεστόλιθων και αργόλιθων με προσανατολισμό ανατολικά-δυτικά που σώζονται σε μήκος 7 μ. περίπου και ταυτίζονται με έναν άλλο τοίχο. Σε διάφορα σημεία, βόρεια και νότια αυτών των τοίχων, από βάθος 1.85μ. έως 2.15μ., παρατηρήθηκαν συγκεντρώσεις αδρά κατεργασμένων ασβεστόλιθων και πωρόλιθων. Στο δυτικό τμήμα του οικοπέδου, σε βάθος 2,32μ. διατηρήθηκε τμήμα εστίας ελλειψοειδούς σχήματος, διαστάσεων 1.30Χ0.70μ., με προσανατολισμό ανατολικά-δυτικά. Αμέσως νοτιοανατολικά αυτών βρέθηκαν ακέραια ή θραυσμένα πήλινα καλούπια. Το στρώμα αυτό περιείχε άφθονη στάχτη και κομμάτια καμένου πηλού και είχε ιδιαίτερα σκληρή σύσταση.

 

Εικόνα 1: Ανασκαφικό σχέδιο οικοπέδου Σμυρναίου. Οι λίθινες θήκες, τα θεμέλια του κτιρίου και η εστία.

 

Κατά μήκος του κεντρικού άξονα του οικοπέδου εντοπίστηκαν ασβεστολιθικές πλάκες μεγάλων διαστάσεων και πάχους (2.00X1.00X0.30 μ), οι οποίες κάλυπταν λίθινα σκεύη, που ήταν αδρά λαξευμένα εξωτερικά, ενώ η άνω επιφάνεια και το εσωτερικό τους ήταν ιδιαίτερα επιμελημένα. Η θήκη 1 ήταν σχεδόν τετράπλευρη και δεν περιείχε ευρήματα, ενώ η κάλυψή της είχε προσανατολισμό βόρεια-νότια. Μία ακόμη λίθινη θήκη, ακριβώς ανατολικά της θήκης 1, δεν ερευνήθηκε διότι βρισκόταν εξ ολοκλήρου στα όρια της όμορης προς τα ανατολικά ιδιοκτησίας Δελή, ο οποίος και δεν συναίνεσε στην έρευνά της. Η δεύτερη θήκη που ερευνήθηκε ήταν η τρίτη από ανατολικά και έφερε κάλυψη με προσανατολισμό ανατολικά-δυτικά. Μετά την απομάκρυνση της καλυπτήριας πλάκας, διαπιστώσαμε ότι στο εσωτερικό της κιβωτού είχε αποτεθεί μεγάλος αριθμός ενεπίγραφων πινάκων (εικόνα 2). Συνολικά η θήκη περιείχε 60 τουλάχιστον χάλκινους και 2 μολύβδινους ενεπίγραφους πίνακες. Ο ένας μολύβδινος πίνακας είχε μάλιστα τυλιχτεί, δίνοντας αρχικά την εντύπωση ενός καταδέσμου. Η αφαίρεση των πινάκων που αποδείχτηκε ιδιαίτερα επίπονη, αφού αυτές είχαν με την πάροδο του χρόνου καμπυλώσει και εφάπτονταν στα τοιχώματα της θήκης, έγινε με μεγάλη επιτυχία από το συντηρητή της Δ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων κ. Φώτη Δημάκη. Η θήκη 3, τέταρτη από ανατολικά, είχε παρόμοια κάλυψη και προσανατολισμό ανατολικά-δυτικά. Στο εσωτερικό της δεν περιείχε ευρήματα. Η θήκη 4 ήταν δεύτερη από ανατολικά. Είχε εντοπιστεί ήδη κατά τις εργασίες αποκάλυψης των δύο πρώτων, αλλά ερευνήθηκε αργότερα, γιατί εν τω μεταξύ κρίθηκε απαραίτητη η αντιστήριξη της όμορης προς τα ανατολικά ιδιοκτησίας. Η κάλυψή της ήταν παρόμοια σε όγκο με τις προηγούμενες και είχε προσανατολισμό ανατολικά-δυτικά. Στο εσωτερικό της θήκης βρέθηκε ένας μόνο ενεπίγραφος πίνακας σε σχήμα ποδός (εικόνα 2).

 

Εικόνα 2. Η λίθινη θήκη 2 με τους χάλκινους ενεπίγραφους πίνακες.

 

Δυτικά των λίθινων θηκών και σε χαμηλότερο επίπεδο, σε βάθος 2.50 μ., εντοπίστηκε μία ακόμη καλυπτήρια πλάκα παρόμοιων διαστάσεων και προσανατολισμού (εικόνα 3). Μετά την ανάσυρσή της διαπιστώσαμε ότι αυτή κάλυπτε, αντί για μία λίθινη θήκη, δύο αγγεία (εικόνες 4-5).

 

Εικόνα 3. Ανασκαφικό σχέδιο οικοπέδου Σμυρναίου. Το πήλινο και το χάλκινο αγγείο με τις ενεπίγραφες πινακίδες, τα πέντε πήλινα αγγεία, οι γεωμετρικοί τάφοι και το δάπεδο.

 

Εικόνα 4: Η ανάσυρση της πλάκας που κάλυπτε το πήλινο και το χάλκινο αγγείο με τις ενεπίγραφες πινακίδες.

 

Το ένα αγγείο ήταν πήλινο και το άλλο χάλκινο. Και τα δύο είχαν υποστεί φθορές από το βάρος της ογκώδους κάλυψης. Στο πήλινο αγγείο, που είχε το σχήμα κωδωνόσχημου κρατήρα χωρίς βάση, εντοπίστηκαν 55 περίπου χαλκοί πίνακες, οι οποίοι είχαν τοποθετηθεί κατά τον ίδιο περίπου τρόπο με τους πίνακες της θήκης 2 γύρω στα τοιχώματα του αγγείου (εικόνα 5).

Στο εσωτερικό του χάλκινου αγγείου, που ήταν ένας σφυρήλατος λέβης διαμ. 80 εκατοστών περίπου και ανάλογου ύψους, εντοπίστηκαν καταρχήν τρία χάλκινα αγγεία: μία τριφυλλόσχημη οινοχόη και δύο φιάλες. Κάτω από τα αγγεία βρέθηκαν και εδώ χάλκινοι πίνακες σε πολύ κακή κατάσταση διατήρησης. Φαίνεται ότι ένα μέρος από τις πινακίδες που είχαν τοποθετηθεί εδώ αφαιρέθηκε κάποια στιγμή με τρόπο που προξένησε φθορές σε όσες παρέμειναν στη θέση τους. Λόγω της κακής κατάστασης διατήρησης δεν επιχειρήθηκε η αφαίρεσή τους στο χώρο της ανασκαφής, αλλά τα ευρήματα, αφού στερεώθηκαν στο εσωτερικό του λέβητα, μεταφέρθηκαν μαζί με αυτόν στο Μουσείο του Άργους. Υπεύθυνος για την αφαίρεση των πινακίδων, τη στερέωση και τη μεταφορά του λέβητα αλλά και του πήλινου αγγείου, που πραγματοποιήθηκαν χωρίς να προκληθεί καμία φθορά, ήταν ο συντηρητής Βασίλης Κοντός (εικόνα 5).

 

Εικόνα 5: Το πήλινο και το χάλκινο αγγείο με τις ενεπίγραφες πινακίδες.

 

Στο ανατολικό τμήμα του οικοπέδου, κατά μήκος της νότιας παρειάς και μισό μέτρο περίπου βαθύτερα από τον τοίχο με τους πωρόλιθους, εντοπίστηκαν σε βάθος από 2,80 έως 3,60 μ. πέντε (5) πήλινα αγγεία. Τα αγγεία αυτά είχαν τοποθετηθεί όρθια, έφεραν όλα κάλυψη (τα τέσσερα από πήλινες επίπεδες κεραμίδες και το πέμπτο από ασβεστολιθική λεπτή πλάκα) και ήταν κενά (εικόνα 6).

 

Εικόνα 6: Τα πέντε πήλινα αγγεία της νότιας παρειάς.

 

Η ποιότητα της κατασκευής τους ήταν εξαιρετικά καλή. Ήταν όλα τροχήλατα, τα τέσσερα εξ αυτών κλειστού, ενώ το πέμπτο ανοικτού σχήματος, πανομοιότυπο με αυτό που βρέθηκε κάτω από την καλυπτήρια πλάκα 5, δίπλα στο χάλκινο αγγείο. Βόρεια από τα αγγεία της νότιας παρειάς και σε ελαφρά βαθύτερο επίπεδο από τις καλύψεις τους, υπήρχε δάπεδο από κροκάλες μικρού μεγέθους, ιδιαίτερα επιμελημένης κατασκευής και με ισχυρή συνοχή. Το δάπεδο αυτό εντοπίστηκε σε όλο το χώρο που ερευνήσαμε, χωρίς να βρεθούν τα όριά του σε καμία πλευρά του οικοπέδου. Εκτός από τα πήλινα αγγεία της νότιας παρειάς, περιέβαλε και τα αγγεία κάτω από την κάλυψη 5. Παρουσίαζε κλίση της τάξεως των 15 εκατοστών περίπου από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Η κάτω επιφάνειά του εντοπίστηκε σε βάθος 2.90μ. και το συνολικό του πάχος ήταν 10 εκατοστά. Κατά το ανατολικό άκρο του οικοπέδου, αμέσως ανατολικά της θήκης 2, η σύσταση του δαπέδου μεταβαλλόταν σταδιακά και χωρίς απότομη διαφοροποίηση, παίρνοντας τη μορφή λεπτών βοτσάλων σε μέγεθος χαλικιού. Η θήκη 2 το είχε παραβιάσει ελαφρά κατά την τοποθέτησή της.

Στο νότιο και δυτικό τμήμα του οικοπέδου εντοπίστηκαν δύο τάφοι των γεωμετρικών χρόνων, των οποίων οι καλύψεις βρίσκονταν σε βαθύτερο επίπεδο από το δάπεδο (2.82-3.10 μ.). Οι τάφοι, ένας κτιστός κιβωτιόσχημος και ένας λάκκος με ασβεστολιθική κάλυψη, είχαν προσανατολισμό Α-Δ και ήταν πλούσια κτερισμένοι με κεραμεική, καθώς και μεταλλικά αντικείμενα: σιδερένιες περόνες και χάλκινα δαχτυλίδια. Κατά τη μαρτυρία της κεραμεικής, και οι δύο τάφοι χρονολογούνται στη μέση γεωμετρική εποχή (850-750 π.Χ.) (εικόνα 7).

 

Εικόνα 7: Τα αγγεία του τάφου των γεωμετρικών χρόνων.

 

Από την αναλυτική περιγραφή των ανασκαφικών ευρημάτων γίνεται σαφές ότι αυτά αποτελούν δύο ενότητες με σημαντική υψομετρική διαφορά μεταξύ τους. Για την καλύτερη κατανόηση του ευρήματος σχεδιάσαμε μία τομή κατά τον ανατολικό-δυτικό άξονα του οικοπέδου (εικόνα 8), στην οποία προβάλλονται αφενός τα ευρήματα του κεντρικού άξονα αυτού, αφετέρου δε αυτά της νότιας παρειάς.

 

Εικόνα 8: Τομή κατά τον Α-Δ άξονα του οικοπέδου με τα ανασκαφικά ευρήματα.

 

Εδώ παρατηρούμε ότι ο τοίχος της νότιας παρειάς βρίσκεται στο ίδιο σχεδόν επίπεδο με τις καλύψεις των τεσσάρων λίθινων θηκών, οι οποίες εδράζονται ένα περίπου μέτρο βαθύτερα είτε απευθείας πάνω στο βοτσαλωτό δάπεδο (θήκη 3 και 4), είτε σε χώμα λίγο ψηλότερα από αυτό (θήκη 1), ενώ σε μία περίπτωση η θήκη 2 το έχει παραβιάσει ελαφρά. Το ίδιο το βοτσαλωτό δάπεδο που καλύπτει όλη την επιφάνεια – την επιφάνεια του χώρου που ερευνήσαμε – βρίσκεται σε επίπεδο 2,71 έως 2,85 και παρουσιάζει ελαφρά κλίση προς τα ανατολικά. Σε δύο σημεία έχει εμφανώς παραβιαστεί, για να τοποθετηθούν εκεί αφενός τα δύο αγγεία κάτω από την καλυπτήρια πλάκα 5, αφετέρου δε τα 6 αγγεία της νότιας παρειάς. Οι καλύψεις των γεωμετρικών τάφων, αντίθετα, βρίσκονται περίπου στο ίδιο ή σε ελαφρά χαμηλότερο επίπεδο από το βοτσαλωτό δάπεδο.

Ας ρίξουμε, όμως, μια ματιά στην οριζόντια και κάθετη στρωματογραφία του οικοπέδου, καθώς και στα κινητά ευρήματα των στρωμάτων. Σε βάθος 2,90 έως 3,00 εντοπίζεται το φυσικό προσχωσιγενές γεωλογικό υπόβαθρο που δεν περιέχει αρχαιολογικά ευρήματα. Ακολουθεί στρώμα καστανού χώματος, πάχους 10 εκατοστών περίπου, που περιέχει κεραμεική των ύστερων μεσοελλαδικών χρόνων (1700-1600 π.Χ.). Πάνω από το βοτσαλωτό δάπεδο εντοπίζεται στο δυτικό τμήμα του οικοπέδου χώμα καστανό, σχετικά σκληρό, μέχρι την επιφάνεια του 1.50 μ. περίπου. Στο ανατολικό τμήμα του οικοπέδου το χώμα έχει έντονες προσμίξεις λεπτού χαλικιού. Το στρώμα αυτό φαίνεται να κατέστρεψε εν μέρει την κάλυψη και το χείλος των 6 κενών αγγείων της νότιας παρειάς. Η κεραμεική που προήλθε και από τα δύο αυτά στρώματα αποτελείται κατά 90% από γεωμετρικά όστρακα τροχήλατα και χειροποίητα, ενώ σε ποσοστό 10% περιέχει όστρακα των ύστερων μεσοελλαδικών χρόνων, καθώς και των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων μέχρι περίπου τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. Εκτός αυτών, μέσα στα στρώματα βρέθηκε και μικρός αριθμός ειδωλίων της αρχαϊκής εποχής, διάσπαρτα, τα οποία δε συσχετίζονται με ασφάλεια με κάποια από τα ακίνητα ευρήματα. Στα κινητά ευρήματα ανήκουν δύο μόνο χάλκινα νομίσματα, εξαιρετικά φθαρμένα, που δεν είναι δυνατόν να χρονολογηθούν. Πάνω από τα δύο αυτά στρώματα, το καθαρό καστανό και το χαλικωτό, παρατηρήθηκε σε σημεία που δεν είχαν παραβιαστεί από το σύγχρονο κτίσμα ένα στρώμα από πιο χοντρό χαλίκι, το οποίο εν μέρει καλύπτει τα δύο υποκείμενα και εν μέρει εισχωρεί στο δυτικό τμήμα του οικοπέδου μέσα στο καστανό, έχοντας καταστρέψει και ένα τμήμα του νότιου τοίχου. Το στρώμα αυτό περιέχει ελάχιστα όστρακα, πολύ φθαρμένα (κυλισμένα).

Ας δούμε τώρα πώς χρησιμοποιήθηκε ο χώρος διαχρονικά.

Όπως βεβαιώνει το στρώμα κάτω από το βοτσαλωτό δάπεδο, ο χώρος κατοικήθηκε για πρώτη φορά στους τελευταίους μεσοελλαδικούς χρόνους. Το επίπεδο χρήσης βρισκόταν τότε 3.00 περίπου μέτρα βαθύτερα από σήμερα. Η μεσοελλαδική κατοίκηση δεν διέσωσε εδώ αρχιτεκτονικά λείψανα. Στους μέσους γεωμετρικούς χρόνους κατασκευάστηκε ένα δάπεδο εξαιρετικά επιμελημένης κατασκευής, το οποίο περιέβαλε δύο τουλάχιστον τάφους της ίδιας εποχής, πλούσια κτερισμένους. Τόσο η δαπανηρή κατασκευή του δαπέδου όσο και το περιεχόμενο των τάφων υποδεικνύουν πως ο χώρος είχε δεσμευτεί για ταφική χρήση, πιθανόν από μία διακεκριμένη οικογένεια της ανώτερης κοινωνικής τάξης.

Αρκετά μετά ο χώρος χρησιμοποιήθηκε για τον εγκιβωτισμό μέσα στο γεωμετρικό δάπεδο δύο αγγείων, στα οποία τοποθετήθηκαν ενεπίγραφοι πίνακες και καλύφτηκαν με την τεράστια ασβεστολιθική πλάκα. Εξάλλου, λίγο ανατολικότερα 6 τουλάχιστον αγγεία τοποθετήθηκαν κατά τον ίδιο τρόπο στο σταθερό φυσικό υπόβαθρο, που μαζί με το συμπαγές δάπεδο βοηθούσε τα αγγεία αυτά να σταθούν όρθια. Η τοποθέτηση των δύο συνόλων έγινε στην ίδια χρονική στιγμή, όπως βεβαιώνει η όμοια στάθμη εύρεσης αλλά και η τεράστια ομοιότητα του πήλινου αγγείου κάτω από την κάλυψη 5 με το ένα από τα αγγεία της νότιας παρειάς. Τα αγγεία αυτά, κλειστά και ανοικτά, είναι, όσο γνωρίζω τουλάχιστον, άγνωστα στο κεραμεικό ρεπερτόριο του Άργους. Προσεγγίζουν με το σχήμα και την κεραμεική κατηγορία τους τα αγγεία των αρχών του 4ου αιώνα π.Χ. Ίσως να αποτέλεσαν μία ειδική παραγγελία, που θα ανταποκρινόταν στις ανάγκες της χρήσης τους.

Όπως βεβαιώνει το εύρημα, η κάλυψη 5 ανασύρθηκε μία τουλάχιστον φορά μετά την τοποθέτηση χάλκινων πινάκων μέσα στα αγγεία, συγκεκριμένα όταν αφαιρέθηκαν με βιαστικό ή βίαιο τρόπο ορισμένες από αυτές του χάλκινου λέβητα και εναποτέθηκαν εκεί οι δύο φιάλες και η πρόχους, σκεύη τα οποία χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα για τελετουργίες.

Στη συνέχεια μία πλημμύρα του ποταμού απόθεσε στο χώρο προσχώσεις πάνω από 1 μ. και ανέβασε το επίπεδο χρήσης από τα 2,60 ή 2,70 στο 1,50 μ. τουλάχιστον από τη σημερινή επιφάνεια του εδάφους. Σ’ αυτή τη φυσική καταστροφή οφείλονται και τα δύο στρώματα που περιγράψαμε πιο πριν και τα οποία αποτελούν τυπικές αποθέσεις ποταμού, δηλαδή σχετικά καθαρή λάσπη και χαλίκι. Προφανώς, αμέσως μετά την πλημμύρα τοποθετήθηκαν μέσα στο στρώμα που δημιουργήθηκε οι 5 λίθινες θήκες. Μέσα στο ίδιο στρώμα, ίσως όχι τυχαία, αμέσως δυτικά του χώρου της κάλυψης 5, κατασκευάστηκε μία εστία.

Τα πήλινα καλούπια που βρέθηκαν πεταμένα στα νότια της εστίας μπορούν να δώσουν μια ιδέα για τη χρήση της. Τα καλούπια αυτά έχουν τετράπλευρο σχήμα και μια σχετικά αβαθή εσοχή στη μία επιφάνειά τους, της οποίας το σχήμα θυμίζει έντονα τους χάλκινους πίνακες. Η εστία και τα καλούπια βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο με τις καλύψεις των θηκών αλλά και με τους τοίχους και τους λιθοσωρούς και πρέπει να είναι σύγχρονα με αυτά και πάντως μεταγενέστερα από την πλημμύρα. Όπως βεβαιώνει η κεραμεική και οι στρωματογραφικές παρατηρήσεις, η πλημμύρα αυτή έγινε σίγουρα μετά τη γεωμετρική εποχή, αλλά και μετά την τοποθέτηση και χρήση των δύο αγγείων, του πήλινου και του χάλκινου κάτω από την κάλυψη 5. Την ακριβή χρονική στιγμή, που μπορεί να τοποθετείται και στον 4ο αιώνα π.Χ., θα μας υποδείξει η μελέτη των ενεπίγραφων πινάκων από τα αγγεία αυτά.

