Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Αργολίδα Μνημεία’

Αργολικός κάμποςWordsworth Christopher ( Κρίστοφερ Γουόρντσγουορθ)

 

Ο Άγγλος Christopher Wordsworth ( Κρίστοφερ Γουόρντσγουορθ) (1807-1885),  υπήρξε ένας από τους ελάχιστους περιηγητές που ήρθε στην Ελλάδα για να μελετήσει και όχι να λεηλατήσει τους αρχαίους θησαυρούς. Στα 1832 – 1833 ταξίδεψε στην Ελλάδα. Ας δούμε τις εντυπώσεις του από την περιήγηση του στην Αργολίδα.

Wordsworth Christopher

Wordsworth Christopher

Η καλύτερη θέα του Αργολικού κάμπου, στον οποίο περνάμε τώρα, είναι αυτή που έχει κανείς από την ακρόπολη – τα αρχαία χρόνια ονομαζόταν Λάρισα – του Άργους, πρωτεύουσας της Αργολίδας. Η Ακρόπολη αυτή βρίσκεται στην κορυφή ενός ψηλού και απομονωμένου λόφου, σε απόσταση περίπου έξι χιλιομέτρων από τη βόρεια ακτή του Αργολικού Κόλπου. Από εδώ ο θεατής μπορεί να παρατηρήσει τις τοποθεσίες που χάρισαν τη δόξα στο αργολικό έδαφος επί χιλιάδες χρόνια στην ιστορία και την ποίηση της Ελλάδας.

Μπροστά του, στο νότο, βρίσκεται ο όρμος στον οποίο αποβιβάστηκε ο Δαναός με τις κόρες του, ερχόμενος από την Αίγυπτο – θέμα ενός από τα πρώτα δράματα της αθηναϊκής σκηνής. Στο δυτικό άκρο του ίδιου όρμου, βρίσκεται η λίμνη Λέρνη σ’ ένα σημείο πιο κοντά στην πόλη, ο ποταμός Ερασίνος πέφτει στη θάλασσα, έχοντας διασχίσει ένα υπόγειο ρήγμα από τη βόρεια Αρκαδία, ενώνοντας έτσι τη λίμνη Στυμφαλία, από την οποία πηγάζει και ήταν το σκηνικό ενός από τους Άθλους του Ηρα­κλή, με την αργολική Λέρνη, η οποία υπήρξε επίσης μάρτυρας ενός ανάλογου άθλου του ίδιου ήρωα.

Ακόμα πιο κοντά στην πόλη από την οποία έχουμε τη θέα, ρέει ο περίφημος πο­ταμός Ίναχος, που συνδέεται με την αργολική ιστορία από τα πολύ παλιά χρόνια. Στην πραγματικότητα κατηφορίζει από τα σύνορα της Αρκαδίας· σύμφωνα όμως με τις μυθώδεις αφηγήσεις Ελλήνων ποιητών – που τους άρεσε να συνδέουν μακρινούς τόπους μεταξύ τους με ποτάμια και οι οποίοι, επομένως, δε δίσταζαν να τους αποδίδουν την πορεία που ήταν πιο πρόσφορη για έναν τέτοιο σκοπό – δεν ήταν άλλος από έναν πο­ταμό με το ίδιο όνομα, ο οποίος έρεε στην περιοχή της Αμφιλοχίας, στην ανατο­λική ακτή του Αμβρακικού Κόλπου, και ο οποίος, έχοντας αναμίξει τα νερά του με τα νερά του Αιτωλικού Αχελώου, περνούσε κάτω από τη γη και αναδυόταν σε ένα σπήλαιο στους πρόποδες του Όρους Χάον, κοντά στους νότιους πρόποδες της ακρόπολης του Άργους.

Σ’ αυτό το πλάσμα της φαντασίας, αναγνωρίζουμε τα ίχνη μιας πολύ φυσικής και όχι δυσάρεστης προσπάθειας να συνδέονται οι κάτοικοι μιας αποικίας με αυτούς της μητρικής πόλης, με συναισθηματικούς δεσμούς που, παρά την απόσταση της μίας από την άλλη, ενισχύονταν από το γεγονός ότι ζούσαν στις όχθες του ίδιου ποταμού. Οι κάτοικοι και η ονομασία του Αμφιλοχικού Άργους προέρχονταν από το Άργος της Πελοποννήσου και σύμφωνα με όσα αναφέραμε προηγουμένως, οι δύο συγγενικές πόλεις βρίσκονταν σε διαρκή συμμαχία και επικοινωνία μεταξύ τους· οι καρδιές τους ήταν δεμένες πράγματι μεταξύ τους με το ασημένιο νήμα του ίδιου ποταμού.

 

 Μυκήνες

Mycenae Gate Drawing

Mycenae Gate Drawing

 Στο βόρειο άκρο του Αργολικού κάμπου βρίσκεται η πόλη Μυκήνες. Η θέση της είναι ορατή από την Ακρόπολη του Άργους. Παραμένει σχεδόν στην κατάσταση που βρισκόταν την εποχή του Αθηναίου ιστορικού, ο οποίος από την έκταση και την κατάσταση των ερειπίων της, όπως ήταν τότε, συνήγαγε ένα συμπέρασμα σχετικά με το μέγεθος της δύναμης του οίκου των ηγεμόνων της, των Ατρειδών , σε σύγκριση με αυτήν πιο πρόσφατων δυναστειών. Ατενίζουμε με δέος μια πόλη που ήταν ερειπωμένη την εποχή του Θουκυδίδη. Αλλά και με κάποια ευχαρίστηση παρατηρούμε το ίδιο περίφημο μνημείο αρχαίας γλυπτικής, που είχε δει εκεί σε παλαιότερες εποχές ο ταξιδιώτης Παυσανίας – στην καλαισθησία και την εργατικότητα του οποίου όλα τα άτομα που αισθάνονται ένα ενδιαφέρον για τη γεωγραφία και τις αρχαιότητες της Ελλάδας είναι βαθύτατα υποχρεωμένα – το οποίο στέκεται ακόμα στις μέρες μας, όπως το περιγράφει να στέκεται στη δική του εποχή, πάνω από την κύρια και στην πραγματικότητα μοναδική πύλη, με εξαίρεση μια μικρή παράπλευρη είσοδο, της πόλης της Μυκηνών.

 Εξερευνώντας τον αρχαιολογικό χώρο αυτής της πόλης και παρατηρώντας τη δομή και τον διάκοσμο της Πύλης Των Λεόντων, στη βορειοδυτική γωνία της πόλης, νιώθουμε να γινόμαστε οι συνοδοιπόροι των δύο αυτών συγγραφέων, οι οποίοι είδαν αυτά που βλέπουμε εμείς τώρα. Ή, μάλλον, παρασυρμένοι από το ρεύμα της δικής τους πεποίθησης και ενδίδοντας στο χείμαρρο των συναισθημάτων που ωθούσαν κι εκείνους, νιώθουμε να αναγνωρίζουμε εδώ τα ίδια πράγματα τα οποία, στη φαντασία τους, έδιναν ζωή σ’ αυτόν τον τόπο σε παλαιότερους καιρούς.

Έτσι, για παράδειγμα, καθώς στεκόμαστε μπροστά στην κεντρική πύλη της πόλης των Μυκηνών, στην οποία μόλις αναφερθήκαμε, που εξακολουθεί να πλαισιώνεται από τα τείχη και τον πύργο επιβλητικής και ηρωικής λιθοδομής, με τον αρχιτεκτονικό και γλυπτό διάκοσμο των πρώτων ημερών της, φανταζόμαστε τον Αγαμέμνονα, Αρχιστράτηγο των Ελλήνων, να φτάνει μπροστά της με το άρμα του, κατά την επιστροφή του από την εκστρατεία στην Τροία τον βλέπουμε να παραδίδει τα ηνία του στον ακόλουθο του, να κατεβαίνει από το άρμα του και να πατάει το πόδι του στον λιθόστρωτο δρόμο που, σύμφωνα με την περιγραφή του δραματικού ποιητή, θα τον οδηγήσει στο ανάκτορο των προγόνων του, στην ακρόπολη, όπου ετοιμάζεται να επιστρέψει μετά από απουσία δέκα ετών. Ή ακόμα, έχουμε την αίσθηση ότι βλέπουμε τον Ορέστη, γιο του Αγαμέμνονα, να φτάνει τη χαραυγή με τον φίλο του Πυλάδη για να επισκεφτεί τον τάφο του νεκρού πατέρα του, που είδε εδώ ο Έλληνας ταξιδευτής στον οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως στη συνέχεια οραματιζόμαστε την πομπή των Παρθένων, που από το δρόμο της πόλης περνούν από την ίδια πύλη, κομίζοντας τις σπονδές και τα στεφάνια τους στον ίδιο τάφο ακούμε το θρήνο της περίλυπης Ηλέ­κτρας και είμαστε παρόντες τη στιγμή που αναγνωρίζει τον αδελφό της, τον Ορέστη, γεγονός που μετατρέπει τη θλίψη της σε χαρά.

Στην υπόγεια αίθουσα, ή Θησαυροφυλάκιο, που βρίσκεται έξω από την πόλη, όχι πολύ μακριά από την ίδια πύλη και η είσοδος του υποστηρίζεται από κίονες από πράσινο βασάλτη με υπέροχη γωνιώδη δια­κόσμηση, η ασυνήθιστη δομή και συμμετρία του οποίου προσέλκυσε την προσοχή του ίδιου Τοπογράφου και περιγράφεται από αυτόν, βλέπουμε το χώρο αποθήκευσης του πλούτου των αρχαίων βασιλέων, χάρη στον οποίο η πόλη είχε αποκτήσει τον τίτλο Χρυσές  Μυκήνες. Φανταζόμαστε αυτή την αψιδωτή αίθουσα, όπως πιθανότατα φαντάστηκε ο Παυσανίας ότι θα ήταν την εποχή του Ατρέα, στον οποίο την αποδίδει. Βλέπουμε αριστουργηματικά άρματα, που στις πλευρές τους είναι αποτυπωμένες ανάγλυφες φιγούρες ασυνήθιστης τεχνικής, να κρέμονται στους τοίχους, οι οποίοι ήταν τότε καλυμμένοι με μεταλλικά φύλλα βλέπουμε αγγεία και τρί­ποδες από ορείχαλκο και χρυσό, δώρα Ελλήνων ή Ασιατών ηγεμόνων, στοιβαγμένα στο πάτωμα περικεφαλαίες και ασπίδες, ξίφη και λόγχες, τα εμβλήματα και τα όπλα αρχαίων ηρώων – κάποιοι από αυτούς πίστευαν, ενδεχομένως, ότι ήταν έργα του Ηφαίστου ή δώρα της Αθηνάς – κρεμασμένα από καρφιά ή στημένα στη σειρά κατά μήκος των τοίχων υπάρχουν στομίδες και χαλινάρια, πολυτελείς σαγές αλόγων και προμετωπίδες από ελεφαντόδοντο χρωματισμένο από τις γυναίκες της Μαιονίας (ΣτΜ: αρχαίο όνομα της Λυδίας) και στα σεντούκια από κάτω τους υπάρχουν κεντημένοι χιτώνες και μανδύες που λάμπουν από την πορφύρα και το χρυσάφι αραχνοΰφαντα υφάσματα που έπλεξαν αρχόντισσες και ευγενείς γυναίκες του βασιλικού οίκου του Πέλοπα, του Περσέα  και του Ατρέα. Τέτοιες είναι κάποιες από τις εικόνες που θα ζωντανέψουν στη φαντασία του ταξιδιώτη, καθώς θα πατάει στο έδαφος και θα παρατηρεί τα μνημεία των Μυκηνών.

