Ο Βαυαρικός Φιλελληνισμός
Αν η σημασία της Ελλάδας ως τόπος έλξης Ευρωπαίων περιπλανώμενων «αρχαιολόγων» και αρχαιοκαπήλων «περιηγητών» έφτασε το 1801, μετά τη βάρβαρη απαγωγή των γλυπτών του Παρθενώνα από τον λόρδο Elgin, σε ένα κορύφωμα, η εύρεση των γλυπτών της Αφαίας στην Αίγινα από Γερμανούς το 1811 στάθηκε η αφορμή για τον ενθουσιασμό του νεαρού διαδόχου του βαυαρικού θρόνου Λουδοβίκου για την Ελλάδα. Ένα ενδιαφέρον επικεντρωμένο όχι μόνο σε μια ειδυλλιακή Ελλάδα της κλασικής αρχαιότητας, αλλά και στη σύγχρονη κατακτημένη και πολιτικά φθίνουσα επαρχία της οθωμανικής αυτοκρατορίας και τα ταλαιπωρημένα παιδιά της.
Η παρούσα διαχείριση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και η έννοια της επιστροφής των πολιτιστικών αγαθών στον τόπο προέλευσής τους, μαζί με την πολιτικοποίηση που υποθάλπουν οι έννοιες αυτές, ίσως να μην έχουν επιτρέψει την ανάδειξη της ιδέας του ευρωπαϊκού φιλελληνισμού ως πολιτικού μοχλού για την ανατροπή του καθεστώτος κατάκτησης και υποδούλωσης του λαού αυτού και της ανάδειξης ενός σύγχρονου εθνικού κράτους.
Με την έννοια αυτή οφείλουμε να δώσουμε, παρά τον κίνδυνο που ελλοχεύει, έναν νέο προσδιορισμό της έννοιας «φιλέλληνες» και ειδικότερα του βαυαρικού φιλελληνισμού με κεντρικό σημείο αναφοράς τον διάδοχο του βαυαρικού θρόνου Λουδοβίκο, τον πατέρα του μετέπειτα βασιλιά της Ελλάδας Όθωνα: φιλέλληνες είναι εκείνοι οι οποίοι θέλησαν να επιστρέψουν στην πνευματική πατρίδα της Ευρώπης, την Ελλάδα, ως μάχιμοι σε όλα τα πεδία, όσα είχαν παραλάβει εκείνοι από τον πολιτισμό της για την πνευματική και πολιτική ανεξαρτησία της.
Στους φιλέλληνες με την έννοια αυτή επομένως εντάσσονται τόσο οι Έλληνες της Διασποράς, όσο και οι Ευρωπαίοι που πίστευαν ότι ελευθερία και ανεξαρτησία συνδέονται και απαιτούνται με όργανο την παιδεία.
Ο νέος αυτός ουμανισμός εμφανίζεται στη Γερμανία με καθοδηγητές τους σημαντικότερους διανοούμενους και ποιητές J. J. Winckelmann, G. Ε. Lessing, J. G. Herder, F. Schiller, J. W. Goethe, F. Hoelderlin. Χρονικά η ποιητική έξαρση της ιδέας της ελευθερίας συμπίπτει επομένως με την επανάσταση του 1770. Ο γερμανικός ιδεαλισμός ως κυρίαρχη πνευματική στάση την εποχή εκείνη ήταν που έστησε την εικόνα της μαρτυρικής Ελλάδας.
Ο νεαρός πρίγκιπας
Ο Λουδοβίκος αν και γόνος νεόκοπου βασιλικού οίκου με απολυταρχική ιδεολογία, υπήρξε εν τούτης αναγνώστης του επιφανέστερου έργου του Winckelmann «Ιστορία της Τέxvης της Αρχαιότητας» (1764), σύμφωνα με το οποίο η ιστορία των μορφών και της καλλιτεχνικής δημιουργίας συσχετίζεται με την πολιτική και κοινωνική ελευθερία. Η αναγκαία αυτή συνθήκη αποκάλυψε στον νεαρό πρίγκιπα ένα επαναστατικό μήνυμα που έγινε ο (φάρος για την επανασύνδεση του εξαθλιωμένου κατοίκου του ελληνικού τοπίου με την αρχαιότητα, μέσα όμως από συγκεκριμένη υλική και στρατιωτική ανθρωπιστική βοήθεια, που σύντομα έγινε ένα άρτια εξοπλισμένο εκστρατευτικό σώμα της Βαυαρίας για την Ελλάδα, και μέσω του «Κεντρικού Συλλόγου Ελληνικής Βοήθειας» το γυμνάσιο Athenäum, στο οποίο φοίτησαν οι υποψήφιοι Έλληνες – τα ορφανά του Αγώνα – για σπουδές σε πανεπιστήμια της Βαυαρίας (1815-17).
