Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for the ‘Αρβανίτες’ Category

Το Γκέρμπεσι ως Οικωνύμιο ή Εδαφωνύμιο στον Ελλαδικό χώρο & στην Αλβανία


 

Στον Ελλαδικό χώρο συναντάμε τους επόμενους οικισμούς ή περιοχές, που έφεραν ή εξακολουθούν να φέρουν την ονομασία Γκέρμπεσι[1], ήτοι

 

Ι. Στο νομό Αργολίδας

 

1) Μιδέα, πρώην Γκέρμπεσι, οικισμός της επαρχίας Ναυπλίας, που αναγνωρίστηκε ως οικισμός με 25 οικογένειες και 100 κατοίκους του Δήμου Μιδείας, ο οποίος συστάθηκε με το Β.Δ. της 28/4 (10/5)/1834 (ΦΕΚ 1/1834) «περί της οροθεσίας και της εις δήμους διαιρέσεως του νομού Αργολίδος και Κορινθίας». Με το Β.Δ. της 5-6-1871 (ΦΕΚ 4/20-10-1871) και μετά από γνωμοδότηση του αρχαιολόγου Ευστρατιάδη «ἐνεκρίθη ἵνα ὁ δῆμος Μηδείας μετονομασθῇ Μιδέας [2] ἡ δέ σφραγίς αυτοῦ φέρῃ ἔμβλημα εν τῷ μέσῳ μὲν «κεφαλήν ἵππου» γύρωθεν δέ τάς λέξεις «δῆμος Μιδέας».

 

Μιδέα (Γκέρμπεσι) Αργολίδας

 

Με το Π.Δ. 27-8/6-9-1927 (ΦΕΚ 187/1927)  οι συνοικισμοί Γκέρμπεσι και Μπάρδι αποσπάστηκαν από την Κοινότητα Μάνεσι και αναγνωρίστηκαν ως κοινότητα Γκέρμπεσι και με το Π.Δ. της 11-20/9/1928 (ΦΕΚ 193/1928)  ο οικισμός Γκέρμπεσι μετονομάστηκε σε Μιδέα, ο οικισμός Μπάρδι σε Αμυγδαλίτσα και η κοινότητα Γκέρμπεσι σε κοινότητα Μιδέας με έδρα τον ομώνυμο οικισμό.

2) Γκέρμπεσι των Δρεπανοχωρίων στην επαρχία Ναυπλίας, οικισμός που δεν υπάρχει πλέον. Ήταν οικισμός αρβανιτών εγκατεστημένος στις  νότιες υπώρειες του υψώματος Γκουμουράδα, που βρίσκεται ΒΒΔ του Δρεπάνου και σε απόσταση δύο περίπου χιλιομέτρων από τον οικισμό. Κατά τον Κώστα Σεραφείμ, δημοσιογράφο και κάτοικο Ασίνης, το Γκέρμπεσι των Δρεπανοχωρίων πράγματι υπήρξε ως οικισμός, που δημιουργήθηκε από αρβανίτες, κατοίκους του προγενέστερου οικισμού Γκέρμπεσι (Μιδέα) της Αργολίδας και βρισκόταν «στην εκκλησία πριν πάμε στην Αγία Παρασκευή, σταυροδρόμι αριστερά είναι τα πτηνοτροφεία του Καλλιάνου, …. εκεί ήταν το σημείο, που βρισκόταν το Γκέρμπεσ點 η περιοχή σήμερα φέρει το εδαφωνύμιο και «Μυρμιγκόλογκος». Το Γκέρμπεσι των Δρεπανοχωρίων καταστράφηκε, όπως λέγεται, αλλά και ο πατέρας του τον είχε βεβαιώσει, από σεισμό το 1860-65. Μάλιστα η προγιαγιά του καταγόταν από το Γκέρμπεσι των Δρεπανοχωρίων.

Δεν υπάρχουν γραφτές αναφορές για το Γκέρμπεσι των Δρεπανοχωρίων και την τελευταία φορά που επισκέφθηκε το χώρο περί το 1960 υπήρχαν εμφανή ίχνη λιθοσωρών, ερείπια 20 περίπου γκρεμισμένων σπιτιών. Η περιοχή κατελάμβανε έκταση 40-50 στρεμμάτων. Τις πληροφορίες αυτές κατέθεσε ο Κώστας Σεραφείμ (†5-8-2017), για τις οποίες του είμαι ευγνώμων και ιδιαίτερα γιατί μού πέρασε τη βεβαιότητα της ύπαρξης του οικισμού Γκέρμπεσι των Δρεπανοχωρίων. Σύμφωνα με κάτοικο του Δρεπάνου «Η περιοχή από τη διασταύρωση της Αγίας Παρασκευής και αριστερά και πάνω προς το βουνό λέγεται Γκέρμπεσιž υπήρχε και υδραγωγείο με δύο κεραμίδια, από κάτω και από πάνω, που μετέφεραν νερό από το πηγάδι της Αγίας Παρασκευήςž τα πετάγαμε όταν οργώναμε (εννοεί το αλέτρι έβγαζε τα κεραμίδια στην επιφάνεια)». Ανάμνηση του οικισμού Γκέρμπεσι των Δρεπανοχωρίων αποτελεί το εδαφωνύμιο «Γκέρμπεσι» [3] με το οποίο σηματοδοτείται η περιοχή αυτή σήμερα.

Σχετικά με το εδαφωνύμιο Γκουμουράδα πιστεύω πως προέρχεται από ελληνοποίηση της αρβανίτικης λέξης Γκουμράτ (Gumëratë) [4], που σημαίνει σωρό από πέτρες, ερείπια σπιτιού, εδαφωνύμιο, δηλαδή, που παραπέμπει στο τέλος του οικισμού. Σήμερα δεν φαίνεται να υπάρχουν ίχνη της προηγούμενης εγκατάστασης, αφού η περιοχή έχει καλλιεργηθεί με εσπεριδοειδή και οικοδομηθεί. Επίσης, ο οικισμός Γκέρμπεσι των Δρεπανοχωρίων δεν περιλαμβάνεται στους οικισμούς του Δήμου Ασίνης  «Χαϊδάρι, Τσεφέραγα και Σπαϊτσίκ, Τσέλο, Μουράταγα, Ηρι, Τουλό, Σουλινάρι και Κάνδια, Μονή Αυγού και Μεταμορφώσεως», ούτε άλλου Δήμου της επαρχίας Ναυπλίας σύμφωνα με το Β. Δ. της 28/4 (10/5)/1834 (ΦΕΚ 1/1834) «περί της οροθεσίας και της εις δήμους διαιρέσεως του νομού Αργολίδος και Κορινθίας», ούτε σημειώνεται στο χάρτη της Γαλλικής επιστημονικής αποστολής του 1829, πράγμα που σημαίνει ότι ο οικισμός αυτός ενωρίς έπαψε να υπάρχει.

Το Γκέρμπεσι των Δρεπανοχωρίων της Αργολίδας αναφέρεται από τον Ιωάννη Ε. Πέππα [5], ο οποίος γράφει σχετικά: «Οι κάτοικοι της περιοχής διασώζουν στη μνήμη τους ότι εδώ – στα παλιά χρόνια – και μάλιστα κατά την τουρκοκρατία υπήρχε… Χωριό ονόματι Γκέρμπεσι. Αυτού του τελευταίου χωριού ο πληθυσμός μειώθηκε σε δύο μόνο οικογένειες, οι οποίες και κατοικούν λίγο πιο βόρεια από την Καλλιθέα»…«προήλθε από το Γκέρμπεσι της ΝΑ κλιτύος του Αραχναίου τη Μιδέα και μνημονεύεται  από τη Βενετική απογραφή του 1700, τον  Πουκεβίλ κατά το 1814 αλλά και την ελληνική απογραφή του 1830…» (σελ. 276-277).

Ανακριβώς αναφέρει ο συγγραφέας πως το Γκέρμπεσι των Δρεπανοχωρίων μνημονεύεται από τη Βενετική απογραφή του 1700, αφού δεν περιλαμβάνεται ούτε ως οικισμός ούτε ως ζευγολατείο ή ως εδαφωνύμιο στις οικείες περιοχές του terittorio του Ναυπλίου «Ville Spai, Seffer Aga e Paleo castro» και «Ville assistenti nel confin di Trapano, e prima Villa Caidari, Braim Bei, Cadogli, Carcala, Spai, Turchachi, Zereco, Aglioteus et il Monasterio di S. Sotira», αλλά ούτε και σε καμία άλλη περιοχή του terittorii di Napoli di Romania. Η σχετική αναφορά του catastico particolare di Napoli di Romania «Villa Platagniti e suoi seugolatij Manessi, Sanga, Bardi, Gerbessi, Calivia, e Mariano e sue dillatationi» προσδιορίζει του Γκέρμπεσι (Μιδέα) και όχι το Γκέρμπεσι των Δρεπανοχωρίων, γιατί αφενός  το Γκέρμπεσι (Μιδέα) κατονομάζεται στην ενότητα των ζευγολατείων, που απαρτίζουν την περιοχή Πλατανήτι και αφετέρου γιατί σημειώνεται στον συνοδευτικό χάρτη της ίδιας περιοχής. Σημειώνουμε επίσης πως ούτε ο Μηλιαράκης κάνει οποιαδήποτε ιστορική έστω μνεία του οικισμού Γκέρμπεσι των Δρεπανοχωρίων[6].

 

Τμήμα χάρτη της Αργολιδοκορινθίας του Αντώνη Μηλιαράκη, 1886.

 

ΙΙ. Στο νομό Αχαΐας[7]

 

1) Προφήτης Ηλίας, πρώην Γκέρμπεσι, (συν)οικισμός της επαρχίας Καλαβρύτων, που αναγνωρίστηκε σε κοινότητα Γκέρμπεσι με το Β.Δ. 18-28/8/1912 ΦΕΚ 256/1912 «περί αναγνωρίσεως κοινοτήτων εν τω νομώ Αχαΐας και Ήλιδος» (αρ. 48) και μετονομάστηκε ο οικισμός και η κοινότητα σε «Προφήτη Ηλία» με το Π.Δ. 19-7/8-8-1928 (ΦΕΚ 156/1928) «περί μετονομασίας κοινοτήτων και συνοικισμών», αρ. 105. Αναφέρεται στην Βενετική απογραφή του 1700 του territorio di kallavritta με την ονομασία Cherpeno με 32 οικογένειες και 121 κατοίκους[8].

2) Μαύρον Όρος, πρώην Μέσα Γκέρμπεσι, (συν)οικισμός της κοινότητας Παραλίμνης της επαρχίας Πατρών, που μετονομάστηκε σε «Μαύρον Ορος»  με το άρθρο μόνο του Β.Δ. 20-9/10-10-1955  (ΦΕΚ. 287 Α΄/1955) «Περί μετονομασίας συνοικισμών, κοινοτήτων κ.λ.» (αρ. 13).

3) Παραλίμνη, πρώην Γκέρμπεσι, συνοικισμός της κοινότητας Λιμνοχωρίου, πρώην κοινότητας Στριγκλέϊκων της επαρχίας Πατρών, που αναγνωρίστηκε ως οικισμός της κοινότητας Στριγκλέϊκων (με τους οικισμούς Βίδοβα ή Βέδοβα, Καραβοστάσι και Λακκόπετρα) με το Β.Δ. 18-28/8/1912 ΦΕΚ 256/1912 «περί προσαρτήσεως εις τα κοινότητας του νομού Αχαΐας και Ήλιδος συνοικισμών του νομού τούτου» και μετονομάστηκε σε «Παραλίμνη» με το Π. Δ. 19-7/8-8-1928 (ΦΕΚ 156/1928) «περί μετονομασίας κοινοτήτων και συνοικισμών», αρ. 142 και 144. Με το Β.Δ. 13-6/18-7-1947 «περί αναγνωρίσεως κοινοτήτων» (ΦΕΚ Α148/1947) οι συνοικισμοί Παραλίμνης και Μέσα Γκέρμπεσι αποσπάστηκαν από την κοινότητα Λακκόπετρας επαρχίας Πατρών του νομού Αχαΐας και αναγνωρίστηκαν σε κοινότητα με το όνομα «κοινότητα Παραλίμνης», ενώ με το Β.Δ. 18-21/5/1956 (ΦΕΚ  A125/1956) «περί μετονομασίας  συνοικισμών, κοινοτήτων κλπ» ο συνοικισμός Παραλίμνη μετονομάστηκε σε Άραξος και η κοινότητα σε «κοινότητα Αράξου».

4) Αγριλιά, τέως Γκερμπεσαίϊκα, συνοικισμός της κοινότητας Βασιλικού της επαρχίας Πατρών, που μετονομάστηκε σε «Αγριλιά» με το Β.Δ. 20-9/10-10-1955  (ΦΕΚ. 287 Α΄/1955) «Περί μετονομασίας συνοικισμών, κοινοτήτων κ.λ.» (αρ.3).

5) Στεφάνη, τέως Γκερμπεσαίϊκα, συνοικισμός της κοινότητας Βραχνέϊκων της επαρχίας Πατρών, που μετονομάστηκε σε «Στεφάνη» με το Β.Δ. 20-9/10-10-1955  (ΦΕΚ. 287 Α΄/1955) «Περί μετονομασίας συνοικισμών, κοινοτήτων κ.λ.» (αρ.4).

 

ΙΙΙ. Στο νομό Καρδίτσας

 

Καρποχώρι, τέως Γκέρμπεσι, (τότε) (συν)οικισμός της επαρχίας Καρδίτσας του νομού Τρικάλων, που με το Π.Δ. 4-11/22-12/1927 «περί μετονομασίας κοινοτήτων και συνοικισμών» (ΦΕΚ 306/1927) (Γ΄ Εν τω νομώ Τρικάλων- Εν τη επαρχία Καρδίτσης, αρ. 190), ο συνοικισμός Γκέρμπεσι μετονομάστηκε σε Καρποχώρι και η Κοινότητα σε Καρποχωρίου.

Η αυτοδιοικητική εξέλιξη του οικισμού Γκέρμπεσι έχει ως ακολούθως. Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας και της Ηπείρου με το νόμο ΠΜ/19-20/3/1882 (ΦΕΚ 16/1882)  «περί εισαγωγής της ελληνικής νομοθεσίας εις τας άρτι προσαρτηθείσας Θεσσαλικάς και Ηπειρωτικάς επαρχίας» δημιουργήθηκε μεταξύ άλλων και ο νομός Τρικάλων, που περιέλαβε και την επαρχία Καρδίτσας, στο δήμο της οποίας υπήχθη και ο συνοικισμός Γκέρμπεσι.

Με το Β.Δ. 31-3/2-4/1883 (ΦΕΚ 126/1883) «περί της εις Δήμους διαιρέσεως της εν τω νομώ Τρικάλων επαρχίας Καρδίτσης» δημιουργήθηκε ο Δήμος Καλλιφωνίου, στον οποίο υπήχθη ο οικισμός Γκέρμπεσι με 373 κατοίκους. Από το 1889 μέχρι το 1909 η Καρδίτσα έγινε νομός, από το 1909 μέχρι το 1944 έγινε ξανά επαρχία του νομού Τρικάλων και το 1944 εν μέσω Γερμανικής κατοχής έγινε από τον Τσολάκογλου, ο οποίος καταγόταν από τη Ρεντίνα, Αγράφων Καρδίτσης και πάλι νομός.

Με το Ν. ΔΝΖ (4057)/10-14/2/1912 «περί συστάσεως δήμων και κοινοτήτων» (ΦΕΚ Α-58/1912) καταργήθηκε ο Δήμος Καλλιφωνίου και το Γκέρμπεσι αναγνωρίστηκε ως Κοινότητα Γκέρμπεσι με το Β.Δ. 29-31/8/1912 (ΦΕΚ 261-Α/1912) (αριθμ. 142) «περί αναγνωρίσεως των Δήμων και κοινοτήτων του νομού Τρικάλων», στην οποία εντάχθηκε και ο συνοικισμός Ντελή-Βελής με το Β.Δ. της 29-31/8/1912 (ΦΕΚ 261-Α/1912) «περί προσαρτήσεως εις τον δήμον και τας κοινότητας του νομού Τρικάλων συνοικισμών του νομού τούτου» (σελ. 1520). Τέλος, όπως ανωτέρω σημειώνουμε,  με το Π.Δ. 4-11/22-12/1927 «περί μετονομασίας κοινοτήτων και συνοικισμών» (ΦΕΚ 306/1927) (Γ΄ Εν τω νομώ Τρικάλων- Εν τη επαρχία Καρδίτσης, αρ. 190), ο συνοικισμός Γκέρμπεσι μετονομάστηκε σε Καρποχώρι και η Κοινότητα σε Καρποχωρίου.  Όσον αφορά εις τον οικισμό Ντελή-Βελή, με το ίδιο Π.Δ. μετονομάστηκε ο οικισμός σε «Φτελοπούλα» και η κοινότητα σε «κοινότητα Φτελοπούλας» (αριθμός 199).

 

ΙV. Στο νομό Ζακύνθου

 

Γκέρμπεση = Χωρ.(ίον) Ζακ.(ύνθου) σωζόμενον  τω 1516 και αριθμούν 27 οικογ.(ενείας) και το 1527 αριθμούν οικίας μεν 28, κατ.(οίκους) δε 143. Εν σελ. 120 του συμ/γρ.(άφου) Ζακ.(ύνθου) Δ. Ραυτοπούλου απαντά εν έτει 1507 εν σελ. δε 340 του συμ/γρ.(άφου) Α. Ραυτοπούλου (1511) αναγινώσκομεν, ότι ο Πέτρος Γκέρμπεσης, άμα τη προκηρύξει της Ενετ.(ικής) Κυβερνήσεως, πάραυτα αφίκετο  εις Ζάκ.(υνθον) και κατέλαβεν εν μέρος των Χινιανών, πλησίον των Ευτυχίδων. Το χωρ.(ίον) εσώζετο τῷ 1584, ήδη δε σώζεται τοποθ.(εσία) τούτου εν περ.(ιοχή) χ.(ωρίου) Μαχαιράδων.[9]

V. Στη Βενετική απογραφή του 1700 αναφέρεται στο territorio di Gastugni χωριό Gerepesi με 3 οικογένειες και 14 κατοίκους αποδιδόμενο ως Γκέρμπεσι[10].

. «Γκέλπεσι ή Γκέλμπεσι[11], ονομασία βουνού ύψους 740 μ., που βρίσκεται στην Ερμιονίδα της Αργολίδας δυτικά του όρους Δίδυμα.

Στην Αλβανία υπάρχουν δύο χωριά με το όνομα Γκέρμπεσι, ήτοι:

  1. i) το Γκέρμπεσι της περιοχής (Νομού) Βερατίου (Gjerbësi i Beratit) και
  2. ii) το Γκέρμπεσι της περιοχής (Νομού) Φίερ (Gjerbësi i Fierit).

 

Υποσημειώσεις


[1] gerbesi.wordpress.com «Χωριά σ᾽ όλη την Ελλάδα με την ονομασία Γκέρμπεσι» και εκεί παραπομπή σε Αθαν. Τζώρτζη: «Γκέρμπεσι, διαδρομή στους αιώνες», Αθήνα 2003 (ο συγγραφέας αναφέρεται στο Γκέρμπεσι-Προφήτης Ηλίας Καλαβρύτων).

[2] Σημειώνουμε, ότι η ονομασία Μιδέα δεν προέρχεται από την Μήδεια, θυγατέρα του βασιλιά της Κολχίδος Αιήτη και σύζυγο του Ιάσωνα, αλλά από την Μιδέα ή Μιδεία, θυγατέρα του βασιλιά της Φρυγίας Αλωέως και παλλακίδα του Ηλεκτρύωνα, γιού του Περσέα και βασιλιά της «Περσέως πόλεως», που μετονόμασε προς τιμή της παλλακίδας του σε Μιδέα.

[3] Ενδεικτικά παραπέμπουμε στα υπ’ αρ. 11349/7-11-1924 (ΞΒ-22306), 10545/13-10-1958 (ΟΒ-27958), 13570/7-10-1972 (186-82), 17820 (279-26) συμβόλαια, μεταγραμμένα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Ναυπλίου  (οι εντός παρενθέσεων αριθμοί φανερώνουν ο πρώτος το τόμο και ο δεύτερος τον αριθμό μεταγραφής).

[4] Ν. Γκίνη: «Αλβανο-Ελληνικό λεξικό», Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 1998.

[5] Ι. Ε. Πέππα, «Μεσαιωνικές σελίδες της Αργολίδος, Αρκαδίας, Κορινθίας, Αττικής», Αθήναι 1990, σελ. 276 επ. και 327 επ.

[6] «Γεωγραφία πολιτική νέα και αρχαία του νομού Αργολίδος και Κορινθίας», έκδοση εν Αθήναις 1886, ΑΝΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Δ.Ν.ΚΑΡΑΒΙΑ ΑΘΗΝΑ.

[7] gerbesi.wordpress.com «Χωριά σ᾽ όλη την Ελλάδα με την ονομασία Γκέρμπεσι» και εκεί παραπομπή σε Αθαν. Τζώρτζη: «Γκέρμπεσι, διαδρομή στους αιώνες», Αθήνα 2003 (ο συγγραφέας αναφέρεται στο Γκέρμπεσι-Προφήτης Ηλίας Καλαβρύτων).

[8] Β. Παναγιωτόπουλος: «Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου 13ος-18ος αιώνας», Ιστορικό αρχείο της εμπορικής τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1987, σελ 268 και 302.

[9] «Λεξικόν Φιλολογικόν και Ιστορικόν Ζακύνθου», Εν Ζακύνθω, τυπογραφείον «Ο ΦΩΣΚΟΛΟΣ», 1898.

[10] Β. Παναγιωτόπουλος, «Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου 13ος-18ος αιώνας», Ιστορικό αρχείο της εμπορικής τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1987, σελ 271 και 303.

[11] Α. Μηλιαράκη, «Γεωγραφία πολιτική του νομού Αργολίδος και Κορινθίας» (ίδε χάρτη), εν Αθήναις 1886. Κ. Σεραφείμ, «Λαογραφικά της Αργολίδος», Αθήνα, 1981 σελ. 11, όπου αναφερόμενος στα βουνά της Αργολίδας σημειώνει  «Δίδυμον με κορυφές … και Προφήτης Ηλίας ή Γκέλπεση 778 μ.». Γιόνα Παϊδούση-Παπαντωνίου, « Η Ερμιονίδα ανά τους αιώνες», Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Αθήνα 1996 σελ.115 και 123, η οποία αναφέρεται στο ίδιο βουνό Γκέλπεσι ή Γκέλμπεσι προσθέτοντας στην υποσημείωση 47 τα επόμενα: «Στα αρβανίτικα Gelbësi, προφανώς από τη λέξη gelbëri= ό,τι έχει το χρώμα του χλωρού χόρτου, ο καταπράσσινος. Και σήμερα το βουνό είναι κατάφυτο». Σχετικά στο ΑλβανοΕλληνικό λεξικό Ν. Γκίνη αναφέρονται οι λέξεις: Gjelbёri=πράσσινος, πρασσινάδα, Gelbёrsi= πρασσινάδα. Έχω τη γνώμη πως η ονομασία Γκέλμπεσι θα πρέπει να συνδυασθεί με την πορεία των διωκομένων από τους Τούρκους Αλβανών από την περιοχή του Ναυπλίου προς την Ερμιονίδα και τα νησιά Ύδρα και Σπέτσες μέσω του Αραχναίου κατά το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα αλλά και μεταγενέστερα και ιδιαίτερα στις αρχές του 18ου αιώνα. Η βουνοκορφή αυτή βρίσκεται στην πορεία των Αλβανών προς τα νησιά της τελικής τους εγκατάστασης και για κάποιο λόγο άγνωστο σε μας είτε ντόπιοι είτε Αλβανοί που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή να ονόμασαν τη βουνοκορφή Γκέλμπεσι, αν και έχω τη γνώμη πως το αρχικό τοπωνύμιο θα πρέπει να ήταν Γκέρμπεσι, γιατί η αρβανίτικη γλώσσα είναι τραχειά και οι λεπτές και εξευγενισμένες λέξεις της είναι ξένες. Επίσης δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε πως η ηχητική απόδοση Γκέλμπεσι είναι πλησιέστερη προς το Γκέρμπεσι παρά προς το Γκέλμπερι και ακόμη πως ήδη εχρησιμοποιείτο όχι μακριά το οικωνύμιο Γκέρμπεσι (των Δρεπανοχωρίων) για να προσδιορίσει οικισμό αρβανιτών.

 

Χρίστος Ιωάν. Κώνστας

«Γκέρμπεσι – Μιδέα Αργολίδας. Ο Χώρος – Η Ιστορία – Οι  Άνθρωποι», Έκδοση, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας &  Πολιτισμού, Άργος, 2018.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Ο Οικισμός Γκέρμπεσι – Μιδέα της Αργολίδας | Δημιουργία-Ονομασία-Εξέλιξη


 

Κομβικό σημείο για την παρακολούθηση της ίδρυσης, της ονομασίας και της διαδρομής μέσα στο χρόνο του οικισμού Γκέρμπεσι-Μιδέα [1] της Αργολίδας είναι η δεύτερη Βενετοκρατία του Ναυπλίου (1686-1715), αφού σε επίσημο κείμενο της Βενετικής πολιτείας της περιόδου αυτής αναφέρεται για πρώτη φορά, απ’ όσο τουλάχιστον γνωρίζω, το τοπωνύμιο «Γκέρμπεσι» ως όνομα ζευγολατείου [2].

Με βάση όμως ιστορικά στοιχεία, θεωρώ ότι ο οικισμός Γκέρμπεσι είχε ιδρυθεί από αρβανίτες εποίκους κατά την περίοδο της πρώτης Ενετοκρατίας του Ναυπλίου (1389-1540) στο διάστημα 1406-1457.

Είναι λοιπόν απαραίτητη, για την κατανόηση των γεγονότων που θα εκθέσω παρακάτω, η παράθεση ενός σύντομου ιστορικού περιγράμματος της περιοχής του Ναυπλίου και γενικότερα της Πελοποννήσου, κατά τους τελευταίους αιώνες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και μετέπειτα, γιατί πιστεύω, ότι η ίδρυση του οικισμού πρέπει να έγινε μετά τη μεγάλη μετανάστευση των Αλβανών στην Πελοπόννησο (1405/6) και πριν την κατάκτηση ολόκληρης της Πελοποννήσου από τους Τούρκους (1457), πλην των βενετικών κτήσεων, όπως θα ιδούμε παρακάτω. Διευκρινίζω ότι οι πρώτοι κάτοικοι του οικισμού Γκέρμπεσι πολύ ενωρίς υποχρεώθηκαν να τον εγκαταλείψουν, αλλά διατηρήθηκε το τοπωνύμιο, ενώ οι σημερινοί κάτοικοί του δεν έχουν καμία απολύτως γενεαλογική συνέχεια με εκείνους. Οπωσδήποτε όμως υπάρχει εθνολογική συνέχεια, αφού και οι νέοι οικιστές, που κατά μεγάλη πιθανότητα εγκαταστάθηκαν εκεί γύρω στο 1800, έχουν την ίδια με τους παλαιούς εθνολογική και φυλετική προέλευση, είναι δηλαδή αλβανογενείς Έλληνες.

 

Τμήμα χάρτη της Αργολιδοκορινθίας του Αντώνη Μηλιαράκη, 1886.

 

Οι Φράγκοι σταυροφόροι [3] κατάκτησαν την Κωνσταντινούπολη και κατάλυσαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το έτος 1204, εγκαθιδρύοντας τη Λατινική Αυτοκρατορία της Ρωμανίας με αυτοκράτορα τον Μπάλντουιν, κόμητα της Φλάνδρας. Η κυριαρχία των Φράγκων στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης κράτησε 60 περίπου χρόνια, από το 1204 μέχρις στις 27 Ιουλίου 1261 [4], που ανακτήθηκε από τις δυνάμεις της αυτοκρατορίας της Νίκαιας και ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Παλαιολόγος μετέφερε τον θρόνο και την Πατριαρχία στην Κωνσταντινούπολη. Την ίδια χρονιά (1204) οι Φράγκοι κατάκτησαν την ηπειρωτική Ελλάδα και το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου και στη συνέχεια κατάκτησαν κατά σειρά τον Ακροκόρινθο το 1209, το Άργος το 1210, το Ναύπλιο το 1212 και τη Μονεμβασιά το 1248.

Η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, η οποία είχε τον έλεγχο της ναυτιλίας και του εμπορίου στην ανατολική μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο, είχε συμβάλει αποφασιστικά με τις ναυτικές της δυνάμεις στην κατάκτηση της Βασιλεύουσας από τους Φράγκους. Κατά τη διανομή των εδαφών της αυτοκρατορίας, που επακολούθησε την άλωση, η Βενετία βάσει της συνθήκης Διανομής των Εδαφών της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας (Partitio Terrarum imperii Romaniae), που υπογράφτηκε μεταξύ των νικητών, έλαβε τα τρία όγδοα της αυτοκρατορίας και τα τρία όγδοα της Βασιλεύουσας. Κατέλαβε επίσης παράκτιες στρατηγικές θέσεις στην Πελοπόννησο, στην Εύβοια και αλλού, όπως τη Μεθώνη και την Κορώνη (1206), που αποτέλεσε τον κύριο σταθμό ανεφοδιασμού των πλοίων της, το Ναύπλιο (1389), την Μονεμβασιά (1464) κ.λ.π. Στις στρατηγικές αυτές θέσεις εγκατέστησε φρουρές και αργότερα τις οχύρωσε, προκειμένου έτσι να  εξουσιάζει την ευρύτερη περιοχή τους και  να διατηρεί ελεύθερους και ασφαλείς τους ναυτικούς δρόμους προς την ανατολή και τη Μαύρη θάλασσα, κυρίως όμως για να δημιουργήσει στα σημεία αυτά εμπορικούς σταθμούς, που διευκόλυναν τη διεξαγωγή και την ανάπτυξη του εμπορίου της.

 

Πρώτη Βενετική κατάκτηση του Ναυπλίου και της περιοχής του (1389-1540)

  

Το Ναύπλιο με τη φυσική του οχύρωση και το σπουδαίο λιμάνι βρισκόταν από το 1212 κάτω από την κυριαρχία των Φράγκων αυθεντών και από το 1377 της  κυριάρχου Μαρίας των Ανδεγαυών (d’ Εngien), της οποίας η «αυθεντία» μετά τον θάνατο του συζύγου της Ενετού ευπατρίδη Πέτρου Κορνάρου άρχισε να απειλείται από τον Φλωρεντινό Νέριο Ακκιαγιόλη (Acciajioli) και τους γαμπρούς του αλλά και από τον σουλτάνο των Οθωμανών. Η Βενετική Δημοκρατία έπειτα από μια σειρά ραδιουργιών έκρινε κατάλληλη την ευκαιρία και το 1388 αγόρασε το Ναύπλιο με την ευρύτερη περιοχή του και το Άργος από την ανωτέρω τελευταία κυρίαρχο των Φράγκων αυθεντών του Ναυπλίου, Άργους και Κιβερίου, Μαρία των Ανδεγαυών [5]. Οι Ενετοί μπήκαν εξουσιαστές στο Ναύπλιο στις 26 Ιανουαρίου 1389, ενώ το 1394 απόκτησαν με ανταλλαγή από τον Θεόδωρο Παλαιολόγο, Δεσπότη του Μυστρά και των Καλαβρύτων, το Άργος και το Θερμίσι [6], που εκείνος είχε καταλάβει το 1388 εκμεταλλευόμενος την αδυναμία της κυριάρχου Μαρίας των Ανδεγαυών να προστατεύσει τις κτήσεις της.

Εν τω μεταξύ το έτος 1453 ο σουλτάνος των Τούρκων Μωάμεθ ο Β΄ κατάκτησε την Κωνσταντινούπολη και κατάλυσε οριστικά τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, που είχε ανασυσταθεί το 1261 από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο (1259-1282). Οι Τούρκοι, οι οποίοι άρχισαν την κατάκτηση της Πελοποννήσου το 1458 και την ολοκλήρωσαν το 1460, αναγνώρισαν κατά την πρώτη πενταετία της κυριαρχίας τους τις Βενετικές κτήσεις  στην Πελοπόννησο. Το 1463, όμως, κατά τη συνήθειά τους, κήρυξαν τον πόλεμο κατά των Βενετών διεκδικώντας τις Βενετικές κτήσεις στην Πελοπόννησο και αλλού. Ο πόλεμος έληξε το 1479 με συνθήκη ειρήνης, σύμφωνα με την οποία ο σουλτάνος αναγνώρισε τις κτήσεις των Ενετών στην Αλβανία, Δαλματία και Πελοπόννησο, έναντι όμως βαρύτατων ανταλλαγμάτων [7]. Αμέσως μετά τη συμφωνία οι Τούρκοι αμφισβήτησαν τα εδαφικά όρια της Βενετικής κτήσης της περιοχής του Ναυπλίου, τα οποία καθορίστηκαν το 1480 από επιτόπια διαβούλευση και συμφωνία μεταξύ των αντιπροσώπων των δύο κρατών, ήτοι του Ιωάννη Δαρείου, αποκρισιάρη [8] της Ενετικής Πολιτείας και του Σινάν Μπέη, εμίνη [9] του Μωάμεθ, οι οποίοι έφθασαν στο Ναύπλιο με την ίδια galia [10] στις 12 Αυγούστου 1480 [11].

