Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Αρχαιολογία’

Έτος 1909: Ο αρχαιολόγος Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς  ανασκάπτει την ιστορική γη της Ερμιονίδας (1866/7-1955)


 

Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς (1867-1955). Διετέλεσε έφορος αρχαιοτήτων στο Ναύπλιο, στην Πάτρα και στην Αθήνα. Δημοσιεύεται στο: «Μνημεία Αθηνών», Εκδόσεις Ιστορίας και Τέχνης, Αθήνα 1994 (10η έκδοση).

Ήταν το έτος 1909 όταν ο σπουδαίος αρχαιολόγος και Υφηγητής της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών (Ε.Κ.Π.Α.) ζήτησε την άδεια, καθώς ο ίδιος γράφει, από την Αρχαιολογική Εταιρεία να επιχειρήσει ανασκαφές στα πανάρχαια εδάφη της Ερμιονίδας. Πράγματι οι ανασκαφές του ξεκίνησαν στις 25 Ιουνίου στο Μπίστι «ήτις (θέσις) ακατοίκητος κατά το πλείστον ούσα περιέχει πλείστα αρχαία τε και μεσαιωνικά ερείπια».

Ο μεγαλύτερος αριθμός αρχαίων ερειπίων, καθώς ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς αναφέρει, βρίσκεται γύρω από το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, από όπου και ξεκίνησε η ανασκαφή. Εκεί ανακαλύφθηκε από τις πρώτες κιόλας ημέρες της ανασκαφής ένα τείχος και πολλές τετραγωνικές βάσεις αγαλμάτων με επιγραφές του τρίτου και δεύτερου π.Χ. αιώνα.

Για την αποκάλυψη ολόκληρου σχεδόν του τείχους οι εργασίες διήρκεσαν περισσότερο από έναν μήνα. Μετά την ανασκαφή του τείχους ερευνήθηκε το αρχαιότατο κτήριο που «ομοιάζει προς δρόμον μυκηναϊκού τάφου», τη γνωστή Σπηλιά της Βιτόριζας. Μάλιστα φαινόταν πως το μέρος αυτό είχε προ πολλών ετών ανασκαφεί και δεν είναι καθόλου απίθανο να ήταν εκεί τάφος αρχαιότατος, ίσως προϊστορικός και να είχε συληθεί.

Στη συνέχεια έγινε ανασκαφή και στην γύρω περιοχή Βόρεια, Νότια και Δυτικά, όπου βρέθηκαν αρχαία τείχη και κτήρια. Επίσης ερευνήθηκε και καθαρίστηκε ο μεγάλος ναός «όστις κείμενος εις το ύψιστον και περιφανέστατον μέρος του ακρωτηρίου υπό των πλείστων περιηγητών και γεωγράφων της Ερμιόνης φέρεται ως ναός του Ποσειδώνος».[1]

Τα κάθε είδους ευρήματα των ανασκαφών μεταφέρθηκαν πρώτα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου και αργότερα στο εργαστήριο του Φραγκίσκου Δέδε,[2] ξυλουργού στο επάγγελμα, που για όλο το χρονικό διάστημα των ανασκαφών διετέλεσε αρχιεργάτης «κατά της εκεί αρχαιολογικής ερεύνας». (περισσότερα…)

Read Full Post »

Μετά την επίσκεψη Μενδώνη στο Άργος


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» άρθρο του κ. Βασίλη Κ. Δωροβίνη με τίτλο: «Μετά την επίσκεψη Μενδώνη στο Άργος». Άρθρο που προέκυψε από την πρόσφατη επίσκεψη της υπουργού Πολιτισμού κας Λίνας Μενδώνη στο Άργος και του επεισοδίου που διαδραματίστηκε απέναντι από το Αρχαίο Θέατρο.

 

Η επίσκεψη της κ. Μενδώνη στο Άργος προ ημερών αποτέλεσε ένα από τα κύρια θέματα, ιδίως του αθηναϊκού Τύπου, εξαιτίας κυρίως του επεισοδίου εμπρός από το πρώην καφενείο Καρμόγιαννη, πίσω από την ιστορική κρήνη και απέναντι από το αρχαίο θέατρο Άργους. Με αφορμή αυτή την επίσκεψη και αυτό το επεισόδιο («γνήσιο» ή κατ’ άλλους «στημένο») προκλήθηκε το παρόν άρθρο.

 

Αυτοψία στις ρωμαϊκές Θέρμες στο Άργος. Πηγή εικόνας: ΥΠΠΟ.

