Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Κλέφτες του Μοριά’

Kλεφταρματολισμός 


 

Στις παραδοσιακές κοινωνίες η ληστεία στην ύπαιθρο αποτελούσε διαδεδομένο φαινόμενο που το ευνοούσαν διάφοροι παράγοντες, όπως οι ελλιπείς πόροι ζωής, το χαμηλό βιοτικό επίπεδο, η μεγαλύτερη, σε σχέση με σήμερα, χρήση της σωματικής βίας, οι ανεπαρκείς μηχανισμοί ασφάλειας και η αδυναμία επιβολής της τάξης, ιδίως στις απομακρυσμένες από το κέντρο επαρχίες των μεγάλων αυτοκρατοριών.

Όπως έδειξε ένας μεγάλος ιστορικός του 20ού αιώνα, ο Eric Hobsbawm, στη μελέτη του Ληστές [α’ έκδοση 1966], συχνά στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες συναντάται στο ίδιο πρόσωπο ο κοινωνικός ληστής (δηλ. ο ληστής που έχει έναν κοινωνικό στόχο) – όρο που εισήγαγε στη διεθνή ιστοριογραφία ο ίδιος – με τον εξεγερμένο παράνομο. Τέτοιοι ληστές δεν εθεωρούντο από το λαό εγκληματίες, αλλά υπερασπιστές της κοινωνικής δικαιοσύνης, που τα κατορθώματά τους έχουν διασωθεί από την ιστορία ή το θρύλο.

Oι Βαλκάνιοι χαϊδούκοι ή οι κλέφτες, οι μπαντίτι του ιταλικού νότου, οι μπαντολέρος της Aνδαλουσίας και άλλοι σε άλλες χώρες θεωρούνται κοινωνικοί ληστές. Από τέτοιους ληστές (κλέφτες στον ελληνικό χώρο) ξεπηδούσαν, συχνά, οι επαναστάτες. H παλαιότερη ελληνική ιστοριογραφία (Kαμπούρογλου, Σφυρόερας, Bακαλόπουλος κ. ά.) υπερτόνισε τον εθνικό-αντιστασιακό ρόλο που διαδραμάτισαν στα προεπαναστατικά χρόνια και το 1821 τα σώματα των κλεφταρματολών. Αντίθετα άλλοι νεότεροι ιστορικοί (Aσδραχάς, Πολίτης, Kοντογιώργης κ. ά), βλέπουν τους κλέφτες του ελλαδικού χώρου μέσα από το ερμηνευτικό σχήμα της κοινωνικής ληστείας του Hobsbawm ως πρωτεργάτες της πρωτόγονης – δηλαδή της όχι ώριμης – επανάστασης. Οι επισημάνσεις αυτές θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε το ζήτημα που θα μας απασχολήσει παρακάτω.

1. H φυγή προς τα όρη και η οθωμανική εξουσία: οι κλέφτες

 

Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η ληστεία ήταν παρούσα σε όλες σχεδόν τις περιοχές της· ιδίως στις ορεινές. Φαίνεται όμως ότι παρουσίασε μία ιδιαίτερη έξαρση από τα τέλη του 16ου αι. και μετά που οφειλόταν, κυρίως, στην αύξηση της φορολογίας και στην επιδείνωση των συνθηκών ζωής ιδίως του χριστιανικού αγροτικού πληθυσμού, στις καθημερινές ταπεινώσεις που υφίστατο και, ως συνέπεια αυτών, στη μετακίνηση πολλών σε ορεινούς οικισμούς για την εξασφάλιση μιας πιο «ελεύθερης» διαβίωσης, απαλλαγμένης από τις καταπιέσεις που συνεπαγόταν η γειτνίαση με τα κέντρα της τουρκικής εξουσίας. Για την επιβίωση βέβαια μέσα σε δυσμενείς συνθήκες, λόγω του άγονου και ορεινού εδάφους, χρειαζόταν σκληρός αγώνας.

Προσωπογραφία κλέφτη από τη Στερεά Ελλάδα. Δημοσιεύεται στο: Belle Henri, «Trois années en Grèce». Παρίσι, Librairie Hachette, 1881. Συλλογή: Βιβλιοθήκη Μουσείου Μπενάκη.

Στους ορεινούς αυτούς οικισμούς, πρωτίστως, δημιουργήθηκε η νοοτροπία και η ψυχοσύνθεση του ληστή και του αντάρτη, του ανυπότακτου που αρνείται να συμβιβαστεί με τη «νόμιμη» εξουσία και στρέφεται για την επιβίωσή και τη συντήρησή του στην αρπαγή και στη ληστεία. Από τους οικισμούς αυτούς, κυρίως, προήλθαν οι κλέφτες οι οποίοι γύρω στα τέλη του 18ου αι. αποτέλεσαν την έκφραση ενός «φιλελευθερισμού» που απλώθηκε σε όλο τον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο. Όσον αφορά τους μουσουλμάνους ληστές, μία βασική αιτία που τους έσπρωχνε στη ληστεία ήταν η επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των έμμισθων στρατιωτών που απολύονταν από τον στρατό, σε μία προσπάθεια του οθωμανικού κράτους να περιορίσει τα κρατικά έξοδα.

Tα όρη συνιστούν έναν χώρο όπου περιφέρεται ελεύθερα ο ένοπλος και όπου η εξουσία δεν μπορεί να επεκτείνει τον έλεγχό της. Tα οθωμανικά δικαστικά έγγραφα μιλούν για «περιφερόμενους ελευθέρως εις τα όρη κακούργους». (περισσότερα…)

Read Full Post »

Το βουνό, οι κλέφτες – Δυο κρίκοι της εθνικής αφήγησης | Δημήτρης Δημητρόπουλος


 

Τα βουνά και οι κλέφτες. Δύο πραγματικότητες και δύο έννοιες, οι οποίες έζησαν σε στενή συνάφεια, πριν, κατά και μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Τα όρη αποτέλεσαν τόπο δράσης και καταφύγιο ληστών· παράλληλα, βουνά και κλέφτες, σαν δύο άρρηκτα συνδεδεμένοι κρίκοι, χρησιμοποιήθηκαν στην ιστοριογραφία και τον δημόσιο λόγο ως έννοιες ιδεολογικά χρήσιμες, αξιοποιήσιμες για τη συγκρότηση του εθνικού αφηγήματος, με σημείο τομής την επανάσταση του 1821.

Κατ’ αρχάς λοιπόν το βουνό. Το βουνό ως τόπος προστασίας, ως καταφύγιο των καταπιεσμένων και των υποδούλων, αποτελεί μια σταθερά που εκκινεί από την προεπαναστατική περίοδο, εδραιώνεται όμως και κυριαρχεί στην ιστοριογραφία και τη λογοτεχνία του 19ου και του 20ού αιώνα και γίνεται βασικό συστατικό του εξηγητικού σχήματος για τις τύχες του ελληνικού έθνους. Το σχήμα αυτό, κοινός τόπος από τα συγγράμματα διδασκαλίας ώς τις δημόσιες και ιδιωτικές συζητήσεις, θέλει τους χριστιανικούς /ελληνικούς πληθυσμούς αμέσως μετά την οθωμανική κατάκτηση – ήδη από τον 15ο αιώνα – να εγκαταλείπουν μαζικά τις πεδινές και εύφορες περιοχές και να καταφεύγουν στα ορεινά, προκειμένου να αποφύγουν την καταπίεση και τις φορολογικές ή άλλες απαιτήσεις των Τούρκων κατακτητών. [1] Η υποτιθέμενη φυγή προς το βουνό εμφανίζεται δηλαδή ως πράξη αντίστασης και ανάγκης.

Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται, και ως προς τους κλέφτες των προεπαναστατικών χρόνων αυτοί στην παραδοσιακή ιστοριογραφία, αλλά και γενικότερα στον δημόσιο λόγο, [2] εμφανίζονται ως πρόσωπα, τα οποία μην αντέχοντας τη σκλαβιά βγαίνουν στο βουνό. Εδώ όμως ο μαζικός χαρακτήρας των μετακινήσεων των φοβισμένων πληθυσμιακών ομάδων του κάμπου έχει απαλειφθεί και προβάλλουν εξατομικευμένα χαρακτηριστικά των επώνυμων κλεφτών: περηφάνια, παλικαριά, πολεμική δεινότητα. Το βουνό πια από καταφύγιο των αδικημένων, μεταλλάσσεται σε προπύργιο ελευθερίας, με προμάχους τους κλέφτες. Με μια επιπλέον σημαντική παράμετρο: οι κλέφτες δεν είναι οι αδύναμοι, φοβισμένοι αγρότες, αλλά οι επίφοβοι ένοπλοι, οι προάγγελοι και πλαστουργοί της Επανάστασης. Οι ιδιαίτερες πολεμικές τους ικανότητες μάλιστα, η άριστη γνώση της μορφολογίας των ορεινών όγκων, αλλά και η ανικανότητα της οθωμανικής διοίκησης, υποστηρίζεται ότι ωθούσαν την τελευταία να τους προσλαμβάνει ενίοτε ως αρματολούς, αναθέτοντάς τους αστυνομικά καθήκοντα ελέγχου των ορεινών περασμάτων. [3] Έτσι, μέσα από μια σειρά σημασιολογικές ανατροπές, οι κλέφτες όχι μόνο αποκαθαίρονται από την κλεψιά, αλλά και μεταμορφώνονται ταυτόχρονα σε επαναστάτες και σε αστυνόμους.[4]

Μια μικρή παρέμβαση για ένα σχόλιο: Η ασάφεια αυτή ανάμεσα στον ρόλο του κλέφτη και του αστυνόμου, του προστάτη του νόμου και του παραβάτη, έχει, νομίζω, εμποτίσει τη συλλογική μνήμη, τις αντιλήψεις και τις νοοτροπίες. Το 1973, ο καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Απόστολος Δασκαλάκης, με ανάθεση από το Αρχηγείο Χωροφυλακής, εκδίδει μια δίτομη ιστορία του Σώματος. Στην εισαγωγή, στο κεφάλαιο «Αρματολοί και Κλέφτες – Πρώτη ελληνική χωροφυλακή», αναπαράγονται όλα τα στερεότυπα για τους κλεφταρματολούς με σκοπό να υποστηριχθεί η θέση ότι: «ως καθαυτό πρώτη εθνική δύναμις Χωροφυλακής, ασκήσασα ανυπολόγιστον επίδρασιν εις τα εθνικά πεπρωμένα του νεώτερου ελληνισμού, δύνανται να χαρακτηριστούν τα σώματα Κλεφτών και Αρματολών».[5] Ο συγγραφέας, γεμάτος λυρισμό, επιχειρεί να σχηματίσει μια γενεαλογία της Χωροφυλακής, να κατασκευάσει ένα συνεχές των δυνάμεων ασφαλείας: από τους περίφημους κλέφτες γεννήθηκαν οι δοξασμένοι αρματολοί, άμεσος απόγονος των οποίων είναι η περιώνυμος ελληνική χωροφυλακή.[6] Το γεγονός ότι η ελληνική αστυνομία σεμνύνεται ότι κατάγεται από ληστές, είναι, νομίζω, μια απτή ένδειξη της ρευστότητας των συνόρων, των ορίων ανάμεσα στο θεσμοθετημένα «καλό» και «κακό», η οποία έχει αφήσει το στίγμα της και στα γεγονότα των τελευταίων χρόνων.

 

Έλληνας αρματολός – Carl Haag (1820-1915). Yδατογραφία, 1861. Μουσείο Μπενάκη.

 

Προχωρώ σε δύο διευκρινίσεις:

 

α) Γενικότερα σε σχέση με την πρόσληψη του βουνού. Αυτή αλλάζει εικόνα από εποχή σε εποχή· παραλλάσσει μάλιστα τόσο η πρόσληψη του βουνού όσο και η διήγηση της πρόσληψης αυτής.[7] Η ρομαντική λογοτεχνία και τέχνη ύμνησαν και αναπαράστησαν το βουνό ως σύμβολο ελευθερίας. Τα όρη γίνονται, τόπος επικίνδυνος και απρόσιτος για την ακμάζουσα ληστρική λογοτεχνία του 19ου και του αρχόμενου 20ού αιώνα. [8] Παράλληλα η λαογραφία, η πεζογραφία και η ποίηση του τέλους του 19ου αιώνα και των πρώτων χρόνων του 20ού προβάλλουν ένα άλλο, ειδυλλιακό βουνό. [9]  Τα Ψηλά Βουνά του Ζαχαρία Παπαντωνίου – το γνωστό αναγνωστικό της Τρίτης Δημοτικού, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1917, ξεσήκωσε τη μήνι των αντιπάλων του δημοτικισμού και της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, [10] αποδείχθηκε όμως ανθεκτικό στον χρόνο, αφού μέχρι σήμερα επανεκδίδεται ως δημοφιλές ανάγνωσμα – σηματοδοτούν, νομίζω, ένα σημείο αναφοράς για την αλλαγή αυτή θέασης του βουνού που έχει συμβεί· συνιστούν έναν ύμνο στην ομορφιά της φύσης, στην αγνή ζωή και στους αγαθούς κατοίκους του.

Ακολούθως, οι ιστορικές συγκυρίες μεταστρέφουν πάλι την εικόνα του βουνού. Οι αντάρτες της Αντίστασης, στα χρόνια της Κατοχής, που μαζικά «βγαίνουν στο βουνό», το μετατρέπουν σε προπύργιο ελευθερίας, τόπο δόξας και αγώνων μια διάσταση που κυριαρχεί στην πληθώρα μαρτυριών αγωνιστών της Αντίστασης, οι οποίες στην πλειονότητά τους εκδόθηκαν στην περίοδο της Μεταπολίτευσης.[11] Ιδιαίτερα για την Αριστερά, η εύκολη αναγωγή των ανταρτών στους προεπαναστατικούς κλέφτες, που θεωρήθηκε ότι αποκαθιστούσε ένα νήμα λαϊκού ηρωισμού, έγινε με βασικό όργανο τον κοινό τόπο δράσης τους, το βουνό.

Αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής της αντίληψης είναι το λογοτέχνημα του Τάσου Βουρνά Αρματολοί και κλέφτες. Ο συγγραφέας το χαρακτηρίζει μάλιστα ως ξεχωριστό είδος που εισάγει «ιστορικές γνώσεις με λογοτεχνική γραφή». Δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην Αυγή και ακολούθως σε χωριστό τόμο στην υπερωρία το 1962, από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις. Γράφει λοιπόν στην πρώτη σελίδα του αφηγήματος που είναι αφιερωμένο στον κλέφτη Ζαχαριά: «Μια ανυπόταχτη βουνίσια ράτσα έχει στήσει εδώ πάνου [στο Μαίναλο] τη μονιά της. Άγρια και απροσκύνητη λυπάται μα και περιφρονεί τους καμπίσιους, που σκάφτουν ολημερίς τη γη των κοτζαμπάσηδων και των αγάδων, […] μάχεται τον τύραννο τον Τούρκο και τον κοτζάμπαση με το ντουφέκι στο χέρι και καρτερεί την κλεφτουριά να δέσει τους ξωμάχους της γης, Μοριά και Ρούμελη, σ’ ένα ανίκητο στρατό, που θα κινήσει απ’ τα βουνά και θα καθαρίσει τον κάμπο από το βραχνά του Τούρκου και την ψώρα του κοτζάμπαση, φέρνοντας στο έθνος τη λευτεριά του και στο φτωχό ζευγίτη και τον τσοπάνη μια στάλα ξεκούραση και ανασεμιά, μαζί με μια μπουκιά γλυκό ψωμί».[12]

 

Το άγαλμα του Καπετάν Ζαχαρία – Βαριτσιώτη (1759-1803 ή 1804). Σπάρτη – Νότια είσοδος -Κεντρικός δρόμος από Γύθειο. Φωτογραφία: Παναγιώτης Κατσαμπής.

 

Ο νέος ισχυρός αυτός συμβολισμός του βουνού συνυπήρξε, νομίζω, έως πολύ πρόσφατα με την άλλη εικόνα του που δημιουργήθηκε και πάλι στη δεκαετία του 1940, από τον Εμφύλιο πόλεμο: εδώ το βουνό ήταν το πεδίο ανάπτυξης των «κομμουνιστοσυμμοριτών», χώρος ανεξέλεγκτος, μια πληγή στο σώμα του έθνους. Η υποχρεωτική μετακίνηση των κατοίκων των  και η πρόσκαιρη εγκατάλειψη πλήθους ορεινών οικισμών εδραίωσαν αυτήν την παραδοχή.

Στα πολύ πρόσφατα πάλι μεταπολεμικά χρόνια, οι βαθιές αλλαγές στην οικονομία και οι επιπτώσεις τους στα δημογραφικά δεδομένα ορίζουν μια νέα διαδρομή που έχει με επιτυχία, νομίζω, σκιαγραφηθεί ως μετάβαση από το «τραγικό» στο «μαγικό» βουνό· ως μετάβαση δηλαδή από τους εγκαταλελειμμένους, ερημωμένους και καθυστερημένους ορεινούς οικισμούς των δεκαετιών του 1950, 1960, 1970, στα σύγχρονα ορεινά χωριά τουριστικά θέρετρα, που αξιοδότησε με νέο τρόπο η επιθυμία των κατοίκων των αστικών κέντρων για επιστροφή στη φύση και η «ανακάλυψη» των χειμερινών σπορ.[13]

β) Σχετικά με τη σχέση κλεφτών και βουνού. Η λογοτεχνία που από τις πρώτες μετεπαναστατικές δεκαετίες αφηγήθηκε τα κατορθώματα των κλεφτών χρησιμοποιεί τα όρη περισσότερο ως ένα ντεκόρ που εξάπτει τη φαντασία· κατά κανόνα όμως χωρίς να μπαίνει στην ουσία των όρων και των συνθηκών διαβίωσης σε αυτά. Στον Κατσαντώνη του Κωνσταντίνου Ράμφου, π.χ., που εκδόθηκε το 1862 και γνώρισε απανωτές επανεκδόσεις, ελάχιστα παρουσιάζεται η ζωή στο βουνό, με εξαίρεση την περιγραφή μιας εντυπωσιακής σπηλιάς στα Τζουμέρκα, που υποτίθεται αποτελούσε το άντρο του ομώνυμου κλέφτη.[14] Το ίδιο ισχύει εν πολλοίς και για το ληστρικό μυθιστόρημα, όπου και αυτό πρόβαλλε την απόφαση των ληστών να αποκοπούν από την κοινωνία ή την αποτυχία της κοινωνίας να τους ενσωματώσει.[15]

 

Κατσαντώνης. Λεπτομέρεια από το άγαλμα στα Άργαφα.

