Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Αργολίδα Μνημεία’

Παραβάντης Κωνσταντίνος Αθανασίου (1805; – ; )


  

Ο Κωνσταντίνος Παραβάντης του Αθανασίου, πρόγονος της σημερινής οικογένειας Παραβάντη, γεννήθηκε στην Ήπειρο, γύρω στο 1805. Για άγνωστους λόγους η οικογένειά του εξορίστηκε στο Μεσολόγγι. Λίγα χρόνια πριν την Επανάσταση του 1821 οι Τούρκοι άρπαξαν την αδελφή του, την όμορφη Παρθενία και την έκλεισαν στα χαρέμια του Σουλτάνου, στην Κωνσταντινούπολη. Εξαιτίας  τούτο του γεγονότος η οικογένεια Παραβάντη ήρθε σε ρήξη με τους Τούρκους και εξορίστηκε από το Μεσολόγγι στην Μπούγα του Άργους. Ο πατέρας Αθανάσιος, πέθανε στο δρόμο, πριν ακόμα φθάσει στην Μπούγα. Η μητέρα είχε προ πολλού αποβιώσει.

Ο Κωνσταντίνος στη Μπούγα, με τη μόνη αδελφή του, την Αλεξάνδρα, ασχολήθηκε με την κτηνοτροφία. Κάθε Κυριακή και μεγάλη γιορτή, ερχόταν από την Μπούγα στον Αχλαδόκαμπο και εκκλησιαζόταν στο ναό της αγίας Κυριακής και έλεγε το «Πιστεύω» και το «Πάτερ ημών». Ο σκοπός του ήταν να πλησιάσει τα όρια του χωριού και να εγκατασταθεί στον Αχλαδόκαμπο, αλλ’ οι πολιτικοί παράγοντες του τόπου δεν τον άφηναν.

Έχτισε εκεί ψηλά, στο επάνω μέρος της ράχης, και κοντά στα Λεύκα, μια καλύβα, για τις ανάγκες των γιδοπροβάτων του, που ονομάζεται μέχρι σήμερα «Καλύβα του Παραβάντη», και έξω στη ράχη, απέναντι από το χωριό έχτισε το σπίτι του, το οποίο αργότερα αγόρασαν οι Καριοφυλλαίοι και σήμερα έχει περιέλθει στην οικογένεια Θεοδώρου Σταυράκη.

Ο Κωνσταντίνος Παραβάντης του Αθανασίου, τυγχάνει και Αγωνιστής του 1821. Φέρεται γραμμένος στο Νέο  Μητρώο των Αγωνιστών του 1821, με αύξοντα αριθ. 3193 και στο Παλαιό, με αύξοντα αριθ. 1418, όπου σημειούται: «Παραβάντης Κωνσταντίνος  του Αθανασίου, παρευρέθη εις διαφόρους μάχας  ως απλούς στρατιώτης. (Στη συνεδρίαση 446) ετάχθη εις την εβδόμην τάξιν των αξιωματικών, υπηρετήσας στρατιωτικώς».

Έγγραφα, σχετικά με το πρόσωπο και τη δράση του, [φυλάσσονται] στον οικείο φάκελο, στο κουτί 171, του Τμήματος Χειρογράφων και Ομοιοτύπων της Εθνικής Βιβλιοθήκης των Αθηνών, όπου και το Μητρώο των Αγωνιστών του 1821.

Στην απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Υσιών, της 23ης Μαΐου 1865, δεν αναφέρεται ανάμεσα στους άλλους Αχλαδοκαμπίτες Αγωνιστές του 1821.

Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, ο στρατηγός και πολιτευτής  του Άργους Δημήτρης Τσώκρης τον περιέβαλλε με συμπάθεια και τον προώθησε για Δήμαρχο. Για τη ζωή και τη δράση του ως Δημάρχου Αχλαδοκάμπου, βλ. Ιωάννου Σπ. Αναγνωστοπούλου, Λαογραφικά του Αχλαδοκάμπου, Αθήνα 1985, σ. 166, παράδοση αρ. 191, οικογένεια Παραβάντη.

 

Ιωάννης Σπ. Αναγνωστόπουλος

Φιλόλογος – Θεολόγος

Δρ. Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Πηγή


  • Ιωάννης Σπ. Αναγνωστόπουλος, « Αχλαδοκαμπίτες Αγωνιστές του 1821 / Συμβολή του Αχλαδοκάμπου στην Επανάσταση του 1821», Αθήνα, 1989.

Read Full Post »

 

Η πλατεία Πλατάνου ( Συντάγματος) με το Σεράι του Μορά Πασά και το Βουλευτικό,

σχέδιο σε μολύβι, L. Lange, 1834.  

 

Το Σεράι, σχέδιο σε μολύβι, Μονακό, L. Lange.

Read Full Post »

Εκκλησίες του Λιγουριού


  

Η πρώτη γνωστή μνεία του Λιγουριού υπάρχει σε έγγραφο του 1365 [i].

Ο Γενικός Έφορος Αρχαιοτήτων Μ. Μιτσός έχει ταυτίσει τον οικισμό με το κάστρο και τα λείψανα κτηρίων που εκτείνονται στην Α. πλαγιά του Αραχναίου, πάνω από τη θέση Παλιγουριό, περί τα 3 χλμ. ΒΑ. του σημερινού χωριού [ii].

Πότε ακριβώς έγινε η μεταφορά στη νέα θέση είναι άγνωστο. Πρέπει όμως να συνδέεται με την Pax Ottomanica, που επέτρεψε στους κατοίκους της Πελοποννήσου ν’ απλωθούν και να δημιουργήσουν οικισμούς έξω από τις οχυρές τειχισμένες θέσεις, που μέχρι και το 15ο αιώνα παρείχαν σχετικά ασφαλείς συνθήκες διαμονής.

Ήδη το 1700, στη γνωστή απογραφή Grimani, το Λιγουριό, με 448 κατοίκους, είναι το μεγαλύτερο χωριό του Territorio di Napoli di Romania και ένα από τα πολυπληθέστερα της Πελοποννήσου ( σε σύνολο 1532, μόνο 33 χωριά έχουν περισσότερους από 141 κατοίκους) [iii].

Σύμφωνα με το Φ. Κουκουλέ το όνομα του οικισμού πρέπει να προήλθε από τη λέξη ελαιογύριον – ελαιογυρείον – λεγουρείον – λιγουρείον – λιγουρειό, κατά το εμπόριον – εμπόρειον – εμπόρειο και γύλος – γουλί [iv].

Αρκετά είναι τα μνημεία της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου, που σώζονται μέσα στο σημερινό οικισμό και την περιοχή του [v]. Στην παρούσα, σύντομη επισκόπηση [vi] δεν θα γίνει αναφορά στους παλαιοχριστιανικούς και μεταγενέστερους ναούς, που ιδρύθηκαν μέσα η κοντά στο χώρο του γειτονικού αρχαίου Ασκληπιείου. Θα ξεκινήσουμε από το βυζαντινό Ι. Ναό του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος, που βρίσκεται σε χαμηλή πλατεία, στο ΝΑ μέρος του οικισμού, και έχει μελετηθή από τον καθηγητή Χ. Μπούρα [vii].

  

Ιερός Ναός  Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος


  

Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων. Άποψη από Ν. ΝΔ

Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων. Άποψη από Ν. ΝΔ

Ανήκει στο σταυροειδή εγγεγραμμένο δικιόνιο τύπο με τρούλλο και χρονολογείται στα τέλη του 11ου με αρχές 12ου αι. Λείψανα από την τοιχογράφηση που κάλυπτε τον κυρίως ναό και τον νάρθηκα, χρονολογούνται στο 12ο αι. Χρονολογικά έπεται ο ναός του Αγίου Ιωάννου  του Θεολόγου στη θέση Παλιγουριό, δίπλα στο δημόσιο δρόμο [viii].  Πρόκειται για δίστυλο, κατά τη γνώμη μου, εγγεγραμμένο ναό με τρούλλο, που πήρε τη σημερινή του μορφή πιθανώς κατά την περίοδο της β’ βενετοκρατίας (1685 – 1715).

Από τη βυζαντινή περίοδο (β’ μισό 11ου αιώνα) διατηρούνται ο Α. τοίχος με τις κόγχες, μεγάλο τμήμα της Ν. και μικρότερο της Β. πλευράς. Η τοιχοδομία είναι κατά τον ισόδομο πλίνθο – περίκλειστο σύστημα, αυστηρή, με περιορισμένη διακόσμηση. Στην ανακατασκευή της περιόδου της βενετοκρατίας μπορούν να αποδοθούν οι στέγες και ο κοντόχονδρος τρούλλος, οι κτιστοί πεσσοί, η Δ. όψη και το Ν. προστώο. Στην τοιχοδομία έχουν ενσωματωθή και μαρμάρινα μέλη από την προγενέστερη περίοδο. Ενδείξεις για τη χρονολόγηση της ανακατασκευής παρέχει ο στρογγυλός φεγγίτης (oculus) της Δ. πλευράς, το τετράγωνο περιθύρωμα της Δ. θύρας, του οποίου το τύμπανο γεμίζει με ορθογώνιους ψευδισόδομους λίθους (αντίστοιχα παραδείγματα στη Μονεμβασιά), η υφή της τοιχοδομίας του τρούλλου, χωρίς παχύ συνδετικό κονίαμα.

  

Ναΰδριο Αγίου Αθανασίου


 

Λιγουριό. Άγιος Αθανάσιος. Άποψη από ΒΔ

Το ναΰδριο του Αγίου Αθανασίου, περί τα 600 μ. ΝΔ του οικισμού, είναι μονόκλιτο θολοσκέπαστο κτίσμα, διαστ. 7,24 χ 3,27 μ., που απολήγει Α. σε ημικυκλική κόγχη. Το δάπεδό του είναι κατά 4 βαθμίδες χαμηλότερο από τη στάθμη του εδάφους. Η στέγη, δίρριχτη, καλύπτεται με κοίλα κεραμίδια. Ο φωτισμός είναι λιγοστός κι εξασφαλίζεται από τη μοναδική μικρή θύρα εισόδου στη Δ. πλευρά και στενό μονόλοβο παράθυρο, πάνω από την κόγχη του ιερού. Η τοιχοδομία είναι αμελής, αποτελουμένη από κοινή αργολιθοδομή και παρέμβλητα κομμάτια πλίνθων.

