Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Μνηνεία’

Μυκήνες

 

Ιστορία

 

Οι «Πολύχρυσες Μυκήνες», το βασίλειο του μυθικού Αγαμέμνονα, που πρώτος ύμνησε ο Όμηρος στα έπη του, είναι το σημαντικότερο και πλουσιότερο ανακτορικό κέντρο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην Ελλάδα. Το όνομά τους έχει δοθεί σε έναν από τους λαμπρότερους πολιτισμούς της ελληνικής προϊστορίας, το μυκηναϊκό, και οι μύθοι που συνδέονται με την ιστορία τους διαπέρασαν τους αιώνες με τα ομηρικά έπη και τις μεγάλες τραγωδίες της κλασικής εποχής, ενώ ενέπνευσαν και συνεχίζουν να εμπνέουν παγκοσμίως την πνευματική δημιουργία και την τέχνη. Η μυθική παράδοση φέρει ως ιδρυτή των Μυκηνών τον Περσέα, γιο του Δία και της Δανάης, της κόρης του Ακρισίου, του βασιλιά του Άργους, απόγονου του Δαναού. Ο Παυσανίας (2.16.3) αναφέρει ότι ο Περσέας ονόμασε τη νέα πόλη Μυκήνες είτε επειδή εκεί έπεσε ο μύκης του ξίφους του είτε επειδή εκεί αποκαλύφθηκε μία πηγή με άφθονο νερό, η Περσεία πηγή, κάτω από τη ρίζα ενός «μύκητος», δηλαδή ενός μανιταριού. Σύμφωνα με το μύθο, οι απόγονοι του Περσέα βασίλεψαν στις Μυκήνες για τρεις γενιές, με τελευταίο τον Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε χωρίς να αφήσει απογόνους, και έτσι οι κάτοικοι των Μυκηνών επέλεξαν ως βασιλιά τους τον Ατρέα, γιο του Πέλοπα και πατέρα του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου.
 
 
Πύλη Λεόντων. Γκραβούρα από το βιβλίο του Ιωάννου Κ. Κοφινιώτου, «Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων χρόνων μ�χρις ημών » Εν Αθήναις, Τυπογραφείον ο «Παλαμήδης» 1892. Επαν�κδοση, Εκδ. Εκ Προοιμίου 2008.

Πύλη Λεόντων. Γκραβούρα από το βιβλίο του Ιωάννου Κ. Κοφινιώτου, «Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών » Εν Αθήναις, Τυπογραφείον ο «Παλαμήδης» 1892. Επανέκδοση, Εκδ. Εκ Προοιμίου 2008.

Οι Μυκήνες ιδρύθηκαν ανάμεσα σε δύο ψηλούς κωνικούς λόφους, τον Προφήτη Ηλία (805 μ.) και τη Σάρα (660 μ.), πάνω σε χαμηλό ύψωμα που δέσποζε στην αργολική πεδιάδα και είχε τον έλεγχο των οδικών και θαλάσσιων επικοινωνιών. Η παλαιότερη ανθρώπινη δραστηριότητα στο χώρο τεκμηριώνεται από ελάχιστα κατάλοιπα λόγω των μεταγενέστερων οικοδομικών φάσεων και χρονολογείται στην 7η χιλιετία π.Χ., κατά τη νεολιθική εποχή. Η κατοίκηση ήταν συνεχής έως και τους ιστορικούς χρόνους, τα περισσότερα όμως μνημεία, που είναι ορατά σήμερα, ανήκουν στην εποχή ακμής του χώρου, την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, μεταξύ του 1350 και του 1200 π.Χ. Στις αρχές της 2ης χιλιετίας υπήρχε ένας μικρός οικισμός πάνω στο λόφο καθώς και ένα νεκροταφείο στη νοτιοδυτική του πλευρά, με απλές ταφές σε λάκκους. Γύρω στο 1700 π.Χ. εμφανίσθηκαν ηγεμονικές και αριστοκρατικές οικογένειες, όπως διαπιστώνεται από τη χρήση μνημειωδών τάφων, πλούσια κτερισμένων και περικλεισμένων σε λίθινο περίβολο, που ονομάσθηκε Ταφικός Κύκλος Β. Η εξέλιξη αυτή συνεχίσθηκε στην αρχή της μυκηναϊκής περιόδου, γύρω στο 1600 π.Χ., οπότε οικοδομήθηκε ένα μεγάλο κεντρικό κτήριο στην κορυφή του λόφου, ένας δεύτερος λίθινος περίβολος, ο Ταφικός Κύκλος Α, καθώς και οι πρώτοι θολωτοί τάφοι. Όπως αποδεικνύουν τα ευρήματα, οι ηγεμόνες των Μυκηνών ήταν ισχυροί και συμμετείχαν σε ένα πολύπλοκο δίκτυο εμπορικών συναλλαγών με τις χώρες της Μεσογείου.

