Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for the ‘Ερμιονίδα’ Category

Η επιδημία της πανώλης στην Ερμιονίδα (1824, 1828) |Γιάννης Σπετσιώτης – Τζένη Ντεστάκου


 

Σε όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα, μόνο για δώδεκα χρόνια δεν αναφέρονται θάνατοι από κάποια επιδημία στον ελληνικό κόσμο. Η πανώλη (πανούκλα, θανατικό ή λοιμός) ήταν συχνότερη και φονικότερη, συνοδευόμενη όμως από τον τύφο, την ευλογιά, τη χολέρα, τη λέπρα… Μια εξίσου φονική έξαρσή της θα εκδηλωθεί στην Κωνσταντινούπολη, το 1778, ενώ, λίγο πριν την Επανάσταση, η πανούκλα του 1812-1819 ήταν η πιο θανατηφόρα.

Η πρώτη καταγεγραμμένη επιδημία μετά την κήρυξη της Επανάστασης εκδηλώθηκε στην Τρίπολη, είχε ως αιτία τον εξανθηματικό τύφο που προκάλεσε περίπου 3.000 θανάτους, ενώ επιδημία τύφου εκδηλώθηκε αργότερα, στο Ναύπλιο και σε άλλες πόλεις που τελούσαν υπό πολιορκία. Στο Μεσολόγγι ίσως οι θάνατοι από δυσεντερία να ξεπέρασαν εκείνους της ηρωικής Εξόδου.

Όμως, η τελευταία μεγάλη επιδημία την οποία αντιμετώπισαν οι αγωνιζόμενοι Έλληνες ήταν στα 1828 και αντιμετωπίστηκε από τον Καποδίστρια, που μόλις πριν τρεις μήνες είχε φθάσει στην Ελλάδα…

 

Στις 12 Φεβρουαρίου του 1824 το Υπουργείο Αστυνομίας απέστειλε έγγραφο στην προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδας που είχε εγκατασταθεί, για δεύτερη φορά, στην Ερμιονίδα,[1] προκειμένου να ενημερωθεί για την εμφάνιση της θανατηφόρας επιδημίας της πανώλης στην Ερμιόνη.

Παπαφλέσσας. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία. Adam Friedel.

Η ηγεσία του Υπουργείου Αστυνομίας ανατέθηκε προσωρινά στον τότε Υπουργό Εσωτερικών Γρηγόριο Δικαίο (Παπαφλέσσα), ο οποίος έλαβε άμεσα «προφυλακτικά», καθώς ανέφερε, μέτρα, όπως είχε υποχρέωση. Επειδή όμως «η απαιτουμένη εντελώς προφύλαξις είναι αδύνατος και επομένως είναι ενδεχόμενο να διαδοθή το μίασμα και να μεταδοθή το κακό», είναι σκόπιμο όλα αυτά να τα σκεφθεί η Διοίκηση και να αποφασίσει σχετικά με την παραμονή της ή μη στην πόλη. Τελικά, στις 6 Μαρτίου 1824, η Διοίκηση (Βουλευτικό και Εκτελεστικό) αποχώρησε από το Κρανίδι και παρέμεινε για τρεις ημέρες στα πλοία, που ήσαν αγκυροβολημένα στον Αργολικό Κόλπο.

Πέντε μήνες αργότερα, στις 11 Ιουλίου 1824, «Ο φίλος του Νόμου – Εφημερίς της Διοικήσεως και της Νήσου Ύδρας», αρ.φ.34, δημοσίευσε επιστολές της τοπικής Διοίκησης (Δημογεροντίας της Ερμιόνης), όπου βεβαιώνεται ότι η πανώλη «έπαυσε» προ 2 μηνών. Ωστόσο, προ δωδεκαημέρου, απεβίωσε «εις άνθρωπος το οποίον έδωκεν υποψίαν» αλλά τελικώς εφάνη ότι ουδόλως σχετίζεται με την επιδημία της πανώλης, καθώς στο σπίτι που διέμενε ουδείς άλλος νόσησε. Επισημαίνεται, μάλιστα, στην επιστολή τους ότι η πόλη ζητεί να αποκατασταθεί η συγκοινωνία, αφού κίνδυνος πλέον δεν υφίσταται.