Επιγραφή πάνω από την είσοδο αναφέρει ότι ο ναός «εις τόπο λεγόμενο Λεγουρήου» ανακαινίσθηκε στις 6 Αυγούστου 1622.

Λιγουριό. Άγιος Αθανάσιος. Ο Επιτάφιος Θρήνος

Η ημερομηνία αυτή αποτελεί και ένδειξη για τη χρονολόγηση των τοιχογραφιών, που καλύπτουν όλες τις εσωτερικές επιφάνειες και το κτιστό τέμπλο [ix]. Το εικονογραφικό πρόγραμμα ανήκει στο Χριστολογικό κύκλο. Η διακόσμηση των πλαγίων τοίχων έχει κατανεμηθή σε τρείς καθ’ ύψος ζώνες. Στην κατώτερη εικονίζονται ολόσωμοι άγιοι. Στη μεσαία, μέσα σε τετράγωνα διάχωρα που ορίζονται από βαθυκόκκινη ταινία, ένδεκα στη σειρά σκηνές από το Βίο και το Πάθος του Χριστού  (από το γνωστό Δωδεκάορτο λείπει ο Μυστικός Δείπνος) και στο Α. άκρο του Β. τοίχου η Κοίμηση της Θεοτόκου.

Λιγουριό. Άγιος Αθανάσιος. Συλλειτουργούντες Ιεράρχες

Στην τρίτη ζώνη εκτείνεται ζωφόρος προφητών, σε δυο ημιχόρια εκατέρωθεν της κορυφής του θόλου, που διακόπτεται περί το μέσον της εκκλησίας από τον Παντοκράτορα, ο οποίος εικονίζεται μέσα σε κυκλικό πλαίσιο, περιβαλλόμενος από αγγέλους. Το Δ. τοίχο καταλαμβάνει μεγαλειώδης σύνθεση της Δευτέρας Παρουσίας, ενώ, στην αντίθετη κατεύθυνση, στον ημικύλινδρο της κόγχης, συναντούμε τέσσερις συλλειτουργούντες Ιεράρχες  και στο τεταρτοσφαίριο την Πλατυτέρα.

Από τεχνοτροπικής πλευράς παρατηρούμε ακρίβεια στο σχέδιο, σωστές αναλογίες, σφιχτό πλάσιμο, αυστηρότητα που αποκλείει την έκφραση ψυχικών καταστάσεων, απουσία εσωτερικής δυναμικής και πάγωμα των μορφών σε στιγμιαίες στάσεις (instantanés). Έχουμε απομακρυνθή από τη ρυθμική κίνηση όμορφων λυγερών κοριτσιών που χορεύουν συρτό στους Αίνους της μονής του Αγίου Μερκουρίου, περί τα 2,5 χλμ. Ν. του Λιγουριού, και ανήκουν στην ίδια χρονολογικά περίοδο.

Λιγουριό. Άγιος Αθανάσιος. Η Υπαπαντή

Ένας κόσμος τακτοποιημένος, που εκφράζεται με την ακρίβεια και συμμετρία των οικοδομημάτων και του βραχώδους τοπίου και τα στυλιζαρισμένα διακοσμητικά φυτικά ή γεωμετρικά κοσμήματα, σταθερός, με απαρασάλευτες αιώνιες αξίες, περιβάλλει τον πιστό. Ιδιαίτερη όμως μνεία πρέπει να γίνη για τα χρώματα. Στη ζωφόρο των προφητών το τρίχρωμο φόντο – μπλέ σκούρο, πράσινο, ανοικτότερο μπλέ – σπάει τη μονοτονία, τολμηροί συνδυασμοί στα ρούχα – μενεξελί με μπλέ, πράσινο με κόκκινο του κρασιού, λευκό με κόκκινο του κρασιού, μενεξελί με κόκκινο του κρασιού, ώχρα με μπλέ – φανερώνουν ότι η παράδοση της Παντάνασσας Μυστρά δεν έχει σβήσει. Ο ζωγράφος των προφητών επίσης, με τις πλούσιες πτυχώσεις των ενδυμάτων δείχνει ότι κατέχει την απόδοση του σωματικού όγκου.

Στην εκκλησία διακρίνονται τα χέρια δυο τουλάχιστον ζωγράφων. Στον πρώτο αποδίδονται οι ολόσωμοι άγιοι της Ν. πλευράς. Στο πρόσωπο απλώνεται ανοικτό ρόδινο σάρκωμα ενώ ο σκούρος καστανός προπλασμός πλάθει τα περιγράμματα και τονίζει το βάθος των παρειών και τις κόγχες των ματιών. Λευκές ψιμμυθιές στο μέτωπο, πάνω από τα φρύδια, κάτω από τα μάτια, δίπλα από τα πτερύγια της μύτης, τονίζουν τα χαρακτηριστικά. Στο δεύτερο ζωγράφο αποδίδονται οι ολόσωμοι άγιοι της Β. πλευράς. Ο καστανός σκούρος προπλασμός κυριαρχεί. Τα ανοίγματα (σαρκώματα) στις παρειές είναι κι αυτά σκούρα, κόκκινα. Οι ψιμμυθιές ελάχιστες, από τα φρύδια.

  

Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου


  

Λιγουριό. Κοίμηση της Θεοτόκου. Άποψη από ΝΑ

Ο Ι. Ν. Κοιμήσεως της Θεοτόκου βρίσκεται μέσα στον οικισμό και αποτελεί σημαντικό κτίσμα της β’ βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο. Ανοίγοντας μικρή παρένθεση υπενθυμίζουμε ότι την περίοδο αυτή, χάρη στην ανεξιθρησκεία των Βενετών και την άσκηση ικανού αριθμού μαστόρων στα οχυρωματικά και άλλα έργα της βενετσιάνικης διοικήσεως, η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική γνώρισε σημαντική άνθηση. Κτίσθηκαν ευρύχωροι ναοί, περίοπτοι, σε επίκαιρες θέσεις των οικισμών, με επιμελημένη τοιχοδομία, ενώ εμφανίσθηκε και πάλιν ο επιβλητικός τύπος του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλλο.

Η εκκλησία της Παναγίας ανήκει σ’ αυτόν ακριβώς τον τύπο, στην απλή τετρακιόνια παραλλαγή, με μια ιδιοτυπία. Το Δ. σκέλος έχει επεκταθή, με την προσθήκη ενός επιπλέον ζεύγους κιόνων, με αποτέλεσμα να δημιουργήται και η αίσθηση της δρομικότητας, που χαρίζει ο αρχιτεκτονικός τύπος της βασιλικής.

Ιδιοτυπία παρουσιάζει επίσης η κάλυψη των πλαγίων διαμερισμάτων. Αντί του συνήθους ημικυλίνδρου υπάρχει τεταρτοκύλινδρος, που βοηθά ώστε τα τόξα που συνδέουν τους κίονες να κατασκευάζωνται με μεγάλο άνοιγμα, ψηλά, και ο χώρος ν’ αποκτά ενότητα.

Πρόκειται για παλιά τεχνική μέθοδο (στην Πελοπόννησο συναντιέται για πρώτη φορά στις αρχές του 13ου αι., στη Βλαχέρνα της Ηλείας), που συνηθίζεται τόσο σε βυζαντινούς, όσο και σε μεταβυζαντινούς ναούς της περιοχής Σοφικού, από όπου φαίνεται ότι ήλθε και στο Λιγουριό.

Η τοιχοδομία είναι από στέρεη λιθοδομή. Στον πολυγωνικό τρούλλο διακρίνεται προσπάθεια για την απόδοση ισόδομου συστήματος, χωρίς παχύ συνδετικό κονίαμα, όπως και στον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο. Δεν λείπει και το χαρακτηριστικό κυκλικό oculus, πάνω από την πολυγωνική κόγχη του ιερού. Η εκκλησία είναι κατάγραφη. Πάνω από την είσοδο επιγραφή αναφέρει ότι

 

«ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΟΝ ΓΗΣ ΚΑΙ ΑΝΙΣΤΟΡΗΘΗ Ο ΘΥΟΣ Κ(ΑΙ)

ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΔΕΣΠΟΙΝΥΣ ΗΜΩΝ Θ(ΕΟΤΟ)ΚΟΥ

ΔΗΑ ΣΗΝΔΡΟΜΗΣ Κ(ΑΙ) ΕΞΟΔΟΥ ΤΑΥΤΗΣ ΧΩΡΑΣ Κ(ΑΙ) ΠΑΣΗΣ ΚΥΝΟΤΗΤΟΣ

ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΥΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΕΣΤΑΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΗΜΩΝ ΚΥΡΙΟΥ ΙΑΚΟΒΟΥ

ΔΑΜΑΛΩΝ Κ(ΑΙ) ΠΕΔΙΑΔΟΣ. ΕΦΗΜΕΡΕΒΟΝΤΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΥΕΡΕΟΣ. ΙΩ(ΑΝΝΟΥ) ΥΕΡΕ(ΩΣ)  ΕΝ ΕΤΗ. ΑΨΑ (=1701). ΜΗΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ. ΚΖ (=27).

 

Λιγουριό. Κοίμηση της Θεοτόκου. Η Σταύρωση

Το εικονογραφικό πρόγραμμα περιλαμβάνει στην κατώτερη ζώνη ολόσωμους αγίους, πιο πάνω σειρά αγίων σε στηθάρια και ψηλά, στις καμπύλες επιφάνειες, σκηνές από το Θεομητορικό κύκλο ( 24 Οίκοι του Ακαθίστου) και το Χριστολογικό κύκλο ( Βίος, θαύματα και Πάθη του Κυρίου). Στο Δ. τοίχο απλώνεται μνημειακή παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας και στη Δ. καμάρα μεγαλειώδης σύνθεση των Αίνων.

Την κόγχη του ιερού καταλαμβάνει η Πλατυτέρα και χαμηλότερα η Κοινωνία των Αποστόλων και συλλειτουργούντες Ιεράρχες. Στο κτιστό τέμπλο ψηλά είναι ζωγραφισμένοι οι Απόστολοι (Μεγάλη Δέηση) και χαμηλότερα μέσα σε αβαθείς κόγχες, ένθρονη Βρεφοκρατούσα, Χριστός Παντοκράτωρ και Ιωάννης ο Πρόδρομος.

