Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for the ‘Λαογραφικά Αργολίδας’ Category

Παραδοσιακά επαγγέλματα του Αχλαδοκάμπου Αργολίδας


  

Χάνια του Αχλαδοκάμπου


 

Δήμος Yσιών 1906

Ο Αχλαδόκαμπος από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν το κεντρικό πέρασμα του δρόμου μεταξύ Άργους – Τρίπολης. Στα χρόνια αυτά δούλευαν τα χάνια για να εξυπηρετούν τους περαστικούς αλλά και τα τούρκικα στρατεύματα που περνούσαν. Τα χάνια αυτά ήταν:

Το χάνι στο Νταούλι ήταν στην παλιά Καζάρμα και ανήκε στην οικογένεια του Αντωνόπουλου ή Ζυγούρη. Όταν ο δρόμος άλλαξε και περνούσε από τον Κολοσούρτη εγκαταλείφθηκε.

Το χάνι του Αγά Πασά στη σημερινή θέση Παλιόχανο. Ανήκε στην οικογένεια Αντωνόπουλου – Ζυγούρη. Στα χρόνια της επανάστασης έπαιξε σημαντικό ρόλο περιθάλποντας αγωνιστές αλλά και σαν σημείο συνάντησης των οπλαρχηγών.

Το χάνι Του Γαλή, στο Μονόπορι στο σημείο που έχει σήμερα η οικογένεια Γαλή κτηνοτροφική μονάδα. Ήταν σταυροδρόμι και έπιανε τους διαβάτες που πήγαιναν από το γύρο αλλά και το Παρθένι.

Το χάνι του Κουμπαρούλια, είναι στη θέση Κουμπαρούλια. Ήταν μικρό αλλά ζεστό και πρόσφερε στους περαστικούς βραστό αλλά είχε και τζάκι για τους χειμερινούς μήνες.

Τα Σκουραίικα χάνια, στο κάτω μέρος του χωριού η οικογένεια Ψυχογιού διέθετε χάνι με φαγητό και στάβλους για τα ζώα των αγωγιατών.

Τα Μαρουτσαίικα χάνια, δίπλα από τα Σκουραίικα ήταν τα Μαρουτσαίικα με την ίδια εξυπηρέτηση.

Όταν έγινε η χάραξη του νέου δρόμου από τον Κολοσούρτη και δειλά δειλά άρχισαν να περνούν τα πρώτα αυτοκίνητα συγχρόνως με τα κάρα και τα ζώα, άρχισαν να λειτουργούν νέα χάνια. Αυτά ήταν:

Το χάνι του μπάρμπα Θόδωρου,  Θεόδωρος Ψυχογιός και στην συνέχεια ο γιος του Λευτέρης έχοντας και βενζινάδικο.

Το χάνι του Κοκού, ανήκε στην οικογένεια Ανδρέα Αναγνωστόπουλου ή Κοκανδρέα. Από εκεί πέρασαν πάρα πολλοί χανιάτορες, όπως η Γιαννούλα Αναγνωστοπούλου, Χρίστος Σούλαρης ή Ντούλας, Γιάννης Σφονδύλης ή Ψα­ρής, Γεώργιος Ψυχογιός ή Τσεκούρας.

Το χάνι Πλατάνια, δούλευε σαν εστιατόριο από την οικογένεια Αναγνω­στοπούλου για παρά πολλά χρόνια. Έκλεισε όταν ο δρόμος πέρασε πάνω από το χωριό.

Το χάνι του Κουφού, ανήκε στην οικογένεια του Τάκη Αναγνωστόπου­λου ή Κουφογιαννότακη. Υπέροχη θέα του Αργολικού αλλά και σημείο ξεκούρασης των φορτηγατζήδων μετά την δύσκολη ανάβαση του Κολοσούρτη.

Όταν ο δρόμος που περνούσε μέσα από το χωριό κόπηκε για να περάσει στο πάνω μέρος, τότε άνοιξαν δύο χάνια στα Λυκάλωνα. Το πρώτο ήταν το Πολυβολείο στο κτίριο του πολυβολείου το οποίο διαχειριζόταν ο Δημήτριος Σκούμπης από Σκαφιδάκι.

Το άλλο ήταν απέναντι και το δούλευαν οι οικογένειες Ευάγγελου Αναγνωστόπουλου και Κων/νου Μπονώρη. Όλα τα προαναφερόμενα χάνια είναι κλειστά σήμερα και πολλά είναι ερείπια.

 

 

Ελαιοτριβεία


 

Όσο αυξάνονταν οι ελιές στην περιφέρεια του Αχλαδόκαμπου, τόσο η ανάγκη να βγαίνει το λάδι γρήγορα και καλό γινόταν επιτακτική. Τα ελαιοτριβεία ξεκίνησαν σιγά-σιγά να ξεπηδούν σαν μανιτάρια. O γερο-Λαγγής ο Γεραμάς είχε ένα ελαιοτριβείο χειροκίνητο και οι πέτρες γύρναγαν με άλογα. Αυτό το αγόρασε ο παπάς Αντωνόπουλος και αργότερα το κληρονόμησε ο Ελευθέριος Παπαντωνόπουλος και έκανε συνέταιρο τον Τσιφόρο. Λειτούργησε ως το 1932.

Μετά έγινε Εταιρεία Παπαντωνόπουλος – Βέρος – Κουτούζος και άλλοι αγόρασαν του Βέρου το παλιό ελαιοτριβείο, το οποίο αργότερα εκσυγχρονίστηκε και δούλευε με πετρελαιομηχανή, εκσυγχρονίστηκε σε φυγοκεντρικό αλλά σταμάτησαν να το δουλεύουν. Κάτω από του Βέρου στο κτίριο του Θρασύβουλου, άνοιξε ένα ελαιοτριβείο  Θρασύβουλος – Τζιφόρος – Γιάννης Ψυχογιός (Κουταλιανόγιαννης).Λόγω όμως δικαστικών έριδων δεν δούλεψε πολλά χρόνια και πουλήθηκε στην Ανδρίτσα.

Στου Σουκανά το μαγαζί το οποίο είναι θόλος ήταν ελαιοτριβείο το Παραβάντη και Κολόκα. Αργότερα έκλεισε και ο Παραβάντης άνοιξε μαζί με άλλους συνεταίρους της οικογένειας το Παραβαντέικο. Αυτό λειτούργησε με πετρελαιομηχανή, ο δε Σπύρος Παραβάντης (μπρούκλης) ήταν ο πρώτος που έφερε το υδραυλικό πιεστήριο, με το οποίο δούλευε μέχρι τελευταία που έκλεισε.

Ο Στρατής Ψυχογιός είχε και αυτός ένα καλό ελαιοτριβείο που λειτούργησε για πολλά χρόνια. Έκλεισε γύρω στα 1957 όταν έγινε το συνεταιρικό.

Το 1958 έγινε ένα υπερσύγχρονο συνεταιρικό ελαιοτριβείο με διαχωριστήρες και υδραυλικά πιεστήρια. Για πρώτη φορά ο Αχλαδόκαμπος έφαγε λάδι καθαρό και διαυγές. Το συνεταιρικό λειτουργεί τώρα με φυγοκεντρικό σύστημα που σημαίνει πιο γρήγορη έκθλιψη των ελιών άρα καθαρότερο λάδι καλύτερη τιμή. Το 1974 στην περιοχή Λούτσα κτίστηκε από τον Β. Σελλή, Αθ. Ντρούλια, Διαμαντή Χιώτη, Αριστ. Ντούσια σύγχρονο ελαιοτριβείο το οποίο τώρα λειτουργεί με φυγοκεντρικό σύστημα.

  

Ταβέρνες


 

Σε μια κοινωνία από φύση με ανθρώπους γλεντζέδες και καλοκάγαθους, η οποία απέχει 30 χιλιόμετρα από τις μεγάλες πόλεις φυσικό ήταν ο κόσμος να ζητά τρόπους να ξεσκάει, να γλε­ντάει, να το ρίχνει έξω όπως έλεγαν. Στην μακραίωνη ιστορία του χωριού λειτούργησαν πάμπολλες ταβέρνες – στέκια που πήγαινε ο καθένας και έπινε μισή οκά κρασί και αν δεν είχε το πενηνταράκι του έλεγε του ταβερνιάρη, γραφτό και θα δούμε. Στη συνέχεια παρατίθενται οι ταβέρνες με το όνομα του ιδιοκτήτη και το παρατσούκλι που έγιναν γνωστές.

 

• Γεώργιος Κρίγκος (Χατζάρας) λειτούργησε στο ισόγειο του σπιτιού του Σουλαρόγιαννη.

• Δημοσθένης Μιχαλάκης (Δάσκαλος) στο σπίτι που κατέχει ο χρ. Αράλης.

• Γεώργιος Π. Ντούσιας (Σουκανάς) στην αρχή είχε απέναντι από το σταθ­μό μικρομάγαζο. Από εκεί ήλθε στο χωριό και αγόρασε το κτίριο που κατέχει η οικογένεια μέχρι σήμερα. Πριν το αγοράσει ήταν ελαιοτριβείο που κατείχε ένας Παραβάντης και ένας Κολό­κας. Το έκανε ταβέρνα και επάνω έκτισε σπίτι.

• Γεώργιος Συρεγγέλας ήλθε από τα Αγιωργίτικα σώγαμπρος και έκανε περιουσία. Το μαγαζί του λειτούργησε σα μπακάλικο – ταβέρνα – τυροκομείο.

Παναγιώτης Σιαμπάνης, (Νιουκούτας).

• Θεόδωρος Χιώτης με συνεχιστή το γιο του Δημήτριο.

• Ιωάννης Σφονδύλης (Ψαρής) και Ευστράτιος Γκάβας είχαν ταβέρνα καταρχήν στο Αντωνοπουλέικο υπόγειο και μετά στο χάνι του Κοκού.

• Χρήστος Σελλής (Κοκκινόχρηστας) το καφενείο του σταθμού.

• Επαμεινώνδας Κούρτης (Παμίνης) κατ’ αρχάς είχε στο σταθμό απέναντι από τον Νταβιλά και αργότερα ήλθε στο χωριό και έκτισε δικό του και λειτούργησε μέχρι που έφυγε για την Αμερική.

• Γεώργιος I. Μαντής στην αρχή είχε ταβέρνα μπακάλικο στου Παπουτσή και αργότερα έχτισε δικό του όπου λειτουργεί από τους κληρονόμους του.

• Νικόλαος Νταβιλάς σώγαμπρος από την Δημητσάνα, τύπος κλασσικός άφησε εποχή με τα αστεία του αλλά και με τα γλέντια που έγιναν στο μαγαζί του.

• Γεώργιος Χρ. Σελλής (Γιωργάλας) το πρώτο του ήταν το χαλκείο το οποίο ονομάστηκε έτσι από τον γέρο Έμορφο. Εννοούσε ότι χαλκεύουν τις ειδήσεις δηλαδή κατασκευάζουν τα νέα κατά τη θέλησή τους.

• Γεώργιος Αργύρης (Λούπης) είχε στο υπόγειο του σπιτιού για λίγα χρόνια μια μικρή ταβερνούλα με κρεμμύδι ελιά και το κατοστάρι.

• Κων/νος Σελλής (Κω) ταβέρνα-μπακάλικο στο κτίριο του γέρο-Στράτη Ψυχογιού.

• Ιωάννης Ψυχογιός (Χαϊδακόγιαννης) στο ισόγειο και είχε τρία τραπέζια και δύο βαρέλια κρασί και κάθε βράδυ έπιναν οι φίλοι.

• Παρασκευάς Παράσχος (Τσεβάς) φραγκοράφτης, ταβερνιάρης, πτηνοτρόφος μέχρι που έφυγε οικογενειακώς για Αμερική.

• Ηλίας Σελλής (Κατσεπολιάς) ταβέρ­να στου Τσιάγκου το ρέμα. Πρώτος έφερε το ηλεκτρόφωνο να γλεντάει η νεολαία. Κατέληξε στο δικαστήριο γιατί έπαιζε το ηλεκτρόφωνο αργά την νύχτα, και ένας πατριώτης που ερωτή­θηκε από τον δικαστή είπε: «Το ‘λεγε πικρά, κύριε πρόεδρε».

• Παναγιώτης Τσεκές μικρή ταβερνού­λα στο πέρα χωριό.

• Δημήτριος I. Λαθούρης (Γριτζιάνης), όταν έφυγε από του Παπουτσή ο Γιώργης Μαντής διατήρησε ταβέρνα για αρκετά χρόνια μέχρι που έφυγε ο αδελφός του Γεώργιος για Αμερική και κράτησε του αδελφού του το μαγαζί.

• Ευστράτιος Γκάβας στου Σουκανά το μαγαζί για πολλά χρόνια.

• Γεώργιος Ψυχογιός (Τσεκούρας) κατ’ αρχήν τσαγκάρης στου Λευτέρη του Μαντή και μετά άνοιξε το χάνι του Κοκού. Από εκεί, το χάνι του μπαρμπα-Θόδωρα. Ακολούθως όταν έφυγε ο Στρατής από τον Σουκανά ανακαίνισε το κτίριο και παρέμεινε εκεί μέχρι το θάνατό του.

• Πετράκης Παναγιώτης, μικρή ταβερνούλα με το όνομα Μαρίτσα. Είχε ψιλικατζίδικο-μπακάλικο-μανάβικο.

• Μαντής Νικόλαος (Γκαρλονικολάκης) στου Παπουτσή είχε ταβέρνα για αρκε­τά χρόνια. Το καλοκαίρι έβγαζε και τρα­πεζάκια στις μουριές του Βέρου.

•Τζούρας Τάκης και Γιάννης, στην αρχή το παπουτσέικο στο σταθμό και μετά στου Γιάννη Καρβελά το ισόγειο διέθεταν άφθονο οίνον μετά ελαιών. Την Κατοχή πούλαγαν και ξυλοκάρβουνα.

• Ελευθέριος Ντρούλιας (κατσικόψοφος), στο υπόγειο του Βέρου το ελαιοτριβείο.

• Ιωάννης Ματζαβράκος (Φαρμάκης).

• Δημήτριος Ψυχογιός (Πέσης), στο ι­σόγειο του σπιτιού του είχε ταβερνάκι και κάπου-κάπου έψηνε καμιά γουρνοπούλα.

• Ανδρέας Ντρούλιας, πρώτα είχε μαζί στου Καρβελά Ιωάννη μετά στου κουνιάδου του Παναγιώτη Τζούρα, εν συνεχεία κατέβηκε στον Παρασκευά Πα­ράσχου και στην συνέχεια εγκαταστάθηκε στου Φαρμάκη μέχρι θανάτου του.

• Τζιφόρος Στέλιος στο υπόγειο του σπιτιού του.

• Βασίλειος Χωματάς (Μπίλης), ταβέρ­να – μπακάλικο.

• Σπύρος Σελλής (Κουτσοσπύρος), άλλη μια ταβέρνα που δούλευε εποχιακά. Μετά την Κατοχή δεν δούλεψε για πολύ και πέρασε και αυτή στο περιθώριο.

 

Μηχανές Καθαρισμού του Σιταριού


 

Λόγω του ότι στο σιτάρι μέσα υπήρχε το ζιζάνιο ήρα και οι άνθρωποι και τα ζώα όταν έτρωγαν ζαλίζονταν, ορισμένοι κάτοικοι του χωριού αγόρασαν μηχανές καθαρισμού «για να ξεχωρίζουν την Ήρα από το σιτάρι», τις οποίες χρησιμοποιούσαν επαγγελματικά στον καθαρισμό. Πρώτος ήταν ο Παπαντωνόπουλος Ελευθέριος, ο οποίος λέγεται ότι πήγε στην Λάρισα να την φέρει. Ακολούθησαν δε οι Κων/νος Αθανασούλιας, Νι­κόλαος Στέργιος, Ιωάννης Καρβελάς (Μαλιόγιαννης)

 

Τυροκομεία


 

Κτηνοτροφία

Τα μεγάλα δάση που υπάρχουν στην περιφέρεια Αχλαδοκάμπου ευνοούν την κτηνοτροφία. Πριν από τον Β’  Παγκόσμιο Πόλεμο είχε γύρω τις 50.000 γιδοπρόβατα. Στα χρόνια της κατοχής από την πείνα και τις αρπαγές έμειναν γύρω στις 10.000. Το 1960 είχε γύρω τις 20.000. Η ανάγκη του κτηνοτρόφου, λόγω έλλειψης μεταφορικού μέσου να διαθέσει το γάλα του, επέβαλε σε πολλούς τυροκόμους να φτιάξουν τα τυροκομιά τους κοντά στις κτηνοτροφικές μονάδες. Τέτοια μεγάλα τυροκομεία ήταν στα Νερά του Σπυρόγιωργη όπως τον έλεγαν και είχε τυροκόμο τον Βασίλη Κρίγκο. Την διαχείριση δε του τυροκομείου την είχε ο Γεώργιος Σελλής (Τσιγκογιώργης).

Άλλο τυροκομείο ήταν στο χάνι του Κουμπαρούλια, το οποίο διαχειριζόταν ο Γεώργιος Παραβάντης (Λουμπογιώργης). Ο Γεώργιος ο Συρεγγέλας ίσως είχε το μεγαλύτερο τυροκομείο στο σπίτι του στη σημερινή πλατεία. Σε αυτόν έφερναν οι κτηνοτρόφοι και το τυρί πηγμένο με το τυρόξυλο. Βέβαια από όλους τους μεγάλους τυροκόμους υπήρχε τρομερή εκμετάλλευση διότι δεν υπήρχαν ψυγεία και τους έλεγαν : αν θέλεις τόσο η οκά αλλιώς βρες αλλού.

Ο Ανδρέας Ντρούλιας με τον Πα­ναγιώτη Τζούρα είχαν τυροκομείο στου Παν. Τζούρα το σπίτι.

Όταν άνοιξε το συνεταιρικό τυροκομείο όλα όσα υπήρχαν έκλεισαν και λειτούργησε αυτό για κάμποσα χρόνια. Αργότερα έκλεισε για διάφορους λόγους και από τότε το γάλα το δίνουν σε διάφορους τυροκόμους εκτός Αχλαδοκάμπου.

 

Πτηνοτροφεία


  

Τη δεκαετία του ’60 υπήρχε μεγάλη ζήτηση στην Ελλάδα σε αυγά και κοτόπουλα. Οι τράπεζες έδιναν εύκολα δάνεια σε όσους ήθελαν ν’ ανοίξουν πτηνοτροφείο. Όταν όμως σταμάτησε η αγορά να ζητά, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση γι’ αυτούς που είχαν πάρει δάνεια. Δεν υπήρχε εισόδημα άρα και τρόπος πληρωμής του δανείου. Περισσότεροι από αυτούς αναγκάστηκαν και ξενιτεύτηκαν στην Αμερική για να γλιτώσουν τα ακίνητα που είχαν βάλει υποθήκη.

 

Ηλίας Σελλής – Κατσεπολιάς

Απόστολος Γκαμίλης – Τράκας

Χρήστος Παναγάκης – Μαούνας

Δημήτριος Μερίκας

Παναγιώτης Ντρούλιας – γιατρός

Γεώργιος Ντούσιας – Ζολογιώργης

Αντώνιος Αντωνόπουλος – Σπυράντωνας

Δημήτριος Λάμπρος – Λόντος

Βασίλειος Ντρούλιας

Παρασκευάς Παράσχος – Αντριανοτσεβάς

Ελευθέριος Μαντής

 

Εμπορικά


  

Από έλλειψη μεταφορικών μέσων τις ανάγκες του χωριού σε υφάσματα και άλλα είδη εμπορίου τα κάλυπταν τα εμπορικά μαγαζιά των:

 Βασίλη Σιαμπάνη

Ιωάννη Αρ. Ντούσια (Εμπορόγιαννης)

Νικ. Σελλή (Τσαγκαρόνικας)

Κων/νου Μπονώρη (Κωστέλης)

  

Αλωνιστικές μηχανές


 

Η συνεχής αύξηση της παραγωγής σιτηρών και επειδή ο αλωνισμός στα αλώνια ήταν απαρχαιωμένος αγοράστηκαν αλωνιστικές μηχανές για γρήγορο και καλύτερο αλωνισμό. Την πρώτη μηχανή αγόρασε ο Νίκος Φλεβάρης , Παπαντωνόπουλος Ελευθέ­ριος και ο Καλκούνος. Όταν αυτή πάλιωσε ο Φλεβάρης αγόρασε μόνος μια και συνέχισαν τα παιδιά του. Αργότερα αγοράστηκε από τον Χρήστο Γαλή και Θανάση Καμπούρο.

Ο Θανάσης Ντρούλιας με τον Αρι­στείδη Ντούσια αγόρασαν αλωνιστική μηχανή την οποία δούλεψαν αρκετά χρόνια. Τώρα αναπαύεται κοντά στο νεκροταφείο και θυμίζει ότι εκεί ήταν η μεγαλύτερη στάση αλωνιστικής μηχανής με τον μπάρμπα Γιαννάκο φύλακα.