 

Καταρχήν θα ήθελα να τονίσω ότι αν δεν υπήρχαν σε αυτή την χώρα οι αρχαιολόγοι θα έπρεπε να τους εφεύρουμε. Από την αρχή της συστάσεως της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της, για καιρό με ολιγομελές προσωπικό, υπήρξε μέριμνα για την ιστορική κληρονομιά της χώρας μας, που διαφορετικά θα είχε ενδεχομένως μειωθεί δραματικά, ιδιαίτερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τους ρυθμούς ντουβαροποίησης που εκδηλώθηκαν και ακόμα συνεχίζουν. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Κέντρο Ελληνικών Σπουδών Ελλάδος | Εργαστήριο – «Η αρχαιολογία στο μέτωπο του πολέμου»


 

Το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών Ελλάδος, στο Ναύπλιο, ανακοινώνει την έναρξη υποβολής αιτήσεων στο νέο εργαστήριο «Η αρχαιολογία στο μέτωπο του πολέμου. Από το περιπετειώδες χρονικό του Τμήματος Αρχαιοτήτων Σμύρνης ως την εκκένωση του Κυπριακού Μουσείου στις μέρες της Τουρκικής Εισβολής».

Σε αυτό το εργαστήριο θα γνωρίσουμε τη δύναμη, τη σημασία και τη μοίρα των καταλοίπων του υλικού πολιτισμού σε περιβάλλοντα πολέμου, μέσα από τα ιστορικά παραδείγματα των ελλαδικών, μικρασιατικών και κυπριακών αρχαιοτήτων στις πιο ταραχώδεις και μελανές σελίδες της ιστορίας του 20ου αι. Η κατάδυσή μας στο θέμα θα ξεκινήσει από τον ορισμό των βασικών εννοιών των ίδιων των μνημείων (κινητών – ακινήτων, υλικών – άυλων), τη σημασία τους στο εθνικό αφήγημα των κρατών-διαχειριστών τους και την ανανοηματοδότηση που έλαβαν σε συνθήκες επιθετικού ή αμυντικού πολέμου. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Μυκηναϊκή Ακρόπολη Τίρυνθας  – Άλκηστις Παπαδημητρίου


 

Σύντομη περιγραφή

 

Η Τίρυνθα κατοικήθηκε για πρώτη φορά στη Νεολιθική εποχή (7η-4η χιλιετία π.Χ.), όπως μαρτυρούν τα λιγοστά κεραμικά ευρήματα που προήλθαν από τα βαθύτερα αρχαιολογικά στρώματα, και παρέμεινε αδιάλειπτα σε χρήση μέχρι την εποχή που ιδρύθηκε η επιβλητική της οχύρωση.

Τα αρχαιότερα αρχιτεκτονικά λείψανα χρονολογούνται στην Πρώιμη εποχή του Χαλκού (3η χιλιετία π.Χ.). Μεγάλα συγκροτήματα οικιών προσαρμόζονται πάνω στις πλαγιές του λόφου και οργανώνονται γύρω από ένα τεράστιο κυκλικό οικοδόμημα (διαμέτρου 27-28 μ.) στην κορυφή του νότιου εξάρματός του, την Άνω Ακρόπολη. Παρά τις διαφορετικές απόψεις σχετικά με τη χρήση του (οχυρωμένο ανάκτορο, μνημειώδες ταφικό κτίσμα ή ιερό), το κυκλικό οικοδόμημα είναι δυνατόν να ερμηνευθεί στο πλαίσιο της οργάνωσης του πρώτου αστικού συστήματος ως ένας χώρος που λειτουργούσε ως διοικητικό κέντρο και είχε προσαρμοσθεί μορφολογικά στο συγκεκριμένο γεωλογικό υπόβαθρο.

Κατά τη Μέση εποχή του Χαλκού (1900-1600 π.Χ.) πραγματοποιούνται επιχωματώσεις και κατασκευές ανδήρων στην Άνω Ακρόπολη με στόχο τη διαμόρφωση επίπεδων επιφανειών για την ανέγερση των κτιρίων. Παρά τις δυσκολίες στη διερεύνηση των λειψάνων αυτής της εποχής λόγω της μεταγενέστερης οικοδομικής δραστηριότητας, η κατοίκηση του χώρου θεωρείται βέβαια.

