«το αποδέλοιπο Κολοκοτρωνέικο» το νέο βιβλίο του Νίκου Πλατή
«Ήξερα την ιστορία. Αγνοούσα την αλήθεια».
Κάρλος Φουέντες Μασίας, Μεξικανός μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος.
Κυκλοφόρησε το «το αποδέλοιπο Κολοκοτρωνέικο» του Νίκου Πλατή από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων.
«Το αποδέλοιπο Κολοκοτρωνέικο» είναι η συνέχεια και η ολοκλήρωση του βιβλίου «μικρο – Μέγα Κολοκοτρωνέικο» που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2019 και εξαντλήθηκε σε λιγότερο από τρεις μήνες.
Γλαφυρά γραμμένα και τα δύο βιβλία, με ζυγισμένες δόσεις ειρωνείας και χιούμορ, αυστηρά τεκμηριωμένα, διεισδυτικά και αλληλοσυμπληρούμενα, απευθύνονται στο ευρύτερο ανήσυχο και απαιτητικό κοινό και καταφέρνουν να μην έχουν καμία επετειακή διάσταση.
Περιλαμβάνουν συνολικά περισσότερα από 400 λήμματα, που διαβάζονται σαν αυτοτελείς, συχνά συναρπαστικές, μικροϊστορίες και γίνονται ακόμη πιο ενδιαφέροντα επειδή πλαισιώνονται από ένα… φωτορεπορτάζ εποχής όλο εκπλήξεις που αναδύονται μέσα από πίνακες και σπάνια χαρακτικά ζωγράφων και περιηγητών.
Διαβάζοντας «το αποδέλοιπο Κολοκοτρωνέικο», ο αναγνώστης έχει πρόσβαση και σε πλήθος «λεπτομερειών» που η επίσημη ιστορία αποσιωπά εξ συστήματος, όπως λόγου χάρη:
Ότι στα Απομνημονεύματά του ο ίδιος ο Παλαιών Πατρών Γερμανός δεν αναφέρει πουθενά πως αυτός κήρυξε την Επανάσταση. Η κοινή λογική λέει πως αν είχε κηρύξει μια Επανάσταση… θα το θυμόταν.
Ότι ο Γεώργιος Κουντουριώτης πήγε να πολεμήσει τον Ιμπραήμ καβάλα σε χρυσοστόλιστο άλογο, υποβασταζόμενος (εκατέρωθεν) από δυο υπηρέτες του (έχανε την ισορροπία του και έπεφτε, σωριάζονταν καταγής): «Ασυνήθιστος ιππεύς, τον βαστούσαν δύο Αραπάδες, αιχμάλωτοι ιπποκόμοι, να μην πέσει από το περίφημον άλογον το οποίον κατείχεν και εις το οποίον δύσκολον εβαστούνταν ο πλέον καλύτερος ιππεύς».
Ότι κατά κανόνα, χωρίς σχεδόν καμιά εξαίρεση, μία φρεγάτα είχε ένα κυβερνήτη, έναν αρχικαπετάνιο, εκτός από την φρεγάτα «Ελλάς» που είχε τρεις αρχικαπετάνιους: Στην φρεγάτα «Ελλάς» διορίσθηκαν τρεις κυβερνήτες. Οι ναύαρχοι Μιαούλης (Υδραίος), Ανδρούτσος (Σπετσιώτης) και Αποστόλης (Ψαριανός). Το γελοίο αυτό μέτρο, γράφει ο Heideck, «ήταν αποτέλεσμα της αντιζηλίας και της δυσπιστίας που επικρατούσαν ανάμεσα στα τρία νησιά».
Ότι τα ορφανά του πολέμου κυκλοφορούσαν παντέρημα, ολόγυμνα και πειναλέα στους δρόμους της Αίγινας. Από πουθενά έλεος. Ο Αμερικανός εθελοντής και φιλέλληνας Jonathan Miller που βρισκόταν στην Αίγινα τον Μάιο του 1827, είδε μια μέρα ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι 9 και 7 χρόνων να περπατούν χέρι – χέρι σχεδόν γυμνά, γράφει στο Ημερολόγιό του (που κυκλοφόρησε στη Νέα Υόρκη την ίδια χρονιά): «Ήταν ορφανά από το Αϊβαλί». Ο Miller αποφάσισε να υιοθετήσει το αγοράκι. «Το κορίτσι, μόλις έμαθε ότι προτίμησα το αδερφάκι του, έκλαιγε απαρηγόρητο. Αλλά τι μπορούσα να κάνω;».