 

Ο Ναός της Ήρας

 

 

 Ολοκληρώνουμε το πανόραμα που απλώνεται μπροστά στα μάτια του θεατή από την κορυφή της ακρόπολης του Αργούς: Κοιτάζοντας προς τα βορειοανατολικά βλέπει, σε απόσταση έξι χιλιομέτρων και σε μία από τις πλαγιές των λόφων που βυθίζονται βαθμιαία από τα ανατολικά στην αρ­γολική πεδιάδα, τον αρχαιολογικό χώρο του Ηραίου, ή του ναού της Ήρας, της προστάτιδας θεάς του Άργους. Οι πελεκημένοι όγκοι της υποδομής του σώζονται ακόμα. Είναι άξιο σχολιασμού το ότι επιλέχθηκε ένα τόσο μακρινό σημείο από την ίδια την πρωτεύουσα ως τοποθεσία για το οικοδόμημα που ήταν αφιερωμένο στην προστάτιδα της θεότητα. Τόσο απομακρυσμένο, ωστόσο, όσο ο ναός της Ήρας από τα μέρη όπου σύχναζαν άνθρωποι, πάνω σ’ έναν ήσυχο και μοναχικό λόφο που τον επισκέπτονταν μόνο βοσκοί με τα κοπάδια τους, περιτριγυρισμένο από συστάδες δέντρων, μ’ ένα βουνίσιο ποταμάκι να βρέχει και τις δύο πλευρές του, με μια μακριά κορυφογραμμή ψηλών λόφων να υψώνεται πίσω του και με τον πλατύ αργολικό κάμπο να απλώνεται στα πόδια του, το ιερό αυτό οικοδόμημα ενέπνεε κάτι περισσότερο από εκείνη την ιδιαίτερη αίσθηση δέους και σεβασμού που οφειλόταν ειδικά στη μεγαλοπρέπεια και το κύρος της δωρικής θεάς, της συζύγου του Δία και βασίλισσας των θεών, παρά αν βρισκόταν σε κάποιο λιγότερο απομονωμένο σημείο ή αν ήταν εκτεθειμένο καθημερινά στα μάτια των ανθρώπων μέσα στο θόρυβο των δρόμων ή το συνωστισμό της αγοράς της ίδιας της αργολικής πρωτεύουσας.

 Ο δρόμος που οδηγεί από το Άργος σ’ αυτόν το ναό και τον οποίο μπορούμε να ακολουθήσουμε με το βλέμμα μας από το σημείο όπου φανταζόμαστε τον εαυτό μας να στέκεται τώρα, έχει αποκτήσει ένα μόνιμο ενδιαφέρον – ανάλογο με αυτό της Πεδιάδας του Πίου, στις πλαγιές του Όρους Αίτνα – από την πράξη υικής στορ­γής των δύο αδελφών, που έσυραν με τα ίδια τους τα χέρια από τις πύλες του Άργους μέχρι την είσοδο του ναού, μια απόσταση σαράντα πέντε σταδίων, την άμαξα της μητέ­ρας τους, η οποία δεν είχε άλλο τρόπο για να φτάσει σε καλή κατάσταση την ημέρα του εορτασμού και να βρεθεί με την εύθυμη παρέα των συμπατριωτισσών της που είχαν συγκεντρωθεί εκεί. Στους δύο νέους, που είχαν στεφθεί νικητές στους γυμναστικούς αγώνες, το συγκεντρωμένο πλήθος επιφύλαξε θερμή υποδοχή κατά την άφιξη τους στο Ηραίο και συνεχάρη τη μητέρα για τους γιους της και τους γιους για τη δύναμη και την αρετή τους. Η μητέρα, εκφράζοντας τη χαρά της για την ευτυχία της και για τις πράξεις των παιδιών της, πήγε στο ιερό της Ήρας, στάθηκε μπροστά στο άγαλμα της και προσευχήθηκε για τους γιους της τις μεγαλύτερες ευλογίες που θα μπορούσε να δώσει η θεά και θα μπορούσαν εκείνοι να δεχθούν. Μετά από την προσευχή της μητέρας τους και αφού είχαν προσφέρει και τις δικές τους θυσίες, τα δύο αδέλφια, εξαντλημένα από την κούραση, ξάπλωσαν μέσα στο ναό και βυθίστηκαν μαζί σ’ έναν βαθύ ύπνο, από τον οποίο δεν ξύπνησαν ποτέ. Τα αγάλματα τους έστησαν στους Δελφούς με τα ίδια τους τα χέρια οι συμπατριώτες θαυμαστές τους· και η μοίρα τους αναφέρθηκε από το σοφό Σόλωνα στον πλούσιο Κροίσο ως κατώτερη σε ευτυχία μόνο του πεπρωμένου του Αθηναίου Τέλλου.

 

Τίρυνθα – Ναύπλιο

 

 

Grecia - Rovine di Tirinto.  Χαλκογραφία σε χαρτί, επιχρωματισμός εποχής. Α. Lazzari inc.

Grecia - Rovine di Tirinto. Χαλκογραφία σε χαρτί, επιχρωματισμός εποχής. Α. Lazzari inc.

Νοτίως του Ηραίου, ή Ναού της Ήρας, και στο βορειοανατολικό άκρο του Αργο­λικού Κόλπου, χτισμένη πάνω σ’ έναν χαμηλό στενόμακρο βράχο, βρίσκεται η ξεχωριστή πόλη Τίρυνθα. Έχοντας να επιδείξει πράγματι τα αρχαιότερα ερείπια της στρατιωτικής αρχιτεκτονικής της Ελλάδας και προκαλώντας το θαυμασμό του θεατή με τις τεράστιες διαστάσεις των ακατέργαστων ογκόλιθων με τους οποίους είναι κατασκευασμένα τα τείχη και οι στοές και που προκάλεσαν ένα επίθετο για την έκφραση του θαυμασμού ακόμα και από το στόμα του ίδιου του Ομήρου – διασώζεται ως ένα εντυπωσιακό μνημείο της δύναμης ανθρώπων για τους οποίους η γραπτή ιστορία σιωπά. Ανεγέρθηκε και άκμασε σε εποχές προγενέστερες της ιστορίας και δείχνει να υπάρχει, προκειμένου να κάνει πιστευτή τη μυθολογία. Γνωρίζουμε για την Τίρυνθα μόνο ότι χτίστηκε από τους Κύκλωπες και ότι ήταν η πρώτη κατοικία του Ηρακλή.

Πιο νότια και εξουσιάζοντας την είσοδο του όρμου του Άργους, στην ανατολική πλευρά του, βρίσκεται η πόλη Ναύπλιο, που την έκανε σημαντική το επιβλητικό ύψωμα στο οποίο βρίσκεται η ακρόπολη της. Η σημασία που είχε το Άργος κατά τους ηρωικούς χρόνους, την οποία απέκτησε το Ναύπλιο κατά το Μεσαίωνα, καθώς και τα φυσικά πλεονεκτήματα της θέσης του, συνέβαλαν ώστε να διατηρήσει μια σπουδαιότητα, η οποία για πολλούς αιώνες μετέτρεψε την ονομασία του Ναυπλίου – η οποία προήλθε από το όνομα ενός από τους γιους του Ποσειδώνα – σε λέξη γνώριμη στους εμπόρους και ναυτικούς του Αρχιπελάγους.

 

Σχήμα και μορφή της Αργολικής Πεδιάδας

 

[…] Από έναν δρόμο που έχουμε ακολουθήσει και νωρίτερα κατευθυνόμαστε από τη Σπάρτη, την πόλη του Μενέλαου, στην πόλη του αδελφού του, τις Μυκήνες. Ο δρόμος από τη Ναυπλία πpos τα εκεί περνάει μέσα από την αργολική πεδιάδα, η οποία περιορίζεται από ένα καμπυλωτό φράγμα από βουνά από όλες τις πλευρές εκτός από το νότο, όπου περιβάλλεται από τη θάλασσα. Οι Μυκήνες βρίσκονται στη βόρεια κόγχη αυτής της καμπυλωτής λοφοσειράς, σε απόσταση δεκατεσσάρων χιλιομέτρων περίπου από την κορυφή του κόλπου. Γι’ αυτό και δε θα μπορούσε να επινοηθεί καταλληλότερη ονομασία από αυτήν που περιγράφει το Άργος – με την οποία εννοούμε ολόκληρη την επαρχία και όχι την πόλη – ως κοίλο και την πόλη των Μυκηνών ως χωμένη στην κώχη ή τον μυχό του Άργους. Δε φαίνεται απίθανο οι Μυκήνες να έλκουν την ονομασία τους από τη λέξη που στην αρχαία γλώσσα υποδήλωνε τον ‘μυχό’. Η πεδιάδα από την οποία περνάμε στο δρόμο μας προς τα εκεί είναι άνυδρη και γεμάτη σκόνη και έχει λίγα αντικείμενα  και που να σπάνε τη μονοτονία του γυμνού κάμπου. Δε διακόπτεται από φράχτες και τα λιγοστά σύγχρονα χωριά που είναι σκορπισμένα στην επιφάνεια του είναι μικρά και σχεδόν έρημα. Αποτελούνται, σε γενικές γραμμές, από μία χαμηλή εκκλησία, από ένα πηγάδι, του οποίου τα πέτρινα χείλη είναι βαθιά αυλακωμένα από τα σκοινιά που ανεβάζουν τους κουβάδες με το νερό, από σωρούς πελεκημένης πέτρας ολόγυρα τους και από λιγοστά αγροτόσπιτα από λάσπη, στους τοίχους των οποίων, στο τέλος του καλοκαιριού, κρέμονται για να αποξηρανθούν βλαστοί καλαμποκιού και καπνού. Η απόσταση από τη Ναυπλία μέχρι τις Μυκηνές είναι γύρω στα είκοσι χιλιόμετρα. Ο δρόμος περνάει κάτω από τον επιβλητικό βράχο νοτιοανατολικά του Ναυπλίου, πάνω στον οποίο ορθώνεται το αρχαίο οχυρό Παλαμήδι και αφήνει τα Κυκλώπεια Τείχη της Τίρυνθας, της πόλης του Ηρακλή, σε απόσταση ενάμισι χιλιομέτρου βορείως του Ναυπλίου στο δεξί χέρι. Τα ερείπια των Μυκηνών, για τα οποία έχουν δοθεί νωρίτερα κάποιες λεπτομέρειες, σε παραπάνω αναφορά, από κάποιες απόψεις είναι ασύγκριτα σε ενδιαφέρον με οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στην Ελλάδα. Η θέση τους αποτελεί ευτυχή συγκυρία· η περιοχή δεν κατοικείται και ανηφορίζει από μια άδεια πεδιάδα στον έρημο λόφο πάνω στον οποίο βρίσκονται.

