Ο Κων. Παπαρρηγόπουλος αφηγείται τα πρώτα βήματα της Φιλικής Εταιρείας – Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης επικεφαλής της Φιλικής Εταιρείας
Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος αφηγείται τα πρώτα βήματα της Φιλικής Εταιρείας (Κων. Παπαρρηγόπουλος, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1930», τ. ΣΤ’, επιμέλεια Π. Καρολίδης Αθήνα 1932, σ. 5-9).
Η εν έτει 1821 αρξαμένη επανάστασις υπήρξεν ομολογουμένως το καθολικώτερον όλων των κατά της οσμανικής κυριαρχίας επαναστατικών κινημάτων όσα εν τω προηγουμένω βιβλίω ιστορήσαμεν. Τούτο δε ου μόνον ένεκα της προαχθείσης διά του χρόνου υλικής και ηθικής του έθνους δυνάμεως αλλά και διότι πρότερον ουδεμία εγένετο γενική συνεννόησις και σύμπραξις. Οι αρματολοί και οι κλέφται είχον ελαχίστην σχέσιν προς τα μεγάλα ορμητήρια του εθνικού στόλου· ουδ’ υπήρχεν αποχρώσα η τε μεταξύ των ηπειρωτικών και των ναυτικών εστιών του αστικού βίου κοινωνία, και η μεταξύ των εντός του Ισθμού και των εκτός αυτού μέχρι του Ολύμπου και των Κεραυνίων ορέων, και μέχρι του Αξιού κοινοτήτων. Εν γένει δε προς τας κοινότητας δεν διετέλουν ως επί το πλείστον ευμενώς οι αρηίφιλοι των ορέων άνδρες.
Η μεν πνευματική επίδοσις εγένετο μείζων εκτός της κυρίως Ελλάδος ή εντός, ο δε μάχιμος λαός υπήρχεν εντός μάλλον ή εκτός, ώστε και κατά τούτο συνέβαινεν ανωμαλία τις περί τας αμοιβαίας προαιρέσεις. Οι εν Κωνσταντινουπόλει εδρεύοντες πολιτικοί άνδρες επείχον μεν, ένεκα της παρά τη Υψηλή Πύλη θέσεως αυτών, υπερέχουσάν τίνα εν τω έθνει τάξιν αλλά, ένεκα αυτής δη ταύτης της ιδιαζούσης αυτών θέσεως, δυσκόλως ηδύναντο να αναλάβωσι την πρωτοβουλίαν επαναστατικού κινήματος. Έτι ολιγώτερον πρόσφορος προς τούτο ήτο η μόνη αληθώς πανελλήνιος αρχή, ήτοι το οικουμενικόν πατριαρχείον. Εντεύθεν, όσον δεξιώς και αν διωκούντο αι κοινότητες ημών, όσον και αν επολλαπλασιάσθησαν οι πόροι, όσον τολμηρότεροι και αν απέβαινον οι ορείται και οι ναύται, όσην επίδοσιν και αν ελάμβανεν η παιδεία, επειδή πάντα ταύτα ήσαν ασυνάρτητα προς άλληλα, ουδέν ήττον ασυνάρτητα εγένοντο και όλα τα επαναστατικά κινήματα. Νυν μεν εκινείτο μόνη η Πελοπόννησος, νυν δε μόνη η Στερεά, νυν δε μόναι τίνες των νήσων, ώστε αι μερικαί αύται εκρήξεις ευχερώς εσβεννύοντο. Ίνα υπάρξη πιθανότης επιτυχίας έπρεπε να συναρμολογηθώσι πάσαι εκείναι του έθνους αι δυνάμεις και να υπαχθώσιν εις πειθαρχίαν τινά και γενικήν διεύθυνσιν. Τούτο δε επεχείρησεν η εταιρεία των Φιλικών, ήτις αληθώς ειπείν δύναται να λογισθή ως η πρώτη απόπειρα η γενομένη επί τω σκοπώ του να συγκροτηθή γενική τις κυβέρνησις του πρότερον κατακερματισμένου έθνους.
Πολλοί μεταγενέστεροι ιστορικοί, γράφοντες εις χρόνους καθ’ ους κάλλιστα εγνώσθη πώς προέκυψεν εις μέσον και εκ τίνων απηρτίσθη η εταιρεία, και αναλογιζόμενοι το μέγεθος του έργου όπερ ανέλαβεν, ωμίλησαν μετά οίκτου τινός και περιφρονήσεως περί αυτής.
