1833-1843: Η οικονομική ζωή της Ελλάδας και η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου
Η ανασκόπηση της ελλαδικής οικονομίας κατά την περίοδο που μεσολάβησε από την έλευση του Βαυαρού «μικρού πρίγκιπα» – με τη δυσανάλογα μεγάλη ακολουθία – μέχρι το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου – με τη δυσανάλογα μεγάλη φήμη – κρύβει πολλές επιστημονικές προκλήσεις και ακόμη περισσότερες παγίδες. Πρώτα απ’ όλα, η ελλαδική οικονομία της εποχής εκείνης υπήρξε μια οικονομία μετάβασης από τα οθωμανικά πρότυπα προς τα νεώτερα, τα οποία πολλοί ευαγγελίζονταν αλλά κανείς δεν μπορούσε ούτε να εγγυηθεί ούτε να επιβάλει.
Μια «οικονομία μετάβασης» εξετάζεται με την καταγραφή: (α) του παλιού καθεστώτος και των παραμέτρων που ακόμη το στήριζαν, (β) των νέων δυνάμεων που επενέργησαν διαλυτικά στο παλαιό καθεστώς. Η περιγραφή αυτή επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις, αν και εφόσον πραγματοποιηθεί μέσα από τα μάτια των παλαιών: των σύγχρονων δηλαδή προς την εποχή πηγών και όχι μέσα από την οπτική του παρόντος, η οποία προβάλλει στο παρελθόν ανιστορικές μεθόδους και τρόπους σκέψης. Ποιο ήταν το «παλαιό» στο επίκεντρο της οικονομίας, των σχέσεων παραγωγής, στη σφαίρα της γαιοκτησίας; Ποιο υπήρξε το καινούργιο;
Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό της περιόδου 1833-1843 είναι ότι οι μηχανισμοί της οικονομίας λειτούργησαν μέσα από την προσπάθεια δόμησης ενός «κράτους», ό,τι κι αν σήμαινε αυτό στην Εγγύς Ανατολή της τέταρτης και της πέμπτης δεκαετίας του 19ου αιώνα. Σήμαινε άραγε ό,τι μπορούμε σήμερα να αποδώσουμε σε ένα «αστικό» κράτος της εποχής; Σήμαινε ένα μηχανισμό που διασφαλίζει το νόμο και την τάξη, την ασφάλεια του προσώπου και των συναλλαγών; Σήμαινε ακριβώς αυτά που εξήγγειλε μέσα στον ευωδιαστό ροδώνα του ο Οθωμανός σουλτάνος, το 1839, διαβάζοντας τη διακήρυξη «Γκιουλ χανέ χατί χουμαγιούν»: την ασφάλεια του προσώπου, την ελευθερία των κινήσεών του και των συναλλαγών του; Μα αυτά ήταν τα στοιχεία που πρόβαλε η Ευρώπη των Μεγάλων Δυνάμεων και των κανονιοφόρων, αυτά ήταν τα πολιτικά κριτήρια για να θεωρηθεί κανείς (ακόμη και αν ήταν ο σουλτάνος) φιλο-Ευρωπαίος και προοδευτικός. Πολύ πιο αξιόπιστοι από το σουλτάνο φαίνονταν βέβαια ο Βαυαρός πρίγκιπας και οι σοφοί που τον ακολουθούσαν, μια και ήταν καθαρόαιμοι Ευρωπαίοι. Αλλά το «αστικό» ελλαδικό κράτος ήταν συμβατό με την οικονομική βάση, πάνω στην οποία θεμελιωνόταν;
Το τρίτο σημείο αφορά τα ερωτήματα που συνδέονται με την επανένταξη στην παραγωγή των χιλιάδων «παλικαριών», που ύστερα από τόσα χρόνια ένοπλου αγώνα είχαν αποκοπεί από κάθε κανονικότητα, με την επίλυση του διατροφικού προβλήματος των χιλιάδων προσφύγων που είχαν συρρεύσει στο ελλαδικό βασίλειο από κάθε γωνιά του Ελληνισμού.