 

Από την άλλη πλευρά, η νεότερη ιστοριογραφική θεώρηση, που εντάσσει τους κλέφτες και τους αρματολούς στο γενικό σχήμα των «πρωτόγονων της εξέγερσης»,[16] εστιάζει κυρίως στην άρνηση των κλεφτών να ενταχθούν στην κατεστημένη κοινωνική τάξη και να υποταχθούν στην εξουσία και δεν δίνει ιδιαίτερο βάρος στη σχέση τους με τον ορεινό χώρο.[17]

 

Η μαρτυρία

 

Ας επανέλθουμε όμως στις μαρτυρίες της προεπαναστατικής εποχής. Η ρομαντική θεώρηση των κλεφτών που ζουν παράνομοι στα όρη ως αγνοί υπέρμαχοι της ελευθερίας απαντά ήδη στην Ελληνική Νομαρχία, το 1806. Εκεί, ο ανώνυμος συγγραφέας της υποστηρίζει ότι οι κλέφτες «φεύγουσι εις τα δάση διά να διαφεντεύσουν την ελευθερίαν τους». [18] Τη θέση αυτή επαναλαμβάνουν πολλοί συγγραφείς απομνημονευμάτων του Αγώνα που είχαν ιδία γνώση της κλέφτικης δράσης· ξεχωρίζουν όσοι ανήκαν στην παράταξη των στρατιωτικών και ιδιαίτερα στον κύκλο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Από τους πιο πρώιμους, ο Φιλικός Ιωάννης Φιλήμων γράφει ότι «οι κλέπται επολέμουν την τυραννίαν εις τα όρη». [19] Το ίδιο και ο Αμβρόσιος Φραντζής, που συνδέει μάλιστα την εμφάνιση των κλεφτών με την οθωμανική κατάκτηση της Πελοποννήσου το 1715· τότε λοιπόν κάποιοι από τους κατοίκους – που τους χαρακτηρίζει αποστάτες – «δεν παρεδέχθησαν να υποκύψωσιν τον αυχένα εις τον οθωμανικό ζυγόν, αλλ’ οπλοφόροι, περιεφέροντο εις τα όρη και τα δάση».[20] Σε αυτό το κλίμα και ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη Φωτάκος, που επισημαίνει ότι κλέφτες ονομάστηκαν από την οθωμανική εξουσία όσοι πριν την Επανάσταση πήραν τα όπλα, αμφισβήτησαν την κυριαρχία της και: «έζων και ευρίσκοντο απάνω εις τα όρη και εις τα δάση, και όσοι των ραγιάδων εκαπνίζοντο από το αίσθημα της ελευθερίας τους ηκολούθουν».[21]

 

Προσωπογραφία του Θ. Κολοκοτρώνη. Δημοσιεύεται στο βιβλίο του Γάλλου φιλέλληνα διπλωμάτη Κλοντ Ντενίς Ραφενέλ (C.D. RAFFENEL), «Ιστορικά Γεγονότα στην Ελλάδα» («L’Histoire Des Evenements De La Grece», τόμος 2ος), που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1824.

 

Ο Μακεδόνας αγωνιστής Νικόλαος Κασομούλης επίσης, που προτάσσει στα ενθυμήματά του μια γενεαλογία του κλεφταρματολισμού, γράφει ότι οι κλέφτες όχι μόνον «τον αυχένα εις τον ζυγόν των τυράννων δεν έκλιναν να πληρώσουν χαράτσι», αλλά ζώντας «εντός των ερημιών, και από τας περηφάνους και υψηλάς κορυφάς των ορεινών τόπων της Στερεάς Ελλάδος, νηστικοί, διψασμένοι, γυμνοί, ξυπόλυτοι κατατρεχόμενοι» κέρδισαν προνόμια ανεξαρτησίας και διαφύλαξαν τη θρησκεία και τα έθιμα του λαού.[22] Τα ίδια επαναλαμβάνουν και ο γραμματικός και βιογράφος του Καραϊσκάκη Δημήτριος Αινιάν,[23] ο Μακρυγιάννης που ονοματίζει τους κλέφτες «μαγιά της λευτεριάς»[24] και άλλοι αγωνιστές, άνθρωποι των όπλων, που μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους αντάλλαξαν «την πάλα με την πέννα», αναλαμβάνοντας με τη γραφίδα πια να υπερασπιστούν τα πολεμικά έργα τους.[25]

Φυσικά, με αυτήν την άποψη δεν στοιχίζονταν όλοι. Κάποιοι θα λέγαμε σχηματικά ότι μεταθέτουν το θέμα των κλεφτών από το εθνικό στο κοινωνικό. Ο Κωνσταντίνος Κούμας, π.χ., λόγιος, μέτοχος των ιδεών του Διαφωτισμού, σχηματίζει το 1832 ένα περίγραμμα της ιστορικής διαδρομής των κλεφτών και των αρματολών. Οι «περιαδόμενοι κλέπται της Ελλάδος» – γράφει με ειρωνεία – κάθε καλοκαίρι κυρίως που φούντωνε η δράση τους, καταρήμαζαν τα χωριά, διέπρατταν βαρύτατα κακουργήματα κατά χριστιανών και Τούρκων, ήταν «βάρβαροι, απάνθρωποι και ωμοί» και είχαν μοναδικό κίνητρο τον προσωπικό πλουτισμό.[26] Κυρίως όμως πολέμιοι των κλεφτών είναι πρόκριτοι, όπως ο Κανέλλος Δεληγιάννης και ο Παναγιώτης Παπατσώνης, που συνέγραψαν απομνημονεύματα για την Επανάσταση του ’21· αυτοί αφιερώνουν αρκετές, με πάθος γραμμένες σελίδες, προκειμένου να αποκαθηλώσουν τον κλέφτικο μύθο.[27]

 

Η βίωση

 

Οι έγκυρες μαρτυρίες της εποχής για το βουνό είναι περιορισμένες, αποσπασματικές και λίγο πολύ τυχαίες. Μια ανάστροφη πορεία από εκείνη της αποχώρησης από την πεδιάδα στο βουνό αφηγούνται, π.χ., ο Φωριέλ και ο Πουκβίλ. Ο τελευταίος μιλά με θαυμασμό για τους εύσωμους και ανυπότακτους κλέφτες των Αγράφων, εντούτοις υποστηρίζει ότι κατέβαιναν από τα ορεινά και λήστευαν τα τουρκικά χωριά του θεσσαλικού κάμπου, επενδύοντας μάλιστα τα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια στο εμπόριο· εκεί, έχοντας ανάγκη αγοράς για τα προϊόντα τους, ήρθαν σε συνδιαλλαγή με την οθωμανική διοίκηση.[28]

Μια ωραία μαρτυρία παρέχει επίσης ο Γεώργιος Δημητρίου από το Αργυρόκαστρο, όταν στα 1783 περιγράφει την πατρίδα του. Εκεί λοιπόν επισημαίνει ότι οι περισσότεροι ληστές στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία είναι χριστιανοί. «Δεν έχουν σπίτια παρά λημεριάζουν μέσα στα δάση, μέσα σε σπηλιές ή κουφάλες χονδρών δένδρων, απ’ όπου κάνουν αιφνιδιασμούς στους ταξιδιώτες, χριστιανούς και Τούρκους, τους ληστεύουν, τους σκοτώνουν ή σκοτώνονται από αυτούς. Ο αριθμός τους ανέρχεται σε 50-100, καμιά φορά και σε 200 άνδρες. Κάνουν αυτή τη δουλειά από απελπισία ή από φόβο τιμωρίας που θέλουν να ξεφύγουν ή από αγάπη προς τη ζωή τους που θέλουν να τη σώσουν, ακόμα και κάτω από αυτές τις συνθήκες που βρίσκονται. Μερικοί ζουν κοντά στην Πίνδο (τώρα λέγεται Μέτσοβο), άλλοι στα βουνά της Άρτης (Ακαρνανίας), άλλοι στο Καρπενήσι και στα Άγραφα, δηλαδή στη Ρούμελη. Εκεί επάνω είναι σαν αποκλεισμένοι, και γιατί οι δρόμοι είναι δύσβατοι και τα μέρη απρόσιτα, και γιατί τους Τούρκους τους εμποδίζουν τα ίδια τα φορέματά τους ώστε να μπορέσουν να καταδιώξουν ή εντελώς να εκδιώξουν αυτόν τον συρφετό».[29]

Ο λόγος του Δημητρίου δεν συνάδει με τη συνήθη υμνητική προσέγγιση πολλών από τους μεταγενέστερους συγγραφείς, δίνει, όμως ένα λιτό περίγραμμα της κλέφτικης ζωής: ζουν σαν τα αγρίμια, εκμεταλλευόμενοι το δυσπρόσιτο του τόπου διαμονής τους και ταυτόχρονα υποφέροντας από αυτό. Το ίδιο λέει και ο Μακρυγιάννης, παρ’ όλο που το επικό και λυρικό του ύφος δημιουργεί άλλο κλίμα: «Και είχαν συντρόφους όλοι αυτήνοι τ’ άγρια θεριά και φίδια, οπού συγκατοικούσανε μαζί, και προστάτη μόνον τον Θεόν. Και τροφή είχαν το κρέας των τυράγνων Ρωμαίγων, όσοι ήταν σύμφωνοι με τους Τούρκους, και Τούρκων, και το αίμα τους κρασί».[30] Ανάλογες εικόνες κακουχιών και διαβίωσης με το όπλο παρά πόδα αναπαριστά και ο δημοτικός τραγουδιστής.[31]

Ένα παράδειγμα· το τραγούδι του καπετάν Ρομφέη:[32]

 

Σαράντα χρόνους έκαμα αρματολός και κλέφτης

το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα

και το ντουφέκι στο πλευρό όσο να ξημερώση.

 

Ο ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας τονίζει και αυτός το λιτοδίαιτο των κλεφτών, συνδέοντάς το με τον υποτιθέμενο, και από πολλές άλλες πηγές αμφισβητούμενο, αλτρουισμό που έδειχναν απέναντι στους κατοίκους: «ζώσι» γράφει «δύο και τρεις ημέρας με νερόν και χόρτα, και ούτως δεν ενοχλούσι τους χωριάτας εις το ουδέν».[33]

Η απουσία λοιπόν οργανωμένης κατοικίας, ο πλάνης και έκθετος στα στοιχεία της φύσης βίος, χαρακτηρίζουν τη διαβίωση των κλεφτών στο βουνό. Οι μαρτυρίες συγκλίνουν, ενδεχομένως όμως και γενικεύουν. Κατά πάσα πιθανότητα δηλαδή μεταγράφουν ως καθημερινότητα των κλεφτών, συνθήκες που αφορούν το τμήμα εκείνο του έτους που οι κλέφτες ήταν εν δράσει. Οι κλέφτες όμως δεν έκλεβαν όλο τον χρόνο.

Ο λαϊκός ποθητής αποδίδει, την εποχικότητα αυτή άτεχνα αλλά ρεαλιστικά:[34]

 

Παιδιά, πήρ’ ο χινόπωρος, παιδιά, πήρ’ ο χειμώνας,

πέσαν τα φύλλ’ απ’ τα κλαριά, ξεσκιώσαν τα λημέρια.

Παιδιά μου, να σκορπίσουμε, να γίνουμε μπουλούκια.

Πιάστε τους φίλους τους πιστούς και τους πιστούς κουμπάρους,

παιδιά μ’, να ξεχειμάσουμε και τούτον το χειμώνα.

 

Η δράση τους λοιπόν ξεκινούσε από την άνοιξη και αναπτυσσόταν κυρίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. [35] Το υπόλοιπο έτος έβρισκαν απάγκιο σε ορεινά, απομονωμένα χωριά, αλλά και στα μοναστήρια που αποτελούσαν προνομιακά τους καταφύγια. [36] Οι Κολοκοτρωναίοι στη Μάνη, [37] ο Κατσαντώνης στο Μοναστηράκι των Αγράφων, [38] κλπ. Την ίδια εποχή άλλωστε εξορμούσαν και οι διώκτες τους.

  • «Έτους, αψ’ [1700]», διαβάζουμε σε μία ενθύμηση, «εγίνηκε χειμών φοβερός· και έπεσε χιόνι πολύ και άρχισεν το χιόνι από τους είκοσι Δικεβρίου και εχιόνισε έως όπου εβγήκε ο Μάρτιος… και εψόφησαν πολλά πράματα και τον αυτόν μήνα ετζάκοσαν και τον ταλαίπωρον τον Μεηδάνον και τον εχάλασαν. Εις το χωρίον Γαρδίκι τον έπιασαν και εις την Θεσσαλονίκη τον εχάλασαν».[39] Το Γαρδίκι που είχε καταφύγει ο κλέφτης Μεϊντάνης βρίσκεται στα Τζουμέρκα, σε υψόμετρο 1.050 μ.
  • «και τους είχα βάλει, χοσιάδα [:ενέδρα] διά τους κλέφτες απάνου εις το Βελούχι, εις ένα σέμπτι [:περιοχή] οπού ονομάζεται Λάκουρες»· αναφέρει στον Αλή πασά ο τοπικός επικεφαλής αρματολών «την νύχτα οπού εφύλαγαν έντεσε [:έτυχε] και επέρασαν κλέφτες και έπεσαν απάνω τους, εντουφεκίστηκαν με τους κλέφτες».[40] Η Λιάκουρα βρίσκεται στο Βελούχι, σε υψόμετρο 2.043 μ. και η επιχείρηση έγινε τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου του 1802.

Ανάλογες μαρτυρίες για ορεινές θέσεις όπου δρούσαν και κατέφευγαν οι κλέφτες εντοπίζονται στο αρχείο του απηνούς διώκτη τους, του Αλή πασά. Ενδεικτικά:

  • Απρίλιο τον 1802, όμηροι των κλεφτών φυλάσσονται στο χωριό Περλιάγκου (σημ. Χρυσομηλιά) στις πλαγιές του όρους Κότζιακα, υψόμετρο 910 μ.[41]
  • Μάιο τον 1805, νυκτερινή ενέδρα επιχειρείται εναντίον κλεφτών στη θέση Τζαγίρια Γραμματικού στο Βέρμιο, υψόμετρο 1.160 μ.[42]
  • Μάιο τον 1807, άνθρωποι του Αλή πασά δίνουν μάχη με τον Κατσαντώνη στη Σπινάσα (σημ. Νεράιδα Καλαμπάκας), υψόμετρο 820 μ., ενώ μπουλούκια κλεφτών συναντούν και στις θέσεις Ανδριαδίτικο και Ζυγός των Αγράφων, υψόμετρο περί τα 800 μ.[43]
  • Απρίλιο τον 1809, ο αδελφός του Κατσαντώνη Λεπενιώτης επιτίθεται με 80 παλικάρια στο χωριό Βούτυρο στις πλαγιές του Τυμφρηστού, υψόμετρο 840 μ.[44]
  • Απρίλιο τον 1808, εκφράζουν στον Αλή πασά την απελπισία τους για τις συνεχείς επιδρομές που υφίστανται από τους κλέφτες κάτοικοι του Μαραθιά στις πλαγιές της κορυφής Καμαράκι στην Ευρυτανία, υψόμετρο 800 μ.[45]

Η ζωή και η δράση των κλεφτών ήταν αλληλένδετη με την ποιμενική κτηνοτροφία·[46] βασίζεται, σε ένα πλέγμα οικονομικών σχέσεων και συγγενικών δεσμών που διευρύνεται μέσω του συνοικεσίου, της κουμπαριάς και της αδελφοποιίας.[47] Αποτυπώνεται στα τραγούδια, ακόμη και όταν είναι αμφίβολη η λαϊκή προέλευσή τους. Το ακόλουθο ηπειρώτικο τραγούδι την αναπαριστά με ενάργεια:[48]

 

Εμαραθήκαν τα δεντριά, τα κορφοβούνι’ ασπρίζουν

κ’ οι Βλάχοι παν ’ς τα χειμαδιά, πάνε να ξεχειμάσουν,

κι ο κλέφτης τότε πού να πάη; Τα κορφοβούνι’ αφήνει,

αλλάζει τα φορέματα και τρέχει σκοτισμένος,

και δε γελάει τ’ αχείλι του και σκύβει το κεφάλι.

Μετρώντας τα μερόνυχτα την ώρα καρτεράει,

ν’ ανοίξη ο γαύρος, η οξυά, να ζώση τ’ άρματά του,

να πάρη το ντουφέκι του, να τρέξη ’ς ταις ραχούλες,

ν’ ανέβη ’ς τα ψηλά βουνά, ’ς τα κλέφτικα λημέρια,

να σμίξη με τη συντροφιά, την τέχνη του ν’ αρχίση,

σφάζοντας Τούρκους όπου βρει, γυμνώνοντας διαβάταις,

και πλούσιους σκλάβους πιάνοντας την ξαγορά να παίρνη.

 

Το δίκτυο των ανθρώπων που θα βοηθούσαν τους κλέφτες και θα τους προμήθευαν τροφή και χειμερινό κατάλυμα ήταν βασικό συστατικό της κλέφτικης ζωής. Ο χαλασμός των κλεφτών του Μόριά το 1806 και οι αντίστοιχες συστηματικές διώξεις που εφάρμοσε ο Αλή πασάς στη δική του εκτεταμένη επικράτεια στηρίχτηκαν σε αυτή τη στρατηγική απομόνωσης των κλεφτών από τους υποστηριχτές τους, τις ποιμενικές κυρίως κοινωνίες. Έτσι, ο Κε- χαγιάμπεης του πασά της Πελοποννήσου τον χειμώνα του 1806 «ήρχισε κατά πρώτον από τους γιατάκηδες, οπού τους έκρυπτον και τους ετροφοδοτούσαν και επαλούκωσαν τοιούτους υπέρ τους τριάκοντα και τότε εχύθη ο τρόμος προς άπαντας».[49] Λίγους μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1807, ο Μουχτάρ πασάς ενημερώνει τον πατέρα του ότι έχει εντοπίσει γιατάκι (:λημέρι) των κλεφτών στον Πλάτανο Κραβάρων, σε υψόμετρο 860 μ., οι κάτοικοι του οποίου τους προμήθευαν «φυσέκια και ψωμί».[50]

Το άξενο, χιονισμένο βουνό δεν μπορούσε να είναι καταφύγιο, ιδιαίτερα όταν τα ορεινά χωριά, τα οποία εκόντα-άκοντα τους παρείχαν τροφή, είχαν πλέον μεταστραφεί, είχαν γίνει εχθρικά. «Χιόνι έτρωγαν, χιόνι έπιναν και τη φωτιά βαστούσαν» διηγείται ένα δημοτικό τραγούδι που μιλά για τον διωγμό του Νικοτσάρα, [51] θέτοντας τα δύο κύρια προβλήματα που είχαν να επιλύσουν οι κλέφτες: τη διατροφή και τη διαμονή.