Η ανοικοδόμηση των ανακτόρων, που είναι ορατά σήμερα, άρχισε γύρω στο 1350 π.Χ., στην Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ2 περίοδο. Τότε ξεκίνησε και η οχύρωση της ακρόπολης, στην οποία διακρίνονται τρεις φάσεις. Ο πρώτος περίβολος κτίσθηκε με το κυκλώπειο σύστημα επάνω στο βράχο. Εκατό χρόνια αργότερα, στην ΥΕ ΙΙΙΒ1 περίοδο, η οχύρωση μετακινήθηκε προς τα δυτικά και νότια και κτίσθηκε η Πύλη των Λεόντων, η μνημειακή είσοδος με τον προμαχώνα της. Στον τειχισμένο χώρο εντάχθηκαν το θρησκευτικό κέντρο και ο Ταφικός Κύκλος Α, που διαμορφώθηκε σε χώρο προγονολατρείας, με την ανύψωση του αρχικού επιπέδου του. Τότε είναι πιθανό ότι οικοδομήθηκε και ο θολωτός τάφος γνωστός ως «θησαυρός του Ατρέα», με τα τεράστια υπέρθυρα και την ψηλή κυψελοειδή θόλο. Γύρω στο 1200 π.Χ., στην ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ περίοδο, μετά από εκτεταμένη καταστροφή, πιθανόν από σεισμό, κατασκευάσθηκε η επέκταση των τειχών προς τα βορειοανατολικά του λόφου ώστε να ενταχθεί στον τειχισμένο χώρο η υπόγεια κρήνη. Αλλεπάλληλες καταστροφές συνοδευόμενες από πυρκαγιές οδήγησαν στην οριστική εγκατάλειψη του χώρου γύρω στο 1100 π.Χ.

Μετά την κατάρρευση του ανακτορικού συστήματος και τη διάλυση της «Μυκηναϊκής Κοινής», ο λόφος παρέμεινε πενιχρά κατοικημένος ως την κλασική περίοδο. Στο διάστημα αυτό δημιουργήθηκαν στην περιοχή τοπικές ηρωικές λατρείες, που οφείλονταν στη φήμη των Μυκηνών, που τα ομηρικά έπη μετέφεραν σε όλο τον ελληνικό κόσμο, ενώ στην κορυφή του λόφου ιδρύθηκε ένας αρχαϊκός ναός αφιερωμένος στην Ήρα ή στην Αθηνά. Το 468 π.Χ., μετά τους μηδικούς πολέμους στους οποίους συμμετείχε η πόλη, το Άργος την κατέκτησε και κατεδάφισε τμήματα της οχύρωσής της. Αργότερα, κατά την ελληνιστική περίοδο, οι Αργίτες ίδρυσαν στο λόφο μία «κώμη», επισκευάζοντας τα προϊστορικά τείχη και τον αρχαϊκό ναό και κτίζοντας ένα μικρό θέατρο πάνω από το δρόμο του θολωτού τάφου της Κλυταιμνήστρας. Τους επόμενους αιώνες η κωμόπολη παρέμεινε σχεδόν εγκαταλελειμμένη και ήταν ήδη ερειπωμένη όταν την επισκέφθηκε ο Παυσανίας το 2ο αι. μ.Χ.

