«Πολιτισμική, Επικοινωνιακή και Εκπαιδευτική διάσταση του Μουσείου. Ένας θεσμός Δια Βίου παιδείας για Όλους». Δρ Βασιλική Σ. Ιωαννίδη, Β.Α., Ph.D., Φιλολογία, ειδίκευση: «Μεσαιωνική και Νεοελληνική Φιλολογία». Διδάκτωρ Παιδαγωγικής, ειδίκευση: «Ειδική Αγωγή» / Ι.Κ.Υ., Φιλοσοφική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
«Ελεύθερο Βήμα»
Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.
Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, αποδεχόμενη τις εκατοντάδες προτάσεις των επισκεπτών της και επιθυμώντας να συμβάλλει στην επίκαιρη ενημέρωση τους, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.
Δημοσιεύουμε στο «Ελεύθερο Βήμα» άρθρο της Δρ. Βασιλικής Ιωαννίδη, Διδάκτωρ Φιλοσοφίας στο αντικείμενο της Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με θέμα:
«Πολιτισμική, Επικοινωνιακή και Εκπαιδευτική διάσταση του Μουσείου. Ένας θεσμός Δια Βίου παιδείας για Όλους»
Ιστορικά, το μουσείο αποτελεί αντικείμενο ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος από τα τέλη της δεκαετίας του 1940. Σήμερα, το μουσείο θεωρείται φορέας δημοκρατίας και μόρφωσης και έχει ξεφύγει από κάθε ιδεολογική προπαγανδιστική διάσταση του περασμένου αιώνα. Αντίστοιχα, ο υλικός πολιτισμός και το μουσειακό περιεχόμενο των εκάστοτε υλικών εκθεμάτων ενέχει το ιδεολογικό υπόβαθρο που θα λειτουργήσει ως εφαλτήριο για νέες αναζητήσεις. Ως εκ τούτου, σημαντικός αποδέκτης του πολιτιστικού προϊόντος είναι το κοινό, η αξιολόγηση του οποίου είναι σημαντική παράμετρος ανάπτυξης των, επίσης, εκάστοτε μουσειακών προγραμμάτων που συμπληρώνουν τη συμβατική μετάδοση της γνώσης και δημιουργούν ένα πρόσφορο πλαίσιο βιωματικής μάθησης (Δεληγιάννης, 2002).
Δεν είναι τυχαίο ότι στις ημέρες μας τα μουσειοπαιδαγωγικά προγράμματα διευρύνουν τον παιδαγωγικό ορίζοντα πέραν της προσχολικής και σχολικής εκπαίδευσης και σε άλλα πεδία, όπως της ιστορίας, της τέχνης, του πολιτισμού, της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της αισθητικής αγωγής ευρύτερα κ.λπ.
Περαιτέρω, το μουσείο συνιστά χώρο άτυπης εκπαίδευσης και θεσμό δια βίου παιδείας. Εκφράζει την επιλογή της ελεύθερης μάθησης. Ως εκ τούτου, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι νέες τεχνολογίες της Πληροφορικής και των Επικοινωνιών και ιδιαίτερα η τεχνολογία του Διαδικτύου[1].
