Η Ηώς (1830-1831) και ο Εθνικός (1832) – Γιάννης Κόκκωνας
Το περιοδικό Η Ηώς (1830-1831) και η εφημερίδα Ο Εθνικός (1832) δεν μακροημέρευσαν και η βραχύτης του βίου τους οφείλεται κυρίως στον τρόπο με τον όποιον αντιλαμβάνονταν την πολιτική και αντιμετώπιζαν τους πολιτικούς αντιπάλους γενικά και τον Τύπο ειδικότερα οι πολιτικοί, τα στελέχη της Διοίκησης και οι πολιτικοποιημένοι διανοούμενοι στο πλαίσιο του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Τα σχετικά με τον Εθνικό και την τύχη του ήσαν άγνωστα ως πρόσφατα και δεν έχουν χρησιμοποιηθεί από όσους έγραψαν για την περίοδο που ακλούθησε την δολοφονία του Καποδίστρια· την περιπέτεια της Ηούς τη γνωρίζουμε από τη βιβλιογραφία της καποδιστριακής περιόδου, φαίνεται όμως ότι μπορούμε να την γνωρίσουμε και καλύτερα.
Με όσα ακολουθούν θα προσπαθήσω να δείξω, πρώτον ότι την έκδοση της Ηούς δεν την οργάνωσε η αντικαποδιστριακή αντιπολίτευση, όπως έχει υποτεθεί, αλλά ότι το περιοδικό σχεδιάσθηκε για να αποτελέσει βήμα των, περί την εκπαίδευση κυρίως ασχολουμένων, λογίων και εκ των πραγμάτων έγινε πολιτικό και κατά κάποιον τρόπο αντιπολιτευόμενο, προκειμένου να επιβιώσει, όταν ο, δημοκρατικός ούτως η άλλως και έντονα πολιτικοποιημένος, έκδοτης του διαπίστωσε το ατελέσφορο του αρχικού σχεδιασμού, και δεύτερον ότι το οριστικό κλείσιμο του περιοδικού την άνοιξη του 1831 δεν οφειλόταν στην επιλογή του Αντωνιάδη να προτιμήσει τη σιωπή από τη συμμόρφωση στον νέο, τότε, περί Τύπου νόμο, αλλά σε νέα επέμβαση του κρατικού μηχανισμού.
Στη συνέχεια θα παραθέσω τις πληροφορίες που διαθέτουμε για την εφημερίδα Ο Εθνικός, ώστε να είναι δυνατή η σύγκριση του τρόπου με τον όποιο προσπάθησαν χαμηλόβαθμα στελέχη της Διοίκησης, με την έγκριση του Κυβερνήτη, να φιμώσουν την Ηώ με τον τρόπο που έκαναν το ίδιο επιφανείς συνταγματικοί στην περίπτωση του φιλοκαποδιστριακού Εθνικού.
Αρχίζω με την Ηώ, υπενθυμίζοντας ορισμένα στοιχειώδη για τον συντάκτη και έκδοτη της. Ο Εμμανουήλ Αντωνιάδης, Κρητικός την καταγωγή, έμπορος στην Κωνσταντινούπολη προεπαναστατικά, φιλικός, πολιτικό στέλεχος στην Επανάσταση και «μέχρι θανάτου δημοκρατικός», τον καιρό που οι περισσότεροι μορφωμένοι αγωνιστές αναζητούσαν κάποια, ανάλογη των προσόντων και της προσφοράς τους, δημόσια θέση στη νεοπαγή πολιτεία, αποφάσισε να εξασφαλίσει τα προς το ζην ασκώντας ελεύθερο επάγγελμα. Αν πιστέψουμε τον Νικόλαο Δραγούμη, όχι μόνο δεν επεδίωξε κάποια έμμισθη θέση αλλά αρνήθηκε πάντοτε σχετικές προσφορές, «φοβούμενος μη ποτέ βιασθή μισθοφορών και κάμψη τον αυχένα».
Τα χρήματα που είχε συγκεντρώσει από την προεπαναστατική εμπορική του δραστηριότητα τα είχε ανεπιτυχώς επενδύσει από το 1826 στη ναυτιλία, ναυπηγώντας, μαζί με άλλους, δύο γολέτες, οι όποιες είχαν εμπλακεί στην πειρατεία και είχαν γίνει αιτία να χαρακτηριστεί το 1828, σε επίσημα έγγραφα, «συνένοχος εις τας πειρατικάς πράξεις». Με το στίγμα αυτό να τον βαραίνει ο Αντωνιάδης φρόντισε να αποκτήσει τυπογραφικό εξοπλισμό, προκειμένου να ασκήσει το επάγγελμα του τυπογράφου και έκδοτη.
Θα πρέπει να ήταν φθινόπωρο ή χειμώνας του 1829 όταν τον έβλεπε ο Δραγούμης στο «πενιχρόν εργαστήριόν» του, δίπλα στο Κυβερνείο του Ναυπλίου, να κάνει μόνος του τη χύτευση των τυπογραφικών στοιχείων: «έχων εν μεν τη αριστερά μήτρας, εν δε τη δεξιά μέταλλον τετηγμένον κατασκεύασε τα δύσμορφα εκείνα στοιχεία, άτινα έμελλον να συμπήξωσι μετ’ ολίγον τας αξέστους σελίδας της […] Ηούς».
Οι καιροί ήσαν δύσκολοι και ο Αντωνιάδης γνώριζε οπωσδήποτε ότι, ως νεόκοπος τυπογράφος, δεν θα έπρεπε να περιμένει πολλές παραγγελίες για εκτύπωση βιβλίων: οι σπουδαίοι και έμπειροι τεχνίτες Τόμπρας και Δημίδης, από τους όποιους είχε διδαχθεί την τυπογραφική τέχνη, είχαν τυπώσει μόνο δύο βιβλία το 1828 στο τυπογραφείο τους, στο Ναύπλιο, και τρία μόλις βιβλία είχε τυπώσει το 1829 ο Τόμπρας με τον νέο του συνεργάτη Κωνσταντίνο Ιωαννίδη· αν υπήρχε λοιπόν ελπίδα να επιβιώσει αυτός ως τυπογράφος και έκδοτης αυτή ήταν μία περιοδική έκδοση με συνδρομητές, που θα εξασφάλιζε τακτικά έσοδα και συνεχή λειτουργία του τυπογραφείου.
Προς τα τέλη του 1829 λοιπόν, παρακολουθώντας τις γενικότερες εξελίξεις, και προφανώς διερευνώντας, όσο και όπως ήξερε και μπορούσε, την αγορά, κατέληξε, φαίνεται, στο συμπέρασμα ότι θα ήταν δυνατόν να υπάρξει ζήτηση για ένα περιοδικό το όποιο θα εκάλυπτε τα ζητήματα της παιδείας και της εκπαίδευσης. Ειδικά όταν ανακοινώθηκε η ίδρυση και το πρόγραμμα σπουδών του Κεντρικού Σχολείου θεώρησε ότι η στιγμή ήταν κατάλληλη: οι αξιολογότεροι διδάσκαλοι επρόκειτο να συγκεντρωθούν και να διδάξουν στο νέο, ανώτερο των άλλων σχολείων της μικρής ελληνικής επικράτειας εκπαιδευτικό κατάστημα, και θα μπορούσαν να δημοσιεύουν ό,τι έκριναν πως άξιζε να διαδοθεί πέρα από τις αίθουσές του· δεκάδες ή και εκατοντάδες νέοι θα συνέρρεαν στην Αίγινα, για να αποκτήσουν τα προσόντα που θα τους επέτρεπαν να προσληφθούν αργότερα ως στελέχη της Διοίκησης ή ως εκπαιδευτικοί· πολλοί άλλοι εγγράμματοι θα ήθελαν ενδεχομένως να παρακολουθούν τα εκπαιδευτικά πράγματα και να αυτομορφώνονται ώστε να γίνουν καλύτεροι πολίτες, διαβάζοντας σε ένα περιοδικό ό,τι θα δημοσίευαν οι διδάσκαλοι και γενικά οι λόγιοι.
