Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Οθωμανική Αυτοκρατορία’

Η Σμύρνη με το βλέμμα του Νικολάου Δραγούμη – Στοχασμοί για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ρωξάνη Δ. Αργυροπούλου


 

Στα μέσα του 19ου αιώνα η Σμύρνη κατέχει μία ξεχωριστή θέση στη νεοελληνική ταξιδιωτική λογοτεχνία καθώς συνιστούσε έναν ελκυστικό ταξιδιωτικό προορισμό[1]. Εκτός από τους ακατάλυτους δεσμούς που συνέδεαν την ελληνική κοινότητα με το εθνικό κέντρο, υπήρχε διάχυτη η αίσθηση ότι η εμβληματική αυτή μητρόπολη της Ιωνίας υπερείχε των πόλεων του ελληνικού κράτους για το επίπεδο και την ποιότητα ζωής.

 

Άποψη της Σμύρνης. Abraham Storck (Άμπραχαμ Στορκ), 18ος αιώνας.

 

Ένα επίλεκτο μέλος της αθηναϊκής κοινωνίας, ο νεαρός πολιτικός Γεώργιος Γ. Κοζάκης-Τυπάλδος, σχετικά σημειώνει: «Εν γένει υπό την υλικήν έποψιν οι Σμυρναίοι εισί πολύ πλέον πεπολιτευμένοι από ημάς τους κατά την ελευθέραν Ελλάδα Έλληνες, και τη αληθεία (μ᾽όλας μας τας αξιώσεις) νομίζω, ότι και διανοητικώς δεν υπερτερούμεν αυτούς κατά πολύ»[2].

H λαμπρή αυτή κοσμόπολη που στα νεότερα χρόνια συγκροτήθηκε από μεταναστευτικά πληθυσμιακά ρεύματα, σταδιακά  σημείωσε αλματώδη οικονομική πρόοδο λόγω των γεωπολιτικών συνθηκών και των διεθνών της προσβάσεων[3]. Πρόκειται πλέον για την ανθοφορούσα και πολυεθνική Σμύρνη[4] όπου το ελληνικό στοιχείο συνιστούσε τον αξιολογότερο οικονομικό και κοινωνικό  παράγοντα[5]. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Kλεφταρματολισμός 


 

Στις παραδοσιακές κοινωνίες η ληστεία στην ύπαιθρο αποτελούσε διαδεδομένο φαινόμενο που το ευνοούσαν διάφοροι παράγοντες, όπως οι ελλιπείς πόροι ζωής, το χαμηλό βιοτικό επίπεδο, η μεγαλύτερη, σε σχέση με σήμερα, χρήση της σωματικής βίας, οι ανεπαρκείς μηχανισμοί ασφάλειας και η αδυναμία επιβολής της τάξης, ιδίως στις απομακρυσμένες από το κέντρο επαρχίες των μεγάλων αυτοκρατοριών.

Όπως έδειξε ένας μεγάλος ιστορικός του 20ού αιώνα, ο Eric Hobsbawm, στη μελέτη του Ληστές [α’ έκδοση 1966], συχνά στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες συναντάται στο ίδιο πρόσωπο ο κοινωνικός ληστής (δηλ. ο ληστής που έχει έναν κοινωνικό στόχο) – όρο που εισήγαγε στη διεθνή ιστοριογραφία ο ίδιος – με τον εξεγερμένο παράνομο. Τέτοιοι ληστές δεν εθεωρούντο από το λαό εγκληματίες, αλλά υπερασπιστές της κοινωνικής δικαιοσύνης, που τα κατορθώματά τους έχουν διασωθεί από την ιστορία ή το θρύλο.

Oι Βαλκάνιοι χαϊδούκοι ή οι κλέφτες, οι μπαντίτι του ιταλικού νότου, οι μπαντολέρος της Aνδαλουσίας και άλλοι σε άλλες χώρες θεωρούνται κοινωνικοί ληστές. Από τέτοιους ληστές (κλέφτες στον ελληνικό χώρο) ξεπηδούσαν, συχνά, οι επαναστάτες. H παλαιότερη ελληνική ιστοριογραφία (Kαμπούρογλου, Σφυρόερας, Bακαλόπουλος κ. ά.) υπερτόνισε τον εθνικό-αντιστασιακό ρόλο που διαδραμάτισαν στα προεπαναστατικά χρόνια και το 1821 τα σώματα των κλεφταρματολών. Αντίθετα άλλοι νεότεροι ιστορικοί (Aσδραχάς, Πολίτης, Kοντογιώργης κ. ά), βλέπουν τους κλέφτες του ελλαδικού χώρου μέσα από το ερμηνευτικό σχήμα της κοινωνικής ληστείας του Hobsbawm ως πρωτεργάτες της πρωτόγονης – δηλαδή της όχι ώριμης – επανάστασης. Οι επισημάνσεις αυτές θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε το ζήτημα που θα μας απασχολήσει παρακάτω.

1. H φυγή προς τα όρη και η οθωμανική εξουσία: οι κλέφτες

 

Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η ληστεία ήταν παρούσα σε όλες σχεδόν τις περιοχές της· ιδίως στις ορεινές. Φαίνεται όμως ότι παρουσίασε μία ιδιαίτερη έξαρση από τα τέλη του 16ου αι. και μετά που οφειλόταν, κυρίως, στην αύξηση της φορολογίας και στην επιδείνωση των συνθηκών ζωής ιδίως του χριστιανικού αγροτικού πληθυσμού, στις καθημερινές ταπεινώσεις που υφίστατο και, ως συνέπεια αυτών, στη μετακίνηση πολλών σε ορεινούς οικισμούς για την εξασφάλιση μιας πιο «ελεύθερης» διαβίωσης, απαλλαγμένης από τις καταπιέσεις που συνεπαγόταν η γειτνίαση με τα κέντρα της τουρκικής εξουσίας. Για την επιβίωση βέβαια μέσα σε δυσμενείς συνθήκες, λόγω του άγονου και ορεινού εδάφους, χρειαζόταν σκληρός αγώνας.

Προσωπογραφία κλέφτη από τη Στερεά Ελλάδα. Δημοσιεύεται στο: Belle Henri, «Trois années en Grèce». Παρίσι, Librairie Hachette, 1881. Συλλογή: Βιβλιοθήκη Μουσείου Μπενάκη.