Τα κυκλώπεια τείχη της μυκηναϊκής ακρόπολης, όμως, παρέμεναν ορατά στο πέρασμα των αιώνων και αποτέλεσαν πόλο έλξης πολλών περιηγητών και αρχαιοφίλων, που δεν δίστασαν να λεηλατήσουν το χώρο κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, επωφλούμενοι από την αδιαφορία και τη φιλαργυρία των Τούρκων. Το 1837, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, οι Μυκήνες τέθηκαν υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, η οποία μέχρι σήμερα πραγματοποιεί έρευνες στο χώρο. Το 1841 ο αντιπρόσωπός της, Κ. Πιττάκης, καθάρισε την Πύλη των Λεόντων και το 1876 ο Ερρίκος Σλήμαν, ύστερα από μικρές δοκιμαστικές τομές το 1874, ξεκίνησε τη μεγάλη του ανασκαφή, που αποκάλυψε τους πέντε τάφους του Ταφικού Κύκλου Α, υπό την επίβλεψη του Π. Σταματάκη, ο οποίος συνέχισε τις εργασίες το διάστημα 1876-1877, αποκαλύπτοντας και τον έκτο τάφο. Στη συνέχεια, ανασκαφές στα ανάκτορα και στα νεκροταφεία πραγματοποίησαν οι Χ. Τσούντας (1884-1902), Δ. Ευαγγελίδης (1909), G. Rosenwaldt (1911), Α. Κεραμόπουλος (1917), και A.J.B. Wace (1920-1923, 1939, 1950-1957). Παράλληλα, οι Ι. Παπαδημητρίου και Γ. Μυλωνάς της Αρχαιολογικής Εταιρείας ανέσκαψαν τον Ταφικό Κύκλο Β και οικίες, κατά τα έτη 1952-1955, ενώ ο Γ. Μυλωνάς μαζί με το Ν. Βερδελή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ανέσκαψαν τμήματα του οικισμού. Οι ανασκαφές της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής, υπό την επίβλεψη του λόρδου W. Taylour αποκάλυψαν το θρησκευτικό κέντρο, ενώ έρευνες συνεχίσθηκαν και από την Αρχαιολογική Εταιρεία με το Γ. Μυλωνά και το Σπ. Ιακωβίδη το 1959 και 1969-1974. Αναστηλωτικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν το 1950-1955 από τον Α. Ορλάνδο και τον Ε. Στίκα στο θολωτό τάφο της Κλυταιμνήστρας, στο ανάκτορο, στο χώρο γύρω από την Πύλη των Λεόντων και στον Ταφικό Κύκλο Β. Από το 1998 βρίσκεται σε εξέλιξη το έργο «Συντήρηση-Στερέωση-Ανάδειξη των Μνημείων της Ακροπόλεως Μυκηνών και του Ευρύτερου Περιβάλλοντος Χώρου», το οποίο ανέλαβε αρχικά η Ομάδα Εργασίας Συντήρησης Μνημείων Επιδαύρου και στη συνέχεια η Επιτροπή Μυκηνών, που δημιουργήθηκε το 1999 από το Υπουργείο Πολιτισμού.
 