Ότι το μένος των επαναστατών δεν μετριαζόταν στα γυναικόπαιδα του εχθρού, δεν υπήρχε έλεος για κανένα τους. Άκρως συγκλονιστική, γι’ αυτές τις φρικτές μέρες της εκδίκησης, η μαρτυρία, του νεαρού αξιωματικού Brengeri, ο οποίος έζησε τις ωμότητες και τη σφαγή των αιχμαλώτων Κορινθίων Τούρκων και τις ιστορεί: «Μια μέρα, περνώντας από την αγορά, είδα πλήθος συγκεντρωμένο. Ζύγωσα και είδα μια νεαρή Τουρκάλα που οι Έλληνες στρατιώτες, ύστερα από κάθε λογής προσβολές και ταπεινώσεις, την είχαν μαχαιρώσει πολλές φορές στο πρόσωπο και στα χέρια. Το θύμα σύρθηκε όλη τη νύχτα με τα γόνατα και έφθασε στην πλατεία για να ζητήσει βοήθεια. Οι Έλληνες που την τριγύριζαν, την έφτυναν, ξέσχιζαν τα ρούχα της και την έβριζαν πουτάνα Τουρκάλα. Τα ανοιχτά τραύματά της που αιμορραγούσαν θα μπορούσαν να συγκινήσουν και πέτρινη καρδιά. Έτρεξα στο σπίτι του Κωλέττη, μινίστρου του πολέμου, και τον παρακάλεσα να στείλει δύο στρατιώτες για να απομακρύνουν αυτό το δύστυχο πλάσμα και να δώσουν ένα τέλος στο μαρτύριό του. Ο Κωλλέτης έδωσε αμέσως εντολή. Σε λίγο ήρθαν στην Αγορά δύο άνδρες, άρπαξαν την Τουρκάλα με βάρβαρο τρόπο, την πήραν παράμερα, τη σκότωσαν με τρεις σπαθιές και την παράτησαν στα σκυλιά. Ήταν μια από τις φρικαλέες σκηνές που αντίκρυζα καθημερινά» (Σιμόπ. τ. 2, σ. 33).
Για να πάρουμε μια γεύση από «το αποδέλοιπο Κολοκοτρωνέικο», σας «μεταφέρω» δύο λήμματα του βιβλίο που αφορούν, στο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη το πρώτο και στους Σουλιώτες το επόμενο:
Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος
Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος: Ένας Βοναπάρτε του άτακτου πολέμου! Το μεγαλύτερο προσόν του η γεωστρατηγική του σκέψη και η άριστη γνώση του περιβάλλοντος χώρου, του πολεμικού του πεδίου. Από τον μακρύ ληστρικό προηγούμενο βίο του (αλλά και ως Κάπος που ήταν κατά καιρούς) γνώριζε πιθαμή προς πιθαμή τα μέρη που πολέμησε, μπορούσε να διαβάσει τη σκέψη των αντιπάλων του για το τι θα κάνουν· εν αντιθέσει με τον Καραϊσκάκη, αυτός δεν το έπαιζε αρχιπαλικαράς και μπροστάρης, απλώς σκαρφάλωνε στα γκρεμίδια και παρατηρούσε προσεκτικά με το κιάλε του τις κινήσεις του εχθρού, έκανε χωσιές και κλεφτοπόλεμο, όχι πόλεμο αλά Βοναπάρτε (όπου οι αντίπαλοι στρατοί αντιπαρατίθενται ιστάμενοι ο ένας απέναντι στον άλλο σαν μολυβένια στρατιωτάκια και με τα κανόνια αμφοτέρων να βαράνε στο ψαχνό, σκορπίζοντας προς όλες τις γνωστές κατευθύνσεις ανθρώπινες σάρκες σε… μερίδες του μισόκιλου και του κιλού).
Η φήμη του κάποια στιγμή τεράστια, οι Τούρκοι της Ασίας, γράφει ο Σπηλιάδης, «ἔλεγον ὅτι ὁ Κολοκοτρώνης εἶχεν ἕνα ὀφθαλμὸν εἰς τὸ μέτωπον (ὡς ὁ πολύφημος Κύκλωψ), ἦτο τεράστιος ἄνθρωπος καὶ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ τὸν νικήσωσι ποτέ». (τ. α, σ. 560, σημ. 1).

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Γέρος του Μοριά: Ολόσωμο πορτρέτο του Κολοκοτρώνη με την τεχνική της αγιογραφίας. Είναι ντυμένος με τζοπάνικη καπότα, έχει μακριά μαλλιά και ξυρισμένο το εμπρός της κεφαλής του, ούτως ώστε να προφυλάσσεται από μάχες σώμα με σώμα, αντί για περικεφαλαία φορά το χαρακτηριστικό αρβανίτικο «φεσάκι». Αγνώστου αγιογράφου, αρχείο του συγγραφέα.