 

Μύλοι


  

Το σιτάρι έπρεπε να αλεστεί, νερό υπήρχε για να γυρίσει νερόμυλους, για το λόγο αυτό φτιάχτηκαν πολλοί από αυτούς. Όπως του Παπαντωνόπουλου Ελευθερίου μαζί με τον Πάνο τον Καγκλή, του Χατζάρα ο Μύλος μαζί με τον Παναγιώτη Φιφλή. Του Κατσιάμη ο μύλος, Αθαν. Κατσικαντάμης και αργότερα συνέταιρος ο Αντ. Σκούμπης. Του Λούπη ο μύλος. Αγοράστηκε από τον Γ. Αργύρη (Λούπη), Γεώργιο Σελλή (Τσιγκογιώργη) από την Μονή των Βαρσών.

Του Μελιόκωτσα ο μύλος ανήκε στον Νάτσιο και Τσιάγκο (Παναγάκης Κώστας). Από αυτούς το αγόρασε γύρω στο 1930 ο Μελιόκωτσας και έβαλε μυλωνά τον Γεώργιο Μερίκα, ο οποίος με το μυαλό που διέθετε κατάφερε να φτιάξει με την φτερωτή του μύλου κορδέλα να σχίζει ξύλα. Επίσης με μια γεννήτρια και αυτή με την φτερωτή φώτιζε όλες τις εγκαταστάσεις και τον περίβολο του μύλου. Ένας ακόμη μύλος είναι ο παλιόμυλος που χρονολογείται από τους βυζαντινούς χρόνους. Στο πλατάνι υπάρχουν υπολείμματα μιας κρέμασης από μύλο άγνωστης χρονολογικής περιόδου. Στο πέρα χωριό πάνω από την Αγία Κυριακή οι κάτοικοι του πέρα χωριού είχαν φτιάξει ένα μικρό μύλο για τις ανάγκες τους. Επειδή το νερό ήταν λίγο είχαν φτιάξει δεξαμενή που το μάζευαν για να μπορούν να αλέσουν άνετα.

 

Σαμαράδες – Σαμαρτζήδες


 

Πριν από την έλευση των τρακτέρ και των αυτοκινήτων τις αγροτικές εργασίες τις έκαναν τα ζώα, άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια και πιο παλιά βόδια. Τα ζώα αυτά είχαν ανάγκη από τα σαμάρια. Το χωριό πριν το 1940 πρέπει να είχε γαϊδουρομούλαρα και άλογα πάνω από 800. Με την επίταξη από τον στρατό ο αριθμός μειώθηκε αισθητά. Μετά τον πόλεμο άρχισε πάλι ο αριθμός να αυξάνει είτε από αγορά στο πανηγύρι της Τεγέας είτε από αυτά που έστειλαν οι συγγενείς των Αμερικανών.

Πρώτος και καλύτερος σαμαρτζής ήταν ο Γιώργης Μερίκας. Άλλος ήταν ο Γιώργης Μαντής (Γκάρλας). Αργότερα ήλθε σώγαμπρος από το Καστρί, ο Χρήστος Περεντές, ο οποίος ήταν εξαιρετικός μάστορας και σαμάρωσε τα τελευταία ζώα του χωριού.

Ο Αντώνης Γκαμίλης συγχρόνως με το ξυλουργικό επάγγελμα ασχολήθηκε με την τέχνη του σαμαρτζή. Ο Γιάννης Μπόγρης καλός μάστορας δούλευε στο υπόγειο του Χιώτη για αρκετά χρόνια μέχρι που έφυγε για την Αυστραλία. Τώρα τη θέση των ζώων έχουν πάρει τα μηχανοκίνητα. Την θέση των σαμαρτζήδων τα συνεργεία και την θέση του παχνιού τα βενζινάδικα.

  

Κεραμοποιείο


 

Στην Πηνίκοβη για μερικά χρόνια λειτούργησε κεραμοποιείο για την κατασκευή μόνο κεραμιδιών. Ιδιοκτήτης ήταν ο γερο – Πάνος Αντωνόπουλος. Λόγω όμως της κακής ποιότητος του χώματος δεν μπόρεσε να προχωρήσει η επιχείρηση και έκλεισε. Όταν ρώτα­γαν τον γερο – Πάνο αν είναι γερά τα κεραμίδια έλεγε: «Για το καλοκαίρι είναι καλά, το χειμώνα θέλουν σκέπασμα».

 

Τελάλης


 

Πριν έλθει το ρεύμα στο χωριό και πριν τοποθετηθεί μικροφωνική συσκευή στην εκκλησία με μεγάφωνο στο καμπαναριό, υπήρχε ο τελάλης του χωριού και ήταν ο Βασίλης Ανα­γνωστόπουλος (Αρνάδας). Όταν υπήρχε ανακοίνωση έβγαινε στου Βέ­ρου τις μουριές με το χωνί και φώναζε «Ακούστε ρε, ο τάδε έχασε μια προβατίνα» ή ότι υπήρχε μια ανακοίνωση του προέδρου για προσωπική εργασία ή ακόμη του νεροκράτη να ποτίσουν τα αραποσίτια.

Μετά τον πόλεμο το «ρε» αντικαταστάθηκε με το ευρωπαϊκό «Κύριοι». Ήταν τόσο σημαντικός ο τελάλης που ρώταγαν αν το τάδε νέο, το είπε το χωνί; Ο τελάλης πληρωνόταν σε είδος. Μετά τον αλωνισμό γύρναγε στο χωριό με το γαϊδουράκι και έπαιρνε από κάθε σπίτι ένα σακουλάκι σιτάρι ιδίου μεγέθους από όλους. Πολλοί ήταν τόσο φτωχοί που δεν είχαν ούτε αυτό το σακουλάκι. Ο γερο-Βασίλης το παράβλεπε και έφευγε.

  

Τσιπουριστές


 

Τα αμπέλια στο χωριό πολλά, τσιπουριές λίγες. Οι γείτονες έπαιρναν ο ένας του άλλου την τσιπουριά αλλά και πάλι δεν πρόφταιναν. Ο Θανάσης Παράσχος ή Σιούλης και ο Σπύρος Φλούτσης ή Συνεργείο ανέλαβαν την εποχή του τρύγου να γυρνούν στο χωριό με την τσιπουριά πάνω στο γαϊδούρι να τσιπουρίζουν τα σταφύλια. Ποιος δεν θυμάται τα αστεία με τον Θανάση ή ποιος δεν θυμάται τα ποιήματα του Θανάση τα τραγούδια του, τα τροπάρια.

Αυτές οι εποχές έφυγαν χωρίς επιστροφή. Ο ρομαντισμός τα καλαμπούρια έδωσαν τη θέση τους στην «Λάμ­ψη», «Καλημέρα ζωή» και τόσες άλλες σαπουνόπερες της τηλεόρασης.

 

Αγανωτές – Φαναρτζήδες


 

Τα πιο παλιά χρόνια οι άνθρωποι για να τρώνε χρησιμοποιούσαν τα ξυλοκούταλα και τις τσανάκες για πιάτα, τα σαγόνια και τα πήλινα τσουκάλια για κατσαρόλες. Αργότερα έφτιαχναν τα χαλκώματα για κουζινικά σκεύη τα οποία έπρεπε από μέσα να τα περνούν με καλάι ή κασσίτερο όπως το λένε, για να μην είναι δηλητηριώδη. Τα κουτάλια – πιρούνια – μαχαίρια ήταν από λαμαρίνα σκληρή, η οποία έπρεπε για να μην σκουριάζει να βαφτεί με καλάι. Τη δουλειά αυτή την είχαν αναλάβει οι αγανωτήδες, οι οποίοι είχαν ειδικά εργαλεία που αγάνωναν τα μαχαιροπήρουνα και ειδικό καμίνι για το αγάνωμα των χαλκωμάτων.

Στο χωριό έρχονταν πλανόδιοι αγανωτές, οι οποίοι έμεναν σε ένα σπίτι και γύρναγαν στο χωριό και μάζευαν τα χαλκώματα. Τα πιο δύσκολα ήταν τα καζάνια τα οποία ήθελαν μεγάλη φωτιά και γρήγορο πέρασμα με το καλάι. Οι ίδιοι αγανωτές πολλές φορές ήταν και φαναρτζήδες όπως τους έλεγαν, γιατί έφτιαχναν φανάρια λαδιού λαδικά, χωνιά, τρίφτες και άλλα. Εκτός από τους πλανόδιους στο χωριό ήταν μόνιμος μέχρι το θάνατό του ο Σπύρος Φλούτσης (συνεργείο). Άλλος ήταν ο Βασίλης Τσιάλτας ο οποίος έμεινε για μερικά χρόνια και αργότερα έφυγε.

 

Ξυλουργοί


 

Ξυλουργούς καλούς είχε το χωριό μας που δούλευαν το ξύλο με μεράκι και μαεστρία. Έσχιζαν τα ξύλα με τον καταράχτη, τα πλάνιζαν με την χειροπλάνη, τα σκάλιζαν με το σκαρπέλο και όλα αυτά γιατί αγαπούσαν το ξύλο και μίλαγαν με αυτό.

Ο Γιώργης ο Μερίκας στου Μελιόκοτσια το μύλο προσπάθησε να φτιάξει καινούρια τεχνολογία φτιάχνοντας κορδέλα με την φτερωτή του μύλου. Τα κατάφερνε για αρκετά χρόνια αλλά τα χρόνια είχαν βαρύνει τους ώμους του και δεν δούλεψε πολύν καιρό.

Ο Μέγγος ο Κώστας, άριστος τεχνίτης. Ο Μυτηλινός Κώστας, ξεκίνησε κοντά στον Μερίκα ξυλουργός αλλά αργότερα έγινε εργολάβος οικοδομών.

Ο Σταύρος Γκαμίλης, γνώστης της τέχνης προσπαθώντας να τα φτιάχνει γρήγορα πολλές φορές έκανε λάθη. Πολλά αστεία λέγονταν από το στόμα του τα οποία ίσως δεν ξεχαστούν ποτέ. Ο Αντώνης Γκαμίλης, πρώτος έφερε τα καινούρια μηχανήματα ξυλουργού τα οποία τα κινούσε πετρελαιομηχανή λόγω του ότι δεν είχε έλθει στο χωριό το ρεύμα. Κοντά του έμαθαν την τέχνη του ξυλουργού και ασκούν το επάγγελμα ακόμη οι Γεώργιος Κω­στάκης (Ρήγας), Κώστας Στέργιος, Δια­μαντής Κατσούδας. Μαζί με τον Αντώνη Γκαμίλη δούλευε και ο αδελφός Παναγιώτης που αργότερα έφυγε από το χωριό και εξάσκησε το επάγγελμα του ξυλουργού στην Αθήνα.

 

Λιθαράδες


 

Τα πρώτα πέτρινα σπίτια του χωριού χτίστηκαν από Λαγκαδιανούς τεχνί­τες. Σιγά – σιγά όμως οι πρώτοι Αχλαδοκαμπίτες τεχνίτες, χτίστες λιθαριού έκαναν την εμφάνισή τους.

Πρώτα έχτισαν τα δικά τους σπίτια και μετά κατ’ επάγγελμα. Ο Ζιολοβασίλης, Βα­σίλειος Ντούσιας, ήταν από τους πρώτους λιθαράδες. Ο μπάρμπα Μήτσος ο έμορφος υπέροχος λιθοξόος (πελεκητής λιθαριού). Ακόμα θαυμάζουμε τα αγκωνάρια στο σπίτι του. Η αυλή του, τα πέτρινα τραπέζια του, όλα αυτά δικά του κατασκευάσματα. Ο Νικόλαος Παράσχος, (Καλιάνας) πελεκητής αγκωναριών.

Αυτός τους χειμερινούς μήνες που δεν υπήρχαν αγροτικές δουλειές πήγαινε με τα γαϊδουράκια και έβγαζε δέκα-δέκα λιθάρια και τα πήγαινε στο σπίτι του στο υπόγειο. Εκεί τα πελέκαγε, τα έκανε αγκωνάρια και τα έβαζε στην άκρη. Την άνοιξη που άνοιγαν οι δουλειές όπως έλεγαν πούλαγε τα αγκωνάρια στους ιδιοκτήτες που ήθελαν να χτίσουν σπίτι. Την τέχνη αυτών των δύο μαστόρων του Έμορφου και του Καλιάνα δεν την έμαθε κανένας τόσο καλά.

Άλλοι χτίστες που άφησαν εποχή στο χωριό ήταν ο Ανδρέας Ντούσιας, Πα­ναγιώτης Ντούσιας, Γεώργιος Λαθούρης, Βαγγέλης Θωμάς, Βασίλης Τσερμπές, Παναγιώτης Μαντής, Γιάννης Καζακλής, Αναστάσιος Αναγνωστόπου­λος (Ντούβρης). Αυτοί ήταν η νεότερη γενιά χτι­στών τους οποίους παραγκώνισε η τεχνολογία του τούβλου και του τσιμεντόλιθου. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τα καλαμπούρια που γίνονταν από αυτούς τους ανθρώπους όταν έχτιζαν ένα σπίτι. Όλη η γειτονιά στο πόδι για να ακούσουν τι θα πουν να το μεταβιβάσουν στους άλλους.

  

Κοφινάδες


 

Οι ανάγκες των αγροτικών εργασιών και κυρίως η συγκομιδή αγροτικών προϊόντων τώρα καλύπτονται από μηχανικά μέσα δηλαδή τελάρα ξύλινα, κλούβες πλαστικές, τελάρα χάρτινα και άλλα. Τα παλιά χρόνια τις αγροτικές ανάγκες τις κάλυπταν με τα καλάθια, κοφίνια όπως τα έλεγαν.

Τα κοφίνια άρχιζαν από μικρά τα αυγοκόφινα, τα πανέρια, τα λιθαροκόφινα, τα χεροκόφινα, τα πολυτάρια ή κόφες που ήταν και πιο διαδεδομένα και χρησιμοποιούντο για τον τρύγο κυρίως. Οι ψωμοκοφίνες ήταν κοφίνια σε σχέδιο πιθαριού με καπάκι πλεκτό και έβαζαν μέσα το ψωμί. Ακόμα οι κοφινάδες έπλεκαν και τις μεγάλες γυάλινες μποτίλιες, νταμιζάνες, για να μη σπάζουν. Το επάγγελμα του κοφινά ήταν στο χωριό οικογενειακή παράδοση. Από γενιά σε γενιά η τέχνη διαδιδόταν μέχρι που σταμάτησε τελείως το πλέξιμο και μόνο ερασιτεχνικά τώρα ασχολείται κανένας από αυτούς τους παλιούς κοφινάδες.

Οι κοφινάδες το χειμώνα έκοβαν τα καλάμια από τα ποτάμια και τα έδεναν δεμάτια για να ξεραθούν. Τις βέργες τις έκοβαν από καναπίτσες μετά τον Ιούλιο τις ξεφύλλιζαν και τις άπλωναν στον ήλιο να ξεραθούν και αυτές για την επόμενη χρονιά. Το πλέξιμο των κοφινιών άρχιζε εντατικά μετά τον θέρο και αλωνισμό, μέχρι το τέλος του Σεπτέμβρη που τελείωνε και ο τρύγος και δεν είχαν περάσει τα κοφίνια. Τα παλιά χρόνια κάθε Σάββατο οι κοφινάδες του χωριού πήγαιναν τα κοφίνια στην Τρίπολη στο παζάρι για πούλημα. Στην αρχή πριν κυκλοφορήσουν τα φορτηγά αυτοκίνητα τα πήγαιναν από βραδύς με τα άλογα – μουλάρια – γαϊδούρια, ό,τι είχε ο καθένας. Αργότερα τα πήγαιναν στου μπάρμπα-Θόδωρου το χάνι και πέρναγαν τα φορτηγά και αντί ναύλου τα μετέφεραν στην Τρίπολη.

Οι οικογένειες που για γενιές άσκησαν το επάγγελμα του κοφινά και με αυτό το επάγγελμα μεγάλωσαν παιδιά έκαναν και περιουσία είναι:

Οι Στεργαίοι: το επάγγελμα η οικογένεια αυτή το ασκούσε μετά τα χρόνια της τουρκοκρατίας μέχρι την δεκαετία του 70. Κύριος τόπος εργασίας ήταν η Πηνίκοβη που το συνδύαζαν με την καλλιέργεια αραποσιτιού και περιβολιών.

Οι Γκαβαίοι ανήκαν στην οικογένεια Διολίτση. Όταν ξεχώρισαν από τους Διολιτσαίους με το όνομα Γκάβας άρχισαν να ασχολούνται με τα περιβόλια – αραποσίτια και το πλέξιμο των κοφινιών στη Φλεβίτσα. Εκεί έ­χτισαν πέτρινο καλύβι και πέτρινη στέρνα, για να μουσκεύουν τις βέργες και τα καλάμια και τους θερινούς μήνες έμεναν κυρίως εκεί οικογενειακώς.

Άλλη οικογένεια είναι οι Μπετσαίοι. Από το γέρο-Χρίστο το Μπέτσιο και πιο μπροστά, όλη η οικογένεια αρσενικοί και θηλυκοί ασκούσαν το επάγγελμα του κοφινά συγχρόνως και με άλλες ασχολίες. Οι Μπετσαίοι έπλεκαν στο σπίτι τους στο πέρα χωριό. Εκεί έξω στην αυλή κάτω από την σταφύλια για ίσκιο από το φώτημα της ημέρας μέχρι που βάραγε ο εσπερινός δεν σταμάταγε το εργοτάξιο «Μπέτσιος και υιοί» να δουλεύει.

Η οικογένεια Μαντή και αυτοί στο πέρα χωριό ασκούσαν το επάγγελμα. Λεπτολόγοι στην δουλειά τους πού­λαγαν πιο εύκολα τα κοφίνια γιατί όχι ότι ήταν πιο γερά απλά ήταν πιο όμορφα και ντελικάτα. Ο Θοδωρής ο Σταυράκης έφτιανε και αυτός κοφίνια άλλα ήταν μόνος του και δεν μπορούσε να φέρει βόλτα όλες τις υποχρεώσεις του κοφινά.

Κοφινάς σήμαινε εγκαταλείπω για μήνες τις άλλες αγροτικές εργασίες και καταπιάνομαι μόνο με αυτό. Τότε υπήρχε έξαρση στο φύτεμα ελιών. Αν δεν είχες ανθρώπους να ποτίζουν τις ελιές το καλοκαίρι και εσύ να πλέκεις κοφίνια, πάνε οι ελιές ξεράθηκαν.

Οι Καμπουραίοι και αυτοί μεγάλη φαμελιά. Δούλευαν τη δουλειά του κοφινά με μεράκι. Γι’ αυτό τους χειμερινούς μήνες μετά το μάζεμα των ελιών αυτοί στο υπόγειο του σπιτιού τους έπλεκαν κοφίνια και τα πούλα­γαν το καλοκαίρι. Σταμάτησαν και αυτοί μαζί με όλους τους άλλους.

 

Ράφτες


 

Μετά την φουστανέλα, την πουκαμίσα, το συλάχι και τα τσαρούχια η μόδα άλλαξε. Ήλθαν οι φράγκικες στολές και οι ράφτες που έφτιαχναν αυτές τις στολές λέγονταν φραγκοράφτες. Αυτοί ήταν:

 

Ιωάννης Καρβελλάς (μοδίστρας)

Βαγγέλης Κ. Σελλής

Δημήτριος I. Ντρούλιας

Παρασκευάς Παράσχος

Ιωάννης Μαρούτσος

Γεώργιος Αναγνωστόπουλος (Αρνάδας)

Με τη βιομηχανοποίηση και την ομαδική παραγωγή ρούχων, το επάγγελμα έπαψε να υπάρχει για να μπορεί κάποιος να βγάλει μεροκάματο. Για το λόγο αυτό είτε ξενιτεύτηκαν, είτε σταμάτησαν να ράβουν αλλάζοντας επάγγελμα.

