Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843’

Η καθιέρωση της Εθνικής Εορτής της 25ης Μαρτίου 


 

Αποτελεί γενικό έθιμο να πανηγυρίζει κάθε κράτος με επίσημες γιορτές, ορισμένη μέρα της χρονιάς, που να θυμίζει το σπουδαιότερο εθνικό γεγονός ή συμβάν, το οποίο τις περισσότερες φορές συνδέεται με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, με την παλιγγενεσία ή την απελευθέρωσή του, την εγκαθίδρυση ή τη μεταβολή του πολιτεύματός του.

Ο μέγας αυτός πανηγυρισμός σε συγκεκριμένη μέρα συνιστά την Εθνική Εορτή της χώρας και η ημέρα αυτή λογίζεται κατ’ εξοχήν επίσημη και συμβολική. Άμεσα συγγενής προς την Εθνική Εορτή είναι η έννοια άλλων μεγάλων δημόσιων εορτών, με τις οποίες τιμούνται ταυτόχρονα και στον ίδιο βαθμό ιστορικά γεγονότα πολύ μεγάλης σημασίας, που συνδέονται με την εθνική μας ζωή.

Διαφορετική είναι η έννοια δημόσιων εορτών, που καθιερώνονται για σπουδαία ιστορικά γεγονότα τοπικής σημασίας. Σ’ αυτές τις εορτές ο πανηγυρισμός πραγματοποιείται επισήμως και με τη συμμετοχή του κράτους, αλλά μέσα σε ορισμένη περιφέρεια και μόνο σ’ αυτήν.

Τέλος, εντελώς διαφορετική είναι η έννοια των δημοτικών εορτών, που αποφασίζονται και τελούνται με την πρωτοβουλία και ευθύνη του οικείου δήμου ή κοινότητας.

 

Οι εθνικές εορτές στην Ελλάδα

 

Η καθιέρωση Εθνικών εορτών στην Ελλάδα, δηλαδή πανελλήνιων πανηγυρισμών, για να τιμηθούν εθνικά και ιστορικά γεγονότα πανελλήνιας σημασίας μέχρι και το 1838 και η τέλεση δημόσιων τελετών γι’ αυτές συμπεραίνεται ότι γινόταν άτυπα με «βασιλικές διαταγές» ή διατάγματα, που δεν δημοσιεύτηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αλλά πιθανόν να βρίσκονται σε κάποιο κρατικό αρχείο.

Με τον τρόπο αυτό καθιερώθηκαν ως ημέρες εθνικής εορτής οι επέτειοι των αποβατηρίων του Βασιλέως Όθωνος στις 25 Ιανουαρίου 1833 [1], τα γενέθλια και η ονομαστική εορτή των Βασιλέων Όθωνος και Αμαλίας και τα αποβατήρια της βασίλισσας και καταργήθηκαν – εκτός από την πρώτη – το 1859 [2]. Κατά τον ίδιο τρόπο καθιερώθηκε και η κατ’ εξοχήν Εθνική Εορτή της 25ης Μαρτίου, για την οποία θα γίνει ευρύτερος λόγος παρακάτω [3].

Αντιθέτως μετά το 1838 η καθιέρωση όμοιων εορτών γινόταν με την έκδοση ξεχωριστών διαταγμάτων που δημοσιεύονταν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Με τη διαδικασία αυτή καθιερώθηκαν διαδοχικά ως εθνικές εορτές, που γιορτάζονταν παράλληλα με την επέτειο της 25ης Μαρτίου, η επέτειος της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, η οποία ονομάστηκε κατ’ εξοχήν ημέρα παραγωγός λαμπρού μέλλοντος διά το Ημέτερον Βασίλειον, επειδή στέφθηκε από επιτυχία η γνωστή Επανάσταση του 1843 για σύγκληση Εθνικής Συνε­λεύσεως και κατάρτιση Συντάγματος [4]· η επέτειος της 11ης Οκτωβρίου 1862, καθ’ ην εθριάμβευσε Λαός και Στρατός κατά της καταλυθείσης δυναστείας, που θεωρήθηκε επίσης ημέρα παραγωγός λαμπρού μέλλοντος για το Ελληνικό Έθνος [5] και στην ουσία υποκατέστησε την προηγούμενη επέτειο· η επέτειος της 26ης Οκτωβρίου 1912, ημέρα κατά την οποία ελευθερώθηκε η Θεσσαλονίκη από τον νικηφόρο Ελληνικό Στρατό [6]· η επέτειος της 1ης Μαΐου 1924, σαν «εθνική εορ­τή», σε ανάμνηση της «δημοκρατικής ορκω­μοσίας» για τη μεταπολίτευση του 1924 [7], γιορταζόταν όμως μέχρι και το 1935 «μόνον ως ημέρα αργίας καθ’ όλον το κράτος», χωρίς άλλη δημόσια τελετή· ή επέτειος της 28ης Οκτω­βρίου 1940 σε ανάμνηση της αντίστασης του Έθνους στην ιταλική επίθεση και της συμμετοχής του στο συμμαχικό μέτωπο της Ελευθερίας [8].

Για την εκτέλεση των επιτασσομένων από τα διατάγματα, αρχικά ήταν ο Γραμματέας των Εκκλησιαστικών και της Δημόσιας Εκπαίδευσης, και αργότερα ο Υπουργός Εσωτερικών, που ήταν και ο εισηγητής της έκδοσης αυτών των διαταγμάτων.

Η τέλεση δημόσιων τελετών κατά τις επετείους των εθνικών ή άλλων επίσημων εορτών αποφασίστηκε, όπως γνωρίζουμε, με ενιαίο τρόπο το 1889, όταν με πρόταση του Υπουργού των Εσωτερικών, ορίστηκε με διάταγμα ότι κατά τις επετείους των εορτών της 1ης Ιανουαρίου, της 25ης Μαρτίου και της ονομαστικής βασιλικής εορτής (23ης Απριλίου) διατάσσονται δημόσιες τελετές [9].

Στο εξής, κάθε που καθιερωνόταν ή καταργούνταν καθιερωμένη εθνική εορτή, ή παριστανόταν ανάγκη να οριστεί νέα γιορτινή ημέρα, η τέλεση κατά την επέτειο του τιμωμένου γεγονότος δημόσιων τελετών οριζόταν με ειδικό διάταγμα που καθιέρωνε την εορτή και με διατάγματα περί δημόσιων τελετών, τα οποία εκδίδονταν στο σωστό χρόνο [10].

Η εκτέλεση των εν λόγω διαταγμάτων και η μέριμνα για την οργάνωση και την τέλεση των δημόσιων τελετών κάθε χρονιάς για τις εθνικές εορτές ανατιθόταν οπωσδήποτε στον Υπουργό των Εσωτερικών [11].

Ήδη με τον Αναγκαστικό Νόμο με αριθμ. 198 της 25ης Νοεμβρίου 1967, ορίστηκε ότι η καθιέρωση δημόσιων εορτών για τις επετείους εθνικών ή ιστορικών γεγονότων πανελλήνιας ή τοπικής σημασίας συντελείται με διατάγματα που εκδίδονται με κοινή πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Εθνικής Άμυνας, Εξωτερικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων [12].

 

Η Εθνική Εορτή της 25ης Μαρτίου

 

Στο μνημονευθέν ήδη διάταγμα του 1838 σημειώνεται ότι η ημέρα της 25ης Μαρτίου, που είναι οπωσδήποτε λαμπρή λόγω της εορτής του Ευαγγελισμού, «είναι προσέτι λαμπρά και χαρμόσυνος διά την κατ’ αυτήν έναρξιν του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος του Ελληνικού Έθνους».

Ύστερα από  έρευνα των πηγών, αποτελεί σήμερα κοινή επιστημονική παραδοχή ότι η παράδοση για την κήρυξη του Αγώνα στην Αγία Λαύρα στις 25 Μαρτίου 1821 συνδέεται με ευσεβή και συγκινητικό θρύλο, ο οποίος  διαχωρίζει βέβαια τα επί μέρους πολεμικά γεγονότα στην Ελλάδα με εκείνα που έγιναν στις Παρίστριες Ηγεμονίες από τον Φεβρουάριο 1821 και μάλιστα από τις 24 Φεβρουαρίου, όταν – ως γνωστόν- ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρος Υψηλάντης εξέδωσε και εξαπέλυσε από το Γενικό Στρατόπεδό του στο Ιάσιο την περίφημη προκήρυξή του προς τους Έλληνες με τον τίτλο: Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος.

Για τους λόγους αυτούς πολύ πετυχημένα, η ημέρα της 25ης Μαρτίου, η «Δοξασμένη Μέρα», καθιερώθηκε εθνικά γιορτινή, επειδή περικλείει, όπως ειπώθηκε από τον Ρήγα Παλαμήδη στη Γερουσία στη συνεδρίαση της 26ης Μαρ­τίου 1856, εν ιερώ κειμηλίω, πάσας τας αναμνήσεις του Ελληνικού Έθνους κατά το διάστημα του ιερού αγώνος, δι’ ου ανεκτήσατο την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν[13]. Η χρονική σύμπτωση της μεγάλης θρησκευτικής εορτής προς τις πρώτες ημέρες των επαναστατικών ενεργειών στην Πελοπόννησο απετέλεσε  – κατά τον Ιωάννη Φιλήμονα, αν και υποστήριζε την άποψη ότι ως ημέρα ενάρξεως του Αγώνα έπρεπε να εορτάζεται η 24η Φε­βρουαρίου – ιδέα λαμπρή και ελληνικότατη, επειδή στηριζόταν στις αναλ­λοίωτες αρχές της αγίας ημών Εκκλησίας, και έφερε μέγα ύψος και βεβαίωνε την παντοτινή σωτήρια ενότητα και συγχώνευση του θρησκευτικού και εθνι­κού πνεύματος [14].

 

Βρυζάκης Θεόδωρος, «Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί τη σημαία της Επανάστασης», Λάδι σε μουσαμά ,164 x 126 εκ., 1865, Εθνική Πινακοθήκη. Ο ευσεβής και συγκινητικός θρύλος για την κήρυξη του Αγώνα στην Αγία Λαύρα στις 25 Μαρτίου 1821, εκφράζει βαθύτατα το πνεύμα του Αγώνα. Θρησκεία και Πατρίδα γυρεύουν τη λύτρωση, τη λευτεριά.

Βρυζάκης Θεόδωρος, «Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί τη σημαία της Επανάστασης», Λάδι σε μουσαμά ,164 x 126 εκ., 1865, Εθνική Πινακοθήκη.
Ο ευσεβής και συγκινητικός θρύλος για την κήρυξη του Αγώνα στην Αγία Λαύρα στις 25 Μαρτίου 1821, εκφράζει βαθύτατα το πνεύμα του Αγώνα. Θρησκεία και Πατρίδα γυρεύουν τη λύτρωση, τη λευτεριά.

 

Πρέπει να εξεταστεί εάν εορταζόταν μέχρι τότε η κήρυξη της Ελληνικής Επανά­στασης και η ανάσταση του Γένους.

Πριν από το 1838, ακόμη και κατά την διάρκεια του Αγώνα, μνημονεύονται αναμνηστικοί εορτασμοί της Επαναστάσεως κατά την 25ην Μαρτίου, άλλα όχι με επίσημο χαρακτήρα [15].

Εκτός από τον εορτασμό, μνημονεύεται ότι κατά τους χρόνους της Επαναστάσεως γινόταν την 1η Ιανουαρίου τελετή για την επέτειο περί ανεξαρτησίας του Έθνους, σύμφωνα με την προκήρυξη της Α’ Εθνικής Συνέλευσης στην Επίδαυρο, που έγινε την ίδια μέρα το 1822 [16].

Εν πάση περιπτώσει δια­τάγματα με τα οποία καθιέρωναν εθνικές ή άλλες επίσημες εορτές  από την άφιξη του Βασιλέως Όθωνος και μέχρι το 1843 δεν αναφέρονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Τούτο δεν είναι παράδοξο, επειδή στην επίσημη εφημερίδα δεν δημοσιευόταν τότε το σύνολον των εκδιδόμενων διαταγμάτων.

Επαναλαμβάνουμε ότι από το 1834 εορταζόταν ως εθνική εορτή η επέτειος της 25ης Ιανουαρίου (6ης Φεβρουαρίου), σε ανάμνηση της αποβιβάσεως του Όθωνος στην ελληνική γη το 1833, και τελούνταν τελετή για τα αποβατήρια. Αυτή η εορτή καθιερώθηκε αρχικά από το Κοινόν των Ναυπλιέων και αναγνωρίστηκε με το  βασιλικό διάταγμα της 20ής Ιανουαρίου 1834, αλλά το κείμενό του δεν επισημάνθηκε ακόμη [17].

Πριν από την έκδοσή του και με διάταγμα της 22ας Νοεμβρίου 1833 «περί προσδιορισμού των εργασίμων ωρών εις τα γραφεία», η επέτειος της αποβιβάσεως του βασιλέως περιελήφθηκε μεταξύ των εορτάσιμων ημερών, που οι εργάσιμες ώρες στα γραφεία περιορίζονταν στις τέσσερεις, ενώ για τις εορτές των γενεθλίων και τις ονομαστικές ορίστηκε ότι διακόπτονται αι ασχολίαι μόνον όσον καιρόν απαιτεί η επίσημος λειτουργία [18]. Πλήρης αργία δεν υπήρχε τότε.