Στα μέσα Απριλίου 1828 νέα επιδημία πανώλης που φαίνεται να ξεκίνησε από την Ύδρα, έπληξε τον Πειραιά, τα νησιά του Σαρωνικού και απείλησε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Λέγεται πως τη μετέδωσαν τα αιγυπτιακά στρατεύματα του Ιμπραήμ. Σύμφωνα, όμως, με την εφημερίδα «La Gazzette de France», No 168/17 Ιουλίου 1828, την πανώλη «έφεραν» στην Ύδρα και τις Σπέτσες Έλληνες αιχμάλωτοι που είχαν επιστρέψει στα νησιά από το στρατόπεδο του Ιμπραήμ. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Η ελιά και το λάδι από την αρχαιότητα έως σήμερα – Γεώργιος Ζέρβας, π. Πρύτανης Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών


 

Εισαγωγή

Το θέμα του άρθρου είναι η ελιά και το λάδι. Λέξεις σε όλους μας γνωστές, καθημερινές και συχνές, ιδιαίτερα στην όμορφη Ερμιονίδα που έχει μακρά παράδοση στην ελαιοκαλλιέργεια και την παραγωγή του φημισμένου ποιοτικού της ελαιόλαδου.

 

Ελιά η ευλογημένη… στο Ηλιόκαστρο (Φωτογραφία: Ρίνας Λουμουσιώτη).

 

Η ελιά χαρακτηρίζεται ως δένδρο ιερό και τιμημένο, ταπεινό και ζωηφόρο, αιωνόβιο που από τα πολύ παλιά χρόνια τρέφει τους Έλληνες και όχι μόνο, στεφανώνει τους νικητές, ζεσταίνει τις κρύες ημέρες του χειμώνα, και συντηρώντας μια μικρή φλόγα με το λάδι των καρπών της στο καντήλι απευθύνει προσευχή και ευχαριστία, εκπέμποντας πνευματικότητα και δύναμη.

Η ελιά αποτελεί μια ξεχωριστή παρουσία στο τοπίο και τον πολιτισμό της Χώρας μας που χάνεται στα βάθη του χρόνου και του μύθου, που έχει αποτελέσει, μεταξύ άλλων, αγαπημένο θέμα για την τέχνη που καταγράφει παραστάσεις, έννοιες και βιώματα και εικαστικές αναφορές στον χώρο και τον χρόνο. Αποτέλεσε, και εξακολουθεί να αποτελεί, ανεξάντλητη πηγή καλλιτεχνικής έμπνευσης και δημιουργίας εικαστικής, ποιητικής, λογοτεχνικής, κ.ά. με τη μορφή της, το χρώμα της, το φως και την αίσθηση γαλήνης που αναδύει.

Η ελιά αγαπήθηκε, υμνήθηκε και τιμήθηκε σαν γυναίκα ή σαν η «ελιά η τρελή», η ιερή. Της αποδόθηκε θεϊκή προέλευση, ιερότητα και συμβολικό περιεχόμενο, ιδιαίτερα από τους Έλληνες, περισσότερο από κάθε άλλο Μεσογειακό πολιτισμό. Θεωρείται σύμβολο της αθανασίας, της καρποφορίας, της αφθονίας, της νίκης, της σοφίας και της συμφιλίωσης.

Από την Ελληνική και Αιγυπτιακή Μυθολογία, η ελιά παρουσιάζεται ως θεϊκό δώρο στους θνητούς και μέχρι σήμερα, τον αιώνα της παγκοσμιοποίησης, παραμένει ένα από τα ελάχιστα στοιχεία του Μεσογειακού πολιτισμού που δεν έχει αλλοιωθεί.

Σύμφωνα με τους ιστορικούς, η ελιά κατάγεται από τις χώρες της Ν. Ασίας, ενώ κατ’ άλλους από τη Συρία. Δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για το πότε άρχισε η καλλιέργεια της ελιάς στη Μεσογειακή λεκάνη, ούτε για τον τρόπο διάδοσής της. Θεωρείται ότι στη Χώρα μας έφτασε ή με τα περιττώματα των αποδημητικών πτηνών ή με την ανάπτυξη της θαλάσσιας επικοινωνίας. Από σχετικές μελέτες προκύπτει ότι η ελιά, ως αγριελιά, καλλιεργούνταν από την παλαιολιθική και μεσολιθική περίοδο, ενώ ίχνη ελιάς, ως απολιθωμένα φύλλα, βρέθηκαν στην Καλδέρα της Σαντορίνης που χρονολογούνται πριν 50.000 με 60.000 χρόνια.

Ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι η ελιά καλλιεργήθηκε αρχικά στην Κρήτη, στο τέλος της ενετοκρατίας και κυρίως επί τουρκοκρατίας, ενώ στη Μυθολογία αναφέρεται ότι το πρώτο δένδρο ελιάς φύτρωσε στην Ακρόπολη και το δεύτερο στον ελαιώνα της Ακαδημίας. Πινακίδες που βρέθηκαν στα ανάκτορα του Νέστορα στην Πύλο και την Κνωσσό, διέσωσαν τα ιδεογράμματα που χρησιμοποιήθηκαν από τους ανακτορικούς γραφείς για να δηλωθεί συντομογραφικά το ελαιόδεντρο, ο ελαιόκαρπος και το ελαιόλαδο. Σημαντικές πηγές πληροφόρησης για την ελαιοκαλλιέργεια στη Χώρα μας, αλλά και για την εξέλιξη της τεχνολογίας παραλαβής ελαιόλαδου από τον ελαιόκαρπο, αποτελούν κυρίως τα μοναστηριακά αρχεία.