Τω όντι τω 1814, εν Οδησσώ, τρεις άνθρωποι, ο Σκουφάς, ο Τσακάλωφ και ο Ξάνθος, άνθρωποι έντιμοι αλλ’ ακατονόμαστοι, απεφάσισαν να κινήσωσιν εις επανάστασιν το έθνος και επί τούτω να συστήσωσιν εταιρείαν μυστικήν σκοπούσαν να καθυποβάλη υπό το κράτος αυτής απάσας του έθνους τας τάξεις, κλήρον, φαναριώτας, προεστώτας, ναυβάτας, αρματολούς, κλέφτας, λογίους, εμπόρους, γεωργούς. Μετά παρέλευσιν δε ετών εξ, ήτοι εν αρχή του 1820, εν αυταίς ταις παραμοναίς της εκρήξεως, οι κινούντες την εταιρείαν, καίτοι συμποσωθέντες εις οκτώ, ουδένα έτι είχον συμπαραλάβει μέτοχον της υπέρτατης αυτών ενεργείας επιφανή του έθνους άνδρα· διότι, αποθανόντος εν τω μεταξύ του Σκουφά, ήσαν οι κινούντες, παρεκτός των δύο άλλων αρχικών ιδρυτών, ο Άνθιμος Γαζής, ο Παναγιώτης Α. Αναγνωστόπουλος, ο Παναγιώτης Σέκερης, ο Νικόλαος Ν. Πατσιμάδης, ο Γεώργιος Λεβέντης και ο Α. Κομιζόπουλος. Και όμως οι άνθρωποι αυτοί επέτυχον του σκοπού, προ πάντων μεν διότι ανταπεκρίνοντο εις τας προαιρέσεις του έθνους αλλά προσέτι διότι επολιτεύθησαν εις τρόπον μαρτυρούντα ότι δεν ήσαν άμοιροι επιτηδειότητος.
Το έθνος ήθελε βεβαίως την επανάστασιν, επόθει όμως αυτήν επί τω όρω ότι θέλει έχει ισχυρόν τίνα επίκουρον. Μόνη δε η Ρωσία ελογίζετο τότε ως πιθανή επίκουρος. Οι ιδρυταί της εταιρείας δεν απετάθησαν εξ αρχής προς αυτήν, και έπραξαν κατά τούτο συνετώς, διότι, όπως μετ’ ολίγον θέλει εξηγηθή, η Ρωσία ήθελεν αποδοκιμάσει τα ενεργούμενα και ματαιώσει αυτά εκ πρώτης αφετηρίας. Αλλ’ οι ιδρυταί της εταιρείας επενόησαν να παραστήσωσιν εαυτούς ως επιτρόπους αφανούς τίνος Αρχής, περί ης ουδόλως εξηγούντο, αφήνοντες μόνον να υπονοήται ότι η Αρχή αύτη ήτο ουδείς άλλος η αυτός ο παντοδύναμος της Ρωσίας αυτοκράτωρ. Το δ’ έθνος έπαθεν ό,τι πάσχουσι πάντες οι θερμώς τι επιθυμούντες, επίστευσεν ευχερώς εις το μυστηριώδες εκείνο ίνδαλμα. Εντός ολίγων ενιαυτών η εταιρεία εξέτεινε τους πλοκάμους αυτής καθ’ άπασαν την Ανατολήν από των παριστρίων Ηγεμονιών μέχρι της Μάνης και από των Ιονίων νήσων μέχρι των παραλίων της Μικράς Ασίας εσύστησεν απανταχού εφορείας εκλεγομένας υπό των εταίρων και ενεργούσας μεν αυτοτελώς, διατελούσας δε εις συνεχή ανταπόκρισιν μετά της υπέρτατης Αρχής· και επί τέλους περιέλαβε συνεργούς τους εγκριτωτάτους του έθνους άνδρας, τον πατριάρχην Γρηγόριον, πολλούς ιεράρχας, τους Υψηλάντας, τον Αλέξανδρον Μαυροκορδάτον, τον Πέτρον Μαυρομιχάλην και τον Μιχαήλ Σούτσον.