Στους ορεινούς αυτούς οικισμούς, πρωτίστως, δημιουργήθηκε η νοοτροπία και η ψυχοσύνθεση του ληστή και του αντάρτη, του ανυπότακτου που αρνείται να συμβιβαστεί με τη «νόμιμη» εξουσία και στρέφεται για την επιβίωσή και τη συντήρησή του στην αρπαγή και στη ληστεία. Από τους οικισμούς αυτούς, κυρίως, προήλθαν οι κλέφτες οι οποίοι γύρω στα τέλη του 18ου αι. αποτέλεσαν την έκφραση ενός «φιλελευθερισμού» που απλώθηκε σε όλο τον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο. Όσον αφορά τους μουσουλμάνους ληστές, μία βασική αιτία που τους έσπρωχνε στη ληστεία ήταν η επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των έμμισθων στρατιωτών που απολύονταν από τον στρατό, σε μία προσπάθεια του οθωμανικού κράτους να περιορίσει τα κρατικά έξοδα.

Tα όρη συνιστούν έναν χώρο όπου περιφέρεται ελεύθερα ο ένοπλος και όπου η εξουσία δεν μπορεί να επεκτείνει τον έλεγχό της. Tα οθωμανικά δικαστικά έγγραφα μιλούν για «περιφερόμενους ελευθέρως εις τα όρη κακούργους». (περισσότερα…)

Read Full Post »

Οι Εβραίοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: πλευρές της ζωής και της δράσης τους – Μαρία Ευθυμίου


 

Η ιστορία των Εβραίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν αρχίζει το 1453 με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης ούτε, περισσότερο, το 1492 με την εκδίωξη των σεφαραδιτών Εβραίων από την Ιβηρική χερσόνησο και την εγκατάστασή τους στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι γεγονός ότι η εντυπωσια­κή παρουσία, κατά τον 16ο αιώνα, των Εβραίων της Ιβηρίας στον οθωμανικό χώρο είχε στρέψει για δεκαετίες τις ιστορικές μελέτες στη δράση των χιλιάδων αυτών σεφαραδιτών, που κατέφυγαν, στο τέλος του 15ου αιώνα στις πόλεις της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας.[1]

Υπογεγραμμένο αντίγραφο από το Διάταγμα της Αλάμπρα, με το οποίο περίπου 200.000 Εβραίοι εκδιώχθηκαν από την Ισπανία το 1492.

Μελέτες που δημοσιεύτηκαν, ωστόσο, κατά την τελευταία δεκαπενταετία εστίασαν το ενδιαφέρον τους στην προ του 1492 ιστορία των Εβραίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δίνοντας στο φως νέα στοιχεία και επιτρέποντας σημαντικά συμπεράσματα: οι μελέτες του Mark Alan Epstein, του Aryeh Shmuefle-vitz [2] και άλ­λων έδειξαν ότι η δράση των προ του 1492 Εβραίων της Οθωμανι­κής Αυτοκρατορίας προετοίμασε όχι μόνον τη βάση της οικονομικής παρέμβασης των μεταγενεστέρων, αλλά και διαμόρφωσε τους όρους της κοινωνικής τους συνύπαρξης με την υπόλοιπη οθωμανι­κή κοινωνία. Όπως έδειξαν οι ίδιες αυτές μελέτες, οι όροι αυτοί διαμορφώθηκαν κυρίως μέσα από την εμπειρία κατάκτησης της ίδιας της ενδοεβραϊκής αφομοιωσιμότητας των εβραϊκών ομάδων, που, από τον 14ο αιώνα και εξής, βρίσκουν απ’ όλες τις γωνιές της Ευρώπης καταφύγιο στον οθωμανικό χώρο.

Οι μελέτες που εστιάζουν στο εβραϊκό οθωμανικό φαινόμενο συμφωνούν σε ένα σημείο: η Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι προελαύνοντες Τούρκοι δεν απετέλεσαν για τους Εβραίους της Βαλκανικής και των πρώην βυζαντινών εδαφών πραγματικότητα τρόμου και αρνητικών αισθημάτων. Η μουσουλμανική φιλοσοφία της συνύπαρξης των μουσουλμάνων με τους μονοθεϊστές «λαούς της Βίβλου», Εβραίους και Χριστιανούς, καθώς και τα δείγματα γραφής που είχαν οι Οθωμανοί ήδη δώσει κατά την πρώιμη επέ­κτασή τους, [3] έδωσαν στους Εβραίους των βαλκανικών εδαφών ένα αίσθημα εμπιστοσύνης σε σχέση με την προσωπική τους τύχη, στην περίπτωση που οι πόλεις όπου διαβίωναν απορροφούνταν από την ανδρούμενη Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Έτσι, από νωρίς, η νέα πρωτεύουσα των Οθωμανών στην Βαλκανική, η Αδριανούπολη, αποτελεί, μετά το 1365, πόλο έλξης για τους Εβραίους κατοί­κους των πόλεων της χερσονήσου, Βυζαντινών και μη, που βρί­σκονται σε παρακμή και αγωνία. Από τη χρονολογία αυτή και για δύο ακόμη αιώνες τα κύματα μετακίνησης Εβραίων προς τη φιλό­ξενη για τους Εβραίους Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν θα λείψουν: στα 1376 Εβραίοι από την Ουγγαρία, στα 1394 Εβραίοι από τη Γαλλία, στο πρώτο μισό του 15ου αιώνα Εβραίοι από τη Σικε­λία, στη δεκαετία του 1390 Εβραίοι από την Ιβηρική χερσόνησο, στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα Εβραίοι από τη Βαυαρία βρίσκουν το δρόμο τους στις οθωμανικές πόλεις της Βαλκανικής. [4] Οι μετακινήσεις αυτές θα αλλάξουν τη δημογραφική σύνθεση των πό­λεων αυτών και θα αλλοιώσουν την παγιωμένη κοινοτική και θρη­σκευτική ζωή των παλαιότατων ελληνόφωνων ρωμανιώτικων εβραϊκών κοινοτήτων που βρίσκονται στα πρώην βυζαντινά εδάφη της ελληνικής χερσονήσου και της Θράκης. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Κριτική βιβλίου – Δ. Κιτσίκη, «Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 1280-1924», σειρά: Πολιτική και Ιστορία 29, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 21988, σσ. 243. 