Η αφθονία της γεωμετρικής κεραμεικής υποδηλώνει ότι γύρω από τους τάφους θα υπήρχαν οικίες που διαλύθηκαν ολοσχερώς από την πλημμύρα. Ο μικρός αριθμός οστράκων από τις μεταγενέστερες περιόδους σημαίνει πιθανόν ότι μετά τη γεωμετρική εποχή, δηλαδή από τον 7ο αιώνα π.Χ. και μετά, ο χώρος δε χρησιμοποιήθηκε ξανά για κατοίκηση και ενταφιασμούς. Τα λιγοστά ειδώλια ίσως δίνουν μια ιδέα για τη νέα χρήση στην αρχαϊκή εποχή.

Από τα στοιχεία που αναλύθηκαν μέχρι εδώ, πιστεύω πως γίνεται σαφές ότι ο χώρος χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα καταρχήν για κατοίκηση στη μεσοελλαδική εποχή, μετά για ταφές και κατοίκηση στη γεωμετρική εποχή και τέλος για τη φύλαξη των χάλκινων ενεπίγραφων πινάκων μέσα σε σκεύη προορισμένα για τη χρήση αυτή. Το ερώτημα που ανακύπτει αυτόματα είναι απλό αλλά καθοριστικό. Πού φυλάσσονταν αυτές οι κιβωτοί με τα πολύτιμα δημόσιου χαρακτήρα ντοκουμέντα;

 

Εικόνα 9: Ανασκαφικό σχέδιο κάτοψης του οικοπέδου Σμυρναίου με το περίγραμμα του κτιρίου, στο οποίο φυλάσσονταν οι χάλκινοι ενεπίγραφοι πίνακες.

 

Αν επιστρέψουμε στο σχέδιο της κάτοψης του ανώτερου επιπέδου ευρημάτων μπορούμε να κάνουμε ορισμένες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις. Ερμηνεύσαμε ήδη ως τοίχους τα κατάλοιπα της νότιας και της βόρειας παρειάς, καθώς και το εγκάρσιο τμήμα στα ανατολικά. Οι θήκες και η εστία αλλά και η καλυπτήρια πλάκα 5 βρίσκονται σε έναν ενιαίο άξονα, που είναι παράλληλος με το νότιο τοίχο και απέχει περίπου 2,5 μέτρα από αυτόν. Οι υπόλοιποι λιθοσωροί αλλά και οι πώρινες πλάκες εσωτερικά των δύο αξόνων σχετίζονται τοπογραφικά με τη θέση των θηκών αλλά και της καλυπτήριας πλάκας 5. Η εντύπωση που δημιουργείται από το επιχρωματισμένο σχέδιο είναι ότι ο χώρος φύλαξης των σκευών αλλά και της εστίας οριοθετείται με μία απλή κατασκευή. Δύο μακρούς τοίχους μέγιστου σωζόμενου μήκους 9 μ. και έναν εγκάρσιο που έχουν υποστεί φθορές από την πλημμύρα. Παρά την απλή κατασκευή μπορούμε να δούμε στα σπαράγματα αυτά, που απέμειναν από τη θεμελίωση, το περίγραμμα ενός κτιρίου, που ίσως είχε είσοδο από τα ανατολικά και κατέληγε σε παραστάδες. Τη μορφή ενός templum in antis είχαν βέβαια και οι θησαυροί που αφιερώθηκαν στα μεγάλα πανελλήνια ιερά και για τα οποία ο Παυσανίας μας βεβαιώνει ότι χρησίμευαν για τη φύλαξη πολύτιμων αφιερωμάτων, που δεν στήνονταν στην ύπαιθρο, για να μη φθαρούν ή να μην κλαπούν. Μέσα στο κτίριο αυτό πιστεύω ότι μπορούμε να αναγνωρίσουμε στα κατάλοιπα των λιθοσωρών υποστρώματα κατασκευών, που χρησίμευαν για τη σηματοδότηση της θέσης των θηκών, που και εδώ θα ήταν θαμμένες, αφήνοντας να προεξέχει η καλυπτήρια πλάκα. Η εστία της δυτικής παρειάς, που αποτελεί το μόνο ασφαλές στοιχείο για τον υπολογισμό του επιπέδου βάδισης αυτής της φάσης, βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την άνω επιφάνεια των θηκών και συνηγορεί στην άποψη αυτή.

Οι δύο λιθοσωροί στο εσωτερικό του βόρειου και του νότιου τοίχου αντίστοιχα ίσως μπορούν να θεωρηθούν και ως υποστρώματα για αντηρίδες των τοίχων ή έκκεντρες ενισχύσεις της στέγης, αν και το μικρό άνοιγμα του κτιρίου δεν απαιτεί κιονοστοιχία για τη στήριξή της.

Και φτάνουμε βεβαίως στο τελικό ερώτημα: πού θα βρισκόταν το κτίριο αυτό σε σχέση με τον αστικό ιστό της κλασικής εποχής και τους δημόσιους και λατρευτικούς χώρους της πόλης;

Η θέση του οικοπέδου βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση, 900 περίπου μέτρα βορειοανατολικά του θεάτρου και της αγοράς, σε μία περιοχή που δεν έχει δώσει ιδιαίτερα αρχαιολογικά ευρήματα και παραδοσιακά τοποθετείται εκτός των τειχών της πόλης. Τα νέα ανασκαφικά ευρήματα ίσως μπορούν να ρίξουν λίγο φως στο μείζον πρόβλημα της πορείας του τείχους, κυρίως στη βόρεια πλευρά της πόλης. Θέλω να τονίσω πως αν οι ενεπίγραφοι πίνακες φυλάσσονταν σε ένα κτίριο ή έστω σε έναν περίβολο που- όπως υποδηλώνουν τα ευρήματα- βρισκόταν στην ευρύτερη σφαίρα ενός ιερού, το ιερό αυτό δεν είναι δυνατόν να βρισκόταν σε μία έρημη, ακατοίκητη και απομονωμένη περιοχή, έξω από τα τείχη της πόλης. Ο προσανατολισμός των τάφων στο οικόπεδο που ερευνήσαμε αλλά και των θηκών, της καλυπτήριας πλάκας 5, των πήλινων αγγείων και του κτιρίου υποδηλώνει την ύπαρξη μιας οδικής αρτηρίας με κατεύθυνση ανατολικά – δυτικά. Από άλλες ανασκαφές, εξάλλου, γνωρίζουμε πως κατά μήκος της οδού Κο­ρίνθου υπήρχε και μία οδική αρτηρία με κατεύθυνση βόρεια-νότια. Ίσως κάπου στα νοτιοδυτικά του χώρου που ερευνήσαμε να συνέβαλε στην προηγούμενη, δημιουργώντας μία διασταύρωση. Αν εδώ υπήρχε πράγματι στον 4ο αιώνα ένα ιερό, στο οποίο φυλάσσονταν αυτά τα πολύτιμα κρατικά δεδομένα, είναι πολύ δύσκολο να το φανταστούμε έξω από τα τείχη. Ίσως η μελλοντική ανασκαφική έρευνα δώσει περισσότερα στοιχεία για την επίλυση του προβλήματος.

 

Εικόνα 10: Το επιστημονικό και εργατοτεχνικό προσωπικό της ανασκαφής του οικοπέδου Σμυρναίου.

 

Η διακοπή της χρήσης του χώρου για τη φύλαξη των πινακίδων πρέπει να τοποθετηθεί μετά τον 4ο αιώνα π.Χ., γεγονός που βεβαιώνεται από την απουσία μεταγενέστερων κινητών ευρημάτων. Για κάποιο λόγο, που δεν προκύπτει από τα ανασκαφικά ευρήματα, οι θήκες έπαψαν να χρησιμοποιούνται ως κιβωτοί απόθεσης των πολύτιμων δέλτων και κατά περίεργο τρόπο ένας μεγάλος αριθμός από αυτές παρέμεινε φυλαγμένος εκεί μέχρι τις μέρες μας. Ίσως κάποιες πολιτικές ανακατατάξεις να είχαν ως αποτέλεσμα την κατάργηση του συστήματος διαφάνειας της διαχείρισης δημοσίων χρημάτων, οπότε δε θα ήταν πια απαραίτητη η τήρηση αυτών των αρχείων με τις συναλλαγές.

Το γεγονός ότι ο Παυσανίας δε μνημονεύει ένα ιερό που να μπορεί τοπογραφικά να ταυτιστεί με το οικόπεδο που ερευνήσαμε, οφείλεται μάλλον στο ότι αυτό δεν υπήρχε πια το 2ο αιώνα μ.Χ., όταν εκείνος επισκέφτηκε το Άργος, γεγονός που μπορεί να συνδέεται με τη δεύτερη καταστροφική πλημμύρα που κατέστρεψε το κτίριο, στο οποίο φυλάσσονταν οι ενεπίγραφοι πίνακες.

Σε κάθε περίπτωση οι πολυάριθμοι χαλκοί πίνακες και τα κείμενα που διέσωσαν ως εμάς θα δώσουν περισσότερες απαντήσεις από τη μελέτη των ανασκαφικών δεδομένων.

Στη διάρκεια της ανασκαφής στο οικόπεδο Σμυρναίου, μια μεγάλη ομάδα με συνεργάτες [3] όλων των ειδικοτήτων (εικόνα 10), μοιραστήκαμε κάτω από φοβερά αντίξοες συνθήκες την αγωνία για την τεκμηρίωση και τη σωτηρία ενός μοναδικού ευρήματος, αυτής της αυθεντικής αρχαίας γραπτής πηγής. Θέλω να μοιραστώ μαζί τους τη χαρά και την ευθύνη και να τους ευχαριστήσω όλους θερμά.

 

Υποσημειώσεις


[1] Για το σκοπό αυτό τα ευρήματα μεταφέρονται σταδιακό και συντηρούνται από τον πεπειραμένο συντηρητή κ. Αναστάσιο Μαγνήσαλη υπό την εποπτεία του κ. Κριτζά στο Επιγραφικό Μουσείο.

[2] Στην προσπάθεια αυτή αρωγός μας είναι ο Δήμαρχος του Άργους κ. Δημήτριος Πλατής και σύσσωμο το Δημοτικό Συμβούλιο, που πρόσφατα έλαβε ομόφωνη απόφαση παραχώρησης της ανατολικής πτέρυγας των Στρατώνων Καποδίστρια για τη δημιουργία του νέου επιγραφικού μουσείου της πόλης, όπου οι χάλκινες δέλτοι θα αποτελέσουν το κορυφαίο έκθεμα.

[3] Τα ανασκαφικά ημερολόγια τήρησαν με υποδειγματική ακρίβεια οι αρχαιολόγοι Αναστασία Κρέκα και Θανάσης Ρούσσης, την ευθύνη της αφαίρεσης των δελτών είχαν οι συντηρητές Φώτης Δημάκης και Βασίλης Κοντός, τα ανασκαφικά σχέδια εκπόνησαν οι σχεδιάστριες Μαρία Καλλίρη και Καλλιόπη Νικολακοπούλου, ενώ η ψηφιακή τους επεξεργασία έγινε από την αρχαιολόγο Δρα Μαρίνα Θωμάτου. Το έργο του συντονισμού των ανασκαφικών εργασιών έφερε σε πέρας με επιτυχία ο οξυδερκής αρχιτεχνίτης ανασκαφών Δημήτρης Χασάπης. Ο αρχιτεχνίτης Χρήστος Σπηλιόπουλος επικεφαλής των ειδικευμένων τεχνιτών του έργου της Τίρυνθας ανέλαβε τα επίπονο έργο της ανάσυρσης των λίθινων καλύψεων με τη συνδρομή των ανυψωτικών μηχανημάτων του Γιώργου Γεωργόπουλου. Την ανασκαφική ομάδα απετέλεσαν οι Ηλίας Καπλατζής, Γιώργος Μούκιος, Νίκος Κούσουλας, Τάσος Κόλλιας, Κώστας Λύκος, Γιώργος Βασιλείου και Γιώργος Βελλίνης. Την ευθύνη της νυκτερινής φύλαξης είχαν οι αρχαιοφύλακες του Μουσείου Άργους με επικεφαλής τον Νίκο Ψυχάρη και τη συνδρομή του Αστυνομικού Τμήματος Άργους. Η οδός Κορίνθου απέκτησε ένα νέο κτίριο και η ιστορία του Άργους πλουτίστηκε με αυθεντικές πληροφορίες θεωρώ υποχρέωσή μου να ευχαριστήσω την Όλγα και το Βαγγέλη Σμυρναίο για τη γενναιόδωρη συμβολή τους στο έργο μας.

 

Δρ. Άλκηστης Παπαδημητρίου

Αρχαιολόγος

Αργειακή Γη, Επιστημονική και λογοτεχνική έκδοση του Πνευματικού Κέντρου Δήμου Άργους, τεύχος 2, Δεκέμβριος, 2004.

Σχετικά θέματα:

Οι χαλκοί ενεπίγραφοι πίνακες του Άργους – Χαράλαμπος Β. Κριτζάς, Επίτιμος Διευθυντής του Επιγραφικού Μουσείου και τέως Επιμελητής Αρχαιοτήτων Αργολίδος.

 

Read Full Post »

Το πρώτο κτήριο της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων στο Ναύπλιο – Ανδρέας Καστάνης, Καθηγητής Στρατιωτικής Ιστορίας


 

Εισαγωγή

 

Η πόλη του Ναυπλίου δημιουργήθηκε τον 15ο αιώνα από τους Βενετούς. Αργότερα, όμως κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας (α περίοδος 1540-1685 και β περίοδος 1715-1822), υπεισήλθαν πολλά στοιχεία της οθωμανικής αρχιτεκτονικής. Αρχικά, είχε αποτελέσει στρατηγικό σημείο για μια δύναμη που διεκδικούσε την ναυτική κυριαρχία στην ανατολική Μεσόγειο. Το γεγονός αυτό ήρθε να επιβεβαιωθεί αργότερα, στις αρχές του 18ου αιώνα, όταν η οθωμανική αυτοκρατορία εδραίωσε την κυριαρχία της. Με την διαμόρφωση νέων συσχετισμών δυνάμεων οι τουρκικές αρχές μεταφέρονται στην Τρίπολη, με αποτέλεσμα το Ναύπλιο να μετατραπεί σε μια απλή επαρχιακή πόλη. Τις παραμονές της Επανάστασης η αρχιτεκτονική της παρουσιάζει ένα μίγμα βενετικών και οθωμανικών χαρακτηριστικών. Το 1822 η πόλη απελευθερώνεται και καθίσταται έδρα των προσωρινών Ελληνικών Διοικήσεων. Η  Επανάσταση θα δημιουργήσει ένα προσφυγικό κύμα με αποδέκτη το Ναύπλιο. Κατά την εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο οι πρόσφυγες υπερβαίνουν τις στεγαστικές δυνατότητες της πόλης [1].

Εϊδεκ Κάρολος Γουλιέλμος – Karl von Heideck (1788-1861)

Όταν έφθασε στην Ελλάδα ο Καποδίστριας έστρεψε την προσοχή του στον καθαρισμό και στην εξυγίανση του Ναυπλίου. Η συσσώρευση χιλιάδων προσφύγων στους στενούς χώρους της πόλης ήταν η κυρία αιτία μολύνσεων. Ο Διευθυντής του Τακτικού Σώματος συνταγματάρχης Heideck [2] ανέλαβε τον καθαρισμό των δρόμων από τις ακαθαρσίες, την απομάκρυνση των υπαιθρίων μαγαζιών και εργαστηρίων, κλ.π [3]. Μέσα σε λίγες μέρες κατάφερε να καθαρίσει την πόλη, να λειτουργήσουν οι βενετικοί υπόνομοι, να φανεί πάλι το παλαιό βενετικό λιθόστρωτο και να απομακρυνθούν οι καλύβες των προσφύγων. Παράλληλα κλείνονται οι τάφροι που αποτελούσαν εστίες μόλυνσης και επισκευάζεται και καθαρίζεται το υδραγωγείο [4]. Με την βοήθεια του λοχαγού Σταμάτη Βούλγαρη κτίσθηκαν μικρά οικήματα από πέτρες ώστε να στεγαστούν οι άστεγοι σε ένα νέο προάστιο του Ναυπλίου στο οποίο δόθηκε το όνομα Πρόνοια [5]. Η όψη της πόλης άλλαξε με όλες τις προαναφερθείσες ενέργειες και επιπλέον με το γκρέμισμα όλων των στεγάστρων και μπαλκονιών εξασφαλίσθηκε η ελεύθερη κυκλοφορία του αέρα. Κάθε κτίσμα τουρκικής κατασκευής εξαφανίζεται και καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια εξευρωπαϊσμού του Ναυπλίου [6].

 

Πολεοδομικό Σχέδιο

 

Το πρώτο ρυμοτομικό σχέδιο του Ναυπλίου συνέταξε ο Θ. Βαλλιάνος [7] και επικυρώθηκε, τον Απρίλιο του 1830, από τον Καποδίστρια. Παρόλα αυτά αρχικά η ανοικοδόμηση της πόλης ακολούθησε το πρώτο ρυμοτομικό σχέδιο του Σταμάτη Βούλγαρη [8]. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες εκτός από την οικία του Κυβερνήτου [9] κανένα άλλο δημόσιο κτήριο δεν κατασκευάσθηκε. Αντίθετα επισκευάζονται πολλά άλλα [10]. Η οικονομική διαχείριση των επισκευών είχε δοθεί στον Ράδο, Έκτακτου Απεσταλμένου Αργολίδας. Ο οποίος χρηματοδότησε τις επισκευές των οικιών των Heideck και Πίζα, το κτήριο της Σχολής των Ευελπίδων, ενός στρατώνα, το νοσοκομείο χωρητικότητας 100 περίπου ασθενών [11].

 

Φωτογραφία του Κυβερνείου κατά την πρώτη εικοσαετία του 20ου αιώνα από τον Παν. Μαζαράκη (1886- 1972), γραμματέα της Εισαγγελίας Εφετών Ναυπλίου. Δεξιά το κτίριο του οπλοστασίου.

 

Σύμφωνα με μία περιγραφή του Ναυπλίου, την περίοδο του Καποδίστρια, η πόλη μπορούσε να χωριστεί σε τρία τμήματα. Το πρώτο βρισκόταν μέσα στην περιφέρεια των τειχών του Ιτς-Καλέ. Το δεύτερο ξαπλωνόταν σε ένα ομαλό επίπεδο, το οποίο διαιρείτο στα δύο, παράλληλο προς το Ιτς-Καλέ και προς τα «Πέντε Αδέλφια [12]» (οχυρό). Αυτό το μέρος της πόλης κατέληγε στην αριστερή πλευρά του φρουρίου σ’ ένα βράχο. Από εκεί δημιουργείτο ένα ημισέληνο προς την θάλασσα. Δεξιότερα της απόληξης του φρουρίου βρισκόταν μια τετράγωνη πλατεία που κατέληγε σε μια γέφυρα. Το τρίτο μέρος εκτεινόταν από το τείχος μέχρι την προκυμαία το οποίο αποτελούσε και την παραθαλάσσια συνοικία.

Ο εισερχόμενος στο Ναύπλιο διερχόταν από μια στενή και λασπώδη οδό που έφθανε μέχρι τα «Πέντε Αδέλφια». Σ’ αυτό τον δρόμο βρισκόταν η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα [13] η κυρία είσοδος της οποίας ήταν στραμμένη προς την οδό που ανερχόταν στο άνω μέρος της πόλης. Η αρχιτεκτονική του ναού δεν είναι όμοια με τις συνήθεις εκκλησίες. Περισσότερο θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως μια απλή και σκοτεινή αποθήκη με πόρτες όχι μεγαλύτερες από αυτές των οικιών. Δεξιά και αριστερά του ναού υπήρχαν κατοικίες.

Από τα «Πέντε Αδέλφια» η θάλασσα περιέβρεχε το τείχος και χώριζε την πόλη σε δύο τμήματα. Μπροστά από το προαναφερθέν οχυρό υπήρχε ξύλινη προκυμαία για την προφύλαξη διαφόρων τύπων πλοίων. Η παραθαλάσσια συνοικία άρχιζε, από αρκετή απόσταση, από το ανατολικό μέρος.

Στην αρχή της τοποθεσίας των «Πέντε Αδελφών» κατοικούσε σε κρατική οικία ο στρατηγός Gerard, αρχηγός του Τακτικού Σώματος, και το επιτελείο του. Κοντά στη θάλασσα κατοικούσε, στην ιδιόκτητη οικία του Τρικούπη [14], ο Γάλλος αντιπρόσωπος βαρώνος Rouen [15]. Δίπλα στην ανωτέρω οικία υπήρχε το οίκημα του συνταγματάρχου Βαλλιάνου.

