Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Ποίηση’

Ρηγόπουλος Γιάννης


 

Ρηγόπουλος Γιάννης

Ρηγόπουλος Γιάννης

Γεννήθηκε στη Νεστάνη της Αρκαδίας το 1952. Μεγάλωσε στο Άργος, γιατί εδώ εγκαταστάθηκαν οι γονείς του και έτσι τα παιδικά και μαθητικά χρόνια συνδέθηκαν έντονα με τη ζωή και τις παρέες της πόλης. Τελειώνοντας το «Οικονομικό Γυμνάσιο», πηγαίνει στην Αθήνα έχοντας εγγραφεί στην ΑΣΟΕΕ και έρχεται σε επαφή με το κλίμα της πρωτεύουσας και τα στέκια της, ιδιαίτερα εκείνα που συχνάζουν οι μύστες των τεχνών και των γραμμάτων. Γυρνώντας στο Άργος έχει ήδη διαμορφώσει μια άποψη για το δρόμο που θα ακολουθήσει και παρότι η εργασία του ως λογιστής του επιτρέπει να λύσει το βιοποριστικό, οι κρυφοί έρωτες τον σπρώχνουν σε δρόμους περίπλοκων αναζητήσεων και τον βάζουν στον πειρασμό των δύσκολων περασμάτων.

Σε μια εποχή όπου τα κυρίαρχα ιδεολογήματα επέβαλλαν απόλυτη υποταγή στις διαστρεβλώσεις του ελληνοορθόδοξου δόγματος, χρειαζόταν σε κάποιον δύναμη ψυχής για να μπορέσει η σκέψη του να αντέξει τις δυσκολίες ελεύθερων περιηγήσεων στο λόγο και την τέχνη. Η εικόνα του τοίχου στο βιβλιοπωλείο του με τα συνθήματα «21-4-1967, φονιάδες, Ζήτω ο στρατός», θα συμβολίζει για μια περίοδο, τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν όσοι τολμούσαν να σκεφτούν με τρόπο διαφορετικό.

Ο Γιάννης Ρηγόπουλος συνεχίζει και το 1975 εκδίδει την εβδομαδιαία εφημερίδα «Αναγέννηση» με παναργολική κυκλοφορία. Η εφημερίδα θα μετατραπεί, λίγα χρόνια μετά, σε μηνιαίο περιοδικό που κυκλοφορεί ακόμα και σήμερα. Βιβλιοπωλείο και περιοδικά θα αποτελέσουν τα στέκια ενός κόσμου που αναζητά νέες πνευματικές εκφράσεις και που βοηθά στην αναγέννηση του πολιτισμού στην Αργολίδα.

Παράλληλα, οργανώνονται οι εκδόσεις «Ελλέβορος» και εκδίδεται το πρώτο τριμηνιαίο περιοδικό επιστήμης, γραμμάτων και τεχνών στην Αργολίδα. Στις σελίδες του «Ελλέβορου» και της «Αναγέννησης» θα βρουν φιλοξενία δεκάδες άρθρα με θέματα πολιτισμού, πολιτικής, κοινωνίας. Στην αίθουσα της «Αναγέννησης» θα παρουσιαστούν δεκάδες κείμενα, μελέτες διηγήματα, θα ακουστούν άπειρες γνώμες, κριτικές, εξηγήσεις και αναλύσεις και θα αναδειχθούν τα σημεία των συνεχών αναζητήσεων στους κόσμους που οργανώνει η ψυχή και η σκέψη.

Η «Αναγέννηση» θα υπάρξει για περισσότερο από τριάντα χρόνια το ελεύθερο βήμα έκφρασης των ανθρώπων της καθημερινότητας αλλά και εκείνων της αναζήτησης «εκτός των τειχών». Ένα πραγματικό στέκι για τη ζωή, τα γράμματα και τις τέχνες.

Ο ίδιος ο Γιάννης Ρηγόπουλος μετράει μια πλούσια ποιητική παρουσία, γνωστή και εκτός Αργολίδας, με σημαντικές εκδόσεις και ποιητικές συλλογές.

Μερικές από αυτές είναι: «Χιμαιροπλόκος» (1969), «Παράσταση» (1971), «Πειράματα επί φασιόλων» (1981), «Μικρό ανθολόγιο Αργείων ποιητών» (1994), «Είναι κάτι καράβια φαντάσματα» (1996), «Ενδοφλεβίως» (1998), «Λη» (2005).

Το 2005 βραβεύτηκε για την παρουσία και την προσφορά του με το περιοδικό «Αναγέννηση» από τον ΟΠΑΝΑΑΡ και από το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Άργους.

  

Πηγή


  • Εφημερίδα, «Τα Αργολικά», Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2009.

Read Full Post »

Έρως Εσταυρωμένος


 

    ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ  ΑΡΓΟΛΙΚΗ  ΠΡΟΤΑΣΗ

Π  Ρ  Ο  Σ  Κ  Λ  Η  Σ  Η

 Σας προσκαλούμε να παρακολουθήσετε το αφιέρωμα στον ποιητή

 Γιάννη Ρηγόπουλο

¨Έρως Εσταυρωμένος¨

 Έρως Εσταυρωμένος

στο θέατρο της οδού Ατρέως στο Άργος.

 Σάββατο 24 Οκτωβρίου στις 08.00 μ.μ.

Συνδιοργάνωση:

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ-ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ

ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΑΡΓΟΛΙΔΑΣ

word-pressalphalineΕκδόσεις "Εκ Προοιμίου"

Read Full Post »

Σλοβάτσκι Ιούλιος – Slowacki Julius (1809-1849) 


 

«Όμορφες νότες που η λύρα μου εμπνέει

ανταμώνουν μία σκέψη σκοτεινή και από πόνο βαριά:

διάβηκα το κατώφλι του τάφου του Αγαμέμνονα

Και σιώπησα στο βάθος της καταπακτής

Που με το αίμα τους το στυγερό λέρωσαν οι Ατρίδες

¨Πόσο είμαι θλιμμένος¨ η καρδιά μου κοιμωμένη, το όνειρό μου

ζωντανό»

 Με αυτά τα διαποτισμένα από λυρισμό λόγια ξεκινά ο Πολωνός ποιητής το ποίημά του «Ο Τάφος του Αγαμέμνονα», γραμμένο το 1836, με αφορμή την επίσκεψή στο Άργος και τις Μυκήνες.

 

Julius Słowacki

Julius Słowacki

Ο Julius Slowacki, φιλέλληνας, λυρικός ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και μυστικιστικός στοχαστής, γεννήθηκε σε επαρχία της Πολωνίας  το 1809, (θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εθνικούς ποιητές). Με πατέρα φιλόλογο και μητέρα που διατηρούσε ένα από τα πιο διάσημα λογοτεχνικά σαλόνια της εποχής, ο Slowacki είχε ήδη στα είκοσί του χρόνια αναπτύξει δεξιότητες συνειδητοποιημένης ποιητικής γραφής. Το 1830, λίγο καιρό αφού εγκατασταθεί στην Βαρσοβία, ξεσπά εθνικό επαναστατικό κίνημα που στοχεύει στην ανεξαρτησία της Πολωνικής γης. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ήδη από το 1795, η χώρα είχε χάσει την ανεξαρτησία της, και παρόλη τη δημιουργία Πολωνικού Βασιλείου το 1815, εξαπτόταν διοικητικά και στρατιωτικά από τη Ρωσία. Ο νεαρός Julius στρατεύεται με μεγάλο ενθουσιασμό και δέχεται να μεταβεί στην Αγγλία, επιφορτισμένος από την επαναστατική κυβέρνηση με τη διεκπεραίωση μυστικής αποστολής.

Κατά τη διάρκεια όμως της απουσίας του, το κίνημα πνίγεται στο αίμα και οι ελπίδες ανάκτησης της εθνικής ελευθερίας χάνονται. Ο Slowacki αδυνατώντας να επιστρέψει στην πατρίδα, θα πάρει το δρόμο της εξορίας για το Παρίσι, τόπος διαφυγής των Πολωνών επαναστατών. Όμως, η ανάμνηση της εξέγερσης, η δίψα για ελευθερία και παλινόρθωση της εθνικής ανεξαρτησίας παραμένουν τα κατ’ εξοχήν θέματα της ποίησης του Julius Słowacki.