 

Μυλωνάδες


 

Οι μύλοι για να δουλέψουν χρειάζονταν και τους ειδικούς μυλωνάδες. Η δύσκολη δουλειά του Μυλωνά ήταν το τρόχισμα της πέτρας, το καλαμάτισμα. Όσο καλύτερα ήταν τροχισμένη η πέτρα τόση περισσότερη ποσότητα σιταριού άλεθε οπότε έπαιρνε περισσότερο ξάι και μεγαλύτερο μεροκάματο. Μυλωνάδες δούλεψαν οι:

Παπαντωνόπουλος Ελευθέριος

Πάνος Καγκλής

Κρίγκος Γεώργιος (Χατζάρας)

Φιφλής Παναγιώτης

Θανάσης Κατσικαντάμης

Γεώργιος Κριτσικαντάμης

Αντώνιος Σκούμπης

Χρήστος Σελλής Κοκκινόχρηστος

Ισαάκ & Άνθιμος καλόγηροι Βαρσών

Μυτηλινός Γ. πρόσφυγας από Μ. Ασία

Μυτηλινός Κων/νος

Ντρούλιας Γεώργιος

Κων/νος Αναγνωστόπουλος

Όταν η τεχνολογία είχε προχωρήσει η οικογένεια Φλεβάρη εγκατέστησε κυλινδρόμυλο ο οποίος άλεθε το σιτάρι και έβγαζε τα πίτουρα ξεχωριστά. Οι νερόμυλοι έκλεισαν, έμεινε μόνο του Κατσιάμη ο μύλος να αλέθει μπουλουγούρι για γλυκό τραχανά. Αργότερα εγκαταλείφτηκε στην φθορά του χρόνου. Του Φλεβάρη ο κυλινδρόμυλος δεν δούλεψε πολλά χρόνια για διάφορους λόγους.

  

Σιδεράδες


 

Ένας κλασικός σιδεράς (γύφτος) που ήταν στο χωριό με το αμόνι του, την φυσούνα, τις τσιμπίδες, τα σφυριά του ήταν ο Κώστας Ντούσιας ή Ενενήντα – εννιάς. Δεν θα υπήρχε αγρότης που να μην είχε ατσαλώσει το υνί του αλετριού, το ξυνιάρι, τον κασμά. Αν καμιά φορά δεν πετύχαινε το βάψιμο του υνιού την άλλη μέρα το ξαναπήγαιναν για ατσάλωμα αλλά και για παράπονα. Αυτός με το καλαμπούρι του τους έλεγε: Μήπως οργώσατε σε λιθάρια; εγώ τα ατσαλώνω μόνο για χώμα.

Όμως πολλά χωράφια στο χωριό μόνο χώμα δεν είχανε και αυτό το ήξερε ο μπαρμπα – Κώστας και γι’ αυτό τους το έλεγε. Οι φουρνελάδες ατσαλώνανε τις παραμάνες, οι χτίστες τα σφυριά και τα καλέμια. Όταν δεν είχε άλλη δουλειά έφτιαχνε βαριές και σφυριά. Τώρα τα υνιά τα αγοράζουν έτοιμα και δεν θέλουν ατσάλωμα όχι για τα αλέτρια των ζώων αλλά των τρακτέρ.

 

Τσαγκάρηδες


 

Πολλά επαγγέλματα ήταν στο χωριό για να καλύψουν τις ανάγκες του αυξανόμενου πληθυσμού. Υπήρξαν πολλοί δάσκαλοι στο είδος τους και κοντά τους έγιναν και πολλοί μαθητές καλύτεροι από αυτούς. Όμως η τεχνολογία και η σταδιακή μείωση του πληθυσμού λόγω ξενιτεμού αλλά και της αστυφιλίας συνέβαλαν στην εξαφάνιση πολλών επαγγελμάτων μετά τον θάνατο των πρωτομαστόρων ή των διδαξάντων το επάγγελμα.

Τέτοια επαγγέλματα ήταν οι τσαγκάρηδες οι οποίοι όχι μόνο έφτιαχναν παπούτσια πολυτελείας αλλά επισκεύαζαν με καινούριες σόλες και φόλες όσα χάλαγαν. Τότε δεν ήταν εύκολο για τους φτωχούς συμπατριώτες να αγοράζουν καινούρια παπούτσια. Έχουμε το γεγονός ότι πολλοί γίνονταν γαμπροί με δανεικά παπούτσια ή αν ήθελαν να πάνε στο ‘Αργος για καμιά δουλειά σοβαρή έπαιρναν δανεικά τα παπούτσια του γείτονα ή του φίλου.

Οι τσαγκάρηδες που δούλεψαν στον Αχλαδόκαμπο ήταν:

 Σταματέλος Παναγιώτης

Στέργιος Κωνσταντής

Σελλής (Νίκος Τσαγκαρονίκας)

Ψυχογιός Ιωάννης (Χαϊδάς)

Μπονώρης Μήτσος

Σελλής Πέτρος (Πετράν)

Αντωνόπουλος Ανδρέας (Μπατζιάκας)

Μαντής Διαμαντής

Λίτσας Ιωάννης

Κούρτης Αριστείδης (Μπαρμπάκος)

Ψυχογιός Γεώργιος (Τσεκούρας)

Παράσχος Πέτρος (Ντούβαλης)

 

Κουρείς


 

Ο κόσμος ήταν πολύς. Τότε τα παλιά χρόνια το κούρεμα των ανδρών τις μεγάλες γιορτές ήταν υποχρεωτικό. Πολλοί κτηνοτρόφοι έρχονταν από τα μαντριά να κουρευτούν, να κάνουν μαζί με τους δικούς τους γιορτή και να ξαναφύγουν. Οι κουρείς είχαν ένα μικρό δωματιάκι με καρέκλα μπαρμπέρικη – καθρέφτη και τον πάγκο με τα χρειαζούμενα. Δεν έλειπε η κολόνια και το μπριγιόλ για μετά το κούρεμα.

Οι κουρείς που δούλεψαν στο χωριό επαγγελματικά ήταν: 

Βασίλειος Αναγνωστόπουλος (Αρνάδας)

Κων/νος Κάτσουδας (Μπισμπιρίκος)

Χρήστος Αντωνόπουλος (Μπατζιάκας)

Ανδρέας Ντρούλιας

Ιωάννης Σφονδύλης (Μπαρμπέρης)

 

Οργανοπαίκτες


 

Οργανοπαίκτες – Αποκριές στα αλώνια

Το γλέντι ήταν στο αίμα του Αχλαδοκαμπίτη. Σε κάθε εκδήλωση δεν έχανε την ευκαιρία να γλεντήσει, να χορέψει, να τραγουδήσει με όργανα ή και χωρίς. Πολλές φορές σε γιορτές στα σπίτια τραγούδαγαν με το στόμα και δεν ήταν λίγες οι φορές που χόρευαν κιόλας. Στα πανηγύρια, στις απόκριες στα αλώνια ή στου Μπουζντούκου με τη συντροφιά του νταουλιού, της πίπιζας ή του κλαρίνου γλένταγαν όλη νύχτα και το πρωί πήγαιναν στις δουλειές τους ανανεωμένοι και στους γάμους έδιναν το παρόν για να φέρουν τη νύφη και το γαμπρό από τα σπίτια , αλλά και μετά για το γλέντι.

Οργανοπαίκτες είχε πολλούς το χωριό. Πολλοί αυτοδίδακτοι αλλά γνωρίζοντας τον πρακτικό ρυθμό του τραγουδιού. Όργανα όχι πάντα αρίστης ποιότητας. Έβγαζαν όμως νότες σωστές από το στόμα ή το χέρι του Αχλαδοκαμπίτη οργανοπαίκτη. Θα θυμηθούμε μερικούς από αυτούς:

Γεώργιος Κρίγκος (Χατζάρας, Νταούλι)

Αθ. Ψυχογιός (Μαδούρος, μπουζούκι)

Π. Αθανασούλιας (Μπουρτζαφάνας, πίπιζα)

Παναγιώτης Κωστάκης (Ρήγας, κλαρίνο)

Γεώργιος Μερίκας (λαούτο)

Βασ. Αναγνωστόπουλος (Αρνάδας, νταούλι)

Θ. Ψυχογιός (Κουταλιανός, μπουζούκι)

Ιωάννης Γκιγκίλος (κλαρίνο)

Βασίλειος Γκανάς (κλαρίνο)

Ευάγγελος Ντρούλιας (Βαγγέλας, πίπιζα)

Γεώργιος Χρ. Σελλής (Γιωργάλας, πάτζο)

Παν. Αναγνωστόπουλος (Ντάλας, κιθάρα)

Αθαν. Κούρτης (Μπαρμπάκος, κλαρίνο)

Ιωάννης Αλέξης (Αλεξόγιαννης, κλαρίνο)

Αθαν. Ιατρίδης (Καλοθανάσης, βιολί)

Ιωάννης Λίτσας (βιολί)

Μιχάλης Μαντής (μπουζούκι)

 

Αγροφύλακες


 

Οι μεγάλες εκτάσεις της περιοχής Αχλαδοκάμπου τα πολλά αμπέλια και τα πολλά αχλάδια έπρεπε να προστατευτούν από τους άρπαγες, όπως και οι αγροτικές καλλιέργειες και η αυξανόμενη ελαιοκαλλιέργεια. Για το λόγο αυτό ο Δήμαρχος ή ο Πρόεδρος διόριζε κοινοτικούς φύλακες οι οποίοι προστάτευαν όλα τα κτήματα και από τους ασυνείδητους κτηνοτρόφους.

Αυτοί πληρώνονταν σε είδος. Δηλαδή κάθε Σεπτέμβρη γύρναγαν στο χωριό και έπαιρναν από τους νοικοκυραίους τα δραγατιάτικα τα οποία ήταν ένα σακούλι ορισμένου βάρους σιτάρι ή αραποσίτι. Αργότερα όταν το κράτος ίδρυσε την Αγροφυλακή το μέτρο σταμάτησε και διορίζονταν μόνιμοι αγροφύλακες οι οποίοι πληρώνονταν από το κράτος. Πολλοί κοινοτικοί δραγάτες διατέλεσαν για λίγο χρόνο γι’ αυτό είναι δύσκολο να καταγραφούν. Άλλοι όμως έκαναν πολλά χρόνια γι’ αυτό παρατίθενται παρακάτω:

Σαράντος Κατσίρης

Σελλής Αθανάσιος (Σκαλιθροθανάσης)

Χρήστος Σελλής (Κοκκινόχρηστος)

Δημήτριος Αναγνωστόπουλος (Μήτρος)

Αυτοί που διορίστηκαν στην Αγροφυλακή και πληρώνονταν από το κράτος ήταν:

Ρουσής Χρήστος

Μπονώρης Γεώργιος

Κούγιας Θεόδωρος (από Ανδρίτσα)

Βασίλειος Κούρτης

Δημήτριος Λάμπρος

Πηγή


  • Αδελφότητα Αχλαδοκαμπιτών «Άγιος Δημήτριος» 1905-2005, «100 Years of Life and Activity», Έκδοση 2005.

 

Διαβάστε ακόμα:

Read Full Post »

Αυτό το περιεχόμενο είναι προστατευμένο με Συνθηματικό. Για να το δείτε, παρακαλώ εισάγετε το Συνθηματικό παρακάτω.

Read Full Post »

Ο τοκετός, η περίοδος της λοχείας και το νεογέννητο στη λαϊκή ιατρική


 

Λαογραφικά στοιχεία  για τον τοκετό, τη λεχώνα και το νεογέννητο από την περιοχή της Αργολίδας.

Τα παρακάτω στοιχεία προέκυψαν από συνομιλίες με ηλικιωμένες γυναίκες της περιοχής του Άργους οι οποίες είχαν παραβρεθεί ως βοηθοί ή παρατηρητές την ώρα του τοκετού και κατατίθενται ως μαρτυρίες για τον τρόπο που γεννούσε μια γυναίκα 50 και πλέον χρόνια πριν.

 

Σκηνή τοκετού από το βιβλίο του Roesslin Der Swangern Frawen und Hebammen Rosengarten (1513), που απεικονίζει μια γυναίκα καθισμένη σε καρέκλα να δέχεται τις φροντίδες δύο μαιών.

Η εγκυμοσύνη, ο τοκετός και η περίοδος της Λοχείας αντιμετωπίζονταν για αιώνες ολόκληρους από τον απλό λαό με συγκεκριμένες πρακτικές που αποτελούσαν κράμα  λαϊκής ιατρικής και άφθονης δεισιδαιμονίας. Οι γυναίκες που είχαν επιφορτιστεί με το ρόλο της μαμής, σπάνια διπλωματούχες και πολύ συχνότερα πρακτικές, ήταν γυναίκες συνήθως ηλικιωμένες που είχαν μάθει την τέχνη της Μαίευσης δίπλα σε μια άλλη μαμή. Οι πρακτικές μαμές δεν αναλάμβαναν μόνο τα σχετικά με τον τοκετό αλλά συχνά παρέμεναν στο σπίτι και φρόντιζαν για όλες τις υποχρεώσεις που έπρεπε να διεκπεραιωθούν και που σχετίζονταν με τη γέννηση μιας νέας ζωής.

Μόλις έπιαναν μια γυναίκα οι πόνοι, ο σύζυγος και οι οικείοι της ειδοποιούσαν τη μαμή, η οποία έφτανε στο σπίτι και έδινε οδηγίες σχετικά με τα εφόδια που θα χρειαζόταν για τη φροντίδα της επιτόκου, την εκτέλεση του φυσιολογικού τοκετού και τη φροντίδα του νεογέννητου.

Ξεκινώντας φρόντιζαν πάντα στο προσκέφαλο της επιτόκου να βρίσκεται η εικόνα της Θεοτόκου ή σπανιότερα του Αγίου Ελευθερίου, που θα βοηθούσε τη γυναίκα να «ελευθερωθεί» από τους πόνους και συχνά έψελναν ύμνους στην Παναγία, μαζί με τις υπόλοιπες γυναίκες. Η παράδοση αυτή είναι πανάρχαια και θυμίζει τις συνήθειες των αρχαίων ελληνίδων Μαιών να απευθύνουν τιμές και δεήσεις στις προστάτιδες του τοκετού θεές Ειλειθυϊα, Λητώ, Μαία, Άρτεμη και Ήρα.

Στο κέντρο της θεϊκής τριάδας στέκεται η Λητώ, αριστερά ο γιος της Απόλλων με κιθάρα και δεξιά η κόρη της Άρτεμις με δάδες (4ος αιώνας π.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Αθήνας). Στην κλασική Αθήνα η Άρτεμις ήταν θεά του τοκετού. Η θεά κυνηγός είχε σχεδόν ξεχαστεί.

Πάντοτε είχαν νερό ως ένα απαραίτητο εφόδιο το οποίο, εκτός από τη χρηστική του αξία για τον καθαρισμό της επιτόκου, του νεογνού και της ίδιας της μαμής, είχε και ένα συμβολικό – μαγικό ρόλο: θεωρούσαν πως θα βοηθούσε και αυτό ώστε «σαν το νερό να κυλήσει το μωρό» αποφεύγοντας την καταπόνηση της επιτόκου.

Μετά τον τοκετό, σε ορισμένες περιπτώσεις, περνούσαν το μωρό με προσοχή επάνω από φλόγα. Αυτή η πρακτική πιθανώς χρησιμοποιούνταν ως μέθοδος αντισηψίας, για να σκοτωθούν τα μικρόβια αλλά ίσως και για δεισιδαιμονικούς λόγους που σχετίζονται με την εξαγνιστική δράση της φωτιάς. Μετά το λουτρό του νεογνού, έσταζαν στα μάτια του σταγόνες από χυμό λεμονιού. Αυτό εκφράζει πιθανώς τη γνώση που είχαν για την καταπολέμηση της γονοκοκκικής οφθαλμίας των νεογνών και αναφέρεται από το Σωρανό, ο οποίος ωστόσο συνιστούσε ενστάλαξη λαδιού, ενώ ακόμη και σήμερα γίνεται σε πολλά Μαιευτήρια ενστάλαξη αντιβιοτικού κολλύριου.

Ένα άλλο περίεργο έθιμο που μου αναφέρθηκε ήταν το «κόψιμο» του νεογνού. Με ένα μικρό ξυράφι χάρασσαν ελαφρά τα άκρα του μωρού επιτρέποντας στο «κακό» αίμα να βγει από το σώμα του.

Στη συνέχεια φρόντιζαν τη λεχώνα και ασχολούνταν ιδιαίτερα με το διαιτολόγιό της. Ανάλογα με το πώς εκτιμούσαν την κατάστασή της μπορούσαν να της δώσουν σούπα από κρέας και κάποιες φορές, προφανώς όταν το κρέας δεν ήταν διαθέσιμο, έφτιαχναν χυλό με αλεύρι και κρασί.

Μια ακόμα ενδιαφέρουσα παράδοση ήταν το στρώσιμο του τραπεζιού για τις Μοίρες. Συγκεκριμένα πίστευαν πως μέσα στις τρεις πρώτες νύχτες από τον τοκετό, οι τρεις Μοίρες θα επισκέπτονταν τη λεχώνα και θα καθόριζαν τη μοίρα του μωρού της και για το λόγο αυτό έπρεπε να προετοιμαστούν.

Έστρωναν το καλύτερο τραπεζομάντηλο της λεχώνας, τοποθετούσαν πάνω στο τραπέζι ένα καρβέλι φρέσκο ψωμί, μια κανάτα νερό και ένα μαχαίρι μαυρομάνικο ενώ κάποιες άλλες φορές θεωρούσαν σημαντικό να υπάρχει και κάποιο γλυκό. Η μαμή ή κάποια άλλη γυναίκα παρέμεναν τις τρεις πρώτες ημέρες στο σπίτι και τις νύχτες περίμεναν την έλευση των Μοιρών. Εάν αυτές έμεναν ευχαριστημένες από το τραπέζι τότε θα ήταν ευνοϊκές, διαφορετικά το μωρό δεν θα είχε καλή τύχη.

Η μαμή σιωπηλή και κρυμμένη παρακολουθούσε τη συνομιλία των Μοιρών και δεν παρέμβαινε, ενώ την επομένη το πρωί διηγούνταν στη λεχώνα το τι είχε ειπωθεί. Σε μια περίπτωση, μάλιστα, μια γυναίκα μου ανέφερε ότι το αποτέλεσμα της επίσκεψης των Μοιρών δεν ήταν καθόλου καλό και το μωρό πέθανε την τρίτη ημέρα από τη γέννησή του.

Εντύπωση προκαλεί η επιλογή των εφοδίων του τραπεζιού. Εκ πρώτης όψεως κανείς καταλαβαίνει ότι θεωρούσαν πως οι Μοίρες θα έτρωγαν το ψωμί κόβοντάς το με το μαχαίρι και στη συνέχεια θα έπιναν νερό, όπως και πράγματι διηγούνται ότι συνέβαινε.

Ωστόσο από άλλες αναφορές που έχουν υποπέσει στην αντίληψή μου, το ψωμί, το νερό και το μαυρομάνικο μαχαίρι φαίνεται πως  αποτελούσαν μαγικά αποτρεπτικά αντικείμενα, τα οποία υποτίθεται πως έχουν πολύ καλά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση των άσχημων ονείρων.

Η γέννηση του Ασκληπιού με «καισαρική τομή». (Πηγή: Στ. Γερουλάνος, Ε. Δούκα, Μ. Παπαδοπούλου: «Surgical Infections. Lessons from History», εκδ. «Onassio Cardiac Surgery Center and Department of History of Medicine», University of Ioannina.)

Τόσο τα ρούχα της εγκύου όσο και οι πάνες του μωρού δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να παραμείνουν απλωμένα στο σύρμα μετά τη δύση του Ηλίου και αυτό διότι νεράιδες και ξωτικά θα έπαιρναν τα ρούχα και μητέρα και μωρό θα έχαναν τα λογικά τους. Επίσης φρόντιζαν να μην τοποθετείται το μωρό δίπλα σε παράθυρο ώστε να μην απαχθεί από τις παραπάνω οντότητες και αντικατασταθεί από ένα άλλο δικό τους μωρό. Αλλά και οι ίδιες οι μαμές κινδύνευαν από τα ξωτικά, τα οποία τις απήγαγαν για να βοηθήσουν τις γυναίκες τους όταν γεννούσαν. Εάν τα κατάφερναν τότε τις γέμιζαν χρυσάφι.

Η έγκυος δεν θα έπρεπε να βγει από το σπίτι τις σαράντα πρώτες ημέρες για να μη «ματιαστεί» αλλά κυρίως δεν θα έπρεπε να μπει σε εμπορικό κατάστημα διότι αυτό ήταν μεγάλη γρουσουζιά για τον έμπορο.

Εξετάζοντας το μωρό η μαμή ή κάποια ηλικιωμένη γυναίκα, ήταν σύνηθες να δηλώσει ότι αυτό «κόπηκε». Με τη φράση αυτή εννοούσαν τις κράμπες και δυσκαμψίες που πάθαινε από λάθος στάση του σώματός του ή από λανθασμένο τρόπο φασκιώματος. Τότε κατέφευγαν σε ένα δεξιοτεχνικό μασάζ που η αλήθεια είναι ότι αγχώνει λίγο όποιον το παρακολουθήσει αλλά υποτίθεται πως ανακουφίζει πραγματικά το μωρό.