Περιγραφή

 

Ο αρχαιολογικός χώρος των Μυκηνών περιλαμβάνει την τειχισμένη ακρόπολη στην κορυφή του υψώματος, καθώς και διάσπαρτα ταφικά και οικιστικά συγκροτήματα έξω από αυτήν, κυρίως στα δυτικά και νοτιοδυτικά. Τα περισσότερα από τα μνημεία, που είναι σήμερα ορατά, χρονολογούνται στην περίοδο της μεγάλης ακμής του ανακτορικού κέντρου, από το 1350 έως το 1200 π.Χ.  Η ακρόπολη έχει κάτοψη σχεδόν τριγωνική και είναι οχυρωμένη με τα λεγόμενα κυκλώπεια τείχη. Η κύρια είσοδός της, στη βορειοδυτική γωνία των τειχών, είναι η περίφημη Πύλη των Λεόντων, σύμβολο εξουσίας και δύναμης των Μυκηναίων ηγεμόνων. Το ανάγλυφο που έδωσε στην πύλη το όνομά της, παριστάνει δύο συμμετρικά αντιμέτωπα λιοντάρια και είναι λαξευμένο σε μία πλάκα τοποθετημένη στο «ανακουφιστικό τρίγωνο», χαρακτηριστικό στοιχείο της μνημειακής μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής.

Δεξιά από την Πύλη των Λεόντων υπάρχουν τα κατάλοιπα κτηρίου, που ονομάσθηκε Σιταποθήκη, επειδή στα υπόγειά του βρέθηκε απανθρακωμένο σιτάρι. Προχωρώντας κατά μήκος του δυτικού σκέλους του τείχους ο επισκέπτης συναντά πρώτα τον Ταφικό Κύκλο Α, που περικλείει τους έξι μεγάλους λακκοειδείς τάφους, στους οποίους βρέθηκαν πολλά χρυσά αντικείμενα και άλλα πολύτιμα έργα τέχνης. Ακολουθεί μία σειρά κτηρίων, που πιθανότατα ήταν κατοικίες αξιωματούχων: η Οικία του Κρατήρα των Πολεμιστών, το Κτήριο της Αναβάθρας, η Νότια Οικία και η Οικία της Ακρόπολης. Το θρησκευτικό κέντρο, που αναπτύσσεται κατά μήκος του νότιου σκέλους του τείχους, περιλαμβάνει κτηριακά συγκροτήματα λατρευτικού χαρακτήρα, όπως το Ιερό των Ειδώλων, το Κτήριο των Τοιχογραφιών, την Οικία Τσούντα και την Οικία του Αρχιερέως. Ένα κλιμακοστάσιο και μία μεγάλη πομπική οδός συνέδεαν τα ιερά αυτά με το ανάκτορο.

Το ανάκτορο, σύμβολο της δύναμης των Μυκηναίων βασιλέων, δεσπόζει στο ψηλότερο σημείο της ακρόπολης. Είναι κτισμένο σε τεχνητά άνδηρα και η κύρια πρόσβαση σε αυτό γινόταν με μία μεγάλη ανάβαθρα, που ξεκινούσε από την Πύλη των Λεόντων. Τα επίσημα διαμερίσματα του ανακτόρου περιλαμβάνουν τη μεγάλη αυλή, τον ξενώνα και τον πυρήνα του συγκροτήματος, το μυκηναϊκό μέγαρο, το οποίο αποτελείται από τρία μέρη: την αίθουσα, τον πρόδομο και το δόμο, όπου βρισκόταν ο θρόνος του ηγεμόνα και μία κεντρική εστία ανάμεσα σε τέσσερις κίονες. Στο ανακτορικό συγκρότημα περιλαμβάνονται και άλλα κτήρια, που σχετίζονται με το μονοπωλιακό σύστημα διοίκησης των Μυκηναίων, κυρίως χώροι αποθήκευσης και παραγωγής, τα βασιλικά εργαστήρια, χώροι λατρείας και κατοικίες, που πρέπει να ανήκαν σε αξιωματούχους.
 
Στο βορειοανατολικό άκρο του τειχισμένου χώρου βρίσκεται η είσοδος της υπόγειας κρήνης, που κτίσθηκε κατά την τρίτη οικοδομική φάση της οχύρωσης για να εξασφαλισθεί η πρόσβαση προς το νερό από την ακρόπολη σε περίπτωση πολιορκίας. Μία σύριγγα στεγασμένη κατά τον εκφορικό τρόπο οδηγεί σε δεξαμενή 18 μ. βαθύτερα, η οποία βρίσκεται έξω από τα τείχη και κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Σε μικρή απόσταση προς τα δυτικά της εισόδου προς τη δεξαμενή, βρίσκεται η δεύτερη πύλη του τείχους, η λεγόμενη Βόρεια Πύλη, που είναι ίδιας κατασκευής με την Πύλη των Λεόντων, αλλά μικρότερη.
 