Το τέταρτο σημείο αφορά τη σχέση ανάμεσα στις «μεγάλες δυνάμεις» και το ελλαδικό βασίλειο και εν προκειμένω εντοπίζεται στο «μεγάλο δάνειο» των 60 εκατομμυρίων φράγκων. Το δάνειο αυτό ήταν ο σπάγκος της μαριονέτας, τον οποίο οι «μεγάλες δυνάμεις» τραβούσαν κατά βούληση, οσάκις επιθυμούσαν να ασκήσουν μεγαλύτερη επιρροή στο ελληνικό βασίλειο, η δημοσιονομική κατάσταση του οποίου παρέμεινε αξιοθρήνητη καθ’ όλη την περίοδο που εξετάζουμε.
Οι Εθνικές γαίες: το πιο μοντέρνο κρατικό φεουδαρχικό σύστημα στην Ευρώπη
Σε μια εξ ολοκλήρου αγροτική χώρα, τι σήμαινε το οθωμανικό καθεστώς για τον καλλιεργητή της γης; Ήταν ένα πολύ σκληρό καθεστώς, που αν μπορούσε να αποδοθεί σε αριθμούς, θα εκωδικοποιείτο ως εξής: Για κάθε μέρα που δούλευε για τον εαυτό του, ο καλλιεργητής θα έπρεπε να δουλεύει μιάμιση μέρα ή και δυο μέρες για λογαριασμό του κατόχου των μέσων παραγωγής (μέσα παραγωγής = αροτριώντα ζώα, άλλα ζώα, αλέτρια, γεωργικά εργαλεία, σπόρος). Με άλλα λόγια, το ποσοστό της υπερεργασίας του καλλιεργητή ήταν περίπου 150-200%. Με δεδομένη την ιστορική χαμηλή παραγωγικότητα στο γεωργικό τομέα, τα μεγέθη που προαναφέραμε προσδιόριζαν ένα χαμηλό βιοτικό επίπεδο. Αυτό το βιοτικό επίπεδο μπορούσε να βελτιωθεί ή να επιδεινωθεί, ανάλογα με το ύψος της πραγματικής φορολογίας, με τις αγγαρείες που μπορούσαν να επιβληθούν, με τις καιρικές συνθήκες και τέλος με το μέγεθος της οικογένειας του καλλιεργητή.
Αν ο εισπράκτορας της φορολογίας (σε είδος) δεν τυραννούσε πολύ το γεωργό και δεν αποσπούσε με διάφορα προσχήματα μεγαλύτερο ποσοστό από το ορισμένο, αν οι αγγαρείες και τα υποχρεωτικά δοσίματα δεν έπεφταν μαζεμένα, αν ο καιρός ήταν καλός, αν τα χέρια (εκτός από τα στόματα) ήταν άφθονα, τότε ο καλλιεργητής ήταν δυνατόν να σχηματίσει κάποιο μικρό πλεόνασμα. Αν η τύχη του συνεχιζόταν, ίσως να δοκίμαζε να γίνει και αυτός ιδιοκτήτης γης. Όμως, στο σημείο αυτό το οθωμανικό πρότυπο έθετε φραγμό. Διότι η μεταβίβαση της γης ήταν φορτωμένη με τόσο πολλά εμπόδια, ώστε δεν ήταν πάντοτε δυνατή. Αλλά και ο καλλιεργητής ήταν συχνά υποχρεωμένος να παραμείνει στην ίδια περιοχή. Ο συνδυασμός της υποχρέωσης αυτής με τα εμπόδια στην πώληση και αγορά γης απέτρεπε τις μεταβιβάσεις της ιδιοκτησίας και καθιστούσε τον καλλιεργητή, πρακτικά, δουλοπάρικο.