Η μεγαλύτερη στιγμή της αρχιστρατηγίας του Κολοκοτρώνη και της στρατιωτικής του παρουσίας καθ’ όλη τη διάρκεια του Αγώνα ήταν ασφαλώς η συντριβή του Δράμαλη: «Δικό του έργο ήταν και η κατάληψη της Τριπολιτζάς. Αλλά τα Δερβενάκια και ο Άγιος Σώστης υπερτερούσαν κατά πολύ. Χωρίς να στάξει πάνω του ούτε μια σταλαγματιά αίμα, μόνο με την ιδιοφυΐα του, κατόρθωσε να παγιδεύσει ένα πανίσχυρο στράτευμα, χρησιμοποιώντας ως κύρια όπλα τα πλεονεκτήματα του Δράμαλη. Εξάλλου ήταν ο μόνος που μπορούσε να εμπνεύσει στα στρατιωτικά του σώματα την πεποίθηση της νίκης, όταν άνθρωποι σαν τον Ρήγα Παλαμήδη έσπερναν τον τρόμο με τις διαδόσεις τους. Έκανε τα παλληκάρια να χλιμιντρούν, γράφει ο Φωτάκος, σαν βαρβάτα άλογα». (Κανέλλ., σ. 182)
Μπορεί στα θέματα του κλεφτοταμπουροπολέμου ο Κολοκοτρώνης να ήταν ένα είδος αυθεντίας, στον τακτικό όμως πόλεμο υστερούσε, δεν είχε γνώση, φαντασία και εμπειρία, γι’ αυτό και έχασε όπως έχασε από τον Ιμπραήμ την Τριπολιτζά: «Ὁ Ἰμπραϊμπασιάς, μὲ ὅλον τὸν στρατόν του θριαμβευτής, τροπαιοῦχος, ἐμβῆκεν εἰς Τριπολιτζὰν εἰς τὰς 10-11 Ἰουνίου, ὅπου ηὗρεν καὶ θροφὰς καὶ ὅσα ἄλλα ἄφησαν οἱ εὐκατάστατοι (καὶ ποῖος ἦτον δυστυχὴς τότες ἐκεῖ;)» (Κασομ., σ. 72).
Και ως αρχηγός της Επανάστασης δεν τα πήγε καθόλου καλά ο Κολοκοτρώνης, και ας λένε διάφοροι διάφορα: «Το εθνοπατριωτικό μάρκετινγκ όμως τον επέβαλε ως αρχηγό των αρχηγών. Και δεινό καβαλάρη (όπως ο τελευταίος Παλαιολόγος άλλωστε)». (μικροΜέγα Κολοκοτρωνέικο, σ. 48).
Η Επανάσταση χρειαζόταν έναν γενικό αρχηγό, αλλά δυστυχώς δεν τον απέκτησε ποτέ. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης προσπάθησε πολλάκις να ηγηθεί της Επανάστασης, να γίνει ο κύριος του Μοριά και του ελληνικού εγχειρήματος εν γένει, το έκανε όμως με πολύ ωμό και αδέξιο τρόπο, δεν είχε τα απαιτούμενα πολιτικά προσόντα, απέτυχε παταγωδώς κατά το μάλλον ή ήττον και επιπλέον έγινε υπαίτιος δύο εμφυλίων πολέμων, όπως μας διαβεβαιώνει η εξόχως δημοφιλής και αγαπητή ιστορικός μας (καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών) Μαρία Ευθυμίου: «Η Ελληνική Επανάσταση χρειαζότανε έναν αρχηγό. Αυτό της έλειψε, το είπαμε σε προηγούμενα σημεία. Όμως, δεν το πέτυχε [ο Κολοκοτρώνης], αλλά δεν το πέτυχε με τέτοιο τρόπο ώστε πυροδότησε δύο κύκλους εμφυλίων πολέμων, στους οποίους και πρωταγωνίστησε. Και αυτό του το χρεώνει η βιβλιογραφία, χωρίς πάντοτε να ξεχνάει κανείς ότι, έτσι κι αλλιώς, ο άνθρωπος αυτός υπήρξε πολύτιμος σε πολλές φάσεις της Επανάστασης, αλλά στα πολιτικά του πράγματα υπήρξαν φορές που έβλαψε βαρύτατα τον Αγώνα». (Ευθυμίου).
Ο γνωστός Μακρυγιάννης (που τον υμνεί ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης) κατηγορεί απερίφραστα τον Κολοκοτρώνη για δόλιο και αθέμιτο πλουτισμό (γράφει στα απομνημονεύματά του πως ήρθε γυμνός από τη Ζάκυνθο και κατέληξε ένας νέος Κιαμίλμπεγης σωστός): «Ἤμασταν φτωχοί, ἐγίναμεν πλούσιοι. Ἦταν ὁ Κιαμίλμπεγης ἐδῶ εἰς τὴν Πελοπόννησο καὶ οἱ ἄλλοι οἱ Τοῦρκοι πλουσιώτατοι, ἔγινε ὁ Κολοκοτρώνης καὶ οἱ ἄλλοι οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι πλούσιοι ἀπὸ γές, ἀργαστήρια, μύλους, σπίτια, σταφίδες καὶ ἄλλα πλούτη τῶν Τούρκων. Ὅταν ο Κολοκοτρώνης καὶ οἱ συντρόφοι του ἦρθαν ἀπὸ τὴν Ζάκυθο, δὲν εἶχαν οὔτε πιθαμὴ γῆς τώρα φαίνεται τί ἔχουν».

Ο Κολοκοτρώνης στα κόκκινα και τα χρυσοποίκιλτα. Όταν πια μπορούσε να φοράει ρούχα πολύτιμα, αντάξια της φήμης του. Γύρω στα 1826. Πολύ πριν του βάλουν την περικεφαλαία του Μεγαλέξανδρου. Αυτή πρέπει να θεωρείται η πλέον πιστή απεικόνισή του.