Έξω από τα τείχη της ακρόπολης, δυτικά της Πύλης των Λεόντων, βρίσκεται ο Ταφικός Κύκλος Β, που περικλείει 14 λακκοειδείς τάφους. Στην ίδια περιοχή σώζονται τέσσερις θολωτοί τάφοι, από τους εννέα τάφους αυτού του τύπου που έχουν αποκαλυφθεί μέχρι σήμερα στις Μυκήνες, στους οποίους αντιπροσωπεύονται τα στάδια της εξέλιξης του τύπου. Πρόκειται για τον Τάφο των Λεόντων, τον Τάφο του Αιγίσθου, τον Τάφο της Κλυταιμνήστρας και, λίγο νοτιότερα, τον περίφημο «Θησαυρό του Ατρέα», το τελειότερο παράδειγμα αυτού του τύπου, με τα τεράστια υπέρθυρα, το επιβλητικό ύψος της κυψελοειδούς θόλου και την πλούσια διακοσμημένη πρόσοψή του.

Περίπου 50 μ. νότια του Ταφικού Κύκλου Β και δίπλα στο σύγχρονο δρόμο σώζονται τα λείψανα συγκροτήματος τεσσάρων κτηρίων, που ονομάσθηκαν Οικία των Ασπίδων, Οικία του Λαδεμπόρου, Οικία των Σφιγγών και Δυτική Οικία. Όπως υποδηλώνουν οι ενεπίγραφες πήλινες πινακίδες που βρέθηκαν στην Οικία του Λαδεμπόρου και αναφέρονται στο προσωπικό, σε λάδι και σε μυρωδικά, πρόκειται για εργαστήριο παραγωγής αρωμάτων και αρωματικού λαδιού, προϊόντων εξαγωγής των Μυκηναίων. Στην περιοχή γύρω από την ακρόπολη διατηρούνται ακόμη ίχνη του πολύ ανεπτυγμένου οδικού δικτύου, που συνέδεε τις Μυκήνες με άλλα μεγάλα κέντρα της περιοχής. Από αυτό το δίκτυο σώζεται ένας δρόμος με γέφυρα, κοντά στο νεκροταφείο του σημερινού χωριού, ενώ σε ένα δεύτερο δρόμο, που ακολουθούσε την πορεία του βόρειου τείχους, διακρίνονται ακόμη οι αυλακώσεις από τους τροχούς των αρμάτων επάνω στο βράχο.

 

Όλγα Ψυχογυιού

Αρχαιολόγος

 

 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

 

  • Mylonas G.E., Mycenae Rich in Gold, Αθήνα 1983
  • Βασιλάκου Ν., Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός, Βιβλιοθήκη της εν Αρχαιολογικής Εταιρείας 152, Αθήνα 1995
  • Σπαθάρη Ε., Ιστορικός και αρχαιολογικός οδηγός των Μυκηνών, Αθήνα 2001
  • French E., MYCENAE, Agamemnon’ s Capital. The Site in its Setting, Tempus 2002

 

Πηγές

 

Υπουργείο Πολιτισμού 

Read Full Post »

Αρχοντικό Κωνσταντόπουλου


 

Κτίστηκε το 1912 από τον Αργείο μεγαλέμπορο Ηλία Κωνσταντόπουλο,* ο οποίος διατηρούσε αλευρόμυλους στον Πειραιά με τον αδελφό του Βασίλη και διακινούσε αλεύρι στο Άργος και σ’ όλη την Πελοπόννησο. Είναι έργο του Γερμανού αρχιτέκτονα Τσίλλερ,[1] ενώ ο θαυμάσιος εσωτερικός του διάκοσμος έργο Ιταλών καλλιτεχνών.