Είναι αληθές ότι εις την δραστηρίαν ταύτην ενέργειαν ανεμίχθησαν, όπως συνήθως συμβαίνει, ουκ ολίγα άτοπα. Πολλοί εξεμεταλλεύθησαν το ιερόν έργον επί αργυρολογία, άλλοι εζήτουν υπέρογκους χρηματικάς χορηγίας και άλλοι επολιτεύοντο επί τοσούτον απερισκέπτως ώστε διεκινδύνευον την τύχην ολοκλήρου του επιχειρήματος. Αλλ’ η εταιρεία δεν εδίστασε να προβή ως προς τινάς εις τα έσχατα, διενεργήσασα τον φόνον του Νικολάου Γαλάτου και βραδύτερον του Καμαρινού. Και εν τω μεταξύ προέβαινεν επιμόνως προς τον σκοπόν αυτής. Μη αρκουμένη εις τον μέγαν σύνδεσμον ον αδιαλείπτως επεδίωκε, μηδέ εις την ευτυχή σύμπτωσιν των στασιαστικών βουλευμάτων του Αλή πασά κατά της Υ. Πύλης, επεζήτησε φυσικωτέρους εντός του κράτους συμμάχους· εσκέφθη ορθώς ότι συμφέρει να επιτυχή την σύμπραξιν των Σέρβων, οίτινες κτησάμενοι σχετικήν τίνα αυτονομίαν επόθουν την συμπλήρωσιν της ανεξαρτησίας αυτών και η περί τούτου διαπραγμάτευσις διεξήχθη υπό του εταίρου Γεωργίου Λεβέντη, κατορθώσαντος να πείση τον επιφανέστατον των αγωνιστών της χώρας εκείνης Καρά-Γεώργην, εξόριστον τότε όντα εν Βεσσαραβία, να μεταβή εις την πατρίδα αυτού και αναλαβών την αρχήν να συνεργήση εις τον μελετώμενον γενικόν αγώνα.
Ο Καρά-Γεώργης απήλθε τωόντι επί τούτω εις Σερβίαν, αλλ’ εδολοφονήθη υπό του κατέχοντος τα πράγματα αυτής Μιλόση, η δε Σερβία προαιρουμένη και τότε, όπως πάντοτε βραδύτερον, να ωφελήται εκ των δυσχερειών της οσμανικής κυβερνήσεως, ίνα αυξάνη τα πλεονεκτήματα αυτής δι’ όσον ενδέχεται μικρότερων ιδίων θυσιών, επέμεινεν εις την τήρησιν της ουδετερότητος. Απέτυχε λοιπόν η απόπειρα αύτη της εταιρείας, όσω συνετή και αν ήτο.
Ουδέ αρχήν δ’ εκτελέσεως έλαβεν έτερον αυτής σχέδιον, το να διενεργήση εν αυτή τη Κωνσταντινουπόλει την τε πυρπόλησιν του οσμανικού στόλου και την του σουλτάνου σύλληψιν, όπερ είναι εν των βουλευμάτων εκείνων τα οποία ευδοκιμήσαντα μεν εξυμνούνται ως ηρωικά, μη ευοδωθέντα δε καταδικάζονται ως παράφρονα.
Αλλά περί την διεξαγωγήν του αρχικού αυτής σκοπού η εταιρεία ανέδειξε συνήθως πρακτικώτερον πνεύμα. Προϊόντος του χρόνου, η κοινή γνώμη ήρχισε να απαιτή την αποκάλυψιν της Αρχής εκείνης επ’ ονόματι και κατ’ εντολήν της οποίας ηξίου η εταιρεία ότι ενεργεί, και όσω πολυπληθέστεροι και επισημότεροι εγίνοντο οι εταίροι τόσω επιμονωτέρα απέβαινεν η περί τούτου απαίτησις, ώστε τω 1818 οι ιδρυταί εννόησαν την αναπόδραστον ανάγκην του να επιστεγάσωσι το ακέφαλον αυτών οικοδόμημα αναβιβάζοντες εις την κορυφήν αυτού άνδρα ικανόν να παράσχη τα πιστά εις το έθνος.