 

 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» κριτική της Δρ. Αλεξάνδρας Ροζοκόκη, Διευθύνουσας του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής και Λατινικής Γραμματείας στην Ακαδημία Αθηνών, που αφορά στο βιβλίο του Δ. Κιτσίκη με τίτλο:

Δ. Κιτσίκη, «Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 1280-1924», σειρά: Πολιτική και Ιστορία 29, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 21988, σσ. 243.

 

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του ο κ. Κιτσίκης*, ο οποίος διετέλεσε καθηγητής ιστορίας των διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο της Οττάβας, διατείνεται ότι «η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρξε όχι μόνον η πολιτιστική αλλά και η πολιτική έκφραση του ελληνισμού»· γι’ αυτό αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο με σκοπό ν’ αποδείξει ότι «η Οθωμανική Αυτοκρατορία όχι μόνον δεν υπήρξε μια περίοδος “400 χρόνων σκλαβιάς” για τον ελληνισμό αλλά, αντιθέτως, ένα λαμπρότατο (!) οικοδόμημα της παγκόσμιας ιστορίας» (σ. 19).

Στην προσπάθειά του υποπίπτει σε πολλές αντιφάσεις και αλλοπρόσαλλη επιχειρηματολογία. Π.χ. τα προνόμια που ο Μωάμεθ Β΄ παραχώρησε στην ορθόδοξη εκκλησία πώς έθεταν «τις βάσεις τής από κοινού ελληνοτουρκικής κυριαρχίας», τη στιγμή που επίσημη γλώσσα του κράτους ήταν η οθωμανική (δηλ. ένα μείγμα από αραβικά, περσικά και τουρκικά), επίσημη θρησκεία η μουσουλμανική και κυρίαρχος λαός ο τουρκικός (σσ. 39-40); Πόσο προστατευτική σημασία περιέκλειε η λ. ραγιάς (= κοπάδι) για τους χριστιανικούς λαούς της αυτοκρατορίας (σ. 31) οι οποίοι ήταν υπόδουλοι και ανελεύθεροι; Εάν μάλιστα ήθελαν ν’ ανέλθουν σε ανώτερα αξιώματα ή στην ανώτερη κοινωνική τάξη έπρεπε οπωσδήποτε να εξισλαμιστούν (βλ. περίπτωση Εβρενού και βυζαντινής πριγκίπισσας, σ. 55, 101). Πόσο «οικειοθελώς» γίνονταν οι εξισλαμισμοί (σ. 192), όταν αυτοί αποτελούσαν τον μόνο τρόπο για μια αξιοπρεπή ανθρώπινη επιβίωση; Πώς η αυτοκρατορία των Οσμανιδών «υπήρξε αυτοκρατορία των Ρωμηών» (σ. 65), τη στιγμή που οι Ρωμιοί είχαν χάσει την πρώτη θέση και είχαν υποταχθεί, προσπαθώντας να επιβιώσουν ως «δεύτερος λαός» (σ. 105); Ποια ισότιμη συνύπαρξη μεταξύ Οθωμανών δυναστών και Ελλήνων υποδούλων ήταν δυνατή; Ένα αποδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η εκτέλεση του Μιχαήλ Καντακουζηνού από τον οθωμανό αυτοκράτορα Μουράτ Γ΄, επειδή ο Μουράτ «ανησυχούσε να βλέπει τον Μιχαήλ τόσο ισχυρό» (σ. 110). Τι περιθώρια βελτίωσης βιοτικού επιπέδου επέτρεπαν στους ραγιάδες οι οθωμανοί δυνάστες, όταν αδιάλειπτη επιδίωξή τους ήταν να παραμένει ο καθένας στην τάξη του προκειμένου να διατηρηθεί η κοινωνική αρμονία (σ. 87); Πώς μπορούσαν να επικοινωνούν απρόσκοπτα και να συμβιώνουν αρμονικά δύο λαοί με μεγάλες διαφορές στο επίπεδο του πολιτισμού; Όταν το 1280 ο Οσμάν Α΄, ένας φύλαρχος με κύριο μέλημα να εξασφαλίζει στους συντρόφους του καλά λιβάδια για βοσκή και πλούσια λάφυρα, ίδρυε τη νομαδική τουρκομάνικη ηγεμονία (σ. 66, 68), οι Έλληνες είχαν ήδη πίσω τους έναν λαμπρό πολιτισμό 28 περίπου αιώνων. Ποια ελληνοτουρκική ομοσπονδία ήταν δυνατόν να επιθυμεί ο Ατατούρκ, τη στιγμή που δεν αντιμετώπιζε τους Έλληνες εξ ίσου με τους Τούρκους; Απόδειξη ότι δεν αντικατέστησε το αραβικό αλφάβητο της τουρκικής γλώσσας με το ελληνικό αλλά με το λατινικό, επειδή φοβόταν (όπως οι προγενέστεροί του οθωμανοί σουλτάνοι) τον κίνδυνο αφομοίωσης των Τούρκων από τους Έλληνες. Ο Ατατούρκ δεν θα μπορούσε ποτέ ν’ αποδεχθεί τα ελληνικά, γλώσσα «συνδεδεμένη με μια θρησκεία διαφορετική απ’ αυτή των Τούρκων» (σσ. 66-67).