Ο ζωγράφος των ολόσωμων αγίων αποδεικνύεται αρκετά ικανός στα πρόσωπα. Τα χαρακτηριστικά αποδίδονται με λεπτότητα. Με μικρές λεπτές πινελιές στη μύτη, τα μάτια και το λαιμό καταβάλλεται προσπάθεια ν’ αποδοθούν τα ατομικά χαρακτηριστικά, ακόμα και κάποιο κάλλος (Άγιος Δημήτριος, Αγία Μαρίνα). Το πλάσιμο γίνεται με το σκούρο προπλασμό, που καλύπτει μεγάλο μέρος του προσώπου, με περιορισμένα φωτεινά σαρκώματα και με λεπτές, πυκνές, παράλληλες ψιμμυθιές κάτω από τους οφθαλμούς. Τα ενδύματα είναι τυπικά, στυλιζαρισμένα, οι πτυχώσεις άτεχνες, η χρωματική κλίμακα περιορισμένη.

Ο λαϊκός ζωγράφος αγαπά τις πολυπρόσωπες συνθέσεις, οι μορφές του κατανέμονται σωστά στο χώρο και διακρίνονται για τις ζωηρές, αν και συχνά παγωμένες, κινήσεις. Τα πρόσωπα όμως παραμένουν ανέκφραστα, τα σώματα κοντά, οι κεφαλές και τα άκρα φαίνονται να έχουν επικολληθή εκ των υστέρων στα σώματα (Σταύρωση), τα κτήρια του βάθους, υπερμεγέθη, δεν συνοδεύουν αλλά επιβάλλονται στο κύριο θέμα. Τα χρώματα είναι λίγα και σκούρα. Κυριαρχούν το γκρίζο, το βαθύ κόκκινο και η ώχρα. Κάποτε μια μορφή ξεχωρίζει με έντονο κόκκινο. Περισσότερο στυλιζαρισμένος ακόμα είναι ο ζωγράφος της Μεγάλης Δεήσεως και της Κοινωνίας των Αποστόλων, που δίνει το περίγραμμα των προσώπων με έντονη καφέ πινελιά.

  

Ιερός Ναός Αγίας Μαρίνας


 

Λιγουριό. Αγία Μαρίνα. Άποψη από ΝΔ

Ο Ι. Ν. της Αγίας Μαρίνας βρίσκεται περί τα 300μ. Δ. του οικισμού και ανήκει στον απλό τετρακιόνιο σταυροειδή τύπο με τρούλλο. Στο Δ. μέρος απολήγει σε ευρύχωρο νάρθηκα. Οι κίονες και τα κιονόκρανα που στηρίζουν τον τρούλλο προέρχονται από αρχαίο υλικό. Ο ναός παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με την Κοίμηση της Θεοτόκου, τόσο στην αρχιτεκτονική διάταξη όσο και στη δομή.

Λιγουριό. Αγία Μαρίνα. Ο Άγιος Δημήτριος

Ο ναός είναι εν μέρει τοιχογραφημένος. Το κτιστό τέμπλο ( Μεγάλη Δέηση και χαμηλότερα η Αγία Μαρίνα, η Βρεφοκρατούσα, ο Παντοκράτωρ και ο Πρόδρομος), το εσωράχιο της Ωραίας Πύλης (Άγιος Ζωσιμάς και Οσία Μαρία η Αιγυπτία), οι πλάγιοι τοίχοι (ολόσωμοι Ιεράρχες, ο Άγιος Γεώργιος, ο Άγιος Δημήτριος και ο Άγιος Στυλιανός) έχουν ζωγραφηθή, σύμφωνα με επιγραφή στο τέμπλο, το 1713 . Πιθανότατα η τοιχογράφηση δεν συμπληρώθηκε λόγω των γεγονότων του 1715.

Ο ζωγράφος της Αγίας Μαρίνας  αγαπά τα κοσμήματα, φυτικά και γεωμετρικά, αν και στυλιζαρισμένα. Το ίδιο  στυλιζαρισμένες είναι και οι μορφές του, που διακρίνονται για τα φωτεινά πρόσωπα και τα ευγενικά χαρακτηριστικά. Κι εδώ η χρωματική κλίμακα είναι περιορισμένη.

 

Ισίδωρος Ι. Κακούρης

Επιμελητής Βυζ. Αρχαιοτήτων

 Πελοποννησιακά, Πρακτικά του Β’ Τοπικού Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών ( Άργος 30 Μαΐου – 1 Ιουνίου 1986), Αθήναι, 1989. 

 (Στο κείμενο διατηρήθηκε η ορθογραφία του Συγγραφέα).

 

 
Υποσημειώσεις


  

[i] J. Lognon – P. Topping, Documents sur le régime des terres dans la Principauté de Morée au XIVe siècle, Paris 1969, 176.

[ii] Μ. Μιτσός, Το μεσαιωνικό Λιγουριό. Λιγουριό – Παλιγουριό,  Πρακτικά Α’ Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών (Ναύπλιον 4 – 6. 12. 1976) Πελοποννησιακά. Παράρτημα αριθμ. 4. Εν Αθήναις 1979, 37 – 40.

[iii] Β. Παναγιωτόπουλος , Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου. 13ος – 18ος αιώνας. Αθήνα 1985, 235.

[iv] Φ. Κουκουλές, Τοπωνυμικά, Αθήνα 27 (1915), 160.

[v] Χ. Γιαμαλίδης, Αρχαίαι εκκλησίαι Επιδαύρου και των πέριξ χωρίων, Αθήνα 25 (1913), 405 – 429.

[vi] Ο σ. ετοιμάζει διδακτορική διατριβή με θέμα τις μεταβυζαντινές εκκλησίες του Λιγουριού και της Ν. Επιδαύρου (Πιάδας).

[vii] Χ. Μπούρας, Ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων Λιγουριού Αργολίδος, ΔΧΑΕ περ. Δ’, τ. Ζ’ (1973/74), 1 – 28.

[viii] Σ. Μαμαλούκος, Ένας άγνωστος βυζαντινός ναός στην Αργολίδα. Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος Παλιού Λιγουριού, ΔΧΑΕ περ. Δ’ , τ. ΙΒ’ (1984), 409 – 439.

[ix] Η συντήρηση των τοιχογραφιών που παρουσιάζονται έχει γίνει από συνεργείο της Εφορίας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Σπάρτης, με επικεφαλής το συντηρητή έργων τέχνης κ. Σταύρο Παπαγεωργίου.

Read Full Post »

Η Φραγκοκκλησιά (Καθολική Εκκλησία Μεταμόρφωσης του Σωτήρος), καταγραφικό σχέδιο του Γερμανού Αρχιτέκτονα  Ludwig Lange, περίπου το 1834.

 

L. Lange, Η Φραγκοκκλησιά.

Read Full Post »

Η βυζαντινή εκκλησία στο Κάστρο του Άργους (Εκκλησία της Θεοτόκου)


 

Όπως έχουμε διαπιστώσει, σε ελάχιστους είναι γνωστό ότι στο Κάστρο του Άργους διατηρούνται, ακόμα, τα ερείπια της βυζαντινής εκκλησίας του 12ου αιώνα, ενώ είναι ακόμα λιγότερο γνωστό ότι αυτής της εκκλησίας προϋπήρξε άλλη, σε άλλη θέση μέσα στο κεντρικό περίβολο του φρουρίου, ίχνη της οποίας έχουν επισημανθεί στις μέρες μας. Το 1987 είδε το φως της δημοσιότητας η πρώτη αρχιτεκτονική μελέτη του  ναού του 12ου αιώνα, στον ετήσιο τόμο επιστημονικών μελετών που εκδίδει η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών.

Συγγραφέας του άρθρου είναι ο καθηγητής της ιστορίας της Αρχιτεκτονικής του Ε.Μ.Π. Χαράλαμπος Μπούρας. Από τη σημαντική αυτή μελέτη μεταφράσαμε για τον «Ελλέβορο» το εισαγωγικό μέρος και τα συμπεράσματά του,  που είναι πιο προσιτά για το ευρύ κοινό.

Β. Κ. Δωροβίνης

 

Βυζαντινός Ναός 12ος αι. μ.Χ.

«Το μόνο μεσαιωνικό μνημείο που διατηρήθηκε στο εσωτερικό του κεντρικού περιβόλου του φρουρίου του Άργους (Λάρισα) είναι ο μικρός ναός της Παναγίας, σήμερα σε ερειπιώδη κατάσταση. Αν και το μνημείο δεν αγνοήθηκε εντελώς από τους αρχαιολόγους (σημείωση του συγγραφέα αναφέρεται σε μελέτες των Β. Κόντη, Ν. Παπαχατζή, Κέβιν Άντριους, Β. Φόλγκραφ και Αντ. Μπον), η αρχιτεκτονική του δεν μελετήθηκε μέχρι σήμερα, ενώ θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως σημείο αναφοράς αφού χρονολογείται με πλήρη ακρίβεια ( έτος 1174).

Ο Βίλχελμ Φόλγκραφ (Vollgraff) υπήρξε ο πρώτος που μνημόνευσε την εκκλησία της Παναγίας, όταν στο τέλος της δεκαετίας του 1920 πραγματοποίησε βαθειές (και καταστροφικές) ανασκαφές στο εσωτερικό του φρουρίου, όπου έψαχνε για τα προϊστορικά ανάκτορα του Άργους ( ο Χαράλαμπος Μπούρας  σημειώνει ότι, έτσι, φαίνεται ότι εξαφανίστηκαν, τότε, ένα τζαμί, μια  καθολική εκκλησία και η κατοικία του διοικητή του φρουρίου). Διέλυσε τα υπολείμματα μεσαιωνικών οικοδομών καθώς και όλα τα υποκείμενα στρώματα, απογυμνώνοντας, σε όλη την επιφάνεια της ακρόπολης, τον φυσικό βράχο. Το έδαφος του ναού τρυπήθηκε μέχρι το βάθος των 2, περίπου, μέτρων και, έτσι, τα θεμέλια του, ξεκαθαρισμένα σε όλο το ύψος τους, βρίσκονται σήμερα πολύ φθαρμένα. Ο Φόλγκραφ δεν δημοσίευσε παρά μόνο φωτογραφίες της εκκλησίας: μία γενική άποψη της, τέσσερα γλυπτά και μια επιγραφή.