Ο Λουδοβίκος δεν χαρακτηρίζεται πια ως ο ρομαντικός εκείνος χαρακτήρας μιας αρχαιοπρεπούς ουτοπίας, όπου κυριαρχεί η τέχνη μετρημένη σύμφωνα με τα κλασικά ιδεώδη του «αληθούς, του καλού κ’ αγαθού» και όπου η πραγματικότητα οφείλει να υποχωρεί μπρος στην ιδεατή πραγματικότητα.
Η «ρεαλιστική» ματιά, που ανέδειξε την πραγματική εικόνα μιας κοινωνίας οικονομικά εξαθλιωμένης ήρθε κυρίως με τη συμβολή του καθηγητή Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Μονάχου «Ειρηναίου Θείρσιου», όπως είχε μετονομαστεί από τους Έλληνες φίλους του ο Friedrich Thiersch (1784-1860), που επηρέασε για μεγάλο διάστημα, μέχρι που έπεσε σε δυσμένεια, ως σύμβουλος τον Λουδοβίκο[1].
Από το 1810, ως διάδοχος του θρόνου, ο Λουδοβίκος προσπαθούσε κάτω από την επίδραση του Thiersch, το ενεργό μέλος της «Εταιρείας Φιλομούσων», και συντάκτη ένθερμων (ανωνύμων) ανταποκρίσεων στο βαυαρικό Τύπο για την Ελλάδα, να καταστήσει το Μόναχο κέντρο των ελληνοβαυαρικών σχέσεων στους τομείς της τέχνης και του πολιτισμού. Είναι αποκαλυπτική η ελεγεία του υστέρα από την επίσκεψή του στην Κάτω Ιταλία: «Δεν μου ήταν γραφτό, Έλληνες, να ζήσω μαζί σας! Καλύτερα πολίτης της Ελλάδας παρά κληρονόμος του θρόνου, μ’ αυτήν τη σκέψη συχνά σας ονειρευόμουν με λαχτάρα»[2].
Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε σε προσωπικότητες όπως ο αρχιτέκτονας Leo von Klenze – ο δημιουργός της «Γλυπτοθήκης»[3] του Μονάχου (1816) – και η συμμετοχή του στη φήμη του Μονάχου ως «Aθήνας επί του ποταμού Οζαρ», ή ο ζωγράφος Peter von Hess (1792-1871), ο οποίος ύστερα από το ταξίδι του συνοδεύοντας τον Όθωνα στην Ελλάδα κατ’ εντολήν του Λουδοβίκου, ζωγράφισε το 1840-41 σαράντα σκηνές του Αγώνα στις στοές των Ανακτόρων στο Μόναχο.
Ως βασιλιάς πλέον από το 1825 κατέστησε μέρος της επίσημης εξωτερικής πολιτικής της Βαυαρίας την υποστήριξη του ελληνικού απελευθερωτικού αγώνα ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία οικονομικά και στρατιωτικά. Η σαφήνεια με την οποία διατυπώθηκε η θέση αυτή ήταν μοναδική για ευρωπαϊκό βασίλειο. Έτσι έγινε το Μόναχο κέντρο του γερμανικού φιλελληνισμού. Το 1830 μάλιστα ο Λουδοβίκος παραχώρησε την εκκλησία του Σωτήρα στην ελληνική ορθόδοξη κοινότητα.
Συμβολή του Θείρσιου
Είναι γνωστό ότι ο όρος «φιλέλληνας» έχει υποπέσει στην πατρίδα μας τα τελευταία χρόνια σε δυσμένεια. Ο Κυριάκος Σιμόπουλος μάλιστα έχει χαρακτηρίσει τον φιλελληνισμό ως «το μέγα ψεύδος»[4]. Είναι βέβαιο ότι δεν θα μπορούσε να είχε στον νου του τον Friedrich Thiersch. Άλλωστε από τους ίδιους τους πληρεξουσίους της πρόνοιας του Ναυπλίου αποκλήθηκε το 1831 «γενναίος φιλέλλην».
Ο βαυαρικός φιλελληνισμός στο σύνολό του δεν μπορεί να γίνει κατανοητός χωρίς τη δράση του Thiersch. Με αρχικές σπουδές προτεσταντικής Θεολογίας είναι το πρότυπο του διανοούμενου που προσχωρεί σε έναν νέο φιλελληνισμό, αναδεικνύοντας την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη των νεοελλήνων. Σε αντίθεση με άλλους διανοούμενους, ο Thiersch επισκέφθηκε την Ελλάδα τον Αύγουστο 1831, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, και έδρασε καταλυτικά προσπαθώντας να αποφευχθεί νέος εμφύλιος και επέστρεψε τον Οκτώβριο 1832 στο Μόναχο.