Από την έκθεση του Βενετού κυβερνήτη του Ναυπλίου Μπαρτολομέο Μίνιο (Bartolomeo Minio provveditor e capitanio a Napoli di Romania) προς τον Δόγη της Βενετίας με ημερομηνία 5 Σεπτεμβρίου 1480 [12], με θέμα τη συμφωνία καθορισμού των αμφισβητούμενων εδαφικών ορίων της Βενετικής κατάκτησης της περιοχής του Ναυπλίου και των αντίστοιχων  όμορων κατακτήσεων των Τούρκων, επιλέγουμε και μεταφέρουμε τα εξής:

«… Επί τέλους αποφασίστηκε ότι οι δικοί τους και οι δικοί μας να πάνε μαζί και από συμφώνου να δείξουν τα σύνορα και εμείς, και τα δύο μέρη να πάμε πίσω τους, και όπου αυτοί μας έδειχναν  να έμπαιναν τα σύνορα. Και έτσι εκάναμε και ο γραμματέας ο δικός μας και ο γραμματέας του Flamburar [13] έβαλαν τα σύνορα από συμφώνου με δύο χέρια (και οι δύο μαζί). Άρχισαν από τον Λευκό Πύργο [14] της παραλίας, περνώντας το ποταμάκι (τη Γλυκειά), που είναι δικό μας, διασχίσαμε την πεδιάδα (και) φτάσαμε τέλος σ’ ένα τόπο λεγόμενο Αητός, σε απόσταση από το Άργος σχεδόν ένα μίλι, και από το Ναύπλιο σχεδόν τέσσερα μίλια, κατόπιν από εκεί επήγαμε προς τα βουνά κατά το βοριά και καταλήξαμε σ’ ένα πηγάδι καλούμενο «το πηγάδι του Λαθουρά [15] … Από εκεί έπρεπε να γυρίσουμε κατ’ ευθείαν προς τα βουνά προς ανατολάς, για να περιλάβουμε και περικλείσουμε το σύνορο και την περιοχή του Ναυπλίου, από την πλευρά των Τούρκων σ’ αυτό υπήρξε ζωηρή αντίρρηση.

Έλεγαν ότι προς αυτή την πλευρά ήσαν πολλά χωριά κατοίκων της Αλβανίας, τα οποία χωριά έλεγε ότι ανήκαν στον Κύριό τους, και τα είχε παραχωρήσει σε τιμαριούχους του, και ότι αυτοί εισέπρατταν τη δεκάτη από τους Αλβανούς που κατοικούσαν  εκεί. Εμείς τους απαντήσαμε γι’ αυτά τα χωριά ότι βρίσκονται σ’ αυτό τον τόπο από τα παλιά χρόνια και ανήκουν στην αυθεντία Σας, και ότι από τους διοικητές αυτού του τόπου είχαν παραχωρηθεί στους Αλβανούς να κατοικήσουν σ’ αυτά, πληρώνοντας το γεώμορο σ’ αυτό το Ταμείο (του Ναυπλίου), για τη νομή του εδάφους όπως φαίνεται από τα βιβλία αυτής της Γραμματείας. Είναι αλήθεια ότι όταν ο Κύριος Τούρκος εισέβαλε σ’ αυτό τον Μωριά με το στρατό του, οι Αλβανοί από τρόμο περιορίστηκαν σ’ αυτό τον τόπο (το Ναύπλιο), και κατόπιν επέστρεψαν στα ρηθέντα χωριά, και διότι δεν τους κακομεταχειρίστηκαν οι Τούρκοι, επειδή ήσαν υπήκοοί τους, συμφώνησαν, πέραν του γεώμορου που πλήρωναν σ’ αυτή την Κυβέρνηση (τη Βενετική), (και) πλήρωναν και τη δεκάτη στους Τούρκους. Και γι’ αυτή την τέτοια πληρωμή ήθελαν να καταλάβουν τη γη που ανήκει στην Αυθεντία Σας. Και πάνω σ’ αυτό έγιναν πολλές αντιρρήσεις, αυτοί οι Τούρκοι με κανένα τρόπο δεν θέλανε να δεχθούν να κοιτάξουν κανένα έγγραφο, ούτε ν’ ακούσουν τους μάρτυρές μας. Αλλά επιμένοντας στην εσφαλμένη γνώμη τους, έλεγαν ότι αυτά τα χωριά ανήκαν στον Κύριό τους, και ήθελαν να διαφυλάξουν ένα μέρος αυτής της πεδιάδας σ’ αυτό το σημείο προς χρήση εκείνων που τώρα κατοικούσαν αυτά τα χωριά που τώρα ήσαν άδεια. Και εμείς από το άλλο μέρος παραμέναμε σταθεροί στις απόψεις μας.

Τελικά είπαν αυτοί ότι θα είναι σύμφωνοι να πάρουν  κάποιο μικρό μέρος, με τρόπο που να γίνει μικρή ζημιά. Και πηγαίνοντας αυτοί από το κάτω μέρος, και εμείς από επάνω από τη δική μας περιοχή κάναμε ένα σχέδιο από το προαναφερθέν πηγάδι του Λαθουρά, και πιάνοντας (καταλαμβάνοντας) μέρος από την πεδιάδα εφτάσαμε τέλος μέχρι το Δρέπανο στην παραλία, αποκλείοντας το δρόμο που πηγαίνει στα προαναφερθέντα φρούρια του Θερμησίου και του Καστρίου και εξαιρώντας ένα τόπο ονομαζόμενο Κάντια και Ίρι, που είναι ο καλλίτερος τόπος που έχει το Ναύπλιο για βοσκή και για σπορά. Επίσης ένα μοναστήρι ονομαστό του αγίου Θεοδοσίου [16] στο οποίο όλος αυτός ο τόπος τρέφει μεγάλη ευλάβεια γιατί είναι Άγιος Θαυματουργός, έβγαλαν έξω από τα σύνορα του Ναυπλίου. Στο οποίο σχέδιο, καμωμένο απ’ αυτούς εμείς δεν θελήσαμε να συμφωνήσουμε, ιδίως για το Ιρι και την Κάντια, που από τα παλιά χρόνια ήσαν και ανήκουν στην περιοχή και δικαιοδοσία του Ναυπλίου.

Αντίθετα αυτοί έλεγαν ότι ανήκε στον κύριό τους…. στο τέλος τους είπαμε ότι ο καθορισμός των συνόρων της πεδιάδας παρέμενε σταθερός μέχρι το Πηγάδι του Λαθουρά και ότι οι διαφορές γι’ αυτούς τους τόπους του Ιρίου και των χωριών παρέμεναν υπό συζήτηση. … Ο εκ των ακολούθων κύριος Zam Dario, ο οποίος έμενε στο σπίτι του πασά με τον Synabei μου έστειλε ένα έγγραφο που του είχε δώσει ο Synabei (διαπραγματευτής των Τούρκων), που έλεγε ότι συμφωνούσε να περιληφθεί  μέσα στα σύνορά μας η εκκλησία του Αγίου Θεοδοσίου και όπου αυτός είχε καθορίσει το σύνορο μέχρι και την παραλία του Δρεπάνου, και μετακινούσε το δρόμο για να πάει στο Ιρι και στα προαναφερθέντα φρούρια, … Το πρωί λοιπόν καβάλησα (το άλογό μου) και πήγα στο σπίτι του πασά, όπου συγκεντρωμένοι μαζί μ΄αυτόν και τον Synabei με τους κατήδες καταλήξαμε ότι τα  σύνορα πρέπει να είναι έτσι όπως τα ζητήσαμε. Και έτσι κάναμε δύο επιστολές στα  ελληνικά, μία με το χέρι του γραμματέα μας, και την άλλη με το χέρι του γραφέα του  Πασά για τον καθορισμό των συνόρων από τον Λευκό Πύργο στην Παραλία όπου αρχίσαμε μέχρι την κοιλάδα καλούμενη Κλεισούρα στην κεφαλή του συνόρου του Δρεπάνου στο οποίο έγγραφο το καμωμένο από τον γραφέα του υπόγραψαν (αναβλήθηκε η συμφωνία για το Ιρι και την Κάντια) …. Και όλοι μας αστοί και λαός όπως και στρατιώτες έμειναν ευχαριστημένοι και ικανοποιημένοι επειδή απέκτησαν  χωράφια, βοσκοτόπια και αρκετό νερό, τόσο για τους χωρικούς όσο και για τους στρατιώτες και τους άλλους Αλβανούς. Και κυρίως οι στρατιώτες θα έχουν κάθε άνεση και ελευθερία να σπείρουν και (να) βοσκήσουν τα άλογά τους και άλλα ζώα. … Τη 5 Σεπτεμβρίου 1480 ».

Η διακρατική αυτή συμφωνία επικυρώθηκε από τα ενδιαφερόμενα μέρη με επίσημες διακοινώσεις τους. Στην τελευταία διακοίνωση του σουλτάνου Μωάμεθ του Β΄ από Απριλίου 1481 περιλαμβάνεται η εξής περικοπή σχετικά με το Ναύπλιο «…έτι δε περί του Ναυπλίου και Άργους και περί των μεθορίων αυτών ορίζει η βασιλεία μου, ότι καθώς οι ειρημένοι διεχώρισαν αυτά, ίνα ώσι βέβαια και αμετάτρεπτα…»[17].

Στην ανωτέρω συμφωνία καθορισμού των εδαφικών ορίων μεταξύ των  Τουρκικών και των Ενετικών κατακτήσεων περιέχονται πολλές και ενδιαφέρουσες πληροφορίες, σχετικά με τους οικισμούς Αλβανών, που είχαν δημιουργηθεί στο ανατολικό τμήμα της Αργολικής πεδιάδας.  Δεν αναφέρονται οι ονομασίες των χωριών αυτών ούτε και οι ιδιαίτερες θέσεις τους, αναμφίβολα όμως πρόκειται για τα αρβανιτοχώρια  του δήμου Μιδέας, που δημιουργήθηκαν στις δυτικές ημιορεινές υπώρειες του όρους Αραχναίο [18]. Τα χωριά αυτά υπάρχουν και σήμερα και είναι γνωστά και με τα παλαιά τους ονόματα.

Κατά την άποψη των Τούρκων τα χωριά αυτά ανήκαν στον Σουλτάνο, που τα είχε παραχωρήσει σε τιμαριούχους του και εκείνοι εισέπρατταν από τους Αλβανούς τη δεκάτη για την παραχώρηση της χρήσης της γης. Δεν διευκρινίζεται εάν αυτά τα χωριά υπήρχαν κατά την κατάληψη της Πελοποννήσου από τον Σουλτάνο (1457-1460) ή εάν αυτά δημιουργήθηκαν μετά την Τουρκική κατάληψη της Πελοποννήσου.

Κατά την άποψη των Ενετών τα χωριά αυτά «βρίσκονται σ’ αυτόν τον τόπο από τα παλιά τα χρόνια», ανήκουν στην Ενετική Δημοκρατία και το έδαφος παραχωρήθηκε από τους Ενετούς διοικητές  στους Αλβανούς εποίκους για να κατοικήσουν έναντι πληρωμής τιμήματος (γεωμόρου) για την χρήση του εδάφους.  Τα χωριά, δηλαδή, αυτά δημιουργήθηκαν από Αλβανούς πριν από την Τουρκική κατάκτηση της Πελοποννήσου σε εδάφη που τους παραχώρησαν οι Ενετοί διοικητές της περιοχής και για τη χρήση των εδαφών πλήρωναν το γεώμορο.

Η μεγάλη μετανάστευση των Αλβανών στην Πελοπόννησο έγινε κατά τα έτη 1405/1406, όταν δέκα χιλιάδες Αλβανοί με τις οικογένειές τους και τα ποίμνιά τους εμφανίστηκαν στον Ισθμό της Κορίνθου και ζήτησαν την άδεια από τον Δεσπότη του Μυστρά Θεόδωρο Παλαιολόγο να εγκατασταθούν στην περιοχή του. Ο Θεόδωρος Παλαιολόγος, προκειμένου να ενισχύσει την πυκνότητα του πληθυσμού του Δεσποτάτου, που είχε αραιώσει επικίνδυνα από τις συνεχείς πολεμικές δράσεις και τις επιδημίες χολέρας, επέτρεψε της εγκατάσταση των Αλβανών στην Πελοπόννησο [19]. Έτσι, ο Δεσπότης Θεόδωρος από τη μια θα αύξανε τις καλλιεργούμενες εκτάσεις γης και συνεπώς και τις καλλιεργητικές αποδόσεις και από την άλλη θα διευκόλυνε την εξεύρεση μισθοφορικών στρατευμάτων.

Ένα δεύτερο μεταναστευτικό κύμα επισημαίνεται το 1418, ενώ δεν αποκλείονται «σποραδικές διεισδύσεις»  από την περιοχή της Πάτρας [20]. Επίσης πριν από τη μεγάλη μετανάστευση επισημαίνεται παρουσία Αλβανών στην περιοχή της Βελιγοστής [21] κατά την περίοδο της Δεσποτείας του Μανουήλ Καντακουζηνού (1348-1380) [22]. Οι Αλβανοί έποικοι της Πελοποννήσου διασκορπίστηκαν σ’ όλες σχεδόν τις περιοχές της μεταξύ των οποίων και στην Αργολίδα, από όπου πέρασαν και στα νησιά Ύδρα [23] και Σπέτσες.

«Οι Αλβανοί», γράφει ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος, «διείσδυσαν σ’ ολόκληρο τον πελοποννησιακό χώρο  ως πεπειραμένοι βοσκοί που γνώριζαν να επιλέγουν τους κατάλληλους χώρους για κτηνοτροφικό κατάλυμα. Αφήνοντας πίσω τους εύφορες εκτάσεις, κάποτε μάλιστα τις πιο κατάλληλες για αποδοτικές καλλιέργειες, διάλεξαν τα σημεία εγκατάστασής τους με το μάτι του κτηνοτρόφου που αναζητά τα καλλίτερα βοσκοτόπια για τα κοπάδια του και τις ασφαλέστερες συνθήκες για το νοικοκυριό τους». Αναφερόμενος ο ίδιος στον τρόπο δημιουργίας και ονοματοδοσίας των χωριών επίσης γράφει, «Το μικρό μέγεθος των χωριών, αλλά και τα ονόματά τους, μαρτυρούν τον τρόπο και κάποτε και το χρόνο της δημιουργίας τους. Από τα 148 Αλβανικά χωριά, μόνο τα 36 (2 με απροσδιόριστο όνομα) έχουν ονόματα ελληνικά, τοπωνύμια ποικίλης προέλευσης, προγενέστερα προφανώς της αλβανικής μετανάστευσης, ενώ τα υπόλοιπα 112, δηλαδή το 76%, είτε φέρουν το όνομα της φάρας, όταν όλες οι οικογένειες του χωριού έχουν το ίδιο όνομα, είτε το όνομα της πιο σημαντικής οικογένειας, όταν πολλές οικογένειες με διαφορετικά ονόματα συγκατοικούν στο χωριό»[24].

Μετά τις παραπάνω γενικές πληροφορίες για την Αλβανική μετανάστευση και την εγκατάστασή τους στην Πελοπόννησο επικεντρώνουμε το ενδιαφέρον μας στους Αλβανούς έποικους της ευρύτερης περιοχής του Ναυπλίου. Κατ’ αρχάς πιστεύω πως τους Αλβανούς έποικους του ανατολικού τμήματος της αργολικής πεδιάδας τους εγκατέστησαν οι Βενετοί κατά την πρώτη Βενετική κατάκτηση και όχι αργότερα  οι Τούρκοι. Στηρίζω την άποψή μου στο γεγονός ότι οι Βενετοί κατά τον χρόνο που έγινε η ιστορούμενη ρύθμιση των εδαφικών ορίων των εκατέρωθεν κτήσεων (1480) κατείχαν την περιοχή από 90 χρόνια πριν και προφανώς είχαν οργανώσει την οικονομική εκμετάλλευση και προστασία του χώρου αποτελεσματικά χρησιμοποιώντας και τους Αλβανούς τόσο για την καλλιέργεια της εγκαταλειμμένης γης όσο και για την προστασία της. Είναι άλλωστε ομολογημένη η φροντίδα των Βενετών για την άντληση εσόδων από τις κτήσεις τους μέσω της ανάπτυξης, σε αντίθεση με τους Τούρκους, οι οποίοι κατείχαν το υπόλοιπο της Πελοποννήσου και είναι γνωστή η ραθυμία τους και η έλλειψη ενδιαφέροντος για την οικονομική απόδοση των παραχωρήσεων (τιμαρίων).

Η πολιτική εποικισμού της περιοχής του Ναυπλίου από την πλευρά των Βενετών δεν ήταν βέβαια αποτέλεσμα του ενδιαφέροντος για πρόνοια και περίθαλψη των προσφύγων, αλλά ζήτημα πολιτικού και οικονομικού υπολογισμού, αφού με την πύκνωση του πληθυσμού θα έλυναν αφενός το πρόβλημα της καλλιέργειας των μη καλλιεργούμενων εδαφών – με αποτέλεσμα την αύξηση των εσόδων του δημόσιου ταμείου – και αφετέρου θα εξυπηρετούνταν ως προς την εξεύρεση στρατιωτών για την προστασία όχι μόνο των κτήσεών τους στην Ελλάδα αλλά και για την διεξαγωγή των πολεμικών δραστηριοτήτων τους σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, απαραίτητων για την ύπαρξη και τη συνέχεια της Γαληνοτάτης.

Οι Αλβανοί πολεμιστές, γνωστοί ως stradioti ήσαν υποχρεωμένοι να προσφέρουν έφιππη στρατιωτική υπηρεσία είτε στον τόπο που ζούσαν είτε οπουδήποτε αλλού τους καλούσε η Ενετική πολιτεία. Για το σκοπό αυτό έπρεπε να τρέφουν και να διατηρούν σε κατάσταση πολεμικής ετοιμότητας ένα άλογο. Συνήθως δεν αμείβονταν για τις προσφερόμενες στρατιωτικές τους υπηρεσίες με μετρητά χρήματα, αλλά με την παραχώρηση γης στην ομάδα – οικογένεια – φάρα έκτασης ανάλογης με το μέγεθός της, την οποία η ομάδα καλλιεργούσε και διέθετε την παραγωγή για τη συντήρησή των μελών της. Την παραχώρηση, η οποία δεν γινόταν κατά κυριότητα, ενεργούσε ο τοπικός Διοικητής και γινόταν συνήθως στο όνομα του αρχηγού της ομάδας. Η παραχώρηση των κτημάτων ήταν κληρονομητή από τους άρρενες κληρονόμους των stradioti, για να μένουν και να υπηρετούν και αυτοί τη Βενετία.

Δεν γνωρίζω εάν υπάρχει έγγραφο παραχώρησης κτημάτων στην Αργολίδα από τη Βενετική Πολιτεία σε αρχηγό ομάδας με το όνομα Gerbesis, ούτε κάποια αναφορά ή σημείωση τέτοιας παραχώρησης. Θα πρέπει όμως να δεχθούμε ότι το οικωνύμιο Γκέρμπεσι στην Αργολίδα προέρχεται είτε από το όνομα του αρχηγού της ομάδας ή της πλειονότητας των οικογενειών της, που εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Αργολίδας μετά από παραχώρηση γης από τις Ενετικές αρχές κατά την πρώτη βενετική κατάκτηση του Ναυπλίου, είτε αποτελεί ανάμνηση ομώνυμου οικισμού στην Αλβανία από τον οποίο κατάγονταν οι οικιστές. Προς το παρόν έχουμε εντοπίσει δύο οικισμούς στην Αλβανία με το όνομα Γκέρμπεσι, έναν στο νομό του Βερατίου (Gjerbësi i Beratit) και έναν άλλο στο νομό του Φίερ (Gjerbësi  i Fierit).

Ο οικισμός εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του οριστικά, όπως αμέσως παρακάτω αναφέρω και έτσι δεν διασώθηκαν ονόματα των κατοίκων, τα οποία ενδεχομένως να έδιναν κάποια λύση στο ζήτημα αυτό. Τα ονόματα των χωριών του ανατολικού τμήματος της πεδιάδας της Αργολίδας, που δημιουργήθηκαν κατά την πρώτη Βενετική κατάκτηση, επιβίωσαν ως ονόματα τσιφλικιών κατά την πρώτη Τουρκική κατάκτηση (1540-1686), αναφερόμενα σε έγγραφα της Ενετικής Δημοκρατίας της περιόδου 1700-1705, για τα οποία θα κάνουμε λόγο παρακάτω. Τα ίδια αυτά ονόματα των πρώτων οικισμών, που επιβίωσαν ως ονόματα τσιφλικιών, έφεραν ή και ακόμη φέρουν χωριά του ίδιου χώρου, που δημιουργήθηκαν αργότερα περί το 1800 όπως πιστεύω. Τα ονόματα αυτά ως Γκέρμπεσι, Μάνεσι, Μπάρδι αναμφίβολα προέρχονται είτε από ονόματα Αλβανών stradioti,[25] είτε από το οικωνύμιο του οικισμού προέλευσης των εποίκων Αλβανών.

Από το ίδιο ως άνω έγγραφο, την έκθεση, δηλαδή, του Βενετού Προνοητή του Ναυπλίου Βαρθ. Μίνιο, πληροφορούμαστε επίσης πως όταν οι Τούρκοι κατάκτησαν την Πελοπόννησο (1458-1460), οι Αλβανοί κάτοικοι των χωριών αυτών από το φόβο των κατακτητών εγκατέλειψαν τα χωριά τους και συγκεντρώθηκαν γύρω από το Ναύπλιο. Στη συνέχεια, επειδή οι Τούρκοι δεν τους κακομεταχειρίστηκαν, συμφώνησαν μαζί τους και επέστρεψαν στα χωριά τους πληρώνοντάς τους τη δεκάτη παράλληλα με το γεώμορο, που πλήρωναν στους Βενετούς. Τί συνέβη, όμως, και οι Αλβανοί έποικοι, που είχαν επιστρέψει στα χωριά τους μετά την κατάκτηση της Πελοποννήσου από του Τούρκους, τα εγκατέλειψαν και πάλι και βρέθηκαν αυτά ακατοίκητα κατά τον χρόνο υπογραφής της συμφωνίας (1480);

Το 1463 ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Β΄ κήρυξε τον πόλεμο κατά των Βενετών, διεκδικώντας τις Πελοποννησιακές τους κτήσεις, όπως αναφέρουμε παραπάνω. Οι Βενετοί ζήτησαν τη συνδρομή των Ελλήνων και των Αλβανών κατοίκων της Πελοποννήσου, οι οποίοι ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση των Ενετών και τάχθηκαν κάτω από τη σημαία του Αγίου Μάρκου. Οι Έλληνες είχαν αρχηγό τον αρματολό της Λακεδαιμονίας Μιχαήλ Ράλλη και οι Αλβανοί τον Πέτρο Μπούα. Τελικά οι Τούρκοι επικράτησαν και περιόρισαν τους Ενετούς στα φρούρια του Ναυπλίου, της Μεθώνης και της Κορώνης, ενώ κατέστειλαν την αποστασία Ελλήνων και Αλβανών, τους οποίους τιμώρησαν σκληρά.

Πεντακόσιους Μεσσήνιους τους έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη και τους έκοψαν με πριόνι, ενώ τους Αργείους, ο οποίοι αν και παραδόθηκαν αμαχητί, τους μετέφεραν «συν γυναιξί και τέκνοις» και τους εγκατέστησαν στην Κωνσταντινούπολη. Όσοι από τους Αλβανούς δεν μπόρεσαν να μπουν στα τείχη του Ναυπλίου πέρασαν το Αραχναίο όρος και με ενετικά πλοία διαπεραιώθηκαν στον Πόρο και στα νησιά Ύδρα και Σπέτσες, που ήσαν ακατοίκητα από τον φόβο των πειρατών.

Με την ευκαιρία σημειώνω πως στις δυτικές υπώρειες του Αραχναίου υπάρχει ύψωμα ονομαζόμενο «Τούρμουζα», υποκοριστικό της λέξης turmë, που είναι αλβανική και σημαίνει πλήθος, όχλος, μπουλούκι [26]. Ίσως η Τούρμουζα να ήταν ο τόπος συνάντησης των Αλβανών, πριν αρχίσουν το πέρασμα του Αραχναίου, γιατί αφενός διευκολύνεται η συγκέντρωση του πλήθους στη σημείο αυτό λόγω της βατότητας του εδάφους και αφετέρου από το σημείο αυτό αρχίζει η άνοδος προς το Αραχναίο.

Ο πόλεμος, που διήρκεσε 16 έτη (1463-1479), έληξε με τη συνθήκη ειρήνης της 10ης Ιουλίου 1479 και ο Σουλτάνος αναγνώρισε τις Βενετικές κτήσεις στην Πελοπόννησο [27] παίρνοντας πλούσια ανταλλάγματα από τους Βενετούς. Η εποίκηση της Ύδρας και των Σπετσών από Αλβανούς  επαναλήφθηκε μεταγενέστερα κατά τα έτη 1483-1499  καθώς και κατά τη δεύτερη Τουρκική κατάκτηση της Πελοποννήσου το 1715. Άξια μνείας είναι περιγραφή από τον Λαμπρινίδη της φυγής των κατοίκων της υπαίθρου Αργολίδας το 1715 προς την Ερμιονίδα. Γράφει ο Λαμπρινίδης [28], «Οι ατυχείς της υπαίθρου Αργολίδος Αλβανο-Έλληνες κάτοικοι , όσοι ηδυνήθησαν να διαφύγωσι το ξίφος των Γενιτσάρων και του αιμοβόρου Πασά Διαβεκίρ Καρά-Μουσταφά, ετράπησαν προς το όρος Αραχναίον, εις ου τας αιγίλιπας διασφάγας, δίκην εγχελίων διεισδύσαντες, εζήτησαν καταφύγιονž οι πλείστοι δ’ ετράπησαν προς την Δρυοπίδα και την Επιδαυρίαν και τα παράλια της Ερμιονίδος και Τροιζηνίας, όθεν επί το ασφαλέστερον, τυχούσης ευκαιρίας, διεξεπεραιώθησαν  εις τας εγγύς νήσους Υδραν, Σπέτσας και Πόρον…».

Συνεπώς ο οικισμός Γκέρμπεσι της Αργολίδας πρέπει να δημιουργήθηκε από Αλβανούς εποίκους κατά την πρώτη κατάκτηση της περιοχής του Ναυπλίου από τους Ενετούς (1389-1540) και ειδικότερα μεταξύ των ετών 1405, έτος της μεγάλης μετανάστευσης των Αλβανών στην Πελοπόννησο και 1460, που ολοκληρώθηκε η κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Τούρκους και σε περιοχή βέβαια που τους παραχώρησε η Ενετική Δημοκρατία, ενώ το οικωνύμιο Γκέρμπεσι οφείλεται είτε στο όνομα του αρχηγού της ομάδας ή των περισσότερων μελών της, που εποίκησε το χώρο, είτε στο όνομα του οικισμού από το οποίο κατάγονταν οι εποικιστές Αλβανοί.

Την ίδια χρονική περίοδο και για τον ίδιο λόγο δημιουργήθηκαν και οι όμοροι οικισμοί Μάνεσι, Μπάρδι κ.λ.π. Η πρώτη  κατάκτηση του Ναυπλίου και της περιοχής του από του Βενετούς διήρκεσε 151 χρόνια και έληξε το 1540 με συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Βενετίας και Τουρκίας (τρίτος ΤουρκοΒενετικός πόλεμος 1537-1540).

 

Πρώτη Τουρκική κατάκτηση του Ναυπλίου και της περιοχής του (1540-1686)

  

Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν διέταξε τον  Κασίμ πασσά, που είχε στρατοπεδεύσει στο Άργος, να καταλάβει το Ναύπλιο. Οι εχθροπραξίες άρχισαν στις 14 Σεπτεμβρίου 1537 και ο πόλεμος έληξε με συνθήκη ειρήνης το 1540. Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης η Βενετία έπρεπε να παραδώσει στους Τούρκους μεταξύ άλλων το Ναύπλιο και τη Μονεμβασιά και να πληρώσει υψηλή χρηματική αποζημίωση.  Οι Βενετοί παρέδωσαν το Ναύπλιο και αναχώρησαν για την Βενετία παίρνοντας μαζί τους όσους Έλληνες, προύχοντες του Ναυπλίου, επιθυμούσαν να φύγουν, ενώ ο Κασίμ πασάς εισήλθε στο Ναύπλιο στις 25 Νοεμβρίου 1540.

Οι Τούρκοι οργάνωσαν την εκμετάλλευση της περιοχής, που κατάκτησαν σύμφωνα με το δικό τους σύστημα εκμετάλλευσης, μοίρασαν δηλαδή την περιοχή σε τιμάρια, που τα παραχώρησαν για εκμετάλλευση σε Τούρκους αξιωματούχους.  Είναι βέβαιο πως οι Τούρκοι δεν άλλαξαν τα διαμορφωμένα τοπωνύμια της περιοχής, αφού τα ίδια αυτά χρησιμοποιήθηκαν και από τον επόμενο κατακτητή, τη γνωστή μας Βενετική πολιτεία, όπως αμέσως παρακάτω θα δείξουμε. Έτσι τα τοπωνύμια Γκέρμπεσι, Μάνεσι, Μπάρδι κ.λπ. διατηρήθηκαν ως ονομασίες των νεοδημιουργηθέντων τσιφλικιών καθόλη τη διάρκεια της κατάκτησης, δεν έχουμε, όμως, καμία πληροφορία σχετικά με τη δημιουργία οικισμού στο τσιφλίκι Γκέρμπεσι ούτε και στα άλλα όμορα τσιφλίκια: Μάνεσι, Σάνγκα, Μπάρδι, Αμαριανός.

Η πρώτη τουρκική κυριαρχία του Ναυπλίου  έληξε το 1686 με την κατάληψη της πόλης και ολόκληρης της Πελοποννήσου πάλι από τους Βενετούς. Η πρώτη Τουρκική κατάκτηση του Ναυπλίου και της περιοχής του διήρκεσε 146 χρόνια.

 

Δεύτερη Βενετική κατάκτηση του Ναυπλίου και της περιοχής του (1686-1715)

 

Το 1669 η Τουρκία κατέλαβε την Κρήτη, που αποτελούσε πλούσια κτήση της Βενετίας και σημαντικό εμπορικό σταθμό της στην ανατολική Μεσόγειο (πέμπτος Τουρκο-Βενετικός πόλεμος 1645-1669). Η Βενετία για να καλύψει την απώλεια της Κρήτης και να περισώσει το γόητρό της κήρυξε το 1684 τον πόλεμο κατά της Τουρκίας (έκτος Τουρκο-Βενετικός  πόλεμος 1684-1699) και ο αρχιστράτηγος Φραγκίσκος Μοροζίνης επικεφαλής μεγάλων δυνάμεων στρατού και στόλου της Βενετίας κατάκτησε διαδοχικά τα Ιόνια νησιά και ολόκληρη την Πελοπόννησο με τα παράλια της Στερεάς Ελλάδας προς τον Κορινθιακό και τον Πατραϊκό κόλπο. Την κατάκτηση της Πελοποννήσου ολοκλήρωσε ο Μοροζίνης το 1687, πλην της Μονεμβασιάς, την οποία κατάκτησε η Βενετία αργότερα (1690).

Η κατάκτηση της Πελοποννήσου με τους άφθονους πλουτοπαραγωγικούς της πόρους αντιστάθμιζε όσα οι Βενετοί στερήθηκαν από την απώλεια της Κρήτης. Η Γερουσία της Βενετίας όρισε το Ναύπλιο πρωτεύουσα του Βασιλείου του Μωρέως (Regno della Morea), όπως ονομάστηκε η Πελοπόννησος, ενώ τη διοικητική και οικονομική συγκρότηση του Βασιλείου ανάθεσε σε τρεις συνδίκους καταστιχατόρους (Sindici Catasticatori). Η Πελοπόννησος διαιρέθηκε διοικητικά σε τέσσερις επαρχίες (provintiae), ήτοι την επαρχία της Ρωμανίας  (provintia di Romania) με πρωτεύουσα το Ναύπλιο, που ονομάστηκε Napoli di Romania για να διακρίνεται από τη Napoli di Malvasia, την επαρχία της Αχαΐας (Acaia) με πρωτεύουσα την Πάτρα, την επαρχία της Μεσσηνίας (Messenia) με πρωτεύουσα το Νέο Ναβαρίνο (Νιόκαστρο) και την επαρχία της Λακωνίας (Lakonia) με πρωτεύουσα τη Μονεμβασιά (Napoli di Malvasia), που είχε εν τω μεταξύ κατακτηθεί από τη Βενετία. Η επαρχία του Ναυπλίου αποτελέστηκε από πέντε περιφέρειες (territorii), ήτοι Άργους, Ρωμανίας, Κορίνθου, Τριπολιτσάς και Τσακωνιάς (Argos, Romania, Korinto, Tripolizza και Zaccogna), ενώ το territorio του Ναυπλίου διαιρέθηκε σε 29 περιοχές.

Μετά την αποχώρηση των Τούρκων από την Πελοπόννησο οι Βενετοί θεώρησαν όλη τη γη, που ανήκε στους Τούρκους, περιερχόμενη στο Βενετικό Δημόσιο, που την διένειμαν και την παραχώρησαν είτε σε γηγενείς είτε σε επήλυδες που μετέφεραν από την Αθήνα, το Νεγρεπόντε, τη Λειβαδειά, τη Θήβα κ.λπ. [29]. Οι καταστιχάτορες, υπεύθυνοι για την οικονομική συγκρότηση της χώρας σύμφωνα με την εντολή της Γερουσίας, συνέταξαν απογραφή του πληθυσμού και κατάρτισαν κτηματολόγιο, καταγραφή δηλαδή των παντός είδους ακινήτων και των επικειμένων. Έτσι, με βάση τα απογραφικά και κτηματογραφικά δεδομένα οργάνωσαν σε πραγματική βάση  την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της χώρας και ιδιαίτερα των εδαφών, τα οποία μετά την αποχώρηση των Τούρκων αλλά και την σοβαρή έλλειψη χεριών έμεναν ακαλλιέργητα. Τελικός σκοπός των ενεργειών των καταστιχατόρων, σύμφωνα με την εντολή που είχαν πάρει από τη Σύγκλητο, ήταν η εφαρμογή ενός αποδοτικού φορολογικού συστήματος, που  θα προσπόριζε στο δημόσιο ταμείο της Βενετίας ικανά έσοδα.