 

Η Ακρόπολη των Μυκηνών

 

 Η ακρόπολη καταλάμβανε ένα ύψωμα που εκτεινόταν από τα ανατολικά προς τα δυτικά και πρόσφερε ένα πλάτωμα με μήκος γύρω στα τριάντα μέτρα και πλάτος το μισό περίπου. Δύο χείμαρροι που κατέβαιναν από τους ανατολικούς λόφους έρεαν στις βραχώδεις κοίτες τους ο ένας νότια και ο άλλος βόρεια, κατά μήκος της βάσης της Ακρόπολης και από εκεί συνέχιζαν προς τον γενικό αποδέκτη των γειτονικών βουνίσιων ποταμών, την αργολική πεδιάδα. Μπορεί να ακολουθήσει κανείς τα τείχη της ακρόπολης σε ολόκληρη την περίμετρο τους· στη δυτική πλευρά φτάνουν σε σημαντικό ύψος. Ο χώρος τον οποίο περιέκλειαν,
δηλαδή η περιοχή της ακρόπολης, καλύπτεται από τη συνήθη χλόη και τα βουνίσια φυτά του τόπου. Μόνο λίγα θεμέλια αρχαίων κτηρίων σώζονται και μία ή δύο στέρνες λαξευμένες στο βραχώδες έδαφος και επιχρισμένες με κονίαμα. Αυτή είναι η παρούσα κατάσταση της Ακρόπολης των Μυκηνών. Ήταν προσβάσιμη από δύο πύλες, μία στα βορειοανατολικά και άλλη μία στα βο­ρειοδυτικά, και μόνον αυτές. Στις αρχαίες πόλεις, οι πύλες φαίνεται ότι εθεωρούντο αναγκαία κακά, τα οποία ήταν επικίνδυνο να πολλαπλασιάζουν κι ένας μεγάλος αριθμός πυλών εθεωρείτο τιμητικός, καθώς αποδείκνυε την εμπιστοσύνη των πολιτών στη δύναμη και τη γενναιότητα τους για την υπεράσπιση τους. Εξ ου και τα επίθετα που χρησιμοποιούσαν για τη Θήβα και άλλες παρόμοιες πόλεις. Τη γραμμή των τειχών της ακρόπολης των Μυκηνών δεν την αλλοίωναν ούτε προεξέχοντες πύργοι· μόνο δύο προσεγγίσεις προς μια πυργοειδή κατασκευή υπάρχουν σε ολόκληρη την περίμετρο τους. Είναι κατάλληλα τοποθετημένες, ώστε να προστατεύουν τις δύο εισόδους για τις οποίες μιλήσαμε και προεξέχουν με τέτοιο τρόπο στη δεξιά πλευρά της κάθε πύλης, ώστε το χέρι με το σπαθί ενός επιτιθέμενου να είναι εκτεθειμένο στα βλήματα που εκτόξευαν εναντίον του οι πολιορκούμενοι από τον πύργο.

Και τα δύο αυτά σημεία είναι άξια προσοχής: η σχέση της πύλης με τον πύργο και η προβολή του δεύτερου με σκοπό την άμυνα· και από τις δύο αυτές απόψεις η κατασκευή της ακρόπολης, που βρίσκεται μπροστά μας, παρέχει μια επεξήγηση για την πολεμική αρχιτεκτονική που μας παρουσιάζει στην Ιλιάδα ο Όμηρος. Το ποίημα αυτό και τα τείχη των Μυκηνών δείχνουν να ανήκουν στην ίδια εποχή. Στην Ιλιάδα, όταν αναφέρεται κάποιος πύργος, πάντα συμπεραίνεται, πιστεύουμε, ότι κάποια πόλη γει­τονεύει μ’ αυτόν. Η Ελένη, για παράδειγμα, οδηγείται σ’ έναν πύργο ώστε να μπορεί να βλέπει από την επίπεδη κορυφή του τους Έλληνες αρχηγούς στην πεδιάδα της Τροί­ας. Την υποδέχονται εκεί ο Πρίαμος και οι Προεστοί της Τροίας, που περιγράφονται καθήμενοι στη Σκαιά Πύλη. Η Ανδρομάχη, σε άλλο χωρίο του ποιήματος, ανεβαίνει σ’ έναν πύργο για παρόμοιο λόγο· ο Έκτωρ την αναζητεί και ανταμώνουν, μαθαίνου­με, στη Σκαιά Πύλη. Η συνήθης γειτνίαση της Πύλης και του Πύργου συμπεραίνεται ότι ήταν πολύ γνωστή στους ακροατές του ποιήματος σε αυτούς και σε άλλους τόπους. Σε πόλεις όμως νεότερες από τις Μυκήνες και σε ποιήματα πιο πρόσφατα από αυτά του Ομήρου, μολονότι δεν υπάρχει ποτέ πύλη χωρίς πύργο, ένας πύργος δεν συνεπά­γεται απαραίτητα την παρουσία μιας πύλης δίπλα του.

 

 

 Η σημασία της Πύλης των Λεόντων

 

Η κύρια ή βορειοδυτική από τις δύο πύλες των Μυκηνών έχει να επιδείξει πάνω από το ανώφλι της το αρχαιότερο μνημείο γλυπτικής στην Ελλάδα. Οι δύο αυτοί ημιανάγλυφοι λέοντες είναι οι μόνοι διασωθέντες της εποχής τους. Ο μονόλιθος από πράσινο βασάλτη, πάνω στον οποίο είναι σκαλισμένοι, περικλείει όλη την ιστορία της γλυπτικής εκείνης της περιόδου. Το ποιος ήταν ο σκοπός αυτού του έργου θα ήταν άσκοπο να ερευνηθεί, μετά από τις αναλυτικές πραγματείες που έχουν αναπτυχθεί πάνω σ’ αυτό. Πιθανολογείται από τη στήλη που χωρίζει τους δύο λέοντες και από το πιθανό τελείωμα της σε μια σπειροειδή φλόγα – γιατί το επίκρανο και το επιστήλιο είναι ακρωτηριασμένα – ότι το έμβλημα αυτό ήταν ένα σύμβολο της ηλιακής λατρείας, την οποία οι Μυκήνες εικάζεται ότι αποκόμισαν από τη σχέση τους με την Περσία. Η υπόθεση αυτή είναι μάλλον τολμηρή και στηρίζεται σε αβέβαιη βάση. Ο Παυσανίας, ευαίσθητος καθώς ήταν σε τέτοια θέματα και κάπως επιρρεπής στην αναζήτηση μυστικιστικής σημασίας εκεί όπου δεν υπήρχε τέτοια πρόθεση, δε φαίνεται να έχει θεωρήσει ότι τα ζώα αυτά προσφέρουν έδαφος για την εφαρμογή μιας διαδικασίας μέσω της οποίας οι γλυπτές αναπαραστάσεις μετατρέπονται σε παπύρους θρησκευτικών ιερογλυφικών. Γι’ αυτόν ήταν απλώς λέοντες. Έτσι όπως στέκονται πάνω από την κύρια πύλη των Μυκηνών, μέσα από την οποία κατευθύνονταν προς την ακρόπολη όλοι αυτοί που ανέβαιναν από την πεδιάδα του Άργους από κάτω της, δείχνουν να υποβάλλουν μια πιο απλή υπόθεση – ότι σχεδιάστηκαν και τοποθετήθηκαν εκεί ως δηλωτικός υπαινιγμός για τον ξένο της δύναμης και του λιονταρίσιου θάρρους αυτής της πόλης, όπου ετοιμαζόταν να εισέλθει από την πύλη πάνω στην οποία στέκονταν. Έτσι αποτελούσαν εραλδικά εμβλήματα στον εθνικό θυρεό των Μυκηνών. Οι γλυπτοί σκύλοι που ήταν τοποθετημένοι στην είσοδο του Ανακτόρου του Αλκίνοου, σύμφωνα με την περιγραφή του Ομήρου, συμβόλιζαν την επαγρύπνηση με την οποία φυλασσόταν. Οι λέοντες των Μυκηνών, σε ανάλογη θέση, δήλωναν το τολμηρότερο πνεύμα που εμψύχωνε τους κατοίκους αυτής της πόλης. Η εμφάνιση επίσης του Βασιλιά των Μυκη­νών, όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας, ενέπνεε τον Τρόμο, με το λιονταρίσιο κεφάλι που κοσμούσε την ασπίδα του: το ζώο αυτό, επομένως, ήταν πιθανότατα όχι απλώς ένα αρμόζον χαρακτηριστικό, αλλά και ένα εθνικό σύμβολο της μυκηναϊκής δύναμης.

 

Άργος – Ακρόπολη – Θέατρο

 

Άποψη του Άργους 1837. F. Hevre, A residense in Greece and Turkey, London 1837.

Άποψη του Άργους 1837. F. Hevre, A residense in Greece and Turkey, London 1837.

Ένας δρόμος ξεκινάει από την αργολική πεδιάδα στα νοτιοδυτικά, ο οποίος οδηγεί στη σύγχρονη πόλη Τριπολιτσά. Η ίδια η αργολική πεδιάδα εκτείνεται από το βορρά προς το νότο σε μια έκταση δεκαπέντε χιλιομέτρων περίπου· αρχίζει στην κορυφή του κόλπου και τελειώνει στα ορεινά περάσματα που οδηγούν προς το βορρά στον Ισθμό της Κορίνθου. Το πλάτος της είναι όσο το μισό μήκος της περίπου. Οι ψηλότερες ή βορειότερες περιοχές αυτής της πεδιάδας υποφέρουν από λειψυδρία: εξ ου και το επίθετο που χρησιμοποίησε γι αυτήν ο Όμηρος, ενδεικτικό της δίψας του εδάφους της. Η χαμηλότερη περιοχή της, αντίθετα, καλύπτεται από βάλτους κατά το μεγαλύτερο μέρος του έτους και τέμνεται από το πλούσιο ρεύμα του ποταμού Ερασίνου, ο οποίος πηγάζει από ένα γραφικό σπήλαιο, παλαιότερα αφιερωμένο στον Βάκχο και τον Πάνα, κάτω από τους βράχους του Όρους Χάον, μέσα από το οποίο έχει ανοίξει το δρόμο του από την αρκαδική λίμνη Στυμφαλία. Λίγο μακρύτερα προς το νότο, στην παραλία, βρίσκονται ο βάλτος της Λέρνης και η απύθ­μενη λίμνη Αλκυονία, από την οποία μεγάλες υδάτινες ποσότητες μεταφέρονται μετά από μικρή διαδρομή μέσα στον κόλπο. Ο ποταμός Ίναχος, ο οποίος έρχεται από την υψηλότερη περιοχή της πεδιάδας, σπάνια βρίσκει το δρόμο του προς τη θάλασσα, παρά μόνο όταν φουσκώνει από κάποια πρόσφατη νεροποντή: τότε γίνεται ένας πλατύς και ορμητικός χείμαρρος.

