Κάλλας Παναγιώτης ή Τσοπανάκος (1789-1825), λαϊκός ποιητής του 1821
Παναγιώτης Κάλλας ή Τσοπανάκος λαϊκός ποιητής του 1821, ο επονομαζόμενος και Τυρταίος της ελληνικής επανάστασης, με τα αυτοσχέδια ποιήματα και τραγούδια του εμψύχωνε τους αγωνιστές ή υμνούσε τα κατορθώματά τους.
Ο Τσοπανάκος γεννήθηκε το 1789 στη Δημητσάνα και πέθανε το 1825, σε ηλικία μόλις 36 ετών. Γραφή και ανάγνωση έμαθε στη σχολή της γενέτειράς του. Ο Τσοπανάκος είχε αδικηθεί από τη φύση. Ήταν ραχιτικός, δύσμορφος, κοντός και στραβοπόδης. Και καθώς στα χωριά ο περισσότερος κόσμος ήταν γνωστός με παρατσούκλια, στον Παναγιώτη Κάλλας είχαν κολλήσει το παρατσούκλι Τσοπανάκος – κατά μια εκδοχή επειδή η φωνή του έμοιαζε με του πετροκότσυφα, κατά άλλη επειδή περπατούσε ακουμπώντας σε μια γκλίτσα τσοπάνη.
Επειδή δεν μπορούσε να εργαστεί πριν την Επανάσταση του 1821 έφτιαχνε με ευχέρεια στίχους σατιρικούς για τους συμπατριώτες του. Με την κήρυξη όμως της Επανάστασης έβαλε την ικανότητά του αυτή στην υπηρεσία του Αγώνα. Και τα ποιήματά του ήταν πια θούρια που εξυμνούσαν τα κατορθώματα των αγωνιστών και τους παρακινούσαν σε νέους ηρωισμούς.
Έτσι, ο Τσοπανάκος εξελίχτηκε σε λαϊκό ποιητή της Επανάστασης, ο νέος Τυρταίος που εμψύχωνε τους πολεμιστές. Περισσότερο εκτιμούσε και θαύμαζε το Νικηταρά, τον οποίο ακολουθούσε και στις μάχες. Να μερικοί από τους στίχους που του είχε αφιερώσει:
«Γεια σου καπέ Νικηταρά
πούχουν τα πόδια σου φτερά».
—————————————-
«Του Λεωνίδα το σπαθί
Νικηταράς θα το φορεί
Τούρκος σαν το ιδεί λιγώνει
και το αίμα του παγώνει».
——————————————–
( τραγούδι ) «Ο καπετάν Νικηταράς
πολέμα σαν παλληκαράς
μες στους κάμπους πάει κοιμάται
και κανένα δεν φοβάται».
Εκτός από τον Νικηταρά, ο Τσοπανάκος είχε υμνήσει και άλλους αγωνιστές, Κολοκοτρώνη, Μιαούλη, Κανάρη, Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, καθώς και πολλές μάχες, όπως Δολιανών, Λάλα, Άλωση Τριπολιτσάς, πολιορκία Μεσολογγίου.
Η γλώσσα των ποιημάτων του Τσοπανάκου περιλαμβάνει στοιχεία δημοτικής και καθαρεύουσας κι ο στίχος του παρουσιάζει αδυναμίες, αλλά η προσφορά του στον Αγώνα με το περιεχόμενο των στίχων του είναι μεγάλη.
Τα σατιρικά του ποιήματα έχουν χαθεί, ενώ τα άλλα εκδοθήκαν το 1838 από τον Τριπολιτσιώτη τυπογράφο Ν. Παπαδόπουλο, με τίτλο «Άσματα Πολεμιστήρια». Μια δεύτερη έκδοση βγήκε το 1846 από τους μαθητές του Βαρβάκειου.
Πέθανε πάμφτωχος (ο θάνατός του προήλθε από δυσεντερία), χωρίς να έχει τ’ απαραίτητα για να συντηρηθεί και θάφτηκε στη Δημητσάνα. Η Δημητσάνα τον τίμησε δίνοντας το 1930 το όνομά του σ’ έναν δρόμο.