 

Το μάζεμα της ελιάς. Μελανόμορφος αττικός αμφορέας που αποδίδεται στον ζωγράφο του Αντιμένη, περίπου 520 π.Χ. Βρέθηκε στο Vulci της Ιταλίας. Βρετανικό Μουσείο.

 

Στην περιοχή μας, στη θέση Μπουζέικα, δεξιά από το ξενοδοχείο ΝΙΚΙ BEACH στο Πορτοχέλι, υπάρχουν απομεινάρια της πόλης των Αλιέων η οποία τον 7ο π.Χ. αιώνα αριθμούσε περί τους 450 κατοίκους. Η πόλη αυτή έφθασε στην ακμή της τον 6ο  με 4ο αιώνα π.Χ. με 2.500 κατοίκους οι οποίοι είχαν αναπτύξει σημαντική εμπορική δραστηριότητα στηρίζοντας την οικονομία της πόλης στην εμπορική εκμετάλλευση του ελαιόλαδου. Στα ευρήματα της περιοχής αυτής έχει εντοπιστεί ένας αριθμός ελαιοπιεστηρίων (ελαιομύλων) της εποχής και μεγάλα πιθάρια αποθήκευσης ελαιόλαδου που αποδεικνύουν το μέγεθος της παραγωγής ελαιόλαδου την εποχή εκείνη. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Ληστεία, η μάστιγα της Ελλάδας του 19ου αιώνα και ο Δήμαρχος Ερμιόνης Δημήτριος Νικ. Νικολάου – Γιάννης Μ. Σπετσιώτης


 

Είναι γνωστό, πως η ληστεία ήταν ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Από την εποχή του Καποδίστρια[1] σε πολλές περιοχές της ελεύθερης Ελλάδας παρουσιάστηκαν κρούσματά της και η δράση ορισμένων ληστών πήρε μεγάλες διαστάσεις, ώστε να γίνει αληθινή μάστιγα της Χώρας.

Τα χρόνια της αντιβασιλείας και της βασιλείας του Όθωνα τα προβλήματα της ληστείας έγιναν εντονότερα. Οι ληστές γνωρίζοντας άριστα τη μορφολογία των τόπων, όπου επιχειρούσαν τις επιθέσεις τους, τα μονοπάτια, τα περάσματα, τα δύσβατα μέρη, τις σπηλιές και τα καταφύγια πολλές φορές ξέφευγαν από την αστυνομία και τις ειδικές στρατιωτικές μονάδες που τους καταδίωκαν. Διαβόητοι ληστές της εποχής του Όθωνα, μεταξύ των πολλών που έχουν καταγραφεί, ήσαν οι Κακαράπης και Νταβέλης.

 

Στη φωτογραφία, σύμφωνα με τους απογόνους του λήσταρχου Κακαράπη (Λουκά Μπελούλια του Κωνσταντίνου ή Κακαράπη), τρίτος από αριστερά απεικονίζεται ο λήσταρχος Κακαράπης. Πρώτος από αριστερά ο λήσταρχος Νταβέλης. Δημοσιεύεται στον ιστότοπο του Εκπολιτιστικού Συλλόγου Στειρίου Βοιωτίας.

 

(περισσότερα…)

Read Full Post »

Η ερμιονίτικη οικογένεια του Γιάννη Φασιλή – Τουτούνη | Ήρα Φραγκούλη – Βελλέ


 

Στην Κωνσταντινούπολη

 

Ήταν περίπου τη 10ετία του 1850, όταν δυο ερμιονίτικα ιστιοφόρα άραξαν στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης. Οι δυο καραβοκύρηδες έτρεξαν αμέσως στο τελωνείο να δηλώσουν την άφιξή τους και να αναζητήσουν γράμματα και τηλεγραφήματα από την πατρίδα. Και οι δυο έχουν την ίδια αγωνία: Έχουν αφήσει τις γυναίκες τους στην Ερμιόνη σε κατάσταση εγκυμοσύνης και περιμένουν την έκβασή της.