 Η ίδια η πόλη του Άργους βρίσκεται πέντε χιλιόμετρα βορείως του κόλπου, δυτικά της χαλικώδους όχθης του’Ιναχου και σε ίση απόσταση από τη Λέρνη και τη Ναυπλία, δηλαδή εννέα χιλιόμετρα. Η Ακρόπολη της ήταν ένας κωνικός λόφος, περίπου τριακόσια χιλιόμετρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, συνδεόμενος μέσω μιας στενής λωρίδας γης με ένα χαμηλότερο πλάτωμα στα βορειοανατολικά. Ο πρώτος ήταν η παλιά ακρόπολη του Φορωνέα και ονομαζόταν με τον πελα­σγικό όρο για το φρούριο Λάρισα, καθώς και Ασπίς, εξαιτίας του κυκλικού σχήμα­τος του. Το δεύτερο, από τη στενή λωρίδα γης που αναφέραμε, ονομαζόταν Δειράς ή Λαιμός. (Στμ: στην πραγματικότητα επρόκειτο για δύο ακροπόλεις, τη Λάρισα και την Ασπίδα, ενώ Δειράς ονομαζόταν το μεταξύ τους διάσελο.) Τα κυριότερα αρχαία ερείπια του Άργους εμφανίζονται στα θεμέλια αυτής της ακρόπολης, που συνδυάζονται με έργα της σύγχρονης εποχής· οι τρεις σειρές προμαχώνων και τα τρία ξεχωριστά κάστρα, από τα οποία αποτελείται το φρούριο, είναι κυρίως βενετικής αρχιτεκτονικής.

Κάτω από την ακρόπολη, κοιτάζοντας σχεδόν νοτιοανατολικά προς την Τίρυνθα, υπάρχει ένα καλοδιατηρημένο δείγμα αρχαίου θεάτρου, του οποίου τα εδώλια είναι λαξευμένα στο βραχώδες έδαφος· ήταν μοιρασμένα σε τρεις ξεχωριστές βαθμίδες από δύο περιζώματα. Στο χαμηλότερο τμήμα του αμφιθεάτρου φαίνεται να υπήρχαν τριάντα έξι εδώλια, δεκαέξι στη δεύτερη βαθμίδα και πάνω από δεκατέσσερα στην ψηλότερη. Διαμορφώνονταν σε σφήνες από τρεις διαδρόμους. Το θέατρο αυτό διατηρείται σε τέτοια κατάσταση, ώστε είναι πολύ ευχάριστο και όχι πολύ δύσκολο να το ξαναγεμίσει κανείς με τους θεατές που συνωστίζονταν κάποτε σ’ αυτά τα έρημα τώρα εδώλια και να παρακολουθήσει με τη φαντασία του τους ηθοποιούς που κινούνταν πάνω στη σκηνή μπροστά τους· να ενδώσει, εν ολίγοις, σ’ εκείνη την ευχάριστη πλάνη που πρόσφερε τόσο μεγάλη απόλαυση στον Αργείο ευγενή του παλιού καιρού ο οποίος, όπως μας λέει ο Οράτιος, συνήθιζε να έρχεται σ’ αυτά τα εδώλια, όταν ήταν άδεια όπως είναι τώρα, και να ονειρεύεται επί ώρες ολόκληρες ότι ακούει φανταστικές τραγωδίες, ένας πανευτυχής θεατής και χειροκροτητής σ’ ένα άδειο θέατρο.

Μολονότι όμως οι παλιές δόξες του Άργους έχουν σβήσει, έχοντας αφήσει τόσο πενιχρά ίχνη πίσω τους, από τις αρχαίες κατακτήσεις του έχει καταφέρει να δανειστεί και να οικειοποιηθεί τιμές που δεν ανήκουν πλήρως σ’ αυτό. Το έτος 468 π.Χ. η γειτονική πόλη των Μυκηνών κατελήφθη και καταστράφηκε από τους Αργείους. Από τότε η ιστορία της αρχαίας έδρας του οίκου του Ατρέα συγχωνεύθηκε με αυτήν του Άργους και κατά συνέπεια γεγονότα που στην πραγματικότητα έλαβαν χώρα στις Μυκήνες έχουν μεταφερθεί από τους δραματικούς ποιητές των Αθηνών στο Άργος κι έτσι οι θεοί και οι ήρωες, καθώς και τα τείχη και οι κάτοικοι των Μυκηνών, μπορεί να πει κανείς ότι έγιναν κτήμα της νικήτριας πόλης, της ιστορίας και της μυθολογίας της οποίας αποτελούν τώρα μέρος. Συνεπής με αυτήν την αντίληψη, ο Αισχύλος, στις τραγωδίες του που συνδέονται με τις Μυκήνες, δεν έχει αναφέρει ποτέ το όνομα των Μυκηνών, παρά πάντα ονοματίζει το Άργος στη θέση τους· ενώ οι άλλοι δύο τραγικοί χρησιμοποιούν τόσο το όνομα των Μυκηνών όσο και του Άργους για το ίδιο θέμα[…].

 

Πηγές

  • Wordsworth, Christopher, «Greece : pictorial, descriptive and Historical», London, 1884.
  • Wordsworth, Christopher, «Ελλάδα:μέσα από εικόνες, περιγραφές και ιστορικά στοιχεία», Εκδόσεις Συλλογή, Αθήνα, 2008.

Read Full Post »

Αργολίδα – Γκίλφορδ Φρέντερικ Νορθ  – Frederick NorthGuilford (1766-1827)


 

Ο Φιλέλληνας, περιηγητής και ιδρυτής της Ιονίου Ακαδημίας της Κέρκυρας, λόρδος Γκίλφορν δίνει πολύ ζωντανές περιγραφές  από την περιοδεία του σε διάφορα μέρη της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας μετά το 1791.

 «Αναμφίβολα – γράφει – έχω κάποια προκατάληψη, αλλά θεωρώ ότι οι Έλληνες του 19ου αιώνα είναι πολύ ανώτεροι από εκείνους του 15ου… Η εντύπωση που υπάρχει γι’ αυτούς στη Δύση είναι πολύ λανθασμένη και ελλιπής και δεν πιστεύω ότι οποιοδήποτε άλλο έθνος στον κόσμο θα μπορούσε να κάνει τέτοια πράγματα κάτω από τόσο μακρόχρονη και φοβερή σκλαβιά».

 Ο Γκίλφορντ τονίζει την πολιτιστική διαφορά Ελλήνων και Τούρκων σημειώνοντας:

 – Τα σπίτια των Τούρκων είναι χωρίς συμμετρία και έχουν εμφάνιση αθλιότητας και παρακμής, με τοίχους από λάσπη.

– Η διαφθορά τους είναι πολύ πιο επαίσχυντη και η τυραννία τους πολύ πιο ανυπόφορη απ’ ό,τι περίμενα.

 Χαρακτηρίζει την Τριπολιτσά άθλια ενώ βρίσκει  καλοχτισμένο και καθαρό το  Άργος και το Ναύπλιο.  Ας δούμε τι γράφει για την Αργολίδα.

 

Ο κόμης του Γκίλφορδ, ελαιογραφία του Σπ. Προσαλέντη , 1882.

Φύγαμε από την Κόρινθο το βράδυ της 14ης Ιουνίου και φτάσαμε σε 3 ώρες σε ένα άθλιο χάνι, όπου περάσαμε τη νύχτα. Το επόμενο πρωί ξεφύγαμε λίγο από το δρόμο μας για να δούμε 4 δωρικούς κίονες, λείψανα ενός ναού που πιθανόν χτίστηκε από τον Αύγουστο ή τον Αδριανό, καθώς έχουν πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις από τους αρχαίους που βρίσκονται κοντά στη Νεμέα.

Έπειτα από την επίσκεψη αυτή, φτάσαμε σε 2 ώρες στα ερείπια των Μυκηνών, όπου ανακαλύφθηκε ο τάφος του Αγα­μέμνονα από το λόρδο Ελγιν και τώρα γίνονται πολλές ανασκαφές από τον πασά. Ο τάφος έχει πολύ ενδιαφέρον καθώς είναι το πιο αρχαίο μνημείο στην Ευρώπη. Είναι υπόγειος. Η είσοδος γίνεται από μια μεγάλη αιγυπτιακή πόρτα που στενεύει προς τα πάνω και καλύπτεται από μια πέτρα που έχει μήκος 7,5 μ., πλάτος 5,5 μ. και ύψος 1,8 μ. Στο εσωτερικό ο τάφος είναι θολωτός με βάση έναν κύκλο διαμέτρου 13 μ. Κοντά σ’ αυτόν ο πασάς ανοίγει έναν άλλο παρόμοιας κατασκευής, αλλά όχι τόσο μεγάλο.

 

The Citadel of Mycenas. George Newenham Wright, 1841.

 

Η ακρόπολη των Μυκηνών βρίσκεται σε μικρή απόσταση απ’ αυτόν. Υπάρχουν ίχνη των τειχών και η πύλη με ένα ανάγλυφο ενός κίονα με δύο λιοντάρια σε όρθια στάση. Τα κεφάλια τους είναι σπασμένα, αλλά φαίνεται ότι ήταν τόσο κακοφτιαγμένα που θα μπορούσα να φανταστώ ότι έχουν τοποθετηθεί εκεί από τους κόντηδες του Άργους του 14ου αιώνα, αν δεν αναφέρονταν από τον Παυσα­νία. Γευματίσαμε στην εξοχική κατοικία ενός Τούρκου ευγενούς, περίπου ένα μίλι από τις Μυκήνες, και μετά προχωρήσαμε έξι μίλια διά μέσου μιας πλούσιας και όχι άσχημα καλλιεργημένης πεδιάδας, πάνω από την ξερή κοίτη του Ινάχου (που ήταν ξερή από την εποχή του Παυσανία) προς το Άργος.

Άργος. Άποψη της Λάρισας από το λόφο της Δειράδας 1810.

Άργος. Άποψη της Λάρισας από το λόφο της Δειράδας 1810.

 Η φημισμένη αυτή πόλη έχει ακόμη 6.000 χιλιάδες κατοίκους και δεν είναι ούτε βρόμικη ούτε άσχημα χτισμένη για τα δεδομένα μιας τουρκικής πόλης. Καταλύσαμε στο σπίτι ενός διακεκριμένου γιατρού της περιοχής, που λεγόταν κυρ Χριστόδουλος Σεβαστός, ο οποίος διαθέτει μια καλά επιλεγμένη βιβλιοθήκη με βιβλία που συγκέντρωσε στην Ιταλία. Μείναμε εκεί μία μέρα, για να ξεκου­ραστούμε, και πήγαμε να δούμε τις αρχαιότητες, που είναι τα ερείπια ενός μεγάλου πλίνθινου ναού, πιθανόν ρωμαϊκής κατασκευής, και ένα εγκαταλειμμένο πλακόστρωτο. Ο πασάς κάνει εκεί ανασκαφές και έχει βρει μερικά σημαντικά πράγματα στην περιοχή. Από τότε που οι Βενετοί εγκατέλειψαν τον Μοριά με τη συνθήκη του Πασάροβιτς στις αρχές του περασμένου αιώνα, έχει χτιστεί στο Άργος ένα ωραίο τζαμί και ένα τουρκικό σχολείο απέναντι του, το οποίο πήγαμε να δούμε κατά την επιστροφή από την επίσκεψη στο σπίτι του κυβερνήτη. Είναι χτισμένο γύρω από μια αυλή με ένα περιστύλιο, όπου ένας τρελός δερβίσης διάβαζε σε μερικά αγόρια που τον κορόιδευαν. Δεν ήταν όμως ένας κανονικός ιερέας.