Τελικά, αρνήθηκε να συσχετίσει αυτή την επιγραφή με τον ναό, που παραδόξως θεώρησε ως ενετικό. Πολύ αργότερα (1969), ο Αντουάν Μπον, που μελέτησε το φράγκικο κάστρο και του οποίου έδωσε ένα γενικό σχέδιο, δημοσίευσε φωτογραφίες του μνημείου, για το οποίο είχε ήδη αναγνωρίσει ότι η ημερομηνία κατασκευής του δίδεται από την επιγραφή. Το κείμενο της τελευταίας είναι το ακόλουθο: «Ανεκτίσθη  ο πάνσεπτος ναός της υπεραγίας Θεοτόκου παρά του Θεοφιλεστάτου επισκόπου ιμών Άργους κε Ναυπλίου βασηλέβοντος Μανοΐλ δεσπότου του Κομνηνού παρφηρογςννήτου επισκόπου δε ημόν Κυρού Νικύτα έτους ηχπβ’».

Και καταλήγει ο Χ. Μπούρας:

«Σύμφωνα με την αφιερωτική επιγραφή του 1174, η εκκλησία ιδρύθηκε από τον επίσκοπο του τόπου. Τίποτε δεν επιτρέπει να  σκεφθούμε ότι επρόκειτο για το καθολικό ενός μοναστηριού: η ύπαρξη μοναστηριού στο εσωτερικό ενός βυζαντινού φρουρίου φαίνεται εντελώς απίθανη. Ακόμα κι αν οι διατηρούμενες σήμερα οχυρώσεις  της Λάρισας χρονολογούνται στον 13ο αιώνα (δυστυχώς δεν υπάρχει λεπτομερειακή μελέτη του φρουρίου του Άργους) είναι σίγουρο ότι το βυζαντινό φρούριο που χρησίμευε ως φρούριο του οικισμού που, όπως και σήμερα, εκτεινόταν στην πεδιάδα, υψωνόταν στο ίδιο μέρος.

Η μακρόχρονη αντίσταση που πρόβαλε, λίγα χρόνια υστερότερα, αυτό το φρούριο στη φράγκικη κατάκτηση, δείχνει καλά την ισχύ του (αντίθετα προς την αδυναμία της πόλης).

Όπως οι πηγές μας δείχνουν ότι ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατο, για τους πολίτες να διεισδύουν στα βυζαντινά φρούρια, είναι σχεδόν βέβαιο ότι το ίδιο ίσχυε στο Άργος  και, επομένως, ότι η εκκλησία της Θεοτόκου είχε κτιστεί για τη φρουρά κι ότι δεν ήταν καθολικό μονής.

Η λέξη «ανεκτίσθη», με την οποία αρχίζει το κείμενο της επιγραφής, θα πρέπει, ίσως, να συσχετισθεί με την πρώτη τρίκογχη βασιλική που πιθανότατα βρισκόταν σε ερείπια του 1174 και από την οποία ελάχιστα απομένουν σήμερα. Η ύπαρξη μιας τόσο μεγάλης εκκλησίας στο εσωτερικό του Κάστρου του Άργους θα πρέπει, ίσως, να εξηγηθεί με την αναδίπλωση της πόλης στο εσωτερικό του φρουρίου, ειδικά κατά μια περίοδο μεγάλης ανασφάλειας, τον 7ο ή 8ο αιώνα. Ορισμένα γλυπτά μέλη  γύρω από τη θέση αυτής της βασιλικής θα έπρεπε, ίσως, να αποδοθούν σε αυτήν, εξαιτίας της παλαιότητάς τους.

Ο επικεφαλής της εκκλησίας, επίσκοπος Νικήτας, που διοικούσε την επισκοπή Ναυπλίου και Άργους, ενοποιημένη από το 1166, μας είναι γνωστός από τον «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας».

Στον κατάλογο τον επισκόπων προηγείται ενός Ιωάννη υπό τον οποίο, το 1189, η επισκοπή προήχθη στο βαθμό της μητρόπολης. Αν κρίνουμε από την  αδεξιότητα και τα ορθογραφικά λάθη της επιγραφής, ο Νικήτας δεν ανήκε στους γραμματισμένους κληρικούς της μεσοβυζαντινής περιόδου. Η διαφορά φαίνεται καθαρά από τη σύγκριση με την αφιερωτική επιγραφή που συντάχθηκε είκοσι πέντε χρόνια νωρίτερα, από ένα προκάτοχό του, τον Λέοντα, για την Αγία Μονή Ναυπλίας».  

  

Πηγή


 

  • Περιοδικό, «Ελλέβορος», τεύχος 8, Άργος, 1991. 

Χαράλαμπος Μπούρας, η περίληψη της ανακοίνωσης στο 6ο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας & Τέχνης: Η Εκκλησία της Θεοτόκου στο Κάστρο του Άργους

Χαράλαμπος Μπούρας, η ανακοίνωση στο Bulletin de correspondance hellénique. Volume 111, livraison 1, 1987: L’Église de La Théotokos de la citadelle d’Argos

Read Full Post »

Ιερός Ναός Αγίου Κωνσταντίνου στο Άργος


 

Ιερός Ναός Αγίου Κωνσταντίνου

Αν και στο παλαιότερο Άργος υπήρχαν αρκετά κτίρια που είχαν οικοδομηθεί επί Τουρκοκρατίας, ο χρόνος και οι νέες συνθήκες τα εξαφάνισαν. Το μοναδικό ιστορικό μνημείο εκείνης της εποχής είναι ο σημερινός Ιερός Ναός του Αγίου Κωνσταντίνου, που βρίσκεται ΝΑ της πόλης και στη συμβολή των οδών Αγίου Κωνσταντίνου και Μεσσηνίας- Αρκαδίας. Το συγκεκριμένο σημείο που βρίσκεται ο ναός, θα έπρεπε να ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για την λατρευτική ζωή του Άργους από την αρχαιότητα. Στη θέση αυτή αναφέρεται ότι υπήρχε ναός της Νικηφόρου Αφροδίτης, ενώ λίγο δυτικότερα έχει αποκαλυφθεί αψίδα σπουδαίας παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Εκτιμάται ότι στον ίδιο χώρο υπήρχε ναός και στους μεσοβυζαντινούς χρόνους.

Στις 20 Ιανουαρίου του 1938, λόγω της αρχαιολογικής του αξίας, ο ναός με Βασιλικό Διάταγμα, χαρακτηρίστηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο. ( Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως 30, τεύχος Α΄- 20/ 01/ 1938). Ακριβή στοιχεία για την χρονολόγηση του μνημείου δεν υπάρχουν. Σίγουρα όμως είναι έργο της Α΄ Οθωμανικής περιόδου στο Άργος και θα πρέπει να κτίστηκε μεταξύ του 1570 και 1600 δηλαδή περί το τέλος του 16ου  αιώνα. Πάντως αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα Μουσουλμανικά τεμένη.

Επί Τουρκοκρατίας ο ναός, λειτούργησε ως Τζαμί και Νεκροταφείο των Οθωμανών και όπως γράφει ο Αναστάσιος Τσακόπουλος «είναι το μόνον διασωθέν εν Άργει επίσημον ιστορικόν μνημείον του εκλιπόντος βαρβάρου κατακτητού».

Την εποχή του Καποδίστρια λειτούργησε για μικρό διάστημα ως στρατιωτικό αναρρωτήριο και κατόπιν αφέθηκε στην φθορά του χρόνου, μέχρι που κάποια στιγμή ο πανίσχυρος και παντοδύναμος στρατηγός Δημήτριος Τσώκρης το χρησιμοποίησε ως ποιμνιοστάσιο για τα πρόβατά του.

Το 1871, μετά από ενέργειες του υπολοχαγού του πεζικού Ιωάννη Ζώη, το μνημείο καθαγιάστηκε δι’ εγκαινίων  και μετατράπηκε σε Χριστιανικό ναό που αφιερώθηκε στην μνήμη των αγίων και ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης.

Ο ναός είναι σχεδόν τετράγωνος με προσανατολισμό από ΒΔ προς ΝΑ, πετρόκτιστος χωρίς επιχρίσματα ενώ μεγάλο μέρος της τοιχοποιίας του προέρχεται από επαναχρησιμοποίηση αρχαίων υλικών. « Δια την ανέγερσίν του εχρησιμοποιήθη υλικόν ή εκ των πέριξ αρχαιοτήτων ( θέατρον, αγοράν κατά την συνοικίαν Ταμπάκικα) όπερ και το πιθανότερον εξ αυτού του ιδίου χώρου, διότι ου μόνον ο τοίχος του περιβόλου και ιδίως της μεσημβρινής πλευράς στηρίζεται επί θεμελίων αρχαίου κτιρίου, αλλά και εις το όπισθεν μέρος του Δ. τοίχου ο επισκέπτης θα παρατηρήση ίχνη ερειπίων της κλασσικής εποχής». (Αναστ. Τσακόπουλος).

 

«Το τέμενος του Άργους», 1803, σχέδιο του άγγλου αρχιτέκτονα Sir Robert Smirke (1780-1867) ο οποίος επισκέφθηκε την Ελλάδα μεταξύ 1801-1805. Πανεπιστήμιο του Yale, Αμερική.

 

Στεγάζεται από μεγάλο τρούλο ο οποίος φέρεται πάνω σε οκτάπλευρο, τυφλό, χαμηλό τύμπανο, κατασκευασμένο από πλινθοδομή. Στα δυτικά, όπου και η είσοδος του ναού, υπάρχει το τυπικό προστώο με τρεις ημισφαιρικούς θόλους από πυρότουβλα, που στηρίζονται σε τέσσερεις κίονες. Το εσωτερικό των θολίσκων έφερε διακόσμηση από ερυθρό και κίτρινο χρώμα.