Κτήρια τα οποία μνημονεύονταν ήταν ο στρατώνας στην «Στρατιωτική Πλατεία [16]» το κτήριο του οποίου είχε ως κύρια εξωτερικά χαρακτηριστικά τις θολωτές πύλες[17]. Παραπέρα υπήρχε η Στρατιωτική Σχολή από την οποία σε μικρή απόσταση, αφού διάβαινες κάποια θολωτή πύλη, υπήρχε ένα απλό μικρό μέγαρο η κατοικία του Κυβερνήτου, και στη συνέχεια το κατάστημα της γερουσίας και η κατοικία του Ρώσου αντιπροσώπου [18].

 

Το κτήριο

 

Στις 1 Ιουλίου 1828 ιδρύθηκε η Σχολή των Ευελπίδων. Η μοναδική ανεπιβεβαίωτη πληροφορία που έχουμε για την στέγαση του Λόχου των Ευελπίδων είναι ότι φιλοξενήθηκε σε τουρκικό εγκαταλελειμμένο στρατώνα [19] στην πλατεία των «Τριών Ναυάρχων» στο Ναύπλιο [20]. Η στέγαση των Ευελπίδων στον προαναφερθέντα στρατώνα προφανώς δεν ικανοποιούσε τις ανάγκες των μαθητών, με αποτέλεσμα να ζητήσει ο Διευθυντής του Τακτικού Σώματος συνταγματάρχης Heideck από τον Έκτακτο Επίτροπο Αργολίδας Νικόλαο Καλλέργη  να «ἑτοιμασθῇ ἕν ἐθνικόν Σπῆτι ὅστι νά χρησιμεύσῃ ὡς κοινόν κατάλυμα ἐκ τήν πλήρωσιν του ὁ Λόχος θά φθάσῃ τά 80 ἄτομα» [21]. Προφανώς δεν βρέθηκε κατάλληλο οίκημα, με αποτέλεσμα οι έρευνες πιθανόν να συνεχίστηκαν πλην όμως δεν απέδωσαν.

Όταν οι Γάλλοι πρότειναν στον Καποδίστρια την ίδρυση ενός «στρατιωτικού πολυτεχνικού σχολείου», στις 2 Δεκεμβρίου του 1828, ο ίδιος εξέφρασε την απαισιοδοξία του ότι δεν υπάρχει κατάλληλο οίκημα για το στέγαση του, όχι μόνο στο Ναύπλιο, αλλά και σε όλες τις ελληνικές πόλεις [22]. Από την προαναφερθείσα πληροφορία εκτιμάται ότι η ανεύρεση του κτιρίου της Σχολής έγινε από τους Γάλλους και συγκεκριμένα από τον λοχαγό Jean Henry Pierre Auguste Pauzie -Banne [23]. Η χωρητικότητα του οικήματος έπρεπε να ήταν αρχικά για 40 Ευέλπιδες και αργότερα όταν θα λειτουργούσαν όλες οι τάξεις ο αριθμός θα ανέβαινε στους 80. Το κτήριο πρέπει να βρέθηκε κατά το διάστημα από 2 Δεκεμβρίου 1828 (γιατί σύμφωνα με την ανωτέρω επιστολή του Καποδίστρια δεν υπήρχε κατάλληλο οίκημα για την στέγαση της Σχολής) μέχρι 29 Ιανουαρίου 1829 ημερομηνία έναρξης των επισκευών του οι οποίες τελείωσαν στις 23 Μαρτίου 1829. Ο συνολικός αριθμός των τεχνιτών που εργάσθηκαν για την συντήρηση του κτιρίου έφθασε τους τριάντα [24].  Συνολικά για τα ημερομίσθια των εργατών δόθηκαν 2680 πιάστρες. Η επισκευή του κτιρίου στοίχισε 9000 πιάστρες (γρόσια) [25]. Ο προϋπολογισμός του κόστους των επισκευών ὑπερπηδοῦν τάς ὑποσχέσεις των  (αρχιτεκτόνων) πάρα πολύ καί ὡς πρός τόν καιρόν καί ὡς πρός τήν δαπάνην ἔχομεν τρανώτατα τά καταστήματα τῶν Εὐελπίδων, στρατῶνα… [26] Ένα γρόσι (1 γρόσι = 40 παράδες) αντιστοιχούσε με 6 Φοίνικες. Για να γίνει αντιληπτό το ύψος της δαπάνης παρατίθενται τα ακόλουθα: Μία οκά [27] ψωμί πρώτης ποιότητας κόστιζε 60 παράδες, η οκά του μοσχαρίσιου κρέατος 92 παράδες, του προβάτου 78 και το βουτύρου 200 παράδες [28]. Το ημερομίσθιο ενός εξειδικευμένου εργάτη ήταν 5 γρόσια και του ανειδίκευτου 2,5 [29]. Στην περίπτωση της Σχολής ο εξειδικευμένος εργάτης αμειβόταν με 4,20 γρόσια και ο ανειδίκευτος με 3 [30].

Το οίκημα που είχε επιλεγεί για να καλύψει τις στεγαστικές ανάγκες του Κεντρικού Πολεμικού Σχολείου ή της Κεντρικής Στρατιωτικής Σχολής [31] ήταν ένα τριώροφο οθωμανικής αρχιτεκτονικής το οποίο ανήκε σε ιδιώτη [32]. Ο πρώτος όροφος ήταν κτισμένος με πέτρες πελεκητές (bruchshein) και έθετα ξύλα, ο δεύτερος με ξύλινες συνδέσεις και πέτρες πελεκητές και ο τρίτος ο οποίος προεξείχε από τις τρεις πλευρές με πλίνθους. Η στέγη ήταν καλυμμένη από κεραμίδια [33].

 

Το μεταγενέστερο κτήριο στο χώρο όπου στεγάστηκε η πρώτη Στρατιωτική Σχολή της Ελλάδας. Φωτογραφία του 1965, όπως αναφέρεται στον ιστότοπο «Παλιές φωτογραφίες του Ναυπλίου».

 

Η θέση του κτιρίου είναι η ίδια με αυτήν του σημερινού παραρτήματος του Πολεμικού Μουσείου του Ναυπλίου. Το κτίσμα ήταν ακριβώς δίπλα στα τείχη της πόλης απέναντι από την «Πύλη του Αιγιαλού» [34]. Το οικόπεδο του οικήματος ήταν αρχικά, προφανώς, τριγωνικό εφαπτόμενο με τα τείχη δίπλα στο Οπλοστάσιο [35]. Το κτήριο ανήκε σε κάποιον Οθωμανό Καραϊλάνη [36]. Το πολεοδομικό σχέδιο του Βαλλιάνου [37] προέβλεπε την δημιουργία ενός δρόμου που θα χώριζε τα τείχη του Ναυπλίου με το οικοδομικό τετράγωνο που βρισκόταν το κτήριο, με αποτέλεσμα το προαναφερθέν οικόπεδο θα εντάσσονταν σε ένα οικοδομικό τετράγωνο. Από τα μεταγενέστερα σχέδια αλλά και από τη σημερινή πραγματικότητα, το κτήριο της Σχολής δεν ενσωματώθηκε σε κανένα οικοδομικό τετράγωνο. Παρέμεινε ως ένα κτίσμα από το οποίο διέρχονται δρόμοι και από τις τέσσερις πλευρές [38]. Η τελική διαμόρφωση του οικοδομικού τετραγώνου πρέπει να έγινε περί τα τέλη του 19ου αιώνα.

Το οίκημα που βρέθηκε για να στεγάσει τους Ευέλπιδες πιθανόν να μην εκπλήρωνε πλήρως τις στεγαστικές ανάγκες του Κεντρικού Πολεμικού Σχολείου, με αποτέλεσμα ο Διευθυντής της Σχολής αντισυνταγματάρχης [39] Pauzie να αναζητήσει κάποιο νέο κτήριο. Στις 2 Μαΐου 1829 ο προαναφερθείς Γάλλος επικεφαλής του Πολεμικού Σχολείου, σε συνεργασία με τον συνταγματάρχη Heideck, ζήτησε με επιστολή του προς τον Καποδίστρια να του διατεθούν 3000 μέχρι 3500 τάλληρα για την επισκευή κάποιας άλλης κατάλληλης οικίας ικανής για την στέγαση της Σχολής. Η θέση του νέου κτιρίου ήταν στους πρόποδες του Ιτς Καλέ, κοντά στην θάλασσα, στην οποία κατοικούσε μια οικογένεια Στερεοελλαδιτών. Όπως παρατηρούμε η επιστολή έχει ημερομηνία μεταγενέστερη από το πέρας των εργασιών επισκευής του οικήματος που χρησιμοποίησε το Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο. Ο Κυβερνήτης αποδέχτηκε την πρόταση του Pauzie [40] τελικά όμως δεν υλοποιήθηκε για άγνωστους λόγους, με αποτέλεσμα το αρχικά επιλεγέν οίκημα να στεγάσει την Κεντρική Στρατιωτική Σχολή μέχρι το 1834. Πιθανόν η νέα αναζήτηση να οφείλεται στο γεγονός ότι το αρχικό κτήριο ήταν μικρό και δεν κάλυπτε τις ανάγκες 60 Ευελπίδων [41] (αριθμός που θα έφθαναν όταν θα λειτουργούσαν και οι τρεις τάξεις),  παρά μόνον των 40 αρχικών [42]. Το όλο οίκημα ήταν περίπου 181  τετραγωνικά μέτρα [43], με αποτέλεσμα όταν η δύναμη των μαθητών ήταν 40 τότε αντιστοιχούσαν 4,5 τετραγωνικά στον κάθε ένα, ενώ όταν θα έφθαναν τους 60 τότε η αντιστοιχία ήταν 3 τετραγωνικά. Επιπρόσθετος λόγος, που ο Διευθυντής του Κεντρικού Πολεμικού Σχολείου έψαχνε για κάποιο οίκημα περισσότερο ευρύχωρο και άνετο, ήταν πέραν από την στενότητα του χώρου, η έλλειψη θέρμανσης στο κτήριο και οι ακατάλληλοι χώροι υγιεινής [44]. Για την προσωρινή άμβλυνση των προαναφερθέντων προβλημάτων ανάγκασαν την διεύθυνση της Σχολής να βρει κάποια άλλα κτήρια για την εξυπηρέτηση ορισμένων δευτερευουσών λειτουργιών όπως αυτή του θεραπευτηρίου,  της κατοικίας του διευθυντού κλ.π [45].

Μετά την παρέλευση πέντε περίπου ετών το ζήτημα της ακαταλληλότητας του κτιρίου επανήλθε στην επικαιρότητα με πολύ οξύ τρόπο, καθόσον προστέθηκαν και σοβαρά προβλήματα υγιεινής. Πριν από την έναρξη του σχολικού έτους το 1833-1834, τον Σεπτέμβριο του 1833, ο Διευθυντής της Κεντρικής Στρατιωτικής Σχολής συνταγματάρχης Rheineck [46] υπέβαλε αίτηση προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών η οποία αφορούσε στην ανεύρεση κάποιου άλλου κτιρίου με αφορμή αφενός την αναμενόμενη αναδιοργάνωση του Πολεμικού Σχολείου και αφετέρου την κακή κατάσταση του οικήματος [47]. Παράλληλα η Διεύθυνση της Σχολής ζητά να γίνουν και ορισμένες τροποποιήσεις στο οίκημα. Αναφέρει το γεγονός της μεγάλης στενότητας του χώρου (δεν υπήρχε κανένας χώρος για τις ελεύθερες ώρες των Ευελπίδων), καθώς επίσης και την ανάγκη διαμόρφωσης ενός μικρού εξωτερικού χώρου για την δημιουργία μιας μικρής πλατείας [48]. Η κακή κατάσταση του καταστήματος των Ευελπίδων περιγράφεται σε ξεχωριστή αναφορά του Rheineck στην οποία αφενός προτείνει να δοθεί το κτήριο του ορφανοτροφείου της Αίγινας στη Σχολή και αφετέρου αναφέρει τα ακόλουθα:

α.  Η ξυλεία ήταν τόσο σάπια ώστε δεν ήταν σε θέση να κρατήσει κανένα καρφί.

β.  Εισέρχονταν μεγάλες ποσότητες νερού σε περίπτωση βροχής από την οροφή.

γ. Οι τουαλέτες ήταν τελείως ακατάλληλες και για τον λόγο αυτόν, σύμφωνα με γνωμάτευση του αρχιάτρου Treiber, ορισμένοι μαθητές μολύνθηκαν τα μάτια τους [49].

Η διεύθυνση Μηχανικού, μετά από διαταγή του υπουργείου [50], ανέλαβε την ευθύνη σύνταξης μελέτης σχετικά με τις απαιτούμενες επισκευές σύμφωνα με την οποία χαρακτήρισε το κτήριο ετοιμόρροπο με αδυναμία τοποθέτησης κάποιου συστήματος θέρμανσης εξαιτίας αφενός του κινδύνου πυρκαγιάς και αφετέρου του μεγάλου κόστους εγκατάστασης [51]. Προτάθηκε ως λύση η στήριξη του οικήματος από το τοίχος της πόλης η οποία όμως ήταν αντίθετη με τους νόμους του κράτους αφού το κτήριο ήταν ιδιωτικό [52]. Από τον προϋπολογισμό που συνέταξε το Μηχανικό διαπιστώνουμε ότι οι επισκευές έπρεπε να ήταν εκτεταμένες και πολυδάπανες (4802,26 δραχμές) [53], καθόσον το οίκημα της Σχολής ήταν σε πολύ κακή κατάσταση [54]. Το Υπουργείο των Στρατιωτικών απευθύνθηκε προς τον Όθωνα (αντιβασιλεία) εκθέτοντας όλες τις προαναφερθείσες  δυσκολίες προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με την επισκευή ή μετεγκατάσταση της Σχολής στο ορφανοτροφείο της Αίγινας [55]. Η αντιβασιλεία στις 6 Δεκεμβρίου έκανε δεκτή την πρόταση του Υπουργείου των Στρατιωτικών και διέταξε την εγκατάσταση της Σχολής των Ευελπίδων στο κτήριο του ορφανοτροφείου. Παράλληλα διέταξε όπως γίνουν οι απαιτούμενες διαρρυθμίσεις ώστε το κτήριο της Αίγινας να φιλοξενεί 100 ορφανά [56]. Τελικά το 1834 η Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων μεταφέρθηκε στο κτήριο του ορφανοτροφείου και τα ορφανά στο οίκημα του Κεντρικού Πολεμικού Σχολείου στο Ναύπλιο [57].

 

Φωτογραφία από την επίσκεψη φοιτητών της Σχολής Ευελπίδων έξω από το Πολεμικό Μουσείο Ναυπλίου, 3 Μαρτίου 2018. Το μεταγενέστερο κτήριο στο χώρο όπου στεγάστηκε η πρώτη Στρατιωτική Σχολή της Ελλάδας, σήμερα στεγάζει το Πολεμικό Μουσείο Ναυπλίου. Η τελευταία απόγονος της οικογένειας Κωστούρου υποστήριξε ότι το κτήριο της Σχολής των Ευελπίδων κτίσθηκε το 1856. Φωτογραφία από τον ιστότοπο της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων.

 

Η μεταγενέστερη κατάσταση

 

Το κτίσμα εκποιήθηκε και πέρασε στα χέρια του ιδιώτη Αντώνη Κουφάδου έναντι 13350 δραχμών, ο γαμπρός [58] του οποίου κατεδάφισε το παλαιό και ετοιμόρροπο κτίσμα [59] και το 1856 περάτωσε την ανέγερση του νέου[60]. Το υπουργείο εσωτερικών υπεύθυνο για την πολεοδομία των πόλεων αιτήθηκε από το Όθωνα να εγκρίνει τροποποίηση σύμφωνα με την οποία το καινούργιο κτήριο να αποτελέσει από μόνο του ένα οικοδομικό τετράγωνο  ελεύθερο από όλες τις πλευρές [61]. Το σχέδιο όμως αυτό δεν εφαρμόσθηκε πλήρως, αλλά μόνο από τις τρεις πλευρές ήταν ελεύθερο επειδή όπως φαίνεται στο συμβόλαιο πώλησης γειτνίαζε  Ἀνατολικῶς, Ἀρκτκῶς καί Μεσημβρινῶς μέ ὁδούς δημοσίας καί Δυτικῶς μέ αὐλήν οἰκίας Μπουδούρα [62].

Το 1861, το μισό οίκημα πουλήθηκε στον Παναγιώτη Καζακόπουλο έναντι 14000 δραχμών [63] και το 1866 περιέρχεται  ολόκληρο στην ιδιοκτησία του. Από πλευράς σχεδίου πόλης το κτήριο είναι ελεύθερο από τις τρεις πλευρές και μόνο δυτικά συνορεύει με γήπεδον του Δημοσίου [64]. Για πρώτη φορά που το κτίσμα εμφανίζεται ελεύθερο και από τις τέσσερις πλευρές είναι το 1907 όταν μεταβιβάζεται στον γαμπρό [65] της οικογένειας Καζακόπουλος [66]. Χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία μέχρι το 1958. Η τελευταία απόγονος της οικογένειας Κωστούρου [67] υποστήριξε ότι το κτήριο της Σχολής των Ευελπίδων κτίσθηκε το 1856 [68] πληροφορία η οποία επιβεβαιώνεται από τα ανωτέρω εκτεθέντα. Το οίκημα απαλλοτριώθηκε από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και αναπαλαιώθηκε. Σήμερα στο κτήριο αυτό στεγάζεται το παράρτημα του Πολεμικού Μουσείου στο Ναύπλιο.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Καλαφάτη Ελένη, «Η Πολεοδομία της Επανάστασης:  Ναύπλιο 1822- 1830» Τα Ιστορικά , Τ 1ος, τεύχος 2, Δεκ 1984 σ. 265- 268.

[2] Karl von Heideck (1788-1861) Βαυαρός Στρατηγός. Σπούδασε στο Μόναχο και υπηρέτησε στον βαυαρικό στρατό. Ήρθε στην Ελλάδα κατά την διάρκεια της Επαναστάσεως. Συμμετείχε σε πολλές μάχες. Το 1828 διορίσθηκε από τον Καποδίστρια διοικητής του Ναυπλίου. Τον Αύγουστο του 1829 επέστρεψε στην Βαυαρία, αλλά επανήλθε ως μέλος της Αντιβασιλείας του Όθωνα. Έγραψε τα απομνημονεύματά του σχετικά με την Ελληνική Επανάσταση τα οποία δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Αρμονία.

[3] Βακαλόπουλος Απόστολος Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ Η, Θεσσαλονίκη 1988 σ. 246, 247.

[4] Βακαλόπουλος Απόστολος Ιστορία του Νέου Ελληνισμού,τ 8ος σ. 246,

[5] Επιστολαί  Ι. Α. Καποδίστρια Κυβερνήτου της Ελλάδος. Διπλωματικαί, διοικητικαί και ιδιωτικαί γραφείσαι από 8 Απριλίου 1827 μέχρις 26 Σεπτεμβρίου 1831, τ Β, σ. 35,36,37.

[6] Καστάνης Ανδρέας, Η Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της 1828-1834, Ιωάννινα 1995, σ. 58 (διδακτορική διατριβή).

[7] Ο  Θεόδωρος Βαλλιάνος γεννήθηκε το 1799 στην Ν. Ρωσία. Σπούδασε στην στρατιωτική ακαδημία της Πετρούπολης. Μετά την αποφοίτησή του κατετάγη στον ρωσικό στρατό στο όπλο του Μηχανικού. Το 1822 ήρθε στην Ελλάδα.

[8] Jean Savant, Napoléon et les Grecs. Sous et les Grecs. Sous les Aigles impériales  Nouvelles éditions latines, Paris, 1946, σ. 374

[9] Παλατάκι όπως το αποκαλούν σήμερα.

[10] Σπηλιωτάκη Κων/νου, «Τα εν Ναυπλίω κτίρια του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού 1824- 1826» Δελτίο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τ 20ος, 1971-1977, Αθήνα 1977, σ 53-71.

[11] ΓΑΚ, Καποδιστριακό Αρχείο Κέρκυρας, «Επιστολές Ράδου Έκτακτου Απεσταλμένου Αργολίδας έτους 1829-1830»,αρ εγγ 53, φ 225.

[12] Η ονομασία «Πέντε Αδέλφια» προήλθε από τα πέντε παλαιά πυροβόλα τα όποια ακόμη και σήμερα σώζονται στο Ναύπλιο.

[13] Στη εκκλησία αυτή δολοφονήθηκε ο Κυβερνήτης. Σώζεται και σήμερα και βρίσκεται στη οδό Καποδίστρια.