Δύο ήσαν κατ’ εκείνου του χρόνου οι Έλληνες οίτινες ως εκ των προσωπικών αυτών σχέσεων προς τον αυτοκράτορα Αλέξανδρον και του αξιώματος όπερ κατείχον παρ’ αυτώ ηδύναντο να κρατύνωσι την πρότερον αμυδρώς πως επικρατούσαν ελπίδα ότι το κίνημα ενεργείται εν γνώσει της Ρωσίας και επί τω σκοπώ του να υποστηριχθή υπ’ αυτής άμα εκραγέν. Ο κερκυραίος Ιωάννης Καποδίστριας ήτο μεν υπουργός του ισχυρού μονάρχου της Άρκτου και μέγα εκτήσατο εν Ευρώπη όνομα επί διπλωματική ικανότητι από της εν Βιέννη συνόδου και μετέπειτα, αλλότριος όμως ων των πολεμικών έργων δεν εφαίνετο πρόσφορος να αναλάβη την ηγεμονίαν αγώνος όστις έμελλε κατ’ αρχάς τουλάχιστον να διεξαχθή εν τοις πεδίοις της μάχης μάλλον ή εν τοις διαβουλίοις των διεθνών διαπραγματεύσεων. Ο δε Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο πρεσβύτερος των πέντε υιών του Κωνσταντίνου εκείνου Υψηλάντου, του οποίου ελάβομεν ήδη αφορμήν να αναφέρωμεν την εις Ρωσίαν αποδημίαν (Κεφ. Η’ βιβλ. ΙΔ’ του Ε’ τόμου), ήτο υπασπιστής του αυτοκράτορος Αλεξάνδρου, κομψός, ευτράπελος και φέρων επί του σώματος το δείγμα της προσωπικής αυτού ανδρείας, διότι είχεν αποβάλει εις τους μεγάλους κατά Ναπολέοντος πολέμους τον δεξιόν βραχίονα· ώστε το ευλογώτερον εφαίνετο ν’ αποταθώσιν εις αυτόν προ πάντων, τόσω μάλλον όσω δεν ήτο έτι γνωστή η μικρά αυτού στρατηγική και πολιτική αξία. Ουδέν ήττον, είτε διότι τινές των ιδρυτών εγίνωσκον έκτοτε κάλλιον τα κατ’ αυτόν είτε διότι ομολογουμένως ο Καποδίστριας ίσχυε πολύ μάλλον εις το πνεύμα του αυτοκράτορος Αλεξάνδρου, απεφασίσθη να προταθή η αρχή εις τον πολυμήχανον υπουργόν, και μόνον εν αποτυχία να στραφώσι προς τον λαμπρόν υπασπιστήν. Επετράπη δε η εντολή αύτη εις τον Εμμανουήλ Ξάνθον.
Ο Ξάνθος δεν έφθασεν εις Πετρούπολιν ειμή κατά Φεβρουάριον του 1820, φέρων προς τοις άλλοις συστατικήν προς τον Καποδίστριαν επιστολήν του αρχαίου αυτού γνωρίμου Ανθίμου Γαζή, όντος τότε, ως προείπομεν, ενός των 8 κινούντων την μηχανήν της Φιλικής εταιρείας. Εν τω μεταξύ ο Καποδίστριας είχε λάβει αφορμήν να εκφέρη την περί των ενεργούμενων γνώμην αυτού, δημοσία τε προς τους ομογενείς και κατ’ ιδίαν προς δύο εγκρίτους του έθνους άνδρας· ο μεν, διά φυλλαδίου συστήσαντος την εν ειρήνη βελτίωσιν της τύχης της πατρίδος, το δε διά της απαντήσεως ην έδωκε προς τον Βαρδαλάχον και τον Νέγρην, τους ζητήσαντας οίκοθεν να φωτισθώσι τι φρονούσιν ο τε αυτοκράτωρ και αυτός περί της παρασκευαζόμενης μεγάλης εθνικής κινήσεως.