Η χαρά ήταν και για τους δυο: Ο καπεταν – Γιάννης Φασιλής – Τουτούνης απέκτησε τον πρωτότοκο γιο του και ο καπεταν – Βασίλης Μπούρλας ένα κοριτσάκι. Μετά τα αμοιβαία κεράσματα οι δυο άνδρες υποσχέθηκαν ή ονειρεύτηκαν τα νεογέννητα παιδιά τους να ζευγαρώσουν. Η ζωή πραγματοποίησε την επιθυμία τους. Ο Πάνος Γιάννη Φασιλής παντρεύτηκε – από έρωτα – την Θεοδωρούλα Βασιλείου Μπούρλα.[1]

 

Αργυρώ και Κατίνα Φασιλή, Πειραιάς περ. 1890. Φωτογραφείο: Γαζιάδη. Αρχείο: Ανθούλα Λαζαρίδου-Δουρούκου.

 

Τον Ιωάννη Φασιλή, τον επονομαζόμενο Τουτούνη, συναντάμε στον εκλογικό κατάλογο ψηφοφόρων Ερμιόνης του 1906, πλοίαρχο, ετών 86 συμπεραίνοντας ότι γεννήθηκε το 1820. Εκτός από τον πρωτότοκο Πάνο απέκτησε δύο ακόμα αγόρια, τον Αγγελή και τον Σπύρο και δύο κορίτσια την Κατερίνα και την Αργυρώ. Αναγνωρίζουμε ακόμα τον Ιωάννη Φασιλή σε ναυλοσύμφωνο του 1874[2] με το οποίο το καΐκι «Πανωραία» των Νικολάου και Ιωάννου Φασιλή μεταφέρει 61000 οκάδες λεμόνια προς Κωνσταντινούπολη. Ο καπεταν-Γιάννης έκτισε το σπίτι του στο νότιο λιμάνι της Ερμιόνης και κατασκεύασε μπροστά του δικό του μαντράκι, που άραζε το πλεούμενό του. Τα εμπορικά του ταξίδια που μετέφεραν αγαθά από την Ερμιόνη και τον Πειραιά σε όλα τα λιμάνια της Μεσογείου, τον έφεραν και στην Αλεξάνδρεια, γι’ αυτό βρίσκουμε τους απογόνους του να σταδιοδρομούν στην Αίγυπτο, ωραίοι και καλοζωισμένοι. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Παρουσίαση του βιβλίου της Βιβής Σκούρτη, «Με Το Βελόνι Της Μνήμης  – Η υφαντική, η κεντητική και η ραπτική τέχνη στην Ερμιόνη του χθες»


 

Την Κυριακή 27 Ιουλίου, στις 7.30 το βράδυ, στο Σχολείο Συγγρού της Ερμιόνης, θα παρουσιαστεί το νέο βιβλίο της Βιβής Σκούρτη, «Με Το Βελόνι Της Μνήμης  – Η υφαντική, η κεντητική και η ραπτική τέχνη στην Ερμιόνη του χθες». Το βιβλίο σε σχήμα φωτογραφικού λευκώματος χωρίζεται σε ένδεκα μέρη τα οποία αναφέρονται στη ραπτική-μοδιστρική, στην ύφανση και στο κέντημα, στην Ερμιόνη, ενώ τα δυο τελευταία περιλαμβάνουν ένα φωτογραφικό λεύκωμα και προσωπικές αφηγήσεις.

 

«Με Το Βελόνι Της Μνήμης…»

 

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε: Δεν υπάρχει ελληνικό σπίτι που να μην έχει έστω κι ένα κέντημα, ένα πλεκτό ή ένα υφαντό από τα χέρια της γιαγιάς ή της μάνας. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Οι αρπαγές του Θεόδωρου Γρίβα στην Ερμιονίδα


 

Θεοδωράκης Γρίβας, ελαιογραφία του Ιωάννη Δούκα (1838–1916).

Ο Θεόδωρος Γρίβας, γνωστός και ως Θεοδωράκης Γρίβας (1797-1862), ήταν αγωνιστής του 1821 στρατηγός και πολιτικός. Γεννήθηκε στην Πρέβεζα και καταγόταν από τη σπουδαία οικογένεια Γρίβα της Ακαρνανίας από την Περατιά (χωριό που βρίσκεται κοντά στην είσοδο της γέφυρας που συνδέει την Λευκάδα με την Ακαρνανία).

Συμμετείχε στην επανάσταση με δικό του στρατιωτικό σώμα ενώ την περίοδο της ανεξαρτησίας διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο. Το 1836 κατέστειλε την εξέγερση της Στερεάς Ελλάδας εναντίον του Όθωνα, ενώ το 1847 οργάνωσε ο ίδιος επανάσταση, με σκοπό να καταργήσει την κυβέρνηση του Μαυροκορδάτου. Το κάστρο του Τεκέ στην Ακαρνανία, πρώην μοναστήρι, σύμφωνα με τις πηγές παραχωρήθηκε στον Γρίβα, αφότου το κατέλαβε.