Η κατάσταση αυτή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία συνεχίστηκε όχι μόνο μετά το Χουμαγιούν του 1839, αλλά και στα επόμενα χρόνια, μέχρι τη σταδιακή αραίωση των περιορισμών στα κληρονομικά δικαιώματα επί των «υποδημοσίων» γαιών, εκείνων δηλαδή που ψιλώ ονόματι ανήκανε στο κράτος, αλλά η νομή τους είχε περιέλθει σε συγκεκριμένες οικογένειες. Σε άλλες κατηγορίες γαιών δεν υπήρξε, ωστόσο, εξέλιξη και οι γαίες αυτές παρέμειναν εκτός εμπορίου, όπως οι λεγόμενες «μετρουκέ», οι αφιερωμένες δηλαδή σε συλλογικές ανάγκες των κατοίκων (π.χ. οι βοσκές).
Η ελληνική επανάσταση αποτέλεσε, στο σημείο αυτό, μια μεγάλη ανατροπή. Η υποχρέωση των καλλιεργητών να παραμείνουν στη γη καταργήθηκε και θεωρητικά η εργατική δύναμη απέκτησε κινητικότητα. Αυτό αποτέλεσε ένα τεράστιο βήμα, που στη γειτονική Οθωμανική Αυτοκρατορία χρειάστηκαν πάνω από τριάντα χρόνια για να επιτευχθεί.
Η άλλη ενδιαφέρουσα μεταβολή ήταν ότι η γη που κατείχαν οι Τούρκοι ιδιώτες, η γη που κατείχε το οθωμανικό δημόσιο και άλλες ειδικές κατηγορίες γης «εκτός εμπορίου» πέρασαν στην ιδιοκτησία του ελληνικού κράτους. Ενώ στην Τουρκία η κρατική ιδιοκτησία της γης έφθινε, στην Ελλάδα αναζωογονήθηκε και θεσμοποιήθηκε. Άλλωστε, με την αναγνώριση των Εθνικών γαιών ως συλλογικής υποθήκης για την πληρωμή των εθνικών δανείων, εξασφαλίστηκε και η μη εκποίησή τους (τουλάχιστον ως το 1871). Πράγματι, μόνον δυο περιορισμένες απόπειρες πραγματοποιήθηκαν (1835: νόμος περί προικοδοτήσεως. 1838: πώληση γης σε στρατιωτικούς), με δημοπρασίες της γης που ανέβασαν την τιμή της και έκαναν το εγχείρημα να αποτύχει. Τα πρώτα χρόνια μετά την έλευση του Όθωνα, η κατανομή της γης ανάμεσα στο κράτος και τους ιδιώτες ήταν περίπου η εξής:
ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΗΣ ΓΗΣ (ΣΕ ΣΤΡΕΜΜΑΤΑ)
ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΣΙΜΗ ΓΗ ΑΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΗ ΓΗ
ΚΡΑΤΙΚΗ 6.068.000 10.046.000
ΙΔΙΩΤΙΚΗ 2.513.566 3.062.188
Πάνω από το 70% της γης, δηλαδή, ανήκε στο Δημόσιο. Μόνο ο ένας στους έξι Έλληνες είχε δική του γη. Και μόνο ένας στους τέσσερις είχε δικό του ζώο. «Στη Φθιώτιδα, οι χωρικοί ζουν όχι σε σπίτια, αλλά σε καλύβες χωρίς δάπεδο…», γράφει ένας ξένος μελετητής της εποχής. «Στη Λιβαδειά, τα σπίτια είναι χτισμένα με ταρσούς και καλάμια (…). Στη Θήβα ακόμη και το έδαφος που είναι χτισμένα τα σπίτια είναι Εθνική γη. Οι βοσκές, που στην τουρκοκρατία ήταν κοινοτικές, τώρα είναι κρατική περιουσία (…). Η γεωργία είναι νεκρή».
Πάνω από 60.000 καλλιεργητές προτίμησαν να διασχίσουν τα χώματα που είχαν ποτίσει με το αίμα τους, να διασχίσουν τα σύνορα που είχαν φτιάξει με το σπαθί τους και να επιστρέψουν στην άθλια κατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου η αυθαιρεσία δεν ήταν και τόσο μεγάλη. Ο καλλιεργητής της Εθνικής γης πλήρωνε ποσοστό 15% ως ενοίκιο για τη γη και επιπλέον 10% ως φόρο δεκάτης (αυτόν τον πλήρωνε και επί οθωμανικής περιόδου).