Μία έντυπη αγγελία – εντοπισμένη εδώ και χρόνια από τη βιβλιογραφική έρευνα άλλα ανεκμετάλλευτη ακόμα από τους μελετητές της εποχής – που κυκλοφόρησε την πρωτοχρονιά του 1830, μας φανερώνει τις αρχικές προθέσεις του συντάκτη και έκδοτη. Με το κείμενο αυτό ο Αντωνιάδης προσδιόριζε και οριοθετούσε τον ρόλο και τους στόχους του νέου περιοδικού, το όποιο θα ονομαζόταν Η Ηώς, και καλούσε τους λογίους να στείλουν συνεργασίες, πληροφορούσε τους υποψήφιους συνδρομητές για την έκταση και την περιοδικότητα, και γνωστοποιούσε τους όρους προεγγραφής· ένα δίκτυο 37 συνεργατών σε 32 πόλεις και νησιά είχε ήδη σχηματιστεί για την συγκέντρωση των συνδρομών.
Στο εκτενές κείμενο της αγγελίας αυτής υπάρχουν ορισμένα σημεία που μας δείχνουν, όπως σημείωσα παραπάνω, ότι θα πρέπει να αναθεωρήσουμε την άποψη, ή να τροποποιήσουμε την υπόθεση, σύμφωνα με την όποια η έκδοση της Ηούς σχεδιάσθηκε, τρόπον τινά, και ανατέθηκε στον Αντωνιάδη από την αντιπολίτευση:
«Η Κυβέρνησις», σημείωνε ο Αντωνιάδης, «προθυμοποιουμένη πάντοτε του να εμψυχόνη και ευκολύνη τον θείον τούτον δρόμον της παιδείας, συσταίνει ήδη και εν Κεντρικόν Σχολείον εις Αίγιναν από τους εδώ ευρισκομένους εμπειροτέρους διδασκάλους μας, όπου κοντά εις την Ελληνικήν φιλολογίαν, θέλουν διδάσκεσθαι η Λατινική, Γαλλική, Αγγλική και Γερμανική, θέλουν διδάσκεσθαι επιστήμαι, η φιλοσοφία κ.λ.π. όπου οι νέοι μας Έλληνες θέλουν τρέχει βέβαια ως διψώσαι έλαφοι […] Εις την περίστασιν ταύτην εθεωρείτο αναγκαιοτάτη και η έκδοσις τινών περιοδικών συγγραμμάτων, πραγματευομένων τα περί της διδασκαλίας κ.λ.π. Ετόλμησα να επιχειρήσω την έκδοσιν ενός τοιούτου με την ελπίδα, ότι θέλω εύρει συνεργούς τους λογίους του έθνους μου […] Θέλω νομίσει τον εαυτόν μου ευτυχή, αν δυνηθώ να γίνω και όργανον του να κοινοποιούν οι λόγιοι μας ούτοι τας γνώσεις των εις τους Έλληνας, και μετοχετεύουν εις αυτούς διάφορα ηθικά, φιλολογικά, επιστημονικά, γεωργικά και άλλα πράγματα. Το σύγγραμμα τούτο θέλει είσθαι η ακόνη, εις την όποιαν θέλουν ακονίζει τας ιδέας των, δια να τας καθιστώσι τοιαύτας, οποίαι να λαμπρύνουν την θείαν επιστήμην της Διδασκαλίας, και να ευκολύνουν την πρόοδον των Φώτων εις τους Έλληνας».
Τόσο στα αποσπάσματα που μόλις παρέθεσα, όσο και σε ολόκληρο το κείμενο της αγγελίας, που έχει τον τίτλο «Προειδοποίησης», δεν διακρίνει κανείς αντιπολιτευτική διάθεση ή πρόθεση. Έκτος από την επαινετική αναφορά στις κυβερνητικές φροντίδες για την Εκπαίδευση που είδαμε, σε άλλο σημείο του κειμένου αναφέρεται, πάλι θετικά, η «πρόνοια της Κυβερνήσεώς μας εις το να εισαχθή και η ευταξία, εις την όποιαν επροχώρησε και προχωρεί θαυμασίως η Πατρίς […]».
Έκτος από την έλλειψη αντιπολιτευτικών αιχμών στην αγγελία, αξίζει να προσέξουμε και τον κατάλογο των ανθρώπων που είχαν αναλάβει τη συγκέντρωση των συνδρομών. Από τους τριάντα επτά αντιπροσώπους του Αντωνιάδη οι επτά μας είναι γνωστοί για την πολιτική τους τοποθέτηση: τέσσερις ήσαν αντιπολιτευόμενοι και τρεις γνωστοί κυβερνητικοί, οι Ν. Φλογαΐτης, Αλέξανδρος Αξιώτης και Κωνσταντίνος Ράμφος, δεν είναι λοιπόν ακριβές ότι ο Αντωνιάδης ξεκινώντας την έκδοση «αναζήτησε τους συνεργάτες και συνδρομητές του ανάμεσα σε κορυφαίους αντικυβερνητικούς».
Το πρώτο φύλλο της Ηούς κυκλοφόρησε, όπως είχε προαναγγελθεί, την 1η Φεβρουάριου του 1830, σχεδόν ταυτόχρονα με την έναρξη των μαθημάτων στο Κεντρικό Σχολείο. Ο υπότιτλος συνόψιζε όσα είχαν ανακοινωθεί τον Ιανουάριο: «Σύγγραμμα περιοδικόν ασχολούμενον περί την φιλολογίαν, φιλοσοφίαν, περί τας επιστήμας, τέχνας, γεωργίαν, εμπόριον και τ.λ.π.», αλλά οι μόνες υποσχέσεις προς τους συνδρομητές που κατόρθωσε να τηρήσει ο Αντωνιάδης ήσαν εκείνες που αφορούσαν στην ημερομηνία κυκλοφορίας του πρώτου φύλλου και στον τίτλο.
Από τα περιεχόμενα του πρώτου φύλλου συμπεραίνει αβίαστα κανείς ότι οι λόγιοι δεν είχαν ανταποκριθεί στην πρόσκληση του έκδοτη, με αποτέλεσμα να μην συγκεντρώνεται η ύλη που είχε αναγγελθεί και η όποια εύλογα θα πρέπει να αναμενόταν από τους συνδρομητές. Το τεύχος ήταν οκτασέλιδο, αντί για δεκαεξασέλιδο, και περιείχε μόνο δύο ανακοινώσεις του Αντωνιάδη, σχετικές με την έκδοση του περιοδικού, και το πρώτο μέρος της μετάφρασης ενός σημαντικότατου πολιτικού δοκιμίου, που είχε δημοσιευτεί μερικά χρόνια νωρίτερα σε έναν συμπληρωματικό τόμο της Encyclopedia Britannica· ίσως τη μετάφραση είχε εκπονήσει ο γνώστης της αγγλικής γλώσσας Σπυρίδων Αντωνιάδης, αδελφός του έκδοτη.