Μέχρι το 1838 οι μη θρησκευτικές επίσημες εορτές εξαιρούνται βέβαια οι πανηγυρισμοί του νέου έτους, έκτακτες περιπτώσεις και εκείνη που γινόταν σε ανάμνηση των «αποβατηρίων» του Όθωνος στις 20 Ιανουα­ρίου 1833 ήταν για τα γενέθλια, τις ονομαστικές εορτές και για την ενηλικίωσή του, θυμίζοντας και την προσωπική  ανάληψη της εξουσίας από αυτόν στις 20 Μαΐου 1835, καθώς επίσης  οι εορτές της Αμαλίας, όπως ήδη σημειώθηκε.

Εν τούτοις, κατά τον Ρήγα Παλαμήδη σκέψη για καθιέρωση Εθνικής Εορτής, που να θυμίζει την κήρυξη του Ιερού Αγώνα και την Εθνική Παλιγγενεσία, μάλιστα στις 25 Μαρτίου, είχε γίνει προ πολλού και τελούνταν κάποιος ανεπίσημος εορτασμός κατ’ αυτήν. Κατά την ημέρα αυτήν: μνημονεύονται ιδίως οι ψυχές των ηρώων εκείνων, οι οποίοι πότισαν με το  πολύτιμο αίμα τους το δένδρο της ελευθερίας και όλοι όσοι μόχθησαν για χάρης της· και υπήρχε φαιδρή ευθυμία στις ψυχές όλων των Ελλήνων, των μεγαλύτερων που διηγούνταν τα διάφορα κατορθώματά τους στους νεότερους και πολλών αρχιερέων και λογίων που εκφωνούσαν λόγους κατάλληλους σε ανάμνηση των ηρωικών πράξεων· με μια κουβέντα δηλαδή, η ημέρα αυτή τιμόταν και με τα τότε μέσα ως εθνική, όχι μόνον από τους ελευθερωθέντες Έλληνες, αλλά και από όλη την ελληνική φυλή [19].

Η ιδέα για επίσημη καθιέρωση του εορτασμού προωθήθηκε με τον καιρό [20], έφθασε μέχρι τη σύνταξη του σχετικού διατάγματος από τον Ι. Κωλέττη ως Γραμματέα των Εσωτερικών το 1835, αλλά δεν επιδόθηκε λόγω της αποχώρησής του από τη Γραμματεία. Όπως φαίνεται, η σύμπτωση της μεγάλης και συμβολικής εορτής του Ευαγγελισμού με τα πρώτα επαναστατικά επεισόδια στην Πελοπόννησο είχε επηρεάσει τη λαϊκή ψυχή τόσο έντονα, ώστε να ωριμάσει με τον πιο φυσικό τρόπο η κοινή επιθυμία για την παραδοχή αυτής της ημέρας ως πανηγυρικής κήρυξης του Ιερού Αγώνα για την Ελευθερία, και προσαρμόστηκε πλήρως ο Ευαγγελισμός της Θεοτό­κου προς την Ανάσταση του Γένους. Το 1837 το θέμα έφθασε πάλι για εισήγηση στον Γραμματέα Εξωτερικών και του Βασιλικού Οίκου, με την παράλληλη ιδιότητά του ως Προέδρου του Υπουργικού Συμβουλίου Ιγνάτιο φον Ρούντχαρτ, αλλά αργά ως δημοτική πρόταση, όπως συμπεραίνεται. Επειδή ο χρόνος δεν επαρκούσε για την ολοκλήρωση της αναγκαίας διαδικασίας για την έκδοση διατάγματος, επετράπη άτυπα η διεξαγωγή του ανάλογου εορτασμού στις 25 Μαρτίου του έτους εκείνου (1837).

Κατά τον Ρήγα Παλαμήδη: η τελετή έγινε  με όλη την πομπή και όλη την επισημότητα· και είχαν μαζευτεί  όλες σχεδόν οι δημοτικές αρχές της Αττικής και πλήθος λαού από τα περίχωρα με σημαίες, όπλα και τύμπανα· ώστε η πόλη των Αθηνών παρουσίαζε μέχρι το βράδυ της επομένης το θέαμα μεγαλοπρεπούς και ευχάριστου πανηγυριού, που διεξαγόταν με πλήρη τάξη και ησυχία [21].

Τελικά, στις 15 Μαρτίου 1838 με πρόταση του Γραμματέα των Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαίδευσης Γεωργίου Γλαράκη, που ήταν Γραμματέας της Επικρατείας και κατείχε και το χαρτοφυλάκιο του Γραμματέα της Επικρατείας στα Εσωτερικά, καθιερώθηκε η ημέρα της 25ης Μαρτίου με το αριθμ. 980 διάταγμα Εθνική Εορτή στο διηνεκές. Η δημοσίευση και η εκτέλεση (ενέργεια) του διατάγματος ανατέθηκε στον ίδιο Γραμματέα της Επικρατείας στα Εκκλησιαστικά και στη Δημόσια Εκπαίδευση.

Άξιο απορίας είναι ότι το σπουδαίο αυτό διάταγμα δεν δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αλλά μόνο στον ημερήσιο τύπο [22].

 

Διάταγμα για την καθιέρωση της 25ης Μαρτίου ως Εθνικής Εορτής.

Διάταγμα για την καθιέρωση της 25ης Μαρτίου ως Εθνικής Εορτής.

 

Στη δημοσίευση του διατάγματος ακολούθησε μετά από δυο ημέρες η κοινοποίησή του από τη Γραμματεία της Επικρατείας στα Εκκλησιαστικά και στη Δημόσια Εκπαίδευση προς τους διοικητές και υποδιοικητές της Επικρατείας και μετά από τρεις ημέρες πρόσκληση που στάλθηκε από τον Γραμματέα της Επικρατείας στα Εσωτερικά προς τα ίδια Όργανα της περιφερειακής διοίκησης, για να  λάβουν «πρόνοιαν διά να τελεσθή η εορτή αύτη με όλην την λαμπρότητα και αξιοπρέπειαν, ήτις αρμόζει εις ημέραν τοσούτον αξιομνημόνευτον και τοσούτον προσφιλή εις τον Ελληνικόν λαόν».

 

Ο πρώτος εορτασμός της Εθνικής Εορτής στην Αθήνα

 
Η παραπάνω υπουργική διαταγή έτυχε πλήρους κατανοήσεως από τους κατά τόπους διοικητές, αν κρίνουμε από τον εορτασμό που έγινε στην Α­θήνα, όπως περιγράφεται στον τύπο της εποχής [23].

Ο εορτασμός έγινε με βάση επίσημου προγράμματος που εκδόθηκε στις 23 Μαρτίου, στο οποίο περιλαμβανόταν και το καθιερωμένο τότε προβάδισμα των δημόσιων αρχών στην Αθήνα [24]. Τη γενική επιμέλεια φαίνεται πως είχε ο Διοικητής Αττικής Κωνσταντίνος Αξιώτης, ο οποίος απέσπασε και δημοσίους επαίνους για τις επιτυχείς ενέργειές του [25].

Ο ναός της Αγίας Ειρήνης. Η πρώτη Μητρόπολη της Αθήνας. Το 1835, εκεί έγινε η τελετή ενηλικίωσης του βασιλιά Όθωνα και το 1838, γιορτάστηκε για πρώτη φορά η επέτειος της 25ης Μαρτίου. Φωτογραφία από τον διαδικτυακό τόπο: «Η Αθήνα μέσα στο Χρόνο».

Ο ναός της Αγίας Ειρήνης. Η πρώτη Μητρόπολη της Αθήνας. Το 1835, εκεί έγινε η τελετή ενηλικίωσης του βασιλιά Όθωνα και το 1838, γιορτάστηκε για πρώτη φορά η επέτειος της 25ης Μαρτίου. Φωτογραφία από τον διαδικτυακό τόπο: «Η Αθήνα μέσα στο Χρόνο».

Οι πρώτες εκδηλώσεις άρχισαν με 21 κανονιοβολισμούς το βράδυ της προηγούμενης ημέρας [26]. Την Παρασκευή 25 Μαρτίου ο εορτασμός ξεκίνησε με τη συμμετοχή όλου του κόσμου με ομοθυμία και ενθουσιασμό από το πρωί με νέους 21 κανονιοβολισμούς. Επισημότερη εκδήλωση ήταν η τέλεση δοξολογίας στις 9 το πρωί από τον Επίσκοπο Αττικής και πρώην Ταλαντίου Νεόφυτο Μεταξά στον παλαιό ναό της Άγιας Ειρήνης [27], που είχε λάβει μέρος στον Αγώνα, παρουσία του Βασιλέως Όθωνος και της Βασίλισσας Αμαλίας, που φορούσαν ελληνική ενδυμασία, παρουσία των αυλικών, πολιτικών, δικαστικών, στρατιωτικών και δημοτικών αρχών, παρουσία των συντεχνιών, με τις κυανό­λευκες σημαίες τους και με τα σύμβολα της τέχνης κάθε φορά, καθώς επίσης και παρουσία των διπλω­ματικών αντιπροσώπων των ξένων δυνάμεων, ήτοι της Αγγλίας, Γαλλίας, Ι­σπανίας και Σουηδίας, εκτός από τους εκπροσώπους της Ρωσίας, της Αυστρίας και Βαυα­ρίας, αν και ο πρώτος από αυτούς φωταγώγησε λαμπρά την οικία του. Η αγενής απουσία τους δικαίως καυτηριάστηκε έντονα από τον τύπο [28]. Ειδικότερα η εφημερίδα «Ο Σωτήρ» παρουσίασε το γεγονός με τις εξής φράσεις: Σε όσους δεν τίμησαν με την παρουσία τους την Εθνική Εορτή μας απαντάμε: «Η Ελληνική Επανάσταση δεν μοιάζει με καμιά άλλη. Μόνη η δική μας είχε το προνόμιο να χειροκροτηθεί από όλους τους λαούς, να εμπνεύσει την Μούσα Βασιλέων, και να οπλίσει για λογαριασμό της τους βραχίονες των τριών Κολοσσών της Ευρώπης. Τέτοια επανάσταση μπορεί, νομίζουμε, καθένας χωρίς κίνδυνο και χωρίς ντροπή να πανηγυρίζει» [29].

Η συμμετοχή του λαού της Αθήνας και των χωριών της Επαρχίας Αττικής στον εορτασμό ήταν πάνδημος και πολύ ενθουσιώδης [30]. Μαζεύτηκαν αυτοί στην Αθήνα και εκδήλωναν τη χαρά τους, «παίζοντες διάφορα μουσικά όργανα και ζητωκραυγώντες μετ’ ενθουσιασμού» [31]. Προπορευόμενοι μπροστά από τη βασι­λική άμαξα, με την οποία οι βασιλείς μετέβησαν στον τότε Μητροπολιτικό Ναό, αποτέλεσαν αυτόκλητο μέρος της συνοδείας τους, αλλά και όλη την ημέρα κινούμενοι στην πόλη έφιπποι και πεζοί εξέφραζαν με πολλούς τρόπους τα αισθήματα της ζωηρής των χαράς για την πανηγυρική και επίσημη ανάμνηση του εθνικού γεγονότος.

Η ευθυμία και η εορταστική διάθεση δεν μειώθηκαν ούτε από το γεγονός  ότι μετά από αυτά άρχισε να βρέχει ελαφρά για πέντε ώρες περίπου. «Εντούτοις η ευθυμία του λαού δεν είχε καταπαύσει, διότι στην ψυχή καθενός έκανε θαυμάσια εντύπωση η αιφνίδια αυτή μεταβολή της ατμόσφαι­ρας, η οποία κατείχε μα την αλήθεια και την 25η Μαρτίου 1821, επίσης ημέρα Παρασκευή» [32].

Συγκινητικές σκηνές σημειώθηκαν. Στην πλατεία πριν από τα Ανάκτορα, την σημερινή πλατεία Κλαυθμώνος, στήθηκε από το Δήμο Αθηναίων εορταστική αψίδα, και μετά την κατάπαυση της βροχής οι Αθηναίοι χόρευαν γύρω της. «Μέσα σ’ αυτό το περιστατικό, λοιπόν  παρουσιάζεται ξαφνικά η γριά με τα λευκά μαλλιά, αδελφή των αδελφών Λέκκα, που διακρίθηκαν για την ξεχωριστή ανδρεία τους, η οποία απευθυνόμενη στους χορηγούς είπε: «Σταματήστε, παιδιά μου, σ’ εμένα ανήκει να αρχίσω το χορό, διότι σ’ αυτό το έδαφος πρόσφερα ως θύματα δύο ανδρείους αδελφούς και τον μοναχογιό μου» και έτσι με τα δάκρυα στα μάτια χόρευε μαζί τους και χαιρόταν με τους Έλληνες» [33].