 Σε «ενδιάμεσες περιοχές» (σ. 150 κ.ε.) και «ειδικές θάλασσες» (σ. 204) μπορεί κανείς ν’ αναγάγει πολλές περιοχές του πλανήτη γη. Δεν βλέπω όμως να γίνεται λόγος «για γαλλογερμανική ομοσπονδία» ή «αγγλογαλλική συνομοσπονδιακή κυβέρνηση» και «κράτος της Μάγχης», όπως ο συγγραφέας προπαγανδίζει το «κράτος του Αιγαίου». «Κράτος Αιγαίου» δεν υπήρξε ποτέ στην ιστορία ούτε είναι δυνατόν ένα τέτοιο κατασκεύασμα να καταστεί βιώσιμο, καθώς οι Έλληνες και οι Τούρκοι αποτελούν λαούς με διαφορετική κουλτούρα, γλώσσα, θρησκεία που δεν τους επιτρέπουν να βαδίσουν έναν κοινό δρόμο. Όταν υπάρχουν μεγάλα προβλήματα συμπόρευσης μεταξύ των δύο Τουρκιών (δυτικά και ανατολικά της Άγκυρας χωρίς καμιά βαθιά συγγένεια μεταξύ τους, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας στη σ. 200), τότε πώς είναι δυνατόν να συμβιώσουν αρμονικά σε μία συνομοσπονδία λαοί τόσο διαφορετικοί όπως οι Έλληνες και οι Τούρκοι;

Μια ακόμη παρατήρηση: η αλλοίωση πηγών με αυθαίρετο κόψιμο – ράψιμο των τμημάτων τους, δεν χαρακτηρίζει σοβαρή και αξιόπιστη ιστορική προσέγγιση. Έτσι, ο συγγραφέας θέτει ως μότο του βιβλίου ένα δικό του κατασκεύασμα αναμιγνύοντας φράσεις του Ρήγα Φεραίου, οι οποίες αν ιδωθούν απείραχτες και στο σύνολο του κειμένου τους αναδίδουν ένα διαφορετικό μήνυμα. Παραθέτω τα δύο κείμενα προκειμένου να κρίνει ο αναγνώστης:

Α. κείμενο Κιτσίκη (σ. 9) «Η Οθωμανική αυτοκρατορία υπήρξε “το πλέον ωραιότερον βασίλειον του κόσμου, οπού εκθειάζεται πανταχόθεν από τους σοφούς”» (Ρήγας Φεραίος, σχέδιο συντάγματος, 1797), Β. κείμενο Ρήγα (σ. 159) «Στοχαζόμενοι ότι ο τύραννος ονομαζόμενος σουλτάνος κατέπεσεν ολοτελώς εις τας βρωμεράς θηλυμανείς ορέξεις του…και το πλέον ωραιότερον βασίλειον του Κόσμου, όπου εκθειάζεται πανταχόθεν από τους σοφούς, κατήντησεν εις μίαν βδεληράν αναρχίαν, τόσον ώστε κανένας… δεν είναι σίγουρος μήτε δια την ζωήν του, μήτε δια την τιμήν του, μήτε δια τα υποστατικά του…κηρύττεται…».

Ποια «κοινή οθωμανική πατρίδα» είχαν προδώσει οι Έλληνες σύμφωνα με την κατηγορία που τους προσήπταν οι Τούρκοι τον 19ο αι. (σ. 153), όταν αυτή η «πατρίδα» τούς φερόταν με τον στυγερό τρόπο που περιγράφει παραπάνω ο Ρήγας; Γιατί ο συγγραφέας δεν αναφέρεται στις φρικτές σφαγές της Χίου ή των Ποντίων; Έτσι, δεν ισχύει η ρομαντική άποψή του (σ. 182) ότι οι Έλληνες και οι Τούρκοι αποτελούσαν δύο λαούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας «που είχαν επωφεληθεί το περισσότερο (!) απ’ αυτήν».

Κοντολογίς, οι δύο λαοί πρέπει σήμερα να μάθουν να συνυπάρχουν σε πνεύμα ειρήνης, αρμονίας, σεβασμού και συνεργασίας, ζώντας καθένας στον δικό του γεωγραφικό χώρο όπως αυτός έχει οροθετηθεί από διεθνείς συνθήκες. Όποιος πολίτης επιθυμεί για προσωπικούς λόγους να εγκατασταθεί στη χώρα του άλλου (χωρίς όμως να σπέρνει ζιζάνια), ας έχει κάθε δικαίωμα να το πράξει. Μια συνομοσπονδία – αχταρμάς θα επιφέρει επικίνδυνη νόθευση της αξιόλογης κουλτούρας των δύο λαών με σοβαρές αλλοιώσεις των πολιτισμικών τους ιδιαιτεροτήτων. Προσωπικά, θα τιμώ πάντοτε όσους πραγματικά αγωνίστηκαν το ’21 για να κερδίσουν την ελευθερία και αυτοδιάθεσή τους, δύο θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Θ’ αντικρίζω με συγκίνηση και ευγνωμοσύνη τους ανώνυμους τυφλούς και χωλούς αγωνιστές που έχουν αποτυπώσει σε πίνακές τους οι σπουδαίοι ζωγράφοι Θεόδωρος Βρυζάκης (Oανάπηρος του αγώνα, 1850) και Διονύσιος Τσόκος (Μικρός οδηγεί τυφλό αγωνιστή, 1849), επειδή αυτοί οι αγωνιστές προτίμησαν να σακατευθούν για να ζήσουν ελεύθεροι το υπόλοιπο της ζωής τους και να εξασφαλίσουν την ελευθερία στις επόμενες γενιές των Ελλήνων (βλ. Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, Παράρτημα Ναυπλίου).

 

 Δρ. Αλεξάνδρα Ροζοκόκη

Διευθύνουσα του Κέντρου Ερεύνης

της Ελληνικής και Λατινικής Γραμματείας

στην Ακαδημία Αθηνών

 

* Σημείωση Βιβλιοθήκης. Ο Δημήτρης Ν. Κιτσίκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935, γιος του πρύτανη του Πολυτεχνείου και πολιτικού της αριστεράς, Νίκου Κιτσίκη (Ναύπλιο, 14 Αυγούστου 1887, Αθήνα, 26 Ιουλίου 1978) και της ελασίτισας και ελληνίδας φεμινίστριας Μπεάτας Κιτσίκη, το γένος Πετυχάκη.

Εγκατέλειψε την Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, το 1947, καταφεύγοντας στη Γαλλία, όπου σπούδασε σε γαλλικό γυμνάσιο, λύκειο και στη Σορβόννη. Εκεί υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή, το 1962, με τίτλο «Προπαγάνδα και πιέσεις στη διεθνή πολιτική» (στα … διαβάστε περισσότερα γαλλικά, εκδόσεις PUF). Από το 1960 έως το 1970 εργάστηκε ως εντεταλμένος ερευνών σε ανώτατα επιστημονικά κέντρα (Institut des Hautes Etudes Internationales, Γενεύη, CERI/FNSP και CNRS, Παρίσι), και αναδείχθηκε από τους γνωστότερους τουρκολόγους.