Η Ηώς, Σύγγραμμα περιοδικόν ασχολούμενον περί την φιλολογίαν, φιλοσοφίαν, περί τας επιστήμας, τέχνας, γεωργίαν, εμπόριον κ.λπ
Ότι υπήρχε πρόβλημα ύλης αποδεικνύεται και από την αναδημοσίευση, στο πρώτο αυτό τεύχος της 1ης Φεβρουάριου, της ειδικής ανακοίνωσης – έκκλησης, που είχε απευθύνει ο Αντωνιάδης στους λογίους ένα μήνα πριν, στις 4 Ιανουαρίου:
«Διευθύνων δε την παρούσαν μου αμέσως προς σας, σας προσκαλώ να συνδράμετε το σύγγραμμά μου τούτο με διάφορα πονήματά σας, κατάλληλα ως προς τον χαρακτήρα τον όποιον ιδιοποιήθη, πραγματευόμενα δηλ. ύλην περί φιλοσοφίας, φιλολογίας, περί της ηθικής ή της βιωτικής κυρίως […] περί επιστημών, τεχνών και μάλιστα περί γεωργίας και εμπορίου. Εγώ ελπίζων εις την συνδρομήν σας επεχείρησα την έκδοσιν του συγγράμματος τούτου. Σεις δε, δεν ελπίζω ποτέ ότι θέλετε υποφέρει να ψευσθώ των ελπίδων μου».
Οι λόγιοι όμως φαίνεται ότι δεν μπόρεσαν, ίσως λόγω μεγάλου φόρτου εργασίας, ή δεν θέλησαν, να γράψουν για το περιοδικό του Αντωνιάδη, όπως δείχνει και το δεύτερο φύλλο, που είχε επίσης οκτώ αντί για δεκαέξι σελίδες και κυκλοφόρησε όχι μετά από μία εβδομάδα, όπως θα έπρεπε, άλλα μετά από δεκαπέντε ημέρες, και με διαφορετικό υπότιτλο, ο όποιος δείχνει ότι ο έκδοτης αποφάσισε γρήγορα να αλλάξει τον χαρακτήρα του περιοδικού: αντί για «Σύγγραμμα περιοδικόν ασχολούμενον περί την φιλολογίαν, φιλοσοφίαν, περί τας επιστήμας, τέχνας, γεωργίαν, εμπόριον και τ.λ.π.» η Ηώς από το δεύτερο φύλλο της είναι απλώς «Σύγγραμμα περιοδικόν»· στο δεύτερο αυτό φύλλο οι συνδρομητές βρήκαν τη συνέχεια της μετάφρασης του αγγλικού κειμένου που προαναφέραμε και το πρώτο μέρος ενός αρκετά σκληρού άρθρου για το Ναύπλιο, που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες και στο όποιο κυρίως επικρινόταν με δριμύτητα η ηθική διαφθορά των κοινωνικών ομάδων που συγκροτούσαν τότε τον πληθυσμό της πόλης.
Στο τρίτο τεύχος, επίσης οκτασέλιδο, τυπωμένο κι αυτό μετά από ένα δεκαπενθήμερο, πάλι δεν φαίνονται συνεργασίες λογίων, ούτε υπάρχει κάποια αναφορά σε όσα είχε προαναγγείλει ο Αντωνιάδης για την παιδεία και την εκπαίδευση. Το Κεντρικό Σχολείο, που κατείχε κεντρική θέση στην αναγγελία της έκδοσης, ξεχάστηκε τελείως, τα «περί διδασκαλίας» γενικά επίσης είναι απόντα. Όσο για τον πολιτικό προσανατολισμό, η επιλογή του αγγλικού κειμένου και το κείμενο των παρατηρήσεων για την πόλη του Ναυπλίου δίνουν ένα δημοκρατικό πολιτικό στίγμα, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν αιχμές κατά του Κυβερνήτη· αντίθετα, οι αναφορές σε αυτόν προσωπικά είναι ιδιαίτερα επαινετικές.
Στο πρώτο τεύχος διαβάζουμε ότι την ευδαιμονία του έθνους θα την εξασφαλίσουν στο εγγύς μέλλον το Σύνταγμα και «τα ιδιαίτερα προτερήματα του Κυβερνήτου μας, του φιλοστόργου πατρός μας», στο τρίτο τεύχος ο Καποδίστριας ονομάζεται «Σεβάσμιος Πρόεδρος της Πολιτείας μας» και εκθειάζονται διάφορες ενέργειές του από τις όποιες «βλέπομεν ότι όσα εξαρτώνται από την Κυβέρνησίν μας, και αν δεν έγειναν, θέλουν γένει μετ’ ολίγον».
Ας συνοψίσουμε λοιπόν τα δεδομένα που υπήρχαν στις αρχές Μαρτίου του 1830, δύο μήνες δηλαδή μετά την προαναγγελία της έκδοσης, και ενώ ετοιμαζόταν το 3ο τεύχος: σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό το περιοδικό, πρώτον, ήταν μικρότερο σε αριθμό σελίδων, δεύτερον, εκδιδόταν δύο αντί για τέσσερις φορές το μήνα, τρίτον, είχε αλλάξει υπότιτλο, καθότι εξ ανάγκης περιείχε διαφορετική από την προαναγγελθείσα ύλη. Ακριβώς τότε ο Αντωνιάδης ήρθε σε επαφή με δύο κορυφαία στελέχη της αντιπολίτευσης, τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον Γεώργιο Κουντουριώτη. Στις 3 Μαρτίου έστειλε ένα γράμμα στον δεύτερο, τον Κουντουριώτη δηλαδή, πρώτον για να του πει ότι ντρέπεται που δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην απαίτηση της πληρωμής ενός δανείου πενήντα διστήλων ταλλήρων, τα όποια του είχε δανείσει ο επιφανής Υδραίος πριν από χρόνια, και δεύτερον για να του στείλει την αγγελία της Ηούς, που είχε τυπώσει τον Ιανουάριο, καθώς και τα δύο πρώτα τεύχη.
Η σχετική με την Ηώ περικοπή της επιστολής νομίζω πως δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι ανάμεσα στους δύο άνδρες δεν υπήρχε προηγούμενη συνεννόηση για την έκδοση του περιοδικού. Μάλιστα η αποστολή της αγγελίας και των δύο τευχών αποτελεί ισχυρή ένδειξη για το ότι ο Κουντουριώτης δεν ήταν ούτε συνδρομητής, αλλιώς θα είχε πάρει τα τεύχη όταν εκδόθηκαν και όχι μετά από ένα μήνα, και φυσικά δεν θα είχε νόημα η αποστολή τής από πολύν καιρό τυπωμένης αγγελίας.
Χρεωμένος λοιπόν στον Κουντουριώτη ο Αντωνιάδης και γενικά οικονομικά στριμωγμένος, «εις άκρον στενοχωρημένος», όπως γράφει ο ίδιος, με τις συνθήκες να μη βοηθούν στην πραγματοποίηση των αρχικών σχεδίων του για το περιοδικό, έκανε την αναγκαία στροφή: αν οι λόγιοι δεν έγραφαν για την Ηώ «περί διδασκαλίας, περί φιλολογίας και περί φιλοσοφίας» και αν, ίσως, δεν είχαν βρεθεί αρκετοί συνδρομητές πρόθυμοι να προπληρώσουν το όχι ευκαταφρόνητο ποσό των είκοσι πέντε φοινίκων για να διαβάζουν κάθε βδομάδα τα εκπαιδευτικά και φιλολογικά νέα, μπορούσε, οπωσδήποτε, να βρεθεί ύλη πολιτική και, ίσως, αναγνώστες πρόθυμοι να διαβάζουν ένα κυρίως πολιτικό περιοδικό, σε μια εποχή που η αντιπολίτευση κατά της καποδιστριακής κυβέρνησης εντεινόταν.