Οι κτηματογραφικές εργασίες άρχισαν το 1688, αμέσως δηλαδή με την άφιξη των καταστιχατόρων. Σχετικά με την περιοχή του Ναυπλίου σώζονται δυο ολοκληρωμένα κτηματολόγια, το catastico ordinario, που είχε ολοκληρωθεί το 1700, είναι συνοπτικό και συντάχθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του προβλεπτή Grimani, και το catastico Particolare, που είναι αναλυτικό και συντάχθηκε με εντολή του προβλεπτή Antonio Nani 1703/05 [30].

Μία από της περιοχές στις οποίες διαιρέθηκε το territorio του Ναυπλίου είναι η περιοχή του χωριού Πλατανίτι, που όπως πληροφορούμαστε από το catastico ordinario περιελάμβανε «Ville Platagnitti et Manesi con Gerbesi et Sandra, desabitate», ήτοι «τα χωριά Πλατανήτι και Μάνεσι με το Γκέρμπεσι και Σάντρα, ακατοίκητα». Αντίστοιχα διαβάζουμε στο catastico partocolare, ότι η ίδια περιοχή περιλαμβάνει «Villa Platagniti e suoi seugolatij Manessi, Sanga [31], Bardi, Gerbessi, Calivia [32], e Mariano e sue dillatationi», ήτοι «το χωριό Πλατανήτι και τα ζευγολατεία του Μάνεσι, Σάνγκα, Μπάρδι, Γκέρμπεσι, Καλύβια και Μαριανό και την περιοχή τους». Βεβαιώνεται έτσι από τις εγγραφές των κατάστιχων, επίσημων δηλαδή κειμένων της Βενετικής πολιτείας η ύπαρξη των τοπωνυμίων Γκέρμπεσι, Μάνεσι, Σάνγκα, Μπάρδι, Καλύβια και Μαριανός ως ζευγολατείων, δηλαδή τσιφλικιών, όπως σημειώσαμε στην αρχή του κειμένου μας. Τα ζευγολατεία αυτά βρίσκονται στις δυτικές υπώρειες του όρους Αραχναίου και κάποια από αυτά (Γκέρμπεσι, Μάνεσι, Μπάρδι) είναι αντίστοιχα των ονομάτων των ομώνυμων οικισμών του τέως Δήμου Μιδέας του 1834.

 

Χάρτης του catastico particolare (1703-05) ο οποίος περιλαμβάνει τα όρια του χωριού Πλατανίτι και των Ζευγολατειών του Μάνεσι, Σάνγκα, Μπάρδι, Γκέρμπεσι, Καλύβια, Αμαριανό και τις περιοχές τους. Αρχείο: ΓΑΚ Αργολίδας.

 

Είναι βέβαιο πως τα ζευγολατεία Γκέρμπεσι, Μάνεσι, Σάνγκα, Μπάρδι, Καλύβια και Μαριανό δεν κατοικούνταν κατά τον χρόνο σύνταξης των κατάστιχων. Το γεγονός προκύπτει ρητά από το catastico ordinario τουλάχιστον όσον αφορά στο Γκέρμπεσι και Σάντρα ή Σάνγκα, τα οποία αναφέρονται ακατοίκητα. Άλλωστε, αν συνέβαινε αυτά να κατοικούνταν τούτο θα αναφερόταν στις αντίστοιχες εγγραφές του catastico particolare, όπως συμβαίνει με τα ζευγολατεία των περιοχών villa Ligurio κ.λπ. και villa Gragnidi κ.λπ., τις εγγραφές των οποίων ακολουθεί η λέξη habitati, δηλαδή κατοικούμενα.

 

Catastico particolare. Αρχείο: ΓΑΚ Αργολίδας.

 

Εξ άλλου οι Βενετοί, όπως ανωτέρω αναφέρεται, εκτός από το κτηματολόγιο συνέταξαν και απογραφή του πληθυσμού της Πελοποννήσου γνωστή ως απογραφή  Grimani ή απογραφή του 1700, για την οποία ο Β. Παναγιωτόπουλος [33] γράφει: «Έχουμε να κάνουμε με μια πραγματική απογραφή, έγκυρη και αξιόπιστη… διαπιστώνουμε απόλυτη γεωγραφική συνέχεια και ταυτόχρονα μια αξιοσημείωτη αναζήτηση της λεπτομέρειας. Είναι χαρακτηριστικό ότι καταγράφονται και οι πιο μικροί οικισμοί∙ σε σύνολο 1.532 πόλεων και χωριών και 133 μοναστηριών, 47 χωριά είχανε τη στιγμή της απογραφής μόνο από μία έως δύο οικογένειες. Αυτό δείχνει σε ποιο βαθμό είχε προχωρήσει η συλλογή των στοιχείων και φανερώνει την αυστηρότητα, τη σαφήνεια και τη συνοχή της πηγής μας».

Επισκοπώντας τον παρακάτω κατάλογο των οικισμών του territorii του Ναυπλίου της απογραφής Γκριμάνι παρατηρούμε ότι κανένα από τα παραπάνω αναφερόμενα ζευγολατεία δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των οικισμών και συνεπώς αυτά υπήρχαν μόνο ως ζευγολατεία ακατοίκητα. Η άποψη πως το Γκέρμπεσι δεν έχει διαμορφωθεί σε οικισμό μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα ενισχύεται από ένα ακόμη αρχειακό τεκμήριο, την απογραφή, δηλαδή, της εκκλησιαστικής περιουσίας του Μοριά του 1696. Στον κατάλογο των χωριών του τεριτορίου του Ναυπλίου της  απογραφής αυτής δεν αναφέρεται το Γκέρμπεσι ούτε το Μάνεσι, Σάνγκα, Μπάρδι και Καλύβια [34].

Συνεπώς και κατά την περίοδο της δεύτερης Βενετικής κατάκτησης της επαρχίας του Ναυπλίου (1686-1715) δεν υπάρχει ο οικισμός Γκέρμπεσι ως οργανωμένη οικιστική μονάδα με έστω δύο ή τρεις οικογένειες, παρά μόνο αναφέρεται ως ακατοίκητο ζευγολατιό-τσιφλίκι. Το ίδιο συμβαίνει και με τα λοιπά όμορα ζευγολατιά-τσιφλίκια: Μάνεσι, Σάνγκα, Μπάρδι, Καλύβια αλλά και τα Δένδρα [35], που δεν αναφέρονται στον τίτλο της περιοχής Πλατανίτι, αλλά σημειώνονται στον συνοδευτικό χάρτη.

Στη συνέχεια παρατίθενται δύο πίνακες της απογραφής GRIMANI του 1700. Ο πρώτος περιλαμβάνει τους οικισμούς του TERRITIO DI NAPOLI DI ROMANIA και ο δεύτερος τον πληθυσμό των οικισμών αυτών.

 

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΤΟΥ TERRITORIO ΤΟΥ

ΝΑΥΠΛΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ 1700

(ΑΠΟΓΡΑΦΗ GRIMANI)

 

Δίνεται το όνομα του οικισμού, όπως είναι γραμμένο στο Βενετικό έγγραφο, ακολουθεί το τοπωνύμιο στα ελληνικά και η τυχόν μετονομασία του μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους σημειώνεται με αστερίσκο.

 

TERRITORIO DI NAPOLI DI ROMANIA

 

  1. Borgo di Νapoli ciοė Τrube – Προάστιο Ναυπλίου ή Τρουμπέ Borgo Πόλη (Ναυπλίου)
  2. Turachi ciοė Trapano Τουρκάκι ή Δράπανο
  3. Aria – Αρεια/Αρια
  4. Spai – Σπαΐ / Σπαϊτζίκο : *Λευκάκια
  5. Caidari — Χαϊδάρι: *Δρέπανον
  6. Ζaremella – Τζαρεμέλα
  7. Braimbei – Μπραήμπεη
  8. Irii – Iρια
  9. Pyrgo – Πύργος
  10. Adami – Αδάμι
  11. Liguriο – Λυγουριό
  12. Cacingri – Κατσίγκρι : *Αγ. Αδριανός
  13. Bulmeta – Μπουλμέτα
  14. Cοffini – Κοφίνι: *Νέα Τίρυνς
  15. Palaicastro -Παλαιόκαστρο
  16. Platanichί – Πλατανίτι
  17. Cuchi – Κούτσι: * Αργολικόν
  18. Μerbaca – Μέρμπακα: * Αγ. Τριάς
  19. Μanari – Μάναρι
  20. Stue Μedugnί – Μεντούνι (;)
  21. Μerze – Μερτζέ: *’Εξώστης
  22. Vοlimidi – Βολιμίδι
  23. Sufa Agά – Σούφαγα
  24. Curma – Κούρμα ή Τσούρμα (;)
  25. Luzi – Λούτζι
  26. Μanduli – Μαντούλι (;)
  27. Capse Μanguri – Κάψε Μαγκούρι/Καψομαγκούρι (;)
  28. Catto Scafidachί – Κάτω Σκαφιδάκι
  29. Civeri Pavolata – Κιβέρι

[Β. Παναγιωτόπουλου: «ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ…»  σελ.291.]

 

ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΤΟΥ TERRITORIO ΤΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ

ΣΤΗΝ ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ 1700 – (ΑΠΟΓΡΑΦΗ GRIMANI)

 

[Β. Παναγιωτόπουλου: «ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ…» σελ.235.]

  

Σχετικά με την εθνοτική σύνθεση του πληθυσμού της επαρχίας Napoli di Romania πληροφορούμαστε από το κατάστιχο του Βενετού μηχανικού Francesco Vandeyk [36], που πήρε μέρος στη σύνταξη του κτηματολογίου του territorii di Napoli di Romania, πως  «οι κάτοικοι των χωριών (των επαρχιών Ναυπλίας και Ερμιονίδας) είναι σχεδόν όλοι Αλβανοί, αλλά με το να είναι πολύς καιρός αφ’ ότου οδηγήθησαν από τους Τούρκους με τον σκοπόν να εγκατασταθούν εκεί, ισχυρίζονται ότι είναι αυτόχθονες…».

Πληροφορούμαστε επίσης από την από 12ης Μαΐου 1691 έκθεση του Βενετού σύνδικου καταστιχωτή Μαρίνου Μικιέλ [37] πως «ο πληθυσμός της περιοχής αυτής είναι κατά μέγα μέρος Αρβανίτες, αγροίκοι και γεωργοί εύστροφοι, με κλήση στη χρήση των όπλων, όπως επίσης εκείνοι του Άργους, όπου μερικοί ασχολούνται με το εμπόριο… Έχουν πάντως το πρώτιστο ελάττωμα του έθνους τους να μαλώνει ο ένας με τον άλλο και να αγαπούν το ψέμα». Μάλλον μας ήξεραν από τότε! Εν πάσει περιπτώσει, βρίσκω υπερβολικά όσα εκθέτουν οι δύο ανώτατοι υπάλληλοι της Γαληνοτάτης σχετικά με τον κοινωνικό και φυλετικό προσδιορισμό του πληθυσμού του territorii. Το φαινόμενο αυτό θα παρετηρείτο παλαιότερα, κατά το τέλος όμως του 17ου αιώνα είχε επέλθει σημαντική αφομοίωση του Αρβανίτικου στοιχείου σε σημείο ώστε οι ίδιοι οι Αρβανίτες να θεωρούν τους εαυτούς τους «αυτόχθονες», με ελληνική δηλαδή συνείδηση, όπως σημειώνει ο Vandeyk. Δεν παραλείπουμε και την θέση του Μηλιαράκη [38] «Ο πληθυσμός του Δήμου (Μιδέας) ανέρχεται σε 3,378 κατοίκους, και δημότας 3,735 πάντας Αλβανούς». Η απόλυτη αυτή θέση του Μηλιαράκη, που εκφράστηκε το 1886 ίσως να αρμόζει στα λεγόμενα αρβανιτοχώρια της Αργολίδας (Γκέρμπεσι, Μάνεσι, Δένδρα, Μπάρδι, Ντούσια), όχι όμως και στα χωριά του κάμπου, όπως Μέρμπακα, Πλατανίτι, κ.λ.π.

Προκειμένου ο αναγνώστης να σχηματίσει μια εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε γύρω στο 1700 στην πεδιάδα της Αργολίδας από πλευράς πυκνότητας πληθυσμού, καλλιεργούμενης γης και κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων κρίνω σκόπιμο να μεταφέρω εδώ κάποια απογραφικά στοιχεία της περιοχής Πλατανίτι και των ζευγολατείων της[39].

Στην περιοχή κατοικούσαν 28 οικογένειες σε 28 σπίτια, από τις οποίες οι τέσσερις ήσαν ξένες. Η καλλιεργημένη έκταση ανερχόταν σε 1.178 στρέμματα, η καλλιεργήσιμη σε 4.631 στρέμματα. Δηλαδή, 3.453 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης έμεναν ακαλλιέργητα από έλλειψη αγροτικών χεριών. Οι βοσκότοποι ανέρχονταν σε 5.930  και οι βραχώδεις και συνεπώς άγονες εκτάσεις σε 2.267 στρέμματα. Η γη ήταν διανεμημένη σε 147 μερίδες, που είχαν παραχωρηθεί σε 28 οικογένειες. Αναφέρονται επίσης 1 κήπος, 48 δέντρα και 4 πηγάδια. Απογραφή ζώων: Ζώα αροτήρες 76, ζώα φορτηγά 162, αγελάδες 10, πρόβατα 1.848, κατσίκια 440, χοίροι 115 και κυψέλες 146.

Απίστευτοι αριθμοί για μας σήμερα! Η δεύτερη Βενετική κατάκτηση του Ναυπλίου και της περιοχής του διήρκεσε από την 1η Σεπτεμβρίου 1686 μέχρι την 9η Ιουλίου 1715.

 

 Δεύτερη Τουρκική κατάκτηση του Ναυπλίου και της περιοχής του (1715-1822)

 

Στις 9 Δεκεμβρίου 1714 ο σουλτάνος των Τούρκων Αχμέτ ο Γ΄ κήρυξε τον πόλεμο κατά των Ενετών (έβδομος ΤουρκοΒενετικός πόλεμος 1714-1718) και ανάθεσε στον μεγάλο Βεζύρη Δαούτ Πασά, που τον ονόμασε Σερασκέρη, την κατάληψη της Πελοποννήσου. Ο Σερασκέρης με στρατό 120.000 ανδρών ξεκίνησε από την Αδριανούπολη και, αφού κατέλαβε την Κόρινθο και το Άργος αμαχητί, πολιόρκησε το Ναύπλιο μετά την άρνηση της φρουράς του να το παραδώσει. Λέγεται πως κατέλαβε το Παλαμήδι  με προδοσία του επικεφαλής του πυροβολικού Γάλλου Συνταγματάρχη Σάλα (de la Sale) και το Ναύπλιο παραδόθηκε στους Τούρκους χωρίς όρους στις 9 Ιουλίου 1715. Την παράδοση ακολούθησε σφαγή του πληθυσμού. Ο Σουλτάνος Αχμέτ ο Γ΄ έφτασε στο Ναύπλιο και συγχάρηκε τον Δαούτ Πασά στον οποίο πρόσφερε θυγατέρα του ως σύζυγο. Ο Δαούτ Πασάς στη συνέχεια κατέλαβε την Τρίπολη και την Καλαμάτα και το ίδιο έτος ολοκλήρωσε την κατάληψη της Πελοποννήσου.

Οι Τούρκοι οργάνωσαν την οικονομική εκμετάλλευση της Πελοποννήσου εφαρμόζοντας  το δικό τους βέβαια διοικητικό και φορολογικό σύστημα. Τα τσιφλίκια, τα οποία κατά την πρώτη τουρκική κατάκτηση της περιοχής του Ναυπλίου ανήκαν σε Τούρκους και κατά τη δεύτερη Βενετική κατάκτηση που ακολούθησε είτε οι Τούρκοι κάτοχοί τους τα εγκατέλειψαν είτε τους αφαιρέθηκαν από τους Ενετούς, ανακτήθηκαν και πάλι από τους παλαιούς Τούρκους κατόχους τους και εάν αυτοί δεν ήσαν στη ζωή αποδόθηκαν στους κληρονόμους τους σύμφωνα με τον κανουνναμέ του Μοριά του 1716 [40]. Παράλληλα, οι Τούρκοι Αγάδες που πήραν μέρος στην εκπόρθηση του Ναυπλίου και εγκαταστάθηκαν σ᾽ αυτό, αμείφθηκαν για τις υπηρεσίες τους από το σουλτάνο με εύφορα τιμάρια αλλά και με πλούσια λάφυρα[41].

Παρά τη βαρβαρότητα του κατακτητή και την έλλειψη ενδιαφέροντος για την ανάπτυξη των παραγωγικών κλάδων, παρατηρείται προϊούσα ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας της Πελοποννήσου, αφού η γεωργία και η κτηνοτροφία αποδίδουν πολύ περισσότερα από την προηγούμενη περίοδο. Το εμπόριο, που πλέον ελευθερώθηκε από τον περιορισμό της αποκλειστικής άσκησής του από τους Βενετούς, αναπτύχθηκε πολύ περισσότερο. Ο οιοσδήποτε, Τούρκος ή μη, υπήκοος ή όχι μπορούσε να εμπορεύεται εντός του τουρκικού κράτους και μάλιστα με ελάχιστη φορολογική επιβάρυνση[42]. Έτσι,  στις δεκαετίες που ακολούθησαν τη δεύτερη Τουρκική κατάκτηση παρατηρείται έντονη δημογραφική ανάπτυξη, με αποτέλεσμα κατά την περίοδο αυτή να δημιουργηθούν οι περισσότεροι νέοι οικισμοί και μάλιστα στα υπάρχοντα τσιφλίκια [43]. Στο πλαίσιο αυτής της δημογραφικής έξαρσης φαίνεται πως δημιουργήθηκε το Γκέρμπεσι ως αυτοτελής οικισμός μέσα στην περιοχή του ζευγολατείου Γκέρμπεσι, από το οποίο πήρε το όνομά του.

Οι Τούρκοι, όπως και παραπάνω σημειώνουμε, εφάρμοσαν το δικό τους διοικητικό σύστημα και η Πελοπόννησος αποτέλεσε χωριστή διοικητική περιφέρεια, πασαλίκι, διοικούμενη από Πασά «τριών ιππουρίδων», τον Μώρα Βαλεσή. Η Πελοπόννησος είχε διαιρεθεί σε 23 βιλαέτια [44], μεταξύ των οποίων και το βιλαέτι του Άργους [45] στο οποίο υπαγόταν το Γκέρμπεσι και όχι στο βιλαέτι του Ναυπλίου. Πότε όμως δημιουργήθηκε το Γκέρμπεσι ως αυτοτελής οικισμός καθώς και τα άλλα γύρω χωριά δεν το γνωρίζω. Από τις μέχρι τώρα γνωστές σε μένα πληροφορίες το Γκέρμπεσι ως οικιστική μονάδα και φορολογικό υποκείμενο εμφανίζεται για πρώτη φορά επίσημα στα φορολογικά κατάστιχα (φορολογικοί κατάλογοι) του βιλαετίου του Άργους του έτους 1805 (αρχείο Περούκα) και έκτοτε η παρουσία του είναι συνεχής.

Συνεπώς ο οικισμός Γκέρμπεσι υπάρχει ως οργανωμένο οικιστικό σύνολο τουλάχιστον από το 1805, αφού αναγνωρίζεται τόσο από τη Δημογεροντία όσο και από την Τουρκική πολιτειακή εξουσία ως συλλογικό φορολογικό υποκείμενο. Η διαδικασία όμως σχηματισμού του θα έπρεπε να είχε αρχίσει ενωρίτερα με τη μόνιμη εγκατάσταση βαθμηδόν κάποιου ελάχιστου αριθμού οικογενειών που δημιούργησαν στη Δημογεροντία και στην Τουρκική εξουσία την βεβαιότητα της μόνιμης ομαδικής οίκησης. Τον χρόνο όμως αυτόν, της μόνιμης δηλαδή εγκατάστασης οικογενειών στον τόπο μας, δεν τον γνωρίζουμε.

Θεωρώ ως πλησιέστερο προς την αλήθεια χρόνο δημιουργίας του οικισμού Γκέρμπεσι την περίοδο 1795-1800, αφού το 1805 ο οικισμός αναμφίβολα έχει δημιουργηθεί, ενώ το πιθανολογούμενο έτος γέννησης των γεναρχών του χωριού (1774-1789), κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων δεν επιτρέπει τη δημιουργία οικογένειας σε χρόνο προγενέστερο του έτους 1795.

Στη διαπραγμάτευση των επί μέρους γενών παραθέτουμε πληροφορίες, εφόσον διαθέτουμε, σχετικές με τον χρόνο εγκατάστασης κάθε γένους στο Γκέρμπεσι καθώς και με τον τόπο καταγωγής ή προέλευσής του. Τα γένη των Αργυρόπουλου (1958), Γαρύφαλου (1916), Γιαννάκου (1902), Καρατζίκου (1950), Κατεμή (1953), Ξύδη (περί το 1905), Παπαγιάννη (περί το 1915), Ράπτη (1920) και Φράγκου (περί το 1950) εγκαταστάθηκαν στο Γκέρμπεσι μετά το 1900 και πρόκειται για γάμους ανδρών που κατάγονται από άλλα χωριά με Γκερμπεσιώτισες και που εγκαταστάθηκαν στο Γκέρμπεσι, εκτός από τον Μιλτιάδη Αργυρόπουλο, που νυμφεύθηκε Μπαρδαία και τον Σπύρο Παπαγιάννη, που από 8 ετών εργάστηκε στο σπίτι του Μάνθου και αργότερα παντρεύτηκε Γκερμπεσιώτισα. Ο αριθμός που ακολουθεί το γένος δείχνει τον χρόνο εγκατάστασής του στο Γκέρμπεσι.

Τα υπόλοιπα γένη εγκατασταθήκαν στο Γκέρμπεσι κατά την εκατονταετία 1800-1900. Πιο αναλυτικά:

  • Οι Βλαχαίοι  εγκατασταθήκαν στο Γκέρμπεσι περί το 1867 και σύντομα διασκορπίστηκαν. Ο Μελέτιος Βλάχος νυμφεύθηκε το 1926 στο Γκέρμπεσι, όπου και εγκαταστάθηκε.
  • Ο γενάρχης των Δουφέκα νυμφεύθηκε στο Γκέρμπεσι το 1897, όπου και εγκαταστάθηκε.
  • Ο γενάρχης των Ζαχαριά, που πιθανολογείται πως γεννήθηκε το 1831, είναι γραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους 1867 και 1871 και πρέπει να εγκαταστάθηκε στο Γκέρμπεσι μετά το 1844.
  • Το γένος του Ανδριανού Κώστα-Κώνστα-Κορίλη (Ζιάγκα) εγκαταστάθηκε στο Γκέρμπεσι το 1831 σύμφωνα με σημείωση στον εκλογικό κατάλογο 1844.
  • Το γένος των Υψηλανταίων αποτελεί κλάδο των Κώστα-Κώνστα-Κορίλη, γιατί ο Δημήτριος Ιωάννου Κώνστας άλλαξε το επώνυμό του σε Υψηλάντης μεταξύ των ετών 1850-1852.

 

Ιωάννης Δ. Υψηλάντης (Φαφούτης) (1852) – (Μαρίνα Κ. Υψηλάντη-Λέκκα (1889-1944) και Αναστασία Κ. Υψηλάντη (1917-2007) γύρω στα 1917-18. Δημοσιεύεται στο: Χρίστος Ιωάν. Κώνστας, «Γκέρμπεσι – Μιδέα Αργολίδας. Ο Χώρος – Η Ιστορία – Οι Άνθρωποι», Έκδοση, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Άργος, 2018.

 

Τα υπόλοιπα γένη, ήτοι: Αντωνίου, Γεώργας, Δήμας, Κώστας-Κώνστας- Κορίλης, Λέκκας, Λιλής, Παπαγεωργόπουλος και Ρέππας, τα οποία θεωρούμε ότι αποτελούν τους πρώτους οικιστές του χωριού, εγκαταστάθηκαν, δίνοντας πολύ μεγάλα χρονικά περιθώρια, κατά την πρώτη τεσσαρακονταετία του 19ου αιώνα. Οι Ιωάννης Λέκας, Παναγιώτης Αντώνη και Γιάννης του παπά Γιώργη, κάτοικοι Γκέρμπεσι είχαν υποβάλει αναφορά στη Βουλή, που συζητήθηκε κατά τη συνεδρίαση της 3-2-1825 (Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τόμος 7ος, σελ. 115-116) με την οποία ζητούσαν να διορισθούν οι ενοικιαστές των εθνικών προσόδων του χωρίου Γκέρμπεσι. Συνεπώς τα γένη των Παπαγεωργόπουλων, των Αντώνη και των Λέκκα πρέπει να είχαν εγκατασταθεί στο Γκέρμπεσι πριν την παραπάνω χρονολογία (3-2-1825). Για την προέλευση του γένους των Αντωνίου δεν γνωρίζουμε τίποτα. Στον εκλογικό κατάλογο Λιμνών  του 1844 καταγράφεται εκλογέας Αναστάσιος Αντωνίου με α/α 160, ηλικίας 55 ετών, αυτόχθων με περιουσία, γεωργός, γεννημένος κατά πιθανολόγηση το 1789. Δεν έχουμε καμία πληροφορία για συγγενική σχέση μεταξύ των Αντωνίου των Λιμνών και του Γκέρμπεσι.

 

Κάτε Χρ. Κώνστα (1872-1921) – Αθαν. Χρ. Κώνστας (1914-1979), Ναύπλιο, 1919. Δημοσιεύεται στο: Χρίστος Ιωάν. Κώνστας, «Γκέρμπεσι – Μιδέα Αργολίδας. Ο Χώρος – Η Ιστορία – Οι Άνθρωποι», Έκδοση, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Άργος, 2018.

 

Τα επόμενα γένη δεν κατάγονται ούτε προέρχονται από τις Λίμνες, όπως ισχυρίζονται κάποιοι. Για το γένος των Κώστα-Κώνστα-Κορίλη δεν γνωρίζουμε κάτι σχετικό, οπωσδήποτε όμως το γένος δεν κατάγεται από τις Λίμνες, αφού γνωρίζουμε πως οι δύο κλάδοι των Κοριλέων των Λιμνών προέρχονται από το γένος του Γκερμπεσιού. Επίσης για το γένος των Λιλή δεν γνωρίζουμε κάτι, σύμφωνα όμως με προφορική παράδοση το γένος κατάγεται από τη Μεσσηνία και προέρχεται από το γένος Καλαμαρά. Το ίδιο και για το γένος Ρέππα, δεν γνωρίζουμε κάτι σχετικό με την καταγωγή του, οπωσδήποτε όμως δεν κατάγεται από τις Λίμνες, ούτε φέρεται γραμμένος εκλογέας Ρέππας στον εκλογικό κατάλογο των Λιμνών έτους 1844 ούτε του Μπερμπατιού.

 

Χρήστος Γ. Κορίλης – Κώνστας (Νταής 1874-1955) με μια εγγονή του, Πειραιάς, 1922. Δημοσιεύεται στο: Χρίστος Ιωάν. Κώνστας, «Γκέρμπεσι – Μιδέα Αργολίδας. Ο Χώρος – Η Ιστορία – Οι Άνθρωποι», Έκδοση, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Άργος, 2018.

 

Βέβαιο είναι πως κατάγονται ή προέρχονται από τις Λίμνες τα γένη των Γεώργα, των Δήμα, των Λέκκα, των Παπαγεωργόπουλου, των Φρίμη (λίγο πριν το 1844) και το γένος των Βλάχου περί το 1867.

 

Αναστάσιος Κορίλης (Κολοντούρος) (1869). Δημοσιεύεται στο: Χρίστος Ιωάν. Κώνστας, «Γκέρμπεσι – Μιδέα Αργολίδας. Ο Χώρος – Η Ιστορία – Οι Άνθρωποι», Έκδοση, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Άργος, 2018.

 

Ενδιαφέρον και πολυσυζητημένο θέμα είναι η εθνοτική καταγωγή των πρώτων κατοίκων του χωριού. Αναμφίβολα πρόκειται για Αλβανογενείς Έλληνες, ήτοι Αρβανίτες που αυτοί ή πρόγονοί τους εγκαταστάθηκαν κάποτε στον Ελληνικό χώρο και με την πάροδο του χρόνου απόκτησαν ελληνική συνείδηση, με την έννοια της κοινής αντιμετώπισης των κοινωνικών προ-βλημάτων και της κοινής στάσης έναντι του κατακτητή [46].

Παραπάνω ασχοληθήκαμε εξαντλητικά με τις Αλβανικές εποικίσεις του Ελληνικού χώρου από την περίοδο της πρώτης Βενετοκρατίας και παρακολουθήσαμε την κατά στάδια αφομοίωση του Αλβανικού στοιχείου σε σημείο που μπορούμε χωρίς κανένα ενδοιασμό να μιλάμε σήμερα για απόκτηση Ελληνικής εθνικής συνείδησης.

Συνεπώς, συμπερασματικά δεχόμαστε πως ο νεώτερος οικισμός Γκέρμπεσι της Αργολίδας δημιουργήθηκε από Αλβανογενείς Έλληνες περί το 1795-1800 στο τούρκικο τσιφλίκι Γκέρμπεσι, από το οποίο πήρε το όνομά του.

Σημειώνουμε πως τελευταίος Τούρκος τσιφλικάς ήταν ο Γιαχγιάς ή Γιαχγιαγας, ενώ το 1809 τσιφλικάς ήταν ο Εζέτ Μπέης[47].

Είναι βέβαιο πως το αρχείο Περρούκα, αργείτικης οικογένειας εμπόρων και προεστών, που διαχειριζόταν τις φορολογικές υποχρεώσεις του βιλαετίου προς τις Τουρκικές Αρχές και ειδικότερα από τα διασωθέντα κατάστιχα, δεφτέρια και κιτάπια φορολογίας και δοσιμάτων, όταν αυτό δημοσιευθεί θα προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τη δημιουργία των οικισμών του βιλαετίου, τον πληθυσμό, την οικονομική κατάσταση και την φοροδοτική ικανότητα κάθε χωριού. Έτσι  πιστεύω ότι θα είναι δυνατόν στον μελετητή να προσδιορίσει έστω και κατά προσέγγιση τον χρόνο που δημιουργήθηκε το Γκέρμπεσι.

Συγκέντρωσα και παραθέτω χρονολογικά όσες μπόρεσα γραφτές πληροφορίες σχετικές με το Γκέρμπεσι από το 1805 μέχρι το 1834, χρονολογία που το Γκέρμπεσι εντάχθηκε και αποτέλεσε οικισμό του δήμου Μιδέας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.

Α. Από τα δημοσιευμένα αποσπάσματα των φορολογικών κατάστιχων του  αρχείου  Περρούκα, παραθέτω τις εξής πληροφορίες που αφορούν στο Γκέρμπεσι:

α) στα φορολογικά κατάστιχα των ετών 1805-1812 αναφέρεται το Γκέρμπεσι ως οικισμός, που δεν επιβαρύνεται με την πληρωμή φόρων στους Τούρκους [48] και χαρακτηρίζεται «μακτού» [49],

β) στο κατάστιχο εξόδων του βιλαετίου του Άργους της 15 Απριλίου 1809 σημειώνεται ως έξοδο: «Διά ένα φωνικόν οπού έγινε εις του Γκέρμπεσι εις το ζευγολατιό του Εζέτμπέη…γρ. (όσια) 518» (διατηρούμε την ορθογραφία) [50].

Πληροφορούμαστε από την παραπάνω εγγραφή ότι το Γκέρμπεσι το 1809 αποτελεί ζευγολατείο, που κατοικείται και ανήκει στον Τούρκο Εζέτ Μπέη.

γ) επίσης πληροφορούμαστε τον αριθμό των «παρακεντέδων», που εργάζονταν στο Γκέρμπεσι, ήτοι ακτημόνων, συνήθως ξενομεριτών, που απασχολούνταν σε ξένες γαίεςž σήμερα θα τους ονομάζαμε αγρεργάτες: «1810 Απριλίου 6. Δευτέρι των παρακεντέδων…Γκέρμπεσι 3, χαρτία 4». Δηλαδή, στο Γκέρμπεσι εργάζονται τρεις παρακεντέδες, που επιβαρύνονται με την πληρωμή τεσσάρων χαρτίων, δηλαδή, τεσσάρων δελτίων φορολογικής επιβάρυνσης και πληρωμής φόρων προς τους Τούρκους[51].

Β. Στον κατάλογο του πληθυσμού της Πελοποννήσου του έτους 1815, που είχε συντάξει ο Γάλλος Πρόξενος στα Γιάννενα (1805-1815) και αργότερα Πρόξενος στην Πάτρα (1817-1819) Φρ. Πουκιεβίλ [52] το Γκέρμπεσι αναφέρεται με 25 κατοίκους.

Γ. Στα αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας [53], αναφέρονται δύο αναφορές – αιτήσεις κατοίκων Γκέρμπεσι σχετικές με τοπικά θέματα, ήτοι,

  1. i) «Είτα ανεγνώσθη αναφορά των δημογερόντων της επαρχίας Άργους διά τα χωρία Ομέρμπακα, Άρειαν, Γκέρμπεσι και Κούρτα και Πλέσσα τα οποία ζητούσι δια να τα ενώσωσι μετά της επαρχίας Άργους και παρακαλούσι αύτη η αμφισβήτησίς των να διαλυθή. Σκέψεως γενομένης, ενεκρίθη να σταλή προς το Υπουργείον των Εσωτερικών, διά να εξετάση την υπόθεσιν και κατά τον νόμον και κατά την συνήθειαν και ν’ αναφέρει προς την Διοίκησιν… Η αναφορά των  δημογερόντων του Άργους εστάλη προς το Υπουργείον των Εσωτερικών, υπό την υπογραφήν του β΄ Γραμματέως, με την ανωτέρω γνώμην του Βουλευτικού». Επίσης,
  2. ii) «Ανεγνώσθη αναφορά των Ιωάννου Λέκκα, Παναγιώτου Αντώνη, Γιάννη του παππά-Γεώργη, οίτινες παρακαλούν να διορισθώσιν οι ενοικιασταί των εθνικών προσόδων του χωρίου Γκέρμπεσι να μην τους πέρνωσι τοπιάτικον δι’ ολίγα πρόβατά των, βόσκοντα εις την εθνικήν γην, την οποίαν οι ίδιοι καλλιεργούσι, πληρώνοντες το νόμιμον πέμπτοδέκατον. Απεφασίσθη να σταλή η αναφορά εις το Υπουργείον της Οικονομίας διά να πράξει περί τούτου καθ’ ας έλαβεν οδηγίας γενικώς».