Το βράδυ έγινε φωταγώγηση της Ακρόπολης, των δημόσιων και δημοτικών καταστημάτων και των οικιών της πόλης, και προς αυτή την πλευρά του Λυκαβηττού «εσχηματίσθη διά των φανών είς μεγάλος σταυρός, του οποίου η θέα κάμνει μεγάλην εντύπωσιν» [34].

Ανάμεσα στις οικίες, που είχαν φωταγωγηθεί με περισσή φιλοκαλία ήταν του κόμητος Ρώμα και του αρχιμανδρίτη Θεόκλητου Φαρμακίδη. Το δημόσιο κατάστημα, που ξεχώριζε για την διακόσμησή του, ήταν το Διοικητήριο, έδρα του Διοικητή Αττικής Κωνσταντίνου Αξιώτη. Επίσης, ανάμεσα στα δημόσια καταστήματα, που με φιλοκαλία είχαν διακοσμηθεί,  μνημονεύτηκε από τον τύπο το κατάστημα της Βασιλικής Τυπογραφίας (Εθνικό Τυπογραφείο), δηλαδή το κτίριο στην οδό Σταδίου, που τώρα στεγάζεται το Πρωτοδικείο Αθηνών. Στη βάση φωτεινής πυραμίδας είχε αναγραφή το εξής επίγραμμα: Ει  το  καλώς   θνήσκειν αρετής  μέρος εστί μέγιστον ημίν εκ πάντων τούτ’ απένειμε τύχη· Ελλάδι γαρ  σπεύδοντες  ελευθερίην περιθήναι κείμεθ’ αγηράντω χρώμενοι ευλογίη [35].

Για άγνωστο λόγο δεν φωταγωγήθηκαν τα Ανάκτορα, παρά την εντολή του Βασιλέως Όθωνος [36]. Αν συνδυαστεί αυτό με την είδηση ότι ο Επιτετραμμένος της Βαυαρίας όχι μόνο δεν προσήλθε στη δοξολογία, αλλά ούτε ένα λυχνάρι δεν άναψε μια μέρα που ο γιος του Βασιλέα και Κυρίου του, ο τρισέβαστος Όθων, καθιέρωσε Εθνική σε ανάμνηση της παλιγγενεσίας της Ελλάδας [37], θα πρέπει να υποθέσουμε ότι ο εν λόγω διπλωμάτης και το προσωπικό των Ανα­κτόρων που επηρεαζόταν απ’ αυτόν κατείχοντο από δυσαρέσκεια, που προερχόταν πιθανόν από πολιτικές σκέψεις και από συνδυασμό της Εθνικής Εορτής με συνταγματικές εξελίξεις, ανεπιθύμητες για τους ίδιους.

Εορτασμοί ανάλογοι της Αθήνας πραγματοποιήθηκαν και στην επαρχία.

Το μέγα γεγονός της κήρυξης του Αγώνος της Ανεξαρτησίας και της επίτευξης της παλιγγενεσίας του Ελληνικού Έθνους με τον αγώνα αυτόν, εξακολούθησε στο εξής να εορτάζεται σχεδόν ανελλιπώς [38], ακόμη και κατά τη διάρκεια της εχθρικής κατοχής (1941-1944) [39]. Εορτάζεται μάλιστα πάντοτε με εθνική έξαρση, με τη δέουσα υποβλητικότητα και ευγνωμοσύνη των επιγόνων, την οφειλόμενη στη σημασία του και στις θυσίες των γνωστών και άγνωστων αγωνιστών [40].

 

Πρόγραμμα εορτασμού της 25ης Μαρτίου 1838 (παραμονή εορτής).

Πρόγραμμα εορτασμού της 25ης Μαρτίου 1838 (παραμονή εορτής).

 

Πρόγραμμα εορτασμού της 25ης Μαρτίου 1838. Για τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου 1838, εξεδόθησαν δύο προγράμματα, στο ένα εκ των οποίων ανακοινώνονται οι τελετές της παραμονής 24ης Μαρτίου.

Πρόγραμμα εορτασμού της 25ης Μαρτίου 1838. Για τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου 1838, εξεδόθησαν δύο προγράμματα, στο ένα εκ των οποίων ανακοινώνονται οι τελετές της παραμονής 24ης Μαρτίου.

 

Τα ισχύοντα σήμερα για εορτές και τελετές

 

Όπως ήδη σημειώθηκε, με τον Αναγκαστικό Νόμο της 25ης Νοεμβρίου 1967 με αριθμ. 198, η καθιέρωση δημόσιων εορτών για τις επετείους εθνικών ή ιστορικών γεγονότων πανελλήνιας ή τοπικής σημασίας ορίστηκε ότι συντελείται με διατάγματα που εκδίδονται με κοινή πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Εθνικής Άμυνας, Εξωτερικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Στον Υπουργό των Εσωτερικών ανατέθηκε η μέριμνα της κατάρτισης, υπογραφής, δημοσίευσης και εκτέλεσης αυτών των διαταγμάτων.

Η οργάνωση και η τέλεση των καθιερωμένων δημόσιων τελετών, με τη διαδικασία αυτή, αλλά και όσων άλλων επισήμων τελετών αποφασίζονται εκτάκτως κάθε φορά από το Υπουργικό Συμβούλιο ή τον Πρωθυπουργό ή τον Υπουργό των Ε­σωτερικών, ανατέθηκε στο Υπουργείο των Εσωτερι­κών, εφόσον με τα οικεία διατάγματα προβλέπεται η καθολική συμμετοχή των συντεταγμένων εξουσιών του κράτους, και στις κατά τόπους νομαρχίας, εφόσον προβλέπεται η συμμετοχή μόνον των αρχών στην περιφέρειά τους ή εφόσον πρόκειται για τοπικούς εορτασμούς από κάποιον δήμο ή κοινότητα.

Οι λεπτομέρειες του εορτασμού καθορίζονταν ανέκαθεν με την έκδοση ειδικού προγράμματος από την εκάστοτε αρμόδια αρχή, στο οποίο σημειώνονταν οι επί μέρους εκκλησιαστικές ή άλλες τελετικές εκδηλώσεις, εάν συμμετείχαν οι αρχές κ.λ.π. [41].

Με το διάταγμα της 30ής Οκτωβρίου 1970 (με αριθμ. 703), η αρμοδιό­τητα της οργάνωσης και τέλεσης των δημόσιων τελετών περιήλθε στους νομάρχες του κράτους, πλην του Νομάρχη Αττικής όσον αφορά στην περιφέρεια της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης, ανεξάρτητα στις τελετές αυτές εάν είναι καθολική ή όχι η συμμετοχή των συντεταγμένων εξουσιών του κράτους [42]. Η  αρμοδιότητα αυτή περιήλθε στο Νομάρχη Αττικής και για την περιοχή της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης λίγο αργότερα και μάλιστα με το διάταγμα της 9ης Μαρτίου 1972 (με αριθμ. 189) [43]. Στο εξής ο Νομάρχης Ατ­τικής κατέστη αρμόδιος και στο αντικείμενο αυτό, το οποίο του επιφυλάχθηκε μετά την αναδιοργάνωση της διοικήσεως της μείζονος πρω­τευούσης, σύμφωνα με το άρθρο 1 του διατάγματος της 30ής Δε­κεμβρίου 1972 (με αριθμ. 799) [44] και με το άρθρο 4 της κοινής απόφασης του Υπουργείου Προγραμματισμού και Κυβερνητικής Πολιτικής παρά τω Πρωθυπουργώ και του Υπουργού των Εσωτερικών της 11ης Δεκεμβρίου 1972 (με αριθμ. Λ7/6-1/10) [45], αλλά μόνον για τις επίσημες τελετές, στις οποίες συμμετέχουν όλες οι συντεταγμένες εξουσίες του κράτους [46]. Εάν δεν προβλέπεται κατ’ αυτές καθολική συμμετοχή των συντεταγμένων εξουσιών ή εάν πρόκειται για τοπικούς εορτασμούς, αρμόδιοι είναι οι αναπληρωτές νομάρχες – προϊστάμενοι των τεσσάρων Διαμερισμάτων της Νομαρχίας Αττικής.

Ως εθνικές, ή δημόσιες με την παραπάνω έννοια, εορτές, που αναφέρονται μάλιστα σε επετείους εθνικών και ιστορικών γεγονότων πανελλήνιας σημασίας ορίσθηκαν με το διάταγμα της 25ης Φεβρουαρίου 1969 (με αριθμ. 157) [47] οι εξής: η 25η Μαρτίου, η 28η Οκτωβρίου και η 21η Απριλίου κάθε χρονιάς, η τελευταία για να τιμηθεί η Εθνική Επανάσταση της 21ης Απριλίου του 1967 [48]. Στις εορτές αυτές συμμετέχουν όλες οι συντεταγμένες εξουσίες (λειτουργίες) του Κράτους. Ορίστηκε επίσης ότι με συμμετοχή των συντεταγμένων εξουσιών του Κράτους εορτάζονται και οι εξής ημέρες: η 1η Ιανουαρίου για το νέο έτος και η Ημέρα του έφεδρου πολεμιστή και της Πολεμικής αρετής των Ελλήνων [49], που εορτάζεται μαζί με την επέτειο της συντρι­βής των κομμουνιστοσυμμοριτών εις τον Γράμμο και το Βίτσι κατά την πρώτη Κυριακή μετά την 29ην Αυγούστου [50].

Τις ημέρες αυτές διατάσσεται γενικός σημαιοστολισμός σ’ όλη την επικράτεια απ’ την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου και φωταγώγηση των δημόσιων, δημοτικών και κοινοτικών καταστημάτων, καθώς επίσης και των καταστη­μάτων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των τραπεζών από τη δύση του ήλιου και μέχρι των πρωινών ωρών της επομένης της εορτής, ομοίως σ’ όλη την επικράτεια. Τα παραπάνω μέτρα, επειδή αφορούν όλη την επικράτεια, διατάσσονται από τον Υπουργό των Εσωτερικών.

 

Υποσημειώσεις


 

 

[1] Διάταγμα περί τακτικού εορτασμού των αποβατηρίων του Όθωνος δεν επεσημάνθη. Βλ. εν τούτοις τον περί εορτασμού της 25ετηρίδος από της εν Ελλάδι αφίξεώς του Νόμον ΥΛΘ’ της 15ης Ιανουαρίου 1858, «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», φ. 3 (14 Φεβρ. 1858). Οι προ του 1922 ημερομηνίες δίδονται κατά το παλαιόν ημερολόγιο.

[2] Β.Δ. της 29ης Ιανουαρίου 1859, «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», φ. 5 (13 Φεβρ. 1859).

[3] Βλ. Βασιλικόν Διάταγμα (εφεξής: Β.Δ.) της 15ης Μαρτίου 1838, εφ. «Ο Ελλη­νικός Ταχυδρόμος», φ. 20 (20 Μαρτ. 1838)· εφ. «Αθήνα», φ. 518 (23 Μαρτ. 1838). Βλ. και ανακοίνωση της καθιερώσεως της επετείου ως εθνικής εορτής στην εφ. «Ο Σωτήρ», φ. 17 (20 Μαρτ. 1838).

[4] Β.Δ. της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», τευχ. Α’, φ. 31 (3 Σεπτ. 1843).

[5] Β.Δ. της 15ης Οκτωβρίου 1862, «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», τευχ. Α’, φ. 3 (27 Οκτ. 1862). Μετά την κατ’ Οκτώβριο κατάλυση της δυναστείας άρχισε νέα αρίθμηση των φύλλων της «Εφημερίδος τής Κυβερνήσεως» του έτους 1862.

[6] Β.Δ. της 19ης Οκτωβρίου 1935, «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», τευχ. Α’, φ. 483 (21 Οκτ. 1935).

[7] Ν.Δ. της 23ης Απριλίου 1924, «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», τευχ. Α’, φ. 94 (24 Απρ. 1924). Βραδύτερον ή 1η Μαΐου ορίσθηκε  ως ημέρα εόρτιος της Εργασίας. Ούτω διά του Αναγκ. Νόμου υπ. αριθμ. 606 της 4ης Απριλίου 1937 ή τελευταία εβδομάς του Απριλίου έκαστου έτους καθιερώθη ως «Εβδομάς Εργατικής Αμίλλης», ή δε πρώτη Μαΐου ως Ήμερα εορτασμού της Εργασίας. Βλ. «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», τευχ. Α’, φ. 135 (9 ‘Απρ. 1937). Πρβλ. και τον Α.Ν. ύπ’ αριθμ. 380 της 25ης Απριλίου 1968 περί καθιερώσεως της 1ης Μαΐου ως ημέρας υποχρεωτικής αργίας, «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», τευχ. Α’, φ. 85 (26 ‘Απρ. 1968).

[8] Β.Δ. της 24ης ‘Οκτωβρίου 1944, «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», τευχ. Α’, φ. 4 (24 Οκτ. 1944). Ο τελούμενος εν Αθήναις κατ’ έτος και δη και εν τω χώρω της Ακροπόλεως την 12ην Οκτωβρίου εορτασμός επί τη επετείω της απελευθερώσεως της πόλεως εκ των στρατευμάτων κατοχής πραγματοποιείται δημοτική πρωτοβουλία τη κρατική συμπαραστάσει.