Στις περιπτώσεις που η ζωή του νεογέννητου κινδύνευε σοβαρά, τότε η Μαμή κατέφευγε στο «αεροβάπτισμα». Σήκωνε δηλαδή το μωρό ψηλά, επικαλούνταν την Αγία Τριάδα κάνοντας με το μωρό στα χέρια το σημείο του Σταυρού και του έδινε όνομα. Αυτή η τεχνική, θεωρούσαν πως είτε μπορούσε να βοηθήσει στην επιβίωσή του είτε εξασφάλιζε πως αν πέθαινε δεν θα ήταν χωρίς όνομα διότι στην τελευταία περίπτωση ένα αβάπτιστο μωρό πίστευαν πως δεν πήγαινε ούτε στον Παράδεισο αλλά ούτε και στην Κόλαση. Άλλοι πάλι έλεγαν όμως ότι αυτά τα μωρά μετατρέπονταν σε Αγγέλους αλλά ορισμένοι Αρκάδες θεωρούσαν πως τα μωρά αυτά γίνονταν «χαμοδράκια».

Όταν όλα πήγαιναν καλά και έφτανε η τεσσαρακοστή ημέρα, η μητέρα έπρεπε να σηκωθεί πριν ξημερώσει, να στρέψει το μωρό της προς την πλευρά του ανατέλλοντος ηλίου ώστε το πρώτο θέαμα από τον έξω κόσμο που θα έβλεπε το μωρό να ήταν ο Ήλιος και να πει την εξής ευχή: «όπως λάμπει ο Ήλιος έτσι να λάμψεις κι εσύ στη ζωή σου» και μια νέα ζωή ξεκινούσε…

Μιχάλης Μώρος
Μαιευτής – Γραμματέας ΣΕΜ Ναυπλίου

 

Read Full Post »

Δαγρές Γιαννάκος (Λαογραφικά της Αργολίδος)


 

 

Το κείμενο δανειστήκαμε από το βιβλίο του Δημοσιογράφου Κώστα Δ. Σεραφείμ « Λαογραφικά της Αργολίδος».

  

Προτομή Γιαννάκου Δαγρέ στην Καρυά

Κατά τον ιερόν αγώνα του 1821 η Καρυά ανέδειξε πολλά παλληκάρια με αρχηγό τον Γιαννάκο Δαγρέ του οποίου το σπίτι δεν σώζεται παρά μόνο η γνωστή τοποθεσία. Ο Γιαννάκος Δαγρές γιός του Γεωργίου Δαγρέ μετά τον θάνατο του πατέρα του αναλαμβάνει το αρματωλίκι του Αρτεμισίου. Συνεδέθη διά στενής φιλίας μετά του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη τον οποίον  ακολουθούσε σε διάφορες ασκήσεις, αναγνωρίσεις εδάφους, ενέδρες, συμπλοκές με τους αλλαξοπίστους Αλβανούς και σε διάφορες άλλες επιχειρήσεις.

Από όλους είχαν αναγνωρισθεί οι ικανότητες και η μεγάλη αξία του Γιαννάκου Δαγρέ. Όταν ο Κεχαγιά- Μπέης κατέβηκε στο Άργος για να περάσει προς την Τρίπολι  ο Δαγρές με τα παλικάρια του έσωσε τα γυναικόπαιδα από βέβαια σφαγή  όταν έντρομα  έτρεχαν προς τα ριζώματα της Άκοβας και του Βρουστίου γα να κρυφτούν.

Όταν ο Κεχαγιά – Μπέης φθάνει στην Τρίπολι  ο Δαγρές τον ακολουθεί. Εκεί δεν περιωρίζεται μόνο σε μικροσυμπλοκές για τρόφιμα και άλογα αλλά αναμειγνύεται και στις πλέον επικίνδυνες ενέδρες εναντίον των Τούρκων.  Σε μια ενέδρα φονεύει τον Αλήμπεη και σώζει τον Αρχιμανδρίτη Αθανασόπουλον.

Επρωτοστάτησε με υπόδειξη του Κολοκοτρώνη στην κατασκευή της περιωνύμου τάφρου της «γράνας» και έλαβε μέρος στην μάχη αυτής. Δέχεται όμως αιφνιδιαστική επίθεση από τον Κεχαγιά – Μπέη παρά την Κανίστρα που βρίσκεται στο δυτικό μέρος του Χτενιά. Με αντεπίθεση όμως ο Δαγρές τον υποχρεώνει να γυρίσει πίσω και να υποστεί την συμφορά της γράνας.

Η παράδοση αναφέρει ότι περικυκλομένος ο Δαγρές καταφεύγει σε κρύπτη του βουνού για να  μην συλληφθεί ζωντανός από τους Τούρκους. Μάταια οι Τούρκοι προσπαθούν να παραβιάσουν την είσοδον διότι σε απόπειρα καθόδου των επί της κρύπτης σημαδεύονται ευστόχως και καλύπτουν την είσοδον με πτώματα. Τότε συλλαμβάνουν το σχέδιο να ρίξουν μέσα στην κρύπτη τις αναμμένες κάπες τους για να πεθάνει από ασφυξία. Βλέποντας όμως τη φωτιά ο Κολοκοτρώνης σπεύδει και ελευθερώνει αυτόν.

Πρίν της απελευθερώσεώς του προηγήθη μια συζήτηση  του Δαγρέ με τους Τούρκους η οποία έχει αποθανατιστεί στο τραγούδι:

«εχτές, προχθές που πέρναγα στα κλέφτικα λημέρια άκουσα αναστεναγμούς κι’ αντρίκια μοιρολόγια. Ποιος νάταν που βλαστήμαγε κι’ έχυνε μαύρα δάκρυα; Οι Τούρκοι τον φωνάζανε και τον παρακαλούσαν.

Έβγα Δαγρέ προσκύνησε και δός μας τ’ άρματά σου, να περπατάς ελεύθερος Τούρκος μη σε πειράζει. Μα μήπως είμαι νιόπαντρος νύφη να προσκυνήσω; Είμαι ο καπετάν Δαγρές είμαι ο Βλαχοκαρυώτης. Το Θοδωράκη καρτερώ και θα σας πολεμήσω. Ακόμα ο λόγος έστεκε και συνεχειά κρατιώταν Κολοκοτρώνης έφθασε και το Γιαννάκο κράζει. Πούσε Γιαννάκο βρ’ αδελφέ βρέ καπετάνιε;

Ποιος είσαι εσύ που μου μιλάς εσύ που μου φωνάζεις; Γιαννάκο δε με γνώρισες που είμαι ο Κολοκοτρώνης; Αν είσαι συ ο Θοδωρής, είσαι ο Κολοκοτρώνης δείξε σημάδια μυστικά άλλος να μη γνωρίζει, ιδές την ταμπακέρα μου την φούντα του φεσιού μου».

Ο Δαγρές είχε και ένα πρωτοπαλίκαρο τον Καραντζούλη ή Σκούληκα. Στο θάνατο του οποίου αναφέρεται το εξής τραγούδι; «Κλάφτε κλαριά κλάφτε δεντριά το Γιώργη Σκούληκα το Γιώργηκαραντζούλη που ήταν και κάτω στη γλυκειά βρύση με τρεις κανάλους. Μα κι’ ο Δαγρές του φώναξε κι’ ο Δαγρές του λέγει: Γιώργη μου κάτσε φρόνημα. Γιώργη μου κάτσε χάμου. Γιώργη μου μη φαντάζεσαι πως έχεις φυλαχτάρι».

Κατά το έτος 1826 πέρασε από το χωριό το μήνα Ιούλιο μέρος του στρατού του Ιμπραήμ. Οι κάτοικοι έφυγαν από το χωριό ενώ αυτός επυρπόλισε μερικές οικίες, εφόνευσε μερικούς γέροντες που έμειναν στο χωριό και τον ιερομόναχον από τα Τσιπιανά.

Τότε εφόνευσαν και την ωραία Κατερίνα Μουρτοπούλου, λεχώνα με το μικρό της. Περί αυτής η παράδοση λέγει ότι να την πάρουν αιχμάλωτη, αλλά επειδή αρνήθηκε και αντεστάθη την φόνευσαν. Σώζεται και το παρακάτω δημοτικό τραγούδι:

«Νάταν ημέρα βροχερή μωρ’ Κατερίνα μωρ’ Μουρτοπούλα κι η νύχτα χιονισμένη που κίνησε ο Μπραΐμ πασάς από την Αλεξάνδρα ή από το Ναυαρίνο. Και  τρεις κολώνες γίνηκαν και οι τρεις φαρμακωμένες. Η μιά πηγαίνει απ’ το Λουκά κι’ άλλη από τις πόρτες κι’ η Τρίτη η χειρότερη απ’ την Καρυά πηγαίνει.

Μα παίρνει στάνες πρόβατα και βουρκολούς γελάδια, και παίρνει και μια νιόπαντρη τριών ημερών λεχώνα. Μπροστά την πάν δεν περπατεί πίσω την βάλουν στέκει. Κι’ ένα μικρό Μπεόπουλο την κρυφοκουβεντιάζει, νυφούλα για δεν περπατάς δεν πας κοντά στους άλλους; Μη σε βαραίνουν τα φλωριά, μη σε βαραίνει η φούντα; Δεν με βαραίνουν τα φλωριά δεν με βαραίνει η φούντα μα με βαραίνει το παιδί που άφησα στην κούνια. Της κούνιας επαρήγγειλε της κούνιας παραγγέλει, κούνια μου κούνα το παιδί, κούνια μου λύστο δέστο. Μα μήπως είμαι η μάννα του για να το μεγαλώσω;»

  

Κώστας Δ. Σεραφείμ

(Στο κείμενο διατηρήθηκε η ορθογραφία του Συγγραφέα).

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Αργείτικη αποκριά


 

Ένα χρονογράφημα του Κώστα Δανούση στην Εφημερίδα Αναγέννηση (τ.326/1995. Άργος).

 

Απόκριες στο Άργος (1936)-Αρχείο: Βασίλη Τουφεξιάδη

Διέφερε η αργείτικη αποκριά απ’ εκείνη άλλων πελοποννησιακών και ευρύτερα ελληνικών πόλεων; Φαίνεται πως η απάντηση θα πρέπει να είναι αρνητική, αφού η εντοπιζόμενες ιδιαιτερότητες δεν αρκούν για να τη διαφοροποιήσουν ουσιαστικά. Υπάρχει όμως μια μαρτυρία του Π. Τημελή, που η αξιοπιστία της δεν έχει διασταυρωθεί, σύμφωνα με την οποία “οι χοροί του Άργους κατά πολύ διαφέρουσι ως προς τον ρυθμόν και τον τρόπον καθ’ ον διεξάγονται. Οι ενταύθα χοροί δεν ομοιάζουσι προς τους των Μεγάρων, της Ελευσίνος, των χωρίων της Αττικής και εν γένει προς όλους τους χορούς”.

Ενώ στην εκκλησιαστική παράδοση «Απόκρεω» καλείται η προτελευταία πριν τη Καθαρή  Δευτέρα Κυριακή, εντούτοις επεκράτησε να ονομάζονται «Αποκριές» και οι τρεις εβδομάδες πριν απ’ αυτήν, δηλαδή πριν τη νηστεία του Πάσχα. Οι απόκριες αρχίζουν την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου, κατά την οποία «άρχεται το Τριώδιον». Και αυτό επειδή από τη μέρα αυτή – και μέχρι το Μ. Σάββατο – αρχίζει στην εκκλησία η χρήση του Τριωδίου, του λειτουργικού βιβλίου που ονομάσθηκε έτσι γιατί για κάθε γιορτή περιέχει αρχικά τρεις ωδές.

Στο Άργος, όπως και σ’ όλη την ελληνική επαρχία, ο λαός γιόρταζε την περίοδο αυτή με ευθυμία, τραγούδια, χορούς, μεταμφιέσεις και οικογενειακές και φιλικές συνεστιάσεις. Η πρώτη εβδομάδα ονομαζόταν και «α(μ)πολυτή», γιατί καταλύονταν και η Τετάρτη και η Παρασκευή. Τις πρώτες μέρες της εβδομάδας αυτής σφάζονταν συνήθως οι οικόσιτοι χοίροι, η σφαγή και προετοιμασία των οποίων αποτελούσε μια μικρή τελετή πολλές φορές με συγκεκριμένο τυπικό.

Η επόμενη εβδομάδα, που αρχίζει  με την Κυριακή  του Ασώτου,  ονομαζόταν «Κρεατινή» και ήταν η  κατ’ εξοχήν εβδομάδα, της  Αποκριάς. Κορύφωση της η Τσικνοπέμπτη.  

Τέλος η τρίτη εβδομάδα, την Κυριακή των Απόκρεω, ονομαζόταν “Τυρινή”, καθόσον κατ’ αυτήν δεν  έτρωγαν(;) κρέας αλλά αυγά, γιαούρτι, τυρί και φτιαχτά μακαρόνια (λευκή νηστεία). Τα τελευταία, διανθισμένα με τις «γκόκες» (τυλιγμένα μικρά τεμάχια ζύμης), πασπαλισμένα με τριμμένη μυζήθρα και ζεματισμένα με βούτυρο ή λάδι, ήσαν το αντιπροσωπευτικό πιάτο της εβδομάδας αυτής. Με το τελευταίο δείπνο των αποκριών  (της Τυρινής) συνδέονταν διάφορες προλήψεις και δεισιδαιμονίες (φτερνίσματα, λευκή λαμπρή, ωομαντεία κ.α.).

Στο Άργος το  βράδυ τα κορίτσια έπαιρναν κρυφά από το βραδινό τραπέζι ένα μακαρόνι και το έβαζαν  κάτω από το μαξιλάρι τους λέγοντας » όποιος είναι της μοίρας μου  και του ριζικού μου να έλθει να το φάμε μαζί», προσμένοντας φυσικά την εμφάνιση του νυμφίου στο όνειρο τους. Το τραπέζι έμενε ασήκωτο με τα φαγητά που περίσσευαν, για να ‘ρθουν να φάνε οι ψυχές των πεθαμένων του σπιτιού.

Η περίοδος των αποκριών, όπως και η αρχαιοελληνική προκάτοχος της, ήταν στενά δεμένη με τη  λατρεία των νεκρών. Έτσι τα Ψυχοσάββατα κάθε οικογένεια πήγαινε στην εκκλησία ένα πιάτο με κόλλυβα στολισμένο – συνήθως σε σχήμα σταυρού- με σπόρους ροδιού, σταφίδες (ξανθές και μαύρες) και ζάχαρι που συνοδευόταν από το ψυχοκέρι ( δέσμη νημάτων εμποτισμένων σε λιωμένο κερί).

Την Καθαρή Δευτέρα ήταν  το αποκορύφωμα των εορταστικών εκδηλώσεων της αποκριάς. Οι λαγάνες, τα  σαρακοστιανά και η περίφημη φάβα του «Νταούτσου» (γνωστότατου μπακάλη στην οδό Τσώκρη)  είχαν την τιμητική τους. Η ευθυμία, οι χοροί και οι μεταμφιέσεις έκαναν το Άργος πόλο έλξης για τους κατοίκους των γύρω χωριών και του Ναυπλίου, σε τέτοιο σημείο ώστε σχεδόν να διπλασιάζεται ο πληθυσμός του.

Η μέρα αυτή με τις συνήθεις παραβιάσεις της νηστείας (ο λαός ευφυώς σύνδεσε  το «Καθαρή» με το καθάρισμα των υπολοίπων εδεσμάτων της προηγούμενης εβδομάδας), τα άσεμνα άσματα, τα υπονοούμενα φαλλικών παραστάσεων ( πράσα, μεγάλα γουλιά, αγγινάρες, κ.α.) αλλά και της «χαρούμενες» απειλές ομάδων μασκαράδων, με ψαλίδια στα χέρια, ότι θα προβούν στην κουρά («ξεγούλιασμα») απόκρυφων σημείων των γυναικών, κάθε άλλο παρά – κατά την άποψη της Εκκλησίας – καθαρή ήταν.

Οι χοροί και οι μεταμφιέσεις ήσαν τα πλέον αντιπροσωπευτικά στοιχεία της αποκριάς. Χοροί βέβαια στο παλιό Άργος, τουλάχιστον ως τα τέλη του ΙΘ’ αιώνα δε γίνονταν μόνον τις αποκριές αλλά και τα Χριστούγεννα, του Αγίου Βασιλείου, τις μεγάλες γιορτές και το Πάσχα, κατά το οποίο γίνονταν οι «σοβαρότεροι πανηγυρική χοροί«.

Το νταούλι έδινε το σύνθημα για το ξεφάντωμα. «Με την πρώτη ημέρα του Τριωδίου» , γράφει ο Ίδμων ( Γ. Λογοθέτης), «το πάτριο νταούλι σκονισμένο και άφωνο στον καπνισμένο τοίχο τινάζεται από την νάρκη του και αρχίζει την περιοδεία του. Από τα στενοσοκάκια του Κραβασαρά  και τα χαμόσπιτα των Γεφυριών ξεκινάει για την αποστολή του και ακούραστο δεν σταματάει πειά καμιά νύχτα, μέχρις ότου τα χαράματα της Καθαράς Τρίτης παραδώσουν στην ηδονική αγκαλιά του ύπνου του Βάκχους της αποκρηάς…., από τα τρεσάκια του Ξεριά και της ανηφοριές της Αρβανιτιάς!  Κι όπου περάσει κάνει το θάμμα του. Σε κάθε πλατεία, σε κάθε σταυροδρόμι, σε κάθε γούβα ανοίγει κι ένας χορός».

 

Πρόσκληση για το χορό του Μουσικού Ομίλου Άργους το 1946. Αρχείο, Νίκου Πετρόπουλου.

 

 

Νταούλι λοιπόν και καλάμι (φλογέρα) σε μόνιμη περιοδεία ανά της γειτονιές της πόλης. Αργότερα θα προστεθούν και άλλα όργανα, κλαρίνα, λατέρνες, καθώς και τμήματα της μαντολινάτας της «Νέας Ζωής« τα τελευταία χρόνια του Μεσοπολέμου. Οι παλαιότεροι θυμούνται τον περίφημο κλαρινιτζή Φέκα που άκμασε από τα τέλη του περασμένου αιώνα ως το Μεσοπόλεμο.

Οι χοροί αναρίθμητοι. «Εξέρχεται της οικίας σου και  εν αυτή σου τη συνοικία «, γράφει ο Π. Τημελής, εις δύο και τρεις χοροί εστημένοι. Τον μόνιμον πυρήνα εκάστου  χορού αποτελούσιν αι νεανίδες της συνοικίας, αίτινες ποικίλουσι κατά την ηλικίαν, το κάλλος, το ένδυμα και την κοινωνικήν τάξιν… Προβαίνεις περαιτέρω και έχεις  ενώπιον σου  τα αυτά. Περιέρχεσαι τέλος όλον το Άργος και συναντάς περί τους εκατόν τοιούτους χορούς».

Στις αρχές του αιώνα μας, το 1902, φαίνεται πως οι χοροί μειώθηκαν αισθητά. Η εφημερίδα «Μυκήναι»  γράφει πως  «χοροί  όμως δεν γίνονται όπως εγένοντο. Κάθε πέρυσι και καλήτερα. Κινδυνεύει να σβήσει το ωραίον αυτό και μεγαλοπρεπές έθιμον των πανηγυρικών ελληνικών χορών… Συγκριτικώς όμως οι μεγαλύτεροι και ωραιότεροι χοροί έγειναν εφέτος ένας εις του Καρμίρη, ο άλλος εις του Ανατολίτη και ο τρίτος και ο  τρίτος εις την πλατεία του Πηττά. Μερικοί όμως μικρότεροι χοροί είχον ωραιοτέρας χορευτρίας».

Η παράδοση εκτός απ’ εκείνους της πλατείας του Αγίου Πέτρου, διέσωσε χορούς:

  •  Στην απλά του Ξεριά, εκεί που σήμερα έχει κτισθεί ο ναός του Αγίου Νικολάου (αλώνι του Σμυρνιωτάκη, κ.α.).
  • Στην «Κουνουπίτσα» , έξω από του Αθανασάκου (στην οδό Ινάχου).
  • Στα Ταμπάκικα (συμβολή οδών Φείδωνος και Θεάτρου), έξω από την ταβέρνα του Κορομίχη.
  • Στου Μαρίνου (την ταβέρνα που κάηκε σχετικά πρόσφατα), παρά το πηγάδι του Δημοβάση  (παρά τη συμβολή οδών Ηρακλέους και Διομήδους).
  • Στα αλώνια του Πούλου, στο δρόμο για τις Πορτίτσες ( προς τον αυχένα Δειράδας), και
  • Στα Γεφύρια, έξω από την περίφημη ταβέρνα του Παρασκευά. Ο χορός στα γεφύρια ήταν από τους ξεχωριστούς χορούς της πόλης.

Οπωσδήποτε χοροί γίνονταν και σε άλλα σημεία της πόλης. Την τελευταία Κυριακή της αποκριάς οι περισσότεροι χοροί των συνοικιών συγκεντρώνονταν στην πλατεία του Αγίου Πέτρου, όπου το κέφι έφτανε στο απόγειό του.