 Από το Άργος ξεκινήσαμε περίπου στις πέντε την Κυριακή το πρωί και αφού διασχίσαμε το όρος Αρτεμίσιο, από έναν υποφερτό δρόμο, φτάσαμε εδώ περίπου στις έξι το απόγευμα (εννοεί στην Τρίπολη).  Η απόσταση είναι 30 μίλια και στο δρόμο κάναμε δύο στάσεις. Περίπου δύο μίλια από την πόλη συναντήσαμε το δραγουμάνο και γραμματέα του πασά με μια πολυπληθή συνοδεία και μερικά υπέροχα άλογα, ένα από τα οποία με επίχρυσο κασά, ίππευσα για μισό μίλι σε πλήρη καλπασμό και οι νεαροί φίλοι μου δήλωναν ότι δεν ήμουν τόσο καλός ανταγωνιστής και δεν έδειχνα σημάδια της εξαιρετικής τόλμης που γέμιζε την ευγενή ψυχή μου. Αντάλλαξα πάντως το πολεμικό μου άτι με ένα ήμερο άλογο, από εκείνα του δραγουμάνου, με το οποίο ίππευσα ήρεμα μέχρι την πόλη.

 Φύγαμε από την Τρίπολη την Πέμπτη 5 Ιουλίου και φτάσαμε το βράδυ στην  αρχαία Λέρνα, που λέγεται τώρα Μύλοι του Άργους, όπου μας πρόφτασε ο Απόστολος Καψά­λης, γραμματέας του βεζίρη Βελή πασά, ο οποίος είχε έρθει μαζί μας από τη Μάλτα και σκόπευε να μας συνοδεύσει μέχρι το μέρος της επιβίβασης μας σε πλοίο.

Κρατσάιζεν Καρλ - Το Παλαμήδι με ένα τμήμα του Ναυπλίου.

Κρατσάιζεν Καρλ – Το Παλαμήδι με ένα τμήμα του Ναυπλίου.

 Περίπου στις 8 το βράδυ μπήκαμε σε ένα καΐκι για να περάσουμε τον Αργολικό κόλπο και φτάσαμε τα μεσάνυχτα στο Ναύπλιο. Πήγαμε αμέσως σε ένα πολύ καλό σπίτι κοντά στο μόλο, μέσα στην πόλη, που ανήκε στο δρα Γιακόμπη, έναν Έλληνα γιατρό, που είχε υπηρετήσει στο στρατό μας στην Αίγυπτο. Κοιμηθήκαμε εκεί και το άλλο πρωί πήγαμε να δούμε την πόλη, που ίσως είναι η  πιο καλοχτισμένη και καθαρότερη από όσες έχουμε δει στην Τουρκία, και σε πολύ όμορφο μέρος. Ήταν ο τόπος διαμονής του Βενετού διοικητή και ένα μέρος αξιόλογου εμπορίου, αλλά τώρα έχει μόνο πολύ λίγους κατοίκους και αυτοί είναι κυρίως Τούρκοι. Οι Βενετοί είχαν φτιάξει μια πολύ ωραία προβλήτα στην παρα­λία, αλλά τώρα είναι τόσο ρηχά τα νερά, που δεν μπορούνε να πλησιάσουν πλοία με φορτία. Υπάρχουν πολύ λίγα λείψανα της αρχαιότητας, αλλά πολλά από τα κτίρια που χτίστηκαν από τους Βενετούς, τα οποία ο γιατρός μας, που μίλαγε γαλλικά μαζί μας τα οποία είχε μάθει στη Γερμανία, τα θεωρούσε πολύ παλιά και μας δημιούργησε σύγχυση για κάμποσο καιρό, κα­θώς παρατήρησα ότι έμοιαζαν πολύ νεότερα από τα ελληνικά ερείπια.

 Φεύγοντας από την πόλη, περάσαμε από ένα σπίτι όπου μερικές Τουρ­κάλες χαίρονταν για μια περιτομή. Μας πειράζανε από τα παράθυρα και ανταλλάσσαμε αστεία χωρίς να μας διακόψει κάποιος από τους άντρες συ­νοδούς που στέκονταν στην πόρτα του κήπου. Όλες φορούσαν βέλο.

 Περίπου 2 μίλια από το Ναύπλιο βρίσκονται τα τείχη της αρχαίας Τίρυνθας, της πόλης του Ηρακλή, η οποία ήταν ερειπωμένη στην πιο ακμαία εποχή της Ελλάδας και ακόμη παραμένει στην ίδια κατάσταση, μια συλλογή από τους μεγαλύτερους και ωραιότερους ογκόλιθους που θα μπορούσαν να βρεθούν. Διασχίσαμε μια απόσταση περίπου 20 μιλίων σε μια ακαλλιέργητη περιοχή χωρίς δάση, αλλά κατάφυτη από αρωματικούς θάμνους, μέχρι το Λιγουριό, ένα μικρό ελληνικό χωριό όπου κοιμηθήκαμε, και το επόμενο πρωί είδαμε τα απομεινάρια του παλαιού ναού του Ασκληπιού, που επεκτάθηκε και διακοσμήθηκε από τους Ρωμαίους, και ένα όμορφο θέατρο, δουλειά του Πολύκλειτου, περίπου 2 μίλια από το Λιγουριό και 5 από την Επίδαυρο. Προχωρήσαμε προς τη θάλασσα, όπου επιβιβαστήκαμε σε μια μικρή βάρκα μετά το δείπνο και φτάσαμε νωρίς το πρωί με φόρτσα κουπί στο νησί Αίγινα.

  

Πηγές

  •  Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Περιηγητές ΧΙΙ», τεύχος 199, 21 Αυγούστου 2003.
  • « Τα ταξίδια του λόρδου Γκίλφορδ στην Ανατολική Μεσόγειο», Ελένη Αγγελομάτη – Τσουγκαράρη,  Αθήνα,  2000, Ακαδημία Αθηνών.

Read Full Post »

Κεγχρεαί – Πυραμίδα του Ελληνικού (Σ. Κ. Προφαντόπουλου,1895)

 

Από το βιβλίο του  Σ. Κ. Προφαντόπουλου, «Αρχαία μνημεία Ναυπλίας και Άργους», που κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1895 αναδημοσιεύουμε  απόσπασμα, το οποίο αναφέρεται στην Πυραμίδα του Ελληνικού. Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον κείμενο, που εκτός των άλλων μας δίνει και μαρτυρίες των βοσκών για την  πυραμίδα και τα αρχαία που βρέθηκαν κοντά της.

Πυραμίδα του Ελληνικού. Σχέδιο εκ του φυσικού H. Belle, Paris 1881

Πυραμίδα του Ελληνικού. Σχέδιο εκ του φυσικού H. Belle, Paris 1881

Από του ναού τού Κεφαλαρίου βαδίζοντες παρά τούς πρόποδας τού βουνού προς το ΝΔ μέρος φθάνομεν μετά πορείαν ημισείας ώρας εις το χωρίον Ελληνικό. Το χωρίον τούτο συνίσταται εκ 30 περίπου καλυβών διεσπαρμένων επί των κλιτύων του βουνού και κατοικείται υπό ποιμένων εκ Τουρνικίου, παραχειμαζόντων ενταύθα, παρά το χωρίον τούτο εις βραχίων τού βουνού διευθύνεται προς την θάλασσαν και σχηματίζει γωνίαν ούτως, ώστε αποκλείει την θέαν της δυτικής παραλίας τού Αργολικού κόλπου· εντός της γωνίας ταύτης είναι λόφος μεμονωμένος, επί της κορυφής τού οποίου ευρίσκεται ή πυραμίς των Κεγχρεών, ήτις υπό των χωρικών καλείται Καστράκι. Η βάσις της πυραμίδος έχει σχήμα ορθογωνίου τετραπλεύρου,  ου το μήκος είναι περίπου 15 μέτρα, το δε πλάτος 12, επομένως ο χώρος, όν κατέχει ή πυραμίς, είναι  180 τετραγωνικά μέτρα· εν τη ανατολική πλευρά είναι η είσοδος, δι’ ής εισερχόμεθα εις στενόν διάδρομον, έχοντα πλάτος 1,10- εν τω στενώ διαδρόμω δεξιά ευρίσκομεν θύραν, δι’ ής εισερχόμεθα εις το εσωτερικών δωμάτιον της πυραμίδος, τούτο έχει σχήμα τετραγώνου και διαιρείται εις δύο μέρη, ή εξωτερική θύρα και ο διάδρομος φαίνονται ότι εσκεπάζοντο άνωθεν διά προεξοχής των επικειμένων λίθων,  καθώς αι σύριγγες της Τίρυνθος.

 Τα θεμέλια της πυραμίδος ενιαχού αποτελούσι λίθοι αυτοφυείς, έφ’ ών κείνται άλλοι πολυγωνικοί, αι δε εσωτερικαί επιφάνειαι των τοίχων υψούνται καθέτως μέχρι τινός, ενώ αι εξωτερικαί εκ των θεμελίων έχουσι κλίσιν προς τα ένδον και φαίνονται οι τοίχοι ότι τείνουσι να συναντηθώσιν εις το εσωτερικόν των δωματίων, καθώς και εις τους ειρμούς των λίθων, ευρίσκομεν αμμοκονίαν, το μέγιστον ύψος της πυραμίδος, καθώς ευρίσκεται σήμερον, είναι 5&1/2  μέτρα, αι τρείς πλευραί μέχρι τριών μέτρων ύψους διατηρούνται καλώς, ενώ η δυτική είναι σπουδαίως βεβλαμμένη, ή δε προς νότον πλευρά είναι πλατυτέρα των άλλων.

 Εις παλαιοτέραν εποχήν, καθώς βεβαιούσι γέροντες ποιμένες, ή πυραμίς αύτη ήτο άβλαβης και σώα, άλλ’ αφηρέθησαν εξ αυτής λίθοι, τούς οποίους μετεχειρίσθησαν εις τας ασβεστοκάμινους, επί τέλους οι ποιμένες κατά το ειωθός ενέπρησαν τους πέριξ θάμνους και τα δένδρα χάριν τού χόρτου προς τροφήν των ποιμνίων,  αφού λοιπόν το έδαφος απεψιλώθη, οι άσβεστοποιοι μη ευρίσκοντες καύσιμον ύλην δεν επανήλθον ενταύθα, και ούτως η πυραμίς εσώθη.

 Οι χωρικοί βεβαιούσιν ότι κατά τας ανασκαφάς, αίτινες εγένοντο εκτός της πυραμίδος, ένθα φαίνε­ται σωρός χώματος, ευρέθησαν αρχαιότητες, άλλα τας απέκρυψαν, οι δε εργάται πεισθέντες διά χρημάτων ετήρησαν το γεγονός μυστικόν. Ο προορισμός του κτιρίου τούτου είναι άγνωστος, φαίνεται πιθανώτερον ότι ήτο πολυάνδριον των Αργείων. Ενταύθα πιστεύεται ότι έκειτο ή πολίχνη Κεγχρεαί, ήτις κατά την μαρτυρίαν των αρχαίων ήτο οχυρά και ευρίσκετο παρά την οδόν την άγουσαν εξ Άργους εις Τεγέαν άλλοι όμως αμφισβητούσι τούτο φρονούντες ότι αι Κεγχρεαί έκειντο νοτιώτερον της θέσεως ταύτης, ένθα σήμερον είναι το Παληοσκαφιδάκι, διότι ενταύθα βλέπομεν πολλά αρχαία ερείπια, εν οίς συντρίμματα μαρμάρινων κιόνων, δύο κίονας εκ μέλανος μαρμάρου και τείχη πολυγωνικά.