Ο Θ. Κολοκοτρώνης, που βιωματικά διηγείται τον διωγμό των κλεφτών της Πελοποννήσου, αποτυπώνει το αίσθημα αποκλεισμού: «και τα βουνά ήταν γεμάτα χιόνια και δεν ειμπορούσαμε να πάμε» λέει σε ένα σημείο, «επήγαμεν εις τα Κοντοβούνια διά ψωμί και έπειτα επήγαμεν εις ένα βουνό να λημεριάσωμεν» λίγο μετά. [52] Αλλά και ο γραμματικός του, ο Μιχαήλ Οικονόμου, σημειώνει ότι οι Τούρκοι επέλεξαν τον χειμώνα για να ξεκινήσουν την καταδίωξη των κλεφτών «των χωρίων ερήμων σχεδόν όντων, διότι οι ορεινοί και οι ποιμένες διέτριβον τότε εις τα παραχειμάσια, αι δίοδοι και χιονοσκεπείς ούσαι, κατείχοντο από τα περιπολίας και τους διώκτας των, ως και τα κατοίκους τινας έχοντα χωρία, οι δε φίλοι των απέφευγον αυτούς αποκρυπτόμενοι, εστερούντο δε τροφών και πέδιλων (τσαρουχίων) και πολεμοφοδίων».[53]

Λύση ανάγκης για το κλέφτικο λημέρι αποτελούσαν οι σπηλιές. Ο πρόκριτος λ.χ. του Άγιου Πέτρου Κυνουρίας Αναγνώστης Κοντάκης σημειώνει στα απομνημονεύματά του ότι μετά την κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Τούρκους ο Αντωνάκης, γνωστός κλέφτης της εποχής, «είχεν οχυρωμένα πολλά σπήλαια» προς χρήση σε περίπτωση ανάγκης. [54] Ανάγκης κατά κυριολεξία. Το καλοκαίρι, του 1929, ο δεινός μελετητής των βουνών της Ρούμελης Δημήτριος Λουκόπουλος πραγματοποιεί ένα παλαβό του όνειρο και φτάνει, με τη βοήθεια ποιμένων στη διάσημη σπηλιά του Κατσαντώνη στα Άγραφα, απέναντι, από τη Φούρκα, όπου και ο φημισμένος κλέφτης συνελήφθη, όντας βαριά άρρωστος. Εκεί ο Λουκόπουλος βρέθηκε μπροστά σε μια σχισμή στον βράχο – ριζόσπηλο την αποκαλεί – όπου δεν επαρκούσε να σταθεί όρθιος, ίσα-ίσα που χώραγε να ξαπλώσει αυτός και οι δύο συνοδοί του, με το κεφάλι προς τα μέσα και τα πόδια προς τα έξω.[55]

 

Η πρόσληψη

 

Οι κλέφτες λοιπόν βιώνουν τη διπλή αυτή φύση του βουνού: ως καταφύγιου ελευθερίας και ως παγίδας θανάτου. Από την άλλη πλευρά, η πρόσληψη του βουνού από εκείνους που παρατηρούν τη ζωή και τη δράση των κλεφτών παρουσιάζει σημαντικές διαφορές ανάλογα με το πρόσωπο που κάθε φορά μιλάει.

Ο Σπυρίδων Τρικούπης, για παράδειγμα, στο άτεχνο, ρομαντικό, ποίημά του Ο Δήμος, που πρωτοεξέδωσε στο Παρίσι τον Νοέμβριο του 1821, στον νεκρικό αποχαιρετισμό του κλέφτη ήρωά του, του αποδίδει την άποψη:

 

Και πάντα δούλων έλεγε ταις Χώραις άξιους τόπους,

Λαγγάδια, Ράχαις κι Ερημιαίς για ’λεύθερους ανθρώπους.[56]

 

Στον αντίποδα, για τον Ρήγα Βελεστινλή το βουνό είναι πλήρως απαξιωμένο.[57] Χώρος κατάλληλος για θηρία και όχι για ανθρώπους, τόπος εξορίας μάλλον, που πρέπει οι άξιοι αγωνιστές να τον εγκαταλείψουν τάχιστα, μεταφέροντας την πολεμική δράση τους στις πόλεις.

 

Ως πότε παλικάρια, να ζούμε στα στενά, μονάχοι σα λεοντάρια, στες ράχες, στα βουνά;

Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπωμεν κλαδιά, να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;

 

σαλπίζει στους πρώτους κιόλας στίχους του «Θούριού» του.[58]

Στον «Ύμνο Πατριωτικό» η ανυποληψία του βουνού και της πολεμικής δράσης σε αυτό είναι ακόμη πιο έντονη:[59]

 

Αν περπατείς μες στα βουνά,

κι έχεις συντρόφους τα κλαδιά,

κανείς δε σε στιμάρει, πως να ’σαι παλικάρι.

Και παρακάτω:

Ως πότε, άνδρες ξακουστοί,

να είστε πάντα σφαλιστοί;

Σ’ ερήμους και στα δάση,

κανείς δεν σας τρομάσει.

 

Το μήνυμα είναι σαφές. Εκείνοι που έχουν βγει στο βουνό είναι γενναίοι αγωνιστές της ελευθερίας, αλλά ο αγώνας, όσο παραμένει εκεί, δεν συνιστά αληθινό κίνδυνο για τους Οθωμανούς, είναι μάταιος και ανυπόληπτος.

Αν όμως το βουνό ήταν τόπος άγριος και εχθρικός, οι κλέφτες που ζούσαν σε αυτόν δεν θα μπορούσαν να μείνουν ανεπηρέαστοι. Ο λόγιος και γραμματικός του Καραϊσκάκη για παράδειγμα, ο Γεώργιος Γαζής, είναι απόλυτος στις κρίσεις του όταν μιλάει για τις ομάδες κλεφτών που κλείστηκαν στο Μεσολόγγι:

 

«κατέφυγον πολλά θηρία ορεσικώεντα του Ομήρου, ήγουν άνθρωποι λησταί και κλέπται και κακούργοι, οίτινες έζων έως της Επαναστάσεως ως άγρια θηρία εις τα σπήλαια και δάση της Στερεάς Ελλάδος […] ποτέ δεν είχον ιδεί πόλιν, ούτε εις εκκλησίαν επήγαν, ούτε λειτουργίαν ήκουσαν, ούτε εξομολόγησιν και μετάληψιν εγίνωσκον, ούτε ανθρωπισμόν διόλου».

 

Εντούτοις, ο Γαζής τους αναγνωρίζει κάποιες ιδιαίτερες σωματικές ικανότητες, που προσιδιάζουν όμως μάλλον σε άγρια ζώα και είναι αποτέλεσμα του τρόπου ζωής και της διατροφής στο βουνό. Σημειώνει έτσι ότι ένας από τους έγκλειστους στο Μεσολόγγι κλέφτες «τόσον καθαρά έβλεπεν εις το βαθύ σκότος της νυκτός, ώστε έβλεπε τους Τούρκους έξωθεν Μεσολογγίου περιπατούντας […] και έρριπτε με το ντουφέκι και τους εφόνευε»· όταν λοιπόν τον ρώτησαν πώς τα καταφέρνει, είπε ότι «ποτά πνευματώδη (σπίρτα δηλ. ρώμην, ρακί κλπ.) και ψωμί αλατισμένον σπανίως έχει φάγει εις την ζωήν του».[60]

Ο Γαζής, όπως είδαμε στο παραπάνω απόσπασμα, ανάμεσα στα άλλα προσάπτει, στους κλέφτες ότι είχαν μηδαμινή σχέση με τη θρησκεία και τις αρχές τις χριστιανικής πίστης. Ο κλέφτης που, στο δημοτικό τραγούδι, προτρέπει τους συμπολεμιστές του

 

βάλτε φωτιά στην εκκλησιά, κάψτε τους Τούρκους μέσα,

χίλια φλωριά να τη χρωστώ, καινούργια να τη φτιάξω

 

απεικονίζει την αίσθηση και τη γνώση των συγχρόνων του ότι το όποιο θρησκευτικό συναίσθημα των κλεφτών είναι πολύ μπρούτο, ανεπεξέργαστο. [61] Η αιτιολογία απλή: οι ορεσίβιοι έχουν δικούς τους κανόνες. [62] Ο τρόπος που κατανοούσε ο αγροτικός πληθυσμός τους άλλους αυτούς κανόνες αποτυπώνεται γλαφυρά σε χειρόγραφο με θαύματα της Παναγίας της Προυσιώτισσας. Εκεί, οι κλέφτες παρουσιάζονται να δίνουν την ακόλουθη απάντηση σε αιχμάλωτό τους, όταν αυτός ζητά το έλεος τους επικαλούμενος την αγάπη του Χριστού και της Παναγίας:

 

«ημείς Χριστόν και Παναγίαν εδώ εις τα βουνά δεν ηξεύρομεν, μόνον φέρε την εξαγοράν τα οκτακόσια γρόσια, διά να γλυτώσης τη ζωήν σου, διότι ημείς έχομεν όρκον, και χωρίς γρόσια τον σκλάβον δεν απολύομεν».[63]

 

Οι άνθρωποι του βουνού συνεπώς είναι γυμνασμένοι στο σώμα, γενναίοι στην ψυχή και ικανοί στην πολεμική τέχνη, γίνονται όμως αντικείμενο περιφρόνησης από τους ανθρώπους της πόλης, αφού θεωρούνται αμόρφωτοι, αστοιχείωτοι. Η καυστική, ειρωνική κρίση που επιφυλάσσει ο Αδαμάντιος Κοραής για τον πιο διάσημο από τους κλέφτες, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, αποδίδει, νομίζω, μια συλλογική αντίληψη για το θέμα: «Ο ταλαίπωρος Κολοκοτρώνης, λόγιος και ούτος τα πολεμικά, είναι παλληκαράς βουνήσιος· και το λογικόν του δεν φτάνει μακρότερον του σπαθιού του».[64]

Αν οι κλέφτες όμως ως βουνίσιοι έφεραν το στίγμα ότι ήταν αδροί στη συμπεριφορά και ακατέργαστοι στο μυαλό, οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών χρεώθηκαν, από μέρος τουλάχιστον των νεότερων μελετητών, έμφυτη ροπή προς τη ληστεία. Η αυξημένη παρουσία ληστών στα ορεινά θεωρήθηκε κάτι σαν τοπικό φυσικό χαρακτηριστικό, αφού, όπως έγραφε ένας μελετητής του κλεφταρματολισμού, εκεί τη ληστεία «την γεννάει ο τόπος». Στις σχηματικές, απλοϊκές προσεγγίσεις του τύπου αυτού, οι ορεινοί πληθυσμοί θεωρήθηκε ότι κατέφυγαν μαζικά στη ληστεία επειδή ήταν φύσει ανυπότακτοι, καταπιέζονταν από τους δυσβάστακτους φόρους που επέβαλλαν οι Τούρκοι και έτρεφαν ισχυρά αισθήματα εκδίκησης. Ας σημειωθεί ότι η τεκμηριωτική πενία και η εξηγητική αδυναμία των σχημάτων αυτών δεν τα εμπόδισε να κυριαρχήσουν στον δημόσιο λόγο και να εδραιωθούν στη σχολική ιστορία.[65]

Ακόμη όμως και στις θεωρήσεις αυτές το βουνό και κατ’ επέκταση και οι άνθρωποί του αντιμετωπίζονταν με κάποιο θαυμασμό, ενώ η κλεφτουριά, με τη θορυβώδη παρουσία της και τα πολεμικά της κατορθώματα, δοξάζει και ζωντανεύει το βουνό· αποτελεί το πιο όμορφο στολίδι του.

Ένα ανώνυμο ποίημα, ενδεχομένως λόγιας προέλευσης, που ακολουθεί τη φόρμα του δημοτικού τραγουδιού, με αφορμή την επίθεση του Ανδρούτσου, πατέρα του Οδυσσέα, στη Λιβαδειά το 1786,[66] συνιστά ένα ωραίο σχόλιο για τις σχέσεις βουνού-κάμπου, και εκφράζει με ανάγλυφο τρόπο πώς κατανοούνταν η σχέση των κλεφτών με τα βουνά.[67] Οι τελευταίοι ιδιαίτερα στίχοι του ποιήματος δημιουργούν μια αυθεντική ποιητική εικόνα εξαιρετικής δύναμης και ομορφιάς:

 

Κλαίνε τα μαύρα τα βουνά, παρηγοριά δεν έχουν,

δεν κλαίνε για το ψήλωμα, δεν κλαίνε για τα χιόνια,

η κλεφτουριά τ’ αρνήθηκε και ροβολάει στους κάμπους.

Η Γκιώνα λέγ’ της Λιάκουρας κι η Λιάκουρα της Γκιώνας.

«Βουνί μ’ πούσαι ψηλότερα και πιο ψηλ’ αγναντεύεις

πού νάνε, τι να γίνηκαν οι κλέφταις Ανδριτζαίοι;

Σαν πού να ψένουν τα σφαχτά, να ρίχνουν στο σημάδι;

Σαν ποια βουνά στολίζουνε με τούρκικα κεφάλια;»

«Τι να σου πω μωρέ βουνί, τι να σου πω βουνάκι,

Τη λεβεντιά τη χαίρονται οι ψωριασμένοι κάμποι.

Στους κάμπους ψένουν τα σφαχτά και ρίχνουν το σημάδι,

τους κάμπους τους στολίζουνε με τούρκικα κεφάλια.»

Κ’ η Λιάκουρα σαν τ’ άκουσε βαριά της κακοφάνη.

Τηράει ζερβά, τηράει δεξά, τηράει κατά τη Σκάλα.

«Βρε κάμπε αρρωστιάρικε, βρε κάμπε μαραζάρη,

με τη δική μου λεβεντειά να στολιστής γυρεύεις;

Για βγάλλε τα στολίδια μου, δόμου τη λεβεντειά μου,

μη λυώσ’ ούλα τα χιόνια μου και θάλασσα σε κάμω».

 

Η περηφάνια λοιπόν των ορεσίβιων για το βουνό, για τον τόπο τους, συνδυάζεται από τη μεριά τους με απέχθεια για τον κάμπο και αποτελεί μια απάντηση στην αφ’ υψηλού αντιμετώπισή τους από τους κατοίκους των πόλεων. [68] Η φράση «εγεννήθηκα εις ένα βουνό εις ένα δένδρο αποκάτω», με την οποία διαλέγει να ξεκινήσει ο Γέρος του Μοριά την περίφημη διήγησή του στον Γεώργιο Τερτσέτη, εγγράφεται βέβαια σε μια μακρά παράδοση που θέλει τους ήρωες να παλεύουν από γεννησιμιού τους με τα στοιχειά της φύσης, [69] αλλά είναι και μια διακηρυκτική δήλωση περηφάνιας για τη βιωματική του σχέση με το βουνό, που εκφράζει τους κατοίκους του ορεινού χώρου.[70] Μια σχέση που τελειώνει μόνο με τον θάνατο. Αυτήν αποδίδει και ο λαϊκός ποιητής που βάζει στο στόμα του ετοιμοθάνατου κλέφτη ως τελευταία του λόγια:

 

Έχετε γεια ψηλά βουνά και δροσερές βρυσούλες

και σεις Τζουμέρκα κι Άγραφα παλικαριών λημέρια.[71]

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Για τις σχετικές απόψεις, βλ. A. Vacalopoulos, «La retraite des populations grecques vers des régions éloignées et montagneuses pendant la domination turque», Balkan Studies, 4 (1963), 265-276 (και σε ελληνική μετάφραση Α. Βακαλόπουλος, Καίρια θέματα της ιστορίας μας, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 117-135). Κριτικό προβληματισμό επί του θέματος, βλ. στο Β. Παναγιωτόπουλος, «Η “αποχώρηση” πληθυσμών από την πεδιάδα στο βουνό στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ένας εξηγηματικός μύθος σύνθετων δημογραφικών φαινομένων», Πρακτικά Συνεδρίου: Ο αγροτικός κόσμος στον Μεσογειακό χώρο, Αθήνα 1988, σ. 203-205.

[2] Εμβληματική μορφή εδώ είναι ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ο οποίος με το συγγραφικό έργο του στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα όχι μόνο επιτρέπει στο ελληνικό κοινό να ανακαλύψει τον Μακρυγιάννη, τον Κασομούλη και άλλους αγωνιστές – αφηγητές της Επανάστασης που το έργο τους είχε παραμείνει άγνωστο, αλλά στρατεύεται στην εξύμνηση της κλεφτουριάς – και ξεχωριστά βέβαια των Ρουμελιωτών. Ο αδρός και παθιασμένος λόγος του κατάφερε να αποκτήσει μεγάλη διάδοση και αποδοχή. Η εκλαïκευση μάλιστα και η μπρούτα γραφή του Βλαχογιάννη συγκινεί ακόμη και τους υπεύθυνους των Πολιτικών και Λογοτεχνικών Εκδόσεων του ΚΚΕ, που εκδίδουν εκτός Ελλάδας, το 1968, με τον τίτλο Μεγάλα χρόνια, ένα τμήμα του έργου του Λόγοι και Αντίλογοι, το οποίο είχε εκδοθεί στην Αθήνα το 1925 και περιλάμβανε ιστορικά αφηγήματα για τους κλέφτες και τους Σουλιώτες.

[3] Οι μαρτυρίες της εποχής, κάποιες μάλιστα από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές, συμφωνούν στην ιδιότυπη αυτή εναλλαγή ρόλων, παρ’ όλο που δεν συμπίπτουν στη συμβολή εκάστου των εμπλεκόμενων. Ο Νικ. Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων, επιμέλεια Γ. Βλαχογιάννης, τ. 1, Αθήνα 1939, σ. 1-18, που επιχειρεί μια γενεαλογία των κλεφτών και αρματολών, υποστηρίζει ότι οι δύο όροι είναι πρακτικά ταυτόσημοι. Μια αναπαράσταση του κόσμου αυτού των εναλλασσόμενων ρόλων μέσα από ένα παράδειγμα βλ. στη μελέτη του Σπ. I. Ασδραχά, «Η μικρή ιστορία του Χρήστου Μιλιόνη, 1753», στον τόμο Βίωση και καταγραφή τον οικονομικού. Η μαρτυρία της απομνημόνευσης, εκδοτική φροντίδα Ευτυχία Λιάτα, Άννα Ματθαίου, Πόπη Πολέμη, Αθήνα 2007, σ. 75-104.

[4] Στο επίπεδο της γραφής η διάκριση από τους κοινούς ληστές δηλώνεται με τη χρήση του κεφαλαίου Κ για τους κλέφτες της προεπαναστατικής περιόδου· βλ. Στ. Δαμιανάκος, «Από τον ορεσίβιο κλέφτη στον ρεμπέτη των αστικών κέντρων: κοινωνική αμφισβήτηση και συνέχεια των λαϊκών παρανομιών στην Ελλάδα», στο Ήθος και πολιτισμός των επικίνδυνων τάξεων στην Ελλάδα, Αθήνα 2005, σ. 102.

[5] Βλ. Απ. Δασκαλάκης, Ιστορία της ελληνικής χωροφυλακής χρονικής περιόδου 1936- 1950, τ. 1, Αθήνα 1973, σ. 26-29 (το απόσπασμα στη σ. 26).