Ο φιλέλληνας Αμερικανός Χένρι Έι Βι Πόουστ (Henry A. V. Post), αν και νηφάλιος (και μάλλον εχέγγυος) αυτόπτης μάρτυς, δεν τον είχε περί πολλού τον Κολοκοτρώνη (όπως και όλους τους οπλαρχηγούς που γνώρισε εκ του σύνεγγυς), δεν τον γουστάριζε καθόλου για την ακρίβεια, γράφει τα χειρότερα γι’ αυτόν στο Χρονικό του, μιλάει με θυμό για το άτομό του: «[…] Η φιλοχρηματία έχει κηλιδώσει τα πιο αξιέπαινα κατορθώματά του. Με δυο λόγια (ο Κολοκοτρώνης) απόχτησε πλούτη, τεράστια πλούτη, ενώ οι συμπατριώτες του αφανίζονταν από την πείνα. Είναι Κλέφτης και γιος Κλέφτη. Και οι άνομες και αρπακτικές συνήθειες που απόχτησε στα ορεινά του κρησφύγετα, όπου αυτός και οι πρόγονοί του επί τόσο χρόνο αψήφισαν τη δύναμη του κατακτητή, ήταν πολύ βαθιά ριζωμένες […].
Όπως οι περισσότεροι από τους συμμαχητές του στο βουνό είναι αμαθής και απαίδευτος, ποτισμένος με άγριες ιδέες ανεξαρτησίας και απρόθυμος να ξεχωρίσει τους περιορισμούς των ευεργετικών νόμων από τις αλυσίδες της απόλυτης δουλείας. Ωστόσο, δεν μπορώ να μην αντικρύσω αυτόν τον σκληροτράχηλο γέρο-Κλέφτη με αισθήματα σεβασμού και σχεδόν λατρείας. Γιατί όποια κι’ αν είναι τα σφάλματα και οι ατέλειες του χαρακτήρα του, θα ήταν ψεύδος να μην αναγνωρίσει κανείς ότι πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες στην υπόθεση στην οποία αφιερώθηκε». (Σιμόπ., τ. 5, σ. 438).
Και οι ξένοι μισθοφόροι που ήρθαν για να προσφέρουν τις πολεμικές υπηρεσίες τους στην Επανάσταση δεν είχαν να πουν ούτε μισή λέξη συμπάθειας για τον Κολοκοτρώνη, τον μισούσαν θανάσιμα, ήταν αυτός που τους εμπόδιζε να αναδείξουν τα δήθεν προτερήματά τους, γιατί αντιπροσώπευε έναν τελείως διαφορετικό τρόπο πολέμου από αυτόν που ήξεραν, έναν τρόπο πετυχημένο για τις συγκεκριμένες συνθήκες της Ελλάδας του 1821: «Ήρθαν στην Ελλάδα για μισθοφορία, για αξιώματα και πλουτισμό. Και όχι μόνο κρατήθηκαν μακριά από τους θησαυρούς της Τριπολιτσάς αλλά είχαν περιπέσει και σε κατάσταση λιμοκτονίας. Θεωρούσαν τον Κολοκοτρώνη προσωπικό τους εχθρό επειδή ήταν εμπόδιο στις φιλοδοξίες τους, στην ένταξη δηλαδή των χιλιάδων αγωνιστών σε τακτικές μονάδες που θα διοικούσαν οι ίδιοι. Τον συκοφαντούν διαρκώς υιοθετώντας τις διαδόσεις ότι συγκέντρωσε θησαυρούς στην Τριπολιτσά και κατέθεσε μεγάλα ποσά σε επτανησιακές Τράπεζες. Όλοι σχεδόν οι εθελοντές θεωρούν αιτία των δεινών τους τον Κολοκοτρώνη. Είναι ληστής, γράφει ο Γερμανός Em. Hahn. “Πλούτισε και δεν νοιάζεται διόλου για την ελευθερία της πατρίδας του” […]». (Σιμόπ., τ. 2, σ. 240).
Στο ίδιο μήκος κύματος με τους περισσότερους ξένους εθελοντές και ο Πρώσσος αξιωματικός Σρέμπιαν (Schrebian), ο οποίος δεν παραλείπει να κατηγορήσει κι αυτός τον Κολοκοτρώνη για απληστία και φιλοχρηματία. Στο χρονικό του ο Σρέμπιαν καταγράφει τις εντυπώσεις του από τη γνωριμία του με τον γέρο του Μοριά: «Περασμένα τα πενήντα, βλέμμα αυστηρό, έκδηλη υπεροψία στην έκφραση μαζί με σκληρότητα, που προσπαθεί, αλλά χωρίς επιτυχία, να κρύψει. Είναι αμαθής, μ’ όλο που παρασταίνει τον πολύξερο. “Φαίνεται πως είναι και αναλφάβητος. Όταν του έδωσα τα ελληνικά συστατικά μου πρόσεξα πως τα κρατούσε ανάποδα. Μου τα ξανάδωσε δείχνοντας πως τα μελέτησε και τα βρήκε εντάξει”. Στις δημόσιες εμφανίσεις του στην πόλη τον ακολουθούσε πάντοτε ένα σώμα από 80-100 διαλεχτούς στρατιώτες. Πλάι του οι δυο γιοι του και πίσω ένας στρατιώτης που κρατούσε ένα σάκο μικρά νομίσματα – παράδες – και πλήρωνε στα μαγαζιά για τα ψώνια του αρχηγού. Κάπου-κάπου έδινε και ελεημοσύνες στους φτωχούς που τύχαιναν στο δρόμο». (Σιμόπ., τ. 2, σ. 43-44).