 

Πηγή

  •  «Αρχαία μνημεία Ναυπλίας και Άργους», Υπό Σπυριδ. Κ. Προφαντοπούλου. Εν Αθήναις: Εκ του Τυπογραφείου των Καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου, 1895.

Read Full Post »

Armstrong, Isabel J.  Το πέρασμα από το Άργος

 

Η Αγγλίδα Ιζαμπέλ Άρμστρογκ με μια φίλη της περιηγήθηκαν στην Ελλάδα περίπου το 1886. Να, πως περιγράφουν το πέρασμά τους από το Άργος στο βιβλίο τους*, «Two roving Englishwomen in Greece»  (Δύο Αγγλίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα), by Isabel J. Armstrong. London, 1892.

 

 

Αρχαίο Θέατρο Άργους, E. Rey 1843

Αρχαίο Θέατρο Άργους, E. Rey 1843

Μετά διασχίσαμε τον κάμπο πηγαίνοντας προς το Άργος, μια αρκετά μεγάλη πόλη, με ένα «μουσείο» ενός δωματίου όπου υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα ανάγλυφα, δοχεία, κεραμικά, κορμοί αγαλμάτων και θραύσματα παντός είδους. Οι ακαμάτηδες της γειτονιάς συνέρρευσαν, ολοφάνερα με την εντύπωση ότι οπωσδήποτε κάποια αντικείμενα ενδιαφέροντα βρίσκονταν στο μουσείο εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή. Συνεχίσαμε το δρόμο μας προς ένα σημαντικό Ρωμαϊκό ερείπιο, βρήκαμε τυχαία το μερικώς ανασκαμμένο θέατρο πίσω του, αλλά στην παρούσα κατάσταση του δίνει μία πολύ φτωχή εντύπωση του μεγέθους του, διότι ήταν ικανό να χωρέσει 20.000 θεατές ωστόσο 10.000 λιγότερους απ’ ότι το θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα. Κοιτάξαμε ψηλά στη Λάρισα, την Ακρόπολη του Άργους, απ’ την κορυφή της οποίας πρέπει να υπάρχει μία πάρα πολύ ενδιαφέρουσα θέα του Κόλπου της Ναυπλίας και ολόκληρου του Αργολικού κάμπου, αλλά ήταν πολύ αργά για να επιχειρήσουμε την ανάβαση, και καθώς οι βραδινές σκιές έπεφταν γρήγορα, στρέψαμε τα κεφάλια των αλόγων προς τα νότια, αψηφώντας το σκοτεινό βράχο του κάστρου Λάρισα να ξεχωρίζει πάνω απ’ το ωραίο Άργος λουσμένο στην περικαλλή ομίχλη.

 

 

Υποσημειώσεις

 

Δρομολόγιο: Patras, Olympia, Andritsaena, Krestena, Phigaleia, Sikyon, Corinth, Mykenae, Argos, Nauplia, Epidauros, Tiryns, Athens, Volo, Larissa, Meteora, Khalkis.

 

* Eικονογράφηση: (τοπία ,αρχαιότητες ,άλλα θέματα).

 

Πηγές

  • Isabel J. Armstrong, «Two roving Englishwomen in Greece», London, 1892.

  • Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών/ ΕΙΕ.

  • Περιοδικό Ελλέβορος « Πρώτο Αφιέρωμα στο Άργος»,  τεύχος 11, 1994.

Read Full Post »

William Haygarth

 

 

 

Μυκήνες. Λιθογραφία του Α. Joly, σχέδιο Haygarth William. (Γεννάδειος Βιβλιοθήκη)

Μυκήνες. Λιθογραφία του Α. Joly, σχέδιο Haygarth William. (Γεννάδειος Βιβλιοθήκη)

Γιος γιατρού, συμφοιτητής του Βύρωνα στο Trinity College, o λογοτέχνης και ζωγράφος W. Haygarth (1782-1825/30), ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1810 την περιήγησή του προς τις ελληνικές γαίες και έφυγε πλημμυρισμένος εντυπώσεις τον Ιανουάριο του 1811. Φορτισμένος με το αρχαιόφιλο πνεύμα της εποχής του, από το αγγλικό περιβάλλον των γραμμάτων και των Τεχνών, και πιο πλούσιος με το φιλελληνικό συναίσθημα, που αποκόμισε μετά τη δυσκολοτάξιδη εμπειρία του στον ελλαδικό χώρο, συνέθεσε ένα μοναδικό έργο, ποιητικό και εικαστικό,

Greece a poem in three parts; with notes, classical illustrations, and sketches, of   the scenery, by William Haygarth, Esq. A. M. London: printed by W. Bulmer and Co., Cleveland-Row; and sold by G. and W. Nicol, Booksellers to His Majesty. Pall Mall, London, 1814, όπου καταφέρνει να περιγράψει το ελληνικό τοπίο και περίλαμπρες αρχαιότητες σε πολύ πετυχημένες συνθέσεις, μη παραλείποντας και τα ηθογραφικά στοιχεία.

 

 

 

Μυκήνες. Haygarth, William (ζωγράφος) & C. Turner (χαράκτης) 1.5.1814, χαλκογραφία επιχρωματισμένη, 17,5 x 25,5 εκ. (Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών Βούρου-Ευταξία)

Μυκήνες. Haygarth, William (ζωγράφος) & C. Turner (χαράκτης) 1.5.1814, χαλκογραφία επιχρωματισμένη, 17,5 x 25,5 εκ. (Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών Βούρου-Ευταξία)

Τα Ιόνια νησιά, η Ηπειρος, η Πίνδος, η Στερεά Ελλάδα, η Αττική και ο Σαρωνικός, καθώς και η Πελοπόννησος* είναι οι τόποι της περιοδείας του. Οι δύο χιλιάδες τετρακόσιοι περίπου στίχοι του ποιήματός του, που γράφηκαν κυρίως στην Αθήνα, με λεπτομερή σχόλια και παραπομπές, το ημερολόγιό του αλλά και οι εκατόν είκοσι ακουαρέλες καθώς και τα σχέδιά του τον καθιστούν μια από τις πιο ενδιαφέρουσες περιηγητικές μορφές. «Διακινδύνεψε στο στιχούργημα την πρόβλεψη για την ηθική αναγέννηση της Ελλάδας», γράφει ο ίδιος, και το ρομαντικό ύφος με αναπολήσεις, προεκτάσεις και λυρικά στοιχεία σε συνδυασμό με ρεαλιστικά και φανταστικά δεν απουσιάζουν ούτε από τη γραφίδα του ούτε απο τον χρωστήρα του. «Περήφανο μνημείο, παλαιάς μεγαλοπρέπειας», αναφωνεί για το Θησείο, «η νιότη σου είδε τη φήμη της χώρας σου», τα γηρατειά σου την αγωνία της».

 

 

 

 

Υποσημείωση

 

 

*Δρομολόγιο: Suli, Pindus, Thessaly, Thermopylae, Parnassus, Delphi, Thebes, Athens, Marathon, Aegina, Nauplia, Argos, Mycenae, Arcadia, Laconia, Sparta, Achaia, Corinth.

 

Πηγές

  • ΞΕΝΟΙ ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ( 15ος – 20ος αιώνας). Το Ανθολόγιο των χρονικών των Ξένων Περιηγητών – (Συλλογή Δ. Κοντομηνά) στηρίζεται στον κατάλογο της Εκθεσης (16 Μαΐου – 16 Ιουνίου 2005) με τίτλο «Ανάδυση και η Ανάδειξη Κέντρων του Ελληνισμού στα Ταξίδια των Περιηγητών (15ος – 20ος αιώνας)».
  • Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών/ ΕΙΕ.
  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Περιηγητές VΙΙΙ», τεύχος 146, 8 Αυγούστου 2002.

 

Read Full Post »

Μυκήνες. Συλλογή: Νίκος Κατσαρός – Afisorama

Μυκήνες. Συλλογή: Νίκος Κατσαρός – Afisorama

Read Full Post »

Αγελάδας

 

 

Ονομαστός Αργείος γλύπτης. Εργάστηκε εξήντα περίπου χρόνια και άκμασε το 520- 480 π.Χ.. Εργαζόταν αποκλειστικά το χαλκό, και στη σχολή του έρχονταν όλοι οι περίφημοι γλύπτες από μακρινές χώρες για να τελειοποιηθούν.  Ο Αγελάδας είναι ο δάσκαλος των φημισμένων γλυπτών της αρχαιότητας Μύρωνα, Πολυκλείτου και Φειδία, για τον οποίο αναφέρεται και το επίγραμμα:

 

«Φειδίας ο περίθρυλος ο Αττικός ο πλάστης

ο γεγονώς και μαθητής Γελάδου του Αργείου».

 

 

Έργα του Αγελάδα

 

 

  • Κατασκεύασε άγαλμα του Ανόχου του Ταραντίνου, γιου του Αδαμάτα, ο οποίος νίκησε στο στάδιο και στο δίαυλο στην 65η Ολυμπιάδα.
  • Άγαλμα του Κλεοσθένη ο οποίος νίκησε στην 66η ολυμπιάδα με το άρμα του και τον ηνίοχο. Πάνω του είχαν γραφεί και τα ονόματα των αλόγων, Φοίνιξ και Κόραξ  και από τις δυο μεριές κοντά στο ζυγό, Κνακίας στα δεξιά και Στάμος στ΄ αριστερά. Πάνω μάλιστα στο άρμα υπήρχε και το ακόλουθο ελεγείο: Κλεοσθένης μ΄ ανέθηκεν…καλόν αγώνα Διός.
  • Το άγαλμα του Τιμασίθεου, που νίκησε στην 68η Ολυμπιάδα δύο νίκες στο παγκράτιο στην Ολυμπία και τρεις στα Πύθια (Παυσ.  6,8,6 Τιμασίθεος ανάκειται…ανηρημένος Πυθοί).
  • Το άγαλμα του Διός Ιθωμάτα που κατασκευάστηκε για χάρη των Μεσσήνιων οι οποίοι μετά την πτώση της Ιθώμης αποίκησαν τη Ναύπακτο στην 81,2 ολυμ.( Παυσ. 4,33,2).
  • Χάλκινα αγάλματα που κατασκευάστηκαν για χάρη των Αιγιέων. Παριστάνουν το βασιλιά των θεών Δία σε παιδική ηλικία και τον Ηρακλή χωρίς γένι.  Επειδή οι Αιγιείς έχουν κάποια παράδοση σύμφωνα με  την οποία ο Δίας ανατράφηκε στο Αίγιο από κάποια κατσίκα, [σελ. 256] τον παριστάνουν σαν παιδί. Και παλαιότερα, βέβαια, διάλεγαν από τα παιδιά το πιο όμορφο να  ΄ναι ιερέας του Δία. Όταν όμως γινόταν έφηβος, η τιμή πήγαινε σε άλλον. Αργότερα όμως τα ίδια  εκλέγονταν ιερείς και τα αγάλματα παρέμεναν στα σπίτια τους. Επειδή όμως και η Ιθώμη είχε όμοια παράδοση σχετικά με το Δία, υπάρχει αυτή  η καταπληκτική ομοιότητα του Ιθωμάτη Δία και του Δία στο Αίγιο.
  • Το άγαλμα του Αλεξίκακου Ηρακλή στη Μελίτη, δήμο της Αττικής. Εδώ ο ήρωας μυήθηκε στα μικρά μυστήρια και είχε ξακουστό ναό και ιερό. Το ιερό ιδρύθηκε στη διάρκεια του μεγάλου λοιμού για να δηλωθεί ότι η αρρώστια έπαψε, αφού κατάστρεψε πολλούς ανθρώπους, στην 87, 2 ολυμπιάδα, δηλαδή το 429 . (σχόλ. αριστ. βάτραχ. 501). Το άγαλμα του Ηρακλή στη Μελίτη μνημονεύει και ο Τζέτζης (chil. 8. 192). Γελάδου του Αργείου…Ηρακλέα. πρβλ.  de Hercule Attico από τον Dettmer.
  • Το άγαλμα της μούσας στο Άργος  κρατώντας βάρβιτο, ανάμεσα σε δυό άλλους, τον Κάναχο και τον Αριστοκλή, όπως μαρτυρεί το ακόλουθο επίγραμμα του Αντίπατρου.  Τρίζυγες αι  Μούσαι…ευρέτις Αρμονίας.
  • Επιπλέον,  κατασκεύασε μαζί με τον Ονατά  κι ένα σύμπλεγμα που παρίστανε πολεμιστή με χάλκινα άλογα και αιχμάλωτες γυναίκες. (Brunn geschichte der Griechischen Kunster 1 p. 90) . Αυτό  οι Ταραντίνοι το  αφιέρωσαν  στην  LXXVIII  και LXX ολυμπιάδα στους Δελφούς, σαν ανάθημα για τη νίκη που πέτυχαν ενάντια στους Μεσσάπιους, όμορούς τους βαρβάρους.