[9] Β.Δ. της 14ης Μαΐου 1889, «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», τευχ. Α’, φ. 126 (15 Μαΐου1889). Δια του διατάγματος τούτου ατόνησε ο εορτασμός των επετείων της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και της 11ης Οκτωβρίου 1862.

[10] Βλ. και τα διατάγματα της 3ης Απριλίου 1913, «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», τευχ. Α’, φ. 63 (5 Απρ. 1913)· της 11ης Ιουλίου 1917, Αυτόθι, φ. 140 (12 Ίουλ. 1917)· της 5ης Μαΐου 1921, Αυτόθι, φ. 81 (11 Μαΐου 1921)· της 7ης Δεκεμβρίου . 1922, Αυτόθι, φ. 265 (10 Δεκ. 1922)· της 2ας Αυγούστου 1924, Αυτόθι, φ. 184 (6 Αύγ. 1924)· της 15ης Α­πριλίου 1936, Αυτόθι, φ. 167 (18  Απρ. 1936)· της 9ης Μαΐου 1947, Αυτόθι, φ. 98 (15 Μαΐου 1947)· της 9ης Απριλίου 1964, Αυτόθι, φ. 64 (23 ‘Λπρ. 1964). Διά του δια­τάγματος της 9ης Μαΐου 1947 ή επέτειος της απελευθερώσεως της Θεσσαλονίκης έπαυσε να εορτάζεται πανελληνίως ως εθνική εορτή. ‘Εκτοτε τιμάται αυτή ως τοπική εορτή.

[11] Θ. Π. Δηλιγιάννη και Γ. Κ. Ζηνοπούλου, Ελληνική Νομοθεσία από του 1833 μέχρι του 1869, σελ. 445 (σημ.).

[12]  «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», τευχ. Α’, φ.215 (28 Νοεμβρ.1967).

[13] Αγόρευση Ρήγα Παλαμήδη, 26 Μαρτ. 1856, Πρακτικά των Συνεδριάσεων τής Γερουσίας (Δ’ Βουλευτική Περίοδος, 3η Σύνοδος), Εν Αθήναις 1855, σελ. 329 -330.

[14] Ι. Φιλήμονος, Δοκίμων Ιστορικόν περί τής Ελληνικής Επαναστάσεως, τομ. Γ’, Εν Αθήναις 1859, σελ. κβ’ και έξης.

[15] Α. π. Δ α σ κ α λ ά κ η, Η έναρξις της Έλληνικής Επαναστάσεως τον 1821, σελ. 28, σημ. 3 (σελ. 29 -30).

[16] Εφ. «Ελληνικά Χρονικά», έτος Β’, φ. 1 (3 Ίαν. 1825). Πρβλ. Σ π. Π. Λάμπρου, «Ή Λ’ Ιανουαρίου και η Ελληνική Ελευθερία», Λόγοι και Άρθρα, 1878-1902, Εν Αθή­ναις 1902, σελ. 552-554.

[17] Βλ. σχετική αναφορά του Δημάρχου Ναυπλιέων προς τον Βασιλέα Όθωνα, 1379/9 Ιαν. 1836, ΓΑΚ, Οθωνικόν Αρχείων (Υπ. Εσωτερικών).

[18] Β.Δ. της 22ας Νοεμβρίου 1833, «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», φ. 40 (12 Δεκ. 1833).

[19] Αγόρευσις Ρήγα Παλαμήδη, 26 Μαρτ. 1856, Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Γερουσίας, σελ. 330.

[20] Βλ. ΓΙ α ν. Σούτσου, Επιστολή, εφ. «Αθηνά», φ. 1062 (30 Οκτ. 1843), εν ή αναφέρει ότι διατελών σύμβουλος (τμηματάρχης) εν τη Γραμματεία των Εσωτερικών τω 1834, εισηγήθη αυτός πρώτος δι’ υπομνήματος του «την σύστασιν Εθνικής Εορτής . . . κατά την 25 Μαρτίου .. .», επικαλούμενος επί του προκειμένου την μαρτυρίαν του Ι. Κωλέττη.

[21] Αυτόθι, σελ. 330 – 331

[22] Βλ. Ν. Δ. Λ ε β ί δ ο υ, «Η Ελληνική Επανάστασις», εφ. «Αθήναι», φ. 5 Μαΐου 1916.

[23] Βλ. σχετικά τις εφημερίδες: «Η Φήμη», φ. 108 (26 Μαρτ. 1838)· «Αθηνά», φ. 519 (26 Μαρτ. 1838)· «Ο Ελληνικός Ταχυδρόμος», φ. 22 (27 Μαρτ. 1838). Βλ. και Γιάν­νη Β λ α χ ο γ ι ά ν ν η, ((Δοξασμένη Μέρα», Ενθ’ άνωτ. Πρβλ. Ιουλίας von Ν ο γ -denpflucht (Κυρίας της τιμής της Βασιλίσσης Αμαλίας), «Επιστολαί Κυρίας τής τιμής εν Αθήναις προς φίλην της εν Γερμανία (Κυρίαν von Sahorst), 1837 – 1842», Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τομ. Η’, Εν Αθήναις 1923, σελ. 435-436.

[24] Περί του εορτασμού εξεδόθησαν δύο προγράμματα, το ένα εκ των οποίων περιλαμβάνει και τελετικάς εκδηλώσεις αναγομένας εις την προτεραία της εορτής. Ανεξάρτητα από αυτό, παρατηρούμε διάφορες εκδηλώσεις που αναφέρονται στην ημέρα της Εθνικής Εορτής.

[25] Εφ. «Ο Σωτήρ», φ. 19 (27 Μάρτ.1838).

[26] Εις την προπαρασκευή φαίνεται ότι έλαβε μέρος και η Εκκλησία. Κατά την προτε­ραίαν φέρεται ότι εγένοντο αγρυπνίαι εις όλους τούς ναούς. Βλ. εφ. «Ο Σωτήρ», φ. 18 (24 Μαρτ.1838).

[27] Ο προεπαναστατικός ενοριακός ναός τής Άγιας Ειρήνης υπέστη σοβαρές καταστροφές κατά τον Αγώνα, προστεθείσας εις την φθοράν εκ του χρόνου, διό αρχομένου του 1835 επεδιώχθη υπό της Δημογεροντίας των Αθηνών ή επισκευή αυτού. Συγχρόνως ωρίσθη ούτος – ως καθεδρικός ναός. Βραδύτερον απεφασίσθη ή πλήρης κατεδάφιση του ναού και η οικοδόμηση νέου, η οποία άρχισε να πραγματοποιείτε  το 1846. Βλ. Γ. Π. Παρασκευοπούλου, Οι Δήμαρχοι των Αθηνών, 1835- 1907, Έν Αθήναις 1907, σελ. 35″ Δ. Γρ. Καμπού-  ρ ο γ λ ο υ, Αι παλαιοί Αθήναι, Εν Αθήναις 1922, σελ. 241″ Κ. Μ π ί ρ η, ΑΙ Αθήναι από τον 19ον εις τον 20όν Αιώνα, Έν Αθήναις L966, τόμ. Α’, σελ. 136 – 137.

[28] Βλ. τα σχετικά σχόλια εις τας μνημονευομένας ανωτέρω αθηναϊκάς εφημερίδας.

[29] Εφ. «Ο Σωτήρ», φ. 19 (27 Μαρτ. 1838).

[30] Βλ. και σχετική είδηση στην εφ. «Ο Σωτήρ», φ. 17 (20 Μαρτ. 1838),: «διάφοροι πολίται, κάτοικοι των Αθηνών, ετοιμάζονται να συνευφρανθώσι μετά των οικογενειών των προς τα μέρη του ναού του Ολυμπίου Διός την 25 Μαρτίου, διά να πανηγυρίσωσι την εθνικήν εορτήν, ήτις εις το έξης θέλει ανακαλεί εις την μνήμην μας την πρώτην λαμπράν ημέραν της ελευθερίας μας. Επαινούμεν και ημείς τον σκοπόν αυτόν και ευχόμενα να εϋρωσι πολλούς μιμητάς διά να καθιερωθή αυτή ή συνήθεια. Όσον η ευωχία της Καθαράς Δευτέρας είναι άτοπος, τόσον ή της 25 Μαρτίου είναι και εύλογος και επαινετή. Ο,τι άγαπα τις με υπερβολήν, τούτο και τον προκαλεί εις διάχυσιν. Και τι τερπνότερον από την ελευθερίαν της πατρίδος!». Ως γνωστόν οι Αθηναίοι κατά την Καθαράν Δευτέραν μετέβαινον εις τον χώρον του Ναού του Ολυμπίου Διός προς αναψυχή.

[31] Εφ. «Ο Ελληνικός Ταχυδρόμος», φ. 22 (27 Μαρτ. 1838).

[32] Αυτόθι.

[33] Εφ. «Αθηνά», φ. 519 (26 Μαρτ. 1838). Πρβλ. περιγραφή του επεισοδίου και στην εφ. «Η Φήμη», φ. 108 (26 Μαρτ. 1838). Οι μνημονευόμενοι αδελφοί είναι οι Δη­μήτριος (Μητρός) και Γεώργιος Λέκκας.

[34] Εφ. «Αθηνά», φ. 519 (26 Μαρτ. 1838).

[35] Εφ. «Ο Σωτήρ», φ. 19 (27 Μαρτ. 1838). Το επίγραμμα αποδίδεται εις τον Σιμωνίδην τον Κεΐον. Βλ. ΑΡ, 7, 253

[36] Εφ. «Η Φήμη», φ. 108 (26 Μαρτ. 1838).

[37] Αυτόθι

[38] Πραγματικά ο εορτασμός σε ελάχιστες περιπτώσεις δεν πραγματοποιηθεί. Βλ. για παράδειγμα τα της ματαιώσεως του εορτασμού τω 1839, ένεκα διπλωματικών λόγων, εν Ι.   Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, Εν Αθήναις 1907, τόμ. Β’, σελ. 99.

[39] Κατά το 1942 η Εθνική Εορτή εορτάσθει  στην  Αθήνα κατά το καθιερωμένο τυπικό, ενώ κατά το 1943 καμία επίσημη  εκδήλωση δεν έγινε και κατά το 1944 κατετέθη στέφανη στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου αλλά δεν ετελέσθη δοξολογία στον Καθεδρικό Ιερό Ναό.

[40] Σημειωτέον ότι διά του Β.Δ. της 23ης Μαρτίου 1846, μετά από πρόταση  των Υπουργείων Εσωτερικών και  Εκκλησιαστικών, απεφασίσθη ως «καθήκον οφειλής και δικαιο­σύνης» όπως: «Κατά την 25 Μαρτίου εκάστου έτους θέλει τελείσθαι μνημόσυνον όλων των υπέρ τής αυτονομίας της πατρίδος πεσόντων Ελλήνων τε και φιλελλήνων και επιτάφιος λό­γος έκφωνεισθαι εις τιμήν της μνήμης αυτών». Το διάταγμα αυτό δυστυχώς  ατόνησε.

[41] Η εκδίδουσα το πρόγραμμα αρχή προσκαλεί τούς εκπροσώπους των συντεταγμένων εξουσιών, ως και άλλους επισήμους, επί τη βάσει κατηρτισμένου παρ’ αυτής καταλόγου. Κατά το αρθρ. 10 του Νομ. Διατ. ύπ’ αριθμ. 4260/12 Νοεμβρ. 1962: «Ή κατά τας επισήμους τελετάς και εορτάς σειρά προβαδίσματος των προσκαλουμένων εκ των δημοσίων αρχών, οργα­νισμών και ιδρυμάτων, ρυθμίζεται μόνον δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Εσωτερικών, καταργουμένης πάσης άλλης διατάξεως ρυθμιζούσης άλλως το θέμα. Η απόφασις αύτη εκδίδεται μετά γνώμην επιτροπής, συνιστώμενης υπό του Υπουργού των Εσωτερικών». Έκ των πρα­γμάτων ή κατά ταύτα απόφασις περί σειράς προβαδίσματος δεν είναι δυνατόν να περιλαμβάνη πρόσωπα καλούμενα εις ειδικούς ή επί μέρους εορτασμούς. Αναφέρεται βασικώς εις πρόσωπα καλούμενα εις τας νενομοθετημένας επισήμους τελετάς, κατά τας οποίας, όμως, ως και κατά τας άλλας, είναι δυνατόν να κληθούν και πρόσωπα μη προβλεπόμενα εν τη σειρά του προβαδί­σματος ή και να μη κληθούν πρόσωπα (ιδία γενικώς προσδιοριζόμενα) περιλαμβανόμενα εν αύτη. Παλαιότερον τα προγράμματα των εν Αθήναις τελετών ανέφερον και τους παρευρεθησομένους, επέχοντα, ούτος ειπείν, και θέσιν προσκλήσεως. Από τίνος τούτο δεν εφαρμόζεται εν Αθήναις, άλλ’ αποστέλλονται εις τούς καλουμένους προσωπικαί προσκλήσεις μετά του αναφερόντος τας τελετικάς εκδηλώσεις προγράμματος.