Εις αμφότερους είχεν αποκριθή ότι ο αυτοκράτωρ ουδέν γινώσκει περί της εταιρείας, αυτός δε αποκρούει πάσαν εις ταύτην μετοχήν και εξορκίζει τους γράφοντας να αποτρέψωσι διά παντός τρόπου τους Έλληνας από των ολέθριων τούτων βουλευμάτων. Και την γνώμην αυτού ταύτην δεν εφαίνοντο επιτήδειαι να τροπολογήσωσιν ούτε αι κατ’ εκείνο του χρόνου ατομικαί του αυτοκράτορος Αλεξάνδρου διαθέσεις ούτε η εντύπωσις ην είχε προξενήσει εις αυτόν η προ μικρού τότε εκραγείσα εν Ισπανία στρατιωτική κατά του Φερδινάνδου Ζ’ επανάστασις. Μετά τους μακρούς και εναγώνιους πολέμους τους επαγαγόντας την πτώσιν του Ναπολέοντος και την παλινόρθωσιν των αρχαίων της Ευρώπης καθεστώτων ο αυτοκράτωρ Αλέξανδρος ουδέν άλλο επόθει ή την ασφαλή των καθεστώτων τούτων συντήρησιν, η δε από της Ισπανίας αρξαμένη διατάραξις είχεν εμβάλει εις ανησυχίαν αυτόν. Καθ’ ην στιγμήν λοιπόν ο Καποδίστριας, ως υπουργός της Ρωσίας, εβουλεύετο μετά των υπουργών των συμμάχων δυνάμεων πως να αποτρέψωσι την από δυσμών απειλουμένην καταιγίδα ήτο φυσικόν να μη θεώρηση εύλογον να προτείνη εις τον αυτοκράτορα την προστασίαν ετέρας απ’ ανατολών καταιγίδος, αλλά μάλλον να εμμείνη εις τας αρχικάς αυτού δοξασίας.
Εν τούτοις ου μόνον δεν απήντησεν εις τον Ξάνθον τοσούτον αποτόμως όσον εις τον Βαρδαλάχον και εις τον Νέγρην αλλά και διηυκόλυνεν εν μέρει την εκτέλεσιν της εντολής του απεσταλμένου της εταιρείας. Απεποιήθη μεν διαρρήδην την προσενεχθείσαν αυτώ αρχήν, προσέθηκεν όμως· «εάν εγώ δεν ημπορώ τώρα, οι διευθύνοντες την εταιρείαν δύνανται, αν γνωρίζωσι, να μεταχειρισθώσιν άλλα μέσα, και εύχομαι να τοις βοηθήση ο Θεός διά την επιτυχίαν του σκοπού των». Και, ότε ο Ξάνθος ετράπη προς τον Υψηλάντην, ο δε Υψηλάντης ηθέλησε, πριν ή αποφασίση τι, να συνεννοηθή μετά του Καποδιστρίου, ούτος ενίσχυσε μάλλον αυτόν ή απέτρεψεν. Επί τέλους δ’ ερωτήσαντος του στρατηγού «θέλει άραγε η Ρωσία είναι εναντία ή θέλει βοηθήσει, αν όχι διά του στρατού αυτής, τουλάχιστον δι’ υλικών μέσων;», ο Καποδίστριας απήντησεν «αρκεί η εμφάνισις ολίγων χιλιάδων επαναστατών κατά την Ελλάδα, όπως η Ρωσία συνδράμη εκ των ενόντων».
Ο Υψηλάντης εξέφρασε τότε την επιθυμίαν του να συνδιαλεχθή μετά του αυτοκράτορος περί του πράγματος, αλλ’ ο Καποδίστριας απέτρεψεν αυτόν παρατηρήσας, ότι ο αυτοκράτωρ ήτο τοσούτον προκατειλημμένος κατά πάσης οιασδήποτε μεταβολής των καθεστώτων, έστω και των της Ανατολής καθεστώτων, ώστε ήθελεν ακούσει δυσμενώς τα ενεργούμενα. Προσέθηκε μεν επί τέλους ότι, εάν συνταχθή υπόμνημα περί της καταστάσεως των πραγμάτων, υπόσχεται να το υποβάλη επ’ ευκαιρίας εις τον αυτοκράτορα, κατόπιν όμως ουδέ το παρασκευασθέν υπόμνημα κατέστησε γνωστόν εις τον Αλέξανδρον, βεβαιώσας τον Υψηλάντην ότι ειδώς κάλλιστα τας παρούσας του αυτοκράτορος διαθέσεις δεν τολμά να θέση υπ’ όψιν του τοιαύτας προτάσεις. Ο δε Υψηλάντης, βλέπων ότι εν τούτοις ο υπουργός δεν απέτρεπεν αυτόν από του να αναλάβη την αρχηγίαν και περιελθών εξ όσων ήκουσεν εις το συμπέρασμα ότι ο αυτοκράτωρ κατ’ ουδένα μεν λόγον ήθελε να κινήση τα πράγματα, κινηθέντα όμως άπαξ έμελλε να τα υποστήριξη, απεφάσισεν οριστικώς να δεχθή την προσενεχθείσαν αυτώ εντολήν, και περί τα τέλη Απριλίου 1820 ανηγορεύθη γενικός επίτροπος της Αρχής.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης επικεφαλής της Φιλικής Εταιρείας (1820)
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης επικεφαλής της Φιλικής Εταιρείας (1820) (Εμμ. Ξάνθος, «Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας», Αθήνα 1845,
σ. 23-25,49-50).
