Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for the ‘Νέα Κίος’ Category

Κουλιγκάς Βασίλης (1909- 2001)


 

Ο συγγραφέας Βασίλης Κουλιγκάς, με την οικογένειά του. Δημοσιεύεται στο: «Κίος η αλησμόνητη», Εκδόσεις Δωδώνη, 1995.

Γεννήθηκε στην Κίο της Μικράς Ασίας το 1909. Γονείς του ήταν ο Παναγιώτης Κουλιγκάς και η Αναστασία Σαρηβαλάση. Ο πατέρας του είχε παντοπωλείο στην Κίο, αλλά υπηρετούσε και στο λεγόμενο «Σεφκιέτι», Επιμελητεία στα Ελληνικά, υπηρεσία για το ψάρεμα και το πάστωμα της παλαμίδας για την προμήθεια του τουρκικού στρατού [1]. Συχνά ταξίδευε λοιπόν στην Πόλη και συνδύαζε την επίσκεψη αυτή με την ολοκλήρωση δουλειών για το μαγαζί που διατηρούσε στην Κίο. Έτσι, 5 χρονών ο Βασίλης, έκανε το πρώτο ταξίδι του με ελληνικό πλοίο στην Κωνσταντινούπολη συνοδεύοντας τον πατέρα του [2]. Ο Παναγιώτης Κουλιγκάς επιπλέον μαζί με τον αδελφό του Ευστράτιο, είχαν αγοράσει στην Κίο οικόπεδο από τον πατέρα του Τζελάλ Μπαγιάρ, μετέπειτα πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας, στο οποίο ανέγειραν, Μεταξοσκωληκοτροφείο ( «Μποτζελίκι» στα τούρκικα ) [3] και μαγαζιά.

Το 1914-1915 ο Βασίλης Κουλιγκάς φοίτησε στην Πρώτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου στην Κίο. Συνέχισε τη φοίτηση στο Αρρεναγωγείο της Κίου με διευθυντή τον Παναγιώτη Πινάτση. Αφηγείται ο ίδιος στα βιβλία του, την καλή του επίδοση στα Τουρκικά, απαραίτητο μάθημα στα ελληνικά σχολεία της Κίου, για την οποία βραβεύτηκε με επαίνους [4]. Ήταν μέλος των προσκόπων αλλά και του Μουσικού Συλλόγου. Έψελνε στην Κοίμηση της Θεοτόκου και συμμετείχε στην εκκλησιαστική λατρεία [5]. «Σαν παιδιά ζούσαμε σε ένα περιβάλλον οικογενειακό και ανεξάρτητα από την οικονομική άνεση της κάθε οικογένειας, ήμασταν όλοι Κιώτες», έλεγε συχνά στα παιδιά του. Το καλοκαίρι του 1918 , θυμάται ανάμεσα στ’ άλλα, ότι ο πατέρας του έστειλε την οικογένεια, μητέρα και δύο παιδιά για παραθερισμό σε τουρκόφωνο χωριό με Έλληνες χριστιανούς κατοίκους κοντά στην Προύσσα, το Τεπετζίκι. Ο Βασίλης Κουλιγκάς έπαιζε με την μπάντα του Μουσικού Συλλόγου κατά την είσοδο στην πόλη του αγγλικού στόλου και του ελληνικού απελευθερωτικού στρατού τον Ιούλιο του 1920. Η μέρα αυτή, όπως δήλωνε, ήταν η ευτυχέστερη της ζωής του.

 

Κίος, τελευταία μέρα πριν από την εγκατάλειψη. Δημοσιεύεται στο: «Κίος η αλησμόνητη», Εκδόσεις Δωδώνη, 1995.

 

Τον Αύγουστο του 1922, μετά την κατάρρευση του μετώπου, μαζί με πολλές άλλες οικογένειες περίμενε στο λιμάνι της Κίου, με τη μητέρα και τα δυο μικρότερα αδέλφια του, Γιώργο και Μανώλη, το πλοίο που θα τους μετέφερε στην Πόλη. Ο πατέρας του αρχικά έμεινε πίσω για να βρει μεγάλο μεταφορικό μέσο προκειμένου να φορτώσει τα είδη του σπιτιού και του μαγαζιού. Τελικά έφυγε την επόμενη μέρα ύστερα από πληροφορίες για την κατάσταση του Μετώπου. Έτσι, στις 26 Αυγούστου 1922,  δυο   μέρες  πριν  από   την αναχώρηση του ελληνικού στρατού, τελικά έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη με μικρό πλοίο υπό αγγλική σημαία, που είχαν στείλει Πολίτες συγγενείς τους.

 

Κίος, η παραλία του Μπαλουκπαζαριού, έρημη με τα δέματα εγκαταλειμμένα. Δημοσιεύεται στο: «Κίος η αλησμόνητη», Εκδόσεις Δωδώνη, 1995.

Ο Πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης και ο αρχιστράτηγος Γεώργιος Χατζηανέστης, στην Κίο, λίγο πριν από την καταστροφή. Δημοσιεύεται στο: «Κίος η αλησμόνητη», Εκδόσεις Δωδώνη, 1995.

 

Ήδη στην Κίο είχε φτάσει ο συνταγματάρχης Ζήρας με δύο τάγματα στρατού και είχε δημιουργήσει την ελπίδα στους κατοίκους ότι η αναχώρηση από την Κίο ήταν προσωρινή, αφού ο τουρκικός στρατός θα αναχαιτιζόταν από τον ελληνικό. Ο μικρός Βασίλης με θάρρος και τη σιγουριά της νίκης μίλησε σε Τούρκους ανώτερους υπαλλήλους που τον ρώτησαν για την κατάσταση στην Κίο. Το φθινόπωρο του ’22 ο Βασίλης Κουλιγκάς βρέθηκε με την οικογένειά του πρόσφυγας στη Θεσσαλονίκη. Όπως αναφέρει ο ίδιος [6], η αναχώρηση των προσφύγων από την Προποντίδα έγινε σε δύο στάδια: τον Αύγουστο του 1922 από τις πατρίδες τους στην Ανατολική Θράκη ( Ρεδαιστός, Ηράκλεια, Συλίβρια ), πρώτο στάδιο και τον Σεπτέμβριο από την Αν. Θράκη στην Ηπειρωτική Ελλάδα, δεύτερο στάδιο.

Οι αναμνήσεις ενός Μικρασιάτη

Έτσι, στη Ρεδαιστό είχε φτάσει αρχικά η Αναστασία Κουλιγκά με τους τρεις γιους της. Εκεί συναντήθηκε με το σύζυγό της, Παναγιώτη Κουλιγκά, που είχε καθυστερήσει την αναχώρησή του από την Κίο. Όλοι μαζί έφυγαν για την Θεσσαλονίκη. Ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή της οικογένειας Κουλιγκά και του μικρού Βασίλη ξεκινάει εκεί. Τραγικές ήταν οι πρώτες μέρες της εγκατάστασης στην πόλη, αγωνιώδεις οι προσπάθειες για προσωρινή στέγαση και για «επαγγελματική τακτοποίηση» στη συνέχεια. Η Θεσσαλονίκη, είχε μετατραπεί σε προσφυγούπολη, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου.

Φοιτά στο «Ανατόλια», το Αμερικανικό Κολλέγιο, και κερδίζει μετάλλια από την ενασχόλησή του με τον αθλητισμό. Καλλιεργεί την ατομική πειθαρχία και πλάθει έναν δυναμικό και γεμάτο θέληση χαρακτήρα, όπως αφηγείται σήμερα ο γαμπρός του, Κωνσταντίνος Παύλου. Αποφοιτά από το κολλέγιο το 1929 με επαίνους. Το καλοκαίρι αυτής της χρονιάς δημιουργείται ένας σύλλογος αποφοίτων από τους πρώτους 25 μαθητές του «Ανατόλια» που μόλις είχαν αποφοιτήσει. Όπως διηγούνταν ο ίδιος ο Κουλιγκάς, η τάξη του πραγματοποίησε εκδρομή στο τέλος του σχολικού έτους, στο ημιτελές κτίριο του νέου σχολείου. Φύτεψαν όλοι από ένα δέντρο. Τη συνήθεια αυτή ακολούθησαν οι απόφοιτοι και των επόμενων ετών.

Κίος η αλησμόνητη

«Οι δεσμοί μας με το αγαπημένο μας σχολειό, με το οποίο συνδεθήκαμε έξη ολόκληρα χρόνια (μπήκαμε παιδιά και βγήκαμε παλικάρια) ήταν τόσο μεγάλοι, που δεν θέλαμε να αποχωριστούμε οριστικά» λέει ο ίδιος. «Θέλαμε να διατηρήσουμε ένα δεσμό που να συνεχίζεται και μετά την αποφοίτησή μας. Για αυτό, αρκετό καιρό σκεπτόμασταν και μελετούσαμε για τη δημιουργία του Συλλόγου Αποφοίτων. Και το κατορθώσαμε το καλοκαίρι του 1929». Μαζί με τα άλλα ιδρυτικά μέλη του Συλλόγου βρήκαν και συμπεριέλαβαν στο Σύλλογο αποφοίτων και μαθητές παλιότερων ετών, που ήρθαν ως πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη και την Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, μια και το αρχικό κολλέγιο λειτουργούσε στη Μερζιφούντα του Πόντου. Πολλοί από αυτούς δεν είχαν κατορθώσει να αποφοιτήσουν μετά τα γεγονότα της Μ. Ασίας και τη μεταφορά του κολλεγίου Ανατόλια στην Ελλάδα [7].

Σκόρπιες μνήμες

Ο Κουλιγκάς μετά την αποφοίτησή του εργάζεται στην οικογενειακή επιχείρηση εμπορίου παστών προϊόντων. Μετακομίζει στη συνέχεια στην Αθήνα. Εκεί ασχολείται με το εμπόριο καταναλωτικών προϊόντων και μετά από λίγο καιρό συνεργάζεται με το φίλο του από την Κίο, Φρίξο Θεοδωρίδη, στο ναυτιλιακό του γραφείο. Γνωρίζει και παντρεύεται τη Ζωζώ Αυγουστίνου, μια «αριστοκρατική νέα», όπως έλεγε ο ίδιος, από την Κίο, ήδη εγκατεστημένη στον Πειραιά. Η χαρά του ήταν μεγάλη, μια και η καταγωγή της ήταν από την Κίο. Παντρευτήκανε στην εκκλησία της Αγίας Φωτεινής στην Νέα Σμύρνη και εγκατασταθήκανε στο Παλαιό Φάληρο. Απέκτησαν δύο παιδιά, τον Παναγιώτη και τη Μαρία Κουλιγκά.

Ο Παναγιώτης ασχολήθηκε με τον αθλητισμό, όπως και ο πατέρας του. Εκπροσώπησε την Ελλάδα σε 3 Ολυμπιάδες και αναδείχτηκε Ολυμπιονίκης στην ιστιοπλοΐα. Σήμερα διατηρεί σχολή ιστιοπλοΐας στο Παλαιό Φάληρο. Η Μαρία τον φρόντισε μέχρι το τέλος της ζωής του. Στα τρία εγγόνια του (Χριστιάνα, Βασίλη Κουλιγκά και Τζώρτζη Παύλου) διηγούνταν με λεπτομέρειες τη ζωή του στην Κίο, αλλά και όσα έζησε με τη γυναίκα του, με την οποία ήταν πολύ δεμένος. Όταν την έχασε, επέλεξε να ζει μόνος του στο Παλαιό Φάληρο. Αφιερώνεται από τότε στην Κίο. Καταγράφει τις αναμνήσεις του, ψάχνει τα αίτια και τις αφορμές για την καταστροφή. Γράφει έτσι σταδιακά τρία βιβλία, γεμάτα μνήμες ζωής για την αλησμόνητη πατρίδα του. Τα αφιερώνει στη γυναίκα του.

  • Κίος, 1912-22, Οι αναμνήσεις ενός Μικρασιάτη, Βασίλη Κουλιγκά, Εκδ. ΔΩΔΩΝΗ, 1988.
  • Κίος, 1912-22, Σκόρπιες μνήμες, Βασίλη Κουλιγκά, Εκδ. ΔΩΔΩΝΗ, 1993.
  • Κίος η αλησμόνητη, Από όσα ακόμα θυμάμαι, Εκδ. ΔΩΔΩΝΗ, 1995.

Έλεγε, «Ποιος περίμενε ότι θα γίνω συγγραφέας;». Όταν έγραψε το πρώτο βιβλίο, τον πίεσαν να γράψει και τα επόμενα. Σημειώνει χαρακτηριστικά: «Ένας λόγος που με ανάγκασε να γράψω είναι ότι οι περισσότεροι επιζήσαντες από την καταστροφή ολιγοστεύουν. Φεύγει ο ένας μετά τον άλλον και εμείς, τα παιδιά τότε , αποτελούμε την τελευταία γενιά. Θα φύγουμε κι εμείς μια μέρα όπως φύγανε οι μεγαλύτεροί μας και δε θα υπάρχει κανείς επιζών για να διηγηθεί στους απογόνους μας περιστατικά και λεπτομέρειες από τη χαμένη μας πατρίδα. Για να μάθουν τα παιδιά των παιδιών μας, γεννημένα από Κιώτες γονείς, περισσότερα για το μικρασιατικό πολιτισμό, που δυστυχώς δεν υπάρχει πια.»

Ο στρατηγός Αλέξανδρος Μαζαράκης – Αινιάν, διοικητής της Μεραρχίας Σμύρνης που έδρευε στην Κίο, με τον Τούρκο στρατηγό Τζαφέρ Ταγιάρ ο οποίος είχε συλληφθεί αιχμάλωτος στην Θράκη. Δημοσιεύεται στο: «Οι αναμνήσεις ενός Μικρασιάτη», Εκδόσεις Δωδώνη, 1988.

Το 1988 σε εκδηλώσεις μνήμης για την Κίο της Μ. Ασίας λέει ο ίδιος: «Την περιγραφή την έκανα από τις αναμνήσεις μου. Από όσα θυμάμαι. Και θυμάμαι πολλά. Διότι αγαπούσα πολύ την πατρίδα μου. Και όποιος αγαπά, θυμάται. Γι’ αυτό, όσα γράφω, είναι όλα σωστά, όλα αληθινά». «Όπου κι αν πάγω, όπου κι αν βρεθώ, Κίο μου πάντα εσένα νοσταλγώ», γράφει το 1990 σε ποίημα αφιερωμένο στην Κίο με τον τίτλο «Νοσταλγία». [8] Τα τελευταία χρόνια επισκεπτόταν συχνά τη Νέα Κίο. Αποτελούσε το τιμώμενο πρόσωπο σε τοπικές πολιτιστικές εκδηλώσεις. Συμμετείχε στο Σύλλογο Απανταχού Κιωτών. Είχε χαρίσει μάλιστα στο Λαογραφικό Μουσείο Ν. Κίου έναν πίνακα κεντημένο από τη μητέρα του, Αναστασία Σαρηβαλάση, με τα μαλλιά της. Διοργανώθηκε ειδικά από το Σύλλογο εκδήλωση για να τονιστεί η σημασία της δωρεάς αυτής.