Το 1827 η κατάσταση στην περιοχή της Αργοναυπλίας χειροτέρευε καθημερινά μετά τη φυγή και την εγκατάσταση της Αντικυβερνητικής Επιτροπής στην Αίγινα. Ο Γρίβας ήταν ο ουσιαστικός κυρίαρχος στο Ναύπλιο. Δεν του έφτανε που έδειξε μεγάλη αδιαφορία για την πατρίδα του τη Ρούμελη και τον κίνδυνο να υποδουλωθεί η Πελοπόννησος με το προσκύνημα που ζητούσε  ο Ιμπραήμ, αλλά φρόντιζε να εξουσιάζει όχι μόνο το Ναύπλιο αλλά και όλη την περιοχή μέχρι και την Ερμιονίδα, σαν να ήταν χωριστή δική του ηγεμονία. Έστελνε τα παλληκάρια του να εισπράττουν τις προσόδους του και καταδυνάστευε όσους τολμούσαν να αντισταθούν στις διαρπαγές του.

Ιδιαίτερα ο Γρίβας με την αχόρταγη πλεονεξία του, κατά το Δεκέμβρη του 1827, δημιούργησε σοβαρότατη κατάσταση με την απαίτησή του να πάρει από τους κατοίκους της Ερμιονίδας (τότε Κάτω Ναχαγιέ), το εισόδημα του αλατιού από τις αλυκές στη Θερμησία.

Είναι αλήθεια, ότι η Αντικυβερνητική Επιτροπή, για να ενισχύσει τον φίλο της Γρίβα, κατά του Κολοκοτρώνη, του είχε παραχωρήσει, το Μάρτη του 1827, όπως φαίνεται από γράμμα του ίδιου του Γρίβα, μερίδιο 25 χιλ. γρόσια από την αλυκή που είχε πουλήσει το αλάτι και να πάρει αυτό το μερίδιο παράνομα. Του είχε στείλει ομόλογο χρεωστικό για το δασμολόγο των προσόδων της αλυκής, να το προεξοφλήσει.

Οι τοπικές αρχές του Κρανιδίου, που ήταν στην περιοχή τους οι αλυκές του αλατιού, φρόντιζαν να εξασφαλίσουν τα παλιά και τοπικά δικαιώματά τους και για αυτό είχαν στείλει ανθρώπους τους στο Ναύπλιο. Αυτό εξαγρίωσε τον αχόρταγο Γρίβα, που είχε την αξίωση να εισπράττει αυτός όλα τα εισοδήματα της αλυκής, ενώ n διαταγή της Αντικ. Επιτροπής ήταν για μερίδιο των 25 χιλ. μόνο. Και, όπως γράφει ο Κασομούλης, «ο Γρίβας διεύθυνεν δύναμιν κατά του Κρανιδίου, και εσύναξεν όλα τα ζωντανά των εις το Παλαμήδι διά να τους υποχρεώσει να τραβηχτούν. Οι στρατιώται δεν περιορίσθησαν εις ταύτην μόνην την ποινήν αλλά εκτάνθησαν εις περισσοτέρας καταχρήσεις και εχθροπραξίας βλάψαντες και πολλούς αθώους. Οι Κρανιδιώται εζήτησαν και την βοήθειαν των Σπετζιωτών και Υδραίων ακόμη, και ενώ επικαλούντο την βοήθειαν της Διοικήσεως κατά του Γρίβα, προετοίμαζον και δύναμιν να κινηθούν κατ’ αυτού». (περισσότερα…)

Read Full Post »

Μερεμέτης Αθανάσιος (Κρανίδι 1911-Αθήνα 1994)


 

Ο Αθανάσιος Μερεμέτης γεννήθηκε στο Κρανίδι το 1911. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1931-1934) και εγγράφηκε στη Νομική Σχολή το 1935. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του διετέλεσε πρόεδρος του Ομίλου Φοιτητών Πανεπιστημίου Αθηνών και του Συλλόγου Φοιτητών Φιλοσοφικής Σχολής. Το 1937-1940 μετέβη στο Βερολίνο. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, εργάζεται στον Δήμο Αθηναίων, ως ιδιαίτερος γραμματέας του Δήμου το 1941 και ως έφορος της Δημοτικής Βιβλιοθήκης την επόμενη χρονιά.

Αθανάσιος Μερεμέτης.

Στο Βερολίνο βρέθηκε με υποτροφία του γερμανικού κράτους, ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή με θέμα τις «Γενικές αρχές του ποινικού και δημοσίου δικαίου σύμφωνα με τον Πλάτωνα» στο ομώνυμο Πανεπιστήμιο, ενώ είχε εκλεγεί και πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Φοιτητών Βερολίνου. Παράλληλα έκανε και σπουδές βιβλιοθηκονομίας, ως υπότροφος του Δήμου Αθηναίων.