[14] Σπυρίδων Τρικούπης (1788-1873). Ιστορικός. Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι. Διετέλεσε Γραμματέας Επικρατείας το 1828-1829 και Γραμματέας Εξωτερικών το 1829 και πρεσβευτής της Ελλάδος στο Λονδίνο. Γιος του ο Χαρίλαος Τρικούπης.

[15] Jean-Marie Achille Rouen αντιπρέσβης της Γαλλίας στην Ελλάδα 1829-1836.

[16] Πιθανόν να αναφέρεται στην πλατεία Πλατάνου ή σήμερα στην πλατεία της Συντάγματος.

[17] Πιθανόν να αναφέρεται στο κτήριο του σημερινού αρχαιολογικού μουσείου.

[18] Ράϊκο, «Περί της δολοφονίας του κόμητος Καποδίστρια», Έσπερος, Νο 16, 15/17 Δεκεμβρίου 1881, σ. 242, 243.

[19] Σύμφωνα με τον Στασινόπουλο ο στρατώνας κατεδαφίστηκε το 1928.

[20] Στασινόπουλου Επαμ, Ιστορίας της Στρατιωτικής Σχολής των Ευελπίδων, Αθήνα 1954, σ.35.

[21] ΓΑΚ, Έκτακτοι Επίτροποι, 23 Ιουλίου 1828, φ 25-26. Αίτηση προς τον Έκτακτο Επίτροπο Αργολίδας Νικόλαο Καλλέργη να βρει κατάλληλο οίκημα για τη στέγαση 80 Ευελπίδων. Ως σύμβουλος περί της καταλληλότητας του οικήματος θα αναλάμβανε ο συνταγματάρχης Πίζας.

[22] Καστάνης, ο.π. σ. 47, και Επιστολαί ο.π. τ Β 322, 323.

[23] Ο Jean Henry Pierre Augustine Pauzié Banne γεννήθηκε στο Παρίσι το 1792. Σπούδασε στην Πολυτεχνική Σχολή της Γαλλίας και το 1812 εξήλθε ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού. Έφθασε στην Ελλάδα με αίτημα του Καποδίστρια προς την Κυβέρνηση της Γαλλίας για διάθεση 3-4 στρατιωτικών συμβούλων. Παρέμεινε στην χώρα μας μέχρι το 1831. Έφθασε μέχρι τον βαθμό του Ταγματάρχη. Πέθανε το 1848. Περισσότερες πληροφορίες βλέπε: Καστάνης Ανδρέας, «Η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της 1828-1834», διδακτορική διατριβή, εκδ Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2000, σ. 141.

[24] ΓΑΚ, Γενικό Φροντιστήριο, 3 Φεβρουαρίου 1829 (ανά εβδομάδα υπάρχει και κατάσταση των εργασθέντων στην επισκευή του κτιρίου), φ 41. Πρώτη κατάσταση πληρωμής των εργατών που επισκεύασαν το κτήριο της Σχολής

[25] ΓΑΚ, Γενικό Φροντιστήριο, 1 Απριλίου 1829, φ 41. Κατάσταση με το συνολικό ποσό των επισκευών.

[26] ΓΑΚ, Καποδιστριακό Αρχείο Κέρκυρας, «Επιστολές Ράδου Έκτακτου Απεσταλμένου Αργολίδας έτους 1829-1830»,αρ εγγ 53, φ 225.

[27] 1 οκά = 1280 κιλά.

[28] Καστάνης ο. σ. 212.

[29] Dim Loules, The financial and economic policies of president Ioannis Kapodistrias 1828-1831,  Ioannina 1985 σ. 70, 71.

[30] ΓΑΚ, Γενικό Φροντιστήριο, 3 Φεβρουαρίου 1829, φ41.

[31] Η Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων κατά την καποδιστριακή περίοδο είχε την ονομασία Κεντρική Στρατιωτική Σχολή ή Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο. Η ονομασία στο επίσημο και επικυρωμένο οργανισμό της Σχολής είχε τον τίτλο Κεντρική Στρατιωτική Σχολή σε ανεπίσημες όμως μεταφράσεις αλλά κυρίως στην επίσημη σφραγίδα της είχε την τίτλο Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο.

[32] Το γεγονός ότι δεν δόθηκε αποζημίωση σε ιδιώτη αλλά ούτε κάποιο μηνιαίο μίσθωμα μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι το κτήριο ανήκε σε Τούρκο ο οποίος το εγκατέλειψε μετά την Επανάσταση του 1821. Επίσης η πληροφορία ότι το κτήριο ήταν ιδιόκτητο και όχι Εθνική οικία βλέπε Καστάνης ο.π σ. 60.

[33] Καστάνης ο.π. σ. 58.

[34] Ιστορικό και Εθνολογικό Μουσείο, Αρχείο Πέτρου Λυκούδη. Σχέδιο της πόλης του Ναυπλίου, Λυκούδης Πέτρος, Γενεαλογία- Βιογραφία-Έργα και το υπ’ αυτού εφερεθέν νέον σύστημα λυομένων πυροβόλων, Μέρος 1ο Αθήνα 1924 σ. 169.

[35] Λαμπρυνίδης Μιχαήλ, Η Ναυπλία, Αθήνα 1898, σ. 509.

[36] Συμβόλαιο Αριθμό Ευρετηρίου τόμου 761 και μερίδος 110 (αγοραστού)/1009 (πωλητού) 29 Νοεμβρίου 1861 Υποθηκοφυλακείο Ναυπλίου. Συμβόλαιο πώλησης του κτιρίου της Στρατιωτικής Σχολής του Ναυπλίου ιδιοκτησίας Αντώνη Κουφάδου προς το Παναγιώτη Καζακόπουλο.

[37] Πρώτοι Έλληνες Τεχνικοί Επιστήμονες Περιόδου Απελευθέρωσης, εκ ΤΕΕ, Αθήνα, 1976 σ. 163.

[38] Από το σημερινό και τα ιστορικά πολεοδομικά σχέδια του Ναυπλίου.

[39] Η Κυβέρνηση απένειμε σε όλους τους Γάλλους που εντάχθηκαν στην υπηρεσία της Ελλάδος δύο βαθμούς πάνω από αυτόν που κατείχαν στην πατρίδα τους. Γι’ αυτόν τον λόγο ο λοχαγός Pauziι προήχθη σε αντισυνταγματάρχη.

[40] Καστάνης οπ σ. 56, 57.

[41] Διάταγμα περί Οργανισμού της Κεντρικής Στρατιωτικής Σχολής, Αίγινα, Εθνικό Τυπογραφείο 1829 αρθ 2

[42] Ο. π, αρθ 101.

[43] ΓΑΚ, Οθωνικό Αρχείο, Υπουργείο Στρατιωτικών, 7/19 Νοεμβρίου 1833, φ 366. Προϋπολογισμός εξόδων για την επισκευή του κτιρίου της Κεντρικής Στρατιωτικής Σχολής.

[44] Ο.π. σ. 59, 60

[45] Ο.π. σ. 61

[46] Eduard von Rheineck γεννήθηκε στην Πρωσία το 1796. Ήρθε στην Ελλάδα το 1822. Έλαβε μέρος στη μάχη του Πέτα με τον βαθμό του λοχαγού. Διετέλεσε Διευθυντής της Σχολής των Ευελπίδων από το 1832 μέχρι το 1840. Έφθασε μέχρι τον βαθμό του υποστρατήγου. Πέθανε από καρδιακό νόσημα το 1854. Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε Καστάνης ο. π  σ. 178, 179.

[47] ΓΑΚ, Οθωνικό Αρχείο, Υπουργείο Στρατιωτικών, 1/13 Σεπτεμβρίου 1833 Νο 255, φ 366 Αίτηση της Σχολής προς το Υπουργείο Στρατιωτικών σχετικά με την επισκευή του κτιρίου της.

[48] ΓΑΚ, Οθωνικό Αρχείο, Υπουργείο Στρατιωτικών, 14/26 Νοεμβρίου 1833 Νο 302, φ 366. Διαμόρφωση του χώρου του ευρισκομένου μεταξύ του τοίχους της πόλης και του κτιρίου της Σχολής.

[49] ΓΑΚ, Οθωνικό Αρχείο, Υπουργείο Στρατιωτικών,18/30 Νοεμβρίου 1833 Νο 304, φ 366. Περιγραφή της κακής κατάστασης του κτιρίου της Σχολής.

[50] ΓΑΚ, Οθωνικό Αρχείο, Υπουργείο Στρατιωτικών, 2/16 Σεπτεμβρίου 1833 Νο 5286, φ 366. Ανάθεση σύνταξης μελέτης προϋπολογισμού των απαιτουμένων επισκευών του κτιρίου της Σχολής.

[51] ΓΑΚ, Οθωνικό Αρχείο, Υπουργείο Στρατιωτικών, 8/20 Νοεμβρίου 1833 Νο 7631, φ 366. Επισκευές του κτιρίου της Στρατιωτικής Σχολής.

[52] ΓΑΚ, Οθωνικό Αρχείο, Υπουργείο Στρατιωτικών, 22 Νοεμβρίου/4 Δεκεμβρίου 1833 Νο 770, φ 366. Επισκευές του κτιρίου της Σχολής των Ευελπίδων.

[53] ΓΑΚ, Οθωνικό Αρχείο, Υπουργείο Στρατιωτικών, 2/16 Σεπτεμβρίου 1833 Νο 5286, φ 366. Ανάθεση σύνταξης μελέτης προϋπολογισμού των απαιτουμένων επισκευών του κτιρίου της Σχολής.

[54] ΓΑΚ, Οθωνικό Αρχείο, Υπουργείο Στρατιωτικών, 22 Νοεμβρίου/4 Δεκεμβρίου 1833 Νο 770, φ 366. Επισκευές του κτιρίου της Σχολής των Ευελπίδων.

[55]  ΓΑΚ, Οθωνικό Αρχείο, Υπουργείο Στρατιωτικών, 4/16 Δεκεμβρίου 1833 Νο 7998, φ 366. Έγγραφο του Υπουργείου Στρατιωτικών σχετικά με την κατάσταση του κτιρίου της Σχολής και την πρόταση προς τον Όθωνα για την αποδοχή της πρότασης του Rheineck για της μετεγκατάσταση στο κτήριο του ορφανοτροφείου της Αίγινας.

[56] ΓΑΚ, Οθωνικό Αρχείο, Υπουργείο Στρατιωτικών, 6/13 Δεκεμβρίου 1833 Νο 9326. Απόφαση της Αντιβασιλεία για την μετεγκατάσταση της Σχολής των Ευελπίδων από το Ναύπλιο στο κτήριο του ορφανοτροφείου της Αίγινας.

[57] Καστάνης οπ σ. 60, 61.

[58] Γεώργιος Αθανασάκος.

[59] Υπάρχει μια διαφοροποίηση μεταξύ του εγγράφου του Υπουργείου των Εσωτερικών της 12 Μαρτίου 1853 και του συμβολαίου της 29 Νοεμβρίου όπου φαίνεται ότι ο Γεώργιος Αθανασάκος ανήγειρε το νέο οίκημα. Ενώ στο πρώτο αναγράφεται ότι ανήγειρε στο δεύτερο αναφέρεται ότι το 1856 ο Γεώργιος Αθανασάκος περάτωσε την ανέγερση.

[60] Συμβόλαιο με  Αριθμό Ευρετηρίου τόμου 761 και μερίδος 110 (αγοραστού)/1009 (πωλητού) 29 Νοεμβρίου 1861 Υποθηκοφυλακείο Ναυπλίου. Συμβόλαιο πώλησης του κτιρίου της Στρατιωτικής Σχολής του Ναυπλίου ιδιοκτησίας Αντώνη Κουφάδου προς το Παναγιώτη Καζακόπουλο.

[61] ΓΑΚ, Οθωνικό Αρχείο, Υπουργείο Εσωτερικών, 12 Μαρτίου 1853 (παλαιό ημερολόγιο), φ 31. Αίτηση του Υπουργείου προς τον Όθωνα για να εγκρίνει την τροποποίηση του πολεοδομικού σχεδίου του Ναυπλίου.

[62] Συμβόλαιο με Αριθμό Ευρετηρίου τόμου 761 και μερίδος 110 (αγοραστού)/1009 (πωλητού), 29 Νοεμβρίου 1861 Υποθηκοφυλακείο Ναυπλίου. Συμβόλαιο πώλησης του κτιρίου της Στρατιωτικής Σχολής του Ναυπλίου ιδιοκτησίας Αντώνη Κουφάδου προς το Παναγιώτη Καζακόπουλο.

Η γειτνίαση δυτικά με την ερειπωμένη οικία του Μπουδούρα έρχεται σε απόλυτη συμφωνία με το σχέδιο του Υπουργείου των Εσωτερικών της 12 Μαρτίου 1853 γεγονός που επιτρέπει να μην υπάρχουν αμφιβολίες ότι το περιγραφόμενο οίκημα του συμβολαίου έχει άμεση σχέση με το παλαιό κτήριο της Στρατιωτικής Σχολής των Ευελπίδων στο Ναύπλιο.

[63] Ο. π.

[64] Συμβόλαιο με Αριθμό Ευρετηρίου μερίδος 110 και 102/ 1359, 7 Μαΐου 1866.  Υποθηκοφυλακείο Ναυπλίου. Μεταβίβαση του υπολοίπου της οικίας στον Παναγιώτη Καζακόπουλο.

[65] Δημήτριος Κόνδης.

[66] Ευρετήριο με Αριθμό, τόμος Ε μερίδος 2386 αύξων αριθμός μεταγραφών 10259, 17 Οκτωβρίου 1907. Υποθηκοφυλακείο Ναυπλίου. Προίκα της Βασιλικής Καζακοπούλου προς τον Δημήτριος Κόνδης.

[67] Πιθανόν να πρόκειται για θυγατέρα του Δημητρίου Κόνδη και της Βασιλικής Καζακοπούλου.

[68] Πρώτοι Έλληνες Τεχνικοί Επιστήμονες Περιόδου Απελευθέρωσης, εκ ΤΕΕ, Αθήνα, 1976 σ. 313.

 

Ανδρέας Καστάνης

Καθηγητής Στρατιωτικής Ιστορίας

 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

Ομιλία του Φιλόλογου Δημήτρη Αλ. Τότσικα στο Δαναό


 

O Σύλλογος Αργείων «O Δαναός» έχει την τιμή και την ευχαρίστηση να σας αναγγείλει, ότι  την Κυριακή 12 Μαρτίου 2017   και ώρα 6.30 μ.μ. στην αίθουσα διαλέξεων του Συλλόγου Αργείων «ο Δαναός» θα μιλήσει, ο Φιλόλογος Δημήτρης Αλ. Τότσικας, με θέμα: «Οι Μυκήνες και το Άργος μέσα από τα μάτια των περιηγητών».

Θα προβληθούν σχετικές διαφάνειες και θα ακολουθήσει συζήτηση.

Δημήτρης Τότσικας

Γεννήθηκε στο Άργος και φοίτησε στο 1ο Λύκειο Άργους. Μετά το Λύκειο εισήχθη στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών από όπου το 2007 πήρε πτυχίο από το Τμήμα «Φιλοσοφίας – Παιδαγωγικής – Ψυχολογίας» της Φιλοσοφικής Σχολής. Το 2009 επέστρεψε στο Άργος και διδάσκει ως φιλόλογος στα ιδιωτικά Εκπαιδευτήρια «Αυτενεργώ».

Στον ελεύθερο χρόνο του ασχολείται με τον αθλητισμό και την προπονητική σε ακαδημίες ποδοσφαίρου (είναι κάτοχος διπλώματος προπονητικής UEFA B), ενώ είναι και ερασιτέχνης μουσικός.

Το 2013 πήρε Master στην «Οργάνωση και διοίκηση αθλητικών οργανισμών και επιχειρήσεων» από το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Ο τίτλος της μεταπτυχιακής του εργασίας ήταν: «Η εφαρμογή προγραμμάτων Διοίκησης Ολικής Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση».

Από το 2014 είναι υποψήφιος διδάκτωρ του τμήματος «Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτιστικών Αγαθών» του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Η διατριβή του έχει τίτλο «Οι Μυκήνες, η Τίρυνθα και το Ηραίον του Άργους μέσα από τις μαρτυρίες και τις απεικονίσεις των περιηγητικών εκδόσεων».

Έχει συμμετάσχει στη συγγραφική ομάδα για την έκδοση σχολικών βοηθημάτων για το Γυμνάσιο, που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις GUTENBERG. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά, ενώ διαθέτει πιστοποιητικό γνώσεων πληροφορικής από την εταιρία «ACTA»- τεχνοβλαστό του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Read Full Post »

«Αργολικόν Ημερολόγιον 1910»


 

 

Στην εκδοτική δραστηριότητα της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας και Πολιτισμού, προστίθεται ένα ακόμη σημαντικό βιβλίο. Πρόκειται για την αναστατική έκδοση του βιβλίου με τίτλο: «Αργολικόν Ημερολόγιον του έτους 1910,  Εκδιδόμενον υπό του εν Αθήναις Συλλόγου των Αργείων» και τυπωμένο «Εν Αθήναις – Εκ του τυπογραφείου των καταστημάτων Δημ. Τερζόπουλου – 1910».

 

Αργολικόν Ημερολόγιον 1910

Αργολικόν Ημερολόγιον 1910

Στην «αναστατική» έκδοση με τίτλο «Αργολικόν Ημερολόγιον 1910, Εκδιδόμενον υπό του εν Αθήναις Συλλόγου των Αργείων» και τυπωμένο «Εν Αθήναις – Εκ του τυπογραφείου των Καταστημάτων Δημ. Τερζόπουλου – 1910», συναντάμε σημαντικούς λόγιους του 19ου αιώνα του Άργους αλλά και του γειτονικού Ναυπλίου, όπως ο Ιωάννης Κοφινιώτης, ο Δημήτριος Βαρδουνιώτης, ο Μιχαήλ Λαμπρυνίδης, ο Ιερέας και ιδρυτής του Συλλόγου «Ο Δαναός» Χρήστος Παπαοικονόμος και άλλους πολλούς, που οι εργασίες τους φιλοξενούνται στις 356 κιτρινισμένες και φθαρμένες από το χρόνο σελίδες του βιβλίου.

Αυτούς τους πνευματικούς δημιουργούς, η προστάτιδα της Ιστορίας Κλειώ τους έσυρε νωρίς προς την ιστοριοδιφική έρευνα κυρίως, παράλληλα όμως και σε άλλους τομείς της ζωής. Με άρθρα τους και σχόλια στις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής- τοπικά και πανελλαδικά- αναφέρθηκαν σε θέματα που αφορούσαν στην πολιτική, τη θρησκευτική, την πνευματική ή καλλιτεχνική ιστορία της Αργολίδας. Όμως γενικότερα, θα λέγαμε, ότι ο τόπος μας ανέδειξε πλήθος ποιητών και λογοτεχνών με αξιόλογη λογοτεχνική δημιουργία στον έμμετρο και πεζό λόγο.

Η «αναστατική» αυτή έκδοση έχει ιδιαίτερη συναισθηματική αξία γιατί, μέσα από την ανάκληση της μνήμης απεικονίζει την ιστορία της πόλης του Άργους και της ευρύτερης περιοχής, ενώ παράλληλα αποτελεί ένα οδοιπορικό στο πολιτισμικό περιβάλλον της εποχής.

Οι κοιμισμένοι ήχοι και λόγοι αντηχούν πάλι, αψευδείς μάρτυρες ενός λαμπρού πολιτισμού, που αποκαλύπτεται με την έρευνα, σ’ όλα τα επίπεδα του δημόσιου και ιδιωτικού βίου, στα γράμματα, τις τέχνες, την πολιτική ζωή.

Αναφέρουμε ενδεικτικά μερικά από τα κείμενα που φιλοξενούνται σ’ αυτό το σπουδαίο βιβλίο:

  • Δημήτριος Βαρδουνιώτης, «Η πικρή ιστορία του Εμμανουήλ Καλλέργη – Το εν Άργει Κεντρικόν Σχολείον της Ελλάδος».
  • Ιωάννης Κοφινιώτης, «Λόγος επί τη εορτή του Αγίου Πέτρου – Αι Δαναΐδες- Κλέοβις και Βίτων».
  • Δ. Χρ. Δουκάκης, «Επίσκοποι Άργους – Ναυπλίου».
  • Χρ. Παπαοιονόμου, «Ο Δαναός».
  • Δ. Θ. Καμαρινός, «Ο φόνος του Καποδίστρια».
  • Αντ. Γ. Δαρλάκος, «Ο εν Άργει Ναός του Τιμίου Προδρόμου».
  • Σωτ. Χρονόπουλος , «Το εν Άργει Ιπποφορβείον».
  • Γεώργιος Ηλ. Σιμιτζόπουλος, «Ανασκαφαί εν Άργει υπό W. Vollgraff».
  • Εις Αργείος, «Το Άργος και η Κυριακή Αργία».
  • Σ. Μηλιαράκης, «Η Μελισσανδρού του Άργους».

Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η επίσημη Ιστορία δε θα ήταν δυνατό να γραφεί σωστά χωρίς τη γνώση και της «μικροϊστορίας», αυτής δηλαδή που αναφέρεται σε επί μέρους ή και σε ασήμαντα – εκ πρώτης όψεως – γεγονότα ή πρόσωπα, που αποτελούν όμως τον συνδετικό κρίκο μιας κοινωνίας.

Από την άποψη αυτή, το «Ημερολόγιο του 1910» αποκτά το δικό του ειδικό βάρος τόσο για το Άργος αυτό καθ’ εαυτό, όσο και για την ταυτότητα των εν Αθήναις διαβιούντων Αργείων.

 

Άργος, οδός Ερμού, σημερινή Παν. Τσαλδάρη, περ. 1910

Άργος, οδός Ερμού, σημερινή Παν. Τσαλδάρη, περ. 1910

 

Πολύτιμος αρωγός στην προσπάθεια αυτής της  «αναστατικής» έκδοσης υπήρξε η Περιφερειακή Ενότητα Αργολίδας και ειδικότερα ο Αντιπεριφερειάρχης κ. Τάσσος Χειβιδόπουλος, τον οποίο και ευχαριστούμε από το βάθος της καρδιάς μας, για την προσωπική και αμέριστη βοήθεια και συμπαράστασή του.

Η Περιφερειακή Ενότητα Αργολίδας και  η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού προσφέρουν σήμερα στην Αργολίδα μία από τις σημαντικότερες εκδόσεις στην ιστορία του τόπου μας, πολύτιμο οδηγό για κάθε ερευνητή και ιστορικό.

Τα Αρωγά Μέλη της βιβλιοθήκης, προκειμένου να προμηθευτούν δωρεάν τη νέα αυτή έκδοση, μπορούν να απευθύνονται στην Αργολική Βιβλιοθήκη, τηλέφωνο 27510 61315, τις εργάσιμες ώρες και ημέρες.

«Αργολικόν Ημερολόγιον 1910»

Έκδοση: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού

Αναστατικές εκδόσεις – 1

Άργος, Δεκέμβριος, 2014.

356 σελίδες

ISBN 978-960-9650-13-7

 

«Αργολικόν Ημερολόγιον 1910»

«Αργολικόν Ημερολόγιον 1910»

 

Στην παρουσίαση του βιβλίου που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα διαλέξεων του Συλλόγου Αργείων «Ο Δαναός», την Κυριακή 29 Μαρτίου 2015, μίλησαν για την έκδοση, η Σοφία Πατούρα, Διευθύντρια Ερευνών – Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και ο Γεώργιος Κόνδης, Δρ. Κοινωνικών Επιστημών, Συγγραφέας, των οποίων τις ομιλίες παραθέτουμε αυτούσια παρακάτω:

 

 

Παρουσίαση του Τόμου και επισκόπηση της Ιστορίας του Ημερολογίου ως ιδιαίτερου έντυπου, από την εμφάνισή του έως σήμερα


Σοφία Πατούρα

Διευθύντρια Ερευνών

Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

Σήμερα νοιώθω μεγάλη χαρά και συγκίνηση γιατί είναι η πρώτη φορά, μετά από 34 χρόνια συνεχούς ενασχόλησης με την ιστορική έρευνα, που μου δίδεται η ευκαιρία να μιλήσω στη γενέτειρά μου. Επιτρέψτε μου να ευχαριστήσω καταρχήν τον Πρόεδρο και τα μέλη του Δ. Σ. του Δαναού για τη ζεστή φιλοξενία που μας προσφέρουν απόψε σε αυτόν τον μοναδικό ιστορικό χώρο.

Θέλω να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τον κ. Τάσο Τσάγκο, γραμματέα της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης για τη μεγάλη τιμή που μου έκανε με την πρότασή του να παρουσιάσω μαζί με τον εκλεκτό συνάδελφο, κοινωνιολόγο και συγγραφέα κ. Γιώργο Κόνδη, αυτό το πολύτιμο ιστορικό τεκμήριο.

Συγχαίρω θερμά και ειλικρινά όλους τους συντελεστές της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης για την υλοποίηση αυτής της σπουδαίας πρωτοβουλίας αλλά και για το εξαιρετικό έργο που επιτελούν γενικότερα. Οι εκδόσεις της Αργολικής Βιβλιοθήκης και η ηλεκτρονική πληροφόρηση του κοινού με το πλήθος του πολύτιμου και αξιόπιστου ιστορικού υλικού, με το οποίο εμπλουτίζουν καθημερινά την ιστοσελίδα της, αποτελούν σημαντικά εργαλεία για την ιστορική έρευνα.  Στην παρούσα έκδοση και γενικότερα στην προσπάθεια αναβίωσης και ανάδειξης του ιστορικού και πνευματικού παρελθόντος της πόλης και του νομού μας, πολύτιμος αρωγός και συμπαραστάτης στέκεται ο Διοικητικός φορέας του Νομού μας, η Περιφερειακή Ενότητα Αργολίδας, με πρωτεργάτη στην ενίσχυση του πολιτισμού και των γραμμάτων τον Αντιπεριφερειάρχη, κ. Τάσσο Χειβιδόπουλο. Του εκφράζω και εγώ από τη θέση της ιστορικού, της συμπολίτισσας και της απλής αναγνώστριας τις πιο θερμές ευχαριστίες μου.

Η κα Σοφία Πατούρα, Διευθύντρια Ερευνών /Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, στο βήμα του «Δαναού».

Η κα Σοφία Πατούρα, Διευθύντρια Ερευνών /Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, στο βήμα του «Δαναού».

Το Αργολικό Ημερολόγιο, δυσπρόσιτο έως σήμερα στο ευρύ αναγνωστικό κοινό αλλά και στους επαγγελματίες ερευνητές και ιστορικούς, μέσα από τις 356 σελίδες του, ζωντανεύει το ιστορικό και πνευματικό παρελθόν της πόλης μας.  Μας δίδει το έναυσμα να κοιτάξουμε πίσω και ν’ αποτίσουμε φόρο τιμής σε όλους εκείνους τους πνευματικούς ανθρώπους που συμμετέχουν στον τόμο, για τη μικρή ή μεγαλύτερη συμβολή τους στο ιστορικό, κοινωνικό και πνευματικό γίγνεσθαι της εποχής. Με πολύ αγάπη και σεβασμό στη γενέτειρά τους και σε συνθήκες δύσκολες, μας κληροδότησαν πολύτιμες πληροφορίες για την πολιτική, στρατιωτική και εκκλησιαστική ιστορία της πόλης μας, τις θρησκευτικές παραδόσεις, την ιστορική γεωγραφία, τη λαογραφία, τη λογοτεχνία και τη λαϊκή σοφία των ανθρώπων της περιοχής μας. Όλο αυτό το πλέγμα συνιστά ένα πλούσιο πρωτογενές υλικό, πολύ χρήσιμο για τη σύγχρονη έρευνα.

Αναλυτικά για το περιεχόμενο του Ημερολογίου θα σας μιλήσει ο συνάδελφος κ. Κόνδης.

Εμένα θα μου επιτρέψετε να σας παρουσιάσω το πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσεται η συγκεκριμένη πρωτότυπη έκδοση του παρόντος Ημερολογίου, στο πεδίο του έντυπου λόγου. Δηλαδή, την ειδική κατηγορία στην οποία ανήκε, καθώς τα Ημερολόγια αποτελούσαν ένα ιδιαίτερο είδος στο χώρο του Τύπου -ημερήσιου και περιοδικού- επίσης την ιστορία, την εξέλιξη και μετεξέλιξή τους και γενικότερα το λογοτεχνικό και πνευματικό κλίμα μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε το συγκεκριμένο είδος εντύπου, κυρίως κατά το β’ μισό του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα.

Ο 19ος αιώνας αποτελεί, ως γνωστόν, μία περίοδο έντονων ιδεολογικών, πνευματικών, πολιτισμικών και κοινωνικο-πολιτικών αναζητήσεων. Οι αναζητήσεις αυτές ήταν άμεσα συνυφασμένες με τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας και του αυτοπροσδιορισμού του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Διατυπώνονταν και διοχετεύονταν στο ευρύ κοινό μέσα από τον Τύπο της εποχής, ο οποίος στο β’ μισό του 19ου αι. γνώρισε σημαντική άνθηση. Τα Εγκυκλοπαιδικά περιοδικά, οι Εφημερίδες, τα Φιλολογικά και Οικογενειακά έντυπα και τα Ημερολόγια, με το εύρος των θεματικών πεδίων που καλύπτουν, συνέβαλαν στην ανασυγκρότηση της συλλογικής μνήμης, καθώς απευθύνονταν σε ένα ευρύ και συχνά λιγότερο λόγιο αναγνωστικό κοινό από εκείνο των Βιβλίων.

Στον 19ο αιώνα, και ιδιαίτερα στις τελευταίες δεκαετίες του, η Εφημερίδα και το Περιοδικό (Φιλολογικό, Εγκυκλοπαιδικό, Ημερολόγιο ποικίλης ύλης κ.λπ.), εκτός του ότι αποτελούσαν ιδιαίτερα πολιτισμικά προϊόντα, είχαν πλέον σταθεροποιηθεί και ως διακριτές κατηγορίες, τόσο στο μορφολογικό όσο και στο θεματολογικό πεδίο.

Ο συμβατικά λεγόμενος ημερήσιος Τύπος της εποχής, δηλ. οι Εφημερίδες, παρά τις αποκλίσεις και διαφοροποιήσεις που εμπεριείχαν μεταξύ τους, στόχευαν στην υπεράσπιση και προαγωγή των εθνικών θεμάτων, στην προάσπιση της συνταγματικής τάξης, στη διαπαιδαγώγηση του αναγνωστικού κοινού σε ζητήματα θεσμών, πολιτικών συμπεριφορών και δημοκρατικών κανόνων. Ο περιοδικός Τύπος από την άλλη, στόχευε κυρίως στην πνευματική αφύπνιση του κοινού και είχε χαρακτήρα, πρωταρχικά, εκπαιδευτικό και εγκυκλοπαιδικό. Η ιστορία, η ανθρωπογεωγραφία, οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις, οι εξερευνήσεις, οι περιηγητικές περιγραφές, οι εφευρέσεις, οι επιστήμες, οι κατακτήσεις στα γράμματα και τις τέχνες αλλά και η δεκτικότητα στο «αξιοπερίεργο» και το «εξωτικό», σφράγισαν με την πληθωρικότητά τους τα περιοδικά έντυπα του Ελληνικού Διαφωτισμού. Η εξελικτική πορεία που ακολούθησε το «περιοδικό έντυπο», οδήγησε στην ωριμότητα του είδους και στη δημιουργία των μεγάλων «φιλολογικών» και «οικογενειακών περιοδικών» του β’ μισού του 19ου αιώνα.

Ανάμεσα σε αυτά ξεχωριστή θέση κατείχαν τα Ημερολόγια. Διάνυσαν μακρύ δρόμο και πολλά στάδια έως ότου καταλήξουν σε έντυπα ψυχαγωγικού, μορφωτικού και παιδευτικού τύπου, με στόχο την πνευματική καλλιέργεια του αναγνωστικού κοινού. Αν και αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφοριών και έχουν εξαιρετικό γραμματολογικό, ιστορικό και κοινωνιολογικό ενδιαφέρον, τα Ημερολόγια παραμένουν σε μεγάλο βαθμό αδιερεύνητα, εν πολλοίς άγνωστα και απρόσιτα στο κοινό των ερευνητών.

Οι συνηθέστεροι όροι με τους οποίους παρουσιάζονται στην ιστορία του Ελληνικού Τύπου, από την εμφάνισή τους στον ελληνικό χώρο, είναι οι παρακάτω:  Ημερολόγιον, Καλενδάριον, Μηνολόγιον, Σεληνοδρόμιον, Αλμενάχιον, Εφετηρίς και Καζαμίας. Το 1928 τυπώνεται το πρώτο Μηνολόγιον της Αίγινας, το 1835 το Ημερολόγιον ήτοι καλανδάριον  του Δ. Μπίστη στην Αθήνα, και το 1842 κυκλοφορεί στο Ναύπλιο ιταλικό Μηνολόγιο μεταφρασμένο στα ελληνικά και μετονομαζόμενο από τον εκδότη του σε Καζαμία. Έως το 1863 έχουν καταγραφεί 57 εκδόσεις Ημερολογίων στην ελληνική επικράτεια.

Η ύλη τους, στο α’ μισό του 19ου αι., δεν χαρακτηρίζεται από το λογοτεχνικό πλούτο και την πολυφωνία που θα γνωρίσει το είδος αυτό κατά το β’ μισό του αιώνα. Στο βασικό περιεχόμενό τους, καταγράφονταν το Εορτολόγιον, το Πασχάλιον, το Κανόνιον των μηνών και ημερών, το Νέον Φεγγάριον, τα Σημεία του Ζωδιακού και οι Προγνώσεις, τα Πανηγύρια, Αποφθέγματα, Ανέκδοτα, πρακτικές και ιατρικές συμβουλές και γενικότερα θέματα που εύρισκαν μεγάλη απήχηση στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Τα φυλάδια αυτά, γνωστά ως τις μέρες μας με τη ονομασία Καζαμίες, ήταν ευχάριστα αναγνώσματα, προσιτά και δημοφιλή σε όλες τις κοινωνικές ομάδες.

 

Αργολικόν Ημερολόγιον 1910

Αργολικόν Ημερολόγιον 1910

 

Με την πάροδο των χρόνων, στην ύλη τους προστέθηκαν και άλλα θέματα, όπως για παράδειγμα αφιερώματα σε εμποροπανηγύρεις και αυλικές τελετές, δρομολόγια μεταφορικών μέσων, αλλά και άρθρα εκλαϊκευτικού χαρακτήρα, απλές δηλαδή ιστορικές μελέτες, περιηγητικές εντυπώσεις, αινίγματα, γρίφοι και παιγνίδια. Εγκατέλειψαν σταδιακά τον κατεξοχήν προγνωστικό και προφητικό χαρακτήρα και έγιναν πρόδρομοι της επόμενης και σαφώς εξελιγμένης γενιάς Ημερολογίων του β’ μισού του 19ου και των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Από λαϊκά, αναβαθμίσθηκαν σε πιο ποιοτικά έντυπα, αύξησαν την κυκλοφορία τους και στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα γνώρισαν άνθηση και διάδοση τόσο στα αστικά κέντρα όσο και στην περιφέρεια του Ελληνισμού. Από το 1860 τα Ημερολόγια που εκδίδονται στον ελληνικό χώρο, εγκαινιάζουν μια νέα φάση της εξελικτικής πορείας και διαδρομής του συγκεκριμένου είδους. Αποστασιοποιούνται από το περιεχόμενο και τον χαρακτήρα των προηγούμενων και επιδιώκουν να δώσουν απάντηση στα αιτήματα της εποχής περί ωφελιμότητας, τερπνότητας, αλλά κυρίως πνευματικής αφύπνισης. Ως προάγγελο αυτής της κατηγορίας μπορούμε ν’ αναφέρουμε το Ημερολόγιον της Χρυσαλλίδος (1857-1863), το οποίο εγκαινιάζει αυτή τη νέα εποχή για το συγκεκριμένο έντυπο. Ο στόχος του γίνεται πιο σύνθετος, γιατί όπως δηλώνει ο εκδότης του Σπυρίδων Βλαντής, «παρεκτός του καλλωπισμού του ημετέρου Ημερολογίου, ό και Χρυσσαλίς επεγράψαμεν, και έτερον προσάπτεται, το ηθικόν, η ένωσις δηλαδή της πατρίδος μετά της Θρησκείας. καθότι χωρίς θρησκείας, κενόν και ανύπαρκτον η πατρίς».

Αμέσως μετά κάνει την εμφάνισή του και αναπτύσσεται ραγδαία το λογοτεχνικό Ημερολόγιο, μέσω του οποίου δίνεται η δυνατότητα σε πνευματικούς ανθρώπους της εποχής να υπηρετήσουν το λόγο και την τέχνη. Θ’ αναφέρω τα σημαντικότερα από αυτά που μαζί με τα καθαρώς λογοτεχνικά Περιοδικά και τις Εφημερίδες αποτελούν σημαντικές πηγές για τη μελέτη της πολιτικής, πολιτιστικής και κοινωνικής ζωής εκείνης της περιόδου. Το Αθηναϊκόν Ημερολόγιον, το του διασήμου αστρονόμου Καζαμία Ημερολόγιον (1865),  το Αττικόν Ημερολόγιον (1867-1895 με ενδιάμεσες διακοπές στην έκδοσή του), το Εθνικόν Ημερολόγιον, γνωστό και ως Ημερολόγιον του Σκόκου (1886-1918) και η Ποικίλη Στοά Αρσένη με υπότιτλο Ετήσιον Ημερολόγιον (1881-1914), είναι τα αντιπροσωπευτικότερα του είδους. Τα δύο τελευταία θεωρούνται ως τα μακροβιότερα, καθώς η έκδοσή τους συνεχίστηκε και στον 20ό αι., του πρώτου ως το 1918 και του δεύτερου ως το 1914. Συνεργάτες τους υπήρξαν σημαντικές πνευματικές φυσιογνωμίες από το χώρο της λογιοσύνης, όπως για παράδειγμα, ο Ειρηναίος Ασώπιος,  ο Άγγ. Βλάχος, ο Ι. Καμπούρογλου, ο Αρ. Προβελέγγιος, ο Αχ. Παράσχος, ο Ι. Πολέμης, ο Α. Λασκαράτος και ανάμεσά τους και ο συμπολίτης μας λόγιος Δημ. Βαρδουνιώτης. Τόσο ο Αρσένης όσο και ο Σκόκος, φίλοι του Βαρδουνιώτη, του ζητούσαν επίμονα, μέσω των επιστολών τους, τη δική του συμβολή.

 

Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης

Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης

 

Από πολύ νωρίς φαίνεται πως τα λογοτεχνικά Ημερολόγια αποτελούσαν πολύτιμο δώρο για το νέο έτος ανάμεσα στους κύκλους των μορφωμένων και λογίων της εποχής. Ο Αναστάσιος Παπαδήμος, για παράδειγμα, διευθυντής αργότερα της φημισμένης Βιβλιοθήκης της Ανδρίτσαινας, λόγιος και γλωσσομαθής της εποχής, σε επιστολή του προς τον Δ. Βαρδουνιώτη, νεαρό τότε φοιτητή, στις 31 Δεκεμβρίου του 1869, μεταξύ άλλων αναφέρει: Νυν δε σοι στέλλω εν ημερολόγιον απλούν, ουδέν άλλο υποτιθέμενον ή το υποδείξαι τας ημέρας του έτους 1870. Δια δε την ποικιλίαν, προσετέθη και εν επίσης απλούν, μυθιστορίας τινάς μόνον, και γνωμικόν περιέχον. Ο Ασώπιος δεν εξέδωκεν εφέτος, ο δε Κωνσταντίνος (των Παρισίων) είναι μόνον δια τους εφημεριδογράφους. Ο Ασώπιος, στον οποίο αναφέρεται ο Παπαδήμος είναι ο Ειρηναίος Ασώπιος ο οποίος συγκαταλέγεται στους πρώτους εκδότες λογοτεχνικών Ημερολογίων. Το 1866 εγκαινίασε το Αττικόν Ημερολόγιον, του οποίου κυκλοφόρησαν συνολικά 25 τόμοι. Το 1870 δεν εκδόθηκε πράγματι το Ημερολόγιο του Ασώπιου, και έτσι ο Παπαδήμος αναγκάζεται να στείλει στον Βαρδουνιώτη ημερολόγιον απλούν.

Ο ίδιος ο Βαρδουνιώτης, ώριμος πλέον λόγιος, μέσα από την αλληλογραφία του με τον Παπαδήμο, εμφανίζεται το 1882 να ζητεί από τον δεύτερο πληροφορίες για την ιστορία του Ημερολογίου, του Καλενδαρίου, του Αλμεναχίου. Σε επιστολή του προς τον Βαρδουνιώτη, στις 8/8/1882, ο Παπαδήμος επισυνάπτει δύο χειρόγραφες σελίδες, στις οποίες καταγράφει περιληπτικά τη διαδρομή του Αλμανάχ-Καλενδαρίου-Ημερολογίου στην Ευρώπη, από την πρώτη έντυπη εμφάνισή του στη Βιέννη το 1460, τη διάδοσή του στις άλλες χώρες, έως την λογοτεχνική ακμή του κατά τον 19ο αιώνα, κυρίως στη Γερμανία, την Αγγλία και τη Γαλλία.