Αμέσως μετά συνέταξε το δίτομο «De l’ état actuel de la Grèce et des moyens d’arriver à sa restauration» (εκδ. 1833, στα ελληνικά: «H Ελλάδα του Καποδίστρια, Η παρούσα κατάσταση της Ελλάδος (1828-1833) και τα μέσα για να επιτευχθεί η ανοικοδόμησή της»[5]).

Η αποβίβαση του Όθωνα και του βαυαρικού στρατού στο Ναύπλιο το 1833.
Επιχρωματισμένη λιθογραφία, Gustav Kraus (1804-1852).
Ήδη τον Ιανουάριο 1833 είχαν φθάσει ο Όθωνας και Αντιβασιλεία του στο Ναύπλιο, για την εκλογή του οποίου φαίνεται πως είχε συμβάλει ο ίδιος αποφασιστικά. Η απογοήτευση στους πολιτικούς κύκλους όχι μόνο του Μονάχου, αλλά και όλης της Γερμανίας και του εξωτερικού ήταν ιδιαίτερα μεγάλη όταν μαθεύτηκε ότι ο Θείρσιος δεν θα ανήκε στα μέλη της Αντιβασιλείας. Ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να έχει βασικές ιδέες για την ανοικοδόμηση ενός ελληνικού Κράτους, γιατί στηριζόταν σε παρατηρήσει της τρέχουσας κατάστασης που είχε κάνει ο ίδιος και που εντοπίζονταν στις συμφορές ύστερα από έναν δεκαετή εξαντλητικό αγώνα.
Δε θα έπρεπε να εισαχθούν θεσμοί που δε συμφωνούσαν με τα τοπικά ήθη, σύστηνε λιτότητα στα οικονομικά, περιορισμό του διογκωμένου δημοσιοϋπαλληλικού μηχανισμού και του μεγάλου σώματος των αξιωματικών, ένταξη των αγωνιστών στην ελληνική άμυνα χωρίς αλλαγή της εθνικής ενδυμασίας και των εγχώριων όπλων, μοίρασμα της γης στους άκληρους αγρότες και προστασία τους από τους μεγαλοϊδιοκτήτες.
Αντίθετα, οι επιλογές της Αντιβασιλείας ήταν ένα άκαμπτο σύστημα διοίκησης που διαμορφώθηκε στη Βαυαρία κυρίως σύμφωνα με γαλλικές αντιλήψεις. «…Αυτό, σημείωνε ο Thiersch, δεν μπορεί να καταφέρει κανέναν που γνωρίζει παγκόσμια ιστορία, να πιστέψει ότι μ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να δημιουργηθεί ένας λαός».
Όσο για την οικονομική διαχείριση παρατηρούσε ότι ο Όθωνας ήταν «εφοδιασμένος με περιττή πολυτέλεια για το υψηλό του αξίωμα», ενώ η Ελλάδα βρισκόταν σε εμφύλιο πόλεμο. Σε ένα γράμμα του σημειώνει απογοητευμένος: «Αν είχε κανείς πληρωθεί για να καταστρέψει την υπόθεση, από την οποία εξαρτάται η σωτηρία της Ελλάδας, το καλό του βασιλιά Όθωνα και η τιμή του πατέρα του, δεν θα μπορούσε να είχε κάνει τίποτε άλλο από ό,τι έκαναν αυτοί τώρα (18.11.1833)».
Σύντομα, στους κύκλους της αντιπολίτευσης άρχισε να γίνεται χρήση της λέξης «βαυαροκρατία», και πολλοί Έλληνες, που ενθυμούντο ακόμη τον Τούρκο πασά, τον εύρισκαν πιο υποφερτό από τον Βαυαρό δημόσιο υπάλληλο με τον υπηρεσιακό του κανονισμό. Πηγές σαν αυτήν χρησιμοποιούνται ακόμα μαζί με τα αναγκαία ιδεολογικά φορτία, τα επιχειρήματα δεν φθάνουν όμως ως τα άκρα, ότι δηλαδή η ελληνική κοινωνία θα έπρεπε, για να αποφύγει την αλλοτρίωση των «αυθεντικών» παραδόσεων, να παραμείνει σε μορφές οργάνωσης «οθωμανικής αιχμαλωσίας».