Πριν από την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με πρωτοβουλία του αρχηγού της γερμανικής αντικατασκοπίας ναυάρχου Φον Κανάρη λαμβάνει χώρα μια σύσκεψη. Η σύσκεψη αυτή συγκλήθηκε με εισήγηση του Ιωάννη Βουλπιώτη, ενός αμφιλεγόμενου ατόμου της εποχής.[1]

Στη σύσκεψη εκείνη παραβρέθηκαν ο πρέσβης Ραγκαβής και διάφοροι νέοι Έλληνες επιστήμονες θετικών επιστημών με λαμπρές σπουδές αλλά και ο φιλόλογος Αθανάσιος Μερεμέτης, ως Πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Φοιτητών Βερολίνου. Ο σκοπός της σύσκεψης ήταν η δημιουργία μιας λέσχης από Έλληνες επιστήμονες που διέπρεπαν στους κλάδους των θετικών επιστημών στη Γερμανία, σε άλλες χώρες και στην Ελλάδα, που στον κατάλληλο χρόνο θα μπορούσε να γίνει εμποροβιομηχανική εταιρεία καινοτομιών, η οποία θα χρησιμοποιούσε στη βιομηχανία εφευρέσεις των Ελλήνων επιστημόνων. Ο μόνος που δεν φαινόταν να συγκινείται με την ιδέα ήταν ο Μερεμέτης. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Δεληγιάννης Βασίλης Ιω. (1887-1945) – Η ζωή και το έργο του Ερμιονίτη υφυπουργού οικονομικών, στην κυβέρνηση Βενιζέλου, Βασίλη Ιω. Δεληγιάννη.


 

Βασίλης Ιω. Δεληγιάννης.

Ο Βασίλης Ιω. Δεληγιάννης γεννήθηκε στην Ερμιόνη στις 4 Αυγούστου 1887 και είναι γιος του συμβολαιογράφου Ερμιόνης Ιωάννη Δεληγιάννη και της Παγώνας – γένους της μεγάλης οικογένειας Καραγιάννη στην Ερμιόνη.

Τελείωσε το δημοτικό σχολείο στην Ερμιόνη, και το σχολαρχείο στο Κρανίδι. Εν συνεχεία παρακολούθησε τις δύο πρώτες τάξεις του τότε τετραταξίου Γυμνασίου, στο Ναύπλιο και τις δύο τελευταίες στον Πειραιά. Αφού τελείωσε τη φοίτηση του στο γυμνάσιο γράφτηκε στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας μετά την αποφοίτηση του αναγορεύθηκε διδάκτωρ τον Μάρτιο του 1914. Κατά τη διάρκεια της φοίτησης του χρημάτισε διευθυντής της εταιρείας «Μεταλλεία Ερμιόνης» όπου διακρίθηκε για της εργατικότητα του, την δραστηριότητα και την μεθοδικότητα του που ανέπτυξε για την οργάνωση και την πρόοδο της εταιρείας. Παραιτήθηκε όμως από τη θέση του αυτή, για να επιδοθεί απερίσπαστος στις σπουδές του, κατά τη διάρκεια των οποίων εξέδιδε στην Αθήνα Πολιτικοοικονομική εφημερίδα την «Νέα Ημέρα», φιλελεύθερων Αρχών.

Διπλωματούχος πια διδάκτωρ της Νομικής προσελήφθη στο δικηγορικό γραφείο του Καθηγητού του Πανεπιστήμιου Βασιλείου, όπου μαζί με τον δικηγόρο Ιωάννη Βαρβέρη επεξεργάζοντο τους Ελληνικούς Κώδικες, τους οποίους εξέδιδε ο Καθηγητής.

 

Στο στρατό, στους πολέμους και στο κίνημα της Θεσσαλονίκης

  

Αφού στρατεύθηκε ξεπλήρωσε στο ακέραιο το καθήκον προς την πατρίδα και ως στρατιώτης έλαβε μέρος στους πολέμους του 1912 -13 όπου διακρίθηκε και παρασημοφορήθηκε για την ηρωική συμμετοχή του: 1) Στις μάχες κατά της Τουρκίας, της Ελασσώνος, Σαρανταπόρου, Γιαννιτσών, Πρεσπών και Αετοράχης. 2) Στην εκστρατεία κατά της Βουλγαρίας το 1913 και 3) για τον τραυματισμό του στη μάχη της Μανωλιάτας. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Η προέλευση των κρανιδιώτικων επωνύμων στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα (Ρίζα: ελληνική, αρβανίτικη, τουρκική, λατινική)[1] | Μαρίνα Τσιρτσίκου, Ιστορικός, Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού του Γενικού Επιτελείου Στρατού (ΓΕΣ/ΔΙΣ) – Υποψήφια Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων


 

Το Κρανίδι ανήκει στον νομό Αργολίδας, είναι πρωτεύουσα του Δήμου Ερμιονίδας και βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της Πελοποννήσου. Με την παρούσα έρευνά μου αναλύω την ετυμολογική προέλευση των κρανιδιώτικων επωνύμων στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα με ρίζα: ελληνική, αρβανίτικη, τουρκική και λατινική.