Η μεγάλη ακμή ωστόσο της Τίρυνθας συνδέεται με την Μυκηναϊκή εποχή (1600-1050 π .Χ.). Η οχύρωση και τα οικοδομικά συγκροτήματα της Ακρόπολης, που χωρίζεται σε τρία τμήματα: την Άνω, τη Μέση και την Κάτω Ακρόπολη, διαμορφώθηκαν στην διάρκεια των ανακτορικών χρόνων (14ος και 13ος αιώνας π.Χ.). Τα «κυκλώπεια» τείχη κατασκευάστηκαν σε τρεις οικοδομικές φάσεις που χρονολογούνται στις αρχές και τα τέλη του 14ου αιώνα και στα μέσα του 13ου αιώνα π.Χ. και αποτελούν μία σταδιακή επέκταση της οχύρωσης από το νότιο και υψηλότερο προς το βόρειο και χαμηλότερο τμήμα του λόφου.

Η κύρια είσοδος της Ακρόπολης βρισκόταν στην ανατολική πλευρά και οδηγούσε μέσω μιας μεγάλης ράμπας, μήκους 47 μ., προς την Άνω Ακρόπολη. Η μεγάλη Πύλη που έχει πανομοιότυπη κατασκευή με την Πύλη των Λεόντων στις Μυκήνες σηματοδοτούσε το σημείο έναρξης μιας εντυπωσιακής πορείας προς το Ανάκτορο. Περνώντας κανείς από διαδρόμους που διακόπτονταν από εσωτερικές Αυλές και δύο Πρόπυλα, το μεγάλο και το μικρό, κατέληγε στην κεντρική Αυλή. Η περίστυλη αυτή Αυλή με το Βωμό στη νότια πλευρά της αποτελούσε μία ενότητα με το μεγάλο Μέγαρο. Σ’ αυτούς τους χώρους κορυφώνεται και προσωποποιείται το μεγαλείο της μυκηναϊκής ανακτορικής ιδεολογίας.

 

Μυκηναϊκή Ακρόπολη Τίρυνθας. Φωτογραφία: Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, Παράρτημα Αθηνών.

 

Εδώ ο ανώτατος άρχων, ο wanaka των πινακίδων της Γραμμικής Β’ Γραφής, δεξιώνεται τους επίσημους ξένους και τους υπηκόους του αλλά και πραγματοποιεί τις σημαντικότερες λατρευτικές τελετουργίες συγκεντρώνοντας στο πρόσωπο του όλες τις εξουσίες. Το ανακτορικό συγκρότημα πλαισιώνουν η ανατολική και δυτική Πτέρυγα με κορυφαία δείγματα της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής το λεγόμενο μικρό Μέγαρο και το Λουτρό αντίστοιχα. Οι περίτεχνες νωπογραφίες που κοσμούσαν τα δάπεδα και τους τοίχους όχι μόνο του μεγάλου Μεγάρου αλλά και άλλων κτηρίων του ανακτορικού συγκροτήματος μεταφέρουν τον απόηχο του μεγαλείου της Μυκηναϊκής εποχής. Κύρια όμως μορφή έκφρασης της ισχύος του ανακτορικού συστήματος αποτελούν τα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα. Εκτός από την εντυπωσιακή οχύρωση συγκαταλέγονται σ’ αυτά και οι λεγόμενες Γαλαρίες. Χτισμένες στο ανατολικό και νότιο σκέλος του τείχους της Άνω Ακρόπολης αποτελούνται από έναν μακρύ διάδρομο, στον οποίο εφάπτεται σειρά δωματίων, που χρησίμευαν πιθανώς ως αποθηκευτικοί χώροι. Η ανατολική και νότια Γαλαρία έχουν οικοδομηθεί κατά το εκφορικό σύστημα και απολήγουν σε οξυκόρυφα τόξα.

 

REISINGER, Ernst. «Griechenland Schilderungen deutscher Reisender In zweiter, veränderter Auflage herausgegeben. Mit 90 Bildtafeln, davon 62 nach Aufnahmen der Preussischen Messbildanstalt», Leipzig, Insel-Verlag, 1923.

Η ανατολική θολωτή γαλαρία στην ακρόπολη της Τίρυνθας, από τα νότια, το 1923. Η φωτογραφία απεικονίζει ίσως το πιο διάσημο και χαρακτηριστικό σημείο της ακρόπολης, μια από τις θολωτές «Γαλαρίες», οι οποίες χτίστηκαν στα νότια και στα ανατολικά της Άνω ακρόπολης. Πρόκειται για μακρόστενους διαδρόμους με τοξωτή οξυκόρυφη στέγη, που οδηγούν σε τετράγωνα δωμάτια του τείχους.