Γνώστης της αρχαιοελληνικής ιστορίας και γραμματολογίας, ο Slowacki δεν εμφανίζεται αδιάφορος απέναντι στο σύγχρονο ιστορικό γίγνεσθαι της Ελλάδας. Ενεργός παρατηρητής των σύγχρονων αγώνων των Ελλήνων και υποστηρικτής του Φιλελληνισμού, εκδίδει το 1832 το ποιητικό έργο του Lambró, όπου η ξεκάθαρη ελληνολατρία και ο φιλελληνισμός του αποτυπώνονται αφενός ως σταθερές συντεταγμένες της λυρικά και υποκειμενικά ρομαντικής ποιητικής υπερχείλισης, και αφετέρου ως ιδεολογικά πρότυπα της επιθυμούμενης Πολωνικής επανάστασης. Επιπρόσθετα, τον Αύγουστο του 1836, συνοδευόμενος από τον Zenon Brzozowski και τους αδελφούς Holynski ο Słowacki θα ξεκινήσει από την Νάπολη το ταξίδι του για την Ελλάδα.

1938. Stationery postcard. Julius-Slowacki.

1938. Stationery postcard. Julius-Slowacki.

Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1836, ο Slowacki φθάνει με την συντροφιά του στην Κέρκυρα και εκεί συναντά τον Διονύσιο Σολωμό. Μετά από τέσσερις μέρες, το καράβι τους δένει στην Πάτρα και εκεί θα επισκεφθούν μία πολύ σημαντική μορφή της Επανάστασης, τον Κανάρη. Εύλογο είναι ότι οι δύο αυτές επαφές του Słowacki με προσωπικότητες των οποίων η επιλογή κάθε άλλο παρά τυχαία φαίνεται, καταδεικνύουν πρωτίστως το εύρος γνώσης του για την πρόσφατη ελληνική ιστορία και ποίηση, και δευτερευόντως τα φιλελληνικά του συναισθήματα, μεθερμηνευόμενα όμως και ως εφαλτήριο για το όραμα της απελευθέρωση της δικής του πατρίδας.

19 Σεπτεμβρίου 1836 και ο Słowacki επισκέπτεται το Άργος και τις Μυκήνες. Τα απομεινάρια του ένδοξου παρελθόντος των Ατρειδών, μα πάνω από όλα ο τάφος του Αγαμέμνονα θα τον συγκλονίσουν. Θα τον σκιτσάρει στο περιηγητικό του ημερολόγιο, θα γράψει για αυτόν στην μητέρα του και, το πιο σημαντικό, θα εμπνευστεί από τον «Τάφο του Αγαμέμνονα».

  

Ο  Τάφος του Αγαμέμνονα


 

ΒιβλίοΤο ποίημα αποτελείται από 32 στροφές εξάστιχων σε δωδεκασύλλαβο ρυθμό, χαρακτηριστική επιλογή των ρομαντικών ποιητών του 19ου αιώνα. Αν προσπαθήσουμε να αναδύσουμε τη βασική θεματική του Τάφου του Αγαμέμνονα, θα επιμέναμε σε δύο άξονες: ο πρώτος, τοπιογραφικός και προσιτός στον ποιητή – αφηγητή, είναι αυτός της αργείας γης και του μυκηναϊκού τοπίου που, μέσω υποκειμενικών συνειρμών, μεταλλάσσεται σε εικόνες που διασταυρώνουν από την μια πλευρά ιστορικά γεγονότα και τόπους της αρχαίας Ελλάδας και  από την άλλη μυθικά πρόσωπα ή χώρους.

Ο δεύτερος άξονας, η ανάμνηση της Πολωνίας, που αν και επίσης τοπιογραφικός, ξεφεύγει από την εγγύτητα του ποιητή, καταλήγει σε μία μεγάλη ιδέα, στο όραμα της επανάστασης και της απελευθέρωσης κατά το πρότυπο των αγώνων του ελληνικού έθνους. Κατ΄επέκταση, όλο το ποίημα, βασιζόμενο στην ασύμμετρη ζεύξη μεταξύ υπόδουλης Πολωνίας και επικής ηρωικής Ελλάδας, μοιάζει να είναι ένα όνειρο, μία φευγαλέα σκέψη, που ο ποιητής εμπνέεται χάρη στην κοινωνία του με τον κόσμο των Μυκηνών.

Αναπαράγοντας με ένα τελείως προσωπικό τρόπο τον ενδοσκοπικό αρνητισμό που διακήρυτταν οι Ρομαντικοί ποιητές, τον επονομαζόμενο και «κακό του αιώνα», ως ψυχική κατάσταση αναταραχής, απόγνωσης και μη ικανοποίησης βαθύτερων οραμάτων και προσδοκιών, ο Τάφος του Αγαμέμνονα ξεκινά με την επίκληση του λυρικού ποιητή στη Μούσα και την επίσκεψή του στο μακάβριο θέαμα του τάφου του Αγαμέμνονα. Το ποίημα παίρνει τις διαστάσεις μίας προσωπικής εξομολόγησης κατευθείαν βγαλμένης από την καρδιά.

Μέσα σε ένα μεσογειακό τοπίο, διχοτομημένο σε ζωή, που εκφράζεται μέσα από τη μυρωδιά της ρίγανης και το τραγούδι των γρύλων, και σε θάνατο, που εκφράζεται από την επίκληση στη γενιά των Ατρειδών, ο ποιητής θέλοντας συμβολικά να υπονοήσει την υποδούλωση των Πολωνών, στέκεται σιωπηλός μπροστά στη δόξα και την περηφάνια που βρίσκονται σε χειμερία νάρκη. Και όμως, οι αναμνήσεις, τα φαντάσματα μοιάζουν να ανασταίνονται, ενώ η ελπίδα, με τη μορφή λύρας της έμπνευσης του Ομήρου, αποκτά επική ορμή, λίγο πριν σβήσει και ρίξει τον αφηγητή σε κατάσταση σιωπής.

 

(απόσπασμα)

Φανταστικά συγκερασμένο το λαγούτο,

Ας συνοδεύει τον πικρό και μαύρο λογισμό’

Ότι να, μπήκα στου Αγαμέμνονα τον τάφο,

Και στον υπόγειο θόλο, από τον Ατρειδών

Το τρομερό το αίμα ραντισμένον, στέκω σιωπηλός.

Αποκοιμήθηκε η καρδιά, μα ονειρεύεται. Μαράζι που ‘χω εντός μου!

 

Ω! μακρινά π’ ακούγεται τούτη η άρπα η χρυσή,

Που μόνο τον παντοτινό αχό της αγροικάω!

Είναι σπηλιά των δρυϊδών από μεγάλα βράχια,

Οπού ‘ρχεται στ’ ανοίγματα ο αέρας να στενάξει

Και της Ηλέκτρας έχει τη λαλιά – λευκαίνει

ετούτη το πανί Κι από τις δάφνες αποκρίνεται: Μαράζι που ‘χω εντός μου!

 

Εδώ πάνω στις πέτρες, με την εργατική Αράχνη

Καυγαδίζει το αγέρι και της τσακίζει τον ιστό’

Εδώ μοσκοβολάνε μες στις καμένες ράχες τα θυμάρια λυπημένα’

Εδώ ο άνεμος το σταχτερό σωρό των ερειπίων μόλις ζώσει,

Τους σπόρους κυνηγάει των λουλουδιών – κι αυτά τα χνούδια

Παν και μες στον τάφο σάμπως ψυχές πλανιούνται.

 

Εδώ ανάμεσα στις πέτρες τα τζιτζίκια των αγρών,

Κρυμμέν’ από τον ήλιο που στους τάφους πάνω στέκει,

Σα να ‘θελαν σιωπή να μου επιβάλουν,

Τερετίζουν. Της Ραψωδίας η φρικαλέα η επωδός

Είν’ το τερέτισμα αυτό, που ακούγεται στους

τάφους – Είν’ αποκάλυψη, είναι ύμνος, τραγούδι της σιωπής.

 

Ω! είμαι σιωπηλός, όπως εσείς Ατρείδες,

Που η στάχτη σας κοιμάται φυλαγμένη απ’ τα  τζιτζίκια.