[6] Οι θέσεις του Απ. Δασκαλάκη δεν ήταν καινοφανείς. Για παράδειγμα, το 1931, και ακολούθως το 1960, εκδίδεται από έναν συντηρητικών πεποιθήσεων συγγραφέα, τον Νικόλαο Κτενιάδη, μια ιστορία της χωροφυλακής. Το έργο προλογίζει με ενθουσιασμό ο ακαδημαϊκός Διονύσιος Κόκκινος. Το εισαγωγικό του κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στους κλέφτες: «άνδρες αγέρωχοι και γενναίοι που δεν μπορούσαν να ανεχθούν τον τουρκικόν ζυγόν, εγκατέλειψαν τα χωριά των και έστησαν τις αετοφωλιές των εις τις απρόσιτες κορυφές των ελληνικών βουνών… Τους γενναίους εκείνους προμάχους της ελληνικής ελευθερίας ο λαός ωνόμασε “κλέφτες” διότι κατέβαιναν εις τα πεδινά και ελήστευαν τους Τούρκους μπέηδες και αγάδες, εκδικούμενοι διά τας διαρπαγάς των ελληνικών περιουσιών». Βλ. Νικ. Κτενιάδης, Ελληνική Χωροφυλακή. Ιστορικοί σελίδες, τ. 1, Αθήνα Τ960, σ. 13-18.

[7] Μια περιδιάβαση στην πρόσληψη του βουνού από την αρχαιότητα ώς τα πνευματικά και καλλιτεχνικά κινήματα του 20ού αιώνα βλ. στις μελέτες: Walter Kirchner, «Mind, mountain and history», Journal of the History of Ideas, 11, τχ. 4 (1950), 412-447, και Simon Schama, Landscape and Memory, επανέκδοση, Λονδίνο 1996, σ. 385-447. Για τις πολλαπλές χρήσεις του βουνού στην κλασική αρχαιότητα, βλ. R. Buxton, «Imaginary Greek mountains», The Journal of Hellenic Studies, 112 (1992), 1-15.

[8] Για την ανάπτυξη της «ληστρικής» λογοτεχνίας, βλ. Χρ. Δερμετζόπουλος, Το ληστρικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα. Μύθοι – παραστάσεις – ιδεολογία, Αθήνα 1997, και Γ. Παπαθεοδώρου, «Ανατομία του εγκλήματος», Εισαγωγή στην επανέκδοση του μυθιστορήματος Βιογραφία τον κακούργου Ν. Πετιμεζά, Τον εν Πάτραις καρατομηθέντος την 14η Αύγουστον 1882, επιμ. Κατερίνα Δέδε – Δημήτρης Δημητρόπουλος, Πάτρα 2014, σ. VIΙ-ΧΧΙ. Έναν κατάλογο των «ληστρικών» μυθιστορημάτων βλ. στο Χρ. Δερμετζόπουλος, ό.π., σ. 265-267 και μια συλλογή διηγημάτων σε επανέκδοση βλ. στον τόμο Ιστορίες ληστών από την ελληνική λογοτεχνία, επιλογή Γ. Σολδάτος, Αθήνα 1994. Μια ένδειξη της διάδοσης των λογοτεχνημάτων αυτών ήταν οι διαδοχικές επανεκδόσεις που πραγματοποιούσαν. Η βιογραφία του Ν. Πετιμεζά, λ.χ., γνώρισε τουλάχιστον τρεις εκδόσεις, στην Αθήνα και στην Πάτρα το 1883 και στην Αθήνα το 1891.

[9] Για τη σχέση λογοτεχνών όπως ο Γ. Δροσίνης, ο Αργ. Εφταλιώτης, ο I. Πολέμης και ο Κ. Κρυστάλλης με τη λαογραφία και την ηθογραφία, βλ. πρόχειρα Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα 92000, σ. 463-492.

[10] Μια αναλυτική υπεράσπιση του βιβλίου από τον χώρο των εκπαιδευτικών, όπου μέσα από την ανασκευή των κατηγοριών καταγράφονται και στοιχεία για τις απόψεις των κατηγόρων του, βλ. στο Κ. Δ. Σωτηρίου, Τα Ψηλά Βουνά. Απάντηση στψ επιτροπή, Αθήνα 1923.

[11] Η λέξη «βουνό» σηματοδότησε την ένοπλη αντιστασιακή δράση στην περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου, γι’ αυτό και χρησιμοποιήθηκε συχνά στις μαρτυρίες που εξέδωσαν αγωνιστές. Βλ. ενδεικτικά: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Τα Βουνά, Πολιτικές και Λογοτεχνικές εκδόσεις, χ.τ., 1963· Νικηφόρος, Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης, τ. Α’-Γ’, Αθήνα 1965· Γιώργος Κοτζιούλας, Θέατρο στα βουνά, Αθήνα 1980· Λουκάς Κουσούλας, Το βουνό, Αθήνα 1982· Θανάσης Κόκκας, 1108 μέρες στα βουνά της Ρούμελης, Αθήνα 1988· Σπόρος Μελετζής, Με τους αντάρτες στα βουνά, Αθήνα 2002· Παύλος Καρτέρης, Αναμνήσεις από το βουνό, Ιούνης 1947- Μάης 1949, Αθήνα 2003· Γρηγόρης Πλάτανος, Με τους αντάρτες στα βουνά της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας (1946-1949), Αθήνα 2004· Γερμανός Δημάκος, Στο βουνό με το σταυρό κοντά στον Αρη, Λάρισα 2005· Νίκος Κυτόπουλος, Ιστορίες του βουνού, Αθήνα 2007· Βασίλης Αποστολόπουλος, Επί ξυρού ακμής. Ένας «κομμένος» αντάρτης του ΔΣΕ στα βουνά της Ρούμελης, Αθήνα 2009, κ.ά.

[12] Βλ. Τάσος Βουρνάς, Αρματολοί και Κλέφτες. Χρονικό της τιμής και της παλληκαριάς, χ.τ., 1962, σ. 9. Η εύκολη αυτή αναγωγή, καθώς θεωρήθηκε προνομιακό ιδεολογικό όπλο της κομμουνιστικής αριστεράς, γίνεται προσπάθεια να εμφυσηθεί και στα παιδιά από τη σχολική ηλικία. Στο αναγνωστικό, λ.χ., της Τρίτης Δημοτικού που εκδόθηκε το 1967 από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις υπάρχουν αρκετές σελίδες αφιερωμένες στους κλέφτες, με περιεχόμενο όπως το ακόλουθο: «Βγήκαν λοιπόν στα βουνά τα αποφασιστικά αυτά παλικάρια [οι κλέφτες], για να εκδικηθούν τους Τούρκους τυράννους και τους Έλληνες συνεργάτες των Τούρκων, τους κοτζαμπάσηδες» (σ. 133).

[13] Βλ. Λέων. Λουλούδης, «Από το “τραγικό” στο “μαγικό” βουνό. “Υπερτοπικές” συνέργειες επιβίωσης της ορεινής κοινωνίας», Γεωγραφίες, 5 (2003), 36-40. Μια εξαιρετική αφήγηση της ζωής στον ορεινό χώρο στη μετεμφυλιακή Ελλάδα βλ. στο Άγγ. Ελεφάντης, Η ιστορία τον παππού μου, Αθήνα 2000.

[14] Βλ. Κ. Ράμφος, Ο Κατσαντώνης. Αι τελευταία ημέραι τον Αλή πασά, επανέκδοση, Αθήνα 1994, σ. 79. Καταγραφή των εκδόσεων του έργου τον 19ο αιώνα (τουλάχιστον εννέα μέχρι το 1900) βλ. στον ηλεκτρονικό κατάλογο των Φίλιππου Ηλιού και Πόπης Πολέμη «Ελληνική βιβλιογραφία του 19ου αιώνα»: http://www.benaki.gr/bibliology/19.htm

[15] Ας σημειώσουμε κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα. Το διάσημο μυθιστόρημα του Edmond About Le Roi des montagnes, Παρίσι 1857 (ελλ. έκδοση: Ο βασιλεύς των ορέων, μετάφραση Ανδρ. Φραγκιάς, Αθήνα 1982), δίνει μια φανταστική φιγούρα ληστή-βασιλιά (του ήρωά του Χατζησταύρου), κυριαρχείται από στερεότυπα που κυκλοφορούσαν στην Ευρώπη για τους ληστές στην Ελλάδα, δεν έχει όμως περιγραφές των ελληνικών βουνών ή της ζωής των ληστών σε αυτά. Στο έργο του νεαρού Δημ. Παπαρρηγόπουλου Σκέψεις ενός ληστού ή Καταδίκη της κοινωνίας, Αθήνα 1861, που με μορφή επιστολής καταγγέλλεται η κοινωνία και ο σύγχρονος πολιτισμός, τα βουνά δεν υπάρχουν παρά μόνον ως αναφορά ότι ζει εκεί ελεύθερος ο ληστής που πρωταγωνιστεί («Αναπνέων τον καθαρόν αέρα των ορέων και μη κύπτων τον αυχένα εις ουδένα είμαι ίσως ο ευτυχέστερος των ανθρώπων. […] Ήδη δε πτηνόν ελεύθερον έχω κατοικίαν τα όρη και τους βράχους· δεν φοβούμαι ασθενείας, τα δε μίση των ανθρώπων δεν φθάνουσι μέχρις εμού» [σ. 6]). Ένα ακόμη παράδειγμα είναι το πρωτόλειο μυθιστόρημα του Κων. Θεοτόκη Η ζωή στο βουνό, που εκδίδεται το 1895 στα γαλλικά στο Παρίσι (ελλ. μετάφραση Γ. Ξενάριος, Αθήνα 1999). Το βουνό δεν εντάσσεται σχεδόν καθόλου στη λογική του συγγραφέα, αφού άλλωστε και ο ίδιος το αγνοεί. Δεν υπάρχουν περιγραφές του βουνού ή των συνθηκών ζωής σε αυτό, μόνο αναφορά στα όρη ως καταφύγιο των ληστών.

[16] Η ανάδειξη των «κοινωνικών ληστών» και της σχέσης τους με την εξέγερση προτάθηκε από τον Έρικ Χόμπσμπαουμ και άλλους ιστορικούς· βλ. Έ. Χόμπσμπαουμ, Οι ληστές, μετάφραση Φαίδρα Ζαμπαθά-Παγουλάτου, Αθήνα 1975 (και πρόσφατη νέα έκδοση σε μετάφραση Ν. Κούρκουλου, Αθήνα 2010). Για το θέμα, βλ. την ενδιαφέρουσα συζήτηση Dimension de la révolte primitive en Europe Central et Oriental στην περιοδική έκδοση Questions et Débats sur I’Europe Central et Oriental, 4 (1985), 85-134.

[17] Για το σχήμα ένταξης των κλεφτών στους «πρωτόγονους της εξέγερσης», βλ. Σπ. I. Ασδραχάς, «Από τη συγκρότηση του αρματολισμού (ένα ακαρνανικό παράδειγμα)», Ελληνική κοινωνία και οικονομία, ιη’-ιθ’ at., Αθήνα 1982, σ. 231-252, 374-380· του ίδιου, «Οι “πρωτόγονοι της εξέγερσης”», στον τόμο Σχόλια, Αθήνα 1993, σ. 173-186. Βλ. επίσης Ν. Κοταρίδης, Παραδοσιακή επανάσταση και Εικοσιένα, Αθήνα 1993, σ. 9-11,92-97.

[18] Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία ήτοι λόγος περί ελευθερίας, επιμέλεια Γ. Βαλέτας, Αθήνα 41982, σ. 210. Βλ. και όσα αναφέρει ο Αλέξης Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, Αθήνα 1981, σ. ιζ’.

[19] Βλ. I. Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας, Ναύπλιο 1834, σ.ι’.

[20] Αμβρ. Φραντζής, Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, τ. 1, Αθήνα 1839, σ. 3.

[21] Βλ. Φ. Χρυσανθόπουλος, Απομνημονεύματα περί της ελληνικής επαναστάσεως, εκδ. Στ. Ανδρόπουλος, τ. 1, Αθήνα 1899, σ. 27.

[22] Βλ. Νικ. Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά, ό.π., τ. 1, σ. 3.

[23] Βλ. Δ. Αινιάν, Απομνημονεύματα, στη σειρά «Απομνημονεύματα Αγωνιστών του ’21», έκδ. Γ. Τσουκαλά, Αθήνα χ.χ., σ. 15-18.

[24] Βλ. Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, Αθήνα 1964, σ. 397 σημ. (α’ έκδ., Βιβλίο Γ’, κεφ. Ε’).

[25] Για τον συσχετισμό της πάλας και της πέννας, βλ. Αλκής Αγγέλου, Οι λόγιοι και ο Αγώνας, Αθήνα 1971, σ. 13-14, 119, όπου και η προέλευση της φράσης.

[26] Βλ. Κων. Κούμας, Ιστορία των ανθρωπίνων πράξεων, τ. 12, Βιέννη 1832, ανατύπωση Αθήνα 1998, σ. 541-544· πβ. Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, ό.π., σ. 149-151.

[27] Βλ. Καν. Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, τ. 1, επανέκδοση, Αθήνα 2005 (α’ έκδ. Αθήνα 1854), σ. 41-46· Παν. Παπατσώνης, Απομνημονεύματα από των χρόνων της Τουρκοκρατίας μέχρι της βασιλείας του Γεωργίου Α, ανατύπωση Αθήνα 1993, σ. 35-36.

[28] Βλ. F.-C.-H.-L. Pouqueville, Voyage de la Grèce, τ. 4, Παρίσι 1826, σ. 36-37· πβ. Μ. Γκιόλιας, Ιστορία της Ευρυτανίας στους νεότερους χρόνους (1393-1821), Αθήνα 1999, σ. 221-222. Για τις απόψεις του Φωριέλ, βλ. Cl. Fauriel, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, τ. Α’: Η έκδοση τον 1824-1825, εκδοτική επιμέλεια Αλ. Πολίτης, Ηράκλειο 1999, σ. 37-38.

[29] Βλ. Γ. Λάιος, «Περιγραφή βορείου Αλβανίας και Ηπείρου από τον Γ. Δημητρίου εξ Αργυροκάστρου, 1783», Ηπειρωτική Εστία, 5 (1956), 651· πβ. Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, ό.π., σ. 148.

[30] Βλ. Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 397 σημ. (α’ έκδ., Βιβλίο Γ’, κεφ. Ε’)· πβ. Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, ό.π., σ. ιη’. Η ρομαντική εικόνα που έχει ο Φωριέλ είναι διαφορετική· βλ. Cl. Fauriel, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, τ. Α’, ό.π., σ. 41-49.

[31] Για τα κλέφτικα δημοτικά τραγούδια, την προέλευση, τη χρονολόγηση, τη νοηματοδότηση και τη νόθευσή τους, βλ. Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι, Ηράκλειο 2010, σ. 92-104, 168-184, 269-276, όπου ανασκευάζονται και παλαιότερες απόψεις του συγγραφέα. Βλ. επίσης Σπ. I. Ασδραχάς, Ιστορικά απεικάσματα, Αθήνα 1995, σ. 201-216.

[32] Βλ. Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, ό.π., σ. 101.

[33] Βλ. Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία, ό.π., σ. 210-211.

[34] Βλ. Νικ. Πολίτης, Εκλογαί από τα τραγούδια τον ελληνικού λαού, Αθήνα 1914, σ. 42.

[35] Βλ. Κων. Κούμας Ιστορία των ανθρωπίνων πράξεων, τ. 12, ό.π., σ. 541 (πβ. Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, ό.π., σ. 149)· Καν. Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα:, τ. 1, ό.π., σ. 34.

[36] Βλ. λόγου χάρη τα μοναστήρια που διηγείται ότι χρησιμοποιούσε ως κλέφτης ο Θ. Κολοκοτρώνης· Θ. Κ. Κολοκοτρώνης, Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836, επιμέλεια Τ. Γριτσόπουλου, φωτομηχ. ανατύπωση, Αθήνα 1981 (α’ εκδ. Αθήνα 1846), σ. 16-17, 19, 22, 24 κλπ. Ο Cl. Fauriel, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, τ. Α’, ό.π., σ. 40, σημειώνει εντούτοις ότι υπήρχε άσβεστο μίσος μεταξύ καλόγηρων και κλεφτών, γι’ αυτό και οι πρώτοι, όταν μπορούσαν, τους παρέδιδαν στις οθωμανικές αρχές.

[37] Βλ. Κολοκοτρώνης, Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής, ό.π., σ. 10-12, Καν. Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, τ. 1, ό.π., σ. 34.

[38] Βλ. Δ. Λουκόπουλος, Στα βουνά τον Κατσαντώνη, χ.τ., χχ. [αρχές δεκαετίας 1930], σ. 175.

[39] Βλ. Σπ. Λάμπρος, «Ενθυμήσεων ήτοι χρονικών σημειωμάτων Συλλογή πρώτη», Νέος Ελληνομνήμων, 7 (1910), 205-206: σύμφωνα με την έκδοση του Απ. Βακαλόπουλου, «Ο αρματολός Μεϊντάνης (τέλη Που αι.)», Ελληνικά, 13 (1954), 163.

[40] Βλ. Βασίλης Παναγιωτόπουλος, με τη συνεργασία των Δημ. Δημητρόπουλου και Παν. Μιχαηλάρη, Αρχείο Αλή πασά Συλλογής I. Χώτζη Γενναδείον Βιβλιοθήκης της Αμερικανικής Σχολής Αθηνών, τ. 1, Αθήνα 2007, σ. 311-312, έγγρ. 170, 19/9/1802, και σ. 312-314, έγγρ. 171,3/9/1802.

[41] Αρχείο Αλή πασά, τ. 1, σ. 289-290, έγγρ. 155, 4/4/1802.

[42] Αρχείο Αλή πασά, τ. 1, σ. 429-430, έγγρ. 230, 10/5/1804.

[43] Αρχείο Αλή πασά, τ. 1, σ. 570-571, έγγρ. 309, 11/5/1807.

[44] Αρχείο Αλή πασά, τ. 2, Αθήνα 2007, σ. 35-40, έγγρ. 454 και 455, 9/4/1809.

[45] Αρχείο Αλή πασά, τ. 1, σ. 727-728, έγγρ. 381, 10/4/1808.

[46] Βλ. σχετικά Αλ. Πολίτης, «Ληστεία, κοινωνικά πλεονάσματα, κτηνοτροφία. Υποθέσεις για το πλέγμα που τις συνδέει, 18ος-19ος αι.», Νέα Εστία, τχ. 1857 (Μάρτιος 2013), 97-115. Για τη διαπλοκή ληστείας και κτηνοτροφίας μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, βλ. Γιάννης Κολιόπουλος, Ληστές. Η Κεντρική Ελλάδα στα μέσα τον 19ον αιώνα, ανατύπωση, Αθήνα 1989, σ. 245-255· Μ. Γκιόλιας, Παραδοσιακό δίκαιο και οικονομία τον τσελιγκάτον, Αθήνα 2004, σ. 465-516· Στ. Δαμιανάκος, «Ακαδημαϊκή λαογραφία και αγροτική κοινωνία. Μια χαρακτηριστική περίπτωση: Η μυθοποιία του κλέφτικου», στο Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, Αθήνα 1987, σ. 55. Ήδη στα χρόνια της Αντιβασιλείας, στις πρώτες εκθέσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος της ληστείας, επισημαίνεται ότι οι νομάδες κτηνοτρόφοι ήταν φυσικοί σύμμαχοι των ληστών και ορκισμένοι εχθροί της Κυβέρνησης και του αγροτικού πληθυσμού· βλ. Γ. Κολιόπουλος, Ληστές, ό.π., σ. 11. Μαρτυρίες των ίδιων των ληστών για τις σχέσεις τους με τους κτηνοτρόφους και την εξασφάλιση τροφοδοσίας από αυτούς περιλαμβάνονται στα πρακτικά ανάκρισης που δημοσιεύει ο Γ. Κολιόπουλος, ό.π., σ. 290-324.