Με δεδομένες τις απόψεις του Κυβερνήτη για την ελευθερία του Τύπου στην ελληνική επικράτεια κατά τη δεδομένη ιστορική συγκυρία, και με δεδομένη την συνακόλουθη σχετική κυβερνητική πρακτική κατά το πρόσφατο παρελθόν, ο Αντωνιάδης θα πρέπει να γνώριζε ότι αφενός η αλλαγή του προσανατολισμού και της ύλης του περιοδικού του και αφετέρου η κριτική στην κυβέρνηση θα τον έφερναν αντιμέτωπο με τον κρατικό μηχανισμό. Ο Καποδίστριας θεωρούσε αφενός ότι, με δεδομένη την κακή κατάσταση των εσωτερικών πραγμάτων και την κρισιμότητα των ζητημάτων της εξωτερικής πολιτικής, η ελευθερία του πολιτικού Τύπου είχε ζημιώσει και θα ζημίωνε τη χώρα, και αφετέρου ότι οι έκτακτες εξουσίες που του είχαν παραχωρηθεί του επέτρεπαν να απαγορεύει την έκδοση εφημερίδων και περιοδικών εντύπων στην περίπτωση που έκρινε ότι έβλαπταν τα εθνικά συμφέροντα.
Στην αιτίαση ότι παραβιάζει έτσι το άρθρο 26 του συντάγματος περί ελευθερίας του Τύπου, απαντούσε πρώτον ότι, σύμφωνα με το Β’ ψήφισμα της εθνοσυνέλευσης του Άργους τα επαναστατικά συντάγματα ήσαν υπό αναθεώρηση από την κυβέρνηση και την Γερουσία, προκειμένου να συνταχτεί νέος καταστατικός χάρτης, και δεύτερον ότι, ακόμα και αν η προσωρινή κυβέρνηση ήταν υποχρεωμένη να παραδεχθεί την αρχή της ελευθερίας του Τύπου, για να διαχειριστεί τα σχετικά ζητήματα χρειαζόταν έναν νόμο, και, επειδή τέτοιος νόμος ή σχετικός κανονισμός δεν είχε ψηφιστεί από τις Εθνοσυνελεύσεις και το Βουλευτικό, η προσωρινή κυβέρνηση μπορούσε να κρίνει και να αποφασίζει κατά περίπτωση για τα όρια της ελευθερίας του Τύπου.
Έτσι, «η Κυβέρνησις εκ πρώτης αρχής, αφού παρέστησεν εις τους συμπράκτοράς της, πόσον ασύμφωνος είναι με την παρούσαν πολιτικήν και εθνικήν του Έθνους κατάστασιν η απόλυτος αύτη και άκριτος ελευθερία του Τύπου, έπαυσε μεν τους επαγγελομένους την ανεξάρτητον παρρησίαν, συνεχώρησε δε την ελευθεριών του Τύπου εις τους θέλοντας να εκδώσωσι συγγράμματα φιλολογικά ή να τυπώσωσι βιβλία διδακτικά, τοσούτον χρήσιμα δια τα συνιστώμενα διδακτικά καταστήματα».
Είναι γνωστός ο τρόπος με τον όποιον αντιμετωπίσθηκε ο Αντωνιάδης όταν εξαπέλυσε από την Ηώ την πρώτη ευθεία βολή κατά της κυβέρνησης: ο υπερβάλλων ζήλος του Διοικητή και της αστυνομίας Ναυπλίου, οι ενέργειες των όποιων είχαν την έγκριση του Κυβερνήτη, οδήγησε στο προσωρινό κλείσιμο του περιοδικού τον Απρίλιο του 1830, ο Αντωνιάδης παραπέμφθηκε σε δίκη με την κατηγορία ότι η κριτική που άσκησε στους υπουργούς έβλαπτε τη χώρα και υποκινούσε τον λαό σε αποστασία, κρίθηκε ένοχος, και καταδικάσθηκε σε φυλάκιση ενός μηνός από το πρωτόκλητο δικαστήριο Αργολίδος. Αυτό που θα μπορούσε να προσθέσει κανείς σε όσα γνωρίζαμε είναι ότι η πρώτη επισήμανση που έκανε η Αστυνομία Ναυπλίου, όταν έστειλε τον φάκελο της Ηούς στο Πρωτόκλητο Δικαστήριο Αργολίδος, έχει να κάνει με τον μετασχηματισμό του φύλλου από φιλολογικό σε πολιτικό: «Αντίφασης εις την παρ’ αυτού δημοσιευθείσαν προαγγελίαν της εφημερίδος του, δι’ ης υπόσχεται αυτήν φιλολογικήν».
Η Ηώς επανεκδόθηκε τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, κάθε βδομάδα αυτή τη φορά, άλλα η έκδοση διακόπηκε πάλι με έγγραφο που υπέγραφε ο πρόεδρος του Πρωτοκλήτου Δικαστηρίου Αργολίδος, συντεταγμένο στις 27 Σεπτεμβρίου. Αυτή τη φορά η Κυβέρνηση, λίγες ημέρες αργότερα, ζήτησε και την άποψη της Γερουσίας για την πολιτική της σε αυτή και σε παρόμοιες περιπτώσεις: «Εις τοιαύτην περίστασιν η Κυβέρνησις νομίζει χρέος της να ζητήση την γνώμην της Γερουσίας, εάν πρέπει να εξακολουθήση το μέτρον, το όποιον εξ αρχής ενήργησε περί της ελευθερίας του Τύπου και των αντικειμένων της δημοσιεύσεως ή αν υποχρεούται από το αρθ. 26 του Συντάγματος, να συγχωρήση απεριόριστον άδειαν εις τους τυχόντας να γράφωσι και να δημοσιεύωσι δια των τύπων ό,τι βούλεται έκαστος».
Η Γερουσία δεν απάντησε· ωστόσο, με μεγάλη καθυστέρηση, και αφοί η κυβέρνηση έθεσε εκ νέου το ερώτημα μετ’ επιτάσεως, όταν ανέκυψε το ζήτημα της εφημερίδας Ο Απόλλων του Πολυζωΐδη, η αρμόδια ’Επιτροπή της Γερουσίας γνωμοδότησε στις 20 Μαρτίου 1831 να εγκριθεί η πολιτική του Κυβερνήτη στο συγκεκριμένο ζήτημα: «Μέχρις ότου έμβωσιν εις ενέργειαν οι συνταγματικοί και οριστικοί νόμοι, η Σεβ. Κυβέρνησις να εξακολουθήση το μέτρον, το όποιον εξ αρχής ενήργησε και περί της ελευθερίας του Τύπου».
Στο μεταξύ ο Αντωνιάδης δια της δικαστικής οδού διεκδίκησε την αθώωσή του και την κέρδισε: το «έκκλητον» δικαστήριο της Πελοποννήσου, τον Απρίλιο του 1831, «απαθώς, ευσυνειδήτως και ελληνικώς» σύμφωνα με το κείμενο της απόφασής του, έκρινε ότι ο έκδοτης της Ηούς κακώς κατηγορήθηκε και κακώς καταδικάσθηκε. Ο δικαιωμένος από το δικαστήριο Αντωνιάδης τύπωσε ακόμα δύο τεύχη, ένα στις 18 και ένα στις 25 Απριλίου 1831, πριν διακόψει, οριστικά πλέον, την έκδοση.