Ιδιαίτερα, όσον αφορά τον εκπαιδευτικό ρόλο των μουσείων, σύμφωνα με τους Bellamy & Oppenheim (2009), μέχρι σχετικά πρόσφατα η μάθηση στον τομέα των μουσείων ήταν ένα πεδίο αναξιοποίητο ως προς το στοιχείο του πολιτισμού στον τομέα της εκπαίδευσης. Αλλά τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται μια συντονισμένη διεθνώς προσπάθεια για τη γόνιμη σύζευξη εκπαίδευσης σε διάφορα και διαφορετικά περιβάλλοντα πολιτισμού. Κυρίως στον τομέα της εκπαίδευσης, πρωτίστως, μία ολιστική προσέγγιση σε επίπεδο ανάπτυξης και αγωγής του παιδιού και, στη συνέχεια, η επικέντρωση σε ευρύτερες εκπαιδευτικές και μαθησιακές εμπειρίες έχουν τη δυνατότητα να διευρύνουν και να εμβαθύνουν την εμπειρία της μάθησης πέρα από το βασικό κορμό μαθημάτων. Στο πλαίσιο αυτό, η συμβολή της μουσειακής αγωγής στην επίσημη εκπαιδευτική διαδικασία μπορεί να προσφέρει ζωτικής σημασίας εναλλακτικούς τρόπους μάθησης, αγωγής και εκπαίδευσης που θα συμπληρώνουν το επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα, θα εμπνέουν το ενδιαφέρον και τη δημιουργικότητα, βοηθώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το πιο δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας – τους νέους- να συνειδητοποιήσουν τον ευρύτερο κόσμο και τη θέση τους μέσα σε αυτόν, με έναν τρόπο που ούτε οι γονείς ούτε οι εκπαιδευτικοί μπορούν να προσφέρουν και διαφορετικά παραμένει ανεκμετάλλευτος. Ωστόσο, η πρόκληση είναι μεγάλη, διότι ένα μεγάλο ποσοστό παιδιών, ακόμη και εάν είναι εντός του εκπαιδευτικού συστήματος, ζει στα όρια της φτώχειας, γεγονός που επηρεάζει τον κοινωνικό και πολιτισμικό ορίζοντα γενικότερα. Δεν είναι τυχαίο ότι τα θέματα της εκπαίδευσης, της πρόσβασης και της κοινωνικής δικαιοσύνης συνιστούν το πιο σημαντικό γεγονός που τα μουσεία θα αντιμετωπίσουν τα επόμενα χρόνια. Συνολικά, το μουσείο και άλλοι πολιτισμικοί οργανισμοί έχουν ένα σημαντικό και ενεργό ρόλο να διαδραματίσουν στη βίωση νέων εμπειριών και στην εκπλήρωση των πολιτισμικών αναγκών όλων των νέων, στην κοινωνικοποίησή τους, στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων και των ταλέντων τους καθώς και στην προσωπική προοπτική τους.
Επιπροσθέτως, το μουσείο είναι γεγονός και σύμβολο πολιτισμού, που συντηρεί την κοινή κληρονομιά και τη συλλογική μνήμη και δημιουργεί κοινωνικούς δεσμούς μεταξύ όλων των ανθρώπων, ασχέτως εθνικής και θρησκευτικής διαφορετικότητας, κοινωνικής προέλευσης, σωματικής και πνευματικής αναπηρίας ή της όποιας ανεπάρκειας.
Ταυτόχρονα, είναι δεδομένο ότι ένα μουσείο πρέπει να διαθέτει και να προσφέρει αισθητική μέσα από ένα σωστά δομημένο, υγιές και προσβάσιμο σε όλους περιβάλλον, με ασφάλεια, λειτουργικότητα και σεβασμό στην πολυπολιτισμικότητα και τη διαφορετικότητα των επισκεπτών του.
Συγχρόνως, τα μουσεία είναι – μεταξύ άλλων – εκπαιδευτικοί οργανισμοί με κοινωνική δραστηριότητα, την οποία προάγουν μέσω τρόπων κοινωνικής μάθησης. Τα μουσεία μπορούν να υποστηρίξουν την πρόοδο, την ανάπτυξη και τα ανθρώπινα δικαιώματα με ποικίλους τρόπους. Είναι ευθύνη της μουσειακής κοινότητας να αναγνωρίσει το έργο αυτό και να αξιοποιήσει τα μέσα και τις ευκαιρίες που διαθέτει προς ενημέρωση και εκπαίδευση των ατόμων μιας κοινωνίας, και δη σε επίπεδο διαμόρφωσης στάσεων και αξιών πολιτισμού (Hein, 1995).
