Η Χουρμαδιά τ’ Αναπλιού – Χρήστος Πιτερός
Και μια κουρμαδιά, λαβωμένη απ’ τις μπάλες
ζούσε μάρτυρας άφωνος τόσων αιμάτων.
Στέφανος Δάφνης
Από την «Πύλη τη Στεριά» / στ’ Ανάπλι ως με την Κουρμαδιά.
Τη νύχτα της 13ης Δεκεμβρίου 2008, το παλιότερο δέντρο της παλιάς πόλης του Ναυπλίου, ο λυγερόκορμος φοίνικας, η χουρμαδιά τ’ Αναπλιού που έστεκε στα Πέντε Αδέλφια, ορόσημο του άκρου της πόλης, ακοίμητος φρουρός της νεότερης ιστορίας, μπροστά στην έπαυλη «Αμυμώνη» του ποιητή και λάτρη του Ναυπλίου, Θ. Κωστούρου, μας άφησε χρόνους.
Το υπεραιωνόβιο δένδρο είχε την ίδια ηλικία με το ανεξάρτητο Νεοελληνικό Κράτος και σύμφωνα με το θρύλο το φύτεψε ο πρώτος Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας. Η χουρμαδιά κατάφερε να επιβιώσει ως την εποχή μας με περιπέτειες από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κατά τη δεκαετία του 1950 γλύτωσε από την μεταπολεμική τουριστική «αξιοποίηση» με την κατεδάφιση σημαντικών παρακείμενων νεοκλασικών κτιρίων της παλιάς πόλης για την κατασκευή, από τον EOT, του ξενοδοχείου «Αμφιτρύων».
Το ξενοδοχείο Αμφιτρύων, αρχικά προβλεπόταν να επεκταθεί ακόμα δυτικότερα και στο χώρο της χουρμαδιάς, αλλά η αγάπη του ποιητή και λάτρη τ’ Αναπλιού Θ. Κωστούρου πρόβαλε ως ασπίδα σωτηρίας την παράδοση, ότι το δέντρο αυτό το φύτεψε ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, με αποτέλεσμα να μην επεκταθεί το ξενοδοχείο και να εναρμονισθεί κατά το δυνατόν καλύτερα με τον προμαχώνα Πέντε Αδέλφια και τα γειτονικά μνημεία της πόλης.
Αλλά ας παρακολουθήσουμε για λίγο από κοντά τη χουρμαδιά τ’ Αναπλιού στα Πέντε Αδέλφια από τα πρώτα χρόνια της ζωής της μέχρι το ξαφνικό τέλος της, με τον περιβάλλοντα ιστορικό χώρο, ο οποίος μέσα στο διάβα δυο αιώνων περίπου άλλαξε αρκετές φορές πρόσωπο. Η φοινικιά τ’ Αναπλιού είχε φυτρώσει στο χώρο αυτό προφανώς λίγα χρόνια πριν από την άφιξη του Καποδίστρια στην Ελλάδα το 1828, το πιθανότερο στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Το δένδρο εικονίζεται ήδη το 1833, όταν ήταν ακόμα μικρό, σε υδατογραφία του G. Haubenschmidt,[1] την εποχή των Βαυαρών σε ελεύθερο χώρο αμέσως δυτικά από το στρατιωτικό Διοικητήριο και αργότερα Φρουραρχείο της πόλης με φόντο το Μπούρτζι, σ’ ένα ήρεμο τοπίο, με Βαυαρούς αξιωματικούς και φουστανελοφόρους.

O προμαχώνας των «Πέντε Αδελφών», A. Haubenschmid, 1833-1834, Βαυαρικό Πολεμικό Μουσείο (Ingolstadt Bayerisches Armeemuseum).
Σε άλλο πίνακα γύρω στα 1836 του Peytier, ο φοίνικας έχει σημαντικά μεγαλώσει και προεξέχει από τη στέγη ενός ισόγειου κτίσματος, μαγειρείου (;) ενώ στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα εικονίζεται σε φωτογραφία του 1934 δίπλα σε διώροφο κτίριο, το οποίο στη δεκαετία του 1950 μαζί με τα παρακείμενα νεοκλασικά κτίρια κατεδαφίστηκε για την ανέγερση του ξενοδοχείου «Αμφιτρύων».
Το 1941 κατά τον βομβαρδισμό των γερμανικών «στούκας» ένα πλοίο με πυρομαχικά βυθίστηκε σε μικρή απόσταση δυτικότερα από την είσοδο του λιμανιού και από τις εκρήξεις ένα σίδερο χτύπησε κατάκορμα το υπεραιωνόβιο δέντρο και του δημιούργησε ανοιχτή ανεπούλωτη πληγή. Μετά τη θύελλα της τουριστικής «αξιοποίησης» της χώρας (1950-1960), το δέντρο βρήκε ασφαλή και ιδανική προστασία στην αυλή της έπαυλης «Αμυμώνη» του ποιητή και λάτρη του Ναυπλίου Θ. Κωστούρου.