Τα δύο αυτά τεύχη, και ίσως ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο που τυπώθηκε λίγο άργότερα, αποτελούν τη συμβολή του Αντωνιάδη στην περί ελευθεροτυπίας συζήτηση που διεξαγόταν τότε, καθώς αναμενόταν η ανταπόκριση της Γερουσίας στο κυβερνητικό αίτημα για τη νομιμοποίηση του κυβερνητικού ελέγχου στον Τύπο, με την έκδοση ενός σχετικού ψηφίσματος. Το φύλλο 16 της Ηούς, που τυπώθηκε στις 18 Απριλίου 1831, περιείχε σύντομη περιγραφή της περιπέτειας του Αντωνιάδη, ολόκληρη τη δικαστική απόφαση που τον δικαίωνε, μαζί με τις απόψεις ενός από τους δικαστές που είχε διαφωνήσει, καθώς και μια επιστολή του Κοραή, με ημερομηνία 20 Ιανουαρίου 1831, με την όποια ο γέροντας ευχαριστούσε τον έκδοτη για τα τεύχη που του έστειλε, τον επαινούσε για την εκδοτική προσπάθεια, τον συμβούλευε να βρει συνεργάτες, αρνιόταν ευγενικά να γράψει ο ίδιος κείμενα προς δημοσίευση στην Ηώ, και ευχόταν καλή επιτυχία.
Στο τελευταίο φύλλο, αυτό της 25ης Απριλίου 1831, βλέπει κανείς την ύστατη προσπάθεια του Αντωνιάδη να πείσει τον Καποδίστρια και τα μέλη της Γερουσίας ότι ένα νομοθέτημα που θα περιόριζε την ελευθεροτυπία, στο τέλος θα ζημίωνε και θα κατέστρεφε τον ίδιο τον Κυβερνήτη.
Τις απόψεις του τις διατύπωσε έμμεσα: το 1827 είχε τυπωθεί μια Ιστορία του Ναπολέοντα, γραμμένη από τον Jacques Marquet de Montbreton, βαρώνο του Norvins, Γάλλο συγγραφέα γνωστό για τις διοικητικές, στρατιωτικές και διπλωματικές υπηρεσίες που προσέφερε στην πατρίδα του προ του 1814· στο βιβλίο αυτό ο Αντωνιάδης βρήκε ένα απόσπασμα, σχετικό με τον περιορισμό της ελευθεροτυπίας από τον Ναπολέοντα στα τέλη του 1811 και με τις καταστροφικές συνέπειες αυτού του περιορισμού για τον ίδιο τον εμπνευστή του, το μετέφρασε και το σχολίασε, χωρίς να αναφερθεί ευθέως στις σχετικές συζητήσεις της Γερουσίας και στο υπό έκδοση ψήφισμα.
Ο τρόπος που επέλεξε ο Αντωνιάδης να υπερασπιστεί την ελευθεροτυπία την παραμονή της έκδοσης του καποδιστριακού ψηφίσματος, με τον παραλληλισμό Ναπολέοντα και Καποδίστρια, είναι ο τρόπος του αυστηρού και ανήσυχου ενεργού πολίτη και όχι του σκληρού αντιπολιτευόμενου που επιδιώκει την εξόντωση του πολιτικού αντιπάλου: «Εντοσούτο το περί ελευθερίας του Τύπου ψήφισμά του έφερε, το όποιον έπρεπε να φέρη αποτέλεσμα· απεξένωσεν από τον Ναπολέοντα τους γενναίους εκείνους άνδρας, των όποιων τα φώτα, η ικανότης, και η γνώμη, σχηματίζουν την δύναμιν των επικρατειών· […] ο αφανισμός του προήλθεν από την ακινησίαν της Γαλλίας, ήτις μ’ όλον τούτο τον εθαύμαζε και ίσως ακόμη τον ηγάπα. Κατ’ αυτόν τον τρόπον εκφραζόμενος εις την του Ναπολέωντος ιστορίαν ο κύριος Νορβοΐνς μας δίδει εις ολίγας γραμμάς μάθημα πολλά σπουδαίον και βαθείας μελέτης άξιον».
Η επόμενη ημέρα έδειξε ότι ο Κυβερνήτης και η Γερουσία δεν θέλησαν να πάρουν αυτό το «πολλά σπουδαίον» μάθημα: το ψήφισμα ύπ’ αρ. 2085, το όποιο περιόριζε με τον τρόπο που έκρινε σκόπιμο η κυβέρνηση την καθιερωμένη από τα επαναστατικά συντάγματα ελευθεροτυπία, εκδόθηκε στις 26 Απριλίου 1831, με την έγκριση της Γερουσίας· πέντε μόνο από τους είκοσι επτά γερουσιαστές είχαν διαφωνήσει.
Εύλογα συνδέθηκε η οριστική διακοπή της έκδοσης του περιοδικού Η Ηώς με το ψήφισμα της 26ης Απριλίου 1831: υποστηρίχτηκε ότι ο Αντωνιάδης «έπαυσε οικειοθελώς την εφημερίδα του» αφού, όπως έγραψε ο Απόλλων λίγο αργότερα (φ. 26, 6.6.1831), θεώρησε «αλλότριον Έλληνος […] την εις τον νόμον τούτον ή μάλλον εις την παρανομίαν υποταγήν».
Επίσης εύλογα, νομίζω, είχα υποψιαστεί και αντικειμενική αδυναμία του Αντωνιάδη να συνεχίσει: δεν έφτανε μόνο να το επιτρέπει η Κυβέρνηση, έπρεπε να υπάρχουν και συνδρομητές, ή να έχει εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση με άλλον τρόπο. Πόσοι άραγε από τους αναγνώστες της Ηούς ανανέωσαν τη συνδρομή τους όταν στη χρονιά που πέρασε είχαν πληρώσει το σεβαστό ποσό των 25 φοινίκων, προκειμένου να λάβουν σε 12 μήνες 48 τεύχη των 16 σελίδων, και τελικά έλαβαν σε 14 μήνες 17 τεύχη των 8 σελίδων, δηλαδή πήραν 136 σελίδες αντί 768; Όσο για τους αντιπολιτευόμενους, που θα μπορούσαν ενδεχομένως να στηρίξουν οικονομικά το περιοδικό, είχαν τώρα την εφημερίδα που χρειάζονταν: ο Απόλλων του Πολυζωΐδη εκδιδόταν στην ‘Υδρα από τις 11 Μαρτίου 1831. ’Εξάλλου, η σχετικά ήπια κριτική που ασκούσε ο Αντωνιάδης στην Κυβέρνηση, χωρίς ποτέ να καταφέρεται προσωπικά κατά του Καποδίστρια, δεν ήταν αυτό που ζητούσε η συγκυρία.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, ωστόσο, αν ο Αντωνιάδης θα έβρισκε τρόπο να εξασφαλίσει χρηματοδότηση παρά τη δυσκολία της συγκυρίας, και ακόμα αν θα κατόρθωνε τελικά να κινηθεί στο στενό πλαίσιο που δημιουργούσε το νέο νομικό καθεστώς, σε περίπτωση που ο κρατικός μηχανισμός δεν διέκοπτε για μία ακόμη φορά την έκδοση. Δύο ανέκδοτα έγγραφα δείχνουν ότι το νέο, οριστικό κλείσιμο της Ηούς οφειλόταν οπωσδήποτε (και) στην επέμβαση της Αστυνομίας, η όποια προφανώς είχε διαταχτεί να μην επιτρέψει τη συνέχιση της έκδοσης, παρά την δικαίωση του Αντωνιάδη από το Έκκλητο Δικαστήριο Πελοποννήσου, στο όποιο είχε προσφύγει για να προσβάλει την απόφαση του Πρωτοκλήτου Δικαστηρίου Αργολίδος. Τέσσερις ημέρες μετά την κυκλοφορία του 17ου φύλλου της Ηούς, δηλαδή στις 29 Απριλίου 1831, ο Αντωνιάδης διατάχθηκε από την Αστυνομία Ναυπλίου να μην τυπώσει άλλα φύλλα.