 

Στα βόρεια της Άνω Ακρόπολης και σε χαμηλότερο επίπεδο βρίσκεται η Μέση Ακρόπολη, ένας χώρος που φιλοξένησε μεταξύ άλλων και ένα μέρος των ανακτορικών εργαστηρίων. Σ’ αυτήν οδηγεί μία κλίμακα που προστατεύεται από έναν καμπύλο Προμαχώνα και έναν Πύργο, κορυφαίο δείγμα του αμυντικού χαρακτήρα της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής των Μυκηναίων. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Άργος – Προϊστορικοί Χρόνοι  | Gilles Touchais & Άννα Φίλιππα-Touchais


 

Το Άργος είναι και ήταν στο μεγαλύτερο διάστημα της μακράς ιστορίας του το κέντρο – οικονομικό, πολιτικό, πολιτισμικό – ολόκληρου του αργολικού κάμπου. Η σημερινή πόλη, χτισμέ­νη πάνω στην αρχαία, ορίζεται στα ανατολικά από τον χείμαρρο Χάραδρο ή Ξεριά, ενώ από τη βόρεια και δυτική της πλευρά γωνιάζει ανάμεσα στις ανατολικές υπώρειες του ψηλού λό­φου της Λάρισας με τη διαχρονική οχύρωση και τις νότιες/νοτιοανατολικές υπώρειες του επίσης οχυρωμένου χαμηλού υψώματος του Προφήτη Ηλία, της λεγόμενης Ασπίδας (εικ.1). Και οι δύο αυτοί λόφοι, οι οποίοι σηματοδοτούν το τοπίο της πόλης, έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην πορεία της, ως τόποι κατοίκησης και λατρείας, κυρίως όμως ως χώροι με στρατηγική και συμβολική σημασία.

 

Εικ.1. Αεροφωτογραφία του Άργους από δυτικά. Σε πρώτο επίπεδο η ακρόπολη της Λάρισας με την αρχαία και μεσαιωνική οχύρωση. Αριστερά, τμήμα του λόφου της Ασπίδας (Προφήτη Ηλία) με τον μεσοελλαδικό οικισμό. Μεταξύ των δύο λόφων ο χώρος του μυκηναϊκού νεκροταφείου της Δειράδας. Η σύγχρονη πόλη του Άργους αναπτύσσεται ανατολικά των δύο λόφων.

 

Η πόλη  βρίσκεται στις παρυφές ενός κάμπου όχι μόνον εξαιρετικά εύφορου αλλά και ανοικτού στην επικοινωνία με κέντρα του ηπειρωτικού και του νησιωτικού κόσμου. Τα δύο αυτά στοιχεία (παραγωγή-επικοινωνία) καθόρισαν από την αρχή την οικονομική και κοινωνική ιστορία του τόπου. Εάν η προνομιακή θέση της πάλης ευνόησε την οικονομική της επάρκεια και την εντατική κατοίκιση, ασφαλώς και άλλα στοιχεία, όπως η δραστηριοποίησή της σε διακοινοτικά δίκτυα, η ικανότητά της να ενσωματώνει την παράδοση στην αλλαγή και μια διαφαινόμενη στάση μετριοπάθειας στο πεδίο των κοινωνικών σχέσεων και πολιτικών επιλογών, τη βοήθησαν να αναπτύξει ιδιαίτερες δυναμικές, ήδη από τα προϊστορικά χρόνια, και να ανα­δειχτεί τελικά ως η ήσυχη δύναμη της περιοχής. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Η Μέση Χαλκοκρατία στην Ηπειρωτική Ελλάδα – Η περίπτωση του οικισμού της Ασπίδας στο Άργος – Anna Philippa-Touchais, Αρχαιολόγος


 

Κατά τη Μέση Χαλκοκρατία (2000/1900-1600 π.Χ.) η ηπειρωτική Ελλάδα ζει μια από τις λιγότερο εντυπωσιακές φάσεις της ιστορίας της. Ενώ έως την εποχή αυ­τή η εξελικτική της πορεία ακολουθούσε ρυθμό ανάλογο με εκείνον των υπόλοι­πων αιγαιακών περιοχών, από τα τέλη της 3ης χιλιετίας ο ρυθμός αυτός ανακό­πτεται και ο ελλαδικός πολιτισμός μπαίνει σε μια διαφορετική τροχιά, στο περι­θώριο των εξελίξεων που αναδεικνύουν την Κρήτη σε κυρίαρχη δύναμη στο Αιγαίου.