Στον ελλαδικό χώρο το λογοτεχνικό Ημερολόγιο, θα γνωρίσει, όπως προανέφερα, τη μεγίστη ακμή του στο β’ μισό του 19ου αι. Θ’ αποβάλλει από νωρίς το αμιγές ημερολογιακό ύφος, στο οποίο θα παραχωρήσει πολύ μικρό χώρο και θ’ ακολουθήσει στην ύλη του τις τρέχουσες φιλολογικές και πολιτισμικές εξελίξεις. Με τη δημοσίευση δηλαδή απλουστευμένων επιστημονικών άρθρων, θεατρικών και μουσικών δρώμενων, πλήθους λογοτεχνικών κειμένων, κειμένων από τη λαογραφική και ελληνική πολιτισμική κληρονομιά, θέλει να συνδυάσει το τερπνό με το ωφέλιμο για τον αναγνώστη. Πρόκειται δηλαδή για ένα είδος εγκυκλοπαιδικού Ημερολογίου που στόχο είχε να συμβάλει στην αναγέννηση της χώρας.

Την ίδια περίοδο, παράλληλα με το ποιοτικό, λογοτεχνικό Ημερολόγιο, το Ημερολόγιο ως έντυπο παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία και καλύπτει το φάσμα όλης της κοινωνικής κλίμακας: από τα λαϊκά στρώματα που θέλγονται από τις αστρολογικές προβλέψεις και τις εγκυκλοπαιδικές γνώσεις των ευρείας κυκλοφορίας Καζαμιών, έως το λόγιο κοινό που αναζητεί την αξιόπιστη φιλολογική και ιστορική ενημέρωση στο Ημερολόγιο του Σκόκου, για παράδειγμα, και στην Ποικίλη Στοά του Αρσένη.

Ημερολόγια κάθε είδους (λογοτεχνικά, λαϊκά, ποικίλης ύλης, κ. λπ.) θα συνεχίσουν να εκδίδονται και στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι., χωρίς ωστόσο να σταματήσει η σποραδική εμφάνισή τους και αργότερα. Συχνά η δημιουργία τους στοχεύει στη συσπείρωση μιας εθνικής μειονότητας, εντός ή εκτός των εθνικών ορίων, όπως στόχευε για παράδειγμα το Μικρασιατικόν Ημερολόγιον της Ελένης Σβορώνου, της οποίας ο Αργείος λόγιος Βαρδουνιώτης υπήρξε επίσης στενός φίλος και συνεργάτης. Άλλοτε πάλι ο τίτλος τους προσδιορίζει τη θρησκευτική ή ιδεολογική ταυτότητα μιας κοινότητας, π.χ. Βυζαντινόν Ημερολόγιον, Καθολικόν Ημερολόγιον· άλλοτε παραπέμπει σε επαγγελματική συντεχνία ή ομάδα π. χ. Μουσικόν Ημερολόγιον, Ημερολόγιον Υγείας κ.λπ., και άλλοτε σε τοπικούς ή ευρύτερα γεωγραφικούς συλλόγους, όπως συμβαίνει και με την ανά χείρας έκδοση του Αργολικού Ημερολογίου.

Ημερολόγια εκδίδονταν καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, αλλά και ως τις μέρες μας, σε μια διαρκή ωστόσο μεταμόρφωση και προσαρμογή στους σκοπούς και τους στόχους που έθετε  η κατά περίπτωση έκδοσή τους. Μπορώ να σας αναφέρω μια σειρά λιγότερο σοβαρών από φιλολογική και λογοτεχνική άποψη Ημερολογίων, συνηθισμένων παλαιότερα, όπως τα παρακάτω: Ημερολόγια σχολείων, τοπικών και επαγγελματικών συλλόγων, ενοριών, εταιρειών, συνεταιρισμών κ.λπ. Και αυτά, ωστόσο, τα ταπεινά έντυπα αποτελούν σήμερα πολύτιμες πηγές της ιστορίας -κυρίως της μικροϊστορίας-, είναι όμως δυσεύρετα από την κοινότητα των ειδικών. Έντυπα με τον τίτλο Ημερολόγια εξακολουθούν να κυκλοφορούν και να αποτελούν αναγνώσματα προσφιλή έως σήμερα, με εμφάνιση και περιεχόμενο πρωτότυπα και ιδιαίτερα ευρηματικά: προσωπικά και συλλογικά Ημερολόγια λογοτεχνίας και ποίησης (ανθολόγια), επετειακά, Ημερολόγια-ανεκδοτολόγια, χιουμοριστικά-γελοιογραφικά, ερωτικά, λαϊκών παραδόσεων, αλμανάκ καλοτυχίας, κ. λπ. Όλα τα παραπάνω και πολλά ακόμη αποτελούν πεδίο ελεύθερης δραστηριότητας και έκφρασης για εκδότες, συγγραφείς και επιμελητές. Είναι βέβαιο ότι σήμερα που η ηλεκτρονική επανάσταση τείνει να εξαφανίσει το βιβλίο στην έντυπη μορφή του, αλλοιώνοντας το χαρακτήρα του, οι παραδοσιακές εκδόσεις θα αντέξουν περισσότερο μέσα στο χρόνο.

Τρανή απόδειξη της παραπάνω εκτίμησης αποτελεί η παρούσα αναστατική έκδοση που πραγματοποιήθηκε χάρη στη διάσωση ως τις μέρες μας αυτού του δυσεύρετου πράγματι αλλά ανθεκτικού στον μακρύ χρόνο αντιτύπου του Αργολικού Ημερολογίου. Αξίζει να σημειώσω σχετικά τη διαπίστωση του μεγάλου λαογράφου μας Νικολάου Πολίτη, σε μια αποστροφή του για την παντοτινή επικαιρότητα του Αττικού Ημερολογίου. Λέει λοιπόν χαρακτηριστικά ο Ν. Πολίτης ότι το Αττικόν Ημερολόγιον «διέψευσε την γαλλικήν παροιμίαν καθ’ ήν γυνή και ημερολόγιον είναι μόνον δι’ έν έτος· διότι πάντοτε δύναταί τις να το αναγιγνώσκη μετ’ ίσης ευχαριστήσεως, επειδή ο κύριος Ασώπιος (ο εκδότης του) κατέστησεν αυτό ταμείον, εν ώ εναποθέτουσι τα καλύτερα του καλάμου αυτών προϊόντα οι διασημότεροι των λογίων».

Επικεντρώνοντας, λοιπόν, το ενδιαφέρον μας στην ανά χείρας έκδοση του Αργολικού Ημερολογίου, η οποία αποτέλεσε την αφορμή για το σύντομο ιστορικό που σας παρουσίασα, θα προσπαθήσω να δώσω κάποιες σύντομες απαντήσεις σε ερωτήματα σχετικά με τον χρονικό ορίζοντα της έκδοσής του, τη μορφή και το περιεχόμενό του. Είναι αλήθεια ότι η χρονική έκδοση του Αργολικού Ημερολογίου ταυτίζεται με μια εποχή που αυτό το είδος του έντυπου λόγου γνώριζε μεγάλη ωριμότητα και άνθηση. Εξάλλου η σύνδεση της ωφέλειας με την τέρψη, η νέα μορφολογία του είδους (δηλ. το σχήμα και η εικονογράφηση) και η έντονη εστίαση του ενδιαφέροντος σε ιστορικά και λογοτεχνικά κείμενα που κυριαρχούν στα Ημερολόγια της εποχής, είναι αυτά ακριβώς τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητα και του δικού μας Ημερολογίου. Παρά το γεγονός της συγκυριακής έκδοσής του για την ενίσχυση των οικονομικών του εν Αθήναις Συλλόγου των Αργείων, όπως αναφέρεται στο ιστορικό της ίδρυσής του, το περιεχόμενο του Ημερολογίου δεν υπολείπεται σε ποιότητα και σπουδαιότητα των συγχρόνων του, αθηναϊκών και μή.

Το καθαρώς ημερολογιακό τμήμα του περιορίζεται σε 11 μόνο σελίδες με την παράθεση ενός απλού μηνολογίου και των εορτών του έτους. Όλο το υπόλοιπο μέρος, χωρίς βέβαια συγκεκριμένη διάταξη και ειδικές στήλες, παρέχεται ελεύθερα  ως βήμα έκφρασης σε μια σειρά Αργείων κυρίως λογίων, ιστορικών και επιστημόνων της εποχής. Σπουδαίες πραγματείες και ιστορικές αναφορές, ζητήματα της τοπικής εκκλησιαστικής ιστορίας, καταγραφές ανασκαφών και αρχαιολογικών ευρημάτων, επετειακοί Λόγοι, σπάνιες αφηγήσεις σημαντικών ιστορικών συμβάντων, ιστορικο-γεωγραφικά της ευρύτερης περιοχής, ιστορικές βιογραφίες, αλλά και προσεγγίσεις επιστημονικών θεμάτων, προσδίδουν στον ανά χείρας τόμο το χαρακτήρα μιας πρωτογενούς ιστορικής πηγής. Δίπλα σε αυτά, συμπολίτες μας της εποχής εκείνης, με λογοτεχνικές, ποιητικές και λαογραφικές ανησυχίες, δοκιμάζουν την πέννα τους στη συγγραφή διηγημάτων και ποίησης, ιστορικών ανεκδότων, παροιμιών, αποφθεγμάτων και συμβουλών.

Ανάμεσα σ’ εκείνους που με τη γραφίδα τους συνέβαλαν στην έκδοσή του, συγκαταλέγονται λόγιοι, των οποίων η πνευματική εμβέλεια και δράση είχε ξεπεράσει κατά πολύ τα τοπικά όρια της Αργολίδας. Για την οικονομία του χρόνου θ’ αναφερθώ σύντομα στους σημαντικότερους από αυτούς, χωρίς να υποτιμώ καθόλου την ευρυμάθεια και τη συμβολή των υπολοίπων.

Χρήστος Παπαοικονόμος

Χρήστος Παπαοικονόμος

Αποτίοντας φόρο τιμής και εκφράζοντας τη δέουσα ευγνωμοσύνη στον εμπνευστή και επί σειρά ετών Πρόεδρο του ιστορικού μας Συλλόγου «Δαναός», θα μνημονεύσω πρώτον απ’ όλους τον ιερέα και σχολάρχη τότε του Άργους Χρήστο Παπαοικονόμο. Ο Χρήστος Παπαοικονόμος (1853-1922), πολυγραφότατος λόγιος, αναδείχθηκε στις τάξεις των κληρικών, καταλαμβάνοντας υψηλές διοικητικές θέσεις στην Εκκλησία και την Εκπαίδευση χάρη στην  εκκλησιαστική του δράση, κυρίως όμως χάρη στο πλούσιο συγγραφικό του έργο. Κορυφαία θέση σε αυτό κατέχει το τεκμηριωμένο επιστημονικά βιβλίο του πάνω στον Βίο του Αγίου Πέτρου, πολιούχου της πόλης του Άργους. Στην περίοδο της θητείας του, ως σχολάρχης του Άργους ο ιερέας Παπαοικονόμος εμπνεύσθηκε και ίδρυσε, με τη βοήθεια και άλλων φιλοπρόοδων Αργείων τον φιλολογικό Σύλλογο «Δαναός» τον μικρό Παρνασσό, όπως λεγόταν τότε, έναν από τους παλαιότερους φιλολογικούς συλλόγους της χώρας. Στον παρόντα τόμο ξεδιπλώνει με την πέννα του το ιστορικό της ίδρυσης και δράσης του Συλλόγου από το 1894 έως το 1907, «χάριν των επιγιγνομένων’ όπως αναφέρει ο ίδιος στον πρόλογο του χρονολογίου του.

Ιωάννης Κοφινιώτης

Ιωάννης Κοφινιώτης

Με τρία άρθρα του από τον χώρο της ιστορίας και μυθιστορίας και έναν ιστορικό επετειακό Λόγο, συμμετέχει στο Ημερολόγιο ο γνωστός εκπαιδευτικός και πολιτικός της εποχής Ιωάννης Κοφινιώτης (1851-1921). Συγγραφέας πολλών σχολικών εγχειριδίων και μεγάλου αριθμού άρθρων σε έντυπα εκείνης της περιόδου, ο Κοφινιώτης δοκίμασε την τύχη του και στην πολιτική. Εξελέγη βουλευτής Αργολιδοκορινθίας μία φορά στην Α’ Αναθεωρητική Βουλή του 1910. Το σημαντικότερο ιστορικό έργο του είναι η δίτομη Ιστορία του Άργους από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών. Οι εκδόσεις «Εκ προοιμίου» συμμετέχοντας ενεργά στην προσπάθεια διάσωσης ιστορικών τεκμηρίων της πόλης μας ανατύπωσαν πριν από λίγα χρόνια τον διασωθέντα πρώτο τόμο του Έργου.

Στο Αργολικό Ημερολόγιο αναδημοσιεύεται  Ανοικτή Επιστολή του Δημοσθένη Δεσμίνη προς τους «εν Αμερική εγκατεστημένους Αργείους», σε μια προσπάθεια αναζήτησης οικονομικής βοήθειας προς τον Σύλλογο «Δαναός». Ο γνωστός στους Αργείους ευεργέτης της πόλης Δημοσθένης Δεσμίνης (1868-1936), λόγω της δωρεάς του για την ίδρυση του νοσοκομείου, με καταγωγή από το Άργος, έζησε και εργάσθηκε στην Αθήνα, χωρίς ποτέ βέβαια να λησμονήσει την ιδιαίτερη πατρίδα του. Στην Αθήνα εξέδιδε επί τέσσερα έτη την εφημερίδα Δαναΐς, μια από τις καλύτερες αθηναϊκές εφημερίδες της εποχής σε ύλη και ποιότητα. Μέσα από τις σελίδες της έδωσε σκληρό αγώνα για την επίλυση του αρδευτικού και του γεωργικού ζητήματος της αργολικής πεδιάδας. Άνθρωπος με σπουδαία νομική παιδεία και υψηλή μόρφωση, ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα και για την πνευματική αναγέννηση της πόλης. Για τον εμπλουτισμό της βιβλιοθήκης του Δαναού, κληροδότησε στο Σύλλογο την προσωπική του βιβλιοθήκη. Επίσης, με την ισχυρή παρέμβασή του προς τον εθνικό ευεργέτη Γρηγόριο Μαρασλή (1831-1907) πέτυχε να εξασφαλίσει για τον Δαναό πλήρη σειρά της βιβλιοθήκης Μαρασλή, με πολύτιμα βιβλία για την ιστορία και τον πολιτισμό της Ευρώπης και της Ελλάδας.

Ένας άλλος λόγιος και νομομαθής από το Ναύπλιο, ο γνωστός για τα ιστορικά του συγγράμματα Μιχαήλ Λαμπρυνίδης (1850-1915), συμμετέχει στον τόμο με μία μελέτη με τον τίτλο «Η 13η Ιανουαρίου 1833 εν Άργει». Αν και αμφιλεγόμενη ως προς την αποτίμηση των γεγονότων, η μελέτη αυτή είναι σημαντική πηγή για τη σύγχρονη έρευνα, λόγω της αλληλογραφίας που παραθέτει μεταξύ των εμπλεκόμενων στα γεγονότα προσώπων. Η καλλιέργεια και η ευρυμάθεια του Μ. Λαμπρυνίδη αποτυπώνονται στο πλούσιο συγγραφικό του έργο, με σημαντικότερο απ’ όλα το ιστορικό του σύγγραμμα Η Ναυπλία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τα καθ’ ημάς.

Στον τόμο συμμετέχουν με μικρές ή μεγαλύτερες συμβολές συγγραφείς ή διανοούμενοι που δεν κατάγονταν από την Αργολίδα, αλλά πιθανότατα συνδέονταν με μέλη του εν Αθήναις Συλλόγου «Ατρεύς». Ασφαλώς θ’ αποτέλεσε τιμή για τους συντελεστές της έκδοσης του Ημερολογίου η συμμετοχή σε αυτό, του κορυφαίου τότε καθηγητή της Φυτολογίας και Βοτανικής, Σπυρίδωνος Μηλιαράκη. Ο Σπυρ. Μηλιαράκης υπήρξε ένας από τους πρώτους θιασώτες και «εισαγωγείς» της δαρβίνειας θεωρίας στην Ελλάδα και ο πρώτος μεταφραστής του έργου του Δαρβίνου στα Ελληνικά. Αξίζει να σας αναφέρω ότι ήταν αδελφός του πρωτοπόρου για την εποχή Ιστορικο-γεωγράφου, Αντωνίου Μηλιαράκη, ιδρυτικού μέλους της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, επίτιμου μέλους του Δαναού και γνωστού στην ιστορία της πόλης μας από το έργο «Γεωγραφία πολιτική  νέα και αρχαία του νομού Αργολίδος και Κορινθίας». Στον παρόντα τόμο, με ένα επιστημονικό σύντομο άρθρο του, ο Σπυρ. Μηλιαράκης καταρρίπτει τον εκ της λαϊκής φαντασίας προερχόμενο μύθο περί της Μελισσανδρούς, φυτού φυόμενου στην αργολική πεδιάδα και αλλού.

Ανάμεσα στους άλλους, στον τόμο συμμετέχει και ο γνωστός μας ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Ιωάννης Πολέμης (1862-1924) μ’ ένα σύντομο διήγημα και ένα γεμάτο συγκίνηση και πατριωτική φλόγα ποίημα. Ο Πολέμης που μαζί με πολλούς λογίους του β’ μισού του 19ου αι. είχε ενταχθεί λογοτεχνικά στη Νέα Αθηναϊκή Σχολή, αντιτάχθηκε στην υπερβολή και τον άκρατο ρομαντισμό και καθιέρωσε, όπως ο Παλαμάς και ο Δροσίνης τη δημοτική γλώσσα στην ποίηση. Στη δημοτική είναι γραμμένο και το ποίημά του «η σούβλα του πασσά», με το οποίο εμπλούτισε λογοτεχνικά το Αργολικό Ημερολόγιο του 1910.

Τελευταίον, όχι τυχαία βέβαια, άφησα τον «πατριάρχη και παλαίμαχο των γραμμάτων, εργάτη και αριστοτέχνη του καλάμου», όπως τον χαρακτηρίζει ο Νικόλαος Γκινόπουλος, τον μεγάλο μας λόγιο Δημήτριο Βαρδουνιώτη. Οι δύο συμβολές του στο Ημερολόγιο για την ιστορία του «εν Άργει Κεντρικού Σχολείου της Ελλάδος» και της «εν Άργει επαναστάσεως’ είναι πολύτιμες ιστορικά, αποτελούν όμως ένα  μικρό, πολύ μικρό δείγμα της γραφίδας του.

Βαρδουνιώτης Δημήτριος

Βαρδουνιώτης Δημήτριος

Ο Δημήτριος Βαρδουνιώτης (1847-1924) αδικημένος έως σήμερα ιστορικός και λόγιος, παρότι έζησε ολόκληρη τη ζωή του στη μικρή ιστορική μας πόλη, ήταν στην πραγματικότητα ισότιμο μέλος της πνευματικής ελίτ της Αθήνας, με τους εκπροσώπους της οποίας είχε δημιουργήσει πολύ στενές σχέσεις. Υπήρξε καταξιωμένος νομικός, δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος και ποιητής, μα πάνω απ’ όλα σπουδαίος ιστορικός. Ασκητικός στη φιλοσοφία για τη ζωή και υπέρμετρα εργατικός, συνήθιζε να λέει ότι «η ανάπαυση δεν είναι αποχή από την εργασία αλλά αλλαγή εργασίας».

Κοντά στο πλήθος των λογοτεχνικών του έργων (πεζά και ποιήματα), στις πολλές ανταποκρίσεις του σε αθηναϊκές και άλλες εφημερίδες, κορυφαίο είναι το ιστορικό του έργο με προεξάρχουσα τη σπουδαία μονογραφία του για την καταστροφή του Δράμαλη. Το έργο αυτό, που για τη σύγχρονη έρευνα αποτελεί πλέον ιστορική πηγή, ο Δημήτριος Καμπούρογλου το χαρακτήρισε μνημειώδες, σημειώνοντας μάλιστα πως «εις τα Δερβενάκια, που κάποτε θα στολισθούν με δάσος ανδριάντων, πρέπει ξεχωριστή, απόμακρα, αλλά περίοπτος να σελαγίση και η μορφή του Βαρδουνιώτη».