Όπως αναφέρει ο ίδιος σε συνέντευξή του για το Αρχείο Μαρτυριών του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού [9], στις 14-3-1997, επί τρία χρόνια τουλάχιστον δεν κοιμόταν, αλλά ονειρευόταν πότε θα πάει να δει την Κίο. Όταν κάποια στιγμή ταξίδεψε στην πατρίδα του, το 1982, συμφιλιωμένος με την πραγματικότητα, δε γύρισε στενοχωρημένος, αλλά με χαμόγελο , γιατί ξαναβρέθηκε στους χώρους στους οποίους μεγάλωσε, γιατί αντίκρισε ξανά την πολυαγαπημένη του Κίο. Πέθανε στην Αθήνα το 2001. «Βασίλης Κουλιγκάς» έχει προταθεί να ονομαστεί το Νηπιαγωγείο Ν. Κίου, που βρίσκεται μπροστά από την οδό Β. Κουλιγκά. Η οδός αυτή ονομάστηκε έτσι το 2001 μετά το θάνατο του Κουλιγκά. Είναι η τρίτη παράλληλος της παραλιακής οδού Ναυπλίου – Κίου – Μύλων.  Το Δημοτικό Συμβούλιο αιτιολόγησε την απόφασή του για την συγκεκριμένη ονοματοδοσία της οδού, με το σκεπτικό ότι τα τρία βιβλία του Κουλιγκά αποτελούν «μεγάλη προσφορά για τους νεώτερους, προκειμένου να γνωρίσουν την ιστορία της αλησμόνητης πατρίδας» (Πρακτικά Δήμου Ν. Κίου, απ. 90/2001 ).

  

Υποσημειώσεις


[1] Η υπηρεσία στο Σεφκιέτι, καθαρά ελληνική υποχρέωση, ήταν ένας τρόπος για τους Έλληνες κατοίκους της περιοχής να αποφύγουν τα λεγόμενα Αμελέ Ταμπουρού, τα τάγματα εργασίας. Οι Κιώτες ψαράδες εγκαταστάθηκαν στο συνοικισμό «ΧαμντίΜπεϊ» και με την εμπειρία τους, έφτιαξαν γρι γρι και γέμισαν, όπως αναφέρει στο βιβλίο του, Κίος η αλησμόνητη, Από όσα ακόμα θυμάμαι, Εκδ. ΔΩΔΩΝΗ, 1995, ο Κουλιγκάς, την αγορά με ψάρια.

[2] Θυμάται ένα ζέπελιν στον ουρανό της Πόλης, γερμανικό αερόπλοιο, ενδεικτικό των καλών σχέσεων της Γερμανίας με την Τουρκία, όπως σχολιάζει και ο ίδιος. Θυμάται ακόμα ελληνικά πλοία στον Βόσπορο αλλά και τη βασιλική πομπή του Σουλτάνου, όταν περνούσε τη γέφυρα του Γαλατά.

[3] Το Μποτζελίκι βρήκε ανέπαφο στην επίσκεψη στην Κίο το 1982 ο Βασίλης Κουλιγκάς.

[4] Αναφέρει μάλιστα ότι η μητέρα του είχε προσλάβει μια Εβραία δασκάλα στο σπίτι. Σ’ αυτήν οφειλόταν η καλή γνώση της τουρκικής γλώσσας. Μετά τη συνθηκολόγηση της Τουρκίας κατά το τέλος του πολέμου, τα διπλώματα αυτά ο Βασίλης Κουλιγκάς τα έσκισε όπως λέει ο ίδιος (Κίος η αλησμόνητη, σελ. 41).

[5] Οι γονείς του ήταν «Θεοφοβούμενοι», όπως αναφέρει ο ίδιος.

[6] «Κίος η αλησμόνητη», Δωδώνη, 1995.

[7] Επίσημα αναγνωρίστηκε ο Σύλλογος από το κράτος το 1937. Ουσιαστικά όμως ιδρύθηκε το 1929.

[8] σελ. 124, Βασίλη Κουλιγκά, Κίος 1912-1922, Σκόρπιες μνήμες, Εκδ. Δωδώνη.

[9] Ο Β. Κουλιγκάς το Μάρτιο του 1997 είχε δώσει συνέντευξη στο αρμόδιο τμήμα ιστορικών τεκμηρίων του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού. Στη διεύθυνση http://www.ikaros.fhw.gr βρίσκονται τα video στα οποία ο Κουλιγκάς, αφηγείται χαρακτηριστικά περιστατικά από τη ζωή του στην Κίο, αλλά και από το τελευταίο του ταξίδι στην πατρίδα της Μ. Ασίας.

 

Πηγή


  • Γυμνάσιο Νέας Κίου, «Η εντεύθεν και εκείθεν του Αιγαίου Κίος», Νέα Κίος, 2010.

Read Full Post »

Χαβιαράς Στρατής (Νέα Κίος Αργολίδας 28 Ιουνίου 1935 – Αθήνα 3 Μαρτίου 2020)


 

Στρατής Χαβιαράς

Ποιητής και πεζογράφος. Γεννήθηκε στα τέλη Ιουνίου του 1935 στη Νέα Κίο Αργολίδας. Ο  πατέρας του, ενταγμένος στο ΕΑΜ εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το 1944 στην Κόρινθο. Η μητέρα του εστάλη σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο ίδιος μένει μόνος και βιώνει την πείνα και τις κακουχίες.

« Η οικογένεια του πατέρα μου ήταν απ’ την Αρχαία Κίο στον Ελλήσποντο (σήμερα Γκεμλίκ), αλλά της μητέρας μου από το Καράμπουρνο και το Μποϊνάκι, κοντά στη Σμύρνη. Θυμάμαι καλά τις αφηγήσεις της γιαγιάς μου για τα χωριά της περιοχής: Βουρλά, Μενεμένη, Μελί. Και θυμάμαι ακόμα τους Μελιώτες στη Νέα Κίο της Αργολίδας όπου γεννήθηκα και την παράξενη προφορά τους με τις μακρόσυρτες καταλήξεις».

Μετά την απελευθέρωση, η οικογένεια κατατρεγμένη από τους χίτες, ανεβαίνει στην Αθήνα και εγκαθίσταται σ’ έναν προσφυγικό συνοικισμό, το Δουργούτι. Ο Στρατής εργάζεται στις οικοδομές. Είχε προλάβει όμως να τελειώσει το Δημοτικό αν και η δασκάλα του στο χωριό τον θεωρούσε καθυστερημένο.

«Ήμουν φαντασιόπληκτος. Το μυαλό μου έτρεχε αλλού. Χωρίς τους γονείς μου, πεινασμένος, βλέποντας γύρω μου τόσους σκοτωμούς και τόση προδοσία, μου ήταν αδύνατο να συγκεντρωθώ σε οτιδήποτε. Ταξίδευα συνεχώς».

Όταν το 1949, θέλησε να επισκεφθεί την Εθνική Βιβλιοθήκη, άκουσε από τον φύλακα ένα περιφρονητικό « Άντε χάσου». Ήταν ένα 14χρονο παιδί με κοντά παντελονάκια. Ο Στρατής πικράθηκε πολύ. Όμως ο δρόμος του είχε χαραχθεί.

Συνεχίζει να δουλεύει στην οικοδομή. Φωτεινά διαλλείματα της ζοφερής πραγματικότητας η αφοσίωσή του στο διάβασμα και την ποίηση. Δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή. Γνωρίζεται με τον σπουδαίο ελληνιστή Κίμωνα Φράϊερ που εκείνη την εποχή μεταφράζει την «Οδύσσεια» και την «Ασκητική» του Καζαντζάκη. Του προτείνει να τον ακολουθήσει στην Νέα Υόρκη. Αυτός θα του πλήρωνε τα δίδακτρα σε μια σχολή βιομηχανικού σχεδίου και ο Στρατής θα τον βοηθούσε στην μετάφραση. Δέχτηκε.

«Στα 1959, μαθητευόμενος ακόμη στα γράμματα, βρέθηκα στη Νέα Υόρκη, βοηθός γνωστού μελετητή της αμερικανικής ποίησης, δεινού στην καλλιέργεια γνωριμιών με κάθε λογής διασημότητες: Ezra Pound, Archibald McLeish, Arthur Miller, Lee Strasberg και πάει λέγοντας».

Στην Ελλάδα επιστρέφει δυο χρόνια αργότερα. Εργάζεται ως σχεδιαστής σε μια αμερικανική κατασκευαστική εταιρεία. Καιροί δύσκολοι και αντιφατικοί. Η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα έκρυθμη και χαώδης. Η στρατιωτικοί αρπάζουν την εξουσία.

«Ως μοναδικό αρσενικό της οικογένειας, φοβούμενος ότι θα με συλλάβουν, αποφάσισα να γυρίσω στις ΗΠΑ».

Αρχίζει μια νέα ζωή. Σπουδάζει συγγραφική τέχνη και μετάφραση στο πανεπιστήμιο Goddard. Εργάζεται ως υπάλληλος στη βιβλιοθήκη του Harvard ενώ συγχρόνως αναπτύσσει αντιδικτατορική δράση, μέσω ενός ραδιοφωνικού σταθμού της Βοστόνης. Υφίσταται τον πόλεμο της « συμμορίας του Τόμ Πάπας» και του φιλοχουντικού κατεστημένου. Αρθρογραφεί στο μηνιαίο περιοδικό « Ελευθερία». Το 1974, διορίζεται στο ίδιο πανεπιστήμιο διευθυντής της αίθουσας σύγχρονης ποίησης Woodberry και της βιβλιοθήκης Farnsworth. Σταδιακά απομακρύνεται από το ελληνικό περιβάλλον και τα ελληνικά του αρχίζουν να «σκουριάζουν».

« Για πολύ καιρό απέφευγα να έρθω, επειδή ο τόπος συμβόλιζε το χειρότερο μισό της ζωής μου. Βλέποντας όμως τους Έλληνες να προκόβουν και τη χώρα να ευημερεί, βλέποντας ακόμα κι αυτήν την πρωτοφανή εκδοτική έκρηξη, η ευχαρίστηση που αντλώ είναι τεράστια. Σιγά- σιγά οι πληγές επουλώνονται…».  

Στο πάρτι των 24ων γενεθλίων του ο Στρατής Χαβιαράς γνώρισε πολύ κόσμο. Ποιητές, δοκιμιογράφους, εκδότες, σκηνοθέτες κ.α. Ο ίδιος μας λέει: « Εκεί γνώρισα και τον ιδρυτή της μεγάλης εκδοτικής εταιρείας Simon & Schuster, ο οποίος μετά τις συστάσεις με ρώτησε:

« Εσείς τι γράφετε;».

Ο Στρατής Χαβιαράς σε φωτογραφία από την εποχή της γνωριμίας του με την Μαίριλυν Μονρόε.

Πρόσφατα είχε δημοσιευτεί σ’ ένα ελληνικό περιοδικό το πρώτο μου κείμενο, ένα δοκίμιο για την επιτυχία της Οδύσσειας του Καζαντζάκη στην Αμερική. Όμως, όπως έσπευσα να διευκρινίσω, αυτό ήταν μόνο το «πρώτο σκαλί» και, αν τα πράγματα πήγαιναν καλά, σύντομα θα έγραφα και μυθιστόρημα. «Ωραία» μου αποκρίθηκε ο Μαξ Λίνκολν Σούστερ, «αν όλα πάνε καλά και το γράψεις, θα σ’ το εκδώσω εγώ. Σύντομα», πρόσθεσε και τσουγκρίζοντας τα ποτήρια μας γελάσαμε.

« Τι θα πει σύντομα; Μου πήρε είκοσι χρόνια να το γράψω. Είκοσι ακριβώς. Και όμως τον Ιούνιο του 1979, όταν ο Μαξ μας είχε αφήσει χρόνους προ πολλού και η εταιρεία του είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία της Gulf & Western, ήταν η Simon & Schuster που τελικά εξέδωσε το πρώτο μου μυθιστόρημα « Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα». Καμιά φορά παίρνει είκοσι χρόνια για τη μετατροπή μιας υπόσχεσης σε πράξη».

Εκείνη η βραδιά του επεφύλασσε μια μεγάλη έκπληξη. Σε κάποια στιγμή φτάνουν στο πάρτι ο θεατρικός συγγραφέας Άρθουρ Μίλερ και η σταρ του σινεμά, τότε στο απόγειο της δόξας της, Μέριλιν Μονρόε.

«Η φυσική της ομορφιά ήταν ακόμη πιο ακτινοβόλα απ’ ότι στην οθόνη. Είχε κατέβει από τους ουρανούς, απ’ τις ταξιαρχίες των αγγέλων, να καταπολεμήσει το σκοτάδι, την ασκήμια, το κακό του κόσμου, να δώσει φως στους τυφλούς».

Σήμερα, ο Στρατής Χαβιαράς περνάει τον περισσότερο καιρό του στην Ελλάδα. Από το 1985 διευθύνει το εργαστήρι συγγραφικής τέχνης (μυθιστόρημα) στο θερινό πρόγραμμα του Harvard. Το 2000 δίδαξε την συγγραφική τέχνη στο ΕΚΕΜΕΛ ενώ το 2006 ξεκίνησε να συνεργάζεται με το ΕΚΕΒΙ ως συντονιστής και δάσκαλος στα Εργαστήρια Τέχνης και Λόγου. Ήταν μέλος του Συλλόγου Αμερικανών Συγγραφέων και της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων. H κηδεία του, έγινε στη γενέτειρά του Νέα Κίο Αργολίδας, στον Ιερό Ναό «Θεομάνας  – Οδηγήτριας».

 

Εργογραφία


 

Το έργο του Στρατή Χαβιαρά, χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες. Στο Μυθιστόρημα, την Ποίηση, την Μετάφραση.

Πεζογραφία:

Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα. Αθήνα, Ερμής, 1980. Καστανιώτης, 1999.

Τα ηρωικά χρόνια. Αθήνα, Bell,1984. Καστανιώτης, 1999.

Πορφυρό και μαύρο νήμα. Αθήνα, Κέδρος, 2007.

Ποίηση:
Η κυρία με την πυξίδα. Αθήνα, 1963.
Βερολίνο. Αθήνα, Φέξης, 1965.
Η νύχτα του ξυλοπόδαρου, 1967.
Νεκροφάνεια. Αθήνα, Κέδρος, 1972.