Είναι κοινός τόπος ότι η εκθετική πρακτική των μουσείων είναι αφενός απόρροια εκπαιδευτικών θεωριών, οι οποίες προκύπτουν από τη σύζευξη θεωριών μάθησης, γνώσης και διδακτικής, αφετέρου είναι άμεσα επηρεασμένη από την κοινωνική και εκπαιδευτική σκοποθεσία της εκάστοτε εκπαιδευτικής πολιτικής που υιοθετείται, γεγονός που έχει επίδραση στο σχεδιασμό και την υλοποίηση των μουσειοπαιδαγωγικών προγραμμάτων (βλ. Hein, 1995/ Hooper-Greenhill, 1999, 2007/ Νάκου, 2001). Στο πλαίσιο αυτό, αναφέρουμε ενδεικτικές πρακτικές, όπως:
- Εκθέσεις γραμμικές με καθορισμένους στόχους και κείμενα διδακτικού προσανατολισμού με δασκαλοκεντρικές μεθόδους έχουν ως βάση τους τη θεωρία του διδακτισμού (didactism).
- Εκθέσεις γραμμικές με συνοδευτικά πληροφοριακά κείμενα, σε συνδυασμό όμως και με άλλες προσφερόμενες ενισχύσεις ως ερέθισμα στη διδασκαλία, έχουν ως θεωρητική αφετηρία τη συμπεριφοριστική κατεύθυνση (behaviourism).
- Εκθέσεις που παρέχουν το κατάλληλο υλικό μέσα από δραστηριότητες προς εξερεύνηση και σύγκριση, με τελικό σκοπό τη διερεύνηση της αντικειμενικής γνώσης, βασίζονται στη θεωρητική προσέγγιση της ανακάλυψης (discovery).
- Εκθέσεις, οι οποίες δίδουν τη δυνατότητα πολυπρισματικής θέασης στους επισκέπτες, οργανώνονται και λειτουργούν συσχετιστικά με την καθημερινότητα και την εμπειρία, καθώς και ενθαρρύνουν τη δυνατότητα πολλαπλής ερμηνείας, είναι αυτές που φέρουν ως θεωρητικό υπόβαθρο τον εποικοδομισμό (constructivism). Εδώ, η μάθηση αποτελεί ενεργητική διαδικασία δόμησης της γνώσης από τα ίδια τα υποκείμενα και η διδασκαλία αποβλέπει στην καλλιέργεια δεξιοτήτων κριτικής σκέψης και ερμηνείας.
Αντίστοιχα, μέρος της μουσειακής επικοινωνίας είναι (Κόκκινος – Αλεξάκη, 2002):
- οι εκθέσεις για άτομα με και χωρίς ειδικές ανάγκες,
- η τεχνολογία μέσω της χρήσης εποπτικών μέσων για εκπαιδευτικούς σκοπούς,
- η ακουστική ξενάγηση,
- η οπτικοακουστική ξενάγηση με CD-ROM,
- τα μουσεία στο διαδίκτυο,
- τα παντός είδους προγράμματα, πολιτιστικά, παιδευτικά, μουσειοπαιδαγωγικά κ.ά.
Τις τελευταίες δεκαετίες, σχεδιάζονται και εφαρμόζονται εκπαιδευτικά προγράμματα, που αποσκοπούν στην πολύπλευρη, ενεργητική διερεύνηση και δημιουργική αξιοποίηση του κοινωνικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος από άτομα και κοινωνικές ομάδες πληθυσμού με διαφορετικότητα, μέσα σε πλαίσιο ουσιαστικής ψυχαγωγίας και αισθητικής απόλαυσης. Έτσι, προωθούνται μουσειοπαιδαγωγικά προγράμματα για μικτές ομάδες πληθυσμού, με βάση το σκεπτικό ότι τα διαφορετικά χαρακτηριστικά ατόμων και ομάδων – ανάγκες, ικανότητες, ιδιαιτερότητες – δεν θα πρέπει να θεωρούνται αρνητικοί παράγοντες, αλλά γόνιμη παράμετρος που μπορεί να φέρει θετικές επιδράσεις για Όλους μέσα σε ένα κοινωνικό σύνολο (Νάκου, ό.π.).