[42] «Εφημερίς της Κυβερνήσειος», τευχ. Α’, φ. 235 (5 Νοεμβρ. 1970).

[43] «Εφημερις της Κυβερνήσεως», τευχ. Α’, φ. 41 (18 Μαρτ. 1972).

[44]  «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», τευχ. Α’, φ. 240 (30 Δεκ. 1972).

[45]  «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», τευχ. Β’, φ. 1097 (15 Δεκ. 1972).

[46] Έκτος των ανωτέρω τελετών ο Νομάρχης Αττικής κατ’ εφαρμογήν της νέας περί αποκεντρώσεως νομοθεσίας είναι εφεξής αρμόδιος διά την διοργάνωσιν και εκτέλεσιν των αναφερομένων εις τας θρησκευτικάς τελετάς της περιφοράς του Επιταφίου και της Αναστάσεως προγράμματος. Κατά τας τελετάς ταύτας προσκαλοΰνται και μετέχουν αι συντεταγμέναι εξουσίαι του κράτους.

[47] «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», τευχ. Λ’, φ. 46    (11 Μαρτ. 1969).

[48] Κατά το 1968 η πρώτη επέτειος της Επαναστάσεως της 21ης Απριλίου 1967 εωρτάσθη συμφώνως τη ύπ’ αριθμ. 33077/16 Απριλίου 1968 αποφάσει του Υπουργού των Εσωτερικών.

[49] Η Ημέρα του εφέδρου πολεμιστού και της Πολεμικής αρετής των Ελλήνων καθιερώθη το πρώτον διά του Β.Δ. της 13ης Φεβρουαρίου 1959, «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», τευχ. Λ’, φ. 32 (21 Φεβρ. 1959), και προσδιωρίσθη διά την πρώτην Κυριακήν μετά την 29ην Αυγούστου εκάστου έτους.

[50] Διά του Β.Δ. ύπ’ αριθμ. 702 της 19ης Αυγούστου 1966, επί τω σκοπώ όπως η επέτειος των νικηφόρων κατά των κομμουνιστοσυμμοριτών μαχών εις το Βίτσι και τον Γράμμον κατά την 15ην και 28ην Αυγούστου 1949 τιμάται ως προσήκει και αποδίδωνται τιμαί ες ένδειξιν πανελλη­νίου ευγνωμοσύνης προς τούς ηρωικούς νεκρούς των εθνικών τούτων αγώνων, ωρίσθη ή αύτη πρώτη Κυριακή μετά την 29ην Αυγούστου εκάστου έτους ως ημέρα επισήμου τελετής καθ’ όλην την επι­κράτειαν. Βλ. «Εφημερίς της Κυβερνήσεως», τευχ. Α’, φ. 167 (31 Αύγ. 1966). Διά του Β.Δ. ύπ’ αριθμ. 157/25 Φεβρ. 1969 απεφασίσθη ο συνεορτασμός τής Πολεμικής αρετής των Ελλήνων, της Ημέρας του έφεδρου πολεμιστού και της συντριβής των κομμουνιστοσυμμοριτών εις τον Γράμμον και το Βίτσι. Βλ. και Διαταγήν Υπουργείου Εσωτερικών, 20431/15 Μαΐου 1973, περί των κατ’ έτος και κατά τετραετίαν ειδικών τελετικών εκδηλώσεων εν τω εν λόγω συνεορτασμώ.

 

Γεώργιος Δ. Δημακόπουλος

Εντεταλμένος Υφηγητής της Ιστορίας της Ελληνικής Διοικήσεως

στην Πάντειο Ανώτατη Σχολή Πολιτικών Επιστημών

Νομάρχης Αττικής

«Η καθιέρωσις της Εθνικής Εορτής της 25ης Μαρτίου εν έτει 1838», ‘Εκδοσις: Νομαρχιακή Επιτροπή Λαϊκής Επιμορφώσεως Αττικής, Εν Αθήναις, Μάιος, 1973*.    

* Απόδοση στη σύγχρονη ελληνική για χάρη των νέων αναγνωστών. Οι υποσημειώσεις παρέμειναν όπως στο πρωτότυπο του 1973.

Read Full Post »

1833-1843: Η οικονομική ζωή της Ελλάδας και η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου


 

Η ανασκόπηση της ελλαδικής οικονομίας κατά την περίοδο που μεσολάβησε από την έλευση του Βαυαρού «μικρού πρίγκιπα» – με τη δυσανάλογα μεγά­λη ακολουθία – μέχρι το κίνημα της 3ης Σεπτεμ­βρίου – με τη δυσανάλογα μεγάλη φήμη – κρύβει πολλές επιστημονικές προκλήσεις και ακόμη πε­ρισσότερες παγίδες. Πρώτα απ’ όλα, η ελλαδική οικονομία της επο­χής εκείνης υπήρξε μια οικονομία μετάβασης α­πό τα οθωμανικά πρότυπα προς τα νεώτερα, τα οποία πολλοί ευαγγελίζονταν αλλά κανείς δεν μπο­ρούσε ούτε να εγγυηθεί ούτε να επιβάλει.

Ο Όθωνας στο Ναύπλιο, 1833

Μια «οικονομία μετάβασης» εξετάζεται με την καταγραφή: (α) του παλιού καθεστώτος και των παραμέτρων που ακόμη το στήριζαν, (β) των νέων δυνάμεων που ε­πενέργησαν διαλυτικά στο παλαιό καθεστώς. Η πε­ριγραφή αυτή επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις, αν και εφόσον πραγματοποιηθεί μέσα από τα μάτια των παλαιών: των σύγχρονων δηλαδή προς την ε­ποχή πηγών και όχι μέσα από την οπτική του πα­ρόντος, η οποία προβάλλει στο παρελθόν ανιστορικές μεθόδους και τρόπους σκέψης. Ποιο ήταν το «παλαιό» στο επίκεντρο της οικονομίας, των σχέ­σεων παραγωγής, στη σφαίρα της γαιοκτησίας; Ποιο υπήρξε το καινούργιο;

Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό της περιόδου 1833-1843 είναι ότι οι μηχανισμοί της οικονομίας λει­τούργησαν μέσα από την προσπάθεια δόμησης ε­νός «κράτους», ό,τι κι αν σήμαινε αυτό στην Εγγύς Ανατολή της τέταρτης και της πέμπτης δεκαετίας του 19ου αιώνα. Σήμαινε άραγε ό,τι μπορούμε σή­μερα να αποδώσουμε σε ένα «αστικό» κράτος της ε­ποχής; Σήμαινε ένα μηχανισμό που διασφαλίζει το νόμο και την τάξη, την ασφάλεια του προσώπου και των συναλλαγών; Σήμαινε ακριβώς αυτά που εξήγ­γειλε μέσα στον ευωδιαστό ροδώνα του ο Οθωμα­νός σουλτάνος, το 1839, διαβάζοντας τη διακήρυξη «Γκιουλ χανέ χατί χουμαγιούν»: την ασφάλεια του προσώπου, την ελευθερία των κινήσεών του και των συναλλαγών του; Μα αυτά ήταν τα στοιχεία που πρόβαλε η Ευρώπη των Μεγάλων Δυνάμεων και των κανονιοφόρων, αυτά ήταν τα πολιτικά κριτήρια για να θεωρηθεί κανείς (ακόμη και αν ήταν ο σουλ­τάνος) φιλο-Ευρωπαίος και προοδευτικός. Πολύ πιο αξιόπιστοι από το σουλτάνο φαίνονταν βέβαια ο Βαυαρός πρίγκιπας και οι σοφοί που τον ακο­λουθούσαν, μια και ήταν καθαρόαιμοι Ευρωπαίοι. Αλλά το «αστικό» ελλαδικό κράτος ήταν συμβατό με την οικονομική βάση, πάνω στην οποία θεμε­λιωνόταν;

Το τρίτο σημείο αφορά τα ερωτήματα που συνδέ­ονται με την επανένταξη στην παραγωγή των χι­λιάδων «παλικαριών», που ύστερα από τόσα χρό­νια ένοπλου αγώνα είχαν αποκοπεί από κάθε κανονικότητα, με την επίλυση του διατροφικού προ­βλήματος των χιλιάδων προσφύγων που είχαν συρ­ρεύσει στο ελλαδικό βασίλειο από κάθε γωνιά του Ελληνισμού.

Το τέταρτο σημείο αφορά τη σχέση ανάμεσα στις «μεγάλες δυνάμεις» και το ελλαδικό βασίλειο και εν προκειμένω εντοπίζεται στο «μεγάλο δάνειο» των 60 εκατομμυρίων φράγκων. Το δάνειο αυτό ή­ταν ο σπάγκος της μαριονέτας, τον οποίο οι «μεγά­λες δυνάμεις» τραβούσαν κατά βούληση, οσάκις ε­πιθυμούσαν να ασκήσουν μεγαλύτερη επιρροή στο ελληνικό βασίλειο, η δημοσιονομική κατάσταση του οποίου παρέμεινε αξιοθρήνητη καθ’ όλη την περίοδο που εξετάζουμε.

  

Οι Εθνικές γαίες: το πιο μοντέρνο κρατικό φεουδαρχικό σύστημα στην Ευρώπη

 

Σε μια εξ ολοκλήρου αγροτική χώρα, τι σήμαινε το οθωμανικό καθεστώς για τον καλλιεργητή της γης; Ήταν ένα πολύ σκληρό καθεστώς, που αν μπο­ρούσε να αποδοθεί σε αριθμούς, θα εκωδικοποιείτο ως εξής: Για κάθε μέρα που δούλευε για τον ε­αυτό του, ο καλλιεργητής θα έπρεπε να δουλεύει μιάμιση μέρα ή και δυο μέρες για λογαριασμό του κατόχου των μέσων παραγωγής (μέσα παραγωγής = αροτριώντα ζώα, άλλα ζώα, αλέτρια, γεωργικά ερ­γαλεία, σπόρος). Με άλλα λόγια, το ποσοστό της υπερεργασίας του καλλιεργητή ήταν περίπου 150-200%. Με δεδομένη την ιστορική χαμηλή παρα­γωγικότητα στο γεωργικό τομέα, τα μεγέθη που προαναφέραμε προσδιόριζαν ένα χαμηλό βιοτικό επίπεδο. Αυτό το βιοτικό επίπεδο μπορούσε να βελτιωθεί ή να επιδεινωθεί, ανάλογα με το ύψος της πραγματικής φορολογίας, με τις αγγαρείες που μπορούσαν να επιβληθούν, με τις καιρικές συνθήκες και τέλος με το μέγεθος της οικογένειας του καλλιεργητή.

 

Ζεύγος ποιμένων στην Αρκαδία, C. Delort, D΄ Apres M. H. Belle, 1879.

 

Αν ο εισπράκτορας της φορολογίας (σε είδος) δεν τυ­ραννούσε πολύ το γεωργό και δεν αποσπούσε με διάφορα προσχήματα μεγαλύτερο ποσοστό από το ορισμένο, αν οι αγγαρείες και τα υποχρεωτικά δοσίματα δεν έπεφταν μαζεμένα, αν ο καιρός ήταν καλός, αν τα χέρια (εκτός από τα στόματα) ήταν ά­φθονα, τότε ο καλλιεργητής ήταν δυνατόν να σχη­ματίσει κάποιο μικρό πλεόνασμα. Αν η τύχη του συνεχιζόταν, ίσως να δοκίμαζε να γίνει και αυτός ιδιοκτήτης γης. Όμως, στο σημείο αυτό το οθωμανι­κό πρότυπο έθετε φραγμό. Διότι η μεταβίβαση της γης ήταν φορτωμένη με τόσο πολλά εμπόδια, ώστε δεν ήταν πάντοτε δυνατή. Αλλά και ο καλλιεργη­τής ήταν συχνά υποχρεωμένος να παραμείνει στην ίδια περιοχή. Ο συνδυασμός της υποχρέωσης αυτής με τα εμπόδια στην πώληση και αγορά γης απέτρεπε τις μεταβιβάσεις της ιδιοκτησίας και καθιστούσε τον καλλιεργητή, πρακτικά, δουλοπάρικο.

Η κατάσταση αυτή στην Οθωμανική Αυτοκρατο­ρία συνεχίστηκε όχι μόνο μετά το Χουμαγιούν του 1839, αλλά και στα επόμενα χρόνια, μέχρι τη στα­διακή αραίωση των περιορισμών στα κληρονομικά δικαιώματα επί των «υποδημοσίων» γαιών, εκεί­νων δηλαδή που ψιλώ ονόματι ανήκανε στο κρά­τος, αλλά η νομή τους είχε περιέλθει σε συγκεκρι­μένες οικογένειες. Σε άλλες κατηγορίες γαιών δεν υπήρξε, ωστόσο, εξέλιξη και οι γαίες αυτές παρέ­μειναν εκτός εμπορίου, όπως οι λεγόμενες «μετρουκέ», οι αφιερωμένες δηλαδή σε συλλογικές α­νάγκες των κατοίκων (π.χ. οι βοσκές).