Η είσοδος στο χώρο προσευχής γίνεται από τρεις θύρες. Το εσωτερικό είναι στρωμένο από τετράγωνες, οπτές πλίνθους και μάλλον πρόκειται για το αρχικό δάπεδο του ναού. Αρκετά μεγάλα παράθυρα, ορισμένα εκ των οποίων είναι κλεισμένα, χάριζαν άπλετο φως στο μνημείο.

Στη ΝΔ γωνία του υπήρχε ο πετρόκτιστος μιναρές, από τον οποίο σήμερα σώζονται οι πρώτες βαθμίδες, ύψους περίπου 1,80 μ. και χρησιμεύει ως βοηθητικός χώρος του ναού. Πάνω στη βάση του μιναρέ εδράζεται το νεώτερο, πέτρινο καμπαναριό.

«Ο Πουκεβίλ που είχε επισκεφθεί το Άργος στις αρχές του 19ου αιώνα, εντυπωσιασμένος από την από την γραπτή διακόσμηση με παραστάσεις κυπαρίσσων, αναφέρει ότι το μονολιθικό υπέρθυρο του μνημείου είχε μεταφερθεί από τις Μυκήνες». ( Γεώργιος Τσεκές).

Εσωτερικά ο ναός είναι φτωχός και χωρίς αγιογραφίες. Το τέμπλο είναι ξύλινο χωρίς κάποια ιδιαίτερη καλλιτεχνική αξία. Ανακαινίστηκε το 1920 με έξοδα του Αθανασίου Κατσούλα και οι επ’ αυτού ιερές εικόνες είναι σχεδόν ισομεγέθεις, έχουν δε αγιογραφηθεί μεταξύ των ετών 1870 – 1872 εκτός από την εικόνα των Ταξιαρχών που φέρει ημερομηνία 17 Οκτώβρη 1831 και την παλαιότερη όλων που είναι η του Αγίου Νικολάου επισκόπου Μύρων του θαυματουργού (ΑΩΚΔ-1824) και η οποία προέρχεται από τον ναό του Αγίου Νικολάου της οικογένειας Περρούκα που βρισκόταν στην πλατεία και κατεδαφίστηκε από τον Μητροπολίτη Παγώνη προκειμένου να αναγερθεί ο σύγχρονος ναός του Αγίου Πέτρου.

Τα μόνα αξιόλογα μαρμάρινα αντικείμενα με ανάγλυφες παραστάσεις είναι ο επισκοπικός θρόνος δεξιά της εισόδου και τα δύο μανουάλια που φέρουν χαμηλά τρία χερουβείμ και ψηλότερα τρεις αγγέλους.

Σημαντικό επίσης είναι το ιερό Ευαγγέλιο το οποίο έχει εκδοθεί στην Βενετία το 1781(αψπα). Στο εξώφυλλό του φέρει δύο σημειώσεις. Η πρώτη κατά μήκος αναφέρει: 1822 Ιουληου 8 εχηροτονηθηκα εγο ο ιερευς του ποται μακαριτου Παπαδημητριου λαλουκιοτη και στο κάτω μέρος γράφει: 1795 μαυου 16 εχηρητονηθηκα εγο διμητριος ηερευς του γεωργιου κληρικου α Λαλουκα αγορασα το παρον ευαγγεγιων γροσια 35. Σήμερα φυλάσσεται στον Ιερό Ναό του Αγίου Πέτρου.

Ο περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπί (17 αι.) μας περιγράφει την περιοχή όπου βρισκόταν το τζαμί τότε και σημερινός Άγιος Κωνσταντίνος:

Ο δρόμος από το πάνω βαρόσι προς την κάτω πόλη είναι τρεις χιλιάδες βήματα. Τα σπίτια της είναι οχτακόσια συνολικά, χτισμένα σαν κάστρα, άνετα, γερά και όμορφα, με τ’ αμπέλια και τα περιβόλια τους. Είναι κεραμοσκέπαστα κι έχουν πόρτες σαν να είναι σαράγια. Υπάρχουν δυο τζαμιά. Το ένα μέσα στην αγορά με κεραμιδένια σκεπή και πέτρινο μιναρέ, χτισμένο σύμφωνα με την παλιά αρχιτεκτονική. Το άλλο είναι κοντά στη γειτονιά που λέγεται Μπεσικέρ. Υπάρχουν ακόμη, δέκα μεστζίτια στις γειτονιές που είναι έντεκα συνολικά. Οι πιο γνωστές είναι οι γειτονιές Μπεσικλέρ και Κετχουντά. Υπάρχουν ένας μεντρεσές, δυο σχολεία, δυο τεκέδες, ένα χαμάμ, ένα χάνι και είκοσι υπαίθρια καταστήματα. Τα πηγάδια με το γλυκό νερό είναι πεντακόσια. Το νερό και το κλίμα είναι καλά, γι’ αυτό και βλέπεις ολόγυρα πολλά αμπέλια και περιβόλια.

Αλλά και ο  Αναστάσιος Τσακόπουλος μας πληροφορεί:

Προς Α. και Β.Α. του ναού μέχρι της απελευθερώσεως ήτο το διοικητήριον, επιβλητικόν και τεράγωνον κτίριον, το μέγα και λαμπρόν Σεράγιον του τελευταίου Τούρκου διοικητού Αλή Ναμίκ μπέη, του οποίου μέρος των ερειπίων σώζονται ακόμη και σήμερον εις την Β. πλευράν του περιβολίου του Π. Τριπολιτσιώτη ή Χανιά έναντι και Α. του ναού, ήσαν και άλλα μεγαλοπρεπή οικήματα επισήμων και επιφανών Τούρκων……ήτο, καθώς παραδίδεται, η τουρκική αριστοκρατική συνοικία, ήτις εξετείνετο εκείθεν του αγίου Σπυρίδωνος μέχρι αγίου Δημητρίου, μάλιστα δε η Ν. πλευρά της οικίας των κληρονόμων Διαμαντοπούλου παρά τον άγιον Δημήτριον στηρίζεται επί Τουρκικού κτιρίου, οικίας Γεωργίου Ρούσσου φαρμακοποιού, Α΄Δημ. Σχολείου και εκείθεν, μέχρι περιβολίου κληρονόμου Δημ. Κλεισιάρη ( το οποίον ανήκεν εις τον Αργείον στρατηγόν του Αγώνος Δημήτριον Τσώκρη), ένθα εις το Δ. μέρος του περιβολίου ήσαν τα περίφημα θερμά Τουρκικά λουτρά, εκ των οποίων, ως μάρτυς αψευδής αλλά κατηφής και τεθλιμμένος σώζεται η εξώθυρα με το τοξοειδές υπέρθυρον, ήτις από τον επάρατον άσβεστον είναι αγνώριστος σήμερον.  

   

Πηγές


 

  • Αναστάσιος Τσακόπουλος, «Συμβολαί εις την Ιστορίαν της Αποστολικής Εκκλησίας Αργολίδος », Έκδοσις ¨Χρονικών του Μοριά¨, Αθήναι, 1955.
  • Οδυσσέας Κουμαδωράκης, « Άργος το πολυδίψιον » Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος 2007.
  • Υπουργείο Πολιτισμού, «Η Οθωμανική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα», Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων, Αθήνα, 2009.
  • Τσελεμπί Εβλιγιά, «Οδοιπορικό στην Ελλάδα 1668 – 1671», εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα, 2005.

Read Full Post »

Μεντρεσές Ναυπλίου ή Φυλακές Λεονάρδου


Μεντρεσές*, Μουσουλμανικό Ιεροδιδασκαλείο,** Β’ Οθωμανική περίοδος Ναυπλίου, (α’ φάση: τέλη 18ου– αρχές 19ου αι.)

 

Μεντρεσές Ναυπλίου.

Μεντρεσές Ναυπλίου.

Δεν έχουμε στοιχεία για την ανέγερση του κτηρίου. Το βέβαιο είναι ότι συνδέεται άμεσα με το παρακείμενο τέμενος του Αγά Πασά, το μετέπειτα Βουλευτικό, με το οποίο φαίνεται ότι αποτελεί μία ενότητα. Το ισόγειο του ιεροδιδασκαλείου χρονολογείται από ορισμένους στα χρόνια της Ενετοκρατίας της πόλης. Σύμφωνα πάντως με τη Μαυροειδή, το ιεροδιδασκαλείο αποτελεί κτήριο οθωμανικό. Μάλιστα, η ομοιότητα στην τοιχοποιία του ισογείου του ιεροδιδασκαλείου με αυτήν του Βουλευτικού μας επιτρέπει να τα εντάξουμε στην ίδια περίπου χρονική περίοδο. Μετά την Απελευθέρωση της πόλης και μέχρι το 1930 περίπου, το ιεροδιδασκαλείο χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως χώρος φυλακών, λόγω και της αρχιτεκτονικής του διαμόρφωσης (πολλά μικρά δωμάτια στη σειρά εν είδει κελιών). Στη χρήση του αυτή οφείλει και την ονομασία «Φυλακές Λεονάρδου», με την οποία έχει μείνει σήμερα, από τον Λ. Λεονάρδο, αστυνομικό διοικητή του Ναυπλίου.

Εσωτερικές στοές του Μεντρεσέ.

Εσωτερικές στοές του Μεντρεσέ.

Γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1930, στο ιεροδιδασκαλείο βρήκαν καταφύγιο πρόσφυγες και στην αυλή του στήθηκαν πρόχειρα ξύλινα παραπήγματα. Πρόκειται για βαρύ και σκοτεινό τριώροφο πέτρινο κτίσμα, το οποίο έχει σε κάτοψη σχήμα Γ – όχι και τόσο συνηθισμένο – με πυργοειδείς απολήξεις. Τα δωμάτια, που είναι διατεταγμένα σε σειρά, είναι διαμπερή και βλέπουν στην αυλή, η οποία είναι τριγωνικού σχήματος και διαμορφώνεται από τη γειτνίαση του κτηρίου με το Βουλευτικό στα βορειοανατολικά. Τα δωμάτια περιτρέχονται από ανοιχτή στοά με πεσσοστοιχία, η οποία στο ισόγειο είναι υψηλότερη. Στην τοιχοποιία του κτηρίου είναι εμφανείς τουλάχιστον δύο οικοδομικές φάσεις. Στο ισόγειο και το κεντρικό τμήμα της τοξοστοιχίας των ορόφων έχει εφαρμοστεί το σύστημα της ισόδομης λαξευτής τοιχοποιίας, με διαφορετικά όμως υλικά δομής ανά όροφο.