Στον Φωτάκο διαβάζουμε:
Τσοπανάκος. Κατήγετο ἀπὸ τὴν Δημιτσάναν. Κατὰ δὲ τὴν ἀρχὴν τῆς ἐπαναστάσεως μὴ δυνάμενος νὰ φέρῃ ὅπλα, διότι ἦτον ἀδυνάτου σώματος καμπούρης καὶ στραβοπόδης, οὗτος ὁ πυγμαῖος, ἂν καὶ τοῦ ἔλειπαν ὅλα, εἶχεν ὅμως μεγάλον τὸν Ἑλληνικὸν αἴσθημα κατὰ τῶν τυράννων, διότι ἔτρεχεν εἰς τὰ στρατόπεδα τῶν Ἑλλήνων, καὶ εἰς τὰς πολιορκίας, ἐνθουσιάζων τοὺς στρατιώτας, καὶ γράφων καὶ στίχους ἐπαινετικοὺς εἰς τοὺς στρατηγοὺς καὶ τοὺς καπεταναίους· ἦτον ὁ νέος ποιητὴς τῆς ἐπαναστάσεως.
Ἀγαποῦσε πολὺ νὰ βλέπῃ τὸν στρατηγὸν Νικήταν Σταματελόπουλον, καὶ ὅπου καὶ ἂν ἐπήγαινε καὶ ἐστέκετο τοὺς στίχους τοὺς ὁποίους ἔκαμνε τοὺς ἀνεγίνωσκε πρῶτον τοῦ Νικήτα, καὶ ἔπειτα ἐπήγαινεν εἰς τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς ἔψαλλεν.
Εὑρεθεὶς δὲ εἰς μίαν μάχην, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ στρατηγὸς Νικήτας ἐνίκησεν, καὶ οἱ στρατιῶταί του ἐπῆραν πολλὰ λάφυρα καὶ ζῶα, ἔλαβεν ἕνα ἄλογον, τὸ ὁποῖον τοῦ ἐχάρισεν ὁ Νικήτας διὰ νὰ περιπατῇ καβάλα· ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἦτο πτωχὸς καὶ δὲν εἶχεν ἔξοδα νὰ τὸ θρέψῃ, ἔκαμεν ἕνα γράμμα τοῦ Νικηταρᾶ, οὕτως τότε ἔλεγον, καὶ τοῦ ἔγραφε·
«Τὸ δῶρό σου Νικηταρᾶ, ἄλογο χωρὶς νουρὰ,
ἢ μοῦ στέλλεις καὶ κριθάρι, ἢ σοῦ στέλνω τὸ τομάρι».
Ἡ Πελοποννησιακὴ Γερουσία τοῦ ἔδιδε τὰ ἔξοδά του. Ἠθέλησε νὰ ὑπάγῃ εἰς Δημιτσάναν τὴν πατρίδα του καβάλα μὲ τὸ νέον ἀποκτηθὲν ἄλογον, εἰς δὲ τὸν δρόμον ὅπου ἐπήγαινεν εὑρῆκε δένδρα ὀνομαζόμενα κορομηλιαῖς, αἱ ὁποῖαι εἶχον τοὺς καρποὺς, τὰ κορόμηλα, τοὺς ὁποίους ἀφοῦ εἶδε, ἐστάθη καβάλα ἀπὸ κάτω ἀπὸ ἕνα δένδρον, καὶ ἐπειδὴ ἔφθανεν εὔκολα τοὺς καρποὺς, ἔφαγε πολλοὺς ἀπὸ αὐτοὺς, καὶ τοῦ ἔφερον τὸν θάνατον.
Τοιουτοτρόπως ἐχάθη ὁ πτωχός. Ἀφοῦ ἡ φύσις τὸν ἐστέρησε τὸ σῶμα, τοῦ ἔδωκε μὲν πνεῦμα πολὺ, ἀλλὰ κοιλίαν μικρὴν καὶ ἀδύνατον καὶ διὰ τοῦτο μὴ δυνάμενος νὰ χωνεύσῃ τὰ κορόμηλα ἀπέθανεν.
Πηγές
-
Ασημάκη Αναστ. Καρδάση, «Δημητσάνα- Μια δοξασμένη πόλη», Αθήναι 1988.
-
Ιωάννα Κ. Γιανναροπούλου, «Συνοπτική ιστορία της Δημητσάνας», Αθήνα 1999.
-
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών / ΕΙΕ
-
Γκιώνη Δημήτρη, «Ο Τσοπανάκος του ‘21», άρθρο στην Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 20 Μαρτίου 2010.
-
Φωτίου Χρυσανθόπουλου ή Φωτάκου, Πρώτου Υπασπιστού του Θ. Κολοκοτρώνη, « Βίοι Πελοποννησίων Ανδρών », Εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Π. Δ. Σακελλαρίου, 1888.
Σχολιάστε