 

 

Για το ύφος του Αγελάδα σύγχρονές του εκτιμήσεις δεν υπάρχουν. Έτσι, είμαστε αναγκασμένοι να συμπληρώσουμε το κενό με τη βοήθεια των έργων του. Από αυτά, λοιπόν, προκύπτει ότι, παρά την εμμονή του στη χρήση του χαλκού, σημαντική είναι η ποικιλία των παραστάσεων. Βρίσκουμε αγάλματα θεών, αθλητών, ανδρών, ιππέων, γυναικών, γερόντων και νέων, μεμονωμένα αγάλματα αλλά και συμπλέγματα και , τέλος, ζώα. Στην Ολυμπία βρέθηκε βάθρο σπασμένο σε πολλά κομμάτια το οποίο είχε πάνω του τις εξής επιγραφές: ( inschrif. gr. bild   από τον Lowey σελ. 65) από τις οποίες μαθαίνουμε τρεις τεχνίτες: τον Ασωπόδωρο, τον Άττωτο και τον Αργειάδα, γιό του Αργείου Αγελάδα ο οποίος εργάστηκε κι αυτός για το βάθρο που κατασκεύασε ο Πραξιτέλης, ο οποίος το 461 έφυγε  από τις Συρακούσες και πήγε στην πόλη Καμάρινα που  μόλις είχε χτιστεί.

 

 

Πολεμιστές του Ριάτσε

Πολεμιστές του Ριάτσε

Στο Μουσείο του Ριάτσε (Calabria)* εκτίθενται οι διάσημοι  «χάλκινοι Πολεμιστές του Ριάτσε» έργα που αποδόθηκαν στο σπουδαίο γλύπτη Αγελάδα**.  Τα δύο αγάλματα, πρωτότυπα ελληνικά έργα του 5ου αι. π.χ. απεικονίζουν δύο δίμετρους πολεμιστές***, βρέθηκαν στην θαλάσσια περιοχή κοντά στο Ριάτσε της Καλαβρίας την 16η Αυγούστου του 1972, από έναν νεαρό δύτη από την Ρώμη, τα οποία συντηρήθηκαν στην Φλωρεντία.

 

Σύγχρονος του Αγελάδα ήταν ο Αργείος Αριστομέδων (496 π.Χ.), επιφανής γλύπτης πολλών έργων. Λίγο μετά τον Αριστομέδοντα άκμασαν στο Άργος ο Γλαύκος και ο Διονύσιος, εργαζόμενοι και οι δύο στο χαλκό, οι οποίοι δημιούργησαν πολλά έργα. Πρώτοι οι Αργείοι γλύπτες έπλασαν αγάλματα στα οποία το αριστερό σκέλος δεν πατούσε στο έδαφος με όλο το πέλμα, αλλά με το γόνατο σε κάμψη έκλινε προς τα πίσω. Η επινόηση αυτή αποδίδεται στον Πολύκλειτο, δικαία δε θεωρείται ότι οι καλλιτέχνες της Αργείας Σχολής έγιναν γι’ αυτό οι δημιουργοί της Ευρωπαϊκής τέχνης.

 

Πολεμιστές του Ριάτσε. Museo Nazionale Di Reggio Calabria.

 

 

Πρώιμη Κλασική Περίοδος (480-450 π.Χ.)

Τα ιστορικά γεγονότα της περιόδου (Περσικοί Πόλεμοι, εγκαθίδρυση δημοκρατίας κτλ.) έχουν αντίκτυπο στις τέχνες και ειδικότερα στη γλυπτική. Τότε είναι που συντελούνται πολλές μεταβολές. Για παράδειγμα, το βάρος του σώματος μετατοπίζεται στα αγάλματα στο ένα σκέλος,  κάτι που έχει ως συνέπεια την αλυσιδωτή μετατόπιση και των λοιπών μελών.

Στα γυναικεία αγάλματα προβάλλει ο δωρικός πέπλος και η ανάδειξη του σώματος γίνεται με τον περιορισμό των πτυχών του. Στις πολυπρόσωπες συνθέσεις, πάλι, οι μορφές δεν είναι πια παρατακτικές αλλά υποταγμένες σε μια κεντρομόλο σύνθεση. Η πιο σημαντική αλλαγή, όμως, είναι η αντικατάσταση του μειδιάματος με μία έκφραση που δείχνει ενδοστρέφεια και  περισυλλογή, ενώ όσα κατάλοιπα ζωομορφισμού επιζούσαν έως τότε σβήνουν.

Πρωτοπόροι γλύπτες της περιόδου θεωρούνται ο Ονάτας, ο Νάξιος Αλξήνωρ, ο Αργείος Αγελάδας, ο Μύρων, ο Πυθαγόρας, που τις μορφές του χαρακτήριζε ρυθμός και συμμετρία, και ο Πολύγνωτος. Αυτοί έθεσαν τα θεμέλια της κλασικής φόρμας που θα ολοκληρώσει η γενιά του Φειδία και του Πολύκλειτου.

 

Υποσημειώσεις

 

* Ρήγιον (σημ. Ρέτζιο ντι Καλάμπρια). Ελληνική αποικία στην Μεγάλη Ελλάδα χτισμένη στο στενό της Μεσσήνης.

 

**  Μεγάλα Μουσεία « Αθήνα – Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο», τόμος 19, σελ. 112. Εκδοτική σειρά από το Έθνος της Κυριακής, 2007.

 

Ορισμένοι αποδίδουν  στο Φειδία τους δύο Πολεμιστές του Ριάτσε και τους συνδέουν με το σύνταγμα, (σύνταγμα (το): δύο ή περισσότερα αγάλματα τοποθετημένα παρατακτικά)  που αφιέρωσαν οι Αργείοι στους Δελφούς. Κατ’ άλλους αυτά τα αγάλματα προέρχονται από ανάλογο σύνταγμα στην αγορά του Άργους και αποδίδονται στον Αλκαμένη και τον Αγελάδα. Ο ιστορικός της Τέχνης Paolo Moreno, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Ρώμης, σε εργασίες του υποστήριξε ότι τα αγάλματα αναπαριστούσαν μορφές από τους «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου.

*** […] Οι ανδριάντες του Ριάτσε είναι τα δύο χάλκινα αγάλματα που βρέθηκαν στη θάλασσα πριν από όχι και πολλά χρόνια. Και όχι μόνο η ανεύρεση αλλά και η άμεση ανακοίνωση του ευρήματος στις Αρχές από τον επαινούμενο – πολύ σωστά για την τιμιότητά του- ερασιτέχνη, απασχολούμενο με το υποβρύχιο ψάρεμα, Στέφανο Μαριστίνι επέτρεψε τη διάσωσή τους. Τ’ αγάλματα αυτά, κοντά στ’ άλλα, διακρίνονται για την ομορφιά, την ποιότητα, τον πλούτο και τον χαρακτήρα των διατυπώσεων της χαλκοπλαστικής της γλώσσας, και πολύ σωστά χαρακτηρίζονται ως τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της ελληνικής πλαστικής και πιο γενικά της ελληνικής τέχνης του πέμπτου π.Χ. αιώνα, της πιο σημαντικής της περιόδου. […] Με ύψος λίγο πάνω λίγο κάτω από τα 2 μέτρα, οι ανδριάντες του Ριάτσε αναφέρονται ως ήρωες, πολεμιστές, αθλητές-οπλιτοδρόμοι, ακόμη και θεοί, λιγότερο, γιατί εικονίζονται με όπλα, ασπίδες ξίφη ή δόρατα. Για την τεχνική τους οι περισσότεροι μελετητές και οι ειδικοί στα ζητήματα της χαλκοπλαστικής δέχονται ότι έχουν κατασκευαστεί με την ίδια τεχνική, αυτή του χαμένου κεριού και από το ίδιο υλικό και κατά πάσαν πιθανότητα ακόμη και στο ίδιο εργαστήριο. […]

Κείμενο από το βιβλίο του Χρήστου Χρύσανθου, «Περικλής και Εφιάλτης τυραννοκτόνοι Οι ανδριάντες του Ριάτσε, τέχνη και ιστορία», Έκδοση της Ακαδημίας Αθηνών.

 

 

Ποιοι είναι τα αγάλματα του Ριάτσε;

 

 

Ο Περικλής και ο φίλος του Εφιάλτης είναι οι «Πολεμιστές του Ριάτσε». Τριάντα χρόνια μετά την ανάδυσή τους από τη θάλασσα του Ριάτσε της Καλαβρίας, οι δύο χάλκινοι άνδρες αποκτούν ταυτότητα. Τη νέα αυτή ερμηνεία θα παρουσιάσει στην Ακαδημία Αθηνών (3/12, 7μμ) ο ακαδημαϊκός Χρύσανθος Χρήστου, στην ομιλία του με θέμα: «Περικλής και Εφιάλτης. Οι ανδριάντες του Ριάτσε ως τυραννοκτόνοι».

Με ύψος λίγο μεγαλύτερο των δύο μέτρων, οι δύο χάλκινοι ανδριάντες, οι οποίοι βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Καλαβρίας, χρονολογούνται στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. και οι μελετητές τούς συνδέουν με το εργαστήρι του Φειδία. Σ’ αυτό συγκλίνουν οι περισσότεροι, οι οποίοι όμως διαφωνούν με τις μορφές που εικονίζονται, αφού επιχείρησαν να τις ταυτίσουν με βάση τις πληροφορίες των Παυσανία και Πλίνιου. Κάποιοι θεώρησαν πως εικονίζονται ο Μιλτιάδης και ο Κόδρος, ενώ άλλοι πως είναι ήρωες των Αχαιών στην Ολυμπία ή επίγονοι του Θηβαϊκού κύκλου.