Με αφορμή την αποψινή εκδήλωση, επιτρέψτε μου να σας αποκαλύψω την ιδιαίτερη σχέση που έχω αναπτύξει τελευταία με αυτό το ιστορικό πρόσωπο της πόλης μας, τον κορυφαίο, θα έλεγα, λόγιο που με τη συνολική του δράση ετίμησε και τιμά την πόλη μας. Θεωρώ μεγάλη για μένα τύχη το ότι από πολλών ετών έχω στην κατοχή μου ένα σημαντικό τμήμα του αρχείου του Βαρδουνιώτη, αυτό της προσωπικής αλληλογραφίας του. Παρά το γεγονός ότι είμαι βυζαντινολόγος, αποφάσισα τώρα, και αφού έχω διανύσει το μεγαλύτερο μέρος της επαγγελματικής πορείας μου, να ασχοληθώ με το συγκεκριμένο αρχείο και να το αξιοποιήσω επιχειρώντας ένα τεράστιο επιστημονικό άλμα.

Πρόκειται για ένα μεγάλο αριθμό επιστολών  με παραλήπτη τον Βαρδουνιώτη, προερχομένων από πολλούς γνωστούς και σημαντικούς λογίους της εποχής του. Πολλές από αυτές υπογράφονται από εκδότες, διευθυντές και συγγραφείς κορυφαίων τότε λογοτεχνικών δελτίων, φιλολογικών περιοδικών, εφημερίδων και ιστορικών συγγραμμάτων. Άλλες από πολιτικούς και πολιτευόμενους της εποχής που ζητούν τη συνδρομή του, άλλες από το κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον του και λίγες μόνο από ανθρώπους του επαγγελματικού του χώρου. Στο περιεχόμενό τους απεικονίζεται με ενάργεια η πνευματική και πολιτική κίνηση της εποχής, ξεδιπλώνονται πτυχές της ιστορίας του τόπου μας, διαγράφονται οι διαδρομές μιας αέναης λογοτεχνικής, ιστορικής και φιλολογικής πληροφόρησης ένθεν και ένθεν, κυρίως όμως σκιαγραφείται η πολυσύνθετη προσωπικότητα του Βαρδουνιώτη και αναδεικνύεται η συμβολή του σε όλα τα επίπεδα: στο πνευματικό, το πολιτικό, το πατριωτικό, το επαγγελματικό. Αξίζει να σας αναφέρω ακόμη ότι η πνευματική και πατριωτική δραστηριότητα του Βαρδουνιώτη, όπως προκύπτει από σχετικές επιστολές, είχε επεκταθεί και πέραν των συνόρων της επικράτειας του τότε νεοελληνικού κράτους: στη Θεσσαλονίκη, τη Δράμα, την Έδεσσα, την Κωνσταντινούπολη, την Αλεξάνδρεια, τη Σμύρνη, τα Ιεροσόλυμα, το Παρίσι, το Βερολίνο, τη Σαξονία, κ.λπ.

Σε συνεργασία, λοιπόν, με την εκλεκτή συνάδελφο και διακεκριμένη νεοελληνίστρια, κυρία Ρωξάνη Αργυροπούλου, με αργείτικες επίσης ρίζες και εκείνη,  αποφασίσαμε ν’ αναλάβουμε το εγχείρημα της έκδοσης αυτού του σημαντικού αρχείου. Αρωγό σε αυτή την προσπάθεια έχουμε την Αργολική αρχειακή Βιβλιοθήκη, η οποία αγκάλιασε εξαρχής με πολύ ενθουσιασμό και αμέριστο ενδιαφέρον αυτή την πρωτοβουλία. Με τη βοήθεια και των επίσημων φορέων του νομού μας, στην οποία όντως προσδοκούμε, ελπίζουμε να τα καταφέρουμε. Νομίζω ότι το οφείλουμε όλοι μας στο Βαρδουνιώτη, ο οποίος, όπως ευφυώς έλεγε ο φίλος του, Δημήτριος Καμπούρογλου, πρόεδρος της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, ήταν στην συνείδηση των γνωστών και φίλων του, τόσο ταυτισμένος με το Άργος ώστε «ο Βαρδουνιώτης να υπενθυμίζη το Άργος και το Άργος τον Βαρδουνιώτη».

Κλείνοντας, ελπίζω και εύχομαι η προσπάθεια της διάσωσης και διάδοσης των ιστορικών τεκμηρίων της πόλης και του νομού μας να συνεχισθεί και η παρούσα αναστατική έκδοση του Αργολικού Ημερολογίου ν’ αποτελέσει το έναυσμα για την περαιτέρω ανακάλυψη του ιστορικού παρελθόντος της περιοχής μας.

 

Παρουσίαση Αναστατατικής Έκδοσης Αργολικού Ημερολογίου 1910


 

 Γεώργιος Κόνδης,

Δρ. Κοινωνικών Επιστημών,

Συγγραφέας.

 

Η σημασία της αναστατικής έκδοσης του Αργολικού Ημερολογίου 1910 από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δεν έγκειται μόνο στη διάσωση ενός πολύτιμου αρχειακού υλικού αλλά και στο ότι ανανεώνει το ενδιαφέρον για την έρευνα στην Αργολίδα και ιδιαίτερα στο Άργος όπου η αρχειακή έρευνα αποτελεί, όταν γίνεται, έναν πραγματικό άθλο.

Ο κος Γεώργιος Κόνδης, Δρ. Κοινωνικών Επιστημών, στο βήμα του «Δαναού».

Ο κος Γεώργιος Κόνδης, Δρ. Κοινωνικών Επιστημών, στο βήμα του «Δαναού».

Το Αργολικό Ημερολόγιο του 1910 αποτελεί  μια σημαντική πηγή πληροφοριών για πρόσωπα, χώρους και καταστάσεις, που θα σας παρουσιάσω στη συνέχεια θεματικά. Κάθε παρουσίαση αποτελεί και ευκαιρία μνημόνευσης όλων εκείνων των οποίων οι προσπάθειες αποτέλεσαν, σε δύσκολους μάλιστα καιρούς, την βάση για την πολιτισμική και κοινωνική ανάπτυξη αυτού του τόπου. Πολιτισμική διότι οι πρώτες σύγχρονες καταγραφές της ιστορίας, της λαογραφίας, της οικονομίας, αποτελούν ακόμη και σήμερα τη βάση εκκίνησης κάθε νέας ερευνητικής προσπάθειας. Το Ημερολόγιο που σας παρουσιάζουμε σήμερα είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα.

Είναι φυσικά αδύνατο να μνημονευτούν όλοι οι συγγραφείς αυτού του Ημερολογίου. Ο αναγνώστης θα ανακαλύψει στις σελίδες του το εύρος των ενδιαφερόντων που καλύπτουν με την συγγραφή επιστημονικών άρθρων και φιλολογικών κειμένων.

Θα αναφερθώ πολύ συνοπτικά στους πρωτεργάτες της προσπάθειας. Στον Δημήτριο Βαρδουνιώτη. Καταξιωμένος νομικός, δημοσιογράφος, ποιητής, δοκιμιογράφος και κυρίως ιστορικός, εξέχουσα προσωπικότητα του Άργους. Γεννήθηκε στο Άργος και καταγόταν από πολύ φτωχή οικογένεια. Εντούτοις, σπούδασε νομικά στην Αθήνα και άσκησε μέχρι το θάνατό του δικηγορία στην ιδιαίτερή του πατρίδα. Του οφείλουμε εξαιρετικά κείμενα και καταγραφές για την κοινωνία της εποχής, με μερικά από αυτά όπως το εμφανιζόμενο στην οθόνη συμμετέχει στην έκδοση.

Δεσμίνης Δημοσθένης

Δεσμίνης Δημοσθένης

Ο Δημοσθένης Δεσμίνης αποφοίτησε από το Βαρβάκειο, σπούδασε νομικά στη Λειψία και εργάσθηκε πολλά χρόνια στην Τράπεζα της Ελλάδος και ήταν εκδότης και διευθυντής της εφ. «Δαναίς» και ευεργέτης του Άργους. Γεννήθηκε και πέθανε στην Αθήνα. Με τη διαθήκη του η πλούσια βιβλιοθήκη του προσφερόταν στο «Δαναό». Δεν διαθέτουμε πολλά κείμενά του. Συμμετέχει στην έκδοση με το κείμενο που βλέπετε στο οποίο γίνεται λόγος για τη σημαντική προσπάθεια που καταβάλει για την ενίσχυση του Συλλόγου «Δαναός».

Ο Ιωάννης Κοφινιώτης (1851 – 1921) ήταν εκπαιδευτικός και πολιτικός. Διετέλεσε γυμνασιάρχης στα σχολεία Τριπόλεως, Πύργου, Ναυπλίου και Αθήνας καθώς και τμηματάρχης του υπουργείου εκκλησιαστικών. Ήταν διδάκτωρ της Φιλοσοφικής σχολής και αρκετά από τα βιβλία που έγραψε χρησιμοποιήθηκαν στη μέση εκπαίδευση. Σημαντικότερο έργο του η «Ιστορία του Άργους μετ’ εικόνων : Από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών» (Εκδόσεις «ο Παλαμήδης», 1892). Το 1910 εξελέγη βουλευτής της Α΄ αναθεωρητικής βουλής με την υποστήριξη των «ηνωμένων κομμάτων». Απέτυχε όμως να επανεκλεγεί στις επόμενες εκλογές. Παράλληλα με την πολιτική του δραστηριότητα αρθρογραφούσε σε διάφορα περιοδικά της εποχής. Επίσης διετέλεσε πρόεδρος του συλλόγου Αργείων εν Αθήναις «Ατρεύς». Έχει τις περισσότερες συμμετοχές στο Ημερολόγιο και ιδιαίτερα ο «Λόγος επί τη εορτή του Αγίου Πέτρου»

Μιχαήλ Λαμπρυνίδης

Μιχαήλ Λαμπρυνίδης

Ο Μιχαήλ Λαμπρυνίδης ήταν Λόγιος, συγγραφέας, πολιτικός και νομομαθής (διδάκτωρ της νομικής) από το Ναύπλιο. Διετέλεσε βουλευτής Ναυπλίας, σύμβουλος της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας και συγγραφέας ιστορικών μελετών. Ήταν ανεψιός της Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου. Εργασίες του δημοσιεύτηκαν σε επιστημονικά περιοδικά της εποχής του και στην εφημερίδα «Αθήναι». Το πλούσιο έργο του επιβεβαιώνει την καλλιέργεια, την μεθοδικότητα και την ευρυμάθεια που τον χαρακτηρίζουν. Ιδιαίτερα το έργο του «Η Ναυπλία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς», Μια ιστορική μελέτη που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1898, περιμένει την επανέκδοσή του καθώς το χειρόγραφο φυλάσσεται σήμερα από τον Προοδευτικό Σύλλογο «Ο Παλαμήδης».

Από την άλλη όπως σημείωσα προηγουμένως είναι διακριτή και η κοινωνική διάσταση της προσπάθειας. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο κατά την οποία η οργάνωση και λειτουργία Συλλόγων αποβλέπει και στην άνοδο του πνευματικού και βιοτικού επιπέδου των τοπικών κοινωνιών. Εγκαινιάζονται σχολές απόρων, επαγγελματικές σχολές, βιβλιοθήκες, τακτικές διαλέξεις. Όλα αυτά συμβάλουν στη συνεκτική λειτουργία των τοπικών κοινωνιών και δημιουργούν προϋποθέσεις εξέλιξης αλλά και μεταβολής των όρων διαβίωσης φυσικά προς το καλύτερο. Το σημαντικότερο παράδειγμα στο οποίο θα αναφερθώ είναι η ίδρυση του Συλλόγου Αργείων ο «Δαναός» με πρωτοβουλία μιας μεγάλης προσωπικότητας όπως ο Χρήστος Παπαοικονόμου. Θα αναφερθώ δε ιδιαίτερα στο κεφάλαιο «Κυριακή αργία», για να τεκμηριώσω τις προϋποθέσεις εξέλιξης και μεταβολής στις οποίες αναφέρθηκα.

«Ενθουσιώδης της φύσεως λάτρης είδον και απήλαυσα πολλάς και ποικίλας απόψεις και σκηνογραφίας· αλλ’ομολογώ, ότι η από της Ακροπόλεως του Άργους άποψις είναι κάτι ξεχωριστόν, μοναδικός εκπληκτικόν και γοητευτικώς γλυκύ και ονειρώδες· κάτι που δεν θα συναντήσω – είμαι βέβαιος – δυο φοράς, κάτι, που θα θυμούμαι πάντα, σαν όνειρο, που εγέμισε μ’ άνθινη ευωδία το στήθος και επότισε μ’άσβεστη γλύκα τη ζωή μου…»

(Πειραιεύς 1909)

Με τα λόγια αυτά τελειώνει την παρουσίαση του Άργους ο Νικολ. Σ. Γκινόπουλος ανοίγοντας ταυτόχρονα την δεύτερη ομάδα κειμένων στην οποία μπορούμε να κατατάξουμε εκείνα τη κοινωνικής τοπογραφίας και ανθρωπογεωγραφίας καθώς συνδυάζουν μια σειρά από στοιχεία κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης και λαογραφίας. Ο ίδιος στο κείμενό του, ανάμεσα στις άλλες περιγραφές, παρουσιάζει :

Γαληνιαία και ήρεμος, σαν ρυάκι σιγανό, περνά η ζωή της πόλεως· οι επιστήμονες, οι υπάλληλοι, οι έμποροι, οι καταστηματάρχαι και ολίγοι, – μα πολύ ολίγοι – αργόσχολοι, είνε ο μόνος πληθυσμός, που παρουσιάζεται τας καθημερινάς εις τα όμματα του ξένου. Οι δρόμοι είνε σχεδόν ήσυχοι και ερημικοί· εδώ κι εκεί κανένας διαβάτης τας διασχίζει κάποτε βιαστικός… Διότι οι Αργείοι είνε οι εργατικώτεροι άνθρωποι του κόσμου…

Η κίνησις και η ζωή ανανήφει απότομος και ορμητική εκεί κάτω μόνον κατά τας σαββατιαίας αγοράς, κατά τας οποίας το Άργος, η πόλις της γαλήνη και της ηρεμίας, μεταβάλλεται έξαφνα εις κυψέλην βομβούσαν… Επίσης κατά τας Κυριακάς και εορτάς…

Θα ήθελα να σημειώσω εδώ πως, μέσα στο πνεύμα της εποχής και τον διάχυτο ρομαντισμό, παρουσιάζονται τα στοιχεία αυτά εν είδη φιλολογικού κειμένου, χωρίς αυτό να μειώνει τη σημασία των στοιχείων που παραθέτει το κάθε κείμενο.

Για παράδειγμα στο κείμενο για το κάστρο της Λάρισσας, αγνώστου συγγραφέως, αφού δίνονται πολλά στοιχεία ιστορικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος,  διαβάζουμε επίσης:

Εκ της κορυφής της Λαρίσης βλέπει τις τους χλοερούς λειμώνας της ωραίας και ευφόρου πεδιάδος του Άργους, ους δια ποικιλοχρόων ανθέων και ευωδών κοσμεί το έαρ….Εντεύθεν ακούει τις τα εν τοις δένδροις  διαιτώμενα γένη των ορνίθων, την εύστομον αηδόνα, τον τετερίζοντα τέττιγα, την βομβούσαν μέλισσαν την άγγελον του έαρος.

Και με τον τρόπο αυτό συμπληρώνεται, με τον ιδιαίτερο κειμενογραφικό τρόπο της εποχής, μια εξαιρετική εικόνα της τοποθεσίας.

Στο ίδιο κείμενο διαβάζουμε: «Κατά δε τους πρόποδας της ακροπόλεως σώζεται υδραγωγείον Ρωμαϊκόν, δι’ού διωχετεύετο εις το Άργος το εν τω χωρίω Επάνω Μπέλεσι Ύδωρ της Τσιρίστρας». Σε άλλο κείμενο για το Άνω Μπέλεσι (κεφαλόβρυσο) που το υπογράφει ο ιερέας και δημοδιδάσκαλος του χωριού Δορής σημειώνεται : «Η κατά διαλείμματα εν τη προς Άργος καθόδω παρουσία εσκαμμένων και προσηρμοσμένων εν είδη αύλακος λίθων ογκωδών και αι εκ παραδόσεως επί το μυθικότερων πλασθείσαι διηγήσεις μαρτυρούσι την ύπαρξιν αρχαίου υδραγωγείου δι’ ού μετεφέρετοτο ύδωρ τούτο προς την ανωτέρω πόλιν».

Η ιστορική γεωγραφία που επιχειρεί το Αργολικό Ημερολόγιο ολοκληρώνεται με το κείμενο του Ιω. Σκουτερόπουλου για το Κουτσοπόδι το οποίο αναφέρω ως ενδεικτικό των πληροφοριών που καταγράφονται για τις τοπικές κοινωνίες. Εκτός λοιπόν από το πλήθος των πληροφοριών για την γεωγραφία, την οικονομία και άλλα, ο συγγραφέας του κειμένου σημειώνει :

Οι κατηγορούντες των Κουτσοποδιωτών ότι η μεγάλη περί των ιδιωτικών αυτών συμφερόντων φροντίς πάσαν ευγενή σκέψιν απορροφά ερχόμενοι εις Κουτσοπόδι, θα εύρωσιν έργα παντελώς προς την κατηγορίαν ασύμφωνα.» Και αφού παραθέτει την ανέγερση ναών ως απόδειξη για το ότι οι Κουτσοποδιώτες δεν είναι ατομικιστές συνεχίζει:

«… υπάρχει εν Κουτσοποδίω  πλήρες τριτάξιον σχολείον αρρένων και μονοτάξιον θηλέων… Είναι σχεδόν απίστευτον ότι εν Ελληνικώ συνοικισμώ 1500 ανθρώπων βλέπομεν εγγεγραμμένους  εις το σχολείον αρρένων, μαθητάς 184, σχεδόν πάντας φοιτώντας και εις το σχολείον θηλέων 90, επίσης φοιτώντας.

 

«Άριστα ενθυμούμαι ότε προ δεκαεννέα ετών διδασκόμενος εν Κουτσοποδίω, ένθα από Φιχτίων καθ’εκάστην επί τινα χρόνον μετέβαινον, μόνον ουχί την πρώτην ανάγνωσιν ήκουον την Αλβανικήν ου μόνον υπερισχύουσαν της Ελληνικής,αλλά και μόνην σχεδόν γλώσσαν εν ταις μεταξύ των εκ Κουτσοποδίου συμμαθητών μου συνομιλίαις. Ήδη ουδείς μεταχειρίζεται αυτήν, ουδ’ αυτοί οι εσχατόγηροι, οι εγγηράσαντες εν αυτή…. Εις την σχεδόν απίστευτην ταύτην εν Κουτσοποδίω περί την γλώσσαν μεταβολήν βεβαίως συνετέλεσαν, αλλ’ουδέν ίσως τόσον όσον το δημοτικόν σχολείον, οποίου σχεδόν ουδέποτε εστερήθη το Κουτσοπόδι».

Επιστρέφοντας στο Άργος για να ολοκληρώσω την εικόνα της πόλης, παρατίθενται τα εξαιρετικά κείμενα του Δ. Βαρδουνιώτη για το «εν Άργει Κεντρικόν Σχολείον της Ελλάδος», τον «εν Άργει ναό του Τιμίου Προδρόμου» Αντωνίου Δαρλάκου,  «Το εν Αργει Ιπποφορβείον του Σ. Χρονόπουλου και κυρίως το σημαντικό κείμενο του Γεωργ. Σιμιτζόπουλου για τις ανασκαφές του Vollgraff στο Άργος.

Μεταξύ όλων αυτών, θα παρουσιάσω συνοπτικά το γεγονός της ίδρυσης του Συλλόγου Αργείων «Ο Δαναός», που αποτελεί και ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα του τέλους του 19ου αιώνα για το Άργος και γενικότερα για την Αργολίδα. Το κείμενο υπογράφει ο πρωτεργάτης της ίδρυσης του Συλλόγου Χρ. Παποικονόμος, ο οποίος συλλαμβάνει την ιδέα «ιδρύσεως  Συλλόγου σκοπόν έχοντος την ηθικήν και πνευματικήν προαγωγήν του λαού και την περίθαλψιν δυστυχούντων».