Ούτε η μικροσύνη μου εμένα τώρα με ντροπιάζει,

Μήτε οι λογισμοί σαν τους αητούς ζυγιάζονται.

Βαθιά είμαι ταπεινός και σιωπηλός

‘δω, στο μνημείο αυτό, της δόξας, του φονικού, της ξιππασιάς.

 

Στου τάφου απάνω το θυρί, στο γείσο του γρανίτη

Μες στο λιθένιο τρίγωνο βγαίνει μικρή βαλανιδιά,

Τη φύτεψαν σπουργίτια ή περιστέρια,

Και με τα μαύρα φυλλαράκια πρασινίζει,

Και στο μνημείο το σκοτεινό τον ήλιο να ‘μπει δεν αφήνει’

Έκοψα από το μαύρο θάμνο ένα φύλλο.

 

Δεν τον προστάτεψε πνεύμα κανένα μήτε ξωτικό,

Κι ούτε μες στα κλωνιά γόγγυσε κάποια οπτασία’

Μόνο του ήλιου φάρδυνε το πέρασμα,

Και πρόστρεξε χρυσός στα πόδια μου να πέσει.

Νόμισα στην αρχή πως τούτη οπού περνά

Η λάμψη, ήταν χορδή από του Ομήρου την Άρπα,

 

Και άπλωσα το χέρι στα σκοτάδια,

Να την αδράξω, να την τεντώσω και όπως τρέμει

Να τήνε κάνω να βουρκώσει, να τραγουδήσει, να κακιώσει

Πάνω στο μέγα τίποτα των τάφων και στο βουβό

Σωρό της τέφρας: όμως μέσα στο χέρι μου

Τούτη η χορδή τρεμόπαιξε κι έσπασε δίχως βόγκο <…>

(Ο τάφος του Αγαμέμνονα, μετάφραση: Δημήτρης Χουλιαράκης, Γαβριηλίδης, 2006) 

 

Σλοβάτσκι Ιούλιος - Slowacki Julius (1809-1849)

Σλοβάτσκι Ιούλιος – Slowacki Julius (1809-1849)

Και πάλι το μακάβριο βασιλεύει, ο ποιητής βρίσκεται σε μία αποχαυνωτική και απαθή κατάσταση φύλαξης του τάφου, ξεκάθαρο σύμβολο της Πολωνίας που καταπλακώνεται από τον ξένο ζυγό. Ξαφνικά, ο ποιητής μεταμορφώνεται σε στρατηλάτη που δίνει το πρόσταγμα της μάχης και υποδεικνύει τους στόχους των υπόδουλων: το φως, τη δύναμη, τη γενναιότητα. Το ποίημα οδηγείται σε επική κορύφωση, μέσα από την ηρωική επέλαση του ποιητή. Ένα συμπαγές σημειωτικό πεδίο σχηματίζεται, αποτελούμενο από λέξεις όπως «δάφνες», «χείμαρρος», «λάμψη», «κατακλυσμός», και που υποδηλώνουν την αποφασιστικότητα των εξεγερθέντων.

Πλέον, στο όραμα του ποιητή η επανάσταση της Πολωνίας και η αρχαία Ελλάδα με τους ήρωες και τους θρύλους της έχουν αγγίξει το απόλυτο σημείο συγκερασμού. Πού σταματά το άλογο του ποιητή-αγωνιστή; Στις Θερμοπύλες; Στη Χαιρώνεια; Όχι! Ο ποιητής θα το πει πια ξεκάθαρα: στη χώρα από όπου κατάγεται, εκεί ανήκει το όνειρο. Ο τάφος του Αγαμέμνονα χάνει πια την σημαινόμενη αναφορά του και αποκτά διαστάσεις συμβολικές, υπέρ-ελληνικές.

Το μόνο που μπορεί να αναχαιτίσει τον ηρωϊσμό των αγωνιστών είναι ο τάφος, δηλαδή ο χαμός στο πεδίο της μάχης. Δεν πρόκειται όμως για έναν οποιοδήποτε τάφο, αλλά για ένα χώρο ισάξιο με αυτόν του Αγαμέμνονα, επικού, σχεδόν μυθικού ήρωα. Το σύμβολο έχει πια λυθεί και ο ποιητικός λόγος του ρομαντικού Słowacki ξεχύνεται με εξατομικευμένη υποκειμενικότητα, συναίσθημα, παλμό, συγκίνηση. Μιλάει καθαρά, χωρίς περιστροφές: «προέρχομαι από μία λυπημένη χώρα ειλώτων», δηλώνει ο ποιητής, πριν και πάλι ανακτήσει τη γενναιότητα του ονείρου. Η καρδιά του Πολωνού παραμένει ζεστή και αναφωνεί: « καλύτερα ο θάνατος παρά οι αλυσίδες» Τι απόλυτη ταύτιση με το σύνθημα της Ελληνικής Επανάστασης «Ελευθερία ή θάνατος»! Τα πνεύματα των πεσόντων στις Θερμοπύλες, με πρωτεργάτη τον Λεωνίδα, ανασταίνονται ωσάν να ανταποκρίνονταν στο κάλεσμα του ποιητή για βοήθεια στην υπόδουλη χώρα του. Από αυτό το σημείο και μετά η Πολωνία προσωποποιείται.

 

Η πύλη (εσωτερικά) της Καθολικής Εκκλησίας Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ή Φραγκοκλησιάς στο Ναύπλιο. Δεξιά η προτομή του Πολωνού φιλέλληνα ποιητή Juliuz Słowacki (Ιούλιος Σλοβάτσκι, 1809-1849). Λήψη φωτογραφίας: 7-5-2024.

 

Γίνεται γυναίκα που δήμιοι τυραννούν το κορμί της, αδύναμη να υπερασπιστεί την οντότητά της, να εκδικηθεί και να τιμωρήσει. Ο ποιητής την καλεί να πετάξει από πάνω της τα παλιοκούρελα, να αναστηθεί, να εξαγνιστεί στα νερά της Στυγός και να αναδυθεί ως μία νέα και αθάνατη Πολωνία. Απέναντί της στέκεται εκείνος, ο ρομαντικός ποιητής, σε απόλυτη σύγχυση και συναισθηματική έξαρση. Είναι ο εξόριστος, ο εκπατρισμένος, ο σκλαβωμένος, ένας γιος του Προμηθέα που τον κατατρώει ο νόστος για την πατρίδα και η ανάμνηση της υπόδουλης γης. Δηλώνει την ασημαντότητά του, ακούει φωνές, βλέπει αντικατοπτρισμούς, αφήνει τη σκέψη του να πετάξει σαν πουλί πέρα από την Ελλάδα, θέλει να πολεμήσει, δακρύζει, πονάει, και τέλος επικαλείται ξανά την Πολωνία που εμφανίζεται με τον απόλυτο θηλυκό ρόλο της Μητέρας.

Το ποίημα πλησιάζει στη λήξη του και ο ποιητής, συνειδητοποιώντας την ρεαλιστική αδυναμία να πραγματοποιήσει έστω και ένα από τα όνειρά του, δεν βλέπει άλλο διέξοδο από την κατάληξη. Βρισκόμαστε εν μέσω σκηνής θανάτου, ψυχορραγήματος. Είναι το μακάβριο τέλος του ονείρου, το αντίο της ψυχής στην Πολωνία, το αίσθημα του ανεκπλήρωτου και του κενού. Στην τελευταία στροφή, διαποτισμένη από λυρική απόγνωση και καταληκτική αποτυχία, ο ποιητής, παρουσιάζοντας τη συμβολική εικόνα ενός βουνού που το φεγγάρι έκαψε και το μεταμόρφωσε σε κόκκινο ενός αιματοβαμμένου κρατήρα, δηλώνοντας απευθυνόμενος στην Πολωνία ότι ξεγελάστηκε από τα τιτιβίσματα κάποιων σπουργιτιών και τα πρώιμα ξυπνήματα του κόκορα, θα ομολογήσει με πικρή διαύγεια και υποταγή: «ο θάνατος συχνά μιλά μετά τον θάνατο, με φράσεις ακατάληπτες, γεμάτες θλίψη». Και πράγματι, λόγια τόσο προφητικά για τον ίδιο τον ποιητή Słowacki, που θα πεθάνει δεκατρία χρόνια αργότερα στο Παρίσι, εξόριστος, χωρίς να έχει μπορέσει ποτέ πια να επισκεφθεί την Πολωνία και χωρίς να έχει γευθεί την ελευθερία της.