[47] Ένα δείγμα των πρακτικών αυτών δίνει ο Κασομούλης, Ενθνμήματα στρατιωτικά, τ. 1, ό.π., σ. 414-415· βλ. και Μ. Γκιόλιας, Ιστορία της Ενρντανίας, ό.π., σ. 235-240.

[48] Βλ. Π. Αραβαντινός, Συλλογή δημωδών ασμάτων της Ηπειρον, Αθήνα 1880, σ. 109, πβ. Γκιόλιας, Ιστορία της Ευρντανίας, ό.π., σ. 222.

[49] Βλ. Παν. Παπατσώνης, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 35-36.

[50] Βλ. Αρχείο Αλή πασά, τ. 1, σ. 562-564, έγγρ. 304, 25/2/1807.

[51] Βλ. Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, ό.π., σ. 58 και 59.

[52] Βλ. Κολοκοτρώνης, Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής, ό.π., σ. 19-20.

[53] Βλ. Μιχ. Οικονόμου, Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, Αθήνα 1873, σ. 50.

[54] Βλ. Αναγνώστης Κοντάκης, Απομνημονεύματα, στη σειρά «Απομνημονεύματα Αγωνιστών του ’21», έκδ. Γ. Τσουκαλά, Αθήνα χ.χ., σ. 15.

[55] Βλ. Δ. Λουκόπουλος, Στα βουνά τον Κατσαντώνη, Αθήνα, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, χ.χ. [αρχές δεκαετίας 1930], σ. 198-199.

[56] Βλ. Σπ. Τρικούπης, Ο Δήμος. Ποίημα κλέφτικον, Παρίσι 1821, σ. 9.

[57] Ανάλογα αρνητική διάθεση απέναντι στην ορεινή φύση διαφαίνεται στην αλληλογραφία και προγενέστερων που έζησαν λόγω του μοναχικού σχήματος αναγκαστικά μακριά από τις πόλεις. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ευγένιου Γιαννούλη στα τέλη του του 17 αιώνα· βλ. Σπ. Ασδραχάς, Ιστορικά απεικάσματα, ό.π., σ. 121-124.

[58] Βλ. Ρήγα Βελεστινλή Άπαντα σωζόμενα, επιμ. Πασχ. Κιτρομηλίδης, τ. 5, Αθήνα 2000, σ. 73.

[59] Βλ. Ρήγα Βελεστινλή Απαντα σωζόμενα, τ. 5, ό.π., σ. 150-151.

[60] Βλ. Γ. Γαζής, Λεξικόν της Επαναστάσεως και άλλα έργα, επιμ. Λέανδρ. Βρανούσης, Ιωάννινα 1971, σ. 95· πβ. Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, ό.π., σ. ιζ’. Βλ. επίσης όσα γράφει για την εκγύμναση και τις ικανότητες των κλεφτών ο Fauriel, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, τ. Α’, ό.π., σ. 41-44.

[61] Βλ. Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι, ό.π., σ. 270.

[62] Ο Πελοποννήσιος πολιτικός Σ. Σωτηρόπουλος, που είχε απαχθεί από ληστές, στη διήγηση της αιχμαλωσίας του, αναπαράγει μια συζήτηση, την οποία υποστηρίζει ότι είχε με τον αρχηγό των ληστών. Ο τελευταίος φέρεται να του λέει ότι υπάρχουν «νόμοι» των ληστών που οι ίδιοι τους τηρούν απαρέγκλιτα και είναι άλλοι από εκείνους της κοινωνίας. Ο ίδιος σε υποσημείωση αναφέρει ότι οι νόμοι αυτοί και τα έθιμα ανήκαν κυρίως «εις τους επί Τουρκοκρατίας κλέφτας, οίτινες δεν ήσαν λησταί αλλ’ αντάρται κατά της δυναστείας και των καταπιέσεων των Οθωμανών ως τοιούτοι δεν επέτρεπον εις εαυτούς να γυμνώνοσιν ή να κακοποιώσιν»· βλ. Σ. Σωτηρόπουλος, Τριάκοντα εξ ημερών αιχμαλωσία και σνμβίωσις μετά των ληστών, Αθήνα 21867, σ. 51.

[63] Βλ. Γρ. Νταβαρίνος, Ανδρ. Τσιαπέρας, Ιστορία της εν Ευρυτανία Ιεράς Μονής Προυσού και της εν αυτή θαυματουργού εικόνος Παναγίας της Προυσιωτίσσης, Αθήνα 1957, σ. 51-52· πβ. Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, ό.π., σ. ιγ’.

[64] Απόσπασμα από επιστολή του Αδ. Κοραή προς τον Αλ. Κοντόσταυλο τον Δεκέμβριο του 1831, Αδ. Κοραής, Αλληλογραφία, επιμέλεια Κ. Θ. Δημαράς, τ. 6, Αθήνα 1984, σ. 246-247.

[65] Από το πλήθος των σχετικών αναφορών σημειώνουμε μία χαρακτηριστική που συμπυκνώνει τα στερεότυπα της παραδοσιακής ιστοριογραφίας· βλ. I. Κ. Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες εις τους υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνας 1796-1832, Θεσσαλονίκη 21950, σ. 2-3. Βλ. επίσης Π. Σ. Σπανδωνίδης, Οι κλεφταρματολοίκαι τα τραγούδια τους, Αθήνα [1963], σ. 13-14, 38, όπου ανάμεσα στα συνήθη περί κλεφτών και κάποιες σκέψεις, χωρίς τεκμηρίωση, για τη σχέση των τελευταίων με τη φύση.

[66] Για τον Ανδρούτσο, βλ. πρόχειρα Σπ. I. Ασδραχάς, «Σημείωμα για τον Ανδρούτσο», Νέον Αθήναιον, 1 (1955), 222-239· Δημ. Σταμέλος, Το λιοντάρι της κλεφτουριάς. Ανδρούτσος ο πατέρας τον Οδυσσέα, Αθήνα21984.

[67] Το ποίημα δημοσίευσε ως δημοτικό ο Κ. Σάθας στο περιοδικό Χρυσαλλίς, 4, τχ. 81 (15 Μαïιου 1866), 215. Το αναδημοσιεύει ο Δημ. Σταμέλος, Το λιοντάρι της κλεφτουριάς, ό.π., σ. 37-38. Ευχαριστίες οφείλω στον Αλέξη Πολίτη για τις επισημάνσεις του σχετικά με τη λόγια προέλευση του ποιήματος.

[68] Βλ. επίσης ανάλογα παραδείγματα στο Κοταρίδης, Παραδοσιακή επανάσταση και Εικοσιένα, ό.π., σ. 36-37.

[69] Βλ. Ν. Θεοτοκάς, Μακρυγιάννης, στη σειρά «Οι ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας», Αθήνα 2010, σ. 11-14· Δημ. Δημητρόπουλος, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, στην ίδια σειρά, Αθήνα 2009, σ. 8-10· Διον. Τζάκης, Γεώργιος Καραϊσκάκης, στην ίδια σειρά, Αθήνα 2009, σ. 11-16.

[70] Βλ. Κολοκοτρώνης, Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής, ό.π., σ. 5.

[71] Μ. Γκιόλιας, Ιστορία της Ευρυτανίας, ό.π., σ. 221.

 

Δημήτρης Δημητρόπουλος

 Διευθυντής Ερευνών – Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών – Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών/ΕΙΕ

Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών, «Λόγος και χρόνος στη νεοελληνική λογοτεχνία
(18ος – 19ος αι.)». Ρέθυμνο 12-14 Απριλίου 2013. Πρακτικά συνεδρίου προς τιμήν του Αλέξη Πολίτη. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2015.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη. 

 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

Ο «κατατρεγμός των κλεφτών» και η διαφυγή του Κολοκοτρώνη στη Ζάκυνθο (1805-1821) – Δημήτρης Πεταλάς


 

Για πρώτη φορά ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης βρέθηκε στη Ζάκυνθο τον Μάρτιο του 1805, μετά τη μάχη της Ξηροκερπινής ή Τουρκοκερπινής. Στο χωριό αυτό είχε αποκλειστεί από 400 Τουρκαλβανούς του λαλαίου Χασάναγα Φιδά, στον οποίο ο μοραγιάννης <=υψηλός χριστιανός προύχοντας του Μοριά> Δεληγιάννης είχε αναθέσει να δολοφονήσει τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη με ενέδρα. [1] Στα Απομνημονεύματά του, ωστόσο, ο Κολοκοτρώνης λέγει ότι πήγε στη Ζάκυνθο τον Αύγουστο και όχι τον Μάρτιο του 1805. Πρόκειται όμως, κατά τα φαινόμενα, για παραδρομή είτε του Τερτσέτη, είτε του ίδιου του αφηγητή, όπως άλλωστε προκύπτει από την ανέκδοτη αυτοβιογραφία του Β. Αθ. Πετμεζά, την οποίαν παραθέτει ο έγκριτος ιστορικός και λαογράφος Τάκης Χ. Κανδηλώρος.[2]

Προσωπογραφία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ελαιογραφία σε μουσαμά, 1853. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Κατά τη σύντομη αυτή παραμονή του στη Ζάκυνθο (15 μέρες) ο Κολοκοτρώνης απέρριψε τις προτάσεις του Ρώσου διοικητή Ανρέπ να στρατολογηθεί στον ρωσικό στρατό και να πολεμήσει κατά του Ναπολέοντα, καθώς ήξερε καλά ότι ο τσάρος δεν εσκόπευε πραγματικά να ελευθερώσει την Ελλάδα. («Όσον δια το μέρος μου δεν εμβαίνω εις την δούλευσιν. Τι έχω να κάμω με τον Ναπολέοντα; Aν θέλετε όμως στρατιώτας, δια να ελευθερώσωμεν την πατρίδα μας σε υπόσχομαι και πέντε και δέκα χιλιάδας στρατιώτας. Μία φορά εβαπτισθήκαμεν με το λάδι, βαπτιζόμεθα και μίαν με το αίμα και άλλη μίαν δια την ελευθερία της πατρίδος μας»).[3] Έσπευσε μάλιστα να γυρίσει στον Μοριά λόγω της επαπειλούμενης σφαγής των Χριστιανών.

Πράγματι, εν αντιθέσει με τον Κολοκοτρώνη αλλά και τον Ζαχαριά, πολλοί Έλληνες (ρουμελιώτικες, πελοποννησιακές και μανιάτικες εκατονταρχίες) είχαν συμμετάσχει στην εκστρατεία των Ρώσων κατά του Βοναπάρτη και αυτό είχε εξοργίσει τον Σουλτάνο, του οποίου οι σχέσεις με τη Γαλλία ήταν φιλικές:

«Η συμμετοχή Ελλήνων εις την κατά Ναπολέοντος εκστρατείαν των Ρώσσων έκρινε και την τύχην του Αρματωλισμού της Πελοποννήσου.[…] Αρχομένου λοιπόν του Οκτωβρίου του 1805 απεφασίσθη παρά της Πύλης, εισηγήσει των επιτοπίων αρχών, η καταστροφή του Τζανέτμπεη ως αρχηγού της υπό τους Ρώσσους στρατολογίας των Μανιατών, η δολοφονία του Ζαχαριά ως ηγέτου της Αρματωλικής ομοσπονδίας και η εξόντωσις των Κολοκοτρωναίων ως καταλυόντων εν Αρκαδία πάσαν σκιάν εξουσίας δια των επιδρομών αυτών».[4]

Ο Ζαχαριάς δολοφονήθηκε το έτος 1805 συνεργεία του κουμπάρου του και προκρίτου της Μάνης Κουκέα. Οι συνέπειες του γεγονότος ήταν καταλυτικές. Παλαιότερα η Πύλη τον είχε ονομάσει δερβέναγα του Μοριά, κατ’ απαίτηση του ντόπιου τουρκικού πληθυσμού, σε μεγάλο μέρος του οποίου ο Ζαχαριάς ήταν ιδιαιτέρως αγαπητός – άλλωστε ανάμεσα στα παλληκάρια του υπήρχαν και οι Τουρκαλβανοί Οσμάν, εξ Αργυροκάστρου, και Μουσάς, εκ Μπερατίου.[5] Με τον θάνατό του η συνοχή αυτή αλλά και η ενότητα της αρματολικής ομοσπονδίας του Μοριά υπέστησαν καίριο πλήγμα.

 

Το άγαλμα του Καπετάν Ζαχαρία – Βαριτσιώτη (1759-1803 ή 1804). Σπάρτη – Νότια είσοδος -Κεντρικός δρόμος από Γύθειο. Φωτογραφία: Παναγιώτης Κατσαμπής.

 

Η χαριστική βολή ήρθε λίγο αργότερα. Οι Κολοκοτρωναίοι άρχισαν να επιτίθενται συστηματικά εναντίον των Τούρκων και των προσκυνημένων κοτζαμπάσηδων· αποκορύφωμα των επιθέσεων αυτών ήταν η κακοποίηση και καταλήστευση του πρωτοσύγκελλου Αδριανόπουλου, που περιερχόταν τον Μοριά ως απεσταλμένος του Πατριαρχείου για να συλλέξει τα δικαιώματα <=φόρους> της Μεγάλης Εκκλησίας. Στην επίθεση συμμετείχαν οι Γιάννης, Γιωργακλής και – κατά τον Βέη – ο ίδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο Κανδηλώρος, εντούτοις, βασιζόμενος στο δημώδες άσμα το οποίο και παραθέτει, διαφωνεί ως προς τη συμμετοχή του Θεόδωρου στο περιστατικό:[6]

 

Ο Γιάννης ήταν βόιβοντας κι ο Θοδωράκης κλέφτης

κι ο Γιώργος απ’ τον Αϊτό κατής είναι και κρένει.

Πιάνει και γράφει γράμματα και του Γιαννάκη στέλνει:

-Σε σε Γιαννάκη αδερφέ και Θοδωράκη κλέφτη,

ώρα να ιδείς το γράμμα μου, διαβάσεις τη γραφή μου

μάζω[7] τα παλληκάρια μας δικά σου και δικά μου

κι έβγα στο Σαπολίβαδο, στης Μαρμαριάς τον κάμπο,

πώρχεται ο Πρωτοσύγκελλος από τους Γαργαλιάνους.

Φέρνει φλωριά μέσ’ στον ντορβά, τις ντούπιες στο ντισάκι.

Μα πήγαν και φυλάξανε στου γεφυριού το πόδι.

Πιάνουν τον Πρωτοσύγκελλο καβάλα στ’ άλογό του.

Τον πιάνει ο Γιώργος κι ο Ζορμπάς με τα σπαθιά στα χέρια.

Κι ο Θόδωρος που τ’ άκουσε πολύ του κακοφάνη,

το Σύγκελλο απόλυκε στον τόπο του να πάει.

Πεισμώνει ο Πρωτοσύγκελλος και στο Ντιβάνι γράφει

τους κλέφτες, τους αρματωλούς ούλους να τους ξεκάνει.

 

Για εκδίκηση ο μόρα βαλεσής <=διοικητής του Μοριά> Οσμάν Πασάς ζήτησε από τον σουλτάνο Σελίμ να διατάξει τον πατριάρχη Καλλίνικο Ε΄ να αφορίσει τους κλέφτες του Μοριά, πράγμα και το οποίο έγινε (Οκτώβριος 1805).

 

Οι γέροντες κι οι προεστοί κι οι προύχοντες του τόπου

πιάνουν και γράφουν μια γραφή στον Βασιλιά στην Πόλη:

«Άκουσε Αφέντη Βασιλιά και πολυχρονεμένε:

Οι κλέφτες που ’ναι στον Μοριά γενήκαν βασιλιάδες·

ο Θοδωράκης βασιλιάς κι ο Γιάννης είν’ βεζύρης

κι ο Γιώργος απ’τον Αϊτό είναι κατής και κρένει».

Ο βασιλιάς σαν τ’ άκουσε, πολύ του κακοφάνη

κι ευθύς φερμάνι έβγαλε και στον Μοριά το στέλνει

τους κλέφτες να σκοτώσουνε, τους Κολοκοτρωναίους.[8]

 

Όπως παρατηρεί ο Κανδηλώρος, «αι αραί του αφορισμού ήσαν φρικώδεις, ραγίζουσαι κατά την θρησκόληπτον αντίληψιν και πέτρες, διετάσσοντο δε δι’ αυτού οι Χριστιανοί ου μόνον να διακόψωσι πάσαν σχέσιν, απόκρυψιν και τροφοδοσίαν των κλεφτών, αλλά και να καταδίδωσιν εις την εξουσίαν τους υποθάλποντας ή γνωρίζοντάς τι περί εκείνων και προθύμως να παρέχωσιν εις τον στρατόν ένοπλον συνδρομήν προς ταχυτάτην και ασφαλή εξόντωσιν πάντων».[9] Και ο Κανδηλώρος συνεχίζει:

«Ο Κεχαγιάμπεης εξελθών εν βαρυτάτω χειμώνι εκ Τριπόλεως, το μεν ετοποθέτησε δύο ισχυρά αποσπάσματα εις Στεμνίτσαν και εις τα μεταξύ Κούρταγα και Μεσσηνίας Δερβένια, το δε ανέπτυξεν εν τη πεδιάδι της Μεγαλοπόλεως τον λοιπόν στρατόν και τα φονικά όργανα του ανασκολοπισμού, σφύρας, πελέκεις κλ. Έχων δε, ως άλλος Σύλλας, και ονομαστικόν κατάλογον προγεγραμμένων τινών, φίλων των κλεφτών θεωρουμένων, ως υποθαλπόντων αυτούς πρότερον ή ως κατασκοπευόντων τα διαβήματα της εξουσίας (γιατάκηδων) και εφοδιαζόντων τους κλέφτας, διέταξε να προσέλθωσιν ούτοι ενώπιόν του. Πάντας δε τούτους, είτε διότι εκ φόβου ωχρίων, είτε διότι επεδείκνυον αφοβίαν ή αταραξίαν, άνευ δηλ. αποδείξεων και ευλόγου αφορμής, ανεσκολόπιζε, συνέτριβε τα οστά των δια σφυρών ή τους κατεκερμάτιζε δια πελέκεων ή τους έψηνε ζώντας, ταύτα δε πάντα δια να τα μάθη η Πελοπόννησος και εμπνευσθή ο πανικός. Πράγματι δε άμα τη λήψει των διαταγών εξήρχοντο άπαντες, ένοπλοί τε και άοπλοι, άνευ αναβολής, Οθωμανοί και Έλληνες, κατά των κλεφτών, και εισερχόμενοι εις τας κώμας και τα χωρία, παραφυλάσσοντες τας τριόδους και τα στενά και εισδύοντες εις τα δάση και τα σπήλαια και εν γένει ανά τα όρη και τα ύποπτα μέρη, συνελάμβανον τους κλέφτες, ους εκόμιζον ζώντας εις τον Κεχαγιάμπεην.