Δ. Στη «Στατιστική περιγραφή της επαρχίας Ναυπλίου» της 19ης Οκτωβρίου 1828, που συνέταξε ο Δ. Παπαλεξόπουλος σύμφωνα με τις οδηγίες Επιτροπής του Πανελληνίου, προκειμένου ο Κυβερνήτης Ιωάν. Καποδίστριας να απαντήσει στα 28 ερωτήματα που είχαν υποβάλει οι πρεσβευτές των τριών μεγάλων δυνάμεων, αλλά και για να συγκεντρώσει στατιστικές πληροφορίες γύρω από τον πληθυσμό και την κατάσταση της γεωργίας, περιέχονται πληροφορίες και για το Γκέρμπεσι. Οι πληροφορίες που περιέχονται στην έκθεση χρονικά αναφέρονται στην τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας, δηλαδή λίγο πριν την κήρυξη της επανάστασης του 1821.

Σύμφωνα με την έκθεση αυτή το Γκέρμπεσι αποτελούσε τότε τσιφλίκι που ανήκε στον Τούρκο Γιαχγιαγά και είχε 10 σπίτια, 1 πύργο [54], 40 χριστιανούς κατοίκους, κανένα τούρκο κάτοικο, 15 στρέμματα αμπέλι, 515 στρέμματα καλλιεργούμενης γης, που ανήκε στους Τούρκους και 500 στρέμματα χέρσας γης μάλλον τουρκικής ιδιοκτησίας. Το ετήσιο εισόδημα των Τούρκων ανερχόταν σε 3.850 γρόσια και των χριστιανών σε 1.750 γρόσια [55], ενώ ο φόρος της δεκάτης ανερχόταν σε 550 γρόσια.  Σύμφωνα με προφορικές πληροφορίες ο αναφερόμενος πύργος χρησίμευε ως μόνιμη κατοικία του Τούρκου τσιφλικά. Ο πύργος, ο οποίος σώζεται, βρίσκεται δυτικά της πλατείας του χωριού και είναι ιδιοκτησία των κληρονόμων Λεωνίδα Λέκκα. Ο πύργος αποτελεί συνέχεια του προς τα δυτικά ευρισκόμενου σπιτιού της οικογένειας Γιαννάκου. Τα δύο κτίσματα έχουν ενιαία εμφάνιση και ανήκαν στους αδελφούς Αναστάσιο και Ιωάννη Λέκκα (Μανθαίους), για τους οποίους δεν γνωρίζουμε πώς απέκτησαν αυτά τα ακίνητα, ούτε γνωρίζουμε εάν και τα δύο αυτά ακίνητα μαζί αποτελούσαν τον πύργο.

Ε. Στη στατιστική περιγραφή της επαρχίας Ναυπλίου του έτους 1829 που συνέταξε η Γαλλική επιστημονική αποστολή, που ακολουθούσε το στράτευμα του στρατηγού Μαιζών, το Γκέρμπεσι αναφέρεται ως οικισμός με 55 άτομα και σημειώνεται στο χάρτη της ίδιας αποστολής ως οικισμός καθώς επίσης και η Μυκηναϊκή ακρόπολη της Μιδέας, που σημειώνεται ως αρχαιολογικός χώρος [56].

ΣΤ.  Η Γραμματεία της Επικρατείας ζήτησε με ειδική εγκύκλιό της από τους κατά τόπους Εκτάκτους Επιτρόπους και Προσωρινούς Διοικητές όλων των Επαρχιών να υποβάλλουν κατάλογο των κατοικουμένων πόλεων και χωριών και χωριστά των ακατοίκητων. Ο Διοικητής της επαρχίας Ναυπλίας, Άργους και Κάτω Ναχαγιέ Κωνστ. Αξιώτης με έγγραφό του υπέβαλε κατάλογο για τις επαρχίες Ναυπλίου και Κάτω Ναχαγιέ, ενώ τον κατάλογο της επαρχίας Άργους, ο οποίος δεν υπάρχει στα Γ.Α.Κ. απέστειλε απ᾽ ευθείας ο τοποτηρητής Άργους Ν. Μαυρομμάτης. Ο κατάλογος της επαρχίας Ναυπλίου περιέχει 43 κατοικημένα χωριά και 20 ακατοίκητα και σε χωριστή στήλη τον αριθμό των οικογενειών. Το Γκέρμπεσι αναφέρεται ως χωριό «ερημωμένο» [57]. Η πληροφορία αυτή, προφανώς, είναι λανθασμένη, αφού, ένα και δύο έτη πριν από τη σύνταξη του προαναφερόμενου καταλόγου, ήτοι κατά τα έτη 1828 (Στατιστική περιγραφή της επαρχίας Ναυπλίου) και 1829 (στατική περιγραφή της Γαλλικής επιστημονικής αποστολής) φέρεται να έχει ικανό για την εποχή αριθμό κατοίκων (40 και 55 αντίστοιχα)  και το 1834 αποτέλεσε ένα από τα χωριά του νεοσύστατου Δήμου Μηδέας με 100 κατοίκους, με το οικωνύμιο Κέρμπεσι ή Γκέρμπεσι [58], ίσως η πληροφορία να έχει σχέση με το Γκέρμπεσι των Δρεπανοχωρίων.

 

Ετυμολογία του οικωνυμίου Γκέρμπεσι

  

Θα ολοκληρώσουμε την έρευνά μας με την ετυμολογία της ονομασίας Γκέρμπεσι.

Η ονομασία Γκέρμπεσι [59] αποτελεί οικωνύμιο αλβανικής προέλευσης (Gjerbёs) και απαντάται στην Αλβανία στις περιοχές Φιέρι (Gjerbësi i Fierit) και Βεράτι (Gjerbësi i Beratit) καθώς επίσης απαντάται και στο Κόσσοβο. Στην Ελλάδα απαντάται ως τοπωνύμιο σε περιοχές που στο παρελθόν εγκαταστάθηκαν Αλβανόφωνοι πληθυσμοί (Άραξος, Ναύπλιο, Καλάβρυτα, Καρδίτσα). Η ονομασία σχηματίζεται από τη σλαβική λέξη Grba που σημαίνει καμπούρα βουνού, ράχη, κλιτύς + την αλβανική κατάληξη –ësi. Ακόμα υπάρχει ως παλαιότερο σλάβικο τοπωνύμιο Gъrbe∙ ъ = τόπος σε ράχη βουνού καθώς και στην σερβοκροατική γλώσσα Grbe∙ i. Βλ. επίσης και Max Vasmer: Die Slaven in Griechenland Berlin 1941, Leipzig 1970, Γκέρμπεσι ON, Kr. Nauplia (Lex. und Miliarakis AK 78). Ich gehe von einem slav. *Gъrbešь aus, das zu *gъrbъ» Buckel, Erhöhimg «zu stellen ist. Vgl. mit anderer Wortbildung skr.Grbalj. Ein genau entsprechender slavischer ON liegt vor in skr. Grbeši (Mostar).

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Χρησιμοποιώ τα δύο ονόματα, που διαδοχικά πήρε ο οικισμός, για να τον διακρίνω από το άλλο Γκέρμπεσι των Δρεπανοχωρίων της Αργολίδας.

[2] Ζευγηλατείο, (ζευγολατείο και ζευγολατιό), Βυζαντινή λέξη, που σημαίνει αγρόκτημα, μικρό τσιφλίκι.

[3] Στην περίπτωσή μας σημαίνει δυτικοευρωπαίοι γενικώς και αορίστως, χωρίς ενιαία εθνικότητα (Ιταλοί, Ελβετοί, Γάλλοι, Γερμανοί κλπ).

[4] Peter Lock, Οι Φράγκοι στο Αιγαίο 1204-1500 σελ. 122, εκδόσεις ΕΝΑΛΙΟΣ Αθήνα 1998.

[5] Θυγατέρα του Γουίδωνα (Guy d᾽ Engien).

[6] Μ. Λαμπρυνίδου, «Οι Αλβανοί κατά την κυρίως Ελλάδα και την Πελοπόννησο», Εν Αθήναις 1907, σελ. 8. W. Miller, «Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα», ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΘΗΝΑ 1990, σελ. 407.

[7] Μ. Λαμπρυνίδου, «Η ΝΑΥΠΛΙΑ», Εκδοσις Γ΄, Ναύπλιον 1975, σελ.71.

[8] Ανώτερος διπλωματικός υπάλληλος.

[9] Οικονομικός Έφορος.

[10] Είδος πλωτού μέσου.

[11] Από την από ΧΙΙΙΙ (όπως στο κείμενο) Αυγούστου 1480 έκθεση του Βενετού κυβερνήτη του Ναυπλίου Bartolomeo Minio (Κ. Σάθα «Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας» τόμος VI σελ. 141-142, το κείμενο στην Ενετική γλώσσα και Μετάφραση Τάκη Μαύρου «Δελτίο Ιστορικών Μελετών Ναυπλίου», τεύχος 13 σελ. 205), μεταφέρουμε τα επόμενα, «Με αυτή (την επιστολή)  σημειώνω σ᾽εκείνη (την Εξοχότητά Σας), σήμερα ημερομηνία 12 έφθασε  εδώ η γάλια του Cocha η οποία προηγουμένως ανήκε στον Salomona, που είχε φύγει από την Κωνσταντινούπολη στις 3 τρέχοντος, η οποία έφερε τον Μεγαλοπρεπή Sinabei Protogero της Ελλάδας σταλμένο από τον Κύριο Τούρκο για τον καθορισμό των συνόρων και τον χωρισμό των τόπων της Αυθεντίας Σας, και μ᾽ αυτόν ήλθε ο κύριος Zuan Dario, ο οποίος Sinabei, από όσα μου εγνώρισε ο Zuan Dario, είναι άνθρωπος σημαντικός για τον Κύριο Τούρκο, και είναι υπό τον Beilerbei, τον αρχηγό Διοικητή της Ελλάδας, υπεράνω όλων των τοπικών διοικητών (Flamburari) κ.λπ.».

[12] Κ. Σάθα «Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας» τόμος VI σελ. 146 το κείμενο στην Ενετική γλώσσα, μετάφραση Τάκη Μαύρου, «Δελτίο Ιστορικών Μελετών Ναυπλίου», τεύχη 13/Ιούνιος 1989 σελ. 206 και 14/Ιούλιος 1989 σελ. 217. D.G.Wright and J.Melville-Jones «The greek Correspondence of Bartolomeo Minio v. 1: Dispacci from Nauplion 1479-1483», unipress, Padova 2008, το κείμενο στη Ενετική γλώσσα με παράλληλη μετάφραση στην Αγγλική.

[13] Flamburar, αξιωματούχος του Σουλτάνου.

[14] Ο Τάκης Μαύρος (μετάφραση όπ. ανωτ. σελ. 219 υποσ. 1) εντοπίζει τον «Λευκό Πύργο» στο σημείο «όπου αργότερα ήταν «ο Πύργος του Γενναίου», μεταξύ Δαλαμανάρας και θάλασσας, εκεί που το κανάλι του νερού αλλάζει κατεύθυνση και από βορρά προς νότο ακολουθεί προς ανατολάς».

[15] Πιθανώς το παλαιότατο πηγάδι του χωριού Χώνικα, Τ. Μαύρου μετάφραση ό.α. σελ. 219 υποσ. 2.

[16] Πρόκειται για το μοναστήρι του Αγίου Θεοδοσίου, που βρίσκεται σε μικρή απόσταση και ανατολικά από το χωριό Παναρήτι.

[17] Λαμπρινίδη, «Η Ναυπλία», Αθήνα 1975 σελ. 74 συνέχεια υποσημείωσης.

[18] Μ. Λαμπρυνίδη, «Οι Αλβανοί κατά την κυρίως Ελλάδα και την Πελοπόννησον», εν Αθήναις 1907, σελ.16. Τρ. Ευαγγελίδου, «Ιστορία του εποικισμού της Ύδρας», εν Αθήναις 1934, σελ. 28 σημ. 64.

[19] Β. Παναγιωτόπουλος, , «Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας», Ιστορικό Αρχείο Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, ανατύπωση 1987, σελ. 81.

[20] Β. Παναγιωτόπουλος, «Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου κλπ όπ.αν. σελ.88.

[21] Βελιγοστή  ή Σαμαρά, χωριό του Δήμου Μεγαλούποληςž την εποχή της Φραγκοκρατίας αποτέλεσε έδρα μιας από τις 12 βαρονίες, στις οποίες είχε διαιρεθεί η Πελοπόννησος.

[22] Ι. Πούλου, «Η εποίκησις των Αλβανών εις Κόρινθον», εν Αθήναις 1950, σελ. 19.

[23] Τρ. Ευαγγελίδη, «Ιστορία του Εποικισμού της Ύδρας» κλπ, όπ. αν. σελ 17 και επ., Μ. Λαμπρυνίδη, «Οι Αλβανοί κατά την κυρίως Ελλάδα» κλπ όπ. αν. σελ. 7 και επ.

[24] Βασ. Παναγιωτόπουλου, , «Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου» κλπ, όπ. αν. σελ. 100 το πρώτο απόσπασμα και 95 το δεύτερο.

[25] Ονόματα Αλβανών stradioti αναφέρονται σε επίσημα έγγραφα της Βενετικής Πολιτείας, που περιέχονται στα «Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας» του Κ. Σάθα. Από τον  VIII τόμο του έργου του Σάθα παραθέτω αμέσως παρακάτω κάποια ονόματα Αλβανών (ο πρώτος αριθμός δείχνει τη σελίδα και ο δεύτερος τον στίχο αναφοράς).

Cutsis, Piero 361-37, Alessio 388-25, Antonio 353-39, Bella 395-6, Petro 353-27, Dimitri 362-1, Ginis 382-3.

Gerbesis ή Jerbessis Anargyros 338-10, Georges 104-38, 111-10, 144-23, 336-1, 337-35, 348-26, 394-23, 429-3, Ginis 121-20, Marie 407-6, Marin 565-36, Mekaras 105-26, Mexas 76-16, 104-35, 121, 136, 137, 407, Piere 76-14, 137-5, Thuras 348, 428-40.

Manessis 109, 110, Andre 109, 115, 123, 124, 354-37, Anna 158, Demetrius 44-3, 96-4, 328-24, 379-31, 381-24, Dimas 354-37, Dominique 76-9, 92-34, 93-3, Emanuel ou Manuel 44-3, 95, 158-10, Francois 336-38, 345, Georges 76-15, 351-27, Ginis 385-26, Jeanne 345-24, Lecas ou Lekos 104-39, 385-36, Maria 44-4, Mirassis 105-21, Pierre 76-9, Theodore 96-4, 169-36, 171, Theodosia 96-3, Vaϊvodas 97-33.

Bardis Luca 128-31, adamos 392,  Gignis 356-18, Micras 356-18 και 392-4, Piere 338-3.

Lalucas Gignis 338-8, Jean 105-24, Lasare 337-11.

Panaritis Zorzi 351-39, 356-38, Gign 351-39, Maria 439-25.

Sangas Demetrius 339-42.

[26] Ν. Γκίνη, Αλβανο-Ελληνικό λεξικό, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 1998.

[27] W. Miller, «Η φραγκοκρατία στην Ελλάδα», ό. α. σελ. 536 επ., Μ. Λαμπρυνίδη,  «Η Ναυπλία» ό.α. σελ. 67 επ., Τρ. Ευαγγελίδη, «Η ιστορία του εποικισμού της Υδρας», ό.α. σελ. 29.

[28] Μ. Λαμπρινίδη, «Οι Αλβανοί κατά την κυρίως Ελλάδα και την Πελοπόννησον», τυπογραφείον ΕΣΤΙΑ Εν Αθήναις 1907, σελ.35.

[29] Ευτ. Λιάτα, «Το Ναύπλιο και η ενδοχώρα του», Αθήνα 2002, σελ. 83. Α. Τσελίκα, «Μεταφράσεις Βενετικών Εκθέσεων περί Πελοποννήσου», έκθεση του προνοητή Μ. Μικιέλ, «Πελοποννησιακά» τ. 17 σελ. 158-159.

[30] Αναλυτικά για τα κατάστιχα αυτά ίδε Ευτ. Λιάτα, «Το Ναύπλιον και η ενδοχώρα του», ό.α. σελ. 27 επ.

[31] Το οικωνύμιο Σάνγκα είναι σχεδόν άγνωστο στην περιοχή, είναι όμως γνωστό και χρησιμοποιείται το παρόμοιο ηχητικά και σε αρβανίτικη απόδοση εδαφωνύμιο Σ.γκι, το Σ προφέρεται αυτοτελώς και σε Αλβανική γραφή ίσως Sëgi. Στον χάρτη της περιοχής του χωριού Πλατανίτι  και των ζευγολατείων του τού catastico particolare σημειώνεται σε περιορισμένο πολύγωνο sitto della v.(illa) Sanga, ήτοι θέση του χωριού Σανγκα. Η θέση σημειώνεται δυτικά του Μάνεσι και ανατολικά του λόφου της Πουλακίδας, ενώ στην βορεινή απόληξη του λόφου αυτού βρίσκεται σήμερα η ελαιόφυτος περιοχή Σ.γκι. Νομίζω ή μάλλον είμαι βέβαιος πως το εδαφωνύμιο Σ.γκι αποτελεί παραφθορά του εδαφωνυμίου Σάνγα και η περιοχή του αποτελούσε μέρος του ζευγολατείου Σάνγκα. Προφορικές πληροφορίες (Χρήστος Καραμάνος από τον παππού του) αναφέρουν πως οι κάτοικοι του χωριού (3-4 οικογένειες) σκότωσαν τους φοροεισπράχτορες των Τούρκων και εγκατέλειψαν τα σπίτια τους.

[32] Στον χάρτη της περιοχής του χωριού Πλατανίτι  και των ζευγολατείων του τού catastico particolare σημειώνονται δύο θέσεις με το εδαφωνύμιο Καλύβιហη μια θέση βρίσκεται όπου σήμερα ο οικισμός Αμαριανός και η άλλη λίγο ανατολικότερα στο σημείο που αρχίζει η άνοδος για το κυνηγετικό φυλάκιο του δρόμου προς Αραχναίο, ενώ δεν υπάρχει ένδειξη οικισμού στη θέση που σήμερα βρίσκεται το χωριό Ντούσια. Δεν γνωρίζουμε σε ποια από τις δύο θέσεις Καλύβια αναφέρεται το catastico.

[33] Β. Παναγιωτόπουλου, «Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου», ό.α. σελ. 136 και 231 όπου παρατίθεται ολόκληρη η απογραφή Grimani.

[34] Ευτ. Λιάτα, «Το Ναύπλιον και η ενδοχώρα του», ό.α.  σελ.109 και πίνακας XII σελ. 154.

[35] Στον χάρτη της σελίδας 40 του catastico particolare σημειώνεται στο σημείο που σήμερα βρίσκεται ο οικισμός Δένδρα «Seug. D. Vendra», δηλαδή, Ζευγολατείο Βεντρά. Σχετικά με την ονομασία Δένδρα-Δενδρά-Βεντρά αναφέρουμε τα επόμενα: Με την ονομασία Δένδρα και με 18 κατοίκους αποτέλεσε οικισμό του συσταθέντος το 1834 Δήμου Μιδέας. Η ίδια ονομασία (Δένδρα) συνεχίστηκε σε όλη την αυτοδιοικητική ιστορία (1912,1919 κ.λ.π.) του οικισμού. Σήμερα η επίσημη ονομασία είναι Δένδρα, έχει όμως γενικευθεί στις καθημερινές σχέσεις η ονομασία Δενδρά. Μέχρι και μετά τον πόλεμο ακουγόταν και η ονομασία Βεντρά. Η γιαγιά μου η Μανεσιώτισσα καταγόταν από τα Δέντρα, ήταν θυγατέρα του μπάρμα Αντρανό Ουλή και δεν ήξερε ελληνικά, ομιλούσε όμως άριστα την αρβανίτικη. Όταν αναφερόταν στα Δέντρα  έλεγε πάντοτε Βεντρά και σε παρατήρησή μου ότι το χωριό της λεγόταν Δέντρα επέμενε στην ονομασία Βεντρά. Αλλά και στο Γκέρμπεσι κάποιοι χρησιμοποιούσαν την ονομασία Βεντρά. Ο Θωμάς Ουλής από τα Δέντρα, αξιόλογος καθηγητής φιλόλογος σε προσωπικές συζητήσεις και ερωτήσεις μου δεχόταν και τις δύο ονομασίες, χωρίς να ορίζει την χρονικά πρότερη. Μάλιστα προσπαθούσε να αιτιολογήσει την ονομασία Βεντρά ως προερχόμενη από τη Βέντρα, δηλαδή δοχείο ξύλινο, που οι τσοπάνηδες χρησιμοποιούσαν για να μετρούν  την ποσότητα του γάλακτος.

[36] Θεόδωρου Γιαννακόπουλου, «Αι περί Ναυπλίου και της περιοχής του ειδήσεις του καταστίχου του Βενετού μηχανικού FR. Vandeyk», ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΑ, τόμος 3 (1976), σελ. 180.

[37] Αγ. Τσελίκας, «Μεταφράσεις Βενετικών κειμένων περί Πελοπoννήσου», Πελοποννησιακά τ. 17, σελ. 155.

[38] Αντ. Μηλιαράκη «Γεωγραφία πολιτική του νομού Αργολίδος και Κορινθίας», εν Αθήναις 1886, σελ.78.

[39] Μεταφορά από Ευτ. Λιάτα, «Το Ναύπλιον και η ενδοχώρα του», ό.α. Βλ. πίνακες στις σελ. 136-161.

[40] Γ. Νικολάου, «Οικισμοί, γαιοκτησία και φορολογία στην περιοχή του Ναυπλίου», περ. Ιστορικά τ. 34 σελ. 84 και εκεί παραπομπές.

[41] Λαμπρυνίδου, «Η Ναυπλία» ό.π. σελ. 158, Μ. Σακελλαρίου «Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν Τουρκοκρατίαν» ό.α. σελ. 45.

[42] Μ. Σακελλαρίου «Η Πελοπόννησος  κατά την δευτέραν  Τουρκοκρατίαν», ό.α. σελ. 123.

[43] Βασ. Παναγιωτόπουλου, «Πληθυσμός και οικισμοί», ό.α. σελ.207, Κ. Νικολάου, «Οικισμοί» κ.λ.π. ό.α. σελ.83.

[44]  Συνώνυμος, αλλά μη εννοιολογικά ακριβής είναι ο όρος Καζάς, που προσδιόριζε δικαστική κυρίως περιφέρεια.

[45] Μ. Σακελλαρίου, «Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν  τουρκοκρατίαν», ό.α. σελ. 78 επ. και 98 επ.

[46] Θ. Γιαννακόπουλου, «το Κατάστιχο του Fr. Vandayk», ό.α. σελ.186.

[47] Αθ. Φωτόπουλος, «Στατιστικές ειδήσεις για την επαρχία Ναυπλίου», Ναυπλιακά Ανάλεκτα,τ. IV, 2000, σελ.326,  Κ. Νικολάου, «Οικισμοί, γαιοκτησία» κ.λπ. ό.α. σελ.96, Ευτ. Λιάτα,  «Αργεία γη, από το τεριτόριο στο βιλαέτι» Αθήνα 2003,  σελ. 74.

[48] Ευτ. Λιάτα, «Αργεία γη, από το τεριτόριο στο βιλαέτι», Αθήνα 2003, σελ. 120 και 75.

[49] Ειδικό προνομιακό καθεστώς παρεχόμενο με σουλτανικό φιρμάνι στους υποτελείς, που «υποτάσσονται οικιοθελώς και αυθορμήτως υπό την σημαίαν του Ισλάμ», σύμφωνα με ρήση του κορανίου και με το οποίο αναγνωρίζεται στους υποτελείς δικαίωμα αυτοδιοίκησης, δικαστικής ανεξαρτησίας και απαλλαγής από φόρους και δοσίματα, πλην του Μακτού, ήτοι εφάπαξ χρηματικού ποσού επιβαλλόμενου ως φόρου υποτελείας.

[50] Ευτ. Λιάτα, «Αργεία γη», ό.α. σελ. 74.

[51] Ευτ. Λιάτα, στο ίδιο σελ. 122.

[52] F. Pouqueville , «Voyage de la Grèce…», Αφοί Τολίδη Αθήνα 1995, σελ. 91. Σχετικά ο Β. Παναγιωτόπουλος, «Ο πληθυσμός κ.λπ.» ό. α. σελ. 212, παρατηρεί ότι ο κατάλογος των χωριών του Πουκιεβίλ προέρχεται από κάποιο τουρκικό αρχείο ή από τη χριστιανική κοινοτική διοίκηση, δεν προέρχεται δηλαδή από προσωπική έρευνα.

[53] Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, το έργο, αποτελούμενο από 25 τόμους, περιέχει έγγραφα από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα μέχρι την εκλογή του «πρώτου βασιλέως Όθωνος» (1821-1832), των εθνικών και τοπικών συνελεύσεων, βουλευτικών περιόδων, συνταγματικά κείμενα, έγγραφα της Καποδιστριακής περιόδου, που έχουν μεταγραφεί, καθώς και φωτογραφικό υλικό και ομοιότυπα χειρογράφων. Το έργο άρχισε να εκδίδεται το 1857 και ψηφιοποιημένο πλέον έχει αναρτηθεί στον ιστότοπο της βουλής.

   α) Πρακτικά της 24 Ιουλίου 1823 τόμος 2, σελ. 265 και

   β) Πρακτικά της 3-2-1825 τόμος 7 σελ. 115 & 116.

[54] Πυργόσπιτο, οχυρωμένη κατοικία, που χρησίμευε για διαμονή του Τούρκου τσιφλικά.

[55] Αθ. Φωτόπουλου, «Στατιστικές ειδήσεις για την επαρχία Ναυπλίου», Ναυπλιακά Ανάλεκτα τ. IV 2000 σελ. 326. Γ.Νικολάου, «Οικισμοί , γαιοκτησία και φορολογία στην περιοχή του Ναυπλίου κατά την ύστερη τουρκοκρατία», περιοδικό «Τα ιστορικά» τεύχ. 34 σελ. 71. Τ. Γριτσόπουλου, «Στατιστικαί ειδήσεις περί Πελοποννήσου», Πελοποννησιακά, τόμ. Η΄1971, σελ. 411 σχετικά με το ιστορικό, (το δημοσίευμα περιλαμβάνει στατιστικές ειδήσεις για όλη την Πελοπόννησο πλην των επαρχιών Ναυπλίας, Άργους και Κ. Ναχαγιέ, που είχαν ήδη δημοσιευθεί από τον Αθ. Φωτόπουλο).

[56] «Expedition Scientifique de la Morèe», Paris 1834, vol. II, pp. 64 και «Feuille de Napoli φύλλο Α1 Εκδόσεις ΜΕΛΙΣΣΑ Αθήνα 2011 και Μ.Χουλιαράκη, «Γεωγραφική, Διοικητική και Πληθυσμική εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971», έκδοση ΕΚΚΕ 1973, σελ. 40.

[57] Ιωάννας Γεναροπούλου, «Κατάλογοι κωμοπόλεων και χωρίων των επαρχιών Ναυπλίας και Κάτω Ναχαγιέ (1830)», Πελοποννησιακά αρ. 4, 1979,  Α΄ συνέδριο  Αργολικών  Σπουδών, σελ. 121.

[58] β.δ. της 28/4 (10/5) 1834 (ΦΕΚ 19) «περί της οροθεσίας και της εις Δήμους διαιρέσεως του νομού Αργολίδος και Κορινθίας».

[59] Χαραλ. Συμεωνίδης: «Ετυμολογικό λεξικό των νεοελληνικών οικωνυμίων», Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκου, Λευκωσία-Θεσσαλονίκη 2010.

 

Χρίστος Ιωάν. Κώνστας

«Γκέρμπεσι – Μιδέα Αργολίδας. Ο Χώρος – Η Ιστορία – Οι  Άνθρωποι», Έκδοση, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας &  Πολιτισμού, Άργος, 2018.

 

Σχετικά θέματα:

 

Read Full Post »

Αραχναίο (Χέλι) Αργολίδας


 

Το Χωριό Αραχναίο (Χέλι) – Ιστορία του Χελιού (Αραχναίου) – Οι Αρβανίτες στο Χέλι – Ύδρευση του Χελιού – Ασχολίες των κατοίκων του Χελιού –  Επικοινωνία του Χωριού – Η Εκπαίδευση στο Χέλι

 

Το Χέλι (σημερινό Αραχναίο) βρίσκεται στα βόρεια της ψηλότερης κορυφής του Αραχναίου όρους και στη Νότια πλευρά της Τραπεζώνας σε υψόμετρο εξακόσια πενήντα (650) περίπου μέτρα. Πάνω από το χωριό δεσπόζει η Νότια πλευρά της Τραπεζώνας, η ονομαζόμενη Μπρίνια, μια γυμνή από χλωρίδα πλαγιά της Τραπεζώνας της τετάρτης κατά σειρά ύψους κορυφής της οροσειράς του Αραχναίου. [Σημείωση Βιβλιοθήκης: Ο συγγραφέας Παναγιώτης Ι. Μπιμπής (1925-2009), όπως ο ίδιος αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου του «Το Χέλι και η συμβολή του στους Αγώνες του Έθνους, Άργος 2002», χρησιμοποιεί κύρια το παλαιό όνομα του χωριού «Χέλι» γιατί έτσι αναφέρεται στις ιστορικές πηγές από τις οποίες άντλησε τις πληροφορίες του. Το Χέλι μετονομάστηκε σε Αραχναίο το 1915 (29/7/1915 – ΦΕΚ : 273/1915) είναι χωριό του Δήμου Ναυπλιέων. Μέχρι το 2010 ανήκε στον τέως Δήμο Μιδέας].

Το Χέλι βρίσκεται αποκομμένο από όλα τα κατοικημένα μέρη της Αργολίδας, σε απόσταση 26 περίπου χιλιομέτρων από το Άργος και 28 χιλιομέτρων από το Ναύπλιο και δεν έχει οπτική επαφή με κανένα κατοικημένο χώρο του Νομού. Βέβαια σήμερα ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος που το συνδέει με τα μεγάλα αστικά κέντρα το Άργος και το Ναύπλιο, έχει αρκετά δαμάσει τις άγριες ξεροτοπιές της περιοχής του Χελιού και έχει συνδέσει την αβοήθητη ερημιά του παρελθόντος με τη σημερινή ζωή του Κέντρου και του Πολιτισμού.

 

Χάρτης Νομού Αργολίδας.

 

Το Χέλι έχει σήμερα περίπου 1200 κατοίκους [643 κάτοικοι σύμφωνα με την απογραφή του 2011], που μένουν μόνιμα στο χωριό, ενώ είναι πολύ περισσότεροι αυτοί που έχουν μετοικίσει στον Άγιο Δημήτριο, στον Αμαριανό, στο Ναύπλιο στο Άργος, στα χωριά του Κάμπου, στην Κόρινθο, στην Αθήνα και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, πέρα από τις εκατοντάδες που μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο βρέθηκαν μετανάστες, στην Αυστραλία, στον Καναδά και τη υπόλοιπη Αμερικανική Ήπειρο. Το χωριό είναι μακρόστενο και εκτείνεται από την Ανατολή προς τη Δύση. Βρίσκεται βόρεια της ευρείας Λεκάνης που περιβάλλεται από τους ορεινούς όγκους του όρους Αραχναίου, κυρίως από την Τραπεζώνα και το Σιούρι. Τα περισσότερα σπίτια του χωρίου που είναι και τα παλαιότερα, είναι χτισμένα σύμφωνα με την παλαιά τεχνοτροπία, είναι όλα ορθογώνια παραλληλόγραμμα, στα οποία η μια στενή τους όψη είναι συνήθως στραμμένη πάντοτε προς το δρόμο προσπέλασης και σε αυτή τη πλευρά υπάρχουν πάντοτε δυο στενά παράθυρα, στο δε μέσον της μιας μεγάλης πλευράς, υπάρχει πάντοτε η πόρτα. Στις μεγάλες πλευρές του σπιτιού υπάρχουν και άλλα παράθυρα ανάλογα με τις διαστάσεις του σπιτιού. Όταν τα σπίτια είναι διώροφα, οι πόρτες και τα παράθυρα βρίσκονται στην ίδια ακριβώς θέση επάνω και κάτω. Όλα τα σπίτια είναι λιθόκτιστα και ο χωρισμός μέσα σε δωμάτια έχει γίνει με σανίδες.

Τα σπίτια αυτά είναι χαρακτηριστικά και τα ίδια σε όλα τα Αρβανιτοχώρια της – περιοχής μας και θυμίζουν τα σπίτια της βόρειας Ηπείρου με την μόνη διαφορά ότι είναι κεραμοσκεπή, όλα δε είναι κτισμένα από Νομάδες Λαγκαδιανούς κτίστες που ολόκληρα καλοκαίρια έμεναν και δούλευαν στο χωριό. Σήμερα βέβαια πολλά από τα παλαιά αυτά σπίτια έχουν αντικατασταθεί με μοντέρνα κτίρια κτισμένα με τσιμέντα και τούβλα.

Τα νερά της βροχής της ευρείας λεκάνης που βρίσκεται χτισμένο το χωριό σχηματίσουν ένα μαιανδρικό χείμαρρο που ξεκινάει από τα Φράκια διασχίζει όλη τη λεκάνη, σχηματίζει έπειτα μια βαθιά χαράδρα, περνάει κοντά στο Μοναστήρι (Μονή Ταλαντίου) και συνεχίζει την πορεία του μέσα στη Χούνι, βγαίνει στον Αμαριανό και από εκεί διασχίζει και τον Αργολικό Κάμπο, περνάει από το χωριό Παναρίτη και πολύ σπάνια τα νερά του φθάνουν στον Αργολικό Κόλπο, γιατί μετά το Παναρίτη σήμερα δεν υπάρχει καν κοίτη, επειδή έχει καταστραφεί από τους χωρικούς οι οποίοι την έχουν μετατρέψει σε χωράφια.