Ο Κολοκοτρώνης δεν εκφράζει συμπάθειες, φιλικά και συντροφικά συναισθήματα· φαίνεται πως αγνοούσε παντελώς την έννοια της συντροφικότητας, θεωρούσε μάλλον την Επανάσταση μια καθαρά δική του υπόθεση, δεν εκφράζει την παραμικρή συμπάθεια για τους συμπολεμιστές του, δεν μοιράζεται συναισθήματα με κανέναν, είναι μόνος του, είναι αυτός και οι απέναντι, οι αντίπαλοί του. Ένας μοναχικός λύκος! Δεν μιλάει παρά μόνο για τον εαυτό του. Μοιάζει σαν να μας λέει ότι την έκανε σχεδόν μόνος του την Επανάσταση: «Μα, από όσο ξέρουμε, στην αστική, αλλά και στη βουκολική κουλτούρα υπάρχουν οι σύντροφοι, οι συναγωνιστές, υπάρχουν οι άνθρωποι που πολεμάμε μαζί τους και μοιραζόμαστε τις χαρές και τις λύπες μας, τις επιτυχίες μας, τις αποτυχίες μας κλπ. ο Κολοκοτρώνης δεν είχε τέτοια συναισθήματα. Όλοι έχουμε φίλους, πόσο μάλλον όταν επαναστατούμε, τους έχουμε και ανάγκη κιόλας. Δεν έχει πει καλή κουβέντα για κάποιον σύντροφο του, είναι αυτός και οι απέναντι. Εντελώς στεγνός!» (Από συνέντευξή μου στη LIFO με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του μικροΜέγα Κολοκοτρωνέικο, 27 Νοεμβρίου 2019).

Μια ακόμα προσωπογραφία του Θ. Κολοκοτρώνη, του Γκιαούρ πασά, όπως τον αποκαλούσαν οι Τούρκοι, προσωνύμιο που υποδηλώνει τον σεβασμό που προκαλούσε στις τάξεις του εχθρού, όπως γράφει και το Κολοκοτρωνεΐκο λεξικό.
Δημοσιεύεται στο βιβλίο του Γάλλου φιλέλληνα διπλωμάτη Κλοντ Ντενίς Ραφενέλ (C.D. RAFFENEL), «Ιστορικά Γεγονότα στην Ελλάδα» («L’Histoire Des Evenements De La Grece», τόμος 2ος), που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1824.
Αν και αποδεδειγμένα ατρόμητος ως άνθρωπος και γενναίος, είχε κι αυτός (όπως και όλοι μας άλλωστε) τις άσχημες στιγμές του, που αν η Ιστορία ήθελε καλά και σώνει να σταθεί και σε αυτές, δεν θα του αφιέρωνε επ’ ουδενί τόσα πολλά από τα χρυσά της γράμματα· τέτοιες ήσαν και οι στιγμές εκείνες όπου ο Κολοκοτρώνης εκλιπαρούσε (όπως και οι άλλοι συγκρατούμενοί του) τον Κουντουριώτη να του χαρίσει τη ζωή: «Πραγματικά ζήτησαν έλεος. Όταν παραδόθηκε στα χέρια των εχθρών του κι’ οδηγήθηκε στ’ Ανάπλι έστειλε στον πρόεδρο του Εκτελεστικού Γ. Κουντουριώτη ένα γράμμα […] όπου δοξολογεί και κολακεύει ταπεινά τον πρώτο διώκτη του (“γνωρίζων τὴν εὐγενὴ καὶ εὐαίσθητόν Σας καρδίαν”, “τὸ ἔκλαμπρον ὑποκείμενόν Σας”, το “ἐστολισμένον μ’ ὅλας τὰς γενναίας ἀρετάς”, “τὰ γενναῖα καὶ πατριωτικὰ αἰσθήματα τῆς εὐγενεστάτης τῶν Κουντουριωτῶν οἰκογενείας” κλπ. κλπ.), εκφράζει βαθειά μεταμέλεια και ζητεί έλεος. Προκαλεί εντύπωση η δημόσια μετάνοια του Κολοκοτρώνη, που, όπως γνωρίζουμε από άλλα κείμενα, δεν εκφράζει διόλου τις σκέψεις του και τα πραγματικά συναισθήματά του. Φαίνεται πως, επηρεασμένος από τον φόνο του γιου του, περίμενε καταδίκη και εκτέλεση. Και οι φόβοι του δεν ήταν υπερβολικοί». (Αρχεία Κουντουριώτου, τ. Γ΄, σ. 522-523 και αναφορά σε Σιμόπ., σ. 53).