Τι είχε συμβεί; Ο δημόσιος συνήγορος του Εκκλήτου Δικαστηρίου Πελοποννήσου Ι. Γ. Πανάς, χρησιμοποιώντας το δικαίωμά του να εκκαλεί στο Ανώτατο Δικαστήριο τις αποφάσεις του Εκκλήτου που ήσαν αντίθετες με τις αποφάσεις των Πρωτοκλήτων, είχε, όπως φαίνεται, αμέσως προβεί σε αυτή την ενέργεια κατά της απόφασης που αθώωνε τον Αντωνιάδη. Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με έγγραφο του δημοσίου συνηγόρου προς την Αστυνομία Ναυπλίας, ίσχυε ό,τι προέβλεπε το άρθρο 351 της Πολιτικής Διαδικασίας: «Η έφεσις έγκαταλιμπάνει τα πράγματα όπως ήσαν εις την στιγμήν της αποφάσεως δια τους εκκαλουμένους». Αυτό σήμαινε ότι, ώσπου να τελεσιδικήσει η υπόθεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, ίσχυε η απόφαση του Πρωτοκλήτου Αργολίδος, η όποια απαγόρευε την έκδοση. Με βάση όλα αυτά η Αστυνομία, επισημαίνοντας και ότι η απόφαση του Εκκλήτου αθώωνε μεν τον Αντωνιάδη από τις κατηγορίες αλλά δεν διέτασσε την συνέχιση της απαγορευμένης έκδοσης, ανέθεσε στον πολιτάρχη Ναυπλίου να φροντίσει για τη συμμόρφωση του έκδοτη της Ηούς σε όσα του είχε παραγγείλει, έως ότου εκδοθεί οριστική δικαστική απόφαση.
Ο Αντωνιάδης απάντησε στον Αστυνόμο αμέσως, την επόμενη ημέρα 30 Απριλίου 1831, με ένα κείμενο πολύ χαρακτηριστικό για τη συγκρότηση της προσωπικότητάς του και για το «κλίμα» από το όποιο προερχόταν. Με την απάντησή του επεσήμανε ότι η πρώτη διακοπή της έκδοσης έγινε αυθαίρετα, χωρίς να του έχει κοινοποιηθεί κάποιο σχετικό επίσημο έγγραφο, ότι το Πρωτόκλητο Δικαστήριο Αργολίδος του είχε επιβάλει χρηματικό πρόστιμο και ποινή φυλάκισης ενός μηνός αλλά δεν είχε αποφασίσει το κλείσιμο του περιοδικού του, ότι το έγγραφο που επικαλείτο ο αστυνόμος το είχε συντάξει μόνος του ο πρόεδρος του Πρωτοκλήτου Αργολίδος αφού το Δικαστήριο αυτό είχε διαλυθεί, άρα ήταν παράνομο, ότι ακόμη και αν η αθωωτική απόφαση του Εκκλήτου προσβαλλόταν επιτυχώς στο Ανώτερο Δικαστήριο, πάλι δεν θα προέκυπτε απαγόρευση της έκδοσης και ότι, τέλος, αυτός, ως αγωνιστής και μέλος των ’Εθνικών Συνελεύσεων που ψήφισαν τους θεμελιώδεις πολιτικούς νόμους δεν θα υπάκουε στη διαταγή του αστυνόμου, ως «αντιβαίνουσαν» τους νόμους αυτούς, και σε περίπτωση που η απαγόρευση επιβαλλόταν με τη βία θα ξεσήκωνε το τυπογραφείο του για να εγκατασταθεί άλλου. Απ’ ό,τι φαίνεται ο Αστυνόμος επέβαλε την απαγόρευση και, αν πιστέψουμε τον Απόλλωνα, εμπόδισε και την μετεγκατάσταση, η όποια έγινε, ως γνωστόν, μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη: ο Αντωνιάδης έφυγε από το Ναύπλιο και έστησε το τυπογραφείο του στα Μέγαρα, όπου άρχισε να εκδίδει την Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1832.
Η εφημερίδα Ο Εθνικός
Ας δούμε τώρα την υπόθεση του Εθνικού, πηγαίνοντας στο φθινόπωρο του 1832, όταν τα πράγματα είχαν αλλάξει στη χώρα γενικά, και βεβαίως στην Αίγινα. Έκτακτος Διοικητής του νησιού ήταν ο Νικόλαος Σκούφος, έφορος των σχολείων στη θέση του Ανδρέα Μουστοξύδη ο γνωστός και διωγμένος επί Καποδίστρια Θεόκλητος Φαρμακίδης, πρώην έκδοτης του Λόγιου Έρμη και με εμπειρία στην έκδοση εφημερίδων επίσης· μία ομάδα μελών του καποδιστριακού κόμματος, το όποιο βρισκόταν σε πορεία ανασύνταξης, ετοιμαζόταν να εκδώσει μια φιλολογική και πολιτική εφημερίδα και είχε ζητήσει τη σχετική άδεια από τον έκτακτο διοικητή Αίγίνης. Στην ομάδα αυτή ανήκε μεταξύ άλλων και ο Κανάρης, και την έκδοση της εφημερίδας ανέλαβε ο Στάμος Τριανταφύλλης, πρώην γραμματέας του Πρωτοκλήτου Δικαστηρίου Αίγίνης.
Οι συνταγματικοί το πληροφορήθηκαν, και ανάμεσα σε αυτούς ο Φαρμακίδης, ο όποιος, γνωρίζοντας την πολιτική τοποθέτηση του έκδοτη και των φίλων του, δεν περίμενε να εκδοθεί η εφημερίδα για να αντιδράσει, αλλά φρόντισε να μην επιτραπεί καθόλου η έκδοση· ας τον «ακούσουμε» να συνεννοείται ιδιαιτέρως με τον Μαυροκορδάτο: «μία συντροφιά κακών και κακοήθων ανθρωπαρίων ηνώθησαν εις έκδοση έφημερίδος, και συντάκτης αυτής εφάνη κάποιος Τριανταφυλλίδης, κακοηθέστατον ανθρωπάριον άμα έμαθον τούτο είπον τω διοικητή, να μη δώση την άδειαν αυτός, και να παραπέμψη το πράγμα εις την Κυβέρνησιν, ως, νομίζω, ήτον και το ορθόν, και να ενεργήσωμεν κρυφίως την μη δόσιν της άδειας».