Στο χορό έδινε το παρόν και ο Δήμαρχος της πόλης Κωστής Μπόμπος (1928 – 1941, 1945 – 1950) άδοντας το προσφιλές του Τουμπουρλού μωρή το σαλβάρι σου / Και το άσπρο το ποδάρι σου / είδα ΄γώ της Άκοβας τη βρύση.

Ο Παναγιώτης Δ. Σεφερλής, που στις αρχές του αιώνα κατέγραψε πολλά δημοτικά τραγούδια της πόλης αλλά και της ευρύτερης περιοχής της, αναφερόμενος  σ’ αυτά γράφει:»

«και τα μεν δια γραμμάτων ΒΧ επισημειούμενα έγραψα καθ’ υπαγόρευσιν της γραίας Βασιλικής Χρυσικοπούλου, μαίας, πάντα δε τα υπόλοιπα ήκουσα εις τους δημοσίους χορούς, οι οποίοι γίνονται εις όλας τας συνοικίας του Άργους κατά τας Κυριακάς των Αποκρέω. Τους χορούς αυτούς,συρτούς πάντοτε, απαρτίζουν επί το πλείστον κόραι άδουσαι συγχρόνως, λαμβάνουσι όμως μέρος είς αυτούς και ύπανδροι γυναίκες οι δε άνδρες και οι νέοι περιερχόμενοι τας συνοικίας βλέπουν τους χορούς και συμμετέχουν αυτών “σέρνουν τον χορόν» τιθέμενοι επικεφαλής των χορευτριών κατ’ έθιμον δε επικρατούν, ουδείς θεωρεί ότι προσβάλλεται το φιλότιμόν του εάν μόλις αρχίση να σύρη τον χορόν και προτού κάμη έναν ολόκληρον γύρον μετά των χορευτριών άλλος χορευτής έλθη και τεθή επικεφαλής του χορού…” Άλλη όμως είναι η καταγραφή του Γ. Λογοθέτη (Ίδμωνος), ο οποίος αναφέρει ρητά “Αλίμονο σ’ εκείνον που θα τον κόψη ( τον επικεφαλής του χορού) πριν το φέρη τουλάχιστον δύο βόλτες».

Αποκριάτικος χορός στην αίθουσα Θηβαίου, δεκαετία 1960.

Ο ευσεβιστής ( Μακρακιστής) της εποχής εκείνης Π. Τημελής μας πληροφορεί, ότι, εκτός από τα γνωστά αποκριάτικα τραγούδια, χορευτές και χορεύτριες απήγγελαν εναλλάξ δίστιχα. “Λαμβάνομεν δε εκ της μνήμης”, γράφει, “και δίστιχα τινά εκ των αναριθμήτων, ίνα δ’ αυτών ( ως όνυχος) κατανοήσωμεν οποίον πνεύμα διήκει εν τοις χοροίς τούτοις και τα οποία τα εκ τούτου ολέθρια αποτελέσματα:

 Περνάς και δε μας χαιρετάς, βαριέσσα να μιλήσης,

Δυο λόγια απ’ τ’ αχειλάκι σου, να μας παρηγορήσης.

***

Αναστεναγμοί μ’ ως πότε

την καρδούλα μου θα τρώτε.

***

 Ο έρωτας δεν είν’ ανθί να μαραθή, να πέση

παρά ‘ναι βάτος και κλαδί  κι αλοίμον’ όπου μπλέξη.

 ***

Έρωτα πανάθεμά ‘σαι

τυραννείς και δε λυπάσαι”.

 

Ένα από τα πλέον προσφιλή αποκριάτικα τραγούδια του Άργους είναι  “Στης Άκοβας τη βρύση”:

 

Τουμπουρλού μωρή

 Το σαλβάρι σου

κι από μακριά είδα το ποδάρι σου,

άσπρο ποδάρι που ‘δα ‘γώ

 στης Άκοβας τη βρύση

λιγοθυμιά με βάρεσε

ώσπου να ξερυπήσει

ωχ αλίμονο και πάλι

 πάρε μου – το το κεφάλι,

ωχ αλίμονο και τόσο

πάρέμε με να γλυτώσω

 

Παράλληλα με τους συνεχώς αυξανόμενους ρυθμούς αστικής συγκρότησης της πόλης επέρχονται και αλλαγές στους χορούς· και στον τρόπο διασκέδασης γενικότερα. Έτσι ταυτόχρονα με τις κραυγές των ευσεβιστών για τα ολέθρια”  αποτελέσματα των χορών παρατηρείται στο χώρο  της αστικής τάξης μια προοδευτικά ενισχυόμενη τάση προτίμησης ευρωπαϊκών σε βάρος των εθνικών χορών.

“Νομίζουν αι υπερφονούσαι δεσπινίδες και μερικοί γονείς” γράφει η εφημερίδα“ Μυκήναι” το 1902, ότι οι ηθικότατοι και αγνότατοι αυτοί χοροί είναι χυδαίοι!! Μάθετε λοιπόν, ω αγαθαί, ότι αυτός είναι ο εθνικός μας χορός, ότι  αν είναι άτεχνος είναι διότι δεν τον φέρομεν εις την πρόοδον αλλ’ απεναντίας τον παραιτούμεν, ότι αντιθέτως οι μέν ελληνικοί χοροί είναι οι λαμπρότεροι και υπέρ της ηθικής και της αγνότητος οι δε ευρωπαϊκοί είναι επίτηδες ανήθικοι και τεχνική μέθοδος προς διαφθοράν”.

Η αστική τάξη της πόλης από τα χρόνια του Μεσοπολέμου άρχισε να διοργανώνει χορούς  σε σπίτια αλλά και στο καφενείο του Θηβαίου. Ακολούθησαν το εστιατόριο Σαγκανά και το καφενείο “Ηραίον”. Σ’ αυτό καθοριστική θα είναι η συμβολή τηςΝέας Ζωής”, του “ΜΟΑ” και άλλων μουσικών σωματείων. Με το πέρασμα του χρόνου  ο αστικός τρόπος διασκέδασης  θα επικρατήσει και οι χοροί  των συνοικιών θα σβήσουν τα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια.

Αποκριές 1964. Σε πρώτο πλάνο ο Κώστας Πετρόπουλος χορεύει με τη σύζυγό του Δήμητρα, στην αίθουσα Θηβαίου. Αρχείο, Νίκου Πετρόπουλου.

Οι μεταμφιέσεις, οι μασκαράδες, ήσαν αναπόσπαστο στοιχείο της αργείτικης αποκριάς. Οι άνδρες ντύνονταν γυναίκες και το αντίστροφο. Ποικίλα εφευρήματα επιστρατεύονταν για την επιτυχημένη μεταμφίεση χωρίς αυτό να αποκλείει και τα πλέον πρωτόγονα: τη μουτζούρα από τα τσουκάλια, το φούμο, το λουλάκι αλλά και τη φάβα. Συνεχεία παλαιοτέρων εθίμων, που απαιτούσαν οι μεταμφιέσεις  να έχουν και εθνικές αναφορές, ήσαν και οι φουστανελοφόροι. Χασάπηδες κυρίως, που ανάμεσά τους ξεχώριζαν οι Μαρλαγκούτσοι, ντυμένοι με φουστανέλες γύριζαν από χορό σε χορό, πεζοί ή καβαλάρηδες σε άλογα.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που έφιπποι έμπαιναν στου Θηβαίου ή στου Σαγκανά, σκορπίζοντας νότες άκρας ευθυμίας. Σούστες, αραμπάδες και κάρα επιστρατεύονταν στο αποκριάτικο ξεφάντωμα. Τα τελευταία μάλιστα, για  να ταιριάζουν με το τρελό πνεύμα των ημερών, τα γύριζαν ανάποδα, βγάζοντας τον πείρο της ανατροπής. Οι φωτιές ή τα αναμμένα δεμάτια κλαδιά που έσερναν τα κάρα, τα φαλλικά σύμβολα, οι άσεμνες χειρονομίες και τα τολμηρά άσματα συμπλήρωναν τον οργιαστικό χαρακτήρα των ημερών. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα περισσότερα αποκριάτικα τραγούδια είχαν σεξουαλικά υπονοούμενα. Ακόμη και το προσφιλέστατο «Λεμονάκι μυρουδάτο», μιλώντας· για την καταγωγή του παλικαριού τραγουδάει:

 

Του σειστή του λυγιστή ‘μαι

του ταβερνογυριστή ‘μαι

που γυρίζει τις ταβέρνες

και φιλεί τις παντρεμέναις

που στραγγίζει τις κανάταις

και φιλεί τις μαυρομάταις

που γυρίζει τα σοκκάκια

 και φιλεί τα κοριτσάκια

 και τους πιάνει τα βυζάκια.

 

Στις αρχές του αιώνα έκανε την εμφάνισή του στην πόλη και ο χαρτοπόλεμος. “Το ωραίον το παίγνιον του  χαρτοπολέμου”, γράφει η εφημερίδα «Μυκήναι», «εγενικεύθη και ενταύθα τόσον πολύ, ώστε δεν έμεινε νέος ή νέα, μικρός ή μεγάλος, όστις να μην έρρανε και να μη ερράνθη δια του ανθοειδούς τούτου ράσματος. Ωραίαν μάλιστα ευκαρίαν και αφορμήν ευρίσκουσι δια τούτου οι γυναικοθήρες…«

Αποκριάτικος χορός στην αίθουσα Θηβαίου, Πλατεία Αγίου Πέτρου.

Αυτή ήταν αργείτικη αποκριά. Περίοδος ξεφάντωσης αλλά και στενής συναναστροφής των ανθρώπων. Οπωσδήποτε η καταγραφή μας είναι πρόχειρη. Αξίζει όμως τον κόπο τα έθιμα της αποκριάς στον τόπο μας να απολέσουν αντικείμενο εμβριθέστερης μελέτης κα ελπίζουμε αυτό να μην αργήσει.

  

Βιβλιογραφία:


  • Π. Τημελή, «Αι αποκρέω και οι χοροί του Άργους », εφημερίδα Αγαμέμνων, αρ. φ. 21/1889, σ. 2.
  • «Αποκριάτικα», εφημερίδα Μυκήναι, αρ. φ. 46/1902, σ. 2.
  • Παναγ. Δ. Σεφερλή, «Τραγούδια της Αιγίνης, του Άργους άλλων τόπων», λαογραφία, Δ’ (1913), σσ. 12 – 13.
  • Σεραφείμ Κώστα, «Λαογραφικά Αργολίδος», Αθήνα 1981, σσ. 266 – 274.
  • Γεωργίου Χρ. Θωμόπουλου (Έρασμου), «Αφιέρωμα …», Άργος 1994, σσ. 137 – 140.

 

 

Διαβάστε επίσης:

Read Full Post »

Η φορεσιά της Αργολιδοκορινθίας  – Αγγελική  Χατζημιχάλη


  

Η Αγγελική Χατζημιχάλη, η μάνα της ελληνικής λαογραφίας, ταξιδεύει σ’ όλη την Ελλάδα οπού   οι γνήσιοι, απλοί άνθρωποι της υπαίθρου την αγκαλιάζουν και της προσφέρουν την καθημερινότητά τους, της ανοίγουν τη ζωή τους στα μάτια της με τα ήθη, τα έθιμα, τον τρόπο παρασκευής ή κατασκευής από φαγητά, γλυκά, υφαντά μέχρι ξυλόγλυπτα, ασημικά, κεραμικά…  στο παρακάτω άρθρο μας περιγράφει με ζωντάνια την φορεσιά της  Αργολιδοκορινθίας.

 

Η επίσημη φορεσιά της Αργολιδοκορινθίας (Μουσείο Μπενάκη)

Η επίσημη φορεσιά της Αργολιδοκορινθίας (Μουσείο Μπενάκη)

Η φορεσιά της Αργολιδοκορινθίας ξαπλώνονταν σε όλες τις πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά του νομού αυτού. Ο μεγάλος αυτός νομός που αρχίζει από την Περαχώρα, έχει δηλ. βορεινά τα Γεράνια όρη και μέρος του Κορινθιακού κόλπου, δυτικά τα βουνά της Κυλλήνης ( Ζήρειας ), νότια τα βουνά του Αρτεμισίου και τον Αργολικό κόλπο, ανατολικά την χερσόνησο της Ερμιονίδος επί του Σαρωνικού κόλπου και φθάνει μέχρι του ισθμού της Κορίνθου, είχε μια κοινή φορεσιά. Στη μεγάλη αυτή περιοχή επικρατούσε η γνωστή φορεσιά με το σιγκούνι με παραλλαγές μονάχα στα κεντήματα που είχαν στο ποκάμισο, ο τζάκος, η τραχηλιά, η ποδιά. Τα κεντήματα αυτά γινωμένα όλα με μετάξια διακρίνονταν για τον πλούτο, την ιδιομορφία, και την ποικιλία τους. Δημιούργημα της ορεινής Κορινθίας ήταν γνωστά με την ονομασία ως κεντήματα της Στυμφαλίας, της πασίγνωστης από την αρχαιότητα θρυλικής λίμνης η οποία μαζί με την κοιλάδα του Φενεού αποτελούσαν το μεγαλύτερον και ευφορώτερον υψίπεδον της Ζήρειας.

Τα κεντήματα που επικρατούσαν σε ολόκληρη την Αργολιδοκορινθία θεωρούνται από τα εκλεκτότερα της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδος. Έχουν παλιότατη παράδοση σε διακοσμητικά γεωμετρικά θέματα, τεχνοτροπία, χρωματισμούς και ιδιότυπη τεχνική μέθοδο. Είναι όλα μετρητά. Γίνονται δηλ. μετρώντας τις κλωστές του υφάσματος. Για τα κεντήματα αυτά απαιτείται να γίνει κάποτε εκτενής και λεπτομερής μελέτη.

Η φορεσιά διακρίνονταν σε καθημερινή, γιορτινή και νυφική. Τα τμήματά της μοιάζουν με τα τμήματα των στολών της Αττικής, Ελευσίνας, Τανάγρας, Αταλάντης, Αράχωβας κλπ. Όπως και σε κείνες έτσι και σ’ αυτή κύριο τμήμα τους είναι το σιγκούνι που δεν αποχωρίζονταν ποτέ οι γυναίκες ακόμη και στον ύπνο τους. Το θεωρούσαν ντροπή να δεί ο άντρας γυναίκα χωρίς σιγκούνι.

Η καθημερινή φορεσιά είχε διαφορά από την γιορτινή και τη νυφική κυρίως στα κεντήματα. Η καθημερινή ήταν εντελώς σκέτη και είχε ολίγα ή και ελάχιστα κεντήματα, ενώ η γιορτινή και η νυφική είχαν πολλά μεταξωτά κεντίδια σε όλα τα τμήματά τους. Μόνες τους οι γυναίκες γνέθαν το μπαμπάκι, ύφαιναν τα υφάσματα και μόνες τους τα κεντούσαν.

Τα μπαμπάκια τα παίρνανε από το Άργος και τα γνέθανε μαζεμένες καμιά δεκαριά μαζί τα βράδια, πότε στο ένα και πότε στο άλλο σπίτι. Μετάξια δεν βγάζαν όλες οι οικογένειες. Οι πλουσιώτερες τρέφανε μεταξοσκώληκες και αυτές δίνανε στις άλλες όσα κουκούλια χρειάζονταν. Οι ίδιες κατεργάζονταν το μετάξι και το γνέθανε μόνες ρόκα – αδράχτι δηλ. στριμμένο ίσια, λεπτό, κατάλληλο για κέντημα. Ύστερα το βάφανε με διάφορα χρώματα. Για το ποκάμισο και την ποδιά προτιμούσαν το καφετί και το μαύρο και κάπου κάπου βάζανε μερικά τμήματα από κέντημα γινωμένο άλλοτε με κόκκινο άλλοτε με γαλάζιο ή κίτρινο χρώμα. Γι’ αυτό γενικός χρωματισμός σε όλα τους σχεδόν τα ποκάμισα είναι το καφετί ή το μαύρο που ποικίλλονται σποραδικά με τα λίγα παραπάνω χρώματα που αναφέραμε.

Η τραχηλιά όμως είχε άλλοτε αυστηρούς και άλλοτε ζωηρούς χρωματισμούς. Στην περιοχή της Στυμφαλίας και του Φενεού σε όλη την ψηλή περιφέρεια της Ζήρειας ήταν καφετιά σκούρα, ενώ σε όλα τα πεδινά μέρη, στο Άργος, στην Νεμέα, στην Επίδαυρο επικρατούσε το κόκκινο χτυπητό χρώμα.

Τη φορεσιά αποτελούν: Το μισοφόρι, το ποκάμισο, ο μπούστος, ο ονομαζόμενος διμινό με τα πανωμάνικα, τα κατωμάνικα, το σιγκούνι ή η σιαγκούνα, το γιουρντί, η τραχηλιά, το ζωνάρι, η ποδιά.

 

Κόρη με παραδοσιακή ενδυμασία του Άργους

Κόρη με παραδοσιακή ενδυμασία του Άργους

 

Ο κεφαλόδεσμος αποτελείται από το τσεμπέρι, τη μαντήλια και τη μπόλια ή το μεσάλι. Τα κοσμήματα είναι: Οι αλυσίδες ή τα λεντίκια, η καδένα με τον σταυρό, τα καρφιτσάλια (οι καρφίτσες), τα πετάλια (βραχιόλια). Γενικά τα κοσμήματα είναι παρόμοια με τα γνωστά στις φορεσιές της Αττικοβοιωτίας, και σε όλες τις φορεσιές με το σιγκούνι, κλπ. Όπως π.χ. οι αλυσίδες, η καδένα με τον σταυρό (εικ. 9), είναι αλυσίδες διάφορες με στρογγυλές πλάκες και ιδιότυπα σχέδια ( ο σταυρός, η Παναγία και πολλά άλλα) ή με τα κρεμασμένα νομίσματα και παράδες, τ’ άσπρα.

Το μισοφόρι, που βάζουνε πρώτο πρώτο είναι το εσωτερικό πουκάμισο. Μαλομπάμπακο, είχε φύλλα φαρδιά και λοξά και χρώμα ολόλευκο. Το στιμόνι γινωμένο με μπαμπάκι το γνέθαν ίσια στ’ αδράχτι για να είναι καλά στριμμένο και το μάλλινο υφάδι δρούγα στ’ αδράχτι για να είναι να είναι απαλό. Το σχήμα του ήταν όμοιο με το ποκάμισο και δεν είχε κανένα στολισμό. Το ποκάμισο, παλιότερα ήταν μακρύ. Γινόταν από χοντρό μπαμπακερό χειρίσιο ύφασμα του αργαλειού. Λεγόταν κοντό, γιατί δεν είχε μανίκια όπως δεν είχαν τα άλλα ποκάμισα της Αττικής, Ελευσίνας, Τανάγρας κλπ. Αργότερα όμως άρχισαν να βάζουν κεντητά μανίκια για ν’ αποφεύγουν τα κατωμάνικα. Στο ποδόγυρο και στα μανίκια το ποκάμισο είχε λιγώτερα ή περισσότερα κεντήματα ανάλογα με τον προορισμό του, καθημερινό, γιορτινό, νυφιάτικο. Εξαιρετικό ποκάμισο ήταν το νυφικό διακοσμημένο μπροστά με μακριές όρθιες ταινίες – κολόνες, που φθάναν έως τη μέση, και λεγόταν κολονάτο. Είχε όμως και άλλες όρθιες ταινίες ολόγυρα μικρότερες. Αλλά και στ’ άλλα ποκάμισα βάζαν κεντήματα ιδιότυπα και μοναδικά στο είδος τους των οποίων δυστυχώς δεν έχουν σωθεί τα ονόματα των σχεδίων.

Στα εξαιρετικά αυτά πρότυπα όλα γεωμετρικά βρίσκομε και διάφορες επιδράσεις από τις γύρω περιοχές όπως π.χ. το ποκάμισο που έχει κέντημα Αττικής στον ποδόγυρο, άλλο ποκάμισο που έχει κέντημα Αράχοβας στα μανίκια και το ποκάμισο με σχέδιο της Τανάγρας τα παιδιά που χορεύουν, στα μανίκια κλπ. Οι γριές φορούσαν ποκάμισα χωρίς κεντήματα. Το νυφικό ποκάμισο το δίνανε να το φορέσουν άλλες δύο νύφες κι’ ύστερα το κρύβανε στην κασέλα για να το βάλουν σάβανο στη νεκραλλαξιά στο μεγάλο ταξίδι.