Ασπαζόμενος τον μαοϊσμό, μετά από επανειλημμένα ταξίδια στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, ήδη από το 1958, έλαβε ενεργό μέρος στην εξέγερση του Μάη του 1968 στη Γαλλία και, εξαιτίας της, εξεδιώχθη από το γαλλικό πανεπιστήμιο. Κατέφυγε στον Καναδά, όπου το 1970 εξελέγη τακτικός καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο της Οττάβα και το 1974 εισήγαγε τις κινεζικές σπουδές. Το 1999 εξελέγη τακτικό μέλος της Καναδικής Ακαδημίας.

Στην Ελλάδα υπήρξε εντεταλμένος ερευνών στο ΕΚΚΕ. Στην Τουρκία υπήρξε εντεταλμένος καθηγητής στα πανεπιστήμια Μπογάζιτσι (Κωνσταντινούπολη) και Μπιλκέντ (Άγκυρα). Διετέλεσε σύμβουλος του προέδρου Τουργκούτ Οζάλ και υπήρξε στενός συνεργάτης του Κωνσταντίνου Καραμανλή του πρεσβύτερου, κατά τη διάρκεια της αυτοεξορίας του στο Παρίσι. Είναι κάτοχος τριών υπηκοοτήτων (ελληνικής, γαλλικής, καναδικής), κάτι που ικανοποιεί τον πανελληνισμό του: θεωρεί ότι ο Έλληνας είναι και πρέπει να είναι πλανητικός. Εκτός από τα βιβλία, διαδίδει τις ιδέες του και μέσω του περιοδικού γεωπολιτικής «Ενιάμεση Περιοχή».

Πηγή: Βιβλιονέτ: Υπηρεσία του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου.

Read Full Post »

Γενίτσαροι


  

Για πολλούς αιώνες οι Γενίτσαροι [يڭيچرى] παρέμεναν η δυνατότερη πηγή της στρατιωτικής δύναμης των Οθωμανών, ως τη στιγμή της διάλυσής τους από τον ίδιο τον προστάτη τους, το σουλτάνο Μαχμούτ Β’, στις 15 Ιουνίου του 1826. Μέσα σε μια μέρα, χιλιά­δες από αυτούς θανατώθηκαν, χιλιάδες άλλοι εξορίστηκαν σε μακρινούς τόπους και απογυμνώθηκαν από το πρότερο κύρος τους, ενώ οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν να κρυφτούν ανάμεσα στους πολίτες, αν αυτό ήταν δυνατό. Ο διωγμός τους συνεχίστηκε μετά το αποκαλούμενο Vakayi Hayriye (Βακάι -ι Χαϊριγέ) και γρήγορα εξελίχθηκε σε ένα κυνήγι μαγισσών ως τα πέρατα της αυτοκρατορίας.

Γενίτσαρος της Ανακτορικής φρουράς, έργο του Louis Duprè. Λιθογραφία, 1825.

Οτιδήποτε είχε σχέση με τους Γενίτσαρους ή ενδεχομέ­νως τους θύμιζε, ακόμη και οι πλάκες στα μνήματά τους, δεν μπόρεσε να ξεφύγει από την καταστροφή. Ακόμη και οι πολίτες οπαδοί του Τάγματος των Bektashi (Μπεκτασί της ισλαμικής σέκτας των Γενίτσαρων) έγιναν στόχος του μένους του σουλτάνου, ενώ οι τεκέδες τους (ισλαμικά μοναστήρια) δημεύτηκαν και παραχωρήθηκαν σε άλ­λες κοινότητες ορθόδοξων σουνιτών ισλαμιστών. Ο Μαχμούτ κατάφερε αυτό που οι προκάτοχοί του ούτε είχαν τολμήσει ούτε ήταν ικανοί να κάνουν. Εί­χε φτάσει το τέλος μιας εποχής.

Η ημερομηνία αυτή αποτελεί το σημείο κορύφω­σης ενός σταδιακά συσσωρευόμενου μίσους εναντίον των Γενίτσαρων, το οποίο είχαν προκαλέσει οι ίδιοι με τις ανομίες τους, με τη δυσφορία που έ­δειχναν για τις νέες μεθόδους εκπαίδευσης, για το νέο εξοπλισμό, για τις βελτιώσεις στην τακτική της τέχνης του πολέμου της εποχής, με την απεί­θαρχη και μάλλον αλαζονική στάση τους απέναντι στη βασιλική οικογένεια και τους απλούς πολίτες.

Είχαν αποκτήσει τη συνήθεια να προκαλούν συχνά ταραχές για διάφορες αιτίες, απαιτώντας την εκτέλεση όσων θεωρούσαν υπαίτιους για παράπονα εναντίον τους (ακόμη και οι ίδιοι οι σουλτάνοι δεν αποτελούσαν εξαίρεση), και στις περισσότερες περιπτώσεις πετύχαιναν το στόχο τους εξαιτίας της έλ­λειψης μιας αντίρροπης δύναμης που θα μπορού­σε να τους σταματήσει. Κάθε επιτυχία διόγκωνε την αυτοπεποίθηση και την αλαζονεία τους εις βάρος του κύρους του σουλτάνου.

Ο στρατός των Γενίτσαρων, η πειθαρχημένη πο­λεμική τάξη της βασιλικής φρουράς είχε εξελι­χθεί σε ένα ημιστρατιωτικό παράκεντρο εξουσίας, που επικεντρωνόταν σε ενδοχώριους πολιτικούς και οικονομικούς αγώνες, εξυπηρετώντας κυρίως τα δικά του συμφέροντα και όχι απαραίτητα εκείνα του σουλτάνου. Τα πράγματα όμως δεν ήταν ανέκαθεν έτσι.

Υπήρξε μια εποχή που αυτοί οι χριστιανικής καταγωγής νέοι άνδρες αποτελούσαν τον πυρήνα του οθωμανικού στρατιωτικού μηχανισμού και ήταν η δύναμη που έκρινε τον αγώνα στο πεδίο της μάχης. Αυτοί υπήρξαν ο καθοριστικός παράγοντας της επιτυχίας του οθωμανικού futuhat (φουτουχάτ) – επέκταση μέσω κατακτητικής πολιτικής – και το καθοριστικό σημείο της επιτυχίας τους ήταν η οργανωτική δομή των ταγμάτων τους [Ocak (Οτζάκ) ] στο σύνολό της, την οποία και θα εξετάσουμε με αυτό το δοκίμιο.