Έργα στα αγγλικά:
Crossing the river twice, ποιήματα, Cleveland State University, 1976
When the tree sings, πεζό, Simon & Schuster, New York, 1979
The Heroic Age, πεζό, Simon & Schuster, New York, 1984
Millenial afterlives, διηγήματα, Wells College, New York, 2000

Μεταφράσεις
Προς τα ελληνικά:
Heaney, Seamus. Το αλφάδι. Αθήνα, Ερμής, 1999.
Προς τα αγγλικά:
C. P. Cavafy: The Canon, The Original One Hundred and Fifty-Four Poems [επιμέλεια: Dana Bonstrom]. Αθήνα, Ερμής, 2004.

Συλλογικά έργα:

Σύγχρονη ελληνική πεζογραφία: διεθνείς προσανατολισμοί και διασταυρώσεις [επιμέλεια: Α. Σπυρόπουλου, Θ. Τσιμπούκη]. Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2002.

Αληθινές ιστορίες [συλλογή διηγημάτων]. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2003.

 

 «Τα ηρωικά χρόνια»


 

Η Μάρη Θεοδοσοπούλου είναι κριτικός λογοτεχνίας. Στο πιο κάτω ενδιαφέρον κείμενό της ανιχνεύει και εντοπίζει τις περιπέτειες του μυθιστορήματος «Τα ηρωικά χρόνια» του Στρατή Χαβιαρά. Η Αργολική Βιβλιοθήκη το αναδημοσιεύει με την πεποίθηση ότι το κείμενο αυτό, βοηθά τον αναγνώστη ή ερευνητή να κατανοήσει και να εντοπίσει κι άλλες παραμέτρους σχετικές με το  έργο του συγγραφέα.

 

Τα ηρωικά χρόνια

Ατυχείς συγκυρίες κυνηγούν Τα ηρωικά χρόνια του Στ. Χαβιαρά. Και οι δύο εκδόσεις του βιβλίου στα ελληνικά, με απόσταση μεταξύ τους μία 15ετία, συμπίπτουν με μια ήδη διαμορφωμένη επικαιρότητα που στέκεται κάθε φορά καθοριστική για την ανάγνωση. Η πρώτη ελληνική έκδοση εμφανίζεται την άνοιξη του 1985, όταν ήδη η Ελένη του Νίκου Γκατζογιάννη έχει αναζωπυρώσει τις συζητήσεις γύρω από τον ελληνικό εμφύλιο. Στην Ελλάδα η Ελένη κυκλοφορεί τον Δεκέμβριο του 1983, όταν το πανελλήνιο, στην ευεξία των πρώτων χρόνων διακυβέρνησης του ΠαΣοΚ, με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, καλαφατίζει τις τελευταίες ρωγμές του διχασμού.

Κατά σύμπτωση, το μυθιστόρημα του Στ. Χαβιαρά κυκλοφορεί και στις ΗΠΑ και στην Ελλάδα με απόσταση λίγων μηνών από την Ελένη και αναπόφευκτα διαβάζεται ως αντίλογος. Ανεξάρτητα αν η συγγραφή του έχει αρχίσει χρόνια πριν και αν πρόκειται, λίγο-πολύ, για ένα ιστορικό μυθιστόρημα ποιητικής πνοής. Ένα ευρύτερο κοινό καθηλώνεται στο γεγονός ότι και τα δύο μυθιστορήματα εκτυλίσσονται τα δύο τελευταία χρόνια του Εμφυλίου σε γειτονικούς τόπους: Μουργκάνα – Γράμμος. Άλλωστε η Ελένη προκαλεί πολύ θόρυβο, όπως εισάγεται από τις ΗΠΑ έτοιμο μπεστ σέλερ· βιβλίο-ντοκουμέντο ενός δημοσιογράφου της εφημερίδας «The New York Times» που πραγματοποίησε και επιτόπια έρευνα. Στη συνέχεια γίνεται ταινία αμερικανικών προδιαγραφών, που οξύνει περαιτέρω τα πνεύματα, προκαλώντας έντονες αντιπαραθέσεις. Ως τον Δεκέμβριο του 1987, όταν ο πρόεδρος Ρίγκαν υπογράφει με τον Γκορμπατσόφ τη συμφωνία για τους εξοπλισμούς, αναφέρεται στην Ελένη ως ένα βιβλίο-σύμβολο.

Σήμερα όλα αυτά είναι μια παλαιά ιστορία. Μάλιστα η πρώτη έκδοση των Ηρωικών χρόνων (από τις εκδόσεις Bell σε μετάφραση Νέστορα Χούνου) ούτε καν μνημονεύεται. Υπάρχει μόνο αναφορά στη νεοϋορκέζικη έκδοση (φθινόπωρο 1984) από τους Σάιμον και Σούστερ, που είχαν εκδώσει το 1979 και το πρώτο μυθιστόρημα του Στ. Χαβιαρά, Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα (πρώτη ελληνική έκδοση Ερμής, 1980, σε μετάφραση του συγγραφέα).

Μια διαφορετική συγκυρία φαίνεται να παρασέρνει στη δίνη της τη δεύτερη έκδοση. Οι καινούργιοι αναγνώστες, όπως και οι δημοσιογράφοι, αγνοούν ή ξεχνούν τις ιδεολογικές αντιπαλότητες του 1985. Άλλωστε οι κάτω των 40 ετών, στην πλειονότητά τους, μόλις που έχουν ακουστά τον ελληνικό εμφύλιο. Αντιθέτως, γνωρίζουν με κάθε λεπτομέρεια τον εμφύλιο στη Γιουγκοσλαβία με τον οποίο και καθημερινώς συμπάσχουν. Ίσως οι δύο εμφύλιοι να μην έχουν πολλά κοινά σημεία. Ωστόσο το μυθιστόρημα του Στ. Χαβιαρά θυμίζει ότι και τότε ΗΠΑ και Βρετανία έκαναν πρόβα καινούργιων οπλικών συστημάτων.

Οι συγκλονιστικότερες σελίδες του μυθιστορήματος περιγράφουν το στρατόπεδο των ανταρτών στον Γράμμο, όταν ο Τίτο κλείνει τα σύνορα. Μισό αιώνα αργότερα μόνο υποθέσεις υπάρχουν για τις σχέσεις του Τίτο με τις ΗΠΑ και την τότε ελληνική κυβέρνηση, καθώς πολλά αρχεία μένουν απόρρητα, μεταξύ αυτών και τα σερβικά. Ωστόσο παραμένει γεγονός ότι ο Τίτο ήθελε πάση θυσία να σώσει την ακεραιότητα της Γιουγκοσλαβίας. Πέραν των συγκυριών, η δεύτερη έκδοση του βιβλίου συμπίπτει με την επέτειο των 50 χρόνων από την επίσημη λήξη του Εμφυλίου, που συντελέστηκε σε εκείνη τη μάχη στον Γράμμο που πλέκει στο μυθιστόρημά του ο Στ. Χαβιαράς.

Το 1984 ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, μεταφραστής της Ελένης, σημειώνει: «Γενικά η μεταπολεμική πεζογραφία μας στερείται τίτλων σχετικά με τον Εμφύλιο. Είναι ένα θέμα που απωθεί, δεν αντέχουμε να μιλάμε γι’ αυτό». Μερικά μυθιστορήματα και διηγήματα. Σε αυτή την ισχνή σοδειά προστίθενται τα μυθιστορήματα των Στ. Χαβιαρά και Ν. Γκατζογιάννη, συγγραφέων της ίδιας γενιάς.

Πιστός στα ιστορικά γεγονότα ο συγγραφέας τα αναβιώνει μετουσιώνοντάς τα σε αφήγηση. Με περισσότερο λυρισμό στο «όταν τραγουδούσαν τα δέντρα» που διαδραματίζεται στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής στη γενέτειρα του συγγραφέα, τη Νέα Κίο της Αργολίδας. Με μεγαλύτερη οικονομία στα «Ηρωικά χρόνια» που πιάνει τον μίτο και συνεχίζει. Ο αφηγητής και τρία ακόμη αγόρια στην «ηρωική ηλικία», από έξι ως δεκατεσσάρων χρόνων, εγκαταλείπουν το χωριό τους. Στον δρόμο προστίθεται και ένα Εβραιόπουλο από τα Γιάννενα, ένας μυθιστορηματικός ήρωας πολλαπλώς φορτισμένος που φαίνεται να δίνει ιστορική προοπτική στα συμβαίνοντα.

Ποιητική αδεία, από το Ηραίον δίπλα στη Νέα Κίο, βρίσκονται να ακολουθούν τον Μόρνο. Τραβάνε βόρεια, όπως και ο κυβερνητικός στρατός. Συναντούν κεφαλοκυνηγούς με τα κοφίνια τους γεμάτα πολύτιμη πραμάτεια, τα κομμένα κεφάλια ανταρτών, αλλά και έναν τελευταίο της ομάδας του Βελουχιώτη, λαβωμένο σε μια σπηλιά και προάγγελο κακών. Τα παιδιά θέλουν να ξεφύγουν από τον πόλεμο, τελικά όμως αγωνίζονται δίπλα στους αντάρτες. Μια απελπισμένη μάχη παιδιών με πρωτόγονα μέσα ενάντια σε αδίστακτους μεγάλους.

Σε ολόκληρο το μυθιστόρημα λανθάνει ο αλληγορικός παραλληλισμός ανάμεσα στα παιδιά και στη χώρα. Όλοι οι ήρωες είναι παιδιά, ακόμη και οι ασπρομάλληδες αντάρτες και οι ναυτόπαιδες, που αποτελούν τη φρουρά στον Αντικάλαμο, το στρατόπεδο στο οποίο οδηγούνται όσα παιδιά επιζούν για να ανανήψουν από την πλάνη του κομμουνισμού σπάζοντας πέτρα. Αθωότητα ως αφέλεια, ευπιστία και ορμητικότητα, δεν χαρακτηρίζουν μόνο τα παιδιά αλλά και την Ελλάδα της εποχής, ιδίως την Αριστερά. Με τους μεγάλους είναι αμείλικτος ο Στ. Χαβιαράς· σατιρίζει τους Συμμάχους και τη βασίλισσα Φρειδερίκη, ενώ καταδικάζει διακωμωδώντας τα όργανα του κόμματος ως τον Ζαχαριάδη.

Ένα μυθιστόρημα εφηβείας, χωρισμένο σε δύο μέρη. Το πρώτο και συναρπαστικότερο είναι η ανάβαση στον Γράμμο, το δεύτερο το καθαρτήριο στον Αντικάλαμο. Ο συγγραφέας διασκεδάζει την αγριότητα του πολέμου με κωμικά περιστατικά, δένοντας τον θάνατο με τα ερωτικά σκιρτήματα της εφηβείας. Ο τίτλος θα μπορούσε να παραπέμπει στην Eroica του Κοσμά Πολίτη, μόνο που αυτά εδώ είναι τα παιδιά δύσκολων καιρών, πρόωρα μεγαλωμένα, που δεν παίζουν αλλά κάνουν πόλεμο. Οι περιγραφές δεν είναι στεγνά ρεαλιστικές αλλά απογειώνονται μυθοποιώντας, με απροσδόκητους συνειρμούς και λυρικές αναπνοές. Ο Στ. Χαβιαράς θέλει να δώσει την πεισματική προσπάθεια ενός παιδιού να διαφύγει από τη σκληρή πραγματικότητα, πετώντας σαν πουλί προς φανταστικούς κόσμους.

Ιδιαίτερη αναφορά απαιτεί ο γλωσσικός διάπλους του μυθιστορήματος. Η πρώτη μετάφραση για Τα ηρωικά χρόνια του Ν. Χούνου ήταν ένα εύληπτο κείμενο με λίγο-πολύ εύστοχες αποδόσεις των ιδιωματικών φράσεων. Η πρόσφατη, δεύτερη μετάφραση παρέμεινε πλησιέστερα στο πρωτότυπο, με αποτέλεσμα σε ορισμένα σημεία, ευτυχώς λίγα, να δημιουργεί ασαφείς εικόνες, όπως για παράδειγμα όταν η συμμορία των παιδιών απειλεί με «το καπάκι από ένα κονσερβοκούτι». Να σημειώσουμε ακόμη ότι στις προηγούμενες εκδόσεις για να δοθεί το κλίμα της εποχής τα κεφάλαια του βιβλίου ανοίγουν με ένα κολλάζ από την ειδησεογραφία εφημερίδων της εποχής, με μία είδηση κάθε φορά μεγεθυσμένη. Η πρόσφατη έκδοση κράτησε μόνο, ως μότο κάθε κεφαλαίου, τη συγκεκριμένη είδηση, χάνοντας κομμάτι από τις εντυπώσεις.

Πέρα από τις μεγαληγορίες του αμερικανικού Τύπου, ο οποίος αντιμετωπίζει τις τοπικές συρράξεις σε μακρινές χώρες σαν εξωτικά συμβάντα, στα καθ’ ημάς μάλλον ήρθε ο καιρός να εγγράψουμε τον Στ. Χαβιαρά στα κατάστιχα της νεοελληνικής πεζογραφίας.

 

« Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα»


  

Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα

Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα, το πρώτο μυθιστόρημα που έγραψε ο Στρατής Χαβιαράς στην αγγλική γλώσσα, είναι το επικό αφήγημα ενός παιδιού που μεγαλώνει σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό της Ελλάδας στα χρόνια της γερμανικής κατοχής. O συγγραφέας έχει διαρθρώσει το έργο αυτό σε σύντομα επεισόδια. Το λυρικό ταλέντο του είναι τέτοιο, που το κάθε μικρό κεφάλαιο μπορεί να διαβαστεί σαν μια ποιητική ενότητα. Όμως τα επεισόδια διαπνέονται από μια ψυχολογική διεισδυτικότητα και ευαισθησία, καθώς καταγράφουν την ολοένα αυξανόμενη αντίσταση των χαρακτήρων, μέσα σε μια ατμόσφαιρα εξωπραγματικότητας και παράκρουσης επηρεασμένη από τη φοβερή πείνα που γνώρισε η Ελλάδα στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετάφραση από τα Αγγλικά Παύλος Μάτεσις. Εκδόσεις Καστανιώτη.