Συμπέρασμα: το τίμημα τα ελευθερίας, όπως φάνηκε ήδη από τα πρώτα χρόνια του νέου κράτους, θα ήταν ακριβό. Ο βαυαρικός φιλελληνισμός είχε ολοκληρώσει τον κύκλο του και η Ελλάδα οδηγήθηκε μέσα από οδύνες από τον «ανατολικό δεσποτισμό» στον ευρωπαϊκό 19ο αιώνα, τον «αιώνα τα ελευθερίας των εθνών». Τις εγκυρότερες επισημάνσεις για την περίοδο αυτή έχει καταθέσει ο καθηγητής Πασχάλης Κιτρομηλίδης [6] επισημαίνοντας εύστοχα ότι ενώ η νέα οργάνωση πραγματοποιήθηκε με απολυταρχικές μεθόδους, το έργο αυτό αποσυνδέθηκε από τον νεοκλασικισμό που απέβη ιδεολογικά αποδεκτός και ενσωματώθηκε οργανικά στην ελληνική παράδοση και ταυτότητα.
Η βαυαρική πολιτική κρατικής συγκρότησης κατά τον Κιτρομηλίδη, προσπάθησε να εισαγάγει τους θεσμούς μιας ελεύθερης ευρωπαϊκής πολιτείας στο Βασίλειο της Ελλάδας και να εξασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της χώρας.
Μεταμόρφωσε με την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία το πρόσωπο της Ελλάδας, αγωνίστηκε κατά του αναλφαβητισμού και ενθάρρυνε τα γράμματα και τις τέχνες με την ίδρυση του Πανεπιστημίου και του Σχολείου των Τεχνών. Τέλος, και αυτή είναι η γονιμότερη σκέψη του Κιτρομηλίδη, ο νεοκλασικισμός του Βαυαρού ηγεμόνα, διατηρήθηκε ως συστατικό της ελληνικής ταυτότητας, ενώ απορρίφθηκε η απολυταρχία με την έξωση της βαυαρικής δυναστείας. Εν τέλει εξασφάλισε την εσωτερική συνοχή του κράτους και λειτούργησε συμβολικά ως προς τις αλυτρωτικές του επιδιώξεις και τη Μεγάλη Ιδέα.
Μαριλένα Ζ. Κασιμάτη
Επιμελήτρια Εθνικής Πινακοθήκης
Υποσημειώσεις
[1] Στο έργο του έχει αφιερωθεί Συμπόσιο με τη συμμετοχή Γερμανών και Ελλήνων ιστορικών και πολιτειολόγων (Ινστιτούτο Goethe, 15-17 Οκτωβρίου 1990).
[2] Raimund Wünsche, «Καλύτερα πολίτης της Ελλάδας παρά κληρονόμος του θρόνου. Ο βασιλιάς Λουδοβίκος Α’ και η Ελλάδα», στο «Αθήνα – Μόναχο. Τέχνη και Πολιτισμός στη νέα Ελλάδα», Κατ. έκθ. Εθνικής Πινακοθήκης, 2000, επιμέλεια Μ. Ζ. Κασιμάτη, σελ. 141-160.
[3] Η λέξη, που δεν υπήρχε νωρίτερα, είναι αποτέλεσμα της γλωσσοπλαστικής ικανότητας του Λουδοβίκου. Κτίστηκε για να στεγάσει τα γλυπτά του ναού της Αφαίας στην Αίγινα που βρέθηκαν το 1811 από τους Haller, Cockerell, Foster και Linkh και πριν αγοραστούν από τον Λουδοβίκο αξιολογήθηκαν από τον αρχαιολόγο Martin von Wagner.
[4] «Ξενοκρατία, μισελληνισμός και υποτέλεια», Αθήνα 1990.
[5] Μετάφραση Α. Σπήλιου. Εισαγωγή, επιμέλεια, σχόλια Τάσου Βουρνά, εκδ. Τολίδη, χ.χ. (1972).
[6] «Δύο «νεοκλασικά» βασίλεια την εποχή του εθνικισμού», στο: «Αθήνα – Μόναχο. Τέχνη και Πολιτισμός στη νέα Ελλάδα», Κατ. έκθ. Εθνικής Πινακοθήκης, 2000, επιμέλεια Μ. Ζ. Κασιμάτη, σελ. 33-37.
Πηγή
- Επτά Ημέρες – Η Καθημερινή, «Γερμανοί Ζωγράφοι εικονογραφούν το ‘21», Τρίτη 25 Μαρτίου 2003.
Σχετικά θέματα:
- Ο Όθωνας στο Ναύπλιο και στην Αθήνα
- Αρπαγή αρχαιοτήτων από την προεπαναστατική Πελοπόννησο
- Κλέντσε Λέο φον (Leo von Klenze, 1784-1864)
Σχολιάστε