 

Αρχοντικό Ηλία Κωνσταντόπουλου, Δαναού 29. Γενική άποψη πριν την αποκατάσταση (Λήψη φωτογραφίας 1985).

 

Πρόκειται για διώροφο κτίσμα αρκετά ευρύχωρο – το εμβαδόν κάθε ορόφου είναι 285 τ.μ.– και φέρει όλα τα χαρακτηριστικά της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η είσοδος και ο εξώστης, που χρησιμεύει και ως βεράντα του πρώτου ορόφου και στηρίζεται σε δύο πεσσούς και δύο κίονες δωρικού ρυθμού.

 

Αρχοντικό Ηλία Κωνσταντόπουλου.

 

Ιδιαιτερότητα ακόμη παρουσιάζει η μαρμάρινη εσωτερική σκάλα, το προστώο στην κεντρική είσοδο, τα επιμελημένα σφυρήλατα κιγκλιδώματα, οι οροφογραφίες και ο περιβάλλων χώρος. Η επικάλυψη της στέγης είναι κεραμοσκεπής, με κεραμίδια βυζαντινού τύπου, η οποία απολήγει σε γείσο με γησίποδες, σταγόνες και τραβηχτές οριζόντιες ταινίες.

 

Στα σκαλιά του Αρχοντικού του Ηλία Κωνσταντόπουλου. Από το οικογενειακό αρχείο του κ. Σωτήρη Κοτσοβού, ο οποίος μας δίνει πληροφορίες για τα εικονιζόμενα πρόσωπα: «Στην πίσω σειρά από αριστερά είναι ο Τάκης Μπόμπος, βουλευτής – γερουσιαστής, δίπλα του η Νίτσα Κωνσταντοπούλου, κόρη του Ηλία που παντρεύτηκε στην Πάτρα τον μεγαλέμπορο Μουστάκη, δίπλα της η μητέρα της Κωστούλα Γεωρ. Τσαπούρη, συζ. του Ηλία Κωνσταντοπούλου (αδελφή του παππού μου) και στη πάνω άκρη δεξιά η Κατίνα Κωνσταντοπούλου συζ. του Τάκη Μπόμπου. Εμπρός αριστερά είναι ο Μίμης Κωνσταντόπουλος δικηγόρος, (ο τελευταίος επιζών στην μεταβίβαση του κτηρίου) οι άλλοι δύο δεν είναι της οικογένειας.

 

Στο αρχοντικό αυτό φιλοξενούνταν τα καλοκαίρια η μεγάλη ηθοποιός Κατίνα Παξινού, κόρη του Βασίλη Κωνσταντόπουλου. Επί κατοχής στέγασε τη Γερμανική διοίκηση και κλιμάκιο της Γκεστάπο. Μετά τον πόλεμο λειτούργησε ως νοσοκομείο και Γυμνάσιο Θηλέων και αργότερα χρησιμοποιήθηκε από τη Φιλαρμονική και τον Πολιτιστικό Όμιλο Άργους για τις εκδηλώσεις του. Το 1987 το αρχοντικό το απέκτησε η Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου (ΚΕΔ),[2] η οποία αποφάσισε να το παραχωρήσει στο Δήμο, με την προϋπόθεση να το αναπαλαιώσει και να το κάμει πνευματικό κέντρο.

Το Μέγαρο αναστηλώθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού, επί Δημαρχίας Δ. Παπανικολάου.   Λειτουργούσε αίθουσα πολλαπλών εκδηλώσεων, ενώ σε αίθουσές του είχε φυλαχθεί το αρχείο του Δήμου Άργους και στεγαζόταν βιβλιοθήκη.  Το 2010 στέγασε το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου.