Στο πλαίσιο αυτό, επαγγελματίες μουσείου προσπαθούν να παρέχουν ουσιαστικές εμπειρίες για τους επισκέπτες. Ουσιαστικές εμπειρίες είναι εκείνες που παρέχουν την επιλογή και τον έλεγχο στην εξερεύνηση των ιδεών, εννοιών και αντικειμένων. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτές οι εμπειρίες συμβαίνουν μέσα από ένα διαδραστικό στοιχείο. Για το λόγο αυτό μια σειρά από μελέτες έχουν επικεντρωθεί σε διαδραστικά μουσεία και στο πώς αντιλαμβάνονται οι επισκέπτες και μαθαίνουν από εμπειρίες μέσα σε αυτό (Αdams et al., 2004).
Επίσης, μια άλλη σημαντική προσέγγιση της μουσειακής εκπαιδευτικής και μαθησιακής εμπειρίας έγκειται στο γεγονός ότι οι επισκέπτες διαβάζουν τις ετικέτες στην προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν τα έργα τέχνης μέσα από τη χρήση κατηγοριών και όρων της τέχνης. Η χρήση των κειμένων που συντάσσονται από τους επιμελητές ενισχύει την ικανότητα των επισκεπτών να κατανοήσουν και να περιγράψουν ό,τι αφορούν τα έργα τέχνης. Επιπλέον, προηγούμενη γνώση και εμπειρία βοηθάει τους επισκέπτες να ερμηνεύουν την τέχνη, αλλά σε πολλές περιπτώσεις αυτό δεν είναι αρκετό για να την κατανοήσουν πλήρως. Οι άνθρωποι συχνά δεν διαθέτουν τη γνώση και το εξειδικευμένο λεξιλόγιο που χρειάζονται για να ερμηνεύσουν την οπτική εμπειρία τους. Ωστόσο, πολλοί επισκέπτες έχουν ήδη αναπτύξει τρόπους σκέψης και μιλάνε για την τέχνη με τη χρήση τόσο των δικών τους προσωπικών εμπειριών και απόψεων, αλλά και με τη χρήση ειδικών ερμηνευτικών προσεγγίσεων. Από την άλλη, μελέτες δείχνουν έντονα μια φαινομενική προθυμία από την πλευρά των επισκεπτών των μουσείων τέχνης προκειμένου να αυξήσουν το επίπεδο των πληροφοριών τους για την τέχνη και τους καλλιτέχνες, καθώς και να αυξήσουν τις στρατηγικές τους για την κατανόηση της τέχνης. Αυτό δείχνει ότι οι επισκέπτες θα καλωσόριζαν εξηγήσεις μέσα από λεξιλόγιο και χρήσιμες πληροφορίες για ειδικά θέματα τέχνης. Επίσης, οι επισκέπτες θα παραμείνουν ικανοποιημένοι μέσω της ευκαιρίας να δοκιμάσουν συγκεκριμένες στρατηγικές εμπλοκής με έργα τέχνης, π.χ.
- μέσω της ενεργού επίλυσης προβλημάτων που ενθαρρύνεται από κείμενα (τι ήταν ο καλλιτέχνης, τι σκεφτόμαστε, τι είναι νέο ή παλιό),
- μέσω της χρήσης ερμηνευτικών στρατηγικών όπως είναι η σύγκριση μεταξύ διαφορετικών τρόπων που αντιπροσωπεύουν το ίδιο θέμα, και
- μέσω της σύναψης σχέσεων με τις καθημερινές γνώσεις, αντικείμενα και κείμενα. Η χρήση του μουσείου τέχνης ως ένα χώρο ξεχωριστό, όπου μια εμπειρία τη βιώνει κανείς ως συνέχεια ερεθισμάτων, χρειάζεται προσοχή και περαιτέρω εξέταση. Τέλος, σε αυτήν την ερευνητική κατεύθυνση, το χρώμα, η μουσική και άλλες στρατηγικές ενίσχυσης της βιωματικής εμπλοκής του επισκέπτη μπορούν να εξετασθούν (Hooper-Greenhill, Moussouri, 2001).