Η αναδίπλωση του ελλαδικού πολιτισμού θεωρείται αποτέλεσμα εσωτερι­κών αναταραχών συνδεόμενων πιθανώς με τις κοινωνικο-οικονομικές ανακατατάξεις που διαδραματίζονται στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου. Τα πρώτα βήμα­τα προς την αστικοποίηση, που είχαν συντελεστεί κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία (3η χιλιετία), αναστέλλονται και παρατηρείται επιστροφή στην αγροτική οικονο­μία, η οποία δεν αφήνει ανεπηρέαστες και τις υπόλοιπες εκδηλώσεις ταυ κοινωνι­κού βίου. Από τα μέσα της περιόδου, όμως, με την εντατικοποίηση των εξωτερι­κών σχέσεων και την καταλυτική επίδραση της Κρήτης, θα αρχίσουν να κινητοποιούνται δυνάμεις που θα βοηθήσουν την ηπειρωτική Ελλάδα να βγει από την οικονομική κρίση και την πολιτισμική της στασιμότητα.

Ωστόσο, σ’ αυτήν ακριβώς τη «στασιμότητα» έγκειται ίσως μια από τις πιο εν­διαφέρουσες όψεις του Μεσοελλαδικού πολιτισμού. Η παρατηρούμενη επιστρο­φή σε τρόπους διαβίωσης αντλούμενους από την εμπειρία του μακρινού παρελ­θόντος αναδεικνύει τη ζωντανή ακόμη παράδοση πολιτισμικών εκφάνσεων που είχαν για ένα διάστημα περιθωριοποιηθεί, αλλά που φαίνεται ότι συνθέτουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του πολιτισμού.

Θα αποτελούσε κοινοτοπία να επισημάνουμε ότι, για τη μελέτη της Εποχής του Χαλκού στην ηπειρωτική Ελλάδα, η Αργολίδα παρουσιάζει ξεχωριστό ενδια­φέρον. Ένας εύφορος κάμπος, ανοιχτός στη θάλασσα και ειδικότερα στραμμέ­νος στον νότιο νησιωτικό κόσμο, το πιο δραστήριο κομμάτι του αιγαιακού χώρου την εποχή εκείνη, ήταν φυσικό ν’ αποτελέσει περιοχή ευνοϊκή όχι μόνο για έντονη ανθρώπινη εγκατάσταση, αλλά και για τη δημιουργία σημαντικών οικιστικών κέ­ντρων.

Το Άργος, ένας από τους οικισμούς που ευτύχησε να βρίσκεται στις πα­ρυφές του κάμπου αυτού, κατοικήθηκε χωρίς διακοπή από τη Νεολιθική εποχή, διαγράφοντας αξιόλογη ιστορική πορεία, με κορυφαίο σταθμό την περίοδο των Πρώιμων Ιστορικών χρόνων, όταν διαδραμάτισε ρόλο ρυθμιστικό στον ευρύτερο ελλαδικά χώρο.

Στη Μεσοχαλκή περίοδο φαίνεται ότι το Άργος αποτελούσε έναν από τους πιο εκτεταμένους ελλαδικούς οικισμούς, ο οποίος όμως, όπως προκύπτει από τις ανασκαφικές έρευνες, δεν ήταν ενιαίος αλλά διέθετε τρεις τουλάχιστον σημαντι­κούς πυρήνες: έναν στις ανατολικές υπώρειες της Λάρισας, ένα δεύτερο στις αντίστοιχες υπώρειες του λόφου της Ασπίδας και τον τρίτο στην κορυφή του λό­φου αυτού.

 

Η κατοίκηση

 

Τα εκτεταμένα τμήματα του οικισμού της Ασπίδας που ήλθαν στο φως[1] (εικ.1) δί­νουν μια αρκετά σαφή εικόνα του χαρα­κτήρα της εγκατάστασης. Με την περιορισμένη έκταση που καταλαμβάνει (20.000 τ.μ. περίπου), τη σχετικά αραιή κατοίκηση, την έλλειψη πολεο­δομικού σχεδιασμού και μνημειακών κτισμάτων, ο οικισμός της Ασπίδας αποτελεί χαρακτηριστι­κό δείγμα αγροτικής εγκατάστασης, στον αντί­ποδα των αστικών οικισμών που αναπτύσσονται την ίδια περίοδο στην παλαιοανακτορική Κρήτη, και σε μικρότερο βαθμό στις Κυκλάδες.