Στο ισόγειο έχει χρησιμοποιηθεί ασβεστόλιθος, στον πρώτο όροφο μαύρος γρανίτης και στον δεύτερο όροφο πωρόλιθος. Η περιμετρική τοιχοποιία των άνω ορόφων συνίσταται σε ακανόνιστες ημιλαξευτές πέτρες με την παρεμβολή σπασμένων κεραμιδιών.

Στην νοτιοανατολική πλευρά του ιεροδιδασκαλείου έχει κτιστεί σε μεταγενέστερη εποχή διώροφο κτίσμα, γνωστό ως «Οικία Λουμπινά», σήμερα ημικατεστραμμένο. Η κατάσταση διατήρησης του μνημείου είναι μέτρια, με φθορές κυρίως στην τοιχοποιία. Στο κτήριο σήμερα στεγάζεται τμήμα της Δ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.

 Αναστασία Βασιλείου

Υπουργείο Πολιτισμού, «Η Οθωμανική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα», Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων, Αθήνα, 2009. 

 

Υποσημειώσεις


* Η λέξη Μεντρεσές προέρχεται εκ της αραβικής λέξης ντερς (= μάθημα) και σημαίνει «μουσουλμανικό ιεροσπουδαστήριο». Σ΄ αυτό διδάσκονταν παλιότερα η ανάγνωση και η ερμηνεία του Κορανίου η μουσουλμανική κατήχηση, ιστορία και το θρησκευτικό δίκαιο. Οι σπουδαστές σ΄ αυτά λέγονταν «σοφτάδες», οι δε δάσκαλοι «μολάδες» ή «μουλάδες». Μετά τη Κεμαλική μεταρρύθμιση στη Τουρκία οι Μεντρεσέδες περιορίστηκαν στο ελάχιστο. Ανάλογα τέτοια ιεροσπουδαστήρια υπάρχουν στην Αίγυπτο και σε άλλες Μουσουλμανικές χώρες. (Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου, τ.13ος, σ.263)

** Για τα οθωμανικά εκπαιδευτικά ιδρύματα του Ναυπλίου αντλούμε  πληροφορίες από την εργασία του  Τούρκου καθηγητή Ayverdi, ο οποίος μελέτησε επιπλέον τα οθωμανικά κατάστιχα (Tahrir Defteri), τα οποία συντάχθηκαν κυρίως μετά το 1715 με την επανάκτηση από τους Τούρκους της Πελοποννήσου, η οποία βρισκόταν στα χέρια των Βενετών για 30 χρόνια (1685-1715). Σύμφωνα με τον Ayverdi (Ayverdi, 2000) στην πόλη του Ναυπλίου υπήρχαν τρία μουσουλμανικά εκπαιδευτικά ιδρύματα διαφορετικών βαθμίδων. Αυτά ήταν ο μεντρεσές του σουλτάνου Αχμέτ (Sultan Ahmed Medresesi), το κορανικό σχολείο  του Ιμπραήμ Εφέντη (İbrahim Efendi Dârülkurrası) και το σχολείο στοιχειώδους εκπαίδευσης επίσης του Ιμπραήμ Εφέντη (İbrahim Efendi Mektebi).

 

Βιβλιογραφία


  • Καρούζου-Παπασπυρίδη Σέμνη, «Το Ναύπλιο», Εκδόσεις: Εμπορικής Τράπεζας, Αθήνα,1979.
  • Μαυροειδή, Β., «Φυλακές Λεονάρδου». Μελέτη αποτύπωσης, αποκατάστασης, επανάχρησης και αρχιτεκτονικού φωτισμού, διπλωματική εργασία, ΕΜΠ, Αθήνα 2006.

 

Read Full Post »

Καθολική Εκκλησία Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (ή «Φραγκοκλησιά»)


Τέμενος. Ναύπλιο, Β’ Οθωμανική περίοδος (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.)

 

Καθολική Εκκλησία Μεταμορφώσεως του Σωτήρος

Καθολική Εκκλησία Μεταμορφώσεως του Σωτήρος

Ο Λαμπρυνίδης μαρτυρεί ότι πιθανώς στη θέση αυτή να προϋπήρχε στα χρόνια της Φραγκοκρατίας (1212-1389) γυναικεία μονή του Δυτικού δόγματος, προτείνοντας την ταύτισή της με μονή η οποία αναφέρεται στη διαθήκη του Δούκα των Αθηνών Nerio Acciaiuoli, του έτους 1394. Πάντως, σε άλλο σημείο ο Λαμπρυνίδης αναφέρει ότι στη θέση αυτή υπήρχε «αρχαίος ενετικός ναός». Η σημερινή μορφή του μνημείου παραπέμπει σαφώς σε τέμενος, που η τοπική παράδοση αποδίδει στη χήρα του Αγά Πασά, Φατμέ, η οποία φέρεται να το ανήγειρε στη μνήμη του συζύγου της μετά τον αιφνίδιο θάνατό του. Σε πηγές του 19ου αιώνα μαρτυρείται ως «τέμενος Ιτς Καλέ» («τέμενος του εσωτερικού φρουρίου»), από την τουρκική ονομασία της Ακροναυπλίας, λόγω του ότι το τέμενος ήταν κτισμένο στις βόρειες κλιτύες της.

Το 1839, με τη μεσολάβηση του βασιλιά Όθωνα, ο Δήμος Ναυπλίου παραχώρησε το τέμενος στην Καθολική Εκκλησία*, για τις εκκλησιαστικές ανάγκες των τριακοσίων περίπου Ελλήνων και ξένων Καθολικών – κυρίως των Βαυαρών στρατιωτών που ανήκαν στην ακολουθία του βασιλιά. Ο Όθωνας αφιέρωσε το ναό στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, σε ανάμνηση της μεταμόρφωσης της Ελλάδας μετά την απελευθέρωσή της από τους Οθωμανούς.

Κατόπιν ορισμένων επισκευών, τα εγκαίνια του ναού έγιναν το 1840. Το κτίσμα αυτό φέρει έντονες ομοιότητες με το Βουλευτικό, τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς τη δόμησή του, με τη διαφορά ότι είναι κτισμένο σε μικρότερη κλίμακα. Είναι προσανατολισμένο στα νοτιοανατολικά, προς τη Μέκκα, έχει βαριές αναλογίες και χαμηλό ημισφαιρικό τρούλο. Είναι δομημένο κατά την ισόδομη λαξευτή τοιχοποιία.

Καθολική Εκκλησία Μεταμορφώσεως του Σωτήρος

Καθολική Εκκλησία Μεταμορφώσεως του Σωτήρος

Όσον αφορά στο εσωτερικό του, αξίζει να αναφερθεί η λιτή ξύλινη αψίδα, δωρεά του Γάλλου αξιωματικού και θερμού φιλέλληνα Αυγούστου Ιλαρίωνα Touret**, που κοσμεί την εσωτερική πλευρά της εισόδου του ναού και χρονολογείται το 1841. Η αψίδα, που έμεινε γνωστή ως «αψίδα Τουρέ», είναι από ξύλο πεύκου και έχει σχήμα πρόσοψης αρχαίου ελληνικού ναού. Στους κίονες έχουν αναγραφεί, με λευκό χρώμα, ονόματα ξένων Φιλελλήνων και ο τόπος στον οποίο έπεσαν, ενώ στο αέτωμα υπάρχει ο θυρεός και το στέμμα του Όθωνα εντός του σταυρού των αγωνιστών. Ο ναός κοσμείται επίσης από ελαιογραφία που φέρει παράσταση της Αγίας Οικογένειας (Sacra Famiglia), αντίγραφο του έργο του Ραφαέλο. Ο πίνακας αποτελεί δωρεά του βασιλιά της Γαλλίας Φιλίππου (1843).

Βορειοδυτικά του ναού υπάρχει υπόγεια θολωτή κρύπτη, βάθους 3μ., προγενέστερη του τεμένους, η οποία χρησίμευε ως δεξαμενή. Το 1839 συγκεντρώθηκαν στην κρύπτη τα οστά των φιλελλήνων καθώς και των Βαυαρών στρατιωτών της ακολουθίας του Όθωνα οι οποίοι είχαν πεθάνει από επιδημία τύφου τα έτη 1833 και 1834 και είχαν ενταφιαστεί αρχικά στο παλαιό νεκροταφείο του Ναυπλίου, κοντά στο εκκλησάκι των Αγίων Πάντων.

Δυτικότερα του ναού υπήρχε οθωμανικό λουτρό, ισόγειο μετά την απόδοση του ναού στους Καθολικούς μετασκευάστηκε σε πρεσβυτέριο και σε εκθεσιακό χώρο κειμηλίων και βιβλίων, με την προσθήκη ορόφου. Η τοιχοποιία του είναι παρόμοια με αυτήν της Καθολικής Εκκλησίας, του Βουλευτικού και του ισογείου του μεντρεσέ. Η κατάσταση διατήρησης του μνημείου είναι καλή. Κατά καιρούς έχουν πραγματοποιηθεί μικρής κλίμακας εργασίες συντήρησης του ναού, ενώ η κρύπτη έχει αναστυλωθεί. Επίσης, ο πίνακας με την παράσταση της Αγίας Οικογένειας έχει συντηρηθεί το 1989 και η «αψίδα Τουρέ» το 2002.

 

Αναστασία Βασιλείου

  

Υποσημειώσεις


* Να σημειωθεί ότι ο Καθολικός Ναός λειτουργεί συνεχώς από το 1839 έως τις ημέρες μας.

** Εις μνήμη της δράσης των Γάλλων Φιλελλήνων κατά την ελληνική επανάσταση.

 

Πηγή


  • Υπουργείο Πολιτισμού, «Η Οθωμανική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα», Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων, Αθήνα, 2009. 

 

 

Read Full Post »

Βουλευτικό Ναυπλίου


 

Βουλευτικό Ναυπλίου (Τέμενος - Τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.)

Βουλευτικό Ναυπλίου (Τέμενος – Τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.)