Αυτή η πρώτη προσπάθεια του Εφόρου των Εκπαιδευτηρίων για τη ματαίωση της έκδοσης δεν είχε αποτέλεσμα, γιατί ο Σκούφος έδωσε την άδεια και το πρώτο φύλλο της εφημερίδας κυκλοφόρησε στις 15 Νοεμβρίου του 1832. Ο Φαρμακίδης λοιπόν δεν είχε παρά να περιμένει την πρώτη αφορμή που θα έδινε ο Εθνικός για να ενεργήσει δραστικότερα και αποτελεσματικότερα, και η αφορμή αυτή δεν άργησε να δοθεί. Ενώ το δεύτερο φύλλο είχε στοιχειοθετηθεί και διορθώνονταν τα δοκίμια, οι πληροφοριοδότες του Φαρμακίδη, ίσως κάποιος εργαζόμενος στο τυπογραφείο, τον ενημέρωσαν για το περιεχόμενο ενός υπό δημοσίευση άρθρου το όποιο αναφερόταν επικριτικά στον Γεννάδιο προσωπικά και γενικότερα στο Κεντρικό Σχολείο και τους διδασκάλους του, τους όποιους κατηγορούσε μεταξύ άλλων για πολιτικό καιροσκοπισμό, επαναλαμβάνοντας στην ουσία, από άλλη θέση βέβαια και για διαφορετικούς λόγους, τη σκληρή και εν πολλοΐς άδικη κριτική που είχε ασκήσει λίγο νωρίτερα ο Κοραής.
Καθώς ήταν δεδομένη η απροθυμία του Διοικητή να παρέμβει, ο Γεννάδιος και ο Φαρμακίδης κινήθηκαν προς τρεις κατευθύνσεις: η μία ήταν να ματαιώσουν δια της βίας την εκτύπωση και την κυκλοφορία του φύλλου, η δεύτερη να πείσουν τον τυπογράφο Αγγελίδη να αρνηθεί τις υπηρεσίες του στον έκδοτη της εφημερίδας και η τρίτη να πείσουν την Κυβέρνηση πρώτον ότι έπρεπε η εφημερίδα να κλείσει και ο έκδοτης της να εκτοπισθεί από την Αίγινα και δεύτερον ότι την ίδια τύχη με τον έκδοτη θα έπρεπε να έχει και ο Διοικητής.
Για τη ματαίωση της εκτύπωσης επιστρατεύθηκε μια ομάδα 30 περίπου θερμόαιμων μαθητών του Κεντρικού Σχολείου, οι όποιοι το πρωί της 25ης Νοεμβρίου 1832 εισέβαλαν στο τυπογραφείο, και, μη βρίσκοντας εκεί τον έκδοτη της εφημερίδας, διέλυσαν τις τυπογραφικές φόρμες και έφυγαν παίρνοντας μαζί τους τα δοκίμια, για να επιστρέψουν προς το μεσημέρι και να ξυλοκοπήσουν τον Τριανταφύλλη, ο όποιος μαθαίνοντας τα καθέκαστα είχε πάει εν τω μεταξύ στο τυπογραφείο. Μετά τον ξυλοδαρμό οι μαθητές, όπως συμπεραίνει κανείς από τα σχετικά έγγραφα, ακολουθώντας συγκεκριμένες οδηγίες του Γεννάδιου και του Φαρμακίδη, πήγαν στον Διοικητή απαιτώντας να κλείσει την εφημερίδα και να διώξει τον έκδοτη της από την Αίγινα, διαφορετικά θα έφευγαν αυτοί. Λεπτομέρεια που αξίζει να αναφερθεί: ο επικεφαλής των μαθητών αυτών λεγόταν Νικόλαος Σωμάκης ή Σουμάκης, ήταν 21 ετών, και σπούδαζε από το 1830 στο Κεντρικό Σχολείο με έξοδα του Ιωάννη Κωλέτη, ο όποιος αναφέρεται στις πηγές ως εξάδελφός του.
Σειρά είχε ο τυπογράφος. Εδώ ο Φαρμακίδης θα πρέπει να θυμήθηκε μια παλαιότερη επιτυχημένη επιχείρηση των προεπαναστατικών χρόνων, όταν ως συνεκδότης του Λόγιου Έρμη συμμετείχε μαζί με άλλους περί τον Κοραή λογίους σε μια σειρά ενεργειών που οδήγησαν το 1819 στο κλείσιμο του περιοδικού Αθήνα. Το περιοδικό αυτό εκδιδόταν στο Παρίσι από μια ομάδα νέων λογίων, που είχαν διαφοροποιηθεί από τη γραμμή του Κοραή. Μία από τις πρώτες ενέργειες του Κοραή και των φίλων και συνεργατών του ήταν να πείσουν τον τυπογράφο Firmin Didot να αρνηθεί τις υπηρεσίες του στους έκδοτες της Αθήνας. Έτσι και στην περίπτωσή μας: οι τυπογράφοι αδελφοί Αγγελίδη η Αγγελοπούλου πείσθηκαν από τον Γεννάδιο και τον Φαρμακίδη να διακόψουν τη συνεργασία με τον έκδοτη του Εθνικού.
Για να επιτευχθεί ο τρίτος στόχος, δηλαδή η επίσημη παύση της εφημερίδας με κυβερνητική απόφαση και ο εκτοπισμός από την Αίγινα του έκδοτη άλλα και του Διοικητή, ο όποιος συνέλαβε τον μαθητή που είχε πρωταγωνιστήσει στον ξυλοδαρμό του εφημεριδογράφου, γράφτηκαν με συντονισμένο τρόπο αναφορές του Γεννάδιου και των διδασκάλων του Κεντρικού Σχολείου προς τον έφορο των εκπαιδευτικών καταστημάτων της Αίγινας Φαρμακίδη, του Φαρμακίδη προς το Υπουργείο Παιδείας και του Υπουργού Παιδείας προς την Διοικητική Επιτροπή, ενώ ταυτόχρονα ο Φαρμακίδης ζητούσε και ιδιωτικά με προσωπικές επιστολές την παρέμβαση του Μαυροκορδάτου. Μερικές περικοπές θα βοηθήσουν να ζωντανέψουμε το κλίμα και να καταλάβουμε καλύτερα την τακτική:
Γεννάδιος και διδάσκαλοι προς Φαρμακίδη: «Ο κύριος Τριανταφυλλίδης ευθύς εις το δεύτερον φύλλον της εφημερίδος του εξέρασεν ύβρεις εναντίον των διδασκάλων, των μαθητών και αυτών των διδακτικών καταστημάτων […] Παρακαλούμεν λοιπόν, Κύριε Έφορε, να αναφερθείτε όπου ανήκει, δια να διωχτεί από την νήσον τούτην ο αναίσχυντος αυτός και άδικος υβριστής. Αλλέως είμεθα αναγκασμένοι ν’ αναχωρήσωμεν ημεΐς· και τότε η Κυβέρνησις ας διορίση διδάσκαλον τον καλόν αυτόν άνθρωπον, δια να μορφώση όμοιους του πολίτας».
Φαρμακίδης προς Γραμματεία Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως: «Ο ποτέ γραμματεύς του εδώ Πρωτοκλήτου Δικαστηρίου, Τριανταφυλλίδης επονομαζόμενος, ανέλαβεν έκδοσιν πολιτικής εφημερίδος κατ’ άδειαν μόνον του έκτ. διοικητού χωρίς την προηγουμένην γνώσιν της Κυβερνήσεως. […] Εις τον αρ. 2 της εφημερίδος […] γράφει τα εξ αμάξης εναντίον των διδασκάλων, και ιδιαιτέρως ονομαστί εναντίον του κ. Γενναδίου […] Οι μαθηταί […] παροργισθέντες […] έδειραν αυτόν […] ’Ας μη παρεξηγηθή […] το κίνημα των μαθητών […] η αταξία είναι πάντοτε αταξία άλλ’ αταξία αταξίας διαφέρει. […] Ο συντάκτης του Εθνικού πρέπει ν’ απομακρυνθή εντεύθεν προς αποφυγήν […] άλλου τίνος σκανδάλου εις τους μαθητάς. […] αυτός ο εξ αγωγής, αν όχι εκ (ρύσεως, αυθάδης και επαρμένος εις το όποιον ανήκει κόμμα έγινεν αίτιος του δαρμού του».