 

Χριστίνα Α. Οικονομοπούλου

Διδάκτωρ Γενικής κι Συγκριτικής Γραμματολογίας Πανεπιστημίου Σορβόννης, PARIS IV.

Λέκτορας Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

 

Πηγή

  •  Πρακτικά του Α’ Συνεδρίου Αργειακών Σπουδών, «Το Άργος κατά τον 19ο αιώνα», Άργος 5-7 Νοεμβρίου 2004, Έκδοση, «Σύλλογος Αργείων ο Δαναός», Άργος, 2009.

Read Full Post »

Πρωτοπαπάς Αργυρός

 

 

 

Διδάκτωρ Αγγλικής Γλώσσας – Ποιητής. Ο Αργυρός Πρωτοπαπάς κατάγεται από το Κρανίδι Αργολίδας, από οικογένεια ναυτικών και καραβοκύρηδων του 19ου αιώνα, με παλαιότερες ρίζες στα νησιά του Αιγαίου.  Είναι  εκπαιδευτικός Αγγλικής Γλώσσας και Διδάκτωρ Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η διατριβή του είναι πάνω στο ποιητικό γλωσσικό ιδίωμα και τη γνωσιολογία (epistemology) του Άγγλου Ρομαντικού P.B. Shelley. Είναι επίσης κάτοχος του μεταπτυχιακού τίτλου Master of Arts του Πανεπιστημίου του Southampton (U.K.), με θέμα τη σχέση Ρομαντισμού, Μοντερνισμού και Μεταμοντερνισμού και τις μεταπολεμικές πολιτισμικές θεωρίες. Υπήρξε ερευνητής στον πολιτισμό και την ποιητική έκφραση της Ρομαντικής περιόδου με υποτροφία της Βρεταν. Ακαδημίας και Λέκτορας Αγγλικής Λογοτεχνίας στο ίδιο Πανεπιστήμιο (1990-1996). Δίδαξε, κυρίως, τους Ρομαντικούς ποιητές και, παράλληλα, Shakespeare και T.S. Eliot.* Επίσης δίδαξε Ελληνική Γλώσσα και Πολιτισμό στο Πανεπιστήμιο Westminster, στο Λονδίνο. Έχει δημοσιεύσει μεταφράσεις και κριτικά δοκίμια σχετικά με το έργο των Shelley και Byron, W. B. Yeats και T. S Eliot, αλλά και προσωπικό ποιητικό έργο.

 

Η ποίηση του ανέβηκε επανειλημμένα, σε μουσική Rio Graebner, στο Turner Sims Conoert Hall, στο Southampton. Γράφει και στις δύο γλώσσες, με ποιητικές συλλογές που καλύπτουν διάφορες χρονικές περιόδους, όπως: Του Γλυκού Φλεβάρη (1966-76), Εγκλωβισμένοι (1969-79), Η Ερμηνεία των Ανοίξεων (1980-87), Φάος (1983-90), The Bassett Notebook of Occasional Verse (1988-95), Οδυσσεύς Άναξ (1995-99), Ελύμνια Σίβυλλα (1999-2003), To Απόλυτο κι Άφθαρτο (2004-07), ενώ δύο ακόμα ποιητικές συλλογές βρίσκονται σε εξέλιξη: Lost Arion (2004- ) και το Δάσος με τις Ζωγραφιές (2007-).

 

Τα ενδιαφέροντά του βρίσκονται, αφ’ ενός, στην περιοχή μεταξύ λογοτεχνίας και φιλοσοφίας και, αφ’ ετέρου, λογοτεχνίας, πολιτισμού και κοινωνικών επιστημών, αφού είναι επίσης πτυχιούχος της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το 2004-5 ανέλαβε τη θέση του Εθνικού Εκπροσώπου της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε θέματα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (CEDEFOP). Από το 2006 είναι αποσπασμένος, από τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, στο Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου τα διδακτικά του αντικείμενα περιλαμβάνουν γλωσσικά θέματα, τη λογοτεχνική μετάφραση και την θεωρία και γνωσιολογία της ποιητικής σύνθεσης.

 

 

Υποσημείωση

* Eliot Thomas Stearns

 

Γεννήθηκε στον Άγιο Λουδοβίκο του Μισσούρι το 1888 από πουριτανή αριστοκρατική οικογένεια διαπρεπών επιστημόνων και ανατράφηκε με τις αρχές του παππού του που ήταν θεολόγος. Σπούδασε στην Ακαδημία Σμιθ της Μασσαχουσέτης, βραβεύτηκε με χρυσό μετάλιο στα λατινικά από την Milton Academy. Σπούδασε τέσσερις γλώσσες: ελληνικά, λατινικά, γαλλικά, γερμανικά και συνάμα μεσαιωνική ιστορία, συγκριτική φιλολογία και ιστορία νεώτερης φιλοσοφίας. Παρακολούθησε επίσης μαθήματα φιλοσοφίας στο Χάρβαρντ από τον Μπ. Ράσελ, το 1914 καθώς και σανσκριτική και νεώτερη ινδική φιλοσοφία. Γνώστης της γαλλικής φιλολογίας επιδόθηκε στην ποίηση. Το 1915 ο Έλιοτ εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο παραδίνοντας μαθήματα σε σχολεία και αργότερα διορίστηκε στη Lloyd’ s Bank του Λονδίνου όπου εργάστηκε οχτώ χρόνια. Η ποίηση του κατατάσσεται σε πέντε περιόδους. Η πρώτη περίοδος (1909-1919) περιλαμβάνει τα ποιήματα: «Το τραγούδι της αγάπης του Άλφρεντ Προύλφροκ», «Το πορτραίτο μιας κυρίας», «Πρελούδια», κ.ά. Η δεύτερη περίοδος (1920-1925) περιλαμβάνει τα ποιήματα: «Γερόντιον», «Ιπποπόταμος», «Η έρημη χώρα», κ.ά. Στην τρίτη περίοδο ανήκουν «Οι άδειοι άνθρωποι», ενώ στην τέταρτη περίοδο (1927-1934) περιλαμβάνονται τα ποιήματα: «Το ταξίδι των Μάγων», «Ένα τραγούδι για τον Συμεών», «Animula», «Βράχος», κ.ά. Στην πέμπτη περίοδο (1935-1942) ανήκουν τα «Τέσσερα κουαρτέτα». Τα θεατρικά του έργα είναι τα «Φονικό στην εκκλησιά» («Murder in the cathedral»), «Sweeny Agonistes», «Κοκτέιλ πάρτυ» κ.ά. Ως δημοσιογράφος και κριτικός έδωσε αξιόλογα δείγματα. Από το 1922 που ήταν εκδότης του περιοδικού «Κριτήριον» σκοπό είχε να δημιουργήσει μια θέση για τις νέες τάσεις της λογοτεχνίας και την κριτική. Στα δοκίμια και τις μελέτες ανήκουν: «Η παράδοση και το ατομικό ταλέντο», 1919, «Η χρήση της ποίησης και η χρήση της κριτικής», 1933, «Σημειώσεις για τον ορισμό της κουλτούρας», 1948, «Ποίηση και δράμα», 1951, κ.ά. Το 1948 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Πέθανε στις 4 Ιανουαρίου 1965.

 

 

Πηγή

 

  • Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

 

Read Full Post »

Ίσυλλος

 

Ποιητής από την Επίδαυρο. Έζησε το 300 π.Χ. Στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου, βρέθηκε πλάκα με έξι ποιήματά του, εκ των οποίων το ένα ήταν αφιερωμένο στον « Απόλλωνα και τον Ασκληπιόν». Από αυτό το ποίημα ενισχύεται η παράδοση της Θεσσαλικής καταγωγής του Ασκληπιού.

 

Σύμφωνα λοιπόν με τον Ισύλλο, ο Φλεγύας δεν ήρθε από την Θεσσαλία στην Πελοπόννησο αλλά ήταν από την Επίδαυρο.  Παντρεύτηκε όμως γυναίκα από την Θεσσαλία, την ωραία Κλεοφήμη, κόρη της Μούσας Ερατώς και του Μάλου.