Μια επιλογή από τις σελίδες του:

Το άλογο δεν το αλλάζω μ’ όποιο και να μου δίνανε, ετούτο θέλω εγώ, είναι δουλευταράς και φιλαράκι. Αχαριστία μου να το παραδώσω στον εχθρό επειδή το πήρανε τα χρόνια. Βλέπεις ο εχθρός δεν νογάει να ξεχωρίσει άνθρωπο από ζωντανό και τούτο εδώ είναι πρόσωπο της οικογένειάς μας. (σελ. 64)

Την είδαμε ίσα πέρα να προχωράει με περίσκεψη μέσα στις αφάνες, τα μαλλιά της κοκκινωπός χρυσός πάνω από τις αφάνες και ανάμεσά τους ένας κυματισμός, το λιγνό άσπρο της κορμί. Και καθώς πλησίαζε, η απόσταση σαν να αύξαινε παρά να λιγοστεύει και ο θείος Ιάσων έφερε το χέρι του σκιάδιο πάνω από τα μάτια του. Το φως βλέπεις, είπε, τα σπμπαραλιάζει όλα. (σελ. 73)

Το τραίνο σφύριξε. Ένα αγόρι της κλούβας μου έδειχνε το μπράτσο του: είχε ένα περιβραχιόνιο μ’ ένα μεγάλο κίτρινο άστρο. Όταν θα ‘παιζε «πόλεμο» στην γειτονιά του με τα γειτονόπουλα, θα πρέπει να ήταν στρατηγός τους – στρατάρχης. Γι’ αυτό τον έπιασε ο εχθρός. Στάθηκα προσοχή, να δει ότι του παραδέχομαι τον βαθμό του, και του έκανα το σχήμα. (σελ. 103)

Το άγριο άχτι του για εκδίκηση, που σπιρούνιζε την φαντασία κάθε συντοπίτη μου, δεν με μάγευε πια: με τάραζε. Αδύνατο να καταλάβω, ποια η σχέση ανάμεσα σε εκδίκηση και τον αγώνα μας να κρατηθούμε ζωντανοί. Ίσα-ίσα: την ιδέα για εκδίκηση έπρεπε να την βάλουμε στην πάντα αν θέλαμε να επιζήσουμε. (σελ. 114)

Το πετσί μας αργασμένο, για τις γρατζουνιές γιατρειά ήταν το αλάτι κι ο άνεμος. Και κανενού το πετσί δεν λαμπύριζε σαν το δικό μας. (σελ.123)

Μια μέρα έβαλα μπρος από πολύ πρωί και κοντά μεσημέρι είχα τελειώσει ένα ψηφιδωτό που παράσταινε την Αγγέλικα, τη δεύτερη θυγατέρα του παπά, ως γοργόνα. Είχα βάλει κάτασπρα σαν μάρμαρο βότσαλα για το πανωκόρμι, και άλλα σε μουντό γκρίζο για την ουρά, μαύρα για φρύδια και ματοτσίνορα. Τα μαλλιά τα ‘κανα να κυματίζουν στον άνεμο. Οι ματόχαντρες σκουροπράσινες. Τα χείλια και οι ρώγες σε ανοιχτό τριανταφυλλί. Στο χρώμα ετούτο δεν έβρισκα βότσαλα και τι να κάνω, έσπαζα κεραμίδι για να βάλω τις κατάλληλες ψηφίδες. Γύρω-γύρω γαλανές κυματιστές γραμμές και για αφρό, αράδες από άσπρα χαλίκια στο κάτω μέρος της ζωγραφιάς. (σελ. 126)

Η Ξανθή έστεκε και δεν μίλαγε. Μια στάλα φως από μια χαραμάδα ανάμεσα στις σανίδες του τροχόσπιτου ήρθε και έκατσε στο αριστερό της μάγουλο, σαν σημάδι από μαχαιριά. (σελ. 142)

Αμίλητοι απέναντι στον άνεμο που σφύριζε, τα χέρια στις τσέπες και χαζεύαμε το κάρρο των σκουπιδιών, που κουβαλούσε τον γέρο τραγουδιστή πέρα, έξω από το χωριό μας. Κειτόταν ξάπλα πάνω στα σκουπίδια και το σκυλί να τον ξεπροβοδίζει, ο σκύλος, ο μόνιμος σύντροφος στα πένθη. (σελ. 168)

Αγκαλιαστήκαμε. Το κορμί του, ή εκείνη η αλλόκοτη στολή του, έβγαζε μια βαριά μυρουδιά, τη μυρουδιά που είχαν οι αντάρτες. Στο αριστερό του μπράτσο είχε πληγή από σφαίρα. (σελ. 175)

. . . Με συγχωρείς που δεν έχουμε τίποτα στο σπίτι να σε φιλέψουμε. Μονάχα κάτι λέξεις μοιραζόμαστε.  (σελ. 181)

Η γη εδώ ετούτη, μια φτενή λουρίδα είναι, με ανάμεσά της βράχους και πελάγη, τόσους λίγους μονάχα μπορεί να ανασταίνει. Δεν έχει δένδρα, νερό δεν έχει, ονείρεμα μονάχα δένδρων και πηγών έχει, είχε πει ο παππούς. (σελ. 268).

Αποστακτήριο λέξεων – http://selideslogotexnias.blogspot.com

 

« Πορφυρό και μαύρο νήμα»


 

Πορφυρό και μαύρο νήμα

Το «Πορφυρό και μαύρο νήμα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος» σε μετάφραση της Ρένας Χατχούτ. Είναι το παραμύθι της ζωής του Στρατή Χαβιαρά και ταυτόχρονα είναι το μυθιστόρημα της γέννησης ενός συγγραφέα ο οποίος αναδύε­ται μέσα από την προφορική παράδοση του τόπου του.

Σαν τους παλιούς παραμυθάδες πράγματι, αλλά και σαν τους μεταμοντέρνους καλλιτέ­χνες, ο Χαβιαράς αντιμετωπίζει με τον ίδιο σεβασμό την πραγματικότητα και τους μύθους της. Και πλέκει μεταξύ τους τα γεγονότα που σημάδεψαν τα παιδικά του χρόνια (προσφυ­γιά, κατοχή, πείνα, βία, αντάρτικο, ορφάνια), τις αδελφοκτόνες σελίδες της ιστορίας από την Εικονομαχία ως τον Εμφύλιο, τους βυζα­ντινούς θρύλους για τον Διγενή Ακρίτα ή για τον νόθο γιο της Κασσιανής με τον αυτοκρά­τορα Θεόφιλο, και τέλος τη φαντασία του.

Σε κάθε κεφάλαιο, δυο ή τρεις ιστορίες εναλ­λάσσονται και τελικά συναντώνται έτσι που το παρόν της αφήγησης αποκτά προοπτική προς το παρελθόν και προς το μέλλον, με σταθ­μούς τα έτη 1942, 842, 2002. «θα σας διηγηθώ μια ιστορία που κάποιος άλλος μου είπε κάποτε, όταν κι εγώ ήμουνα κάποιος άλλος», λέει ο συγγραφέας και δίνει τον λόγο σε ένα 11χρονο αγόρι από Μικρα­σιάτικη γενιά προσφύγων.

Ο μικρός Βασίλης ζει με τη γριά θεία του σε ένα φανταστικό ξε­ρονήσι νότια της Σαλαμίνας, όταν καταφθά­νουν οι Γερμανοί «με τους Έλληνες ρουφιάνους τους», επιτάσσουν τα πάντα, κτίζουν δε­ξαμενές καυσίμων και σκοτώνουν ή οδηγούν στον θάνατο και τους 32 κατοίκους του. Μόνο ο Βασίλης επιζεί, για να διηγηθεί εκείνη την ιστορία και μαζί τις παλιές ιστορίες με τις οποίες ξεγελούσε την πείνα του τα βράδια που έβραζε χόρτα και ρίζες για την παραμυ­θού δασκάλα θεία του.

Εφημερίδα ΤΑ ΑΡΓΟΛΙΚΑ, Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011.

 

Πηγές


  • Εθνικό Κέντρο Βιβλίου.
  • Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων.
  • Εφημερίδα ΒΗΜΑ. Δημοσίευση 11/08/2002
  • Εφημερίδα ΒΗΜΑ. Δημοσίευση 06/02/2011.
  • Μάρη Θεοδοσοπούλου, κριτικός λογοτεχνίας.
  • Αποστακτήριο λέξεων – http://selideslogotexnias.blogspot.com
  • Εφημερίδα ΑΡΓΟΛΙΚΑ. 5/11/2011.

Read Full Post »

Λασκαρίδης ΕυρυσθένηςΟ συγγραφέας του δίτομου έργου «Κιανά»


 

 

Ευρυσθένης Λασκαρίδης

Γιατρός Μικροβιολόγος με καταγωγή από την Κίο της Μ. Ασίας. Η οικογένειά του ήταν από τις επιφανείς της ελληνικής κοινότητας της Κίου. Ο πατέρας του, Αριστοτέλης, συντέλεσε μαζί με άλλους στην ανέγερση του Παρθεναγωγείου της Κίου. Υπηρέτησε ως έφεδρος ανθυπίατρος στο 27° Σύνταγμα Πεζικού της Μεραρχίας Σμύρνης που ανέλαβε τη φρούρηση του τομέα της Κίου μέχρι Παζάρ-κιοϊ και Γιάλβα. Πήρε μέρος στους βαλκανικούς πολέμους αλλά και στην Μικρασιατική εκστρατεία μέχρι το 1923. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή έζησε και πέθανε στην Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ήταν πολύ φιλάνθρωπος. Δεν έπαιρνε χρήματα από όσους δεν είχαν τη δυνατότητα. Δεν έκανε δική του οικογένεια. Είχε μια αδελφή που απέκτησε δύο κόρες. Η μια από αυτές παντρεύτηκε κάποιον από την οικογένεια Βελλίδη στη Θεσσαλονίκη.

Δέκα χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη, σχηματίστηκε επιτροπή με σκοπό τη συλλογή υλικού για την έκδοση βιβλίου σχετικού με την ιστορία, τα ήθη και τα έθιμα, τις παραδόσεις της Κίου της Μ. Ασίας. Πρόεδρος ορίστηκε ο Αν. Πινάτσης. Το έργο όμως δεν ολοκληρώθηκε από την επιτροπή αυτή λόγω των δυσμενών συνθηκών που  ακολούθησαν (β’ παγκόσμιος πόλεμος, κατοχή, θάνατοι μελών κτλ). Συγκεκριμένα, όταν πέθανε και ο λογογράφος Αντ. Θεοδωρίδης έχοντας γράψει μόνο για την αρχαία πόλη, όσοι είχαν απομείνει από την επιτροπή ανέθεσαν στον Ευρυσθένη Λασκαρίδη τη συνέχιση και την ολοκλήρωση  του  έργου.  Αυτός στην αρχή αρνήθηκε, αλλά τελικά αποφάσισε να συνεχίσει τη συγκέντρωση πληροφοριών, την προσθήκη νέων στοιχείων και την οργάνωση και καταγραφή τους σε δύο τόμους. Ο αρχικός τίτλος «Λεύκωμα της Κίου» άλλαξε σε «Κιανά».

Ο πρώτος τόμος αναφέρεται στην ιστορία της Κίου από την αρχαιότητα μέχρι το 1922, ενώ ο δεύτερος στο Βίο, τη Θρησκεία και τη Γλώσσα των Κιανών. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1966 με τη φροντίδα και την ευθύνη του Ευρυσθένη Λασκαρίδη. Σκοπός του έργου ήταν η γνωριμία των νεώτερων με την χαμένη πατρίδα της Κίου, τις συνήθειες και τον τρόπο ζωής των κατοίκων της, την ιστορία της, τη χαμένη ακμή της. Τα έσοδα σύμφωνα με απόφαση της Επιτροπής θα δίνονταν για ενίσχυση των φτωχών μαθητών της Νέας Κίου.

 

Πηγή


  • Γυμνάσιο Νέας Κίου, «Η εντεύθεν και εκείθεν του Αιγαίου Κίος», Νέα Κίος, 2010.

 

Read Full Post »

Δελή Υπατία (1886-1972)


 

Υπατία Δελή, 1930.

Η ποιήτρια Υπατία Δελή, σύζυγος του δημοσιογράφου και ποιητή Χρήστου Δελή, γεννήθηκε το 1886 στο Βαφεοχώριο (Μπογιατζίκιοϊ) του Βοσπόρου. Κόρη της Σμαράγδας και του Ιωάννη Αδαμαντιάδη, φιλολόγου – γυμνασιάρχη. Είχε τρεις αδελφούς, και μια αδελφή, τη λογοτέχνιδα Τατιάνα Σταύρου [1]. Τα αγόρια είχαν τελειώσει τη Ροβέρτειο Σχολή στην Κωνσταντινούπολη. Ο αδελφός της Αδαμάντιος μάλιστα ήταν από τους πρώτους στενογράφους της Βουλής των Ελλήνων. Η Υπατία σπούδασε δασκάλα στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο και δίδαξε σε σχολεία των Δαρδανελίων, της Σαμψούντας και της Χαλκηδόνας.

Η Υπατία Δελή παντρεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη το δημοσιογράφο Χρήστο Δελή και απέκτησαν μια κόρη, την Εύα (1921). Δυο χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, η οικογένεια Αδαμαντιάδη, μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Η Υπατία Δελή εγκαταστάθηκε στη Νέα Κίο μαζί με το σύζυγό της, και την κόρη της κατά την ίδρυσή της, το 1927. Έζησε από κοντά τον αγώνα των προσφύγων να φτιάξουν μια νέα πατρίδα. Άρχισε μια καινούργια ζωή στον αργολικό κάμπο δίπλα στο σύζυγό της που πρωτοστατούσε στα κοινά της κοινότητας. Καθοριστικά δυσάρεστα γεγονότα επηρέασαν τη ζωή και το έργο της. Η καταστροφή του Μεταξουργείου που ίδρυσε ο Χρήστος Δελής, από τους Γερμανούς και κυρίως ο θάνατος της κόρης της, Εύας, το 1940, σημάδεψαν την προσωπικότητά της και γενικότερα τον τρόπο που έβλεπε τα πράγματα.

Υπατία & Χρήστος Δελής

Στην κόρη της Εύα και τον πρόωρο χαμό της είναι αφιερωμένη η μοναδική της ποιητική συλλογή «Μηνολόγιο» (1966), που περιλαμβάνει σκόρπια ποιήματά της δημοσιευμένα σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής («Νέα Εστία», «Νεοελληνικά Γράμματα», «Πνευματική Ζωή», «Τα Ηραία» κτλ.).  Επανέρχονται εδώ ημερομηνίες καθοριστικές απ’ τη ζωή της κόρης της, μνήμες απ’ το «κορίτσι με τα μεγάλα μάτια», πόνος, ερωτηματικά για το θάνατο και τη ζωή, υπαρξιακή αγωνία. Κείμενά της, ποιήματα, διηγήματα, μεταφράσεις, άρθρα βρίσκουμε ακόμα σε τοπικές εφημερίδες, «Αργοναυπλία», «Σύνταγμα» κτλ. Στο περιοδικό Νέα Εστία δημοσιεύτηκαν 45 κείμενά της, από το 1943 έως το 1987 (μια και διηγήματα ή άλλα άρθρα της Υπατίας Δελή έδινε για δημοσίευση η αδελφή της Τατιάνα Σταύρου, που έμενε μαζί της τον τελευταίο καιρό).

