Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Πρακτικά’

Η πολιτισμική γενοκτονία του ελληνισμού του Πόντου 1908-1923: μία άλλη πτυχή του διωγμού των Ελλήνων – Ευριπίδης Π. Γεωργανόπουλος


 

Ο όρος γενοκτονία είναι ένας όρος αρκετά γνωστός καθώς τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και συχνότερα αναφορά σε αυτόν για εγκλήματα που διενεργηθήκαν κατά εθνών τον 20ο αι. με πιο γνωστά αυτά κατά των Αρμενίων το 1915 από τους νεοτούρκους και κατά των Εβραίων από τους ναζί. Δεν είναι όμως καθόλου βέβαιο ότι είναι σαφές στους περισσότερους το ακριβές περιεχόμενό του. Η συνήθης ερμηνεία που δίνεται είναι ότι γενοκτονία είναι η ολοκληρωτική εξόντωση ενός έθνους ή μίας εθνοτικής ομάδας.

Σύμφωνα όμως με τη «Συνθήκη περί Γενοκτονίας», που υπεγράφη στον ΟΗΕ στις 9 Δεκεμβρίου 1948, ως γενοκτονία νοείται η εφαρμογή ενός οργανωμένου σχεδίου ενεργειών με σκοπό την καταστροφή των θεμελιωδών στοιχείων διαβιώσεως των εθνικών, φυλετικών ή θρησκευτικών ομάδων τα οποία επιφέρουν και την εξόντωσή τους ολική ή μερική. [1] Αυτοί που διενεργούν τη γενοκτονία δεν εξοντώνουν μια ομάδα για κάτι που έκανε, αλλά για κάτι που είναι.

Στην περίπτωση των Ελλήνων του Πόντου, εξοντώθηκαν μαζικά και οργανωμένα επειδή ήταν Έλληνες και Χριστιανοί. Αξιοσημείωτο είναι πως σύμφωνα με τη συνθήκη η απώλεια της ζωής δεν συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για τον ορισμό μίας γενοκτονίας. Αυτό μάλιστα αποτελεί τη χαρακτηριστική διαφορά μεταξύ της γενοκτονίας και του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας. Πρόκειται για ένα έγκλημα, το οποίο δεν έχει συνάρτηση μόνο με πολεμικές συγκρούσεις αλλά μπορεί να λάβει χώρα και σε καιρό ειρήνης. Η γενοκτονία αποτελεί βαριά προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως το δικαίωμα στη ζωή, στη σωματική ακεραιότητα στην προσωπική ελευθερία και στην οικογενειακή εστία, δηλ. περιλαμβάνονται στη γενοκτονία και ο εκτοπισμός, οι καταστροφές των σπιτιών και η βίαιη αλλαγή της θρησκείας. Οποιαδήποτε παραβίαση των ανωτέρω δικαιωμάτων αποτελεί υπό κάποιες προϋποθέσεις γενοκτονία.[2]

Υπάρχουν όμως και άλλα δικαιώματα που θεωρούνται ζωτικά. Ο Ραφαήλ Λέμκιν, εισηγητής του όρου, αρχικά υποστήριξε ότι υπάρχουν οκτώ είδη γενοκτονίας: η φυσική, η βιολογική, η πολιτιστική, η πολιτική, η κοινωνική, η θρησκευτική, η ηθική και η οικονομική. Αυτές, στη συνέχεια, συνοψίστηκαν σε τρεις: τη φυσική, τη βιολογική και την πολιτιστική, που περιέλαβε την πολιτική, την κοινωνική, την θρησκευτική, την ηθική και την οικονομική.[3]

Στο προσχέδιο της Συνθήκης ως Πολιτιστική Γενοκτονία οριζόταν: α) η αναγκαστική μεταφορά παιδιών σε άλλη ομάδα (έγινε δεκτή η περίπτωση αυτή μετά από αγώνα της ελληνικής αντιπροσωπείας), στην οποία περιλαμβάνεται και η περίπτωση της βίαιης αλλαγής της θρησκείας τους, όπως και η κατήχηση κατά του έθνους τους προκειμένου να το μισήσουν, β) η βίαιη και συστηματική απομάκρυνση των αντιπροσωπευτικών μορφωτικών στοιχείων της ομάδας, όπως οι πνευματικοί, πολιτικοί και οικονομικοί ταγοί της, γ) η απαγόρευση της χρήσης της εθνικής γλώσσας ακόμη και στις ιδιωτικές σχέσεις, δ) η συστηματική καταστροφή βιβλίων στην εθνική γλώσσα ή θρησκευτικών έργων ή απαγόρευσης έκδοσης νέων, όπως και η καταστροφή εγγράφων και ε) η συστηματική καταστροφή ή απαγόρευση χρήσης σχολείων, εκκλησιών, βιβλιοθηκών και ιδρυμάτων, αλλά και θρησκευτικών, ιστορικών, καλλιτεχνικών κ. ά. μνημείων, όπως και αντικειμένων προορισμένων για τη λατρεία και ιστορικών εγγράφων. Ουσιαστικά δηλ. καθορίζονταν όλες εκείνες οι ενέργειες που τείνουν στην καταστροφή των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών μίας ομάδας. Όμως επειδή υπήρχαν διαφωνίες εάν η πολιτιστική γενοκτονία έπρεπε να περιληφθεί στις περιπτώσεις γενοκτονίας, τελικώς απορρίφθηκε η πρόταση αυτή με την επισήμανση ότι θα εξασφαλιζόταν η αναγνώριση της πολιτιστικής γενοκτονίας στην παγκόσμια Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.[4]

Η διάσταση αυτή, της πολιτισμικής δηλ. Γενοκτονίας, απουσιάζει γενικώς ως ξεχωριστό αντικείμενο έρευνας από την έρευνα της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου καθώς τις περισσότερες φορές αναφέρονται παρεπιπτόντως και δευτερευόντως στις περιπτώσεις αυτές. Και είναι αναμενόμενο καθώς η μεγάλη σε έκταση και ένταση γενοκτονία των Ποντίων της κύριας περιόδου διώξεώς τους, δηλ. της περιόδου 1916-1923, επισκιάζει την πολιτισμική γενοκτονία που επιτελέσθηκε παράλληλα, αλλά και νωρίτερα αυτής της περιόδου. Αρκετοί ερευνητές πάντως εντάσσουν την περίοδο από την επικράτηση των νεοτούρκων το 1908 έως την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ή έως την έναρξη των μαζικών διωγμών των Ελλήνων στον Πόντο, δηλ. έως το 1916, στην περίοδο της γενοκτονίας θεωρώντας την ως την πρώτη φάση της γενοκτονίας, βασιζόμενοι όμως κυρίως σε στοιχεία που στοιχειοθετούν πολιτισμική γενοκτονία στις περισσότερες περιπτώσεις. Δηλ. στα μέτρα που έλαβε η νεοτουρκική κυβέρνηση κατά των ελληνικών σχολείων, της διοικούσας εκκλησίας και της οικονομικής και πολιτικής υπόστασης των Ελλήνων, καθώς και οι διώξεις Ελλήνων και ο βίαιος εξισλαμισμός, κυρίως Ελληνίδων και παιδιών.

 

Εστίες Ελληνισμού στη Μαύρη θάλασσα. Πηγή: Φωτιάδης Κώστας.

 

Οι νεότουρκοι αμέσως μετά την επικράτηση του κινήματος τους έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο εκτουρκισμού της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παρά τα όσα θεωρητικά διακήρυσσαν έως τότε περί ισότητας και αδελφοσύνης των εθνών της Αυτοκρατορίας. Το αρχικό σχέδιο που εφάρμοσαν είχε ως στόχο τον εκτουρκισμό της χώρας με έμμεσο σε ένα βαθμό και όχι τόσο μαζικά βίαιο τρόπο προκειμένου να μην προκαλέσει την αντίδραση και των ίδιων των εθνών της αυτοκρατορίας, αλλά και των ομοεθνών κρατών τους και των Μ. Δυνάμεων.

Η εκτουρκιστική πολιτική, που σε αυτή τη φάση είχε ως κύριο στόχο τους Έλληνες επιδιώκοντας τη συνολική αποδυνάμωσή τους (πολιτική, οικονομική και πληθυσμιακή), επιχειρούνταν να επιτευχθεί και νομιμοφανώς μέσω της κατάργησης των προνομίων πρωτίστως με τη μείωση της δυνατότητας της πολιτικής τους αντιπροσώπευσης, με την υποβάθμιση και εντέλει κατάργηση του πολιτειακού ρόλου του Οικουμενικού Πατριάρχη ως εκπροσώπου των Ρωμιών και κυρίως με τις παρανομίες στις εκλογές που ακύρωσαν την πιθανότητα αναλογικής εκπροσώπευσής τους στην οθωμανική πολιτική ζωή, με τον ανθελληνικό εμπορικό αποκλεισμό και με τη στρατολόγηση και δευτερευόντως με την παρέμβαση στην εκπαίδευση, με την απαγόρευση ίδρυσης εθνικών συλλόγων και με ποικίλες διώξεις και βιαιότητες.[5]

Οι νεότουρκοι πολύ νωρίς, από τον Αύγουστο του 1908, φανέρωσαν τους εκτουρκιστικούς τους σκοπούς όχι μόνο ορίζοντας στο νέο σύνταγμα την τουρκική ως επίσημη γλώσσα, αλλά επιβάλλοντάς την ως υποχρεωτική στην κατώτερη και μέση εκπαίδευση, σε αντίθεση με τις διακηρύξεις τους περί οθωμανικής εθνότητας, την οποία υποτίθεται ότι αυτή η επιβολή υπηρετούσε. [6] Σε αυτή την πρώτη φάση έδωσαν ιδιαίτερη βάση στο ρόλο της εκπαίδευσης στο εκτουρκιστικό τους σχέδιο, καθώς το Σεπτέμβριο του 1908 έλαβαν απόφαση για «εθνική ισοπέδωση», για αφομοίωση δηλ., όλων των λαών κάτω από την «εθνική ιδέα της οθωμανικής (βλ. τουρκικής) πατρίδας έναντι των θρησκευτικών διαφορών», μέσω των σχολείων. [7] Αυτή η πολιτική σύντομα τέθηκε σε σταδιακή εφαρμογή με την κατάργηση των προνομίων στην εκπαίδευση, γεγονός που αποξένωνε το Πατριαρχείο από την εκπαίδευση των Ελλήνων και το οποίο είχε ως συνέπεια την επιβολή της τουρκικής γλώσσας και στα ελληνικά σχολεία, τον απ’ ευθείας έλεγχο των σχολείων από το υπουργείο Παιδείας, παρακάμπτοντας τις κατά τόπους αρμόδιες εκκλησιαστικές αρχές, και την εκδίωξη των δασκάλων Ελληνικής Υπηκοότητας. Η άμεση παρέμβαση των οθωμανικών αρχών στα εκπαιδευτικά ζητήματα σήμαινε και τη συνεχή και αδικαιολόγητη έγερση εμποδίων στη λειτουργία των ελληνικών σχολείων.[8]

 

Ελληνικόν Φροντιστήριον Τραπεζούντος. Φωτογραφία των αρχών του 20ου αιώνα που απεικονίζει το κτήριο που στέγασε το Φροντιστήριο Τραπεζούντας κατά την τελευταία περίοδο λειτουργίας του (1902-1921).

 

Έτσι, από την αρχή του σχολικού έτους 1908-9 το υπουργείο Παιδείας παρακάμπτοντας τις κατά τόπους εκκλησιαστικές αρχές απευθύνθηκε κατ’ ευθείαν στα σχολεία ζητώντας στατιστικά στοιχεία.[9] Παράλληλα άρχισαν να επιθεωρούν τα σχολεία επιθεωρητές του Υπουργείου Παιδείας, δίχως άδεια, απαιτώντας περισσότερες πληροφορίες άμεσα από το διευθυντή, ενώ παράλληλα απαγορεύθηκε η περιοδεία των κοινοτικών επιθεωρητών στα σχολεία. Επειδή όμως οι διευθυντές των σχολείων αρνούνταν να δώσουν πληροφορίες, ψηφίστηκε νόμος το 1910 που προέβλεπε την τιμωρία τους σε τέτοια περίπτωση. Με το νόμο αυτό αφαιρέθηκε ουσιαστικά η δυνατότητα ελέγχου από το Πατριαρχείο και τις εφορείες και δόθηκε στο υπουργείο Παιδείας, στους επιθεωρητές και στα τοπικά εκπαιδευτικά συμβούλια, παραμένοντας μόνο θεωρητικά το δικαίωμα της ίδρυσης και διεύθυνσης των σχολείων από τις εθνικές κοινότητες, σαν να ήταν ιδιωτικά και όχι κοινοτικά. Το Πατριαρχείο περιορίστηκε μόνο στην εποπτεία του μαθήματος των Θρησκευτικών και οι εφορείες επωμίστηκαν την ευθύνη εξεύρεσης οικονομικών πόρων για τη συντήρηση των σχολείων. Οι επιθεωρητές ήλεγχαν τους δασκάλους ως προς την επάρκεια και το ήθος τους και τους τιμωρούσαν μέχρι και με κλείσιμο του σχολείου. Ο νόμος επέβαλλε επιπλέον την υποχρεωτική διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας και ιστορίας στα σχολεία των εθνοτήτων, με την επισήμανση ότι η τουρκική γλώσσα έπρεπε να διδάσκεται όπως στα κυβερνητικά σχολεία, δηλ. ως εθνική γλώσσα και όχι ως ξένη. Παράλληλα προβλεπόταν ότι οι μη Τούρκοι μαθητές, που οι γονείς τους δεν τους είχαν γράψει στα μειονοτικά σχολεία ή ήταν υπεράριθμοι λόγω έλλειψης χώρου στα σχολεία τους, θα στέλνονταν στα κυβερνητικά, όπου όμως δεν θα διδάσκονταν τη μητρική γλώσσα. Μόνο στα χριστιανικά χωριά που δεν είχαν σχολείο θα ιδρύονταν κυβερνητικά και θα γινόταν η διδασκαλία στη μητρική γλώσσα, κατά το πρόγραμμα όμως των κυβερνητικών και με παράλληλη διδασκαλία της τουρκικής.[10] Όλα αυτά τα μέτρα έδειχναν ότι οι νεότουρκοι επιδίωκαν να εφαρμόσουν με αυστηρότητα την απόφασή τους για εξαφάνιση των υπολοίπων γλωσσών προκειμένου έτσι να εκτουρκίσουν τους υπόλοιπους πληθυσμούς.[11]

 

Ελληνικόν Φροντιστήριον Τραπεζούντος, μαθητές και καθηγητές της σχολής, 1911.

 

Η εφαρμογή του εκπαιδευτικού νόμου του 1910, όπως φανερώνουν τα πολυάριθμα προξενικά έγγραφα, ήταν άμεση σε όλα τα σχολεία του Πόντου και αφορούσε όλα τα σημεία του νόμου δηλ. τον έλεγχο των σχολείων με την παράκαμψη εκκλησιαστικών αρχών, τη συλλογή πληροφοριών και στατιστικών στοιχείων και την τιμωρία δασκάλων που αρνούνταν να συμμορφωθούν. Στο πρώτο τρίμηνο του 1911 η επιθεώρηση των ελληνικών σχολείων της Τραπεζούντας από κρατικούς επιθεωρητές προκάλεσε την αντίδραση του μητροπολίτη που υπερασπίστηκε τα εκπαιδευτικά προνόμια τα οποία όμως είχαν παρακαμφθεί με τον νόμο του 1910.[12] Ανάλογη περίπτωση έχουμε την ίδια εποχή και στην Αμισό και στην Πάφρα στις οποίες παρά τις αντιδράσεις, αναγκάστηκαν τελικά να δεχτούν και την επιθεώρηση και να παρέξουν τα στατιστικά στοιχεία που τους ζητήθηκαν.[13] Η προσπάθεια άμεσου ελέγχου της ελληνικής εκπαιδεύσεως παρουσιάστηκε και στην απόφαση για επικύρωση των πτυχίων των ελληνικών σχολείων από το υπουργείο Παιδείας και όχι από το Πατριαρχείο. Έτσι, ουσιαστικά δεν αναγνωρίζονταν ως έγκυρες οι διαδικασίες απόκτησης πτυχίου σε ελληνικά σχολεία ενώ ταυτόχρονα η κυβέρνηση ασκούσε άμεσο έλεγχο στην απονομή πτυχίων. Η υποβάθμιση των πτυχίων επιτάθηκε με το νομοσχέδιο του 1912, κατά το οποίο απαιτούνταν εξετάσεις, και μάλιστα στην τουρκική, για την εισαγωγή στο Οθωμανικό Πανεπιστήμιο, τη στιγμή που οι απόφοιτοι των Ελληνικών Γυμνασίων της αυτοκρατορίας γίνονταν δεκτοί στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια χωρίς εξετάσεις.[14]

Απολυτήριο Γυμνασίου του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας, 1916.

Σημαντικότερο πρόβλημα προέκυψε με την επικύρωση των διπλωμάτων των δασκάλων των ελληνικών σχολείων, δικαίωμα που μέχρι τότε είχε μόνο το Πατριαρχείο. Η επικύρωση των διπλωμάτων ήταν και ένας τρόπος εκδίωξης των ήδη υπαρχόντων δασκάλων μη οθωμανικής υπηκοότητας καθώς από το 1909 είχαν απαγορέψει την πρόσληψη αλλοδαπών δασκάλων σε όλα τα σχολεία, θεωρώντας ότι θα έπλητταν καίρια τη λειτουργία των ελληνικών σχολείων, αφού δεν υπήρχε ικανοποιητικός αριθμός δασκάλων οθωμανικής υπηκοότητας για να καλύψει τις υπάρχουσες ανάγκες, και ότι παράλληλα θα περιοριζόταν η επαφή των υπόδουλων σχολείων με τα ελλαδικά.

Αρχικά οι οθωμανικές αρχές επέβαλαν την επικύρωση αυτή έμμεσα, ως συμπληρωματική στην κύρια επικύρωση του Πατριαρχείου, προκειμένου να απαλλαγούν οι δάσκαλοι οθωμανικής υπηκοότητας από τη στρατιωτική θητεία. Κατόπιν όμως επέβαλαν την επικύρωση ως υποχρεωτική, προκειμένου να δοθεί άδεια άσκησης του διδασκαλικού λειτουργήματος, επί τη απειλή μάλιστα της διακοπής των μαθημάτων και της αποπομπής των δασκάλων. Καθώς πολλοί μητροπολίτες αρνήθηκαν να υπακούσουν στο νέο καθεστώς πολλοί δάσκαλοι παύθηκαν.[15] Στην Αμισό, όπου εφαρμόσθηκε το μέτρο το 1911, παρά την αρχική αντίδραση και του μητροπολίτη και των κατοίκων, αποδέχτηκαν τελικά τα νέα μέτρα προκειμένου να μην δημιουργηθούν περισσότερα προβλήματα.[16]

Έντονα προβλήματα δημιουργήθηκαν σε σχέση και με τις άδειες ανεγέρσεως και λειτουργίας ελληνικών σχολείων και το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς. Αρχικά ανεστάλη η έκδοση φιρμανίων για την ανέγερση ή επισκευή σχολείων και ναών, ενώ αργότερα προβάλλονταν πολύπλοκες γραφειοκρατικές διαδικασίες, πολύ μεγαλύτερες από αυτές που υπήρχαν παλαιότερα και οι οποίες μπορούσαν, τουλάχιστον, να ξεπεραστούν με την παρέμβαση του Πατριαρχείου ή του ενδιαφερομένου μητροπολίτη.

Όσα σχολεία και ναοί δεν είχαν φιρμάνι ανεγέρσεως και λειτουργίας σταματούσαν τη λειτουργία τους, ενώ αφαιρούνταν και διδακτήρια διά της βίας ή μετατρέπονταν, βάσει του νόμου, σε κυβερνητικά από κοινοτικά, με αίτηση της πλειοψηφίας του χωριού ή της συνοικίας της πόλης. Επιχορήγηση μπορούσαν να λάβουν μόνο όσα σχολεία ιδρύονταν σε μη μουσουλμανικές περιοχές ως κυβερνητικά και όχι ως κοινοτικά. Με το νόμο δε του 1910 επιβλήθηκε η υποχρέωση των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων στη συμμετοχή στα έξοδα για ίδρυση και συντήρηση των κρατικών δηλ. τουρκικών σχολείων. Από το Σεπτέμβριο του 1913 τα κοινοτικά σχολεία θεωρούμενα ως ιδιωτικά, απώλεσαν οριστικά την εποπτεία τους από τις μητροπόλεις και ο έλεγχός τους ανατέθηκε στους κυβερνητικούς επιθεωρητές, ενώ οι δάσκαλοι διορίζονταν απ’ ευθείας από την κυβέρνηση. Επιπλέον αυξήθηκαν οι ώρες διδασκαλίας της τουρκικής, η οποία έγινε υποχρεωτική και στα παρθεναγωγεία, ενώ η ιστορία και η γεωγραφία θα διδάσκονταν στα τουρκικά, μέτρα που θα ίσχυαν και στα Γυμνάσια αρρένων και θηλέων. [17] Οι Έλληνες αντέδρασαν το 1910 και το 1911 μέσω των υπομνημάτων του Πατριαρχείου και των Ελλήνων βουλευτών χωρίς όμως αποτέλεσμα. [18] Ιδιαίτερη κινητικότητα σε σχέση με την υποστήριξη των αιτημάτων του Πατριαρχείου παρουσιάσθηκε στον Πόντο το καλοκαίρι του 1911 με διαδηλώσεις και ψηφίσματα διαμαρτυρίας.[19]

Ανάμεσα στα προνόμια που κατήργησαν οι νεότουρκοι με το πρόσχημα της εκκοσμικεύσεως του οθωμανικού κράτους ήταν και οι αρμοδιότητές των εκκλησιαστικών αρχών σε ζητήματα εκκλησιαστικής δικαιοσύνης των χριστιανών (όπως γάμοι, διαθήκες, διαζύγια) και της συμμετοχής τους στην τοπική αυτοδιοίκηση. [20] Παράλληλα όμως η νεοτουρκική κυβέρνηση άρχισε να αναμιγνύεται και σε εσωτερικά θέματα της εκκλησίας, ενώ παρουσιάστηκαν πολλά φαινόμενα περιφρόνησης του ορθόδοξου κλήρου, παρεμπόδισης του έργου του από τις οθωμανικές αρχές ακόμη και φυλάκιση και προσαγωγή σε δίκη δίχως τη μεσολάβηση των τοπικών εκκλησιαστικών αρχών και με ανυπόστατες κατηγορίες αλλά και παρεμβάσεις ιεροδικών σε διαθήκες και σε διαφορές συζύγων σε διαζύγια. Επιπλέον το νεοτουρκικό κράτος αμφισβήτησε με ψεύτικους τίτλους εκκλησιαστικές, μοναστηριακές και κοινοτικές ιδιοκτησίες τις οποίες επιχείρησε και πέτυχε σε ορισμένες περιπτώσεις είτε το ίδιο είτε μουσουλμάνοι ιδιώτες να τις κατάσχουν παράνομα ακόμη και μέσω δικαστικών αποφάσεων, [21] ενώ δεν έλειψαν και περιπτώσεις καταστροφής εκκλησιών.[22]

Αυτές οι ενέργειες εντάσσονταν σε μία κλιμακούμενη ανθελληνική δράση των νεοτούρκων στον Πόντο σε όλα τα επίπεδα όπως η απαγόρευση εράνων και εισφορών προς την ανέγερση και επισκευή κοινοτικών σχολείων και εκκλησιών, η καταπάτηση ελληνικών περιουσιών [23] και η επιβολή μόνο στους χριστιανούς νέων φόρων, όπως ο φόρος επιτηδεύματος, ελαιοτριβείων ή ο φόρος 2% της αξίας των γεωργικών προϊόντων υπέρ του οθωμανικού στόλου που έως τότε ήταν προαιρετική συνεισφορά και υποχρεωτικών εισφορών κάθε είδους μόνο στους χριστιανούς,[24] και υποχρεωτικές εισφορές κάθε είδους, όπως αυτή για την κατασκευή των στρατιωτικών υποδημάτων. [25] Ιδίως ο φόρος επιτηδεύματος που επιβλήθηκε μόνο στους εμπόρους ελληνικής υπηκοότητας από το 1909 δημιούργησε σοβαρό πρόβλημα, παράλληλα με τον οικονομικό αποκλεισμό που υφίσταντο.

 

Κερασούντα: Οικογένεια Ελλήνων Ποντίων, 1910.

 

Οι Έλληνες έμποροι της Τραπεζούντας για να αποφύγουν τα εναντίον τους μέτρα, δέχτηκαν να καταβάλουν αυτόν τον φόρο αλλά τους ζητήθηκε να πληρώσουν για πολλά χρόνια, ως καθυστερημένους, αυτούς τους φόρους και με ποσά δυσανάλογα σε σχέση με εκείνα που πλήρωναν οι Οθωμανοί υπήκοοι, που έφταναν στο πενταπλάσιο ή και εξαπλάσιο ποσό. [26] Παρά τη δυσχερή οικονομική τους κατάσταση σχεδόν κανένας δεν άλλαξε την ελληνική του υπηκοότητα σύμφωνα με τον πρόξενο Τραπεζούντας και της Αμισού, όπου και εκεί δέχθηκαν να καταβάλλουν τον φόρο μολονότι ήταν εξισωμένοι με τους πολίτες των ευρωπαϊκών δυνάμεων βάσει των υπαρχουσών συνθηκών και πρωτοκόλλων.[27]

Τα οικονομικά αυτά μέτρα εντάσσονταν σε μία συνολικότερη πολιτική διωγμού των Ελλήνων ελληνικής υπηκοότητας. Έτσι, πέρα από τους Έλληνες δασκάλους που είδαμε παραπάνω, προχώρησαν σε απελάσεις και άλλων επαγγελμάτων Ελλήνων, όπως γιατρών, δημοσιογράφων, γαιοκτημόνων, εμπόρων και βιομηχάνων, επειδή δεν δέχθηκαν να αλλάξουν την ελληνική τους υπηκοότητα. Υπήρξαν συλλήψεις, παραπομπές σε δίκες, έρευνες χωρίς δικαιολογίες και χωρίς την ενημέρωση των ελληνικών προξενικών αρχών, κατάσχεση περιουσιών και κάθε είδους δυσχέρειες στο ζήτημα της υπηκοότητας, κυρίως των παιδιών των Ελλήνων υπηκόων. Οι περισσότεροι βέβαια ήταν μόνιμοι κάτοικοι της χώρας, που είχαν πάρει την ελληνική υπηκοότητα για οικονομικούς λόγους. [28] Οι νεότουρκοι ενέτειναν τις πιέσεις το 1911 μην αφήνοντας στα προξενεία περιθώρια προστασίας των Ελλήνων υπηκόων. Έτσι, στην Αμισό οι οθωμανικές αρχές ζήτησαν από το υποπροξενείο, όπως και από όλα τα ελληνικά υποπροξενεία, κατάλογο των Ελλήνων υπηκόων που υπήρχαν στην περιφέρειά του. Ο υποπρόξενος, μολονότι προσπάθησε να καθυστερήσει την έκδοσή του, αναγκάστηκε τελικά να δώσει τον κατάλογο των 500 Ελλήνων υπηκόων. [29] Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών προκειμένου να αντιμετωπίσει σε κάποιο βαθμό την κατάσταση έδωσε οδηγίες στα προξενεία το Σεπτέμβριο του 1911 να κρατήσουν τα ονόματα των Ελλήνων που έχασαν με αυτόν τον τρόπο την υπηκοότητά τους ώστε όταν τελείωνε ο εμπορικός αποκλεισμός να αποκτούσαν και πάλι την ελληνική υπηκοότητά τους.[30]

 

Οικογένεια Ελλήνων Ποντίων στις αρχές του 20ου αιώνα.

 

Ιδιαίτερη περίπτωση πιέσεων αποτελούσαν οι βιασμοί γυναικών, συνήθως με την πρόφαση της έρευνας για λιποτάκτες και φυγόστρατους, [31] και οι περιπτώσεις εξισλαμισμών που αν και δεν είχαν λάβει ακόμη την έκταση που θα έχουν κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ωστόσο είχαν αυξηθεί σε σχέση με το παρελθόν. [32] Συνήθως αφορούσαν ανήλικες γυναίκες μέσω απαγωγών και εκβιασμών. Χαρακτηριστικό είναι ότι υπήρχε και ειδικό κονδύλι στον προϋπολογισμό του κράτους για τους εξισλαμισμούς. Το Πατριαρχείο, λόγω των αυξανόμενων συμβάντων, προχώρησε σε επανειλημμένες διαμαρτυρίες προς την κυβέρνηση με αποτέλεσμα την έκδοση διατάγματος στις 25 Μαΐου 1913 που καθόριζε ως κατώτατο όριο εξισλαμισμού μιας γυναίκας το εικοστό έτος της ηλικίας της. Η απόφαση αυτή όμως δεν υλοποιήθηκε και το Πατριαρχείο συνέχισε τις διαμαρτυρίες.[33]

Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους στον Πόντο το νεοτουρκικό καθεστώς προχώρησε, βάσει του σχεδίου οικονομικής αποδυνάμωσης των Ελλήνων, σε επιτάξεις μόνο από αυτούς ζώων, τροφίμων, ενδυμάτων και ό,τι άλλο ήταν ωφέλιμο για το στρατό, αλλά και σε αρπαγή χρημάτων. Όσοι αντιστέκονταν, ξυλοκοπούνταν και φυλακίζονταν. [34] Κατ’ εντολή του νομάρχη Τραπεζούντας επιτάχθηκαν το ελληνικό παρθεναγωγείο, εκκλησίες και ενορίες. [35] Παράλληλα το ζήτημα των εράνων, όπως είχε γίνει και πριν από τους Βαλκανικούς, εξελίχθηκε σε ένα ακόμη μέτρο οικονομικής αφαίμαξης των Ελλήνων καθώς προσέλαβε μόνο για αυτούς υποχρεωτικό χαρακτήρα. Αφορούσε κυρίως την ενίσχυση του οθωμανικού στόλου και μαρτυρούνται περιπτώσεις εράνων και στην Τραπεζούντα και στην Αμισό.[36]

Μεγάλο πρόβλημα δημιουργήθηκε με την υποχρεωτική εγκατάσταση μουσουλμάνων προσφύγων από τα Βαλκάνια σε ελληνικά χωριά στον Πόντο και την αρπαγή ελληνικών κτημάτων σε μία προσπάθεια αλλοίωσης της πληθυσμιακής σύνθεσης της περιοχής. [37] Σε μία τέτοια περίπτωση δημιουργήθηκε σοβαρό επεισόδιο το Μάιο του 1913 σε χριστιανικά χωριά γύρω από την Αμισό, όπου με κυβερνητική διαταγή επιχειρήθηκε να εγκατασταθούν περίπου 2.500 Τουρκαλβανοί, που προέρχονταν από τη Βόρεια Ήπειρο, στους οποίους διατάχθηκε να δώσουν τροφή και να παραχωρήσουν χωράφια. Η βίαιη αντίδραση των κατοίκων και η παρέμβαση του μητροπολίτη Γερμανού στο νομάρχη, είχε μόνο πρόσκαιρα αποτελέσματα καθώς δεν αποτράπηκε η εγκατάσταση ενώ συνελήφθησαν και φυλακίσθηκαν οι επικεφαλής των Ελλήνων. [38] Το σχέδιο αφελληνισμού της περιοχής περιελάμβανε και προτάσεις για αλλαγή των ελληνικών ονομάτων περιοχών, πόλεων και χωριών.[39]

Με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η ήδη δυσχερής θέση των Ελλήνων στον Πόντο επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο. Έχοντας ως στόχο την παραπέρα οικονομική αποδυνάμωση του ελληνικού στοιχείου οι νεότουρκοι προχώρησαν σε καθολικές επιτάξεις κάθε είδους από τα ελληνικά καταστήματα και σπίτια πολλές φορές άσχετων με οποιαδήποτε στρατιωτική χρήση, όπως οικιακά έπιπλα, κοσμήματα ακόμη και γυναικεία ενδύματα, καπέλα και εσώρουχα! Αντιθέτως από τους μουσουλμάνους επίτασαν ελάχιστα, τα οποία μάλιστα πολλές φορές τα επέστρεφαν ύστερα από λίγο. Επιπλέον έγιναν επιτάξεις εμπορικών οίκων κοινοτικών κτιρίων, σχολείων, ορφανοτροφείων, βιβλιοθηκών, φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, ακόμη και εκκλησιών. [40] Τον ίδιο σκοπό είχε και η Επιτροπή κατά της αισχροκέρδειας, που δημιουργήθηκε για να προστατέψει, υποτίθεται, τους πολίτες από τυχόν αισχροκέρδεια των εμπόρων, αλλά κατ’ ουσίαν ήταν ένα ακόμη μέτρο κατά των Ελλήνων εμπόρων καθώς τους επιβάλλονταν για υποτιθέμενες παρανομίες υπέρογκα πρόστιμα και προχωρούσαν σε κατασχέσεις εμπορευμάτων ή κλείσιμο των καταστημάτων τους. Ο έλεγχος των τιμών περιοριζόταν μόνο στους Έλληνες εμπόρους, ενώ οι μουσουλμάνοι μπορούσαν να πωλούν σε όποιες τιμές ήθελαν. Απαγορεύονταν στους μουσουλμάνους να συναλλάσσονται με Έλληνες, στην περίπτωση δε που το έκαναν κινδύνευαν με ξυλοδαρμό και καταστροφή του προϊόντος που αγόραζαν. Επιπλέον οι κατά τόπους αρχές ζήτησαν από τις ξένες επιχειρήσεις να απολύσουν τους Έλληνες και να τους αντικαταστήσουν με μουσουλμάνους. Νέοι αναγκαστικοί έρανοι για τον οθωμανικό στόλο, τους μουσουλμάνους πρόσφυγες κ. ά. αλλά και φόροι επιβλήθηκαν μόνο στους Έλληνες και στους Αρμενίους, ενώ αυξήθηκαν οι απελάσεις Ελλήνων με ελληνική υπηκοότητα με παράλληλη δήμευση των περιουσιών τους.[41]

Στην εκπαίδευση προχώρησαν τον Ιούλιο του 1915 σε οριστική κατάργηση των προνομίων και στον πλήρη εκτουρκισμό της καθώς επέβαλαν το πρόγραμμα των τουρκικών σχολείων, απαγορεύοντας τη διδασκαλία της ελληνικής ιστορίας και περιορίζοντας τη χρήση της ελληνικής γλώσσας μόνο στα γλωσσικά μαθήματα. Επιπλέον καταργήθηκαν τα εκκλησιαστικά δικαστήρια όπως και η κοινοτική αυτοδιοίκηση, ενώ όλα τα ιδρύματά της δημεύτηκαν με νόμο στις 14 Αυγούστου 1916. Σημαντική εξέλιξη αποτέλεσε και η απαγόρευση παρέμβασης του Πατριαρχείου σε περιπτώσεις εξισλαμισμού με νόμο στις 28 Ιουλίου 1915 σε μία περίοδο που όλο και συχνότερα υπήρχαν καταγγελίες για βίαιο εξισλαμισμό. Οι εξισλαμισμοί έγιναν πιο οργανωμένοι με την ίδρυση ειδικών ορφανοτροφείων για ελληνόπουλα που οι γονείς τους είτε είχαν δολοφονηθεί είτε εκτοπισθεί ή απελαθεί ή είχαν απαχθεί διά της βίας. Στα παιδιά αυτά παρεχόταν μόνο μουσουλμανική εκπαίδευση στην τουρκική γλώσσα με στόχο τον εξισλαμισμό και παράλληλα ή εκ των υστέρων τον εκτουρκισμό τους.[42]

Ο Αντισυνταγματάρχης Τουρκικής πολιτοφυλακής Topal Osman.

Κατά την υποχώρηση των οθωμανικών στρατευμάτων μπροστά στη ρωσική προέλαση την άνοιξη του 1916 υπήρξαν πολλά έκτροπα στον ανατολικό Πόντο, ανάμεσα στα οποία λεηλασίες και καταστροφές σπιτιών, εκκλησιών και σχολείων, όπως στην περίπτωση των χωριών της Αργυρούπολης,[43] και κυρίως στοχευμένες καταστροφές μοναστηριών. Έτσι, αρχικά λεηλατήθηκε στις 19 Απριλίου η Παναγία Σουμελά χωρίς να καταστραφεί μετά από παρέμβαση Οθωμανού αξιωματικού αραβικής καταγωγής και στις 23 Απριλίου καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Τούρκους η I. Μ.  Βαζελώνος, ένα από τα τρία μεγάλα μοναστήρια του Πόντου, ενώ λίγο αργότερα καταστράφηκαν και δύο γυναικεία μοναστήρια. Παράλληλα υπήρξαν και πολλές περιπτώσεις βιασμών Ελληνίδων όπως στην περιοχή της Αργυρούπολης, όπου κάποιες προκειμένου να μην ατιμασθούν προτίμησαν να αυτοκτονήσουν πέφτοντας στο ποτάμι, και μάλιστα γυναικών μοναχών όπως στην περίπτωση της μονής Σιμικλή. Μετά την πτώση της Τραπεζούντας ο Τοπάλ Οσμάν στην Κερασούντα προχώρησε σε διώξεις πλουσίων Ελλήνων, βιασμούς γυναικών και δολοφονίες ιερέων. [44] Όλα αυτά αποτέλεσαν το «προανάκρουσμα» των καθολικών διωγμών που ακολούθησαν στον δυτικό Πόντο το επόμενο διάστημα.

 

Η Παναγία Σουμελά.

 

Άγιος Ιωάννης Βαζελώνος. (Φωτ.: IHA)

 

Η κατάσταση βέβαια έγινε πραγματικά δραματική με την έναρξη των εκτοπισμών των ελληνικών πληθυσμών του δυτικού Πόντου που ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 1916[45] και έλαβαν χώρα κυρίως από τον Νοέμβριο του 1916 έως την άνοιξη του 1917. Αρχικά στράφηκαν κατά των προκρίτων, των δασκάλων, των ιερέων, των εύπορων και των μορφωμένων της κάθε ελληνικής κοινότητας τους οποίους κατά περίπτωση τους εκτόπιζαν ή τους εκτελούσαν λεηλατώντας στη συνέχεια την περιουσία τους. Παράλληλα προχώρησαν σε δηώσεις και καταστροφές πολλών σχολείων και εκκλησιών των περιοχών αυτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την επιστροφή τους οι επιζήσαντες εκτοπισμένοι κατά το τέλος του πολέμου βρήκαν σε αρκετές περιπτώσεις κατεστραμμένα μόνο το σχολείο και την εκκλησία του χωριού τους. Πέρα από τις καταστροφές οι βεβηλώσεις των ιερών ναών αποτελούσαν συχνό φαινόμενο όπως και η διαπόμπευση ιερέων με ξυλοδαρμό, ξύρισμα και διάφορους άλλους εξευτελισμούς.[46]

 

Αμισός. Η Αμισός ή Σαμισός (σήμερα Σαμψούντα) ήταν ο αμέσως μετά την Σινώπη ακμαιότερος ελληνικός λιμένας στη νότια ακτή του Ευξείνου Πόντου.

 

Ο εκτοπισμός αρχικά μόνο των ανδρών άφηνε απροστάτευτα τα παιδιά και τις γυναίκες με αποτέλεσμα οι περιπτώσεις απαγωγών και βίαιων εξισλαμισμών να πολλαπλασιαστούν. Κυρίως όμως κατά την περίοδο των καθολικών εκτοπισμών οι μαρτυρίες βιασμών, βίαιων εξισλαμισμών και απαγωγής μικρών παιδιών ακόμη και βρεφών υπό το πρόσχημα της προστασίας αυτών είναι πάρα πολλές και αφορούν όλες τις περιοχές του δυτικού Πόντου. Δεν είναι λίγες και οι περιπτώσεις γυναικών που προτίμησαν να αυτοκτονήσουν παρά να αλλαξοπιστήσουν. Αρκετά από τα ελληνόπουλα που είχαν απαχθεί με τη μέθοδο του παιδομαζώματος μέσω της Εταιρείας της Ερυθράς Ημισελήνου εντάχθηκαν σε ειδικά ορφανοτροφεία που είχε ιδρύσει ο Ταλαάτ με σκοπό να τα εκτουρκίσει.[47]

Με την ανακατάληψη του ανατολικού Πόντου από τον οθωμανικό στρατό τον Φεβρουάριο του 1918 οι δύο γυναικείες μονές που είχαν επαναλειτουργήσει ερημώθηκαν και πάλι ενώ στην Παναγία Σουμελά και στον Αγ. Γεώργιο Βαζελώνος απέμειναν ελάχιστοι μοναχοί. Οι μουσουλμάνοι προχώρησαν και πάλι σε καταστροφές εκκλησιών και σχολείων, όπως στην περιοχή της Ριζούντας, ενώ κατασχέθηκαν από την κυβέρνηση ή από ιδιώτες μουσουλμάνους μοναστηριακά, εκκλησιαστικά και κοινοτικά κτήματα σχεδόν εξ ολοκλήρου πέρα από ιδιωτικά κτήματα και οικίες που μετά πωλήθηκαν σε μουσουλμάνους.[48]

 

Άποψη της Ριζούντας, λιμάνι 60 χιλιόμετρα ανατολικά της Τραπεζούντας, πρωτεύουσα της επαρχίας του Λαζιστάν. Φωτογραφία των Αδελφών Κακούλη, δεκαετία 1890. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

 

Ο Παπα-Ευθύμ Καραχισαρίδης. Φωτογραφία του 1919. Ο Παπα-Ευθύμ (κατά κόσμον Παύλος Καραχισαρίδης) πρωτοστάτησε στην προσπάθεια δημιουργίας αυτοκέφαλης τουρκορθόδοξης Εκκλησίας, σε σύγκρουση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο – το οποίο μετά το 1919 είχε ταχθεί πλέον καθαρά στο πλευρό του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού. Συνεργάστηκε στενά με τους κεμαλικούς και κατάφερε να σώσει αρκετά μέλη της κοινότητάς του από διωγμούς κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου. Αυτό φαίνεται ότι τον βοήθησε να πετύχει κάποια λαϊκή στήριξη για το εγχείρημά του, το οποίο πάντως με το τέλος του πολέμου δεν είχε πολλή τύχη.

Μία μικρή ανάπαυλα μερικών μηνών υπήρξε μεταξύ του τέλους του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της έναρξης του κεμαλικού κινήματος που σήμανε μία νέα περίοδο μαζικών και ολοκληρωτικών διωγμών από το καλοκαίρι του 1919 έως την επαύριο της Μικρασιατικής Καταστροφής. Αρχικά οι διώξεις δεν ήταν μαζικές σε όλο τον Πόντο αλλά εντοπίζονταν σε κάποιες περιοχές.[49] Μέσα στο πλαίσιο της ανθελληνικής του πολιτικής ο Κεμάλ ως ένα ακόμη μέσο έμμεσης εξόντωσης των Ελλήνων με σκοπό την αφαίρεση της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων ορθοδόξων ίδρυσε τη λεγάμενη «τουρκοορθόδοξη εκκλησία» στην οποία έθεσε ως επικεφαλής της τον Παπαευθύμ. Το εγχείρημα παρά τις προσπάθειες του Κεμάλ απέτυχε ολοκληρωτικά μολονότι συνέχισε να υφίσταται αυτή η «εκκλησία» και μετά την Καταστροφή.[50]

Η κύρια περίοδος των μαζικών εκτοπισμών και εξόντωσης ήταν το καλοκαίρι του 1921 αν και κλιμακώνονταν συν τω χρόνω οι σφαγές των Ελλήνων σε όλο τον Πόντο. Και σε αυτή την περίπτωση επαναλήφθηκαν οι ίδιες πρακτικές με καταστροφές εκκλησιών και σχολείων,[51] καταλήστευση ελληνικών περιουσιών, βίαιους εξισλαμισμούς που έφτασαν να αφορούν ολόκληρα χωριά, απαγωγή ελληνόπουλων και βιασμούς γυναικών, παιδιών αλλά ακόμη και νέων αγοριών. Πολλά κορίτσια και παιδιά αυτοκτόνησαν μετά από την τραυματική αυτή εμπειρία, όπως στην Οινόη, ή τρελάθηκαν όπως στην περίπτωση του Καβάκ ή ακόμη οι ίδιοι οι γονείς τους τα σκότωσαν.[52]

Των εκτοπισμών αυτών είχε προηγηθεί η απέλαση των Ελλήνων υπηκόων της Αμισού το Νοέμβριο του 1920 και η φυλάκιση στην Αμάσεια τον Ιανουάριο του 1921 επιφανών Ελλήνων της Αμισού, της Πάφρας και του Αλάτζαμ. Η σύλληψη και άλλων Ελλήνων της θρησκευτικής, πνευματικής και πολιτικής ηγεσίας του ελληνισμού του Πόντου με την κατηγορία ότι ενέχονται στο ζήτημα της Δημοκρατίας του Πόντου και η καταδίκη τους σε θάνατο τον Σεπτέμβριο του 1921 από το «Δικαστήριο Ανεξαρτησίας» φανέρωσε την απόφαση της κεμαλικής ηγεσίας για ολοκληρωτική εξόντωση του ελληνισμού.[53]

 

Χάρτης που επισημάνει τη Ριζούντα, την Τραπεζούντα και το Βατούμ.

 

Η ίδια πρακτική συνεχίστηκε και το 1922 όπως φανερώνουν οι πολλές, αμερικανικές κυρίως, μαρτυρίες. Η Ethel Thompson, μέλος αμερικανικής ιεραποστολής περίθαλψης προσφύγων, ήταν μάρτυρας ύπαρξης ειδικού ορφανοτροφείου στη νοτιοανατολική Μ. Ασία που είχε περισσότερα από 300 ελληνόπουλα συγκεντρωμένα.

Η ίδια αναφέρει ότι κατά τον εκτόπισμά των Ελλήνων μουσουλμάνοι άρπαζαν στη διαδρομή ανενόχλητοι τα ωραιότερα κορίτσια και τα έβαζαν σε χαρέμια. Κάποιες από τις κοπέλες μάλιστα είχαν παραμορφώσει το πρόσωπό τους με την ελπίδα να μην τις πάρουν.[54] Άλλη αμερικανική μαρτυρία αναφέρει την πυρπόληση εκκλησιών στην περιοχή της Μερζιφούντας και το κάψιμο ιερέων των οποίων πρώτα είχαν βουτήξει τα ράσα σε κηροζίνη.[55] Σύμφωνα με τον Γκίμπονς στην Τραπεζούντα τον Μάιο του 1922 όλα τα παιδιά 2 έως 14 ετών είχαν απομακρυνθεί από τις οικογένειές τους και είχαν συγκεντρωθεί σε ειδικό χώρο από τις κεμαλικές αρχές. Τα δε ελληνικά σχολεία σε όλο τον Πόντο είχαν κλείσει από τον Ιούνιο του 1921.[56]

Ακόμη και μετά την Μικρασιατική Καταστροφή όταν ήταν προδιαγεγραμμένο το τέλος της παρουσίας του ελληνισμού εκεί υπήρξε νέος γύρος δολοφονιών και βιαιοτήτων στον Πόντο με νέες περιπτώσεις εξισλαμισμών γυναικών και παιδιών αλλά και καταστροφής εκκλησιών και μοναστηριών με χαρακτηριστικότερο ίσως αυτό της Παναγίας Σουμελά. Ο κίνδυνος εξισλαμισμού ακόμη και μετά το τέλος του πολέμου παρέμενε μεγάλος καθώς στην έκθεση που συνέταξε η επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών στην Πόλη για το ζήτημα αναφέρεται ότι 300.000 γυναίκες και παιδιά, από όλο τον ελληνισμό της Μικρός Ασίας είχαν εκτοπιστεί και κρατούνταν από μουσουλμάνους. Χιλιάδες Ελληνίδες που τις είχαν πάρει οι Τούρκοι στα χαρέμια τους όλο αυτό το διάστημα και τις εξισλάμισαν παρέμειναν εκεί.[57] Η πολιτισμική γενοκτονία όμως συνεχίστηκε και μετά τη φυγή των Ελλήνων του Πόντου. Ο Νηλ Άσερσον στο βιβλίο του Μαύρη Θάλασσα. Λίκνο πολιτισμού και βαρβαρότητας επισημαίνει για την Παναγία Σουμελά: «Παντού υπάρχουν ερείπια. Αλλά τα ερείπια αυτά είναι ερείπια μίσους κι όχι ερείπια του χρόνου. Επαγγελματίες κλέφτες χρησιμοποίησαν ειδικά εργαλεία για να αποσπάσουν τμήματα του μωσαϊκού, τα οποία κατέληξαν σε δημοπρατήρια του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης».[58]

 

Summary

  

Immediately after the successful conclusion of the Young Turks movement in 1908, their Committee of Union and Progress (CUP) put in practice a plan for the transformation of the multinational Ottoman Empire into a Turkish national state. The plan of turcification at the beginning included mainly measures for not violated attack against the no Turkish nations and especially the Christians. So in August of 1908, using as a pretext the strengthening of Ottomanism, they started taking away the privileges of the millets. By this way they tried with indirect methods to destroy the education of the Greeks and to restrict the role of the orthodox bishops upon the Greeks. In Pontus the Young Turk government interfere with the internal issues of the orthodox church, in which the government always took the side of the opponents of the topical bishop, and in the ecclesiastical justice of the orthodox such as in matters of marriages, testaments, and divorces, obstructed the ecclesiastical act of the Greek priests, persecuted and imprisoned priests with unfounded accusations, obstructed the travel of the bishops in their area etc. Also later, Kemal interfere with internal affairs of the Oikoumenical Patriarchate with the establishment of the pseudo Turkish-orthodox patriarchate putting as a head of it the Greek orthodox priest from Pontus papa-Efthym.

In the area of education the Young Turks imposed the Turkish language in all schools as obligatory despite their declarations and they decided from September 1908 to impose the ottoman idea through the schools. The main goal was the weakening and the control of the powerful Greek education through the abolition of this responsibility from the patriarchate. So they imposed the teaching of the Turkish language as metrical and of the Turkish history in the Greek schools, they restricted the Greek Schools, they tried, especially in the hinterland of Pontus where the muslims were more from the Greeks, to enlist the Greek pupils to the Turkish schools, which established in great nmnbers from the Young Turks since 1908, they closed Greek schools with different pretexts for supposed irregularities, they restrained the permits for building or repair for the Greek Schools, they deported Greek teachers, scientists and journalists, etc.

During the period of the genocide of the Pontian Greeks (1914-1923) the muslims advanced to destructions of Greek churches and seizures of Greek schools without reasons, which they did not return even after the end of the 1st WW. Especially during the second period of genocide (1919-1923) the attack against the elite of the Pontian Greeks was total as in September of 1921 the verdict of the so-called “Independence Courts”, that Kemal had created in an attempt to have a legal pretext for the execution of noted Greeks (bishops, teachers, journalists, doctors, traders) in Pontus through a parody of trials, sent to death 450 Greeks. The violent islamization of Greeks, especially women and orphans, which have been increased after 1908, became major problem for the Greeks, besides the others, during the period 1914-1924. Even after the Asia Minor destruction and in spite of the Lausanne Agreement (January 30, 1923) the kemalists continued the islamizations of Greeks and the attacks against the church. But even after the expulsion of Greeks the Turks tried to destroy characteristic monuments which reminded the Greek presence in Pontus (for example monaster of Panagia Soumela), suppressed the possibility of the revealing of the islamized Greeks and cryptochrisitans and put in pursuing Greek-speaking Muslims in Pontus.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Ήδη με τις συμβάσεις της Χάγης του 1907 είχαν τεθεί οι βάσεις για τη νομική αντιμετώπιση των εγκλημάτων πολέμων. Η εξόντωση των Αρμενίων το 1915 από τους νεοτούρκους προκάλεσε μεγάλη αντίδραση και την προειδοποίηση από την πλευρά της Αντάντ ότι θα τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι της οθωμανικής κυβερνήσεως και όσοι αναμίχθηκαν στην εξόντωση. Επισήμους τότε έγινε για πρώτη φορά χρήση του όρου εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Στη Συνθήκη των Βερσαλλιών κατόπιν γίνεται λόγος για τα εγκλήματα πολέμου, αλλά δεν ελήφθησαν μέτρα είτε τιμωρίας είτε ποινικός καθορισμός των εγκλημάτων αυτών. Πρώτη φορά ο όρος genocide (από την ελληνική λέξη «γένος» και την λατινική caedere (= αποκτείνω, σκοτώνω) εισήχθη από τον Αμερικανό πολωνοεβραϊκής καταγωγής Ραφαήλ Λέμκιν (R. Lemkin), καθηγητή της Νομικής του Πανεπιστημίου του Γέιλ, στο έργο του Axis rule in occupied Europe, Law of Occupation. Analysis of Government proposals for readers, Washington 1944. Η Ελλάδα από την αρχή υπέγραψε τη διεθνή σύμβαση περί γενοκτονίας ενώ η Τουρκία το 1965. Για το ιστορικό του όρου βλ. Απόστολος I. Παπασλιώτης, Το έγκλημα της Γενοκτονίας, Θεσσαλονίκη 1966, σ. 9, 15, 31, 136.

[2] Γενοκτονία θεωρείται και ο Αργός Θάνατος, δηλ. οι τελέσεις ενεργειών που διά εσκεμμένων παραλείψεων συνεπάγονται την έμμεση εξόντωση της ομάδας, όπως η περίπτωση των εκτοπίσεων των Ελλήνων του Πόντου. Παπασλιώτης, ά π., σ. 30, 32-3, 39- 40.

[3] Στη βιολογική γενοκτονία εμπίπτει και η υποχρεωτική διαμονή και εργασία σε απομακρυσμένα μέρη συνδυαζόμενη με χωρισμό των μελών της οικογένειας. Παπασλιώτης, o. π., σ. 32, 41, 53.

[4] Παπασλιώτης, ό. π., σ. 35, 42-3, 54-8.

[5] Ν. Βλάχος Ιστορία των κρατών της Χερσονήσου του Αίμου 1908-1914, Ο.Ε.Δ.Β., τ. 1, Αθήνα 1954, σ. 152-3, A. X. Χαμουδόπουλος, Ελληνισμός και Νεότουρκοι. Εθνική Δράσις του υποδούλου Ελληνισμού κατά την νεοτουρκικήν περίοδον 1908-1912, Θεσσαλονίκη 1926, σ. 9-10.

[6] F. Ahmad, «Unionist Relations with the Greek, .Armenian and Jewish Communities of the Ottoman Empire, 1908-1914», Christians and Jews in the Ottoman Empire, τ. 1, επιμ. B. Braude-B .Lewis, Νέα Υόρκη-Λονδίνο 1982, σ. 403-6.

[7] Μ. Ροδάς, Πώς η Γερμανία κατέστρεψε τον ελληνισμόν της Τουρκίας, Αθήνα 1978 (1η εκδ. 1916), σ. 25, 27, συνέντευξη Ναζήμ Μπέη, όπου και υπόσχεση για προσωρινή διατήρηση των προνομίων.

[8] Σία Αναγνωστοπούλου, Μικρά Ασία. 19ος αχ.-1919. Οι Ελληνορθόδοξες κοινότητες. Από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος, Αθήνα 1997, σ. 462-3, Βλάχος, ό.π., σ. 112, 114.

[9] ΑΥΕ/1911/ΒΓ/39, Έντυπο στατιστικής του υπουργείου Παιδείας του σχολικού έτους 1909 -10.

[10] Αναγνωστοπούλου, ό.π., σ. 463 – 464, 506, σημ. 30, Βλάχος, ό.π., σ. 118 – 127.

[11] Οι Times του Λονδίνου στις 3 Οκτωβρίου 1911 δημοσίευσαν το νεοτουρκικό πρόγραμμα σύμφωνα με το οποίο οι υπόλοιπες εθνότητες μπορούσαν να τη θρησκεία αλλά όχι τις γλώσσες τους. Βλάσης Αγτζίδης, «Η γενοκτονία του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας», εφ. Η Καθημερινή, 18 Φεβρουάριου 2001, σ. 37.

[12] ΑΥΕ/1911/Β 39, αρ. πρ. 227, προξ. Τραπεζούντος προς υπουργείο Εξωτερικών (ΥΠΕΞ), Τραπεζούς, 24 Μαρτίου 1911.

[13] ΑΥΕ/1911/Β 39, αρ. πρ. 89, υποπροξ. Αμισού προς ΥΠΕΞ, Αμισός, 9 Μαρτίου 1911.

[14] Βλάχος, ό.π., σ. 118-9, 124.

[15] Ο Γολγοθάς του εν Τουρκία ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη 1919, σ. 26, X. Σολδάτος, Η εκπαιδευτική και πνευματική κίνηση του ελληνισμού της Μ. Ασίας 1800-1922, τ. 3, Αθήνα 1991 σ. 81, 107, 114-5, 119.

[16] ΑΥΕ/1911/Β 39, αρ. πρ. 397, υποπροξ. Αμισού προς ΥΠΕΞ, Αμισός, 12 Σεπτεμβρίου 1911.

[17] Πανάρετος, Αρχιμανδρίτης Τοπαλίδης Ο Πόντος ανά τους αιώνας, Δράμα 1927 και 1929, σ. 146, 165, Σολδάτος, ό. π., τ. 3, σ. 111, 114-5.

[18] Βλάχος, ό. π., σ. 118-123, 204, 209-211, 213-4, Χαμουδόπουλος, ό.π., σ. 34, 36-9.

[19] ΑΥΕ/1911/Β 39, αρ. πρ. 358 υποπροξ. Αμισού προς ΥΠΕΞ, Αμισός, 17 Αυγούστου 1911.

[20] Αναγνωστοπούλου, ό.π., 457, 461, 465, Γολγοθάς, ό.π., σ. 21-7 και Βλάχος, ό.π., σ. 116-7, 126-7.

[21] Πανάρετος, ό. π. , σ. 145-6.

[22] ΑΥΕ/1911/Β 53, αρ. πρ. 503, προξ. Τραπεζ. προς ΥΠΕΞ, Τραπεζούς, 4 Νοεμβρίου 1911.

[23] ΑΥΕ/1912/25.3, αρ. πρ. 476, προξ. Τραπεζ. προς ΥΠΕΞ, Τραπεζούς, 31 Αυγούστου 1912.

[24] ΑΥΕ/1912/25.3, αρ. πρ. 123, προξ. Τραπεζ. προς ΥΠΕΞ, Τραπεζούς, 12 Μαρτίου 1912, όπου ο πρόξενος τονίζει ότι ούτε επί τουρκοκρατίας (!) δεν γίνονταν αυτά.

[25] Αναγνωστοπούλου, ό. π., σ. 496, Βλάχος, ό. π., σ. 133, 134.

[26] ΑΥΕ/1909/Κωνσταντινουπόλεως Πρεσβεία, αρ.πρ. 158, προξ. Τραπεζ. Προς πρεσβ. Κων/πόλεως, Τραπεζούς, 28 Νοεμβρίου 1909, όπου αίτημά τους για παρέμβαση της πρεσβείας στην οθωμανική κυβέρνηση.

[27] ΑΥΕ/1910/Α 21, αρ. πρ. 238, προξεν. Τραπεζ. προς ΥΠΕΞ, Τραπεζούς, 26 Νοεμβρίου 1910, αρ. πρ. 443, υποπροξ. Αμισού προς ΥΠΕΞ, Αμισός, 9 Νοεμβρίου 1910.

[28] Βλάχος, ό. π., σ. 257-8.

[29] ΑΥΕ/1911/Β 43, αρ. πρ. 82, υποπροξ. Αμισού προς ΥΠΕΞ, Αμισός, 2 Μαρτίου 1911.

[30] ΑΥΕ/1911/Α 21, αρ. πρ. 16012, ΥΠΕΞ προς πρεσβ. Κων/πόλεως, Αθήνα, 8 Σεπτεμβρίου 1911.

[31] ΑΥΕ/1911/Β/53, αρ. πρ. 236, υποπροξ. Αμισού προς ΥΠΕΞ, Αμισός 30 Μαΐου 1911, για βιασμούς Ελληνίδων στην Έρμπαα, Κωσταντίνος Εμμ. Φωτιάδης, Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, τ. 5, (Θεσσαλονίκη 2002), σ. 50, 55-6, Θ. Παπαθεοδωρίδης, Μαρτυρολόγιον του εν Πόντω Ελληνισμού, σ. 7-8, σ. 572.

[32] ΑΥΕ/1912/25.3, αρ. πρ. 207 και 473, προξ. Τραπεζ. προς ΥΠΕΞ, Τραπεζούς, 27 Απριλίου και 28 Αυγούστου 1912 αντίστοιχα, Φωτιάδης, Γενοκτονία, τ. 1, σ. 389 από εφ. Φάρος της Ανατολής, Τραπεζούντα, 6 Ιουλίου 1911.

[33] Βλάχος, ό.π., σ. 133, Γολγοθάς, ό.π., σ. 46-50, Χαμουδόπουλος, ό.π., σ. 45.

[34] Χρήστος Σαμουηλίδης, Μαύρη Θάλασσα. Χρονικό από την τραγωδία του Πόντου, Αθήνα 19943, σ. 29-30.

[35] ΑΥΕ/1912/25.3, χ. αρ. πρ., προξ. Τραπεζ. προς ΥΠΕΞ, Βατούμ, 15 Οκτωβρίου 1912.

[36] ΑΥΕ/1911/Β 53, αρ. πρ. 577, προξεν. Τραπεζ. προς ΥΠΕΞ, Τραπεζούς, 30 Νοεμβρίου 1911, /1912/25.3, αρ. πρ. 446, ό. π., 10 Αυγούστου 1912, /1912/24.3, αρ. πρ. 110, υποπροξ. Αμισού προς ΥΠΕΞ, Αμισός, 5 Μαρτίου 1912.

[37] Γ. Κ. Σκαλιέρης, Πολιτικαί σελίδες. Τα δίκαια των εθνοτήτων εν Τουρκία (1453-1921), Τροχαλία, Αθήνα 1997, σ. 23.

[38] ΚΜΣ, Χρήστος Γεωργιάδης, Παράλιος Πόντος 32, Αμισός, σ. 6-17, Σαμουηλίδης, Μαύρη, σ. 35-43.

[39] Αναφορά εγγράφου Αυστριακού προξένου Τραπεζούντας Μόριτς το Νοέμβριο του 1913 όπου λόγος μουσουλμάνου κατά Ελλήνων και ελληνικών ονομάτων: Πολύχρονης Ενεπεκίδης, «Το ολοκαύτωμα, του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Οι πρώτοι διωγμοί των Ελλήνων του Πόντου, όπως αποκαλύπτονται από τα αρχεία Βιέννης-Βερολίνου», Λ’ Παγκόσμιο Ποντιακό Συνέδριο, Θεσσαλονίκη 7-14 Ιουλίου 1985, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 276.

[40] ΑΥΕ/1915/Α/4/15, αρ. πρ. 1, υποπροξ. Αποστολόπουλος προς ΥΠΕΞ, Αμισός, 11 Ιανουάριου 1915 και /1917/Β/38, χ. στ., 15 Δεκεμβρίου 1916, για επιτάξεις στην Κερασούντα στις αρχές του πολέμου. Βλ. και Γ. Κ. Βαλαβάνης, Σύγχρονος γενική ιστορία του Πόντου, Θεσσαλονίκη 1986 (1η εκδ. 1925), σ. 60-62, 65-66, Γολγοθάς, ό. π., σ. 68-70, 92, 123-126, Σ. Ιοοακειμίδης, Συμβολή εις την γενικήν ιστορίαν του Πόντου, Αθήνα 1970, σ. 64-9, Πανάρετος, ό. π., σ. 175, Φιοτιάδης, Γενοκτονία, σ. 9, σ. 143-144, 148-149, 176-177.

[41] Αναγνωστοπούλου, ό.π., σ. 528-530, Οι ανθελληνικοί διωγμοί εν Τουρκία από της κηρύξεως του Ευρωπαϊκού Πολέμου (κατά τας επισήμους εκθέσεις των πρεσβειών και προξενικών αρχών), Αθήνα 1917, σ. 27-30, Γολγοθάς, ό. π., σ. 92-3,1. Σαλτσής, «Χρονικά Κοτυώρων», Χρονικά του Πόντου, 14 (1945), 325-6 και Ahmad, ά π., σ. 418.

[42] Ανθελληνικοί, ά. π., σ. 16-20, 31, Ιωακειμίδης, ά. π., 62, Πανάρετος, ά π., σ. 174-5, Στάθης Πελαγίδης, Ο ηρωικός Πόντος. Αλησμόνητες πατρίδες του Ελληνισμού, τ. 9, Θεσσαλονίκη (1999), σ . 100-103 και Σαλτσής, ό.π. σ. 325-6.

[43] ΑΥΕ/1917/35, 38, 45, 59, αρ. πρ. 1573, Πανάς προς ΥΠΕΞ, Πετρούπολη, 30 Αυγούστου 1916 από

έκθεση μητροπολίτη Ροδοπόλεως Κυρίλλου 10 Αυγούστου 1916 για λεηλασίες σπιτιών, καταστροφές εκκλησιών, βιασμούς και εξισλαμισμούς από τον Μάρτιο του 1916 κατά την οπισθοχώρηση των οθωμανικών στρατευμάτων.

[44] ΑΥΕ/1917/35, 38, 45, 59, αρ. πρ. 11848, ΥΠΕΞ προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης από τηλεγρ. Πετρούπολης για απαγωγή Ελλήνων Βαζελώνος και εντολή να μεριμνήσει ο Πατριαρχείο, Απρίλιος 1916, αρ. πρ. 824 Πανάς προς ΥΠΕΞ, Πετρούπολη, Μάιος 1916, για εγκατάλειψη Μονών Σουμελάς και Βαζελώνος και απαγωγή 150 Ελλήνων από Τούρκους, αρ. πρ. 1573, Πανάς προς ΥΠΕΞ, Πετρούπολη, 30 Αυγούστου 1916, Έκθεση περί της θέσεως των Ελλήνων της Τραπεζούντος και της περιφερείας αυτής κατά τους τελευταίους μήνες της τουρκοκρατίας υπό του Αρχιμανδρίτου Βαζελώνος Παναρέτου, Πετρούπολη 28/8/1916 προς πρεσβεία Πετρούπολης, Πανάρετος, ό. π., σ. 186-7 για Βαζελώνος: διαρπαγή κινητής περιουσίας και θησαυροφυλακίου, αποτέφρωση αρχειοφυλακείου με όλα τα κειμήλια, χρυσόβουλα, κώδικες και βιβλία, διαρπαγή βιβλιοθηκών, σύληση ναού, βιασμούς εντός της μονής και μετά αποκεφαλισμός, και εξευτελισμός μοναχών που εδάρησαν και τους έβαλαν σε πορεία γυμνούς, Μαύρη Βίβλος διωγμών και μαρτυρίων του εν Τουρκία Ελληνισμού (1914-1918), Κωνσταντινούπολη 1919, σ. 224, 242-5, 253-5, 266-7, 269-270, 271-2.

[45] ΑΥΕ/1917/35, 38, 45, 59, αρ. πρ. 7100, ΥΠΕΞ προς πρεσβεία Kωv/πολης, Αθήνα, 4 Αυγούστου 1916 για εκκένωση Αμάσειας και Ινέμπολης και εξισλαμισμούς Ελλήνων.

[46] Μαύρη, ό. π., σ. 239, σ. 392, 300-304, 310-316, όπου έκθεση του μητροπολίτη Νεοκαισαρείας Πολυκάρπου, Πελαγίδης, ό. π., σ. 105, Σαμουηλίδης, Θάλασσα, σ. 90 και ΑΥΕ/1917/35, 38, 45, 59, αρ. πρ. 5153, Κακλαμάνος προς ΥΠΕΞ, Πετρούπολη 23 Ιουλίου 1917, για δολοφονία 40 προκρίτων των Κοτυώρων.

[47] Ανθελληνικοί, ό. π., σ. 49, 51, Ιωακειμίδης, ό. π., σ. 83, Μαύρη, ό. π., σ. 236, 238-240.

[48] Πανάρετος, ό. π., σ. 189, 225, Μαύρη, ό. π., σ. 276-7.

[49] Βλ. ενδεικτικά Γεώργιος Ανδρεάδης, «Πώς έζησα τη σφαγή», εφ. Αγγελιοφόρος, 16 Μαΐου 2010 για βιασμό Ελληνίδων στα Σούρμενα και δολοφονίας τους στη συνέχεια με βασανιστήρια και για δήωση του σχολείου με αποτέλεσμα να καούν όλοι όσοι, ήταν μέσα τον Ιούνιο του 1920.

[50] Αλέξης Αλεξανδρής, «Η απόπειρα δημιουργίας Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας στην Καππαδοκία, 1921-1923», ΔΚΜΣ, 4 (1983), 172, Γεώργιος Ανδρεάδης, Από το μύθο στην έξοδο. Ο ελληνισμός της Μαύρης Θάλασσας, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 87-91 και Νίκος Φωτιάδης, Στο Κεσκίν-Μαδέν με τον Παπαευθύμ, το Ρασπουτίν του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας, Αθήνα 1982, σ. 74-5, 100-112, 115.

[51] ΑΥΕ/1921/6.7, αρ. πρ. 196, Πρόεδρος της εν Αθήναις Εθνικής Συνελεύσεως προς ΥΠΕΞ, Αθήνα

20 Φεβρουάριου 1921 για καταστροφή εκκλησίας στην Αμισό.

[52] Black Book, The Tragedy of Pontus 1914-1922, Αθήνα 1922, σ. 21-2, 26, William H. King, Turkish Atrocities in Asia Minor, Ουάσιγκτον 1922, σ. 5-6, Βαλαβάνης, ό. π., σ. 214-5, Αντώνιος I. Γαβριηλίδης,, Σελίδες έκτης μαύρης εθνικής συμφοράς του Πόντου, (Θεσσαλονίκη 1992) (=1η έκδ. Αθήνα 1924), σ. 52-53, Χάρης Τσιρκινίδης, Επιτέλους τους ξεριζώσαμε…Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, της Θράκης και της Μικράς Ασίας, μέσα από τα γαλλικά αρχεία, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 203., Δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας «Daily Telegraph» της 6ης Ιουνίου του 1921, που περιλαμβάνει μαρτυρίες του Αμερικανού Murray, κυβερνήτη του USS Overton.

[53] Βαλαβάνης, ό. π., σ. 232, 254, Γαβριηλίδης, ό. π., σ. 46-9, 80-84, 182-192, Ιωακειμίδης, ό. π., σ. 108, 112-3.

[54] Φωτιάδης, Γενοκτονία, τ. 11, σ. 542-3, King, ό. π., σ. 8, ΕΛΙΑ/Αρχείο Γ. Στρέιτ/ 18.5/Rapport Officiel du Capitaine F. D. Yowell, σ. 1, 22-25 και/18.5/Rapport du Docteur Mark H. Ward, σ. 30-32.

[55] TNA/FO 371/7877, Report of G. W. Rendel, 17 Μαΐου 1922.

[56] Άδαμς Χέμπερτ Γκίμπωνς, «Από την τραγωδίαν του Πόντου», κατά μετάφρασιν εκ της εφημερίδος «Μόνιτορ», εφ. Αθηναϊκή, 26 Ιουνίου 1922 (το πρωτότυπο άρθρο στην εφημερίδα The Christian Science Monitor, 3 Μαΐου 1922 Boston), TNA/FO 371/7877, Herbert Gibbons, Τραπεζούντα, 7/20 και 21 Μαΐου 1922. Βλ. και Σαλτσής, ό. π., 19-20 (1946), 457-8: όταν έκλεισαν όλα τα σχολεία, ένας χότζας Κρητικός πήγε στον διευθυντή των σχολείων της Τραπεζούντας και του είπε ότι ξέρει ελληνικά και πως μπορεί να διδάξει τα ελληνόπουλα.. Τότε αυτός του απάντησε: «Εμείς θέλουμε να τους καταστρέψουμε και εσύ θέλεις να τους σώσεις;».

[57]Everett P. Wheeler, “The Expelled Greeks”, The New York Times, 9 Δεκεμβρίου 1922, Ιωακειμίδης, ό. π., σ. 186-9, 205.

[58] Νηλ Άσερσον, Μαύρη Θάλασσα. Λίκνο πολιτισμού και βαρβαρότητας, μετ. Λεωνίδας Καρατζάς, Αθήνα 2003, σ. 351-2.

 

Ευριπίδης Π. Γεωργανόπουλος*

ΛΑ΄ Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο, 28-30 Μαΐου 2010, Θεσσαλονίκη. Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, Πρακτικά, Θεσσαλονίκη, 2011.  

*Ο Ευριπίδης Γεωργανόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1969 και είναι παντρεμένος με δύο παιδιά. Αποφοίτησε από το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α. Π. Θ. και στη συνέχεια έλαβε μεταπτυχιακό και διδακτορικό τίτλο σπουδών από το ίδιο πανεπιστήμιο με ειδίκευση στη Νεώτερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία. Η μεταπτυχιακή του εργασία είχε θέμα «Το νεοτουρκικό κίνημα και οι επιπτώσεις του στον ελληνισμό του Πόντου 1908-1914», ενώ η διδακτορική του διατριβή είχε τίτλο «Οι προσπάθειες των Ελλήνων του Πόντου για αυτοδιάθεση 1916-1921». Έχει κάνει ανακοινώσεις σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια και έχει γράψει άρθρα κυρίως για την ιστορία των Ελλήνων του Πόντου κατά τον 19ο και 20ο αι. Παράλληλα έχει συμμετάσχει στη δημιουργία λογισμικών ιστορίας για την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Εργάζεται ως καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Σχετικά θέματα:

 

Read Full Post »

Ελληνικός Κινηματογράφος 1955-1965: Κοινωνικές αλλαγές της μεταπολεμικής εποχής στην οθόνη | Ελίζα – Άννα Δελβερούδη


 

Τον ελληνικό κινηματογράφο, από το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και μετά, ως τη δεκαετία του 1970, η κριτική τον θεώρησε ενιαίο σύνολο. Το βασικό χαρακτηριστικό στο οποίο στηρίχθηκε αυτή η αντίληψη ήταν η εμπορικότητα, η δηλωμένη πρόθεση των συντελεστών του να κάνουν ταινίες με επιχειρηματική λογική. Η καταδίκη της κινηματογραφικής παραγωγής τριάντα ετών συλλήβδην, με μοναδικές εξαιρέσεις τις ταινίες του Κούνδουρου και του Κακογιάννη, δεν ενθάρρυνε, ως πρόσφατα, την επιμέρους διερεύνησή της, ώστε να μελετηθούν τα συστατικά της στοιχεία [1]. Ωστόσο, η εξέταση των ταινιών μάς δείχνει ότι, παρά την τυποποίηση που επιβάλλουν τα είδη και την ανακύκλωση των σεναριακών ιδεών, οι κοινωνικές εξελίξεις ενσωματώνονται σταδιακά στις ιστορίες, τους χαρακτήρες και τις νοοτροπίες τους [2]. Η κινηματογραφική παραγωγή, ή έστω ένα πρόσφορο μέρος της, μπορεί να μας αποκαλύψει τις αλλαγές που εισχωρούν διατακτικά στο συλλογικό σώμα, καθώς και τη στιγμή της εισαγωγής ή της παγίωσής τους. Εδώ θα διερευνηθούν ορισμένες ταινίες που γυρίσθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60, στις οποίες εμφανίζονται σημάδια των κοινωνικών αλλαγών.

 

Νίκος Κούνδουρος

 

Οι κωμωδίες είναι το είδος που αναδεικνύει, ευκρινέστερα από τα υπόλοιπα, πολλές πλευρές της ζωής, των προβλημάτων και των επιδιώξεων των ανθρώπων της πόλης. Εδώ οι σεναριογράφοι χρησιμοποιούν κατά κανόνα συμβατικές πλοκές και τυποποιημένους χαρακτήρες- ωστόσο, αντλούν ταυτόχρονα από τη σύγχρονή τους καθημερινότητα, είτε για να τοποθετήσουν τους ήρωές τους σε οικείες, επομένως ενδιαφέρουσες για το θεατή καταστάσεις, είτε για να σχολιάσουν νοοτροπίες και συμπεριφορές που παρατηρούνται στον κοινωνικό περίγυρο.

 

Ο Μιχάλης Κακογιάννης με τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Άντονι Κουίν.

 

Οι κωμωδίες κατά κανόνα εκτυλίσσονται στην πόλη, και μάλιστα στην πρωτεύουσα, τον τόπο συρροής των επαρχιωτών από το τέλος της δεκαετίας του ’40 και μετά. Οι ήρωές τους είναι συχνά επαρχιώτες που φθάνουν χαμένοι και απελπισμένοι στη μεγάλη πόλη, όμως, σε πολύ μικρό ποσοστό οι ταινίες εκτυλίσσονται στην επαρχία [3]. Ανάμεσα στις λίγες εξαιρέσεις μπορούμε να μετρήσουμε την Αρπαγή της Περσεφόνης (1956) του Γρηγόρη Γρηγορίου, σε σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλλη, και τις Διακοπές στην Κολοπετεινίτσα (1959) του Βασίλη Γεωργιάδη, σε σενάριο Ναπολέοντος Ελευθερίου. Και στις δύο αποτυπώνεται μια διαμάχη ανάμεσα σε αυτούς που επιθυμούν τις αλλαγές και σε αυτούς που επιθυμούν να διατηρηθεί η κατάσταση ως έχει – οι φορείς των αλλαγών αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη και δυσπιστία.

 

Ιάκωβος Καμπανέλλης

 

Στην Αρπαγή της Περσεφόνης η αλλαγή συνδέεται με τη δημιουργία μιας βιομηχανικής μονάδας επεξεργασίας τροφίμων, η οποία όμως θα ευνοήσει καταρχήν ένα μόνο μέρος των κατοίκων της περιοχής, ενώ θα αφήσει άνεργους τους υπόλοιπους. Οι εμπνευστές του σχεδίου είναι οι πλούσιοι τσιφλικάδες της περιοχής, οι οποίοι συναντούν τη σθεναρή αντίδραση των εξαθλιωμένων αγροτών. Η ταινία προβάλλει την άποψη ότι η ανάκαμψη θα πρέπει να αφορά όλους και όχι μόνο τη μερίδα που έχει αφενός τα οικονομικά μέσα και αφετέρου την πρόσβαση στην εξουσία. Το πρότυπο είναι ο νεαρός γεωπόνος (Κώστας Καζάκος), του οποίου οι γνώσεις προσφέρονται στο σύνολο και όχι σε κάποιους ευνοούμενους [4]. Εδώ η αντίδραση στην αλλαγή, στον οικονομικό εκσυγχρονισμό, στην εισαγωγή της βιομηχανικής παραγωγής σε ένα παραδοσιακό αγροτικό μικρόκοσμο συμβαδίζει με την περιφρούρηση των δικαιωμάτων των ασθενέστερων ομάδων. Η πρόοδος δεν είναι μια αξία εν κενώ, αλλά συναρτάται με αυτούς τους οποίους αφορά. Η αλλαγή κρίνεται θετικά μόνο αν εξασφαλίζει ίση μεταχείριση και κέρδη για το σύνολο της ομάδας.

Στις Διακοπές στην Κολοπετινίτσα δεν υπάρχουν αντίστοιχοι ιδεολογικοί στόχοι, γι’ αυτό και ο εκπρόσωπος των αλλαγών παρουσιάζεται και κρίνεται διαφορετικά: ο ιδιόρρυθμος πρόεδρος του χωριού (Κώστας Χατζηχρήστος) επιθυμεί την πρόοδο του τόπου του, την οποία στηρίζει «στον εκπολιτισμό και στην τουριστική κι οικονομική ανάπτυξη». Εκπολιτισμός είναι η υιοθέτηση δυτικών ηθών, όπως η μουσική και οι νέοι χοροί, το τσα-τσα, με ταυτόχρονη κατάργηση της δημοτικής μουσικής, η δε «τουριστική ανάπτυξη» προσβλέπει στη δημιουργία ξενοδοχείου για την υποδοχή των τουριστών.

 

Κινηματογραφική αφίσα της ταινίας «Διακοπές στην Κολοπετινίτσα», 1959.

 

Σύμφωνα με τον πρόεδρο, «ο τουρισμός και ο πολιτισμός ορίζουν να γίνει ο καφές εσπρέσσο, η λεμονάς κόκα-κόλα, το ούζο ουίσκι κ.λπ., κ.λπ.». Μέσα στα σχέδιά του, εκτός από το να φέρει τη θάλασσα στο χωριό, που ειρωνεύεται τις ανέφικτες υποσχέσεις των πολιτευτών, είναι και η δημιουργία καζίνο και κινηματοθέατρου. Ο πρόεδρος είναι αυταρχικός, προσπαθεί να επιβάλει τις αλλαγές βίαια και δεν ενδιαφέρεται να πείσει τους συγχωριανούς του ότι έχει κίνητρα σοβαρότερα από την προσωπική του ιδιορρυθμία και μεγαλομανία. Εντέλει, τέτοιου τύπου αλλαγές θεωρούνται πρώιμες και ανεδαφικές, υπόθεση μεμονωμένων ατόμων, μακρινές και αδιάφορες για την πλειοψηφία των κατοίκων.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, οι κυριότερες κοινωνικές αλλαγές συμβαίνουν στην πόλη. Πολλές από αυτές αποτυπώνονται και στις ταινίες· η εικόνα της σύγχρονης ζωής αρχίζει να διαφοροποιείται στον ελληνικό κινηματογράφο. Τόσο το περιβάλλον όσο και τα πρόσωπα, οι χαρακτήρες, φαίνεται να αλλάζουν. Όχι όλοι, βέβαια· αλλά υπάρχουν τα σημάδια της αλλαγής, που αποκτούν νόημα αν συσχετισθούν με τα κοινωνικά και οικονομικά δρώμενα. Με άλλα λόγια, αποτυπώνονται οι γρήγοροι ρυθμοί ανάπτυξης και εμφανίζεται το κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που έχει αποκτήσει τις οικονομικές προϋποθέσεις, ώστε να αποκολληθεί από τη μεταπολεμική καχεξία και να οδεύσει προς την κατανάλωση [5]. Τα αποτελέσματα της αμερικανικής βοήθειας είναι ορατά όχι μόνο σε ορισμένα πορτοφόλια αλλά και στις νοοτροπίες. Παράλληλα, δεν παύουν να υπάρχουν τα σοβαρά προβλήματα του παρελθόντος, με κυριότερο την ανεργία και τα επακόλουθά της[6].

Αλλαγές εμφανίζονται στο περιβάλλον, στον εξωτερικό και στον εσωτερικό χώρο που πλαισιώνει τους ήρωες, αλλά και στις συμπεριφορές, στους χαρακτήρες και στις μεταξύ τους σχέσεις. Θα εκθέσω αυτά τα ζητήματα με τη βοήθεια ενδεικτικών παραδειγμάτων.

Ορέστης Μακρής

Ως το τέλος της δεκαετίας του 1950, το είδος της κατοικίας χρησιμοποιείται συμβολικά και προσδιορίζει επακριβώς την οικονομική κατάσταση των ηρώων των ταινιών. Οι πλούσιοι ζουν σε νεόδμητες πολυκατοικίες με μοντέρνα επίπλωση [7]· τα μεσαία εισοδήματα σε μονοκατοικίες με προπολεμική επίπλωση· οι άνεργοι και όσοι κάνουν δουλειές του ποδαριού μοιράζονται με φίλους τους ένα δωμάτιο αυλής με στοιχειώδη επίπλωση. Στην Οικογένεια Παπαδοπούλου (1960) του Ροβήρου Μανθούλη, υπάρχουν χαρακτηριστικές σκηνές που παρουσιάζουν τις «ταξικές» αντιλήψεις για την κατοικία. Ο Ορέστης Μακρής, αδιευκρίνιστου επαγγέλματος και εισοδημάτων, μένει σε μια προπολεμική πολυκατοικία, τα έπιπλα του διαμερίσματος του είναι επίσης προπολεμικά. Όμως θεωρεί κοινωνικά κατώτερη την οικογένεια του καταστηματάρχη Παντελή Ζερβού, και μόνο από το γεγονός ότι κατοικεί σε μονοκατοικία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση λανθάνει και μία απαξίωση της πόλης για το χωριό: στην ταράτσα της οικίας Ζερβού διατηρείται κοτέτσι, πράγμα που προκαλεί την οργή του ακατάδεχτου Μακρή. Οι σκηνές του κοτετσιού μάς θυμίζουν, πάντως, πόσο απέχει η πρωτεύουσα του 1960 από την ομογενοποιημένη, μοντέρνα πόλη που έγινε, ίσως, αργότερα.

Τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του ’50, οι αλλαγές στην κινηματογραφική όψη της πόλης παραπέμπουν στις πρώτες συνέπειες του νόμου για την αντιπαροχή, που ψηφίζεται το 1956. Τα παλιά σπίτια γκρεμίζονται, ακόμα και συμβολικά, όπως συμβαίνει στο Θησαυρό του μακαρίτη του Νίκου Τσιφόρου, το 1958. Εδώ, η ιδιοκτήτρια μιας παλιάς μονοκατοικίας (Γεωργία Βασιλειάδου) δεν υποκύπτει αμέσως στην αντιπαροχή, επειδή τα οφέλη της δεν έχουν ακόμα καθιερωθεί στην κοινή συνείδηση· διαδίδει, ωστόσο, ότι κάπου στο σπίτι της υπάρχει κρυμμένος θησαυρός και πετυχαίνει βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο κέρδος: νοικιάζει αμέσως τα άδεια δωμάτια, εξασφαλίζοντας ένα μηνιαίο εισόδημα και τυχαία βρίσκει και το θησαυρό· ο πραγματικός θησαυρός όμως είναι το οικόπεδο και η νέα κατοικία που θα χτιστεί σ’ αυτό.

 

«Θησαυρός του Μακαρίτη» (1959), Αυλωνίτης Βασίλης, Βασιλειάδου Γεωργία. Αρχείο: Ταινιοθήκη της Ελλάδας – Μουσείο κινηματογράφου.

 

«Θησαυρός του Μακαρίτη» (1959), αριστερά Φέρμας Νίκος, κέντρο Ζήλια Άντζελα, δεξιά Ληναίος Στέφανος. Αρχείο: Ταινιοθήκη της Ελλάδας – Μουσείο κινηματογράφου.

 

Τα διαμερίσματα αυξάνονται, προσπαθώντας να καλύψουν τη συνεχή ζήτηση, που δεν περιορίζεται πια στους εύπορους πελάτες. Οι διαχωρισμοί παύουν να είναι τόσο κάθετοι. Ο «εκμοντερνισμός», που έχει ξεκινήσει φυσικά από τους πλούσιους, κατακτά σιγά σιγά τα κατώτερα στρώματα. Μια τέτοια οικονομική και κοινωνική ποικιλία ενοίκων, που ξεκινά από το βουλευτή και καταλήγει στο θυρωρό, συναντάμε στην ταινία του Ντίνου Δημόπουλου, Στουρνάρα 288 (1959). Το διαμέρισμα σε πολυκατοικία γίνεται προσιτό στα μεσαία εισοδήματα, ιδιαίτερα αν δεν είναι νεόδμητο, και μολονότι στο εσωτερικό του διατηρείται η προπολεμική επίπλωση.

Η ταινία Θα σε κάνω βασίλισσα (1964) του Αλέκου Σακελλάριου, από το ομώνυμο θεατρικό έργο που έγραψε με το Χρήστο Γιαννακόπουλο, το 1956, για το Λογοθετίδη, περιγράφει την πορεία ενός επιχειρηματία (Θανάσης Βέγγος), που αγοράζοντας και πουλώντας με κέρδος διάφορα είδη, όπως παλιοσίδερα ή καναβάτσο, καταφέρνει να αποκτήσει ένα μικρό κεφάλαιο και να το επενδύσει στην οικοδομή. Μέσα σε ελάχιστο διάστημα τα κέρδη του πολλαπλασιάζονται τόσο, ώστε να αποκτήσει σημαντικές επενδύσεις, είτε σε διαμερίσματα, είτε σε οικόπεδα. Πρόκειται για το τυπικό πορτρέτο ενός ανθρώπου που μετά τις πρώτες επιτυχημένες εμπορικές του συναλλαγές βρήκε ασφαλές καταφύγιο στο επικερδές πεδίο της οικοδομής. Πάντως η ταινία προτρέπει τους θεατές της, που θα μπορούσαν να αποκομίσουν κέρδη από την εκμετάλλευση διαμερισμάτων, να επωφεληθούν και οι ίδιοι από την άνεση που αυτά προσφέρουν στην καθημερινή ζωή και να μην παραμείνουν, από απληστία, στις υπό κατάρρευση μονοκατοικίες τους.

 

«Θα σε κάνω βασίλισσα», αριστερά Λάμπρος Κωνσταντάρας, δεξιά Θανάσης Βέγγος.

 

Η ανάγκη να εγκαταλειφθεί η παλιά, χωρίς ανέσεις κατοικία επεκτείνεται και στον εξοπλισμό της. Το 1957, στη Θεία από το Σικάγο των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου, υπάρχει μια σκηνή που συμβολίζει με χαρακτηριστικό τρόπο την περιρρέουσα ανάγκη για ανανέωση. Η θεία, την οποία υποδύεται η Γεωργία Βασιλειάδου, έρχεται από την Αμερική, όπου διέμενε τα τελευταία χρόνια και πολύ γρήγορα διαπιστώνει ότι η οικογένεια του αδελφού της (Ορέστης Μακρής) ζει μέσα σε τόσο παραδοσιακό περιβάλλον και διακατέχεται από τόσο παραδοσιακές αντιλήψεις, ώστε κινδυνεύει η πιο βασική λειτουργία της: ο γάμος των νεότερων μελών της, επομένως η αναπαραγωγή της. Με τον αέρα της δραστήριας «Αμερικάνας» και χωρίς να αναλωθεί σε περιττές συζητήσεις προκειμένου να πείσει το δύστροπο αδελφό της, η θεία μεταμορφώνει καταρχήν το περιβάλλον: με ένα μοντάζ που αντιστοιχεί στο ραβδάκι της καλής νεράιδας, τα παλιά έπιπλα εξαφανίζονται και στη θέση τους μπαίνουν μοντέρνοι καναπέδες, μπουφέδες και πικάπ. Η Αμερική προσέφερε στην Ελλάδα την οικονομική βάση της μεταπολεμικής της ανασυγκρότησης και στάθηκε, για όσους επωφελήθηκαν, η αναμφίβολη σωτήρας της χώρας. Η εξ Αμερικής θεία, με τον ανανεωτικό άνεμο που φέρνει, δικαιώνεται οριστικά, όταν επιτυγχάνει την αποκατάσταση των ανηψιών της μέσω του γάμου, δηλαδή του βασικότερου κοινωνικού στόχου που αναδύεται από την κινηματογραφική παραγωγή της τριακονταετίας.

 

«Η Θεία από το Σικάγο» (1957), αριστερά Ζαφειρίου Ελένη, κέντρο Βασιλειάδου Γεωργία, δεξιά Μακρής Ορέστης.

 

Από τα διαρκή καταναλωτικά αγαθά, αυτό που αποκτά τη μεγαλύτερη σημασία και έχει τη μεγαλύτερη αξία για τα πρόσωπα των ταινιών είναι το αυτοκίνητο [8]. Το τηλέφωνο χρησιμοποιείται δραματουργικά· το ψυγείο αποτελεί μέρος της διακόσμησης και συμβολίζει, το ψυγείο πάγου, το πεπαλαιωμένο και το ηλεκτρικό ψυγείο το μοντέρνο· η ηλεκτρική σκούπα μπαίνει στα σπίτια των βιομηχάνων (Καλημέρα Αθήνα, Γρηγόρης Γρηγορίου, I960)· αλλά το αυτοκίνητο είναι πράγματι μια μηχανή κοινωνικής καταξίωσης. Συνδέεται οπωσδήποτε με την οικονομική ευμάρεια. Όμως, επειδή τα αυτοκίνητα έχουν πληθύνει στους δρόμους της Αθήνας, δεν αποκλείεται κάποιος που χρειάζεται ένα αυτοκίνητο για να εντυπωσιάσει τη νέα του κατάκτηση να το δανειστεί από τον κάτοχό του, φανερά ή κρυφά (Ψιτ! κορίτσια, Ντίμης Δαδήρας, 1959). Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 ήταν πολύ δύσκολο να αποκτήσει κανείς έστω και ένα παμπάλαιο σαραβαλάκι, μόνο με την εργασία του (Το σωφεράκι, Γιώργος Τζαβέλλας, 1953). Δέκα χρόνια μετά, οι νέοι κυκλοφορούν πολύ συχνά με αυτοκίνητο, χωρίς να είναι απαραίτητα πλούσιοι. Όπως το διαμέρισμα, έτσι και το αυτοκίνητο γίνεται προσιτό σε μεγαλύτερες κοινωνικές ομάδες.

Η κατοικία και το αυτοκίνητο είναι λοιπόν τα σημαντικότερα τεκμήρια για την πορεία των κατοίκων της πόλης προς τη βελτίωση των όρων ζωής τους. Κοντά σ’ αυτά, αρχίζουν τα ταξίδια με αεροπλάνο[9]· το ουίσκι αντικαθιστά άλλα προσφιλή ποτά και η προτίμηση σ’ αυτό υποδεικνύει τη στροφή σε εισαγόμενες διατροφικές συνήθειες, που πραγματοποιούν τα εύπορα στρώματα[10]· τέλος, η μόδα εμφανίζεται όλο και πιο συχνά να απασχολεί το γυναικείο φύλο. Η εικόνα γίνεται αποκαλυπτικότερη, αποτυπώνει προκλητικά το γυναικείο σώμα, όσο και αν κάτι τέτοιο θεωρείται ανήθικο από τα παραδοσιακά μυαλά (Διαβόλου κάλτσα, Γρηγόρης Γρηγορίου, 1961).

Μία άλλη κατηγορία ευδιάκριτων αλλαγών, όχι πλέον υλικών, αφορά στις συμπεριφορές, στους χαρακτήρες, ιδιαίτερα τους νεανικούς και τους γυναικείους, και κατ’ επέκταση στις σχέσεις των ανθρώπων μέσα στην οικογένεια και στην κοινωνία.

Στις ταινίες της πρώτης μεταπολεμικής εποχής τα πρόσωπα είναι ολιγαρκή, αισιόδοξα και έχουν μια καρτερική στάση απέναντι στις δυσκολίες, που τις θεωρούν δεδομένες. Είναι αποφασισμένα να παλέψουν σκληρά για να ξαναφτιάξουν ό,τι έχουν χάσει. Στο τέλος της δεκαετίας του ’50, μια κοινωνική μερίδα έχει πετύχει αυτούς τους αρχικούς στόχους. Οι δουλειές έχουν πάει καλά, ορισμένοι ελεύθεροι επαγγελματίες, ιδιαίτερα όσοι ασχολήθηκαν με τη διατροφή και, όπως είδαμε, με την οικοδομή, έχουν φτιάξει περιουσίες ενώ ξεκίνησαν από το τίποτα (Ο χρυσός κι ο τενεκές, 1962, σενάριο – σκηνοθεσία Ίωνος Νταϊφά- Κολωνάκι, διαγωγή μηδέν, 1967, Στέλιος Ζωγραφάκης, από τη θεατρική κωμωδία του Χρήστου Γιαννακόπουλου Μια τσουκνίδα στις βιολέτες, 1956). Αφού οι βασικές ανάγκες έχουν καλυφθεί, σημαίνει η ώρα των ανέσεων. Πρόκειται για το φαινόμενο που έχει συνδεθεί με την είσοδο του αμερικανικού τρόπου ζωής και των καταναλωτικών προτύπων στην ελληνική κοινωνία.

Αυτά τα πρότυπα, στον κινηματογράφο, αναλαμβάνει να τα διαδώσει η νέα γενιά που βγαίνει τώρα στο προσκήνιο· τα παιδιά που γεννήθηκαν στην Κατοχή, ή λίγο πριν, ενηλικιώνονται στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και εμφανίζουν διαφοροποιημένους στόχους σε σχέση με τους μεγαλύτερους. Δεν είναι καρτερικά, αλλά απαιτούν, βάζουν τους όρους τους στους γονείς τους και πετυχαίνουν αυτό που θέλουν.

Οι νέοι, από δω και πέρα, δεν είναι ολιγαρκείς, αλλά θέλουν γρήγορα να αποκτήσουν όσο το δυνατό περισσότερες ανέσεις, ιδιαίτερα για τους ίδιους και δευτερευόντως για την πατρική τους οικογένεια, να τις επιβάλουν, αν χρειάζεται, στους πρεσβύτερους, που εξακολουθούν να ευχαριστιούνται με τα απαραίτητα: δουλειά, μικρά κέρδη που επιτρέπουν την αξιοπρεπή διαβίωση, ένα απλό σπίτι. Για τους νέους τα απαραίτητα είναι, όπως τα αναλύει ο Βουτσάς στο Τέντυ μπόυ αγάπη μου (Γιάννης Δαλιανίδης, 1965, διασκευή από το έργο του Γεράσιμου Σταύρου Ζήτω η ζωή), η μετακόμιση σε διαμέρισμα, η μοντέρνα επίπλωση και ο οικιακός εξοπλισμός, η απόκτηση αυτοκινήτου και η νυκτερινή διασκέδαση.

 

«Τέντυ Μπόυ… Αγάπη μου» (1965). Ζωή Λάσκαρη – Κώστας Βουτσάς.

 

Η αποδοχή αυτών των απόψεων από τους μεγαλύτερους γίνεται ύστερα από καυγάδες και προϋποθέτει ότι τα παιδιά αμφισβητούν την αυθεντία των γονιών, δηλαδή ότι σηκώνουν κεφάλι, ότι έχουν γνώμη που δεν περιορίζονται στο να την εκφράζουν, αλλά επιδιώκουν και να την επιβάλουν. Συχνά τολμούν να αυθαδιάζουν χωρίς να υφίστανται τις συνέπειες· αν κάτι τέτοιο συνέβαινε λίγα χρόνια πριν, θα έπεφταν ηχηρά χαστούκια. Η κοινωνική μαχητικότητα της νεολαίας, που θα ενταθεί με τις διεκδικήσεις για την παιδεία και τον εκδημοκρατισμό της πολιτικής ζωής, δεν περνάει ατόφια στην κινηματογραφική εικόνα, αλλά ως μεταφορά ή, ακόμα, και ως αίσθηση των συντελεστών για τον πρωταγωνιστικό ρόλο που αναλαμβάνει η νεολαία.

Στις ταινίες εμφανίζεται μια σειρά από νέα πρόσωπα, μερικά από τα οποία θα καθιερωθούν ως οι πρωταγωνιστές της επόμενης δεκαετίας. Οι νέοι ηθοποιοί φτιάχνουν σιγά σιγά τον κινηματογραφικό τους τύπο, μέσω του οποίου γίνονται γνωστοί και αγαπητοί στο κοινό. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 μπορούμε να μιλάμε για σταρ, στους οποίους ανήκουν, μεταξύ άλλων, ο Ανδρέας Μπάρκουλης, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Τζένη Καρέζη, ο Νίκος Κούρκουλος, η Ζωή Λάσκαρη. Το φαινόμενο των σταρ συντίθεται υπό ορισμένες κοινωνικές και οικονομικές προϋποθέσεις, που δημιουργούνται και στην ελληνική κοινωνία στο τέλος της δεκαετίας του 1950 [11].

Τότε εμφανίζονται και σε ορισμένες ταινίες νέοι που απολαμβάνουν κάποια ανεξαρτησία. Στη Μουσίτσα (1959) του Γιάννη Δαλιανίδη, μια παρέα νέων συγκατοικεί μακριά από την επίβλεψη των κηδεμόνων, χωρίς τα μέλη της, και ιδιαίτερα τα γυναικεία, να θεωρούνται παραστρατημένα. Τα γυναικεία πρότυπα γνωρίζουν μια σταδιακή αλλαγή, που γίνεται ολοφάνερη και κυριαρχεί στις ταινίες της δεκαετίας του 1960.

Σμαρούλα Γιούλη (1934 – 2012).

Αυτή η αλλαγή μπορεί να διερευνηθεί και μέσω των πρωταγωνιστριών που επιλέγονται κάθε φορά για να ενσαρκώσουν τα γυναικεία πρόσωπα. Κατεξοχήν εκπρόσωπος των κυρίαρχων αντιλήψεων για τη γυναίκα, όπως εκφράζονται στις ταινίες του 1950, είναι, πιστεύω, η ηθοποιός Σμαρούλα Γιούλη, η οποία, μέσα από τους πολλούς πρωταγωνιστικούς της ρόλους, έδωσε το πρότυπο αυτής της περιόδου: μια νέα γυναίκα χαμηλών τόνων, σταθερή, μετρημένη, υποταγμένη στους κοινωνικούς κανόνες, που, πάντα μέσα στα κοινώς αποδεκτά πλαίσια, ξέρει τι θέλει και το διεκδικεί (Εκείνες που δεν πρέπει ν’ αγαπούν, Σακελλάριος, 1951, σενάριο Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου από το θεατρικό τους Φτερό στον άνεμο, 1943·  Το σωφεράκι·  Ο μισογύνης, Φίλιππος Φυλακτός, 1958). Οι βλέψεις της δεν είναι ποτέ ιδιαίτερα φιλόδοξες· περιορίζεται σε έναν καλό και εργατικό σύζυγο, που εξασφαλίζει τα απαραίτητα εισοδήματα στο νοικοκυριό και της επιτρέπει να στήσει μια ευτυχισμένη οικογένεια. Αντίστοιχους χαρακτήρες υποδύονται η Ζινέτ Λακάζ (Τα τέσσερα σκαλοπάτια, Γιώργος Ζερβός, 1951), η Γκέλυ Μαυροπούλου (Η ωραία των Αθηνών, Νίκος Τσιφόρος, 1954), η Κάκια Παναγιώτου (Θανασάκης ο πολιτευόμενος, Αλέκος Σακελλάριος, 1954).

Το 1955 εμφανίζεται ένα κλασικό πρόσωπο δυναμικής και ανεξάρτητης γυναίκας, η Στέλλα (Μελίνα Μερκούρη), στην ομώνυμη ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη. Δεν μπορεί όμως να λειτουργήσει ως πρότυπο. Πρόκειται για μια γυναίκα που βάζει την ελευθερία της πάνω απ’ όλα και τη διεκδικεί ακόμα και στον έρωτα[12]. Αυτή η αντίληψη, και ιδιαίτερα η ερωτική ελευθερία, είναι πολύ πρώιμη για την κοινωνία της εποχής. Επίσης, και κατά κύριο λόγο, η Στέλλα αντιτίθεται στις κοινωνικές συμβάσεις· αυτό το χαρακτηριστικό της δεν μπορεί να αναπαραχθεί στις ταινίες, που αντιθέτως φροντίζουν να εναρμονισθούν πλήρως με τους ισχύοντες κοινωνικούς κανόνες. Μέσα στην επόμενη πενταετία θα υπάρξει μία αυξανόμενη φιλελευθεροποίηση σε ζητήματα γυναικείας ερωτικής συμπεριφοράς, αλλά οι ηρωίδες πάντα θα έχουν στόχο το γάμο και όχι την προσωπική ελευθερία ή την ισότιμη ερωτική σχέση. Παρά την εισπρακτική επιτυχία της ταινίας, που οφείλεται κατά πάσα πιθανότητα στην περιέργεια της αθηναϊκής κοινωνίας να δει ένα εξέχον μέλος της, μία εγγονή δημάρχου, να υποδύεται μία κοινή – για τα ήθη της εποχής – γυναίκα, η Στέλλα και η περιφρόνηση των κοινωνικών συμβάσεων δεν θα λειτουργήσουν παραδειγματικά στην κατασκευή δυναμικών γυναικείων χαρακτήρων.

 

«Στέλλα» (1955), Μελίνα Μερκούρη – Γιώργος Φούντας.

 

Η συγκυρία ευνοεί την Αλίκη Βουγιουκλάκη· τη στιγμή που κατακτά την εισπρακτική κορυφή ως πρωταγωνίστρια, το 1958 και το 1959, είναι προφανές ότι τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Από το 1954 η ηθοποιός είχε σταθερή κινηματογραφική παρουσία, αλλά πέρασαν τέσσερα χρόνια ώσπου να φθάσει στην πρώτη γραμμή. Εν τω μεταξύ, στην αναζήτηση και στο χτίσιμο του κινηματογραφικού της προσώπου συνέβαλαν περισσότεροι από ένας σεναριογράφοι και σκηνοθέτες, που ανέλαβαν, από τη μια ταινία στην άλλη, να κρατούν και να επαυξάνουν τα στοιχεία που είχαν τη μεγαλύτερη ανταπόκριση[13].

 

Αλίκη Βουγιουκλάκη (1934-1996).

 

Αφίσα της κινηματογραφικής ταινίας (1959), «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» (Φίνος Φιλμ).

Η απελευθέρωση του δυναμισμού της ήταν η πιο σημαντική μεταβολή σε σχέση με ό,τι χαρακτήριζε ως τότε τη γυναικεία παρουσία στον ελληνικό κινηματογράφο. Η επιτυχία της στο Ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο (Αλέκος Σακελλάριος, 1959) αποτελεί σταθμό στα εισπρακτικά δεδομένα του ελληνικού κινηματογράφου. Εδώ υποδύεται ένα κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο που επιβάλλει τα καπρίτσια του· δεν είναι το απροστάτευτο αλλά δυναμικό κορίτσι που αντεπεξέρχεται με τα δικά του όπλα στις δυσκολίες της ζωής, όπως, π.χ., συμβαίνει στην επόμενη ταινία της, Το κλωτσοσκούφι (Ντ. Δημόπουλος, 1960). Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον κάπως ενοχλητικό στο θεατή ρόλο της Λίζας Παπασταύρου και σ’ αυτόν που υποδύεται η ίδια ηθοποιός στη Μουσίτσα του Γιάννη Δαλιανίδη [14]· εδώ εμφανίζεται με ένα ασυνήθιστο για γυναίκα επάγγελμα, της δημοσιογράφου, να διεκδικεί με πείσμα και πολλά τερτίπια την παραμονή της στον σκληρά ανταγωνιστικό επαγγελματικό χώρο. Από αυτό το σημείο και μετά, η μαχητικότητα, η διεκδίκηση, το κουράγιο, η επιμονή μέχρις εξαφανίσεως του αντιπάλου, αλλά και η αυθάδεια, το ψέμα, η επινόηση καταστάσεων και ταυτοτήτων, θα είναι βασικά χαρακτηριστικά της, με εξασφαλισμένη την αποδοχή του κοινού. Δε χρειάζεται να είναι πλούσια για να πετυχαίνει τους στόχους της. Και ως φτωχή τα καταφέρνει μια χαρά. Βέβαια, ο τελικός στόχος, ο γάμος, παραμένει αμετάβλητος. Όμως οι τρόποι επίτευξής του έχουν μεταβληθεί. Ανάμεσα στην ταπεινή, άχρωμη δακτυλογράφο της Μπίλλυς Κωνσταντοπούλου στο Μεθύστακα (Γιώργος Τζαβέλλας, 1950) και τη μαχητική, έξυπνη και αστεία δακτυλογράφο (Αλίκη Βουγιουκλάκη) της Μοντέρνας Σταχτοπούτας (Αλέκος Σακελλάριος, 1965), οι συμπεριφορές που εξασφαλίζουν την επιτυχία στη ζωή είναι διαμετρικά αντίθετες[15].

Και άλλες νέες πρωταγωνίστριες, όπως η Τζένη Καρέζη και η Άννα Φόνσου, υιοθετούν αυτά τα χαρακτηριστικά στα κινηματογραφικά τους πρόσωπα και φθάνουν μέσω αυτών στην κορυφή. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ τα καλά και υπάκουα κορίτσια, όπως αυτά που υποδύονται η Χριστίνα Σύλβα ή η Ξένια Καλογεροπούλου, επιβιώνουν, τα δυναμικά έχουν δικαίωμα να σταθούν πλάι τους χωρίς να θεωρούνται ανήθικα. Αν όχι στο σπίτι, τουλάχιστον στην κινηματογραφική αίθουσα, το κοινό επικροτεί τη δράση τους. Οι ταινίες δίνουν έτσι το επιχείρημα για να γίνουν ευρύτερα αποδεκτές αυτές οι συμπεριφορές και στη ζωή. Θα πρέπει, ωστόσο, να τεθεί ως ζήτημα προς διερεύνηση και ερμηνεία ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι συγκεκριμένοι χαρακτήρες από την κωμωδία και το μελόδραμα.

 

Πορτρέτο της Τζένης Καρέζη τη δεκαετία του ’60. © Giancarlo BOTTI / Getty Images / Ideal Image. Πηγή: Lifo

 

Άννα Φόνσου.

 

Ανάμεσα στους κινηματογραφικούς συντελεστές, αυτοί που υποδέχονται τις καινούργιες εικόνες και προβάλλουν τις αλλαγές, είναι, σε επίπεδο παραγωγών, κατά κύριο λόγο η Φίνος φιλμ και σε επίπεδο σεναριογράφων και σκηνοθετών ο Γιάννης Δαλιανίδης. Ο Δαλιανίδης είναι ένα πρόσωπο – κλειδί στη διαμόρφωση της εικόνας της νεολαίας στον κινηματογράφο αυτών των ετών. Σ’ αυτό το σημείο, η σημασία της πρώτης του ταινίας, της Μουσίτσας, έχει περάσει ως σήμερα απαρατήρητη, ενώ είναι γνωστές οι μεταγενέστερες δουλειές του πάνω σε κοινωνικά δράματα νεανικής παραβατικότητας (Ο κατήφορος, 1961) ή στο έγχρωμο μιούζικαλ, με πρωταγωνιστές νεανικές παρέες και τις αισθηματικές τους περιπέτειες (Μερικοί το προτιμούν κρύο, 1962)[16].

 

Αφίσα της ταινίας «Ο Κατήφορος», (1961).

 

Οι αλλαγές που επισημάνθηκαν εδώ αφορούν ασφαλώς στρώματα που κατοικούν στην πρωτεύουσα και που έχουν καταφέρει να επωφεληθούν από τις οικονομικές ανακατατάξεις. Στις ταινίες, η οικονομική άνεση συνδέεται με την ιδιωτική μικροεπιχείρηση και όχι με την οποιαδήποτε υπαλληλία. Δεν καλλιεργείται η έννοια της εξασφάλισης ή της σιγουριάς, αλλά προβάλλεται η άνοδος μέσα από το «δικό μας μαγαζί». Αυτή η επιδίωξη εμφανίζεται σταθερά στην οθόνη καθ’ όλη τη δεκαετία του ’50- στο τέλος της, κάνουν πλέον την εμφάνισή τους τα εύπορα μικροαστικά στρώματα, που πλούτισαν πρόσφατα από την εργασία τους. Όμως, οι λιγότερο προνομιούχες, αλλά πολυπληθέστερες ομάδες, στις οποίες θα μπορούσαμε να κατατάξουμε όχι μόνο τους άνεργους, αλλά και τους υπαλλήλους, συνεχίζουν να αναπαράγονται στον κινηματογράφο, χωρίς αυτές οι αλλαγές να τις αγγίζουν ή να τις επηρεάζουν, τουλάχιστον στα χρόνια που εξετάζουμε εδώ. Κατ’ αναλογία, οι ταινίες που αποτυπώνουν τις αλλαγές καλύπτουν ένα μικρό μέρος της παραγωγής και έχουν θερμή υποδοχή από το κοινό των αιθουσών πρώτης προβολής. Συνυπάρχουν, όμως, με ένα μεγάλο αριθμό ταινιών που απευθύνεται κατευθείαν στη δεύτερη προβολή, στους συνοικιακούς κινηματογράφους ή στην επαρχία, δηλαδή σε λαϊκά και εκτός κέντρου στρώματα και αναπαράγει τα κοινωνικά στερεότυπα της προηγούμενης δεκαετίας.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Τα τελευταία χρόνια ο ελληνικός κινηματογράφος κερδίζει ολοένα και περισσότερο το ερευνητικό ενδιαφέρον. Εδώ θα γίνει μνεία μόνο των μελετών που άπτονται του συγκεκριμένου θέματος.

[2] Elise-Anne Delveroudi, «Les joyaux du défiint: la comédie 1950-1970», Le cinéma grec (εκδ. Michel Demopoulos), Centre Georges Pompidou, Παρίσι 1995, σ. 91 και Ελίζα- Άννα Δελβερούδη, «Ο θησαυρός του μακαρίτη: η κωμωδία, 1950-1970», στο «Ξαναβλέποντας τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», Οπτικοακουστική κουλτούρα τχ. 1 (Φεβρουάριος 2002), σ. 67-70.

[3] Μαρία Στασινοπούλου, «Τι γυρεύει η ιστορία στον κινηματογράφο;» Τα Ιστορικά, τόμ. 12, τχ. 23 (Δεκ. 1995), σ. 421-423, σ. 430.

[4] Ελίζα-Άννα Δελβερούδη, «Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης και ο ελληνικός κινηματογράφος», Αριάδνη, τόμ. 7 (1994), σ. 172-174.

[5] Για την οικονομία της εποχής και τις επιδράσεις της στην ελληνική κοινωνία, βλ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Η ελληνική τραγωδία, από την απελευθέρωση ως τους συνταγματάρχες, Νέα Σύνορα, 1981, σ. 118-128· Χριστόφορος Βερναρδάκης, Γιάννης Χατζής, Κόμματα και κοινωνικές συμμαχίες στην προδικτατορική Ελλάδα: Οι προϋποθέσεις της μεταπολίτευσης. Εξάντας, 1991, σ. 118-135· για τη θεαματική άνοδο των ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας από το 1950 ως το 1961, Πάνος Κοζάκος, «Η ελληνική οικονομία 1949-1967, ανασυγκρότηση και ανάπτυξη». Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. 16, Εκδοτική Αθηνών, 2000, σ. 223-233· για την είσοδο στην εποχή της κατανάλωσης και τα καταναλωτικά πρότυπα, Βασίλης Καραποστόλης, Η καταναλωτική συμπεριφορά στην ελληνική κοινωνία, 1960-1975, Ε.Κ.Κ.Ε., β’ έκδ., 1984.

[6] Τσουκαλάς, ό.π., σ. 118· Χατζής-Βερναρδάκης, ό.π., σ. 120.

[7] Στασινοπούλου, ό. π., σ. 431 -432.

[8] Στασινοπούλου, ό. π., σ. 431.

[9] Το αυξανόμενο ενδιαφέρον των Ελλήνων για τα ταξίδια και τον τουρισμό, που αποτυπώνεται και στον κινηματογράφο, μελετά η Lydia Papadimitriou στο «Travelling on Screen: Tourism and the Greek Film Musical», Journal of Modern Greek Studies, τόμ. 18, τχ. 1 (Μάιος 2000), σ. 95-104.

[10] Τσουκαλάς, ό.π., σ. 119.

[11] Σύμφωνα με τον Francesco Alberoni (στο Richard Dyer, Stars, BFI Publishing, 1992, σ. 7) προϋποθέσεις για τη δημιουργία του φαινομένου των σταρ είναι: κράτος δικαίου, αποτελεσματική γραφειοκρατία, δομημένο κοινωνικό σύστημα, ευρείας κλίμακας κοινωνία, οικονομική ανάπτυξη πάνω από τα όρια της επιβίωσης, κοινωνική κινητικότητα.

[12] Δελβερούδη, «Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης και ο ελληνικός κινηματογράφος», ό.π.,σ. 168-170.

[13] Δελβερούδη, ό.π., σ. 72-73· Γιώργος Λαζαρίδης, Φλας μπακ: μια ζωή σινεμά, Νέα σύνορα, 1999, σ. 301-306.

[14] Για την παγίωση του προτύπου της «γατούλας» στην ταινία Το ξύλω βγήκε απ’ τον παράδεισο βλ. Γιάννα Αθανασάτου, Ελληνικός κινηματογράφος (1950-1970): Λαϊκή μνήμη και ιδεολογία, Finatec, 2001, σ. 240-242.

[15] Πβ. την άποψη της Αθανασάτου για τα γυναικεία πρωταγωνιστικά πρόσωπα αυτών των δύο ταινιών. Ελληνικός κινηματογράφος, ό.π., σ. 154, υποσ. 35. Παραδείγματα δυναμικών γυναικείων χαρακτήρων, όπως εξελίσσονται στη δεκαετία του 1960, αναλύονται στο άρθρο της Μαρίας Παραδείση «Η παρουσίαση της γυναίκας στις κομεντί του ελληνικού κινηματογράφου». Το Βήμα των κοινωνικών επιστημών, τόμ. Γ’ τχ. 11 (Ιούλ. 1993), σ. 185-204. Βλ. επίσης Στασινοπούλου, ό.π., σ. 434, και Athena Kartalou, «Gender, Professional, and Class Identities in Miss Director and Modern Cinderella», Journal of Modern Greek Studies, τόμ. 18, τχ. 1 (Μάιος 2000), σ. 105-118.

[16] Μαρία Παραδείση, «Η παρουσίαση της νεολαίας στα κοινωνικά δράματα της δεκαετίας του εξήντα», Τα Ιστορικά, τχ. 22 (Ιούν. 1995), σ. 205-218.

 

Ελίζα – Άννα Δελβερούδη

 

Η Ελίζα – Άννα Δελβερούδη είναι καθηγήτρια ιστορίας του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου στον Τομέα Θεατρολογίας & Μουσικολογίας του Τμήματος Φιλολογίας, στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Επιστημονικό Συμπόσιο, «Η εκρηκτική εικοσαετία 1949-1967», 10-12 Νοεμβρίου 2000. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας [Ιδρυτής Σχολή Μωραΐτη]  – Πρακτικά, Αθήνα, 2002.

 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

Read Full Post »

Το Άργος και το διαμέρισμά του στην όψιμη βενετική περίοδο. Η θέση της πόλης στη βενετική επικράτεια, πληθυσμιακά και γαιοκτητικά φαινόμενα – Αλέξης Μάλλιαρης, «Bενετία – Άργος: σημάδια της βενετικής παρουσίας στο Άργος και στην περιοχή του». Διεθνής επιστημονική συνάντηση, Άργος, 11-12 Οκτωβρίου 2008.


 

Η περιοχή της Αργολίδας, με τα δύο πληθυσμιακά της κέντρα, το Ναύ­πλιο και το Άργος, αποκτά σημαίνουσα θέση στον πελοποννησιακό κορ­μό κατά την περίοδο της όψιμης βενετικής κυριαρχίας στην Πελοπόν­νησο. [1] Η επαρχία της Ρωμανίας, που καταλάμβανε τα ανατολικά, βο­ρειοανατολικά και τμήμα από τα κεντρικά μοραïτικα εδάφη και άγγιζε τον Κορινθιακό, τον Σαρωνικό και τον Αργολικό κόλπο, ανυψώθηκε σε κεντρική επαρχία της Πελοποννήσου, φιλοξενώντας την πρωτεύουσα Ναύπλιο, τη σημαντικότερη πόλη – λιμάνι στο βενετικό Λεβάντε αυτήν την περίοδο μετά την Κέρκυρα.

Το Ναύπλιο μετατράπηκε σε βάση της βενετικής διοίκησης και των στρατιωτικών δυνάμεων προσελκύοντας το ιδιαίτερο βενετικό ενδιαφέρον για την οργάνωσή του και δη την επαύξηση της αμυντικής του ικανότητας. Στο πλαίσιο αυτό η πόλη εκσυγχρονίσθηκε οχυρωματικά και ενισχύθηκε κυρίως στα ελλειμματικά της σημεία με αποκορύφωμα την ανέγερση σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα του μεγαλειώδους φρουριακού συγκροτήματος στον λόφο του Παλαμηδιού. Η πολυπληθής, πολύβουη κεντρική πόλη-λιμάνι στη βραχώδη χερσόνησο, έδρα των βενετικών Αρχών και της Καθολικής Εκκλησίας της Πελοποννήσου, κυριαρχούσε με τη δυναμική της παρου­σία σε ολόκληρη την περιοχή.

Το δεύτερο σημαντικό πληθυσμιακό κέντρο της Αργολίδας, το Άρ­γος, πόλη πανάρχαια με ιδιαίτερη σημαντική στην ιστορία του αρχαί­ου κόσμου, δεν ακολούθησε την ίδια πορεία στη βενετική περίοδο. Από το 1204 και εξής μαζί με την υπόλοιπη περιοχή γνώρισε αλλεπάλληλες αλλαγές κυριαρχίας, από τη φραγκική, στη βενετική και την οθωμα­νική για να επανέλθει στη βενετική, από το 1686 μέχρι το 1715, οπότε επέστρεψε και πάλι στους Οθωμανούς. [2]

Στην όψιμη βενετική περίοδο η πόλη του Άργους λειτουργεί μάλλον δορυφορικά αναφορικά με την κοντινή της πρωτεύουσα.[3] Πόλη μεσό­γεια, ηπειρωτική, μακριά από το ζωτικό για τη θαλασσοκράτειρα Βενε­τία υγρό στοιχείο, απλώνεται άνετα στον αργείτικο κάμπο, κάτω από τη σκιά της Λάρισας. Αποτελεί ένα παράδοξο θα λέγαμε βενετικής πόλης,[4] καθόσον, στη βενετική συνείδηση και στο ιστοριογραφικό συλλογικό, βενετική κτήση και λιμάνι είναι δύο αναπόσπαστα στοιχεία. Η θάλασ­σα τροφοδοτεί τη Βενετία και τις κτήσεις της ενοποιεί το μητροπολιτικο κέντρο με την περιφέρεια δια της υγρής οδού, ενω οι οχυρώσεις στο θαλάσσιο μέτωπο των πόλεων προστατεύουν και παράλληλα φράζουν την είσοδο σε κάθε επιβουλή εχθρού, που εύκολα και απροειδοποίητα μπορούσε να καταφθάσει από τη θάλασσα. Κι αν τα υγρά τείχη της πό­λης της Βενετίας αποτελούν ένα ιστορικό unicum στη μεσαιωνική και νεότερη Ευρώπη, οι ισχυρές οχυρώσεις των κτήσεών της στην ιταλι­κή Terra Ferma, τη Δαλματία και το Λεβάντε προστάτευαν τις πόλεις – κέντρα της γεωγραφικά διασπασμένης βενετικής επικράτειας.[5]

Από την άποψη αυτή η πόλη του Άργους διαφοροποιείται από τον βενετικό κορμό και τη βενετική παράδοση αφού η γεωφυσική της θέση δεν επέτρεπε την οργάνωση του οικισμού αυτού με τη μετατροπή του σε μια citta-fortezza, σε μια επαρκώς δηλαδή οχυρωμένη πόλη, περίκλει­στη εντός ισχυρών τειχών.[6] Η πόλη, το borgo, εκτείνεται ατείχιστη δι­ασκορπισμένη σε συστάδες, αραιοκατοικημένη, απλωμένη ανάμεσα σε κήπους, πάγιο τοπογραφικό χαρακτηριστικό του Άργους μέχρι και τον 19ο αιώνα. Εποπτεύεται όμως αφ’ υψηλού από τον απότομο βράχο με τις μεσαιωνικές οχυρώσεις, τη Λάρισα· οχυρώσεις εντελώς ακατάλληλες και παρωχημένες στην καμπή του 17ου αιώνα, και πολύ περισσότερο, επικίνδυνες για ολόκληρη την περιοχή, σε περίπτωση που οι Οθωμανοί τις καταλάμβαναν. Οι βενετικές αρχές, έχοντας επίγνωση του κινδύνου αυτού, προβληματίστηκαν για τις οχυρώσεις του Άργους, δεν προχώ­ρησαν όμως σε επεμβάσεις ή σε ριζική επανακατασκευή, όπως ήταν αναγκαίο, αφού ο πάντοτε επίκαιρος οθωμανικός κίνδυνος και τα γλίσχρα οικονομικά της κτήσης αλλά και της Βενετίας δεν επέτρεπαν την ανάληψη έργων τέτοιας έκτασης. Οι ειδικοί πρότειναν την κατεδάφι­σή τους αφού κατ’ αυτόν τον τρόπο θα εξαλειφόταν σε μεγάλο βαθμό ο κίνδυνος εχθρικής κατάληψης, που ήταν πάντα ορατός λόγω και της γειτνίασης του Άργους με την κορινθιακή είσοδο της Πελοποννήσου. Λίγο πριν από την εισβολή των οθωμανικών στρατευμάτων στον Μοριά το 1715, οι Βενετοί αρκέστηκαν να καταστρέψουν ένα μικρό μέρος της οχύρωσης του Άργους και να την εγκαταλείψουν, αποσυρόμενοι στο ισχυρό Ναύπλιο με το νεότευκτο Παλαμήδι.[7]

Στην ακριβή βενετική ορολογία για τον ελληνοβενετικό Λεβάντε, στα έγγραφα της διοίκησης, η πόλη του Άργους δεν χαρακτηρίζεται ως citta, διότι αυτό σήμαινε πόλη παραθαλάσσια και κυρίως πόλη οχυρω­μένη. Το Άργος είναι terra, δηλαδή ανοικτή, μεσόγαια, ατείχιστη πόλη, όπως στην επαρχία της Αχαΐας η Βοστίτσα (Αίγιο) και κυρίως η πόλη της Γαστούνης, επιπλέον δε το Άργος διαθέτει castello και όχι fortezza.[8]

Προηγουμένως έγινε αναφορά στη στενότατη σύνδεση Βενετίας και θάλασσας, αφού αυτή η τελευταία στα μεσαιωνικά και στα υστερομεσαιωνικά χρόνια αποτέλεσε την αιτία της ύπαρξης, της θεαματικής ανάπτυ­ξης και της αναγωγής της Βενετίας σε υπερδύναμη της Ευρώπης, μέσω του ελέγχου των θαλάσσιων δρόμων και του εμπορίου της Ανατολής.[9] Σε ένα τέτοιο σχήμα η πόλη του Άργους δεν συμμετείχε εκ των πραγμάτων.

 

Άποψη του φρουρίου και της πόλεως του Άργους, V. Coronelli, «Universus Terrarum Orbis», Εκδότης, A. Lazor, Padova, 1713.

 

Στα όψιμα όμως χρόνια, στα οποία αναφερόμαστε, η Βενετία για πολ­λούς λόγους δεν ήταν πια μια εμπορική και οικονομική υπερδύναμη, που προσδοκούσε εισροή πλούτου από το θαλάσσιο εμπόριο και μόνο. Από πολύ νωρίτερα η στροφή του βενετικού ενδιαφέροντος προς την ιταλική ηπειρωτική ενδοχώρα και η ενασχόληση των ευγενών βενετικών οικογε­νειών με τη γη ανέδειξαν την τελευταία σε βασικό παράγοντα οικονομι­κής ανάνηψης του κράτους. Η κατάκτηση και η κατοχή της Πελοποννήσου, της πλέον εκτεταμένης κτήσης που υπήρξε ποτέ στο βενετικό κρά­τος, προσέφερε εκτός από τον έλεγχο των θαλάσσιων οδών που κύκλω­ναν τη χερσόνησο, τεράστιες για τα βενετικά δεδομένα εκτάσεις γαιών, των οποίων η συστηματική καλλιέργεια θα απέφερε μεγάλα κέρδη. Άρα η γη και δη οι πεδινές εκτάσεις, που δεν απαιτούσαν εργώδεις, μακροχρό­νιες προσπάθειες και μεγάλα έξοδα για να καλλιεργηθούν και να καρπο­φορήσουν, βρίσκονταν στο επίκεντρο του βενετικού ενδιαφέροντος κατά την περίοδο αυτή, όπως το γνωρίζουμε καλά από την έως τώρα ιστοριο­γραφική παραγωγή για τη συγκεκριμένη εποχή.[10]

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο το μεσόγαιο Άργος με τις πλούσιες γαίες αναβαθμιζόταν στην οικονομική αξιολογική κλίμακα των Βενετών, πα­ρόλο που η αυστηρή και εν πολλοίς άκαμπτη γενικότερη πολιτική της Βενετίας, αγκυλωμένης στους θεσμούς του παρωχημένου υστερομεσαιωνικού της μεγαλείου, δεν κατάφερε να προσαρμοστεί στους γοργούς ρυθμούς αλλαγών και ανακατατάξεων του νεότερου κόσμου. Στη βενε­τική λοιπόν περίοδο η Αργολίδα προσφέρει την πρωτεύουσα, το μεγάλο διοικητικό κέντρο και το λιμάνι του Ναυπλίου και παράλληλα τη ζωτι­κής σημασίας για την εποχή ενδοχώρα του Άργους. Υφίσταται θα λέγαμε ένα δίπολο, συμπληρωματικό στις λειτουργίες του, όπου στο ένα άκρο υπάρχει το μεγαλύτερο αστικό κέντρο της κτήσης, με σημαντικό αριθμό κατοίκων κάτω από την παρουσία των υψηλότερων εκπροσώπων της πολιτικοστρατιωτικής και εκκλησιαστικής ηγεσίας και στο άλλο άκρο ένας πολύ μικρότερος οικισμός, αγροτικός, που εποπτεύει τις πέριξ γαίες και προσφέρει, κυριολεκτικά όμως στην περίπτωση αυτή, το έδαφος για την οικονομική συντήρηση και την ευδοκίμηση πολλών εκ των κατοί­κων του πρώτου κέντρου. Πρόκειται για ένα σχήμα που το βλέπουμε να υφίσταται και σε άλλες πελοποννησιακές περιοχές, όπως για παράδειγ­μα στην επαρχία της Αχαΐας, με την Πάτρα και τη Γαστούνη να λειτουρ­γούν κατ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο.[11]

Στην επαρχία της Αργολίδας, αμέσως μετά την κατάπαυση των εχθροπραξιών και την κατίσχυση των βενετικών όπλων, συνέρρευσε, όπως και σε άλλες περιοχές της Πελοποννήσου, σημαντικός αριθμός εποίκων· κατοίκων δηλαδή από γειτονικές τουρκοκρατούμενες περι­οχές, οι οποίοι, ακολουθώντας τα βενετικά κελεύσματα, αναζητώντας ευνοϊκότερους όρους ζωής ή επιδιώκοντας να αποφύγουν τα τουρκικά αντίποινα για τη συμπαράταξή τους με τους Βενετούς στη διάρκεια της πολεμικής αναστάτωσης στο νότιο ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο, εγκατα­στάθηκαν σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου, κυρίως στο βόρειο ήμισυ της χώρας. Το Ναύπλιο προτίμησαν οι σημαντικότερες οικονο­μικά και κοινωνικά οικογένειες της Αθήνας καθώς εκεί μπορούσαν να συνεχίσουν τις εμπορευματικές τους ασχολίες, ευρισκόμενες παράλλη­λα πολύ κοντά στις κεντρικές βενετικές αρχές.

Στο διαμέρισμα του Άργους, στην πόλη και τα πέριξ χωριά, εγκα­ταστάθηκαν κυρίως πληθυσμοί αγροτοποιμενικής προέλευσης από τη Θήβα και τα χωριά της, την Αταλάντη, τη χαλκίδα και γενικότερα την Εύβοια, αλλά και κάποιοι Αθηναίοι, σε πολύ μικρότερο όμως αριθμό από τους εποίκους που κατευθύνθηκαν στο διαμέρισμα του Ναυπλίου.[12]

Η πόλη του Άργους πρέπει να είχε υποστεί σημαντικές καταστρο­φές κατά τις πολεμικές συγκρούσεις και την αποχώρηση των Τούρκων, όπως διαπιστώνουμε από τις βενετικές καταγραφές και κυρίως από τους μακροσκελείς καταλόγους παραχωρήσεων αστικών ακινήτων, σπιτιών και καταστημάτων, καθώς και γαιών, στους εποίκους. Ο οικισμός που υπήρχε στις περιβόλους του φρουρίου ερημώθηκε καθώς εκεί κα­τοικούσαν προηγουμένως μόνον Οθωμανοί. Μεγάλος αριθμός σπιτιών στον οχυρό αυτό χώρο, όπως και στο borgo του Άργους, καταγράφεται ως καταστρεμμένος. Τα σπίτια αυτά παραχωρούνται, στη συνέχεια, από τη βενετική διοίκηση, ως δημόσια πλέον περιουσία, στους εποίκους για να τα επισκευάσουν και να τα κατοικήσουν, όπως για παράδειγμα σε Κρητικό έποικο από τα Χανιά το 1691,[13] ή ενοικιάζονται από ντόπιους ενδιαφερόμενους. Ο Οθωμανός περιηγητής Evliya Celebi στα 1668 ανα­φέρει ότι στο Άργος υπήρχαν έντεκα γειτονιές και εκτός των άλλων καταγράφει δύο μεγάλα μουσουλμανικά τεμένη και άλλα δέκα μικρότε­ρα και επιπλέον ένα χαμάμ.[14] Οι Βενετοί κάνουν λόγο για το μεγαλύτε­ρο τέμενος που εκείνοι το χρησιμοποιούσαν ως κατοικία των αρχών που επισκέπτονταν την πόλη ενώ αρχειακά τεκμήρια από το Αρχείο Grimani του Κρατικού Αρχείου Βενετίας καταγράφουν την ύπαρξη οθωμανικού λουτρού στην πόλη που είχε δοθεί ως κατοικία σε εποίκους.[15]

Η γνωστή βενετική απογραφή Grimani (1700) καταγράφει εντός του Άργους τις ενορίες Αγίου Βασιλείου, Αγίου Νικολάου και της Παναγίας.[16] Αρχειακό υλικό από το Αρχείο Grimani αναφέρει στα 1698 τους εξής να­ούς εντός της πόλης: Αγία Παρασκευή (που θα πρέπει να βρισκόταν στον χώρο που καταλαμβάνει ο σημερινός Άγιος Ιωάννης), Άγιος Δημήτριος, Άγιος Πέτρος, Άγιος Νικόλαος, Παναγία, Άγιος Βασίλειος και Άγιος Μάρ­κος (ο τελευταίος ενδεχομένως να ήταν πρώην μουσουλμανικό τέμενος, που αφιερώθηκε, όπως συνηθιζόταν από τους Βενετούς, στον Άγιο Μάρ­κο).[17] Τέλος, ως προς την τοπογραφία και την ονοματοδοσία των συνοι­κιών της πόλης αξίζει να αναφερθεί ότι για τους δύο από τους τέσσερις μαχαλάδες, που απαντούν την εποχή της δεύτερης οθωμανικής περιό­δου, τον Μπεκήρ Εφέντη μαχαλά και τον Καραμουτζά μαχαλά,[18] υπάρ­χουν πυκνές καταγραφές στο βενετικό υλικό για πολλά σπίτια και κατα­στήματα, που κατείχε στην πόλη κατά την πρώτη οθωμανική περίοδο ο Οθωμανός Μπεκήρ Εφέντη· επίσης ότι απαντά το επώνυμο Καραμουτζάς σε εποίκους της πόλης, που κατοικούσαν σε πρώην οθωμανικά σπίτια, τα οποία τους παραχωρήθηκαν από τις βενετικές αρχές.

Αρκετά γρήγορα συστάθηκε και στο Άργος Αστική Κοινότητα (Communita), κλειστό δηλαδή σώμα συγκεκριμένων προνομιούχων οικο­γενειών της πόλης, που διαχώριζε τον πληθυσμό της πόλης και του δια­μερίσματος, από τη μια σε ευάριθμο σώμα κατοίκων με αστική ιδιότητα και από την άλλη σε πολυπληθή μάζα πληθυσμού, που ήταν αποκλει­σμένη.[19] Τεκμήριο του έτους 1700 παραδίδει τα ονόματα τριών κορυφαί­ων της Κοινότητας Άργους, των συντίχων Ιωάννη Σταματέλου, Θοδωρή Τσερνοτά και Δημήτρη Λάζαρου.[20] Από αυτούς, ο Ιωάννης Σταματέλος (γόνοι της οικογένειας αυτής απαντούν και στη δεύτερη οθωμανική πε­ρίοδο ως επιφανή πρόσωπα της πόλης), κυρίως όμως ο Θοδωρής Τσερνοτάς, παρουσιάζονται ως κάτοχοι ακινήτων στην πόλη ήδη από την προηγούμενη οθωμανική περίοδο, ενώ ειδικά ο Τσερνοτάς επιδεικνύει ζωηρή οικονομική δραστηριότητα στη βενετική περίοδο, αναλαμβάνει ενοικιάσεις γαιών και άλλων ακινήτων στο διαμέρισμα Άργους και λαμ­βάνει ακίνητα σε παραχώρηση από τους Βενετούς. Από τους ντόπιους, προφανώς, ισχυρούς της πόλης, εντυπωσιακή δραστηριότητα εμφανί­ζει και ο Θωμάς Πέτρου, ο οποίος ενοικιάζει πρώην οθωμανικά σπίτια εντός του πρώτου περιβόλου (recinto inferiore) στο φρούριο του Άργους,[21] καθώς επίσης γαίες και άλλα ακίνητα στα χωριά του Άργους ενώ αλλη­λογραφεί με τις βενετικές αρχές για διάφορα ζητήματα.[22]

Η περιοχή του Άργους αποτέλεσε το πεδίο οικονομικών δραστηριοτή­των και για επιφανείς πολίτες του Ναυπλίου. Έτσι, ο Αθανάσιος Ζυγομαλάς, μέλος της Κοινότητας του Ναυπλίου, εκμεταλλευόταν γαίες στο χωριό Μπολάτι, όπως επίσης ο Ανδρούτσος Μαλαξός οικόπεδα στο Άργος και γαίες στο Κάτω Μπέλεσι. Ο Λατίνος Αρχιεπίσκοπος Πελοποννήσου που έδρευε στο Ναύπλιο, ο Angelo Maria Carlini, εκτός από παροχές που είχε λάβει από το δημόσιο στην περιοχή της Κορίνθου και αλλού, κατεί­χε οικόπεδα και κήπους στην πόλη του Άργους, τα οποία προηγουμένως εκμεταλλευόταν ο ντόπιος Θοδωρής Τσερνοτάς και μέσω της πρακτικής της ανταλλαγής ακινήτων (permuta di bent) πέρασαν στον αρχιεπίσκοπο. Γαίες στο Κάτω Μπέλεσι κατείχαν και οι ιερείς του λατινικού μητροπολιτικού ναού του Ναυπλίου. Επιπλέον, αρκετοί κατώτεροι αξιωματικοί του βενετικού στρατού εμφανίζονται στη γαιοκατοχή του Άργους, όπως επίσης ιταλικής και ελληνικής καταγωγής μέλη της βενετικής γραφειο­κρατίας, γεγονός αναμενόμενο, αφού η γειτνιάζουσα πρωτεύουσα φιλο­ξενούσε μεγάλο αριθμό στρατιωτικών και διοικητικών υπαλλήλων.[23]

Πολυάριθμα τεκμήρια, προερχόμενα από την καγκελαρία του Ναυ­πλίου, σωζόμενα σήμερα στο Αρχείο Grimani, των ετών 1704 ώς 1710, κάνουν εναργέστερη τη γιγαντιαία προσπάθεια που ευθύς μετά την κατάκτηση της Πελοποννήσου ανέλαβε η βενετική διοίκηση για τη διαλεύκανση και την αποσαφήνιση του γαιοκτητικού καθεστώτος της χώρας, έργο που συχνά έφερε τις πελοποννησιακές βενετικές αρχές σε απόγνωση. Εντός της προσπάθειας αυτής εγγράφεται το τεράστιο έργο κτηματογράφησης της Πελοποννήσου, φαινόμενο πρωτοφανές στην πελοποννησιακή αλλά και γενικότερα την ελληνική ιστορία των νεό­τερων χρόνων, το οποίο ουδέποτε επαναλήφθη μέχρι σήμερα.[24]

Η πρώτη μεγάλη φάση των παραχωρήσεων γαιών στους εποίκους, της καταγραφής των δημοσίων γαιών, των ενοικάσεων κ.λπ. έληξε στα πρώτα μόλις χρόνια του 18ου αιώνα. Στη συνέχεια, ακολούθησε μια δεύτερη φάση τακτοποίησης θα λέγαμε και οριστικής, κατά το δυνατόν, διευθέτησης της γαιοκατοχής, βάσει πλέον και των υφισταμένων καταστιχώσεων, όπου αυτές είχαν ολοκληρωθεί. Το προαναφερθέν αρχεια­κό υλικό που αφορά το Άργος και το διαμέρισμά του παρουσιάζει αυτήν την πιο οργανωμένη προσπάθεια των αρχών για να διευθετήσουν πλείστα ζητήματα κυριότητας της γης, δεδομένου ότι τα χρόνια αυτα είχε ήδη αρχίσει και το αντίστροφο φαινόμενο που αφορούσε τον επήλυδα πληθυσμό, αυτό δηλαδή της φυγής των εποίκων και της επιστροφής τους στις κοντινές οθωμανικές περιοχές. Ως εκ τούτου το βενετικό δη­μόσιο βρέθηκε αντιμέτωπο και πάλι με τον μεγάλο αριθμό αδέσποτων γαιων, των οποίων οι κάτοχοι είχαν φύγει ή είχαν αποβιωσει.

Για τον εντοπισμό των γαιών αυτών οι αρχές έθεσαν σε εφαρμογή και εδώ τη γνωστή πρακτική της καταγγελίας (beni denonciati), σύμφω­να με την οποία ως ανταμοιβή σε εκείνον που αποκάλυπτε γαίες αδέ­σποτες, λόγω φυγής του κατόχου τους, δινόταν ένα μέρος των ακινή­των αυτών.[25] Για παράδειγμα, τέτοιας προέλευσης γαίες και ακόμα μία νεροτριβή δόθηκαν στο Άργος το 1705 στον Κρητικό Dottor Emmanuel Barbarigo, που υπηρετούσε στην καγκελαρία του Ναυπλίου, γαίες έκτα­σης 82 στρεμμάτων δόθηκαν στους γνωστούς αδελφούς Νικολό και Μιχάλη Μέλο στο Άργος το 1706, όπως και στον εκχριστιανισμένο πρώ­ην μουσουλμάνο με το εντυπωσιακό νέο βενετσιάνικο όνομα Vicenzo Pasqualigo στο χωριό Κουτσοπόδι το 1707, καθώς και στην Παρασκευή, χήρα του υπολοχαγού Gili, στο Άργος το 1710.[26]

Παραχωρήθηκαν εκ νέου από τις βενετικές αρχές ακίνητα, των οποί­ων οι κάτοχοι είχαν αποβιώσει χωρίς απογόνους, ή ακόμα ακίνητα, των οποίων οι κάτοχοι αγνοούνταν, χωρίς να γνωρίζει κανείς πού βρίσκο­νταν, όπως επίσης και κτήματα που εξαρχής είχαν παραμείνει αδιάθετα. Ακόμα, γαίες χέρσες που καλλιεργήθηκαν για πρώτη φορά ή φυτεύτη­καν σε αυτές αμπέλια ζητήθηκαν από τις αρχές και δόθηκαν στους ενδιαφερόμενους, σύμφωνα με διάταγμα του Γενικού Προβλεπτή Θαλάσσης Alvise Mocenigo του 1710 που ίσχυσε για όλη την κτήση, όπως για πα­ράδειγμα στον ναυπλιώτη κόντε Δήμο Λιόση και στους αδελφούς του, στους οποίους δόθηκε έκταση 254 στρεμμάτων στο χωριό χαμάκου.[27]

Επιπλέον, διευθετήθηκαν γαιοκτητικά θέματα, που αφορούσαν ενοι­κιάσεις δημοσίων γαιών, των οποίων οι ενοικιαστές δεν ενδιαφέρθη­καν για την ανανέωση της ενοικίασης, ζητήματα ανταλλαγής ακινή­των που κατέχονταν από κατοίκους άλλων επαρχιών, καθώς και επαναπροσδιορισμού και δικαιότερου καθορισμού ενοικίου στις δημόσιες γαίες. Επίσης, διορθώθηκαν λανθασμένες παραχωρήσεις στις οποίες είχαν προβεί οι βενετικές αρχές χωρίς να γνωρίζουν ότι οι γαίες αυτές είχαν ήδη δοθεί σε άλλους· έτσι, στα 1708 δόθηκαν στον έποικο Αναστάση Τσαουσόπουλο γαίες στο Κουτσοπόδι, οι οποίες αφαιρέθηκαν ως «επιπλέον» από αθηναία έποικο στο ίδιο χωριό, σε αντάλλαγμα άλλων κτημάτων, που του είχαν δοθεί νωρίτερα, τα οποία ήταν όμως δεσμευμένα.[28] Οι Βενετοί στα χρόνια αυτά πραγματοποίησαν στο διαμέρισμα του Άργους και συμπληρωματικές παραχωρήσεις σε δικαιούχους (in supplemento), διέθεσαν επίσης τμήματα γαιών που είχαν περισσέψει από χαριστικές δωρεές σε εποίκους (concessioni), ενώ προέβησαν και σε νέες χαριστικές δωρεές ως ανταμοιβή του βενετικού κράτους για προσφερθείσες υπηρεσίες στο δημόσιο.

Το εδαφικό πεδίο εφαρμογής των ενεργειών αυτών αφορά κυρίως την πόλη του Άργους και την εγγύς περιοχή του, όπως επίσης το χωριό Κουτσοπόδι, βόρεια του Άργους, όπου είχαν εγκατασταθεί πολλοί έποικοι, αρκετοί εκ των οποίων στη συνέχεια έφυγαν ή πιο σωστά δραπέ­τευσαν από τη βενετική επικράτεια, καθώς και τα χωριά Λάλουκα και Δαλαμανάρα, ανατολικά του Άργους, και επίσης Κάτω Μπέλεσι και Μαλανδρένι, στα βορειοδυτικά.

Αξίζει να αναφερθεί ότι στη γαιοκατοχή του διαμερίσματος Άργους μετείχαν επίσης και μέλη των πλέον διακεκριμένων οικογενειών της κτήσης, συνήθως ξένοι, που είχαν τιμηθεί από το βενετικό κράτος με τον τίτλο του κόντε και την ανακήρυξη συγκεκριμένης γης ως κοντέας, ένα φαινόμενο παραφεουδαλικής, θα λέγαμε, φύσης της όψιμης βενε­τικής περιόδου, που ενέτεινε περαιτέρω την κοινωνική διαφοροποίη­ση του πελοποννησιακού πληθυσμού.[29] Ο κόντε Σπυρίδων Περούλης, αθηναϊκής καταγωγής, και μέλος της Ναυπλιακής Κοινότητας κατείχε στο Άργος οικόπεδα και μύλους, οι προαναφερθέντες κόντε Δήμος και αδελφοί Λιόση από το Ναύπλιο γαίες στο χαμάκου, ο κρητικής κατα­γωγής κόντε Δημήτριος Γιαλυνάς, που διέθετε κοντέα στην Κόρινθο, κατείχε γαίες στο Μπολάτι και στο Μαλανδρένι, και, τέλος, ο κόντε Zuanne Colonna αμπέλια στο Άργος.[30]

Σημειώνουμε, σχετικά με το φαινόμενο της κοντέας στην Πελοπόν­νησο και μια έμμεση σχέση της περιοχής της Αργολίδας με αυτό: η οικο­γένεια Περούλη, όπως και η οικογένεια Κάση στην Πάτρα, στήριξαν την αίτησή τους προς τη βενετική Σύγκλητο για την απόδοση σε αυτές του τίτλου του κόντε, στις στρατιωτικές υπηρεσίες που είχαν προσφέρει μέλη των οικογενειών τους υπέρ των Βενετών στην απόκρουση της βίαιης ει­σβολής των οθωμανικών στρατευμάτων του σερασκιέρη Ιμπραήμ Πασά, τον Ιούνιο του 1695, στην περιοχή του Άργους· συγκεκριμένα, επικαλού­νταν την υπεράσπιση του βενετικού κράτους με τη σύσταση ιδίων στρα­τιωτικών σωμάτων και την ενεργό συμμετοχή τους στις μάχες που διεξήχθησαν στο χωριό Δαλαμανάρα, με αποτέλεσμα την αποχώρηση των οθωμανικών στρατευμάτων από τη χώρα,[31] γεγονός που εορτάστηκε πανηγυρικά στη Βενετία, τον Ιούλιο του ίδιου έτους, με δοξολογία στη βασιλική του Αγίου Μάρκου, κωδωνοκρουσίες στην πόλη και εκδόσεις ενημερωτικών εντύπων φυλλαδίων με την περιγραφή της σύγκρουσης και της βενετικής νίκης.

Με το βίαιο τέλος της βενετικής κυριαρχίας στην Πελοπόννησο η πε­ριοχή του Άργους πέρασε στη νέα οθωμανική περίοδο χωρίς να αλλάξει ουσιαστικά πρόσωπο από άποψη οικιστικής και πολεοδομικής οργάνω­σης, αλλά ούτε και κοινωνικής, όπως αντίθετα συνέβη με άλλες πόλεις της Πελοποννήσου που απογυμνώθηκαν από το ηγετικό κοινωνικό τους στρώμα, το οποίο προτίμησε να ακολουθήσει τους Βενετούς. Η οι­κονομική και πληθυσμιακή όμως δυναμική του Άργους υπήρξε έντονη στους επόμενους αιώνες, με αποτέλεσμα να υποσκελίσει το γειτονικό Ναύπλιο και να ανατρέψει προς όφελός του το σχήμα που δημιουργήθηκε κατά τη βενετική περίοδο.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Για την Αργολίδα την περίοδο αυτή βλ. Siriol Davies, The Fiscal System of the Venetian Peloponnese: The Province of Romania 1688-1715, ανέκδοτη διδακτορική διατριβή που υποβλήθηκε στο Centre for Byzantine Ottoman and Modern Greek Studies School of Antiquity του Πανεπιστημίου του Birmingham, 1996. Επίσης, Ευτυχία Λιάτα, Το Ναύπλιο και η ενδοχώρα του από τον 17ο στον 18ο αιώνα. Οικιστικά μεγέθη και κατανομή της γης, Αθήνα 2002· η ίδια, Αργεία Γη. Από το τεριτόριο στο βιλαέτι (τέλη 17ου, αρχές 19ου αι.), Αθήνα 2003.

[2] Γενική παρουσίαση της ιστορίας του Άργους βλ. στο έργο Ι. Ζεγκίνης, Το Άργος διά μέσου των αιώνων, Αθήνα 1948. Για την ιστορία του Άργους στην όψιμη βενετική και την οθωμανική περίοδο βλ. Λιάτα, Αργεία γη.

[3] Δηλωτική της «δύσκολης» σχέσης Άργους και Ναυπλίου και κατά το παρελθόν είναι η διεκδίκηση από τους Ναυπλιείς για την πόλη τους του λειψάνου του αγίου Πέτρου, επισκόπου Άργους, ήδη από τον 10ο αιώνα. Η μετακίνηση του λειψάνου στο Ναύπλιο πραγματοποιήθηκε τελικά κατά την πρώτη βενετική περίοδο της Αργολίδας, στα 1421. Βλ. σχετικά Άννα Λαμπροπούλου, Η. Αναγνωστάκης, Βούλα Κόντη, Αγγελική Πανοπούλου, «Μνήμη και Λήθη της λατρείας των Αγίων της Πελοποννήσου (9ος-15ος αιώνας)», Οι Ήρωες της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι νέοι Άγιοι, 8ος-16ος αιώνας, επιστημ. επιμ. Ελεωνόρα Κουντούρα-Γαλάκη, Αθήνα 2004, σ. 278.

[4] Για μια τυπολογία των βενετικών πόλεων της βενετικής Ανατολής βλ. Αναστασία Παπαδία-Λάλα, Ο θεσμός των αστικών Κοινοτήτων στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της βενετοκρατίας (Ι3ος-18ος αι.). Μια συνθετική προσέγγιση, Βενετία 20082, σσ. 22-30. Για τις πόλεις της βενετικής επαρχίας Αχαΐας βλ. Α. Μάλλιαρης, Η Πάτρα κατά τη βενετική περίοδο (1687-1715). Γη, πληθυσμοί, κοινωνία στη Β.Δ. Πελοπόννησο, Βενετία 2008, σσ. 38-42. Για τις πελοποννησιακές πόλεις από τον 13ο ώς τον 18ο αι. βλ. Β. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας, Αθήνα 1985.

[5] Για τη σχέση Βενετίας και θάλασσας κλασικό είναι το έργο του F. Lane, Βενετία η Θαλασσοκράτειρα. Ναυτιλία-Εμπόριο-Οικονομία, μετάφρ. Κ. Κουρεμένος, επιστημ. επιμ. Γ. Παγκράτης, Αθήνα 2007. Μια ευσύνοπτη περιήγηση στις οχυρωμένες βενετικές πόλεις του Λεβάντε και της Δαλματίας με βιβλιογραφία για τις βενετικές οχυρώσεις στο A. Malliaris, «La metamorfosi dell’ambiente urbano nelle citta venete del Levante greco: ambiente, paesaggio architettonico, abitanti e potere veneziano, XIII-XVIII secoli», I Greci durante la venetocrazia: Uomini, spazio, idee (XIII-XVIII sec.), Atti del Convegno Internazionale di Studi, Venezia, 3-7 dicembre 2007, επιμ. Chryssa Maltezou – Angeliki Tzavara – Despina Vlassi, Βενετία 2009, σσ. 585-595.

[6] Για την οργάνωση ενός οικισμού σε citta-fortezza βλ. Malliaris, «La metamorfosi», σε πολλά σημεία.

[7] E. Pinzelli, «Les forteresses de Moree. Projets de restaurations et de demantelements durant la seconde periode venitienne (1687-1715)», Θησαυρίσματα 30 (2000), 400, 407- 408.

[8] Για τη Βοστίτσα και τη Γαστούνη βλ. Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σ. 40.

[9] Lane, Βενετία η θαλασσοκράτειρα, σε πολλά σημεία.

[10] Για την Πελοπόννησο στην όψιμη βενετική περίοδο και ειδικά για θέματα οργάνωσης της νέας κτήσης και κυρίως γαιοκατοχής βλ Κ. Ντόκος – Γ. Παναγόπουλος, Το βενετικό κτηματολόγιο της Βοστίτσας, Αθήνα 1993, καθώς και Μάλλιαρης, Η Πάτρα, όπου συγκεντρωμένη όλη η προγενέστερη βιβλιογραφία.

[11] Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σσ. 40-42.

[12] Για το μεγάλο θέμα των πληθυσμιακών εγκαταστάσεων στη βενετική Πελο­πόννησο βλ. Ντόκος – Παναγόπουλος, Το βενετικό κτηματολόγιο της Βοστίτσας και Μάλλιαρης, Η Πάτρα, όπου διεξοδική παρουσίαση πολλών πλευρών του φαινομένου. Για την Αργολίδα ειδικά, βλ. Davies, The Fiscal System of the Venetian Peloponnese, καθώς επίσης Λιάτα, Το Ναύπλιο και η ενδοχώρα του και η ίδια, Αργεία Γη.

[13] Βλ. υποσημείωση 15.

[14] Λιάτα, Αργεία Γη, σ. 21.

[15] Archivio di Stato di Venezia (στο εξής A.S.V.), Archivio Grimani dai Servi, busta 30, φ. (123). Όλες οι αναφορές σε εποίκους και κατοίκους του Άργους και τη γαιοκατοχή τους προέρχονται από βενετικές καταγραφές αποκείμενες στα Αρχεία της Βενετίας. Ερευνήθηκαν ποικίλες αρχειακές σειρές. Σχετικές πληροφορίες προέκυψαν, με σειρά μεγαλύτερης συχνότητας, κυρίως στους εξής φακέλους: A.S.V., Archivio Grimani dai Servi, b. 51 σε πλείστα φύλλα, όπου καταγράφονται εκατοντάδες ονομάτων κατοίκων της πόλης του Άργους και του διαμερίσματος του και σημειώνονται αναλυτικά οι γαίες, οι οικίες και τα λοιπά ακίνητα που κατείχαν· b. 30, όπου καταγραφή των οικιών, δημοσίων και ιδιωτικών, στην πόλη του Άργους (Catastico de tute le case publiche e private che si trovano in esere nel borgo dArgos fato I’ano 1698) b. 41 και b. 19.

[16] Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 245.

[17] A.S.V., Archivio Grimani dai Servi, b. 30, φ. (115)-(124). Καταγραφή των ναών της πόλης, στα νεότερα όμως χρόνια, βλ. στο Ζεγκίνης, Το Αργος, σσ. 178-180.

[18] Λιάτα, Αργεία Γη, σσ. 50-51.

[19] Για τις αστικές κοινότητες της βενετικής Πελοποννήσου βλ. Παπαδία-Λάλα, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων, σσ. 465-500. Για τις κοινότητες Πατρών και Γαστούνης βλ. Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σσ. 238-275.

[20] A.S.V., Archivio Grimani dai Servi, b. 41, φ. (441r).

[21] Κάτοψη του φρουρίου του Άργους σώζεται στον Κώδικα Grimani στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών της Αθήνας με τον τίτλο Pianta del Castel dArgos (Codex Grimani, XXVIII). Το σχέδιο φέρει την υπογραφή του Francesco Vandeyk, γνωστού από την εργασία του στη σύνταξη των κτηματολογικών χαρτών της Πελοποννήσου.

[22] A.S.V, Archivio Grimani dai Servi, b. 19, φ. (138v).

[23] A.S.V, Archivio Grimani dai Servi, b. 19, φ. (137v).

[24] Βλ. Ντόκος-Παναγόπουλος, Το βενετικό κτηματολόγιο της Βοστίτσας.

[25] Γι’ αυτήν την πρακτική καταγγελίας βλ. Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σ. 117.

[26] A.S.V., Archivio Grimani dai Servi, b. 51, φ. (34) και εξής.

[27] A.S.V., Archivio Grimani dai Servi, b. 51, φ. (37).

[28] A.S.V., Archivio Grimani dai Servi, b. 51, φ. (51).

[29] Για το φαινόμενο της κοντέας βλ. Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σσ. 160-176.

[30] A.S.V., Archivio Grimani dai Servi, b. 51, πλείστες καταγραφές για τους ανωτέρω σε πολλά φύλλα του φακέλου.

[31] Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σσ. 191-193.

 

Αλέξης Μάλλιαρης

«Bενετία – Άργος: σημάδια της βενετικής παρουσίας στο Άργος και στην περιοχή του». Διεθνής επιστημονική συνάντηση, Άργος, 11-12 Οκτωβρίου 2008. Πρακτικά, Αθήνα -Βενετία, 2010.

 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα  έγιναν από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

 Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Η κατάσταση του αγροτικού πληθυσμού του Άργους στα τέλη του 14ου αιώνα – Μαρίνα Κουμανούδη, «Bενετία – Άργος: σημάδια της βενετικής παρουσίας στο Άργος και στην περιοχή του». Διεθνής επιστημονική συνάντηση, Άργος, 11-12 Οκτωβρίου 2008.


 

Ο γάμος μεταξύ του Pietro  Cornaro και της Μarίe dEnghien [Μαρία ντ΄ Ενγκιέν], που πραγ­ματοποιήθηκε στη Βενετία το 1377, υπήρξε χωρίς αμφιβολία αμοιβαία επωφελής. Με αυτόν, η νεαρή κληρονόμος της χωροδεσποτείας του Άρ­γους και του Ναυπλίου εξασφάλισε την υποστήριξη μιας από τις πλουσι­ότερες και με ισχυρές πολιτικές διασυνδέσεις οικογένειες της βενετικής Δημοκρατίας, σε μια εποχή κατά την οποία ο οίκος των Enghien είχε αρχίσει πλέον να διαγράφει φθίνουσα πορεία στον λατινοκρατούμενο ελληνικό χώρο. Από την πλευρά της η οικογένεια Cornaro απόκτησε μια βάση στην Αργολίδα, που της παρείχε τη δυνατότητα να επεκτείνει πε­ραιτέρω το επιχειρηματικό της δίκτυο, αξιοποιωντας τους φυσικούς πό­ρους και την προνομιακή γεωγραφική θέση της περιοχής. Παράλληλα, η διασύνδεση με τη φεουδαρχική ευγένεια του πριγκιπάτου της Αχαΐας, μέσω των εδαφων που κατείχε η σύζυγός του, προσέδωσε στον βενετό πατρίκιο κύρος, δύναμη και εξουσία, προσόντα τα οποία ενδεχομένως μελλοντικά θα μπορούσαν να αποτελέσουν εφαλτήριο για πολιτική σταδιοδρομία στη Μητρόπολη. [1]

Εκείνη ωστόσο που αποκόμισε το μεγαλύτερο κέρδος από την ένωση ήταν η Βενετία, καθώς, μέσω αυτής, ενέταξε στη σφαίρα επιρροής της το Άργος και το Ναύπλιο· περιοχές τις οποίες θεωρούσε διπλής στρατηγικής σημασίας, αφενός στο πλαίσιο της πολιτικής της για τη δημιουργία μιας αλυσίδας ναυτικών βάσεων από την πόλη του Αδρία προς την Ανατολή, με σκοπό την προστασία των εμπορικών της συμφερόντων, και αφετέρου ως σημείο εκκίνησης προκειμένου να κατακτήσει την υπόλοιπη Πελοπόννη­σο. Για τους παραπάνω λόγους, άλλωστε, έσπευσε να δείξει έμπρακτα την έγκρισή της για τη σύναψη της γαμήλιας συμμαχίας, παρέχοντας εξαρχής την πλήρη υποστήριξή της στις ενέργειες του Pietro Cornaro που απέβλε­παν στην αμυντική ενίσχυση των δύο περιοχών. Για τους ίδιους λόγους, η προσάρτηση του Άργους και του Ναυπλίου στον κορμό του βενετικού κράτους πρόβαλε ως επιτακτική ανάγκη, όταν, μετά τον θάνατο του τε­λευταίου, 11 χρόνια αργότερα, έγινε ορατός ο κίνδυνος να πέσουν στα χέ­ρια των Τούρκων ή των συμμάχων τους, δηλαδή του Δεσπότη του Μυστρά Θεόδωρου Α’ Παλαιολόγου και του πεθερού του Nerio Acciaiuoli [Νέριο Ατσαγιόλι]. [2]

Κατά παράδοξο τρόπο, η αγορά του Άργους και του Ναυπλίου από το βενετικό κράτος το 1388, σηματοδοτεί το τέλος της κοινής ιστορικής πορείας των δύο περιοχών, μετά από 200 σχεδόν χρόνια. Προηγήθηκε η εγκαθίδρυση της βενετικής κυριαρχίας στο Ναύπλιο, το 1389. Το Άργος ακολούθησε πέντε χρόνια αργότερα, το 1394, μετά από βραχύχρονη κυ­ριαρχία του Δεσπότη του Μυστρά. Πόλη παραθαλάσσια με περιορισμένη ενδοχώρα το πρώτο, εξελίχθηκε σε αξιόλογο λιμάνι και κέντρο εμπορί­ου της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου στην Ανατολή. Με τον ορίζοντά του στραμμένο στο εσωτερικό το δεύτερο, παρεμεινε σε ολη τη διάρκεια του όψιμου Μεσαίωνα κατεξοχήν γεωργοκτηνοτροφική περιοχή.[3]

Όταν οι Βενετοί παρέλαβαν το Άργος, η πόλη εμφάνιζε θετικό ισολογι­σμό, γι’ αυτό και αποφασίστηκε το πλεόνασμα να διατεθεί για την οικονο­μική ενίσχυση του γειτονικού Ναυπλίου, καθώς εκείνη την εποχή είχε αυ­ξημένες δημόσιες δαπάνες. Μάλιστα, στις οδηγίες της προς τον νεοεκλεγμένο podesta και capitano του Άργους Saraceno Dandolo τον Αύγουστο του 1394, η Σύγκλητος ανέφερε ότι, με βάση πληροφορίες που είχε συλλέξει, τα προβλεπόμενα έσοδα του δημοσίου θα ξεπερνούσαν κατά πολύ εκείνα επί Pietro Cornaro.[4] Αύξηση, η οποία πρέπει ενδεχομένως να αποδοθεί στη δημοσιονομική πολιτική του Δεσπότη του Μυστρά.

Από την άλλη, η τοπική κοινωνία, μπροστά στην προοπτική αλλαγής κυριαρχίας, παρουσιάστηκε αρχικά διχασμένη. Στα τέλη του 1388, προτού ολοκληρωθεί η αγοραπωλησία και με τις δυνάμεις του Θεοδώρου Πα­λαιολόγου να βρίσκονται προ των πυλών, οι ευγενείς και οι πολίτες του Άργους και του Ναυπλίου απευθύνθηκαν στη Σύγκλητο, ζητώντας διά στόματος του εκπροσώπου τους ευγενούς Giovanni Gradenigo την ενσω­μάτωση των δύο πόλεων στη βενετική Δημοκρατία.[5] Και παρότι η κατά­ληψη του Κάστρου της Λάρισας από τον Δεσπότη του Μυστρά και τους συμμάχους του λίγο αργότερα φαινόταν να ματαιώνει το σχέδιο αυτό, εκείνοι δεν αποδέχθηκαν την τροπή των πραγμάτων. Μεταξύ όσων εξα­κολούθησαν να εργάζονται για την επίτευξη του συγκεκριμένου σκοπού ήταν ο ιερέας Nicolo Cocho, ο οποίος επιδόθηκε στην κατασκοπία για λο­γαριασμό του προνοητή του Ναυπλίου Perazzo Malipier, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να φυλακισθεί για περισσότερο από ένα χρόνο.[6] Όμως, τα φιλοβενετικά τους αισθήματα δεν τα συμμερίζονταν όλοι οι κάτοικοι της Αργολίδας, καθώς υποστήριξη στο Θεόδωρο παρείχαν Έλληνες και πιθανότατα ορισμένοι Λατίνοι.[7] Ενώ, απέτυχε η προσπάθεια των Βενετών να προσεταιρισθούν – με το αζημίωτο – τους άρχοντες (barones) που πλαισίωναν τον βυζαντινό Δεσπότη, ώστε να πεισθεί να τους αποδώσει τις διεκδικούμενες περιοχές.[8]

Παρά ταύτα, η μετάβαση στο νέο καθεστώς έγινε τελικά ομαλά, χωρίς αντιπαραθέσεις. Σε αυτό ασφαλώς συνέβαλε η χορήγηση αμνηστίας σε όλους όσοι είχαν συμπαραταχθεί με τον Δεσπότη του Μυστρά εναντίον της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου.[9] Εξάλλου, οι Βενετοί όχι μόνον δεν επιχείρησαν να ανατρέψουν τις φεουδαρχικές δομές που είχαν διαμορ­φωθεί στη διάρκεια δύο αιώνων από τους φράγκους κυριάρχους, αλλά υποσχέθηκαν ότι θα διατηρούσαν τους θεσμούς (ritus) και τις τοπικές συνήθειες (consuetudines) των κατοίκων.

Σε θέματα φεουδαρχικά, το βενετικό κράτος ουσιαστικά αντικατέστη­σε τους προηγούμενους κυριάρχους. Ο podesta, ως επικεφαλής της τοπι­κής διοίκησης, όφειλε να περιβάλλει τους φεουδάρχες με τα φέουδα, να ρυθμίζει τα ζητήματα διαδοχής των φεούδων και, σε περίπτωση που εξέλιπαν οι νόμιμοι κληρονόμοι, να ενημερώνει τις μητροπολιτικές αρχές ώστε να μεριμνήσουν σχετικά. Επίσης, όφειλε να ελέγχει εάν οι κάτοχοι φεουδαρχικών γαιών εκπλήρωναν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις προς το κράτος και αν συμμετείχαν στις στρατιωτικές επιδείξεις.[10] Αυτή ακριβώς η σύνδεση της κατοχής φέουδου με την προσωπική στράτευση ή την παροχή άλλων στρατιωτικών υπηρεσιών απο τον φεουδάρχη, σε μια εποχή γενικευμένης αστάθειας και με τον τουρκικό κίνδυνο να πλη­σιάζει απειλητικά, εξηγεί την προσπάθεια προσεταιρισμού της φεουδαρ­χικής τάξης από τις βενετικές αρχές.

 

Άποψη του Άργους, V. Coronelli, «Morea, Negreponte, E Adiazenze », Venezia, 1685.

 

Το 1396, δύο χρόνια μετά την παράδοση της πόλης στους Βενετούς, πρεσβεία των ευγενών και της λατινικής Εκκλησίας του Άργους υπέβα­λε στη βενετική κυβέρνηση σειρά αιτημάτων που αφορούσαν στη διευ­θέτηση ποικίλων ζητημάτων οικονομικής και νομικής φύσεως.[11] Μετα­ξύ αυτών συμπεριλαμβάνονταν και αιτήματα σχετικά με την παραγωγή και τη διακίνηση της σταφίδας, γεγονός που καταδεικνύει τον κυρίαρχο ρόλο της αμπελουργίας και ειδικότερα της σταφιδοκαλλιέργειας στην τοπική οικονομία. Με αφετηρία το πάγιο αίτημα των ανώτερων κοινω­νικών στρωμάτων της περιοχής για τη διατήρηση των θεσμών και των τοπικών συνηθειών, οι γαιοκτήμονες, μεταξύ των οποίων συγκαταλεγό­ταν και η Λατινική Εκκλησία, ζήτησαν και εξασφάλισαν από τις αρχές ότι θα παρέμενε σε ισχύ προηγούμενη απαγόρευση, σύμφωνα με την οποία δικαίωμα πώλησης της σταφίδας σε εμπόρους με σκοπό τη διάθεσή της στην αγορά είχαν tam feudati quam liberi et alii quicumque franchi, δηλα­δή τόσο οι φεουδάρχες όσο και οι ελεύθεροι, ενώ οι βιλάνοι ήταν υπο­χρεωμένοι να πωλούν την παραγωγή τους αποκλειστικά στους κυρίους τους, σε προκαθορισμένη από το κράτος τιμή. Στη συνέχεια, η σταφίδα διοχετευόταν στην αγορά από εμπόρους, οι οποίοι είχαν λάβει άδεια για ένα έτος από τις τοπικές αρχές, με τη διαδικασία του πλειστηριασμού, προκειμένου να αγοράσουν το προϊόν από τους τοπικούς παραγωγούς, σε προκαθορισμένες και πάλι από το κράτος τιμές, ανάλογα με την ιδιό­τητά τους: 13 υπέρπυρα το σακί από τους φεουδάρχες, τρία υπέρπυρα το pentalatro Άργους και δύο υπέρπυρα το pentalatro Ναυπλίου από τους βιλάνους του Κοινού, τους ελεύθερους και τους απελεύθερους.[12] Δικαίωμα συμμετοχής στον διαγωνισμό είχαν υπήκοοι του Άργους, του Ναυπλίου, της Μεθώνης και της Κορώνης, οι οποίοι, αφού θα εξασφάλιζαν τη σχε­τική άδεια, οφειλαν να παράσχουν τις απαιτουμενες εγγυήσεις και να εξοφλήσουν τους παραγωγούς με την παράδοση του προϊόντος.

Μέσα από τα αιτήματα των γαιοκτημόνων και τις σχετικές απαντή­σεις των βενετικών αρχών προβάλλει ανάγλυφα η κοινωνική πραγ­ματικότητα της υπαίθρου κατά τα πρώτα μεταβατικά χρόνια της βενε­τικής κυριαρχίας στο Άργος.[13] Με κριτήριο την προσωπική κατάσταση των ατόμων, η κοινωνία διακρίνεται σε ελεύθερους και μη. Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται γαιοκτήμονες, κάτοχοι φεουδαρχικής ή ελεύ­θερης γης, οι οποίοι προσδιορίζονται στο κείμενο ως feudati και liberi αντίστοιχα. Δίπλα σε αυτούς, απαντά ο όρος franchi, που είναι συνώνυμο της λέξης ελεύθερος, ενδέχεται όμως στην προκειμένη περίπτωση να δηλώνει τους απελεύθερους, δηλαδή τα άτομα εκείνα που με διάφορους τρόπους είχαν κατορθώσει να απαλλαγούν από την υποχρέωση παροχής του servicium, δηλαδή από κάθε προσωπική εξάρτηση.[14]

Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται οι βιλάνοι, πρόσωπα οικονομικά και νομικά εξαρτημένα, που υπάγονταν στη δικαιοδοσία του φεουδάρ­χη. Ανάλογα με τον ιδιοκτήτη τους, διακρίνονταν σε βιλάνους του Κοι­νού και των φεουδαρχών. Οι βιλάνοι του Κοινού ή rustici nostri Comunis, viUani Comunis και villani de Argo, όπως αναφέρονται στο κείμενο της πρεσβείας, προφανώς ήταν αγρότες, που ανήκαν στους τελευταίους χω­ροδεσπότες του Άργους, δηλαδή στο ζεύγος Enghien- Cornaro, και είχαν περιέλθει στο βενετικό δημόσιο μαζί με τις γαίες τους κατά την πώλη­ση της περιοχής στη Βενετία. Ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των βιλάνων του Κοινού και των βιλάνων των φεουδαρχών δεν μαρτυρούνται. Η μοναδική διαφοροποίηση ήταν ότι οι βιλάνοι του Κοινού μπορούσαν να πουλήσουν την παραγωγή της σταφίδας απευθείας στους εξουσιοδο­τημένους εμπόρους, χωρίς την παρεμβολή ενδιάμεσου, όπως συνέβαινε στην περίπτωση των βιλάνων των φεουδαρχών. Ωστόσο, η τιμή πώλη­σης ήταν η ίδια, με εκείνη που είχε καθοριστεί και για τους βιλάνους των φεουδαρχών. Συνεπώς η παραπάνω ρύθμιση ήταν και προς όφελος του βενετικού δημοσίου, αφού το δικό του προϊόν, απαλλαγμένο από το κέρδος του μεσάζοντα, κατέληγε να είναι περισσότερο ανταγωνιστικό όταν έφτανε στην αγορά.

Από το κείμενο της πρεσβείας προκύπτει η ύπαρξη και μιας τρίτης υποκατηγορίας εξαρτημένων αγροτών, αυτής των βιλάνων της Εκκλη­σίας (villani ecclesie). Οι τελευταίοι φαίνεται ότι υπάγονταν κατά το πα­ρελθόν στη δικαστική δικαιοδοσία του λατίνου επισκόπου και της συ­νόδου των κληρικών, μόνο όμως για υποθέσεις που σχετίζονταν με την εκκλησιαστική περιουσία. Η επισκοπή διέθετε μάλιστα δική της φυλακή, στην οποία εγκλείονταν, τόσο οι αγρότες που είχαν κριθεί ένοχοι όσο και μέλη του λατινικού και του ορθόδοξου κλήρου που είχαν καταδι­καστεί για αστικά και ποινικά αδικήματα. Το προνόμιο της υπό όρους απονομής δικαιοσύνης επεδίωξε να κατοχυρώσει ο λατίνος επίσκοπος Jacomo Pigaloti με σχετικό αίτημα που συμπεριλήφθηκε στην πρεσβεία του 1396, χωρίς ωστόσο να λάβει σαφή απάντηση από τις βενετικές αρ­χές, οι οποίες προτίμησαν μάλλον να αναβάλουν την επίλυση του θέμα­τος παρά να έρθουν σε σύγκρουση με έναν από τους ισχυρότερους παρά­γοντες του Άργους.[15]

Σε γενικές γραμμές, πάντως, οι απαντήσεις που έδωσε η Σύγκλητος στα αιτήματα των γαιοκτημόνων και της τοπικής Εκκλησίας υπήρξαν καταφατικές, κινούμενες στο πλαίσιο της αρχικής υπόσχεσης που είχε δώσει η βενετική κυβέρνηση για τον σεβασμό των προηγούμενων κοι­νωνικοοικονομικών δομών και του φεουδαρχικού δικαίου, στον βαθμό βέβαια που δεν θίγονταν τα συμφέροντα του κράτους.

Σε ό,τι αφορά τους αγρότες, το καθεστώς τους παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητο με τη νέα τάξη πραγμάτων. Διαπιστώνεται ωστόσο προσπά­θεια των αρχών να περιορισθούν οι σε βάρος τους καταχρήσεις εκ μέ­ρους των bailivi. Καθήκον των bailivi, οι οποίοι ήταν ένα είδος επιστάτη και εκπροσώπου του φεουδάρχη, ήταν να συλλέγουν τις οφειλές των αγροτών και να ελέγχουν εάν προσέφεραν τις απαιτούμενες υπηρεσίες. Εφόσον οι αγρότες ήταν πλημμελείς στις υποχρεώσεις τους, οι bailivi εί­χαν δικαίωμα να προβούν σε κατάσχεση των περιουσιακών τους στοιχεί­ων. Το 1396, η βενετική Σύγκλητος αναγνώρισε μεν το δικαίωμα των εκ­προσώπων των φεουδαρχών να κατάσχουν τα περιουσιακά στοιχεία των χρεοφειλετών, για να αποτρέψει όμως φαινόμενα καταχρήσεων έθεσε τους ακόλουθους περιορισμούς στη δραστηριότητά τους: Πρώτον, μπο­ρούσαν να κατάσχουν περιουσιακά στοιχεία ύψους μέχρι 5 υπερπύρων. Δεύτερον, όφειλαν να παρουσιάζονται ενώπιον των αρχών μία φορά τον χρόνο για να λάβουν τη σχετική εξουσιοδότηση, αφού προηγουμέ­νως είχαν δώσει όρκο ότι θα ασκούσαν τα καθήκοντά τους με συνέπεια και σύμφωνα με τους νόμους. Τέλος, οι βιλάνοι είχαν δικαίωμα να προσφύγουν εναντίον τους στη δικαιοσύνη και εφόσον οι καταγγελίες τους αποδεικνύονταν αληθείς, τότε ο ρέκτορας είχε δικαίωμα να επιβάλλει ποινή τόσο στον υπαίτιο όσο και σε άλλους, για παραδειγματισμό.

Και ενώ ο πληθυσμός του Άργους προσαρμοζόταν σταδιακά στη νέα κυριαρχία, τρεις εχθρικές επιδρομές μέσα σε διάστημα τριών ετών, σκόρ­πισαν τον τρόμο και την ανασφάλεια, σπέρνοντας τον θάνατο, διακόπτοντας τους ρυθμούς της αγροτικής παραγωγής και επιφέροντας δρα­ματικές αλλαγές στην κοινωνία της υπαίθρου.

Όπως προκύπτει από απόφαση της βενετικής Συγκλήτου, της 21ης Μαρτίου 1396, η ευρύτερη περιοχή του Άργους είχε δεχθεί επίθεση αν­δρών του Θεόδωρου Παλαιολόγου, οι οποίοι είχαν διαπράξει αρπαγές ζώων. Η ακριβής ημερομηνία της επίθεσης δεν είναι γνωστή. Όσον αφορά τις ζημιές που υπέστη η τοπική κτηνοτροφία, μολονότι οι πηγές σιω­πούν επ’ αυτού, δεν θα πρέπει να υπερέβαιναν τα 7.000 υπέρπυρα, που ήταν η οφειλή της κοινότητας του Άργους προς τον Θεόδωρο. Γιατί, μετά την άρνηση του τελευταίου να αναλάβει την ευθύνη για την επίθεση, αποφασίστηκε οι τοπικές αρχές να παρακρατούν στο εξής τα χρήματα που κατέβαλλε η κοινότητα για την αποπληρωμή χρέους της, μέχρι την κάλυψη του ποσού των ζημιών.[16]

Κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στην παράδοση της πόλης στους Βενετούς και τις αρχές του καλοκαιριού του 1395, η περιοχή του Άργους δέχθηκε ακόμα μία επιδρομή, αυτή τη φορά από Τούρκους και Αλβανούς μισθοφόρους του Καρόλου Τόκκου. Έχοντας πιθανότατα ως βάση των επιχειρήσεων τους την Κόρινθο, οι μισθοφό­ροι λεηλάτησαν τον αργολικό κάμπο, έκαψαν σπαρτά, άρπαξαν ζώα και αιχμαλώτισαν 200 αγρότες. Στη συνέχεια, μετέφεραν τη λεία τους πίσω στην Κόρινθο, όπου προχώρησαν στη διανομή της, προσφέροντας στη δούκισσα Francesca, την κόρη και κληρονόμο της περιουσίας του Nerio Acciaiuoli, και στον σύζυγό της Κάρολο το μερίδιο που τους αναλογούσε.

Οι ζημιές, σύμφωνα με τις αρχικές εκτιμήσεις των τοπικών βενετικών αρχών, ανέρχονταν σε περισσότερα από 30.000 δουκάτα. Ύστερα όμως από μακρές διαπραγματεύσεις με τους απεσταλμένους του δουκα της Κεφαλληνίας, οι οποίες διήρκεσαν σχεδόν ένα χρόνο, η Σύγκλητος δέ­χθηκε τελικά την καταβολή του κατά πολύ κατώτερου ποσού των 5.000 δουκάτων, σε πέντε ισόποσες ετήσιες δόσεις. Ενώ δεν ελήφθη καμία μέ­ριμνα για τον επαναπατρισμό όσων είχαν απαχθεί.[17]

Σε επιστολή του προς τον δόγη τον Απρίλιο του 1397, ο βενετός καστελλάνος Μεθώνης και Κορώνης, προειδοποιούσε ότι η πόλη του Αρ­γους θα βρισκόταν εκτεθειμένη στον τουρκικό κίνδυνο εάν η Βενετία δεν αγόραζε την Κόρινθο.[18] Οι δυσοίωνες αυτές προβλέψεις επιβεβαιώθηκαν τρεις μήνες αργότερα, στις αρχές Ιουνίου, όταν τουρκικό στράτευ­μα, αποτελούμενο από 6 με 7 χιλιάδες άνδρες, εισέβαλλε στον αργολικό κάμπο και, αφού λεηλάτησε και κατέκαψε την ύπαιθρο, πυρπόλησε το κάστρο της Λάρισας και αποχώρησε, παίρνοντας μαζί του 14.000 ή, σύμ­φωνα με άλλες εκτιμήσεις, 30.000 αιχμάλωτους.[19] Μολονότι οι αριθμοί που παραδίδουν οι πηγές πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη, η ταχύτατη κινητοποίηση των αρχών για την αντιμετώπιση του προ­βλήματος της έλλειψης εργατικών χεριών επιβεβαιώνει ότι η μείωση όχι μόνο του αγροτικού αλλά και του αστικού πληθυσμού του Άργους υπήρξε δραματική, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη προσέλκυσης ανθρώπινου δυναμικού.

Πράγματι, η βενετική κυβέρνηση χωρίς χρονοτριβή προχώρησε στην υιοθέτηση μέτρων, τα οποία απέβλεπαν στη δημογραφική ενίσχυση του τόπου και συνακόλουθα στην αναζωογόνηση της αγροτικής οικονομίας, που είχε δεχθεί ισχυρότατο πλήγμα από την τελευταία καταστροφική επιδρομή.

Τα μέτρα περιλάμβαναν: α) την πρόσκληση Αλβανών και άλ­λων εποίκων, στους οποίους παραχωρήθηκαν γαίες και αμπέλια του Κοινού με αντάλλαγμα την παροχή έφιππης, ένοπλης προστασίας, και β) την προσέλκυση των κατοίκων του Άργους που είχαν διαφύγει στο Δε­σποτάτο του Μυστρά και στην καστελλανία της Κορίνθου για να γλυτώ­σουν από την τουρκική επίθεση.[20] Ως κίνητρο για την επάνοδό τους στο Άργος, τους προσφέρθηκε απαλλαγή από κάθε υποχρέωση αγγαρείας προς το Κράτος ή προς τους ιδιώτες για 5 χρόνια, εκτός από την αγγαρεία της σκοπιάς (angaria guarde), την οποία ήταν υποχρεωμένοι να εκτελούν οι ίδιοι πάνω στα τείχη. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αρχές της Κρήτης, σε μια ανάλογη προσπάθειά ενίσχυσης του αγροτικού πληθυσμού του νησιού λίγο μετά τη λήξη του μεγάλου λοιμού του 1348, είχαν παραχω­ρήσει τριετή φορολογική απαλλαγή στους μετανάστες που θα εγκαθί­σταντο εκεί για να καλλιεργήσουν τη γη.[21] Η επέκταση κατά δύο χρόνια της συγκεκριμένης ευνοϊκής ρύθμισης, εν προκειμένω, αποτυπώνει τον βαθμό της ερήμωσης της υπαίθρου και το μέγεθος της καταστροφής που είχε αφήσει πίσω της η τουρκική επιδρομή, καθώς τη φωτιά είχε ακο­λουθήσει η εγκατάλειψη και για να φτάσουν ξανά σε πλήρη παραγωγή οι καλλιέργειες χρειάζονταν, ειδικά στην περίπτωση των αμπελιών, αρ­κετά χρόνια προετοιμασίας και προσπαθειών.

Στους επαναπατρισθέντες πρόσφυγες επιτράπηκε, εξάλλου, να εγκα­τασταθούν σε κενές κατοικίες εντός της girlanda, υπό τον όρο ότι θα τις απέδιδαν στους προηγούμενους κατόχους τους, εφόσον εκείνοι επέστρε­φαν στην πόλη. Ο όρος girlanda εδώ πρέπει να δηλώνει τον οχυρωμένο εξωτερικό περίβολο του Κάστρου της Λάρισας σε αντιδιαστολή προς το castrum superius, δηλαδή το ανώτερο τειχισμένο τμήμα του φρουριακού συγκροτήματος στην κορυφή του λόφου, όπου βρισκόταν η έδρα του διοικητικού και αμυντικού μηχανισμού. Στο ίδιο πνεύμα, τους παραχωρήθηκαν οικόπεδα στην περιοχή του εξωτερικού περίβολου για να οικοδομήσουν οικίες, στις οποίες μπορούσαν να διαμείνουν έως την επάνοδο των οικοπεδούχων. Σε αυτήν την περίπτωση δικαιούνταν να λάβουν αποζημίωση από τις αρχές για τα χρήματα και τον κόπο που είχαν καταβάλλει. Η άδεια εισόδου και εγκατάστασης των προσφύγων στον τειχισμένο οικισμό είχε διπλό στόχο: αφενός, να εμφυσήσει αίσθη­μα ασφάλειας σε όσους κατοίκους είχαν εγκαταλείψει εκούσια την περι­οχή και είχαν αναζητήσει καταφύγιο στις γειτονικές κυριαρχίες, επειδή θεωρούσαν ότι οι Βενετοί δεν ήταν σε θέση να τους προστατέψουν από τους Τούρκους, και αφετέρου, να δώσει νέα πνοή στον, λαβωμένο από τη φωτιά και ερημωμένο από ανθρώπους, οικισμό με νέους κατοίκους. Από την άλλη, οι βενετικές αρχές, τηρώντας επιφυλακτική στάση απέ­ναντι στους ένοπλους Αλβανούς και τους άλλους εποίκους, τους απέ­κλεισαν από το Κάστρο, καθώς τους θεωρούσαν απαραίτητους μεν για τη φύλαξη της υπαίθρου, αλλά ταυτόχρονα προφανώς δυνητικά επικίν­δυνους. Εύλογα μπορούμε να υποθέσουμε ότι για τους ίδιους λόγους, η κυριότητα των παραχωρούμενων στους «ξένους» γαιών παρέμεινε στο βενετικό δημόσιο.

Παρόλο που η δοκιμαστική εφαρμογή των κινήτρων για την προσέλ­κυση εποίκων στην Αργολίδα, τουλάχιστον κατά δήλωση του βενετού podesta του Ναυπλίου Nicolo Polani, είχε θετική ανταπόκριση, φαίνεται τελικά οτι τα μέτρα δεν σημείωσαν την αναμενόμενη άμεση επιτυχία, γιατί το δημογραφικό πρόβλημα και η εξασφάλιση αγροτικών χεριών εξακολούθησαν να απασχολούν τις αρχές κατά τα επόμενα χρόνια. Το 1404, οι βενετικές αρχές εξήγγειλαν νέα, ευνοϊκότερη, δέσμη μέτρων με στόχο την προσέλκυση και άλλων εποίκων, παρέχοντας, μεταξύ άλλων, στους μετανάστες απαλλαγή από κάθε φόρο και προσωπική υπηρεσία.[22]

Μισόν αιώνα αργότερα, το 1451, τα αποτελέσματα των εποικιστικών μέτρων ήταν πλέον ορατά. Τα αιτήματα πρεσβείας της κοινότητας του Άργους του ίδιου έτους φανερώνουν ότι οι στόχοι της βενετικής πολιτι­κής στο συγκεκριμένο θέμα είχαν εν πολλοίς επιτευχθεί, αλλά όχι χωρίς να αναδείξουν νέες δυσκολίες.[23] Θετική ήταν η αποτίμηση της συνει­σφοράς των εποίκων στην επίλυση των προβλημάτων της περιοχής, στο βαθμό που εκείνοι είχαν προβεί στις αναμενόμενες επισκευές κατοικιών και είχαν επιδοθεί στην αμπελουργία. Ωστόσο, παρά τους ευνοϊκούς για αυτούς όρους, ορισμένοι Αλβανοί έποικοι είχαν εγκαταλείψει τις γαίες που τους είχαν παραχωρηθεί, με συνέπεια να μένουν ανεκμετάλλευτες.

Περί τις 115 οικογένειες Αλβανών, σύμφωνα με εκτιμήσεις, είχαν εγκα­τασταθεί στην περιοχή, γεγονός με ασφαλώς σημαντικές επιπτώσεις στη σύσταση του αγροτικού πληθυσμού του Άργους, που μέχρι τότε ήταν στην πλειονότητά του ελληνικός. Εκτός αυτού, η παραχώρηση γαιών σε μετανάστες ανάλογα με την κοινωνική θέση τους και η απαλλαγή τους από φορολογικά βάρη και αγγαρείες είχε οδηγήσει στη δημιουργία κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων μέσα στην τάξη των αγρο­τών, διαταράσσοντας περαιτέρω τις ισορροπίες της υπαίθρου. Το κλίμα αντιπαλότητας και αμοιβαίας εχθρότητας μεταξύ των παλαιών και των νέων κατοίκων, που είχε προκύψει από την προνομιακή μεταχείριση των εποίκων σε σύγκριση με τους εγχώριους, κλήθηκαν να αναστρέ­ψουν οι βενετικές αρχές με τη λήψη νέων μέτρων, αυτή τη φορά, προς όφελος των τελευταίων.

 

Υποσημειώσεις


[1] Γενικά για τη λατινοκρατούμενη Πελοπόννησο κατά τον 14ο και 15ο αιώνα, βλ. R.-J. Loenertz, «Pour l’histoire du Peloponese au XlVe siecle 1382-1404», Etudes byzantines 1 (1943), 152-196 [= Byzantina et Franco-Graeca. Articles parus de 1935 a 1966, Ρώμη 1970, σσ. 227-265]· P. Topping, «The Morea, 1311-1364», A History of the Crusades, τ. 3, The Fourteenth and Fifteenth Centuries, επιμ. K. M. Setton – H. W. Hazard, Μάντισον, Ουισκόνσιν 1975, σσ. 104-140 και ο ίδιος, «The Morea, 1364-1460», ό.π., σσ. 141-166. Για το Άργος και το Ναύπλιο κατά την υπό εξέταση περίοδο, βλ. A. Luttrell, «The Latins of Argos and Nauplia: 1311-1394», Papers of the British School at Rome 34, n.s. 21 (1966), 34-55 [= Latin Greece, the Hospitallers and the Crusaders, 1291-1440, Λονδίνο, Variorum Reprints, 1982, αρ. VIII], και ειδικά για τη δράση της οικογένειας Enghien και τον γάμο της Marie με τον Pietro Cornaro, 43-45. Βλ. επίσης Χρύσα Μαλτέζου, «Οι πελοποννησιακές κτήσεις της Βενετίας», Ιστορία του Ελληνικού έθνους, τ. θ’, Αθήνα 1979, σσ. 275-276.

[2] Loenertz, «Pour l’histoire du Peloponnese», 238 κεξ.· Luttrell, «The Latins of Argos and Nauplia», 45-46· R. Cessi, «Venezia e l’acquisto di Nauplia ed Argo», Nuovo Archivio Veneto n.s. 30 (1915), 147-173 [= Politica ed economia di Venezia nel trecento: Saggi, Ρώμη 1952, σσ. 249-273] και [= Dopo la guerra di Chioggia. Il nuovo orientamento della politica veneziana alla fine del secolo XIV, Βενετία 2005, σσ. 225-252].

[3] Loenertz, «Pour 1’histoire du Peloponnese», 238 κεξ.· Luttrell, «The Latins of Argos and Nauplia», 37-38, 48-50· Cessi, «Venezia e l’acquisto di Nauplia ed Argo», 151 κ.εξ.· Αναστασία Παπαδία-Λάλα, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της βενετοκρατίας (13ος-18ος αι.). Μία συνθετική προσέγγιση, Βενετία 20 082, σσ. 175-180 (για το Άργος) και 180-190 (για το Ναύπλιο).

[4] Monumenta Peloponnesiaca. Documents for the History of the Peloponnese in the 14th and 15th centuries, έκδ. Julian Chrysostomides, Camberley 1995, σ. 304 αρ. 154 στ. 4-13 και σσ. 306-308 αρ. 156 στ. 20-29, 80-86.

[5] Monumenta Peloponnesiaca, σ. 97 αρ. 45 στ. 13-16.

[6] C. N. Sathas, Documents inedits relatifs a 1’histoire de la Grece au Moyen Age, τ. 2, Αθήνα – Παρίσι 1881, σ. 19 αρ. 237. Βλ. επίσης Monumenta Peloponnesiaca, σ. 97 αρ. 45 υποσημ. 2 και σ. 104 αρ. 47 υποσημ. 10.

[7] Η συνθήκη που συνήψε ο Θεόδωρος Παλαιολόγος με τη Βενετία το 1394 παρείχε τη δυνατότητα σε 20 οικογένειες να εγκαταλείψουν την πόλη σε διάστημα τριών μηνών από την παράδοσή της στους νέους κυριάρχους, υπό τον όρο ότι μέλη τους δεν θα ήταν άτομα εξαρτημένα νομικά (de serva condition) και ότι δεν θα είχαν οφειλές προς την corte ή προς άλλα σημαίνοντα πρόσωπα: Monumenta Peloponnesiaca, σ. 274 αρ. 141 στ. 203-207. Βλ. και Luttrell, «The Latins of Argos and Nauplia», 47-48 και σημ. 103.

[8] Monumenta Peloponnesiaca, σ. 104 αρ. 47 στ. 124-131.

[9] Monumenta Peloponnesiaca, σ. 274 αρ. 141 στ. 207-209.

[10]  Monumenta Peloponnesiaca, σ. 307 αρ. 156 στ. 15-17, 61-69. Βλ. επίσης Luttrell, «The Latins of Argos and Nauplia», 48-49 και Παπαδία-Λάλα, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων, σσ. 178-179.

[11]  Monumenta Peloponnesiaca, σσ. 364-367 αρ. 182. Στις σελίδες που ακολουθούν αναλύεται το κείμενο της πρεσβείας.

[12]  Το pentalatro (πεντάλιτρον) ήταν μονάδα μέτρησης βάρους και μονάδα μέτρησης υγρών, βλ. Ε. Schilbach, Byzantinische Metrologie, Μόναχο 1970, σσ. 109, 104 και Monumenta Peloponnesiaca, σ. 364 αρ. 182 υποσημ. 2.

[13] Γενικά για τη διάρθρωση της κοινωνίας στις λατινοκρατούμενες περιοχές, βλ. D. Jacoby, «Social Evolution in Latin Greece», A History of the Crusades, τ. 6, Μάντισον, Ουισκόνσιν 1989, σσ. 175-221 (όπου βρίσκεται συγκεντρωμένη η προηγούμενη βιβλιο­γραφία). Για την κοινωνία και την αγροτική οικονομία στην Πελοπόννησο ειδικότερα, βλ. P. Topping, «Le regime agraire dans la Peloponnese latin au XVe siecle», L’ Hellenisme contemporain 2nd ser. 10 (1956), 255-295 [= Studies on Latin Greece A.D. 1205-1715, Λονδίνο, Variorum Reprints, 1977, αρ. ΙΙΙ]· J. Longnon, «La vie rurale dans la Grece franque», Journal des Savants janvier-mars 1965, 343-357· A. Carile, La rendita feudale nella Morea latina del XIV secolo, Μπολόνια 1974 και ο ίδιος, «Η κατάσταση της αγροτικής τάξης του Μοριά κατά την περίοδον της φραγκοκρατίας (ΙΔ’ αιών)», Πρακτικά Β’ Διεθνούς Συνε­δρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Πάτραι 25-31 Μάίου 1980, τ. 1, Αθήνα 1981-1982, σσ. 303-313 (στο άρθρο είναι προβληματική η απόδοση των όρων στα ελληνικά). Επίσης, για τις βενετοκρατούμενες περιοχές, βλ. F. Thiriet, La Romanie venitienne au Moyen Age. Le developpement et I’exploitation du domaine colonial venitien (Xlle-XVe siecles), Παρίσι 1959, σσ. 107-137, 287-302, 395-437· ο ίδιος, «La condition paysanne et les problems de l’exploitaion rurale en Romanie Greco-venitienne», Studi Veneziani 9 (1967), 35-68 [= Etudes sur la Romanie greco-venitienne (Xe-XVe s.), Λονδίνο, Variorum Reprints, 1977, αρ. ΧΙΙΙ]· και πιο πρόσφατα Αναστασία Παπαδία-Λάλα, «Οι Έλληνες και η βενετική πραγματικότητα: ιδεολογική και κοινωνική συγκρότηση», Όψεις της ιστορίας του βενετοκρατούμενου Ελληνισμού. Αρχειακά τεκμήρια, επιμ. Χρύσα Α. Μαλτέζου, Αθήνα 1993, σσ. 173-214.

[14] Οι όροι libero και francho homo απαντούν στις Ασσίζες της Ρωμανίας με δύο σημασίες, μια γενική και μια πιο περιορισμένη, βλ. σχετικά D. Jacoby, La feodalite en Gr’ece medievale. Les «Assises de Romanie»: sources, application et diffusion, Παρίσι – Χάγη 1971, σ. 31. Για τις υποχρεώσεις των εξαρτημένων και των ελεύθερων αγροτών στην Πελοπόννησο, βλ. Carile, La rendita feudale, σσ. 93, 198.

[15] O Jacomo Pigaloti, εκλεγμένος επίσκοπος Άργους από τις 8 Νοεμβρίου 1367 και πρόσωπο της εμπιστοσύνης του Nerio Acciaiuoli, λόγω της θέσης του και των διασυνδέσεών του έπαιξε σημαντικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις για την παράδοση της πόλης στη Βενετία, βλ. σχετικά Monumenta Peloponnesiaca, αρ. 24, 27, 46-47, 60, 66-67, 93, 96, 98, 101, 103, 142, 144, 160, 164-5, 182, 212, 216, 221, 225. Για τη λατινική επισκοπή Άργους κατά την υπό εξέταση περίοδο, βλ. Μ. Φώσκολος «Η Καθολική Εκκλησία Άργους – Ναυπλίου», Ναυπλιακά Ανάλεκτα 1 (1992), 31-39, 45-47 [= Anno Domini 1 (2003), 153-164, με προσθήκη νεότερης βιβλιογραφίας]. Το 1437, η βενετική Σύγκλητος καθόρισε τις δικαστικές αρμοδιότητες του λατίνου επισκόπου, μετά από σχετικό αίτημα του τελευταίου, βλ. Γ. Α. Χώρας, Η «Αγία Μονή» Αρείας εν τη εκκλησιαστική και πολιτική ιστορία Ναυπλίου και Αργους, Αθήνα 1975, σσ. 108, 254-255 (παράρτημα έγγραφο 3).

[16] Monumenta Peloponnesiaca, σ. 368 αρ. 183 και σσ. 272-273 αρ. 141, σσ. 365-366 αρ. 182.

[17] Εκτός από τον αργολικό κάμπο, οι μισθοφορικές δυνάμεις του Καρόλου Τόκκου επιτέθηκαν και εναντίον της Αθήνας, βλ. Monumenta Peloponnesiaca, σ. 339 αρ. 169 (η Σύγκλητος υιοθετεί επιφυλακτική στάση στο θέμα της αγοράς της Κορίνθου εξαιτίας της διπλής επιδρομής), σσ. 344-345 αρ. 173 (για το ίδιο θέμα), σ. 348 αρ. 175 (μέτρα εναντίον του Τόκκου), σσ. 369-370 αρ. 184 (απόφαση της Συγκλήτου σχετικά με την καταβολή αποζημιώσεων), σ. 371 αρ. 185 (απάντηση των πρεσβευτών του Τόκκου για το ίδιο θέμα). Για τη διανομή των λαφύρων, Archivio di Stato di Venezia, Senato, Misti, reg. 43, φ. 119r και για την καταβολή των αποζημιώσεων, ό.π., φ. 120v. Στις 14 Απριλίου 1396 οι απεσταλμένοι του δούκα της Κεφαλληνίας συμφώνησαν στο ποσό της αποζημίωσης, R. Predelli, I libri Commemoriali della Repubblica di Venezia, τ. 3, Βενετία 1883, σ. 238 αρ. 23. Βλ. επίσης Luttrell, «The Latins of Argos and Nauplia», 49· Julian Chrysostomides, «Corinth 1394-1397: Some new facts», Byzantina 7 (1975), 93-94.

[18]  Monumenta Peloponnesiaca, σ. 367 αρ. 193.

[19] Monumenta Peloponnesiaca, σ. 392 αρ. 197, σσ. 393-395 αρ. 198· R.-J. Loenertz, «Pour l’histoire du Peloponnese», 254-255· ο ίδιος, «Autour du Chronicon maius attribue a Georges Phrantzes», Miscellanea Giovanni Mercati, III, Βατικανό 1946, σσ. 291-292 [= Byzantina et Franco-Graeca, σσ. 20-21]· ο ίδιος, «La chronique breve moreote de 1423. Texte, traduction et commentaire», Melanges Eugene Tisserant, II, Βατικανό 1964, σσ. 406, 424. Βλ. και Luttrell, «The Latins of Argos and Nauplia», σ. 38.

[20]  Monumenta Peloponnesiaca, σ. 397 αρ. 200, σσ. 406-407 αρ. 207. Για την εγκατά­σταση Αλβανών εποίκων στις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές, τις σχέσεις τους με τους εγχώριους καθώς και με τις αρχές, βλ. P. Topping, «Albanian Settlements in Medieval Greece: Some Venetian Testimonies», Charanis Studies. Essays in Honor of Peter Charanis, επιμ. Angeliki Laiou-Thomadakis, New Brunswick 1980, σσ. 261-268. Αντίστοιχη πολιτική με τους Βενετούς, όσον αφορά την αξιοποίηση των συγκεκριμένων πληθυσμών, εφάρμοσαν τόσο οι Βυζαντινοί όσο και οι Καταλανοί στα εδάφη τους, βλ. Topping, ό.π.· Manuel II Paleologus, Funeral Oration on his Brother Theodore, έκδ. Julian Chrysostomides, Θεσσαλονίκη 1985, σσ. 119 κ.εξ.· Diplomatari de I’Orient Catala 1301-1409, έκδ. A. Rubio I Lluch, Βαρκελώνη 1947, σ. 587 αρ 536.

[21]  Συγκεκριμένα με διατάγματα των ετών 1349 και 1351 αποφασίστηκε ότι όλοι οι μετανάστες θα απαλλάσσονταν από την καταβολή του ενός υπερπύρου που πλήρωναν οι δημόσιοι βιλάνοι ως φόρο, βλ. Χ. Γάσπαρης, Η γη και οι αγρότες στη μεσαιωνική Κρήτη. 13ος-14ος αι., Αθήνα 1997, σ. 77.

[22]  Αναλυτικά για τα μέτρα αυτά, βλ. Topping, «Albanian Settlements», σ. 262.

[23]  Επιτομή του κειμένου της πρεσβείας στο F. Thiriet, Regestes des deliberations du Senat de Venise concernant la Romanie, τ. 3, 1431-1463, Παρίσι-Χάγη 1961, σσ. 168-169 αρ. 2865. Επίσης βλ. Topping, «Albanian Settlements», σσ. 262-263 και Παπαδία-Λάλα, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων, σσ. 179-180.

 

Μαρίνα Κουμανούδη

«Bενετία – Άργος: σημάδια της βενετικής παρουσίας στο Άργος και στην περιοχή του». Διεθνής επιστημονική συνάντηση, Άργος, 11-12 Οκτωβρίου 2008. Πρακτικά, Αθήνα -Βενετία, 2010.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα  έγιναν από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

 

Read Full Post »

Οι πρώτες εργασίες συντήρησης των θολωτών τάφων των Μυκηνών μέσω των αρχείων της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων – Σταματούλα Μακρυπόδη


 

Οι εργασίες αναστήλωσης και συντήρησης αρχιτεκτονικών μνημείων σήμερα απαιτούν αξιόλογη υποδομή σε επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό, καθώς και τεχνολογικό εξοπλισμό. Για να πραγματοποιηθούν ακολουθούν μια σειρά αρχών επιστημονικής δεοντολογίας που είναι κατοχυρωμένες με διεθνείς συμβάσεις, αλλά και μια γραφειοκρατική διαδικασία που απαιτεί υποβολή πολυσέλιδων μελετών, εγκρίσεις, τροποποιήσεις, τεκμηρίωση κάθε είδους.

Εργασίες αναστήλωσης και συντήρησης των μνημείων στην Ελλάδα κρίθηκαν απαραίτητες πολλές φορές στο παρελθόν ακόμα και κατά τη διάρκεια της ανασκαφής τους για να προχωρήσει με ασφάλεια η έρευνα ή λίγο αργότερα, όταν διαπιστώθηκε ότι οι συνθήκες του περιβάλλοντος, στις οποίες εκτέθηκαν τα μνημεία μετά την ανασκαφή τους, λειτούργησαν καταστροφικά γι’ αυτά.

Μέσα από το αρχείο της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων (ΔAAM) του νυν Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού (παλαιότερα Γραφείο Αναστυλώσεως και Συντηρήσεως Αρχαίων Μνημείων του Υπουργείου Παιδείας) θα παρουσιάσουμε τις πρώτες προσπάθειες «διάσωσης» των Θολωτών Τάφων των Μυκηνών που συγκεντρώνονται κυρίως στα πρώτα πενήντα πέντε χρόνια του 20ου αι. [1]

Οι πληροφορίες που μας παρέχει το αρχείο της Διεύθυνσης Αναστήλωσης συνδυάζονται και αλληλοσυμπληρώνονται με τις δημοσιευμένες εκθέσεις και αναφορές σε επιστημονικά περιοδικά της εποχής, αλλά και με τα στοιχεία που παρατίθενται στη σύγχρονη των έργων ή τη μεταγενέστερή τους βιβλιογραφία. [2]

Οι εννέα θολωτοί τάφοι των Μυκηνών ανεσκάφησαν την τελευταία τριακονταετία του 19ου αι. Οι περισσότεροι ήταν εκ των προτέρων ορατοί και τοποθετημένοι στους χάρτες της εποχής. Θα τους παρουσιάσουμε εν συντομία αναφέροντας παράλληλα επιγραμματικά τις επεμβάσεις στερέωσης και συντήρησης που έχουν πραγματοποιηθεί στον καθένα. [3]

  1. Ο τάφος των Κυκλώπων

Ο τάφος ήταν γνωστός από παλιά και ολοκληρωτικά συλλημένος κατά το παρελθόν. Καθαρίστηκε από τον Χρ. Τσούντα το 1891. Συμπληρωματική έρευνα πραγματοποιήθηκε από τον Α. Wace το 1922. Χρονολογείται στα τέλη της ΥΕ Ι περιόδου. Δεν αναφέρονται εργασίες συντήρησης στο παρελθόν.

  1. Ο τάφος του Επάνω Φούρνου

Χρήστος Τσούντας (1857-1934). Πρωτοπόρος της ελληνικής αρχαιολογίας, διετέλεσε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ακαδημαϊκός.

Γνωστός από παλιά και συλλημένος ήδη από την αρχαιότητα, ο τάφος ερευνήθηκε μερικώς από τον Χρ. Τσούντα το 1892, οπότε και αποκαλύφθηκε ο δρόμος, η εξωτερική πλευρά του στομίου και το ανώτερο μέρος του τοίχου του θαλάμου. Μελετήθηκε στα 1922 από τον Α. Wace μετά από καθαρισμό του δρόμου και ολοκληρωτική αποκάλυψη του στομίου. Επειδή υπήρχε κίνδυνος κατάρρευσης του ταφικού θαλάμου, η θόλος έμεινε ανεξερεύνητη ως το 1950. Τότε οι Wace και Hood την καθάρισαν ως το δάπεδο, αφού προηγήθηκε στερέωση του εσωτερικού τμήματος του υπερθύρου με τη βοήθεια ξύλινης δοκού [4] από την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία. Χρονολογείται στο πρώτο ήμισυ της ΥΕ ΙΙ περιόδου και πριν το 1450 π.Χ.

  1. Ο τάφος του Αιγίσθου

Ο τάφος αποκαλύφθηκε και ερευνήθηκε μερικώς από τον Χρ. Τσούντα στα 1892. Τότε ήρθε στο φως μόνο το ανώτερο τμήμα του στομίου. To 1914 πραγματοποιήθηκαν εργασίες στερέωσης στο στόμιο. Ο δρόμος, το στόμιο και τα δύο τρίτα του θαλάμου ερευνήθηκαν από τον Α. Wace κατά το 1922. Μεταξύ των ετών 1952-1954 οι Wace και Taylour ερεύνησαν τα πέριξ του τάφου. Στα 1955 και 1958 πραγματοποιήθηκε καθαρισμός του θαλάμου με παράλληλη ανάταξη και συμπληρωματική ανασκαφή στο δρόμο από τον Ι. Παπαδημητρίου. [5] Ο τάφος ήταν συλλημένος κατά την αρχαιότητα. Χρονολογείται στα τέλη της ΥΕ Ι ή στις αρχές της ΥΕ ΙΙ περιόδου.

  1. Ο τάφος της Παναγίας

Ονομάστηκε «Τάφος της Παναγίας» από τον Α. Wace λόγω της γειτνίασής του με το εκκλησάκι της Παναγίας, περίπου 150 μ. ΒΔ του Θησαυρού του Ατρέως. Ανακαλύφθηκε και ανασκάφηκε από τον Χρ. Τσούντα στα 1887 και από τον Α. Wace στα 1922. Είχε συλληθεί κατά την αρχαιότητα. Δεν αναφέρονται εργασίες συντήρησης. Ο τάφος χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙ περίοδο.

  1. Ο τάφος του Κάτω Φούρνου

Το ανώφλι του τάφου ήταν ήδη εμφανές όταν τον ανέσκαψε ο Χρ. Τσούντας το 1893. Ερευνήθηκε εκ νέου από τον A. Wace στα 1922. Δεν αναφέρονται εργασίες συντήρησης, παρά μόνο λήψη μέτρων για την προστασία του τάφου από τα όμβρια ύδατα με τη διάνοιξη δύο τάφρων πάνω από τη θόλο. [6] Ο τάφος χρονολογείται στα τέλη του 15ου αι. π.Χ.

  1. Ο τάφος των Λεόντων

Η μικρή απόσταση που τον χωρίζει από την Πύλη των Λεόντων συνέβαλε στην ονομασία του. Ο τάφος ήταν από παλιά γνωστός. Είχε συλληθεί κατά την αρχαιότητα. Ανεσκάφη από τον Χρ. Τσούντα στα 1892 και από τον Α. Wace στα 1922. Επανερευνήθηκε από τον Wace το 1954. Σύμφωνα με τον τελευταίο, το terminus ante quem για τη χρονολόγησή του είναι το τέλος της ΥΕ ΙΙ περιόδου. Δεν υπάρχουν αναφορές για την πραγματοποίηση εργασιών συντήρησης.

  1. Ο τάφος των Δαιμόνων

Λόγω της άριστης κατάστασης διατήρησής του ονομάστηκε από τους Άγγλους αρχαιολόγους ο «τέλειος θολωτός τάφος». Εντοπίστηκε και ανασκάφηκε από τον Χρ. Τσούντα στα 1896. Ήταν συλλημένος ήδη από την αρχαιότητα. Ερευνήθηκε εκ νέου από τον Α. Wace στα 1921. Η έρευνα ολοκληρώθηκε από τον ίδιο την επόμενη χρονιά. Ο τάφος χρονολογείται στις αρχές του 14ου αι. π.Χ., λίγο μετά τα 1400 π.Χ. Δεν υπάρχουν μαρτυρίες για την πραγματοποίηση εργασιών συντήρησης.

  1. Ο τάφος της Κλυταιμήστρας

Αρχικά ονομάστηκε «ο θησαυρός της κας Σλήμαν», επειδή τον ανέσκαψε πρώτη η Σοφία Σλήμαν. Την ονομασία που επικράτησε – «Τάφος της Κλυταιμήστρας» – την οφείλει στην τοπική παράδοση. Η Σοφία Σλήμαν άρχισε την ανασκαφή στον τάφο το 1876. Ο τάφος είχε ερευνηθεί γύρω στα 1808 από το Βελή Πασά του Ναυπλίου, στον οποίο πιθανώς οφείλεται η κατάρρευση του άνω μέρους της θόλου. Την ανασκαφή της Σοφίας Σλήμαν συνέχισε ο Χρ. Τσούντας στα 1891-1892 και το 1897. Μετά τις εργασίες στερέωσης στο δρόμο και το στόμιο[7], ο Α. Wace επιχείρησε μικρής έκτασης έρευνα κάτω από τους τοίχους το 1921, της οποίας τα αποτελέσματα ανακοίνωσε το 1922. Το 1950 με την ευκαιρία της αποδόμησης και της ανάταξης του ανατολικού τοίχου του δρόμου που κινδύνευε να καταρρεύσει και την αποκατάσταση της κορυφής της θόλου που είχε καταστραφεί από το Βελή Πασά, έγιναν νέες παρατηρήσεις από τους Ι. Παπαδημητρίου και Α. Wace. Συμπληρωματική έρευνα πραγματοποιήθηκε στα πέριξ από τους Hood και Taylour το 1952 και 1953. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο συγκεκριμένο θολωτό τάφο είχαν πραγματοποιηθεί – ήδη από τη μυκηναϊκή εποχή – εργασίες επισκευής του δυτικού τοίχου του δρόμου, ίχνη της οποίας είναι ορατά μέχρι σήμερα. Ο τάφος χρονολογείται από τον A. Wace γύρω στα 1300 π.Χ. και από τον Γ. Μυλωνά περίπου στα 1220 π.Χ.

  1. Ο θησαυρός του Ατρέως

Heinrich Schliemann

Είναι γνωστός και ως «τάφος του Αγαμέμνονος». Ο τάφος ήταν από παλιά γνωστός και για το λόγο αυτό έπεσε θύμα πολλών σποραδικών ανασκαφών, ανάμεσα στις οποίες αναφέρονται αυτές του Λόρδου Elgin γύρω στα 1800. Ακολούθησε η πρώτη έρευνα του Ερρρίκου Σλήμαν στα 1873. Το 1878 ο Ι. Σταματάκης πραγματοποίησε καθαρισμό του δρόμου και του εσωτερικού του τάφου. Στα 1920 και 1921 ο A. Wace διεξήγαγε έρευνα σε διάφορα σημεία και μελέτησε εκ νέου την αρχιτεκτονική. Το 1939 και το 1955 μελέτησε με διερευνητικές τομές τη στρωματογραφία του τύμβου του τάφου. Ο Θησαυρός του Ατρέως είναι από τους καλύτερα σωζόμενους θολωτούς τάφους των Μυκηνών.

Από όσα προαναφέρθηκαν διαπιστώνουμε ότι οι θολωτοί τάφοι των Μυκηνών υπέστησαν επεμβάσεις μεγαλύτερης ή μικρότερης κλίμακας, προκειμένου να διασωθούν από περαιτέρω φθορά, να διασφαλιστούν οι συνθήκες για τη συνέχιση και ολοκλήρωση της ανασκαφικής έρευνας χωρίς την απειλή κατάρρευσης αρχιτεκτονικών μελών, καθώς και να διαφυλαχθεί το αυθεντικό υλικό, αλλά και η μορφή των μνημείων.

Αν εξαιρέσουμε τις μικρής έκτασης εργασίες «άμεσης διάσωσης», όπως για παράδειγμα τη λήψη μέτρων προστασίας για την απομάκρυνση των ομβρίων που απειλούσαν τον τάφο του Κάτω Φούρνου και την πρόχειρη στερέωση του υπερθύρου του τάφου του Επάνω Φούρνου, σημαντικότερες εργασίες συντήρησης πραγματοποιήθηκαν στους τάφους Αιγίσθου και Κλυταιμήστρας.

Το 1915 στερεώθηκε με κτιστή κατασκευή το ανώφλι του θολωτού τάφου του Αιγίσθου που είχε διαρραγεί. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία πραγματοποίησε εργασίες αναστηλώσεως ορισμένων τμημάτων «των τοίχων παρά την είσοδον» προς στερέωση κυρίως του μεγάλου λίθου ανωφλίου της εισόδου [8]. Επισημαίνεται ότι η ανασκαφή Τσούντα δεν ολοκληρώθηκε, επειδή υπήρχε κίνδυνος κατάρρευσης της ανατολικής παρειάς της θόλου. Η στερέωση του υπερθύρου επέτρεψε να συνεχιστεί με ασφάλεια η ανασκαφή από την Αγγλική Σχολή το 1923. [9]

Τα έτη 1953-1955 πραγματοποιήθηκαν αναστηλωτικές εργασίες, με χρηματοδότηση από το κληροδότημα Φαρμά, από τον καθηγητή Α. Ορλάνδο και τον επιθεωρητή αναστηλώσεως Ε. Στίκα. Οι καθαρισμοί και οι ανασκαφές που προηγήθηκαν για να διευκολύνουν τις αναστηλωτικές εργασίες έδωσαν σημαντικές πληροφορίες για τον τρόπο δόμησης της θόλου. Το ανατολικό τμήμα της θόλου είχε παραμείνει άσκαφο για λόγους ασφαλείας. Μετά την ανασκαφή διαπιστώθηκε η εξαιρετική κατάσταση διατήρησής του, καθώς και η παρουσία «ισχυρού συνδετικού μίγματος» μεταξύ των λίθων του κατωτέρω δόμου. [10]

Μεγαλύτερης έκτασης εργασίες καταγράφονται για τον τάφο της Κλυταιμήστρας. Στο μνημείο πραγματοποιήθηκαν μικρές επεμβάσεις κατά το 1897. Αποκαταστάθηκε ο αποστραγγιστικός αγωγός που αρχίζει από το εσωτερικό του τάφου και συνεχίζει κατά μήκος του δρόμου. Αφαιρέθηκαν οι πώρινες καλυπτήριες πλάκες του για να καθαριστεί το εσωτερικό του και ακολούθως επανατοποθετήθηκαν. Οι αρμοί επιχρίσθηκαν με «ασβέστη». Ο αγωγός αυτός όμως δεν ετέθη σε λειτουργία, καθώς για την απομάκρυνση των υδάτων από το εσωτερικό του τάφου χτίστηκε, επάνω στον πώρινο, νέος αγωγός από αργολιθοδομή.[11]

Οι αναστηλωτικές εργασίες του 20ου αι. πραγματοποιήθηκαν – βάσει των υπαρχουσών μαρτυριών – σε δύο χρονικές περιόδους. Η πρώτη τοποθετείται μεταξύ των ετών 1907 και 1916 και η δεύτερη μεταξύ των ετών 1950 – 1951.

Κατά την πρώτη περίοδο φαίνεται ότι έγιναν επεμβάσεις στο εσωτερικό του τάφου, ενώ παράλληλα στερεώθηκαν με ξύλινες δοκούς οι τοίχοι του δρόμου που είχαν υποστεί βλάβες από τα όμβρια ύδατα που περνούσαν πίσω από αυτούς. Τότε τοποθετήθηκε μεταλλική σκαλωσιά στην είσοδο [12]. Το 1907 [13] αναφέρεται ότι επισκευάστηκε το αριστερό ήμισυ του τάφου με την αφαίρεση των σαθρών λίθων και την αντικατάστασή τους από νέους και ότι καθαρίστηκε ο τάφος από τους πεσμένους ογκολίθους και τα χώματα «μέχρι του στερεού».

Στα χρόνια που ακολούθησαν [14] αναφέρονται μικρής διάρκειας εργασίες για στερέωση και «υποστήριξη» του τάφου, χωρίς να διευκρινίζεται πάντοτε ότι πρόκειται για τον συγκεκριμένο θολωτό τάφο, ενώ εκφράζεται η λύπη για τη μη ολοκλήρωση των εργασιών, «διότι αἱ βλάβαι τοῡ σπουδαίου τούτου μνημείου εἶναι πολύ μεγάλαι». [15]

Οι επεμβάσεις αυτές συνίστανται σε συμπληρώσεις των διαβρωμένων λίθων με νέο υλικό, όπου υπήρχε μεγάλης έκτασης φθορά, και πλήρωση των αρμών με τσιμέντο (βλ. Παρακάτω τα στοιχεία του αρχείου της ΔΑΑΜ). Την ανάγκη ολοκλήρωσης των εργασιών αυτών, κάποιες εκ των οποίων είχαν προσωρινό και προληπτικό χαρακτήρα, επιβεβαιώνει έγγραφο του 1921, με το οποίο προτείνεται η αντικατάσταση του ξύλινου ικριώματος του δρόμου. [16] Ο Ι. Παπαδημητρίου αναφέρει ότι κατά το 1916 είχε πραγματοποιηθεί «συναρμογή των διαβρωθέντων λίθων της θόλου» και εξάγει το συμπέρασμα ότι η πλήρης αναστήλωση είναι δυνατή και όχι τόσο δαπανηρή λόγω της διάσωσης όλων σχεδόν των λίθων των άνω δόμων της θόλου. [17]

Κατά τη δεύτερη περίοδο των επεμβάσεων πραγματοποιήθηκε η ανάταξη του ανατολικού τοίχου του δρόμου και η αποκατάσταση της κορυφής της θόλου με χρήση των αρχαίων λίθων που είχαν καταπέσει μέσα στο θάλαμο. Των εργασιών αυτών προηγήθηκαν έγγραφες αναφορές, στις οποίες εκφράζονταν οι φόβοι για κατάρρευση του τάφου λόγω της ανεπάρκειας, αλλά και της φθοράς των πρόχειρων κατασκευών που είχαν τοποθετηθεί κατά το παρελθόν προληπτικά για τη στερέωσή του. [18]

Σύντομη έκθεση του Ι. Παπαδημητρίου περιγράφει εκτεταμένες αναστηλωτικές εργασίες, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν το Μάιο του 1950 με δαπάνη της Υπηρεσίας Αναστυλώσεων του Υπουργείου Παιδείας υπό τη διεύθυνση του ιδίου και την επίβλεψη του επιμελητή Φ. Πέτσα. [19] Σκοπός των εργασιών ήταν κυρίως η ανάταξη του ανατολικού τοίχου του δρόμου που παρουσίαζε επικίνδυνη κλίση λόγω της αποσάθρωσης των ξύλινων στηριγμάτων που είχαν τοποθετηθεί παλαιότερα. Απομακρύνθηκαν οι λίθοι του τοίχου και ανατάχθηκαν με υποδειγματική μέθοδο, καθώς κατά την απομάκρυνσή τους, αριθμούνταν και στοιβάζονταν με τρόπο που επέτρεπε την επανατοποθέτησή τους στην αρχική τους θέση. Η πραγματοποίηση επεμβάσεων στον ανατολικό τοίχο εικονίζεται και σε φωτογραφία της εποχής. [20] Η μέριμνα αυτή μαρτυρεί την ευσυνειδησία των αναστηλωτών να εξασφαλίσουν τις προϋποθέσεις που θα επέτρεπαν τη διατήρηση του αυθεντικού υλικού και της αρχικής μορφής του μνημείου, όπως προβλέπουν οι διεθνείς συμβάσεις που διέπουν σήμερα τις επεμβάσεις συντήρησης σε μνημεία.

Ο Ι. Παπαδημητρίου αναφέρει ότι πραγματοποιήθηκαν εργασίες μεταξύ του ανατολικού τοίχου του δρόμου και του αναλημματικού τοίχου που αποκάλυψαν οι ανασκαφές στα ανατολικά αυτού, ο οποίος προοριζόταν για την ανακούφιση του τοίχου του δρόμου από τις ωθήσεις των γαιών. [21] Ανατάχθηκε και αυτή η κατασκευή με πλήρωση του κενού μεταξύ του τοίχου του δρόμου και του αναλημματικού τοίχου με τσιμεντοκονίαμα αναμεμειγμένο με μικρούς λίθους σε στρώματα. Η συνοχή μεταξύ τους εξασφαλίστηκε με την τοποθέτηση λίθων σε οδοντωτή διάταξη, ενώ η συνοχή με τον αναλημματικό τοίχο με οπές που ανοίχτηκαν σε αυτόν. [22]

Την ίδια εποχή τοποθετήθηκαν στη θέση τους οι δύο λίθοι του κατωφλίου, οι οποίοι είχαν εξωθηθεί προς τα επάνω. Στις εκθέσεις των εργασιών αναφέρεται ότι διασώζονταν όλοι οι λίθοι των άνω δόμων της θόλου. Παράλληλα εντοπίστηκαν τμήματα του γλυπτού διακόσμου της εισόδου του τάφου. Ο Ι. Παπαδημητρίου εκφράζει τη στεναχώρια του για τη μη ολοκλήρωση της αναστήλωσης ελλείψει πιστώσεων, «αίτινες εδόθησαν εκ των γλίσχρων πόρων της Υπηρεσίας Αναστηλώσεως άνευ της αναμενόμενης χρηματικής αρωγής του σχεδίου ανασυγκροτήσεως». [23] Στην ανωτέρω έκθεση του Ι. Παπαδημητρίου προτείνεται η ολοκληρωτική αναστήλωση του μνημείου για την αποφυγή της ολοκληρωτικής καταστροφής.

Πράγματι το 1951 πραγματοποιήθηκε αποκατάσταση του ανώτερου τμήματος της θόλου από τον αρχιτέκτονα της Διεύθυνσης αναστηλώσεως του Υπουργείου Παιδείας Ε. Στίκα. [24] Η επέμβαση αυτή έγινε υπό τη διεύθυνση του Ορλάνδου και την επίβλεψη του Ε. Στίκα, βάσει παλαιότερης μελέτης του δεύτερου, με την οποία είχε δείξει ότι ο σχεδιασμός του μνημείου είχε περισσότερα του ενός κέντρα χάραξης και ότι η θόλος είχε το ίδιο σχήμα με αυτή του θησαυρού του Ατρέως, υπολογίζοντας τους πεσμένους λίθους του ανώτερου τμήματος. Για την αποκατάσταση χρησιμοποιήθηκαν οι πεσμένοι – στο εσωτερικό του τάφου – λίθοι που προέρχονταν από τη θόλο, αλλά και νέοι λίθοι που εξορύχθηκαν από τα λατομεία της περιοχής. [25] Το ποσοστό νέου υλικού που χρησιμοποιήθηκε για την ανάταξη της θόλου πρέπει να ήταν μεγάλο καθώς από τα 170 τρέχοντα μέτρα του αναστηλωμένου τμήματος μόνο τα 37 μ. προέρχονταν από αυθεντικό υλικό. [26]

Τέλος αποκαταστάθηκε ο τύμβος που κάλυπτε το μνημείο. Κατά τη διάρκεια εργασιών αποκατάστασης του τύμβου, που δρομολογήθηκε χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η ανασκαφή της γύρω περιοχής, αποκαλύφθηκε ο ταφικός περίβολος Β στα ΒΔ του μνημείου.

Στην έκδοση της Ακαδημίας Αθηνών «Α. Ορλάνδος, ο άνθρωπος και το έργο του» αναφέρεται ότι ο μεγάλος αναστηλωτής πραγματοποίησε στερέωση και καθαρισμό στο θησαυρό του Ατρέως, αλλά και όλων των άλλων θολωτών τάφων των Μυκηνών. [27] Είναι πολύ πιθανό να πραγματοποιήθηκαν εργασίες μικρής ίσως έκτασης και σε άλλους θολωτούς τάφους χωρίς να υπάρχουν αναλυτικές εκθέσεις.

Στο πλαίσιο των αναστηλωτικών εργασιών των θολωτών τάφων των Μυκηνών οφείλουμε να συμπεριλάβουμε μια επιπλέον εργασία που δεν αποτελεί επέμβαση στο πεδίο, αλλά πραγματοποιήθηκε στις αποθήκες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και είναι εξίσου σημαντική. Κατά το 1940-41, είχε διαταχθεί από το Υπουργείο Παιδείας η εσπευσμένη ασφάλιση των αρχαιοτήτων, αφού η χώρα είχε εμπλακεί στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Σπυρίδων Μαρινάτος είχε αναλάβει την ασφάλιση της μυκηναϊκής συλλογής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. [28] Ανάμεσα στα αντικείμενα που τακτοποιούσε σε κιβώτια εντόπισε τμήματα του γλυπτού διακόσμου του Θησαυρού του Ατρέως. Με την εθελοντική συμμετοχή του Α. Wace κατόρθωσαν να προσαρμόσουν αρκετά από αυτά. Συντάχθηκε μια μικρή μελέτη των δύο και τα αποτελέσματα εστάλησαν με επιστολή στο Robertson, ο οποίος και δημοσίευσε σύντομη έκθεση. [29] Η αναζήτηση της θέσης των τμημάτων αυτών στο μνημείο και

μια μικρή ανασκαφική έρευνα που αποκάλυψε επί τόπου κατεργασία γυψολίθου έδωσαν ώθηση στη διατύπωση μιας σειράς προβληματισμών σχετικά με την αποκατάσταση των προσόψεων των δύο μεγάλων θολωτών τάφων, του θησαυρού του Ατρέως και του τάφου της Κλυταιμήστρας, αλλά και τη θέση των σωζόμενων αρχιτεκτονικών μελών των προσόψεων των μνημείων.

Παραθέτουμε παρακάτω χρονολογικά τις εργασίες, διοικητικές ενέργειες, αλλά και επεμβάσεις στο πεδίο, όπως προκύπτουν από το αρχείο εγγράφων της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων (ΔΑΑΜ):

 

Στοιχεία που προκύπτουν από την έρευνα του αρχείου εγγράφων της Διεύθυνσης

Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων

 

  1. Στις 27/6/1910 ζητείται να εγκριθούν 1500 δρχ. για την επισκευή του τάφου της Κλυταιμήστρας.
  2. Στις 16/7/1911 ζητείται η έγκριση της μετάβασης δύο λιθοξόων στις Μυκήνες για τις εργασίες που πραγματοποιούνται στον τάφο της Κλυταιμνήστρας.
  3. Στις 5/8/1911 υποβάλλονται οι καταστάσεις αγοράς τσιμέντου για την υποστήριξη του τάφου της Κλυταιμήστρας, πράγμα που πιστοποιεί την χρήση τσιμέντου στις αναστηλωτικές εργασίες. (έγγραφο του Χ. Κτενά προς τον Διευθυντή του Αρχιτεκτονικού γραφείου του Υπ. Εκκλησιαστικών).
  4. Στις 13/8/1921 προτείνεται η ανακαίνιση του ξύλινου ικριώματος του δρόμου του τάφου της Κλυταιμήστρας. Παράλληλα προτείνεται η κατεδάφιση και ανοικοδόμηση «αμφοτέρων των εκατέρωθεν τοίχων». Επισημαίνεται ότι θα είναι επέμβαση χρονοβόρα και ότι θα καταστραφεί αρχαίο υλικό, του οποίου το μόνο πρόβλημα είναι η «παρέκκλιση από την κατακόρυφο». (έγγραφο του Μπαλάνου προς το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών).
  5. Στις 4/10/1921 αναφέρεται ότι τοποθετήθηκε σκαλωσιά στον τάφο της Κλυταιμήστρας, χωρίς να διευκρινίζεται πού ακριβώς.
  6. Στις 13/12/1929 ζητείται η έγκριση ποσού 10.000 δρχ. για τις αναγκαίες εργασίες στερέωσης του δρόμου του Τάφου της Κλυταιμήστρας με προθεσμία ολοκλήρωσης διμήνου (τμήμα αρχαιολογίας προς Ορλάνδο).
  7. Στις 22/2/1936, κατατίθεται αναφορά του Eφόρου της Αρχαιολογικής Περιφέρειας ότι «κατέπεσεν ο ανατολικός τοίχος του πρώτου τάφου δεξιά τω εισερχομένω» με παράκληση να μεταβεί ο Α. Ορλάνδος. (Επειδή η είσοδος του αρχαιολογικού χώρου τότε πρέπει να βρισκόταν στην περιοχή της πύλης των Λεόντων, ο «τοίχος» που κατέπεσε πρέπει να ανήκε στον τάφο του Αιγίσθου. Εξάλλου μεταγενέστερα στοιχεία αποδεικνύουν ότι τα ξύλινα ικριώματα του τάφου της Κλυταιμήστρας παρέμεναν να συγκρατούν τους ετοιμόρροπους τοίχους του δρόμου ως το 1949).
  8. Στις 15/2/1940 κατατίθεται αναφορά της Τουριστικής Αστυνομίας. Αναφέρεται ότι το ξύλινο υποστήριγμα του τάφου της Κλυταιμήστρας «κατέστη σεσηπός» και άρχισε να καταρρέει με αποτέλεσμα «να απειλείται και η κατάρρευση του τάφου».
  9. Στις 27/2/1940, κατά την 23η συνεδρίαση του Αρχαιολογικού Συμβουλίου, λέγεται ότι είναι επείγουσες οι εργασίες στερέωσης των τάφων Ατρέως και Κλυταιμήστρας.
  10. Στις 24/2/1947 αναφέρεται ότι έγινε αλλαγή της δοκού στην είσοδο, αλλά προτείνεται αντικατάσταση με σιδερένιες δοκούς κάθετες και εγκάρσιες.
  11. Στις 14.12.1949 διαβιβάζεται η υπ’ αρ. 98/1949 πράξη του Aρχαιολογικού Συμβουλίου για την ανάγκη λήψης μέτρων προστασίας των αρχαίων των Μυκηνών που υπέστησαν βλάβες από τις καταρρακτώδεις βροχές του Νοεμβρίου και η υπ’ αρ. 116 έκθεση του εφόρου της Β΄ Αρχαιολογικής Περιφέρειας Ι. Παπαδημητρίου. Το απόσπασμα της πράξης του Αρχαιολογικού Συμβουλίου αναφέρει ότι «κατέστη ετοιμόρροπος ο θολωτός τάφος της Κλυταιμήστρας, του οποίου ο ξύλινος σκελετός αντιστηρίξεως των τοίχων έχει σχεδόν καταστραφεί. Τα ξύλα αποσπώνται το ένα κατόπιν του άλλου με άμεσο κίνδυνο μεγαλυτέρων ανεπανορθώτων ζημιών». Το Συμβούλιο εγκρίνει τη λήψη μέτρων.

Φαίνεται ότι όλες αυτές οι προσπάθειες, οι εκκλήσεις και η ανησυχία είχαν ως αποτέλεσμα τις εκτεταμένες εργασίες των ετών 1950-58 στους Θολωτούς τάφους Κλυταιμήστρας και Αιγίσθου.

Όσα προαναφέρθηκαν παρουσιάζουν με εύγλωττο τρόπο την ανησυχία και τη μέριμνα των ιθυνόντων για την προστασία των μνημείων σε χρονικές περιόδους ιδιαίτερα δύσκολες, εν μέσω πολέμων και οικονομικών δυσχερειών. Επιβεβαιώνεται η μέριμνα για τη διατήρηση του αυθεντικού υλικού και της αρχικής μορφής των μνημείων στο μέτρο του δυνατού, καθώς και η λήψη μέτρων για εργασίες στερέωσης μέχρις ότου βρεθούν οι οικονομικοί πόροι και τα μέσα για πιο δραστικές και μόνιμες επεμβάσεις.

 

Υποσημειώσεις


[1] Ευχαριστώ θερμά το Διευθυντή της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων κο Δημοσθένη Σβολόπουλο για τη χορήγηση της άδειας έρευνας του αρχείου της Διεύθυνσης και την αρχαιολόγο της ΔΑΑΜ κα Σοφία Σπυροπούλου για την πολύτιμη βοήθειά της.

[2] Το κείμενο που κατατίθεται είναι ουσιαστικά εκείνο της παρουσίασής μου κατά τη διάρκεια της διημερίδας, καθώς ο περιορισμένος σχετικά χρόνος που μεσολάβησε από την πραγματοποίηση της διημερίδας μέχρι την παράδοση των κειμένων δεν επέτρεψε την ολοκληρωμένη σύνταξη και τη φωτογράφηση των εγγράφων των στοιχείων της ΔΑΑΜ που θα πλαισίωναν για εποπτικούς λόγους το κείμενο. Ολοκληρωμένη παρουσίαση της έρευνας προγραμματίζεται να πραγματοποιηθεί προσεχώς.

[3] Τα περισσότερα στοιχεία που παρατίθενται για τους θολωτούς τάφους των Μυκηνών (χρονικό της ανασκαφής, χρονολόγηση κτλ.), αντλήθηκαν από το έργο του O. Pelon, Tholoi, tumuli et cercles funeraires, 157-175. 

[4] Wace 1953, 69, πιν. 24 b.

[5] Παπαδημητρίου 1955, 218.

[6] Κτενάς 1915, 54.

[7] Κτενάς 1915, 53-54

[8] Κτενάς 1915, 54. Wace 1921-22, 296.

[9] Wace 1949, 38.

[10] ΠΑΕ 1955, σ. 220.

[11] ΠΑΕ 1897 σελ. 25

[12] Wace 1921-23, σ. 359, εικ. 77.

[13] ΠΑΕ 1907, σ. 61. Υποθέτουμε ότι ελήφθη κάποια μέριμνα για τη φύλαξη των λίθων που ήταν πεσμένοι στο εσωτερικό και οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν για να γίνουν οι υπολογισμοί του Ε. Στίκα, που οδήγησαν αργότερα στην αποκατάσταση του ανώτερου τμήματος της θόλου.

[14] ΠΑΕ 1908, 65. ΠΑΕ 1909, 63. ΠΑΕ 1910, 64.

[15] ΠΑΕ 1910, 64.

[16] Βλ. παρακάτω σ. 11 τον κατάλογο των εργασιών που προκύπτουν από τα αρχεία της ΔΑΑΜ., αρ. 4.

[17] Παπαδημητρίου 1948-49, 45.

[18] Βλ. στοιχεία του αρχείου της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων κατά τα έτη 1929- 1949 σελ. 11, αρ. 8, 9 και11.

[19] Παπαδημητρίου 1948-49, 43.

[20] Wace 1955, πιν. 32 b. 33 a. 34 a,b.

[21] Βλ. Ανωτέρω: Οι ανασκαφές αποκάλυψαν τοίχο στα ανατολικά του ανατολικού τοίχου του δρόμου, κατασκευασμένο από αργολιθοδομή. Μεταξύ αυτού και του ανατολικού τοίχου του δρόμου υπήρχε γέμισμα από μικρούς λίθους και «αδιάβροχο χώμα». Όλη αυτή η κατασκευή προοριζόταν για την ανακούφιση του ανατολικού τοίχου του δρόμου από τις ωθήσεις των γαιών (σύμφωνα με τον Χρ. Τσούντα) ή για την εξασφάλιση της στεγανότητας του τοίχου του δρόμου (σύμφωνα με τον Α. Wace).

[22] Wace 1955, πιν. 32 b.

[23] Παπαδημητρίου 1948-49 σ. 43.

[24] ΠΑΕ 1951, σ. 25.

[25] Η προμήθεια λίθων από τα αρχαία λατομεία της περιοχής των Μυκηνών για τις αναστηλωτικές εργασίες αναφέρεται στα χρονικά της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής για το έτος 1951 (BCH 1952 σ. 220, εικ. 18,19, πιν. LXXVI, 1952 (φωτογραφία εργασιών).

[26] Wace 1955 σ. 198.

[27] Σ. 439.

[28] Παπαδημητρίου 1953-54 Ι, σ. 11-23.

[29] Robinson 1941, 14-16.

 

Συντομογραφίες – Βιβλιογραφία


 

  • Αναστάσιος Ορλάνδος 1978: Αναστάσιος Ορλάνδος: ο άνθρωπος και το έργον του. Αθήναι: Ακαδημία Αθηνών (1978).
  • BCH 1951: De Santerre, H., “Chronique des fouilles et decouvertes archeologiques en Grece en 1950”, BCH 1951, σ. 101-129 και συγκεκριμένα σ. 113.
  • BCH 1952: Courbin, P.,”Chronique des fouilles et decouvertes archeologiques en Grece en 1951”, BCH 1952, σ. 201-247 και συγκεκριμένα σ. 218-221.
  • Κτενάς 1915: Κτενάς Χ., «Περί της στερεώσεως των αρχαίων μνημείων Μυκηνών», ΑΔ 1915, Παράρτημα, σ. 53-54.
  • Μαρινάτος 1953-54: Μαρινάτος Σπ., «Μικραί έρευναι εν Μυκήναις» ΑΕ, 1953-54 Ι, σ. 9-24.
  • Robinson 1941: Robinson, “New light on the facade of the Treasury of Atreus”, JHS 62, 1941, σ. 14-16.
  • ΠΑΕ 1907: Καββαδίας Π., «Έκθεσις των Πεπραγμένων της Εταιρείας κατά το έτος 1907», ΠΑΕ 1907, σ. 51-74 και συγκεκριμένα σ. 61.
  • ΠΑΕ 1908: Καββαδίας Π., «Έκθεσις των Πεπραγμένων της Εταιρείας κατά το έτος 1908», ΠΑΕ 1908, σ. 51-69 και συγκεκριμένα σ. 65.
  • ΠΑΕ 1909: Τσούντας Χρ., «Έκθεσις των Πεπραγμένων της Εταιρείας κατά το έτος 1909, ΠΑΕ 1909, σ. 57-67 και συγκεκριμένα σ. 63.
  • ΠΑΕ 1910: Τσούντας Χρ., «Έκθεσις των Πεπραγμένων της Εταιρείας κατά το έτος 1910» ΠΑΕ 1910, σ. 53-66 και συγκεκριμένα σ. 64.
  • ΠΑΕ 1951: Ορλάνδος Α., «Έκθεσις περί του έργου της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας», ΠΑΕ 1951, σ. 1-39 και συγκεκριμένα σ. 25.
  • Παπαδημητρίου 1948-49: Παπαδημητρίου Ι., «Αναστηλωτικαί εργασίαι εν Μυκήναις», ΑΕ 1948-49, Αρχαιολογικά Χρονικά σ. 43-48.
  • Παπαδημητρίου 1955: Παπαδημητρίου Ι., «Ανασκαφαί εν Μυκήναις», ΠΑΕ 1955 (1960), σ. 217-232.
  • Pelon 1976: Pelon O., Tholoi, tumuli et cercles funeraires, Παρίσι 1976.
  • Wace 1953: Wace A., Hood. S., “Mycenae 1939-1952. Part IV. The Epano Phournos Tholos Tomb”, BSA 48, 1953, σ. 69-83.
  • Wace 1921-23: Wace A., “Mycenae. The Tholos Tombs. The Tomb of Clytemnestra”, BSA 25, 1921-23, σ. 357-376.
  • Wace 1949: Wace, A., Mycenae. An Archaeological History and Guide, Princeton, 1949.
  • Wace 1955: Wace A., Mycenae 1939-1954. Part III. Notes on the Construction of the “Tomb of Clytemnestra”, BSA 50, 1955, σ., 194-198, πιν. 32-35.

 

Σταματούλα Μακρυπόδη,

 Αρχαιολόγος,

Νομισματικό Μουσείο

 

Διημερίδα «Η Ιστορική και αρχαιολογική ερευνά στην Πελοπόννησο, όπως προκύπτει από τα αρχεία των Γ.Α.Κ. Νομών Πελοποννήσου και αρχεία άλλων φορέων». Τρίπολη, 04 & 05 Οκτωβρίου 2013. Πρακτικά. Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Πελοποννησιακών Σπουδών, Τρίπολη 2014.

 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

1915 – 2015: 100 Χρόνια από τον Εθνικό Διχασμό – Οι πολιτικές, πολιτειακές, κοινωνικές διαστάσεις των γεγονότων και οι μεταγενέστερες επιδράσεις. Πρακτικά διημερίδας 7-8 Νοεμβρίου, 2015.


 

Εκδόθηκε ο τόμος των Πρακτικών της διημερίδας με θέμα: «1915 – 2015: 100 Χρόνια από τον Εθνικό Διχασμό Οι πολιτικές, πολιτειακές, κοινωνικές διαστάσεις των γεγονότων και οι μεταγενέστερες επιδράσεις», που πραγματοποιήθηκε στο Άργος στην αίθουσα Τέχνης και Πολιτισμού «Μέγας Αλέξανδρος» στις 7 και 8 Νοεμβρίου 2015, από τον Σύνδεσμο Φιλολόγων Αργολίδας και τον Δήμο Άργους Μυκηνών.

[…] Οι εισηγήσεις καταξιωμένων Πανεπιστημιακών Δασκάλων και των Ειδι­κών Επιστημόνων, που περιέχει η έκδοση, καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων που γεννά η ιστορική, κοινωνιολογική και πολιτική μελέτη του Εθνικού Διχασμού, με πρώτο αυτό καθεαυτό τον εμφύλιο χαρακτήρα του και την πολυπλοκότητα της αλ­ληλουχίας των αντίστοιχων γεγονότων.

Μέσα σε αυτά εντάσσουν και τη δράση ορι­σμένων άλλων παραγόντων και πολιτικών προσώπων, η σημασία της δράσης των οποίων έχει υποτιμηθεί. Ασχολούνται, με τον πυρήνα του εθνικού διχασμού ως εσωτερικού προβλήματος που δεν είναι άλλος από την πολιτειακή εκτροπή και τις αντισυνταγματικές πρακτικές. Εξετάζουν τα γεγονότα σε σχέση με τα νέα δεδομένα στο διεθνές πλαίσιο και τις προσπάθειες αναπροσανατολισμού της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Δεν παραλείπεται επίσης η διερεύνηση ορισμένων τοπικών περιπτώσεων, αρκετά ενδεικτικών της επέκτασης του εθνικού διχασμού στην περιφέρεια. Σε αυτές οπωσδήποτε συγκαταλέγεται και η περιοχή της Αργολίδας. Διερευνάται, επιπλέον, η απήχηση των γεγονότων στην Εκκλησία, στον πνευματικό κόσμο της χώρας, και στην καλλιτεχνική ζωή, ενώ αναλύεται και μία πολύ χαρακτηριστική «εικόνα» της Ευρώ­πης, διαμορφούμενη από την ελληνική κοινή γνώμη μέσω του Τύπου της εποχής. Παρουσιάζονται οι προεκτάσεις και οι βαθύτερες συνέπειες του Εθνι­κού Διχασμού στην πολιτική και την κοινωνία του Μεσοπολέμου, αλλά και μεταγενέ­στερα. Επιχειρείται, τέλος, η αξιολόγηση της αντιμετώπισης τραυματικών εθνικών γεγονότων, όπως αυτά του Εθνικού Διχασμού, από τη σύγχρονη σχολική Ιστορία. (Από την Εισαγωγή στη θεματική της Διημερίδας – Δημήτριος Κ. Γιαννακόπουλος).

 

Περιέχονται οι εισηγήσεις:

  • Χαιρετισμός Προέδρου Κ.Ε.Δ.Α.Μ. Πέτρου Διολίτση.
  • Χαιρετισμός Προέδρου Σ.Φ.Α. Νικόλαου Μπουμπάρη.
  • Εισαγωγή στη θεματική της Διημερίδας – Δημήτριος Κ. Γιαννακόπουλος.
  • Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ένας εμφύλιος που ονομάστηκε «Διχασμός» – Γ. Β. Δερτιλής.
  • Από την παράδοση του οχυρού Ρούπελ στην κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης. Μια περιπτωσιολογική ανάλυση των αιτίων του Εθνικού Διχασμού – Διονύσιος Τσιριγώτης.
  • «Αυτός ο προδότης δεν έπρεπε να επιζήσει από την απόπειρα της 21η,! Ιουνίου», Αντιβενιζελισμός & γερμανική προπαγάνδα στην Ελλάδα του Εθνικού Διχασμού – Στρατής Δορδανάς.
  • Η περιπέτεια του Εθνικού Διχασμού και η στάση του πνευματικού κόσμου της εποχής – Βασίλης Τσιλιμίγκρας
  • Στοιχεία για δύο εκδηλώσεις του Εθνικού Διχασμού στο Αργος: Το «ανάθεμα» και η εξορία του Δ. Βαρδουνιώτη – Βασίλης Δωροβίνης.
  • Εθνικός Διχασμός 1915-1917. Η «προσχώρηση» των Κυκλάδων. Εντάσεις και διευθετήσεις – Κώστας Δανούσης.
  • Η Ήπειρος κατά τον A ‘ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ιταλική κατοχή, 1917 – Ελευθερία Κ. Μαντά.
  • Οι “ελάσσονες” πολιτικές ηγεσίες στο κράσπεδο της εμφύλιας διαμάχης. Η περίπτωση του Αλέξανδρου θρ. Ζαΐμη – Νίκη Μαρωνίτη.
  • Οι επιπτώσεις του Εθνικού Διχασμού στον Μεσοπόλεμο – Άλκης Ρήγος.
  • Διασπάσεις και μεταλλάξεις του βενιζελικού χώρου τη δεκαετία του ’40. Η περίπτωση της Μακεδονίας – Τάσος Χατζηαναστασίου.
  • Οι συνταγματικές διαστάσεις του A’ Εθνικού Διχασμού – Σπύρος Βλαχόπουλος.
  • Εθνικός Διχασμός και διεθνές περιβάλλον – Ευάνθης Χατζηβασιλείου
  • Όψεις της Ευρώπης στον ελληνικό Διχασμό – Λίνα Λούβη.
  • Ο αντίκτυπος του Εθνικού Διχασμού (1915-1917) στην περιφέρεια. Η περίπτωση της Αργολίδας – Καλποδήμου Καλλιόπη, Κόνδης Γεώργιος.
  • Γυναίκες ηθοποιοί στην πολιτική σκηνή την περίοδο του Εθνικού Διχασμού – Γεωργοπούλου Βαρβάρα.
  • Ο Εθνικός Διχασμός και ο Μεγάλος Πόλεμος. Η σχολική ιστορία και η προσέγγιση των γεγονότων στη σκιά των παθογενειών της ελληνικής ιστορικής εκπαίδευσης – Βασιλική Σακκά.

 

Έκδοση:

Σύνδεσμος Φιλολόγων Αργολίδας – Δήμος Άργους Μυκηνών – Κ.Ε.Δ.Α-Μ, Άργος, 2018.

 

1915 – 2015: 100 Χρόνια από τον Εθνικό Διχασμό

 

Παρουσίαση των πρακτικών της Διημερίδας για τον Εθνικό Διχασμό – Βασίλης Τσιλιμίγκρας

 

[…] Το βιβλίο που παρουσιάζεται σήμερα αποτελεί τα πρακτικά μιας διημερίδας στο οποίο περιέχονται εισηγήσεις που είναι αποτέλεσμα  ερευνών και ερμηνευτικών σχημάτων για ένα σημαντικό γεγονός της νεότερης ιστορίας μας, όπως αυτό του Εθνικού Διχασμού.

Ο Εθνικός Διχασμός υπήρξε ένας ακήρυκτος εμφύλιος  πόλεμος που δεν άρχισε ξαφνικά το 1915 και δεν έληξε το 1917. Αντίθετα, αποτελεί μια κορύφωση της ενδοαστικής σύγκρουσης του κοινωνικού χώρου που επεκτάθηκε σε όλα τα επίπεδα και επηρεάστηκε ή και καθορίστηκε από το διεθνή παράγοντα σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή για τη χώρα μας αλλά και την παγκόσμια κοινότητα. Δηλαδή μετά τη νικηφόρα έκβαση των Βαλκανικών πολέμων, στη διάρκεια των οποίων η Ελλάδα υλοποίησε μέρος της αλυτρωτικής της πολιτικής και κατέστησε τη χώρα καθοριστικό παίκτη της Βαλκανικής σκακιέρας, και ταυτόχρονα λίγο μετά την έναρξη του  Μεγάλου πολέμου που έμελλε να διαλύσει τις υπάρχουσες αυτοκρατορίες αλλά και να αποτελέσει το γόνιμο υπόστρωμα για τη συνέχιση της δεύτερης φάσης της ενδοευρωπαϊκής και παγκόσμιας σύγκρουσης που θα αρχίσει το 1939 με την έναρξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Επομένως είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η μελέτη της ελληνικής και διεθνούς κατάστασης την κρίσιμη αυτή στιγμή, ώστε να συντελέσει στην καλύτερη κατανόηση αλλά και την απόδειξη ότι ο Εθνικός Διχασμός προσδιόρισε τις μετέπειτα εξελίξεις και ανέδειξε τις μεγάλες εσωτερικές δυσκολίες στην αναχαίτιση του πολιτικού πάθους της ελληνικής κοινωνίας που συμβολιζόταν στα πρόσωπα δύο ισχυρών προσωπικοτήτων, του πρωθυπουργού Βενιζέλου και του Βασιλιά Κωνσταντίνου οι οποίοι έκφραζαν αντίστοιχα  την προσπάθεια εκσυγχρονισμού των αστικών στρωμάτων  και το συντηρητισμό του υπόλοιπου κοινωνικού σώματος.

Ελευθέριος Βενιζέλος (Ποικίλη Στοά)

Η συμμέτοχή στη διημερίδα διακεκριμένων επιστημόνων εξασφάλισε και την ποιότητα των εισηγήσεων αλλά και του διαλόγου που προέκυψε καθώς και της ενδεχόμενης συζήτησης που θα προκύψει μετά την έκδοση των πρακτικών. Η προσπάθεια επιστημονικής προσέγγισης ενός τόσο φορτισμένου κοινωνικά και πολιτικά γεγονότος συνεπικουρούμενη από την επιστημονική νηφαλιότητα των εισηγητών, μακριά από φανατισμούς και ιδεοληψίες και με την καθαρότητα της ματιάς που εξασφαλίζει η απόσταση ενός αιώνα, κατοχυρώνει την μεγάλη αξία των εισηγήσεων και βοηθά στην κατανόηση μιας περιόδου ιδιαίτερα πολύπλοκης και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.

Η νεότερη Ελλάδα έχοντας από τη συγκρότησή της την εκούσια ή ακούσια άγρυπνη παρακολούθηση και τον έλεγχο των Μεγάλων Δυνάμεων που συντέλεσαν στην ανεξαρτησία της, βρέθηκε να πιέζεται από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να προσχωρήσει είτε στην Αντάντ είτε στις Κεντρικές Δυνάμεις. Αυτή ακριβώς η πίεση συνδυαζόμενη και με τα πολιτικο – κοινωνικά πάθη και τον ανταγωνισμό σε επίπεδο πολιτικής κυριαρχίας μεταξύ των δύο βασικών πόλων εξουσίας και με το λαό να λειτουργεί ως φερέφωνο των αντίστοιχων πολιτικών φανατικών αντιπαραθέσεων, έφτασε στο σημείο να εκφραστεί και με τη διάσπαση της χώρας σε δύο κράτη. Ταυτόχρονα αποτυπωνόταν και στην αμφιταλάντευση για την τελική επιλογή συμμάχων. Αυτή η ασταθής, αβέβαιη και αντιφατική πολιτική στάση επέτρεπε και στις ξένες δυνάμεις να παρεμβαίνουν αποφασιστικά και να καταλύουν την εθνική ανεξαρτησία εξυπηρετώντας ευρύτερους στόχους των αντίπαλων ευρωπαϊκών στρατοπέδων.

Στην καθημερινότητα ο φανατισμός, που έφτανε στη χρήση κάθε πρόσφορου μέσου για την εξόντωση του αντιπάλου και από τις δύο πλευρές, καθιστούσε τους πολίτες αθύρματα της πολιτικής αντιπαράθεσης δημιουργώντας ρήγματα στην εθνική συνοχή τα οποία θα φτάσουν και μέχρι τη μεταπολίτευση. Με τις λίγες αυτές παρατηρήσεις θα προχωρήσω στην πολύ συνοπτική παρουσίαση των εισηγήσεων με δεδομένο το εύρος της θεματολογίας, την ποιότητα και τον περιορισμένο χρόνο και θα ήθελα να ζητήσω την κατανόηση των εισηγητών για πιθανές παραλείψεις.

 Ο κ. Δημήτρης Γιαννακόπουλος, Διδάκτωρ και Σχολικός Σύμβουλος, στην εισαγωγική του ομιλία έθεσε το πλαίσιο της θεματικής της διημερίδας και επεσήμανε βασικά χαρακτηριστικά αυτής της μεγάλης εθνικής κρίσης. Τόνισε ότι δε θα ήταν υπερβολικό να λεχθεί ότι η κρίση του Εθνικού Διχασμού σηματοδότησε τη γένεση του πολιτικού συστήματος στη μετεμφυλιακή Ελλάδα μέχρι να σταθεροποιηθεί σε πιο σύγχρονες μορφές κομματικής κουλτούρας και πρακτικής και αναφέρθηκε στη συμβολή του ΣΦΑ, του Δήμου, των εισηγητών και του κυρίου Ευάνθη Χατζηβασιλείου στη διοργάνωση της διημερίδας.

Ο Γ. Δερτιλής, Directeur d’ Etudes, Καθηγητής ομότιμο μέλος του Centre des Recherces Historiques, με τη εισήγησή του «Ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος και ένας εμφύλιος που ονομάστηκε διχασμός» επιδιώκει να αναδείξει ότι στον Διχασμό οδήγησαν κυρίως εξωγενή αιτιακά πλέγματα, τα πολιτικά και οικονομικά διακυβεύματα του Α΄παγκοσμίου πολέμου και οι αντίστοιχες μεταβολές του γεωπολιτικού περιβάλλοντος της Ελλάδας πριν και μετά τον πόλεμο. Ο λεγόμενος Διχασμός ήταν στην ουσία ένας εμφύλιος με εννεάχρονη διάρκεια, μαζικούς διωγμούς, πολιτικές δολοφονίες και εκτελέσεις με χιλιάδες τραυματίες και νεκρούς και μετά το 1922 οδήγησε σε τέσσερις δικτατορίες και δεκατέσσερα στρατιωτικά κινήματα.

Ο κ. Διονύσιος Τσιριγώτης, επίκουρος καθηγητής στο πανεπιστήμιο Πειραιώς, με τη εισήγησή του «Από την παράδοση του οχυρού Ρούπελ στην κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας. Μια περιπτωσιολογική ανάλυση των αιτίων του εθνικού διχασμού», επισημαίνει την πολυπλοκότητα του εθνικού διχασμού και επιχειρεί την εξέταση – ερμηνεία των αξονικών αιτίων του μέσα από μια σε βάθος περιπτωσιολογική ανάλυση τα περιόδου 1914-1917 τόσο στο ενδοκρατικό κοινωνικο – πολιτικό και στρατηγικό επίπεδο όσο και στο διακρατικό επίπεδο του διεθνούς συστήματος  συνεξετάζοντας τρία αλληλσυνυφαινόμενα επίπεδα ανάλυσης, το ατομικό,ενδοκρατικό και διακρατικό. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο διχασμός αντικατροπτίζεται σε δύο αλληλοδιαπλεκόμενες διστάσεις, την εσωτερική και την εξωτερική, και εκφράζει την εγγενή διάσταση μεταξύ του αστικοφιλελεύθερου εξωελλαδικού ελληνισμού με την ελλαδική προεστική τάξη.

Ο κ. Στρατής Δορδανάς, επίκουρος καθηγητής στο πανεπιστήμιο Μακεδονίας, με την εισήγησή του «Αυτός ο προδότης δεν έπρεπε να επιζήσει από την απόπειρα της 21ης Ιουνίου», Αντιβενιζελισμός και γερμανική προπαγάνδα στην Ελλάδα του Εθνικού Διχασμού» ασχολείται με τους γερμανόφιλους παράγοντες στην Ελλάδα (πολιτικούς, στρατιωτικούς, ιδιώτες) και το ρόλο της γερμανικής πρεσβείας στην προπαγάνδα με σκοπό το όφελος της  Γερμανίας. Καταλήγει στην άποψη ότι το νέο φιλόδοξο εγχείρημα του χιλιόχρονου Ραϊχ αποδείχθηκε θνησιγενές και ασύλληπτα εγκληματογενοκτονικό και η γερμανόφιλη κληρονομιά των δύο παγκοσμίων πολέμων περιορίστηκε αναγκαστικά σε προσωπικά βιώματα των δρώντων υποκειμένων, μακριά από τα καταφανώς εχθρικά πλέον φώτα του δημόσιου χώρου.

Ο Βασίλης Τσιλιμίγκρας με τη εισήγησή του «Η περιπέτεια του Εθνικού Διχασμού και η στάση του πνευματικού κόσμου της εποχής» επιχειρεί να παρουσιάσει και να ερμηνεύσει το ρόλο των διανοουμένων στην περίοδο του Διχασμού. Καταλήγει στο συμπέρασμα πως οι Έλληνες προοδευτικοί διανοούμενοι αποδέχονται και επεξεργάζονται τα νέα μηνύματα της κοινωνίας, στην πλειοψηφία τους ελπίζουν στον αστικό εκσυγχρονισμό του Βενιζέλου και εργάζονται γι’αυτό ως αναγκαία προϋπόθεση  για το άλμα προς το σοσιαλισμό. Υπάρχουν επίσης και αυτοί που βυθισμένοι στο βυζαντινό συντηρητισμό και εχθροί της νεοτερικότητας θα αμυνθούν φανατικά στην εξέλιξη.

Ο κ. Β. Δωροβίνης, δικηγόρος, πολιτικός επιστήμονας και ιστορικός, με την εισήγησή του « Στοιχεία για δύο εκδηλώσεις του Εθνικού Διχασμού στο  Άργος: το ανάθεμα και η εξορία του Βαρδουνιώτη» αναφέρεται στο ανάθεμα του Βενιζέλου στο Άργος με τη συμμετοχή και των μαθητών του Γυμνασίου Άργους και στην εξορία του Δ. Βαρδουνιώτη, δικηγόρου και ιστορικού του νεότερου Άργους από τους Βενιζελικούς. Επίσης αναφέρεται και σε άλλα γεγονότα παλαιότερα και πιο σύγχρονα (1977- στρατώνες του Άργους) που,  κατά την άποψή του,  αποτελούν εκδηλώσεις φατριαστικού πνεύματος που επιδεικνύουν συντεθειμένες  φατρίες. Πρόκειται για δείγματα εμπάθειας, μισαλλοδοξίας και φανατισμού, και πρέπει να ενταχθούν σε σταθερότερο κοινωνικό υπόβαθρο που δεν έχει εκλείψει μέχρι σήμερα ούτε από τη χώρα ούτε από το Άργος. Την εισήγηση συνοδεύει φωτογραφικό υλικό.

Ο κ. Κώστας Δανούσης, ιστορικός ερευνητής, συγγραφέας  μέσα από την εισήγησή του « Εθνικός Διχασμός 1915-1917. Η προσχώρηση των Κυκλάδων. Εντάσεις και διευθετήσεις» προβάλλει την ανθρωπολογική διάσταση των πραγμάτων στην περιοχή του Αρχιπελάγους των Κυκλάδων, περιοχή ανάμεσα στον κόσμο της παλαιάς Ελλάδας και του Ανατολικού τόξου (Κρήτη, νησιά ανατολικού Αιγαίου και Μακεδονία). Καταγράφει και αναλύει τη στάση διαφόρων νησιών στον Εθνικό Διχασμό καθώς και το πρόβλημα της επιστράτευσης και του επισιτισμού. Τέλος επισημαίνει την επίδραση των γεγονότων και της μικρασιατικής καταστροφής  στη μεταστροφή των Κυκλαδιτών και την απαξίωση των βενιζελικών υποφηφίων σε σχέση με τα εκλογικά αποτελέσματα της 31ης Μαΐου του 1915.

Η κ. Ελευθερία Μαντά, λέκτορας της νεότερης ιστορίας στο ΑΠΘ, έχει ως θέμα την Ήπειρο στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο και την Ιταλική κατοχή το1917. Παρουσιάζει αναλυτικά την προσωρινή κατάλυση της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της Ηπείρου από τους Ιταλούς, γεγονός όχι και τόσο ευρύτερα γνωστό. Εκθέτει την κατάσταση που επικρατούσε στην Ήπειρο και την περιοχή της Αλβανίας, την τακτική των Ιταλών και των Αλβανών, τη στάση των δυνάμεων της Αντάντ και των ελλήνων πολιτικών απέναντι στην Ιταλική επιθετικότητα και την επέκταση στον ηπειρωτικό χώρο. Η κυριαρχία των Ιταλών, με εξαίρεση το τρίγωνο Πωγωνίου (Νοέμβρης1919), έληξε στο τέλος Σεπτεμβρίου του 1917 και αφού η Ελλάδα είχε εισέλθει στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ.

Η κ. Νίκη Μαρωνίτη, Επίκουρη καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, με την εισήγησή της «Οι ελάσσονες πολιτικές ηγεσίες στο κράσπεδο της εμφύλιας διαμάχης. Η περίπτωση του Αλέξανδρου Θρ. Ζαΐμη» επιδιώκει να ερμηνεύσει και να εντάξει στον ευρύτερο επιστημονικό προβληματισμό τη χρήση του όρου εθνικός διχασμός αναφέροντας ότι, περιοδολογώντας τον εθνικό διχασμό μεταξύ του 1915-1917, δεν πρόκειται για μια βραχεία ελληνική στιγμή μείζονος σημασίας που εξαντλείται στην επικράτηση ενός από τους δύο αντιπάλους αλλά ότι η έκταση και το βίωμα αυτού του πολυπρισματικού φαινομένου, που κατ’ ευφημισμό αποκαλούμε εθνικό διχασμό, μπορεί να εξετασθεί με ασφάλεια μόνο μέσα στη μέση διάρκεια του 1890-1936.Ασχολείται επίσης με την περίπτωση του Ανδρέα Ζαϊμη, ενός ελάσσονος πολιτικού, μείγμα επαγγελματία και ερασιτέχνη πολιτικού, ο οποίος αποφεύγοντας τις ιστορικές επιταχύνσεις κινείται ομαλά, με αργούς και σταθερούς βηματισμούς. Ακολουθούσε τη μεσότητα η οποία δεν εξαντλούνταν σε μια δεοντολογική ηθική  επιταγή αλλά αποτελούσε ένα πολιτικό, τεχνοκρατικό και μάχιμο μοντέλο προσωρινής κυβερνησιμότητας διαμορφώνοντας γύρω από το πρόσωπό του τη συναίνεση(τρεις κυβερνήσεις μεταξύ 1915-1917).

Ο κ. Άλκης Ρήγος, ομότιμος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ασχολείται με τις επιπτώσεις του εθνικού διχασμού στον μεσοπόλεμο. Διατυπώνει την άποψη πως συνέπεια του πρώτου εμφυλίου, δηλαδή του Εθνικού διχασμού, και του δεύτερου εμφυλίου, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1940, είναι η αδυναμία ύπαρξης στον κοινωνικό μηχανισμό ταξικών αποκρυσταλλώσεων και δημιουργίας μιας εθνικής αστικής τάξης. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε μια κυρίαρχη φαινομενικά υπερπολιτικοποίηση μεγάλων λόγων, που είναι στην ουσία απολιτικοποίηση, που αντιλαμβάνεται την πολιτική πράξη όχι ως έκφραση κοινωνικοπολιτισμικών  διεργασιών αλλά ως ατομικό άθλημα χαρισματικών ή μη προσώπων. Διερευνά επίσης τις συνέπειες αυτής της κατάστασης και καταλήγει στην άποψη πως  οι κυρίαρχες ομάδες  της αστικής τάξης χάνουν σειρά πολιτικών δικαιωμάτων χωρίς να χάσουν το βασικό δικαίωμα αυτής και όλων των πολιτικών μορφωμάτων που είναι η συνέχιση της ιδιοποίησης της παραγόμενης υπεραξίας.

Ο κ. Τάσος Χατζηαναστασίου, Δρ Ιστορίας, στην εισήγησή του «Διασπάσεις και μεταλλάξεις του βενιζελικού χώρου στη δεκαετία του 40. Η περίπτωση της Μακεδονίας» εξετάζει τη μεταστροφή των Μπαφραλήδων Ποντίων από την υποστήριξη του Βενιζέλου, την 1η Μαρτίου1935, στην υποδοχή φιλοβασιλικών αξιωματικών για την αντιμετώπιση του ΕΛΑΣ, τον Αύγουστο του 1944. Αποδεικνύει ότι αυτή η πολιτική συμπεριφορά των Τουρκόφωνων Ποντίων αφορά όλη τη Μακεδονία, γεγονός που εξηγείται από τα διαμορφωμένα ήδη αντικομμουνιστικά ανακλαστικά, τα οποία, αντί να ξεπεραστούν στο πλαίσιο μιας πανεθνικής απελευθερωτικής προσπάθειας, θα πολλαπλασιαστούν και θα οδηγήσουν σε φονικότατη σύγκρουση.

Ο κ. Σπύρος Βλαχόπουλος, καθηγητής στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ασχολείται με τις συνταγματικές διαστάσεις του πρώτου εθνικού διχασμού και ιδιαίτερα με τις αρμοδιότητες του Βασιλιά σε σχέση με τη διάλυση της Βουλής. Συμπεραίνει ότι οι μεγάλες ιστορικές και θεσμικές μεταβολές, συμπεριλαμβανομένων και των συνταγματικών, σχεδόν ποτέ δε συντελούνται στιγμιαία και αυτόματα καθώς και ότι η κατανόηση και ερμηνεία του ισχύοντος συνταγματικού κειμένου είναι αδύνατη χωρίς τη γνώση της συνταγματικής ιστορίας.

Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου, καθηγητής στο ΕΚΠΑ, στην εισήγησή του με τίτλο «Εθνικός Διχασμός και διεθνές περιβάλλον» εξετάζει την επιρροή της διεθνούς συγκυρίας που επέτεινε δραματικά την εσωτερική ελληνική σύγκρουση και συνέβαλε καθοριστικά, ώστε αυτή να λάβει παροξυσμικά χαρακτηριστικά που οδήγησαν στον Εθνικό διχασμό. Η Ελλάδα από πλευράς διεθνών σχέσεων έπρεπε να ανταποκριθεί σε   δυσανάλογες υποχρεώσεις σε σχέση με τις δυνατότητες της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη σύγκρουση μεταξύ αμυντικών και επιθετικών στρατηγικών που διαμορφώθηκαν. Η σύγκρουση αυτή πήρε τις διαστάσεις διλήμματος ζωής και θανάτου. Επισημαίνει επίσης το συνταγματικό πρόβλημα του ποιος κυβερνά, ο Λαός ή ο Βασιλιάς καθώς και την αρχή του salus populi suprema lex που επικαλέστηκαν και οι δυο παρατάξεις, που οδήγησε σε συγκρούσεις και μεγάλης έκτασης αντιπαραθέσεις. Έτσι το κεντρικό υπαρξιακό πρόβλημα της επιβίωσης  μεγάλων τμημάτων του Ελληνισμού προκύπτει με τρόπο παροξυσμικά πιεστικό. Η υπέρβαση αυτής της διχαστικής κατάστασης που προέκυψε θα απαιτούσε πολύ χρόνο και τεράστιες προσπάθειες στο μέλλον.

Η κ. Λίνα Λούβη, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο τμήμα πολιτικής επιστήμης και ιστορίας στο Πάντειο πανεπιστήμιο,  ασχολήθηκε στην εισήγησή της με τις όψεις της Ευρώπης στον Ελληνικό διχασμό. Μέσα από διερεύνηση κυρίως του τύπου της εποχής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στις βαθύτατες κοι νωνικές και πολιτικές διαιρέσεις που ήρθαν στην επιφάνεια μέσα από τον Εθνικό διχασμό, η Ευρώπη έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο, αφού χρησιμοποιήθηκε, από την πλευρά των συντηρητικών, ως φόβητρο για την απόρριψη της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του σοσιαλισμού, ενώ από την πλευρά της Αντάντ και των Βενιζελικών ως φόβητρο χρησιμοποιήθηκαν και οι βάρβαρες Κεντρικές Δυνάμεις που απειλούσαν τον πολιτισμό, τη δημοκρατία και τις πανανθρώπινες αξίες . Το ερώτημα Ανατολή ή Δύση καθόρισε την πολιτική ιδεολογία έως και τον 20ο αιώνα.

Η κ. Καλποδήμου Καλλιόπη, φιλόλογος, θεατρολόγος εκπαιδευτικός και ο κ. Κόνδης Γεώργιος, δρ Κοινωνιολογίας, στην εισήγησή τους «Ο αντίκτυπος του Εθνικού Διχασμού (1915-1917) στην περιφέρεια. Η περίπτωση της Αργολίδας»  παρουσιάζουν μέσα από τοπικές εφημερίδες κυρίως αλλά και έγγραφα, απομνημονεύματα και φωτογραφίες , την υποδοχή του Εθνικού Διχασμού στην Πελοπόννησο με πυρήνα την Αργολίδα. Προσδιορίζουν τις συνιστώσες της σύγκρουσης και επιχειρούν την ερμηνεία των αιτίων, των κινήτρων και των συνεπειών αυτού του εμφυλίου. Με πληθώρα πληροφοριών παρουσιάζονται όλα τα γεγονότα της περιόδου στις βασικές πόλεις της Πελοποννήσου καθώς και οι συνέπειές τους που ήταν ιδιαίτερα δραματικές. Επιλογικά τονίζουν ότι ο εθνικός διχασμός υπήρξε ιστορικά ευαίσθητη εθνική στιγμή που κυοφόρησε συνθήκες  και ωδίνες μετασχηματισμού και αλλαγής.

Η κ. Γεωργοπούλου Βαρβάρα, επίκουρη καθηγήτρια στο  Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, με την εισήγησή της «Γυναίκες ηθοποιοί στην πολιτική της περιόδου του Εθνικού Διχασμού» εξετάζει τις συνέπειες του Εθνικού διχασμού στην Τέχνη και μάλιστα στο Θέατρο. Μέσα από τη διερεύνηση της θεατρικής  δραστηριότητας της Μαρίκας Κοτοπούλη με τη φιλοβασιλική της τοποθέτηση και της Κυβέλης που υποστήριζε τον Βενιζέλο, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Τέχνη, ξεχνώντας τον ανώτερο σκοπό της και την ανθρωπιστική της αποστολή, συχνά χρησιμεύει ως όργανο σκοτεινών πολιτικών επιδιώξεων που την αμαυρώνουν. Είναι τότε που τα αισθητικά και καλλιτεχνικά κριτήρια παύουν να υπάρχουν ενώ η ιδεολογία αντικαθίσταται από ευτελείς στόχους.

Στην τελευταία εισήγηση, που περιλαμβάνει ο τόμος αυτός, η κ. Βασιλική Σακκά, δρ Ιστορίας και Σχολικός Σύμβουλος, εξετάζει την υποδοχή του Εθνικού Διχασμού στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στα βιβλία Ιστορίας από το τέλος της δεκαετίας του  1930  και εξής. Επιβεβαιώνει ότι το πολιτικό κλίμα κάθε εποχής και ο ιδεολογικός προσανατολισμός των συγγραφικών ομάδων προσδιορίζουν και τις αντίστοιχες προσεγγίσεις του γεγονότος. Μέχρι τη μεταπολίτευση προβάλλεται το μιλιταριστικό γερμανικό πνεύμα και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος με την ουδετερότητα που προτείνει, ενώ οι βενιζελικές θέσεις εξισορροπούνται με τα οφέλη που αποκομίζει η χώρα. Στη μεταπολίτευση υπάρχει μεταβολή υπέρ του Βενιζέλου λόγω της ερευνητικής ιστοριογραφικής έκρηξης με απουσία όμως ολιστικών προσεγγίσεων και τολμηρών διερευνητικών προτάσεων διδασκαλίας της Ιστορίας.

Ολοκληρώνοντας τη σύντομη αυτή παρουσίαση των πρακτικών,  αφού σας  ευχαριστήσω θερμά για την παρουσία σας  και την υπομονή σας και αφού ζητήσω εκ νέου την  κατανόηση των εισηγητών για οποιαδήποτε παράλειψη, την ευθύνη για την οποία αναλαμβάνω πλήρως, θα ήθελα να κάνω δύο παρατηρήσεις. Πρώτον, να επισημάνω, για μια ακόμη φορά, το υψηλότατο επίπεδο των εισηγήσεων και από πλευράς περιεχομένου αλλά και από πλευράς βιβλιογραφικής τεκμηρίωσης. Δεύτερον,  το βιβλίο αυτό μπορεί να αποτελέσει πέρα από ντοκουμέντο για τον εθνικό Διχασμό, αφετηρία και βάση για προβληματισμό και δημοκρατικό διάλογο για την πορεία της νεοελληνικής κοινωνίας καθώς και για τον κίνδυνο που υπάρχει από τον άκριτο διχαστικό λόγο.

Βασίλης Τσιλιμίγκρας

Άργος 3 Μαρτίου 2018

Read Full Post »

Ορόσημα ελληνο-γερμανικών σχέσεων – Πρακτικά ελληνο-γερμανικού συνεδρίου, Αθήνα, 16 και 17 Απριλίου 2010


 

Όταν το καλοκαίρι του 2008 συναντηθήκαμε για να σχεδιάσουμε το πρόγραμμα των «Οροσήμων των ελληνο-γερμανικών σχέσεων», δεν φανταζόμασταν πόσο επίκαιρο θα ήταν το θέμα στον καιρό που θα γινόταν το συμπόσιο. Σήμερα η Ελλάδα είναι δυστυχώς πρώτο θέμα στην Ευρώπη. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι ειδήμονες επιδιώκουν να τραβήξουν την προσοχή με υπονοούμενα ή με ευρηματικά σχόλια για την κοινωνική πραγματικότητα στην Ελλάδα και τη μελλοντική εξέλιξη της οικονομίας της. Ωστόσο, για τους περισσότερους από αυτούς ισχύει ότι δεν γνωρίζουν σχεδόν τίποτε για την Ελλάδα μετά το Μέγα Αλέξανδρο. Αυτό το κενό προσπαθεί να καλύψει, εν μέρει, το ανά χείρας βιβλίο από την πλευρά των ελληνο-γερμανικών σχέσεων τελευταίων δύο αιώνων. […] (Ευάγγελος Χρυσός, Wolfgang Schultheiss, από τον πρόλογο του βιβλίου)

 

Ορόσημα ελληνο-γερμανικών σχέσεων

Ορόσημα ελληνο-γερμανικών σχέσεων

 

Περιέχονται οι εισηγήσεις:

Η περίοδος πριν από την Επανάσταση

– Hans Eideneier, «Ο ενθουσιασμός για την Ελλάδα στη Γερμανία και την Ευρώπη»
– Μίλτος Πεχλιβάνος, «Οι «φιλογερμανοί» και ο νεοελληνικός Διαφωτισμός
– Φίλιππος Πετσάλνικος, «Εισαγωγική ομιλία»

Ο Όθων και η εποχή του

– Μιχάλης Σταθόπουλος, «Η έννομη τάξη στην Ελλάδα του Όθωνα»
– Μιχάλης Τσαπόγας, «Οι Βαυαροί στην Ελλάδα και η πορεία προς τον κοινοβουλευτισμό»
– Βάνα Μπούσε, «Ξένες στην οθωνική Ελλάδα»

 

 Αποβίβαση του Όθωνα στο Ναύπλιο το 1833 - Λιθογραφία του Gustav Kraus

Αποβίβαση του Όθωνα στο Ναύπλιο το 1833 – Λιθογραφία του Gustav Kraus

 

Η Ελλάδα από το 1863 έως το 1914

– Κώστας Ράπτης, «Ελληνο-γερμανικές σχέσεις στη μετα-οθωνική εποχή πριν και μετά το Συνέδριο του Βερολίνου»
– Hans-B. Schlumm, «Πόθος για την ελευθερία; Οι φιλέλληνες της δεύτερης γενιάς: η περίπτωση του Joseph Mindler»
– Hans – Joachim Gehrke, «Ο ρόλος της γερμανικής αρχαιολογίας στην Ελλάδα»

Ελλάδα και Γερμανία στα χρόνια του Παγκοσμίου Πολέμου

– Μαριλίζα Μητσού, «Ελληνο-γερμανικές σχέσεις στη λογοτεχνία και την επιστήμη τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα»
– Κώστας Λούλος, «Οι ελληνο-γερμανικές σχέσεις στη σκιά του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου»
– Γεράσιμος Αλεξάτος, «»ΧΑΙΡΕΤΕ»: Ένα ελληνικό σώμα στρατού στο Γκαίρλιτς»

Ελληνο-γερμανικές σχέσεις πριν και μετά το Παγκόσμιο Πόλεμο

– Νίκος Παπαναστασίου, «Οι ελληνο-γερμανικές σχέσεις κατά τη δεκαετία του 1930»
– Hagen Fleischer, «Γερμανο-ελληνικές σχέσεις στη σκιά του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου»
– Νικόλαος Κ. Κλαμαρής, «Έλληνες επιστήμονες στη Γερμανία»
– Γεώργιος Ξηροπαΐδης, «Δημιουργική παρανόηση. Η αισθητική του Kant στη σύγχρονη Ελλάδα»

Νέο ξεκίνημα μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο

– Cay Lienau, «Το ελληνικό μεταναστευτικό ρεύμα και οι επιπτώσεις του στις περιοχές αποστολής και υποδοχής»
– Δημήτρης Κ. Αποστολόπουλος, «Οι οικονομικές σχέσεις Ελλάδας-Γερμανίας μετά το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο»
– Ηλίας Κατσούλης, «Δημοκράτες κατά συνταγματαρχών: Έλληνες στη Γερμανία από το 1967 έως το 1974»
– Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου, «Η Ελλάδα και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στο ευρωπαϊκό πλαίσιο»
– Αιμιλία Ροφούζου, «Η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας: οι Έλληνες και το δεύτερο γερμανικό κράτος»

Καταληκτήρια συνεδρία

– Sigrid Skarpelis – Sperk, «Ελλάδα και Γερμανία: 40 χρόνια προσωπικών και πολιτικών εμπειριών»
– Τάσος Κριεκούκης, «Ελληνο-γερμανικές σχέσεις: μια προσωπική εμπειρία»
– Wolfgang Schultheiss, «Συμπεράσματα»
Εκδότης: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων

Αθήνα, 2010

ISBN13: 978-960-6757-28-0

ISBN: 960-6757-28-5

Σελίδες: 374

Read Full Post »