Στη διαδρομή του ο χείμαρρος αυτός σχηματίζει σε πολλά σημεία βαθιές χαράδρες και δέχεται πολλούς άλλους χείμαρρους, όπως τον χείμαρρο που κατεβαίνει από τον Αρνά. το ττρόι- Λάζεριτ, το πρόι-Θέου, το πρόι-Φλώρου και άλλους πολλούς και στη λεκάνη του Αραχναίου και στη λεκάνη του Αμαριανού.

Οι σημερινοί κάτοικοι του χωριού είναι όλοι Αρβανίτες και οι μεγάλης ηλικίας μιλάνε ακόμα πολύ καλά τα Αρβανίτικα, αλλά σε διάλεκτο με πολλές παραφθαρμένες σύγχρονες Ελληνικές λέξεις, η οποία διάλεκτος αυτή διαφέρει πολύ από την διάλεκτο των Αρβανιτών των γειτονικών χωριών Λιμνών, Προσύμνης. Μηδέας κ.λπ. όπως επίσης και από την διάλεκτο που μιλάει όλη η Ερμιονίδα.

 

Ιστορία του Χελιού (Αραχναίου)

 

Ο Παναγιώτης Ι. Μπιμπής (Αραχναίο 1925 – Άργος 2009). Προτελευταίο παιδί από τα δέκα του Ιωάννου Δημ. Μπιμπή και της Αναστασίας Αν. Μανώλη. Μετά το Γυμνάσιο Ναυπλίου σπούδασε στο Μαθηματικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε ως καθηγητής Μαθηματικός στη Μέση Εκπαίδευση, Γυμνασιάρχης, Λυκειάρχης και Προϊστάμενος Μέσης Εκπαιδεύσεως Νομού Αργολίδος ως το 1986 οπότε περάτωσε την υπηρεσία του. Έγραψε το βιβλίο «ΤΟ ΧΕΛΙ», ένα εξαίρετο πόνημα, το οποίο και συνιστά την μοναδική έως τώρα συστηματική καταγραφή της ιστορίας του χωριού μας από τα αρχαία χρόνια ως τις μέρες μας. Φωτογραφία από το Ιστορικό Αρχείο Αραχναίου. Λεζάντα: Μαρία Μπιμπή.

Το πότε ακριβώς ιδρύθηκε ο οικισμός αυτός σε αυτή την περιοχή και πότε κτίσθηκε το Χέλι είναι άγνωστο, αφού κανένα γραπτό κείμενο δεν υπάρχει που να μαρτυρεί αυτό το γεγονός. Σε γραπτά κείμενα η ονομασία Χέλι, από ότι τουλάχιστον έχει διαπιστωθεί αναφέρεται για πρώτη φορά το 1463 οπότε σημειώνεται η πρώτη μετακίνηση των Αρβανιτών που ήσαν εγκατεστημένοι στον Αργολικό Κάμπο προς το Χέλι, ύστερα από την ήττα που υπέστησαν οι Ενετοί με τους μισθοφόρους Αρβανίτες στο Ναύπλιο από τα Τουρκικά στρατεύματα και για να αποφύγουν την τελειωτική τους καταστροφή και τον αφανισμό τους. Οπωσδήποτε όμως υπήρχε εκεί ο οικισμός πριν από το 1463 και για το γεγονός αυτό υπάρχουν σαφείς αποδείξεις.

Πρώτη απόδειξη είναι το γεγονός ότι στην κορυφή του όρους Αραχναίου, το σημερινό Προφήτη Ηλία υπήρχε Βωμός του Δία και της Ήρας όπου οι άνθρωποι της εποχής εκείνης θυσίαζαν προς τους θεούς σε περιόδους ανομβρίας, αυτό όμως φανερώνει ότι εκεί στο οροπέδιο του Αραχναίου ζούσαν φυσικά άνθρωποι που υφίσταντο τις συνέπειες της ανομβρίας και έκαναν τις θυσίες αυτές.

Δεύτερη απόδειξη είναι το γεγονός που αναφέρει ο Αισχύλος στον Αγαμέμνονα ( στ. 296 ) ότι στην κορυφή του όρους Αραχναίου ανάφτηκε πυρσός με τον οποίον αναγγέλθηκε στις Μυκήνες η άλωση της Τροίας. Το γεγονός αυτό μαρτυρεί ότι στην περιοχή αυτή κατοικούσαν άνθρωποι στην Ομηρική εποχή, οι οποίοι πήραν το μήνυμα του γεγονότος της άλωσης της Τροίας από κάποια άλλη βουνοκορυφή, πιθανότατα από την Ακρόπολη των Αθηνών που έχει οπτική επαφή με την κορυφή του Αραχναίου και το μετέδωσαν με τον ίδιο τρόπο: με τον πυρσό στις Μυκήνες.

Από τα πάρα πάνω βγαίνει το συμπέρασμα ότι στη Μυκηναϊκή εποχή λειτουργούσε οργανωμένο δίκτυο για τη μετάδοση ειδήσεων από πολύ μακρινές αποστάσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα. Όλα όμως αυτά μαρτυρούν ότι εκεί στην περιοχή του Οροπεδίου του Αραχναίου θα υπήρχε οικισμός για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες λειτουργίας της επικοινωνίας αυτής. Οι σταθμοί αυτοί της λήψης και μετάδοσης των ειδήσεων από και σε μακρινές αποστάσεις ονομάζονταν «Φρυκτωρία» και έτσι ακριβώς αναφέρονται στα αρχαία κείμενα.

 

Τμήμα χάρτη της Αργολιδοκορινθίας του Αντώνη Μηλιαράκη,1886.

 

Τρίτη απόδειξη είναι τα εμφανή ίχνη καρόδρομου που υπάρχουν μέσα στην κοίτη του χειμάρρου από τον Αμαριανό μέχρι το σημερινό Χέλι και ακόμα πέρα από αυτό μέχρι τα Φράκια. Η κοίτη του Χειμάρρου αυτού αποτελεί και σήμερα ακόμα μια φυσική δίοδο από τον Αργολικό κάμπο προς το οροπέδιο του Αραχναίου. Η δίοδος αυτή σε αρκετά σημεία εκεί στη χούνι αποτελεί φαράγγι αρκετά στενό με απότομες βραχώδεις όχθες.

Κατά μήκος λοιπόν αυτής της φυσικής διόδου υπάρχουν και σήμερα ακόμα εμφανή τα ίχνη Καρόδρομου που διαπιστώνεται από τα παράλληλα αυλάκια επάνω στα βραχώδη μέρη της κοίτης και που φαίνεται πως έγιναν από το πέρασμα επάνω σε αυτά παράλληλων σιδερένιων τροχών ιππήλατης άμαξας. Τα ίχνη αυτά φαίνονται καθαρά και η χάραξη σε πολλά σημεία είναι τόσο βαθιά που το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι ο δρόμος αυτός χρησιμοποιήθηκε σε πολύ παλιά εποχή και για πολλές εκατονταετίες.

Σε πολλά σημεία του φαραγγιού όπου στο κάτω μέρος υπάρχουν πολύ καθαρά τα ίχνη του καρόδρομου, φαίνεται ότι και ο άνθρωπος έχει επέμβει εκεί πριν γίνει δρόμος και είχε λαξεύσει το βράχο για να φαρδύνει πρώτα τη πολύ στενή δίοδο, ώστε να αποκτήσει αρκετό πλάτος ικανό να περάσει το κάρο της εποχής εκείνης και στη συνέχεια να έγινε χρήση του δρόμου αυτού για παρά πολλά χρονιά. Τα ίχνη αυτά σήμερα διακρίνονται μόνο στα μέρη της κοίτης του χειμάρρου που είναι βραχώδη. Μέσα στο φαράγγι της Χούνης, όπως ονομάζεται ένα τμήμα του χείμαρρου, είναι εμφανεστέρα τα ίχνη σε αρκετά σημεία και σε πολλά τμήματα το ένα κοντά στο άλλο, ενώ πιο πάνω προς το Μοναστήρι της Παναγίας που η κοίτη είναι αμμώδης και μέχρι το χωριό, τα ίχνη αυτά είναι πολύ αραιά και μονό ση σημεία που μεσολαβούν σκληρά πετρώματα φαίνονται αυτά καθαρά.

Κάτω από το χωριό και στη τοποθεσία που βρισκόταν άλλοτε το αλώνι του Βέτσερι επάνω ακριβώς στον παλαιό δρόμο και που το έδαφος ήταν βραχώδες υπήρχαν τέτοια ίχνη σε μήκος πενήντα περίπου μέτρων με μικρές βέβαια διακοπές, αλλά με την κατασκευή αργότερα του δρόμου προς Άργος και Ναύπλιο, τα ίχνη αυτά, άλλα μεν καταστράφηκαν από τα σκαπτικά μηχανήματα και όσα είχαν απομείνει καλύφθηκαν από τον ασφαλτικό τάπητα που κάλυψε το δρόμο και δεν σώζεται σήμερα κανένα ίχνος στην περιοχή αυτή.

Για όλα αυτά μια εξήγηση μπορεί να δοθεί ότι «Ιππήλατες Άμαξες» (κάρα) ξεκινούσαν από τις κατοικημένες περιοχές του Αργολικού κάμπου πιθανότατα το Άργος ή τις Μυκήνες και ακολουθώντας την κοίτη του χειμάρρου αυτού, που σήμερα υπάρχουν τα ίχνη, περνούσαν κάτω από το σημερινό χωριό και προχωρούσαν ακόμα προς ανατολάς, που είναι άγνωστο μέχρι που έφθαναν, γιατί ίχνη μέσα στο χείμαρρο υπήρχαν και μέχρι λίγο πριν από τα Φράκια και οπό εκεί και πέρα τα ίχνη αυτά χάνονται.

Γεννάται συνεπώς το ερώτημα μέχρι που έφθανε ο Καρόδρομος αυτός; Φυσικά θα κατέληγε σε κάποιον οικισμό. Ο οικισμός αυτός ήταν το Χέλι; η περνούσε από την περιοχή που σήμερα βρίσκεται το Χέλι και κατέληγε κάπου αλλού, ίσως στα Φράκια που και εκεί πιθανόν να υπήρχε οικισμός, αφού βεβαιωμένο είναι ότι αργότερα υπήρχε και μήπως ακόμη από τα φράκια συνέχιζε η οδική αυτή αρτηρία προς Αγγελόκαστρο ίσως και από εκεί προς Παλιά Κόρινθο.

Όλα αυτά είναι πιθανά. Γνωστό είναι ακόμα ότι υπήρχε αρχαίος οικισμός με το όνομα Δασκύλιον στην Δασκυλίτιδα περιοχή (στο σημερινό Δεσκλιά) και υπάρχει σήμερα δρόμος που συνδέει το Χέλι με το Λυγουριό και την Αρχαία Επίδαυρο και περνάει από το Δεσκλιά, δεν είναι δε καθόλου απίθανο ο Καρόδρομος που πάρα πάνω αναφέρεται να συνέδεε τις Μυκήνες και τη Αρχαία Επίδαυρο εξυπηρετώντας έτσι και ενδιάμεσους Οικισμούς που υπήρχαν στο οροπέδιο του Αραχναίου, πιθανότατα δε και σημαντικό οικισμό που θα βρισκόταν στη θέση του σημερινού Αραχναίου ή κάπου εκεί κοντά.

 

Το όρος Αραχναίο σε φωτογραφία, περίπου του 1937, από το Νότο. Φωτογραφία: Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο & Ινστιτούτο Πανεπιστημίου Κολωνίας.

 

Τέταρτη απόδειξη ότι στο Χέλι υπήρχε οικισμός τουλάχιστον στην προκλασική περίοδο είναι το γεγονός ότι πριν λίγα χρόνια κατά την εκσκαφή των θεμελίων σπιτιού από τον Γεώργιο Ρόζη μέσο στο χωριό και σε σκληρό μάλιστα έδαφος, βρέθηκε αρχαίος τάφος ο οποίος από την Αρχαιολογική Υπηρεσία του Ναυπλίου τοποθετήθηκε στον 6ο π.Χ. αιώνα. Άρα η περιοχή που σήμερα βρίσκεται το Αραχναίο ήταν κατοικημένη περιοχή τουλάχιστον τον 6ο π.χ. αιώνα.

Πέμπτη απόδειξη για μεταγενέστερες όμως εποχές, δηλαδή την βυζαντινή περίοδο, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η περιοχή αυτή ήταν κατοικημένη για τους πάρα κάτω λόγους:

Ι. Η αρχαία εκκλησία που βρίσκεται έξω από το χωρίο το Μετόχι και χρονολογείται ότι κτίσθηκε τον 12ο αιώνα μ.χ. ή και παλαιότερα ακόμα είναι δείγμα ότι η περιοχή αυτή ήταν κατοικημένη τότε.

II. Η ύπαρξη του Φρουρίου Γκύκλος κοντά στο χωριό: που η κατασκευή του τοποθετείται γύρω στο 1200 μ.Χ. μαρτυρεί επίσης ότι και τότε η περιοχή του Αραχναίου ήταν κατοικημένη και ότι οι κάτοικοι της περιοχής εκείνης μαζί με τους στρατιώτες των κατακτητών της περιοχής, ήσαν οι φρουροί του Φρουρίου Γκύκλος.

III. Η ύπαρξη κατοίκων στην περιοχή του οροπεδίου του Αραχναίου γίνεται γνωστή και από μια περιγραφή του Ουίλιαμ-Μίλερ, Γερμανού περιηγητή στον Ελλαδικό χώρο ο οποίος στο βιβλίο του «Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα» στον δεύτερο τόμο και στη σελίδα 187 αναφέρεται στο τοπωνύμιο «Αρνάς» που υπάρχει Ανατολικά του Χελιού και γράφει:

«Οι ηγεμονίες των Καταλανών που από τον δωδέκατο αιώνα κυριαρχούσαν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, καταλύονται η μια μετά την άλλη από τους Βενετούς, οι οποίοι προσαρτούσαν τις περιοχές αυτές των Καταλανών στην ηγεμονία τους και τις καθιστούσαν καινούριες αποικίες.

Το 1451 οι Βενετοί απέκτησαν και το ιστορικό νησί Αίγινα. Την παραχώρηση της Αίγινας έκανε ο Δούκας των Αθηνών Αντώνιος ο Α’, αφού στο μεταξύ είχε πεθάνει χωρίς να αφήσει παιδιά ο γαμπρός του Αντωνέλλος Καοπένας. Οι νησιώτες αποδέχθηκαν με ευχαρίστηση την Βενετική κυριαρχία. Ο θείος του όμως του Αντωνέλου Αρνάς ο οποίος είχε πολλά χωράφια στην Ανατολική Αργολίδα, από το όνομα του οποίου είχε πάρει και η περιοχή του οροπεδίου του Αραχναίου την ονομασία «Αρνάς», όπου και σήμερα υπάρχουν πολλά χωράφια και διατηρείται ακόμα η ονομασία Αρνάς, ήγειρε αξιώσεις από τους Βενετούς για την κτηματική του περιουσία, αλλά οι αξιώσεις αυτές δεν ικανοποιήθηκαν και σε αντάλλαγμα των αξιώσεων αυτών του χορηγήθηκε ισόβια σύνταξη.

Διοικητής τότε της Αίγινας διορίστηκε Βενετός ο οποίος είχε εξάρτηση από τις αρχές του Ναυπλίου. Μετά τον θάνατο του Αρνά ο γιος του Αλιότος επανέλαβε τις αξιώσεις του για το νησί και όλης της περιουσίας του πατέρα του στην Ανατολική Αργολίδα. Αλλά η Βενετία του απάντησε ότι το νησί θα το κρατήσει οπωσδήποτε μαζί με όλη την περιοχή και σε αντάλλαγμα οι Βενετοί παραχώρησαν και σε αυτόν ισόβια σύνταξη, οπότε έγινε σύμμαχος των Βενετών και πολέμησε μαζί με τους Βενετούς εναντίον των Τούρκων που επεδίωκαν να καταλάβουν το νησί.

Το 1537 όμως συνελήφθη μαζί με την οικογένεια του και φυλακίσθηκε όπου και πέθανε μέσα στη φυλακή. Η Βενετία όμως κατόρθωσε να απελευθερώσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του
πληρώνοντας λύτρα και στη συνέχεια τους έστειλε στη Βενετία όπου έζησαν εκεί πλέον φτωχικά σαν απλοί πολίτες.

Στη Βενετία έζησαν οι απόγονοι τους μέχρι το 1646 όταν πέθανε και ο τελευταίος απόγονος του Αρνά, σαν ιερέας στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του επονομαζομένου «in Bragora» Αυτό ήταν και το τέλος των δυναστών Καταλανών της Αίγινας που είχαν επεκτείνει την κυριαρχία τους και στον Ανατολικό τμήμα της Αργολικής χερσονήσου και κατείχαν πολλά κτήματα στη σημερινή θέση Αρνά του οροπεδίου του Αραχναίου».

Η παραπάνω περιγραφή του Ουίλιαμ Μίλερ δείχνει ότι τα χωράφια της τοποθεσίας Αρνά ήσαν στην κυριαρχία των Καταλανών που από τον Αύγουστο του 1303 είχαν φθάσει στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία σαν μισθοφόροι αρχικά και από το 1310 εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Θήβα, στην Αθήνα και σε όλη την περιοχή του Δουκάτου των Αθηνών που περιελάμβανε και τα νησιά του Αργοσαρωνικού και την Ανατολική Αργολίδα, δηλαδή την Επιδαυρία και το οροπέδιο του Αραχναίου και ειδικά την περιοχή του Αρνά η οποία είχε πολλά και εύφορα τότε χωράφια.

Σε όλη τη διάρκεια της Καταλανικής κυριαρχίας στην Ελλάδα, η Καταλανική Νομοθεσία απαγόρευε στους Έλληνες να παντρεύονται καθολικές Καταλανές. Επίσης απαγορευόταν στους Έλληνες να έχουν κτηματική περιουσία. Από όλες αυτές τις μαρτυρίες του Μίλερ μπορούμε να βγάλουμε τα παρακάτω συμπεράσματα:

Ότι το 1310 οι Καταλανοί κυριαρχούσαν στην Ανατολική Αργολίδα κα στο οροπέδιο του Αραχναίου στην περιοχή του Αρνά όπου υπήρχαν πολλά κτήματα τα οποία ευνόητο ήταν, αφού οι Καταλανοί δεν είχαν ιδρύσει εκεί οικισμό δικό τους αλλά η διαμονή τους περιοριζόταν στα μεγάλα αστικά κέντρα Θήβα. Αθήνα. Αίγινα κ.λπ., τα κτήματα αυτά τα καλλιεργούσαν κάτοικοι της περιοχής εκείνης.

Κάτοικοι λοιπόν του Χελιού και ίσως του παλαιού οικισμού «Χώριζα» που βρισκόταν πιο κοντά στον Αρνά ήσαν οι μόνοι που θα μπορούσαν να ασχοληθούν με τη καλλιέργεια των κτημάτων του Αρνά και να απέδιδαν ασφαλώς στους ιδιοκτήτες αυτών των κτημάτων, Καταλανούς τα νόμιμα δικαιώματα της ιδιοκτησίας των. Καμιά δε επιμειξία δεν έγινε μεταξύ των γηγενών κατοίκων του Χελιού και των αρχόντων της περιοχής Καταλανών, μια και οι Νομόι των Καταλανών δεν επέτρεπαν αυτό.

Περά όμως από τα συγκεκριμένα αυτά στοιχεία που απορρέουν από τα γραπτά κείμενα, υπάρχουν και άλλα στοιχεία που συνηγορούν νια την ύπαρξη αρχαίων οικισμών στην περιοχή αυτή του Χελιού.

Υπάρχουν ευρήματα διάφορα στο χωριό και στη γύρω από αυτό περιοχή, όπως επίσης και ερείπια και τοπωνύμια που φανερώνουν πως εδώ πάντα υπήρχε οικισμός ή οικισμοί διάφοροι κατά εποχές.

Κατά την εποχή που έγινε η διάνοιξη του αμαξιτού δρόμου που ενώνει το Χέλι με το Άργος και το Ναύπλιο λίγο πριν οπό το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στην περιοχή απέναντι του χωριού, εκεί ακριβώς που τοποθετείται αρχαίος οικισμός αγνώστου ονόματος, ήρθαν στην επιφάνεια διαφορά αρχαία αντικείμενα, όπως λίθινα εργαλεία σφόνδυλοι από Κεραμίδι ή από πέτρα, κεραμικά διάφορα κ.λπ. τα οποία όμως πέρασαν απαρατήρητα τότε από την αρχαιολογική υπηρεσία, αφού το χωριό βρισκόταν ακόμα σε απομόνωση χωρίς συγκοινωνία και κανείς δεν ενδιαφέρθηκε γι’ αυτό.

Ακόμα η σκαπάνη των εργατών που δούλευαν στο δρόμο, σε διάφορα σημεία αποκάλυψε και τμήματα ισοδομικού τοίχου, που άλλα μεν καταστράφηκαν και οι λαξευμένες πέτρες χρησιμοποιήθηκαν για αγκωνάρια σε νεοαναγειρόμενα σπίτια του χωρίου, και άλλα καταπλακώθηκαν πάλι από χώματα και θάφτηκαν κάτω από τον ασφαλτικό τάπητα οριστικά πλέον. Την ίδια περίοδο της κατασκευής του δρόμου υπήρχε εκεί και πηγάδι με το όνομα «Στέρνα του Ράμου» αλλά και αυτό βρίσκεται καταπλακωμένο σήμερα κάτω από το οδόστρωμα.

Κατά καιρούς επίσης σε διάφορα μέρη του χωρίου είχαν βρεθεί αρχαία νομίσματα που δυστυχώς και αυτά λεηλατήθηκαν και πουλήθηκαν από τους κατοίκους του χωριού για να γίνουν κτήμα των αρχαιοκαπήλων από την πρώτη στιγμή που βρέθηκαν. Είναι αδύνατο βέβαια τα νομίσματα αυτά να καταταγούν σε κάποια συγκεκριμένη εποχή αφού αυτοί που τα είχαν βρει κράτησαν το στόμα τους κλειστό. Φήμες μόνο κυκλοφόρησαν ότι τα νομίσματα αυτά ήσαν της Ρωμαϊκής εποχής και άλλα που είχαν αποκαλυφθεί σε άλλες εποχές ήσαν αρχαία Ελληνικά. Πάντως για να αποκρύψουν οι δράστες το γεγονός αυτό φαίνεται καθαρά πως τα νομίσματα αυτά δεν ήσαν σύγχρονα, ήσαν οπωσδήποτε αρχαία, άγνωστο όμως ποιας εποχής.

Κάτω από το χωριό και στην έκταση που σήμερα βρίσκονται όλα τα ιδιωτικά πηγάδια, κατά καιρούς έχουν ανακαλυφθεί πολλά λιθόκτιστα πηγάδια που ήσαν εξ ολοκλήρου χωμένα και κατά την εκκαθάριση αυτών βρέθηκαν μέσα αντικείμενα λαξευμένα (λίθινα) που οπωσδήποτε ανάγονται σε παλαιότερες εποχές, αλλά και αυτά καμιά αρχαιολογική υπηρεσία δεν τα μελέτησε για να προσδιορίσει την εποχή προέλευσης αυτών.

Αυτό όμως το γεγονός ότι αρκετά πηγάδια βρέθηκαν χωμένα και σε μια περίοδο που τα πηγάδια ήσαν τόσο πολύτιμα στους κατοίκους του χωριού σημαίνει ότι αυτά τα πηγάδια καταχώθηκαν σε πολύ παλαιά εποχή και μάλιστα σε περίοδο παρακμής του χωριού που ίσως να μην υπήρχαν άνθρωποι στο χωριό όχι για να τα συντηρήσουν αλλά ούτε καν να τα χρησιμοποιήσουν.

Όλα τα παραπάνω δείχνουν φανερά ότι η περιοχή του οροπεδίου του Αραχναίου ήταν περιοχή που κατοικούσαν άνθρωποι πάντοτε από τους Ομηρικούς χρόνους ίσως και παλαιότερα και ότι οι κάτοικοι εκεί διατηρήθηκαν συνέχεια σε όλες τις μετέπειτα εποχές μέχρι σήμερα. Ίσως μερικές διακοπές παρακμής να δικαιολογούν και τα ερείπια και τα καταχωμένα πηγάδια και πιθανόν να υπήρχαν και περίοδοι τελείας εξαφάνισης της ζωής από άγνωστες σε εμάς αιτίες, και όλα αυτά βεβαία συνέβησαν πριν από τη δεύτερη Ενετοκρατία, γιατί από το 1.200 μ.Χ. και μετά υπάρχουν στοιχεία ότι η περιοχή αυτή ήταν κατοικημένη χωρίς καμία διακοπή.

 

Οι Αρβανίτες στο Χέλι

 

 

Αναμφισβήτητο είναι το γεγονός ότι στο Χέλι έγινε εποικισμός από τους Αρβανίτες. Αυτό είναι ιστορικά αποδεδειγμένο και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, όπως επίσης γεγονός είναι ότι όταν έφθασαν οι Αρβανίτες στο Χέλι δεν βρήκαν εκεί έρημη περιοχή για να εγκατασταθούν. Στο Χέλι προϋπήρχαν και κάτοικοι γηγενείς που δεν γνώριζαν την Αρβανίτικη διάλεκτο. Πως εξηγείται όμως το γεγονός ότι αργότερα όλοι οι κάτοικοι του Χελιού μιλούσαν τα Αρβανίτικα: Αυτό έχει απλή εξήγηση και συνέβη για δύο κυρίως λόγους:

Πρώτος λόγος είναι ότι οι γηγενείς και οι Αρβανίτες έποικοι πολύ γρήγορα ήλθαν σε επιμειξία μεταξύ τους και αφού λοιπόν Αρβανίτες και ντόπιοι συμπεθέριαζαν γρήγορα, αισθάνθηκαν και την ανάγκη να επικοινωνήσουν καλύτερα μεταξύ τους και έτσι έπρεπε να χρησιμοποιήσουν και κοινή γλώσσα, επεκράτησε δε η Αρβανίτικη γλώσσα γιατί ίσως οι Αρβανίτες να ήσαν οι περισσότεροι, ίσως ακόμα και δυνατότεροι και να επέβαλαν τα Αρβανίτικα ευκολότερα από ότι θα μπορούσαν να κάνουν οι γηγενείς με τα Ελληνικά.

Υπάρχει όμως και δεύτερος λόγος που δικαιολογεί ακόμη γιατί δεν επέβαλαν οι γηγενείς την γλώσσα τους αλλά συνέβη το αντίθετο να επιβάλουν οι έποικοι τη δική τους γλώσσα. Είναι γνωστό ότι ο εποικισμός αυτός των Αρβανιτών έγινε στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, επίσης είναι γνωστό ότι σε όλα αυτά τα χωριά που υπήρχαν Αρβανίτες, οι Τούρκοι έστελναν Αγάδες Αλβανόφωνους για να μπορούν να συνεννοούνται με τους κατοίκους καλύτερα. Αφού λοιπόν οι Αγάδες ήσαν Αρβανίτες όλοι οι κάτοικοι του χωριού φρόντιζαν να μάθουν τα Αρβανίτικα, αυτοί βέβαια που δεν τα μιλούσαν, για να έχουν έτσι κάποια πρόσβαση προς τους εκάστοτε Αγάδες και να μπορούν έτσι να κερδίσουν την εύνοια τους και να μη καταπιέζονται από αυτούς όπως συνέβαινε με τους άλλους Έλληνες.

 

Μερική άποψη του Αραχναίου.

 

Έτσι λοιπόν αναγκάζονται οι γηγενείς να μαθαίνουν τα Αρβανίτικα, χωρίς βεβαία να ξεχάσουν και τα Ελληνικά, τα οποία μιλούσαν παράλληλα και έτσι διατηρήθηκε και η Ελληνική γλώσσα σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αλλά συγχρόνως και τα Αρβανίτικα. Σήμερα μιλάνε ακόμα τα Αρβανίτικα σε όλα εκείνα τα χωριά που ήσαν απομονωμένα μακριά από τα Αστικά Κέντρα και τέτοια χωριά είναι τα ορεινά της δυτικής Αργολίδας και ολόκληρη η Ερμιονίδα σε όσα βέβαια από αυτά είχε γίνει εποικισμός Αρβανιτών.

Για το πως οι Αρβανίτες έφθασαν και εγκαταστάθηκαν στο Χέλι από έρευνες που έγιναν διαπιστώθηκαν τα παρακάτω:

Οι ιστορικοί αναφέρουν για πρώτη φορά το Χέλι το 1463 μ.Χ. δηλαδή δέκα χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους. Το 1453 ο Μέγας Βεζίρης Μαχμούτ έρχεται στην Πελοπόννησο για να πολεμήσει τους Ενετούς. Ο Μαχμούτ καταλαμβάνει το Άργος και προχωρεί προς το Ναύπλιο, εκεί τον υποδέχονται οι μισθοφόροι των Ενετών Αρβανίτες με φοβερή πολεμική μανία, οπότε αναγκάζεται ο Μαχμούτ να εγκαταλείψει το Ναύπλιο και να στραφεί προς την Αρκαδία και Μεσσηνία όπου σκορπίζει παντού τον θάνατο. Το ίδιο βέβαια έκανε ο Μαχμούτ και στα χωριά του Αργολικού κάμπου, τις κατούνες όπως τις έλεγαν στα οποία κατοικούσαν κυρίως Αρβανίτες, περνώντας σκότωνε και έκαιγε.

Οι Αρβανίτες του Αργολικού κάμπου τρομοκρατημένοι από την αγριότητα του Μαχμούτ, ετράπησαν σε φυγή προς τις γύρω περιοχές και κατέφυγαν άλλοι προς το Χέλι στο οροπέδιο του Αραχναίου και άλλοι προς Ερμιονίδα και από εκεί πολλοί πέρασαν στα ερημονήσια τότε Ύδρα και Σπέτσες.

Όσοι από αυτούς κατέφυγαν στο οροπέδιο του Αραχναίου, συγκεντρώθηκαν στην τοποθεσία «Τούρμιζα» που βρίσκεται, κοντά στη σκάλα όπως ανεβαίνουμε στο χωριό και από εκεί ήλθαν σε διαπραγματεύσεις με τους ντόπιους κατοίκους του Χελιού για να τους δεχθούν να εγκατασταθούν στα μέρη τους για καλύτερη ασφάλεια από τους Τούρκους.

Οι Χελιώτες μετά από πολυήμερες διαπραγματεύσεις δέχθηκαν τελικά να εγκατασταθούν στο χωριό τους σαν πρόσφυγες αφού ήσαν καταδιωκόμενοι από τους Τούρκους οι οποίοι ήσαν κοινοί εχθροί.

Οι πρώτοι αυτοί Αρβανίτες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Χελιού, ίδρυσαν δικούς τους οικισμούς στην αρχή κατά οικογένειες (φάρες) και σιγά-σιγά με την επιμειξία έγινε η ανάμειξη με τους γηγενείς.

Για δεύτερη φορά αναφέρεται ο εποικισμός του Χελιού από Αρβανίτες το 1715 όταν άλλος Βεζίρης ο Δαμάτ Αλή πασάς με 100.000 στρατό εισβάλει στην Πελοπόννησο και πολιορκεί πάλι το Ναύπλιο που το κατέχουν οι Ενετοί. Οι υπερασπιστές του Ναυπλίου, Ενετοί, Έλληνες και Αρβανίτες προβάλουν σθεναρά αντίσταση και αμύνονται για αρκετές ημέρες. Μετά όμως από σκληρές μάχες που έγιναν έξω και μέσα στην πόλη το Ναύπλιο κυριεύεται από τους Τούρκους, οι οποίοι σφάζουν όλους τους υπερασπιστές του, όσους βέβαια δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν από εκεί.

Τότε άλλο ένα κύμα από Αρβανίτες όσοι μπόρεσαν να σωθούν από το ξίφος των Γενιτσάρων και του αιμοβόρου Δαμάτ Αλή πασά, τράπηκαν προς το βουνό Αραχναίο και αφού διείσδυσαν στις απόκρημνες χαράδρες της περιοχής ζήτησαν εκεί καταφύγιο.

Ο ιστορικός Κωνσταντίνος Σάθας για τη νέα αυτή φυγή των Αρβανιτών γράφει σχετικά:

«Οι Αρβανίτες ετράπησαν προς το όρος Αραχναίο εις ούτοι αιγίλιπας διασφαγάς δίκην εγχελίων διεισδύσαντες εζήτησαν καταφύγιο». Δηλαδή Οι Αρβανίτες ετράπησαν προς το όρος Αραχναίο και αυτοί αφού διείσδυσαν σαν χέλια στις απόκρημνες χαράδρες, ζήτησαν εκεί καταφύγιο.

Στην περικοπή μάλιστα ο Κωνσταντίνος Σάθας προσπαθεί να δώσει και μια ερμηνεία για την ονομασία Χέλι και τους κατοίκους Χελιώτες αλλά η ερμηνεία αυτή δεν ευσταθεί γιατί αποδίδεται στο γεγονός της φυγής των Αρβανιτών από τον αργολικό κάμπο προς το όρος αραχναίο το 1715 ενώ είναι γνωστό ότι το Χέλι αναφέρεται από το 1463 που έγινε η πρώτη φυγή των Αρβανιτών από τον  Αργολικό κάμπο προς το οροπεδίου του Αραχναίου. Πέρα όμως από αυτές τις δύο μαρτυρίες για την εγκατάσταση των Αρβανιτών στο Χέλι υπάρχουν και άλλες εκδοχές για το γεγονός αυτό που πολλές είναι και αντιφατικές. Πρέπει όμως να αναφερθούν όλες οι εκδοχές και ο καθένας από τους αναγνώστες να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.