Ήταν ο μορφωμένος άνθρωπος της Ν. Κίου. Ήξερε ξένες γλώσσες, Γαλλικά, Αγγλικά, Γερμανικά, λίγα Ισπανικά, σπάνιο πράγμα για την εποχή αυτή στην επαρχία. Έκανε λογοτεχνικές μεταφράσεις, αλλά και σ’ αυτήν προσέτρεχαν για σχετική βοήθεια οι κάτοικοι της περιοχής. Έδινε διαλέξεις, μαζί με την αδελφή της Τατιάνα Σταύρου, στο Άργος και στο Ναύπλιο. Διέθετε αξιόλογη βιβλιοθήκη. Λέγεται ότι χάρισε όλα τα βιβλία της στο Δημοτικό Σχολείο Ν. Κίου.

Διέθετε κοινωνική ευαισθησία. Παλιοί κάτοικοι της Κίου θυμούνται την Υπατία στο μπαλκόνι του σπιτιού της, που υπάρχει και σήμερα απέναντι στη Λεωφόρο Ελευθερίας, τα ξημερώματα να φωνάζει στους τσοπάνηδες να μην αφήνουν τα πρόβατα να τρώνε τα ευκάλυπτα, αφού τα δέντρα αυτά προστάτευαν τους κατοίκους από την ελονοσία. Τα χρόνια της Κατοχής μέσω των ποιημάτων της συμβουλεύει τους Κιώτες να μη λυγίσουν, να μείνουν περήφανοι και αξιοπρεπείς. Λέγεται ότι τη σέβονταν και οι Γερμανοί. Όταν ήρθαν οι Άγγλοι στην Κίο, γύρω στο 47- 48, ήταν η μόνη που τους μίλησε. Είχε ζητήσει να μπει στην πλατεία ένα πανώ που έγραφε με τεράστια γράμματα «Welcome» για να το δουν τα αγγλικά αεροπλάνα. Ζήτησε από τους Άγγλους να κάνουν κάτι για να αντιμετωπιστεί στην Κίο το πρόβλημα με τα κουνούπια και την ελονοσία. Αυτοί την άκουσαν, ψέκασαν κάθε σπίτι ξεχωριστά με ειδικό φάρμακο. Από τότε λέγεται ότι καταπολεμήθηκε η ελονοσία στην Κίο.

Τατιάνα Σταύρου

Μετά τον πόλεμο γράφει «Ανοιχτή Επιστολή προς τους απανταχού της Γης επιστήμονες» εκφράζοντας την ανησυχία της για την ανεξέλεγκτη τεχνολογική ανάπτυξη και την αλαζονεία του ανθρώπου της εποχής. Προλέγει την καταστροφή. Κάτοικοι της Κίου τη θυμούνται να ακούει κλασική μουσική και να διαβάζει. Μετά το θάνατο του συζύγου της, τα τελευταία χρόνια της ζωής της εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, στο σπίτι της αδελφής της Τατιάνας Σταύρου κοντά στον Ευαγγελισμό. Πέθανε στη Ν. Κίο το 1972. «Υπατία Δελή» προτάθηκε να ονομαστεί το Γυμνάσιο Ν. Κίου το 2008, σύμφωνα με σχετική εγκύκλιο για την ονοματοδοσία των σχολείων.

 

 

Υποσημείωση 


 [1] Η Τατιάνα Σταύρου γεννήθηκε στην Πόλη στα 1899. Το 1924 εγκαταστάθηκε στην Καστέλλα του Πειραιά. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχτηκε στο ΕΑΜ και στην Υπηρεσία Πρόνοιας των Στρατευομένων. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς (1958), μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, του Γυναικείου Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών. Τιμήθηκε με βραβεία από την Ακαδημία Αθηνών, την Εστία Νέας Σμύρνης, το Σύλλογο Κωνσταντινουπολιτών με κρατικά βραβεία.

Εντάσσεται στη λεγόμενη γενιά του 30. Το έργο της επικεντρώνεται στις περιπέτειες του Ελληνισμού από τον πόλεμο του 1897 μέχρι τη Μικρασιατική καταστροφή, αλλά και στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, την κατοχή και τον εμφύλιο. Δημοσίευσε άρθρα, μελέτες, μεταφράσεις, ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά, έγραψε συλλογές διηγημάτων και μυθιστορήματα. Πέθανε στην Αθήνα το 1990. Ο Νίκος και η Σμαράγδα Αδαμαντιάδη, ανήψια της Τατιάνας Σταύρου και της Υπατίας Δελή, παιδιά του Χρήστου Αδαμαντιάδη, αδελφού τους, είναι αθλοθέτες σήμερα σε τιμητικό βραβείο στη μνήμη της Τατιάνας Σταύρου. Ο διαγωνισμός (ο 55ος το 2010) απευθύνεται σε συγγραφείς που προωθούν τη λογοτεχνία για παιδιά και νέους και προκηρύσσεται από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά. Σύμφωνα με την προκήρυξη, «τα έργα πρέπει να είναι λογοτεχνικά, προσεγμένα στη γλώσσα, να εμπνέουν αισιοδοξία και πίστη για τη ζωή και να κινούνται μέσα στην ελληνική πραγματικότητα».

 

Βιβλιογραφία


  • Λουκάς Σταθακόπουλος – Γιάννης Γκίκας, «Ανθολογία ποιητών Αργολίδος και Κορινθίας 1798-1957», Αθήνα 1958.
  • Πάνος Λιαλιάτσης, «Η Αργολική Λογοτεχνία 1830-1993», Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ναυπλίου « Ο Παλαμήδης».
  • Εφημερίδες, Αργοναυπλία, περ. «Τα Ηραία», Περ. «Νέα Εστία», «Αργειακόν Ημερολόγιον».
  • Παναγιώτης Δημ. Καραθανάσης, «Μικρασιάτες Λόγιοι και Συγγραφείς, Από το 10° αι. μ.Χ. ως το 1922», Μάιος 2008.

Μαρτυρίες

  • τ. Δημάρχου Νέας Κίου Γεωργίου Μανινή.
  • Ειρήνης Εσκιόγλου – Λαμπροπούλου.
  • Διαμαντή Ταράτσα – Βοναπάρτη.

Πηγή


  • Γυμνάσιο Νέας Κίου, «Η εντεύθεν και εκείθεν του Αιγαίου Κίος», Νέα Κίος, 2010.

Read Full Post »

Δελής Χρήστος (1887-1960)


 

Χρήστος Δελής

Ο δημοσιογράφος και ποιητής  Χρήστος Δελής γεννήθηκε στη Κίο της Μικράς Ασίας το 1887. Τελείωσε το Ελληνικό Σχολείο στην Κίο και το Ελληνικό – Γαλλικό Λύκειο της Κωνσταντινούπολης. Δίδαξε σε σχολεία της Κωσταντινούπολης γράφοντας υπέρ της δημοτικής γλώσσας σε μια εποχή και σε μια περιοχή κυριαρχίας του λογιοτατισμού. Αγωνίστηκε για να μη στρατεύονται οι Έλληνες της Τουρκίας στα φοβερά τάγματα εργασίας. Παντρεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη την Υπατία Αδαμαντιάδη και απέκτησαν μια κόρη, την Εύα (1921), η οποία έφυγε νωρίς από τη ζωή, το 1940, σε ηλικία 19 ετών.      

Το πρώτο του βιβλίο «Τα Χουχλίδια», ποιήματα και διηγήματα, το εξέδωσε στην Κωνσταντινούπολη το 1908. Το 1910 κυκλοφορεί το εβδομαδιαίο σατυρικό περιοδικό «Άνω Κάτω». Εκδίδει ακόμα τα «Φιλολογικό Πάσχα» και το Ημερολόγιο «Περίδρομος». Το 1919 εκδίδεται το δεύτερο βιβλίο του «Ηρωικά διηγήματα του Ταβάν Ταμπουρού». Έγραψε ποιήματα λυρικά και σατυρικά.

Ημερολόγιο «Περίδρομος», 1915.

Όταν, μετά την καταστροφή, εγκαταστάθηκε στη νέα του πατρίδα, τη Νέα Κίο, συνέχιζε να γράφει σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά («Τα Ηραία», του Άργους) σατιρίζοντας την κοινωνική ζωή της Αργολίδας. Υπέγραφε με το όνομα «Τρελός» (η σημασία του «Δελής» στα τούρκικα). Τα σατιρικά του ποιήματα έκρυβαν «πίκρα για την καταστροφή του ‘22, το χαμό της κόρης του Εύας,» (Λιαλιάτσης) την πνευματική φτώχεια του αργείτικου κάμπου.

Πρωτοστάτησε στις ενέργειες για την ίδρυση της Νέας Κίου ως πρόεδρος Επιτροπής που είχε δημιουργηθεί για το σκοπό αυτό το 1925. Ίδρυσε Μεταξουργείο, συνεχίζοντας την παράδοση της Κίου της Μ. Ασίας. Μουριές φυτεύτηκαν στους δρόμους της Ν. Κίου και στα σπίτια διαμορφώθηκε ειδικός χώρος για την επεξεργασία των κουκουλιών. Το μετάξι διοχετευόταν στη βιομηχανία υφασμάτων Ναθαναήλ. Το 1932 μάλιστα το μετάξι αυτό πήρε το πρώτο βραβείο στην Έκθεση Θεσσαλονίκης. Το Μεταξουργείο καταστράφηκε από τους  Γερμανούς στα χρόνια της Κατοχής. Υπήρξε για δύο δεκαετίες πρόεδρος της κοινότητας της Νέας Κίου. Απεβίωσε το 1960. Οι τοπικές εφημερίδες μίλησαν εγκωμιαστικά για την πνευματική και κοινωνική προσφορά του, τόσο στη Νέα Κίο, όσο και γενικότερα στην Αργολίδα.  

Πηγή


  • Γυμνάσιο Νέας Κίου, «Η εντεύθεν και εκείθεν του Αιγαίου Κίος», Νέα Κίος, 2010.

Read Full Post »

Ανδρούτσος  Διονυσίου Χρήστος (Κίος Βιθυνίας 1869- Αθήνα 1935)


 

Χρήστος Ανδρούτσος , ελαιογραφία Τ. Καζάκος

Ο Καθηγητής Πανεπιστημίου και Συγγραφέας  Χρήστος Ανδρούτσος   γεννήθηκε στην Κίο της Προποντίδας στις 7 Ιανουαρίου 1869. Οι γονείς του χάθηκαν πρόωρα. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στο αστικό σχολείο της πατρίδας του (1874 -1880). Φοίτησε εκεί μέχρι και τη δεύτερη τάξη του Ελληνικού Σχολείου και παράλληλα ασχολήθηκε με γεωργικές εργασίες. Στη συνέχεια σπούδασε στην Κεντρική Ιερατική Σχολή της Κωνσταντινούπολης για 5 χρόνια (1882 -1887). Το έτος 1887-88 ξεκίνησε τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Τον Ιούλιο του 1892 αποφοίτησε, αφού ολοκλήρωσε τη διατριβή του με θέμα: «Το λογικό κύρος των περί υπάρξεως Θεού αποδείξεων».

Διεύθυνε την Αστική Σχολή στην πατρίδα του το 1892-93. Τότε πήγε στην Λειψία της Γερμανίας με έξοδα του ευεργέτη της Κίου Θ. Ζαφειρίδη, για ευρύτερες σπουδές. Δάσκαλοί του εκεί ήταν οι φιλόσοφοι Βίλχελμ Βουντ και Ρούντολφ Χάιντσε. Στις 18 Μαΐου 1895 αναγορεύτηκε διδάκτορας Φιλοσοφίας με άριστα για τη διατριβή του «Το κακόν παρά Πλάτωνι».

Όταν επέστρεψε από τη Γερμανία, το 1895 μέχρι το 1897, δίδαξε Ελληνικά, Φιλοσοφικά και Θεολογικά στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Από το 1897 έως το 1899 εργάστηκε ως καθηγητής Ελληνικών, Λατινικών και Γερμανικών στο «Ελληνικόν Εκπαιδευτήριον», ιδιωτικό σχολείο του Α. Βενιέρη, στο Γαλάτσι της Ρουμανίας. Στη συνέχεια (1899-1901) δίδαξε Ελληνικά, Παιδαγωγικά και Φιλοσοφικά στα Γυμνάσια των Χανίων και του Ηρακλείου Κρήτης. Στο δεύτερο υπηρέτησε ως διευθυντής για ένα χρόνο.

Από το 1901, έως το 1905, δίδαξε πάλι φιλοσοφικά και θεολογικά μαθήματα στη Θεολογική Σχολή Χάλκης. Στις 9 Νοεμβρίου 1906 μέχρι το Φεβρουάριο του 1912 εργάστηκε ως καθηγητής Θρησκευτικών στο Μαράσλειο Διδασκαλείο. Τότε διορίστηκε Καθηγητής Θεολογίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δίδαξε σε αυτό Δογματική και Χριστιανική Ηθική μέχρι το θάνατό του, το 1935. Διετέλεσε κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής τα έτη 1912-1913, 1917-1918, 1921-1922 και πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1923-24.

Η υπηρεσία του στο Πανεπιστήμιο δεν ήταν συνεχής. Το 1918 απολύθηκε για να διορισθεί ξανά το 1920. Το 1922 παραιτήθηκε. Επανήλθε στη θέση του το 1926. Οι περιπέτειες αυτές πιθανόν οφείλονται στη δυναμική του προσωπικότητα και την παρέμβασή του στα πολιτικά και εκκλησιαστικά πράγματα της εποχής.