Μετά τούτο ο Ξάνθος ανεχώρησε κατά τας αρχάς του Ιανουαρίου του 1820, διά την Πετρούπολιν’ άμα φθάσας επαρουσιάσθη μετά δύο ημέρας εις τον Κόμητα Ιωάννην Καποδίστριαν, εις τον οποίον εγχειρίσας το γράμμα του Ανθίμου Γαζή, εφανέρωσεν όλον το σύστημα της Εταιρίας, τους Αρχηγούς της, τον πολλαπλασιασμόν των μελών της, την έκτασιν αυτής και όσα άλλα εστοχάσθη αναγκαία, και επί τέλους ότι ζητούν αυτόν να διευθύνη ως Αρχηγός την κίνησην του Έθνους απ’ ευθείας ή διά σχεδίου τινός καταλλήλου, ειδοποιών τους επισημότερους των ομογενών εκ των κατηχηθέντων περί του καταλληλότερου τρόπου της ενάρξεως του πολέμου· αλλ’ ο Καποδίστριας δεν εδέχθη, λέγων, ότι υπουργός ων του Αυτοκράτορος δεν ηδύνατο, και άλλα πολλά, ο Ξάνθος τω επανέλαβεν, ότι οι Έλληνες είναι αδύνατον να μένουν εις το εξής τυραννούμενοι και ότι η επανάστασις ήτον άφευκτος, και διά τούτο εν ω έχουσιν ανάγκην Αρχηγού δεν είναι δίκαιον ως Έλλην και εν υπολήψει παρ’ αυτοίς και πολλοίς άλλοις, να μείνη αδιάφορος και άλλα πολλά’ αλλ’ εκείνος επανέλαβεν ότι δεν ημπορεί να μεθέξη διά τους ανωτέρω λόγους και ότι αν οι Αρχηγοί γνωρίζουν άλλα μέσα προς κατόρθωσιν του σκοπού των, ας τα μεταχειρισθώσιν, και ηύχετο να τους βοηθήση ο θεός· ταύτα ηκολούθησαν εις δύο ιδιαιτέρας συνεντεύξεις.
Απελπισθείς λοιπόν ο Ξάνθος από τον Κόμητα, στοχασθείς δε ότι διά να κατορθωθή ο σκοπός της επαναστάσεως με καλήν έκβασιν, ήτον αφεύκτως αναγκαίος να φανή εις το έθνος εις των σημαντικών προς ενθάρρυσιν αυτού έστρεψε τον στοχασμόν του εις άλλο υποκείμενον λαμπρόν ως τον Καποδίστριαν, επιτηδειότερον δε τούτου, τον Πρίγκιπα Αλέξανδρον Υψηλάντην, στρατηγόν και υπασπιστήν του Αυτοκράτορος, και εν υπολήψει και ευνοία παρ’ αυτώ· επήγε λοιπόν εις επίσκεψίν του, ο Πρίγκηψ Τορίς, τον υπεδέχθη ευμενώς και με πολλήν ευγένειαν, τον ηρώτησεν πόθεν είναι και διά ποίας υποθέσεις ήλθεν εις Πετρούπολιν. Ο Ξάνθος απήντησε με πολλήν προσοχήν ειπών, ότι είναι από μίαν νήσον, την Πάτμον, και ότι δι’ εμπορικάς υποθέσεις ήλθεν εκεί από την Κωνσταντινούπολη και άλλα τοιαύτα. Ο Πρίγκηψ τον ηρώτησε πώς απερνούν οι ομογενείς εις εκείνα τα μέρη, και αν η Τουρκική Κυβέρνησις επιβαρύνει τον ζυγόν της τυραννίας και εκεί, καθώς και εις τα άλλα μέρη, και τα τοιαύτα ειπόντος του Ξάνθου, ότι πανταχού οι Τούρκοι τυραννούν τους δυστυχείς Έλληνας, και ότι κατήντησεν η τυραννία ανυπόφορος· ο Πρίγκηψ με αθυμίαν ψυχικήν είπε.