Επί Δημαρχίας Δ. Καμπόσου, το 2012, αλλάζει η χρήση του και το κτίριο στεγάζει πλέον  την Ανώτερη Τουριστική Σχολή-ΣΑΕΚ Τουρισμού Πελοποννήσου, ενώ το αρχείο και η βιβλιοθήκη μετακόμισαν σε άγνωστη μέχρι σήμερα διεύθυνση.

 

[Σημ. Βιβλιοθήκης: Συμπληρωματικές πληροφορίες, για την οικογένεια Κωνσταντόπουλου και την Κατίνα Παξινού,  μας δίνει ο Δικηγόρος και Πρόεδρος του Συλλόγου Αργείων «Ο Δαναός» κ. Σωτήρης Κωτσοβός, στενός συγγενής της οικογένειας. (Ο Ηλίας Κωνσταντόπουλος είχε νυμφευθεί την Κωστούλα Τσαπούρη αδελφή του παππού του).]

Το όνομα Κωνσταντόπουλος είναι εξελληνισμός του αρχικού επωνύμου τους, Κωνσταντίνοβιτς. Όνομα που υπάρχει και στον οικογενειακό τάφο τους στο κοιμητήριο της Παναγίας στο Άργος. Ήρθαν στην Ελλάδα οικογενειακά απ’ τον Καύκασο στα τέλη του 18ου αιώνα και εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά, φέρνοντας τότε αρκετά μεγάλα χρηματικά ποσά αλλά και χρυσό. Εξ αυτού στον Πειραιά αλλά και στο Άργος μεταγενέστερα το προσωνύμιό τους ήταν «Χρυσικός».

Απ’ αυτούς ο ένας γιος, ο Βασίλης ίδρυσε επιχείρηση εισαγόμενων σιτηρών από την Ρωσία και στη συνέχεια μετεξελίχθηκε και σε βιοτεχνία προϊόντων αλευρόμυλου που γιγαντώθηκε όμως σχετικά γρήγορα και έγιναν μια γνωστή πανελλήνια επιχείρηση με  τον τίτλο, «Μύλοι Κωνσταντόπουλου», αλλά και κοινωνικά μια ιδιαίτερα εξέχουσα  οικογένεια του Πειραιά. Ο Βασίλης απέκτησε επτά (7) παιδιά, μεταξύ αυτών και η Κατίνα (μετέπειτα Παξινού) αλλά και ο Λευτέρης, παππούς της ζωγράφου Μαρίας Ελευθερουδάκη-Τόλια που ζει στην Επίδαυρο.

Ο άλλος γιος ο Ηλίας, που επίσης ασχολήθηκε με εισαγωγή σιτηρών, ήλθε αρχικά απλά ως έμπορος στο Άργος και παντρεύτηκε εδώ την Αργεία Κωστούλα, κόρη του Γεωργίου Τσαπούρη, με την οποία απέκτησαν έξι παιδιά τον Δημήτρη, τον Βασίλη, τον Γιώργο (λογοτέχνη με το ψευδώνυμο «Δωρικός»), την Δέσποινα (Νίτσα), την Κατίνα και την Δήμητρα (Μιμή).

Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 έκτισε το σπίτι του (Κωνσταντοπούλειο) στην  οδό Δαναού με σχέδια Τσίλλερ και στην οδό Τσώκρη το κατάστημα πώλησης σιτηρών – αλεύρων κ.λπ. (σημερινό Ernesto). Το σπίτι τους αυτό, χρησιμοποιήθηκε έκτοτε ως επιταγμένη έδρα της Ιταλικής στρατιωτικής δύναμης, στη συνέχεια ως Αγροτική Τράπεζα, ως Νοσοκομείο, ως Γυμνάσιο Θηλέων κ.λπ. και στεγάζει σήμερα την Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων. Παραχωρήθηκε την δεκαετία του ’90 από τους εν ζωή τότε ιδιοκτήτες του γιούς Δημήτρη, Βασίλη και Γεώργιο στην Κτηματική Εταιρία του Δημοσίου η οποία και το παραχώρησε στον Δήμο Άργους για πολιτιστικούς σκοπούς. Το κατάστημά του πωλήθηκε λίγο μετά την Κατοχή σε ιδιώτη.