Το 1926 ορίστηκε διευθυντής Θρησκευμάτων του Υπουργείου Παιδείας. Το 1914 του απονεμήθηκε ο Αργυρός Σταυρός των Ιπποτών του Τάγματος του Σωτήρος, το 1921 ο Χρυσός Σταυρός. Διακρινόταν για τη δυνατή του μνήμη, την πρωτοτυπία της σκέψης του, την κριτική του ικανότητα, την ευχέρεια λόγου, τη μεταδοτικότητα της διδασκαλίας του. Συνεργαζόταν με τους πατριάρχες Ιωακείμ Γ’ της Κωνσταντινουπόλεως και Δαμιανό Ιεροσολύμων και έτσι μπορούσε να επηρεάζει την πολιτική της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Σε συνέδρια για το θέμα της Ένωσης των  Εκκλησιών  υποστήριξε  τις  θέσεις  της  Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Χρήστος Ανδρούτσος

Με διαθήκη του άφησε την περιουσία του για την έκδοση θεολογικών και φιλοσοφικών του έργων. Έγραψε μονογραφίες, διατριβές, λόγους που εκφώνησε «από στήθους» σε διάφορες επίσημες τελετές. Πολλά έργα του βραβεύτηκαν σε διαγωνισμούς και μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες. Το 1896 εξέδωσε δύο πραγματείες στην Κωνσταντινούπολη, έργα που ανήκουν στην θεολογική φιλολογία. Έχουν τίτλο «Εν μάθημα περί του προπατορικού αμαρτήματος» και «Δεύτερον μάθημα περί του προπατορικού αμαρτήματος». Απ’ τα θεολογικά του έργα διακρίνονται: «Συμβολική εξ απόψεως ορθοδόξου», 1901, «Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας», 1907, «Δογματικοί μελέται», 1908, «Σύστημα Ηθικής», 1925, αλλά και «Κλήρος και Θέατρον», 1913, «Λόγος εις την εορτήν των Τριών Ιεραρχών», 1917, «Το κύρος των χειροτονιών της Αγγλίας», 1905, «Αι βάσεις της Ενώσεως των Εκκλησιών», 1905.

Αξιόλογα φιλοσοφικά του έργα είναι: «Περί της έννοιας και της ουσίας του κακού κατά Πλάτωνα», 1896-97, «Η θεωρία της του Πλάτωνος γνώσεως» (1903) (διδακτορική του διατριβή που βραβεύτηκε στο Σούτσειο φιλοσοφικό διαγωνισμό) , «Ψυχολογία και Λογική», 1908, «Εκκλησία και Πολιτεία εξ απόψεως ορθοδόξου», 1920, «Λεξικόν της Φιλοσοφίας», 1929, «Κριτική των θεμελιωδών αρχών της στωικής φιλοσοφίας», 1909, «Οικογένεια και Πολιτεία», 1911, «Φρειδερίκος Νίτσε», 1911, «Αι θεωρίαι της προσοχής», 1911, «Τολστόι, Νίτσε , Μπέρξον», β’ εκδ. 1930, «Περί της ψυχαναλύσεως του Freud», 1931, «Ο γέλως», 1932, «Γενική ψυχολογία», 1934.

Στο δίτομο έργο του Ευρυσθένη Λασκαρίδη «Κιανά» (Θεσσαλονίκη, 1966) το οποίο ασχολείται με την ιστορία, τη ζωή και τις παραδόσεις της Κίου της Μ. Ασίας, περιλαμβάνεται η «Σκιαγραφία του Σοφιστού Ιμέριου» (Κιανά, 1ος τόμος, σελ. 207), γραμμένη από τον Χρήστο Ανδρούτσο ειδικά για το έργο αυτό, το 1935. Στη Γεννάδιο Βιβλιοθήκη βρίσκεται και η μεγάλη συλλογή εγγράφων του Χρήστου Ανδρούτσου.

Σήμερα θεωρείται από τους κορυφαίους θεολόγους που δίδαξαν στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Π. Μπρατσιώτης του αφιέρωσε μια μελέτη με τίτλο «Χρήστος Ανδρούτσος» που εκδόθηκε το 1939. Γράφει εκεί στο τέλος: «Προσωπική μου αλλά και πάντων των αμερόληπτων ειδημόνων διερμηνεύων γνώμην, θα ηδυνάμην να ισχυρισθώ ότι η Θεολογική ημών Σχολή δεν είδε μέχρι τούδε ικανώτερον και μεγαλοφυέστερον θεολόγον, ουδέ ήκουσε μεθωδικώτερον και επαγωγότερον διδάσκαλον. Δεν θα εδίσταζον να χαρακτηρίσω αυτόν ως ένα των κορυφαίων θεολόγων της Ορθοδοξίας εν τω παρόντι αιώνι».

Αναδείχθηκε ακόμα κορυφαίος φιλόσοφος. Γενικά υποστήριξε τις αλήθειες της Ορθόδοξης ελληνικής παράδοσης και στάθηκε επιφυλακτικός στη σύγχρονή του κοσμική φιλοσοφία. Ο Κ. Δ. Γεωργούλης γράφει κλείνοντας άρθρο αφιερωμένο στον Χρ. Ανδρούτσο ότι «εκπροσωπεί τον γνησιώτερον αντιπρόσωπον του φιλοσοφικού πνεύματος της Ελληνικής Ορθοδοξίας».

 

Βιβλιογραφία:    


  • Ευρυσθένης Λασκαρίδης, «Κιανά, Ιστορία της Κίου από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1922», Θεσσαλονίκη, 1966.
  • «Αντίλαλοι από τα Μουδανιά και τα γύρω», έκδοση του Συνδέσμου Προσφύγων Μουδανιών, Θεσσαλονίκη 1931.
  • Οδηγός Σπουδών Θεολογικής Σχολής Αθηνών, Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας, 2008-9.
  • Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτικής Αθηνών, τομ. 1. 1983
  • Εγκυκλοπαίδεια Νέα Δομή, Εκδ. Οργ. Τεγόπουλου – Μανιατέα, Αθήνα.
  • Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου», Τομ. 2ος, Εκδόσεις της Εγκυκλοπαιδικής Επιθεωρήσεως «Ήλιος», Αθήνα.
  • Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών/ ΕΙΕ, «Πανδέκτης».

  

Πηγή


  • Γυμνάσιο Νέας Κίου, «Η εντεύθεν και εκείθεν του Αιγαίου Κίος», Νέα Κίος, 2010.

 

Read Full Post »

Ελληνική κοινότητα των Κιανών στο Ρεστ της Περσίας


 

 Η οικονομική ακμή των Κιανών στο Ρεστ, προσέλκυσε και άλλους Έλληνες από διάφορα μέρη, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν εκεί. Πολλοί Πόντιοι ασχολούνταν με έργα οδοποιίας, ενώ άλλοι Έλληνες ίδρυσαν ιατρεία και φαρμακεία, ξενοδοχεία, εστιατόρια και καφενεία. Αυτά ήταν και τα μόνα που υπήρχαν στην πόλη εκείνη. Ο πρώτος που εισήγαγε στην Περσία τα μηχανοποίητα τσιγάρα ήταν και αυτός Έλληνας.

 

Οικογένεια Κιανών περίπου το 1912.

Οικογένεια Κιανών περίπου το 1912.

Μία από τις βασικές επαγγελματικές και γεωργικές επιδόσεις των Κιωτών ήταν η σηροτροφία και η παραγωγή μεταξοσπόρων. Η μεγάλη ανάπτυξη και η κατανάλωσή τους στον Καύκασο, στην Περσία (Ιράν), στο Τουρκεστάν και στη Βουχάρα συντέλεσε στο να δημιουργηθεί στην Περσία μια ευημερούσα κοινότητα των Κιανών. Μετά από τη μεγάλη κατανάλωση στην Περσία πολλών εκατοντάδων χιλιάδων κουτιών μεταξοσπόρων, άρχισαν οι Κιώτες από το 1886 να εγκαθίστανται εκεί, ιδρύοντας εμπορικά γραφεία με κέντρο το Ρεστ του Γκιλάν. Εκείνο όμως που συνετέλεσε στη μεγάλη οικονομική ευρωστία των Κιανών εμπόρων στην Περσία – και κατά συνέπεια και της Κίου – ήταν το ότι με την καλή απόδοση των μεταξοσπόρων από την Κίο αυξήθηκε πολύ η παραγωγή τους στην Περσία. Τα κουκούλια αυτά μετά από την αποξήρανσή τους στέλνονταν στα δυο μεγάλα κέντρα μεταξιού της Ευρώπης, στη Λυών της Γαλλίας και στο Μιλάνο της Ιταλίας. Την εξαγωγή αυτή των κουκουλιών από την Περσία στην Ευρώπη την είχαν στα χέρια τους κυρίως Γάλλοι και Ιταλοί. Με την εγκατάσταση όμως των Κιανών στην Περσία το εμπόριο αυτό περιήλθε στα χέρια τους οι οποίοι εκτόπισαν εντελώς τους Ευρωπαίους.

Από όλη την ποσότητα των 1.000.000 και πλέον κιλών κουκουλιών της ετήσιας παραγωγής, τα 75-80% εξάγονταν από τους Κιώτες και τα υπόλοιπα από τους ξένους. Με την αύξηση των εργασιών τους οι έμποροι από την Κίο επάνδρωναν τα γραφεία τους στο Ρεστ με υπαλλήλους από την Κίο, οι οποίοι μορφώνονταν σε διάφορα σχολεία στην Κωνσταντινούπολη αλλά και στη Γαλλική σχολή της Προύσας, όπου διδάσκονταν λογιστικά και ξένες γλώσσες, ιδίως τη Γαλλική, η οποία την εποχή εκείνη ήταν η επικρατέστερη στην εμπορική αλληλογραφία.

Η οικονομική ακμή των Κιανών εκεί προσέλκυσε και άλλους Έλληνες από διάφορα μέρη, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο Ρεστ. Πολλοί Πόντιοι ασχολούνταν με έργα οδοποιίας, ενώ άλλοι Έλληνες ίδρυσαν ιατρεία και φαρμακεία, ξενοδοχεία, εστιατόρια και καφενεία. Αυτά ήταν και τα μόνα που υπήρχαν στην πόλη εκείνη. Ο πρώτος που εισήγαγε στην Περσία τα μηχανοποίητα τσιγάρα ήταν και αυτός Έλληνας.

Η εκτίμηση που απολάμβανε η ελληνική παροικία των Κίων στο Ρεστ τόσο από τους Πέρσες όσο και από τη διεθνή κοινωνία ήταν εξαιρετική. Οι Κίοι πέτυχαν με την πολιτεία τους να αποκτήσουν πλήρως την εμπιστοσύνη των κατά τα άλλα δύσπιστων Περσών.

Κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα όλοι οι Κιανοί στην Περσία βρίσκονταν σε άριστη οικονομική κατάσταση. Η αύξηση του ελληνικού στοιχείου έφερε και την ανάγκη για ίδρυση ελληνικής εκκλησίας και σχολείου. Με την πρωτοβουλία των Κιανών χτίστηκε στην πιο κεντρική θέση της πόλης του Ρεστ εκκλησία, σχολείο και κοινοτικό κατάστημα, τα οποία στοίχισαν πάνω από 2000 χρυσές λίρες, χρήματα τα οποία καταβλήθηκαν από τους εκεί εγκαταστημένους Κιώτες. Πρώτος εφημέριος της εκκλησίας ήταν ο αρχιμανδρίτης Χαρίτων, δάσκαλος ο Ι. Ανανιάδης, τον οποίο διαδέχτηκε ο Γιαννακός. Οι συμπολίτες μας στην Περσία κατέβαλλαν και τα έξοδα για τη συντήρηση των κοινοτικών ιδρυμάτων αυτών.

Η Τουρκική κυβέρνηση, εκτιμώντας το έργο των Ελλήνων υπηκόων της στην Περσία, διόρισε επίτιμο πρόξενό της στο Ρεστ τον Χαρίλαο Παπαδόπουλο. Το Γαλλικό προξενείο υπεράσπιζε τα συμφέροντα των Ελλήνων υπηκόων. Όταν δε καταργήθηκε, η Γαλλική πρεσβεία της Τεχεράνης διόρισε Έλληνα προξενικό πράκτορα στο Ρεστ. Οι διαφορές με τους ντόπιους εκδικάζονταν σε ειδικά δικαστήρια, τα λεγόμενα «Καρκουζαράτα», λόγω των διομολογήσεων που ίσχυαν τότε στην Περσία.

Η ευημερία και η άνθηση του εμπορίου των συμπατριωτών μας εξακολούθησε μέχρι την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου το 1914. Επειδή η Τουρκία και η Ρωσία κατά τον πόλεμο αυτό ανήκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα, η δε μεταφορά των μεταξοσπόρων γίνονταν διά του ρωσικού Καυκάσου, ήταν πια αδύνατη η εισαγωγή μεταξοσπόρων από την Κίο στην Περσία. Αλλά ούτε και τα κουκούλια από την Περσία ήταν δυνατόν να σταλούν στην Ευρώπη.  

Μετά τη Ρωσική επανάσταση του 1917, οπότε πέθανε και ο Χαρίλαος Παπαδόπουλος, η ελληνική κοινότητα Ρεστ προβλέποντας ότι θα ακολουθήσουν δύσκολες μέρες, με πρακτικό της παραχώρησε την ακίνητη περιουσία της στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, κοινοποιώντας ταυτοχρόνως σε αυτό την απόφασή της.

Αργότερα, μετά την τοπική επανάσταση στη βόρεια Περσία, η οποία προκλήθηκε από Ρώσους κομμουνιστές, λεηλατήθηκαν το σχολείο και η εκκλησία. Μετά την ανακωχή του 1918, οι περισσότεροι από τους ομογενείς αναχώρησαν οριστικά από την Περσία. Παρέμειναν ελάχιστοι, οι οποίοι ασχολούνταν με εμπόριο εισαγωγών από την Ευρώπη και με άλλα ελευθέρια επαγγέλματα.

Μετά από τη Μικρασιατική καταστροφή και την ομαδική έξοδο του ελληνικού πληθυσμού από την Κίο έπαψε τελείως το εμπόριο των μεταξοσπόρων, διότι οι Τούρκοι, αν και το επεχείρησαν, δεν μπόρεσαν να το συνεχίσουν, επειδή δεν υπήρχαν ειδικοί που να γνωρίζουν ακριβώς την μικροσκόπηση των μεταξοσκολήκων.

Από τους εγκατασταθέντες Κιανούς στη Μακεδονία ο Αναστ. Πινάτσης, ένας από τους μεγαλύτερους εμπόρους μεταξοσπόρων της Παλαιάς Κίου, για τρία συνεχώς χρόνια ασχολούνταν στην Αγυιά της Θεσσαλίας με την παραγωγή μεταξοσπόρων με το σύστημα Pasteur, τους οποίους έστελνε στην Περσία. Και ο Θεολόγος Βαρβάκης από την Κίο παρασκεύασε μεταξοσπόρους στη Βέροια και τους έστειλε στην Περσία. Δεν μπόρεσε όμως κανείς από τους δύο να συνεχίσει και να αναπτύξει και πάλι το εμπόριο αυτό, γιατί τα έξοδα παρασκευής στην Ελλάδα ήταν πολλά και τα ναύλα μεταφοράς στην Περσία μεγάλα. Δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τις τιμές των μεταξοσπόρων της τοπικής παραγωγής, αφού οι Πέρσες ασχολήθηκαν με την παραγωγή τους κατά τα μεταπολεμικά έτη.