Είναι γνωστό πως στην Ερμιονίδα υπάρχει το χωριό Πόρτο-Χέλι (Λιμάνι-Χέλι) η απλώς Χέλι όπως το λένε οι κάτοικοι της Ερμιονίδας. Από πολλούς γίνεται κάποιος συσχετισμός μεταξύ του Χελιού του οροπεδίου του Αραχναίου και του Πόρτο-Χελιού της Ερμιονίδας, από το γεγονός ότι στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας πάντοτε είχαμε μετακινήσεις πληθυσμών είτε από τα ορεινά προς τις παραλίες, είτε αντίστροφα από τις παραλίες προς τα ορεινά.

Πολλοί λοιπόν υποστηρίζουν ότι έγινε μετακίνηση των κατοίκων από το Χέλι προς τα παράλια της Ερμιονίδας, όπου ιδρύθηκε νέος οικισμός και ονομάστηκε Πόρτο-Χέλι, άλλοι όμως υποστηρίζουν το αντίθετο, ότι κάτοικοι του Πόρτο-Χελίου καταδιωγμένοι από τους Τούρκους, κατέφυγαν προς το ορεινό συγκρότημα του Αραχναίου και ίδρυσαν εκεί το ορεινό Χέλι.

Άλλοι ακόμα υποστηρίζουν ότι οι μετακινήσεις από το Χέλι και το Πόρτο-Χέλι ήσαν αμφίδρομες από το ένα χωριό στο άλλο και κατ’ επανάληψιν έτσι που να πιστεύεται ότι το Χέλι και το Πόρτο-Χέλι να έχουν κοινή προέλευση του ονόματος και το όνομα αυτό να έχει σχέση με τη σούβλα που στα Αρβανίτικα λέγεται Χέου ή Χέλ και ο συσχετισμός αυτός να έγινε πιθανότατα από τη χερσόνησο του Πόρτο-Χελιού λόγω της μορφής της σαν Χέλ (σούβλα) και από εκεί να πήρε το όνομα και το χωριό Χέλι. Στην Ερμιονίδα πολλά τοπωνύμια σχετίζονται με το σχήμα τους όπως π.χ. συναντάμε το τοπωνύμιο Μπίστι που είναι μια μικρή χερσόνησος και που μοιάζει σαν ουρά, και στα Αρβανίτικα η ουρά λέγεται Μπίστι. Ο συσχετισμός όμως αυτός Χελιού και Πορτοχελίου δεν φαίνεται να ευσταθεί για ένα κυρίως λόγο.
Από έρευνα που έχει γίνει έχει διαπιστωθεί πως κανένα από τα ειδικά επώνυμα των κατοίκων των δύο χωριών δεν είναι κοινό, γεγονός που αποκλείει να υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ των κατοίκων αυτών των χωριών παρά μόνο η κοινή καταγωγή τους (Αρβανίτες) και η κοινή γλώσσα τους (Αρβανίτικα). Γενική παρατήρηση μπορεί να γίνει ότι σε όλα τα Αρβανιτοχώρια της περιοχής μας δεν υπάρχουν κοινά επώνυμα, πλην των συνηθισμένων που υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα για το λόγο ότι η εγκατάσταση των Αρβανιτών στα διάφορα χωριά γίνονταν κατά οικογένειες (φάρες) και συνεπώς διαφορετικές οικογένειες εγκαταστάθηκαν στα διάφορα χωριά.

Βέβαια μετακινήσεις Αρβανιτών ιδιαιτέρα στην ανατολική Αργολίδα έγιναν πολλές κατά διάφορες εποχές από Χέλι όμως προς Πόρτο-Χέλι ή αντίστροφα δεν αναφέρεται καμία. Τέτοιες μετακινήσεις αναφέρονται:

Ι) Φυγή Αρβανιτών από το Κρανιδά Στεφανίου Κορινθίας προς το Κρανίδι Ερμιονίδας και γενικότερα μετακινήσεις Αρβανιτών από το οροπέδιο Αραχναίου και τη δυτική Αργολίδα προς τις Βενετοκρατούμενες περιοχές Ναυπλίας και Ερμιονίδος και προς τα νησιά Ύδρα, Πόρος και Σπέτσες.

ΙΙ) Φυγή Αρβανιτών από τη δυτική Αργολίδα προς το οροπέδιο του Αραχναίου κατά το διάστημα από την Ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) μέχρι την Επανάσταση του Ορλόφ (1789). Τότε δε γίνεται και η τελική επάνδρωση με Αρβανίτες των ορεινών χωριών του συγκροτήματος Αραχναίου με τον πληθυσμό που υπάρχει σήμερα.

ΙΙ) Φυγή Αρβανιτών του συγκροτήματος Αραχναίου προς τη Νότια Ιταλία και τη Σικελία μετά το τέλος της Ενετοκρατίας. Υπάρχει ακόμα και η εκδοχή ότι το Χέλι και γενικά το οροπέδιο του Αραχναίου να αποτελούσε με την ανοχή των Τούρκων, ελεύθερο χώρο διαμονής Επαναστατών, όπως συνέβαινε και με άλλες περιοχές, Μάνη, Άγραφα κ.λπ.

 

Ύδρευση του Χελιού

  

Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι του χωριού ήταν η ύδρευση, τόσο για της ατομικές ανάγκες όσον και για τα ζώα τους μικρά και μεγάλα που ιδιαιτέρα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες νερού.

Στην περιφέρεια του χωριού η ύδρευση γινόταν από έξι κοινόχρηστα πηγάδια που υπήρχαν κοντά στο χωριό, από τα οποία τα πέντε βρίσκονται ακόμα και σήμερα, κατά μήκος του δρόμου από το μέσον του χωριού προς Νότο και το έκτο βρίσκεται ανατολικότερα και έχει ειδική ονομασία, λέγεται πηγάδι του Ποταμιάνου: γιατί είχε ανοιχτεί από τον Ευεργέτη Ποταμιάνο.

Τα τρία από τα πηγάδια αυτά χρησιμοποιούντο αποκλειστικά για το πότισμα των μεγάλων ζώων (κυρίως μουλάρια) που υπήρχαν στο χωριό και ήσαν αυτά αρκετά, πάνω από πεντακόσια, τα δε υπόλοιπα τρία χρησίμευαν για την ύδρευση των κατοίκων, από τα οποία κάθε σπίτι μπορούσε να πάρει 1-2 βαρέλια νερό από 20-25 οκάδες το καθένα και αυτά για μια μέρα. Αυτό το καθόριζε ειδικός υδρονομέας που ήταν διορισμένος από το Κοινοτικό Συμβούλιο του χωριού και ήταν υπεύθυνος για την πιστή τήρηση των αποφάσεων του Κοινοτικού Συμβουλίου νια το πόσο νερό θα πάρει την ημέρα η κάθε οικογένεια.

Όλα τα πηγάδια ήταν σφραγισμένα στο στόμιο και κάθε μέρα ήταν ένα ανοικτό για την ύδρευση στο οποίο επιτηρούσε συνέχεια ο υδρονομέας και ένα δεύτερο για το πότισμα των μεγάλων ζώων που δεν χρειαζόταν επιτήρηση γιατί σε αυτό μόνο τα ζώα ποτίζονταν και η ποσότητα δεν ήταν καθορισμένη.

Τα πηγάδια αυτά ήσαν μικρής απόδοσης. Το χειμώνα βέβαια γέμιζαν μέχρι επάνω σε σημείο που το νερό ξεχείλιζε από το στόμιο. Το νερό αυτό χρησιμοποιείτο το καλοκαίρι, γινόταν όμως και κάποια μικρή αναπλήρωση από αδύνατες πηγές που υπήρχαν στο πυθμένα του πηγαδιού, αλλά αργά ή γρήγορα προς το τέλος του καλοκαιριού όλα αυτά τα πηγάδια στέρευαν τελείως και τότε οι κάτοικοι για να πιουν νερό κατέφευγαν στον Πηλιαρό, μια ώρα περίπου μακριά, όπου υπήρχε κοινόχρηστο πηγάδι για να ποτίσουν τα μουλάρια τους και να γεμίσουν και δύο βαρέλια νερό που το φόρτωναν στα μουλάρια και το έφερναν στο χωριό. Αυτό γινόταν μια φορά την ημέρα.

Επειδή όμως πάντοτε παρουσιαζόταν η έλλειψη αυτή του νερού, οι πιο εύποροι κάτοικοι του χωριού, οι οποίοι διατηρούσαν και χωράφια εκεί κοντά στο χωριό, τα λεγόμενα γιούρτια είχαν αρχίσει από τα παλαιά χρόνια να ανοίγουν δικά τους πηγάδια για τις ανάγκες τους σε νερό, αλλά και πολλοί άνοιγαν τα πηγάδια αυτά για εκμετάλλευση, αφού στην περίοδο της λειψυδρίας πουλούσαν το νερό σε αυτούς που δεν είχαν δικά τους πηγάδια. Η τιμή είχε καθορισθεί σε μία δραχμή το βαρέλι.

Τα πηγάδια αυτά που αριθμούσαν μερικές δεκάδες ήσαν διάσπαρτα έξω από το χωριό, υπήρχαν όμως και μερικά μέσα στο χωριό που ανήκαν στους πιο εύπορους και τα είχαν μέσα στις αυλές τους. Το νερό όμως αυτών των πηγαδιών δεν ήταν καλής ποιότητας. Ήταν γλυφό και ακατάλληλο για το βράσιμο των οσπρίων.

Ιδιωτικά πηγάδια ανοίγονταν πάντοτε δύο με τρία κάθε χρόνο και έτσι αυτά πλήθαιναν αρκετά με αποτέλεσμα το πόσιμο νερό να ήταν αρκετό για τους κατοίκους έστω και με πληρωμή.

Από τα κοινόχρηστα πηγάδια του χωριού για το πότισμα των μικρών ζώων χρησιμοποιείτο ο Πηλιαρός που είχε αρκετό νερό για να ποτιστούν αρκετές χιλιάδες γιδοπρόβατα όλο το καλοκαίρι και ένα πηγάδι στα Φράκια που όμως αυτό τελείωνε πολύ γρήγορα οπότε πολλοί τσοπάνηδες κατέφευγαν στα ιδιωτικά πηγάδια και άλλοι μεν είχαν δικά τους άλλοι όμως αγόραζαν νερό από τους ιδιώτες που δεν είχαν δικά τους γιδοπρόβατα.

Εκτός όμως από τις ανάγκες σε νερό για πότισμα, ανάγκες επίσης για πολύ νερό είχαν οι Χελιώτισες για να πλύνουν τα ρούχα τους και τα μαλλιά των προβάτων που θα χρησιμοποιούσαν για τις δικές τους ανάγκες. Και αυτές τότε κατέφευγαν τουλάχιστον μια φορά το μήνα στον Αμαριανό, στα τρεχούμενα εκεί νερά και έκαναν την μπουγάδα τους που συγχρόνως την στέγνωναν και το βράδυ γύριζαν στο χωριό με τα ρούχα έτοιμα. Αυτό βέβαια γινόταν στους καλοκαιρινούς μήνες γιατί το χειμώνα υπήρχε νερό στα πηγάδια του χωριού, αλλά πιο συχνά μάζευαν και βροχόνερο που ήταν και καταλληλότερο για τη μπουγάδα τους.

Αυτή ήταν δυστυχώς η κατάσταση στο χωριό σχετικά με την ύδρευση μέχρι τη λήξη του δευτέρου παγκόσμιου πολέμου. Για άρδευση ποτέ δεν έγινε λόγος εκεί επάνω στο χωριό γιατί αυτό εθεωρείτο πολυτέλεια και προνόμιο μόνο των κατοίκων του Αργολικού Κάμπου.

Μετά τον πόλεμο και από το 1945 έγιναν συνεχείς προσπάθειες στο χωριό για να βρεθεί νερό αρκετό για τις κύριες ανάγκες των κατοίκων. Το Κοινοτικό Συμβούλιο του χωριού αποφάσισε να ανοίξει ακόμα δυο Κοινοτικά πηγάδια, κοντά στο Κοινοτικό πηγάδι του Ποταμιάνο που είχε άφθονο νερό, αφού πρώτα καθάρισε αυτό που με τα χρόνια αδέσποτο όπως ήταν είχε μπαζωθεί για αρκετά μέτρα. Έτσι στα υπάρχοντα έξι Κοινοτικά πηγάδια προστέθηκαν ακόμα δύο, χωρίς όμως και αυτά να λύσουν το πρόβλημα ύδρευσης του χωριού.

Έγινε σκέψη τότε από το Κοινοτικό Συμβούλιο να εκμεταλλευθεί το νερό του Πηλιαρού και σε αυτό συμφώνησαν και οι ειδικές υπηρεσίας της Νομαρχίας Αργολίδας. Η πρώτη ενέργεια ήταν να ανοίξουν ένα καινούργιο πηγάδι στο Πηλιαρό, κοντά σε εκείνο που υπήρχε και στο πυθμένα αυτού άνοιξαν οριζόντιες γαλαρίες προς διάφορες κατευθύνσεις, έπειτα συνέδεσαν το παλαιό πηγάδι με το καινούργιο για να συγκεντρώσουν έτσι όσο μπορούσαν περισσότερο νερό. Στη συνέχεια από τον πυθμένα του νέου πηγαδιού άνοιξαν μια οριζόντια Γαλαρία προς τα κάτω που λόγω της μεγάλης κλίσης του εδάφους η γαλαρία αυτή σε απόσταση 40-50 μέτρων βγήκε στην επιφάνεια του εδάφους, οπότε το νερό του πηγαδιού άρχισε να τρέχει στην επιφάνεια του εδάφους.

Από το σημείο εκροής κατασκευάστηκε μέχρι το χωριό υπόγειο υδραγωγείο και στο μέρος που τερμάτιζε ο αγωγός αυτός κοντά στο σημείο που είχαν ανοιχτεί τα δύο καινούργια πηγάδια στο χωριό, τοποθετήθηκε βρύση και έτσι το νερό του συστήματος των δύο πηγαδιών του Πηλιαρού με τις γαλαρίες έφθασε στο χωριό και από μια μοναδική βρύση έτρεχε συνεχώς σε σημαντική ποσότητα που κάλυπτε την ημέρα τις ανάγκες του χωριού σε πόσιμο νερό, την δε νύχτα οι τσοπάνηδες γέμιζαν από εκεί τα βυτία για να ποτίζουν τα γιδοπρόβατά τους που αυτή την εποχή είχαν μειωθεί σημαντικά.

Το Κοινοτικό συμβούλιο κατασκεύασε τότε, ακριβώς επάνω από το χωριό στη θέση Σπηλιά και υδροδεξαμενή και συνέχεια δίκτυο διανομής του νερού, τοποθέτησε δε ακόμα και βρύσες στις γειτονιές, χωρίς βέβαια να κατασκευάσει αγωγό που να συνδέει τον αγωγό του Πηλιαρού με την δεξαμενή. Έτσι το υδραγωγείο αυτό μέσα στο χωριό δεν λειτούργησε ποτέ και με το χρόνο αχρηστεύθηκε τελείως, και έτσι το πρόβλημα ύδρευσης του χωριού έμεινε άλυτο. Μια μόνο βρύση δεν μπορούσε να καλύψει όλες τις ανάγκες του χωριού, εκτός του ότι ο αγωγός που έφερνε το νερό από τον Πηλιαρό ήταν τόσο πρόχειρα κατασκευασμένος που συχνά χαλούσε και μέχρι να επισκευασθεί το χωριό έμενε χωρίς νερό για πολλές ημέρες.

Οι Χελιώτες για να αντιμετωπίσουν πιο αποτελεσματικά την έλλειψη αυτή του νερού, άρχισαν να κατασκευάζουν στα σπίτια τους δεξαμενές που το χειμώνα τις γέμιζαν με βρόχινο νερό και όταν το νερό αυτό τελείωνε κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, τότε φέρνανε νερό με βυτιοφόρο αυτοκίνητα από τα πηγάδια του Αργολικού κάμπου και ξαναγέμιζαν τις δεξαμενές τους. Πάντοτε όμως οι αρχές του χωριού αναζητούσαν άλλες πηγές για την προμήθεια του νερού. Φέρανε στο χωριό Κρατικό Γεωτρύπανο και έκανε δυο-τρεις Γεωτρήσεις σε βάθος 250 και πλέον μέτρων, χωρίς κανένα θετικό αποτέλεσμα για εύρεση νερού, μέχρι που οι υπηρεσίες βεβαιώθηκαν ότι στο υπέδαφος του Αραχναίου αντί για νερό υπάρχουν σπήλαια που καθιστούν αδύνατη τη συγκέντρωση νερού και έτσι οι προσπάθειες των Γεωτρήσεων σταμάτησαν οριστικά επάνω στο οροπέδιο του Αραχναίου.

Μετά το 1980 γεννήθηκε η σκέψη να ψάξουν για νερό κάτω στον Αμαριανό. Έγιναν εκεί δύο-τρεις Γεωτρήσεις και βρέθηκε νερό. Το δίκτυο όμως μεταφοράς του νερού από τον Αμαριανό στο Χέλι ήταν πολυδάπανο, αλλά το έργο αυτό χρηματοδοτήθηκε από τα κρατικά κονδύλια και κατασκευάστηκε στη δεκαετία του 1980, μέχρι δε και το 1989 είχε κατασκευαστεί και το δίκτυο διανομής του νερού μέσα στο χωριό και δεν έμενε παρά να αρχίσει η άντληση του νερού και η προώθηση αυτού προς το χωριό.

Κατασκευάστηκαν δύο αντλιοστάσια στη διαδρομή λόγω του μεγάλου υψομέτρου που έπρεπε να ανέβει το νερό για να φθάσει στο χωριό. Έτσι το νερό έφθασε στην τοποθεσία Άρεζε- Γκίλεζα, όπου κατασκευάστηκε μικρή δεξαμενή και από εκεί πλέον με φυσική ροή έφθασε μέχρι τη δεξαμενή που βρίσκεται στο επάνω μέρος του χωριού για να γίνει από εκεί η διανομή στο χωριό. Η δεξαμενή αυτή είχε κατασκευαστεί τη δεκαετία του 1940 όπως έχει αναφερθεί προηγούμενα.

Αλλά και πάλι το πρόβλημα του νερού παραμένει για το χωριό, γιατί η Γεώτρηση του Αμαριανού αφού χρησιμοποιήθηκε για μερικούς μήνες έπαψε να δίνει νερό και το χωριό έμεινε πάλι χωρίς νερό για αρκετό διάστημα μέχρις ότου γίνει καινούργια γεώτρηση και να συνδεθεί αυτή με το υπάρχον υδραγωγείο. Στο διάστημα αυτό οι οικιακές δεξαμενές και πάλι ήλθαν να θεραπεύσουν για αρκετό καιρό το πρόβλημα, μέχρις ότου η υδροδότηση αποκατασταθεί από τη νέα Γεώτρηση του Αμαριανού. Αλλά το πρόβλημα όμως δεν έχει λυθεί οριστικά για το χωριό.

Οι πολυήμερες διακοπές συνεχίζονται πότε από έλλειψη νερού στη Γεώτρηση, πότε από βλάβη του αντλητικού συγκροτήματος και του δικτύου μεταφοράς και πότε από διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος. Ας ελπίσουμε ότι κάποτε θα λυθεί οριστικά το πρόβλημα της ύδρευσης του χωριού.

 

Ασχολίες των κατοίκων του Χελιού

 

Παλαιότερα και συγκεκριμένα πριν από το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι μοναδικές ασχολίες των κατοίκων του Χελιού ήσαν η Κτηνοτροφία και η Γεωργία. Από την κτηνοτροφία κυριαρχούσαν τα γιδοπρόβατα που αριθμούσαν 50.000-60.000 κεφάλια και το κύριο εισόδημα των κατοίκων ήταν τα Κτηνοτροφικά προϊόντα και τα έσοδα από την πώληση αυτών. Η επεξεργασία του γάλακτος γινόταν μέσα στο χωριό όπου λειτουργούσαν 5-6 τυροκομεία τα οποία κατασκεύαζαν κυρίως το σκληρό Κεφαλοτύρι σαν κύριο προϊόν και δευτερεύοντα προϊόντα τη μυτζήθρα και το βούτυρο.

Τα αρνιά και τα κατσίκια σφαζόντουσαν στο χωριό από εποχιακούς χασάπηδες οι οποίοι στη συνέχεια τα προωθούσαν στις αγορές της Αθήνας και του Πειραιά κυρίως και ελάχιστα στις αγορές του Άργους, του Ναυπλίου και της Κορίνθου. Η διακίνηση των σφαγείων από το χωριό γινόταν με μουλάρια μέχρι τα συγκοινωνιακά κέντρα, κυρίως στο Χιλιομόδι Κορινθίας και από εκεί σιδηροδρομικώς προς Αθήνα και Πειραιά.

Τα μαλλιά των προβάτων χρησιμοποιούντο κατά κύριο λόγο για τις ατομικές ανάγκες των κατοίκων του χωριού. Με αυτά οι κάτοικοι του χωριού κατασκεύαζαν κλινοσκεπάσματα (Βελέντζες, Χειράμια, Μπατανίες, λιοπάνες κ.λπ.), ατομικά ρούχα (Παλτά, Σακάκια, Παντελόνια, πουλόβερ κ.λπ.), ακόμα και εσώρουχα (φανέλες υφαντές και πλεχτές, γάντια, κάλτσες κ.λ.π.) ελάχιστες δε ποσότητες μαλλιών πωλούντο ακατέργαστα στην αγορά του Άργους.

Από τα γεωργικά προϊόντα μόνο ο καπνός έδινε στους κατοίκους του χωριού κάποιο μικρό εισόδημα, ενώ από τα υπόλοιπα γεωργικά προϊόντα, δηλαδή σιτηρά, όσπρια κ.λπ. η παραγωγή ήταν μικρή που μόλις κάλυπτε τις ατομικές τους ανάγκες και τις ανάγκες σε τροφές των μεγάλων οικόσιτων ζώων (μουλαριών) και δεν περίσσευε τίποτα για πώληση.

Σήμερα οι συνθήκες καλλιέργειας του καπνού έχουν ριζικά αλλάξει στο χωριό καλλιεργούνται ελάχιστες εκτάσεις με καπνά και αυτές επιλεκτικές. Η καλλιέργεια του καπνού έχει μεταφερθεί στον Αργολικό κάμπο σε χωράφια εύφορα τα οποία μισθώνονται από τους καλλιεργητές του χωριού. Τα χωράφια αυτά είναι αρδεύσιμα και η στρεμματική τους απόδοση πολύ ικανοποιητική.

Το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων του Χελιού, πριν από το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν πάρα πολύ χαμηλό. Υπήρχαν οικογένειες στο χωριό που το εισόδημα τους ήταν λίγο σιτάρι για το ψωμί τους και σχεδόν τίποτα άλλο. Εργασία για μεροκάματο πολύ περιορισμένη και εποχιακή. Το καλοκαίρι μόνο στο θέρος μπορούσαν να δουλέψουν αλλά και εκεί το μεροκάματο ήταν εξευτελιστικό, δύο οκάδες σιτάρι την ημέρα οι γυναίκες και τρεις οκάδες οι άνδρες. Το χειμώνα στη συλλογή του ελαιοκάρπου το μεροκάματο ήταν 300 δράμια λάδι οι γυναίκες και μία οκά οι άνδρες. Όσοι από τους άνδρες δούλευαν στα ελαιοτριβεία, που τότε ήσαν χειροκίνητα, έπαιρναν μέχρι και δύο οκάδες λάδι την ημέρα.

Για την καθημερινή τους τροφή μαγείρευαν άγρια λαχανικά που τα μάζευαν στα χωράφια. Ήμερα λαχανικά και όλα τα ζαρζαβατικά τα προμηθευόντουσαν από τον Αργολικό κάμπο κάνοντας ανταλλαγές με κοπριά ή και καυσόξυλα που εκείνη την εποχή ήταν περιζήτητα στον κάμπο.

Η Κτηνοτροφία όπως έχει αναφερθεί παραπάνω μέχρι το 1938 ήταν ανθηρή στο χωριό κυρίως δε η αιγοτροφία γιατί υπήρχαν ελεύθερες εκτάσεις για γιδοβοσκή σε ολόκληρο το οροπέδιο του Αραχναίου. Μα και αυτή όμως υπέστη δεινό πλήγμα από την δικτατορία του Μεταξά, που με το πρόσχημα ότι ήθελε να προστατέψει τα δάση, πήρε νομοθετικά μέτρα για την εξόντωση κυριολεκτικά της αιγοτροφίας γιατί πίστευε πως τα γίδια ήταν η κύρια αιτία για την καταστροφή των δασών.

Έτσι το 1938 ψηφίστηκε Νόμος για την απαγόρευση της γιδοβοσκής σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, μεταξύ των οποίων και η περιοχή του οροπεδίου του Αραχναίου, με σταδιακή όμως εφαρμογή από το Δασαρχείο Ναυπλίου. Την πρώτη χρονιά εφαρμογής του Νόμου, απαγορεύτηκε η γιδοβοσκή στη μισή έκταση της περιοχής του οροπεδίου του Αραχναίου και συγκεκριμένα στη βόρεια περιοχή του οροπεδίου με άξονα διαχωρισμού τα Φράκια-Αμαριανός και φυσικό όριο την κοίτη του χείμαρρου που διασχίζει την περιοχή αυτή. και με την προϋπόθεση να επεκταθεί η απαγόρευση και στο υπόλοιπο τμήμα την επόμενη χρονιά.

Συνέπεια των απαγορεύσεων αυτών ήταν να υποστεί η αιγοτροφία ένα δεινό πλήγμα στη περιοχή του Αραχναίου με αποτέλεσμα να αναγκαστούν οι τσοπάνηδες, όσοι μπορούσαν να μεταναστεύσουν σε άλλες περιοχές όπου επιτρεπόταν ακόμα η γιδοβοσκή με σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις, άλλοι αναγκάστηκαν να πουλήσουν τα γίδια τους, οι πιο τολμηροί, να παραβούν το Νόμο και να διατηρήσουν τα γίδια τους παράνομα στην απαγορευμένη περιοχή.

Στο μεταξύ κατά τον δεύτερο χρόνο εφαρμογής του Νόμου κηρύχτηκε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος και όπως ήταν φυσικό όλοι οι Νόμοι ατόνησαν, αλλά όμως η αιγοτροφία είχε μειωθεί πάρα πολύ τότε, ούτε τα μισά γίδια δεν είχαν μείνει από αυτά που υπήρχαν πριν από το 1938 στο χωριό.

Σήμερα η κτηνοτροφία δεν είναι πλέον το κύριο επάγγελμα των κατοίκων του χωριού. Εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις όπου διατηρούνται 10-20 μεγάλα κοπάδια από γίδια και λιγότερα από πρόβατα, υπάρχουν στο χωριό και αρκετά οικόσιτα ζώα σε μικρά κοπάδια από δέκα έως είκοσι κεφάλια.

Αλλά και η Γεωργία σήμερα με την παλαιά της μορφή είναι ανύπαρκτη στο χωριό εκτός από την καλλιέργεια του καπνού. Δημητριακά καλλιεργούνται μόνο στα χωράφια που είναι στο Λεκανοπέδιο του χωριού στο Μοναστήρι και σε ελάχιστες ακόμη μικρές εκτάσεις, οι οποίες μπορεί να καλλιεργηθούν με τρακτέρ, ενώ τα χωράφια, που στις πλαγιές έχουν εγκαταλειφθεί τελείως, επειδή είναι άγονα και πετρώδη η καλλιέργεια τους είναι ασύμφορη σαν κοπιαστική και μη αποδοτική με αποτέλεσμα οι εκτάσεις αυτές να έχουν γεμίσει σήμερα με πουρνάρια, σφάκες κ.λπ. και να έχουν μεταβληθεί σε δασικές εκτάσεις.

Σήμερα οι κάτοικοι ασχολούνται εποχιακά και με άλλες εργασίες έξω από το χωριό. Ολόκληρη τη χειμερινή περίοδο που στο χωριό δεν υπάρχουν δουλείες κατεβαίνουν κάτω στον κάμπο και εργάζονται στη συγκομιδή των πορτοκαλιών, είτε στα χωράφια μαζεύοντας πορτοκαλιά, είτε μέσα στα συσκευαστήρια των πορτοκαλιών. Αργότερα στις αρχές του καλοκαιριού ασχολούνται επίσης και στη συλλογή των βερίκοκων, πολλοί δε και μέσα στα εργοστάσια της μεταποίησης των φρούτων και λαχανικών, που λειτουργούν στη περιοχή μας.

 

Επικοινωνία του Χωριού

 

Σήμερα το Χέλι επικοινωνεί με τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα του Νομού μας το Άργος και το Ναύπλιο με αμαξιτό και ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Η διάνοιξη του δρόμου αυτού είχε αρχίσει από τα τελευταία προπολεμικά χρόνια και ολοκληρώθηκε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, δηλαδή από το 1936 μέχρι και το 1950, αργότερα δε στη δεκαετία του 1960 έγινε η διαπλάτυνση αυτού και πήρε την τελική μορφή που έχει σήμερα, τότε δε έγινε και η πρώτη ασφαλτόστρωση αυτού. Παλαιότερα ο δρόμος αυτός ήταν μουλαρόδρομος.

Ο αμαξιτός δρόμος από το χωριό μέχρι τη θέση Σκάλα είναι σήμερα μοναδικός προς την κατεύθυνση του Αργολικού κάμπου. Στο κάτω μέρος της Σκάλας διχάζεται και ο ένας κλάδος κατεβαίνει προς τον Αμαριανό με αρκετές στροφές, έπειτα διασχίζει την καλλιεργήσιμη έκταση του Αμαριανού, περνάει μέσα από τον οικισμό του Αμαριανού και οδηγεί στο Άργος αφού πρώτα περνάει μέσα από την Αγία Τριάδα (Μέρμπακα) το Λάλουκα και την Πυργέλα. Κατά μήκος του δρόμου αυτού από Αμαριανό μέχρι Άργος υπάρχουν δεξιά και αριστερά διάφορες διακλαδώσεις από τις οποίες το Χέλι μπορεί να επικοινωνήσει με όλα σχεδόν τα χωριά του Αργολικού Κάμπου.

Πριν από τα αυτοκίνητα, οι δρόμοι του χωριού ήταν χωματόδρομοι πολυσύχναστοι όπου κυκλοφορούσαν οι κάτοικοι και τα ζώα τους. Στα πλαϊνά τους ήταν μαζεμένες πέτρες και πέτρινες υποτυπώδεις μάντρες ή μαντρότοιχοι. Εδώ κάτω από τον Άγιο Αθανάσιο η μεγάλη ανηφόρα, δύσκολη για τους ηλικιωμένους. Φωτογραφία από το Ιστορικό Αρχείο Αραχναίου. Λεζάντα: Μαρία Μπιμπή.

Ο δεύτερος κλάδος του δρόμου από τη Σκάλα που οδηγεί στο διασχίζει τις δυτικές υπώρειες του συγκροτήματος Αραχναίου, περνάει από τον οικισμό της Γκάτζιας, τον Άγιο Δημήτριο, την Καζάρμα, τα Πυργιώτικα την Άρεια, το Πολύγωνο και καταλήγει στο Ναύπλιο.

Στη διαδρομή αυτή υπάρχουν διακλαδίσεις προς Λυγουριό και από εκεί προς Παλαιά και Νέα Επίδαυρο και προς ολόκληρη την Ερμιονίδα. Άλλη διακλάδωση αριστερά οδηγεί προς Λευκάκια, Ασίνη, Τολό και Δρέπανο Βιβάρι, Κάντια, Καρνεζέϊκα, Ίρια, δεξιά δε υπάρχει δρόμος που προς τον Άγιο Αδριανό (Κατσίγκρι) και το Πολύγωνο. Λεωφορειακή επικοινωνία υπάρχει μόνο με Ναύπλιο που είναι η πρωτεύουσα του Νομού και εκεί βρίσκονται όλες οι Αρχές και οι Δημόσιες Υπηρεσίες που εξυπηρετούν το Χέλι. Το ίδιο Λεωφορείο εξυπηρετεί και τους κατοίκους της Γκάζιας και του Αγίου Δημητρίου από όπου περνάει.

Σήμερα όμως οι κάτοικοι του Χελιού που διαθέτουν Ι.Χ. αυτοκίνητο εξυπηρετούνται καλύτερα στην επικοινωνία τους με το Άργος, το Ναύπλιο και τα χωριά του κάμπου από τον αμαξιτό δρόμο Χέλι-Αγία Τριάδα και από εκεί προς Ναύπλιο και Άργος, γιατί είναι πιο ομαλός και συντομότερος κατά πέντε περίπου χιλιόμετρα από τον λεωφορειόδρομο Χέλι-Άγιος Δημήτριος- Ναύπλιο.

Αμαξιτός δρόμος ασφαλτοστρωμένος υπάρχει σήμερα και από Χέλι προς Αγγελόκαστρο και από εκεί προς Κόρινθο και Αθήνα και ο δρόμος αυτός χρησιμοποιείται από τους κατοίκους του Χελιού μόνο για την μετακίνηση τους προς την Κόρινθο-Αθήνα και αντίστροφα με τα Ι.Χ, αυτοκίνητα τους.

Πριν όμως από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο το Χέλι βρισκόταν κυριολεκτικά σε απομόνωση και η επικοινωνία με τις άλλες περιοχές της Αργολίδας και της γειτονικής Κορινθίας, γινόταν μόνο με τα μουλάρια και μάλιστα από κακής βατότητας δρόμους που περνούσαν από δύσβατες περιοχές και πολλές φορές η πορεία αυτή γινόταν και επικίνδυνη.

Ο σπουδαιότερος μουλαρόδρομος ήταν αυτός που συνέδεε το Χέλι με το Ναύπλιο και το Άργος. Ο δρόμος αυτός μέχρι το κάτω μέρος της Σκάλας είχε την ίδια πορεία με το σημερινό αμαξιτό δρόμο με μερικές μόνο παραλλαγές σε διάφορα σημεία. Στη Σκάλα επάνω η πορεία ήταν τελείως διαφορετική από τη σημερινή. Οι στροφές ήταν περισσότερες, μικρές και απότομες, ενώ οι σημερινές είναι λιγότερες, μεγαλύτερες σε έκταση και αρκετά ομαλές.