Είναι αξιοσημείωτο ότι όλα τα κτίρια στη δυτική πλευρά της πόλης έχουν κατεδαφιστεί και το ιστορικό πρόσωπο της πόλης έχει βάναυσα αλλοιωθεί. Η κατεδάφιση των κτιρίων αυτών είχε αρχίσει σταδιακά από το 1947.

Το ξενοδοχείο «Αμφιτρύων», η «Βίλα Αμυμώνη», ο προμαχώνας «Πέντε Αδέλφια» και στο βάθος η Ακροναυπλία με το «Ξενία Παλάς».
Η θανάσιμα τραυματισμένη χουρμαδιά με φαγωμένο τον κορμό απ’ το χρόνο, κατάφερε να επιβιώσει από τις καιρικές συνθήκες ως τις 13 Δεκεμβρίου 2008. Το δέντρο δεν άντεξε την ανεμοθύελλα εκείνης της νύχτας και ο κορμός του κόπηκε στα δύο, στο αδύνατο μέρος που έφερε τη βαθειά πληγή από τον τραυματισμό του από τις εκρήξεις του βομβαρδισμένου πλοίου το 1941, και έπεσε στο δρόμο. Σε παλιότερες εποχές το ξαφνικό πέσιμο του θρυλικού φοίνικα θα εθεωρείτο κακό σημάδι αλλά στην εποχή μας πέρασε απαρατήρητο.
Το μεγαλύτερο τμήμα του ραδινού κορμού του στέκεται ακόμα όρθιο διατρανώνοντας την θέλησή του να επιβιώσει. Φέρει ακόμα την αναρτημένη πινακίδα από τον ποιητή και λάτρη του χώρου Θεόδωρο Κωστούρο: «Έπαυλις Αμυμώνη. Τον φοίνικα κατά τον θρύλον φύτεψε ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδος I. Καποδίστριας, 1828-1831».
Από το 1821 ως την εποχή μας ο ιστορικός αυτός χώρος της πόλης άλλαξε τέσσερις φορές πρόσωπο στο διάβα δύο αιώνων, άλλοτε φυσιολογικά και άλλοτε βίαια με τη χαρακτηριστική και όχι άγνωστη, «νεοελληνική βαρβαρότητα» κυρίως για λόγους «τουριστικής αξιοποίησης». Σ’ όλες αυτές τις αλλαγές σταθεροί και αμετάβλητοι μάρτυρες και θεατές της ιστορίας έμειναν η χουρμαδιά και τα «Πέντε Αδέλφια» με τα πέντε κανόνια.
Αλλά ο φοίνικας που αναγεννάται από την τέφρα του και χρησιμοποιήθηκε από τον I. Καποδίστρια ως σύμβολο του αναγεννώμενου νεοελληνικού κράτους, θέλουμε να πιστεύουμε ότι θα ξαναβγάλει νέα κλαδιά και θα συνεχίσει… να πορεύεται μέσα στον ιστορικό χρόνο μαζί με την αιώνια πόλη του Ναυπλίου.
Η υπερυψωμένη ντάπια – (προμαχώνας) «Πέντε Αδέλφια» πάνω από τη θάλασσα, ακοίμητος φρουρός και βιγλάτορας, και το Διοικητήριο – Φρουραρχείο, με το μεγάλο χαγιάτι στραμμένο προς τη θάλασσα και την ελεύθερη λυγερόκορμη χουρμαδιά, όπου φώλιαζαν τα πουλιά, κάτω από την Ακροναυπλία και τα νεοκλασικά σπίτια ολόγυρα, ήταν ένας μοναδικός ιστορικός, μνημειακός χώρος της πόλης και κουβαλούσε μια νοσταλγική μνήμη από τα παλιά τα χρόνια.
Στο χώρο αυτό, όταν έμπαιναν ξένα πλοία στο λιμάνι με τα καθιερωμένα σφυρίγματα που αναστάτωναν την πόλη, ο κόσμος έτρεχε στα «Πέντε Αδέλφια» με τα πέντε κανόνια, για να τα καλωσορίσει, όπως εικονίζεται στην υδατογραφία του Peytier. Ένα απόσπασμα του πυροβολικού ανταπέδιδε χαιρετιστήριους κανονιοβολισμούς δημιουργώντας γνώριμο τόνο πολεμικής ατμόσφαιρας. Μια τέτοια χαρμόσυνη ποιητική σκηνή του τέλους του 19ου αι. ξαναζωντανεύει νοσταλγικά με μια μπαλάντα ο ποιητής τ’ Αναπλιού Στέφανος Δάφνης, όταν στα 1885 φρούραρχος του Ναυπλίου ήταν ο συνταγματάρχης Γεώργιος Πλαπούτας,[2] εγγονός του Δ. Πλαπούτα με τις «δύο κοσμολάτρευτες κόρες του»:
Το παλιό μας τραγούδι θα πω στον καινούριο την ήχο
Και τ’ άτι του στίχου μου ας πάη δίχως γκέμι!