 

Εικ.1. Τοπογραφικό διάγραμμα των ανασκαφών της Ασπίδας. Ι: υστεροκλασική οχύρωση, ΙΙ-ΙΙΙ: τομείς παλαιότερων ανασκαφών, ΙV-V: πρόσφατες ανασκαφές στον βόρειο και στον νοτιοανατολικό τομέα, VI: ο «εσωτερικός ΜΕ περίβολος», την ύπαρξη του οποίου είχε υποθέσει ο πρώτος ανασκαφέας αλλά δεν επιβεβαίωσαν οι πρόσφατες έρευνες (σχ. Κ. Κολοκοτσάς, Υ. Ριζάκη).

 

Το γε­γονός ότι είναι κτισμένος στην κορυφή λόφου (εικ.2), όπως οι περισσότεροι μεσοελλαδικοί (ΜΕ) οικισμοί, περιορίζει βέβαια και προκαθορί­ζει την έκταση και την ανάπτυξή του, παρέχει όμως φυσική προστασία, κυρίως από τα ορμη­τικά νερά του χείμαρρου Χάραδρου που πλημμύριζαν κατά καιρούς την περιοχή.

 

2α. Αεροφωτογραφία του 1956• στο πρώτο πλάνο ο λόφος της Ασπίδας, στο δεύτερο ο λόφος της Λάρισας (φωτ. EFA).

 

2β. Άποψη της Ασπίδας από το λόφο της Λάρισας (1980)• ο λόφος δενδροφυτεύθηκε γύρω στο 1963. (φωτ. G. Touchais).

 

Κατά τις πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες στον βόρειο και τον νοτιοανατολικό τομέα του οικισμού αποκαλυφτήκαν τρεις μεσοελλαδικές οικοδομικές φάσεις, χρονολογούμενες στα ώριμα (ΜΕ ΙΙ) και τα ύστερα μεσοελλαδικά χρόνια σε μεγαλύτερη έκταση και φαίνεται ότι συγκέ­ντρωνε τα σημαντικότερα κτήρια του οικισμού (εικ.3). Η πρώτη οικοδομική φάση (ΜΕ ΙΙ) άφη­σε λιγοστές μαρτυρίες, ενώ οι δύο επόμενες, αν και απέχουν ελάχιστα χρονολογικά, δίνουν επαρκείς πληροφορίες για τις εξελίξεις στον το­μέα της κατοίκησης κατά τα τελευταία χρόνια της περιόδου. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Το ρωμαϊκό ωδείο του Ασκληπιείου της Επιδαύρου


 

Στο νότιο τμήμα του Ασκληπιείου της Επιδαύρου βρίσκεται το συγκρότημα του Τελετουργικού Εστιατορίου («Γυμνασίου») που απαρτίζεται από το κυρίως κτήριο του Τελετουργικού Εστιατορίου, το μνημειώδες Πρόπυλό του – που στους ρωμαϊκούς χρόνους μετατράπηκε σε ναό της Υγείας – και το ρωμαϊκό ωδείο. Θεωρείται πολύ πιθανό πως στο Εστιατόριο πραγματοποιούνταν τελετουργικά γεύματα κατά τις εορτές του Ασκληπιού, στα οποία, σύμφωνα με τις λατρευτικές δοξασίες, συμμετείχε ο θεός για να δώσει δύναμη και υγεία στους πιστούς.

 

Το συγκρότημα του Τελετουργικού Εστιατορίου από νότια. Φωτογραφία: Διάζωμα.

 

Το ρωμαϊκό ωδείο σε σχέση με το τελετουργικό εστιατόριο. Φωτογραφία: Διάζωμα.