Ολοκληρώνοντας, μέσα από την πολιτισμική, εκπαιδευτική και επικοινωνιακή διάσταση των μουσείων καλλιεργείται η σημασία της Δια Βίου παιδείας και ενισχύεται ο ρόλος του ενεργού πολίτη στην κοινωνία, αξιοποιείται δημιουργικά ο υλικός πολιτισμός και ευρύτεροι κοινωνικοί και πολιτισμικοί θεσμοί εμπλέκονται με την εκπαιδευτική πολιτική προς μια κατεύθυνση ισότιμης, άραγε και ειρηνικής, συνύπαρξης για άτομα και κοινωνικές ομάδες, ανεξαιρέτως χαρακτηριστικών και ιδιαιτεροτήτων.
Υποσημείωση
[1] Μπακογιάννη, Σ. Καβακλή, Ε. «Μουσεία και Ανοικτή Εκπαίδευση: Εκπαιδευτικά Προγράμματα Μουσείων στο Διαδίκτυο». Ηλεκτρονική διεύθυνση (ημερομηνία πρόσβασης: 19/1/2014) http://www.ct.aegean.gr/people/vkavakli/publications/pdf
Βιβλιογραφία
- Adams, M., Luke, J., Moussouri, T. (2004). Interactivity: Moving Beyond Terminology. Curator, The Museum Journal, v. 47, 2, pp. 155-170.
- Bellamy, Κ., Oppenheim, C. (Editors). (2009). Learning to Live. Museums, young people and education. Institute for Public Policy Research and National Museum Directors’ Conference. London.
- Δεληγιάννης, Δ. (2002). Πρόγραμμα Σπουδών Επιλογής «Μουσειοπαιδαγωγική Εκπαίδευση» (ΕΠΕΑΕΚ) (σελ. 149-162). Στο: Κόκκινος, Γ., Αλεξάκη, Ε. (επιμέλεια). Διεπιστημονικές προσεγγίσεις στη Μουσειακή Αγωγή. Αθήνα: εκδ. Μεταίχμιο.
- Hein, G. (1995). The constructivistic museum. Journal of Education in Museum, v. 16, pp. 15-17.
- Hooper-Greenhill, E. (1999). Τhe educational role of the museum. Leicester Museum Studies Readers. London: Routledge.
- Hooper-Greenhill, E. (2007). Museums and education. Purpose, Pedagogy, Performance. London: Routledge.
- Hooper-Greenhill, E., Moussouri, T. (2001). Making Meaning in Art Museums 2: Visitors’ Interpretive Strategies at Nottingham Castle Museum and Art Gallery. Research Centre for Museums and Galleries, Department of Museum Studies, University of Leceister. UK.
- Κόκκινος, Γ., Αλεξάκη, Ε. (επιμέλεια). (2002). Διεπιστημονικές Προσεγγίσεις στη Μουσειακή Αγωγή. Aθήνα: Μεταίχμιο.
- Merriman, N. (1999). Making Early Histories in Museums. Leicester University Press.
- Μπακογιάννη, Σ. Καβακλή, Ε. «Μουσεία και Ανοικτή Εκπαίδευση: Εκπαιδευτικά Προγράμματα Μουσείων στο Διαδίκτυο». Ηλεκτρονική διεύθυνση και ημερομηνία πρόσβασης: 19/1/2014: http://www.ct.aegean.gr/people/vkavakli/publications/pdf
- Νάκου, Ε. (2001). Μουσεία: Εμείς, τα Πράγματα και ο Πολιτισμός. Αθήνα: Νήσος.
- Τσίτουρη, Α. (2005). Καθολική πρόσβαση ατόμων με αναπηρία σε χώρους πολιτισμού. Πραγματικότητα ή ουτοπία; Τετράδια Μουσειολογίας, τ. 2, Αθήνα.
Σχολιάστε