Και ο Γενναίος [10] εις το παράρτημα των Απομνημονευμάτων του (σελ. 631) γράφει ότι: «μετά τον αφορισμόν ούτε εις τους φίλους των ούτε εις τους συγγενείς των ούτε εις ουδένα εύρισκον άσυλον. Απανταχού της Πελοποννήσου και εις τα όρη, εις τα βουνά, εις τα δάση και εις τους βράχους, καταφοράν, καταδίωξιν απάντων. Οι δε Τούρκοι πάντας αδιακρίτως τους γνωρίμους, φίλους και συγγενείς του Κολοκοτρώνη εφόνευον δια μικράς υποψίας. Αντέσχον δε επί δύο μήνας».[11]

Μεταξύ των κλεφταρματολών οι οποίοι εξοντώθηκαν κατά τη μαύρη αυτή περίοδο -χαραγμένη στη μνήμη του λαού ως «o Κατατρεγμός των κλεφτών» – ήταν και ο Γιάννης Κολοκοτρώνης, αδελφός του Θεόδωρου, ο επιλεγόμενος και «Ζορμπάς» λόγω του ατίθασου χαρακτήρα του: δολοφονήθηκε σε ενέδρα κοντά στη Μονή Αιμυαλών <=Άγιος Αιμιλιανός>, λίγο έξω από τη Δημητσάνα, όταν τον κατέδωσε στους Τούρκους καλόγερος της μονής.[12] (Η τοποθεσία λέγεται ακόμα και σήμερα «Ληνός των Κολοκοτρωναίων). Τα γεγονότα διαδραματίστηκαν ως εξής:

«Ο αδελφός του Θεόδωρου, Γιάννης […] μετά του Γεώργα και τεσσάρων άλλων Κολοκοτρωναίων και του εξ Αητού της Τριφυλίας Γιώργη, μετέβησαν εις Ζάτουναν, μη ευρόντες δ’ εκεί τον οικογενειακόν φίλον και προστάτην Θανόπουλον, κατήλθον εις το παρά τον Λούσιον χλοερόν Παλαιοχώρι και εκείθεν, στερούμενοι τροφών, κατέφυγον εις την μονήν.

Έξωθεν αυτής συνήντησαν καλόγηρον, παρ’ ου εζήτησαν τρόφιμα και στέγην. Ούτος όμως, αφού τους έκρυψεν εις τον ληνόν της μονής, αντί να τοις φέρη τροφάς έστειλεν εις Στεμνίτσαν προς ειδοποίησιν του καταδιωκτικού αποσπάσματος και μετέβη αυτοπροσώπως εις Δημητσάναν προς κατάδοσιν. Ο προεστώς αυτής Αθ. Αντωνόπουλος ειδοποίησε τους Κολοκοτρωναίους να φύγουν εκ της μονής, ο Γιάννης όμως, αείποτε ατίθασος και ατρόμητος, δεν ήκουσε την συμβουλήν.

Οι Τούρκοι, παρασύροντες κατά των αφωρισμένων υπό των Πατριαρχείων κλεφτών και τους Χριστιανούς των πέριξ κωμών, επολιόρκησαν τον ληνόν. Κατά πάντων τούτων ήνοιξαν φονικόν πυρ οι Κολοκοτρωναίοι, οχυρωθέντες εν τω ληνώ και ανοίξαντες προχείρως πολεμίστρας, εσκέπτοντο δε την νύκτα να διαφύγωσιν, εξερχόμενοι ξιφήρεις κατά το αρματολικόν σύστημα. Οι Τούρκοι όμως επρόλαβον την έξοδον, διότι εξαντληθέντων των πολεμεφοδίων των αρματολών, έρριψαν εις τον ληνόν θείον, ούτω δε ήναψαν τα εντός αυτού ξύλα και εδημιουργήθη αποπνικτική ατμόσφαιρα εκ του καπνού και του θείου. Ο Γιάννης και οι εξ σύντροφοι, πυροβολούντες οι μεν, ξιφήρεις οι λοιποί, εξώρμησαν, αλλ’ οι καλώς ωχυρωμένοι πολιορκηταί, καίτοι δεκατισθέντες, τους εφόνευσαν πάντας, έστειλαν δε τας κεφαλάς των εις Τρίπολιν. Ο προδότης και οδηγός των απίστων καλόγηρος, πληγωθείς, διεσώθη και κατέφυγεν υπό πάντων μισούμενος εις το Άγιον Όρος, ένθα έζησεν εν τελεία απομονώσει. […]»[13]

Από τα πολλά τραγούδια με τα οποία ο λαός θρήνησε τους ήρωες του Ληνού παραθέτω δύο:

 

Οι Κολοκοτρωναίοι

 

Λάμπει (ν’) ο ήλιος στα βουνά, λάμπει και στα λαγκάδια,

λάμπει και στ’ Αρκουδόρεμμα, το δόλιο Λιμποβίσι,

οπού ’ν’ οι κλέφτες οι πολλοί, οι Κολοκοτρωναίοι,

πώχουν τ’ ασήμια τα πολλά και τα χρυσά τσαπράζια,

καβάλλα πάν’ στην εκκλησιά, καβάλλα προσκυνάνε,

καβάλλα παίρν’ αντίδερο απ’ του παπά το χέρι,

καβάλλα βγήκαν κι έκατσαν στο μαρμαρένιο αλώνι.

Κι ο Θοδωράκης μίλησε και λέει του Αντώνη:

-Ξήγα μ’, Αντώνη, τ’ όνειρο, τι ’ναι κακό για μένα.

Θελό ποτάμι πέρασα και πέρα δεν εβγήκα,

και μου ’πεσε το φέσι μου κι η φούντα του σπαθιού μου.

Στέκετ’ Αντώνης και του λέει και τ’ όνειρο ξηγάει:

-Τ’ αδέρφια σου σκοτώθηκαν στης Αιμυαλούς τ’ αμπέλια,

τους πρόδωσε ο Καλόγερος από το Μοναστήρι.[14]

 

Προδοσία καλογέρου

 

Καλόγερος εκλάδευε στου Αιμυαλού τ’ αμπέλια,

βλέπει δυο κλέφτες κι έρχονται, δυο λεροφορεμένους,

κι από μακριά τον χαιρετούν κι από κοντά του λένε:

«Ώρα καλή, καλόγερε». -«Καλώς τα παλληκάρια».

-«Καλόγερε, φέρε ψωμί, να φαν’ τα παλληκάρια».

-«Ψωμί δεν έχω ’δώ, παιδιά, να πάγω να σας φέρω».

-«Τήρα καλά, καλόγερε, να μη μας μαρτυρήσεις!

Σου κόβει ο Γιώργος τα μαλλιά κι ο Αντώνης το κεφάλι».

Μα κείνος δεν τ’ αγροίκησε τα λόγια που του λένε,

επήγε και τους πρόδωκε, πάει τους μαρτυράει.

Και η παγανιά τούς έκλεισε μέσ’ στους ληνούς στ’ αμπέλια.[15]

 

Ο ίδιος ο Θεόδωρος μόλις και μετά βίας μπόρεσε να περάσει μέσω Κυθήρων στη Ζάκυνθο, αφού γλύτωσε παρά τρίχα από τη συνωμοσία που είχαν εξυφάνει οι προεστοί της Μάνης Δουράκης και Αντωνόμπεης.

 

Μια ακόμα προσωπογραφία του Θ. Κολοκοτρώνη, του Γκιαούρ πασά, όπως τον αποκαλούσαν οι Τούρκοι, προσωνύμιο που υποδηλώνει τον σεβασμό που προκαλούσε στις τάξεις του εχθρού, όπως γράφει και το Κολοκοτρωνεΐκο λεξικό.
Δημοσιεύεται στο βιβλίο του Γάλλου φιλέλληνα διπλωμάτη Κλοντ Ντενίς Ραφενέλ (C.D. RAFFENEL), «Ιστορικά Γεγονότα στην Ελλάδα» («L’Histoire Des Evenements De La Grece», τόμος 2ος), που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1824.

 

Στη Ζάκυνθο ο Κολοκοτρώνης, μη θέλοντας να γίνει βάρος στους φίλους του ή στους προύχοντες του τόπου, αναγκάστηκε, όπως και ο Καραγιώργης στη Σερβία, να κάνει τον ζωέμπορο, αστειευόμενος δε υπέγραφε συχνά ως «μακελλάρης». Ο Κανδηλώρος παρατηρεί:

 

«Δια το επάγγελμά του αυτό τον εμυκτήριζε κατά την δίκην του τω 1834 το όργανον του Κωλέτη ο “Σωτήρ”, μεταφέρων την είδησιν εκ της γαλλοφώνου εφημερίδος της Σμύρνης, ενόμιζε δε ότι τον διασύρει αγγέλλων ότι κατήντησέ ποτε ο Κολοκοτρώνης “εις τόσην δυστυχίαν, ώστε να σφάζη και να πωλή κρέατα”. Είναι περιττόν να τονίσωμεν ότι μόνον η αργία φέρει όνειδος και ότι προτιμώμεν τον Κολοκοτρώνην ως μακελλάρην από τον Κωλέτην ως ιατρόν του αιμοβορωτέρου των τυράννων Αλή Πασσά».[16]

 

Παραλλήλως προσπαθούσε ο Κολοκοτρώνης να αποκτήσει και κάποια πνευματική καλλιέργεια:

 

«Δεν είναι παρά αφού επήγα εις την Ζάκυνθο, όπου εύρηκα την Ιστορία της Ελλάδος εις την απλοελληνική. Τα βιβλία οπού εδιάβαζα συχνά ήτον η Ιστορία της Ελλάδος, η Ιστορία του Αριστομένη και Γοργώ και η Ιστορία του Σκεντέρμπεη».[17]

 

Μεταξύ των φίλων του ήταν άλλωστε και ο φιλογάλλος ποιητής και μετέπειτα δάσκαλος των παιδιών του, Μαρτελάος. (Ο Κολοκοτρώνης μετεκάλεσε αργότερα στη Ζάκυνθο, από τη Δημητσάνα όπου διέμεναν, την οικογένειά του καθώς και αυτήν του αδελφού του).

Η πρώτη πολεμική επιχείρηση του Κολοκοτρώνη, με έδρα πια τη Ζάκυνθο ήταν η επιδρομή, με το τούρκικο πολεμικό πλοίο («σαμπέκο», με δέκα κανόνια), το οποίο είχε αγοράσει και κυβερνούσε ο ίδιος, εναντίον του χωριού Αχαγιές, κοντά στην Πάτρα:

 

«Επήρα διαβατήριο, επήγα εις την καθέδρα της Ρεπούμπλικας, εις τους Κορφούς, εκεί με έδωσαν την άδεια δια να κτυπώ στεριάς και θαλάσσης τους Τούρκους όθεν με εβόλιε. Επήρα και μια ογδονταριά στρατιώτες της ξηράς και επήγα πλησίον της Πάτρας, Αχαγιές λεγόμενο, και έκαψα τα σπίτια, τες ιδιοκτησίες, τα μαγαζιά του Σαΐταγα, και έπειτα επέστρεψα εις την Ζάκυνθο. Οι Ζακύνθιοι, επειδή και είχαν ανάγκη από τροφάς φερμένας από την Πελοπόννησο, έκαμαν μίαν αναφορά εις την Διοίκηση, και έλεγαν ότι να μη χτυπήσουν πλέον τον Μοριά, διότι οι Τούρκοι δεν εδέχοντο τους πηγαίνοντας εκεί δια εμπόριο».[18]

 

Για την επιδρομή αυτή ο Κολοκοτρώνης θα τιμωρηθεί με φυλάκιση από τον διοικητή της Λευκάδας Παπαδόπουλο και, χολωμένος για την αθέτηση της συμφωνίας από πλευράς της Ιονίου Πολιτείας, θα ζητήσει λύση του συμβολαίου του. Λίγες μέρες αργότερα, εντούτοις, οι Ρώσοι παραδίδουν τα Επτάνησα στον Ναπολέοντα και ο Κολοκοτρώνης αφήνεται να επιστρέψει ελεύθερος στη Ζάκυνθο.

Η ναυτική όμως δραστηριότητα του Θεόδωρου δεν τελειώνει εδώ. Όπως λέγει ο ίδιος,

 

«Επήγα με τον καπετάν Αλεξανδρή εις τον Λεβάντε δέκα μήνες εναντίον των Τουρκών. Εκεί επήγα εις το Άγιον Όρος, μας επολιόρκησαν τρία καράβια τούρκικα πολεμικά, δύο κορβέτα και μία φεργάδα εις την Σκιάθο. Εδώκαμεν είδηση μιας φεργάδας αγγλικής, και ήλθε εις βοήθειάν μας. Τα δύο κορβέτα τα εβούλιαξε και την φεργάδα την επήρε ζωντανή. Είμεθα ημείς οι Έλληνες 1400, όλοι οι καπεταναίοι του Ολύμπου, καθώς Παπαμπλαχάβας, Λιόλιος, Λαζόπουλα, του Τζάρα οι καπεταναίοι. Αυτοί ευρέθηκαν εις την Σκιάθο κατατρεγμένοι από τον Μουχτάρπασα και λοιπούς Τούρκους της ξηράς. Μας επήρε ο χειμώνας, επήγαμε εις την Μάνη, από εκεί επήγα εις την Ζάκυνθο».[19]

 

H επόμενη πολεμική επιχείρηση του Κολοκοτρώνη θα γίνει το 1808 στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Γορτυνία. Ο μοραγιάννης Δεληγιάννης διαβάλλει συστηματικά στον έμπιστο φίλο του, Βελή Πασά της Τριπολιτσάς (γιο του Αλή Πασά), τον πανίσχυρο λαλαίο τουρκαλβανό Αλή Φαρμάκη, αρχηγό της οικογένειας των Ισμαηλαίων και κάτοχο οχυροτάτου πύργου κοντά στο χωριό Μοναστηράκι. Σύμφωνα με τον Δεληγιάννη, ο πύργος αυτός συνιστούσε φριχτήν απειλή για τη βεζυρεία του Βελή Πασά. Ο Φαρμάκης, του οποίου ο πατέρας και ο παππούς ήταν φίλοι και αδερφοποιτοί με τον πατέρα και τον παππού του Κολοκοτρώνη, καλεί τον τελευταίο σε βοήθεια.

Ο Κολοκοτρώνης με 14 παλληκάρια έφτασε στον πύργο λίγο πριν αυτός περικυκλωθεί από 8.000 εχθρούς και 4 κανόνια. Επί 65 μέρες οι εν συνόλω 104 πολιορκούμενοι απέκρουαν τις επιθέσεις του Βελή, ο οποίος αποχώρησε άπρακτος, όταν και η έκρηξη που προκάλεσε στο λαγούμι κάτω από τον πύργο, ξεθύμανε σε αντίθετο λαγούμι, το οποίο προνοητικά είχαν σκάψει οι πολιορκούμενοι. Προηγουμένως ο Αλή Φαρμάκης είχε απορρίψει με αγανάκτηση την ποταπή πρόταση του Βελή να παραδώσει τον Κολοκοτρώνη με αντάλλαγμα αμνηστία και μη καταστροφή του πύργου. Με τη βοήθεια του προσκείμενου στον Φαρμάκη, Ιμπραΐμ-αγα μπόρεσε ο Κολοκοτρώνης να περάσει στη Ζάκυνθο, απ’ όπου μάταια προσπάθησε ο Βελής -χρησιμοποιώντας τον Φαρμάκη που είχε εν τω μεταξύ προσκυνήσει – να τον οδηγήσει πίσω στην Πελοπόννησο. Για να μην υπάρξει παρεξήγηση: ο Φαρμάκης έμεινε μέχρι τέλους πιστός στον Κολοκοτρώνη· ακόμα κι όταν αναγκάστηκε να ενεργεί για λογαριασμό του Βελή, πάντοτε είχε τον τρόπο, με μυστικά σημάδια, να ειδοποιεί τον φίλο του για τον κίνδυνο. Άλλωστε και ο ίδιος δραπέτευσε λίγο αργότερα στη Ζάκυνθο, όπου και έμεινε μέχρις ότου, βαριά άρρωστος από δυσεντερία, γύρισε στο Λάλα για να πεθάνει (1812). Ο Κολοκοτρώνης θεώρησε ότι έχει πατρική υποχρέωση προς τα ορφανά του φίλου του, στου οποίου τη χήρα είπε: «Λύκαινα! Εχάσαμεν τον Λύκον, αλλά τα λυκόπουλα δεν είναι ορφανά. Έχουν εμένα […]».[20]

Καρπός της συμμαχίας Κολοκοτρώνη – Αλή Φαρμάκη υπήρξε το σχέδιο συστάσεως – με τη βοήθεια των Γάλλων – ελληνοαλβανικού κράτους, ενόψει του οποίου οι δύο άντρες πήγαν στην Ήπειρο και στρατολόγησαν 3.000 Τουρκαλβανούς, τους οποίους συγκέντρωσαν στην Πάργα (1809)· το εγχείρημα βεβαίως απέτυχε εν τη γενέσει του, κυρίως λόγω της ισχυρής αντίθεσης των Επτανησίων προς τους Γάλλους:

François-Xavier Donzelot (Δονζελότ, 1764-1843) Γάλλος στρατηγός και κυβερνήτης των Ιονίων Νήσων.

«Κατά το σχέδιον τούτο ο Δονζελώτ θα παρεχώρει εις τους επαναστάτας 500 άνδρας του πυροβολικού με κανόνια, ενδεδυμένους φουστανέλλας και τους εις την υπηρεσίαν της Γαλλίας πεντακισχιλίους μισθοφόρους Έλληνας της Επτανήσου […], αν δε παρουσιασθή ανάγκη, θα επετρέπετο να στρατολογήσουν εν Επτανήσω μέχρι 15 χιλ. ανδρών Επτανησίων. Εκτός τούτων να δοθώσιν εις αυτούς τα μέσα να στρατολογήσουν εν Αλβανία, Ηπείρω και Στερεά, ούτω δε δια δυνάμεως ισχυροτάτης να γίνη απόβασις εις την Πελοπόννησον.