Σύμφωνα με τοπική παράδοση, το τέμενος* αυτό κτίστηκε από έναν πλούσιο Οθωμανό αγά, τον Αγά Πασά, ο οποίος ήθελε να εξιλεωθεί για ένα στυγερό έγκλημα που είχε διαπράξει. Ο αγάς είχε σκοτώσει δύο νεαρούς από τη Βενετία που είχαν έρθει στο Ναύπλιο για να αναζητήσουν το θησαυρό που είχε κρύψει κάποιος πρόγονός τους στα χρόνια της Β’ Ενετοκρατίας. Νιώθοντας όμως τύψεις για την αποτρόπαια πράξη του, λέγεται ότι έχτισε με το χρυσάφι που ανακάλυψε, τέμενος, το οποίο έμεινε γνωστό ως «τζαμί του Αγά Πασά». Ο πασάς δεν πρόλαβε να δει την αποπεράτωση του τεμένους, καθώς έπεσε από τον εξώστη του σπιτιού του την ώρα που επέβλεπε τις εργασίες.

Σύμφωνα με μαρτυρία ανώνυμου Λαγκαδινού λογίου, αρχιτέκτονας του τεμένους φέρεται να είναι ο Αντώνιος Ρηγόπουλος από τα Λαγκάδια της Αρκαδίας. Επρόκειτο για ονομαστό πρωτομάστορα, ο οποίος «αυτοσχεδίως ανοικοδόμησε τους μεγαλοπρεπείς της εποχής εκείνης ναούς και προπύργια και μέγα ειδωλείον των Οθωμανών εις Ναύπλιον, όπου και προνόμιον εις αυτόν εχορηγήθη». Πιθανώς αυτό το «μέγα ειδωλείον» να ταυτίζεται με το τέμενος του Αγά Πασά.

Το 1822, μετά την απελευθέρωση της πόλης, το τέμενος ήταν ερειπωμένο. Τον Ιούνιο του 1824 αποφασίστηκε η επισκευή του, προκειμένου να στεγαστεί εκεί η Βουλή του επαναστατημένου έθνους, βάσει σχεδίων του στρατιωτικού μηχανικού Θεοδώρου Βαλλιάνου. Υπεγράφη μάλιστα συμφωνητικό κατασκευής, πρωτοποριακό στοιχείο για την εποχή εκείνη.

Στις 21 Σεπτεμβρίου 1825 έγιναν τα εγκαίνια του Βουλευτικού και εδώ λειτούργησε η Βουλή των Ελλήνων έως και την άνοιξη του 1826. Αυτή υπήρξε η σπουδαιότερη χρήση του κτηρίου, και με την ονομασία «Βουλευτικό» έχει μείνει γνωστό μέχρι σήμερα.

Στις 2 Ιουλίου 1827, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου μεταξύ των φρουράρχων Παλαμηδίου και Ακροναυπλίας, Θ. Γρίβα και Ν. Φωτομάρα, ένα βλήμα κατέστρεψε τμήμα του τρούλου του Βουλευτικού. Μάλιστα, εκείνη την ώρα συνεδρίαζε η Βουλή, και σκοτώθηκε ο Βουλευτής Βάλτου Χρήστος Γεροθανάσης.

 

Βουλευτικό Ναυπλίου, περίπου το 1937.

 

Όταν το Ναύπλιο έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους (1827-1834), υπήρχε έντονο πρόβλημα στέγης. Το Βουλευτικό, όπως και όλα τα σημαντικά κτήρια της εποχής, χρησιμοποιήθηκε στο πέρασμα του χρόνου για ποικίλους σκοπούς, ως φυλακή, δικαστήριο (όπου και έλαβε χώρα το 1834, κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας, η δίκη των οπλαρχηγών της Επανάστασης Θεοδώρου Κολοκοτρώνη και Δημήτριου Πλαπούτα), σχολείο, νοσοκομείο, στρατώνας, αίθουσα χορού, μουσείο και αποθήκη αρχαιοτήτων, ωδείο.

Αποτελεί χαρακτηριστικό τέμενος της επαρχιακής οθωμανικής αρχιτεκτονικής, το οποίο χαρακτηρίζεται από τις βαριές αναλογίες και τον ογκώδη τρούλο του. Έχει προσανατολισμό προς τη Μέκκα και είναι μεγάλων διαστάσεων, διώροφο˙ το ισόγειο συνίσταται σε δέκα ορθογώνια δωμάτια, ενώ το τέμενος καταλαμβάνει τον όροφο.

Η πρόσβαση στο τέμενος γίνεται με κλίμακα στα βορειοδυτικά. Στην είσοδο του υπήρχε αρχικά ανοιχτό κιονοστήρικτο προστώο, το ρεβάκ, καλυπτόμενο με τρουλίσκους, το οποίο λέγεται ότι κατέρρευσε στις αρχές του 20ού αιώνα από σεισμό. Η μορφή του προστώου μαρτυρείται σε σχέδιο του L. Lange, το οποίο χρονολογείται το 1834.

Ο κυρίως χώρος του τεμένους συνίσταται σε μια τετράγωνη αίθουσα που καλύπτεται με μεγάλο ημισφαιρικό τρούλο με οκτάπλευρο τύμπανο. Τον τρούλο περιτρέχει εσωτερικά ξύλινος εξώστης, ενώ στα δυτικά υπάρχει υπερώο. Το τέμενος είναι δομημένο κατά το σύστημα της ισόδομης λαξευτής τοιχοποιίας, με υλικό δομής τον ασβεστόλιθο.

Λέγεται μάλιστα ότι οι λίθοι προέρχονται από τη Μονή Καρακαλά, που βρίσκεται 13χλμ. Βορειοανατολικά του Ναυπλίου. Κατά τις αναστηλωτικές εργασίες της δεκαετίας του 1990 αποκαλύφθηκε στο μιχράμπ τοιχογραφία με ανεικονική διακόσμηση.

Το μνημείο διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση. Κατά τα έτη 1994-1999 πραγματοποιήθηκαν στο κτίσμα αναστηλωτικές εργασίες, που αφορούσαν μεταξύ άλλων στην αποκατάσταση του τρούλου και των τρουλίσκων, των ελκυστήρων, των δαπέδων, στην αφαίρεση των νεώτερων κατασκευών, τη διάνοιξη των κτισμένων παραθύρων, την κατασκευή νέου ξύλινου παταριού και των κλιμάκων που συνδέουν τους ορόφους. Το κτήριο σήμερα λειτουργεί ως χώρος διαλέξεων, συνεδρίων, συναυλιών κλπ. Στο ισόγειο του Βουλευτικού στεγάζεται η Δημοτική Πινακοθήκη Ναυπλίου.

Αναστασία Βασιλείου

  

Υποσημείωση

 * τέμενος το [témenos] : 1α. ιερός χώρος που ήταν αφιερωμένος σε αρχαίο θεό ή ήρωα. β. χώρος μουσουλμανικής λατρείας· τζαμί. 2. (μτφ.) ίδρυμα αφιερωμένο στην καλλιέργεια των γραμμάτων και των τεχνών, όπως π.χ. πανεπιστήμιο, ωδείο κτλ.: Iερό ~ των Mουσών. (Λεξικό Τριανταφυλλίδη).

 

Πηγή

  • Υπουργείο Πολιτισμού, «Η Οθωμανική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα», Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων, Αθήνα, 2009.

 

Read Full Post »

Παυσανίας (2ος αιώνας μ.Χ.)


Έλληνας ή εξελληνισμένος Λυδός που έτρεφε βαθύ σεβασμό και θαυμασμό προς τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό. Περιηγητής και συγγραφέας περιηγητικών κειμένων, καταγόμενος από την περιοχή της Λυδίας* στη Μικρά Ασία. Το δεκάτομο έργο του Ελλάδος Περιήγησις,** το οποίο σώζεται ολόκληρο, αποτελεί πολύτιμη πηγή αρχαιογνωσίας, καθώς καταγράφει και διασώζει τα μνημεία της ελληνικής αρχαιότητας στο σύνολό τους. Αγάλματα, πίνακες, τάφοι, ναοί, παραδόσεις, έθιμα και προϊόντα, όλα περνάνε από τη γραφή του, η οποία με εξαίρετο ύφος αποδίδει την πραγματικότητα του ελληνικού χώρου και μαρτυρά την ελληνική ζωή της κλασικής εποχής.

Παυσανίας, Pausaniae Graeciae descriptio, Βιβλίο 2, 3, Leipzig 1899.

Παυσανίας, Pausaniae Graeciae descriptio, Βιβλίο 2, 3, Leipzig 1899.

Ταξίδεψε σε όλο τον ελληνικό χώρο και ουσιαστικά συγκρότησε τη βάση της αρχαιολογικής γνώσης.*** Παράλληλα με την παρατήρηση, ο Παυσανίας επεκτείνεται και στο ζήτημα της συνείδησης, καθώς αναφέρεται τόσο στις λαϊκές παραδόσεις όσο και στα γράμματα, παραδίδοντας έτσι μια πολύτιμη σύνθεση για την κλασική ελληνική γραμματεία και τέχνη.

Το ύφος του είναι λιτό και ακριβές. Ταξίδεψε**** επίσης και στην Ιταλία, τη βόρεια Αφρική και τη Συρία. Στέκεται κριτικά απέναντι στην παρακμή της σύγχρονής του Ελλάδας και αποδίδει στους καταστροφικούς εμφυλίους πολέμους καθώς και στον Φίλιππο Β΄ την αιτία για την παρακμή του κλασικού ελληνικού κόσμου.

Ο Παυσανίας αποτελεί ουσιαστικά τη βασική πηγή και το σημείο αναφοράς του κλασικού ελληνικού πολιτισμού και εκεί πάνω στηρίχθηκε η αναβίωση του κλασικού ιδεώδους της σύγχρονης Δύσης. Ένας ξένος μελετητής του, ο Τζέιμς Φρέιζερ (Frazer), ο οποίος παρήγαγε μια από τις διάφορες αγγλικές μεταφράσεις του έργου, θεωρεί ότι τα ερείπια της Ελλάδας, χωρίς τον Παυσανία, θα ήταν ένας απρόσιτος λαβύρινθος και ένα αίνιγμα χωρίς απάντηση.      