Ως εργαλείο της έρευνάς μου χρησιμοποιώ τα επώνυμα από το «Μητρώο Αρρένων Κρανιδίου». Συγκεκριμένα, έχω δημιουργήσει μια βάση δεδομένων με το πρόγραμμα εισαγωγής δεδομένων Excel και τους τύπους συναρτήσεων (IF, SUM) από το 1842 έως το 1890 με ποιοτικό δείγμα διακοσίων επωνύμων, από τους εγγεγραμμένους στο μητρώο. Τα επώνυμα διακρίνονται ποιοτικά και ποσοτικά ανάλογα με την ετυμολογική ρίζα τους: ελληνική, αρβανίτικη, τουρκική και λατινική. Επίσης, για την έρευνά μου χρησιμοποίησα βιβλιογραφία, λεξικά και προφορικές μαρτυρίες.

 

1. Το Κρανίδι και οι κάτοικοι του

 

Το Κρανίδι συνιστά την έδρα του δήμου Ερμιονίδας – Ερμιόνη, Ηλιόκαστρο, Θερμήσι, Πορτοχέλι, Κοιλάδα, Φούρνοι, Δίδυμα Λουκαΐτη – και περικλείεται από το όρος Δίδυμο. Από τον 12ο αιώνα έως τις αρχές του 19ου αιώνα, Έλληνες, Αλβανικές φάρες, Τούρκοι, Ενετοί και άλλες ευρωπαϊκές ομάδες στην Πελοπόννησο και ειδικότερα στην Αργολίδα δημιούργησαν ένα πολυπολιτισμικό αμάλγαμα στις τοπικές κοινωνίες της περιοχής.

Σημαντικές πληθυσμιακές εισροές σημειώθηκαν, κατά τη διάρκεια της πρώτης και δεύτερης Ενετοκρατίας (1388-1540, 1686-1715) στο Ναύπλιο και την αργολική πεδιάδα, όταν οι Ενετοί συγκρότησαν ένα μισθοφορικό σώμα (stradioti) από Έλληνες, Αλβανούς, Ιταλούς, Γερμανούς, Γάλλους, Φλαμανδούς κ.τ.λ, με σκοπό την προστασία των συνόρων και της αργολικής υπαίθρου από τους Τούρκους, στους οποίους παραχώρησαν γαίες για τη συντήρηση των ίδιων, αλλά και των οικογενειών τους[2].

Ορόσημο όμως στον εποικισμό της Πελοποννήσου θεωρείται η εγκατάσταση 10.0000 χιλιάδων Αλβανών ποιμένων, τους οποίους έφερε ο δεσπότης του Μυστρά Θεόδωρος Παλαιολόγος (1383-1407), λίγο πριν την πτώση της Κωνσταντινούπολης, και τους τοποθέτησε σε περιοχές του δεσποτάτου του για να αυξήσει τον πληθυσμό της επικράτειάς του, που είχε ερημωθεί εξαιτίας των τουρκικών επιθέσεων, αλλά και για να ενισχύσει τη στρατιωτική δύναμη των Βυζαντινών. Ωστόσο, με την πτώση του Δεσποτάτου του Μορέως (1461), πολλοί από αυτούς μετοίκησαν μαζικά προς την Τροιζηνία, την Ερμιονίδα και τα νησιά Ύδρα και Σπέτσες, συμβάλλοντας μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα και στη μαζική αύξηση των κατοίκων του Κρανιδίου. Προσφυγικές εισροές στην περιοχή σημειώθηκαν και στις αρχές του 19ου αιώνα, από τη Μικρά Ασία, την Κρήτη, την Ήπειρο (Άρτα και Σούλι), τη Χίο και την Κάσο[3].