Του έμενε δηλαδή ποσοστό 75% επί της παραγωγής (αν και στην πράξη οι αυθαιρεσίες των εισπρακτόρων των φόρων οδηγούσαν σε πραγματικό ποσοστό 60%). Ότι απέμενε, ο καλλιεργητής το μοίραζε με τον ιδιοκτήτη των ζώων και των εργαλείων (μέσων παραγωγής), μετά την αφαίρεση του σπόρου. Πρακτικά, δηλαδή, δεν απέμενε ούτε το 30% της παραγωγής. Το ποσοστό υπερεργασίας ήταν πάνω από 250%, δηλαδή για κάθε μια μέρα που δούλευε για τον εαυτό του ο καλλιεργητής, χρειαζόταν άλλες δυόμισι μέρες να δουλέψει για το κράτος, τον φοροεισπράκτορα και τον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής. Η επιδείνωση, σε σχέση με την οθωμανική περίοδο, ήταν εμφανής.
Ένα πλούσιο μικροσκοπικό κράτος που δανείστηκε πολλά
Έτσι, αυτός ο πάμπτωχος αγροτικός πληθυσμός, μέσα από την αγροτική φορολογία (που περιελάμβανε τον οθωμανικό φόρο επί των αιγοπροβάτων, καθώς και τους οθωμανικούς δασμούς), επιβαρυνόταν με ένα από τα υψηλότερα φορολογικά ποσοστά στην Ευρώπη, μεγαλύτερο από εκείνο της Ρωσίας, της Σουηδίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Ιρλανδίας, της Αυστρίας.
Από 6,2 εκατομμύρια δραχμές το 1834, οι άμεσοι αγροτικοί φόροι έφτασαν τα 10,4 εκατομμύρια το 1840, ακολουθώντας τις δημόσιες δαπάνες, που από 11,1 ανέβηκαν στα 17,5 εκατομμύρια δραχμές. Το λιλιπούτειο ελλαδικό βασίλειο συντηρούσε ένοπλες δυνάμεις που έφταναν το 10% του πληθυσμού και απορροφούσαν το 40% του προϋπολογισμού.
Ένα άλλο 25% απορροφούσε η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. Ελάχιστα απέμεναν, έτσι, για τις άλλες δημοσιονομικές ανάγκες, δηλαδή την Αυλή, τα ανάκτορα, τους υπουργούς, τους υπαλλήλους, τους επιθεωρητές, τους δασονόμους, τους δασκάλους και τον κρατικό μηχανισμό εν γένει. Κι ακόμη πιο λίγα για σχολεία, δρόμους και έργα υποδομής, που απλώς δεν υπήρχαν.
Ο στρατός του ελλαδικού βασιλείου δεν είχε σχηματιστεί για να πολεμήσει έναν εξωτερικό εχθρό. Κατ’ αρχάς δομήθηκε για να συμπεριλάβει αρκετούς από τους «φιλέλληνες» Βαυαρούς νέους, που ήρθαν στην Ελλάδα ονειρευόμενοι ηρωικές και αποδοτικές διεξόδους για το «φιλελληνισμό» τους. Δεύτερον, επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει, σε περιορισμένο πάντως βαθμό, τα «παλικάρια», που είχαν ξεριζωθεί από την παραγωγική διαδικασία. Τρίτον, λειτούργησε για να αντιμετωπίζει τη ληστεία, που αναπτύχθηκε επειδή ακριβώς ο στρατός, όσο μεγάλος κι αν ήταν, δεν μπορούσε να συμπεριλάβει όλους όσοι ήταν διαθέσιμοι να προσφέρουν στρατιωτικές υπηρεσίες. Όποιος δεν έμενε στις τάξεις του στρατού, περνούσε στη ληστεία. Τη δεδομένη εποχή, η ληστεία δεν αποτελούσε απλώς ένα παρεπόμενο, μια δευτερεύουσα πλευρά του πολιτικού συστήματος, αλλά την κύρια, τη βασική πλευρά του.