 

Η ίδρυση

 

Ο οθωμανικός στρατός στο αρχικό του στάδιο αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από ιππείς που προέρχονταν από τοπικές φυλές υποτελείς στο σουλτάνο. Καθώς το σουλτανάτο επεκτεινόταν, οι άρχοντες αυτών των φυλών διορίστηκαν ως «αφέντες των συνόρων» (uc beyi (ούτς μπέη) για να προστατεύουν και, όταν αυτό ήταν δυνατό, να διευρύνουν την οθωμανική επικράτεια. Τους είχε παραχωρηθεί το δικαίωμα να δρουν αυτόνομα, αρκεί να παρέμεναν αφοσιωμένοι στην κεντρική εξουσία του σουλτάνου. Για να εξασφαλίσει αυτή την αφοσίωση, ο Ορχάν (γιος του Οσμάν) ήταν ο πρώτος που ένιωσε την α­νάγκη ύπαρξης μιας κεντρικής δύναμης η οποία θα επέβαλλε την ισορροπία ανάμεσα στις φυλές. Έτσι, ήδη από το 1338, ο Ορχάν είχε καθιερώσει τα δυο είδη μόνιμων στρατευμάτων: το πεζικό [Yaya (Γιαγιά)] και το ιππικό [Müsellem (Μουσελέμ)].

Ο Σουλτάνος Μουράτ Α΄, ιδρυτής των Γενιτσάρων.

Το 1362 ο Μουράτ Α’ επέβαλε το «Νόμο του Ενός Πέμπτου» [Penchik Kanunu (Πεντζχίκ Κανουνού)], εισάγοντας ένα νέο φορολογικό σύστημα, το οποίο του έδινε το δικαίωμα να αποσπά για λογαριασμό του τον ένα στους πέντε αιχμαλώτους που έφταναν από τις εκστρατείες. Σύντομα αυτός ο νό­μος έγινε η κύρια πηγή στρατολόγησης.

Ο Οθωμανός χρονικογράφος Asikpasazade (Ασίκ Πασάζαντε) μας το μεταφέρει ως εξής:

 «Μια μέρα ένας danishmend [ντανισμέντ (γνώστης, ειδικευμένος σπουδαστής σε ανώτερο εκπαιδευτήριο] με το όνομα Kara Rüstem [(Καρά Ρουστέμ) Rustem ο Μαύρος] που έφτασε από την επαρχία Karaman [(Καραμάν) περιοχή της κεντρικής Ανατολίας της σύγχρονης Τουρκίας] ήρθε και εί­πε… αυτοί οι αιχμάλωτοι που τους φέρνουν οι gazis [(γαζί) οι ιεροί πολεμιστές] από τους gazas [(γκαζάς) τους ιερούς πολέμους], κατ’ εντολήν του θεού ο ένας από τους πέντε ανήκει στο σουλ­τάνο. Γιατί δεν τον παίρνεις;…Ο σουλτάνος Μουράτ είπε ότι είναι εντολή του θεού να τους πά­ρεις… Ύστερα ο Kara Rüstem άρχισε να μένει στην Καλλίπολη και να δέχεται τον έναν στους πέντε αιχμαλώτους… ύστερα τους έστειλαν στους Τούρκους στην Ανατολία. Οι Τούρκοι τους χρη­σιμοποιούσαν στα χωράφια μέχρι να μάθουν τουρκικά. Ύστερα τους έφερναν στο Kapu [(Καπού) τη βασιλική πύλη: το παλάτι]. Εκεί φορού­σαν Ak Bork [(Ακ Μπερκ) άσπρο τσόχινο καπέ­λο] και ονομάζονταν Yeniceri [(Γενίτσερι) Νέοι Στρατιώτες]».

Μετά την ήττα του Βαγιαζήτ από τα στρατεύματα του Ταμερλάνου στη μάχη της Άγκυρας το 1402, απειλήθηκε η ίδια η ύπαρξη του Οθωμανικού Σουλ­τανάτου. Ήταν μια περίοδος σύγχυσης και ανατα­ραχών. Οι κατακτήσεις είχαν σταματήσει καθιστώ­ντας δύσκολη τη στρατολόγηση αιχμαλώτων. Προ­κειμένου, λοιπόν, να εξασφαλιστεί ο συνεχής εφοδιασμός του στρατού με άντρες καθ’ όλη τη διάρκεια της επεκτατικής περιόδου, υιοθετήθηκε ένα νέο σύστημα, το Devsirme (Ντεβσιρμέ). Το σύστημα Devsirme βασίστηκε στην επιλογή νέων, υγιών ανδρών ανάμεσα στους γιους των χριστιανών πολι­τών της αυτοκρατορίας, που προέρχονταν κυρίως α­πό την Ελλάδα, την Αλβανία, τη Βοσνία, και αρ­γότερα τη Σερβία και την Ουγγαρία.

Ο Yeniceri Agasi [(Γενίτσαρι Αγασί) γενι­κός διοικητής των Γενίτσαρων] ήταν προ­σωπικά υπεύθυνος για την επιλογή, τη μετακίνηση, την ασφάλεια, τη διανομή και τη στρατολόγηση των Acemis [(Ατζεμίς) νεοσύλλεκτων] στο σύνολό τους. Στη συνέχεια, έστελναν τα αγόρια να ζήσουν για 5-7 χρόνια με τους Τούρκους αγρότες στην Ανατολία [η ίδια μέ­θοδος με το Pengik (Πεντσίκ)] για να μάθουν την τουρκική γλώσσα, τα έθιμα και το Ισλάμ. Τότε τους διέταζαν να επιστρέψουν και έμπαιναν στο Acemi Ocagi [(Ατζεμί Οτζαγί) στο Τάγμα των Νεοσύλλε­κτων] όπου περίμεναν τη σειρά τους για να γίνουν δεκτοί στο Yeniceri Ocagi [(Γενίτσερι Οτζαγί) τάγμα των Γενίτσαρων], γεγονός που συνέβαινε μόνο όταν ένας παλαιός Γενίτσαρος πέθαινε ή α­ποστρατευόταν.