Ήταν κάπου μια ντάπια ψηλή, πιο απάνου απ’ τη θάλασσα
που ο αγέρας εμύριζε φύκια, κατράμι κι’ αλάτι.
Μια σημαία παράδερνε ξέφτια, σε μια βίγκλα στημένη
και μια κουρμαδιά, λαβωμένη απ’ τις μπάλες,
ζούσε μάρτυρας άφωνος τόσων αιμάτων.
Τις θυμάστε, της νιότης μου σύντροφοι, τη Μίνα, τη Μπέλλα,
τις δίδυμες, πούηταν μαζί κι’ αδερφάδες του Ονείρου,
τα μάτια σα γιάμπολη μαύρα, γλυκά,
σα φραγκοστάφυλο στόμα, κι’ οι κόρφοι ζυγά περιστέρια;
Στην Ντάπια της Γλώσσας γραμμή τα πέντε κανόνια
τα «Πέντ’ Αδέρφια» κοιμόνταν το μπρούτζινον ύπνο τους.
Μα σε μέρα γιορτής, ή σα μπαίνανε ξένα καράβια
κι’ αντηχούσε ο παιάνας του Εγγλέζου
χαιρετώντας τ’ Ανάπλι του Θρύλου,
τα κανόνια μας τότε ξυπνούσαν ν’ απαντήσουν στο «Χαίρε!»
Κ’ είτε ξάστερη φέγγιζε η μέρα, κ’ η θολούρα σερνόταν στο κύμα,
πρωτοβρόνταγε ο Στόλος στο φόντο, η φανφάρα,
τα σπουργίτια απ’ το δέντρο φεύγαν σκιαγμένα,
και ψηλά, στα μπεντένια, ο καπνός σηκωνόταν
καθώς μπαίναν τα ξένα καράβια μ’ απλωμένα σινιάλα.
Τότε, οι δικοί μας, του τόπου παιδιά, Οπλοστασίτες,
με στριμένα μουστάκια, με μούσι, με στολή βαθιογάλαζη,
σοβαροί στην παράτα πήγαιναν με φλογάτο λοφίο.
Σε κάθε απ’ τα πέντε κανόνια μας στεκότανε κι’ ένας,
με αναμμένο δαυλό, καρτερώντας τη διάτα…
Και μερμήγκιαζε ο γιαλός απ’ τον κόσμο, τα τείχη.
Μα ο νέος Λοχαγός δεν το πρόσταζε ακόμα ν’ αρχίσουν
κι’ όλο κρατούσε τα μάτια σ’ ένα ψήλωμα, κάπου,
στου Φρουράρχου το σπίτι, με τις δυό κοσμολάτρευτες κόρες,
του παλιού τουρκομάχου δισέγγονες.
Τις θυμάστε, της νιότης μου σύντροφοι, τη Μίνα, τη Μπέλλα
Τις δίδυμες, πούηταν μαζί κι’ αδερφάδες του Ονείρου;…
Κι’ άμα ’κείνες προβαίναν, αργά με περπάτημα Θείο,
του Γιαλού και του Κάστρου ανεράϊδες,
μεγαλόφωνο πρόσταγμα «πυρ», αντηχούσε στη Ντάπια.
Κι’ είτε ξάστερη φέγγιζε η μέρα, κι η γαλάζια κυμάτιζε ομίχλη
τα κανόνια μας βγάζαν φωτιές που θαμπώνουν τα μάτια
κι έτρεμε, έτρεμε ο τόπος!
Κι λαός ζητωκραύγαζε κάτου, κι ο αέρας ήταν γιομάτος
καπνό – κι οι καρδιές όλο αγάπη και φλόγα!…
Ήταν ένα χαγιάτι μακρύ μ’ ανθισμένη γλυτσίνα –
Ήταν πέντε πυροβόλα σκούρα, με της δάφνης το χρώμα –
Ήταν δυο μπαγιονέτες χρυσές: η Μίνα και η Μπέλλα –
Ήταν…. Τώρα δεν είναι… Όλα τάφθειρε ο Χρόνος και σβύσαν
Καθώς σβύνει βροντή κανονιού στον αέρα…»
Στέφανος Δάφνης
Υποσημειώσεις
[1] Σ. Καρούζου, Το Ναύπλιο, Αθήνα 1979, εικ. 105.
[2] Γ. Χώρα, Μουσική Παιδεία και Ζωή στο Ναύπλιο, Ναύπλιο, 1994, 36-37.
Χρήστος Πιτερός,
Αρχαιολόγος Δ΄ ΕΚΠΑ
Ναυπλιακά Ανάλεκτα VII, Έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, Δεκέμβριος 2009.
Σχολιάστε