Η νέα ερμηνεία του Χρ. Χρήστου, βασίζεται στα ίδια τα αγάλματα και στην ανεύρεσή τους. Εξηγεί τη διαφορετική τους ηλικία, γιατί ο ένας φοράει κράνος, γιατί δημιουργήθηκαν στα μέσα του 5ου αιώνα, γιατί είναι μόνο δύο και γιατί βρέθηκαν μαζί. Οι αναφορές του Πλούταρχου στο σχήμα της κεφαλής του Περικλή (είχε πολύ μακρύ κρανίο, γι’ αυτό εικονιζόταν πάντα με περικεφαλαία), κάνουν το Χρ. Χρήστου να δεχτεί ότι η μορφή με την περικεφαλαία είναι ο Περικλής ο Ξανθίππου και ότι η άλλη ανήκει στον φίλο του, τον φτωχό και αδιάφθορο Εφιάλτη του Σοφωνίδη, που πέτυχε τον περιορισμό των εξουσιών του Αρείου Πάγου. Κίνηση που οδήγησε το 461 π.Χ. στη δολοφονία του. Σύμφωνα με τον Χρ. Χρήστου, το έργο ίσως ήταν παραγγελία του Περικλή στο στενό του φίλο Φειδία, για να τιμήσει το δολοφονημένο αρχηγό των Δημοκρατικών και να εξάρει το δικό του ρόλο.

Εφημερίδα Ριζοσπάστης Σάββατο 30 Νοέμβρη 2002.

Πηγές

  • Ιωάννου Κ. Κοφινιώτου, «Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών » Εν Αθήναις, Τυπογραφείον ο «Παλαμήδης» 1892. Επανέκδοση, εκδ. Εκ Προοιμίου 2008.
  • Ιωάννου Ερν. Ζεγκίνη, « Το Άργος δια μέσου των Αιώνων », Έκδοσις Τρίτη, Αθήνα 1996. 
  • Α. Παπαγιαννοπούλου, «Προϊστορική και Κλασσική Τέχνη», σ.167-172.
  • Μεγάλα Μουσεία « Αθήνα – Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο», τόμος 19, σελ. 112. Εκδοτική σειρά από το Έθνος της Κυριακής, 2007.
  • Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού.

 

 

Read Full Post »

Ακρόπολη Καζάρμας

Η ακρόπολη της Καζάρμας (διαστάσεων 85Χ75 μ.) βρίσκεται στο 15ο χιλιόμετρο του δημόσιου δρόμου Ναυπλίου – Επιδαύρου, και είναι κτισμένη σε λόφο ύψους 28 μ. Τα τείχη (πλάτος 2,50 μ. και σωζόμενο ύψος 5,20 μ.) είναι κατασκευασμένα με το πολυγωνικό σύστημα και χρονολογούνται πιθανότατα στον 4ο π.Χ. αιώνα. Η ακρόπολη έχει τέσσερις κυκλικούς πύργους. Η κύρια είσοδος βρίσκεται στα δυτικά και μία πυλίδα υπάρχει στα ανατολικά. Έχει ανοικοδομηθεί κατά την βυζαντινή εποχή.

Η ακρόπολη της Καζάρμας είναι μία σχετικά μικρή οχυρωματική κατασκευή και βρίσκεται επί του αρχαίου δρόμου Αργους – Ναυπλίου – Επιδαύρου. Κατασκευάσθηκε πιθανότατα από τους Αργείους και βρισκόταν προφανώς στα σύνορα των αρχαίων πόλεων – κρατών Άργους και Επιδαύρου.

Ο επισκέπτης μπορεί να επισκεφθεί την ακρόπολη της Καζάρμας από την ανατολική πλευρά του λόφου, όπου έχει κατασκευασθεί δρόμος. Δεν έχουν γίνει ανασκαφικές έρευνες και εργασίες διαμόρφωσης του χώρου.

 

Μυκηναϊκή Γέφυρα Καζάρμας

Γέφυρα Καζάρμας

Γέφυρα Καζάρμας

Η μυκηναϊκή γέφυρα της Καζάρμας (διαστάσεις 22 Χ 5, 60 Χ 4 μ.), είναι κατασκευασμένη με μεγάλες ακατέργαστες ασβεστολιθικές πέτρες με το χαρακτηριστικό μυκηναϊκό (κυκλώπειο) τρόπο κατασκευής χωρίς συνδετικό υλικό. Πρόκειται για χαρακτηριστική μνημειακή κατασκευή της Μυκηναϊκής Εποχής. Η γέφυρα της Καζάρμας κατασκευάσθηκε κατά την μυκηναϊκή εποχή, γύρω στο 1300 π.Χ. και βρίσκεται κατά μήκος ενός καλοκατασκευασμένου μυκηναϊκού δρόμου που συνέδεε τις Μυκήνες και την Τίρυνθα με την Επίδαυρο.

 

Η μυκηναϊκή γέφυρα της Καζάρμας χρησιμοποιείται και σήμερα από τους κατοίκους της περιοχής

Πηγή

  • Υπουργείο Πολιτισμού

Read Full Post »

Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου – Ανασκαφές του 1881-83


 

«Επιδαυρίους δε έστι θέατρον εν τω ιερώ μάλιστα εμοί δοκεί θέας άξιον.

Τα μεν γαρ Ρωμαίων πολύ δη τι υπερείχε των πανταχού τω κόσμω μεγέθει

δε Αρκάδων το εν τη Μεγάλη πόλει· αρμονίας δε ή κάλλους

ένεκα αρχιτεκτόνων ποίος ες άμιλλαν Πολυκλείτω γένοιτ’ αν αξιόχρεως;

Πολύκλειτος γαρ και θέατρον τούτο και οίκημα το περιφερές

ο ποιήσας ην». (Παυσανίας)

 

Παναγής Καββαδίας (1850-1928), αρχαιολόγος και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Μέχρι το 1881 το θέατρο της Επιδαύρου θαμμένο στην χαράδρα του Κυνάρτειου όρους, έμενε σιωπηλό κρατώντας μυστική την αρχαία του δόξα. Ένας Κεφαλλονίτης όμως, ο Παναγής Καββαδίας, μετά τις σπουδές του, έταξε σκοπό της ζωής του την αποκάλυψη των αρχαιοτήτων  της Επιδαύρου και την δημιουργία Μουσείου. Βαθύς γνώστης όλων των σχετικών πληροφοριών και των αρχαίων συγγραφέων, στις 15 Μαρτίου του 1881 έφτασε στον ιερό χώρο του Ασκληπιού.

Ο Καββαδίας γρήγορα εντόπισε την θέση του θεάτρου. Το σχήμα της περιοχής μαρτυρούσε το μυστικό. Το κοίλο του θεάτρου πρόβαλλε νοερά ανάγλυφο στα μάτια του αρχαιολόγου. Όλος ο χώρος ήταν πυκνά δασωμένος και δύσβατος. Ήταν αδύνατο να προχωρήσει κανείς για να φτάσει στην κορυφή του. Αμέσως άρχισε η κοπή των δέντρων και σε μια εβδομάδα ο τόπος είχε καθαριστεί.

Χώματα και βράχοι είχαν συσωρευτεί στην πλαγιά. Τίποτα δεν μαρτυρούσε την ύπαρξη θεάτρου ή μέρους του. Ο χρόνος είχε παίξει το δικό του παιχνίδι. Ο Καββαδίας επέμενε. Άρχισε να σκάβει προσεκτικά. Μετά από πολλή προσπάθεια και συστηματική εργασία φάνηκε το κοίλο. Ανασκάφηκε η ορχήστρα και το υποσκήνιο. Σε βάθος 1,50 μέτρου. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Αρχοντικό Δημητρίου Τσώκρη

 

Είναι διώροφη πετρόκτιστη οικία του 1829, από τα παλιότερα και καλύτερα νεοκλασικά του Άργους. Είναι σε σχήμα Π με σαμαρωτή κεραμωτή στέγη, η οποία στις άκρες καταλήγει σε τριγωνικές μετόπες (αετώματα). Το μνημείο διακρίνει απόλυτη συμμετρία και ευρυθμία. Η μεγάλη βεράντα του πρώτου ορόφου είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή με τα νεοκλασικά κολονάκια. Στηρίζεται σε δύο κίονες και σχηματίζει μεγάλο εξώστη για το ισόγειο.

Η οροφή του εξώστη είναι κυματοειδής. Τα χρώματά της, που διατηρούνται σε σχετικά καλή κατάσταση, είναι τα αυθεντικά, όπως και ο ζωγραφιστός μαίανδρος κάτω από την κορνίζα της στέγης. Στη δεξιά και αριστερή πλευρά του εξώστη έχουν εντοιχιστεί δυο επιτύμβια ανάγλυφα, τα οποία βρέθηκαν στα θεμέλια της οικοδομής το 1827. Το δεξιό παριστάνει ολόσωμη γυναίκα με στεφάνι στο χέρι, το οποίο προσπαθεί να φτάσει ένα γυμνό παιδί, προφανώς ο γιος της νεκρής μητέρας.

 

Ντιάνα Αντωνακάτου. Αρχοντικό Τσώκρη 1967.

Ντιάνα Αντωνακάτου. Αρχοντικό Τσώκρη 1967.

 

Εσωτερικά το πλακόστρωτο δάπεδο διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση, όπως και η ξύλινη σκάλα με το θαυμάσιο σφυρήλατο καγκελάκι. Ο πρώτος όροφος είναι κλειστός και δεν προσφέρεται στον επισκέπτη. Εκεί ευρίσκονται έπιπλα του 19ου αιώνα, ίσως τα αρχικά, η σέλα του αλόγου του Όθωνα και το γραφείο του Καποδίστρια, τον οποίο φιλοξενούσε ο Τσώκρης, όταν παρεπιδημούσε στο Άργος. Άλλα αντικείμενα έχουν χαθεί, ενώ ο βαρύτιμος πολυέλαιος ευρίσκεται πιθανότατα στο εξοχικό του Ι. Ορλάνδου στις Σπέτσες, σύμφωνα με πληροφορίες. Πολλά από τα προσωπικά αντικείμενα του στρατηγού παραχωρήθηκαν από τον Ι. Ορλάνδο στο Δήμο, αλλά ορισμένα από αυτά πάλι χάθηκαν, ενώ τα υπόλοιπα σώζονται σε γυάλινη προθήκη στην αίθουσα συνεδριάσεων του Δημ. Συμβουλίου.

Το μνημείο κηρύχθηκε διατηρητέο το 1965, αλλά ήδη είχε αρχίσει να πουλιέται σε οικόπεδα ο μεγάλος κήπος. Έτσι, κτίστηκε αργότερα διώροφη οικοδομή, η οποία έκρυψε τη δυτική πτέρυγα του αρχοντικού. Σήμερα ανήκει στους κληρονόμους Ιωάννη Ροδινού Ορλάνδου και έχει ανάγκη από επισκευή και συντήρηση.

 

Πηγή

 

  • Οδυσσέα Κουμαδωράκη, « Άργος το πολυδίψιον » Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος 2007.

 

Read Full Post »

« Newer Posts - Older Posts »