Αργότερα οι Πέρσες, θέλοντας να οργανώσουν διάφορες καλλιέργειες, κάλεσαν από την Ελλάδα ιδιώτες ειδικούς, ιδίως Ποντίους, για καπνοκαλλιέργεια, κάλεσαν τυροκόμους, εργοδηγούς για έργα οδοποιίας και για σιδηροδρομικές γραμμές. Όλοι αυτοί σήμερα χρησιμοποιούν την εκκλησία μαζί με τους εγκατεστημένους στο Ρεστ Ρώσους, διότι είναι η μοναδική χριστιανική εκκλησία στην περιοχή αυτή.

Από το εμπόριο λοιπόν αυτό της Κίου με την Περσία μέχρι το 1914, ευημερούσαν οικονομικά οι κάτοικοι της Κίου. Εξαιτίας αυτής της οικονομικής ευημερίας των Κιανών και της επικοινωνίας με τον πολιτισμένο κόσμο – γιατί πολλοί πηγαίνοντας ή επιστρέφοντας από την Περσία περνούσαν από την Κεντρική Ευρώπη ή τη Ρωσία – ήρθε και η πνευματική και κοσμοπολιτική τους πρόοδος.

  

Πηγή


  • Περιοδικό Αναγέννηση, «1922-2002: Αφιέρωμα στην Κίο», τεύχος 384, Ιούλιος – Αύγουστος 2002.

 

 

Read Full Post »

Παπαϊωάννου Γιάννης (1914-1972)

 


 

Χαράματα τρίτης Αυγούστου 1972, σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα έφυγε ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς δημιουργούς του Λαϊκού ρεμπέτικου τραγουδιού. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Ο σεμνός, τίμιος ειλικρινής άνθρωπος και καλλιτέχνης, που αποτύπωσε στα τραγούδια του τις χαρές, τις λύπες, τους καημούς και τα σκιρτήματα του ελληνικού λαού. Γιατί στη ζωή του ο Γιάννης Παπαϊωάννου έζησε όλη τη μοίρα της Ελλάδας, τον 20ο αιώνα: μικρασιατική καταστροφή, πείνα, φτώχεια, δυο παγκόσμιοι πόλεμοι, ένας εμφύλιος, κατοχή, δύο δικτατορίες, ξενιτιά.

Γράφει στην αυτοβιογραφία του ο αξέχαστος Κιώτης δημιουργός:

«Γεννήθηκα στην Κίο της Μ. Ασίας το 1914. H καταγωγή του πατέρα του ήταν από την Aττάλεια. Eίχε φύγει 22 χρόνων από κει και είχε μπαρκάρει στα καράβια κι έκανε δρομολόγια Kωνσταντινούπολις – Mουδανιά – Kίος, (αυτή τη γραμμή δούλευε από πολλά χρόνια κι έτσι γνώρισε τη μητέρα του Γιάννη Παπαϊωάννου στην Kίο, αγαπήθηκαν και παντρεύτηκαν). H μητέρα μου λεγόταν με το πατρικό της όνομα Xρυσή, το γένος Bονομπάρτη και ο πατέρας μου Παναγιώτης. O πατέρας της μητέρας μου είχε μεγάλη περιουσία, επί το πλείστον ελαιώνες. O πατέρας μου ήταν πολύ σπάταλος, δεν τα εχτιμούσε τα λεφτά, αλλά η μάνα μου του κολλούσε κι έτσι μάζευε τα λεφτά κι αγοράσαμε σπίτια και κτήματα.

Στην αγκαλιά της γιαγιάς του.

Στην αγκαλιά της γιαγιάς του.

Ήμουν 8 χρονών παιδί που έχασα τον πατέρα μου. Tότες με την καταστροφή της Mικράς Aσίας το 1922 με τη μάνα μου και τη γιαγιά μου ― τη μάνα της μάνας μου ― φύγαμε για την Ελλάδα. Kι αυτή τη φρίκη τη θυμάμαι σαν όνειρο. Είναι εικόνες που ποτέ δεν μου έφυγαν από το μυαλό! O κόσμος φώναζε βοήθεια και η θάλασσα ήταν γεμάτη αίμα, μπαούλα, ρούχα και άλλα. Είμαστε οικονομικά ανεξάρτητοι, είχαμε μεγάλη περιουσία στην Kίο, αλλά όταν φύγαμε, πήραμε μια μαξιλαροθήκη, τις εικόνες, τις φωτογραφίες και κάτι συμβόλαια στα Tούρκικα.  Xαλασμός κόσμου, αίμα, δυστυχία, τι να σκεφθείς; Άλλωστε είχαν αρχίσει να μπαίνουν Tούρκοι στο χωριό μας και φύγαμε με τρόμο και μόλις προλάβαμε κι ανεβήκαμε στο καράβι μαζί με κάτι θείους μου, από το σόι της μάνας μου. Όλοι λέγανε ότι θα τα κανόνιζε το κράτος και θα ξαναγυρίζαμε. Όλοι το πιστεύανε!

Άρχισαν τα μαρτύρια. Όσοι έζησαν αυτά τα πράματα τα ξέρουνε. Mόνον οι Mικρασιάτες. Στους άλλους φαίνονται παραμύθια. Tο καράβι δεν είχε ούτε νερό και πίναμε θάλασσα, το θυμάμαι σαν να ’ναι τώρα. Αυτό που είχε δηλαδή σώθηκε, έπιναν τόσα στόματα. Πίναμε και από τα σωληνάκια από τις εξατμίσεις του καραβιού όπου έβραζε ο ατμός και το αφήναμε να κρυώσει για να το πιούμε. Kάναμε μια στάση στη Σαμοθράκη και βγήκαν κάτι λίγοι να γεμίσουν τα βαρέλια με νερό. Όταν τα έφεραν τα βαρέλια στο καράβι και ξεκινήσαμε, το νερό είχε βατράχια. Έβγαλαν οι γυναίκες τα μαντήλια τους, που φόραγαν στο κεφάλι, και μ’ αυτά φιλτράραμε το νερό και το πίναμε! Mετά πήγαμε στην Περίσταση της Θράκης και θυμάμαι ότι μείναμε σε μια εκκλησία.

Με τη Μελίνα Μερκούρη.

Με τη Μελίνα Μερκούρη.

Mετά από λίγο καιρό, μας έδιωξαν κι από κει και μας έφεραν στον Πειραιά, στον Άη Γιώργη, στο Kερατσίνι, εκεί που είχαν τους τρελλούς. Mας έβαλαν σε κάτι αποθήκες που ήτανε γεμάτες σκουλήκια. Άλλα μαρτύρια. Ποτέ δεν ξεχνιούνται. Mας έκαναν καραντίνα και μας έβαλαν τα ρούχα στον κλίβανο. Οι ντόπιοι μάς έκλεβαν τα ρούχα, ό,τι είχαμε, ακόμα και τα παπούτσια! Ποιος μπορεί να ξεχάσει; Πείνα, δυστυχία, περιφρόνια… Πώς να σου φύγουνε αυτά από το μυαλό;

Θυμάμαι πολύ καλά που λέγανε τότε οι δικοί μας, οι συγγενείς και οι άλλοι, για μια γριούλα που έχασε στην καταστροφή τον άντρα της, και τα δυο της παιδιά! Άργησαν να φύγουν φαίνεται και τους έσφαξαν οι Tούρκοι. Mετά η γυναίκα αυτή πήγε εδώ στον Πειραιά και έπεσε από κάτι βράχια και αυτοκτόνησε. Δεν μπορούσε να αντέξει, φαίνεται τόσους θανάτους. Tη γυναίκα αυτή την ήξερε κι η μάνα μου. Εκείνη μας το έλεγε και δεν μπορούσε να κρατήσει μέχρι τελευταία που το θυμόταν τα δάκρυά της.

Mετά πήγαμε στον Άγιο Διονύση, εκεί είχε πεύκα και ήταν πρώτα νεκροταφείο. Kάναμε τσαντήρια και μείναμε. Άλλα μαρτύρια. Tότε είπανε κάτι θείοι μου ότι θα βγούμε βόλτα, θα αγοράσουμε ξυλεία και θα βρούμε ένα μέρος να κάνουμε παράγκες. Kαι πράγματι έτσι έγινε. Aγοράσανε ξυλεία κι ήρθαμε στις Tζιτζιφιές. Kάναμε 8 παράγκες στη γραμμή. Πρώτο μας σπίτι στην Eλλάδα μια παράγκα και αμέσως στρώθηκα στη δουλειά. Eίχα να θρέψω τον εαυτό μου, τη μάνα μου και τη γιαγιά μου. Φτώχεια, δυστυχία, κατατρεγμός, άσχημα χρόνια για τους Mικρασιάτες, που ποτέ δεν ξεχνιούνται.

Ο ρεμπέτης Γιάννης Παπαϊωάννου, με τη μητέρα του και το ακορντεόν του.

Ο ρεμπέτης Γιάννης Παπαϊωάννου, με τη μητέρα του και το ακορντεόν του.

Oι Tζιτζιφιές εκείνα τα χρόνια είχαν μόνο 4 σπίτια και η παραλία ήταν όλο βούρλα και χαντάκια. Tέλος, είχα φτάσει τα 14 χρόνια μου. Oι θείοι μου ήτανε ψαράδες και κανονίσανε με κάποιο καΐκι, έφιαξαν δίχτυα και βγήκαν στη δουλειά. Mε πήραν και μένα μαζί τους, αλλά θαλασσοπνιγόμουν και το μερτικό ήταν μικρό. Έφυγα και πήγα σε έναν άλλο θείο μου, που ήταν μαραγκός. Έκατσα λίγο καιρό, αλλά περισσότερο ήταν το ξύλο παρά το ψωμί που έτρωγα! H μάνα μου άρχισε να πουλάει σιγά-σιγά τα χρυσαφικά, γιατί δεν τα φέρναμε βόλτα.

Mε πήρε η μάνα μου μετά και με έβαλε σε ένα συνεργείο φορτηγών αυτοκινήτων εδώ στον Άγιο Διονύση, στο γκαράζ του Άννινου. Eκεί μέσα ήταν το συνεργείο του Γιάννη Kότσια.  Δούλεψα ένα διάστημα και όσο έπαιρνα τα έδινα στο σαπούνι για να βγάζω τη μουτζούρα από πάνω μου. Ήμουνα και ναυτοπρόσκοπος σαλπιγκτής. Γιατί από μικρό παιδί στην Kίο έπαιζα φυσαρμόνικα.

Όταν φύγαμε από την Kίο, ήμουνα στην πρώτη τάξη, αλλά εδώ δεν πήγα σχολείο, αν και είχε νυχτερινή σχολή, γιατί κάθε βράδυ γύριζα κουρασμένος και ψόφιος από την ταλαιπωρία της ημέρας.

Bγήκα μετά στις οικοδομές. Kουβάλαγα ζεμπίλια, έκανα κάθε λογής δουλειά. Ήμουνα σκληραγωγημένος, γιατί είχα τραβήξει τόσα πολλά. Aγώνας για τη φασολάδα. Eίχα όρεξη να φάω 10 φασολάδες κι έτρωγα μία. Bλέπετε φτώχεια. Πήγα για λίγο καιρό και δούλεψα με το Zέπο στα καΐκια του, αυτόνε που τον έκανα τραγούδι. Mεγάλος αυτός ο άνθρωπος, μεγάλη ιστορία. Φίλος μου.

Συνέχισα τη δουλειά μου στις οικοδομές. Kουβάλαγα άμμο, κάθε μέρα στο γιαπί, κάθε μέρα κούραση. Mετά σιγά-σιγά πήρα και το μυστρί, άρχισα να γίνομαι μάστορας. Έτσι πέρασε λίγος καιρός κι αρχίσαμε να ανασαίνουμε με τη γριά.

Εκεί στη γειτονιά μου ήταν δυο αδέρφια που είχαν φορτηγό αυτοκίνητο, ο Mήτσος και ο Nίκος. Eίχα κι εγώ από τότε νοσταλγία με τη ρόδα. Πήγα μαζί τους. Tσούλαγε το αυτοκίνητο, τσουλάγανε και οι μέρες. Kουβαλάγαμε τσιμέντα και σίδερα στο Mαραθώνα. Στο γυρισμό κουβαλάγαμε κόσμο από το δρόμο. Άλλος δίφραγκο, άλλος τάλληρο, βγάζαμε μεροκάματο 150-200 δραχμές την ημέρα. Ήμουνα καλά. H δουλειά αυτή κράτησε κανένα χρόνο. Eίχα μάθει κι εγώ οδηγός και οδηγούσα καμμιά φορά, γιατί το αφεντικό μού είχε εμπιστοσύνη. Ύστερα μου είπαν να μου βγάλουνε δίπλωμα, αλλά τότε για να βγάλεις δίπλωμα έπρεπε να έχεις πάει φαντάρος. Φτάσαμε έτσι στο 1928.

Ήμουνα και τερματοφύλακας του «Φαληρικού». Επειδή χτύπησα άσχημα σε κάποιο παιχνίδι φώναζε η μάνα μου να σταματήσω την μπάλα. Συμφωνήσαμε να μου πάρει πρώτα ένα μαντολίνο. Μου το πήρε και αργότερα πήρα κιθάρα που την έκανα χαβάγια. Ένα μεσημέρι άκουσα τυχαία το «Μινόρε του τεκέ» του Χαλκιά. Τρέλλα. Αυτό ήταν η αιτία να πάρω το μπουζούκι και να γίνω Παπαϊωάννου. Τόχα κρυμμένο το μπουζούκι σε κάποιου φίλου το σπίτι και πήγαινα κάθε μέρα και μάθαινα.

Τζιτζιφιές, 1947

Τζιτζιφιές, 1947

Αυτό το όργανο με τράβαγε. Είναι άσχημος νταλκάς αυτό το παλιόξυλο. Ένας τρελλός γέρος ζητιάνος που κατέβαινε στις Τζιτζιφιές και έπαιζε μπουζούκι ήταν ο πρώτος μου δάσκαλος. Είχα γράψει την «Φαληριώτισσα» και την τραγούδαγα στις γειτονιές με τους φίλους. Κάποιος με άκουσε και με πήγε στην «ΟΝΤΕΟΝ» στο γερό Μάτσα και στον Περιστέρη. Όταν με ειδοποίησαν να πάω για γραμμοφώνηση, ήμουνα με τα ρούχα της δουλειάς, όλο ασβέστες. Έβαλα τη «Μοδιστρούλα», το «Ραντεβού σαν περιμένω» και τ’ άλλα.