Ευθύς μετά τούτο οι Τούρκοι της δυτικής και νοτίας Πελοποννήσου θα παρέδιδον τα φρούρια Μεσσηνίας, Πατρών και Μονεμβασίας εις τους επαναστάτας και θα συνετάσσοντο αναφοραί προς τον Σουλτάνον, βεβαιούσαι ότι η επανάστασις δεν γίνεται εναντίον του, αλλά κατά του Βελή Πασσά, ου την Βεζυρείαν θα κατέλυον. Συγχρόνως ο Δονζελώτ θα έγραφε προς τον Σεβαστιάνην, πρέσβυν της Γαλλίας εν Κωνσταντινουπόλει, να πιέση τον Σουλτάνον να υποδεχθή το κίνημα χωρίς να γίνη ουδεμία ένοπλος επίθεσις κατά των στασιαστών. […] Ως προς δε τον οργανισμόν του μελετωμένου κράτους απεφασίσθη να σχηματισθή δημοκρατική κυβέρνησις εξ ίσου αριθμού Μουσουλμάνων και Χριστιανών, διεπομένων των κατοίκων υπό νόμων καταρτισθέντων εν Κερκύρα, δι’ ων καθιερούτο πλήρης ισοπολιτεία, άνευ διακρίσεως φυλής ή θρησκεύματος. “Οι Τούρκοι επίσης να καταδικάζωνται καθώς οι Ελληνες”, γράφει ο Κολοκοτρώνης. “Η σημαία μας από το ένα μέρος το φεγγάρι, από το άλλο το Σταυρό”»[21]

Το 1809 ο άγγλος στρατηγός Όσβαλντ αποβιβάζεται με 3.000 άντρες στη Ζάκυνθο και, μετά από ασήμαντη αντίσταση της μικρής γαλλικής φρουράς, τερματίζεται στο νησί η μισητή (αφού είχε καταλύσει το αυτόνομο πολίτευμα της Επτανήσου) γαλλική κυριαρχία. Ακολουθούν η Κεφαλονιά, η Ιθάκη και τα Κύθηρα. Οι Γάλλοι εξακολουθούν να κατέχουν, εντούτοις, τη Λευκάδα, τους Παξούς, την Κέρκυρα, καθώς και την Πάργα. Θέλοντας όμως να ολοκληρώσουν την κατάληψη της Επτανήσου, οι Άγγλοι, κατά συμβουλή των ελλήνων καπεταναίων, προτείνουν στον Κολοκοτρώνη να καταταγεί στον αγγλικό στρατό με τον βαθμό του λοχαγού, όπερ και γίνεται.

Ο αγγλικός στόλος έφτασε στη Λευκάδα το απόγεμα της 8ης Μαρτίου 1810 αλλά, επειδή ο Κολοκοτρώνης φοβόταν ότι η επερχόμενη νύχτα θα δημιουργούσε σύγχυση μεταξύ των 3.000 αλλογλώσσων (Άγγλων, Κορσικανών, Σικελών, Καλαβρέζων και Ελλήνων) στρατιωτών, η απόβαση άρχισε την επομένη. Το εγχείρημα ήταν ιδιαιτέρως δύσκολο, καθώς την πόλη της Λευκάδας περιέβαλλαν οχυρώματα με πανίσχυρες κανονοστοιχίες, πάνω δε από αυτήν υψωνόταν ισχυρότατο φρούριο· στον γαλλικό στρατό υπηρετούσαν αφετέρου αρκετοί Σουλιώτες που ήξεραν καλά τα τεχνάσματα των επιτιθεμένων Ελλήνων. Να πώς περιγράφει ο Κανδηλώρος την κατάληψη της τελευταίας και σπουδαιότερης κανονοστοιχίας:

«Αλλ’ άμα τη προσεγγίσει των δρομαίων Ελλήνων τρομερά εχύθησαν κατ’ αυτών τα μυδράλια και αι σφαίραι των Γάλλων. Ο Κολοκοτρώνης περίφοβος δια την ζωήν των Ελλήνων, ους έβλεπε τασσομένους πάντοτε πρώτους υπό του στρατηγού, και μάλιστα άμα είδε πληγωθέντα και τον ταγματάρχην του Τσουρτς, κραυγάζει δια της στεντορείας φωνής του: “Έλληνες! Πέσετε κάτω! Βρε παιδιά, πέσετε χάμου!” και ωργισμένος επαναλαμβάνει: “Πέσετε κάτω σκύλοι!!!”

 

Ο σερ Ρίτσαρντ Τσωρτς (Sir Richard Church 1784 – 1873), με στολή του 1ου Συντάγματος Ελληνικού Πεζικού, έργο του Denis Dighton, 1813.
Ο Βρετανός στρατιωτικός, στα Ιόνια νησιά, συνέστησε για λογαριασμό των Βρετανών μια στρατιωτική μονάδα από Έλληνες έως το 1813. Το 1827 τον κάλεσαν οι Έλληνες για να αναλάβει την αρχιστρατηγία του στρατού ξηράς. Στη συνέχεια έλαβε τις θέσεις του αρχηγού της Δυτικής Ελλάδος, Σύμβουλου της Επικρατείας, πληρεξούσιου στην Α΄ Εθνοσυνέλευση των Αθηνών το 1843 και γερουσιαστή το 1844. Πέθανε στην Αθήνα το 1873.

 

Το στρατήγημα ήτο σωτήριον δια τα παλληκάρια του. Διότι το πρώτον πυρ των γαλλικών πυροβόλων κατά των Ελληνικών σωμάτων εύρε τους όπισθεν ερχομένους Άγγλους και Κόρσους και δεινήν επέφερεν εις αυτούς καταστροφήν. Ευθύς δε τότε ο Κολοκοτρώνης διατάσσει τους υπ’ αυτόν να εγερθώσι και κατά το μικρόν διάλειμμα των κανονιοβολισμών, μέχρις ου αναγεμισθώσι τα πυροβόλα, εφορμά τρομερός και αρειμάνιος κατά του οχυρώματος. Οι Κόρσοι τον ακολουθούσι και μετ’ ολίγον η Γύρα εκυριεύθη, διότι, ως λέγεται, οι στρατιώται του Κολοκοτρώνη ενεπήγνυον εις τον τοίχον ήλους, δι’ ων ως αίλουροι αστραπιαίως ανερριχώντο. Αλλ’ αι ζημίαι ήσαν αρκούντως σπουδαίαι. Πλην του Τσουρτς επληγώθη και ο αδελφός του στρατηγού Οσβάλδ και ο κυβερνήτης της Ναυαρχίδος, τριάκοντα δε και πέντε Έλληνες κατέκειντο φονευμένοι και βαρέως πληγωμένοι, πλήθος δ’ επίσης Άγγλων και Κόρσων. […] Αλλά το στρατήγημα του Κολοκοτρώνη δεν έμεινεν απαρατήρητον. Και επηνέθη μεν παρά του στρατηγού η ανδρεία του, αλλά και κατηγορήθη ενώπιον του στρατοδικείου ως υπαίτιος της φθοράς των Άγγλων και Κόρσων. Ο πονηρός όμως Γορτύνιος ετοίμως απολογηθείς ισχυρίσθη, ότι τοιαύτην είχον ανέκαθεν συνήθειαν οι αυτοδίδακτοι Έλληνες, να πίπτωσι δηλ. χαμαί και να εγείρωνται αιφνιδίως όταν εφώρμων κατ’ οχυρωμάτων. Ου μόνον δε απηλλάγη της κατηγορίας, αλλά και εβραβεύθη».[22]

Την κατάληψη των οχυρωμάτων ακολούθησε πολιορκία και σφοδρός κανονιοβολισμός του υπερκειμένου της πόλεως κυρίως φρουρίου, το οποίο τελικώς παραδόθηκε δια συνθήκης την 11η Απριλίου 1810.

Το φθινόπωρο του 1818 έφτασε στη Ζάκυνθο από την Ύδρα ο απεσταλμένος της Φιλικής Εταιρείας Πάγκαλος και κατήχησε – πρώτον στην Επτάνησο – τον Κολοκοτρώνη, στον οποίο ακολούθως ο Αναγνωσταράς ανέθεσε την μύηση των Επτανησίων. Εν συνεχεία ο Υψηλάντης του ανέθεσε και τη γενική διεύθυνση της μυήσεως των οπλαρχηγών της Πελοποννήσου και της Στερεάς, καθήκοντα, τα οποία, όπως λέγει ο Κανδηλώρος, ο Κολοκοτρώνης «διεξήγαγεν επιμελώς και μετ’ αφοσιώσεως».[23] Δεν είναι ακριβώς γνωστό πότε παραιτήθηκε ο Κολοκοτρώνης από τον αγγλικό στρατό. Βέβαιο είναι πάντως ότι απέρριψε τις επίμονες προτάσεις του Τσουρτς να πάει στην Ιταλία, «διότι τούτο αντέβαινεν εις την γνωστήν αρχήν να μη υπηρετήση εις ξένον έδαφος και κατά Ευρωπαίων»:[24]

 

«Είδα τότε ότι, ό,τι κάμομε, θα το κάμομε μοναχοί και δεν έχομε ελπίδα καμμία από τους ξένους. Ο Τζουρτζ επήγε εις τη Νεάπολη, έγινε εκεί στρατηγός. Με επροσκάλεσε με δύο γράμματά του και επειδή ήξευρα την Εταιρείαν δεν εδέχθηκα, αλλά εκοίταζα πότε να βγούμε για την πατρίδα μας».[25]

 

Τον Αύγουστο του 1820 ο Κολοκοτρώνης δέχτηκε ένα ακόμη πλήγμα της μοίρας: τον θάνατο της γυναίκας του, «ην ηγάπα τρυφερώς και επένθησε συντετριμμένος, φέρων επί της κεφαλής του ο ίδιος τα κόλλυβα. Αλλά, συνεχίζει ο Κανδηλώρος, δεν εκάμπτετο ο Γέρος του Μωριά εκ των δυσμενειών της Τύχης και εξ αντιξόων περιστάσεων».[26] Στις 3 Ιανουαρίου του 1821 εγκατέλειψε τη Ζάκυνθο και την 6η του ιδίου μηνός αποβιβάστηκε στη Σκαρδαμούλα <Καρδαμύλη> της Μάνης για να οργανώσει την επανάσταση στον Μοριά.

Κλείνω το μικρό αυτό πόνημα με την αναφορά σε ένα εκ πρώτης όψεως ασήμαντο περιστατικό, όπως το περιγράφει ο Κανδηλώρος:

«Εν Ζακύνθω είδεν <ο Παπαφλέσσας> τον Κολοκοτρώνην αναγινώσκοντα το Ευαγγέλιον εις μετάφρασιν της Βιβλικής Εταιρίας και αποτόμως τω παρετήρησεν, ότι το κείμενον αυτό ήτο απηγορευμένον από την Μεγάλην Εκκλησίαν. Ο Κολοκοτρώνης εσίγα και ο Δικαίος οξυθύμως επανέλαβε: “Μην το διαβάζης, δεν πρέπει. Έχει αφορισμόν ο Πατριάρχης. Αφού το διαβάζεις αυτό, είσαι καταραμένος, ωργισμένος από τον Θεόν”.

Επειδή δε, κατά Τερτσέτην, ο Κολοκοτρώνης εσίγα και πάλιν, ο Δικαίος επανέλαβε τας συστάσεις και τους αφορισμούς. “Τότε άναψεν ο Γέρος, τον αρπάζει τον Δικαίον από τα μαύρα περίσσια μαλλιά του, τον βάνει κάτου και ετρόμαξαν οι φίλοι του να τον γλυτώσουν…”

Ο Κολοκοτρώνης ενεθυμήθη το πατριαρχικό αφοριστικό του 1805, με το οποίον βέβαια δεν ήτο εις αρμονίαν. Ο νέος αναγνώστης <δηλ. ο Παπαφλέσσας> έσυρεν αθέλητα το δοξάρι του σε χορδήν μεστήν από παλαιές λύπες της καρδίας του. Οι δοξαριές τού επόνεσαν, διότι ενθυμήθη το αίμα των συντρόφων και το παπαδίστικο συνοδικό του 1805. Και ίσως ακόμη αι σκέψεις αύται τού εβασάνιζον τον νουν, όταν την εορτήν των Ταξιαρχών, 30 έτη έπειτα, εις το φαεινότερον φως της ελευθερίας, από τον άμβωνα του Δημοσθένους εξεφώνησε τον γνωστόν λόγον όπου σώζεται η εξής εκφραστική περικοπή, διότι με δύναμιν ή οργήν Δημοσθενικήν εδημοσίευσε την τρομεράν απόφασιν: “Αυτός ο Πατριάρχης (Καλλίνικος ο Ε΄) έκανεν ό,τι του έλεγεν ο Σουλτάνος!”»[27]

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Γ. Τερτσέτη, Άπαντα, τόμος Α΄, Θεοδώρου Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα, Εκδόσεις Παρθενών, Αθήνα 1958, παράγραφος 13.

[2] Τάκη Χ. Κανδηλώρου, Ο αρματωλισμός της Πελοποννήσου, εν Αθήναις 1924, σ. 307-308.

[3] Θ. Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα, ό.π., παρ. 14.

[4] Τ. Χ. Κανδηλώρου, ό.π., σ. 313.

[5] Στο ίδιο, σ. 150.

[6] Στο ίδιο, σ. 323.

[7] Προστακτική (=μάζωξε).

[8] Τ. Χ. Κανδηλώρου, ό.π., σ. 324.

[9] Στο ίδιο, σ. 325.

[10] Ο γιος του Θεόδωρου Γιάννης Κολοκοτρώνης.

[11] Τ. Χ. Κανδηλώρου, ό.π., σ. 328-329.

[12] Θ. Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα, ό.π., παρ. 20.

[13] Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη, Αθήναι 1927, λήμμα Αιμυαλών μονή.

[14] Κ. Α. Ψάχου, Δημώδη άσματα Γορτυνίας, τύποις περιοδικού «Σφαίρας», εν Αθήναις 1923, σ. 5-6.

[15] Ελληνικά δημοτικά τραγούδια (εκλογή), τόμ. Α΄, Ακαδημία Αθηνών, Δημοσιεύματα του Λαογραφικού Αρχείου, αρ. 7, εν Αθήναις 1962, σ. 237-238.

[16] Τ. Χ. Κανδηλώρου, ό.π., σ. 347.

[17] Θ. Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα, ό.π., παρ. 61.

[18] Στο ίδιο, παρ. 32.

[19] Στο ίδιο, παρ. 35.

[20] Τ. Χ. Κανδηλώρου, ό.π., σ. 425.

[21] Στο ίδιο, σ. 403-404.

[22] Στο ίδιο, σ. 412-413.

[23] Στο ίδιο, σ. 443.

[24] Στο ίδιο, σ. 432.

[25] Θ. Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα, ό.π., παρ. 57.

[26] T. X. Kανδηλώρου, ό.π., σ. 444.

[27] Στο ίδιο, σ. 439.

 

Δημήτρης Πεταλάς

Διδάκτωρ Συγκριτικής Μεσαιωνικής Φιλολογίας

«Τετράδια Πολιτικού Διαλόγου έρευνας και Κριτικής, τ. 72-23, Χειμώνας 2018- Άνοιξη 2019.

Στα αποσπάσματα από τα Απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη και τον Αρματωλισμό της Πελοποννήσου του Κανδηλώρου έχει κρατηθεί (πλην του τονισμού) – και με ελάχιστες εξαιρέσεις – η ορθογραφία του πρωτοτύπου.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

 Σχετικά θέματα:

 

Read Full Post »

Κλέφτες του Μοριά – Γιάννης Βλαχογιάννης


 

Κλέφτες του Μοριά – Μελέτη ιστορική από νέες πηγές βγαλμένη 1715-1820

 

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη δημοσιεύει, σε ψηφιακή μορφή το βιβλίο του Γιάννη Βλαχογιάννη, «Κλέφτες του Μοριά – Μελέτη ιστορική από νέες πηγές βγαλμένη, 1715-1820»· στο βιβλίο του ο Βλαχογιάννης γίνεται σκληρός επικριτής του φημισμένου κλέφτη Ζαχαριά, των Κολοκοτρωναίων, ιδιαίτερα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και παρουσιάζει με τη δική του οπτική την ιστορία των κλεφτών της Πελοποννήσου.

 

 

Γιάννης Βλαχογιάννης (1867-1945), ιστοριοδίφης και συγγραφέας. Το 1914 εισηγείται στον Βενιζέλο την ίδρυση των Γενικών Αρχείων του Κράτους. Αργότερα, δώρισε στα Γενικά Αρχεία την πολύτιμη συλλογή του.

Το βιβλίο «Κλέφτες του Μοριά», του Γιάννη Βλαχογιάννη γράφτηκε ύστερα από  ακούραστη και αδιάκοπη έρευνα πολλών ετών, ανασκαφή αμέτρητων γνωστών και άγνωστων πηγών· καρπός που βγήκε μέσα από έντιμη μεταχείριση, αυστηρού κοσκινίσματος και εξονυχιστικής αντιπαραβολής όλων των διαθέσιμων στοιχείων, που οδήγησαν στο δρόμο της ιστορικής αλήθειας, όπως σημειώνει ο ίδιος ο συγγραφέας στον πρόλογο του βιβλίου. 

Στο βιβλίο εξετάζονται οι ιστορικοί θρύλοι γύρω από τον προεπαναστατικό Μοριά, αναλύεται η πολεμική ιστορία από το 1769 έως το 1820, παρατίθενται οι ποιητικοί θρύλοι και τα λαϊκά ιστορικά τραγούδια. Ακόμη περιέχονται πέντε παραρτήματα, όπου βρίσκουμε τη  βιογραφία του Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, την πολιορκία του πύργου του Αλή Φαρμάκη, το θάνατο του γέρο – Ντεληγιάννη, το πρακτικό ομονοίας των Κοτζαμπάσηδων τον Απρίλιο του 1816 και το τέλος του Σταματέλλου Τουρκολέκα και του Αναγνώστη Ζαχαρόπουλου τον Οκτώβριο του 1816.

Κυκλοφόρησε το 1935, με την πατριωτική χορηγία του Αλέξανδρου Πάλλη (1851-1935), εξόχου μεταφραστή της Ηλιάδας και οικοδόμου του Εθνικού λόγου, πεζού και ποιητικού.

 

Παρακάτω παραθέτουμε το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, όμως,  στο μονοτονικό σύστημα.

 

Η πολεμική ιστορία του Μόρια από τα 1715, που οι Τούρκοι διώξανε τους Βενετσάνους, και ίσα κάτου ως τα 1820, λυπηρό να το πει κανείς πόσο είναι φτωχή σ’ αξιόπιστα κείμενα, σε χρονικά θυμήματα γραμμένα ή απ’ ανθρώπους που είδανε τα πράματα με τα ίδια τους τα μάτια, ή από μάρτυρες που τα άκουσαν και που τα φυλάξανε στη θύμησή τους. Ενώ ο μακαρίτης καθηγητής Σπ. Λάμπρος δημοσίευσε μιαν ολάκερη συναγωγή, ή να πει κανείς σωστότερα κωδικοποίηση, από εκατοντάδες ιστορικά σημειώματα γραμμένα στα περιθώρια βιβλίων, τα περισσότερα, κι αναφερόμενα σ’ όλη την Ελλάδα, είναι παράξενο, όμως όχι και Ανεξήγητο, πόσο λιγοστά είναι τα όσα αναφέρονται στο Μοριά· κανένα τέτοιο σύντομο σημείωμα δε βρέθηκε ίσα με τώρα, που να μας μιλεί π. χ. για κάποιο σπουδαίο περιστατικό των Κολοκοτρωναίων, του Ζαχαρία, ή όποιου άλλου πολεμικού επίσημου άντρα των χρόνων της Σκλαβιάς στο Μοριά.