Η ελληνική επανάσταση αποτέλεσε, στο σημείο αυτό, μια μεγάλη ανατροπή. Η υποχρέωση των καλλιεργητών να παραμείνουν στη γη καταργήθη­κε και θεωρητικά η εργατική δύναμη απέκτησε κι­νητικότητα. Αυτό αποτέλεσε ένα τεράστιο βήμα, που στη γειτονική Οθωμανική Αυτοκρατορία χρει­άστηκαν πάνω από τριάντα χρόνια για να επιτευ­χθεί.

Η άλλη ενδιαφέρουσα μεταβολή ήταν ότι η γη που κατείχαν οι Τούρκοι ιδιώτες, η γη που κατείχε το οθωμανικό δημόσιο και άλλες ειδικές κα­τηγορίες γης «εκτός εμπορίου» πέρασαν στην ιδιο­κτησία του ελληνικού κράτους. Ενώ στην Τουρκία η κρατική ιδιοκτησία της γης έφθινε, στην Ελλά­δα αναζωογονήθηκε και θεσμοποιήθηκε. Άλλωστε, με την αναγνώριση των Εθνικών γαιών ως συλλογικής υποθήκης για την πληρωμή των ε­θνικών δανείων, εξασφαλίστηκε και η μη εκποίη­σή τους (τουλάχιστον ως το 1871). Πράγματι, μόνον δυο περιορισμένες απόπειρες πραγματοποιήθηκαν (1835: νόμος περί προικοδοτήσεως. 1838: πώληση γης σε στρατιωτικούς), με δημοπρασίες της γης που ανέβασαν την τιμή της και έκαναν το εγχείρημα να αποτύχει. Τα πρώτα χρόνια μετά την έλευση του Όθωνα, η κατανομή της γης ανάμεσα στο κράτος και τους ι­διώτες ήταν περίπου η εξής:

 

ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΗΣ ΓΗΣ (ΣΕ ΣΤΡΕΜΜΑΤΑ)

ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΣΙΜΗ ΓΗ             ΑΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΗ ΓΗ

ΚΡΑΤΙΚΗ        6.068.000              10.046.000

ΙΔΙΩΤΙΚΗ       2.513.566               3.062.188

 

Πάνω από το 70% της γης, δηλαδή, ανήκε στο Δημόσιο. Μόνο ο ένας στους έξι Έλληνες είχε δι­κή του γη. Και μόνο ένας στους τέσσερις είχε δικό του ζώο. «Στη Φθιώτιδα, οι χωρικοί ζουν όχι σε σπί­τια, αλλά σε καλύβες χωρίς δάπεδο…», γράφει έ­νας ξένος μελετητής της εποχής. «Στη Λιβαδειά, τα σπίτια είναι χτισμένα με ταρσούς και καλάμια (…). Στη Θήβα ακόμη και το έδαφος που είναι χτισμέ­να τα σπίτια είναι Εθνική γη. Οι βοσκές, που στην τουρκοκρατία ήταν κοινοτικές, τώρα είναι κρατική περιουσία (…). Η γεωργία είναι νεκρή».

Πάνω από 60.000 καλλιεργητές προτίμησαν να διασχίσουν τα χώματα που είχαν ποτίσει με το αίμα τους, να διασχίσουν τα σύνορα που είχαν φτιάξει με το σπαθί τους και να επιστρέψουν στην άθλια κατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου η αυθαιρεσία δεν ήταν και τόσο μεγάλη. Ο καλλιεργητής της Εθνικής γης πλήρωνε πο­σοστό 15% ως ενοίκιο για τη γη και επιπλέον 10% ως φόρο δεκάτης (αυτόν τον πλήρωνε και επί ο­θωμανικής περιόδου).

Του έμενε δηλαδή ποσοστό 75% επί της παραγωγής (αν και στην πράξη οι αυ­θαιρεσίες των εισπρακτόρων των φόρων οδηγού­σαν σε πραγματικό ποσοστό 60%). Ότι απέμενε, ο καλλιεργητής το μοίραζε με τον ιδιοκτήτη των ζώ­ων και των εργαλείων (μέσων παραγωγής), μετά την αφαίρεση του σπόρου. Πρακτικά, δηλαδή, δεν απέμενε ούτε το 30% της παραγωγής. Το ποσοστό υπερεργασίας ήταν πάνω από 250%, δηλαδή για κάθε μια μέρα που δούλευε για τον εαυτό του ο καλλιεργητής, χρειαζόταν άλλες δυόμισι μέρες να δουλέψει για το κράτος, τον φοροεισπράκτορα και τον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής. Η επι­δείνωση, σε σχέση με την οθωμανική περίοδο, ήταν εμφανής.

 

Ένα πλούσιο μικροσκοπικό κράτος που δανείστηκε πολλά

  

Έτσι, αυτός ο πάμπτωχος αγροτικός πληθυσμός, μέσα από την αγροτική φορολογία (που περιελάμ­βανε τον οθωμανικό φόρο επί των αιγοπροβάτων, καθώς και τους οθωμανικούς δασμούς), επιβαρυνό­ταν με ένα από τα υψηλότερα φορολογικά ποσοστά στην Ευρώπη, μεγαλύτερο από εκείνο της Ρωσίας, της Σουηδίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Ιρλαν­δίας, της Αυστρίας.

Από 6,2 εκατομμύρια δραχμές το 1834, οι άμεσοι αγροτικοί φόροι έφτασαν τα 10,4 εκατομμύρια το 1840, ακολουθώντας τις δημόσιες δαπάνες, που από 11,1 ανέβηκαν στα 17,5 εκατομ­μύρια δραχμές. Το λιλιπούτειο ελλαδικό βασίλειο συντηρούσε ένοπλες δυνάμεις που έφταναν το 10% του πληθυ­σμού και απορροφούσαν το 40% του προϋπολογισμού.

Ένα άλλο 25% απορροφούσε η εξυπηρέτη­ση του δημόσιου χρέους. Ελάχιστα απέμεναν, έτσι, για τις άλλες δημοσιονομικές ανάγκες, δηλαδή την Αυλή, τα ανάκτορα, τους υπουργούς, τους υπαλλήλους, τους επιθεωρητές, τους δασονόμους, τους δασκάλους και τον κρατικό μηχανισμό εν γέ­νει. Κι ακόμη πιο λίγα για σχολεία, δρόμους και έργα υποδομής, που απλώς δεν υπήρχαν. 

Ο στρατός του ελλαδικού βασιλείου δεν είχε σχηματιστεί για να πολεμήσει έναν εξω­τερικό εχθρό. Κατ’ αρχάς δομήθηκε για να συμπεριλάβει αρκετούς από τους «φι­λέλληνες» Βαυαρούς νέους, που ήρθαν στην Ελλάδα ονειρευόμενοι ηρωικές και αποδοτικές διεξόδους για το «φιλελληνισμό» τους. Δεύτερον, επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει, σε περιορι­σμένο πάντως βαθμό, τα «παλικάρια», που είχαν ξεριζωθεί από την παραγωγική διαδικασία. Τρίτον, λειτούργησε για να αντιμετωπίζει τη ληστεία, που αναπτύχθηκε επειδή ακριβώς ο στρατός, όσο μεγά­λος κι αν ήταν, δεν μπορούσε να συμπεριλάβει ό­λους όσοι ήταν διαθέσιμοι να προσφέρουν στρατιω­τικές υπηρεσίες. Όποιος δεν έμενε στις τάξεις του στρατού, περνούσε στη ληστεία. Τη δεδομένη επο­χή, η ληστεία δεν αποτελούσε απλώς ένα παρεπό­μενο, μια δευτερεύουσα πλευρά του πολιτικού συστήματος, αλλά την κύρια, τη βασική πλευρά του.

Ο ρυθμιστικός παράγοντας των δημόσιων οικο­νομικών ήταν το περίφημο δάνειο των 60.000.000, από το οποίο καταβλήθηκαν 44.000.000. Η καταβο­λή του υπολοίπου υπήρξε το καρότο και το μαστί­γιο των τριών «προστάτιδων» δυνάμεων απέναντι στον Όθωνα. Το δάνειο αυτό συνδυάστηκε με την έ­λευση του νέου βασιλιά. Αν είχε δοθεί στον Καποδίστρια, ίσως θα απέτρεπε τη δολοφονία του και την αναρχία που επακολούθησε, αφού ο Καποδίστριας μπορούσε να κάνει καλύτερη χρήση απ’ ό,τι οι Βαυαροί. Το μεγαλύτερο μέρος του δανείου α­πορροφήθηκε σε συσσωρευμένες υποχρεώσεις – κυ­ρίως προς την Τουρκία – και στη συντήρηση του στρατού και της βαυαρικής ακολουθίας του μικρού πρίγκιπα Όθωνα.

Όμως, καθώς η φοροδοτική ικανότητα των ρα­κένδυτων χωρικών είχε φτάσει στο όριό της, ενώ η βουλιμία των μελών του κρατικού μηχανισμού ή­ταν ακόμη στην αρχή της, κάτω από την πίεση της διεθνούς συγκυρίας (και ιδιαίτερα τη διακοπή του εμπορίου με την Οθωμανική Αυτοκρατορία) η Αθή­να έφτασε στα 1841 σε αδυναμία να πληρώνει τα χρεολύσια του δανείου. Τότε, οι «προστάτιδες» δυ­νάμεις έχασαν την υπομονή τους, διότι αν η Ελλά­δα δεν πλήρωνε τα χρεολύσια, θα έπρεπε να τα πληρώσουν αυτές, ως εγγυήτριες.

Έτσι, το δάνειο αποδείχθηκε ένας από τους κυ­ριότερους λόγους της μεταπολίτευσης του 1843. Το Μάιο του έτους εκείνου, ειδικό συνέδριο των «προ­στάτιδων» δυνάμεων όρισε με πρωτόκολλο ότι το ελληνικό κράτος μπορούσε και θα έπρεπε να κά­νει ετήσιες οικονομίες 3.742.000 για την αποπλη­ρωμή του δανείου.

Το ποσόν ήταν τεράστιο (20-25% των δημόσιων δαπανών) και σήμαινε ουσιαστικό περιορισμό των προσωπικών εισοδημάτων των με­λών του κρατικού μηχανισμού. Σε εκείνο το σημείο, ο κρατικός μηχανισμός επαναστάτησε και υποχρέ­ωσε τον Όθωνα να διώξει τους Βαυαρούς, πετυχαί­νοντας έτσι μερικές οικονομίες.

Αλλά το κύριο α­ποτέλεσμα της 3ης Σεπτεμβρίου ήταν η αναστολή του πρωτοκόλλου των 3,7 εκατομμυρίων και η παύ­ση της πληρωμής του χρέους. Πίσω από τις ωραιολογίες για «σύνταγμα» και «ελευθερία», η ελλαδι­κή κρατική τάξη φρόντιζε με περίσκεψη για το εισόδημά της. Έστω και επαναστατώντας.

 

Ευάγγελος Α. Χεκίμογλου

Δρ.  Οικονομικού Τμήματος ΑΠΘ, Συγγραφέας

 

 

Ειδική Βιβλιογραφία


  • Ανδρέα Ανδρεάδου, Έργα, τόμοι I και II, Αθήνα 1938-1939.
  • Παντελής Αγιάνογλου, Το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό στην Ελλάδα, Αθήνα 1981.
  • Βόλφ Ζάιντλ, Βαυαροί στην Ελλάδα, Αθήνα 1981.
  • Ευάγγελος Χεκίμογλου, Η ιστορικότητα και η χωρικότητα του πλεονάσματος: Χώρος και μηχανισμοί απόσπασης του πλεονάσματος στην Ελλάδα, 1800-1870 (διατριβή ΑΠΘ), Θεσσαλονίκη 1987.

 

 

Πηγή


  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου», τεύχος 47, 7 Σεπτεμβρίου 2000.

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843


 

Η απολυταρχική διακυβέρνηση του Όθωνα, η πτώχευση του ελληνικού Δημοσίου το 1843 και η εκβιαστική τακτική των ξένων δανειστών, συνέτειναν στην επιδείνωση της κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης  στη χώρα.

Η στρατιωτική εξέγερση υπό τον συνταγματάρχη Καλλέργη με την προτροπή του Μακρυγιάννη, την ενθάρρυνση των ξένων πρεσβειών και τη συμπόρευση των πολιτικών ηγετών, ανάγκασαν τον Όθωνα να δεχτεί τη συγκρότηση συντακτικής εθνοσυνέλευσης η οποία ψήφισε το Σύνταγμα του 1844.