Ολοκληρώνοντας περίπου το αρνητικό προφίλ του γέρου του Μοριά, θα πρέπει κανείς να σταθεί και στο πόσο ελάχιστα εύστροφος ήταν στα πολιτικά θέματα και κυρίως στο πόσο μειονεκτικά ένιωθε με τους πρόκριτους και τους μορφωμένους: «Ήταν αργόστροφος ο Κολοκοτρώνης στα πολιτικά, απονήρευτος και εύπιστος. Και το χειρότερο: Αυτός ο ατρόμητος πολέμαρχος που στο κάλεσμά του ρίχνονταν οι αγωνιστές στη φωτιά κι’ ο λαός τον θεοποιούσε, ένοιωθε κατωτερότητα μπροστά στους κοτζαμπάσηδες, στους Επτανησιώτες “ευγενείς” και στους ξένους. Τον συντρίβει η αγραμματοσύνη του, αποζητά την εύνοιά τους, χάνει την ορθοφροσύνη του, παρασύρεται. Επιδιώκει αδιάκοπα σχέσεις, φιλίες, συγγένειες και συμμαχίες με τα τζάκια (το τσαρούχι με τη γούνα)». Όταν ο γιος του ο Κολίνος παντρεύτηκε την εγγονή του πρώην ηγεμόνος της Βλαχίας Καρατζά, είπε περιχαρής ο γέρος του Μοριά: «Ἐσυμπεθέρευσεν ἡ κάπα μὲ τὴν γούνα».
Στα πλην του Θόδωρου Κολοκοτρώνη και η αφιλία, μα και η απύθμενη τσιγκουνιά του: ενώ είχε βαθύ πλούτο, ήταν πια ένας επιφανής Αθηναίος που έμενε κοντά στο Παλάτι (και πήγαινε ανελλιπώς στις βασιλικές χοροεσπερίδες και τραπεζώματα), δεν νοιάστηκε καθόλου για τον έρμο τον ανιψιό του (και πιστό του πολεμικό σύντροφο) τον Νικηταρά (τον διαβόητο Τουρκοφάγο) και την άτυχη οικογένειά του, που πέθαιναν της πείνας σε ένα αχούρι κάτω στον Πειραιά, όπου έφτασε ο τάλας να ζητιανεύει στα σκαλιά της εκκλησίας τις δεκάρες των περαστικών.
Και το τέλος του Κολοκοτρώνη δεν ήταν πάντως και τόσο ηρωικό· πέθανε από βαρυστομαχιά, «έσκασε από το πολύ φαΐ», που έλεγαν οι παλιότεροι· έπαθε αποπληξία κατά τον ύπνο (τον βρήκε κόλπος, όπως λένε), κατά την 4η ώρα της νυκτός: «Δεν μπορούσε να κουνηθεί ούτε να μιλήσει, και μετά βίας ανέπνεε. Αν και ήρθαν οι καλύτεροι γιατροί της εποχής, δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτε περισσότερο απ’ το να παρατείνουν τις στιγμές του. Τον φλεβοτόμησαν και του έβαλαν βδέλλες [για αφαίμαξη], χιόνι στην κεφαλή, καταπλάσματα από σιναπόσπορο στα πόδια», όπως διαβάζουμε σχετικώς σε μια ιστοσελίδα ελληνορθόδοξων φρονημάτων. (antexoume.files.wordpress.com).
Τη βραδιά του θανάτου του ήταν προσκεκλημένος στον βασιλικό χορό του Παλατιού: «Εκεί χόρεψε, έφαγε και ήπιε περισσότερο απ’ ό,τι συνήθιζε, ευτυχής καθώς ήταν, αφού προ δύο ημερών είχε παντρέψει το μικρότερο παιδί του, τον Κωνσταντίνο (Κολίνο). Μετά τον χορό γύρισε σπίτι του, το οποίο βρισκόταν πολύ κοντά στα Παλάτι, την σημερινή Βουλή των Ελλήνων».
Σουλιώται
Σουλιώται: Οι διαμένοντες εις το Σούλι (αλλά και οι καταγόμενοι απ’ αυτό), οι Σουλιώτες (στην ορθογραφία που ακολουθούσε ο Τερτσέτης, μα κι ο Φωτάκος, αλλά και ο Κασομούλης). Το ένα τρίτο των ενεχομένων σε μια γραπτή έκθεση προς τον τσάρο που μνημονεύει ο Κολοκοτρώνης: «Κάμνομεν ὅλοι μία ἀναφορά, Σουλιῶται, Ρουμελιῶται καὶ Πελοποννήσιοι, εἰς τὸν Αὐτοκράτορα καὶ τοῦ ζητοῦμεν βοήθειαν διὰ νὰ ἐλευθερώσωμεν τὸν τόπον μας. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς ἐνήργησε νὰ γίνει ἡ ἀναφορά. Οἱ Σουλιῶται, Ρουμελιῶτες ἦτον στὴν Πάργαν». (Διήγ.)