 

Από την Κλεοφήμη ο Φλεγύας απέκτησε μια κόρη, την Αίγλη ( Άσγλη), η οποία ονομάστηκε Κορωνίς. Ο Απόλλωνας την είδε, την ερωτεύτηκε και κοιμήθηκε μαζί της. Από αυτή την ένωση γεννήθηκε ο Ασκληπιός.

 

Τα ποιήματα αυτά γραμμένα σε πλάκα ύψους 1,27 και πλάτους 0,53 τα βρήκε ο αρχαιολόγος Παναγής Καββαδίας, στις ανασκαφές  του 1884.

 

 

Πηγή

 

  • Παναγής Καββαδίας, « Το ιερόν του Ασκληπιού εν Επιδαύρω και η θεραπεία των ασθενών», Αθήνησιν, 1900.

Read Full Post »

Παπαμιχαλόπουλος Βασίλης


 

Παπαμιχαλόπουλος Βασίλης

Παπαμιχαλόπουλος Βασίλης

Ο Βασίλης Παπαμιχαλόπουλος γεννήθηκε στα Λεχαινά της Ηλείας το 1958. Το 1976 τέλειωσε το 6/τάξιο Γυμνάσιο Αγ. Αναργύρων Αττικής. Το 1977-79 φοίτησε στην Ανωτ. Σχολή Πλοιάρχων Εμπορικού Ναυτικού Κύμης και κατόπιν εργάστηκε ως Γ’ Πλοίαρχος.

Επίσης έχει τελειώσει την Σχολή Οικονομίας και Διοίκησης Τ.Ε.Ι Πειραιώς, την  Παιδαγωγική Ακαδημία Λαμίας και το Παιδαγωγικό τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στο Μαράσλειο Διδασκαλείο ειδικεύτηκε στην Ειδική Αγωγή. Σήμερα υπηρετεί ως δάσκαλος Ειδικής Αγωγής στην Α/θμια Εκπ/ση.

Έχει εκδώσει:

  • «AB IMO PECTORE», Ποιήματα, 1975.
  • «Ένα Χωριό γράφει την Ιστορία του – Κατσίγκρι – Άγιος Αδριανός»,  Τοπική ιστορία – Λαογραφία, 2002.
  • «Γωνία Διοπτεύσεως», Ποιήματα, 2005.
  • «Του έρωτα», Ποιήματα, 2012.
  • «Εν καταδύσει», Ποιήματα, 2012.

 

Read Full Post »

Αναπλιώτης Αντώνης (1888-1951)


 

Σκίτσο του Αντώνη Αναπλιώτη που φιλοτέχνησε ο Νίκος Καστανάκης.

Ο Αντώνης Αναπλιώτης (φιλ. ψευδ. του Αντώνη Λεκόπουλου), ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, γεννήθηκε στο Ναύπλιο το 1888 πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη γενέτειρα, όπου τελείωσε το γυμνάσιο το 1902. Εργάσθηκε στο πρωτοδικείο Ναυπλίου και παράλληλα σπούδασε στη Νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1908 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, σταδιοδρόμησε ως υπάλληλος του υπουργείου Εσωτερικών και έφθασε ως το Βαθμό του επιθεωρητή. Την πρώτη λογοτεχνική του εμφάνιση έκανε το 1910, τυπώνοντας την ποιητική του συλλογή «Τo Βιολί». Ωστόσο είχε ήδη από το 1907 γράψει το τρίπρακτο δράμα «Ο Πιπιάς», το οποίο τυπώθηκε το 1992 από τη βιβλιοθήκη του Ναυπλίου «Παλαμήδης».

Ασχολήθηκε με την ποίηση, το διήγημα, τη λαογραφία, το θέατρο, το χρονογρά­φημα και έγραψε ποικίλες διατριβές. Στα σαράντα χρόνια της πνευματικής του πορείας συνεργάσθηκε με πολλά έντυπα της επαρχίας και της πρωτεύουσας («Ευβοϊκά Γράμματα», «Εμπρός», «Πρωία», «Νέα Εστία», «Ατλαντίς» Ν. Υόρκης κ.ά.), στα οποία βρίσκεται κατεσπαρμένο μεγάλο μέρος του έργου του. Το θεατρικό του έργο «Ο Πιπιάς» βραβεύθηκε το 1938 στον «Καλοκαιρίνειο Διαγωνισμό».

Ο Αντώνης Αναπλιώτης ήταν ο πρώτος μεγάλος δωρητής της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης» και συντάκτης του πρώτου καταλόγου των βιβλίων της, το 1949. Προτομή του κοσμεί την αυλή της Βιβλιοθήκης από το 1957.

Με επιμέλεια του Σπ. Παναγιωτόπουλου, του Γ. Τσουκαντά και του Ν. Δεληβοριά κυκλοφόρησε μεταθα­νάτια (1958) επιλογή της ιδιότυπης ποίησης του Αντώνη Αναπλιώτη με τίτλο «Αναπλίωτικα». Πέθανε στην Αθήνα το 1951.

 

 Μια κριτική για τον ποιητή Αντώνη Αναπλιώτη στο Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών (1953) 

Επιμέλεια: Γιώργος Ρούβαλης

 

Μια κριτική του τότε εκλεκτού κριτικού Γιώργου Φτέρη που έγινε στη ραδιοφωνική του ομιλία απ’ το Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών στις 15-2-53, δύο χρόνια μετά το θάνατο του ποιητή. Αναδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Σύνταγμα» στις 25 Μαρτίου 1953 με τη φροντίδα του Θ. Κωστούρου.

 

ΜΙΑ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΑΝΑΠΛΙΩΤΗΣ
ΤΟΥ κ. Γ. ΦΤΕΡΗ

(Όπως υποσχεθήκαμε στο προηγούμενο φύλλο, δίνουμε σήμερα ολόκληρη την ομιλία του εκλεκτού λογίου κ. Γεωργ. Φτέρη, για τον ποιητή μας Α. Αναπλιώτη. Την ομιλία αυτή που έγινε στον Ρ. Σταθμό Αθηνών στις 15-2-53 ο κ. Φτέρης είχε την καλοσύνη να την αποστείλη, μέσω του Λογοτεχνικού συνεργάτου μας κ. Θ. Κωστούρου, στο «ΣΥΝΤΑΓΜΑ».)

 

«Είχεν επάνω σ’ όλο το παρουσιαστικό του κάτι το συμπαθέστατα επαρχιακό, τόσο που να φαίνεται σχεδόν ξένος, σχεδόν νιόφερτος στην Αθήνα, αν κι εδώ εζούσε χρόνια ολόκληρα. Είχεν ακόμη εκείνον τον ειδικό, τον χαρακτηριστικό τόνο στο ντύσιμο που θύμιζε Κυριακή της επαρχίας, όταν είναι κλεισμένα τα μαγαζιά, τα εμπορικά. Κι οι άνθρωποι, ιδίως οι μεσόκοποι που εκφράζουν περισσότερο την ηλικία της επαρχιακής πολιτείας – εν αντιθέσει προς τη νεότητα, που δίνει έναν τόνο επικρατέστερο στα μεγάλα κέντρα – οι Κυριακάτικοι άνθρωποι με την τσάκιση στα παντελόνια και τα κομπολόγια στα χέρια τους, κάνουν τον αργό λικνιστικό περίπατο στην κεντρική πλατεία και χαιρετά ο ένας τον άλλον με οικειότητα. Είχε προπάντων μια γελαστή συστολή, κάτι το ντροπαλά εγκάρδιο στο πρόσωπό του και μαζί μ’ αυτό μια υποχωρητικότητα, μια προκαταβολική συγκατάθεση μέσα στο βλέμμα, βαθειά ανθρώπινη. Ποτέ δεν επρόβαλε στη συζήτηση τον εαυτό του, το έργο του, μ’ όλο που τ’ αγαπούσε τόσο τρυφερά.