Στο κάτω μέρος της Σκάλας ο δρόμος διχαζόταν σε δύο κλάδους. Ο ένας κλάδος ακολουθούσε τον σημερινό αμαξιτό δρόμο με παραλλαγές στις στροφές και κατέβαινε στον Αμαριανό και από εκεί στην ίδια πορεία με τον σημερινό κατέληγε στο Άργος, μια πορεία Χέλι-Άργος περίπου έξι ώρες.

Οι δρόμοι από Αγία Τριάδα προς το Άργος και το Ναύπλιο ήσαν αμαξιτοί όχι όμως και ασφαλτοστρωμένοι. Λίγα χρόνια πριν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μικρά φορτηγά αμάξια μπορούσαν να φθάσουν με κάποια βέβαια δυσκολία μέχρι το πηγαδάκι και έτσι οι Χελιώτες τα βαριά εμπορεύματα μπορούσαν να τα μεταφέρουν μέχρι εκεί με αυτοκίνητο και από εκεί βέβαια στο Χέλι οπωσδήποτε μόνο με μουλάρια.

Το δεύτερο μονοπάτι της διακλάδωσης κάτω από τη Σκάλα ακολουθούσε διεύθυνση κατευθείαν προς το Ναύπλιο, ακολουθώντας την κορυφογραμμή των πολλών λόφων που σχημάτιζε το έδαφος στην περιοχή εκείνη και η οποία χώριζε την κοιλάδα του Αμαριανού σε δυο μέρη, στον Αμαριανό και στον Μουσταφά όπως ονομαζόντουσαν τότε. Σήμερα Αμαριανός λέγεται ολόκληρη η περιοχή δυτικά του Αραχναίου όρους και περιλαμβάνει και τις δύο κοιλάδες.

Το πρώτο χωριό που συναντούσαμε πηγαίνοντας προς το Ναύπλιο ήταν το Νέο-Ροεινό (Κιναμπάρδι), πριν δε από αυτό το χωριό και δεξιά του δρόμου υπήρχε ο οικισμός το Μακρύ λιθάρι. Στη συνέχεια ο δρόμος περνούσε από τον Άγιο Αδριανό (Κατσίγκρι) και από εκεί κατευθείαν στο Ναύπλιο, αφού αριστερά άφηνε το μικρό οικισμό Κουμπουρέϊκα και παρακάτω το στρατόπεδο του Πολυγώνου. Η απόσταση Χέλι-Ναύπλιο από αυτόν τον δρόμο ήταν περίπου είκοσι χιλιόμετρα και τα μουλάρια έκαναν περίπου πέντε ώρες.

Από τη Σκάλα υπήρχε και τρίτο μονοπάτι με νοτιοανατολική κατεύθυνση, που περνούσε από τον οικισμό της Γκάτζιας και από εκεί υπήρχαν δύο διακλαδώσεις που η μία οδηγούσε προς το Μοναστήρι του Καρακαλά (σήμερα Μονή Αγίου Δημητρίου-Καρακαλά) και η δεύτερη αφού διέσχιζε την καλλιεργούμενη περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται το χωριό Άγιος Δημήτριος, έφθανε στην Καζάρμα όπου γινόταν η σύνδεση με τον αμαξιτό δρόμο που συνέδεε το Ναύπλιο μα το Λυγουριό και τη νέα Επίδαυρο.

 

Η Εκπαίδευση στο Χέλι

 

Μαθητές στο Χέλι, μέσα της δεκαετίας του 60′. Γελαστά μουτράκια παρ’ όλες τις αντιξοότητες. Φωτογραφία από το Ιστορικό Αρχείο Αραχναίου.

Στο Χέλι λειτουργούσε πάντοτε Δημοτικό Σχολείο από της απελευθερώσεως από τους Τούρκους και μετά με σημαντικό αριθμό μαθητών. Πάντοτε όμως υπήρχε πρόβλημα για την επάνδρωση αυτού σε διδακτικό προσωπικό, επειδή τούτο βρισκόταν κυριολεκτικά σε απομόνωση και ποτέ δεν υπηρέτησαν εκεί περισσότεροι από δύο δάσκαλοι, παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των μαθητών ήταν πολύ μεγάλος και δικαιολογούσε περισσότερους δασκάλους. Ο ένας ή κάπου-κάπου οι δύο δάσκαλοι που υπηρετούσαν στο Χέλι, ήσαν πάντα χαλαροί στην εφαρμογή του Νόμου για την υποχρεωτική εκπαίδευση με αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός παιδιών να μην πηγαίνουν καθόλου στο σχολείο, ιδιαίτερα δε τα κορίτσια. Ακόμα και στα τελευταία προπολεμικά χρόνια από τα αγόρια οι λιγότεροι από τους μισούς τελείωναν το Δημοτικό σχολείο, ενώ από τα κορίτσια δεν τελείωνε σχεδόν κανένα.

Από τα παλαιότερα χρόνια υπήρχε στο χωριό διθέσιο διδακτήριο κτισμένο στο Κέντρο του χωριού από τον Ανδρέα Συγγρό και ήταν αρκετό για τη στέγαση των μαθητών όσοι και αν ήσαν αφού διδακτικό προσωπικό δεν υπήρχε περισσότερο από δύο δασκάλους. Τα πρώτα όμως μεταπολεμικά χρόνια και αυτό το διδακτήριο ήταν πια ερειπωμένο και είχε κριθεί ακατάλληλο και έτσι άρχισε η μίσθωση ιδιωτικών κτιρίων για την του Σχολείου και οι ανάγκες σε αίθουσες διδασκαλίας έγιναν έντονες.

Επισκευάσθηκε το δημόσιο Διδακτήριο του Συγγρού, όμως για πολύ λίγα χρόνια, γιατί έπειτα από κάποιο σεισμό και πάλι έγινε ακατάλληλο για χρήση και έτσι οι μαθητές που στο μεταξύ είχε αρκετά αυξηθεί στριμώχθηκαν και πάλι μέσα σε ακατάλληλες αίθουσες διδασκαλίες, γιατί και ιδιωτικά σπίτια δεν υπήρχαν της προκοπής στο χωριό τότε.

 

Σχολική Γιορτή 25ης Μαρτίου 1964 στο παλιό δημοτικό σχολείο Αραχναίου. Φωτογραφία από το Ιστορικό Αρχείο Αραχναίου.

 

Τα παιδιά είχαν στο μεταξύ αυξηθεί αρκετά είχαν ξεπεράσει τα διακόσια και το σχολείο παρότι λόγω του αριθμού των μαθητών έπρεπε να λειτουργεί σαν εξαθέσιο συνέχιζε να λειτουργεί σαν τριθέσιο και σε κάθε αίθουσα διδασκαλίας στριμώχνονται περί τα εξήντα περίπου παιδιά. Με τέτοιες συνθήκες λειτουργίας του σχολείου πέρασαν αρκετά από τα μεταπολεμικά χρόνια για να αποφασισθεί εκεί στη δεκαετία του 1970 να εξευρεθεί οικόπεδο και να τεθούν τα θεμέλια ενός νέου και σύγχρονου εξαθέσιου σχολείου με βοηθητικούς χώρους, γραφεία, αίθουσα εργαστηρίου, νηπιαγωγείου κ.λπ.

Οι πιστώσεις όμως τέλειωσαν και το νέο διδακτήριο έμεινε ακόμα στα θεμέλια για μία περίπου δεκαετία. Την επόμενη δεκαετία 1980 άρχισαν πάλι οι εργασίες και σε δυο-τρία χρόνια το διδακτήριο ολοκληρώθηκε και σήμερα προβάλλεται με μεγαλοπρέπεια στο κάτω μέρος του χωριού και μέσα σε άνετες αίθουσες στεγάζονται τα παιδιά των Χελιωτών για την υποχρεωτική τους παιδεία, με την κεντρική τους θέρμανση, με αρκετό αύλειο χώρο και με όλους τους βοηθητικούς χώρους.

 

Αραχναίο, σχολικό έτος 1982-83. Δάσκαλος ο Δημ. Καζάς. Δημοσιεύεται στο βιβλίο «Σχολική ζωή στην Αργολίδα», του Γ. Αντωνίου.

 

Σήμερα το σχολείο λειτουργεί σαν τετραθέσιο και μονοθέσιο Νηπιαγωγείο, παρά το γεγονός ότι όλα τα παιδιά αγόρια και κορίτσια πηγαίνουν στο σχολείο, ο αριθμός τους όμως έχει σημαντικά ελαττωθεί από το γεγονός ότι η υπογεννητικότητα έχει πλέον φθάσει και στο Χέλι αφού οι πολύτεκνες οικογένειες έχουν μειωθεί, σχεδόν μηδενισθεί.

Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση στο Χέλι ήταν προνόμιο ελαχίστων τα παλαιότερα χρόνια. Πριν από το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχαν τρεις μόνο Επιστήμονες. Ο ιατρός Βασίλειος Τόσκας στο Ναύπλιο, ο Δικηγόρος Κωστάκης Γεώργας στη Αθήνα και ο απόστρατος Αξιωματικός Πέτρος Τόσκας στη Θεσσαλονίκη.

Στη δεκαετία του 1930 είχαν εισαχθεί για να φοιτήσουν στο Γυμνάσιο Ναυπλίου επτά συνολικά μαθητές. Το 1930 μπήκε και φοιτούσε στο Γυμνάσιο Ναυπλίου ο Αναστάσιος Ζαφείρης ο οποίος το 1936 μπήκε στη Σχολή των Ευελπίδων από όπου αποφοίτησε το 1940 σαν Ανθυπολοχαγός.

Το 1936 μπήκαν επίσης στο Γυμνάσιο Ναυπλίου δύο ακόμα μαθητές, ο Νικόλαος Κύρκας και ο Σπύρος Κουταβάκης οι οποίοι αφού φοίτησαν δυο χρόνια χωρίς να πάνε στη δεύτερη τάξη, διέκοψαν τη φοίτηση τους και γύρισαν πάλι στο χωριό. Το 1937 μπήκε στο Γυμνάσιο ο υποφαινόμενος ο οποίος τελείωσε το Γυμνάσιο το 1943 και μετά το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο μπήκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο Μαθηματικό τμήμα της Φυσικομαθηματικής Σχολής, όπου απέκτησε πτυχίο των μαθηματικών και εργάστηκε στη συνέχεια σαν Εκπαιδευτικός στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και υπηρέτησε στο Γυμνάσιο Καρπενησίου, Γυμνάσιο Άστρους, Γυμνάσιο Θηλέων Άργους, Γυμνάσιο Μεγαλουπόλεως σαν Γυμνασιάρχης, Λύκειο Μεγαλουπόλεως σαν Λυκειάρχης, πρώτο Λύκειο Ναυπλίου, πρώτο Λύκειο Άργους και από το 1982 μέχρι και το 1986 σαν Προϊστάμενος της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Νομού Αργολίδας από όπου και συνταξιοδοτήθηκε.

Το 1938 μπήκαν στο Γυμνάσιο τρία παιδιά οι Ιωάννης Κ. Ζαφείρης, Ελισαίος Ι. Οικονόμου και Γεώργιος Δημητρίου Μπέλεσης. Από αυτούς ο Ιωάννης Ζαφείρης τελείωσε το Γυμνάσιο το 1944, αλλά ένα μήνα αργότερα, όταν οι Αντάρτες έκαψαν το Χέλι, σκοτώθηκε μέσα στο χωριό στη διάρκεια μάχης που έγινε. Ο Ελισαίος Οικονόμου διέκοψε πολύ γρήγορα τη φοίτηση και ο Γεώργιος Μπέλεσης τελείωσε το Γυμνάσιο στο Άργος κατετάγη στην Αστυνομία πόλεων όπου και σταδιοδρόμησε μέχρι που πήρε σύνταξη.

Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, άνοιξε επί τέλους ο δρόμος προς το Γυμνάσιο και για τα αγόρια και για τα κορίτσια και από τότε αρκετές δεκάδες επιστήμονες υπάρχουν σήμερα από το Χέλι. Από το 1985 ιδρύθηκε και λειτουργεί Γυμνάσιο στον Άγιο Δημήτριο όπου στις τρεις τάξεις φοιτούν περίπου πενήντα παιδιά, αγόρια και κορίτσια από το Χέλι και άλλα τόσα περίπου από τον Άγιο Δημήτριο.

 

Παναγιώτης Ι. Μπιμπής

Το Χέλι και η συμβολή του στους Αγώνες του Έθνους, Άργος 2002.

Read Full Post »

Αραχναίο (Όρος)


 

Είναι το ψηλότερο βουνό του νομού Αργολίδας, καλύπτει κυρίως το κεντρικό τμήμα του (απλώνεται από την Επίδαυρο ως τον αργολικό κάμπο) και νότια συνορεύει με το όρος Δίδυμο. Η ψηλότερη κορυφή του «Παπακώστας» αγγίζει τα 1.199 μ., ενώ ανάμεσα σε αυτή και της «Τραπεζώνας» (στα 1.139μ.) εντοπίζεται και το ομώνυμο χωριό Αραχναίο (πρώην Χέλι) με σημαντικά αξιοθέατα τη Νέα και Παλιά Μονή Ταλαντίου.

Αρκετά στοιχεία αποδεικνύουν πως η περιοχή ήταν γνωστή από την αρχαιότητα. Στους πρόποδες είναι κτισμένο το αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, ενώ ο Παυσανίας αναφέρει πως εκεί ήταν κτισμένη η πόλη Λήσσα, καθώς και ότι στην κορυφή του «Προφήτη Ηλία» υπήρχαν βωμοί του Δία και της Ήρας. Στα εδάφη τής βόρειας πλευράς του φύονται πευκοδάση, η νότια ωστόσο έχει αποψιλωθεί ολοσχερώς. Έχει επίσης δημιουργηθεί αιολικό πάρκο, λόγω του υψηλού αιολικού δυναμικού της περιοχής. Δυστυχώς, το σύνολο των ανθρωπίνων επεμβάσεων έχει επιφέρει σοβαρές αλλοιώσεις στη βιοποικιλότητα της φυσικής χλωρίδας και πανίδας.

 

Στην Ανατολική Αργολίδα και μεταξύ της περιοχής Επιδαύρου και του Αργολικού κάμπου, απλώνεται μία μεγάλη οροσειρά που αποτελεί συγκρότημα του όρους Αραχναίου. Οι σπουδαιότερες κορυφές της οροσειράς αυτής στην περιοχή του Χελιού [Αραχναίου] είναι:

 

  • Η ψηλότερη κορυφή «Ο Παπακώστας» 1.199 μέτρα
  • Η σπουδαιότερη κορυφή «Ο Προφήτης Ηλίας» 1.180 μετρά
  • «Μάλιε λύσεζε» στην περιοχή του Αρνά 1.140 μέτρα
  • «Η Τραπέζωνα» 1.139 μέτρα
  • «Το Σιούρι» 938 μέτρα
  • «Η Ελαφοκορυφή ή Ντρέρι» 931 μέτρα
  • «Η Μάλιε Γκιόναβε» 901 μέτρα
  • «Η Νούσεζα» 871 μέτρα
  • «Η Μάλιζα» 857 μέτρα
  • «Ο Κουτσουρός» 793 μέτρα

Εκτός από τις κορυφές αυτές υπάρχουν και άλλες χαρακτηριστικές κορφές με διάφορες ονομασίες όπως «η Μάλιε Γκλιάτα», «Το Μήτσιουθι», «Η Μάλιε Νιοκάστρεσε», με μικρότερο υψόμετρο. Επάνω στην σπουδαιότερη κορυφή του Προφήτη Ηλία υπήρχε στην Αρχαιότητα Βωμός του Δία και της Ήρας επάνω στον οποίον οι αρχαίοι κάτοικοι της περιοχής θυσίαζαν σε περιόδους λειψυδρίας.

 

Όρος Αραχναίο. Φωτογραφία: dimitrios mavridis

 

Επίσης στην Αρχαιότητα η κορυφή του Αραχναίου χρησιμοποιείτο και σαν σπουδαίος σταθμός «Φρυκτωρίας», δηλαδή ενδιάμεσος σταθμός μετάδοσης φωτεινών σημάτων, με τα οποία μεταβιβάζονταν ειδήσεις από πολύ μακρινές αποστάσεις.

Ο Αισχύλος στον Αγαμέμνονα αναφέρει ότι από το σταθμό αυτό, στην κορυφή του Αραχναίου, μεταδόθηκε στα Ανάκτορα του Ατρέα στις Μυκήνες η είδηση, ότι πραγματοποιήθηκε η άλωση της Τροίας.

Από την κορυφή του όρους Αραχναίου φαίνεται ολόκληρη η λεκάνη, όπου βρίσκεται κτισμένο το Χέλι (σημερινό Αραχναίο). Φαίνεται επίσης το φρούριο Γκύκλος και οι τοποθεσίες Βίλια και Βίλιζα που βρίσκονται κάτω από το φρούριο Γκύκλος προς την περιοχή του Λυγουριού. Φαίνεται ακόμα και η Ακρόπολη των Αθηνών και από το γεγονός αυτό συμπεραίνεται ότι το μήνυμα για την άλωση της Τροίας που στάλθηκε με τον πυρσό από την κορυφή του Αραχναίου στις Μυκήνες, το είχαν πάρει οι παρατηρητές της κορυφής αυτής με τον ίδιο τρόπο από την Ακρόπολη των Αθηνών.

Το όρος Αραχναίο στην αρχαιότητα χαρακτηριζόταν από τον Ησύχιο ως «Ύστελλειον» και «Υσσέλινον» και από τον Σουίδαν ονομαζόταν «Σαπησελάτων». Σαπησελάτων χαρακτηρίζει το ορός Αραχναίο και ο Παυσανίας, στην περιήγηση του στην Αργολίδα, ο οποίος αναφέρει ότι ενώ βάδιζε από τις Μυκήνες προς την Επίδαυρο, αφήνει στα αριστερά του το Σαπησελάτων Αραχναίο.

Παραθέτω την ακριβή περιγραφή του Παυσανία για το Αραχναίον όρος.

 

Κατά δε την ες Επίδαυρο ευθείαν εστί κώμη Λήσσα, ναός δε Αθηνάς εν αυτή και ξόανον ουδέν τι διάφορον ή το εν τη Ακροπόλει τη Λαρίσση. Εστί δε όρος υπέρ της Λήσσης το Αραχναίο πάλαι δε Σαπησελάτων επί Ινάχου το όνομα ελήφθη. Βωμοί δε εισίν εν αυτώ Διός τε και Ηρας, δεήσαν όμβρον, σφίσιν ενταύθα θύουσι.

Και παρακάτω η μετάφραση:

«Στο δρόμο κατ’ ευθείαν προς την Επίδαυρο υπάρχει μια κώμη Λήσσα που έχει Ναό της Αθηνάς με ξόανο (ξύλινο άγαλμα) που δεν διαφέρει από της Ακρόπολης (του Άργους). Πάνω δε από τη Λήσσα είναι το όρος Αραχναίο παλαιότερα Σαπησελάτων, που πήρε το όνομα του από την εποχή του Ινάχου. Πάνω δε σε αυτό υπάρχουν Βωμοί του Δία και της Ήρας όπου θυσίαζαν όταν χρειάζονταν βροχή».

Στο παραπάνω κείμενο μπορούμε να κάνουμε τις εξής παρατηρήσεις:

1) Ο Δίας λατρευόταν και ως «Καιρικός» θεός με ειδικές τελετές σε περίπτωση ανομβρίας, όπως ο «Ακραίος Ζευς» στην περιοχή του Πηλίου. Επίσης σε διάφορα μέρη ο Καιρικός Δίας είχε και τα επίθετα: Νεφεληγερέτης, Όμβριος, Υέτιος, Κεραυνός, Σημαλέος, κ.λπ.

2) Το Σαπησελάτων ή Σάπης Ελατών είναι πιθανότατα έκφραση με παραμορφωμένο το πρώτο συνθετικό Σάπης, αντί του ορθού Νάπης που σημαίνει κοίλωμα εδάφους κατάφυτου. Άρα το Σάπης Ελάτων προέρχεται από το Νάπης Ελάτων, δηλαδή περιοχή με έλατα ή διαφορετικά Ελατόβουνο.

Όλοι οι παραπάνω χαρακτηρισμοί σημαίνουν ότι σε πολύ παλιές εποχές το όρος Αραχναίο ήταν κατάφυτο από έλατα, τα οποία με την πάροδο του χρόνου καταστράφηκαν, το πιθανότερο από πυρκαγιές και ίσως αυτός να είναι ο λόγος που το ελατοδάσος που υπήρχε εκεί δεν ανανεώθηκε, γιατί πιστεύεται πως όταν καταστραφεί από πυρκαγιά δεν ανανεώνεται ποτέ.

 

Αρνάς, η μία κορυφή του Αραχναίου και από κάτω το Λυγουριό – Αρχαία Λήσσα.

 

Από προσωπική εμπειρία γνωρίζω ότι στη θέση Άρεζε-Γκίλεζα και εκατό μέτρα κάτω από το δημόσιο δρόμο, μέχρι και τα τελευταία πριν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο χρόνια, υπήρχε μικρό έλατο, χαμηλό βεβαία κα πολύ βραδείας ανάπτυξης και εγώ ο ίδιος είχα φροντίσει να το περιφράξω για να το προστατέψω από τα γίδια που έβοσκα στην περιοχή εκείνη. Δεν γνωρίζω μέχρι πότε διατηρήθηκε αυτό γιατί για πολλά χρόνια δεν ζούσα στο χωριό, σήμερα όμως δεν υπάρχει τίποτα, γιατί πρόσφατα ολόκληρη η χλωρίδα της περιοχής εκείνης καταστράφηκε από πυρκαγιά.

Η ύπαρξη λοιπόν στην περιοχή του Αραχναίου έστω και αυτού του μεμονωμένου έλατου, φανερώνει πως η περιοχή εκείνη κάποτε ίσως να ήταν κατάφυτη από έλατα, όπως άλλωστε αναφέρουν και οι αρχαίοι συγγραφείς. Εκτός από το ελατοδάσος στην περιοχή του Αραχναίου υπήρχαν και εκτάσεις κατάφυτες από δρυς ή Λίσιε όπως λέγονται στα Αρβανίτικα, από αυτό δε και η ονομασία κάποιας κορυφής του Αραχναίου Μάλιε-Λίσεζε που σημαίνει κορυφή γεμάτη δρυς [βελανιδιές].

Αλλά και σήμερα ακόμη στην Μάλιε-Λίσεζε και γενικότερα στην γύρω περιοχή του Αρνά, υπάρχουν σποραδικά δρυς μεγάλης ηλικίας που και αυτές όμως σιγά-σιγά πεθαίνουν, είτε από φωτιά που βάζουν στην κουφάλα του κορμού τους οι κάτοικοι της περιοχής αναζητώντας κρυμμένους θησαυρούς από την εποχή που εκεί έμεναν και κυριαρχούσαν οι ληστές, είτε από το τσεκούρι των χωρικών για να τα μετατρέψουν σε καυσόξυλα, είτε ακόμη και από γεράματα όπου σαπίζουν λίγο-λίγο και χάνονται με το πέρασμα του χρόνου. Δεν ξέρω σήμερα πόσα από τα γέρικα αυτά δέντρα σώζονται.

Σήμερα [2002] τα μόνα είδη χλωρίδας που υπάρχουν στο όρος Αραχναίο είναι τα πουρνάρια που κυριαρχούν σε όλη την έκταση του. Τα μεγάλα βέβαια δέντρα είναι σποραδικά και υπάρχουν μόνο στις χαράδρες και κύρια όπου η ιδιοκτησία τα έχει προφυλάξει. Μεγάλες εκτάσεις καλύπτονται από χαμηλά πουρνάρια (πατουλιές όπως συνηθίζονται να λέγονται). Υπάρχουν ακόμα φιλίκια (Γλαντζινιές), Αγριοφυστικές (Κοκορετσιές), Σφάκες, σε λίγες περιοχές υπάρχουν κουμαριές κ.λπ. Σε υψόμετρο κάτω από τα πεντακόσια μέτρα υπάρχουν σε αφθονία και οι αγριελιές.

Οι κάτοικοι του Πόρου και της Τροιζίνας το όρος Αραχναίο στο σύνολο του το ονομάζουν «Κοιμωμένη» γιατί πραγματικά από τις περιοχές εκείνες όταν παρατηρείς την οροσειρά του Αραχναίου μοιάζει σαν μια ύπτια κοιμούμενη γυναίκα με υψωμένο το γόνατο. Μοιάζει δε καταπληκτικά με το στο πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών αριστοτέχνημα του μνημείου Αφεντάκη που κατασκευάστηκε από το γλύπτη Χαλεπά τη γνωστή «Κοιμωμένη του Χαλεπά».

 

Παναγιώτης Ι. Μπιμπής

Το Χέλι και η συμβολή του στους Αγώνες του Έθνους, Άργος 2002.

 

Read Full Post »

Αρβανιτιά Ναυπλίου


 

Αρβανιτιά (Ναυπλίου). Περιοχή νοτιοανατολικά της πόλεως, η ονο­μασία της οποίας πιθανόν να πρέπει να χρονολογηθεί από την περίοδο της προ της Αλώσεως της Κωνσταντινου­πόλεως καθόδου Αλβανών. Σε χάρτη της περιοχής, σχεδιασμένο από το χα­ράκτη G. F. Camocio, στρατιώτη Ενε­τό, για τον οποίο αναφέρεται ότι ήταν «πλέον μηχανικός»[1], σημειώνεται στις δυτικές πλαγιές του Παλαμηδιού τοποθεσία με την ονομασία «Case Αlbanesi». Προφανώς οικισμός στον οποίο είχαν εγκατασταθεί Αλβανοί.

 

Giovanni Francesco Camocio (1501;- †1575) - Napoli di Romania

Giovanni Francesco Camocio (1501;- †1575) – Napoli di Romania

 

Χάρτης του Ναυπλίου του 1573; Διακρίνεται η τάφρος που χώριζε την πόλη από το βουνό του Παλαμηδιού. Δυτικά στην άκρη της τάφρου διακρίνεται η σημείωση «Case Αlbanesi». Προφανώς οικισμός στον οποίο είχαν εγκατασταθεί Αλβανοί

Χάρτης του Ναυπλίου του 1573; Διακρίνεται η τάφρος που χώριζε την πόλη από το βουνό του Παλαμηδιού. Δυτικά στην άκρη της τάφρου διακρίνεται η σημείωση «Case Αlbanesi». Προφανώς οικισμός στον οποίο είχαν εγκατασταθεί Αλβανοί

 

Ότι υπήρχαν Αλβανοί εγκατα­στημένοι στο Ναύπλιο ή περί το Ναύπλιο από το IE’ ήδη αιώνα, απο­δεικνύεται και από αυτό που αναγρά­φει ο Bartolomeo Minio, Proveditor e capitanio a Napoli diRomania: «… et che i Albanesi che abita a Napoli non die essere messi a questo conto…». (Οι Αλβανοί που κατοικούν στο Ναύπλιο δεν πρέπει να συμπερι­ληφθούν σ’ αυτόν το λογαριασμό)[2].

Δεύτερος Ενετός, ο Bernardini Contarini, «qui fuit baylus etcapitaneus Naupolis Romanie», σε έκθεσή του που υποβάλλει στις προϊστάμενες αρχές του το 1527, αναγράφει:

«Ceterum, non restaro anchora, omnia debita reverentia premissa, aricordargli qualmentees sendo dicta citta sua de la importentia che a Vostra Sublimita spientissima e ben noto, molto al proposito sarebbe a fortificarla da parte de terra firma meglio di quello la si ritrova il che se potria exeguir, ne perho cum tanta excessiva spesa cum redur essa citta in isola, et a tal eflfeto bisognerebe cavar dale Calive de Albanesi fino al Pontil che e spatio di longezza cento vinti, et in largezza passa 15, il che facendosi, procul dubio, et tenendosi poi dicta citta come di sopra di victualie munita, la non tenuria al-cuna potentia hostile…

Presentata Die quarto Junii

MDXXV11»[3].

Σε ελεύθερη μετάφραση θα μπορούσε να αποδοθεί:

«Δε θα παραλείψω επίσης, με όλο τον οφειλόμενο σεβασμό, να σας υπενθυ­μίσω ακόμη ότι, εφ’ όσον αυτή η πόλη σας έχει τη σημασία που στη Σοφό­τατη Εξοχότητά σας είναι πολύ γνω­στή, θά ήταν πολύ σκόπιμο να οχυρω­θεί από το μέρος της ξηράς καλύτερα από όπως είναι μέχρι τώρα, πράγμα που θα μπορούσε να γίνει, όχι με με­γάλη δαπάνη, και να γίνει αυτή η πό­λη νησί, και γι’ αυτό το σκοπό θά πρέπει να σκάψει κανείς από τις Κα­λύβες των Αλβανών μέχρι το Γεφύρι, που είναι μια απόσταση μήκους 120 και πλάτους 15 βημάτων, και αν γίνει αυτό, τότε χωρίς αμφιβολία, καλά εφο­διασμένη η πολιτεία αυτή (το Ναύ­πλιο) με τρόφιμα, δεν έχει να φοβηθεί καμιά εχθρική δύναμη.

Υπεβλήθη στις 4 Ιουνίου 1527».

Από την περιγραφή της τάφρου που υποδεικνύει ο Contarini ότι πρέπει να σκαφτεί, βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο συνοικισμός τα «Αρβανίτικα Καλύβια» ήταν παραθαλάσσιος, αφού αν σκάβονταν τα 90 μέτρα (120 βήματα), που τον χώριζαν από το Γεφύρι, μέχρι το οποίο φαίνεται ότι έφτανε η «Φόσσα», η άλλη δηλαδή τάφρος που ένωνε το Γεφύρι με την προς την πλευρά του αργολικού κάμπου θάλασσα του Ναυ­πλίου, τότε οι δύο τάφροι θά ενώνον­ταν και έτσι το Ναύπλιο θά μετατρε­πόταν σε νησί. Η περιγραφή αυτή το­ποθετεί τις Calive Albanesi σχεδόν ακριβώς στο μέρος που και σήμερα ακόμη λέγεται «Αρβανιτιά».

Η μέχρι σήμερα διατηρούμενη παράδοση [4], ότι η τοποθεσία «Αρβανιτιά» οφείλει την ονομασία της στο φόνο Αλβανών στρατιωτών το 1779 από τους Τούρκους του Ναυπλίου [5], φαί­νεται ότι ανήκει στη σφαίρα του θρύ­λου. Ας προστεθεί ακόμη ότι συνοι­κία «Αρβανιτιά» υπάρχει και στο γει­τονικό Άργος.

 

Υποσημειώσεις


[1] Σπ. Μ. Θεοτόκη, Κατάλογος χειρογρά­φων  βιβλιοθήκης του Αγίου Μάρκου εν Βενετία, Francesco Muazzo, Storia della guerra della Morea dal 1684 sino al 1696, βιβλίον 8ov, ΕΑΛΗΝΙΚΑ, E’ (1932), τεύχος lov, σελ. 27, και δημοσιευμένο από τον Giuseppe Gerola, Le fortificazioni di Napoli di Romania, Estratto dall’ Annuario della Regia Scuola Archeologica di Atene a delle Missioni Italiani in Oriente, vol. XIII-XIV, Bergamo, I-stituto Italiano d’arti grafiche 1934-XII, p. 8.

[2] Κ. Σάθα, Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, Dispacci da Napoli di Romania 1479-1483, τ. VI, Paris 1884, σελ. 143.

[3] Κ. Σάθα, Μνημεία, Relationes provisorum Nauplii, VI, 248, 249.

[4] Στο βιβλίο «Οδωνυμικά του Ναυπλίου», έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, 1994, διαβάζουμε:Η ονομασία της οφείλεται στον ομαδικό αφανισμό Αλβανών το 1779 ύστερα από διαταγή του Τούρκου ναυάρχου Γαζή-Χασάν Τζεζαερλή. Κατά την Επανάσταση που υποκίνησε η Ρωσία σε μερικές περιοχές της Πελοποννήσου και που έμεινε στην ιστορία ως «Ορλωφικά» (1769-1770), οι Τούρκοι, θέλοντας να την καταπνίξουν όσο γίνεται γρηγορότερα, ενισχύθηκαν από Αλβανούς άτακτους. Μετά την αποτυχία της επαναστάσεως, οι Αλβανοί έμειναν στην Πελοπόννησο και άρχισαν να λεηλατούν και να καταστρέφουν ό,τι εύρισκαν. Αργότερα εγκαταστάθηκαν γύρω από το Ναύπλιο και απειλούσαν τον Τούρκο διοικητή, ο οποίος είχε την έδρα του εκεί. Αρχικά οι Τούρκοι δεν αντέδρασαν, επειδή απώτερος σκοπός τους ήταν η εξόντωση του χριστιανικού πληθυσμού για να μη τους δημιουργεί προβλήματα. Σε μία όμως σύσκεψη ανωτάτων στελεχών στην Κωνσταντινούπολη, ο Καπουδάν-πασάς (ναύαρχος) Γαζή-Χασάν ο Τζεζαερλής παρατήρησε ότι εάν σκοτωθούν όλοι οι χριστιανοί τότε δε θα υπάρχουν υπήκοοι για να πληρώνουν τούς φόρους (χαράτσι). Το συμβούλιο βρήκε σωστή την παρατήρηση αυτή και ανέθεσε στο Γαζή-Χασάν να προχωρήσει στην εξόντωση του αλβανικού στοιχείου όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Τον Απρίλιο τού 1779 οι άτακτοι Αλβανοί ειδοποιήθηκαν να ανεβούν στο Παλαμήδι για «να εισπράξουν τους μισθούς που τους οφείλοντο». Όταν αυτοί ανέβηκαν, οδηγήθηκαν κατά μικρές ομάδες στην ξύλινη γέφυρα που ένωνε την Καρά-Τάμπια (προμαχώνας Θεμιστοκλής) και την Tαβίλ Τάμπια (προμαχώνας Φωκιανός), της οποίας όμως, με διαταγή του Γαζή-Χασάν, είχε αφαιρεθεί το κατάστρωμα. Έτσι κάθε ομάδα που επρόκειτο να περάσει από τη γέφυρα αυτή, έπεφτε στο βάραθρο, στο μικρό όρμο που σχηματίζεται ανάμεσα στις υπώρειες του Παλαμηδιού και της Ακροναυπλίας. Η περιοχή αυτή ονομάστηκε από τότε «Αρβανιτιά».