Τι ακριβώς ήσαν; Ένας πληθυσμός ανελέητων μισθοφόρων πολεμιστών, άνδρες αργυρώνητοι [αργυρώνητος: (λόγ.) που εξαγοράζεται με χρήματα· πουλημένος ή… νοικιασμένος] και ληστρικοί. Η λεηλασία και η αρπαγή ήταν μια παράπλευρη επαγγελματική τους ιδιότητα.

Ο Φώτος Πίκος από το Σούλι: Εικάζεται πως αυτή είναι η πρώτη προσωπογραφία που δημιούργησε ο Luis Dupre στον ελλαδικό χώρο. Απεικονίζεται η διάχυτη θλίψη (μα και η ταπείνωση) της εξορίας (δεν είναι δα και κάτι απλό το να σε σου πάρουν τον τόπο σου και να σε διώξουν για πάντα απ’ αυτόν).
Πήραν μέρος στην Επανάσταση ως επαγγελματίες μισθοφόροι οι περισσότεροι εξ αυτών και πληρώνονταν, αδρά μάλιστα, όπως μαρτυρεί ο πάντα αξιόπιστος Νικόλαος Κασομούλης:
«Οι Σουλιώται όλοι σχεδόν εμισθώθησαν, οι μεν υπό την άμεσον διοίκησιν της Κυβερνήσεως, οι δε υπό άλλους οπλαρχηγούς, και άγοντο και με την περίστασιν. […] Εις Κορυφούς [Κέρκυρα] εκατοικούσαν (έως τότε), και απ’ εκεί η επιτροπή της (εκεί συστημένης) Ελλ. Εταιρίας τους επλήρωνε ανά δώδεκα δίστηλα και τους έβγαζεν εις την Ελλάδα από εκεί, μυστικώς από την εκεί (Αγγλικήν) κυβέρνησιν, και με αδρά έξοδα». (Ενθυμήματα στρατιωτικά, σ. 36).
Συμπληρωματικά δε, γράφει τα εξής ο γνωστός Γιάννης Βλαχογιάννης σε μια υποσημείωσή του: «Σα μισθοφόροι συστηματικοί, πηγαίνανε μ’ όσους δίναν περισσότερα. Αλλά και το Κράτος τους έδωσε μισθούς προνομιακούς».
Πολλά και διάφορα λέγονται περί της καταγωγής τους, η πλέον ελληνοπρεπής εκδοχή θεωρεί πως οι Σουλιώτες ήσαν «[…] δίγλωσσοι Έλληνες που μιλούσαν ελληνικά και αλβανικά, ενώ έγραφαν μόνο στα ελληνικά» (και γιατί να ομιλούν την αλβανική αυτοί οι απομονωμένοι ορεσίβιοι τάχα Έλληνες, μήπως και περάσει από τα μέρη τους κάνας… Αλβανός τουρίστας;).
Κατά πάσα πιθανότητα, οι Σουλιώτες ήσαν κράμα μιας αρχικής αλβανικής πατριάς μιλιτέρ μισθοφόρων (που καταδιωκόμενη διέφυγε στα απρόσιτα ορεινά της Θεσπρωτίας) και αλβανοφώνων και ελληνοφώνων χριστιανών κακοποιών που κατέφυγαν εις το Σούλι (τον 17ο κυρίως αιώνα). Ο εθνοπατριωτικός «μας» ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (1815-1891) τους θεωρεί (τι… ανήκουστο) «ιδανικό Ελληνοαλβανικό μίγμα», [Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 8ος, κεφ. Στ.], ενώ ο μαρξιστής – «ιστορικός» Γιάννης Κορδάτος (1891-1961) τους απαξιώνει πλήρως, [Βλ. Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, τ. Α΄, σελ. 405, 407, 409], δεν τους θεωρεί ούτε Έλληνες ούτε άξιους ιστορικής μνημόνευσης, αλλά κοινούς «ληστοσυμμορίτες» (η αλήθεια πάντως είναι πως όσο ζούσαν στο Σούλι, ούτε με τα αγροτικά ασχολούνταν ούτε με εργασία άλλη πέραν της συστηματικής και ένοπλης λήστευσης των γειτονικών τους χωριών).
Ο Εγγλέζος ιστορικός της Επανάστασης Τζορτζ Φίνλεϊ (1799-1875) ωστόσο δεν διατηρεί την παραμικρή αμφιβολία ούτε για τη χριστιανικότητά τους ούτε για την αλβανικότητά τους: «ΣΟΥΛΙΩΤΕΣ, Η ΠΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗ ΦΥΛΗ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΑΛΒΑΝΩΝ», [Τσάμηδες χριστιανοί για τους ιστορικούς Θάνο Βερέμη, Γιάννη Κολιόπουλο και Ιάκωβο Μιχαηλίδη, οι οποίοι συνέγραψαν το 1821, που κυκλοφόρησε προ διετίας περίπου, το Νοέμβριο του 2018].