Αναπλιώτης (Αντώνης Λεκόπουλος)

Μιλάμε για τον ποιητή Αναπλιώτη, τον Αντώνιο Λεκόπουλο, που ετιμήθη τελευταία στο Ανάπλι η μνήμη του μετά τα αποκαλυπτήρια της προτομής του. Και μιλάμε για να εξάρωμε πρώτα-πρώτα το παράδειγμα. Εννοούμε το γεγονός ότι η επαρχία παίρνει πρωτοβουλίες αυτού του τύπου, αισθάνεται δηλαδή την ανάγκη να τιμήση τους πνευματικούς εκπροσώπους της. Πρόκειται για μια κίνηση που θάπρεπε με κάθε δυνατό τρόπο να ενθαρρυνθεί, για να γίνη συστηματικώτερη και ευρύτερη, όχι μόνον γιατί έτσι μπορούν να αξιοποιηθούν αισθητικά, τουριστικά, διάφορες επαρχιακές πολιτείες. Αλλά και γιατί είναι δίκαιο να αναγνωρισθούν επί τέλους και στην επαρχία – που όσο κι αν παρουσιάζεται εγκαταλελειμμένη αποτελεί πάντα τον πυρήνα, τη ρίζα της ελληνικής ζωής – οι πνευματικοί τίτλοι της. Το νομίζομε, γιατί η ελληνική επαρχία έχει αποκτήσει, όσο καμμιά άλλη επαρχία συγχρόνου τόπου, ένα σύμπλεγμα κατωτερότητος πνευματικής. Της το εδημιούργησε η πρωτεύουσα, όπως έχει συγκεντρώσει, όπως εξακολουθεί να συγκεντρώνη μ’ έναν τρόπο σχεδόν μονοπωλιακό, όλη την πνευματική δραστηριότητα της χώρας και ν’ απορροφά κάθε φλέβα, κάθε ικμάδα ταλέντου που εκδηλώνεται στην περιοχή των επαρχιών. Αυτό κανταντά βέβαια μοιραίο, με τη σημερινή διαμόρφωση της Ελληνικής ζωής, με το γενικώτερα συγκεντρωτικό σύστημα που τη χαρακτηρίζει και με την εγκατάλειψη της επαρχίας στην τύχη της. Ούτε μπορεί ν’ ακολουθήση ο καθένας το παράδειγμα του Μιστράλ και του Φρανσίς Ζαμ – για ν’ αναφέρωμε τους γνωστοτέρους ποιητές, που για χάρη της επαρχίας επεριφρόνησαν και τη διαμονή στο Παρίσι και τη δόξα του Ακαδημαϊκού. Ωστόσο πρέπει να θυμίζεται ότι οι Ελληνικές επαρχίες δεν βγάζουν μόνο προϊόντα για την αγορά, αλλά τροφοδοτούν επίσης τα Ελληνικά γράμματα.

Ότι εκείνες ανανεώνουν διαρκώς τα Ελληνικά γράμματα. Και ότι το Μεσολόγγι, το Αγρίνιο, το Καρπενήσι, ο Έπαχτος με τον Παλαμά, με το Μαλακάση, με το Χατζόπουλο, με τον Παπαντωνίου, με το Βλαχογιάννη, η Καλαμάτα με τον Νικόλαο Πολίτη, τον Καμπίση και τον Αποστολάκη, τα Λεχαινά με τον Καρκαβίτσα, η Σπάρτη με το Μητσάκη, η Μάνη με τους Πασαγιάννηδες – για να μη προχωρήσουμε στα νησιά – έχουν προσφέρει στην πνευματική μας αναγέννηση πολύ περισσότερα από την Αθήνα.

Μιλάμε επίσης για τον Αναπλιώτη, επειδή θέλομε στο πρόσωπό του να τιμήσωμε μια κατηγορία ποιητών που το έργο τους, με το να είναι σε ελάσσονα τόνο τους τοποθετεί στο ημίφωτο, στο βάθος, πίσω από τις προνομιούχες μορφές όπου πέφτει η αντηλιά της δόξης μ’ όλη της την ένταση, είναι οι «MINORES» οι ποιητές που έχουν μια μετριώτερη απήχηση και αναγνώριση στην εποχή τους, κάτι το ωχρό μπροστά στη θαμπωτική λάμψη των άλλων, που τους κάνει μέσα στη γραμματολογία βαθύτατα συμπαθείς. Και που υποχρεώνει την ανθρώπινη μνήμη να μη τους εγκαταλείπη στη λησμονιά, να τους σέβεται.

Είπαμε παραπάνου ότι ο Αναπλιώτης ποτέ δεν επρόβαλε στη συζήτηση το έργο του, μ’ όλο που το αγαπούσε τρυφερά. Και το αγαπούσε ότι όπως κάθε ποιητής αγαπά τη δημιουργία του, σ’ ότι τον εζέστανε, σε ότι τον εγοήτεψε πιο πολύ. Γιατί το έργο του Αναπλιώτη δεν το συνέθεταν λυρικές προσπάθειες λιγώτερο ή περισσότερο επιτυχείς, που αρχίζουν πάντως από καταστάσεις αφηρημένες, αυτές που πλαισιώνουν την πρώτη έμπνευση. Εδώ τα τραγούδια είναι πρωτ’ απ’ όλα βιώματα, μέσα στις φόρμες τους έχει μεταφέρει ο ποιητής το υλικό της ζωής του. Έχει βάλει την τοπογραφία της, την πραγματογνωσία της, την ονοματολογία της τα πάντα. Διαθέτοντας μία εξαίρεση, μία ασφαλεστάτη αναδρομική αίσθηση, κάνει άμεσα τα γεγονότα και τα πρόσωπα που θυμάται, τα παρουσιάζει σχεδόν ζωντανά. Οι άνθρωποί του δεν είναι αόριστοι, ανώνυμοι, τοποθετημένοι μέσα σε πλασματικές περιπτώσεις. Είναι συγκεκριμένοι με τα ονόματά τους, τα μικρά και τα μεγάλα, με τα επαγγέλματά τους, με τα παρατσούκλια τους. Είναι ο Τσορονίκος ο Γουρλής, ο Γιώργος ο Παπαθανάσης, του Νίκου και του Κώστα ο αδερφός, είναι η κυρά Σπύραινα, η «χήρα η κακομοίραινα», ο Μπεκιάρης, ο Παναγιώτης, ο Ψάλτης ο Παβουγαδές, ο Κορομίχης με τον Κορομπίλη «σαράντα χρόνια χρυσοί γειτόνοι και φίλοι».

Είναι ο Γρίντζος, ο Μετζίτης κι ο Μπιτζαξής, που μικρά παιδιά τόσκαζαν απ’ το σχολείο στο μάθημα των γαλλικών. Και όταν τους φώναζε ο καθηγητής:

– Ω με ζ-ανφάν! Ου βου ζ-αλλέ; του απαντούσανε κι οι τρεις:
– Στο Ιτσ-Καλέ! Στο Ιτσ-Καλέ! ώσπου έπαιρναν στο τέλος, όταν εγένοντο οι εξετάσεις:
– Στου Κατελούζου τον καιρό. Τρουά ζερό! Τρουά ζερό!

Ότι γίνεται στ’ Ανάπλι, τα γλέντια, οι μικρές οικογενειακές έγνοιες για τους δύσκολους γάμους των προχωρημένων σε ηλικία κοριτσιών, αθώοι παιδικοί έρωτες, το σχολείο, οι ταβέρνες, οι μπουζουξήδες, οι εκκλησιές, οι ψαλτάδες, τα ψυχοσάββατα, όλα περιγράφονται με ένα λυρικό και μαζί γελοιογραφικό τρόπο γεμάτον συμπάθεια για τον άνθρωπο.

Τελειώνουμε την ομιλία τούτη μ’ ένα χαρακτηριστικό τραγούδι του Αναπλιώτη αφιερωμένο στο «Μιστό».

Εμπήκα στο μιστό
της μοίρας τα γραμμένα
τ’ αναθεματισμένα…
Για κείνο το μιστό
πού νάειθε τσακιστώ
στερήθηκα τ’ Ανάπλι
στερήθηκα και σένα.

Γ. ΦΤΕΡΗΣ

 

Πηγές


  • Λουκά Σταθακόπουλου – Γιάννη Γκίκα, «Ανθολογία ποιητών Αργολίδος & Κορινθίας 1798 – 1957», Αθήνα, 1958.
  •  Κώστα Μιχ. Σταμάτη, « Πελοποννησιακή Λογοτεχνία – Η Λογοτεχνία της Αργολίδας », Αθήνα, 1995.
  • Εφημερίδα «Σύνταγμα».