 

Η οργάνωση

 

To Yeniceri Ocagi ή Yaya Beyler [(Γιαγιά Μπεϊλέρ) επικεφαλής του πεζικού] αποτελούνταν αρχικά από 1.000 άτομα, οργανωμένα σε 10 λόχους, ο καθένας από τους οποίους περιελάμβανε 100 Γε­νίτσαρους. Κάθε λόχος, με επικεφαλής έναν Yayabasi [(γιαγιαμπσί) αρχηγός πεζικού), επιτε­λούσε μια συγκεκριμένη λειτουργία, και ονομαζό­ταν «Orta» (Ορτά) ή «Cemaat» (Τζεμαάτ).

Ο αριθμός των ορτάδων αυξήθηκε ραγδαία κατά το 15ο αιώνα και μετά την ενσωμάτωση του Sekban Bölükleri [(Σεκμπάν Μπελουκλερί) άλλη οργά­νωση με 34 bölük (μπελούκ=λόχους πεζικού) και 1 ιππικού] και τη δημιουργία του Aga Bölükleri [(Αγά Μπελουκλερί) 61 bölük (=λόχοι)] στα τέλη του αιώνα, το Σώμα έφτασε στο απόγειο της δύνα­μής του.

 

Γενίτσαρος. Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι.

 

Υπήρχαν 100 τακτικοί ορτάδες (με 100 ά­τομα ο καθένας), 1 Sekban Bölükleri Ortasi [(Σεκμπάν Μπελουκλερί Ορτασί) 35 λόχοι με 50 ά­τομα ο καθένας], και το Aga Bölükleri Ortasi [(Αγά Μπελουκλερί Ορταοί) 61 λόχοι με 50 άτομα ο καθένας], φτάνοντας συνολικά τους 14.800 άνδρες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, βέβαια, λόγω της πληθώρας των καθηκόντων που επωμίζονταν τα μέλη των ορτάδων, δεν ήταν δυνατό να διατηρείται ένας προκαθορισμένος αριθμός ατόμων μέσα σε αυ­τές, αυτός πάντως ήταν ο γενικός κανόνας.

Ο ίδιος ο σουλτάνος είχε καταταγεί ως το πρώτο μέλος του πρώτου ορτά και εφ’ όσον η διανομή του τριμηνιαίου μισθού γινόταν στο παλάτι, συνήθιζε να πηγαίνει στο αρχηγείο των Γενίτσαρων για να παίρνει ο ίδιος το μισθό του, ως μια συμβολική πράξη που έδειχνε το μέγεθος του κύρους που εί­χαν αποκτήσει οι Γενίτσαροι.

Τα πρώτα χρόνια, άλλωστε, οι σουλτάνοι ήταν αυτοί που ηγούνταν και είχαν το γενικό πρόσταγμα του στρατού, μια συνή­θεια που σταδιακά εγκατέλειψαν προς τα τέλη του 16ου αιώνα. Στους Γενίτσαρους δεν επιτρεπόταν να παντρευ­τούν και συνήθως ζούσαν μια μάλλον μοναστική ζωή, ακριβώς όπως οι δερβίσηδες του τάγματος Bektashi.

Στην πραγματικότητα υπήρχε ένας συ­γκεκριμένος ορτάς (ο 99ος) με την ονομασία «Hukesanlar Ortasi» (Χουκεσανλάρ Ορταοί) τον οποίο απάρτιζαν δερβίσηδες Bektashi. Οι Bektashi λειτουργούσαν επίσης τεκέδες (θρησκευ­τικά σχολεία) όπως το Okgular Tekkesi [(Οκτσουλάρ Τεκεσί) σχολή τοξοβολίας] ή το Pehlivanlar Tekkesi [(Πεχλιβανλάρ Τεκεσί) σχολή πάλης] για την εκπαίδευση των Γενίτσαρων. Σε περιόδους ει­ρήνης η κύρια ασχολία τους ήταν η προπόνηση, ε­νώ επίσης συνόδευαν το σουλτάνο στο κυνήγι.

Υπήρχε ένας ισχυρός δεσμός μεταξύ των Γενί­τσαρων, ένα αίσθημα «αδερφοσύνης», ένας βαθύς κώδικας ιπποσύνης στον οποίο συμμετείχε κάθε έ­νας από τους Γενίτσαρους. Αποκαλούνταν μεταξύ τους «Yoldas» [(γιολντάς) σύντροφοι στα όπλα]. Είχαν σχεδιάσει με τατουάζ στο σώμα τους το σύμ­βολο του λόχου τους και υπήρχαν φορές που η α­φοσίωση στο λόχο τους αποδεικνυόταν ισχυρότερη από την αφοσίωσή τους στο σουλτάνο. Είχαν ένα κοινό ταμείο στο οποίο τακτικά έδιναν χρήματα με σκοπό την υποστήριξη των τραυματισμένων ή από­στρατων συντρόφων τους.

 

Προαγωγές

 

Γενίτσαροι σε γερμανική λιθογραφία του 19ου αιώνα μ.Χ.

Οι ανώτατοι διοικητές των Yenigeri Ocagi ιε­ραρχικά ήταν οι εξής: Yeniceri Agasi [(Γενίτσαρι Αγασί) επιτελάρχης], Sekbanbasi [(Σεκμπανμπασί) διοικητής 35 λόχων Sekban], Kethuda Bey [(Κετχουντά Μπέη) διοικητής του πρώτου λόχου Aga], Zagarcibasi [(Ζαγιαρτζουσού) επικεφαλής του 64ου λόχου με τα κυνηγόσκυλα], Seksoncubasi [(Σεκοοντζουμπασί) επικεφαλής του 71ου λό­χου], Turnacibasi [(Τουρνατζουμπασί) επικεφα­λής του 6ου λόχου με τα γεράκια], 4 Haseki [(Χασέκι) διοικητές των 14ου, 49ου, 66ου, 67ου λόχων], και Bascavus [(Μπαστσαβούς) αρχιλοχίας].

Tο σύστημα ήταν υπερβολικά ευαίσθητο σε θέματα προαγωγών και ποινών. Οι Τσαούσηδες ήταν επιφορτισμένοι με τις προα­γωγές κατά τη διάρκεια της μάχης. Η δου­λειά τους ήταν να παρακολουθούν από κοντά τη μάχη και να αναφέρουν τα ατομικά κα­τορθώματα των Γενίτσαρων απ’ ευθείας στο σουλ­τάνο. Η προαγωγή (που μεταφραζόταν, τις περισ­σότερες φορές, στην απονομή κάποιου τίτλου και στην παραχώρηση μιας μεγάλης έκτασης γης με υψηλά έσοδα) γινόταν αμέσως, χωρίς καμιά κα­θυστέρηση. Με παρόμοιο τρόπο επιτηρούνταν για κάθε εί­δους εγκληματικές πράξεις και οι ποινές εκτελού­νταν άμεσα και μυστικά, πάντα μέσα στο πλαίσιο του τάγματος.

Ήταν λοιπόν δυνατό για ένα νεαρό α­γόρι που ζούσε σε ένα μικρό χωριό των Βαλκανίων, να επιλεγεί, να γίνει Acemi, ένας Γενίτσαρος, και μια μέρα να γίνει Sadrazam [(Σανταζάμ) πρωθυπουργός], ανάλογα με τις ικανότητές του. Είχε τη δυνατότητα να αναρριχηθεί χρησιμοποιώντας τη σκάλα της κοινωνικής κινητικότητας, με την προϋ­πόθεση ότι εξυπηρετούσε πάντα τα συμφέροντα του σουλτάνου.

 

Επίλογος

 

Otto Magnus von Stackelberg. Γενίτσαρος από τα Γιάννενα.

Ακριβώς την εποχή της κορύφωσης της αίγλης των Γενίτσαρων, εμφανίστηκε η πρώτη ένδειξη ό­τι οι «χρυσές» μέρες είχαν περάσει. Ο Μουράτ Γ’, ικανοποιημένος από την παράσταση που έδωσαν κάποιοι καλλιτέχνες κατά την τελετή περιτομής του γιου του, τους ρώτησε τι επιθυμούσαν ως δώ­ρο. Εκείνοι ζήτησαν να τους παραχωρηθεί το δι­καίωμα να γίνουν Γενίτσαροι και έτσι για πρώτη φορά στην ιστορία ένας μη devsirme έγινε απ’ ευθείας δεκτός στο Acemi Ocagi. Ο επιτελάρχης των Γενίτσαρων Φερχάτ αγάς, που είχε εναντιω­θεί σε αυτή την απόφαση, αντικαταστάθηκε άμε­σα από τον εκτελεστή της συγκεκριμένης σουλτα­νικής εντολής.

Η αλλαγή του νόμου των Devsirme (η δυνατό­τητα στρατολόγησης αποκλειστικά αγοριών που εί­χαν γεννηθεί χριστιανοί) είχε σιωπηρά πυροδοτή­σει μια σειρά ανάλογων γεγονότων, τα οποία τελικά θα οδηγούσαν στον αφανισμό ενός οργανισμού που κάποτε προκαλούσε το σεβασμό και το φόβο.

Το Τάγμα των Γενίτσαρων αντιπροσωπεύει μια ολό­κληρη εποχή της οθωμανικής ιστορίας. Η ίδρυση και η ακμή του συμπίπτουν με την ά­νοδο των Οθωμανών. Και όπως συμβαίνει με όλα τα κοινωνικά φαινόμενα, ο σπόρος της πτώσης βρι­σκόταν κρυμμένος στο ψηλότερο σημείο της ανό­δου, θα μπορούσε ακόμη και να ξαναγράψει κά­ποιος την ιστορία της παρακμής της αυτοκρατορίας, τοποθετώντας τους Γενίτσαρους στον άξονα του ο­θωμανικού συστήματος, γιατί στην ουσία ήταν αυτό ακριβώς που αποκαλούσαν kalb (καλμπ) -η καρδιά του στρατού στο πεδίο της μάχης.

Η ιστορία των Γενίτσαρων, των χριστιανών από τα χωριά της περι­φέρειας της αυτοκρατορίας που δεν είχαν αριστο­κρατική καταγωγή αλλά γίνονταν οι ιππότες της ι­σχυρότερης πολεμικής μηχανής του καιρού τους, αξίζει να ερευνηθεί σε βάθος. Αξίζει την προσοχή των ακαδημαϊκών.

 

Erdal Kϋcϋkyalcin

Φοιτητής μεταπτυχιακού προγράμματος

Οθωμανικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Βοσπόρου

(Bogazici University)

μετάφραση: Χρήστος Σταθάτος

 

Βιβλιογραφία


 

  • Uzunçarsili, Ismail Hakkı, Osmanlı Devlet  Teşkilatından Kapıkulu Ocakları  Vol.I-II (Ankara, Türk Tarih Kurumu, 1988).
  • Goodwin Godfrey, Janissaries  (London, Saqi Books, 1997).
  • Kafadar Cemal, Istanbul Ansiklopedisi,Yenineri  Maddesi  (Istanbul, Tarih Vakfi Publications).
  • Nicolle David, The Janissaries  (London, Osprey Military, 1995).
  • Murphey Rhoads, Ottoman Warfare 1500-1700 (London, UCL Press, 1999).
  • Asikpaşazade, Osmanogulları ‘nm Tarihi  (Istanbul, Koç Kültür Sanat, 2003).
  • Ricaut, Türklerin Siyasi Düsturları, (Istanbul, AD Yayıncılık, 1996).
  • Birge John Kingsley, Bektaşilik Tarihi  (Istanbul, Ant Yayıncılık, 1991).
  • Beydilli Kemal, Bir Yeniçerinin Hatıratı  (Istanbul, Tatav Yayınları, 2003).
  • Yücel Unsal, Türk Okçuluğu (Ankara, Atatürk Kültür Merkezi Yayınları, 1999).
  • Koca Şevki, Ondeng Songung Gürgele, Yeniçeri Ocağı ve Devşirmeler (Istanbul, Nazenin, 2000).

 

Πηγή


  •  Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Οθωμανική Αυτοκρατορία», τεύχος 285, 12 Μαΐου     2005.

Read Full Post »