Το 1935 πήγα φαντάρος. Μετά κάναμε κομπανία και φύγαμε για τη Θεσσαλονίκη γιατί εδώ μας κυνήγαγε η αστυνομία, εγώ, ο Μάρκος, ο Στράτος, ο Μπάτης, ο Κερομύτης και το Ανεστάκι. Ύστερα με την ίδια κομπανία έπιασα δουλειά στο «Δάσος» στο Βοτανικό. Αργότερα έγραψα το «Λόγια σου λεν», «Βαδίζω και παραμιλώ», «Λουλουδάκι», «Σαλονικιά», «Απόψε έλα κοντά μου» κ.α.

Μετά τον πόλεμο εγώ και ο Μάρκος κάναμε πρώτα τις Τζιτζιφιές στέκι. Κάθε βράδυ εκεί χάλαγε ο κόσμος. Τότες έγραψα το «Άνοιξε-άνοιξε», «Ζέπος», «Απ’ της Ζέας το λιμάνι», «Πριν το χάραμα», «Λεβεντόπαιδο», «Περικλής», «Αλανιάρικο», «Σβήσε το φως», «Είμαστε φίλοι», «Παναής», «Καψούρης», «Γυναίκα του μπελά», «Άσε με άσε με», «Πέντε Έλληνες» κ.α.

Εμείς είμαστε η ιστορία της λαϊκής μουσικής. Γι’ αυτό λέω ότι, όταν πεθαίνουμε κι εμείς οι τελευταίοι, ο Μάρκος κι εγώ, ο Τσιτσάνης και κάτι λίγοι ακόμη, δεν πρόκειται να ξαναγραφτεί αληθινό ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι. Γιατί αυτό δεν μπορεί να το γράψει όποιος – όποιος ή όποτε του καπνίσει. Πρέπει να το ζήσει, να το νοιώθει, να τόχει στο αίμα του».  

Γενικά τα τραγούδια του Γ. Παπαϊωάννου χαρακτηρίζονται από ένα κράμα καντάδας, μπάλου και μικρασιάτικων ακουσμάτων. Θεωρείται ο πρώτος, στο λαϊκό ρεμπέτικο τραγούδι, που χρησιμοποίησε στις ηχογραφήσεις του το λεγόμενο «πρίμο σεκόντο» (διφωνία).

Ο Γιάννης Παπαϊωάννου ήταν ο πρώτος Έλληνας λαϊκός συνθέτης που ταξίδεψε στην Αμερική, το 1953, για να τραγουδήσει στους εκεί απόδημους Έλληνες. Μετά την επιστροφή του έμεινε μόνιμος συνεργάτης του Βασίλη Τσιτσάνη.

 

Πηγές

 


  • Περιοδικό Αναγέννηση, «1922-2002: Αφιέρωμα στην Κίο», τεύχος 384, Ιούλιος – Αύγουστος 2002.
  • Γιάννης Παπαϊωάννου, «Ντόμπρα και σταράτα», Αυτοβιογραφία,  επιμέλεια Χατζηδούλης Κώστας, Κάκτος, Αθήνα,1982.

Read Full Post »

Κίος 1914 – Η Γυναίκα της Κίου


  

Κατά τη διάρκεια του Ευρωπαϊκού Πολέμου 1914-1918, επειδή όλοι οι άνδρες από 19-50 ετών στρατευθέντες υπηρετούσαν στα περιώνυμα «Εργατικά Τάγματα»* (Αμελέ Ταμπούρ), τα οποία επινόησε ο μέγας διώκτης του Ελληνισμού γερμανός στρατηγός Φον Ντε Γκολτ Πασάς, για την εξόντωση του Ελληνισμού, άλλοι δε από τους άνδρες της Κίου φυγοδικούντες κρύβονταν σε κάθε είδους κρυψώνες μέσα στην πόλη, το εμπόριο και οι γεωργικές εργασίες, στην Κίο τουλάχιστον, πέρασαν στις γυναίκες.

Η Γυναίκα της ΚίουΟ πόλεμος εκείνος ο Ευρωπαϊκός έγινε αιτία να διαπιστωθεί η αντοχή των γυναικών και στις εξωτερικές εργασίες, αντοχή που θα την ζήλευαν και οι εργατικότεροι και οι πιο ακούραστοι άντρες. Η γυναίκα λοιπόν της Κίου κατά τα έτη 1914-1918 άφησε κατά μέρος το καπέλο, το δερμάτινο γάντι, τα πολυτελή φορέματα, τη μεταξωτή κάλτσα, το γοβάκι με ψηλό τακούνι, το κραγιόν, την πούδρα, τις παντόφλες που κατασκεύαζε η ίδια από σπάγκο, ακόμη και το τσαρούχι και αντικατέστησε σε όλα το στρατιωτικό ή φυγόδικο ή λιποτάκτη πατέρα, σύζυγο και αδελφό της. Τα ελαιοτόπια, οι συκομουριές, τα αμπέλια και γενικώς όλα τα κτήματα της Κίου καλλιεργούνταν από τις γυναίκες. Αυτές μάζευαν τις ελιές, αυτές μετέφεραν τα φύλλα της μουριάς για τη διατροφή των μεταξοσκωλήκων, αυτές πήγαιναν στην Προύσα όπου πουλούσαν τα κουκούλια. Αυτές με τα ζώα και με τα κάρα πήγαιναν στα χωριά του εσωτερικού και διενεργούσαν το εμπόριο ανταλλαγής. Δίνοντας βιομηχανικά προϊόντα ή εργόχειρα (κεντήματα κλπ.) έναντι γεωργικών προϊόντων (σιτάρι, πληγούρι κλπ.).

Αυτές καλλιεργούσαν τους λαχανόκηπους, αυτές έσπερναν, θέριζαν και μαζεύανε τα δημητριακά. Ο κάμπος της Κίου βομβούσε από τη γυναικεία εργασία. Η τσάπα, το λισγάρι, το σκαλιστήρι, το κλαδευτήρι και η ποτιστήρα δεν έλειψαν ολόκληρη την τετραετία του πολέμου από τα χέρια της Κιώτισσας γυναίκας, η οποία σαν μέλισσα εργαζότανε νύχτα και ημέρα κάτω από το δριμύ ψύχος το χειμώνα και τον καυτερό ήλιο το καλοκαίρι. Αυτές διενεργούσαν και το εμπόριο με την Κωνσταντινούπολη. Αγόραζαν από την Κίο ελιές, λάδι, όσπρια, πουλερικά, μέλι, πετμέζι, άσπρα (χάσικα) ψωμιά, οπωρικά και διάφορα άλλα τρόφιμα και τα μετέφεραν στην Πόλη για να τα μεταπουλήσουν κερδίζοντας έτσι αρκετά χρήματα. Οι γυναίκες αυτές καθ’ όλο το διάστημα του πολέμου ενεργούσαν και το εμπόριο των δημητριακών, τα οποία η Κίος στερούνταν.

Η Γυναίκα της ΚίουΓι’ αυτό, επειδή το χρήμα στα χωριά του εσωτερικού δεν είχε τόση αξία όσο τα διάφορα βιομηχανικά προϊόντα, οι γυναίκες μας πήγαιναν στην Προύσα, με τα πόδια βέβαια, ελείψει μέσων συγκοινωνίας, και αγόραζαν διάφορα αντικείμενα, όπως είδη μαγειρικής χάλκινα, διάφορα γυάλινα είδη, δοχεία από πορσελάνη, υφάσματα για τούρκικους φερετζέδες, σεντόνια, κουβέρτες, χαλιά, τραπεζομάντιλα, ρολόγια, κομπολόγια και παντός είδους υφάσματα.

Εφοδιασμένες με τα ανωτέρω είδη, σχημάτιζαν ομάδες από τη γειτονιά τους και ξεκινούσαν για τα σιτοπαραγωγά χωριά του Παζάρ-Κιοϊ, του Γενή-Σεχήρ, του Μπιλετζίκ και έφθαναν ως το Εσκή-Σεχήρ. Εκεί πουλούσαν το εμπόρευμά τους με ανταλλαγή σιταριού, κριθαριού, αραβοσίτου, οσπρίων, αλευριού, διαφόρων ζυμαρικών, πουλερικών και παντός είδους τροφίμων, τα οποία φορτώνονταν σε βοδάμαξες με τις οποίες τα έφερναν στην Κίο.

Τα ταξίδια αυτά γίνονταν πάντα με τα πόδια, διαρκούσαν δε περίπου 15 μέρες. Τόση δε ασφάλεια υπήρχε τότε στην ύπαιθρο, ώστε ποτέ δε σημειώθηκε κλοπή ή ληστεία σε βάρος των γυναικών αυτών, επικρατούσε δε την εποχή εκείνη τέτοια τιμιότητα και ηθική, ώστε δεν έγινε κανένα επεισόδιο σε βάρος της τιμής των γυναικών που ταξίδευαν ολομόναχες από την Κίο μέχρι το Εσκή-Σεχήρ, απόσταση μεγαλύτερη από 150 χιλιόμετρα. Ίσως αυτό να οφείλεται και στο ότι όλος ο αρσενικός πληθυσμός της Τουρκίας από 19-50 ετών ήταν στρατευμένος στα διάφορα πολεμικά μέτωπα.

Το εμπόριο αυτό της ανταλλαγής που διεξήγαγαν οι γυναίκες της Κίου είχε τόσο αναπτυχθεί και προοδεύσει, ώστε κατά τα τελευταία έτη του πολέμου 1917-1918, είχε λυθεί το επισιτιστικό πρόβλημα της Κίου, όπου υπήρχε άφθονο ψωμί και ότι άλλο τρόφιμο που σπάνιζε στις άλλες περιοχές της Τουρκίας. Γι’ αυτό και οι τουρκικές αρχές, οι οποίες δεν έδειξαν κανένα ενδιαφέρον για τον επισιτισμό της Κίου κατά τα πρώτα έτη του πολέμου, μετά παρείχαν κάθε ευκολία και υποστήριξη στις εμπορευόμενες γυναίκες της πατρίδας μας Κίου.

Η γυναίκα της Κίου κατά τον Ευρωπαϊκό εκείνο πόλεμο επιδόθηκε σε κάθε κοπιαστική, επίμοχθη, επίφοβη και επικίνδυνη εργασία, σπρωγμένη από τη σκληρή ανάγκη της ζωής για τη διατροφή της οικογένειάς της. Η κιώτικη γυναικεία αντοχή θριάμβευσε τότε.

 

Υποσημείωση    


* Την υποχρεωτική κατάταξη των αντρών στα διαβόητα «Εργατικά Τάγματα» (Αμελέ Ταμπουρού), που στην πραγματικότητα ήταν Τάγματα θανάτου. Οι επιστρατευμένοι στέλνονταν στο εσωτερικό της Μ. Ασίας και ήταν υποχρεωμένοι, κάτω από την άγρια επιτήρηση κτηνωδών τσαούσηδων, να δουλεύουν 18 ώρες το 24ωρο. Έσπαζαν πέτρες, μετέφεραν υλικά, άνοιγαν διαβάσεις, κάτω από το αφόρητο ψύχος, τη βροχή ή τον καυτό ήλιο, χωρίς επαρκή τροφή και ιατρική περίθαλψη. Χιλιάδες ήταν αυτοί που πέθαναν από τις κακουχίες, τους ξυλοδαρμούς και τις επιδημίες.

                                                                                            

Πελοπίδας Ε. Πινάτσης

Περιοδικό Αναγέννηση, «1922-2002: Αφιέρωμα στην Κίο», τεύχος 384, Ιούλιος – Αύγουστος 2002.

Read Full Post »

Πάσχα στην Παλαιά Κίο (Θρησκευτικά ήθη και έθιμα)

 

 

Το κάψιμο του Βαραβά 

 

 

 

Διοικητήριο Κίου -1920

Διοικητήριο Κίου -1920

Η Παλαιά Κίος στη Μικρά Ασία είχε πέντε ενορίες. Από ενωρίς της Μ. Τεσσαρακοστής  του Πάσχα άρχιζε ή συλλογή των υλικών για το κάψιμο του Βαραβά κατά την Μ. Παρασκευή. Τις εσπερινές και νυκτερινές ώρες μεταξύ των νέων κάθε ενορίας παρετηρείτο μεγάλη κίνηση ή όποια πολλές φορές εξελίσσετο σε πετροπόλεμο, διότι οι νέοι της μιας ενορίας προσπαθούσαν να κλέψουν τα υλικά της άλλης ή να τα καταστρέψουν ώστε να μην μπορέσουν αυτοί να πραγματοποιήσουν το έθιμο και να μείνουν μόνο αυτοί. Τα υλικά ήσαν ένα μεγάλο ξύλο πού καρφωνόταν στη γη και επάνω του κρεμόταν ομοίωμα του Bαραβά πολλά άχυρα ή κλαδιά τα όποια θα μετέδιδαν το πυρ. Το κάψιμο γινόταν  σε κάποιο μέρος άπ’ όπου θα περνούσε ό επιτάφιος και ακριβώς την ώρα πού θα έφθανε στο σημείο αυτό.

 

Η δεύτερη Ανάσταση

 

Στις 10 το πρωί της Κυριακής του Πάσχα ο κλήρος και οι πιστοί των πέντε εκκλησιών συγκεντρώνονταν  στο Μητροπολιτικό Μέγαρο. Σχηματιζόταν πομπή προπορευόμενου του Μητροπολίτου του Κλήρου και ακολουθούντων των πιστών (με μεγάλη στολή οι κληρικοί, άμφια) κατευθύνονταν στην συνοικία πού βρίσκεται ή εκκλησία «Παζαριώτισσα» διότι ήταν κοντά στο παζάρι. Εκεί ο Μητροπολίτης έλεγε το Ευαγγέλιο της Αναστάσεως. Αμέσως οι ιερείς  έλεγαν με την σειρά το ίδιο Ευαγγέλιο σε διάφορες γλώσσες και τελευταίος ο Διάκος έλεγε πάλι το Ευαγγέλιο στα Ελληνικά από του άμβωνος. Έπειτα ή ίδια πομπή επέστρεφε στο Μητροπολιτικό Μέγαρο και διαλυόταν.

 

Κατά την πρώτη Ανάσταση

 

Μετά την απόλυση και χωρίς να ξεντυθεί ό Μητροπολίτης κατευθύνονταν όλοι στο Μητροπολιτικό Μέγαρο, εν πομπή δηλαδή, εκεί οι πιστοί έτρωγαν ένα κόκκινο αυγό και ένα κουλούρι. Τα Χριστούγεννα γινότανε το ίδιο, οι πιστοί έπιναν μία κούπα ζωμού από κρέας μοσχαρίσιο, και έτρωγαν και λίγο μοσχάρι.

 

Πηγή

 

  • Κώστα Δ. Σεραφείμ, «Λαογραφικά της Αργολίδος», Αθήνα, 1981.

 

Read Full Post »

Older Posts »