Read Full Post »

Λάσος ο Ερμιονεύς


 

Στα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα, μεταξύ των ετών 548-545, γεννήθηκε στην Ερμιόνη της Αργολίδας ο Λάσος ο Ερμιονεύς, γυιός του Χαρμαντίδου ή Σισυμβρίνου ή, κατά τον Αριστόξενο, του Χαβρίνου. Τον Λάσο τον θαύμαζαν πολύ κατά την Αρχαιότητα, γιατί υπήρξε σημαντική μορφή της αρχαίας ελληνικής μουσικής, αλλά και σοφιστής μεγάλης φήμης. Ο Διογένης ο Λαέρτιος[1] μας μεταφέρει την πληροφορία ότι ο Έρμιππος τον είχε  συγκαταλέξει μεταξύ των 17 σοφών, ενώ ο Σουΐδας τον κατατάσσει μεταξύ των 7 σοφών της Αρχαιότητας, αντί του Περιάνδρου.

Ο Λάσος έζησε μεγάλο διάστημα της ζωής του στην Αθήνα την εποχή των Πεισιστρατιδών, όπου ανέπτυξε έντονη αντιπαλότητα προς τον Σιμωνίδη τον Κείο. Υπήρξε ο δάσκαλος στη μουσική του Πινδάρου.

 

Κιθαρωδός σε ερυθρόμορφο αττικό αμφορέα του 5ου π.Χ. αιώνα του αγγειογράφου Ανδοκίδου. Παρίσι Μουσείο Λούβρου, G 1. Φωτογραφία της RMN. Φωτογράφος Hervé Lewandowski.

(περισσότερα…)

Read Full Post »

 

Βεντράμος Τζάνες ( Ιωάννης ) : 16ος αι.

 

 

Βιογραφικό

 

Ο Τζάνε Βεντράμος, ποιητής και συγγραφέας, γεννήθηκε στις αρχές του 16ου αιώνα στο Ναύπλιο. Ήταν γόνος αρχοντικής οικογένειας. Ο πατέρας του καταγό­ταν από τους Ενετούς Βεντράμιν. Η μητέρα του όμως ήταν Ελληνίδα, κόρη του πλούσιου Ναυπλιώτη Μανουήλ Μόρμορη, που πέρασε στην Πελοπόννησο από την Ήπειρο κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα.

 

Το επάγγελμα του Βεντράμου ήταν καπετάνιος και ταξίδεψε ως πλοηγός σε ενετικές γαλέρες από το 1522, δεν είχε όμως σπουδαία μόρφωση. Στο Ναύπλιο ασχολήθηκε με το εμπόριο. Μέσα από το έργο του φαίνεται η προσωπική γνωριμία του με πολλούς τόπους από τα ταξίδια, που έκανε. Ακόμη αναφέρεται ότι εφεύρε ναυπηγικό σχέδιο, που το 1566 το παρέδωσε στο ενετικό κράτος και αμείφθηκε.

 

Ο Βεντράμος συνέθεσε, κατά το έθιμο της εποχής του, δύο ηθικοδιδακτικά ποιήματα, τα οποία αποτελούν γλωσσικές μαρτυρίες του 16ου αιώνα, φανερώνουν το πνεύμα του καιρού του, την παιδεία, τις σχέσεις μεταξύ των φύλων και την φιλανθρωπία. Τα έργα του είναι γραμμένα σε ομοιοκατάληκτο 15σύλλα6ο στίχο, αλλά η λογοτεχνική τους αξία είναι ασήμαντη. Το ένα από αυτά αναφέρεται στις σχέσεις της γυναίκας και του άνδρα, ενώ το δεύτερο διαπραγματεύεται το θέμα της απληστίας και του εγωισμού. Αυτό το τελευταίο έργο του Βεντράμου έχει πιο βελτιωμένη μορφή από το πρώτο.

Ο ποιητής έζησε μέσα στον 16ο αιώνα, αλλά δεν είναι γνωστό πότε και πού πέθανε.

Έργα

Ποίηση: «Ιστορία των Γυναικών των καλών και των κακών» 1549, Βενετία (ένα του ανάτυπο βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του Μονάχου. Αποτελείται από 296 15σύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους και διαιρείται σε τρία μέρη). «Ιστορία της φιλαργυρίας μετά της περηφανείας» 1567, Βενετία (αποτελείται από 396 15σύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους).

 

 

Ουδένα θερίον το λοιπόν της γυναικός ομοιάζει,
μηδέ λεοντάριν άγριον μετ’ αύτη να ταιριάζει.
Κάλλιο να κάμεις συντροφιά με δράκον, με λεοντάριν,
παρά γυναίκα πονηρά σ’ έχθρητα να σε πάρει…

 

Ιστορία γυναικών, των καλών και των κακών, 7-10. 1549. Börje Knös, «Un miroir des femmes du XVI siècle», Ελληνικά 14 (1955). 130.

 

Και άλλον δεν έναι η έγνοια της είμη ν’ αναντρανίζει,
τον άνδρα εις το πρόσωπον, συχνά να του κανύζει,
πώς να τον βάλει εις όρεξιν να την αναγυρέψει
και την ψυχήν και το κορμί μετ’ αύτονε να ψέξει.
Και διά τούτο, λέγω σας, άρχοντες τιμημένοι,
ηξεύρετε, διά την πορνειά πάγ’ η ψυχή χαϊμένη…

 

«Περί τες πόρνες». Ιστορία γυναικών, των καλών και των κακών, 185-190. 1549. Börje Knös, «Un miroir des femmes du XVI siècle», Ελληνικά 14 (1955). 135-136.

 

 

 

Η ρόδα τύχης κράζεται, τον κόσμο όλον γυρίζει,
άνθρωπος δεν ευρίσκεται ποτέ να την ορίζει.
’Τι όσοι μετ’ αύτη επλούτησαν και υψώθησαν περίσσα,
’κ το βίος εξεπέσασιν κ’ ύστερα διακονήσα.

 

Ιστορία φιλαργυρίας μετά της περηφανίας, 3-6. 1567. Γεώργιος Θ. Ζώρας, Τζάνε Βεντράμου.

 

 

Πηγές

 

 

 

Βιβλιογραφία

 

Μ. Περάνθης., «Ανθολογία Ποιήσεως» τόμ. 1 σσ. 110-112. Β. Knos., «Un miroir des femmes du XVIe siecle», «Ελληνικά» τόμ. 14 1955 σσ. 123-157. Γ. Ζώρας., «Τζάνε Βεντράμου «Ιστορία φιλαργυρίας μετά περηφανείας», άγνωστον στιχούργημα του 16ου αιώνα, 1956. Φ. Μπουμπουλίδης., «Ανέκδοτα έγγραφα περί του Ναυπλιέως ποιητού Τζάνε Βεντράμου», ΕΕΒΣ τόμ. 3 1960-1961 σσ. 194-201.

 

                   

Read Full Post »

Τελέσιλλα (αρχές 6ου-5ου αι. π.Χ.): λυρική ποιήτρια του Άργους.

 

 

Τελέσιλλα (αρχές 6ου-5ου αι. π.Χ.): λυρική ποιήτρια και ηρωίδα του Άργους.

Γεννήθηκε στο Άργος το 520-515 π.Χ. και καταγόταν από επιφανή οικογένεια, αλλά ήταν λεπτοκαμωμένη και φιλάσθενη. Με την ποίηση ασχολήθηκε ύστερα από υπόδειξη του μαντείου των Δελφών («τας Μούσας θεραπεύειν»), όταν θέλησε να το συμβουλευτεί για την υγεία της. Στη συνέχεια αφοσιώθηκε με πάθος στην ποίηση και με το ποιητικό της ταλέντο κατόρθωσε και νόημα να δώσει στη ζωή της και να αναδειχθεί σε πνευματική προσωπικότητα.

 

Έργο

 

Τα ποιήματά της ήταν κυρίως ύμνοι για χορούς κοριτσιών, ένα είδος ιδιαίτερα αγαπητό την αρχαία εποχή, αφού οι γονείς στα διάφορα χοροστάσια είχαν την ευκαιρία να καμαρώσουν τις κόρες τους που χόρευαν. Μάλιστα είχε καθιερώσει δικό της μέτρο, το οποίο οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι ονόμασαν«Τελεσίλλειο» για τη μοναδικότητά του.