[5] Μ. Λαμπρυνίδου, ό.π., σελ. 164, 165.

 

Πηγή


  • Τάκης Μαύρος, «Συμβολή στο Τοπωνυμικό της Αργολίδας», Εθνογραφικά τόμος 2ος (Ανάτυπο), έκδοση, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο, 1979-80.

 

 

Read Full Post »

Μπούα Θεόδωρος


 

Θεόδωρος Μπούα ήταν γιος του Πέτρου Μπούα, αξιωματούχου στην αυλή των Δεσποτών της Άρτας του Αγγελοκάστρου και του Μυστρά. Καταγόταν από μεγάλη στρατιωτική οικογένεια τον Οίκο Μπούα του Βυζαντίου και συγκεκριμένα από το Αγγελόκαστρο Αιτωλοακαρνανίας. Το έτος γεννήσεως του δεν είναι γνωστό. Για πρώτη φορά γίνεται μνεία στο όνομα του το 1480 όταν προσέτρεξε σε ενίσχυση του Κροκόδειλου Κλαδά επικεφαλής 60 στρατιωτών που ήταν αποκλεισμένος στην Μάνη.

Κατά την κάθοδό του, αφού συγκρούστηκε στο Άργος με τους Τούρκους* αιχμαλώτισε 33 από αυτούς. Οι Τούρκοι με δύναμη συνολικά 2.500 ανδρών και έχοντας επικεφαλή τον διοικητή της Πελοποννήσου Σουλεϊμάν Πασά προσέγγισαν το Οίτυλο, από όπου θα επιχειρούσαν προώθηση στο εσωτερικό της Μάνης. Στην αρχή σημείωσαν κάποιες επιτυχίες όπως την εκπόρθηση του πύργου του Τριγοφύλου όπου συνέλαβαν 19 Έλληνες, κυρίευσαν το Οίτυλο, το Μεγαλοχώρι και τον Παπαφίγγο.

Η μάχη έλαβε χώρα κοντά στο Οίτυλο στις 19 Ιανουαρίου του 1481 στην οποία νικήθηκαν οι Τούρκοι και αποσύρθηκαν προσωρινά από την Σπάρτη, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 700 νεκρούς. Η οργή του Οθωμανού Σουλτάνου υπήρξε μεγάλη και διέταξε να εκτελεστούν και οι 19 συλληφθέντες Έλληνες από το πύργο του Τριγγοφύλου. Οι παραπάνω πολεμικές επιχειρήσεις προσέλαβαν διάρκεια και ο έμπειρος πολέμαρχος Θεόδωρος Μπούας έχοντας μαζί του τον επίσης εμπειρότατο Κροκόδειλο Κλαδά αμύνθηκαν με επιτυχία στην Τουρκική εισβολή επί μήνες, την στιγμή που οι περισσότεροι των Ελλήνων είχαν παραδώσει τα όπλα και δεν πρόβαλαν αξιοσημείωτη αντίσταση.

Κατόπιν νέων τουρκικών ενισχύσεων οι εισβολείς υπερέβαιναν τους 8.000 άνδρες. Έτσι στις 4 Απριλίου του 1481 οι Τούρκοι κατέλαβαν την δίοδο του Μαυροβουνίου ο Θεόδωρος Μπούας και ο Κροκόδειλος Κλαδάς αντιστάθηκαν στα ενδότερα επιλέγοντας ως τοποθεσία την οχυρή θέση της Καστανιάς. Σε μια περίπτωση από το Τουρκικό ένοπλο εκστρατευτικό σώμα περισσότεροι από 1.000 άνδρες αιχμαλωτίστηκαν όταν οι Μπούας και Κλαδάς επιτέθηκαν μετωπικά και τους εγκλώβισαν εντός στενωπού. Η Μάνη είχε κατακλυστεί από τους Τούρκους και ο Θεόδωρος Μπούας με τον γιό του Μερκούριο Μπούα και τον συμπολεμιστή του Κλαδά και τους λοιπούς συστρατιώτες του μεταφέρθηκαν με 3 (τρείς) γαλέρες του Βασιλέα της Νεαπόλεως Φερδινάνδου στην Ιταλική Χερσόνησο. Από αυτό το σημείο αρχίζει η δράση του γιου του Μερκούριου Μπούα. Ο Θεόδωρος Μπούας πέθανε στην Βόρειο Ήπειρο το 1492 κατά την εισβολή του Σουλτάνου Βαγιαζήτ όταν στάλθηκε εκεί από τον Βασιλέα Φερδινάνδο της Νεαπόλεως να οργανώσει την αντίσταση κατά των Τούρκων με το Κροκόδειλο Κλαδά

 

Υποσημείωση


* Μετά την κατάληψη του ελληνικού χώρου από τους Οθωμανούς δημιουργήθηκαν  ένοπλα μισθοφορικά σώματα, τα οποία παρείχαν σχετικές υπηρεσίες στα Φεουδαρχικά Βασίλεια της Ευρώπης. Αναφέρονται σχετικά τα ένοπλα σώματα των: Κροκόδειλου Κλαδά, Θεόδωρου Μπούα, Δημήτριου Παλαιολόγου, Πέτρου Ράλλη στην Πελοπόννησο και του Πέτρου Μπούα στην Αργολίδα. Όταν κάθε έννοια αγώνα αποδεικνυόταν μάταιη, τότε έπαιρναν τον δρόμο της προσφυγιάς και τίθονταν υπό τις εντολές και διαταγές κάποιου κράτους, το οποίο ουσιαστικά ήταν και ο προστάτης του σώματος καθόλη την παρουσία του στην Ελληνική χερσόνησο.

 

Βιβλιογραφία

  • Παντελής Καρύκας «Ελληνικές Επαναστάσεις» και «Ελληνες Μισθοφόροι».
  • Μουσείο Ελληνικής παροικίας Βενετίας-Ιταλία (Αρχείο Ελληνικής Αδελφότητας Βενετίας).

 

Το παρόν αντλεί τις πληροφορίες του από το αντίστοιχο άρθρο της Βικιπαίδειας.

Read Full Post »

Μορμόρηδες

 

 

 

Διάσημοι Ελληνοαλβανοί Στρατιώτες

 

 

 

Ονομαστοί Αναπλιώτες στρατιώτες ήσαν οι αδελφοί Μανόλης και Γεώργιος Μόρμορη. Είναι πολύ πιθανό να ανήκουν στην ίδια γενιά με τους λόγιους Μουρμούρηδες, που αναφέρονται από τον Παρανίκα» και που είχαν εγκατασταθεί στη Βενετία. Οι Μορμόρηδες, μετά την παράδοση του Αναπλιού, ακολούθησαν τους Βενετούς κατά την αποχώρηση τους και μεταφέρθηκαν στην Κέρκυρα, όπου εγκαταστάθηκαν μαζί με εξήντα τέσσερις στρατιωτικές οικογένειες (1541).

 

 Οι Βενετοί παραχώρησαν στους αρχηγούς των οικογενειών αυτών προνόμια πολλά. Οι στρατιώτες αυτοί κράτησαν τα προνόμια ως την κατάλυση της Βενετικής Δημοκρατίας από τον Ναπολέοντα (1797). Αναφέρονται όμως αυθαιρεσίες τούτων των προνομιούχων σε βάρος των κατοίκων των νησιών του Ιόνιου.

 

Στην Κέρκυρα ο Μανόλης Μόρμορης ανάλαβε και πάλι στρατιωτικά καθήκοντα ως «γκουβερναδόρος» δηλαδή διοικητής της στρατιάς των Αναπλιωτών του νησιού. Και σημειώνουμε πως η αναφορά σε Αναπλιώτες στρατιώτες δεν προϋποθέτει μόνο αυτούς που είχαν γενέτειρα τ’ Ανάπλι. Όλοι οι στρατιώτες της Αργοναυπλίας αποκαλούνταν Αναπλιώτες και είναι αυτονόητο ότι σ’ αυτούς συγκαταλέγονταν και οι προερχόμενοι από την Ερμιονίδα – Θερμήσι, οι περίφημοι Θερμησιώτες στρατιώτες.

 

Λίγα χρόνια μετά την εγκατάσταση αυτή, ο Μανόλης Μόρμορης, για να προκαλέσει αντιπερισπασμό στην εκστρατεία των Τούρκων κατά της Κύπρου (1570), με την έγκριση και τη σύμπραξη του γενικού επίτροπου της Βενετίας στην Ανατολή Σεβαστιανού Βενιέρι, πο­λιόρκησε και κυρίεψε το Σοποτό στην περιοχή της Χιμάρας. Στην τολμηρή αυτή επιχείρηση δυο Αναπλιώτες στρατιώτες διακρίθηκαν ιδιαίτερα για τη γενναιότητα τους: ο Μανόλης Μπλέσης και ο Ιωάννης Μπαρμπάτης – Βαρβάτης, γιος του διοικητή της στρατιάς, πριν από τον Μόρμορη, Αυγουστίνου Βαρβάτη, που είχε ονομάσει Αναπλιτοχώρι και τον τόπο της εγκατάστασης των Αναπλιωτών στην Κέρκυρα.

 

Η επιτυχία του Σοποτού είχε ως αποτέλεσμα την εξέγερση των Χιμαριωτών και των Ηπειρωτών ενάντια στο σουλτάνο. Ο τουρκικός στόλος όμως με ναύαρχο τον Αλγερινό πειρατή και ηγεμόνα της χώρας του Ουλούτς Αλή στάλθηκε στον Αυλώνα μαζί με ισχυρό στρατιωτικό σώμα που είχε επικεφαλής του τον Κρητικό αρνησίθρησκο Χασάν Βάφο.

 

Σε μια πρώτη σύγκρουση ο Γεώργιος Μόρμορης, αδελφός του Μανόλη, ύστερα από ανελέητη σφαγή, ανάγκασε τους Τούρκους σε υποχώρηση. Μια δεύτερη προσπάθεια των τουρκικών δυνάμεων αναχαιτίστηκε από τον επίσης Αναπλιώτη Ελληνοαλβανό αρχηγό στρατιωτών Φίλιππο Προγονή και πάλι με μεγάλες απώλειες του εχθρού».

 

Ύστερα από τις απανωτές αυτές αποτυχίες των τουρκικών δυνάμεων, ο σουλτάνος έστειλε ενισχύσεις που πολιόρκησαν το Σοποτό. Οι κάτοικοι του μαζί με τους στρατιώτες των Μορμόρηδων αντιστάθηκαν πεισματικά, προξενώντας μεγάλη φθορά στους πολιορκη­τές, τελικά όμως αναγκάστηκαν να παραδοθούν, προδομένοι από την πείνα και από την έλ­λειψη πολεμοφοδίων. Ο Μανόλης Μόρμορης αιχμαλωτίστηκε από τον Ουλούτς Αλή. Μετά το θάνατο του τη διοίκηση της στρατιάς ανάλαβε ο αδελφός του Γεώργιος Μόρμορης, που λίγο πριν είχε κατασφάξει το στρατιωτικό σώμα του Βάφου.

 

Στους διαλεχτούς στρατιώτες αναφέρεται ακόμη ο Νικόλαος Μαμωνάς, που είχε δια­κριθεί, συμπράττοντας με τους Βενετούς, στην παράδοση της Κορώνης στον Andrea Doria (1532V«. Τόπος καταγωγής του δεν αναφέρεται, αλλά ίσως στους απογόνους του να συγκα­ταλέγεται και ο Μαμωνάς, που διακρίθηκε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Αναπλιού (1715) και σκοτώθηκε κατά τη μεγάλη τουρκική έφοδο ενάντια στο κάστρο.

Μνημονεύουμε και πάλι εδώ τα ηρωικά τέκνα της αναπλιώτικης αρχοντικής γενιάς των Μπουζίκηδων, που το ένα σκοτώθηκε στην πρώτη πολιορκία του κάστρου (1500), άλλα δυο στη δεύτερη (1538), ενώ όσα επιζήσανε συνέχισαν τον αγώνα κάτω από τις βενετικές ση­μαίες»».

 

 

Πηγές

 

  • Γιόνα Μικέ Παιδούση – Παπαντωνίου, « Η Ερμιονίδα ανά  τους  Αιώνες », Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Αθήνα 1996.

 

Read Full Post »

Μπλέσης Μανόλης

 

 

 

Διάσημος ανάμεσα στους Ελληνοαλβανούς στρατιώτες προβάλλει ο Αναπλιώτης ευγενής Μανόλης Μπλέσης, που ανέβαζε την καταγωγή του στον άρχοντα Λέοντα Σγουρό. Ο Μπλέσης, εκτός από στρατιώτης, προβάλλει και ως ποιητής, η δε πολεμική δράση του σημειώνεται σε όλες σχεδόν τις μάχες ενάντια στους Τούρκους και σε εκστρατείες και επιδρομές που έγιναν στη Δυτική Ευρώπη.

Από τα 1560 πολέμησε στη Δαλματία στο πλευρό των Βενετών ενάντια στους Τούρ­κους. Στα 1570 πήρε μέρος στην άμυνα της Λευκωσίας της Κύπρου κατά την πολιορκία της από τα σουλτανικά στρατεύματα. Και στη συνέχεια με τέσσερις μόνο στρατιώτες έφτασε στις Παραδουνάβιες χώρες και διέσχισε την Αυστρία, τη Βαυαρία και την Πρωσία πάντοτε καβαλάρης και πολεμώντας. Κατά τα μέσα του ιστ’ αι. η πολεμική δόξα και τα κατορθώματα του είχαν πλατιά απήχηση και τα τραγούδια του, που τα μελοποιούσαν Φλαμανδοί και Ιταλοί μουσικοί, ακούγο­νταν στους δρόμους των ευρωπαϊκών χωρών και ιδιαίτερα στην Ιταλία.

Ο Μανόλης Μπλέσης τιμήθηκε με μεγάλους τίτλους από το Συμβούλιο των Δέκα για τις μεγάλες υπηρεσίες που πρόσφερε στη Γαληνότατη Δημοκρατία και για την προσωπική αξία του. Στα βενετικά αρχεία διαφυλάχτηκε το οικόσημο του θρυλικού στρατιώτη, που φάνταζε ως ένας νέος Ηρακλής. Μετά την επιστροφή του στη Βενετία έγραψε ποιήματα για την πολιορκία της Λευκω­σίας, ελεγεία για τους διαλεχτούς στρατιώτες που έχασε εκεί. Η έκδοση έγινε στα 1571.

Η φήμη του Μανόλη Μπλέση και τα κατορθώματα του έπλασαν θρύλους γύρω από την ηρωική μορφή του. Ένας από τους θρύλους αυτούς αφορούσε στην αγάπη μιας Κρανιδιώτισσας μάγισσας προς τον Μπλέση, που για χάρη του είχε γίνει αερικό και τον ακολουθούσε παντού, τον προστάτευε από τους κινδύνους και τον όπλιζε με υπεράνθρωπη δύναμη, ώστε να βγαίνει νικητής από τις πολεμικές περιπέτειες του. Και θέλοντας να δοκιμάσει την αφο­σίωση του, μεταμορφώθηκε σε δράκο και επανήλθε στην ανθρώπινη μορφή με ένα φίλημα του ήρωα, που τον αγκάλιασε και τον πήρε μαζί της στην αθανασία με εναέριο άρμα'».

  

Πηγές

 

  • Γιόνα Μικέ Παιδούση – Παπαντωνίου, « Η Ερμιονίδα ανά  τους  Αιώνες », Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Αθήνα 1996.
  • Μιχαήλ Γ. Λαμπρυνίδου, « Η Ναυπλία από των Αρχαιοτάτων Χρόνων μέχρι των καθ΄ ημάς », Τύποις Εκδοτικής Εταιρείας, Εν Αθήναις 1898.

 

Read Full Post »

Μερκούρης – Μαυρίκης Μπούας

 

Διάσημοι Ελληνοαλβανοί Στρατιώτες

 

Οίκος Μπούα

Οι Μπούα ήταν οικογένεια από την Ήπειρο, και συγκεκριμένα από το Αγγελόκαστρο Αιτωλοακαρνανίας, από την οποία αναδείχτηκαν αρκετοί σημαντικοί στρατιωτικοί. Συνδέθηκε με τον Οίκο Αγγέλων μέσω γάμου της Πριγκίπισσας Ευδοκίας, κόρης του Αλεξίου του Γ’, με τον Ηγεμόνα του Ναυπλίου Λέοντα Σγουρό, ο οποίος αποτελεί των αρχηγέτη του Οίκου των Μπούα.

Μερκούρης – Μαυρίκης Μπούας

 

Ο Μερκούριος Μπούας,  Νίκος Εγγονόπουλος 1953

Ο Μερκούριος Μπούας, Νίκος Εγγονόπουλος 1953

Ανάμεσα στους ξακουστούς στρατιώτες της Αργολίδας μερικοί από τους αρχηγούς των έγιναν ιδιαίτερα ονομαστοί για την ανδρεία τους και διαπρέψανε σε πολεμικά κατορθώματα.

 

Ένας από τους διαπρεπέστερους αυτούς στρατιώτες ήταν ο Μερκούρης – Μαυρίκης Μπούας, που είχε γεννηθεί στ’ Ανάπλι στα 1496. Ήταν εγγονός του δεσπότη του Αγγελόκαστρου της  Άρτας και των Γιαννίνων Μαυρίκιου Μπούα – Σγουρού (αρχές του ιε’ αι.), που ανέβαζε  την καταγωγή του στο βυζαντινό άρχοντα του Αναπλιού Λέοντα Σγουρό.

 

 

 

Ο Μπούας μεγάλωσε στ’ Ανάπλι, όπου και παντρεύτηκε κόρη της αρχοντικής επίσης οικογένειας των Μποχαλαίων, την Αικατερίνη·». Με τη συνθήκη της παράδοσης του Αναπλιού (1540) έφυγε στην Ευρώπη, όπου τα πρώτα χρόνια κατατάχτηκε στην υπηρεσία του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου IB‘, ως αρχηγός επίκουρων στρατιωτών. Στο πλευρό των Γάλλων διακρίθηκε μαζί με τους στρατιώτες σε πολλές μάχες και ιδιαίτερα στην άλωση της Γένουας. Για τις πολεμικές αρετές του απονεμήθηκε από τον Γάλλο βασιλιά ο τίτλος του κόμη. Στη συνέχεια πέρασε στο βενετικό στρατό και ανέλαβε υπηρεσία στο Treviso, επικεφαλής της φρουράς του. Στο πλευρό των Βενετών συνέβαλε αποτελεσματικά στην κατάκτηση Παβίας (1527) και της Βερόνας, στις μάχες που διεξάγονταν ανάμεσα στη Βενετική Δημοκρατία και τον αυτοκράτορα της Αυστρίας Μαξιμιλιανό. Η πολεμική ικανότητα του αναγνωριστικέ από το δόγη και τη γερουσία και του απονεμήθηκαν εξαιρετικές τιμές.

 

Ο Μερκούρης Μπούας πέθανε στο Treviso μεταξύ 1527-1562 και ενταφιάστηκε στην Εκκλησία της Αγίας Μαρίας Maggiore. Προς τιμή του στήθηκε λαμπρό μνημείο μαρμάρινο 1562), έργο του γλύπτη Antonio Lombardi, όπου αργότερα χαράχτηκε τιμητική επιγραφή 1637) για την προσωπικότητα και το έργο του.  

Ο κόμης Μερκούρης – Μαυρίκης Μπούας διέθετε φιλοπολεμικό πνεύμα, στρατηγικό μυαλό και καρτερικότητα. Τα πολεμικά κατορθώματα του εξύμνησαν σύγχρονοι του ραψωδοί  της Ιταλίας και ο επίσης σύγχρονος του στρατιώτης Ζακυνθινός λόγιος Τζάνες Κορωναίος του αφιέρωσε μακροσκελέστατο ποίημα, τα «Ανδραγαθήματα Μερκουρίου Μπούα», που  το έγραψε στα 1519, όπου περιγράφει τα κατορθώματα του ως τα 1517 και αναφέρει τις τιμές που του απονεμήθηκαν. Τον παρουσιάζει ως Αχιλλέα και Μέγα Αλέξανδρο στην ανδρεία , ως Νέστορα στη γνώση και ως Πάρη στην ομορφιά. Ο Μερκούρης Μπούας χαρακτηρίζεται «Φιλοπόλεμος, καρτερόψυχος, στρατηγικός, υπέρτερος μεν πάντων των τότε μισθοφορούντων συμπατριωτών του, εφάμιλλος δε πολλών περιφανών της Ευρώπης στρατηγών επί τριάκοντα εν έτη (1496-1527) αδιαλείπτως πο­λέμων, πάντοτε έφερε την φρίκην και τον όλεθρον εις τας εχθρικάς φάλαγκας, κλινών την πλάστιγγα της νίκης υπέρ του φιλοξενούντος ηγεμόνος· κατά τας διαφόρους εις Φλανδρίαν, Βαυαρίαν, και προ πάντων την Ιταλίαν εκδρομάς του εκυρίευσε τεσσαράκοντα έξ εχθρικάς σημαίας· διάφοροι ηγεμόνες ανέδειξαν αυτόν ιππότην, είς βασιλεύς και εις αυτοκράτωρ τον ετίμησαν με τον τίτλο του κόμητος, η δε ενετική δημοκρατία με το αξίωμα του αρχιστρατήγου».  

Όσο για το αφιερωμένο στον Μπούα ποίημα αναφέρεται: «Εκτός της μεγάλης ιστορι­κής αξίας, μεγαλυτέραν έχει την φιλολογικήν η εποποιία του Κορωναίου. Είναι το πρώτον απ’ αρχής μέχρι τέλους γεγραμμένον εις καθαρούς ομοιοκατάληκτους στίχους νεοελληνικόν ποίημα, φέρον καθαρόν τον τύπον της πρωτοτυπίας, και επομένως του ελληνικού Παρνασ­σού γνήσιον τέκνον καθιστάμενον».

 

Ο Μπούας θεωρούσε τον εαυτό του Έλληνα, ο δε Κορωναίος «έλαβεν ειδήσεις λεπτομε­ρείς περί των διαφόρων μαχών, εν αις εκείνος διέπρεψε, και τα οικογενειακά του έγγραφα εξήτασεν, αλλά και εις Ελλάδα καταβάς εξηρεύνησεν επιτοπίως τα περί αυτού, ίνα καταδεί­ξει ότι ‘Ελλην και ουχί ξένος, ως τινές διϊσχυρίζοντο, ήτο ο Μπούας».

 

Το οικόσημο του Μερκούρη Μπούα, που σώθηκε στα αρχεία της Βενετίας, το απαρτί­ζουν οι σπουδαιότερες από τις πολεμικές σημαίες που είχε κατακτήσει.

 

Σύγχρονοι και συγγενείς του Μπούα στρατιώτες μνημονεύονται: Ο Λεκαμπούας (Αλέ­ξανδρος Μπούας), ο Αλέξης Μπούας, ο Μαρκαντώνιος Μπούας, ο Αντρέας Μπούας’.

 

Από τους Αναπλιώτες στρατιώτες αναφέρονται επίσης ο Κώστας Μπόχαλης και οι Θε-ράπης, Μπαρμπάτης και Φροσύνας. Όλοι ανήκαν σε αρχοντικές οικογένειες και είχαν τιμη­τικές διακρίσεις. Τιμητικά αναφέρεται ακόμη ο στρατιώτης του Μπούα Μαυρίκης Κόκλας»».

Σημειώνουμε ακόμη ότι από τη μεγάλη οικογένεια των Μπουζίκηδων, όπου αλλού ανα­φερόμαστε σε ηρωικά μέλη της, ο Γεώργιος Μπουζίκης έφτασε στο βαθμό του στρατηγού. Με το στρατηγό Μπουζίκη, τα προτερήματα του και τη θέση του στην αριστοκρατία της Βε­νετίας ασχολήθηκε ο λόγιος πρωτοπαπάς του.

 

 

 

Πηγές

 

  • Γιόνα Μικέ Παιδούση – Παπαντωνίου, « Η Ερμιονίδα ανά  τους  Αιώνες », Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Αθήνα 1996.
  •  Περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, Μουσείο Ελληνικής Παροικιακής Ιστορίας της Βενετίας.

 

 Επιμέλεια: Τσάγκος Αναστάσιος   

 

 

 

 

 

Υποσημείωση

 

Μπούγα ή Καλλιρρόη και Πέτρος Μπούας.

 

Μπουγαίος, Μπουγαίισα= οι κάτοικοι του χωριού Μπούγα,  όπως λεγόταν παλιά η Καλλιρρόη.

Απ’όσο έχω ψάξει υπάρχουν 2 εκδοχές για αυτή την ονομασία. Η 1η και πιο απλοϊκή είναι αυτή που μου έλεγε ο παππούς μου. Ότι τα παλιά χρόνια είχε πέσει μεγάλη ξηρασία στα χωριά μας και δεν υπήρχε νερό, ώσπου  κάποια μέρα ένας “γελαδάρης” παρατήρησε ότι στις οπλές των ποδιών των βοδιών του βρήκε λάσπη (άρα νερό) και ακολουθώντας την άλλη μέρα το κοπάδι του έφτασε σε μια πηγή στην τοποθεσία Μουντρά (τώρα πια έχει στερέψει)  και βρήκαν το πολυπόθητο νερό. Η οπλή του βοδιού λεγόταν “μπουγά”, και δεν ξέρω αν λέγεται ακόμη, ως εκ τούτου έβγαλαν και το όνομα του χωριού μου Μπούγα.

Η 2η εκδοχή είναι ιστορική και έχει ως εξής: την ονομασία Μπούγα την πήρε το χωριό μου από τον Πέτρο Μπούα της ξακουστής φάρας των Μπουαίων. Περί τα τέλητου 14ου αιώνα εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μας από τους Βυζαντινούς άρχοντες του Μοριά ( Εμ. Κατακουζηνός ) έποικοι από τη Βόρεια Ήπειρο, που ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι και που παράλληλα με την Ελληνική μιλούσαν και την Αλβανική γλώσσα, οι γνωστοί Αρβανίτες. Σκοπός της εγκατάστασης τους ήταν να χρησιμοποιηθούν ως συνοριοφύλακες του Βυζαντινού Δέσποτα του Μυστρά, καθόσον στην απέναντι πλευρά της Νέδας, στην Ολυμπία, υπήρχαν οι Φράγκοι. Ένας από τους πρώτους οικισμούς που έκτισαν οι έποικοι εκείνοι ήταν το Λιόπεσι (Άνω Κούβελα), σε υψόμετρο 1000μ., ανατολικά της κορυφής του Κουβελαίικου Αη-Λιά. Το Λιόπεσι φαίνεται να ήταν η έδρα των αλβανόφωνων εποίκων, αφού εδώ είχε το ορμητήριό της η ξακουστή φάρα των Μπουαίων.
Οι Αρβανίτες έποικοι ήλθαν σε πολλές συγκρούσεις με τους Φράγκους και συνέβαλαν αποφασιστικά στην εκδίωξή τους από το Μοριά υπό τον αρχηγό τους Πέτρο Μπούα. Στην συνέχεια αμύνθηκαν με σθένος κατά των Τούρκων εισβολέων και όταν τελικά ο Μοριάς έπεσε στα χέρια του Μωάμεθ (1461), τέθηκαν στην υπηρεσία των Βενετών, που τότε κατείχαν τα φρούρια Μεθώνης, Κορώνης, Μονεβασιάς και Ναυπλίου, με σκοπό να εξασφαλίσουν την βοήθειά τους για την εκδίωξη των Τούρκων. Το 1479 ο Θεόδ. Μπούας από το Κούβελα (Λιόπεσι) με τον Κροκ. Κλαδά από την Μάνη επαναστάτησαν κατά των Τούρκων, αλλά εγκαταλείφθηκαν από τους Βενετούς και η επανάσταση τους κατεστάλη το 1484.
Κατά το Βενετο-Τουρκικό πόλεμο του 1540 οι κάτοικοι της περιοχής πολέμησαν στο πλευρό των δυτικών συμμάχων. Μετά την πτώση των κάστρων και την αποχώρηση των Βενετών από τον Μοριά, οι περισσότεροι αρβανίτες στρατιώτες αναχώρησαν με τις οικογένειές τους για την Δύση και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Απουλίας (Κάτω Ιταλίας), ελπίζοντας σε σύντομο επαναπατρισμό τους.( Ιστορία Κ. Παπαρρηγόπουλου, Κ. Σαθά, Αθ. Γρηγοριάδη κ.α.). Τις πληροφορίες αυτές τις βρήκα από την ιστορία του Χωριού Κούβελα μιας και ο μπαμπάς μου από την πλευρά της μητέρας του κατάγεται από τη Νέδα.

Η φάρα των ΜΠΟΥΑ κατάγεται απο την Βόρεια Αλβανία.Η ονομασία της προέρχεται απο τον ποταμό Μπουγιάνα που σημαίνει,νερό. Βλέπε μπουγιέλο.Απόγονοι των Μπουαϊων υπήρξαν ονοματοδότες φαρών όπως Σπαταίοι, Γριβαίοι, Μερκουραίοι, Λιοσαίοι, Μουρικαίοι και άλλοι. Βλέπε Αρβανίτες και η καταγωγή των Ελλήνων, Α.ΚΟΛΛΙΑΣ. Βλέπε, Αρβανίτες, Οι Δωριείς του νεώτερου Ελληνισμού, Κ.ΜΠΙΡΗΣ. Πληθωρα Βενετικών αρχείων είναι διαφωτιστικά. ΑΥΤΑ και μόνον περιεκτικά. Σημαντικά μέλη του Οίκου Μπούα ήταν ο Μερκούριος Μπούα ο οποίος τιμήθηκε από τον Γερμανό Αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό και τον Βασιλέα της Γαλλίας Λουδοβίκο τον ΙΒ’ το 1524 με τον τίτλο του Κόμη της Σουαβίας και αργότερα του Πρίγκηπα του Λίχτενμπεργκ (τίτλους που φέρουν έκτοτε οι απόγονοι του Οίκου) για τις υπηρεσίες που προσέφερε. Επίσης, ο Ιωάννης Μπούας και ο Σγουρός Μπούας Δεσπότες Ηγεμόνες του Αγγελοκάστρου, ο Ιωάννης Μπούας και ο Μαυρίκιος Μπούας Δεσπότες του Δεσποτάτου της Άρτας, ο Θωμάς Μπούας που διετέλεσε Διοικητής του Ιππικού του Βασιλέως της Μ. Βρετανίας Ερρίκου Η΄, ο Πέτρος Μπούας που έδρασε στην Ιταλική Χερσόνησο και ο Θεόδωρος Μπούα μαζί με τον Ακροκόνδυλο Κλαδάπου έδρασαν στον Ελληνικό και Βαλκανικό χώρο και Ιταλικό χώρο . Ήταν οι μόνοι που αντισταθήκαν στους κατακτητές στον ελληνικό χώρο και ειδικά στην Πελοπόννησο, στη Θεσπρωτία και στον ευρύτερο γεωγραφικά χώρο της Ηπείρου τον 14ον αιώνα. Από τους Μπούα ξεκίνησε στην Δυτική Ευρώπη η δράση των Ελλήνων μισθοφόρων (Stratioti όπως τους ονόμαζαν) αλλά και στον ελληνικό χώρο η δράση των Αρματωλών και Κλεφτών, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Συνέχεια του Οίκου αποτελεί ο Οίκος Στύλου που συνέχισε την στρατιωτική παράδοση του Οίκου Αγγέλων και Μπούα στην σύγχρονη Ελλάδα. Οι Μπούα ήταν οικογένεια από την Ήπειρο, και συγκεκριμένα από το Αγγελόκαστρο Αιτωλοακαρνανίας, από την οποία αναδείχτηκαν αρκετοί σημαντικοί στρατιωτικοί. Συνδέθηκε με τον Οίκο Αγγέλων μέσω γάμου της Πριγκίπισσας Ευδοκίας, κόρης του Αλεξίου του Γ’, με τον Ηγεμόνα του Ναυπλίου Λέοντα Σγουρό, ο οποίος αποτελεί των αρχηγέτη του Οίκου των Μπούα.  Το χωριό (Καλλιρρόη)ονομαζόταν αρχικά Μπούγα. Χτίστηκε 8 αιώνες πριν και το πρώτο σπίτι είχε σκεπή από πλάκες και κορμούς ασφάκας (δένδρο με στριφτό ξύλο που δεν σπάζει). Το 1928, με το διάταγμα υπ’αρ. Α 156/28 μετονομάστηκε σε Καλλιρόη, κατά μία εκδοχή από την καλή ροή του λαδιού της  και του νερού της και κατά μία άλλη από την πηγή του χωριού Μουντρά που είχε καλή ροή. Με το όνομα Καλλιρόη άλλωστε, υπήρχε και πηγή της περιοχής στην αρχαιότητα. Από ανασκαφές το 1929, προκύπτει ότι οι Σπαρτιάτες είχαν εδώ φυλάκιο για να φορολογούν τους διερχόμενους, διότι ήταν διάβαση από την Ανατολική στην Δυτική Πελοπόννησο. Γι’ αυτό και οι Τούρκοι είχαν εκεί φρουρά και στρατό. Φαίνεται ότι η σημερινή Καλλιρόη βρίσκεται εκεί που άλλοτε υπήρχε η προέκταση της αρχαίας πόλης Ανδανίας (2600-2200 π.Χ.) (πηγή site Δήμου Μελιγαλά http://www.meligala.gr)

Δήμητρα Γιαννοπούλου

(Kopanaki News)

 

 

 

 

cf83ceb7cebcceb1-word-press1

 

Read Full Post »