Ο μπούστος το διμινό, είναι κοντός, παρόμοιος στο σχήμα με το τζάκο της Αττικής κλπ., συγκρατεί τα κεντητά μανίκια που φθάνουν ως τον αγκώνα, τα πανωμάνικα. Έχει κι’ αυτός στα μανίκια όμορφα και ιδιόρρυθμα κεντήματα. Το μπούστο κατάργησαν τα τελευταία χρόνια και στη θέση του βάλανε μανίκια. Τα κατωμάνικα, είναι τα μανίκια που πέφτουν κάτω από τα πανωμάνικα του διμινού και στερεώνονται πρόχειρα στα μανίκια του. Έχουν κι’ αυτά όμορφα ιδιότυπα κεντήματα, όμοια στα σχέδια με τα κεντήματα που έχουν τα πανωμάνικα. Κι αυτά καταργήθηκαν όταν βάλανε μανίκια στο ποκάμισο. Το σιγκούνι ή η σιαγκούνα ήταν ολόασπρη και μακριά. Το ύφασμά της ήταν μάλινο, δίμιτο του αργαλειού νεροτρουβιασμένο και το λέγανε ράσικο. Όταν πάλιωνε το βάφανε γαλάζιο σκούρο σαν μούρο. Η βαφή του γινόταν μ’ ένα θάμνο σαν κουμαριά τον λεγόμενο μελεγύ. Στο βάψιμο ρίχνανε αντί για στήψι, βιτριόλι. Η σιγκούνα ( το ύφασμα) είχε φάρδος 0,35 μ. πόντους όταν τη φέρνανε από τη νεροτριβή.

Η καθημερινή φορεσιά της Αργολιδοκορινθίας ( από το κάτω Μπέλεσι του Άργους)

Η καθημερινή φορεσιά της Αργολιδοκορινθίας ( από το κάτω Μπέλεσι του Άργους)

Σαν την ράβανε οι ντόπιοι ραφτάδες, την κόβανε σε 7 κομμάτια, λόξες και την κεντούσαν ολόκληρη πλάκα με μαλλιά γαλαζοπράσινα. Το κέντημά της έμοιαζε με το κέντημα της παλιάς γαλάζιας σιγκούνας της Αττικής. Αυτή τη σιγκούνα τη συνήθιζαν αργότερα για καθημερινή και φτιάσανε άλλη για καλή με ωραία πολύπλοκα σχέδια γινωμένα με πολύχρωμα μεταξωτά κορδονάκια. Η σιγκούνα αυτή άρχισε σιγά σιγά να κονταίνει, να γίνεται κομψότερη ενώ κρατούσε τον ίδιο πολύχρωμο διάκοσμό της. Οι γριές δεν φορούσαν σιγκούνα αλλά γιούρντα. Η γιούρντα ήταν πάντα γαλάζια σκούρα σα μαύρη και είχε φλόκια εσωτερικά σαν της Αττικής περίπου. Ολόγυρα και στις μασχάλες για να μη ξεφτάει την ρέλιαζαν με τσόχα το ρούχο, όπως και τις σιαγκούνες.

Το ρέλιασμα το λέγανε φυτιλάκι. Η γιούρντα ήταν πάντα γαλάζια σκούρα ή μαύρη και άσπρο ολόγυρα το φυτιλάκι. Κάτω στο τελείωμα, στις δύο γωνίες είχε από μια φούντα άσπρη. Οι γιούρντες ήταν μακριές μέχρι τα γόνατα και οι παλιές σιαγκούνες πολύ πιο κάτω από την περιφέρεια.

Η τραχηλιά, δεν έλειπε ποτέ από καμιά φορεσιά. Ήταν γινωμένη από ύφασμα μπαμπακερό, πανί δίμιτο του αργαλειού κι’ είχε όμορφα γεωμετρικά σχέδια κεντημένα με μετάξια, σε παλιότατη παράδοση και ιδιόρρυθμα σχέδια.

Πολλών το βάθος είναι κατακόκκινο και ποικίλεται με πράσινα μετάξια. Άλλα είναι γινωμένα ολόκληρα με καφέ χρωματισμό. Τα κεντήματα αυτά αξίζουν ιδιαίτερα την προσοχή και την μελέτη μας. Το ζωνάρι, μάλλινο υφασμένο στον αργαλειό, είχε στιμόνι και υφάδι διπλά στριμμένο. Το βάφαν κρεμεζί δηλ. βυσσινί σκούρο κι’ άλλοτε κόκκινο με ριζάρι. Το μάκρος του ήταν δύο οργιές ή πέντε πήχες. Η κάθε οργιά είχε μάκρος όσο είναι και τα δύο χέρια ανοιγμένα δηλ. 2,50 πήχες. Το φάρδος του ήταν 0,30 μ. Το δίπλωναν στα δύο κι’ έτσι το φάρδος γινόταν 0,15 μ. Διπλωμένο το γύριζαν αρκετές βόλτες στη μέση και τα μεγάλα κρόσια του 0.20 μάκρος και τ’ άφηναν να πέφτουν στα πλάγια.

Η ποδιά, δεν έλειπε κι’ αυτή ποτέ από τη φορεσιά. Ήταν από πανί δίμιτο του αργαλειού. Το σχήμα της και ο στολισμός της αποτελούν υπόδειγμα μοναδικό ανάμεσα στις ελληνικές ποδιές. Η καλή νυφική ποδιά είχε σχέδιο κολονάτο που έμοιαζε με του ποκάμισου.

Ο κεφαλόδεσμος. Τον καθημερινό τον αποτελούσαν το τσεμπέρι και η μαντίλια. Το τσεμπέρι, μπαμπακερό μαντίλι με σταμπωτά λουλούδια, το δίπλωναν τριγωνικά και το φορούσαν με τις άκρες στριφογυρισμένες γύρω από το κεφάλι. Πάνω από το τσεμπέρι έπεφτε η μαντίλια. Οι νιές βάζανε κίτρινη μαντίλια με λουλούδια σταμπωτά κι’ οι γριές μαύρη με λίγα χρωματιστά λουλούδια. Η νύφη κι’ όλες οι άλλες γυναίκες στο γάμο, στα πανηγύρια, στις μεγάλες γιορτές, τα Χριστούγεννα, τη Λαμπρή, στις γιορτές των ανδρών τους, φορούσαν πάνω από το τσεμπέρι τη μπόλια ή το μεσάλι. Η μπόλια ή το μεσάλι, είχε μεγάλη διάδοση γύρω σ’ όλη την περιφέρεια.

Φαίνεται πως την φορούσαν τον παλιό καιρό από τα Βίλλια του Κιθαιρώνα ίσαμε την Τσακωνιά και σ’ όλη την Αργολιδοκορινθία. Η μπόλια ή το μεσάλι γινόταν από μπαμπακερό δίμιτο ύφασμα που είχε πλάτος 0.35. Το μάκρος της τον παλιό καιρό ήταν άλλοτε 1,95, άλλοτε 2,70 και άλλοτε 2,90. Τα πλατειά μεταξωτά κεντήματα στις δύο άκρες της μπόλιας πιάνανε όλο το πλάτος του υφάσματος. Είχαν ύψος περίπου 0,30 – 0,50 μ. ανάλογα με τον πλούτο της φορεσιάς και κατέληγαν σε πλούσια κρόσια, με φούντες 0,20 μ. μάκρος. Το κέντημα και τα κρόσια ήταν ολομέταξα σε ποικίλα χρώματα, συνήθως ολοκόκκινα ή καφέ σκούρα, πράσινα κλπ. Οι βελονιές των κεντημάτων ήταν ποικίλες: γαζοβελονιά, πισωβελονιά, σταυροβελονιά και ατζαλωτή βελονιά. Τα ιδιόρρυθμα αυτά κεντήματα έχουν πλήθος σχεδίων και χρωματισμών. Πολλά μάλιστα είναι επηρεασμένα από κεντήματα της Λειβαδιάς των Θηβών και σε αρκετά βρίσκουμε τη Σαρακατσάνικη επίδραση. Τη μπόλια δεν ξέρομε πως τη δένανε τα παλιά χρόνια που γινόταν μακριά. Αργότερα όμως σαν κόντηνε απλωνόταν πάνω στο κεφάλι. Το πλάτος του υφάσματος το σκέπαζε ολόκληρο. Η μια της άκρη η κεντημένη διπλώνονταν γύρω γύρω σαν κουλούρα και στόλιζε το κεφάλι σαν στεφάνι πάνω από το μέτωπο, ενώ οι φούντες πέφτανε πάνω στο δεξί μάγουλο. Η άλλη άκρη της μπόλιας απλώνονταν πάνω στη ράχη έτσι που το πλούσιο κέντημά της να την στολίζει. Σαν κατάργησαν τη μπόλια οι χωρικές της Αργολιδοκορινθίας βάλανε όλες τσεμπέρι και μαντίλι.

Το τσεμπέρι, άσπρο μπαμπακερό μαντίλι, δένανε σφιχτά στο κεφάλι για να συγκρατεί τα μαλλιά. Πάνω στο τσεμπέρι ρίχνανε το μεγάλο άσπρο μπαμπακερό μαντίλι που είχε στους γύρους σταμπωτό διάκοσμο λουλούδια, κλάρες κλπ. Από τα ιδιότυπα έθιμα του γάμου που μοιάζουν με τ’ άλλα ελληνικά, αναφέρομε των αδελφοποιτών, βλάμηδων. Ένα βλάμη με τους δυο γονιούς του να ζούνε, είχε η νύφη κι’ άλλον ένα ο γαμπρός. Αυτοί είχαν το πρόσταγμα σε όλα τα έθιμα του γάμου. Ο βλάμης του γαμπρού όταν πέρνανε τη νύφη από το σπίτι της πήγαινε μπροστά και κρατούσε το φλάμπουρο, που αποτελούνταν από ένα καλάμι που είχε στην κορφή του ένα σταυρό, μ’ ένα μήλο στολισμένο με γαρύφαλλα. Ένα κόκκινο μαντήλι από τουλπάνι απλώνονταν σαν σημαία. Τα προικιά που πέρνανε ήταν ανάλογα με την οικονομική κατάσταση της κάθε νύφης. Τέσσερα – πέντε σιγκούνια, τέσσερα – πέντε μισοφόρια, πέντε – έξη ποκάμισα με διάφορα σχέδια κλπ. Όταν φθάνανε οι νιόνυμφοι ύστερα από τη στέψη στο σπίτι της πεθεράς, η πεθερά τους έδινε μια κουταλιά μέλι, τους έδενε με το μαντίλι και τους τραβούσε μέσα για να είναι ενωμένοι σ’ όλη τους τη ζωή και να μη μαλώνουν.

Σήμερα η στολή έχει πολύ απλοποιηθεί. Κι αυτήν ακόμα την φοράνε μόνον μερικές και σε γιορταστικές περιστάσεις. Το ποκάμισο έγινε μια μπλούζα και μια φούστα. Την μπλούζα τη λένε μπόλκα κι’ είναι συνήθως γινομένη από αλατζά. Φοράνε ένα τριανταφυλλί μεσοφόρι και η φούστα έχει κοφτά κεντήματα ξεκινά για να φαίνεται το ρόζ μεσοφόρι. Ο μπούστος και τα κατωμάνικα φυσικά καταργήθησαν. Το σιγκούνι κόντηνε κι’ έγινε λίγο πιο κάτω από τη μέση ενώ εξακολουθεί να έχει τα παλιά του κεντήματα. Η γιούρντα καταργήθηκε όπως και το ζωνάρι. Η τραχηλιά έγινε απλουστάτη, με χασέ και με κεντήματα που τα λένε αραδίτσες.

                                                                            

Αγγελική  Χατζημιχάλη

  

Πηγή


  • Αγγελική  Χατζημιχάλη, «Η φορεσιά της Αργολιδοκορινθίας», Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά, Αθήναι, 1963.

Read Full Post »

Καρυώτικος Γάμος

    
Σπύρος Δαμάλας & Ευσταθία Γ. Φλέσσα 1938.

Σπύρος Δαμάλας & Ευσταθία Γ. Φλέσσα 1938.

Οι αρραβώνες τελούνταν στο πατρικό σπίτι της νύφης. Κατά τη διάρκεια του γλεντιού το οποίο κρατούσε έως τις πρώτες πρωινές ώρες, οι συμπέθεροι όριζαν την ημερομηνία του γάμου. Μια Κυριακή πριν από το μυστήριο επικρατούσε το έθιμο των «αλεσμάτων». Και στα δυο σπίτια των μελλόνυμφων έστρωναν στο δάπεδο μια μεγάλη κουβέρτα. Οι συγγενείς τους πήγαιναν ένα κόσκινο με σιτάρι στο οποίο είχαν ανακατέψει δεκάρες  (νομίσματα της εποχής) και ξηρούς καρπούς (αμύγδαλα και καρύδια). Κατά το ξεδιάλεγμα (διαχωρισμός του σιταριού από τα υπόλοιπα),τα παιδιά συναγωνίζονταν πιο θα πάρει τα περισσότερα ώστε να μείνει μόνο το σιτάρι στο κόσκινο. Μετά την διαλογή πήγαιναν το σιτάρι  στο νερόμυλο του χωριού το άλεθαν και με το αλεύρι έφτιαχναν τις πίττες του γάμου. Τις παραμονές ετοίμαζαν τα κρασιά και τα κρέατα για το τραπέζι. Μόλις τα σφαχτά που έπαιρναν από τις στάνες ξεπρόβαλαν στο ξαγνάντιο (τοποθεσία που φαίνεται το χωριό), έπεφταν οι πρώτοι πυροβολισμοί.

 Το Σάββατο μια μέρα πριν το γάμο ο γαμπρός με τους γονείς του και τα όργανα πήγαιναν στο σπίτι του κουμπάρου για να τον καλέσουν. Στα καλέσματα προσέφεραν ψωμί και κρασί στο κουμπάρο και την οικογένειά του, και εκείνοι ανταπέδιδαν το κέρασμα με την ίδια διαδικασία. Η πομπή ξεκινούσε για το σπίτι του γαμπρού με τον κουμπάρο καλοντυμένο να προπορεύεται,  κρατώντας στα χέρια του το δίσκο με τα στέφανα και τις λαμπάδες σκεπασμένα με κόκκινο μαντήλι. Ακολουθούσε η κουμπάρα κρατώντας μια πίττα στολισμένη και κεντημένη με λουλούδια από ζυμάρι, καθώς και όλο το συμπεθεριό. Φτάνοντας στο σπίτι του γαμπρού το γλέντι συνεχιζόταν με την υποδοχή του κουμπάρου με κεράσματα, χορό και τραγούδια.

Γάμος Γεωργίου Πασσά ( Φέσα ), το 1924. Ο Γιώργης Ράπτης (Γκούλιας) παίζει πίπιζα και ο γιός του Τάκης νταούλι.

Γάμος Γεωργίου Πασσά ( Φέσα ), το 1924. Ο Γιώργης Ράπτης (Γκούλιας) παίζει πίπιζα και ο γιός του Τάκης νταούλι.

Εκεί οι φίλες της νύφης έστηναν το «γιούκο» με τα προικιά ένα στρώμα, ένα στενόμακρο υφαντό μαξιλάρι για δύο άτομα, δύο τρείς βελέντζες, προκόβες χνουδάτες (φλοκάτες μάλλινες), χράμια (υφαντά χοντρά σεντόνια) με δαντέλες, πολλά κεντημένα ταγάρια ( που θα χρησιμοποιούσε το ζευγάρι στους γάμους και τα πανηγύρια), τεντζερέδες με σιδεροστιά (κατσαρόλες μπρούτζινες με την βάση τους για μαγείρεμα στη φωτιά), το καζάνι και μια εικόνα.

Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφέρουμε και το τραγούδι που έλεγαν οι κοπέλες φορτώνοντας τα προικιά:

 

Όξου τ’ άλογα, μωρ’ νιονυφούλα μου,

Όξου τ’ άλογα ναν τα σελώσουμε.

Όξου τ’ άλογα, ναν τα σελώσουμε

τα χρυσά προικιά για να φορτώσουμε.

Τα χρυσά προικιά τα κεντησμένα

και τα μορφοσκε- , βρε , σκεπασμένα.

Και ψηλά ναν τα φορτώσουμε

να μην  πέσουνε και τα λερώσουμε.

Ειν’ η νύφη παι- , βρε , παιδεμένη

και πολύ τυρά- , τυραγνισμένη

είν’ η νύφη παι- , βρε παιδεμένη

και στο Αίγιο είναι παημένη.

 

Και αξίζει επίσης να αναφερθούμε και στους μουσικούς και τους τραγουδιστές που ήταν απαραίτητοι  στον παραδοσιακό Καρυώτικο γάμο.

 

 

Οργανοπαίκτες Καρυάς, δεκαετία 1930

Οργανοπαίκτες Καρυάς, δεκαετία 1930

Οργανοπαίχτες:

Βασίλης Παπασωτηρίου (Τσιμπουκλάρας), κλαρίνο, Γιάννης Παπαγεωργίου (Νταουλογιάννης), νταούλι, Νίκος Μπάκος, κλαρίνο, Μήτσιος Σπανός (Τρίχας), κλαρίνο, Αποστόλης Πασπαλιάρης (Πατσιαβούρας), λαγούτο, Κωστής Γαλάνης, σπέντζο, Ανδρέας Δενέζης, φλογέρα. Τραγουδιστές: Σπύρος Βασιλάκος (Κουνάβας), Χρήστος Μπλάφας, Πάνος Μποζιονέλος (Ντρέλιας), Νικολής Δελής (Μπόξας).

Το πρωί της Κυριακής (ημέρα του γάμου) τα ομορφότερα κορίτσια του χωριού πήγαιναν στα σπίτια για να καλέσουν τους συχωριανούς τους. Προσέφεραν στον καθένα τρία γαρύφαλλα και ένα κουφέτο τυλιγμένα σε κόκκινο χαρτί. Στο σπίτι του γαμπρού έστηναν το «μπαϊράκι». Σ’ ένα καλάμι στερέωναν ένα λευκό τσεμπέρι (μαντήλι κεφαλιού) με κορδέλες κόκκινες και θαλασσιές σε σχήμα σταυρού. Στην κορφή του καλαμιού στερέωναν ένα ρόδι. Κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού φαγητού έβγαζαν την «κούπα».Ένα ταψί που το κρατούσαν δύο η και τρία άτομα και το περιέφεραν στους προσκεκλημένους γύρω από το τραπέζι. Εκείνοι με τη σειρά τους έριχναν χρήματα για να ενισχύσουν οικονομικά το ζευγάρι.

Το  απόγευμα πριν ξεκινήσουν για το σπίτι της νύφης ο γαμπρός έβαζε στην τσέπη του το ρόδι που είχαν κρεμάσει στο μπαϊράκι. Σαν προπομπή ξεκινούσαν τρείς καβαλάρηδες επάνω σε άσπρα άλογα οι λεγόμενοι «συχαριαρέοι», κουβαλώντας ο καθένας μια τσότρα (δοχείο) κρασί. Όταν έφταναν στο σπίτι της νύφης ρωτούσαν εάν είναι έτοιμη χωρίς να κατέβουν από τα άλογα διαφορετικά θα τους μουντζούρωναν. Κερνούσαν το σόι της νύφης με κρασί από τις τσότρες που κουβαλούσαν και στη συνέχεια πήγαιναν να προϋπαντήσουν το γαμπρό με τα συμπεθέρια, τον κουμπάρο και τα όργανα.

Καρυά δεκαετία 1950. Κωνσταντίνα Μπλάφα, αριστερά ο πατέρας της Ηλίας.

Καρυά δεκαετία 1950. Κωνσταντίνα Μπλάφα, αριστερά ο πατέρας της Ηλίας.

Πριν από τον γαμπρό έφτανε στο σπίτι της νύφης ο αδελφός του ως «ποδετής». Εκείνη τον περίμενε ντυμένη με το ασπροφούστανο (υφαντό λευκό κεντημένο φόρεμα) αλλά ξυπόλητη, τον ασήμωνε και του προσέφερε μια κουλούρα που είχε ζυμώνει μόνη της. Εκείνος την πόδενε (της φορούσε παπούτσια), και την συνόδευε στη σάλα του σπιτιού που θα γινόταν το μυστήριο. Εκεί ήταν στρωμένο το τραπέζι και πάνω του τοποθετημένα τα στέφανα και ένα εικόνισμα. Φτάνοντας οι συμπέθεροι, ο κουμπάρος και γαμπρός έσπαγαν το ρόδι εμπρός στην πόρτα του σπιτιού της νύφης για γούρι και καλοτυχία. Ενώ γινόταν ο γάμος, στην αυλή οι φίλες τις νύφης φόρτωναν τα προικιά σε τρία άσπρα άλογα. Αφού το μυστήριο τελείωνε, οι καλεσμένοι περνούσαν εμπρός από το ζευγάρι και τον κουμπάρο, τους έδιναν τις ευχές τους βάζοντας ο καθένας στο γιλέκο  του γαμπρού ένα μαντήλι.

Στη συνέχεια το ζευγάρι αποχωρούσε με προορισμό το πατρικό σπίτι του γαμπρού που θα γινόταν μετά το γάμο και σπίτι του ζευγαριού, η πεθερά τους περίμενε μελώνοντας τους με μέλι και με μια μαντίλα διπλώνοντας το ζευγάρι και τον κουμπάρο τους τραβούσε μέσα στο σπίτι. Έκτοτε ξεκινούσε επίσημα πλέον το γαμήλιο γλέντι με τους μουσικούς να συγχρονίζονται στο παρακάτω:

 

Έβγα έξω συμπεθέρα

που είσαι σαν την περιστέρα.