Φαίνεται πως ο ανεμοστρόβιλος του Τούρκου, που πέρασε και στα 1769 και υστερότερα με την καταστροφή των Αρβανιτών – αν λογαριάσουμε μοναχά τα δυο σημαντικότερα από του Μοριά τα τόσα ανακατώματα – και τέλος του Ιμπραήμ πασσά τ’ αλώνισμα κατά τα 1825-1828, όλα αυτά τα αίτια βοηθήσανε στο γενικό σάρωμα των γραφτών μνημείων των χρόνων της Σκλαβιάς, και θάμα θα είναι να βρεθεί ποιά καμιά χειρόγραφη άγνωστη πηγή. Λοιπόν ό,τι ξέρουμε από τα χρόνια αυτά του κατακαημένου του Μοριά το ξέρουμε κατά πρώτο λόγο από ξένες πηγές, που ο Σάθας μας τις έκαμε γνωστές, της περισσότερες, στην «Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα» του, μένουν όμως άπειρες ακόμα ανέκδοτες σε ξένα ιστορικά αρχεία και κατά δεύτερο λόγο από λίγους υστερόχρονους ιστορικούς, που γράψαμε βιβλία για την Επανάσταση και κάμαν αναδρομές πίσω προς τα χρόνια τα παλιότερα.

Από της δεύτερης αυτής τάξης τα έργα τα ιστορικά είναι πολύ λίγα ακόμα ανέκδοτα, καθώς το έργο του μακαρίτη νομάρχη Κοντάκη, αν και δεν ξέρουμε καλά-καλά το περιεχόμενό του.

Δεύτερο ανέκδοτο χειρόγραφό είναι τ’ απομνημονεύματα του μακαρίτη γερουσιαστή κι’ από τους προύχοντες Μοραΐτες του 1821, του Παν. Παπατσώνη, που μας παραδίνει πολύτιμα ιστορικά περιστατικά των πριν από το 1821 χρόνων. Το πρωτότυπό τόχω πρόχειρο στον κάθε περίεργο. Λένε πώς και ο Κανέλλος Ντεληγιάννης άφησε χειρόγραφο έργο, μα ως την ώρα κανείς δεν το είδε. Τελευταία έρχονται τ’ ατίμητα σημειώματα του Ρήγα Παλαμίδη, αγωνιστή του 1821 και επίσημου πολιτικού Μοραΐτη, από πατέρα Μοραγιάνη, προύχοντα της Τριπολιτσάς, που είχε κάμει, και γραμματικός κοντά στον πασσά του Μοριά και γνώριζε περίφημα τα πράματα τα πριν από το 1821. Τέλος από τής τυπωμένες πηγές πολύ σπουδαία είναι τα βιβλία των ξένων περιηγητών.

 

Κλέφτες του Μοριά – Μελέτη ιστορική από νέες πηγές βγαλμένη 1715-1820

 

Γυρίζω στα έργα τα γραμμένα για την Επανάσταση του 1821 από γραφιάδες Μοραΐτες, που, καθώς είπα, κάνουν αναδρομές πίσω προς τα χρόνια τα παλιότερα. Έχει κανείς εδώ ένα παράξενο φαινόμενο μπροστά του. Όλοι αυτοί οι ιστορικοί, πού ζήσανε και δράσανε κατά την Επανάσταση, όλοι, χωρίς εξαίρεση, είναι πολιτικοί και στρατιωτικοί σύντροφοι του στρατηγού Θ. Κολοκοτρώνη·  όχι απλοί οπαδοί, άλλα και σύμβουλοί του κ’ υποτακτικοί, και συγγενείς του – μα έγραψε και ο ίδιος ο Γέρος του Μοριά.

Από τους αντιπάλους του, προύχοντες είτε στρατιωτικούς, κανείς δεν αποφάσισε να γράψει, αν όχι για να χτυπήσει το Θεοδωράκη, αλλά να παραστήσει τον αγώνα του Μοριά κατά την κρίση του, στα χρόνια του πολέμου, ή το λιγότερο να υπεράσπιση το δικό του έργο, το πρόσωπο που έπαιξε ο ίδιος, ή ακόμα ποιό λιγότερο ν’ απάντηση σ’ όσα γραφτήκαν από τους φίλους ή συγγενείς του Κολοκοτρώνη. Και είναι να μακαρίζει κανείς το Γέρο του Μοριά, που ευτύχησε ν’ απόχτηση τόσους ιστορικούς και τόσους υμνητές των έργων του. Το φαινόμενο τούτο, τ’ αποκλειστικό και μονόπλευρο, του πλήθους των ιστορικών βιβλίων που γραφτήκαν από Κολοκοτρωνιστές – ας τους πούμε μ’ αυτό τ’ όνομα το επιγραμματικό – δε μπορεί να εξηγηθεί μοναχά από τη θερμή αγάπη και το θαυμασμό των γραφιάδων συντρόφων ή συμπολεμιστών του Γέρου.

Το φαινόμενο δε μπορεί να είναι έτσι φυσικό και τυχαίο. Ο Θοδωράκης, μετά τα 1834, πλούσιος και ξαπλωμένος ποιά στης δάφνες του, δεν έμεινε αδιάφορος για το ιστορικό του όνομα και το έργο του, που θα παραδινότανε στην ιστορία. Γνωστικός πάντα και προβλεφτικός, καθώς ήτανε και στα πολεμικά του χρόνια, σκέφτηκε πολύ σωστά να βάλει γερά ταμπούρια – άλλου είδους όμως αυτά – τριγύρω στην ιστορική του μνήμη, και τα ταμπούρια αυτά, άμα εκείνος έλειπε από τον κόσμο, ν’ αντιστέκονται και να πολεμάνε τους παλιούς εχτρούς του. Εδώ μοναχά ο Γέρος είναι που λαθεύτηκε. Δε λέω, κανένας ως αυτή την ώρα δε βρέθηκε να του φιλονικήσει το έργο του το πολύμορφο. Ίσα – ίσα μάλιστα, όλο βγαίνουν καινούργιοι θαμαστές του και υμνητές.

Ο τελευταίος ως την ώρα, ο Τάκης Κανδηλώρος, δεν είναι απλός μοναχά θαμαστής είτε υμνητής του Γέρου, μα φιλοδόξησε να γίνει ιστορικός του, με σκοπό χαραγμένο από πρώτα, να σβήσει κάθε μελανό σημάδι από τη ζωή του Θ. Κολοκοτρώνη και των προγόνων του.

Εδώ έχω σκοπό να μιλήσω μοναχά για το έργο του «Ο Αρματωλισμός της Πελοποννήσου», 1924. Στο βιβλίο τούτο ο συγγραφέας μεταχειρίστηκε, μαζί με το σωρό των φιλοκοτρωνικών βιβλίων, που τα περισσότερα μιαν έχουνε πηγή και μόνη το στόμα του Θοδωράκη, και όλες τις άλλες γνώριμες πηγές, δικές μας ή ξένες. Φυσικά του ξεφεύγουν απ’ αυτές τις δεύτερες καμπόσες, π.χ. τα βιβλία του Leak κι’ άλλων ξένων περιηγητών. Γράφοντας όμως εγώ κατόπι από τον Κανδηλώρο έχω να προσθέσω κι’ άλλα ανέκδοτα βοηθήματα που μίλησα ποιό πάνου γι’ αυτά, δηλ. τα χειρόγραφα Παπατσώνη, Παλαμίδη κλπ.

Ήθελα όμως, πριν προχωρήσω στη μελέτη μου, να πω λίγα λόγια για τις καθαρά Κολοκοτρωναïκές, όπως τις είπα, πηγές. Πρώτη έρχεται η ιστορία του Α. Φραντζή· αν και κληρικός, ανακατεύτηκε πολύ στα – κόμματα τα τοπικά του Μοριά και τα γενικά της Επανάστασης. Φανατικός του Κολοκοτρώνη, τοπικιστής στενός, εχτρός των Μοραϊτών προυχόντων, προκάλεσε πολλά μίση με το έργο του, μέσα και όξω από το Μοριά. Η ιστορία του Φραντζή, με όλα όσα είπα ποιό πάνου, είναι πολύτιμη για όσα γράφει αναφερόμενα στα πριν από την Επανάσταση χρόνια· κι’ αφού τυπώθηκε νωρίτερα από του Θ. Κολοκοτρώνη την αυτοβιογραφία, δεν είναι επηρεασμένη από τα γραφόμενα του Γέρου, είναι όμως από τα λεγόμενά του, αν και όσα έγραψε ο Φραντζής περί Κάπων Κολοκοτρωναίων βέβαια δε θ’ αρέσανε στο Γέρο. Του Φραντζή ο θαυμασμός δεν είχε, φαίνεται, καθαρά απρόσωπα ελατήρια,  του φτάναν όμως τα τοπικά του, τα στενά και φανατικά.

Έρχεται στη σειρά η αυτοβιογραφία του Γέρου· στο βιβλίο αυτό, το μέρος που κάνει λόγο για τα πριν από το 1821 πράγματα είναι τρομερά φτωχικό, σημάδι πως  άνθρωπος τόσο πλούσιος στα λόγια, καθώς και στα έργα του, δεν ήξερε περισσότερα να πει. Όσο για τη διήγηση των από το 1821 και κάτου περιστατικών, και πάλι ο Γέρος γίνεται πολύ ακριβός, τόσο που σε κάνει ν’ απορείς.

Που είναι εκείνοι οι λόγοι, που τραβούσανε γύρω του ολάκερο λαό; Που η λαϊκή του φαντασία, τ’ αμέτρητα του ανέκδοτα και χωρατά, που σέρνανε κοντά του μαγεμένο τον πολεμιστή, που το καθάριο εκείνο μοραΐτικο πνεύμα, που κέρδιζε το γέλιο του φίλου μα και του εχτρού; Από μια ζωή τόσο πολύπλοκη και δραστική περίμενε κανείς πέντε το λιγότερο τόμους κι’ όχι έναν, κι’ αυτόν τόσο μισερόν.

Ο Τερτσέτης, που λέει πως έγραψε από το στόμα του τη διήγησή του, παρασταίνει πόσο βασανίστηκε ως που να καταφέρει το Γέρο να μιλήσει, και δεν είναι παράξενο. Για τον Κολοκοτρώνη είχανε ποιά σωθεί τα λόγια μαζί με τα έργα τα παλιά. Η καλοσύνη της καρδιάς του δεν τον άφηνε κανένα να πικράνει. Έμπα κ’ έβγα στο Παλάτι, παιδιά μεγάλα μ’ αξιώματα αυλικά και πολιτικά, συμπεθεριές με Φαναριώτες – κι’ ο Γέρος άλλαξε χαρτί, γίνηκε διπλωμάτης, προσεχτικός στα λόγια του, και γι’ αυτά όλα δεν υπαγόρεψε με πολύ μεγάλη όρεξη τη ζωή του, κι’ απ’ ό,τι υπαγόρεψε χωρίς άλλο έσβησε πολλά, καθώς το δείχνουν οι σύντομες φράσεις, τα μασημένα λόγια με τ’ αποσιωπητικά, το ύφος συχνά το δισταχτικό. Τί τα θέλετε· το βιβλίο του Γέρου αν δεν καθρεφτίζει το έργο του το μεγάλο και πλούσιο σ’ αμέτρητα περιστατικά, καθρεφτίζει όμως το χαραχτήρα του τον όχι σταθερό, τη γνώμη του την όχι ασάλευτη, την περίεργη απόφαση που είχε λάβει να μην τα πει όλα ενώ αποφάσιζε να διηγηθεί τη ζωή του. Άλλαξε τάχα ο χαραχτήρας του μαζί με τα χρόνια; Δεν το πιστεύω. Γιατί, πέστε μου, πως έβαλε τον ακράτητό του θαμαστή Ν. Σπηλιάδη, τον πιστό του Μιχ. Οικονόμο, τον υπασπιστή του Φωτάκο, τα παιδιά κι’ αγγόνια του να γράψουν και να υπερασπιστούν το έργο του; Ο Γέρος ήταν ο ίδιος ο παλιός, ο πολυπρόσωπος και πολυφάνταχτος, ο χαραχτήρας ο εγκεφαλικός, που όλα τα υπόταζε στην κρίση μα και στη φιλοδοξία του.

Το έργο του Ν. Σπηλιάδη, πολύτιμο για την πολιτική ιστορία του Αγώνα, είναι φανατικά τοπικό, πιστά Κολοκοτρωνικό. Ο χρηστότατος Σπηλιάδης «πελοποννησιάζει», καθώς λέει ο βιογράφος του Γιάννης Φιλήμονας, κι’ αυτός φίλτατος του Γέρου και ομόγνωμος του στα πολιτικά. Πελοποννησιάζει, μα και σφοδρά κολοκοτρωνίζει, λέω εγώ. Όσα αποβλέπουν τη ζωή των Κολοκοτρωναίων πριν από το 1821 τα πήρε ο Σπηλιάδης, χωρίς άλλο, από το στόμα του Γέρου, το ίδιο, χωρίς άλλο, πρέπει να πούμε και για το Φιλήμονα, θερμότατον Κολοκοτρωνιστή, μ’ όλο το ξύλο που έφαγε κατά το 1826 από το χέρι του Γέρου.

Για τα ιστορικά έργα του Φωτάκου δεν είναι ανάγκη ν’ αποδείξω πως όλα είναι γραμμένα κάτου από τη ματιά την προστατευτική του Γέρου. Ο γιός του Γέρου Γενναίος με τα ιστορικά του έργα από τη μια μεριά, όσο για τα χρόνια της ’Επανάστασης, στάθηκε δυνατός υπερασπιστής του έργου του πατέρα του μα και του δικού του, όσο όμως για τα πριν από το 1821, ο Γενναίος πλούτισε με προσθήκες δικές του παραπανιστές τα γραμμένα του πατέρα του). Ο παλιός γραμματικός του Θ. Κολοκοτρώνη Μ. Οικονόμος δανείστηκε πολλά από την αυτοβιογραφία του Γέρου, μα ως γνώστης των περασμένων, των πριν από το 1821, πρόσδεσε περί Καπών του Μοριά πράματα που θα θυμώνανε το Γέρο, αν ζούσε.

Ο Θ. Κολοκοτρώνης δεν ήθελε ν’ ακούει πως οι προγονοί του, και ο ίδιος, δουλέψανε σε κοτζαμπάσηδες Μοραΐτες – αυτοί ήτανε το μίσος του από τα χρόνια του χαλασμού των Κολοκοτρωναίων  – ως Κάποι, και γι’ αυτό στην αυτοβιογραφία του μιλεί όχι για Κάπους, παρά γι’ Αρματολούς Κολοκοτρωναίους, και ενώ αναφέρει τις επαρχίες που δούλεψε κάθε φορά ένας Κολοκοτρώνης, ξεχνάει να βάλει τ’ όνομα του κοτζαμπάση του επαρχιώτη, που είχε Κάπο στη δούλεψή του έναν από το σοι του.

Αυτή την αδυναμία την απόχτησε ο Θοδωράκης αρχίζοντας ο πρώτος χρόνος της Επανάστασης, και μαζί μ’ αυτόν αρχίζοντας η τρομερή φαγούρα που χώρισε το Μοριά σε δυο κόμματα, ή καλύτερα κομμάτια, το πολεμικό και το πολιτικό. Ο Θοδωράκης, ζώντας στα Εφτάνησα, γνωρίστηκε πολύ με τους Αρματολούς τους Ρουμελιώτες, και γυρίζοντας στο Μοριά αγαπούσε ποιά να καμαρώνη όχι σαν παλιός Κάπος Μοραΐτης, παρά σαν Αρματολός.

Ο Μοριάς, που έβγαλε τόσα παλικάρια και κατά τον Αγώνα και πρωτύτερα, πάντα ζήλευε, μα και ζηλεύει – και τιμή του είναι για αυτό – τη Ρουμελιώτικη παλικαριά, είδος Ελληνικού ιπποτισμού, που αιώνες αρματωλικής ζωής κληρονομικής – όχι Κλέφτικης μοναχά – την πλάσανε και την κάνανε τόσο όμορφη και τη στολίσανε με τόσες παραδόσεις και νόμους αυστηρούς, άγραφους. Μια παροιμία μοραΐτικη λέει: «Στη Ρούμελη είναι η λεβεντιά και στο Μοριά η γνώση», και η παροιμία αυτή είναι η φυσική γνώμη του λαού του αληθινού, του Μοραΐτη, που είπε μιαν αλήθεια ιστορική. Θα δείτε όμως στό γ’ μέρος του βιβλίου, το λαογραφικό, όχι ποιά του λαού του αληθινού τ’ αγνό δημιούργημα, τ’ αληθινά τραγούδια του, άλλα τού λογιώτατου του διαστρεμμένου την ανόητη προσπάθεια να δημιουργήσει, με δανείσματα από τη Ρουμελιώτικη λαϊκή ποίηση, και να πλάση με την πρώτη αυτή ζύμη τραγούδια ψεύτικα ή μισοψεύτικα, και όλα αυτά μ’ ένα σκοπό· να δημιουργήσει ηρωική ποίηση, αρματωλική περήφανη ζωή τριγύρω στους κατατρεγμένους Κλέφτες του Μοριά.

Να πει κανείς την αλήθεια, τα δημοσιευμένα έργα των ιστορικών, των συντρόφων του Θοδωράκη, που τ’ αράδιασα λίγο ποιό πάνου, δε μπορούνε να λογαριαστούν ως ιστορικές πηγές χωριστές, ή μια όξω από την άλλη, παρά ως αυλάκια που από μια και μόνη ξεκινάνε πηγή, από το στόμα του Γέρου, και ενώ χύνονται κι’ απλώνονται μέσα στην ιστορία την εθνική, φαίνονται σαν ο ίδιος σκοπός, το ίδιο χέρι να τα κυβερνάει, ο σκοπός να δημιουργήσουνε παλιά παράδοση ιστορική, θρύλο ηρωικό τριγύρω στο όνομα των Κολοκοτρωναίων. Κ’ ο σκοπός αυτός ευκολότερα καταφέρνετε αφού, καθώς είπα, άλλες πηγές σύγχρονες της ιστορίας του Μοριά, πριν από το 1821, δε φανήκαν ως την ώρα τούτη· πηγές ντόπιες, που να γλύτωσαν από του καιρού το πέρασμα. Η ιστορία όμως έχει κι’ αυτή τη μοίρα τη δική της, και να που ελπίζω να προσθέσω ποιο πλούσιο υλικό – και ποιό γνήσιο – απάνου σ’ αυτό που ίσαμε τώρα έχει δοθεί στο φως.

Εδώ τελειώνει η σύντομη κριτική εξέταση των πηγών, και μπαίνω ίσα στο θέμα μου…

 

Για την ανάγνωση του βιβλίου του πατήστε διπλό κλικ στον σύνδεσμο: Γιάννης Βλαχογιάννης, Κλέφτες του Μοριά, Αθήνα, 1935.

 

Read Full Post »