Ο Δαναός θα αποτελέσει το κέντρο της περιοχής για μια σειρά από πολιτισμικές δράσεις και δράσεις παιδαγωγικού περιεχομένου καθώς εδώ θα λειτουργήσουν η πρώτη και μοναδική, έναν αιώνα μετά την ίδρυσή της, βιβλιοθήκη- αρχείο για την ιστορία της πόλης. Ταυτόχρονα θα δημιουργηθεί εδώ και θα λειτουργήσει η Λαϊκή σχολή που απευθύνεται στους κατοίκους της πόλης και η βραδινή σχολή για τα άπορα παιδιά, ενώ το κτίριο του Δαναού θα φιλοξενήσει δεκάδες άλλες κοινωφελείς δραστηριότητες μεταξύ των οποίων και την μετατροπή του σε νοσοκομείο κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1940.

Τα τέσσερα κείμενα για την ίδρυση Συλλόγων Αργείων αποτελούν μια πολύτιμη ολοκληρωμένη συνεισφορά στην έρευνα για τις σωματειακές ενώσεις και τους Συλλόγους σε ολόκληρη τη διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα. Μας δίνουν τέλος ένα πλήθος πληροφοριών για την προσπάθεια των Αργείων να διατηρήσουν δεσμούς ανάμεσα στη γενέθλια πόλη και την ιστορία της από τη μια, και τις νέες πραγματικότητες που συναντούν στους τόπους μετανάστευσης και υποδοχής.

Τέλος, σημαντική πηγή πληροφοριών θα παραμείνει και η ομώνυμη εφημερίδα του συλλόγου.

Θα τελειώσω την παρουσίαση των βασικότερων περιεχομένων του Ημερολογίου χωρίς ιδιαίτερες αναφορές στις φιλολογικές συμμετοχές (διηγήματα και ποιήματα) τα οποία, όπως ήδη σημείωσα, ξεχειλίζουν από τον ρομαντισμό της εποχής και έχουν αρκετό ενδιαφέρον, για να υπογραμμίσω τα ιστορικά γεγονότα στα οποία αφιερώνονται εξαιρετικά κείμενα.

Το σημείωμα του Δημ. Βαρδουνιώτη που μας δίνει μια πρώτη εικόνα για το πώς ξεκίνησε η επανάσταση στο Άργος στις 23 Μαρτίου 1821 «εξ ενός απροόπτου συμβάντος» καθώς «πυροβολισμός δημοσία κατά τους καιρούς εκείνους ήτο ανήκουστον και σημαντικώτατον γεγονός. Δια τούτο εθορύβησεν πάντας εις άκρον…. Και δια τούτο οι Τούρκοι μετά των οικογενειών αυτών έσπευσαν ν’απέλθωσιν εις Ναύπλιον….».

Το δεύτερο από αυτά με τίτλο η «13η Ιανουαρίου 1833 εν Άργει», υπογράφεται από τον Μιχαήλ Λαμπρινίδη και αναφέρεται στα γεγονότα «της αιματηράς εν Άργει συρράξεως» μεταξύ των Γάλλων στρατιωτών και ατάκτων Ελλήνων στρατιωτών που κατέληξε σε σφαγή των πολιτών του Άργους. Είναι ένα από τα σημαντικότερα κείμενα που διαθέτουμε για τα γεγονότα αυτά.

Τέλος, ένα νεότερο χρονικά κείμενο στο οποίο θέλω να αναφερθώ γιατί θεωρώ πως έχει μεγάλη σημασία ιστορική και κοινωνική, αναφέρεται στις κινητοποιήσεις για τη θέσπιση της Κυριακής αργίας και η υπογραφή γίνεται με το «Εις Αργείος».

Θέλω να θυμίσω πως τρία χρόνια πριν, το 2012, σε μια επετειακή εκδήλωση για τον ιδρυτή του Δαναού Χρ. Παπαοικονόμου που έγινε στην αίθουσα αυτή είχα παρουσιάσει τα γεγονότα και συνοψίζω σήμερα ως προς τη σημασία της διεκδίκησης την εποχή εκείνη.

  • 1ον διότι στο αίτημα της Κυριακής αργίας συναντήθηκαν οι πολίτες από διαφορετικές πόλεις της Πελοποννήσου
  • 2ον συναντήθηκαν επίσης διαφορετικοί φορείς και ως προς τις κοινωνικές απόψεις και ως προς το αντικείμενο για το οποίο είχαν δημιουργηθεί:

Κατά την 8ην Αυγούστου 1889 εν τη πλατεία του Αγίου Πέτρου συνελθών ο Λαός του Άργους ήκουσεν επί δίωρον την αγόρευσιν του Αργείου Π. Τημελή…. οι υπογράψαντες ως εκπρόσωποι του Λαού ήσαν ο Πρόεδρος του «Δαναού» κ. Χρ. Παπαοικονόμου, ο της Φιλαρμονικής κ. Αγ. Φικιώτης, ο των Εμποροβιομηχάνων κ. Β. Σακελλαρόπουλος, ο των Κουρέων κ. Ι. Ηλιόπουλος, ο των Φανοποιών κ. Γ. Σαββόπουλος, ο των Υποδηματοποιών και Ραπτών κ. Γ. Ντάνος και ο των Σανδαλοποιών κ. Κ. Μπλακούτσος.

Πρόκειται για την αρχή μιας καθολικής διεκδίκησης στην οποία συμμετέχει και η εκκλησία  ενώ το Άργος έχει έναν ιδιαίτερο ρόλο στα γεγονότα που θα οδηγήσουν στην απόφαση της Βουλής των Ελλήνων στις 11 Νοεμβρίου 1909. Η Κυριακή Αργία είναι από την 1η Ιανουαρίου του 1910 νόμος του κράτους.

Ανάμεσα στους άλλους λόγους  που θα εκφωνηθούν για τη σημασία του γεγονότος αξίζει να μνημονεύσω ιδιαίτερα τον Αρχιερατικό Λόγο της πρώτης του Έτους στην Μητρόπολη Αθηνών από τον Χρήστο Παπαοικονόμου και ο οποίος αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κείμενα, άγνωστα δυστυχώς στο ευρύ κοινό αλλά και την έρευνα, για το κοινωνικό ζήτημα στη χώρα μας. Ίδια παραμελημένο παραμένει το κείμενο του Αργείου στο Αργολικό Ημερολόγιο, παρότι είναι ένα από τα πιο κατατοπιστικά για το θέμα αυτό.

Κυρίες και κύριοι

Η αναστατική έκδοση είναι μια από τις σημαντικότερες προσπάθειες που έγιναν τον τελευταίο καιρό για την διατήρηση των αρχειακών πηγών αυτής της πόλης. Είναι ένα πολύτιμο βοήθημα όχι μόνο για τους ειδικούς, αλλά για όλους τους πολίτες και αξίζουν συγχαρητήρια στους συντελεστές της έκδοσης.

Read Full Post »

Κριτική βιβλίου – Δ. Κιτσίκη, «Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 1280-1924», σειρά: Πολιτική και Ιστορία 29, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 21988, σσ. 243. 


 

 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» κριτική της Δρ. Αλεξάνδρας Ροζοκόκη, Διευθύνουσας του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής και Λατινικής Γραμματείας στην Ακαδημία Αθηνών, που αφορά στο βιβλίο του Δ. Κιτσίκη με τίτλο:

Δ. Κιτσίκη, «Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 1280-1924», σειρά: Πολιτική και Ιστορία 29, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 21988, σσ. 243.

 

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του ο κ. Κιτσίκης*, ο οποίος διετέλεσε καθηγητής ιστορίας των διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο της Οττάβας, διατείνεται ότι «η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρξε όχι μόνον η πολιτιστική αλλά και η πολιτική έκφραση του ελληνισμού»· γι’ αυτό αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο με σκοπό ν’ αποδείξει ότι «η Οθωμανική Αυτοκρατορία όχι μόνον δεν υπήρξε μια περίοδος “400 χρόνων σκλαβιάς” για τον ελληνισμό αλλά, αντιθέτως, ένα λαμπρότατο (!) οικοδόμημα της παγκόσμιας ιστορίας» (σ. 19).

Στην προσπάθειά του υποπίπτει σε πολλές αντιφάσεις και αλλοπρόσαλλη επιχειρηματολογία. Π.χ. τα προνόμια που ο Μωάμεθ Β΄ παραχώρησε στην ορθόδοξη εκκλησία πώς έθεταν «τις βάσεις τής από κοινού ελληνοτουρκικής κυριαρχίας», τη στιγμή που επίσημη γλώσσα του κράτους ήταν η οθωμανική (δηλ. ένα μείγμα από αραβικά, περσικά και τουρκικά), επίσημη θρησκεία η μουσουλμανική και κυρίαρχος λαός ο τουρκικός (σσ. 39-40); Πόσο προστατευτική σημασία περιέκλειε η λ. ραγιάς (= κοπάδι) για τους χριστιανικούς λαούς της αυτοκρατορίας (σ. 31) οι οποίοι ήταν υπόδουλοι και ανελεύθεροι; Εάν μάλιστα ήθελαν ν’ ανέλθουν σε ανώτερα αξιώματα ή στην ανώτερη κοινωνική τάξη έπρεπε οπωσδήποτε να εξισλαμιστούν (βλ. περίπτωση Εβρενού και βυζαντινής πριγκίπισσας, σ. 55, 101). Πόσο «οικειοθελώς» γίνονταν οι εξισλαμισμοί (σ. 192), όταν αυτοί αποτελούσαν τον μόνο τρόπο για μια αξιοπρεπή ανθρώπινη επιβίωση; Πώς η αυτοκρατορία των Οσμανιδών «υπήρξε αυτοκρατορία των Ρωμηών» (σ. 65), τη στιγμή που οι Ρωμιοί είχαν χάσει την πρώτη θέση και είχαν υποταχθεί, προσπαθώντας να επιβιώσουν ως «δεύτερος λαός» (σ. 105); Ποια ισότιμη συνύπαρξη μεταξύ Οθωμανών δυναστών και Ελλήνων υποδούλων ήταν δυνατή; Ένα αποδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η εκτέλεση του Μιχαήλ Καντακουζηνού από τον οθωμανό αυτοκράτορα Μουράτ Γ΄, επειδή ο Μουράτ «ανησυχούσε να βλέπει τον Μιχαήλ τόσο ισχυρό» (σ. 110). Τι περιθώρια βελτίωσης βιοτικού επιπέδου επέτρεπαν στους ραγιάδες οι οθωμανοί δυνάστες, όταν αδιάλειπτη επιδίωξή τους ήταν να παραμένει ο καθένας στην τάξη του προκειμένου να διατηρηθεί η κοινωνική αρμονία (σ. 87); Πώς μπορούσαν να επικοινωνούν απρόσκοπτα και να συμβιώνουν αρμονικά δύο λαοί με μεγάλες διαφορές στο επίπεδο του πολιτισμού; Όταν το 1280 ο Οσμάν Α΄, ένας φύλαρχος με κύριο μέλημα να εξασφαλίζει στους συντρόφους του καλά λιβάδια για βοσκή και πλούσια λάφυρα, ίδρυε τη νομαδική τουρκομάνικη ηγεμονία (σ. 66, 68), οι Έλληνες είχαν ήδη πίσω τους έναν λαμπρό πολιτισμό 28 περίπου αιώνων. Ποια ελληνοτουρκική ομοσπονδία ήταν δυνατόν να επιθυμεί ο Ατατούρκ, τη στιγμή που δεν αντιμετώπιζε τους Έλληνες εξ ίσου με τους Τούρκους; Απόδειξη ότι δεν αντικατέστησε το αραβικό αλφάβητο της τουρκικής γλώσσας με το ελληνικό αλλά με το λατινικό, επειδή φοβόταν (όπως οι προγενέστεροί του οθωμανοί σουλτάνοι) τον κίνδυνο αφομοίωσης των Τούρκων από τους Έλληνες. Ο Ατατούρκ δεν θα μπορούσε ποτέ ν’ αποδεχθεί τα ελληνικά, γλώσσα «συνδεδεμένη με μια θρησκεία διαφορετική απ’ αυτή των Τούρκων» (σσ. 66-67).

 Σε «ενδιάμεσες περιοχές» (σ. 150 κ.ε.) και «ειδικές θάλασσες» (σ. 204) μπορεί κανείς ν’ αναγάγει πολλές περιοχές του πλανήτη γη. Δεν βλέπω όμως να γίνεται λόγος «για γαλλογερμανική ομοσπονδία» ή «αγγλογαλλική συνομοσπονδιακή κυβέρνηση» και «κράτος της Μάγχης», όπως ο συγγραφέας προπαγανδίζει το «κράτος του Αιγαίου». «Κράτος Αιγαίου» δεν υπήρξε ποτέ στην ιστορία ούτε είναι δυνατόν ένα τέτοιο κατασκεύασμα να καταστεί βιώσιμο, καθώς οι Έλληνες και οι Τούρκοι αποτελούν λαούς με διαφορετική κουλτούρα, γλώσσα, θρησκεία που δεν τους επιτρέπουν να βαδίσουν έναν κοινό δρόμο. Όταν υπάρχουν μεγάλα προβλήματα συμπόρευσης μεταξύ των δύο Τουρκιών (δυτικά και ανατολικά της Άγκυρας χωρίς καμιά βαθιά συγγένεια μεταξύ τους, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας στη σ. 200), τότε πώς είναι δυνατόν να συμβιώσουν αρμονικά σε μία συνομοσπονδία λαοί τόσο διαφορετικοί όπως οι Έλληνες και οι Τούρκοι;

Μια ακόμη παρατήρηση: η αλλοίωση πηγών με αυθαίρετο κόψιμο – ράψιμο των τμημάτων τους, δεν χαρακτηρίζει σοβαρή και αξιόπιστη ιστορική προσέγγιση. Έτσι, ο συγγραφέας θέτει ως μότο του βιβλίου ένα δικό του κατασκεύασμα αναμιγνύοντας φράσεις του Ρήγα Φεραίου, οι οποίες αν ιδωθούν απείραχτες και στο σύνολο του κειμένου τους αναδίδουν ένα διαφορετικό μήνυμα. Παραθέτω τα δύο κείμενα προκειμένου να κρίνει ο αναγνώστης:

Α. κείμενο Κιτσίκη (σ. 9) «Η Οθωμανική αυτοκρατορία υπήρξε “το πλέον ωραιότερον βασίλειον του κόσμου, οπού εκθειάζεται πανταχόθεν από τους σοφούς”» (Ρήγας Φεραίος, σχέδιο συντάγματος, 1797), Β. κείμενο Ρήγα (σ. 159) «Στοχαζόμενοι ότι ο τύραννος ονομαζόμενος σουλτάνος κατέπεσεν ολοτελώς εις τας βρωμεράς θηλυμανείς ορέξεις του…και το πλέον ωραιότερον βασίλειον του Κόσμου, όπου εκθειάζεται πανταχόθεν από τους σοφούς, κατήντησεν εις μίαν βδεληράν αναρχίαν, τόσον ώστε κανένας… δεν είναι σίγουρος μήτε δια την ζωήν του, μήτε δια την τιμήν του, μήτε δια τα υποστατικά του…κηρύττεται…».

Ποια «κοινή οθωμανική πατρίδα» είχαν προδώσει οι Έλληνες σύμφωνα με την κατηγορία που τους προσήπταν οι Τούρκοι τον 19ο αι. (σ. 153), όταν αυτή η «πατρίδα» τούς φερόταν με τον στυγερό τρόπο που περιγράφει παραπάνω ο Ρήγας; Γιατί ο συγγραφέας δεν αναφέρεται στις φρικτές σφαγές της Χίου ή των Ποντίων; Έτσι, δεν ισχύει η ρομαντική άποψή του (σ. 182) ότι οι Έλληνες και οι Τούρκοι αποτελούσαν δύο λαούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας «που είχαν επωφεληθεί το περισσότερο (!) απ’ αυτήν».

Κοντολογίς, οι δύο λαοί πρέπει σήμερα να μάθουν να συνυπάρχουν σε πνεύμα ειρήνης, αρμονίας, σεβασμού και συνεργασίας, ζώντας καθένας στον δικό του γεωγραφικό χώρο όπως αυτός έχει οροθετηθεί από διεθνείς συνθήκες. Όποιος πολίτης επιθυμεί για προσωπικούς λόγους να εγκατασταθεί στη χώρα του άλλου (χωρίς όμως να σπέρνει ζιζάνια), ας έχει κάθε δικαίωμα να το πράξει. Μια συνομοσπονδία – αχταρμάς θα επιφέρει επικίνδυνη νόθευση της αξιόλογης κουλτούρας των δύο λαών με σοβαρές αλλοιώσεις των πολιτισμικών τους ιδιαιτεροτήτων. Προσωπικά, θα τιμώ πάντοτε όσους πραγματικά αγωνίστηκαν το ’21 για να κερδίσουν την ελευθερία και αυτοδιάθεσή τους, δύο θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Θ’ αντικρίζω με συγκίνηση και ευγνωμοσύνη τους ανώνυμους τυφλούς και χωλούς αγωνιστές που έχουν αποτυπώσει σε πίνακές τους οι σπουδαίοι ζωγράφοι Θεόδωρος Βρυζάκης (Oανάπηρος του αγώνα, 1850) και Διονύσιος Τσόκος (Μικρός οδηγεί τυφλό αγωνιστή, 1849), επειδή αυτοί οι αγωνιστές προτίμησαν να σακατευθούν για να ζήσουν ελεύθεροι το υπόλοιπο της ζωής τους και να εξασφαλίσουν την ελευθερία στις επόμενες γενιές των Ελλήνων (βλ. Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, Παράρτημα Ναυπλίου).

 

 Δρ. Αλεξάνδρα Ροζοκόκη

Διευθύνουσα του Κέντρου Ερεύνης

της Ελληνικής και Λατινικής Γραμματείας

στην Ακαδημία Αθηνών

 

* Σημείωση Βιβλιοθήκης. Ο Δημήτρης Ν. Κιτσίκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935, γιος του πρύτανη του Πολυτεχνείου και πολιτικού της αριστεράς, Νίκου Κιτσίκη (Ναύπλιο, 14 Αυγούστου 1887, Αθήνα, 26 Ιουλίου 1978) και της ελασίτισας και ελληνίδας φεμινίστριας Μπεάτας Κιτσίκη, το γένος Πετυχάκη.

Εγκατέλειψε την Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, το 1947, καταφεύγοντας στη Γαλλία, όπου σπούδασε σε γαλλικό γυμνάσιο, λύκειο και στη Σορβόννη. Εκεί υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή, το 1962, με τίτλο «Προπαγάνδα και πιέσεις στη διεθνή πολιτική» (στα … διαβάστε περισσότερα γαλλικά, εκδόσεις PUF). Από το 1960 έως το 1970 εργάστηκε ως εντεταλμένος ερευνών σε ανώτατα επιστημονικά κέντρα (Institut des Hautes Etudes Internationales, Γενεύη, CERI/FNSP και CNRS, Παρίσι), και αναδείχθηκε από τους γνωστότερους τουρκολόγους.

Ασπαζόμενος τον μαοϊσμό, μετά από επανειλημμένα ταξίδια στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, ήδη από το 1958, έλαβε ενεργό μέρος στην εξέγερση του Μάη του 1968 στη Γαλλία και, εξαιτίας της, εξεδιώχθη από το γαλλικό πανεπιστήμιο. Κατέφυγε στον Καναδά, όπου το 1970 εξελέγη τακτικός καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο της Οττάβα και το 1974 εισήγαγε τις κινεζικές σπουδές. Το 1999 εξελέγη τακτικό μέλος της Καναδικής Ακαδημίας.

Στην Ελλάδα υπήρξε εντεταλμένος ερευνών στο ΕΚΚΕ. Στην Τουρκία υπήρξε εντεταλμένος καθηγητής στα πανεπιστήμια Μπογάζιτσι (Κωνσταντινούπολη) και Μπιλκέντ (Άγκυρα). Διετέλεσε σύμβουλος του προέδρου Τουργκούτ Οζάλ και υπήρξε στενός συνεργάτης του Κωνσταντίνου Καραμανλή του πρεσβύτερου, κατά τη διάρκεια της αυτοεξορίας του στο Παρίσι. Είναι κάτοχος τριών υπηκοοτήτων (ελληνικής, γαλλικής, καναδικής), κάτι που ικανοποιεί τον πανελληνισμό του: θεωρεί ότι ο Έλληνας είναι και πρέπει να είναι πλανητικός. Εκτός από τα βιβλία, διαδίδει τις ιδέες του και μέσω του περιοδικού γεωπολιτικής «Ενιάμεση Περιοχή».

Πηγή: Βιβλιονέτ: Υπηρεσία του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου.

Read Full Post »

Αυτό το περιεχόμενο είναι προστατευμένο με κωδικό. Για να το δείτε εισάγετε τον κωδικό σας παρακάτω:

Read Full Post »

Older Posts »