Ο ρυθμιστικός παράγοντας των δημόσιων οικονομικών ήταν το περίφημο δάνειο των 60.000.000, από το οποίο καταβλήθηκαν 44.000.000. Η καταβολή του υπολοίπου υπήρξε το καρότο και το μαστίγιο των τριών «προστάτιδων» δυνάμεων απέναντι στον Όθωνα. Το δάνειο αυτό συνδυάστηκε με την έλευση του νέου βασιλιά. Αν είχε δοθεί στον Καποδίστρια, ίσως θα απέτρεπε τη δολοφονία του και την αναρχία που επακολούθησε, αφού ο Καποδίστριας μπορούσε να κάνει καλύτερη χρήση απ’ ό,τι οι Βαυαροί. Το μεγαλύτερο μέρος του δανείου απορροφήθηκε σε συσσωρευμένες υποχρεώσεις – κυρίως προς την Τουρκία – και στη συντήρηση του στρατού και της βαυαρικής ακολουθίας του μικρού πρίγκιπα Όθωνα.
Όμως, καθώς η φοροδοτική ικανότητα των ρακένδυτων χωρικών είχε φτάσει στο όριό της, ενώ η βουλιμία των μελών του κρατικού μηχανισμού ήταν ακόμη στην αρχή της, κάτω από την πίεση της διεθνούς συγκυρίας (και ιδιαίτερα τη διακοπή του εμπορίου με την Οθωμανική Αυτοκρατορία) η Αθήνα έφτασε στα 1841 σε αδυναμία να πληρώνει τα χρεολύσια του δανείου. Τότε, οι «προστάτιδες» δυνάμεις έχασαν την υπομονή τους, διότι αν η Ελλάδα δεν πλήρωνε τα χρεολύσια, θα έπρεπε να τα πληρώσουν αυτές, ως εγγυήτριες.
Έτσι, το δάνειο αποδείχθηκε ένας από τους κυριότερους λόγους της μεταπολίτευσης του 1843. Το Μάιο του έτους εκείνου, ειδικό συνέδριο των «προστάτιδων» δυνάμεων όρισε με πρωτόκολλο ότι το ελληνικό κράτος μπορούσε και θα έπρεπε να κάνει ετήσιες οικονομίες 3.742.000 για την αποπληρωμή του δανείου.
Το ποσόν ήταν τεράστιο (20-25% των δημόσιων δαπανών) και σήμαινε ουσιαστικό περιορισμό των προσωπικών εισοδημάτων των μελών του κρατικού μηχανισμού. Σε εκείνο το σημείο, ο κρατικός μηχανισμός επαναστάτησε και υποχρέωσε τον Όθωνα να διώξει τους Βαυαρούς, πετυχαίνοντας έτσι μερικές οικονομίες.
Αλλά το κύριο αποτέλεσμα της 3ης Σεπτεμβρίου ήταν η αναστολή του πρωτοκόλλου των 3,7 εκατομμυρίων και η παύση της πληρωμής του χρέους. Πίσω από τις ωραιολογίες για «σύνταγμα» και «ελευθερία», η ελλαδική κρατική τάξη φρόντιζε με περίσκεψη για το εισόδημά της. Έστω και επαναστατώντας.
Ευάγγελος Α. Χεκίμογλου
Δρ. Οικονομικού Τμήματος ΑΠΘ, Συγγραφέας
Ειδική Βιβλιογραφία
-
Ανδρέα Ανδρεάδου, Έργα, τόμοι I και II, Αθήνα 1938-1939.
-
Παντελής Αγιάνογλου, Το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό στην Ελλάδα, Αθήνα 1981.
-
Βόλφ Ζάιντλ, Βαυαροί στην Ελλάδα, Αθήνα 1981.
-
Ευάγγελος Χεκίμογλου, Η ιστορικότητα και η χωρικότητα του πλεονάσματος: Χώρος και μηχανισμοί απόσπασης του πλεονάσματος στην Ελλάδα, 1800-1870 (διατριβή ΑΠΘ), Θεσσαλονίκη 1987.
Πηγή
-
Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου», τεύχος 47, 7 Σεπτεμβρίου 2000.
Διαβάστε ακόμη: