Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Grimani’

Το Άργος και το διαμέρισμά του στην όψιμη βενετική περίοδο. Η θέση της πόλης στη βενετική επικράτεια, πληθυσμιακά και γαιοκτητικά φαινόμενα – Αλέξης Μάλλιαρης, «Bενετία – Άργος: σημάδια της βενετικής παρουσίας στο Άργος και στην περιοχή του». Διεθνής επιστημονική συνάντηση, Άργος, 11-12 Οκτωβρίου 2008.


 

Η περιοχή της Αργολίδας, με τα δύο πληθυσμιακά της κέντρα, το Ναύ­πλιο και το Άργος, αποκτά σημαίνουσα θέση στον πελοποννησιακό κορ­μό κατά την περίοδο της όψιμης βενετικής κυριαρχίας στην Πελοπόν­νησο. [1] Η επαρχία της Ρωμανίας, που καταλάμβανε τα ανατολικά, βο­ρειοανατολικά και τμήμα από τα κεντρικά μοραïτικα εδάφη και άγγιζε τον Κορινθιακό, τον Σαρωνικό και τον Αργολικό κόλπο, ανυψώθηκε σε κεντρική επαρχία της Πελοποννήσου, φιλοξενώντας την πρωτεύουσα Ναύπλιο, τη σημαντικότερη πόλη – λιμάνι στο βενετικό Λεβάντε αυτήν την περίοδο μετά την Κέρκυρα.

Το Ναύπλιο μετατράπηκε σε βάση της βενετικής διοίκησης και των στρατιωτικών δυνάμεων προσελκύοντας το ιδιαίτερο βενετικό ενδιαφέρον για την οργάνωσή του και δη την επαύξηση της αμυντικής του ικανότητας. Στο πλαίσιο αυτό η πόλη εκσυγχρονίσθηκε οχυρωματικά και ενισχύθηκε κυρίως στα ελλειμματικά της σημεία με αποκορύφωμα την ανέγερση σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα του μεγαλειώδους φρουριακού συγκροτήματος στον λόφο του Παλαμηδιού. Η πολυπληθής, πολύβουη κεντρική πόλη-λιμάνι στη βραχώδη χερσόνησο, έδρα των βενετικών Αρχών και της Καθολικής Εκκλησίας της Πελοποννήσου, κυριαρχούσε με τη δυναμική της παρου­σία σε ολόκληρη την περιοχή.

Το δεύτερο σημαντικό πληθυσμιακό κέντρο της Αργολίδας, το Άρ­γος, πόλη πανάρχαια με ιδιαίτερη σημαντική στην ιστορία του αρχαί­ου κόσμου, δεν ακολούθησε την ίδια πορεία στη βενετική περίοδο. Από το 1204 και εξής μαζί με την υπόλοιπη περιοχή γνώρισε αλλεπάλληλες αλλαγές κυριαρχίας, από τη φραγκική, στη βενετική και την οθωμα­νική για να επανέλθει στη βενετική, από το 1686 μέχρι το 1715, οπότε επέστρεψε και πάλι στους Οθωμανούς. [2]

Στην όψιμη βενετική περίοδο η πόλη του Άργους λειτουργεί μάλλον δορυφορικά αναφορικά με την κοντινή της πρωτεύουσα.[3] Πόλη μεσό­γεια, ηπειρωτική, μακριά από το ζωτικό για τη θαλασσοκράτειρα Βενε­τία υγρό στοιχείο, απλώνεται άνετα στον αργείτικο κάμπο, κάτω από τη σκιά της Λάρισας. Αποτελεί ένα παράδοξο θα λέγαμε βενετικής πόλης,[4] καθόσον, στη βενετική συνείδηση και στο ιστοριογραφικό συλλογικό, βενετική κτήση και λιμάνι είναι δύο αναπόσπαστα στοιχεία. Η θάλασ­σα τροφοδοτεί τη Βενετία και τις κτήσεις της ενοποιεί το μητροπολιτικο κέντρο με την περιφέρεια δια της υγρής οδού, ενω οι οχυρώσεις στο θαλάσσιο μέτωπο των πόλεων προστατεύουν και παράλληλα φράζουν την είσοδο σε κάθε επιβουλή εχθρού, που εύκολα και απροειδοποίητα μπορούσε να καταφθάσει από τη θάλασσα. Κι αν τα υγρά τείχη της πό­λης της Βενετίας αποτελούν ένα ιστορικό unicum στη μεσαιωνική και νεότερη Ευρώπη, οι ισχυρές οχυρώσεις των κτήσεών της στην ιταλι­κή Terra Ferma, τη Δαλματία και το Λεβάντε προστάτευαν τις πόλεις – κέντρα της γεωγραφικά διασπασμένης βενετικής επικράτειας.[5]

Από την άποψη αυτή η πόλη του Άργους διαφοροποιείται από τον βενετικό κορμό και τη βενετική παράδοση αφού η γεωφυσική της θέση δεν επέτρεπε την οργάνωση του οικισμού αυτού με τη μετατροπή του σε μια citta-fortezza, σε μια επαρκώς δηλαδή οχυρωμένη πόλη, περίκλει­στη εντός ισχυρών τειχών.[6] Η πόλη, το borgo, εκτείνεται ατείχιστη δι­ασκορπισμένη σε συστάδες, αραιοκατοικημένη, απλωμένη ανάμεσα σε κήπους, πάγιο τοπογραφικό χαρακτηριστικό του Άργους μέχρι και τον 19ο αιώνα. Εποπτεύεται όμως αφ’ υψηλού από τον απότομο βράχο με τις μεσαιωνικές οχυρώσεις, τη Λάρισα· οχυρώσεις εντελώς ακατάλληλες και παρωχημένες στην καμπή του 17ου αιώνα, και πολύ περισσότερο, επικίνδυνες για ολόκληρη την περιοχή, σε περίπτωση που οι Οθωμανοί τις καταλάμβαναν. Οι βενετικές αρχές, έχοντας επίγνωση του κινδύνου αυτού, προβληματίστηκαν για τις οχυρώσεις του Άργους, δεν προχώ­ρησαν όμως σε επεμβάσεις ή σε ριζική επανακατασκευή, όπως ήταν αναγκαίο, αφού ο πάντοτε επίκαιρος οθωμανικός κίνδυνος και τα γλίσχρα οικονομικά της κτήσης αλλά και της Βενετίας δεν επέτρεπαν την ανάληψη έργων τέτοιας έκτασης. Οι ειδικοί πρότειναν την κατεδάφι­σή τους αφού κατ’ αυτόν τον τρόπο θα εξαλειφόταν σε μεγάλο βαθμό ο κίνδυνος εχθρικής κατάληψης, που ήταν πάντα ορατός λόγω και της γειτνίασης του Άργους με την κορινθιακή είσοδο της Πελοποννήσου. Λίγο πριν από την εισβολή των οθωμανικών στρατευμάτων στον Μοριά το 1715, οι Βενετοί αρκέστηκαν να καταστρέψουν ένα μικρό μέρος της οχύρωσης του Άργους και να την εγκαταλείψουν, αποσυρόμενοι στο ισχυρό Ναύπλιο με το νεότευκτο Παλαμήδι.[7]

Στην ακριβή βενετική ορολογία για τον ελληνοβενετικό Λεβάντε, στα έγγραφα της διοίκησης, η πόλη του Άργους δεν χαρακτηρίζεται ως citta, διότι αυτό σήμαινε πόλη παραθαλάσσια και κυρίως πόλη οχυρω­μένη. Το Άργος είναι terra, δηλαδή ανοικτή, μεσόγαια, ατείχιστη πόλη, όπως στην επαρχία της Αχαΐας η Βοστίτσα (Αίγιο) και κυρίως η πόλη της Γαστούνης, επιπλέον δε το Άργος διαθέτει castello και όχι fortezza.[8]

Προηγουμένως έγινε αναφορά στη στενότατη σύνδεση Βενετίας και θάλασσας, αφού αυτή η τελευταία στα μεσαιωνικά και στα υστερομεσαιωνικά χρόνια αποτέλεσε την αιτία της ύπαρξης, της θεαματικής ανάπτυ­ξης και της αναγωγής της Βενετίας σε υπερδύναμη της Ευρώπης, μέσω του ελέγχου των θαλάσσιων δρόμων και του εμπορίου της Ανατολής.[9] Σε ένα τέτοιο σχήμα η πόλη του Άργους δεν συμμετείχε εκ των πραγμάτων.

 

Άποψη του φρουρίου και της πόλεως του Άργους, V. Coronelli, «Universus Terrarum Orbis», Εκδότης, A. Lazor, Padova, 1713.

 

Στα όψιμα όμως χρόνια, στα οποία αναφερόμαστε, η Βενετία για πολ­λούς λόγους δεν ήταν πια μια εμπορική και οικονομική υπερδύναμη, που προσδοκούσε εισροή πλούτου από το θαλάσσιο εμπόριο και μόνο. Από πολύ νωρίτερα η στροφή του βενετικού ενδιαφέροντος προς την ιταλική ηπειρωτική ενδοχώρα και η ενασχόληση των ευγενών βενετικών οικογε­νειών με τη γη ανέδειξαν την τελευταία σε βασικό παράγοντα οικονομι­κής ανάνηψης του κράτους. Η κατάκτηση και η κατοχή της Πελοποννήσου, της πλέον εκτεταμένης κτήσης που υπήρξε ποτέ στο βενετικό κρά­τος, προσέφερε εκτός από τον έλεγχο των θαλάσσιων οδών που κύκλω­ναν τη χερσόνησο, τεράστιες για τα βενετικά δεδομένα εκτάσεις γαιών, των οποίων η συστηματική καλλιέργεια θα απέφερε μεγάλα κέρδη. Άρα η γη και δη οι πεδινές εκτάσεις, που δεν απαιτούσαν εργώδεις, μακροχρό­νιες προσπάθειες και μεγάλα έξοδα για να καλλιεργηθούν και να καρπο­φορήσουν, βρίσκονταν στο επίκεντρο του βενετικού ενδιαφέροντος κατά την περίοδο αυτή, όπως το γνωρίζουμε καλά από την έως τώρα ιστοριο­γραφική παραγωγή για τη συγκεκριμένη εποχή.[10]

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο το μεσόγαιο Άργος με τις πλούσιες γαίες αναβαθμιζόταν στην οικονομική αξιολογική κλίμακα των Βενετών, πα­ρόλο που η αυστηρή και εν πολλοίς άκαμπτη γενικότερη πολιτική της Βενετίας, αγκυλωμένης στους θεσμούς του παρωχημένου υστερομεσαιωνικού της μεγαλείου, δεν κατάφερε να προσαρμοστεί στους γοργούς ρυθμούς αλλαγών και ανακατατάξεων του νεότερου κόσμου. Στη βενε­τική λοιπόν περίοδο η Αργολίδα προσφέρει την πρωτεύουσα, το μεγάλο διοικητικό κέντρο και το λιμάνι του Ναυπλίου και παράλληλα τη ζωτι­κής σημασίας για την εποχή ενδοχώρα του Άργους. Υφίσταται θα λέγαμε ένα δίπολο, συμπληρωματικό στις λειτουργίες του, όπου στο ένα άκρο υπάρχει το μεγαλύτερο αστικό κέντρο της κτήσης, με σημαντικό αριθμό κατοίκων κάτω από την παρουσία των υψηλότερων εκπροσώπων της πολιτικοστρατιωτικής και εκκλησιαστικής ηγεσίας και στο άλλο άκρο ένας πολύ μικρότερος οικισμός, αγροτικός, που εποπτεύει τις πέριξ γαίες και προσφέρει, κυριολεκτικά όμως στην περίπτωση αυτή, το έδαφος για την οικονομική συντήρηση και την ευδοκίμηση πολλών εκ των κατοί­κων του πρώτου κέντρου. Πρόκειται για ένα σχήμα που το βλέπουμε να υφίσταται και σε άλλες πελοποννησιακές περιοχές, όπως για παράδειγ­μα στην επαρχία της Αχαΐας, με την Πάτρα και τη Γαστούνη να λειτουρ­γούν κατ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο.[11]

Στην επαρχία της Αργολίδας, αμέσως μετά την κατάπαυση των εχθροπραξιών και την κατίσχυση των βενετικών όπλων, συνέρρευσε, όπως και σε άλλες περιοχές της Πελοποννήσου, σημαντικός αριθμός εποίκων· κατοίκων δηλαδή από γειτονικές τουρκοκρατούμενες περι­οχές, οι οποίοι, ακολουθώντας τα βενετικά κελεύσματα, αναζητώντας ευνοϊκότερους όρους ζωής ή επιδιώκοντας να αποφύγουν τα τουρκικά αντίποινα για τη συμπαράταξή τους με τους Βενετούς στη διάρκεια της πολεμικής αναστάτωσης στο νότιο ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο, εγκατα­στάθηκαν σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου, κυρίως στο βόρειο ήμισυ της χώρας. Το Ναύπλιο προτίμησαν οι σημαντικότερες οικονο­μικά και κοινωνικά οικογένειες της Αθήνας καθώς εκεί μπορούσαν να συνεχίσουν τις εμπορευματικές τους ασχολίες, ευρισκόμενες παράλλη­λα πολύ κοντά στις κεντρικές βενετικές αρχές.

Στο διαμέρισμα του Άργους, στην πόλη και τα πέριξ χωριά, εγκα­ταστάθηκαν κυρίως πληθυσμοί αγροτοποιμενικής προέλευσης από τη Θήβα και τα χωριά της, την Αταλάντη, τη χαλκίδα και γενικότερα την Εύβοια, αλλά και κάποιοι Αθηναίοι, σε πολύ μικρότερο όμως αριθμό από τους εποίκους που κατευθύνθηκαν στο διαμέρισμα του Ναυπλίου.[12]

Η πόλη του Άργους πρέπει να είχε υποστεί σημαντικές καταστρο­φές κατά τις πολεμικές συγκρούσεις και την αποχώρηση των Τούρκων, όπως διαπιστώνουμε από τις βενετικές καταγραφές και κυρίως από τους μακροσκελείς καταλόγους παραχωρήσεων αστικών ακινήτων, σπιτιών και καταστημάτων, καθώς και γαιών, στους εποίκους. Ο οικισμός που υπήρχε στις περιβόλους του φρουρίου ερημώθηκε καθώς εκεί κα­τοικούσαν προηγουμένως μόνον Οθωμανοί. Μεγάλος αριθμός σπιτιών στον οχυρό αυτό χώρο, όπως και στο borgo του Άργους, καταγράφεται ως καταστρεμμένος. Τα σπίτια αυτά παραχωρούνται, στη συνέχεια, από τη βενετική διοίκηση, ως δημόσια πλέον περιουσία, στους εποίκους για να τα επισκευάσουν και να τα κατοικήσουν, όπως για παράδειγμα σε Κρητικό έποικο από τα Χανιά το 1691,[13] ή ενοικιάζονται από ντόπιους ενδιαφερόμενους. Ο Οθωμανός περιηγητής Evliya Celebi στα 1668 ανα­φέρει ότι στο Άργος υπήρχαν έντεκα γειτονιές και εκτός των άλλων καταγράφει δύο μεγάλα μουσουλμανικά τεμένη και άλλα δέκα μικρότε­ρα και επιπλέον ένα χαμάμ.[14] Οι Βενετοί κάνουν λόγο για το μεγαλύτε­ρο τέμενος που εκείνοι το χρησιμοποιούσαν ως κατοικία των αρχών που επισκέπτονταν την πόλη ενώ αρχειακά τεκμήρια από το Αρχείο Grimani του Κρατικού Αρχείου Βενετίας καταγράφουν την ύπαρξη οθωμανικού λουτρού στην πόλη που είχε δοθεί ως κατοικία σε εποίκους.[15]

Η γνωστή βενετική απογραφή Grimani (1700) καταγράφει εντός του Άργους τις ενορίες Αγίου Βασιλείου, Αγίου Νικολάου και της Παναγίας.[16] Αρχειακό υλικό από το Αρχείο Grimani αναφέρει στα 1698 τους εξής να­ούς εντός της πόλης: Αγία Παρασκευή (που θα πρέπει να βρισκόταν στον χώρο που καταλαμβάνει ο σημερινός Άγιος Ιωάννης), Άγιος Δημήτριος, Άγιος Πέτρος, Άγιος Νικόλαος, Παναγία, Άγιος Βασίλειος και Άγιος Μάρ­κος (ο τελευταίος ενδεχομένως να ήταν πρώην μουσουλμανικό τέμενος, που αφιερώθηκε, όπως συνηθιζόταν από τους Βενετούς, στον Άγιο Μάρ­κο).[17] Τέλος, ως προς την τοπογραφία και την ονοματοδοσία των συνοι­κιών της πόλης αξίζει να αναφερθεί ότι για τους δύο από τους τέσσερις μαχαλάδες, που απαντούν την εποχή της δεύτερης οθωμανικής περιό­δου, τον Μπεκήρ Εφέντη μαχαλά και τον Καραμουτζά μαχαλά,[18] υπάρ­χουν πυκνές καταγραφές στο βενετικό υλικό για πολλά σπίτια και κατα­στήματα, που κατείχε στην πόλη κατά την πρώτη οθωμανική περίοδο ο Οθωμανός Μπεκήρ Εφέντη· επίσης ότι απαντά το επώνυμο Καραμουτζάς σε εποίκους της πόλης, που κατοικούσαν σε πρώην οθωμανικά σπίτια, τα οποία τους παραχωρήθηκαν από τις βενετικές αρχές.

Αρκετά γρήγορα συστάθηκε και στο Άργος Αστική Κοινότητα (Communita), κλειστό δηλαδή σώμα συγκεκριμένων προνομιούχων οικο­γενειών της πόλης, που διαχώριζε τον πληθυσμό της πόλης και του δια­μερίσματος, από τη μια σε ευάριθμο σώμα κατοίκων με αστική ιδιότητα και από την άλλη σε πολυπληθή μάζα πληθυσμού, που ήταν αποκλει­σμένη.[19] Τεκμήριο του έτους 1700 παραδίδει τα ονόματα τριών κορυφαί­ων της Κοινότητας Άργους, των συντίχων Ιωάννη Σταματέλου, Θοδωρή Τσερνοτά και Δημήτρη Λάζαρου.[20] Από αυτούς, ο Ιωάννης Σταματέλος (γόνοι της οικογένειας αυτής απαντούν και στη δεύτερη οθωμανική πε­ρίοδο ως επιφανή πρόσωπα της πόλης), κυρίως όμως ο Θοδωρής Τσερνοτάς, παρουσιάζονται ως κάτοχοι ακινήτων στην πόλη ήδη από την προηγούμενη οθωμανική περίοδο, ενώ ειδικά ο Τσερνοτάς επιδεικνύει ζωηρή οικονομική δραστηριότητα στη βενετική περίοδο, αναλαμβάνει ενοικιάσεις γαιών και άλλων ακινήτων στο διαμέρισμα Άργους και λαμ­βάνει ακίνητα σε παραχώρηση από τους Βενετούς. Από τους ντόπιους, προφανώς, ισχυρούς της πόλης, εντυπωσιακή δραστηριότητα εμφανί­ζει και ο Θωμάς Πέτρου, ο οποίος ενοικιάζει πρώην οθωμανικά σπίτια εντός του πρώτου περιβόλου (recinto inferiore) στο φρούριο του Άργους,[21] καθώς επίσης γαίες και άλλα ακίνητα στα χωριά του Άργους ενώ αλλη­λογραφεί με τις βενετικές αρχές για διάφορα ζητήματα.[22]

Η περιοχή του Άργους αποτέλεσε το πεδίο οικονομικών δραστηριοτή­των και για επιφανείς πολίτες του Ναυπλίου. Έτσι, ο Αθανάσιος Ζυγομαλάς, μέλος της Κοινότητας του Ναυπλίου, εκμεταλλευόταν γαίες στο χωριό Μπολάτι, όπως επίσης ο Ανδρούτσος Μαλαξός οικόπεδα στο Άργος και γαίες στο Κάτω Μπέλεσι. Ο Λατίνος Αρχιεπίσκοπος Πελοποννήσου που έδρευε στο Ναύπλιο, ο Angelo Maria Carlini, εκτός από παροχές που είχε λάβει από το δημόσιο στην περιοχή της Κορίνθου και αλλού, κατεί­χε οικόπεδα και κήπους στην πόλη του Άργους, τα οποία προηγουμένως εκμεταλλευόταν ο ντόπιος Θοδωρής Τσερνοτάς και μέσω της πρακτικής της ανταλλαγής ακινήτων (permuta di bent) πέρασαν στον αρχιεπίσκοπο. Γαίες στο Κάτω Μπέλεσι κατείχαν και οι ιερείς του λατινικού μητροπολιτικού ναού του Ναυπλίου. Επιπλέον, αρκετοί κατώτεροι αξιωματικοί του βενετικού στρατού εμφανίζονται στη γαιοκατοχή του Άργους, όπως επίσης ιταλικής και ελληνικής καταγωγής μέλη της βενετικής γραφειο­κρατίας, γεγονός αναμενόμενο, αφού η γειτνιάζουσα πρωτεύουσα φιλο­ξενούσε μεγάλο αριθμό στρατιωτικών και διοικητικών υπαλλήλων.[23]

Πολυάριθμα τεκμήρια, προερχόμενα από την καγκελαρία του Ναυ­πλίου, σωζόμενα σήμερα στο Αρχείο Grimani, των ετών 1704 ώς 1710, κάνουν εναργέστερη τη γιγαντιαία προσπάθεια που ευθύς μετά την κατάκτηση της Πελοποννήσου ανέλαβε η βενετική διοίκηση για τη διαλεύκανση και την αποσαφήνιση του γαιοκτητικού καθεστώτος της χώρας, έργο που συχνά έφερε τις πελοποννησιακές βενετικές αρχές σε απόγνωση. Εντός της προσπάθειας αυτής εγγράφεται το τεράστιο έργο κτηματογράφησης της Πελοποννήσου, φαινόμενο πρωτοφανές στην πελοποννησιακή αλλά και γενικότερα την ελληνική ιστορία των νεό­τερων χρόνων, το οποίο ουδέποτε επαναλήφθη μέχρι σήμερα.[24]

Η πρώτη μεγάλη φάση των παραχωρήσεων γαιών στους εποίκους, της καταγραφής των δημοσίων γαιών, των ενοικάσεων κ.λπ. έληξε στα πρώτα μόλις χρόνια του 18ου αιώνα. Στη συνέχεια, ακολούθησε μια δεύτερη φάση τακτοποίησης θα λέγαμε και οριστικής, κατά το δυνατόν, διευθέτησης της γαιοκατοχής, βάσει πλέον και των υφισταμένων καταστιχώσεων, όπου αυτές είχαν ολοκληρωθεί. Το προαναφερθέν αρχεια­κό υλικό που αφορά το Άργος και το διαμέρισμά του παρουσιάζει αυτήν την πιο οργανωμένη προσπάθεια των αρχών για να διευθετήσουν πλείστα ζητήματα κυριότητας της γης, δεδομένου ότι τα χρόνια αυτα είχε ήδη αρχίσει και το αντίστροφο φαινόμενο που αφορούσε τον επήλυδα πληθυσμό, αυτό δηλαδή της φυγής των εποίκων και της επιστροφής τους στις κοντινές οθωμανικές περιοχές. Ως εκ τούτου το βενετικό δη­μόσιο βρέθηκε αντιμέτωπο και πάλι με τον μεγάλο αριθμό αδέσποτων γαιων, των οποίων οι κάτοχοι είχαν φύγει ή είχαν αποβιωσει.

Για τον εντοπισμό των γαιών αυτών οι αρχές έθεσαν σε εφαρμογή και εδώ τη γνωστή πρακτική της καταγγελίας (beni denonciati), σύμφω­να με την οποία ως ανταμοιβή σε εκείνον που αποκάλυπτε γαίες αδέ­σποτες, λόγω φυγής του κατόχου τους, δινόταν ένα μέρος των ακινή­των αυτών.[25] Για παράδειγμα, τέτοιας προέλευσης γαίες και ακόμα μία νεροτριβή δόθηκαν στο Άργος το 1705 στον Κρητικό Dottor Emmanuel Barbarigo, που υπηρετούσε στην καγκελαρία του Ναυπλίου, γαίες έκτα­σης 82 στρεμμάτων δόθηκαν στους γνωστούς αδελφούς Νικολό και Μιχάλη Μέλο στο Άργος το 1706, όπως και στον εκχριστιανισμένο πρώ­ην μουσουλμάνο με το εντυπωσιακό νέο βενετσιάνικο όνομα Vicenzo Pasqualigo στο χωριό Κουτσοπόδι το 1707, καθώς και στην Παρασκευή, χήρα του υπολοχαγού Gili, στο Άργος το 1710.[26]

Παραχωρήθηκαν εκ νέου από τις βενετικές αρχές ακίνητα, των οποί­ων οι κάτοχοι είχαν αποβιώσει χωρίς απογόνους, ή ακόμα ακίνητα, των οποίων οι κάτοχοι αγνοούνταν, χωρίς να γνωρίζει κανείς πού βρίσκο­νταν, όπως επίσης και κτήματα που εξαρχής είχαν παραμείνει αδιάθετα. Ακόμα, γαίες χέρσες που καλλιεργήθηκαν για πρώτη φορά ή φυτεύτη­καν σε αυτές αμπέλια ζητήθηκαν από τις αρχές και δόθηκαν στους ενδιαφερόμενους, σύμφωνα με διάταγμα του Γενικού Προβλεπτή Θαλάσσης Alvise Mocenigo του 1710 που ίσχυσε για όλη την κτήση, όπως για πα­ράδειγμα στον ναυπλιώτη κόντε Δήμο Λιόση και στους αδελφούς του, στους οποίους δόθηκε έκταση 254 στρεμμάτων στο χωριό χαμάκου.[27]

Επιπλέον, διευθετήθηκαν γαιοκτητικά θέματα, που αφορούσαν ενοι­κιάσεις δημοσίων γαιών, των οποίων οι ενοικιαστές δεν ενδιαφέρθη­καν για την ανανέωση της ενοικίασης, ζητήματα ανταλλαγής ακινή­των που κατέχονταν από κατοίκους άλλων επαρχιών, καθώς και επαναπροσδιορισμού και δικαιότερου καθορισμού ενοικίου στις δημόσιες γαίες. Επίσης, διορθώθηκαν λανθασμένες παραχωρήσεις στις οποίες είχαν προβεί οι βενετικές αρχές χωρίς να γνωρίζουν ότι οι γαίες αυτές είχαν ήδη δοθεί σε άλλους· έτσι, στα 1708 δόθηκαν στον έποικο Αναστάση Τσαουσόπουλο γαίες στο Κουτσοπόδι, οι οποίες αφαιρέθηκαν ως «επιπλέον» από αθηναία έποικο στο ίδιο χωριό, σε αντάλλαγμα άλλων κτημάτων, που του είχαν δοθεί νωρίτερα, τα οποία ήταν όμως δεσμευμένα.[28] Οι Βενετοί στα χρόνια αυτά πραγματοποίησαν στο διαμέρισμα του Άργους και συμπληρωματικές παραχωρήσεις σε δικαιούχους (in supplemento), διέθεσαν επίσης τμήματα γαιών που είχαν περισσέψει από χαριστικές δωρεές σε εποίκους (concessioni), ενώ προέβησαν και σε νέες χαριστικές δωρεές ως ανταμοιβή του βενετικού κράτους για προσφερθείσες υπηρεσίες στο δημόσιο.

Το εδαφικό πεδίο εφαρμογής των ενεργειών αυτών αφορά κυρίως την πόλη του Άργους και την εγγύς περιοχή του, όπως επίσης το χωριό Κουτσοπόδι, βόρεια του Άργους, όπου είχαν εγκατασταθεί πολλοί έποικοι, αρκετοί εκ των οποίων στη συνέχεια έφυγαν ή πιο σωστά δραπέ­τευσαν από τη βενετική επικράτεια, καθώς και τα χωριά Λάλουκα και Δαλαμανάρα, ανατολικά του Άργους, και επίσης Κάτω Μπέλεσι και Μαλανδρένι, στα βορειοδυτικά.

Αξίζει να αναφερθεί ότι στη γαιοκατοχή του διαμερίσματος Άργους μετείχαν επίσης και μέλη των πλέον διακεκριμένων οικογενειών της κτήσης, συνήθως ξένοι, που είχαν τιμηθεί από το βενετικό κράτος με τον τίτλο του κόντε και την ανακήρυξη συγκεκριμένης γης ως κοντέας, ένα φαινόμενο παραφεουδαλικής, θα λέγαμε, φύσης της όψιμης βενε­τικής περιόδου, που ενέτεινε περαιτέρω την κοινωνική διαφοροποίη­ση του πελοποννησιακού πληθυσμού.[29] Ο κόντε Σπυρίδων Περούλης, αθηναϊκής καταγωγής, και μέλος της Ναυπλιακής Κοινότητας κατείχε στο Άργος οικόπεδα και μύλους, οι προαναφερθέντες κόντε Δήμος και αδελφοί Λιόση από το Ναύπλιο γαίες στο χαμάκου, ο κρητικής κατα­γωγής κόντε Δημήτριος Γιαλυνάς, που διέθετε κοντέα στην Κόρινθο, κατείχε γαίες στο Μπολάτι και στο Μαλανδρένι, και, τέλος, ο κόντε Zuanne Colonna αμπέλια στο Άργος.[30]

Σημειώνουμε, σχετικά με το φαινόμενο της κοντέας στην Πελοπόν­νησο και μια έμμεση σχέση της περιοχής της Αργολίδας με αυτό: η οικο­γένεια Περούλη, όπως και η οικογένεια Κάση στην Πάτρα, στήριξαν την αίτησή τους προς τη βενετική Σύγκλητο για την απόδοση σε αυτές του τίτλου του κόντε, στις στρατιωτικές υπηρεσίες που είχαν προσφέρει μέλη των οικογενειών τους υπέρ των Βενετών στην απόκρουση της βίαιης ει­σβολής των οθωμανικών στρατευμάτων του σερασκιέρη Ιμπραήμ Πασά, τον Ιούνιο του 1695, στην περιοχή του Άργους· συγκεκριμένα, επικαλού­νταν την υπεράσπιση του βενετικού κράτους με τη σύσταση ιδίων στρα­τιωτικών σωμάτων και την ενεργό συμμετοχή τους στις μάχες που διεξήχθησαν στο χωριό Δαλαμανάρα, με αποτέλεσμα την αποχώρηση των οθωμανικών στρατευμάτων από τη χώρα,[31] γεγονός που εορτάστηκε πανηγυρικά στη Βενετία, τον Ιούλιο του ίδιου έτους, με δοξολογία στη βασιλική του Αγίου Μάρκου, κωδωνοκρουσίες στην πόλη και εκδόσεις ενημερωτικών εντύπων φυλλαδίων με την περιγραφή της σύγκρουσης και της βενετικής νίκης.

Με το βίαιο τέλος της βενετικής κυριαρχίας στην Πελοπόννησο η πε­ριοχή του Άργους πέρασε στη νέα οθωμανική περίοδο χωρίς να αλλάξει ουσιαστικά πρόσωπο από άποψη οικιστικής και πολεοδομικής οργάνω­σης, αλλά ούτε και κοινωνικής, όπως αντίθετα συνέβη με άλλες πόλεις της Πελοποννήσου που απογυμνώθηκαν από το ηγετικό κοινωνικό τους στρώμα, το οποίο προτίμησε να ακολουθήσει τους Βενετούς. Η οι­κονομική και πληθυσμιακή όμως δυναμική του Άργους υπήρξε έντονη στους επόμενους αιώνες, με αποτέλεσμα να υποσκελίσει το γειτονικό Ναύπλιο και να ανατρέψει προς όφελός του το σχήμα που δημιουργήθηκε κατά τη βενετική περίοδο.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Για την Αργολίδα την περίοδο αυτή βλ. Siriol Davies, The Fiscal System of the Venetian Peloponnese: The Province of Romania 1688-1715, ανέκδοτη διδακτορική διατριβή που υποβλήθηκε στο Centre for Byzantine Ottoman and Modern Greek Studies School of Antiquity του Πανεπιστημίου του Birmingham, 1996. Επίσης, Ευτυχία Λιάτα, Το Ναύπλιο και η ενδοχώρα του από τον 17ο στον 18ο αιώνα. Οικιστικά μεγέθη και κατανομή της γης, Αθήνα 2002· η ίδια, Αργεία Γη. Από το τεριτόριο στο βιλαέτι (τέλη 17ου, αρχές 19ου αι.), Αθήνα 2003.

[2] Γενική παρουσίαση της ιστορίας του Άργους βλ. στο έργο Ι. Ζεγκίνης, Το Άργος διά μέσου των αιώνων, Αθήνα 1948. Για την ιστορία του Άργους στην όψιμη βενετική και την οθωμανική περίοδο βλ. Λιάτα, Αργεία γη.

[3] Δηλωτική της «δύσκολης» σχέσης Άργους και Ναυπλίου και κατά το παρελθόν είναι η διεκδίκηση από τους Ναυπλιείς για την πόλη τους του λειψάνου του αγίου Πέτρου, επισκόπου Άργους, ήδη από τον 10ο αιώνα. Η μετακίνηση του λειψάνου στο Ναύπλιο πραγματοποιήθηκε τελικά κατά την πρώτη βενετική περίοδο της Αργολίδας, στα 1421. Βλ. σχετικά Άννα Λαμπροπούλου, Η. Αναγνωστάκης, Βούλα Κόντη, Αγγελική Πανοπούλου, «Μνήμη και Λήθη της λατρείας των Αγίων της Πελοποννήσου (9ος-15ος αιώνας)», Οι Ήρωες της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι νέοι Άγιοι, 8ος-16ος αιώνας, επιστημ. επιμ. Ελεωνόρα Κουντούρα-Γαλάκη, Αθήνα 2004, σ. 278.

[4] Για μια τυπολογία των βενετικών πόλεων της βενετικής Ανατολής βλ. Αναστασία Παπαδία-Λάλα, Ο θεσμός των αστικών Κοινοτήτων στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της βενετοκρατίας (Ι3ος-18ος αι.). Μια συνθετική προσέγγιση, Βενετία 20082, σσ. 22-30. Για τις πόλεις της βενετικής επαρχίας Αχαΐας βλ. Α. Μάλλιαρης, Η Πάτρα κατά τη βενετική περίοδο (1687-1715). Γη, πληθυσμοί, κοινωνία στη Β.Δ. Πελοπόννησο, Βενετία 2008, σσ. 38-42. Για τις πελοποννησιακές πόλεις από τον 13ο ώς τον 18ο αι. βλ. Β. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας, Αθήνα 1985.

[5] Για τη σχέση Βενετίας και θάλασσας κλασικό είναι το έργο του F. Lane, Βενετία η Θαλασσοκράτειρα. Ναυτιλία-Εμπόριο-Οικονομία, μετάφρ. Κ. Κουρεμένος, επιστημ. επιμ. Γ. Παγκράτης, Αθήνα 2007. Μια ευσύνοπτη περιήγηση στις οχυρωμένες βενετικές πόλεις του Λεβάντε και της Δαλματίας με βιβλιογραφία για τις βενετικές οχυρώσεις στο A. Malliaris, «La metamorfosi dell’ambiente urbano nelle citta venete del Levante greco: ambiente, paesaggio architettonico, abitanti e potere veneziano, XIII-XVIII secoli», I Greci durante la venetocrazia: Uomini, spazio, idee (XIII-XVIII sec.), Atti del Convegno Internazionale di Studi, Venezia, 3-7 dicembre 2007, επιμ. Chryssa Maltezou – Angeliki Tzavara – Despina Vlassi, Βενετία 2009, σσ. 585-595.

[6] Για την οργάνωση ενός οικισμού σε citta-fortezza βλ. Malliaris, «La metamorfosi», σε πολλά σημεία.

[7] E. Pinzelli, «Les forteresses de Moree. Projets de restaurations et de demantelements durant la seconde periode venitienne (1687-1715)», Θησαυρίσματα 30 (2000), 400, 407- 408.

[8] Για τη Βοστίτσα και τη Γαστούνη βλ. Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σ. 40.

[9] Lane, Βενετία η θαλασσοκράτειρα, σε πολλά σημεία.

[10] Για την Πελοπόννησο στην όψιμη βενετική περίοδο και ειδικά για θέματα οργάνωσης της νέας κτήσης και κυρίως γαιοκατοχής βλ Κ. Ντόκος – Γ. Παναγόπουλος, Το βενετικό κτηματολόγιο της Βοστίτσας, Αθήνα 1993, καθώς και Μάλλιαρης, Η Πάτρα, όπου συγκεντρωμένη όλη η προγενέστερη βιβλιογραφία.

[11] Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σσ. 40-42.

[12] Για το μεγάλο θέμα των πληθυσμιακών εγκαταστάσεων στη βενετική Πελο­πόννησο βλ. Ντόκος – Παναγόπουλος, Το βενετικό κτηματολόγιο της Βοστίτσας και Μάλλιαρης, Η Πάτρα, όπου διεξοδική παρουσίαση πολλών πλευρών του φαινομένου. Για την Αργολίδα ειδικά, βλ. Davies, The Fiscal System of the Venetian Peloponnese, καθώς επίσης Λιάτα, Το Ναύπλιο και η ενδοχώρα του και η ίδια, Αργεία Γη.

[13] Βλ. υποσημείωση 15.

[14] Λιάτα, Αργεία Γη, σ. 21.

[15] Archivio di Stato di Venezia (στο εξής A.S.V.), Archivio Grimani dai Servi, busta 30, φ. (123). Όλες οι αναφορές σε εποίκους και κατοίκους του Άργους και τη γαιοκατοχή τους προέρχονται από βενετικές καταγραφές αποκείμενες στα Αρχεία της Βενετίας. Ερευνήθηκαν ποικίλες αρχειακές σειρές. Σχετικές πληροφορίες προέκυψαν, με σειρά μεγαλύτερης συχνότητας, κυρίως στους εξής φακέλους: A.S.V., Archivio Grimani dai Servi, b. 51 σε πλείστα φύλλα, όπου καταγράφονται εκατοντάδες ονομάτων κατοίκων της πόλης του Άργους και του διαμερίσματος του και σημειώνονται αναλυτικά οι γαίες, οι οικίες και τα λοιπά ακίνητα που κατείχαν· b. 30, όπου καταγραφή των οικιών, δημοσίων και ιδιωτικών, στην πόλη του Άργους (Catastico de tute le case publiche e private che si trovano in esere nel borgo dArgos fato I’ano 1698) b. 41 και b. 19.

[16] Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί, σ. 245.

[17] A.S.V., Archivio Grimani dai Servi, b. 30, φ. (115)-(124). Καταγραφή των ναών της πόλης, στα νεότερα όμως χρόνια, βλ. στο Ζεγκίνης, Το Αργος, σσ. 178-180.

[18] Λιάτα, Αργεία Γη, σσ. 50-51.

[19] Για τις αστικές κοινότητες της βενετικής Πελοποννήσου βλ. Παπαδία-Λάλα, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων, σσ. 465-500. Για τις κοινότητες Πατρών και Γαστούνης βλ. Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σσ. 238-275.

[20] A.S.V., Archivio Grimani dai Servi, b. 41, φ. (441r).

[21] Κάτοψη του φρουρίου του Άργους σώζεται στον Κώδικα Grimani στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών της Αθήνας με τον τίτλο Pianta del Castel dArgos (Codex Grimani, XXVIII). Το σχέδιο φέρει την υπογραφή του Francesco Vandeyk, γνωστού από την εργασία του στη σύνταξη των κτηματολογικών χαρτών της Πελοποννήσου.

[22] A.S.V, Archivio Grimani dai Servi, b. 19, φ. (138v).

[23] A.S.V, Archivio Grimani dai Servi, b. 19, φ. (137v).

[24] Βλ. Ντόκος-Παναγόπουλος, Το βενετικό κτηματολόγιο της Βοστίτσας.

[25] Γι’ αυτήν την πρακτική καταγγελίας βλ. Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σ. 117.

[26] A.S.V., Archivio Grimani dai Servi, b. 51, φ. (34) και εξής.

[27] A.S.V., Archivio Grimani dai Servi, b. 51, φ. (37).

[28] A.S.V., Archivio Grimani dai Servi, b. 51, φ. (51).

[29] Για το φαινόμενο της κοντέας βλ. Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σσ. 160-176.

[30] A.S.V., Archivio Grimani dai Servi, b. 51, πλείστες καταγραφές για τους ανωτέρω σε πολλά φύλλα του φακέλου.

[31] Μάλλιαρης, Η Πάτρα, σσ. 191-193.

 

Αλέξης Μάλλιαρης

«Bενετία – Άργος: σημάδια της βενετικής παρουσίας στο Άργος και στην περιοχή του». Διεθνής επιστημονική συνάντηση, Άργος, 11-12 Οκτωβρίου 2008. Πρακτικά, Αθήνα -Βενετία, 2010.

 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα  έγιναν από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

 Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Κιβέρι – Μύλοι – Σκαφιδάκι


 

Κατά τη Β’ Βενετοκρατία στην Πελοπόννησο οι κυρίαρχοι της χώρας για να υποβοηθήσουν την πολιτική διαχείριση της κτήσης τους και συγχρόνως να καταστήσουν αποδοτικότερη την οικονομική εκμετάλλευση του τόπου, επιχείρησαν επανειλημμένες γενικές απογραφές του πληθυσμού της. Γνωρίζουμε ότι πραγματοποίησαν τέσσερις τουλάχιστον απογραφές [1] και η πιο πετυχημένη από αυτές υπήρξε εκείνη που έφερε σε πέρας το 1700 ο Γενικός Προνοητής Πελοποννήσου (Provveditor General dell’ Armi in Regno di Morea) Φραγκίσκος Grimani.

H απογραφή αυτή, που συγκέντρωσε τα δημογραφικά στοιχεία όλων των οικισμών της Πελοποννήσου – εκτός ίσως από ελάχιστες περιπτώσεις – απόκειται στο Κρατικό Αρχείο της Βενετίας και δημοσιεύτηκε από τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο στο σημαντικότατο βιβλίο του Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου 13ος-18ος αιώνας [2]. Ο συγγραφέας του έργου, εξετάζοντας ανάμεσα στα άλλα τη διοικητική διαίρεση της Πελοποννήσου στα τέλη του 17ου αιώνα και μάλιστα σε συσχετισμό με τα στοιχεία της απογραφής του 1700, παρατήρησε [3] ότι το χωριό Κιβέρι και η εδαφική περιοχή του, που κανονικά θα έπρεπε να περιλαμβάνεται στην επαρχία ή territorio – εφεξής τεριτόριο – του Άργους, φερόταν στην απογραφή να ανήκει στο τεριτόριο του Ναυπλίου, παρόλο που βρισκόταν απέναντι από αυτό, δηλαδή στην άλλη πλευρά του αργολικού κόλπου και έτσι δεν υπήρχε εδαφική επαφή και συνέχεια μεταξύ των δύο περιοχών – του Ναυπλίου και του Κιβερίου – αφού ανάμεσά τους παρεμβαλλόταν εκείνη του Άρ­γους.

Ο Παναγιωτόπουλος θεώρησε ότι το γεγονός αυτό αποτελούσε εξαίρεση στον κανόνα της εδαφικής συνέχειας σε κάθε τεριτόριο, την οποία, όπως γράφει, είχαν καθιερώσει οι Βενετοί στη διοικητική οργάνωση της νέας τους κτήσης [4]. Διατύπωσε μάλιστα την άποψη πως δεν γνωρίζουμε από πότε χρονολογείται το γεγονός και ότι πρέπει «να ανάγεται σε ένα μακρινό παρελθόν, που μόνο η εξακρίβωση της ιστορίας του θα μπορούσε να μας φωτίσει». Ο Παναγιωτόπουλος πιστεύει ότι δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιο σύγχρονο της απογραφής θύλακο φεουδαλικού χαρακτήρα  – σωστά βέβαια αφού βρισκόμαστε στις αρχές του 18ου αιώνα – χωρίς να αποκλείει τη σύνδεση του γεγονότος με την Α’ Τουρκοκρατία, ενώ θεωρεί επίσης πολύ πιθανό να έχει σχέση με τη Φραγκοκρατία, οπότε θα ήταν προφανής η φεουδαλική του προέλευση.

Πέρα όμως από τις υποθέσεις αυτές, που δεν δίνουν απάντηση στο ζήτημα, ο ίδιος πρότεινε μία καταρχήν ερμηνεία γράφοντας ότι: «η μικρή αυτή περιοχή, το Κιβέρι, πλούσια σε χειμάρρους που κινούσαν ένα σημαντικό αριθμό αλευρόμυλων, θεωρείτο ζωτική για τον ανεφοδιασμό του Ναυπλίου, της πρωτεύουσας της χώρας, και γι’ αυτό ήταν προσαρτημένη στο δικό τον territorio» [5].

Η ερμηνεία αυτή δεν μας φαίνεται αρκετά πειστική, επειδή δεν νομίζουμε ότι η χρησιμότητα των μύλων θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τη διοικητική απόσπαση μιας εδαφικής περιοχής – εν προκειμένω του Κιβερίου – από ένα τεριτόριο και την προσάρτησή της σε άλλο. Η χρησιμοποίηση της περιοχής αυτής και των μύλων της, έστω και με τρόπο αποκλειστικό, ήταν δυνατόν να επιτευ­χθεί απρόσκοπτα και χωρίς να ληφθούν ιδιαίτερα διοικητικά μέτρα από την ανώτατη διοίκηση της Πελοποννήσου, που είχε την έδρα της στο πλησιέστατο Ναύπλιο. Σε κάτι τέτοιο θα υποβοηθούσε μάλιστα και το γεγονός ότι στο Άργος και την περιοχή του, την ίδια εποχή (γύρω στα 1700), λειτουργούσαν τριάντα αλευρόμυλοι (οι περισσότεροι από αυτούς στο Κεφαλάρι), που θα μπορούσαν να καλύψουν άνετα τις ανάγκες σε αλεσμένα σιτηρά ολόκληρης της επαρχίας του Άργους, έναντι των εννέα μόλις μύλων της περιοχής του Κιβερίου, που χρησίμευαν για να αλέθουν τα σιτηρά του Ναυπλίου [6].

Ας προσθέσουμε ότι στην άποψή μας συνηγορεί και η έλλειψη σχετικής μαρτυρίας των πηγών, οι οποίες στην πλειονότητά τους δεν αναφέρουν ότι κατά τη Β’ Βενετοκρατία αποσπάστηκε από την επαρχία του Άργους η περιοχή του Κιβερίου και προσαρτήθηκε σ’ εκείνη του Ναυπλίου. Στην πραγματικότητα μόνο η απογραφή Grimani του 1700 υπαινίσσεται ένα τέτοιο γεγονός [7]. Αντίθετα, όλες οι άλλες σύγχρονες μαρτυρίες των πηγών εντάσσουν το Κιβέρι στο τεριτόριο του Άργους: πρώτα-πρώτα στο συνοπτικό κτηματολόγιο (catastico ordinario) του Άργους του 1700, τόσο στο τοπογραφικό του σχεδίασμα (disegno), όσο και στην αναγραφή των οικισμών του, παρουσιάζουν το Κιβέρι να ανήκει στην επαρχία του Άργους [8]. Το ίδιο συμβαίνει και στην απογραφή του 1702-1703 των Συνδίκων Εξεταστών στην Ανατολή (Sindici Inquisitori in Levante), στοιχεία της οποίας διασώζονται στη δεύτερη έκδοση του έργου του Pier’ Antonio Pacifico του έτους 1704, [9] προερχόμενα από τον Βενετό τοπογράφο Giust’ Emilio Alberghetti [10]. Ας προσθέσουμε ακόμη ότι το αδημοσίευτο αναλυτικό κτηματο­λόγιο (catastico particolare) του βενετικού τεριτόριου του Ναυπλίου του έτους 1704 κε. δεν περιλαμβάνει σ’ αυτό την περιοχή του Κιβερίου [11]. Εξάλλου, σε δημοσιευμένο έγγραφο από την ίδια περίοδο της Β’ Βενετοκρατίας, που έχει σχέση με την εκκλησιαστική περιουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Πελοπόννησο αναφέρεται και το Κιβέρι Απάνου και Κάτου, χωρίς όμως να διευκρινίζεται ρητά αν ανήκει στο τεριτόριο του Άργους ή του Ναυπλίου. Ωστόσο το έγγραφο αυτό βρίσκεται καταχωρημένο μαζί με τις αναγραφές όλων εκείνων των χωριών που ανήκαν στο τεριτόριο του Άργους [12]. Τέλος, ας σημειώσουμε ότι σε δημοσιευμένο χειρόγραφο της βιβλιοθήκης Querini-Stampalia της Βενετίας, που φαίνεται να έχει και αυτό στενή σχέση με τον τοπογράφο G.E. Alberghetti, υπάρχει έμμεση αναφορά ότι το Κιβέρι ανήκε στην επαρχία του Άργους, αφού επισημαίνεται εκεί ότι στη νοτιότερη περιοχή της πεδιάδας και του τεριτόριου του Άργους υπήρχαν μύλοι ή οι Μύλοι, που αναμφίβολα ήταν εκείνοι του Κιβερίου [13].

Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι όλες σχεδόν οι πηγές της Β’ Βενετοκρατίας εντάσσουν το Κιβέρι στο Άργος και μόνο η γενική απογραφή της Πελοπόν­νησου του 1700 το τοποθετεί στο τεριτόριο του Ναυπλίου, θα πρέπει να δεχτεί κανείς πως αυτή η περιορισμένη έστω ασυμφωνία μας οδηγεί στην άποψη ότι στις αντιλήψεις και τη σκέψη των ανθρώπων που οργάνωσαν και διεκπεραίωσαν την απογραφή Grimani, θα πρέπει να έπαιξαν ρόλο κάποια πραγματικά ιστορικά συμβάντα που τους υποχρέωσαν να θεωρήσουν ως ορθή την ένταξη της περιοχής του Κιβερίου στην επαρχία του Ναυπλίου.

Ποια είναι όμως τα συμβάντα αυτά και σε ποια εποχή αναφέρονται; Για να τα εξιχνιάσουμε, θα πρέπει να μεταφερθούμε χρονολογικά προς τα πίσω και να εξετάσουμε την πολιτική ιστορία της Α’ Βενετοκρατίας γενικότερα στην Πελοπόννησο και ειδικότερα στην περιοχή του Κιβερίου.

Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Εξετάζοντας το σύστημα των κτήσεων της Βενετίας στον πελοποννησιακό χώρο κατά την Α’ Βενετοκρατία, διαπιστώνουμε ότι το Άργος με το Κιβέρι και το Ναύπλιο με το Θερμίσι περιήλθαν το 1388 στους Βενετούς με αγορά από τη Μαρία dEnghien, χήρα του Βενετού ευγενούς Πέτρου Corner. Ωστόσο, το Άργος και το Κιβέρι κυριεύτηκαν από τους Βενετούς οριστικά το 1394, επειδή, μόλις έγιναν γνωστές οι προθέσεις τους να δεχτούν την παραχώρηση της Αργολίδας, ο δεσπότης Θεόδωρος Παλαιολόγος έσπευσε να τα καταλάβει [14]. Φυσικά, τη μεγαλύτερη σημασία και πολιτική βαρύτητα είχε το Ναύπλιο [15] ως σημαντικό λιμάνι, την οποία δεν είχε το μεσόγειο και αγροτικού χαρακτήρα Άργος.

Πραγματικά, το Ναύπλιο στις βενετικές κτήσεις της Αργολίδας ήταν για το βενετικό κράτος σημαντικότατο έρεισμα τόσο από πολιτικής όσο και οικονομικής άποψης. Παράλληλα, όμως, όλες αυτές οι κτήσεις αποτελούσαν μία ενιαία και συνεχόμενη εδαφική περιοχή και έτσι μία επιμέρους μικρότερη περιοχή, όπως εκείνη του Κιβερίου, που βέβαια υπαγόταν στο Άργος και στη διοίκησή του [16], δεν είχε λόγο να αποσπασθεί διοικητικά και να εξαρτηθεί απευθείας από το Ναύπλιο, έστω και για κάποια καίρια χρησιμότητά της. Και τόσο περισσότερο μάλιστα, αφού το Κιβέρι με το κάστρο του (για το οποίο θα αναφερθούμε παρακάτω) ήταν αναγκαίο στη διοίκηση του Άργους, για να καλύπτει και να υπερασπίζεται τη νοτιοδυτική περιοχή του αργολικού κάμπου.

Όλα αυτά, όμως, είχαν κάποια ιδιαίτερη σημασία ως τον πρώτο βενετοτουρκικό πόλεμο του 1463-1479, οπότε οι επιτυχίες των τουρκικών όπλων προκάλεσαν τον ακρωτηριασμό της ενιαίας και αδιάσπαστης ως τότε εδαφικής περιοχής των βενετικών κτήσεων της Αργολίδας. Αυτό το αντιλαμβανόμαστε από τους όρους της συνθήκης ειρήνης του 1479 μεταξύ των δύο εμπολέμων, καθώς και από τις επιμέρους διορθωτικές ρυθμίσεις που ακολούθησαν στα αμέσως επόμενα χρόνια μεταξύ Βενετών και Τούρκων. Το Άργος περιήλθε στους Τούρκους και χαράχτηκαν τα σύνορα των εδαφικών περιοχών του τουρκοκρατούμενου Άργους και του βενετοκρατούμενου Ναυπλίου με τη διανομή ανάμεσά τους του αργολικού κάμπου, [17] ενώ αναγνωρίστηκε στους Βενετούς η κυριότητα του Ναυπλίου και παράλληλα σε αντιστάθμισμα της απώλειας του Άργους, αποδόθηκαν σ’ αυτούς ή παρέμειναν στα χέρια τους άλλες μικρότερες περιοχές στην Αργολίδα και την Ερμιονίδα που διέθεταν μικρά φρούρια, ακέραια ή κατεστραμμένα. Έτσι συνεχίστηκε η κυριαρχία της Βενετίας στο Θερμίσι, στο Καστρί και στο Κιβέρι [18]. Εδώ θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το Θερμίσι είχε κάστρο και παρόμοια το κοντινό του Καστρί, όπως επίσης και το Κιβέρι, που βέβαια δεν συνέπιπτε με τον σημερινό ομώνυμο οικισμό, αλλά ούτε και με το Πάνω ή το Κάτω Κιβέρι της Β’ Βενετοκρατίας.

 

Τμήμα χάρτη της Αργολιδοκορινθίας του Αντώνη Μηλιαράκη,1886.

 

Πραγματικά, το μεσαιωνικό κάστρο του Κιβερίου και κάποιος οικισμός γύρω από αυτό, όπως μαρτυρούν τα ερείπια του, [19] βρίσκονταν πάνω στον επιβλητικό βραχώδη λόφο ύψους 179 μέτρων, που δεσπόζει στην περιοχή της αρχαίας Λέρνας [20]. Σ’ αυτήν την περιοχή τα νεότερα χρόνια αναπτύχθηκε ο οικισμός των Μύλων με τα άφθονα αναβλύζοντα νερά, που κινούσαν τους υπάρχοντες εκεί νερόμυλους, ενώ παράλληλα τροφοδοτούσαν από την αρχαιότητα και τα έλη της Λέρνας [21]. Το κάστρο που κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας είχε το όνομα Chaméres ή Chamires, [22] κάποια χρονική στιγμή καταστράφηκε [23] και ο οικισμός μετακινήθηκε νοτιότερα προς την παράλια πεδιάδα, η οποία εκτείνεται ανάμεσα στους Μύλους και το σημερινό Κιβέρι. Ο νέος αυτός οικισμός, όπως και η πεδιάδα, τέθηκαν υπό τον έλεγχο Τούρκου αξιωματούχου ή γαιοκτήμονα, όπως μας επιτρέπει να υποθέσουμε η ύπαρξη ερειπίων πύργου τουρκικής κατασκευής που διασώζονται πάνω σε χαμηλό λόφο ύψους 74 μέτρων και σε απόσταση πεντακοσίων περίπου μέτρων νότια από το κάστρο του Κιβερίου [24]. Ωστόσο, κατά την περίοδο της Α’ Τουρκοκρατίας έχουμε και μία δεύτερη (και τελευταία ;) μετατόπιση του Κιβερίου ακόμη νοτιότερα, δηλαδή στο πιο νότιο σημείο της πεδιάδας και στους πρόποδες του βουνού όπου βρίσκεται σήμερα, χωρίς όμως να εξαλειφθεί αμέσως ο προηγούμενος οικισμός. Έτσι, την εποχή της Β’ Βενετοκρατίας συνυπάρχουν οι μεταγενέστεροι οικισμοί που όπως είδαμε στις πηγές αναφέρονται ως Κιβέρι Απάνω και Κάτου ή Civeri Pano-Catu. Η συνύπαρξη αυτή συνεχίζεται ως τους πρώτους μετεπαναστατικούς χρόνους, οπότε έχουμε μαρτυρία σε πηγή του 1830, όπου υπονοείται ότι υπάρχουν δύο «Κιβέρια» [25]. Ωστόσο, προς τα τέλη του 19ου αιώνα ο Αντώνιος Μηλιαράκης θεωρεί ότι ένα από τα δύο έχει παύσει πλέον να υπάρχει και καθορίζει τη θέση του ως «Παλαιοκιβέρι» [26]. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι αυτό δεν είναι άλλο από τον δεύτερο χρονολογικά οικισμό ή Πάνω Κιβέρι της Β’ Βενετοκρατίας, ενώ το Κάτω Κιβέρι συμπίπτει με τον τρίτο οικισμό, δηλαδή το σημερινό παραθαλάσσιο Κιβέρι.

 

Πύργος Κιβερίου ή Πύργος Βασιλοπούλας. Φωτογραφία: Ηλίας Αντωνάκος.
Ο πύργος αυτός ονομάζεται από τους κατοίκους της περιοχής «πύργος της βασιλοπούλας» επειδή κατά την τοπική παράδοση σε παλαιότατα χρόνια ζούσε σ’ αυτόν μία βασιλοπούλα με εξαίρετη ομορφιά (ή κατ’ άλλους με ανυπόφορη ασχήμια), η οποία είχε κατασκευάσει μία υπόγεια δίοδο από τον πύργο της ως τη θάλασσα, για να κατεβαίνει και να κάνει απαρατήρητη το μπάνιο της.

 

Πύργος Κιβερίου ή Πύργος Βασιλοπούλας. Φωτογραφία: Ηλίας Αντωνάκος.

 

Ας επιστρέψουμε, όμως, στα γεγονότα του α’ βενετοτουρκικού πολέμου. Όπως σημειώσαμε, οι Τούρκοι παρέδωσαν στους Βενετούς το 1481 το κάστρο του Κιβερίου που ήταν πια κατεστραμμένο, με τον όρο όμως να μην το επανοικοδομήσουν, αλλά να περιλάβουν στην εδαφική του περιοχή και τους υπάρχοντες εκεί μύλους [27]. Έτσι λοιπόν η περιοχή που περιλάμβανε το κατεστραμμένο κάστρο του Κιβερίου, τους μύλους και ίσως τον μεταφερμένο νοτιότερα του κάστρου οικισμό, αποκόπηκε από το Άργος – του οποίου άλλοτε αποτελούσε σημαντικό εξάρτημα – και κατ’ αυτόν τον τρόπο το Κιβέρι συνδέθηκε αναγκαστικά με το Ναύπλιο και αποτέλεσε από το 1481 τμήμα των εδαφών του. Η εξαρτημένη αυτή σχέση διατηρήθηκε ως τον τρίτο βενετοτουρκικό πόλεμο που άρχισε το 1537 και η εν λόγω περιοχή περιήλθε τελικά στους Τούρκους πριν από το 1540, [28] χρονιά που χάθηκε για τους Βενετούς το Ναύπλιο και η Μονεμβασία. Είναι προφανέστατο ότι αυτό ακριβώς το γεγονός δημιούργησε αργότερα, κατά τη Β’ Βενετοκρατία, την αμφιβολία σ’ εκείνους που διεκπεραίωσαν την απογραφή του 1700 μήπως το Κιβέρι και η εδαφική του περιοχή με τους μύλους έπρεπε να υπαχθεί στο τεριτόριο του Ναυπλίου και όχι του Άργους. [29] Φυσικά η σχετική αμφιβολία παρουσιάζεται μία μόνο φορά, ενώ μετά το 1700, όπως είδαμε, σ’ όλες τις άλλες απογραφές και κτηματογραφήσεις των Βενετών το Κιβέρι παρουσιάζεται χωρίς αμφισβήτηση να ανήκει στο τεριτόριο του Άργους. Ωστόσο, παρόλα αυτά φαίνεται ότι ποτέ δεν εξαλείφτηκε εντελώς από τη συνείδηση των ανθρώπων της Αργολίδας η άποψη ότι το Κιβέρι κατά κάποιο τρόπο ανήκε στο Ναύπλιο. Αυτό οφειλόταν όχι μόνο στην παλαιά άμεση πολιτική εξάρτηση του Κιβερίου από το Ναύπλιο, αλλά και στο γεγονός ότι πάντοτε τα σιτηρά του Ναυπλίου αλέθονταν στους μύλους του Κιβερίου, όπως θα δούμε και παρακάτω. Είναι πολύ ενδεικτικό ότι ως τη σύγχρονή μας εποχή ή τουλάχιστον ως τα τέλη του 19ου αιώνα, αν όχι ως σήμερα, οι μύλοι αυτοί αποκαλούνταν ανεπίσημα «μύλοι τον Ναυπλίου», ενώ «μύλοι του Άργους» ονομάζονταν εκείνοι του Κεφαλαρίου [30].

Σ’ αυτό το σημείο θα θέλαμε να προσθέσουμε και κάποιες άλλες μαρτυρίες από τις πηγές της Β’ Βενετοκρατίας, που αναφέρονται στις ιδιαίτερες σχέσεις του Ναυπλίου με την περιοχή του Κιβερίου, καθώς και στη χρησιμότητα και τις εξυπηρετήσεις που είχε τη δυνατότητα να προσφέρει η περιοχή αυτή στην πρωτεύουσα (όπως π.χ. ήταν η άλεση των σιτηρών κ.ά.), ασχέτως αν διοικητικά υπαγόταν στο Άργος.

Ας δούμε όμως τις σχετικές ειδήσεις των πηγών. Πρώτα-πρώτα στο συνοπτικό κτηματολόγιο (catastico ordinario) για το τεριτόριο του Άργους, που έχουμε ήδη αναφέρει, παρατίθενται τα παρακάτω στοιχεία σχετικά με το κάστρο του Κιβερίου, για το οποίο αν και ο συντάκτης του κτηματολογίου δεν χρησιμοποιεί μια τέτοια ονομασία, ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται γι’ αυτό το κάστρο. Αναφέρονται λοιπόν σε μετάφραση τα εξής: «Υπάρχει και ένα άλλο κάστρο που λέγεται Αναζήρι [31]και από πολλούς Παλαιό Άργος ή Κάστρο της Ελένης [32] για το οποίο δεν αντιλήφθηκα ότι έχουμε να κάνουμε με κάτι το αρχαίο αλλά με νεότερο κτίσμα. Βρίσκεται πάνω σ’ ένα λόφο αρκετά υψηλό και σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα. Κάτω από αυτόν το λόφο αναβλύζει νερό πολύ καλό και υγιεινό και σε τόσο μεγάλη αφθονία, ώστε κάνει να γυρίζουν διάφοροι μύλοι που υπάρχουν στην παραλία και είναι χρησιμότατοι στην πόλη του Ναυπλίου, η οποία μεταφέρει εκεί τα σιτηρά της δια θαλάσσης με βάρκες και με τον ίδιο τρόπο τα επαναφέρει στην πόλη αλεσμένα» [33].

Ας προσθέσουμε εδώ ότι με αυτή την αμφίδρομη μεταφορά σιτηρών και αλεύρων ανάμεσα στο Ναύπλιο και τους μύλους του Κιβερίου συνδέεται και μια άλλη διαδικασία εκμετάλλευσης των μύλων αυτών από μέρους του βενετικού Δημοσίου. Κατά τη Β’ Βενετοκρατία το κράτος, για να εξοικονομήσει χρηματικούς πόρους, προχωρούσε ανάμεσα στα άλλα και στην εκμίσθωση και εκχώρηση σε ιδιώτες ορισμένων αποκλειστικών δικαιωμάτων, όπως εκείνο της λειτουργίας εστιατορίων(osterie), της αλιείας ψαριών και χελιών στα διάφορα ιχθυοτροφεία της χώρας ή μέσα στο λιμάνι του Ναυπλίου ή ακόμη του μονοπωλιακού εφοδιασμού με διάφορα προϊόντα και κυρίως τρόφιμα των μεγάλων αστικών κέντρων της Πελοποννήσου κ.ά. Ανάμεσα σε όλα αυτά περιλαμβανόταν και η εκμίσθωση σε ιδιώτες του αποκλειστικού δικαιώματος της θαλάσσιας μεταφοράς προσώπων και πραγμάτων από το Ναύπλιο προς τους μύλους του Κιβερίου και αντίστροφα, όπως επίσης και του δικαιώματος της μεταφοράς σιτηρών από το λιμάνι αυτό προς τους μύλους και αλεύρων από τους μύλους προς το λιμάνι. Μάλιστα, ο ανάδοχος της ενοικίασης μίσθωνε και το αποκλειστικό δικαίωμα της πώλησης καφέ και τροφίμων στην περιοχή των μύλων του Κιβερίου και του Άργους, καθώς και της αλιείας χελιών στην περιοχή που εκτείνεται από το Κιβέρι ως τα Μαύρα Λιθάρια [34].

Εξάλλου, δεν χρησιμοποιούνταν μόνο οι μύλοι του Κιβερίου για την άλεση των σιτηρών του Ναυπλίου αλλά και οι λεγόμενοι μύλοι του Zefer ή Zafer Aga [35] ενώ παρόμοια οι Βενετοί εκμίσθωναν και το αποκλειστικό δικαίωμα της μεταφοράς των σιτηρών από την πόλη του Ναυπλίου προς τους εν λόγω μύλους. Όλες, όμως, αυτές οι ειδήσεις περί εκμίσθωσης από την κεντρική διοίκηση του Ναυπλίου κάποιων αποκλειστικών δικαιωμάτων που είχαν σχέση με τη λειτουργία των μύλων, κυρίως του Κιβερίου, μας υποχρεώνουν να δεχθούμε την άποψη ότι πραγματικά οι μύλοι αυτοί ανήκαν στο βενετικό Δημόσιο, οπότε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα επέτεινε ακόμη περισσότερο τη γενικότερη εντύπωση ότι όχι μόνο οι μύλοι ανήκαν στο Ναύπλιο αλλά συνεκδοχικά και όλη η περιοχή του Κιβερίου. Όπως είδαμε ονομάζονταν και «μύλοι τον Ναυπλίου».

Πραγματικά, είναι γεγονός ότι αν οι εν λόγω μύλοι κατά την προηγούμενη περίοδο της A’ Τουρκοκρατίας δεν ανήκαν σε χριστιανούς, όπως είναι και το πιο πιθανό, τότε κατά τη βενετική περίοδο θα πέρασαν αναμφίβολα στην κυριότητα του βενετικού Δημοσίου, οπότε θα ήταν αυτονόητη και η διαχείριση των συναφών ζητημάτων από μέρους της κεντρικής βενετικής διοίκησης του Ναυπλίου. Σ’ αυτό το σημείο είναι πολύ ενδεικτικό ότι στη νεότερη εποχή οι μύλοι του Κιβερίου ονομάζονταν και «αφεντικοί μύλοι».

Μία ακόμη παράμετρος, που ενίσχυε την άποψη ότι οι μύλοι του Κιβερίου κατά την περίοδο της Β’ Βενετοκρατίας είχαν στενή σχέση με το Ναύπλιο και την κεντρική βενετική διοίκηση που είχε την έδρα της εκεί, συνδεόταν με τη χρησιμότητα που, πέρα από τη χρήση των μύλων για την άλεση των σιτηρών, είχαν για τους Βενετούς τα άφθονα και υγιεινά αναβλύζοντα νερά της περιοχής. Έτσι, από το χειρόγραφο της βιβλιοθήκης Querini-Stampalia, που έχουμε ήδη αναφέρει, πληροφορούμαστε ότι στη νοτιότερη πλευρά της πεδιάδας του Άργους υπήρχαν οι Μύλοι, όπου υδρευόταν ολόκληρη η ναυτική Αρμάδα των Βενετών [36].

 

O οικισμός των Μύλων

 

Εξάλλου, ένα άλλο μικρό ζήτημα δημιουργείται με τη χρήση του όρου «μύλοι του Κιβερίου», επειδή τίθεται το ερώτημα αν οι μύλοι αυτοί ήταν του Κιβερίου ή των Μύλων, δηλαδή με άλλα λόγια πότε δημιουργήθηκε και έγινε αυθύπαρκτος ως ιδιαίτερο χωριό ο οικισμός των Μύλων; Για να απαντήσουμε, θα πρέπει να καταφύγουμε και πάλι στη μαρτυρία των πηγών. Έτσι διαπιστώνουμε ότι στην απογραφή Grimani του 1700, οι Μύλοι δεν περιλαμβάνονται ανάμεσα στα χωριά του Άργους αλλά ούτε και κανενός άλλου τεριτόριου. Παρόμοια, δεν αναφέρονται ούτε στο συνοπτικό κτηματολόγιο (catastico ordinario) του Άργους του 1700, για το οποίο έγινε ήδη λόγος.

 

Σκαρίφημα της περιοχής. Δημοσιεύεται στο Λαμπρόπουλος Δ. «Η Λέρνα», σελ. 41.

 

Στη σχεδόν σύγχρονη απογραφή της εκκλησιαστικής περιουσίας της Πελοποννήσου δεν συναντούμε οικισμό των Μύλων, αλλά έχουμε αναγραφή μόνο των χωριών Απάνου και Κάτου [37] Κιβέ­ρι όπως παρόμοια συμβαίνει και στην απογραφή Grimani (:Civeri Pano-Catu). Στην περιγραφή της Πελοποννήσου από τον Alessandro Pini του έτους 1703, που ήδη αναφέραμε, γίνεται λόγος για μύλους και όχι για το χωριό των Μύλων, καθώς και για τα ερείπια του Πύργου της Ελένης, δηλαδή για τα ερείπια του κάστρου του Κιβερίου και σημειώνεται εκεί ότι το πιο κοντινό χωριό σ’ αυτά είναι το Κιβέρι [38]. Οι ειδήσεις αυτές μας οδηγούν στη σκέψη ότι ο Pini αναφέρεται στον χρονολογικά δεύτερο οικισμό του Κιβερίου (μετά την καταστροφή του κάστρου) που πρέπει να ταυτιστεί με το Πάνω Κιβέρι της απογραφής Grimani. Εφόσον λοιπόν, μιλώντας για το πιο κοντινό χωριό στο κάστρο ο Pini δεν σημειώνει ως τέτοιο τους Μύλους αλλά το σχετικά πιο απομακρυσμένο Πάνω Κιβέρι, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι τότε υπήρχαν οι μύλοι αλλά δεν υπήρχε ακόμη συγκροτημένος οικισμός των Μύλων.

Ωστόσο, οι Μύλοι παρουσιάζονται την ίδια εποχή ως οικισμός αλλά μόνο στη δεύτερη έκδοση του έργου του Pacifico το 1704 και μάλιστα στο τμήμα του βιβλίου που ανήκει στον Βενετό τοπογράφο G. E. Alberghetti, όπως ήδη έχουμε επισημάνει. Εκεί σημειώνονται οι Μύλοι ως χωριό του τεριτόριου του Άργους παράλληλα με το Κιβέρι [39].

Όλα αυτά τα στοιχεία που παραθέσαμε μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι τουλάχιστον ως το 1703 περίπου δεν είχε ακόμη συγκροτηθεί ο οικισμός των Μύλων ή υπήρχε αλλά δεν είχε αποσπασθεί από το Κιβέρι.

 

Σκαφιδάκι

 

Πριν κλείσουμε τη μικρή αυτή εργασία, ας μας επιτραπεί να κάνουμε λόγο για ένα ακόμη φαινόμενο που παρατηρείται στην απογραφή του 1700 και είναι παρόμοιο με την περίπτωση του Κιβερίου. Πρόκειται δηλαδή για την ένταξη στο τεριτόριο του Ναυπλίου ενός ακόμη χωριού που κανονικά ανήκε στο τεριτόριο του Άργους, χωρίς ωστόσο η παρατυπία αυτή να επισύρει κάποια παρατήρηση τουλάχιστον από μέρους του εκδότη της απογραφής. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με το χωριό Σκαφιδάκι, που σήμερα είναι γειτονικό στα χωριά Κιβέρι και Μύλοι και ανήκει στο δήμο Λέρνας της επαρχίας Άργους. Την εποχή της Β’ Βενετοκρατίας τα πράγματα παρουσιάζονται κάπως πιο σύνθετα, όπως μας πληροφορούν οι σχετικές ειδήσεις των πηγών.

Σε έγγραφο του 1696 της λεγόμενης εκκλησιαστικής απογραφής αναφέρονται δύο Σκαφιδάκια. Το ένα από αυτά απογράφεται μαζί με την κεντρική ενορία του Αγίου Πέτρου της πόλης του Άργους και το άλλο αναφέρεται ως χωριό πάλι μέσα στο τεριτόριο του Άργους και απογράφεται μαζί με τα ορεινά ή ορεινότερα ή πιο εσωτερικά χωριά Απάνω Μπέλεσι, Κάτω Μπέλεσι, Αχλαδόκαμπος, Τουρνίκι, Μπούα, Καπαρέλι, Νεοχώρι, Καρέα, Μαλεβός, Μάζι και Βρούστι, τα οποία σύμφωνα με το έγγραφο αυτό ήταν «τα χωριά που εφημερεύει ο επίσκοπος» [40]. Στο catastico ordinario του Άργους του έτους 1700 έχουμε και πάλι αναφορά σε δύο Σκαφιδάκια [41]. Από αυτά το ένα παρουσιάζεται ως «ζευγολατιό» [42] που απογράφεται μαζί με το «borgo d’Argos», δηλαδή με την εδαφική περιοχή της πόλης του Άργους (ή πιο σωστά με τον εκτός του φρουρίου οικισμό του Άργους), ενώ το άλλο ονομάζεται Panu ή Apanu Scafidachi και κτηματογραφείται μαζί με τα χωριά Turnichi, Bua και Criovrissi καθώς και Civeri, όλα στο τεριτόριο του Άργους. Τα πράγματα αλλάζουν στην απογραφή Grimani του 1700, όπως ακριβώς είδαμε να συμβαίνει και με το Κιβέρι. Έχουμε δηλαδή και πάλι δύο Σκαφιδάκια, όπου όμως το ένα απογράφεται στο τεριτόριο του Ναυπλίου ως Calo Scafidachi μαζί με το Civeri Pavolata (=Civeri Pano-Cato), και το άλλο απλώς ως Scafidachi που παραμένει στο τεριτόριο του Άργους [43]. Το ίδιο επαναλαμβάνεται και στην απογραφή του 1702-1703 των Συνδίκων Εξεταστών στην Ανατολή, όπου αναγράφεται το Cato Scafidachi στο τεριτόριο του Ναυπλίου και το Scafidachi στο τεριτόριο του Άργους (μαζί με τα χωριά Turnichi, Sdiva, Masi, Carea, Vrusti) [44]. Θα προσθέσουμε τέλος ότι στο βενετικό αναλυτικό κτηματολόγιο του τεριτόριου του Ναυπλίου, που όπως σημειώσαμε διασώζεται στην Ακαδημία Αθηνών, [45] δεν αναγράφεται στην εδαφική περιοχή αυτού του τεριτόριου κανένας οικισμός με την ονομασία Scafidachi (με ή χωρίς προσδιορισμό Pano ή Cato) όπως είδαμε ανάλογα να συμβαίνει και με το Κιβέρι.

 

Χάρτης Νομού Αργολίδας

 

Συνδυάζοντας τις πιο πάνω ειδήσεις θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε στις εξής διαπιστώσεις: στην περίοδο της Β’ Βενετοκρατίας υπήρχαν πραγματικά στο τεριτόριο του Άργους δύο οικισμοί με το όνομα Σκαφιδάκι, δηλαδή το Πάνω και το Κάτω Σκαφιδάκι. Το τελευταίο κατά την προηγούμενη περίοδο της Τουρκοκρατίας ήταν κατά τα φαινόμενα τσιφλίκι (ζευγολατειό) Τούρκου γαιοκτήμονα του Άργους και ενδεχομένως ήταν γι’ αυτό το λόγο προσαρτημένο στην εδαφική περιοχή της πόλης. Κατά πάσα πιθανότητα, η ιδιαίτερη εδαφική περιοχή του ζευγολατειού αυτού πρέπει να συμπίπτει πάνω -κάτω με εκείνη του σημερινού πεδινού χωριού Σκαφιδάκι. Το Πάνω Σκαφιδάκι, όμως, ήταν κατά τα φαινόμενα ορεινό χωριό στο τεριτόριο επίσης του Άργους. Στις απογραφές και στις κτηματογραφήσεις των Βενετών τοποθετείται στις ορεινές αργολικές περιοχές μαζί με τα χωριά Κρύα Βρύση, Μπούα, Τουρνίκι κ.ά. Έτσι, τόσο το Κάτω όσο και το Πάνω Σκαφιδάκι ανήκαν πάντοτε στην επαρχία του Άργους και οι βενετικές μαρτυρίες ότι κατά τη Β’ Βενετοκρατία το Κάτω Σκαφιδάκι εντασσόταν στο τεριτόριο του Ναυπλίου και όχι σ’ εκείνο του Άργους, οφείλονται προφανώς στα ίδια αίτια που ίσχυσαν και στην περίπτωση του Κιβερίου: ίσως το γειτονικό σ’ αυτό [Κάτω] Σκαφιδάκι θεωρήθηκε από εκείνους που διεκπεραίωσαν τις δύο βενετικές απογραφές του 1700 και 1702-1703 ότι περιλαμβανόταν μαζί με το Πάνω και Κάτω Κιβέρι και τους μύλους στην ίδια περιοχή που άλλοτε, κατά την A’  Βενετοκρατία, είχε προσαρτηθεί στο Ναύπλιο και έπρεπε τάχα να συμπεριληφθεί πάλι στη δική του επαρχία.

Τέλος, ας προσθέσουμε ακόμη ότι αργότερα και πριν από την έλευση της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής στην Πελοπόννησο (Expédition scientifique de Marèe 1829-1830) το Πάνω Σκαφιδάκι φαίνεται ότι είχε ήδη ερημωθεί και έτσι πρέπει να το ταυτίσουμε με το Palaeo-Skaphidaki, που χωρίς αριθμό κατοίκων περιλαμβάνεται στον στατιστικό πίνακα της Expédition για τον πληθυσμό της Πελοποννήσου (Tableau statistique de la Morée), καθώς επίσης και στον Άτλαντα της Expédition, όπου χαρτογραφείται στη ΒΑ πλευρά του όρους Κτενιάς μαζί με τα χωριά Τουρνίκι και Μπούα [46]. Ο Αντώνιος Μηλιαράκης στο χάρτη του της Αργολίδας και Κορινθίας τοποθετεί και αυτός το Παλαιοσκαφιδάκι στη ΒΑ πλευρά του όρους Κτενιάς, ενώ δυτικότερά του βρίσκονται τα χωριά Κρύα Βρύση, Μπούγα, Τουρνίκι και άλλα που περιλαμβάνονταν στον άλλοτε δήμο Υσιών [47].

Από όσα εκθέσαμε ως τώρα, νομίζουμε ότι έγινε φανερό πως η περιοχή του Κιβερίου – που περιλάμβανε και την εδαφική περιοχή των σημερινών Μύλων και ενδεχομένως και εκείνη του σημερινού χωριού Σκαφιδάκι – παρά την κατά καιρούς ιδιαίτερη πολιτική και οικονομική σημασία της για το Ναύπλιο, δεν αποσπάστηκε ποτέ κατά τη Β’ Βενετοκρατία από την επαρχία του Άργους, του οποίου υπήρξε πάντοτε σημαντικότατο εξάρτημα. Η εντύπωση, την οποία σχημάτισε η πολιτική διοίκηση της Πελοποννήσου κατά τη Βενετοκρατία ότι ανήκε στο Ναύπλιο, δεν είχε σχέση με τη Φραγκοκρατία και τη φεουδαρχική οργάνωση της χώρας ούτε και με την A’ Τουρκοκρατία και τις τιμαριωτικές σχέσεις των Τούρκων κυριάρχων, αλλά οφειλόταν στις πολιτικές τύχες του Κιβερίου κατά την περίοδο της Α’ Βενετοκρατίας.

 

Υποσημειώσεις


[1] Οι απογραφές αυτές είναι: α) του Γενικού Προνοητή Ιάκωβου Corner το 1689, β) του Γενικού Προνοητή Φραγκίσκου Grimani το 1700, γ) των Συνδίκων Εξεταστών στην Ανατολή (Sindici Inquisitori in Levante) το 1702-1703 και δ) των Γενικών Προνοητών Μάρκου και Αντώνιου Loredan στο διάστημα 1708-1714.

[2] Β. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου/13ος-18ος αιώνας, Αθήνα 1985.

[3] Ό.π., σ.166.

[4] Ωστόσο, είναι συζητήσιμο αν ήταν οι Βενετοί που καθιέρωσαν κάποιον τέτοιον κανόνα, αφού τα όρια των τεριτορίων στη βενετική Πελοπόννησο ακολούθησαν πιστά εκείνα των τουρκικών καζάδων. Επιπροσθέτως, οι Βενετοί δεν αποκατέστησαν ούτε και το φαινόμενο της εδαφικής διάσπασης αν υπήρχε κάτι τέτοιο στα εδάφη κάποιου προηγούμενου τουρκικού καζά. Έτσι έχουμε την περίπτωση της εδαφικής διάσπασης, ενός τεριτόριου, την οποία συναντούμε στην επαρχία της Βοστίτσας, όπου η περιοχή της Ακράτας ήταν αποκομμένη και δεν είχε εδαφική επαφή με το υπόλοιπο τεριτόριο, επειδή ήδη από την εποχή της Τουρκοκρατίας ανάμεσά τους παρεμβάλλονταν ορεινότερα εδάφη των Καλαβρύτων, που έφταναν ως τη θάλασσα στην περιοχή της Κακής Σκάλας της σημερινής Αιγιαλείας. Η εδαφική συνέχεια στην επαρχία αυτή αποκαταστάθηκε μόλις το 1944. Κ. ΝΤΟΚΟΣ- Γ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ, Το βενετικό κτηματολόγιο της Βοστίτσας, Αθήνα 1993, σ.LXXIV.

[5] Β. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, ό.π. θα πρέπει ωστόσο να παρατηρήσουμε ότι δεν είναι ακριβές ότι οι χείμαρροι κινούσαν τους μύλους του Κιβερίου εκείνης της εποχής, αλλά άφθονα πηγαία νερά.

[6] ΕΥΤΥΧΙΑ ΛΙΑΤΑ, Αργεία γη, Αθήνα 2003, σ.118-119. Πρβλ. στο ίδιο, σ.105.

[7] Β.ΠΑΝΑΠΩΤ0Π0ΥΛ0Σ, ό.π., σ.235. Μάλιστα σ’ αυτή την απογραφή των οικισμών του Ναυπλίου το Κιβέρι εκδίδεται κατά τη δημοσίευση του εγγράφου εσφαλμένα ως Civeri Pavolata. To ορθό είναι Civeri Pano- Catu.

[8] ΕΥΤ. ΛΙΑΤΑ, ό.π., σ.25-26,111-113,117,119.

[9] P.A.PACIFIC0, Breve descrizzione corografica del Peloponneso ó Morea, Βενετία 1704, σ.115 κε.

[10] Κ. ΝΤΟΚΟΣ, Breve descrittione del Regno di Morea, Εώα και Εσπερία 1(1993)90 κε., 101 κε. Βιογραφικά στοιχεία για τον G.E.Alberghetti βλ. Β.Ε.FERRARI, Giust’Emilio Alberghetti, λήμμα στο Dizionario Biografico degli Italiani, Roma 1960, t.1, σ.629-630. Πρβλ. E.G.L.PINZELLI, Les forteresses de Moree: projets de restaurations et de damantelements durant la seconde periode venitienne (1687-1715), θησαυρίσματα 30(2000)405.

[11] Βλ. χειρόγραφο με τίτλο Catastico particolare dogni villa, e luoco del territorio di Romania fatto dordine delllllustrissimo et Eccellentissimo Signor Antonio Nani Provveditor General dellArml in Regno στο Κέντρο Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών. Πρβλ. ΕΥΤΥΧΙΑ ΛΙΑΤΑ, Το Ναύπλιο και η ενδοχώρα του από τον 17ο στον 18ο αιώνα, Αθήνα 2002.

[12] Κ.ΝΤ0Κ0Σ, Η εν Πελοποννήσω εκκλησιαστική περιουσία κατά την περίοδον της Β’ Βενετοκρατίας, Byzantlnischneugriechische Jahrbucher 21(1971-1972) 76.

[13] Κ. ΝΤΟΚΟΣ, Breve descrittione, ό.π., σ.121.

[14] Β.ΠΑΝΑΓΙΩΤ0Π0ΥΛ0Σ, ό.π. σ.20. Πρβλ Μ. ΛΑΜΠΡΙΝΙΔΗΣ, Η Ναυπλία από των αρχαιότατων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, Αθήνα 1950 (β’ έκδοση), σ.54 κε. Α.ΒΟΝ, La Morée franque, Παρίσι 1969, σ.263,275. FR.THIRIET, La Romanie vénitienne au Moyen Age. Παρίσι 1959, σ. 359.R.CESSI, Venezia e l’acquisto di Nauplia e d’Argo, Nuovo Archivio Veneto, nuova serie, 30(1915)153,155-156. Μαζί με το θερμίσι περιήλθε στοάς Βενετούς και το πολύ κοντινό του Καστρί της Ερμιονίδας, δηλ. η αρχαία και σημερινή Ερμιόνη. Πρβλ.FR.MIKLOSICH- JOS.MUELLER, Acta et diplomate graeca, Βιέννη 1865, τ.ΙΙΙ, σ.304. FR.THIRIET, Régestes des déliberations du Senat de Venise concernant la Romanie. Παρίσι 1959, τ.2, αριθ. 744,748,843,861.

[15] Την εποχή που αγοράστηκε η Αργολίδα η βενετική Γερουσία πίστευε ότι in dictis paribus et in toto duchamine non eat aliqua terra nec aliquod castrum pro defensione navigiorum, nisi terra Neapolis, que est etiam potens ad armandum duas galeas”. To απόσπασμα στον R.CESSI, ό.π.,σ.152.

[16] Ο διοικητής του Άργους έφερε τον τίτλο του Podest, ενώ εκείνος του Ναυπλίου ονομαζόταν Podest e Capetanio. CH.HOPF, Chroniques gréco-romanes inédites ou peu connues, Βερολίνο 1843, σ.382-384.

[17] FR. MIKLOSICH et JOS.MUELLER, ό.π., σ.295-298 (έγγραφο από 25 Ιαν.1479), σ.301-302 (έγγραφο από 17 Μαρτ.1480), σ.302-306 (έγγραφο από 14 Ιουλ.1480) και σ.308-309 (έγγραφο από 31 Απρ.1481).

[18] Ό.π., σ.304: «…Τα γαρ άλλα περίχωρα του ειρημένου Ναυπλίου ήγουν θερμισίου και Καστρίου και Τζιβερίου και αι αλυκαί αυτών, ει εξ αρχής Ναυπλίου ήσαν μεινάτωσαν κατά την αρχαίαν τάξιν..»

[19] Α. Β0Ν, ό.π., σ.494. Πρβλ. W.E.McLEOD, Kiveri and Thermisi, Hesperia 31(1962) 382 κε.

[20] W. EMcLEOD, ό.π., σ.382-386. A.BON, ό.π.

[21] W. E. McLE0D, ό.π .α.382. A.BON, ό.π. Πρβλ. Α. ΜΗΛΙΑΡΑΚΗΣ, Γεωγραφία πολιτική νέα και αρχαία του νομού Αργολίδος και Κορινθίας μετά γεωγραφικού πίνακος του νομού, Αθήνα 1886, σ.41, όπου σημειώνεται: «Παρά το χωρίον τούτο των Μύλων κείται η Λέρνα ως ποταμάς ή έλος…Αυτόθι δ’εκ κεφαλαρίου παρά την οδόν κειμένου, αναβλύζει αφθονώτατον ύδωρ εκ πολλών στομάτων εξ ου σχηματίζεται μικρά λίμνη, η αρχαία Αλκυονία, αμετρήτου βάθους κατά το λέγειν των κατοίκων. Το κεφαλάριον τούτο πιθανώτατα είναι η πηγή Αμυμώνη των αρχαίων» Επίσης σ.44: «…Δια του ονάματος τούτου [Λέρνα ή Λέρνη] οι αρχαίοι ωνάμαζον την ελώδη και πολύρρυτον θέσιν των Μύλων». Πρβλ. Ν.Η.ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ – Γ.ΓΑΓΑΝΗΣ, Η Αργολική πεδιός, Αθήνα 1938, σ.15.

[22] Α. ΒΟΝ, ό.π. W. EMcLEOD, ό.π.σ.383.

[23]Α. ΒΟΝ, ό.π. Η καταστροφή αυτή θα πρέπει να σημειώθηκε είτε την εποχή της βενετικής κατάκτησης του 1388-1394, είτε κατά τον πρώτο βενετοτουρκικό πόλεμο όπως είναι και το πιθανότερο.

[24] W.E.McLEOD, ό.π., σ.390-392. Α.ΒΟΝ, ό.π., σ.494, σημ.4. Ο πύργος αυτός ονομάζεται από τους κατοίκους της περιοχής «πύργος της βασιλοπούλας» επειδή κατά την τοπική παράδοση σε παλαιότατα χρόνια ζούσε σ’ αυτόν μία βασιλοπούλα με εξαίρετη ομορφιά (ή κατ’ άλλους με ανυπόφορη ασχήμια), η οποία είχε κατασκευάσει μία υπόγεια δίοδο από τον πύργο της ως τη θάλασσα, για να κατεβαίνει και να κάνει απαρατήρητη το μπάνιο της. W.EMcLEOD, ό.π., σ.390.

[25] ΙΩΑΝΝΑ ΓΙΑΝΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, Κατάλογοι κωμοπόλεων και χωρίων των επαρχιών Ναυπλίας και Κάτω Ναχαγιέ, Πελοποννησιακά 13(1978-1979)122. Πρβλ. ΕVΙ KAROUZOU, Cultures niaraicheres dans la Méditerranée. Les transformations de la plaine et de la societé argoliques (δακτυλογρ. διδακτορική διατριβή), Φλωρεντία 1995, σ.26, σημ.20.

[26] Α. ΜΗΛΙΑΡΑΚΗΣ, ό.π. , σ.41. Στο χάρτη της Αργολιδοκορινθίας, που έχει καταστρώσει, τοποθετεί το Παλαιοκιβέρι στα μέσα περίπου της απόστασης ανάμεσα στο Κιβέρι και στους Μύλους, στις εκβολές του Κωλοσούρτη και σε κάποια απόσταση από τη θάλασσα. Πρβλ. ΕVΙ KAROUZOU, ó.π.

[27] FR. MIKL0SICH et JOS.MUELLER, ό.π, σ.308-309 (έγγραφο από 31 Απρ. 1481): «περί δε του Θερμιτζίου και της αλυκής αυτού και Καστριτζίου μέστωσαν τη αυθεντία των Βενετιών αυτά δηλονότι τα ειρημένα κάστρη έστω δε τόπος αυτοίς …όσον αναγκαίως χρήζουσι II σ.309 II το δε Τζιβέριν, όπερ εστί κεχαλασμένον, έστω μεν τη αυθεντία των Βενετιών, μη κτισθήτω δε, ομοίως και όσοι μύλοι ευρεθώσιν εις την περιοχήν αυτού ήτις μέλλει γενήσεσθαι έστωσαν και αυτοί της αυθεντίας των Βενετιών…».

[28] W.Ε. ΜcLEOD, ό.π., σ.382.

[29] Βέβαια η ανώτατη βενετική διοίκηση της Πελοποννήσου είχε τη δυνατότητα να πληροφορηθεί την παλαιό εξάρτηση του Κιβερίου από το Ναύπλιο μέσω των κεντρικών βενετικών αρχείων, όπως π.χ. από τα αποκείμενα σ’ αυτό βιβλία των Commemoriali κ.ά. Ενδεχομένως τα σχετικά στοιχεία περιλαμβάνονταν και στις εντολές διοίκησης (commissioni) που παραδίδονταν στους ανώτατους επαρχιακούς Βενετούς διοικητές, όταν αναχωρούσαν από τη Βενετία, για να αναλάβουν το αξίωμά τους.

[30] Α. ΜΗΛΙΑΡΑΚΗΣ, ό.π., σ.41.

[31] Με το όνομα αυτό κατά την Β’ Βενετοκρατία συναντούμε ένα χωριό στην Ανδρούσα και ένα στην Καρύταινα Β. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, ό.π., σ.257,261,297,300,344,359. Με το ίδιο όνομα Αναζήρι φέρεται και μικροσυνοικισμός του Δήμου Άργους, Βλ. σχετικό λήμμα στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Πυρσός».

 [32] Πρβλ.W.E.McLEOD, ό.π., σ. 382-383. Σε άλλη δημοσιευμένη πηγή της Β’ Βενετοκρατίας του έτους 1703, το κάστρο του Κιβερίου ονομάζεται Torre di Elena, δηλαδή Πύργος της Ελένης, ενώ παρόμοια χαρακτηρίζονται και τα ερείπια της Γλαρέντζας στην Ηλεία. Α. ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ, Alessandro Pini ανέκδοτη περιγραφή της Πελοποννήσου (1703), Βενετία 1997, σ.47, 64.0 W.E. McLEOD μας πληροφορεί ότι συνηθιζόταν στον ελληνικό χώρο να αποδίδεται σε διάφορα παλαιόκαστρα η ονομασία κάστρο της Ελένης [του Μενελάου] ή της [Αγίας] Ελένης. Ο ΙΔΙΟΣ, ό.π., σ.383 και σημ.23, όπου και σχετική βιβλιογραφία.

[33] ΕΥΤ. ΔΙΑΤΑ, Αργεία γη, ό.π. σ.108: «Vi e altro castello detto Anasiri e da molti Argos Vechio over castel di Elena, nel qualle non ho trovato cosa alcuna d’anticho ma esser fabrica moderna, questo e situato sopra una collina assai eminente et in pocha distanza dal mare sotto della qualle scaturisce acqua in tal abbondanza che ta girare diversi mollini sitti alla spiaggia dell’mare, et e acqua tanto buona e salubre, quali riescono comodissimi alia Cittá di Napoli di Romania conducendossi il formento per acqua con barche e riconducendo in cittá la farina con le stesse».

[34] Κ. ΝΤ0Κ0Σ – Γ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ, Το κτηματολόγιο, ό.π., σ.XIV, σημ.6.

[35] Το χωριό Τζαφέραγα ήταν ένα από τα Δρεπανοχώρια. Στην εδαφική του περιοχή κατά τη Β’ Βενετοκρατία περιλαμβανόταν ο οικισμός Παλαιόκαστρο και τα ζευγολατειά (δηλ. τα πρώην τουρκικά τσιφλίκια) Σπαί και Λούζι. Τη νεότερη εποχή μετονομάστηκε σε Ασίνη και σήμερα αποτελεί το δημοτικό διαμέρισμα Ασίνης του Δήμου Ασίνης, που έχει έδρα τον οικισμό του Δρεπάνου. Κ. ΝΤΟΚΟΣ, Η εν Πελοποννήσω εκκλησ. περιουσία, ό.π., σ.85-86. Πρβλ. Αναλυτικό κτηματολόγιο (Catastico particolare) του τεριτόριου του Ναυπλίου που φυλάσσεται στο Κέντρο Ερεύνης του Μεσαίων, και Ν. Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.

[36] Κ. ΝΤΟΚΟΣ, Breve descrittione, ά.π., σ.121: «si vede in questo territorio la Campagna detta d’ArgosNella parte piu avanzata verso Mezzo-Giorno della medesima v’esistono li Molini dove tutta l’Armata Navale si serve d’acqua». Πρβλ. κάτι ανάλογο στη νεότερη εποχή, όταν «συχνά επίτηδες καταπλέοντας στο Ναύπλιον υδρεύονται [στους Μύλους] οι αγγλικοί στόλοι».Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Πυρσός», λήμμα Μύλοι.

[37] Κ. ΝΤΟΚΟΣ, Η εν Πελοποννήσω εκκλησ. περιουσία, ό.π., σ.76.

[38] Α. ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ, Alessandro Pini, ό.π, σ.47 «Dopo di Napoli di Romania si possono, passato il mare dall’ altra parte, osservare le rovine della citta di Tyrea verso i molinl; adesso quelle rovine le chiamano la Torre di Elena; la villa vicina si chiama Civeri…»

[39] Κ. ΝΤ0Κ0Σ, Breve descritlione, ó.n, σ.103. Or «Molini» που φαίνεται να αναφέρονται ως χωριό στο χειρόγραφο της Querini-Stampalia χρονολογούνται στην ίδια ακριβώς εποχή. Ό.π., σ.121.

[40] Κ. ΝΤΟΚΟΣ, Η εν Πελοποννήσω εκκλησ. περιουσία, ό.π, σ.75-76,77-78. Ο επίσκοπος αυτός κανονικά θα πρέπει να ήταν ο Άργους και Ναυπλίου. Ωστόσο, δεν αποκλείεται να πρόκειται για άλλον αρχιερέα προερχόμενο από τουρκοκρατούμενη περιοχή, ο οποίος εκείνη την εποχή να είχε καταφύγει στην «απελευθερωμένη» βενετική Πελοπόννησο και οι Βενετοί, όπως έπραξαν σε αρκετές άλλες περιπτώσεις, να του είχαν ίσως παραχωρήσει χαριστικά κάποια μονή και κτηματικά αγαθά ή μισθό και την άδεια να προΐσταται στη μονή ή να εφημερεύει σε ναό ή ναούς της πόλης ή της υπαίθρου. Κ. ΝΤΟΚΟΣ, Οι πελοποννησιακές πόλεις και η μεταστοιχείωση του πληθυσμού τους κατά τη Β’ Βενετοκρατία. Το παράδειγμα της Τριπολιτσάς, Εώα και Εσπέρια 5(2001-2003) 105- 106.

[41] ΕΥΤ. ΛΙΑΤΑ, Αργεία γη, ό.π., σ.25,26,117.

[42] Στα ελληνικά είναι η αντίστοιχη ονομασία για το τουρκικά τσιφλίκι (ciftlik).

[43] Β. ΠΑΝΑΓΙΟΤΟΠΟΥΛΟΣ, ό.π., σ.235,245.

[44] Κ.ΝΤ0Κ0Σ, Breve descrittione, ό.π., σ.103

[45] Βλ. πιο πάνω.

[46] BORY DE SAINT-VINCENT, Expédition scientifique de Morée,t.ll.tére partie, Géographie, Παρίσι 1834, σ.65, 66 (:κατατάσσονται στο Άργος Scaphidaki και Myli), σ.84, 85 (Kiveri, Tourniki, Palaeo- Scaphidaki στο Ναύπλιο). Πρβλ. Expédition scientifique de Morée, Atlas, 1831-1835, Carte de la Morée, Παρίσι 1835. M.E.PUILLON-BOBLAYE, Recherches géographiques sur les ruines de la Morée faisant suite aux travaux de la Comission scientifique de Morée, Παρίσι 1835, σ.46-47, όπου το Παλαιοσκαφιδάκι τοποθετείται κοντά στα ερείπια των αρχαίων Κεγχρεών, στο δρόμο Άργους – Τεγέας πριν από τη στροφή του για να κατέβει προς τον Αχλαδόκαμπο. Πρβλ. EVI KAR0UZ0U, ό.π., σ.26, σημ.20. Η τοποθέτηση των χωριών Παλαιοσκαφιδάκι και Τουρνίκι στο Ναύπλιο οφείλεται προφανώς σε λανθασμένες και συγκεχυμένες πληροφορίες των εντοπίων ,στις οποίες βασίστηκαν οι συντάκτες του πιο πάνω στατιστικού πίνακα. Πρβλ, ΒΟRΥ DE SAINT-VINCENT, ό.π.

[47] Α. ΜΗΛΙΑΡΑΚΗΣ, ό.π. σ.58. Ο Δήμος περιελάμβανε τα εξής χωριά: Αχλαδάκαμπος (πρωτεύουσα), Ανδρίτσα, Κρύα Βρύση, Μπούγα και Τουρνίκι Πρβλ. στο ίδιο βιβλίο το χάρτη εκτός κειμένου του νομού Αργολίδας και Κορινθίας.

 

Κωνσταντίνος Ντόκος

Καθηγητής της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας

 

Αργειακή Γη, Επιστημονική και λογοτεχνική έκδοση του Πνευματικού Κέντρου Δήμου Άργους, τεύχος 2, Δεκέμβριος, 2004.

Read Full Post »