 

Το Τελετουργικό Εστιατόριο (τέλη 4ου ή αρχές 3ου π.Χ. αιώνα) αποτελείτο από μια εσωτερική περίστυλη αυλή με δωρική κιονοστοιχία, γύρω από την οποία ήταν διατεταγμένες αίθουσες διαφόρων μεγεθών. Στα τέλη του 2ου ή στις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα, κατασκευάστηκε ένα ωδείο εντός της περίστυλης αυλής. Λόγοι οικονομίας (υλικού και εργασίας) οδήγησαν στην επιλογή αυτής της θέσης: το ωδείο ενσωμάτωσε στην τοιχοποιία του ολόκληρη τη βόρεια, τη δυτική και τμήματα της ανατολικής κιονοστοιχίας της αυλής, καθώς και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη του αρχικού κτιρίου. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Ιστορική – Αρχαιολογική ημερίδα: «Το Άργος στην 3η και 2η χιλιετία π.Χ


 

Το Σάββατο 20 Απριλίου 2024 και ώρα 18:00, ο Σύλλογός Αργείων «Ο Δαναός» στα πλαίσια των επετειακών εκδηλώσεων του για τα 130 χρόνια απ’ την ίδρυσή του, διοργανώνει στο μέγαρό του, Αγγελή Μπόμπου 8, στο Άργος, μια ιδιαίτερα σημαντική ιστορική – αρχαιολογική ημερίδα με τον τίτλο: «Το Άργος στην 3η και 2η χιλιετία π.Χ.».

 

«Το Άργος στην 3η και 2η χιλιετία π.Χ.»

 

Η ημερίδα αφορά στην σύγχρονη αρχαιολογική έρευνα για το αργειακό πεδίο και τις σχέσεις των Αργείων με τους πολιτισμούς του Αιγαίου και της νοτιοανατολικής Μεσογείου. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Από τον τάφο του Φορωνέος στο Άργος – Όλγα Ψυχογυιού, Αρχαιολόγος Δ’ ΕΚΠΑ


 

Φορωνεύς: Η νομοθεσία, περ.1348-50, Andrea and Nino Pisano. Ο Αντρέα Πιζάνο (Andrea Pisano) ήταν Ιταλός γλύπτης και αρχιτέκτονας. Museo dell’ Opera del Duomo Φλωρεντία.

Από τα τριάντα περίπου ιερά και ναούς και τα άλλα τόσα μνημεία μικρότερων διαστάσεων (μνημειακών τάφων και άλλων) που αναφέρει ο περιηγητής Παυσανίας κατά την περιήγησή του στο Άργος, στο 2ο μισό του 2ου αιώνα μ.Χ., ελάχιστα έχουν εντοπιστεί. Από τα μνημεία που παρέμειναν ορατά από την αρ­χαιότητα έως τις μέρες μας, το μεγάλο Θέατρο, τα ρωμαϊκά λουτρά, γνωστά ως «Θέρμες Α» και το «Κριτήριο»-Νυμφαίο της Λάρισας, μόνο το πρώτο ταυτίστηκε άμεσα με το θέατρο που αναφέρει ο Παυσανίας. Για τα δύο άλλα υπάρχει διαφωνία απόψεων. Τα υπόλοιπα μνημεία τα κάλυψε ο χρόνος και χάθηκαν τα ίχνη τους. Από τότε που άρχισαν οι ανασκαφικές έρευνες για την αναζήτηση της αρχαίας πόλης, στις αρχές του 20ου αιώνα, η σκαπάνη των αρχαιολόγων έχει φέρει στο φως αρκετά τους τμήματα. Άγνωστη όμως ακόμη παραμένει η θέση του ιερού του πολιούχου θεού της αρχαίας πόλης, του Απόλλωνος Λυκείου, που ο Παυσανίας περιγράφει ως επιφανέστερο και που το αναφέρει πρώτο, όταν φτάνει στην πόλη από το Ηραίο.

Σε δύο περιπτώσεις, την αποκάλυψη του ιερού του Απόλλωνος Δειραδιώτη στη βορειοδυτική πλευρά του λόφου του Προφήτη Ηλία και του ιερού της Αφροδίτης στα νότια της πόλης, η ταύτιση ήταν άμεση, γιατί τα ανασκαφικά στοιχεία συμ­βάδιζαν, με τις πληροφορίες που οι επιστήμονες μπόρεσαν να αντλήσουν από άλλες πηγές, κυρίως την ίδια την περιήγηση του Παυσανία. Για άλλα μνημεία όπως η λεγόμενη «Υπόστυλη αίθουσα» και το «Νυμφαίο» στην αρχαία Αγορά, τα αρχαιολογικά δεδομένα δεν είναι επαρκή και υπάρχει και σ’ αυτά διαφωνία α­πόψεων. Τέλος, σε αρκετές περιπτώσεις, η ύπαρξη συγκεκριμένων μνημείων είναι τεκμηριωμένη από λίθους, κυρίως ενεπίγραφους, που βρέθηκαν αποκομμένα από το μνημείο στο οποίο ανήκαν, όπως τον περίβολο των «Επτά επί Θήβας»[1], το λίθο με επιγραφή από το ναό της Αθηνάς Σάλπιγγος και τα θραύσματα δωρικών ημικιόνων από την αφετηρία του αρχαίου Σταδίου.