Διατί και οι Έλληνες δεν προσπαθούν να ενεργήσουν ώστε, αν να ελευθερωθούν από τον ζυγόν δεν δύνανται, τουλάχιστον να τον ελαφρώσουν; Τότε ο Ξάνθος αποκριθείς είπε με πολλήν παθητικότητα: Πρίγκηψ’ με ποία μέσα και με ποίους οδηγούς να ενεργήσωσιν οι δυστυχείς Έλληνες την βελτίωσιν της πολιτικής των καταστάσεως; Αυτοί έμειναν εγκαταλελειμμένοι απ’ εκείνους, οίτινες ηδύναντο να τους οδηγήσωσι· διότι όλοι οι καλοί ομογενείς καταφεύγουν εις ξένους τόπους, και αφήνουν τους ομογενείς των ορφανούς. Ιδού ο Κόμης Καποδίστριας υπηρετεί την Ρωσίαν, ο μακαρίτης πατήρ σας κατέφυγεν εδώ, και ο Καρατζάς εις την Ιταλίαν, υμείς ο ίδιος υπηρετούντες την Ρωσίαν εχάσατε υπέρ αυτής την δεξιάν χείρα σας κι άλλοι ίσοι καλοί καταφεύγοντες εις την Χριστιανικήν Ευρώπην, μένουν εκεί χωρίς ίσως να φροντίζουν διά τους δυστυχείς αδελφούς των.
Ο Πρίγκηψ εις ταύτα απαντών είπεν· αν εγώ εγνώριζον, ότι οι ομογενείς μου είχον ανάγκην από εμέ, και εστοχάζοντο ότι ηδυνάμην να συντελέσω εις την ευδαιμονίαν των, σοι λέγω εντίμως, ότι ήθελον μετά προθυμίας κάμω κάθε θυσίαν, ακόμη και την κατάστασίν μου και τον εαυτόν μου υπέρ αυτών. Τότε εγερθείς ο Ξάνθος με συγκίνησιν ψυχής είπε: Δος μοι, Πρίγκηψ, την χείρα σας εις βεβαίωσιν των όσων εκφράσθητε. Ο Πρίγκηψ με κάποιον θαυμασμόν εμβλέψας εις τον Ξάνθον τω έδωκε την χείρα· τότε αυτός είπεν, ότι εις την Πετρούπολη δεν ήλθεν διά υποθέσεις εμπορικάς, αλλά δι’ άλλην σημαντικωτάτην αιτίαν, και ότι αύριον θέλει τω την αποκάλυψη.
Ο Πρίγκηψ ανυπομόνως εζήτησε τότε να μάθη, αλλ’ ο Ξάνθος τον παρεκάλεσε να λάβη υπομονήν μέχρις της αύριον, και ούτως ετελείωσεν η πρώτη συνέντευξις. Την επιούσαν ο Ξάνθος επήγεν εις αυτόν, τω εφανέρωσε τα πάντα, και εκείνος μετά προθυμίας και ενθουσιασμού εδέχθη να αφιερωθή εις την υπηρεσίαν των ομογενών με πάσαν θυσίαν του, και δους εις τον Ξάνθον ένορκον και έγγραφον ομολογίαν περί της πίστεως και αφοσιώσεώς του (την οποίαν ο Ξάνθος έστειλεν εις τους εν Μόσχα συναδέλφους του Πατζιμάδην και Κομιζόπουλον, παρ’ οις και ευρίσκεται) ανεδέχθη τον τίτλον του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής, έλαβε δε και το όνομα Καλός, και τα στοιχεία διά να υπογράφηται: Α. Ρ. και ούτως εκατορθώθη δι’ αυτού ο σκοπός της Εταιρίας.
Πηγή
- Ιστορική Βιβλιοθήκη, «Οι Φιλικοί», Παναγιώτης Δ. Μιχαηλάρης, Τα Νέα, Αθήνα, 2009.
Σχολιάστε