 

Όθωνας

Τα γεγονότα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 ήταν αποτέλεσμα της συσσωρευμένης δυσαρέσκειας κατά της απολυταρχίας του Όθωνα. Ενώ αρχικά οι αρχηγοί της συ­νωμοσίας σκόπευαν να εξεγερθούν στις 25 Μαρτίου 1844, αναγκάστηκαν να κινηθούν νωρίτερα, φοβού­μενοι ότι το μυστικό τους είχε προδοθεί. Τα μέτρα των ανακτόρων επέσπευσαν κατά πολύ το κίνημα. Η απόφαση για τη σύσταση έκτακτου στρατοδικεί­ου, το οποίο το πρωί της 3ης Σεπτεμβρίου θα δίκα­ζε 83 επιφανή πολιτικά και στρατιωτικά πρόσωπα με σκοπό την αποτροπή της λαϊκής εξέγερσης, οδήγησε τους επικεφαλής να δράσουν ακριβώς ε­κείνη την ημέρα. Κατά τον Ασπρέα [i], η κυβέρνηση φάνηκε διστακτική στη συγκεκριμένη περίσταση και έχασε πολύτιμο χρόνο, παρακολουθώντας τους αρχηγούς της συνωμοσίας και πιστεύοντας ότι η σύσταση του έκτακτου στρατοδικείου και ο διορισμός των δικαστών έφθανε για να αποθαρρύνει τους συνωμότες και να σταματήσει τις ενέργειές τους.

Αντίθετα, οι τελευταίοι αντέδρασαν πολύ μεθοδικά. Λίγο πριν από την έκρηξη της επανάστασης, μύησαν τον Σκαρβέλη, αρχηγό του πεζικού, και τον Σχινά, αρχηγό του πυροβολικού. «Υπό τας συνθήκας ταύτας η επανάσταση η αποσκοπήσασα και επιτυχούσα την ανατροπήν της απολύτου μοναρχίας, εξερράγη νύκτα της 2ας Σεπτεμβρίου υπό χαρακτήρα απολύτως στρατιωτικόν»[ii]. Ο βασιλιάς, μολονότι γνώριζε για τη συνωμοσία, είχε καθυστερήσει τις συλλήψεις. Είναι πολύ πιθανό ότι φοβόταν τη λαϊκή αντίδραση σε περίπτωση σύλληψης και δίκης επιφανών, που προέρχονταν και από τα τρία κόμ­ματα, θεωρούσε ότι κάθε προσπάθεια καταστολής της συνωμοσίας θα προξενούσε λαϊκή εξέγερση και τα γεγονότα που ακολούθησαν, δικαίωσαν βε­βαίως τους φόβους και τις ανησυχίες του.

Η ανώτατη στρατιωτική διεύθυνση των επαναστα­τικών δυνάμεων είχε ανατεθεί στον Δημήτριο Καλλέργη, ο οποίος λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της 2ας Σεπτεμβρίου, αφού εξαπάτησε τους κατα­σκόπους της κυβέρνησης, συγκάλεσε το ιππικό σύ­νταγμα. Ανάμεσα στους αξιωματικούς, παρευρισκό­ταν και ο διοικητής της Σχολής Ευελπίδων, Σπυρομήλιος. Ο Καλλέργης εξέθεσε την κρισιμότητα της κατάστασης στην οποία βρισκόταν το έθνος, τό­νισε ότι έπρεπε να τον ακολουθήσουν όλοι στο κί­νημα, για το οποίο ήταν ενημερωμένοι οι αξιωματικοί του στρατού, και ότι θα έπρεπε ή να πετύχουν ή να πεθάνουν. Με το σύνθημα «Ζήτω το Σύνταγμα»,[iii]  ενθουσίασε τους αξιωματικούς, υπαξιωματι­κούς και στρατιώτες, οι οποίοι αμέσως το ενστερνί­στηκαν. Ο Σκαρβέλης είχε παρατάξει το τάγμα των ακροβολιστών και περίμενε, ο δε Σχινάς περίμενε, ως επικεφαλής του πυροβολικού.

Το σύνθημα της εκκίνησης ήταν δυο πυροβολισμοί, μετά τους ο­ποίους όλα τα στρατιωτικά σώματα θα ξεκινούσαν α­πό διάφορα σημεία, κατά των ανακτόρων. Στη μια μετά τα μεσάνυχτα, ο Καλλέργης έδωσε το σύνθη­μα και ξεκίνησε συνοδευόμενος από μουσική, τύμπανα και σάλπιγγες. «Δια των οδών της πρωτευ­ούσης δεν διήλαυνε σώμα στασιάσαντος στρατού, αλλά στρατός θριαμβευτικής πορείας. Οι στρατιώται εκραύγαζον «Ζήτω το Σύνταγμα» και οι πολίται έκπληκτοι απήντουν δια της αυτής ζητω­κραυγής. Αλλά και οι μεν και οι δε εγνώριζον μόνον την λέξιν, ολίγιστοι δε ίσως και το πολί­τευμα, το οποίον διηυθύνοντο να επιβάλουν βία εις το Στέμμα. Η μόνη υποληφβείσα συντεταγμέ­νη δύναμις εν τη πρωτευούση, ήτις παρέμεινε πι­στή εις το Στέμμα ήτο η της χωροφυλακής»[iv].

Δημήτριος Καλλέργης

Ο Καλλέργης, στο μεταξύ, είχε διατάξει να ανοί­ξουν τη φυλακή του Μεντρεσέ και να απελευθερώ­σουν τους κρατούμενους, και παράλληλα είχε στείλει αποσπάσματα στρατιωτών για να καταλάβουν τα υπουργεία, την Εθνική Τράπεζα, το Δημόσιο Τα­μείο, το Νομισματοκοπείο και ένα σώμα του ιππι­κού για να ελευθερώσει τον Μακρυγιάννη. Ο Μακρυγιάννης ήταν αποκλεισμένος στο σπίτι του, περικυκλωμένος από τη χωροφυλακή. Παρά τον κλοιό, ορισμένοι φίλοι του είχαν καταφέρει να μπουν στο σπίτι του, προκειμένου να ενισχύσουν την άμυνά του. Οι χωροφύλακες τότε άρχισαν να πυροβολούν και οι έγκλειστοι ανταπέδωσαν. Κατά την ανταλλαγή των πυρών, σκοτώθηκε ένας ενωμοτάρχης, ο μόνος νεκρός κατά τη διάρκεια της ε­πανάστασης. Όταν όμως έφθασε ο στρατός, οι χω­ροφύλακες υποχώρησαν και ο Μακρυγιάννης μπό­ρεσε να βγει έξω με τους δικούς του. Στη πλατεία μπροστά από τα ανάκτορα είχε συγκεντρωθεί πλήθος λαού, φωνάζοντας συνθήματα.

Μολονότι ο Όθων – αδυνατώντας να εκτιμήσει την κατάσταση- είχε δώσει εντολή στη φρουρά των α­νακτόρων να διαλύσει το στρατό που είχε περικυ­κλώσει τα ανάκτορα, δεν εισακούστηκε. Προσπά­θησε να επικοινωνήσει με το στρατό και το πυρο­βολικό μέσω του υπουργού των Στρατιωτικών, Βλα­χόπουλου, και του υπασπιστή του, Γαρδικιώτη Γρίβα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Όταν ο Βλαχόπου­λος πλησίασε τον Καλλέργη και τους στρατιώτες, προσπαθώντας να τους πείσει να διαλυθούν, συνε­λήφθη και φυλακίσθηκε μαζί με τον Γαρδικιώτη Γρίβα, κατόπιν διαταγής του Καλλέργη.

Αργά τη νύχτα, ο βασιλιάς εμφανίστηκε μα­ζί με το συνταγματάρχη Ες (Hess) σε ένα παράθυρο του πρώτου πατώματος που έ­βλεπε προς την πλατεία και ρώτησε τον Ε­πικεφαλής Καλλέργη τι ζητούσε. Ο τελευ­ταίος, πάντοτε έφιππος, του απάντησε: «Μεγαλει­ότατε, ευδοκήσατε να ικανοποιήσετε την αίτησιν του στρατού και του λαού, ομογνωμόνως ζητούντων Σύνταγμα» [v].

Ο Όθων απάντησε οργισμένος «Ας διαλυθώσι και θέλω μεριμνήση περί της αι­τήσεώς των», απάντηση που ήταν φυσικά αδύνατον να γίνει δεκτή και που συγχρόνως δείχνει τον τρό­πο με τον οποίο προσέγγιζε την κατάσταση. Οι συ­γκεντρωμένοι, βεβαίως, ήταν αποφασισμένοι να λάβουν την απάντηση μέσα στην ίδια νύχτα και οι διοικητές των στρατιωτικών δυνάμεων αρνήθηκαν να απομακρυνθούν. Ο Καλλέργης απάντησε: «Με­γαλειότατε, δεν θέλουν διαλυθή, έως ου η Υ.Μ. δεν αποφασίση μετά του Συμβουλίου της Επι­κρατείας». Τότε παρενέβη ο Ες, που προξένησε την οργή του Καλλέργη, ο οποίος τον κατηγόρησε «ως παραίτιον και συμμέτοχον της δεινής θέσεως εις την οποίαν είχον επιβούλως καταντήσει τον βασιλέα οι αυλικοί του και τον διέταξε να απέλθη από της θυρίδος»[vi].

 

Νύχτα, 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Φανταστικός πίνακας αγνώστου ζωγράφου της εποχής. Ο ζωγράφος παρουσιάζει σε πρώτο πλάνο το συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργη έφιππο έξω από τα ανάκτορα, να ζητά Σύνταγμα, από το βασιλέα Όθωνα και την Αμαλία. (Συλλογή Λάμπρου Ευταξία).

 

Ο Ες και ο βασιλιάς, μέσα στο παλάτι και μπροστά στην ανένδοτη στάση των στρατιωτικών, αποφάσισαν να στείλουν το διαγγελέα του βασιλιά, Στάινστορφ, για να διατάζει τον Σχινά να φέρει τα πυροβόλα. Ο τελευταίος όμως συνέταξε το πυροβολικό στην πλατεία, στο πλευρό των επαναστατών υπό το σύνθημα «Ζήτω το Σύ­νταγμα». Έτσι, όλα τα σώματα της φρουράς συνε­νώθηκαν πλέον στο κίνημα. Το πλήθος του λαού που συνέρρεε προς την πλατεία αυξανόταν όλο και περισσότερο και εκφράζοντας τον ενθουσιασμό του. «Όλοι ήσαν ενησχολημένοι να εκφράσωσι τον ενθουσιασμόν των, ως αν είχαν ήδη το Σύνταγμα ανά χείρας. Αι κραυγαί υπέρ του Συντάγματος εσυγχέοντο μετά της στρατιωτικής μουσικής, ήτις δεν έπαυε παιανίζουσα και ούτως η συνάθροισις ενέφαινε μάλλον χαρακτήρα πανηγύρεως, παρά την τρομεράν των επαναστάσεων εικόνα» [vii].

Μεταξάς Π. Ανδρέας

Στις 3 η ώρα το πρωί, συγκλήθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας, για να επικυρώσει και να νομι­μοποιήσει τις επαναστατικές πράξεις. Ο στρατός έθεσε υπό επιτήρηση τα σπίτια των υπουργών και κάλεσε τους συμβούλους της Επικρατείας να εισέλθουν στην αίθουσα συνεδριάσεων, όπου είχαν ήδη προσέλθει οι Μεταξάς, Ζωγράφος, Παλαμή­δης και Ψύλλας. Κατά τη διάρκεια της συνεδρία­σης, η οποία άρχισε στις 3 το πρωί, ο στρατός φρουρούσε το κτίριο, ενώ μέσα στο κτίριο παρευρίσκο­νταν οι Μακρυγιάννης, Σπυρομήλιος και άλλοι α­ξιωματικοί, αποκλείοντας κάθε εισβολή από έξω και εμποδίζοντας πιθανή αποχώρηση συμβούλων. Στο τέλος της συνεδρίασης, συντάχθηκε προκήρυ­ξη η οποία αναγνώριζε το κίνημα, καθιστούσε το Συμβούλιο συνυπεύθυνο, καθησύχαζε τον λαό και το στρατό και τους ενέπνεε θάρρος. «Λαός και στρατός είχον ήδη ό,τι επεθύμουν, την νομιμότη­τα αντιπροσωπευομένην από εν νομοθετικόν σώ­μα, το οποίον εις την κατάστασιν ταύτην, την άνευ κυβερνήσεως, ανελάμβανε την διεύθυνσιν των πραγμάτων και εξησφάλιζε την κοινήν ησυχίαν»[viii].

Εκτός από την προκήρυξη, το Συμβούλιο συνέταξε και μια αναφορά προς το βασιλιά με την οποία ζητούσε την παραχώρηση του Συντάγματος. Επίσης, το Συμβούλιο ψήφισε ορισμένα διατάγμα­τα με τα οποία καθοριζόταν η σύγκληση της Εθνο­συνέλευσης σε διάστημα ενός μηνός, η σύνθεση του προσωρινού υπουργείου, η εξουσιοδότηση του υπουργείου να συγκαλέσει την Εθνοσυνέλευση, η παύση των μελών του προηγούμενου υπουργικού συμβουλίου, ο καθορισμός του όρκου του στρατού και των πολιτικών αρχών, καθώς και η απόλυση α­πό τις δημόσιες υπηρεσίες όλων των ξένων, εκτός από τους παλιούς φιλέλληνες [ix]. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, ύστερα από πρό­ταση του Κ. Ζωγράφου, εξέλεξε επιτροπή αποτε­λούμενη από τους Γ. Κουντουριώτη, Λ. Μαυρομι­χάλη, Γ. Λινιάνα, Γ. Ψύλλα, Αν. Λόντοκαι το γραμματέα του Συμβουλίου, Κ. Προβελέγγιο, η ο­ποία θα παρουσίαζε τις αποφάσεις του στο βασιλιά, ο οποίος με τη σειρά του θα επικύρωνε και θα υπέ­γραφε.