 

Ελλάδος Περιήγησις


«Η Ελλάδος Περιήγησις», είναι ένα οδοιπορικό με το οποίο ο Παυσανίας ξεναγεί τον αναγνώστη στην Πελοπόννησο, Αττική, Βοιωτία και Φωκίδα. Μνημονεύονται όλα τα αξιοθέατα – αγάλματα, ζωγραφικοί πίνακες, τάφοι, ιερά και καταγράφονται παραδόσεις. Υπάρχουν επίσης μακροσκελείς ιστορικές παρεκβάσεις, γίνεται μνεία πόλεων, ποταμών και οδών, τις οποίες ακλούθησε ο Παυσανίας, και καταγράφονται ιδιότυπα έθιμα ή δεισιδαιμονίες.       

Το έργο του χωρίζεται σε 10 βιβλία και σώζεται ακέραιο:

Βιβλίο 1: Αττικά

Βιβλίο 2: Κορινθιακά

Βιβλίο 3: Λακωνικά

Βιβλίο 4: Μεσσηνιακά

Βιβλίο 5: Hλιακών Α

Βιβλίο 6: Ηλιακών Β

Βιβλίο 7: Αχαϊκά

Βιβλίο 8: Αρκαδικά

Βιβλίο 9: Βοιωτικά

Βιβλίο 10: Φωκικά, Λοκρών Οζόλων

 

Η πρώτη έκδοση του Παυσανία «Ελλάδος Περιήγησις»


Μάρκος  Μουσούρος

Μάρκος Μουσούρος

Η πρώτη έκδοση του μοναδικού έργου του Παυσανία, που έφτασε ως τις μέρες μας με τον τίτλο Ελλάδος Περιήγησις, κυκλοφόρησε από το τυπογραφείο του Άλδου Μανούτιου στην Βενετία το1516, δηλαδή δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Άλδου, μια εποχή που το εργαστήρι του είχε περάσει στα χέρια του πεθερού του Andrea d’ Asola.  Την εκδοτική επιμέλεια είχε αναλάβει ο πιο σημαντικός συνεργάτης του Άλδου και σπουδαιότερος Έλληνας φιλόλογος της Αναγέννησης, ο Μάρκος Μουσούρος, κάτοχος της έδρας των ελληνικών στη Βενετία.

 

Η απήχηση της «Περιήγησις», 16ος – 17ος αιώνας


Ο 16ος και ο 17ος αιώνας είναι τα χρόνια της λαμπρής κυριαρχίας της Περιήγησις.  Πολλαπλές εκδόσεις και επανεκδόσεις επιβάλλουν το έργο ως αυθεντικό πρότυπο αρχαιογνωστικής περιγραφής και οδηγούν, παράλληλα, σε ένα θεαματικό εύρος νέος αναγνωσμάτων.  Ήδη στα 1517, ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία της editioprinceps ο Stefano Negri, μαθητής του Χαλκοκονδύλη και διάδοχός του στην έδρα των ελληνικών στο Μιλάνο, δημοσίευσε ένα είδος λατινικού reader’s digest  της Περιήγησης, ως παράρτημα των Ηρωικών του Φιλόστρατου.  Πρόκειται για ένα εκκεντρικό όσο και σχολαστικό διάλογο ανάμεσα στον συγγραφέα τον Χαλκοκονδύλη (+1511) και τρεις νεαρούς σπουδαστές των ελληνικών με αντικείμενο τους σπουδαστές του Παυσανία.  Σκοπός του εκτενέστατου αυτού διδακτικού έργου (350 σελίδες σε 8o) είναι να αποδείξει ότι η Περιήγηση είναι ένα πολύτιμο εκπαιδευτικό βοήθημα και ταυτόχρονα ένας πανδέκτης αρχαίας λογιοσύνης.  Η ανάγνωση της μπορεί να φωτίζει ποίκιλα σκοτεινά σημεία της ελληνικής μυθολογίας, ιστορίας και τοπογραφίας και να τα παρουσιάσει εύληπτα, υπό την μορφή εκπαιδευτικού ταξιδιού.  Η έκδοση περιλαμβάνει και εκτενέστατο εισαγωγικό ευρετήριο, ένα πρώιμο πλοηγό στο σύνθετο κείμενο του Παυσανία.

 

Χρονολόγιο


  

110 μ.Χ. περ.

Γεννιέται ο Παυσανίας στην περιοχή της Μαγνησίας του Σιτύλου, που βρίσκεται βόρεια της Σμύρνης και νότια της Περγάμου.

140 -180

Περιηγείται πολλές περιοχές της Μεσογείου, πιο συγκεκριμένα τον ελλαδικό χώρο, τη Μικρά Ασία, τη Συρία, την Αίγυπτο, τη Λιβύη και την Ιταλία.

160 περ.

Επισκέπτεται την Αθήνα την εποχή του Ηρώδη του Αττικού. Ύστερα από λίγο χρόνο ολοκληρώνει και εκδίδει το έργο του «Αττικά», μια ταξιδιωτική περιγραφή της Αττικής.

173

Έχει ήδη ολοκληρώσει τα έργα του «Κορινθιακά», «Μεσσηνιακά» και «Λακωνικά». Παράλληλα έχει ξεκινήσει τη συγγραφή των «Ηλειακών».

174

Ξεκινά τη συγγραφή των «Αρκαδικών».

175-176

Ολοκληρώνει τα έργα του για τη Βοιωτία και τη Φωκίδα.

210 περ.

Ο Ρωμαίος Κλαύδιος Αιλιανός χρησιμοποιεί τη συνολική έκδοση των έργων του περιηγητή, γεγονός που φανερώνει ότι ήδη είχε πραγματοποιηθεί συνολική έκδοση του έργου.

6ος αι.

Ο Στέφανος Βυζάντιος χρησιμοποιεί τη συνολική έκδοση του έργου Ελλάδος Περιήγησις.

9ος – 1ος αι.

Το έργο αντιγράφεται από παλαιούς παπύρους σε περγαμηνές στην Κωνσταντινούπολη.

1453

Μετά την Άλωση της Βασιλεύουσας, Έλληνες λόγιοι μεταφέρουν αντίγραφα του έργου στη Δύση.

1516

Το έργο του Παυσανία τυπώνεται για πρώτη φορά στη Βενετία από τον Άλδο Μανούτιο και με τυπογραφική επιμέλεια του Μάρκου Μουσούρου.

17ος – 19ος αι.

Οι Δυτικοί περιηγητές που επισκέπτονται τον ελλαδικό χώρο αξιοποιούν το έργο του Παυσανία, αντλώντας σημαντικές πληροφορίες για τους αρχαιολογικούς χώρους.

1854

Ο Σούμπαρτ εκδίδει το συνολικό έργο του Παυσανία.

 

Υποσημειώσεις


 

* Καταγόταν από την περιοχή του όρους Σιπύλου της μικρασιατικής Μυσίας και συγκεκριμένα από την πόλη της Μαγνησίας, η οποία μετονομάστηκε σε Μανισά, βρίσκεται 32 χλμ. βορειανατολικά της Σμύρνης, όταν κατελήφθη από τους Τούρκους το 1313.

** Η πρώτη έκδοση του Παυσανία γίνηκε στη Βενετία το 1516 από τον Μάρκο Μουσούρο. Έκτοτε έγιναν επανειλημμένες εκδόσεις, που ήταν εξάλλου χρήσιμες στους πολύ νεότερους περιηγητές, και κυρίως στους λαθρανασκαφείς. Αυτοί με τον Παυσανία στο ένα χέρι και με την…αξίνα στο άλλο ρήμαξαν την Ελλάδα από τις αρχαιότητες.

*** Ο Ηρόδοτος, η πρώτη μεγάλη περιηγητική μορφή ως τον Παυσανία και τον Στράβωνα, ορίζει σκοπό της περιγραφής του «αυτά που έγιναν από τους ανθρώπους, να μη σβήσουν με τον καιρό, και μεγάλα και αξιοθαύμαστα επιτεύγματα (οικοδομήματα, ναοί κ.λπ.), εκτελεσμένα άλλα από Έλληνες άλλα από αλλόγλωσσους, να μη χάσουν τη φήμη τους». Στα ίχνη του Ηροδότου κινείται ο Παυσανίας. Ενδιαφέρεται για τις συνθήκες ζωής των ανθρώπων που συναντά, όπως ο Ηρόδοτος. Θεωρεί (από αγάπη για τη γνώση) και περιγράφει τον τόπο, το τοπίο, τα μνημεία, τους ποταμούς, τη διαμόρφωση του εδάφους, τις καλλιέργειες, τα ήθη και τα έθιμα. Ενδεχομένως ο Παυσανίας να επηρεάστηκε και από άλλους περιηγητές, απ’ τον Διόδωρο τον Αθηναίο (έγραψε «Περί μνημάτων» και «Περί Αττικών Δήμων») και από τον Πολέμωνα (240; – 160; π.Χ.).

**** Τα ταξίδια όταν ζούσε ο Παυσανίας ήταν μάλλον ασφαλή από τους πειρατές. «Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που εκτείνονταν από τον Ατλαντικό ως τον Ευφράτη, και από τη Βόρεια θάλασσα ως τα σύνορα της Αιθιοπίας. Η Ρώμη, που είχε ανάγκη ταχύτατης επαφής με τις επαρχίες, οργάνωσε άριστο σύστημα επικοινωνιών για τη γοργή μεταφορά δυνάμεων και εφοδίων και για τη μετακίνηση των πολιτικών και στρατιωτικών διοικητών και των φοροεισπρακτόρων.

 

Πηγές


  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Οι περιηγήσεις του Παυσανία», τεύχος 248, 12 Αυγούστου 2004.
  • Οδυσσέα Κουμαδωράκη, « Άργος το πολυδίψιον » Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος 2007.
  • Frazer, J. G., « Pausanias’ Description of Greece: Translated with a commentary by J. G. Frazer», 6 vols. New York: Biblio and Tannen, 1913.
  • Ανδρέου Α. Θεοχάρη, «Τα Κορινθιακά / Παυσανίου, μετάφρασις μετά σημειώσεων», Εν Κορίνθω: Βιβλιοχαρτοπωλείον Μιχ. Ν. Μιχαλοπούλου, 1895.
  • Παυσανίου, «Ελλάδος Περιήγησις/Κορινθιακά – Λακωνικά»,  Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 2004.

Read Full Post »

Older Posts »