Φαρμακίδης προς Μαυροκορδάτο: «Οι μαθηταί και οι διδάσκαλοι ζητούν την παύσιν της εφημερίδος και την δίωξιν του συντάκτου της· τούτο ζητεί και η Δημογεροντία του τόπου άλλ’ ο Σκούφος, επιμένων εις τας συνταγματικάς αρχάς του, δεν θέλει να κάμη πράγμα αυθαίρετον […] ας έχη τας αρχάς του άλλ’ ας λείψη άπ’ εδώ δια να μη μας κάμη εκ νέου άνω κάτω.
Φαρμακίδης προς Γραμματεία Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως: «Είναι ατιμία, είναι ύβρις εθνική το να παρουσιάζονται εις τον κόσμον τοιοΰτοι άνθρωποι ως δημόσιοι συγγραφείς, και η Κυβέρνησις πρέπει να θέση όρια, καθ’ όσον συγχωρούσιν αι περιστάσεις, εις την τόσην αναίσχυντον κατάχρησιν του περί ελευθεροτυπίας νόμου· υπό το πρόσχημα του νόμου τούτου κρύπτουσιν οι πονηροί τους ίδιους αυτών σκοπούς, ταράττουσι τα πράγματα, υβρίζουσι πρόσωπα, και μένουσιν ατιμώρητοι δια την κατάστασιν των εθνικών πραγμάτων και την έλλειψιν των δικαστηρίων […] και ο διοικητής Αίγίνης, δους τόσον ευκόλως την άδειαν εις έκδοσιν εφημερίδος παρά την προηγουμένην γνώσιν της Γραμματείας, εις ην ανάγονται τα τοιαύτα, έπραξε κακώς».
Φαρμακίδης προς Μαυροκορδάτο: «Ο Κύριος Σκούφος ενόμισεν ότι έχω τον χαρακτήρα του, και ηθέλησεν ανοήτως να επέμβη και εις τα των σχολείων […]· εφυλάκωσε μαθητήν χαριζόμενος εις τον Κανάρην, προστατεύοντα τον δαρμένον συντάκτην του Εθνικού […] Δεν το εχαρίτωσα τω Κυρίω Σκούφω. Ο άνθρωπος αυτός κατήντησε τωόντι αφόρητος˙ τόσον κούφον και ανάξιον και μικροφιλότιμον δεν τον επρόσμενα […] επιθυμώ πολύ να κρημνισθή τελευταΐον άπ’ εδώ ο βρομάνθρωπος».
Ο Φαρμακίδης και ο Γεννάδιος ήσαν αποφασιστικοί και αποτελεσματικοί άνθρωποι γενικά, και στην περίπτωση αυτή επίσης. Ο Υπουργός Παιδείας Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός, αν και δεν συμμερίσθηκε τις απόψεις του Φαρμακίδη περί αναρμοδιότητας του Διοικητή να συλλάβει τον πρωταίτιο του ξυλοδαρμού, υιοθέτησε τις προτάσεις για το κλείσιμο της εφημερίδας και λίγες ημέρες αργότερα, στις 14.12.1832, εισηγήθηκε στην Διοικητική Επιτροπή τα σχετικά: «Θεωρούσα […] η Γραμματεία ότι, ο εκ προμελέτης πρωταίτιος της ταραχής ταύτης ήτον ο εφημεριδογράφος […] είναι γνώμης […] να διαταχθή ο έκτακτος Διοικητής Αίγίνης όχι μόνον να παύση την έκδοσιν και δημοσίευσιν του φύλλου τούτου, αλλά και τον συντάκτην, ως επιφέροντα ταραχάς εις την νήσον […] να αποπέμψη προς καιρόν εκείθεν».
Έτσι φαίνεται πως έγινε. Ο έκδοτης του Εθνικού πήρε τα χειρόγραφα του δεύτερου φύλλου και πήγε στις Σπέτσες, όπου το ξαναστοιχειοθέτησε και το τύπωσε στο τυπογραφείο που εκδιδόταν ο Ελληνικός Καθρέπτης, για να αποδείξει ότι όσα του καταμαρτυρούσαν ήσαν άδικα. Έτσι έληξε η σύντομη ιστορία της εφημερίδας Ο Εθνικός. Σήμερα, άπ’ όσα γνωρίζω, σώζεται μόνο ένα αντίτυπο του πρώτου από τα δύο φύλλα στη Βιβλιοθήκη της Βουλής.
Όταν ο Ανδρέας Παπαδόπουλος Βρεττός επέκρινε τον Φαρμακίδη και τον Γεννάδιο για τον ρόλο τους στο κλείσιμο της εφημερίδας, πήρε την εξής, εύγλωττη από πολλές απόψεις, απάντηση, δημοσιευμένη στο φύλλο 81 (18.1.1833) της νέας εφημερίδας του Εμμανουήλ Αντωνιάδη, της Αθηνάς:
«Αντί πάσης απαντήσεως λέγω. Ο συντάκτης του Καθρέπτου ονομάζεται Ανδρέας Παπαδόπουλος Βρετός, Λευκάδιος· ο συντάκτης του Εθνικού ονομάζεται Σπυρίδων Π. Τριανταφύλλης, Κερκυραίος εν μέρει· και ο συγγραφεύς του κατά του Κυρίου Γ. Γενναδίου, των άλλων διδασκάλων και των μαθητών άρθρου του Εθνικού ονομάζεται Κωνσταντίνος Ράμφος Χίος […] και όστις δεν τους γνωρίζει παρακαλείται να εξετάση και να τους μάθη. Προς τοιούτους ανθρώπους όστις καταδέχεται ν’ αγωνίζεται νικών νικάται, και, εν αμίλλαις πονηραίς αθλιώτερος ο νικήσας. Καλόν ήτον να ήσαν μετριώτεροι. Ταύτα μόνον, παρακαλώ, να γενώσι γνωστά δια της εφημερίδος σου. Ευδαιμόνει. Ο φίλος σου Θ. Φαρμακίδης».
Γιάννης Κόκκωνας,
Καθηγητής, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Αρχειονομίας και Βιβλιοθηκονομίας.
Η Ηώς (1830-1831) και ο Εθνικός (1832). Τεκμήριον 9 – Επιστημονική Επετηρίδα του Τμήματος Αρχειονομίας και Βιβλιοθηκονομίας. Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Κέρκυρα 2010.
* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
Το πλήρες κείμενο με παραπομπές, σε μορφή Portable Document Format (PDF), στον σύνδεσμο: Η Ηώς (1830-1831) και ο Εθνικός (1832)
Διαβάστε ακόμη:
- Η Ηώς (1830-1831)
- Η δίωξη της Εφημερίδας «Ο Απόλλων»
- Ο Απόλλων: Εφημερίς της Ύδρας
- Τόμπρας Κωνσταντίνος – Ο πρώτος Έλληνας τυπογράφος στην Επανάσταση του 1821
- Εκδόσεις και αναγνωστικό κοινό στο Άργος του 19ου αιώνα
- Ελληνική Τυπογραφία στη διαδρομή πέντε αιώνων
Σχολιάστε