Η επιτροπή αυτή παρουσίασε τις αποφάσεις του Συμβουλίου στο βασιλιά, ο οποίος ζήτησε να συμβουλευθεί, πριν απαντήσει, τους πρεσβευτές, τους ξένους πρεσβευτές. Το αίτημα αυτό, όπως ή­ταν αναμενόμενο, δεν έγινε δεκτό. Αντίθετα, επέ­μειναν στον Όθωνα να απαντήσει το συντομότερο δυνατόν και να υπογράψει το διάταγμα για τη σύ­γκληση της Εθνικής Συνέλευσης, η οποία θα συνέτασσε το Σύνταγμα του ελληνικού κράτους.

Μακρυγιάννης – Λιθογραφία του Karl Krazeisen

Όταν δε αργότερα οι πρεσβευτές ζήτησαν να μπουν στα ανάκτορα και να επικοινωνήσουν με το βασιλιά (γεγονός που προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στο παρευρισκόμενο πλήθος), ο Καλλέργης τους απαγόρευσε την είσοδο, φοβούμενος ότι θα επηρέαζαν αρνητικά τον Όθωνα. Τους τόνισε ότι δεν μπορού­σε να επιτρέψει την είσοδο σε κανέναν, αν πρώτα δεν αποφάσιζε το Συμβούλιο της Επικρατείας με το βασιλιά, ενώ παράλληλα τους διαβεβαίωσε ότι ο βασιλιάς δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνο.

«Σύμφωνα με τον Πισκατόρυ (Piscatory), ο (Ρώ­σος) Κατακάζης (Catacasy) έδειχνε καταπτοημένος, μάλλον επειδή φαινόταν ότι ο Όθων δεν θα παραιτούνταν, ο (Άγγλος) Λάιονς (Lyons) δικαιο­λογούσε τους πάντες και τα πάντα, ο πρεσβευτής της Πρωσίας κατέκρινε τους πάντες και τα πάντα, ο Πρόκες-Οστεν (Prokesch Osten) καταδίκαζε τις πράξεις αλλά δικαιολογούσε τους ανθρώπους»[x].

Οι πρεσβευτές των Προστάτιδων Δυνάμεων, Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, σύμφωνα με τον Μακρυγιάννη, γνώριζαν για τη συνωμοσία και, όπως ο ίδιος τους εί­χε παρουσιάσει διαφορετικά στον καθέναν την κατά­σταση, περίμεναν και ήλπιζαν ότι η συνωμοσία θα προωθούσε τελικά τις επιδιώξεις της κυβέρνησης του καθενός. Πάντως, οι περισσότεροι υποψιάζονταν ανάμιξη του Κατακάζη, πιστεύοντας ότι επιθυμούσε την αντικατάσταση του Όθωνα με ορθόδοξο πρίγκιπα.

Ορισμένοι υποψιάζονταν ανάμιξη του Λάιονς και, κατά τον αγγλόφιλο Δραγούμη, ο Καλλέργης απαγόρευσε την είσοδο των πρεσβευτών στα ανάκτο­ρα ύστερα από υπόδειξη του γραμματέα της αγγλι­κής πρεσβείας, Γκρίφιθς (Griffiths). Η αυστριακή διπλωματία διατύπωσε κατηγορίες κατά του, υπεράνω υποψίας, Πισκατόρι. Το γεγονός, όμως, ότι οι πρεσβευτές δεν διαμαρτυρήθηκαν, ισοδυναμεί με ηθική υποστήριξη προς την επανάσταση. Ο βασιλιάς είχε πλέον πεισθεί ότι «είχεν απο­γυμνωθεί από πάσης στρατιωτικής και πολιτικής δυνάμεως» και «ή έπρεπεν να υποκύψει ή να αποφασίση την απομάκρυνσιν αυτού από τον θρόνον». Από την άλλη πλευρά, κατά τον Ασπρέα [xi], «το γόητρον του Στέμματος βαρέως πληγέν περιεσώζετο κακώς δια του διατάγματος εκείνου». Ο βασιλιάς, όπως υποστήριζε αργότερα, προτιμούσε την παραίτηση, αλλά φοβήθηκε ότι η αναχώρησή του θα οδηγούσε σε αναρχία.

Πράγματι, ύστερα και από την επέμβαση της βασίλισσας Αμαλίας, ο Όθων δέχθηκε να υπογράψει το διάταγμα για τη σύγκληση της Εθνικής Συνέλευσης, έπαυσε τους υπουργούς της κυβέρνησης, που ήταν η τελευταία κυβέρνηση της απόλυτης μοναρχίας, και ανέθεσε το σχηματισμό νέας κυβέρνησης στον Α. Μεταξά.

Το νέο υπουργικό συμβούλιο, στο οποίο συμμετείχαν κορυφαία στελέχη της επανά­στασης και στο οποίο εκπροσωπούνταν και τα τρία κόμματα, είχε ως εξής: Πρόεδρος και υπουργός των Εξωτερικών ο Α. Μετα­ξάς, υπουργός των Στρατιωτικών ο Αν. Λόντος, των Ναυτικών ο Κωνσταντίνος Κανάρης, της Δικαιο­σύνης ο Λέων Μελάς, των Εκκλησιαστικών και της Παιδείας ο Μιχαήλ Σχινάς, των Οικονομικών ο Δρόσος Μανσόλας και των Εσωτερικών ο Ρήγας Παλαμήδης.

Ανδρέας Λόντος (Ελαιογραφία)

Ο Καλλέργης δεν συμμετείχε στο κυ­βερνητικό σχήμα, αλλά ανέλαβε την ανώτατη διοί­κηση της φρουράς. Μετά την ορκωμοσία των νέων υπουργών, ζητή­θηκε από τον Όθωνα η υπογραφή δυο νέων δια­ταγμάτων, σύμφωνα με τα οποία καθιερωνόταν η 3η Σεπτεμβρίου ως εθνική εορτή και απονέμονταν τιμητικές διακρίσεις στους συνωμότες. Ο βασιλιάς πάλι αρνήθηκε την υπογραφή των τόσο προσβλητικών – κατά τη γνώμη του- διαταγμάτων και ζήτησε τη γνώμη των πρεσβευτών, τονίζοντας ότι προτι­μούσε να παραιτηθεί υπέρ του αδελφού του. Οι πρεσβευτές, αδυνατώντας να πείσουν τους υπουρ­γούς να αποσύρουν τα περιμάχητα διατάγματα, ύ­στερα και από την επιμονή του Καλλέργη κατάφε­ραν να μεταπείσουν το βασιλιά.

Στο σημείο αυτό, είναι χαρακτηριστική για τη νοοτροπία και τον τρόπο σκέψης του Όθωνα η αντίδρασή του, όπως την περιγράφει ο Πισκατόρι προς τον Γκιζό: «Παρετήθην όλων των προνομίων μου. Δεν είμαι πλέον βασιλεύς, […] εφ’ όσον μου επέβαλον τους Υπουργούς, Εθνικήν Συνέλευσιν, Σύνταγμα, εφ’ όσον ο στρατός έπαυσε να με υπάκουη»[xii].

Στο μεταξύ, το πλήθος του λαού που ήταν συγκε­ντρωμένο από το πρωί στην πλατεία ζητούσε επίμο­να να βγει ο βασιλιάς με τους υπουργούς του στον ε­ξώστη, γιατί διαφορετικά απειλούσε ότι θα παρα­βιάσει τις πόρτες των ανακτόρων. Οι υπουργοί τότε καθησύχασαν το λαό, λέγοντας ότι τα αιτήματα είχαν όλα γίνει αποδεκτά και μετά άρχισε να αποχωρεί ή­ρεμος. Στις 3 το μεσημέρι, διαλύθηκε και ο στρατός, που και αυτός βρισκόταν ακόμη εκεί, δεχόμενος τις ζητωκραυγές του συγκεντρωμένου λαού.

 

«3η Σεπτεμβρίου 1843» Αθήνα, «η Aνακήρυξις του Συντάγματος», Karl Haupt, δεκαετία 1900.

 

Η επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 ήταν μια επανάσταση σχεδόν αναίμακτη [xiii], στην οποία συμμετείχαν ενωμένοι στρατός και λαός. Φυσικά, η ειρηνική και ήπια εξέλιξή της ήταν αποτέλεσμα τύχης, όπως υποστηρίζει ο Μ. Στασινόπουλος [xiv]. Όπως χαρακτηριστικά παρατηρούσε η εφημερίδα «Αθηνά», «[…] οι Έλληνες έδειξαν πόσον προέ­βησαν εις τον πολιτισμόν, πόσον κατενόησαν τα δι­καιώματά των και τον τρόπον, καθ’ ον πρέπει να τ’ αποκτήσωσι, χωρίς ν’ αφήσωσιν ουδεμία κηλίδα εις την ιστορίαν. Δέκα έτη τους εσυκοφάντησαν ως ανθρώπους πλήρεις παθών και μίσους και δόλου, τους εξηυτέλισαν, ως υπομένοντας την δουλείαν και την διαφθοράν, και εις μιαν ημέραν έδειξαν ούτοι πόσον είναι ζηλότυποι της ελευθερίας των, πόσον είναι επιεικείς μετά την νίκην, πόσον είναι γεν­ναίοι προς τους προξένους της δυστυχίας των».[xv]

Η επανάσταση και τα αποτελέσματά της γρήγορα διαδόθηκαν σε ολόκληρη τη χώρα, προξενώντας ενθουσιασμό. Σύντομα, απολύθηκαν όσοι Βαυαροί παρέμεναν ακόμη στις θέσεις τους, οι οποίοι μάλι­στα απομακρύνθηκαν και από τη χώρα.

 

Αννίτα Ν. Πρασσά

δρ Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, προϊσταμένη

Γενικών Αρχείων Κράτους Ν. Μαγνησίας

 

Υποσημειώσεις

[i] Γεώργιος Κ. Ασπρέας, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος 1821-1928, τ. Α’ 1821-1865. Αθήναι 1930, σ. 160 επ.

[ii] Ο.π., σ. 161.

[iii] John Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), Αθήνα (ΜΙΕΤ), 1985, σ. 576-577.

[iv] Ο.π., σ. 162.

[v] Ο.π.

[vi] Αθηνά, 8.9.1843. Πρβλ. Γ. Φιλάρετος και Ε. Λυκούδης, Σύνταγμα της Ελλάδος μετά εισαγωγής και σχολίων κατ’ άρθρα υπό Γεωργίου Ν. Φιλαρέτου (στο εξής: Εισαγωγή Γ. Φιλαρέτου), Αθήναι 1889, σ. 65.

[vii] Εισαγωγή Γ. Φιλάρετου, σ. 66.

[viii] Ο.π., σ. 68.

[ix] Για τον «εκβαυαρισμό» της Ελλάδας επί Όθωνος βλ. Γεώργιος Ν. Φιλάρετος, Ξενοκρατία και Βασιλεία εν Ελλάδι (1821-1897), Αθήναι 1897, σ. 82 επ.

[x] Petropoulos, ο.π., σ. 580. Πρβλ. Δημήτριος Α. Πετρακάκος, Κοινοβουλευτική Ιστορία της Ελλάδος, τ. Β’, Οθώνειος Περίοδος (1833-1862), Αθήναι, σ. 292-293.

[xi] Ασπρέας, ο.π., σ. 163.

[xii] Ιωάννης Χρ. Πούλος, «Η Επανάστασις της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 επί τη βάσει των γαλλικών αρχείων». Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τ. ΙΑ’ (1956), σ. 244, Petropoulos. ο.π., σ. 581, Παύλος Πετρίδης, Νεοελληνική Πολιτική Ιστορία 1828-1843, τ. Α’, τ.χ. 1, Θεσσαλονίκη (Παρατηρητής), σ. 232, ο ίδιος, Πολιτικοί και συνταγματικοί θεσμοί στη νεότερη Ελλάδα (1821-1843), Θεσσαλονίκη (University Studio Press) 1990, σ. 237.

[xiii] Όπως έχει προαναφερθεί, σκοτώθηκε μόνο ο χωροφύλακας έξω από την κατοικία του Μακρυγιάννη.

[xiv] Μ. Δ. Στασινόπουλος, Το πρώτον σχέδιον καταστατικής μεταρρυθμίσεως της μοναρχίας του Όθωνος, Αθήναι 1968, σ. 75.

[xv] Δημοσιεύεται στο Εισαγωγή Γ. Φιλάρετου, σ. 70.

 

Πηγή


  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου», τεύχος 47, 7 Σεπτεμβρίου 2000.

Read Full Post »