 

Τελ�σιλλα. Γκραβούρα από το βιβλίο του Ιωάννου Κ. Κοφινιώτου, «Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων χρόνων μ�χρις ημών » Εν Αθήναις, Τυπογραφείον ο «Παλαμήδης» 1892. Επαν�κδοση, Εκδ. Εκ Προοιμίου 2008.

Τελέσιλλα. Γκραβούρα από το βιβλίο του Ιωάννου Κ. Κοφινιώτου, «Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών » Εν Αθήναις, Τυπογραφείον ο «Παλαμήδης» 1892. Επανέκδοση, Εκδ. Εκ Προοιμίου 2008.

Από την ποίηση της Τελέσιλλας δεν σώθηκαν παρά ελάχιστα αποσπάσματα και μόνο ένα ολόκληρο, χαραγμένο μεταγενέστερα σε λίθο, ο οποίος βρέθηκε στο ιερό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο. Πρόκειται για ύμνο με 28 στίχους, αφιερωμένο στη μητέρα των θεών Ρέα, η οποία διεκδικεί από το γιο της Δία το μερίδιό της στη μοιρασιά του σύμπαντος. Ο μύθος της σύγκρουσης του Δία με τη μητέρα του Ρέα ή Κυβέλη δε μας είναι γνωστός από άλλη πηγή και ίσως να είναι πνευματικό δημιούργημα της Τελέσιλλας. Η Τελέσιλλα ήταν παντρεμένη με κάποιον Ευξενίδα, ο οποίος της ανήγειρε μνημείο μετά το θάνατό της, για να την τιμήσει, με το επίγραμμα:

 

 

 

«Μνημείο, γλυκιά Τελέσιλλα, έστησε εδώ

ο Ευξενίδας για τη γυναίκα που παντρεύτηκε,

γιατί πάντα ήταν γεμάτη πίστη, εύνοια, αρετή

και αγάπη. Ας μένει και για τους μεταγενέστερους

η φήμη σου αξέχαστη για πάντα».

 

Ο επιγραμματοποιός Αντίπατρος ο Θεσσαλονικεύς τη θεωρεί μια από τις εννέα μεγάλες ποιήτριες της αρχαιότητας.

 

 

Αντίσταση κατά των Σπαρτιατών

 

 

Εντούτοις, η Αργεία ποιήτρια έμεινε περισσότερο γνωστή από την ηρωική άμυνα που αντέταξε κατά του Σπαρτιάτη Κλεομένη το 494 π.Χ. Μετά την καταστροφή που υπέστη ο στρατός των Αργείων στο ιερό άλσος της Σηπείας μεταξύ Ναυπλίου και Τίρυνθας, όπου ο Κλεομένης με δόλο και ύστερα με εμπρησμό προκάλεσε το θάνατο 8.000 Αργείων μαχητών, την άμυνα της πόλης οργάνωσε η κοντόσωμη και μαχητική Τελέσιλλα. Όπλισε γυναίκες, γέρους και παιδιά με όπλα και κάθε λογής αντικείμενα και τους παρέταξε στις επάλξεις.

Ο Κλεομένης, θεωρώντας ότι θα γινόταν μισητός, αν θα κυρίευε την πόλη πολεμώντας κατά γυναικών ή ότι σε περίπτωση αποτυχίας θα γινόταν καταγέλαστος, απομάκρυνε το στρατό του. Η Τελέσιλλα είχε σώσει την πατρίδα της.

 

Σε ανάμνηση του γεγονότος έχτισαν ναό του Ενυαλίου, δηλαδή του πολεμικού Άρη, ο οποίος εθεωρείτο προστάτης των γυναικών στο Άργος, και καθιέρωσαν ετήσια γιορτή, τα «υβριστικά», κατά την οποία οι γυναίκες ντύνονταν ανδρικά και οι άνδρες γυναικεία. Οι Αργείτισσες τότε, λόγω της λειψανδρίας, πoλιτoγράφησαν περιοίκους και τους παντρεύτηκαν· αλλά με νόμο καθιέρωσαν να βάζουν προσθετά γένια, όταν πλάγιαζαν μαζί τους, για να τους θυμίζουν την ταπεινή τους καταγωγή.

  

Ο Παυσανίας αναφέρει ( ΙΙ, 20, 8 ) ότι στο ιερό της Αφροδίτης, νότια του θεάτρου, είχε δει στήλη με ανάγλυφη παράσταση της Τελέσιλλας, η οποία ετοιμαζόταν να φορέσει το κράνος της, ενώ στα πόδια της ήταν σκορπισμένα τα βιβλία της. Για την Τελέσιλλα έχουν γράψει πολλοί αρχαίοι συγγραφείς μέχρι και τον 2ο μ.Χ. αιώνα και στη συνέχεια έχουν δημοσιευτεί αρκετές μελέτες. Οι πληροφορίες από τις αρχαίες πηγές είναι ίδιες και μόνο στις λεπτομέρειες διαφέρουν.

Εντύπωση μας προξενεί το γεγονός ότι ο Ηρόδοτος, ο οποίος είναι σχεδόν σύγχρονος των γεγονότων και αναφέρεται διεξοδικά στην επίθεση του Κλεομένη και στον αποδεκατισμό των Αργείων (VI 76-85) δεν τη μνημονεύει καν. Το ίδιο κι ο μεταγενέστερος Αριστοτέλης, ο οποίος αναφέρεται στην πολιτογράφηση των περιοίκων στα «πολιτικά» του (1303 α, β). Η «ποιητική» του Αριστοτέλη δυστυχώς δε μας παρέχει καμία πληροφορία, γιατί ο πρώτος τόμος, που σώθηκε, αναφέρεται μόνο στο έπος και στην τραγωδία. Άλλοι συγγραφείς, αλλά πολύ μεταγενέστεροι, όπως ο Παυσανίας, ο Πλούταρχος, ο Πολύαινος, της πλέκουν το εγκώμιο, τονίζοντας την ηρωική της αντίσταση κατά των Σπαρτιατών.

 

Επισημαίνουμε, όμως, ότι ο Κλεομένης τότε δεν είχε πρόθεση να καταλάβει το Άργος, αλλά μόνο να το εξασθενήσει και να το ταπεινώσει, ώστε να μην αποτελεί πια υπολογίσιμη δύναμη στην Πελοπόννησο, πράγμα που είχε επιτύχει ήδη με την εξόντωση του ανδρικού πληθυσμού.

Δεν μπόρεσε τότε να προβλέψει ότι το Άργος σύντομα θα παρουσίαζε και πάλι μεγάλη ακμή και ότι η Σπάρτη θα είχε τα ίδια και χειρότερα προβλήματα.

Εξάλλου, ο Κλεομένης ήθελε ν’ αποφύγει τυχόν απώλειες από τον αμυνόμενο άμαχο πληθυσμό, που ήταν αποφασισμένος, ιδιαίτερα λόγω της λειψανδρίας που αντιμετώπιζε ανέκαθεν η πατρίδα του, και θεώρησε φρόνιμο να μην επιτεθεί στην πόλη. Η Τελέσιλλα πάντως έγινε θρύλος και μυθοποιήθηκε στη συνείδηση του Αργειακού λαού.

 

 

Βιβλιογραφία

 

  • Ιωάννου Κ. Κοφινιώτου, «Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών » Εν Αθήναις, Τυπογραφείον ο «Παλαμήδης» 1892. Επανέκδοση, εκδ. Εκ Προοιμίου 2008. 
  •  Μαρκέλλου Θ. Μιτσού, εφόρου των Αρχαιοτήτων. « Αργολική Προσωπογραφία », Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας. Εν Αθήναις 1952. 
  •  Αργολικόν Ημερολόγιο 1910. Εκδιδόμενων υπό του εν Αθήναις συλλόγου των Αργείων. Εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Δημ. Τερζόπουλου 1910.
  •  Οδυσσέα Κουμαδωράκη, « Άργος το πολυδίψιον » Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος 2007.

 

Διαβάστε επίσης:

Τελέσιλλα η Αργεία λυρική Μούσα

Read Full Post »

« Newer Posts - Older Posts »