Σ’ αυτήν την κατηγορία προστέθηκε ο ενεπίγραφος λίθος που ήρθε στο φως τον Ιούλιο του 1994, κατά τη διάνοιξη χάνδακα για την τοποθέτηση αποχετευτικού αγωγού λυμάτων στην οδό Γούναρη. Πρόκειται για ένα ορθογώνιο λίθο από λευ­κό ασβεστόλιθο, μεγάλων διαστάσεων και σχήμα τραπεζοειδές. Στην πρόσθια κύρια του όψη φέρει χαραγμένο το παρακάτω επιτύμβιο επίγραμμα με τίτλο «Φορωνέος». Το αποτελούν τέσσερα κανονικά ελεγειακά δίστιχα, δηλαδή με ένα εξάμετρο και ένα πεντάμετρο αντίστοιχα το καθένα.[2] (περισσότερα…)

Read Full Post »

Τα λουτρά του Αρχαίου θεάτρου Άργους – Οι λεγόμενες «Θέρμες Α» | Όλγα Ψυχογυιού, Αρχαιολόγος Δ’ ΕΚΠΑ


 

Οι εντυπωσιακοί πλινθόκτιστοι τοίχοι που υψώνονται κοντά στο μεγάλο αρχαίο Θέατρο του Άργους απεικονίζονται σε πολλές από τις γκραβούρες που μας άφησαν οι ταξιδιώτες που επισκέφτηκαν την πόλη του Άργους κατά τον 18ο και 19ο αιώνα.[1] Το υπόλοιπο όμως του μεγάλου οικοδομήματος στο οποίο ανήκουν οι τοίχοι, βυθίστηκε στη λήθη κάτω από τα χώματα που κάλυψαν τα ερείπιά του. Το έφεραν πάλι στο φως οι ανασκαφικές έρευνες που διεξάχθηκαν από τους αρ­χαιολόγους της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, τον René Ginouvès, κατά τα έτη 1954 και 1955 και τον Πιέρ Οπέρ (Pierre Aupert) από το 1972 έως το 1989. Σήμερα ορίζει σ’ όλο του το μήκος τη νότια πλευρά της αρχαίας οδού που συνέδεε το Θέατρο με την αρχαία Αγορά. Από την πρώτη ανασκαφική εκστρατεία αποκαλύφθηκαν εγκαταστάσεις μεγάλων δημόσιων ρωμαϊκών λουτρών και το κτήριο ονομάστηκε «Θέρμες Α». Αποκαλύφθηκαν στη συνέχεια αρχιτεκτονικά στοιχεία που οδήγησαν τους ανασκαφείς στο συμπέρασμα ότι το κτήριο δεν είχε αρχικά οικοδομηθεί ως λουτρικό συγκρότημα, αλλά ως ιερό.

 

Άργος, Ρωμαϊκά λουτρά ή «Θέρμες Α», Αρχαίο θέατρο, κάστρο της Λάρισας, λιθογραφία, σχεδίασε εκ του φυσικού και χάραξε ο Γάλλος σχεδιαστής, αρχαιολόγος και ηλεκτρολόγος Th. du Moncel το 1843.

 

Διαπιστώθηκαν τρεις κύριες οικοδομικές φάσεις: η πρώτη στα τέλη του 1ου μ.Χ. αιώνα (90-100 π.Χ.), η δεύτερη μισό αιώνα περίπου αργότερα, την εποχή του αυτοκράτορα Αδριανού και η τελευταία στα τέλη του 3ου αι. – αρχές 4ου αι. μ.Χ., την εποχή του αυτοκράτορα Γόρδιου του Γ’. Το κτήριο ήταν αρχικά ιερό αφιερωμένο σε θεότητες συνδεμένες με την ίαση, ενώ στην τελευταία του οικοδομική φάση ο χώρος διαμορφώθηκε ως δημόσια λουτρά. Και στις τρεις φάσεις το νερό κατείχε ση­μαντική θέση και το μετέφεραν υδαταγωγοί από το υδραγωγείο του Κεφαλαρίου, στα νοτιοδυτικά του κτηρίου (εικ. 1, Υ1). (περισσότερα…)

Read Full Post »

Older Posts »