Το 1530, δημιουργείται η πρώτη μεγάλη, οργανωμένη κρανιδιώτικη κοινότητα. Οι Κρανιδιώτες ασχολούνταν με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία. Ιδιαίτερα, κατά την περίοδο της δεύτερης Ενετοκρατίας (1686-1715), στην περιοχή είχε ενισχυθεί η αμπελοκαλλιέργεια, η ελαιοκαλλιέργεια και η επεξεργασία του σταριού, ενώ σημαντική ήταν και η ιχθυοκαλλιέργεια τόσο στην ανοικτή θάλασσα όσο και στη λιμνοθάλασσα της Βερβερόντας. Όμως, υπήρχε σημαντική έλλειψη εργατικών χεριών, καθώς οι Τούρκοι, αποχωρώντας από την αργολική πεδιάδα, είχαν εκπατρίσει βίαια ντόπιο πληθυσμό για να τον πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής (1687). Τότε, οι Ενετοί ενίσχυσαν τον εργατικό πληθυσμό με μετοικεσίες Ελλήνων από τουρκοκρατούμενες περιοχές (Αττική, Βοιωτία, Εύβοια, νησιά του Αιγαίου)[4].

 

Κρανίδι

 

Η Ερμιονίδα προμήθευε τον βενετικό στόλο με ξυλεία από το δάσος της Κορακιάς για ναυπηγική χρήση και καυσόξυλα από το Πόρτο Χέλι (Porto Bizato), ένα από τα σημαντικά απάνεμα λιμάνια της αργολικής περιοχής για την προστασία της βενετικής αρμάδας. Επίσης, οι ακτές της περιοχής φυλάσσονταν από την ενετική πολιτοφυλακή για την προστασία τους από τις επιδρομές κουρσάρων και την αντιμετώπιση του λαθρεμπορίου μεταναστών και αλατιού από τις πλούσιες αλυκές της[5]. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Έτος 1909: Ο αρχαιολόγος Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς  ανασκάπτει την ιστορική γη της Ερμιονίδας (1866/7-1955)


 

Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς (1867-1955). Διετέλεσε έφορος αρχαιοτήτων στο Ναύπλιο, στην Πάτρα και στην Αθήνα. Δημοσιεύεται στο: «Μνημεία Αθηνών», Εκδόσεις Ιστορίας και Τέχνης, Αθήνα 1994 (10η έκδοση).

Ήταν το έτος 1909 όταν ο σπουδαίος αρχαιολόγος και Υφηγητής της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών (Ε.Κ.Π.Α.) ζήτησε την άδεια, καθώς ο ίδιος γράφει, από την Αρχαιολογική Εταιρεία να επιχειρήσει ανασκαφές στα πανάρχαια εδάφη της Ερμιονίδας. Πράγματι οι ανασκαφές του ξεκίνησαν στις 25 Ιουνίου στο Μπίστι «ήτις (θέσις) ακατοίκητος κατά το πλείστον ούσα περιέχει πλείστα αρχαία τε και μεσαιωνικά ερείπια».

Ο μεγαλύτερος αριθμός αρχαίων ερειπίων, καθώς ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς αναφέρει, βρίσκεται γύρω από το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, από όπου και ξεκίνησε η ανασκαφή. Εκεί ανακαλύφθηκε από τις πρώτες κιόλας ημέρες της ανασκαφής ένα τείχος και πολλές τετραγωνικές βάσεις αγαλμάτων με επιγραφές του τρίτου και δεύτερου π.Χ. αιώνα.

Για την αποκάλυψη ολόκληρου σχεδόν του τείχους οι εργασίες διήρκεσαν περισσότερο από έναν μήνα. Μετά την ανασκαφή του τείχους ερευνήθηκε το αρχαιότατο κτήριο που «ομοιάζει προς δρόμον μυκηναϊκού τάφου», τη γνωστή Σπηλιά της Βιτόριζας. Μάλιστα φαινόταν πως το μέρος αυτό είχε προ πολλών ετών ανασκαφεί και δεν είναι καθόλου απίθανο να ήταν εκεί τάφος αρχαιότατος, ίσως προϊστορικός και να είχε συληθεί.

Στη συνέχεια έγινε ανασκαφή και στην γύρω περιοχή Βόρεια, Νότια και Δυτικά, όπου βρέθηκαν αρχαία τείχη και κτήρια. Επίσης ερευνήθηκε και καθαρίστηκε ο μεγάλος ναός «όστις κείμενος εις το ύψιστον και περιφανέστατον μέρος του ακρωτηρίου υπό των πλείστων περιηγητών και γεωγράφων της Ερμιόνης φέρεται ως ναός του Ποσειδώνος».[1]

Τα κάθε είδους ευρήματα των ανασκαφών μεταφέρθηκαν πρώτα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου και αργότερα στο εργαστήριο του Φραγκίσκου Δέδε,[2] ξυλουργού στο επάγγελμα, που για όλο το χρονικό διάστημα των ανασκαφών διετέλεσε αρχιεργάτης «κατά της εκεί αρχαιολογικής ερεύνας». (περισσότερα…)

Read Full Post »

Older Posts »