Έλα να δεις την κυρά- νύφη

που είναι σαν το αετονύχι.

 Συμπεθέρα, συμπεθέρα,

που είσαι σαν την περιστέρα.

Το παιδί σου έφερε ρόιδο

και τους κάναμε κορόιδο.

Συμπέθερε, ανάθεμα

τη στράτα που σε έφερε.

 Να μελώσουμε, μωρ’ νυφούλα μου,

να μελώσουμε τη νύφη.

Να μελώσουμε τη νύφη

να την μπάσουμε στο σπίτι.

 Να τιμάς, μωρ’ νιονυφούλα μου

Να τιμάς τον πεθερό σου

Να τιμάς την πεθερά σου.

   

 

Αναμνηστική νυφική φωτογραφία, όπου ξεχωρίζουν τρεις τύποι αμφίεσης.  Οι καθστές γυναίκες με ντόπια φορέματα, η στολή της νύφης και οι «φραγκοφορεμένοι» άντρες με το γαμπρό.

Αναμνηστική νυφική φωτογραφία, όπου ξεχωρίζουν τρεις τύποι αμφίεσης. Οι καθστές γυναίκες με ντόπια φορέματα, η στολή της νύφης και οι «φραγκοφορεμένοι» άντρες με το γαμπρό.

 

Το γλέντι συνεχιζόταν με όλους τους συγγενείς και τους συχωριανούς έως την Δευτέρα το μεσημέρι συνοδευόμενο με πολλές και θερμές ευχές από όλους για «βίο ανθόσπαρτο» και «καλούς απογόνους».

Η πρώτη φωτογραφία είναι από το αρχείο Ελένης Φλέσσα, η τελευταία από το βιβλίο του    Αλέκου Κακαδιάρη, « Απάνθισμα Λαογραφίας της Καρυάς», Περιστέρι 2008, ενώ οι υπόλοιπες από το ημερολόγιο για το έτος 2007, του Προοδευτικού και Μορφωτικού Συλλόγου Καρυάς « Το Αρτεμίσιο».

 Επιμέλεια: Ελένη Φλέσσα 

 

Πηγές 

  • Κώστα Δ. Σεραφείμ, « Λαογραφικά της Αργολίδος», Αθήνα 1981.
  • Σπύρος Καραμούντζος, « Λόγια  Καρυάς», Αθήνα 2007.
  • Αλέκος Κακαδιάρης, « Απάνθισμα  Λαογραφίας της Καρυάς», Περιστέρι 2008.

 


Read Full Post »

Κρανιδιώτικη παραδοσιακή τοπική φορεσιά.


 

Παραδοσιακή φορεσιά – ανδρική και γυναικεία – του Κρανιδίου και της ευρύτερης περιοχής της Ερμιονίδας. Ομιλία  της Ερμιονίτισας κας Μαρίκας Κανέλλη – Τουτουντζή, συλλέκτριας παραδοσιακών ενδυμασιών σε κούκλες μινιατούρες από την Ελλάδα και χώρες του εξωτερικού, στο Λαογραφικό Κέντρο Δήμου Κρανιδίου, την Κυριακή 17 Μαΐου 2009. 

 

 […] Οι παραδοσιακές Ελληνικές φορεσιές είναι εκδήλωση της λαϊκής μας τέχνης και ο λαός εκφράζεται μέσα από αυτές. Είναι ένας σύνδεσμος του παρελθόντος με το παρόν. Γνώρισαν την μεγαλύτερή τους άνθηση στα τέλη του 18ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη  και στα Γιάννενα. Εκεί η καλλιτεχνική και τεχνική δημιουργία έφτασαν στο απόγειό τους. Χαρακτηριστικό είναι το νανούρισμα « κοιμήσου και παράγγειλα στην Πόλη τα προικιά σου, στα Γιάννενα τα ρούχα σου και τα χρυσαφικά σου».

Στο Κρανίδι στο κεφαλοχώρι της επαρχίας μας και στην ευρύτερη περιοχή του η γυναικεία φορεσιά ήταν αρχικά απλή. Η φούστα η βαμβακερή ή μάλλινη μακριά, με πιέτες ή σούρες. Από μέσα φοριόταν λευκό μπλουζάκι και από πάνω ένα κοντό μεσάτο σακάκι. Στο κεφάλι φορούσαν απλό λευκό μαντίλι με αζούρ στο τελείωμα, που το έλεγαν τσεμπέρι ή κούντρο.

Η αντρική φορεσιά ήταν νησιώτικη, φορούσαν πολύπτυχη βράκα σε μπλε ή γαλάζιο χρώμα, λευκό πουκάμισο με φαρδιά μανίκια και από πάνω ένα γιλέκο, βελούδινο ή τσόχινο, κεντημένο με σχέδια από σκούρο κορδόνι και πλεκτά κουμπιά. Στη μέση φορούσαν πολύχρωμο μεταξωτό ζωνάρι και στο κεφάλι φεσάκι το λεγόμενο καλπάκι. Αυτή τη στολή την λέγανε Καραμάνικη.

Κρανιδιώτικη παραδοσιακή τοπική φορεσιάΌπως βλέπουμε η επιρροή για το Κρανίδι αλλά και γενικότερα για την Ερμιονίδα, έρχεται περισσότερο από τη θάλασσα παρά από τη στεριά. Έτσι αναφέρει και η κα Μαρία Βελιώτη σε δημοσιευμένο κείμενό της σε έκδοση του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος. Και έτσι είναι διότι οι φορεσιές της Ερμιονίδας έμοιαζαν με αυτές της Ύδρας και των Σπετσών. Στο Κρανίδι φορέθηκε από λιγοστούς άνδρες και η φουστανέλα. Οι πατριώτες μας ναυτικοί άρχισαν να φέρνουν από ταξίδια τους δώρα στις γυναίκες τους πολυτελή υφάσματα. Έτσι οι φούστες των γυναικών του 18ου και 19ου αιώνα έγινα ταφταδένιες ή βελούδινες, πάντα φαρδιές με σούρες. Το ζακετάκι μεσάτο μεταξωτό ή βελούδινο- ανάλογα με την εποχή και από μέσα λευκοκεντημένο πουκάμισο με πιετάκια και χειροποίητες δαντέλες. Το απλό λευκό μαντίλι του κεφαλιού αντικατέστησε η χρυσοκέντητη από Υδραίες κεντήστρες πιέτα που ήταν το ωραιότερο εξάρτημα- αξεσουάρ όπως θα λέγαμε σήμερα – της Κρανιδιώτικης φορεσιάς.

Οι γυναίκες του Κρανιδίου ξεχώριζαν από όλη την επαρχία για τα πολυτελή ρούχα τους, όπως ξεχώριζαν και τα υπέροχα αρχοντικά πετρόκτιστα σπίτια τους που είχαν κτίσει οι καραβοκυραίοι και καπεταναίοι άνδρες τους. Από τις Υδραίες κεντήστρες έμαθαν την τέχνη της χρυσοκέντητης πιέτας Κρανιδιώτισες, που έφτιαχναν πραγματικά έργα τέχνης συναγωνιζόμενες η μια την άλλη για την ωραιότερη πιέτα. Αναφέρω μερικά ονόματα από κεντήστρες που είχαν την καλοσύνη να με πληροφορήσουν η κα Μαρία Τσεγκή και η θεία μου Μαρία Βογανάτση από την Ερμιόνη, όπως τους είχαν διηγηθεί οι μητέρες τους. Ήταν η Σταματίνα του Καράκαλου, η Καλλιώ Στελλάκη, η Δέσποινα Τσιρτσίκου, η Ελένη Παπαμιχαήλ, η ονομαστή Μαριγώ και άλλες.

Οι πιέτες ήταν τριγωνικές τριών ειδών. Η πρώτη η χρυσή ήταν νυφική (δώρο του γαμπρού μαζί με τα κοσμήματα) κεντημένη με χρυσή κλωστή η ψιλό χρυσό σύρμα (το τερτίλι). Στο τελείωμα είχε κίτρινη μπιρμπίλα από μεταξωτή κλωστή. Μερικές πιέτες είχαν πάνω τους ραμμένα αληθινά μαργαριτάρια. Αυτήν την πιέτα εκτός από την ημέρα του γάμου τη φορούσαν και στις μεγάλες γιορτές. Η δεύτερη πιέτα λεγόταν Πρεβάζι και οι κεντημένες στο χέρι πολύχρωμες μεταξωτές κλάρες, δηλαδή κλαδιά με λουλούδια, ξεκινούσαν από τη γωνία του τριγώνου και απλωνόταν δεξιά και αριστερά έως στις άκρες της πιέτας.

Κρανιδιώτικη παραδοσιακή τοπική φορεσιάΣτην τρίτη πιέτα οι πολύχρωμες μεταξωτές κλωστές αντικατεστάθησαν με τον καιρό από άσπρο μετάξι. Στις άκρες κεντούσαν φεστόνια που σχημάτιζαν γλώσσες. Κάθε γλώσσα είχε ένα ασπροκεντημένο λουλούδι. Αυτήν την πιέτα, που ήταν πολύ όμορφο κομμάτι της φορεσιάς τη φορούσαν στην εκκλησία όταν οι άνδρες ταξίδευαν ή έλειπαν στην Αμερική. Την πρώτη πιέτα και τη δεύτερη που ήταν πλουμιστές τις φορούσαν όταν συνοδεύονταν από τους άνδρες τους. Το μαντίλι της κεφαλής είχε τραγουδηθεί σε όλη την Ελλάδα. Δεν έμεινε πίσω και το Κρανίδι. Σε Αρβανίτικο τραγούδι ένας ερωτευμένος λέει στη καλή του. « Στο μαντίλι με τα πουλιά άγγιξα το χέρι μου και κάηκα». Όλες οι πιέτες ήταν φυτόσχημες παραστάσεις. Μια προίκα είχε τουλάχιστον δυό πιέτες. Το 1903 υπήρξε προίκα με 12 πιέτες μας λέει από πληροφορίες γυναικών της επαρχίας μας η λαογράφος κα Βελιώτη. Στις αρχές του 19ου αιώνα μια τέτοια πιέτα στοίχιζε περίπου 1.500 δρχ, μεγάλο ποσό για την εποχή και μαζί με τα κοσμήματα έφτανε 5.000 δρχ.
Όλες οι πιέτες ήταν φοδραρισμένες με κίτρινο ύφασμα, σύμβολο γονιμότητας και εξ’ αιτίας του κίτρινου χρώματος τις έλεγαν και καναρίνια. Για τα πένθη έφτιαχναν και τις πένθιμες με μαύρα λουλούδια κεντημένες ή ολόμαυρη δαντέλα για το βαρύ πένθος.

Η πιέτα σαν ονομασία για το κεφαλομάντηλο πρέπει να είναι τοπικός όρος, διότι σε καμία βιβλιογραφία δεν συνάντησα τη λέξη πιέτα. Μάλιστα στην έκδοση «Ελληνικές φορεσιές» της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας το συγκεκριμένο κεφαλομάντηλο αναφέρεται σαν Υδραίικο τσεμπέρι η νυφική καλύπτρα. Η πιέτα λοιπόν που σημαίνει πτυχή έδωσε το όνομα στο τοπικό μας μαντήλι διότι η ομορφιά στο δέσιμο οφείλεται στις πτυχές δηλαδή, που σχηματίζονται κυρίως γύρω από το πρόσωπο. Το ίδιο ισχυρίζεται και η κα Γιάννα Παπαντωνίου σε αναφορά στις πιέτες.

Την πιέτα δεν γνώριζαν όλες οι γυναίκες να την δένουν σωστά, γι’ αυτό οι περισσότερες την έπαιρναν από την κεντήστρα έτοιμη δεμένη και την φορούσαν περνώντας την πάνω από το κεφάλι. Απλωνόταν στην πλάτη και στους ώμους σαν εσάρπα και αφού σταύρωνε μπροστά στο στήθος οι άκρες της δένονταν έντεχνα πίσω από το κεφάλι. Έτσι απλωμένη έδειχνε όμορφα η φυτόσχημη παράσταση της.

Στο τέλος οι γιαγιάδες μας συμπλήρωναν το στόλισμα της πιέτας με χρυσές καρφίτσες στις πτυχές, για να κρατηθούν αυτές στην αρχική του θέση. Οι καρφίτσες είχαν σχήματα και ανάλογα με το σχήμα τις έλεγαν χεράκια , πέταλα, στέμματα κτλ.
Μέσα από την πιέτα φορούσαν ένα λευκό μαντήλι από τουλουπάνι, το φακιόλι. Το φορούσαν για δυό λόγους. Πρώτον για να κρατούν την πιέτα καθαρή και δεύτερον για να καρφιτσώνονται καλύτερα και σταθερότερα οι καρφίτσες.

Το στολισμό του ντυσίματός τους συμπλήρωναν ο Ρώσικος μαλαματένιος τους όπως τον έλεγαν σταυρός (χρυσός), «οι περισπωμένες» και τα «κοφινάκια» σκουλαρίκια, η χρυσή μάρκα με το όνομά τους σκαλιστό, και η άγκυρα, δυο χαρακτηριστικές καρφίτσες του τόπου μας.

Μια εικόνα περιγράφει ο αείμνηστος δάσκαλος από την Ερμιόνη Μιχ. Παπαβασηλείου στο βιβλίο του, «Οι Μητσαίοι» αγωνιστές του 1821 το σπίτι των οποίων έχουμε την τιμή να είναι δικό μας. Λέει λοιπόν για τη μητέρα των Μητσαίων». Της καπετάν Γιώργαινας – έτσι έμεινε στην ιστορία το όνομά της – που το στήθος της στόλιζε πάντα ένας μεγάλος ολόχρυσος Ρούσικος σταυρός. Να αναφέρω εδώ ότι η καπετάν Γιώργαινα ήταν αρχόντισσα από γενιά ηρώων καπεταναίων της ιστορικής φαμίλιας Σαρρή από το Κρανίδι.

Η πιέτα φοριόταν από τον 18ο αιώνα και συνέχισαν να την φορούν έως τις αρχές του 20ου αι. Μετά άρχισαν να φοριούνται στο Κρανίδι και σε όλη την επαρχία μας Ευρωπαϊκά φορέματα. Πολλές γυναίκες εγκατέλειψαν την πιέτα και άφησαν ελεύθερο το κεφάλι χτενισμένο με φουσκωτό περίτεχνο χτένισμα και χωρίστρα στη μέση ή χτένισμα με αρχοντικό κότσο.

Από προσωπικές μου αναμνήσεις η πιέτα φορέθηκε έως το 1966 και σιγά – σιγά μπήκε στα σεντούκια των αρχοντικών. Σώθηκαν αρκετές πιέτες που στολίζουν το λαογραφικό σας μουσείο, το Ι.Λ.Μ. Ερμιόνης, στολίζουν κορνιζαρισμένες τα σαλόνια πολλών σπιτιών, μεγάλος αριθμός δόθηκε στις εκκλησίες για άμφια και τις υπόλοιπες σύμφωνα με επιθυμία των γυναικών όταν έφυγαν από τη ζωή τις πήραν μαζί τους για πάντα.

Όσον αφορά τις ανδρικές φορεσιές εξευρωπαΐστηκαν γρηγορότερα από τις γυναικείες και στις αρχές του 20ου αιώνα μετριόντουσαν στα δάκτυλα σε ολόκληρη την επαρχία.  Από τα μπαούλα όπου φυλάσσονταν οι βράκες και οι φουστανέλες, οι ταφταδένιες φούστες και τα γιλεκάκια που ήσαν φορεσιές των παππούδων και των γιαγιάδων μας, ας ανασύρουμε και τις αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων, τότε που οι μητέρες μας κολλάριζαν τις φουστανέλες για τις παρελάσεις και τα θεατρικά, τότε που σιδέρωναν τις βράκες, που φρεσκάρανε τις ταφταδένιες φούστες για να ντυθούμε Βλαχούλες και Αμαλίες, βρακοφόροι και φουστανελάδες και ας κλείσουμε τη σημερινή ομιλία με αυτές τις θύμησες»[…].

 Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα  «ΑΡΓΟΛΙΔΑ», Τετάρτη 27 Μαΐου 2009.

Read Full Post »

Γάμος στο Κρανίδι (Λαογραφία)

 

Για να παντρευτεί μια κοπέλα, γινότανε προξενιό. Κι η κοπέλα έπρεπε να ήτανε καλή, αν δεν ήτανε καλή, δεν την παίρνανε. Φρόντιζε ο πατέρας γι’ αυτό ή του κοριτσιού ή του παιδιού. Με τον γείτονα, με τον συγγενή, πηγαίνανε, βρίσκανε το κατάλληλο κορίτσι, πηγαίνανε, λέγανε μερικές φορές, άλλοτε συμφωνούσανε, άλλοτε δεν συμφωνούσανε. Κι όταν συμφωνούσανε, κανονίζανε την προίκα. Χτήματα είχανε τότες, είχαν και λεφτά, αλλά πιο πολύ είχανε χτήματα. Κι όλ’ αυτά τα κανονίζανε, τα συζητάγανε στο σπίτι, σ’ αυτόνε που αρχινούσε το προξενιό. Κι ήτανε κάτι επιτήδειοι, που ξέρανε για προξενιά, οι προξενητάδες. Κι οι συγγενείς όμως. Εδώ είναι ο Σό­λων, ο Γκίκιζας, η Μαρία η Κουτσοτάσαινα, που ‘καμε και το δικό μου προξενιό. Και σαν τελείωνε το προξενιό, κανονίζανε οι συγγενείς να γνωριστούν ο γαμπρός κι η νύφη. Ή την ήξερε ο γαμπρός τη νύφη ή θα περνούσε έξω από ένα καφενείο και θα την έβλεπε ο γαμπρός κι εκείνη θα ‘βλεπε πάλι τον γαμπρό. Κι όταν θέλανε και τα δυο μέρη, συμφωνούσανε και στην προίκα και σ’ όλα, και μετά παγαίνανε στο σπίτι, για να περάσουν το σημάδι στη νύφη. Πηγαίνανε οι γονείς, αδέρφια, αν είχε ο γαμπρός, αδερφές, πηγαίνανε στο σπίτι της νύφης και της φορούσανε ένα πρόχειρο δαχτυλίδι. Βράδυ πηγαίνανε κι είχανε μεζέδες, το γλυκό… Και μετά κανονίζανε μια μέρα, θα περνούσαν τις βέρες. Τραγούδια, χοροί, βιολιά, πιάνανε τους χορούς μέσα στο σπίτι. Σηκωνότανε ο πατέρας του γαμπρού και φορούσε της νύφης και ο πατέρας της νύφης φορούσε του γαμπρού. Και τους ευχόντουσαν για τη στέψη. Τη μια Κυριακή περνούσανε τις βέρες, την άλλη φτιάνανε γλυκά, δίπλες, αμυγδαλωτά, κουραμπιέδες, τα βάζανε σε πιατέλες, τις βάζανε σε δίσκο νικέλινο με χεράκια κι από πάνω ρίχνανε μεταξωτή πετσέτα. Πηγαίνανε δέκα πιατέλες στη σειρά. Κι όταν πηγαίνανε τα γλυκά του γαμπρού στη νύφη, τότε ξεκινούσανε απ’ τη νύφη στο γαμπρό. Τα λέγανε απλάδες και τα πηγαίνανε παιδάκια. Αλλάζανε τα γλυκά.

 

Γάμος στο Κρανίδι 1958

Γάμος στο Κρανίδι 1958

Οι αρραβωνιασμένοι όλον αυτόν τον καιρό, βλεπόντουσαν. Η νύφη πήγαινε στου γαμπρού, ο γαμπρός στης νύφης, βγαίνανε κι οι δύο μόνοι τους και πηγαίνανε επισκέψεις. Αλλ’ άμα ήταν να κάνουνε μεγάλο ταξίδι, να πάνε, ας πούμε στον Πειραιά, έπρεπε να πάει κάποιος μαζί τους. Ο αρραβώνας κρατούσε και μήνα και έξι μήνες και χρόνο, ανάλογα. Αν ήσαν έτοιμοι, παντρευόντουσαν γρήγορα, αλλιώς αργούσανε. Τα προικοσύμφωνα τα κάνανε σε συμβολαιογραφείο και γράφα­νε την προίκα στ’ όνομα του γαμπρού ή στο όνομα και των δύο μαζί. Μετά τις απλάδες, ψωνίζανε και μετά γινότανε ο γάμος. Φτιάνα­νε τη στοίβα με τα ρούχα. Καζάνια, ταψιά, ρούχα, παπλώματα, κουρελούνες, μαρούλες, κιλίμια, τσέργες, όλα. Για έπιπλα, δίνανε κομό, κασέλα, τραπέζι. Τα παλιά χρόνια δεν είχανε ούτε κρεβάτια. Τα φτιάνανε με στρίποδα και με σανίδια και βάζανε ‘κει ένα στρώμα. Το φτιάνανε μόνοι τους από βαμπάκι. Και πηγαίνανε και τα ραίνανε με κουφέτες κι αν θα ‘μεναν σ’ άλλο σπίτι, τα βάζανε σ’ ένα κάρο με άλογα και τα πηγαίνανε στο σπίτι και τα ραίνανε με κουφέτες κι αμύ­γδαλα.