Οι σχέσεις των δύο αδελφών Βασίλη και Ηλία ήταν πάντα άριστες όχι μόνον επαγγελματικά, στην εμπορία σιτηρών /αλεύρων αλλά και οικογενειακά. Στο τεράστιο μάλιστα σπίτι του Ηλία στο Άργος έρχονταν πάντα τα καλοκαίρια τα παιδιά του Βασίλη και ιδίως η Κατίνα που ήταν και η αγαπημένη εξαδέλφη της εδώ Κατίνας του Ηλία, η οποία στην πορεία ήταν και η μόνη που έμεινε στο Άργος αφού παντρεύτηκε τον Βουλευτή αλλά και Γερουσιαστή Τάκη Μπόμπο. Όταν μάλιστα η Κατίνα Παξινού διέπρεπε ως ηθοποιός κάθε χρόνο έμενε στο σπίτι της Κατίνας Μπόμπου (επί της οδού Βασ. Σοφίας – ήδη ιδιοκτησία Μαρίκου) για μερικές μέρες πριν πάει στην Επίδαυρο για τις παραστάσεις της.

 

Υποσημειώσεις 


[1] Ο Ερν. Τσίλλερ (1837-1923) ήταν από τη Σαξονία. Ήλθε στην Αθήνα το 1861 ως αρχιτέκτονας της Ακαδημίας, έγινε καθηγητής του Πολυτεχνείου Αθηνών (1872-1882), έκτισε πολλά δημόσια και ιδιωτικά κτίρια στην Αθήνα και σ’ άλλες πόλεις, έκανε ανασκαφές στο θέατρο Διονύσου και αλλού και διετέλεσε Διευθυντής δημοσίων έργων επί κυβερνήσεως Χαρ. Τρικούπη. Πέθανε στην Αθήνα.

[2] Σημ. Βιβλιοθήκης: Μαρτυρία Σωτήρη Κοτσοβού: «Υπάρχουν και άλλες μη προβεβλημένες λεπτομέρειες της απόκτησης του κτιρίου αυτού από τον Δήμο. Η έντονη άρνηση των αδελφών Κωνσταντοπούλου να το μεταβιβάσουν στον Δήμο αλλά να το πουλήσουν στην ΑΤΕ. Στην ΑΤΕ ήταν μισθωμένο πριν την Κατοχή και με την εγκατάσταση του Γερμανικού αρχηγείου εκεί, η ΑΤΕ μετακόμισε στο σημερινό Ερνέστο επίσης ιδιοκτησίας των Κωνσταντοπουλων και τότε κατάστημα τους. Η πίεση όμως της οικογένειάς μου (πρώτοι εξάδελφοι της μητέρας μου) και εμού ως ανιψιού τους και δικηγόρου τους, αλλά και η συγκυρία της προεδρίας της Κτηματικής Εταιρίας του Δημοσίου από κάποιον κ. Αρτινό, γνωστό του τ. δημάρχου Δ. Παπανικολάου, πείσθηκαν και με ανταλλάγματα ακίνητα Αθηνών το μεταβίβασαν στην ΚΕΔ. Μάλιστα στην παράδοση του ακινήτου απ’ την ΚΕΔ στον Δήμο, θυμάμαι παρέστη τιμητικά και ιδιαίτερα συγκινημένος ο Δημήτρης Κωνσταντόπουλος, τελευταίος επιζών τότε των αδελφών. Αυτά που φαίνονται πλέον ως ιστορίες, τότε ήταν αγκάθια και όχι ρόδινες εξελίξεις.

 

Πηγή


  • Οδυσσέας Κουμαδωράκης, Άργος το πολυδίψιον, Εκδόσεις «Εκ Προοιμίου», Άργος 2007.

Read Full Post »