Όταν ο Αλήπασας τους εκδίωξε κλοτσηδόν από το Σούλι, αυτοί κατέφυγαν στα ’Φτάνησα, προσφέροντας τις στρατιωτικές υπηρεσίες τους στους εκάστοτε κυρίαρχους των Ιονίων νήσων (Ρώσους, Γάλλους και Άγγλους), πολεμώντας και εναντίον των Ελλήνων όταν τους ζητήθηκε· έτσι πολλοί Σουλιώτες πέρασαν στο στράτευμα των Ρώσων στους Κορφούς (Κέρκυρα), στην εκεί λεγεώνα των ξένων (μαζί με Χειμαριώτες, Μανιάτες και άλλους μισθοφόρους), συμμετέχοντας στις εκστρατείες στη Νάπολη (1805), στην Τένεδο και τη Δαλματία (1806)· μετά δε τη Συνθήκη του Τίλσιτ στα 1807, περνούν στη δούλεψη των Γάλλων, σε μία μονάδα γνωστή στα του Ιονίου Πελάγους ως «Σύνταγμα Σουλιωτών» (Régiment Souliot), ενώ: «Κατά τη διάρκεια της αγγλογαλλικής διένεξης, μεταξύ 1810 και 1814, οι Σουλιώτες, ευρισκόμενοι στη γαλλική υπηρεσία, αντιμετώπισαν άλλους Έλληνες πρόσφυγες, που είχαν οργανωθεί από τους Βρετανούς σε ελαφρύ σύνταγμα πεζικού». (el.wiki)
Στα 1823 (3 Αυγούστου για την ακρίβεια), που φτάνει με μια χούφτα ακολούθους του στο λιμάνι της Κεφαλονιάς ο Μπάιρον, οι Σουλιώτες ήσαν επί ενοικίω, πήγαιναν με όποιον είχε λεφτά να τους πληρώσει: «Προτού ο ποιητής προλάβει να πατήσει το χωλό του πόδι σε ελληνικό έδαφος, αρχίζουν οι παραλογισμοί. Στο λιμάνι ο Βύρων στρατολογεί 40 Σουλιώτες πολεμιστές ως προσωπική φρουρά· το επόμενο λεπτό το ξανασκέφτεται και στέλνει τους άνδρες στα σπίτια τους, μ’ ένα μηνιάτικο στο χέρι». (Schaper)

«Grecs και Souliotes». Σελίδα από μια γαλλική έκδοση του 1840 με μη πολιτικά ορθές εικονογραφήσεις, όπου ταυτίζονται οι λέξεις Grecs και Souliotes. Ερωτική λιθογραφία με σασπένς Σουλιώτικου εξωτισμού.
Άξια μνείας και τούτα ασφαλώς: Οι Σουλιώτες εκπαιδεύονταν από τα παιδικά τους χρόνια στις σφαγές και ήσαν δεινοί νυχτομάχοι, μπορούσαν δηλαδή να πολεμούν στο σκοτάδι. Το ίδιο όπως και οι ομότεχνοί τους Μανιάτες, ποτέ δεν πολέμησαν χωρίς αμοιβή· «ο μισθός ήτο η πατρίς των» υπερθεματίζει ο ακριβοδίκαιος Φωτάκος, ο οποίος δεν τους είχε σε καμία απολύτως εκτίμηση. Και πολεμούσαν μόνο υπό τις διαταγές κάποιου Σουλιώτη (και ουδενός άλλου). Η φήμη τους δε είχε φτάσει πολύ πέραν της Βαλκανικής χερσονήσου.
Γράφει δε, μεταξύ άλλων, τα εξής για τους Σουλιώτες: «[…] όλη η Πελοπόννησος ήτο σκεπασμένη από Τούρκους, τας δε γυναίκας και τα παιδία των τας είχαν εις τας τρύπας, και τας κορυφάς των βουνών και των βράχων, και προσέτι επάνω εις μεγάλα δένδρα και δάση. Και όμως οι Σουλιώται τότε εζήτουν προνόμια, και δι’ αναφοράς των προς την Συνέλευσιν παρίστων τας μεγάλας προς την πατρίδα εκδουλεύσεις των, και ότι αυτοί πρώτοι έλαβαν τα όπλα υπέρ αυτής από του έτους 1820, και δια τούτο εκαυχώντο, ότι ήσαν πρωτοεπαναστάται. Ελησμόνησαν όμως, ότι ήσαν μισθωτοί σύντροφοι του Σατράπου της πατρίδος των (τον Αλήπασα εννοεί), και ότι αφού τα Ιωάννινα εκυριεύθησαν από τους στρατούς του Σουλτάνου, εσυμφώνησαν έπειτα με τον στρατάρχην τούτου Χουρσήτ πασάν να υποταχθώσιν και να προσφέρωσιν εις τον Σουλτάνον τας υπηρεσίας των. […] Αλλά αυτά τα παληκάρια του Σουλίου χάριν τίνος επολέμουν; Δια την πατρίδα και την πίστιν, ή δια τον μισθόν; Εντροπή!»
Επιμέλεια: Τάσος Τσάγκος
Επιμελητής εκδόσεων
Γενικός Γραμματέας Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης
Σχολιάστε