 

Προσκαλούσανε τους συγγενείς, αλλά τότες δεν είχανε προσκλητήρια. Πήγαινε ο πατέρας του κοριτσιού και καλούσε τους συγγενείς τους κι ο πατέρας του παιδιού πάλι τους δικούς τους. Και λέγανε, στις τάδε του μηνός θα γίνει ο γάμος! Σας προσκαλώ να ‘ρθείτε! Και πηγαίνανε στον γάμο. Άλλοι πηγαίνανε δώρα, άλλοι δεν πηγαίνανε. Καμιά πιατέλα, ύφασμα, τέτοια πράματα. Κουμπάρος γινότανε ο νουνός του κοριτσιού ή του γαμπρού. Κι αν είχε πεθάνει, άλλος, ξέ­νος. Παράνυφοι γινόντουσαν μικρά παιδιά, αλλά δεν τα ντύνανε όπως τώρα. Με τα ρούχα τους. Πιο πολύ, του κουμπάρου τα παιδιά.

Τα ψωμιά του γάμου τα φτιάνανε την προπαραμονή. Πιάνανε μπροζύμι και ρίχνανε και λεφτά, καλούσανε τους γειτόνους και πιά­νανε ένα παιδί αρσενικό και του βουτάγανε το κεφάλι μέσα στη σκά­φη, στο αλεύρι. Τα ψωμιά τα κάνανε προσφορές μεγάλες και τα σκαλίζανε γύρω γύρω με το πηρόνι και τα κάνανε σαν μύλους, σαν τα πανιά του μύλου. Οι βλάχοι (=Βαλτιτσιώτες) είχαν ένα συνήθειο και στο ψήσιμο φέρνανε ένα ψωμί κι ένα αρνί. Εδώ όμως δεν είχαμε τέ­τοια. Το ζυμάρι του ψωμιού το ζύμων’ η μάνα του κοριτσιού. Και μετά προετοιμάζανε το γάμο. Είχανε τα σφαχτά, τα ψήνανε, βράζανε μακαρόνια στο καζάνι, είχανε και φρούτα, όχι πολλά, γιατί δεν υπήρχανε τότες πολλά. Η στέψη γινόταν περσότερο στο σπίτι της νύ­φης, και στην εκκλησία, αλλά πιο πολύ στο σπίτι της νύφης.

Την ημέρα του γάμου πλενότανε η νύφη στη σκάφη και την ντύ­νανε. Τραγουδούσανε τότες τη νυφούλα:

 

Νυφούλα, τα στολίδια σου και τα διαμαντικά σου,

με γεια σου, με χαρά σου!

Ας είν’ η ώρα η καλή κι η ώρα ευλογημένη,

που την ευλόγησ’ ο παπάς με το δεξί τον χέρι.

Σήμερα λάμπει ο ουρανός, σήμερα λάμπ’ η μέρα,

σήμερα στεφανώνεται ο αϊτός την περιστέρα.

Γαμπρέ μου, σε παρακαλώ,

το κρίνο που σου δίνουμε,

να μη μας το μαράνεις!

Να ζήσ’ η νύφη κι ο γαμπρός,

να ζήσει κι ο κουμπάρος!

Χρόνους πολλούς να χαίρεσαι,

με γεια σου, με χαρά σου,

και τα πεθερικά σου!

 

Της φορούσανε το νυφικό. Παλιά, είχανε ζακέτα μεσάτη, μπεζ, όλο καστίσματα κι είχανε άσπρα κάτω τα μανίκια και άσπρα στο στήθος κι από μέσα άσπρο όρθιο γιακά. Κι είχανε το τσεμπέρι το νυφικό, άσπρο. Άλλες είχανε πέπλο, αλλά πιο πολύ είχανε τσεμπέρι. Ήταν χρυσοκεντημένο. Κεντημένο με χρυσοκλωστή πίσω απ’ τ’ αυ­τιά και πίσω απ’ το κεφάλι, που ένωναν οι δύο μύτες του τσεμπεριού με άλλη καρφίτσα-χεράκι. Και μπροστά πέντε καρφίτσες και κά­τω τη μάρκα, δηλαδή καρφίτσα με τ’ όνομα αυτής που το φόραγε. Κι ήσανε χρυσά και φορούσανε και σταυρό χρυσό. Κι εκείνα πο ‘χανε πίσω από τ’ αυτιά, χρυσά ήσανε. Αυτά τα είχε πάει ο αρραβωνιαστικός στον αρραβώνα, δώρο στη νύφη μαζί με το νυφικό, δηλαδή το σα­κάκι και τη φούστα τη φαρδιά και το τσεμπέρι το νυφικό. Στις νύφες κάνανε δώρο και πολλά δαχτυλίδια. Αν είχε πολλά αδέρφια ο γα­μπρός, ο καθένας έκανε δώρο στη νύφη από ένα δαχτυλίδι. Γι’ αυτό φορούσανε πολλά δαχτυλίδια παλιά, και στα τέσσερα δάχτυλα και στα δύο χέρια. Γιατί αυτά τα φορούσαν και μετά τον γάμο. Και το τσεμπέρι το χρυσό το είχανε για καλό και το φορούσανε στις γιορτές. Κι όταν παγαίνανε στην εκκλησία, ήτανε όλες με τα τσεμπέρια τα χρυσά.

Άμα ο γαμπρός έκανε δώρο στη νύφη το χρυσό τσεμπέρι, έπρεπε η νύφη να φοράει τσεμπέρι πάντοτε. Γιατί, στα πιο νέα χρόνια, ο γα­μπρός πήγαινε στη νύφη καμιά φορά, αντί για τσεμπέρι, καπέλο και γάντια. Και τότε η νύφη, θα έπρεπε να φοράει πάντα καπέλο, όχι τσεμπέρι. Αλλά αυτό το κάνανε μερικοί πλούσιοι. Οι πιο πολλοί, στέλνανε τσεμπέρι. Και τη ντύνανε τη νύφη κοπέλες γειτόνισσες κι ήταν ένα παιδί (=αγόρι) που της φόραγε τα παπούτσια. Κι έπρεπε να έχει και τους δυο γονιούς του.

 

Ο γαμπρός φορούσε φουφούλα, γελέκο, φέσι, ζωνάρι στη μέση και μπότες από δέρμα. Η νύφη έκανε δώρο στον γαμπρό παντόφλες κεντητές, πουκάμισα, κάλτσες και πετσέτα. Όταν γινότανε ο γάμος, παίρνανε τον γαμπρό και τον κουμπάρο από το σπίτι με τα όργανα. Μπροστά πηγαίνανε οι οργανοπαίχτες. Λαούτα, βιολιά, σαντούρια. Πίσω πήγαινε ο δίσκος με τις λαμπάδες, την κουλούρα και τα κουφέτα, με το ποτήρι και τις μποτίλιες με το κρασί. Τα όργανα τα παίρνανε απ’ τον κουμπάρο. Μετά περνούσανε και παίρνανε το γαμπρό. Μετά πηγαίνανε στης νύφης και γινότανε η στέψη. Μόλις φτάνανε εκεί, ο γαμπρός καθότανε έξω. Ο πατέρας του γαμπρού έμπαινε μέσα. Η νύφη αποχαιρετούσε τους γονείς της κι έκλαιγε. Καθότανε στην καρέκλα κι ο πεθερός της της έδινε μια λίρα και της την έβαζε μέσα στο παπούτσι και τη σήκωνε απ’ την καρέκλα. Κι εκείνη του φίλαγε το χέρι του πεθερού. Κι όταν τη σήκων’ απ’ την καρέκλα, είχανε ένα ποτήρι μ’ αλατόνερο κι ο πατέρας της τη ράντι­ζε μ’ αυτό κι έλεγε: «νερό κι αλάτι ό,τι είπαμε». Κι έπειτα η μάνα της, τη ράντιζε κι εκείνη. Κι η νύφη έκανε μετάνοιες και φίλαγε το χέρι του πατέρα και της μάνας της. Κι ο πεθερός της την πήγαινε έξω, που την περίμενε ο γαμπρός. Και ο γαμπρός σταύρωνε την πόρτα με τη λίρα που έδωσε στη νύφη ο πεθερός της που τη σήκων’ απ’ την καρέ­κλα. Κι άμα η στέψη γινότανε στην εκκλησία, πήγαιναν μπροστά ο κου­μπάρος με τον γαμπρό κι η νύφη από πίσω με τους δικούς της. Μετά την παίρνανε οι συγγενείς του γαμπρού, όταν γινότανε η στέψη.

Άμα γινότανε η στέψη στο σπίτι της νύφης, μπαίνανε μέσα, και η μάνα της νύφης έδινε από μια κουταλιά γλυκό στον γαμπρό και στη νύφη. Τον κουμπάρο τον… γελούσε. Πήγαινε να του δώσει γλυκό, του τό ‘παιρνε, πήγαινε του δώσει, του τό ‘παιρνε, την τρίτη φορά, τό ‘βαζε αυτή στο στόμα. Και πιάνανε τα γέλια.

Μετά τη στέψη, πηγαίνανε το ζευγάρι στο σπίτι του. Κι η μάνα του γαμπρού τους έπιανε και τους δύο μαζί μ’ ένα άσπρο μαντίλι και τους πήγαινε και τους έβαζε στον καναπέ. Κι εκεί χωρίζανε οι συγγενείς. Οι συγγενείς της νύφης πηγαίνανε στο σπίτι της νύφης και τρώ­γανε. Και του γαμπρού, μένανε στο σπίτι του γαμπρού και χορεύανε όλοι μαζί μέχρι το πρωί. Και μετά παίρνουν τον κουμπάρο και τον πηγαίνουν στο σπίτι του. Και μετά μένουν οι συμπεθέροι και χορεύ­ουν όσο θέλουν. Το ζευγάρι έμενε σπίτι του, δεν το παίρνανε. Οι συ­μπεθέροι χορεύανε με τη σειρά τον γαμπρό και τη νύφη στο καινούργιο σπίτι και μετά φεύγανε και τους αφήνανε. Βγαίνανε σε τρεις μέρες, γιατί δεν έκανε να βγουν πιο νωρίς, γιατί φυλάγανε το στεφάνι. Το γλέντι δεν κρατούσε πολύ, μια μέρα, δύο το πολύ. Και γάμοι γινόντουσαν απόκριες, Πάσχα, Χριστούγεννα, καλοκαίρι. Τη Μεγάλη Σαρακοστή δεν έκανε.

Η στέψη γινότανε πάντα στο χωριό της νύφης. Άμα ο γαμπρός ήταν από άλλο χωριό, ερχότανε μ’ ένα άλογο. Έριχνε κι ένα μπετενί κόκκινο με φούντες στο σαμάρι, γιατ’ ήτανε, βλέπεις, γαμπρός. Κι όλοι οι συγγενείς του, πάνω σε ζώα.

Τα στέφανα και τότες τα φτιάνανε από συρματάκι, ντυμένο με άσπρο και κάτι λουλουδάκια. Είχανε δύο λαμπάδες άσπρες που τις κρατούσανε ένα κορίτσι κι ένα παιδί (=αγόρι). Ο παπάς έριχνε στο ποτήρι κουμανταρία κι έδινε στον γαμπρό τρεις φορές και μετά πάλι τρεις φορές και μετά πάλι τρεις φορές στη νύφη και μετά του κου­μπάρου· κι έπειτα αυτός το ‘δινε πίσω, στους συγγενείς, κι όποιος προλάβαινε, το ‘παιρνε κι έπινε. Και το ψωμί το μοιράζανε. Κι όταν γυρίζανε γύρω γύρω, τους ραίνανε με κουφέτες, με ρύζι, με δεκάρες. Και το ποτήρι με το κρασί, όποιος προλάβαινε, το ‘κλεβε και το πή­γαινε σπίτι του. Τα κουφέτα του δίσκου τα μοιράζανε και τα βάζανε κάτω απ’ το μαξιλάρι κι έβλεπαν όνειρο οι ανύπαντρες, και λέγανε «αυτόν θα πάρω».

Μετά τη στέψη, η νύφη πήγαινε μπροστά, μαζί με τους συγγενείς του γαμπρού, και πίσω οι συγγενείς της νύφης. Όταν μπαίνανε σπίτι η νύφη κι ο γαμπρός, δίνανε μια κότα. Της δένανε κι ένα φιόγκο στον λαιμό και λέγανε στους γονείς της νύφης: «Η την κότα ή την Κατίνα», ας πούμε, «ή την κότα ή την Κατίνα»· σαν ν’ άξιζε η κοπέλα μια κότα. Και την παίρνανε την κότα οι γονείς του κοριτσιού και την τρώγανε την άλλη μέρα. Σπάζανε και ρόδι στην πόρτα κι έμπαινε η νύφη με το δεξί πόδι. Στο γλέντι, έπαιρνε ο πατέρας του γαμπρού το γαμπρό και τη νύ­φη και τους χόρευε. Κι έπειτα τους χορεύανε όλοι οι συγγενείς του γαμπρού, και της νύφης οι συμπεθέροι. Κι ύστερα χορεύανε τον κουμπάρο. Ο κουμπάρος καθότανε δίπλα στον γαμπρό, τρώγανε και μετά τραγουδούσανε και χορεύανε καλαματιανούς, συρτούς, τσάμικους, και στο τέλος πια, αν κανένας ήθελε, χόρευε και ζεϊμπέκικο.

Το ζευγάρι, όπως είπαμε, έβγαινε μετά το γάμο, ύστερα από τρεις ημέρες. Το πρώτο Σάββατο μετά το γάμο, η μάνα της νύφης έκανε το πρώτο τραπέζι στο ζευγάρι. Και πήγαιναν οι αδερφές της, τ’ αδέρφια του γαμπρού. Και τους έφτιανε και παστίτσιο και ψητό και μακαρό­νια και πουπέκι (=γαλακτομπούρεκο) ενώ στον γάμο δε φτιάνανε γλυκά, δεν τρώγανε, δεν χορεύανε· αλλά κανά τραγούδι, ε, το λέγανε:

 

πουλιά, και παγώνια και κανερίνια μου,

μην την εξυπνάτε την πάπια χήνα μου.

Είσαι ένας ήλιος, φεγγάρι λαμπερό.

Θάμπωσες το φως μου και δεν μπορώ να ιδώ.

 

Μετά οι νιόπαντροι βγαίνανε μαζί κανονικά πηγαίνανε στην εκκλησία και αρχίζανε τις επισκέψεις σ’ όσους είχανε πάει στο γάμο. Την Κυριακή γινότανε αυτό. Κι η νύφη έκανε δώρο στην οικογένεια του γαμπρού παντόφλες κεντητές στο τελάρο. Στον πεθερό, την πεθερά, στα κουνιάδια. Στα χρόνια μου, δεν είχα ακούσει να κοιτάζουν τα σεντόνια· Χρι­στός και Παναγία! Βλάχοι (=Βαλτιτσιώτες) τα κοιτάζανε και κάνανε σημαία και τραγουδάγανε. Κι άμα η νύφη δεν ήτανε εντάξει, τη διώχνανε. Εγώ όμως δεν είχα ακούσει τέτοιο πράμα. Τη δεύτερη Κυριακή μετά τον γάμο, πήγαινε το ζευγάρι η μάνα του γαμπρού στην εκκλησία, κι έβαζε τη νύφη στη θέση που καθότανε η ίδια. Αν δεν ζούσε, τους πήγαινε κάποιος άλλος από το σόι όμως του γαμπρού πάλι. Για ένα χρόνο μετά τον γάμο, δεν έπρεπε να πάνε σ’ άλλο γάμο ή κηδεία.

 

Μαρτυρίες

Μαρία Μανιάτη, ετών 55, απόφοιτη Δημοτικού.

Βαγγελίτσα Πουλή, ετών 77, απόφοιτη Ε’ τάξης Δημοτικού.

 

Πηγή

  •  Σοφία Π. Λεπτοπούλου, «Λαογραφικά από το Κρανίδι», Εκδόσεις, Δήμου Κρανιδίου, 2001.

Read Full Post »

Μάιος στο Κρανίδι – Λαογραφία

 

ΜάηςΤην Πρωτομαγιά βγαίνανε έξω, μαζεύανε τον «Μάη», μ’ αυγά κόκκινα και κουλούρια, που τα ‘χανε από τη Λαμπρή. Μαζεύανε λουλούδια, τα βάζανε απέξω απ’ την πόρτα και του Άη Γιαννιού της Ψώρας (24 Ιουνίου) τα καίγανε. Και σταυρό κάνανε, και στεφάνια, και σκέτο τον «Μάη» κάνανε, μια ανθοδέσμη δηλαδή. Μέσα στον «Μάη» βάζανε σκόρδο, ένα κομμάτι ελιά, σπαρτό στάρι, κριθάρι και λουλούδια, παπαρούνες, διάφορα…

Εκεί στην εξοχή τρώγανε, διασκεδάζανε, χορεύανε, μαζεύανε λουλούδια και τα βάζανε στο κεφάλι, κάνανε ανθοδέσμες, τραγουδούσανε «Μάη, χρυσομάη, Μάη με δροσιές, Μάη, χρυσομάη, μ’ άσπρες φο­ρεσιές».

Πασαλείβανε τα πρόβατα με μούργα στο πρόσωπο, για να μην τα χτυπάει ο γούδερος. Επειδή ο ήλιος είναι ζεστός, τα κάνει όλο βού­λες κι έχουν φαγούρα.

Η Αγία Μαύρα είν’ η Παναγία. Και λένε να μη ζυμώνεις την ημέρα της γιορτής, στις Τρεις του μηνός, γιατί τα ψωμιά γίνονται μαύρα. Και ποια μέρα θα τύχει της Αγίας Μαύρας; Τετάρτη; Όλο τον χρόνο, την Τετάρτη δεν αρχίζουνε δουλειές! Δεν κόβουνε, σας πούμε, ένα φόρεμα, δεν αρχίζουν ένα κέντημα, δεν παντρεύονται!

Του Αγίου Κωνσταντίνου, ήτανε μεγάλη γιορτή. Έχει εκκλησία δώθε Άγιο Κωνσταντίνο και την ημέρα της γιορτής πηγαίνανε όλος ο κόσμος στη λειτουργία. Κι αυτή την ημέρα βγάζανε, παλιά, τα χειμω­νιάτικα και φορούσανε τα καλοκαιρινά, τα κοντομάνικα. Της Μεσοπεντηκοστής πηγαίνανε στην εκκλησία, γονατίζανε τρεις φορές, τους περνούσε ο παπάς ευχή κι έλεγε για τις ψυχές.

Της Αναλήψεως, οι τσοπαναραίοι μοιράζανε γάλα στους γειτόνους, και το βούτυρο που φτιάνανε κείνη την ημέρα, το φυλάγανε και το ‘χανε σαν φάρμακο. Έβαζαν παντού αν έσπαγε πόδι, χέρι, για όλα, γιατί ήτανε της Αναλήψεως. Και τη νύχτα καθόντουσαν ως το πρωί και περιμένανε να δουν τον Χριστό, που θ’ ανέβαινε στους ουρανούς. Μια φορά, μια γριά, είδε, λέει, μια λάμψη στον ουρανό κι ένα σταυρό. Άνοιγε, βλέπεις, ο ουρανός εκείνος το βράδυ.

Το Σάββατο πριν απ’ την Πεντηκοστή ψέλνανε, διαβάζανε πολλά ονόματα πεθαμένων, πηγαίνανε στο νεκροταφείο, ψέλνανε τρισάγιο, γιατί θα μπαίνανε οι ψυχές στον Άδη.

Του Αγίου Πνεύματος πηγαίνανε ο κόσμος στον εσπερινό στην Αγία Τριάδα και μαζευόντουσαν πολλοί εκεί και πουλούσαν βερίκοκα, αγγούρια, γλυκά, παγωτά, ο Μανολάκης, ο μπάρμπα Γιώργης ο Καπέβης…

 

Μαρτυρίες

Βαγγελίτσα Πουλή, ετών 77, απόφοιτη Δημοτικού.

Μαρία Μανιάτη, ετών 55, απόφοιτη Δημοτικού.

Μαριγούλα Λάμπρου, ετών 80, αυτοδίδακτη στην ανάγνωση.

 

 

Πηγή

 

  • Σοφία Π. Λεπτοπούλου, «Λαογραφικά από το Κρανίδι», Εκδόσεις, Δήμου Κρανιδίου, 2001.  

Read Full Post »

« Newer Posts - Older Posts »