Βάπτιση – Λαογραφικά της Ερμιόνης |Γιάννης Μ. Σπετσιώτης
Από το δεύτερο βιβλίο της σειράς «Τα Λαογραφικά της Ερμιόνης – Περί Γάμου και Βαπτίσεως» του Γιάννη Μ. Σπετσιώτη, δημοσιεύουμε το μυστήριο της Βαπτίσεως και τις «ενσωματωμένες» σ’ αυτό παραδόσεις της τοπικής κοινωνίας της Ερμιόνης. Για τη συγγραφή, σημειώνει ο κ. Σπετσιώτης, στηρίχθηκα στα προσωπικά βιώματα και τις σημειώσεις της μητέρας μου, δασκάλας Αικατερίνης Βρεττού-Σπετσιώτου.
Η βάπτιση είναι υποχρεωτικό μυστήριο και τελείται από κοινού με το ενσωματωμένο σ’ αυτή υποχρεωτικό μυστήριο του χρίσματος μία μόνο φορά στη ζωή κάθε ανθρώπου.
Το σπουδαίο αυτό γεγονός της ζωής του ανθρώπου άγγιξε την ψυχή του λαού και γι’ αυτό έστησε γύρω του μια σειρά από ήθη και έθιμα, όπως κάνει για καθετί που τον επηρεάζει και τον συγκινεί…
Όπως η Εκκλησία εξετάζει τα πράγματα στο βάθος των αιώνων, κατά τον ίδιο τρόπο, τηρουμένων των αναλογιών και η Λαογραφία επιχειρεί να μας δώσει την εικόνα των γεγονότων σε παλαιότερους χρόνους.
Ο χρόνος του βαπτίσματος
Σύμφωνα με τα όσα συνέβαιναν σχεδόν σε όλα τα μέρη της Ελλάδας, το ίδιο και στην Ερμιόνη, δεν άφηναν το παιδί να μεγαλώσει πολύ για να το βαφτίσουν, αφού έπρεπε από νωρίς «να το ρίξουν στο δρόμο του Θεού».
Η μητέρα μου σημειώνει: «Φοβόντουσαν και να μην πεθάνει, γιατί συχνά το άφηναν μόνο του στο σπίτι, ενώ οι αρρώστιες ήσαν πολλές. Εκείνα τα χρόνια ήσαν πολύ λίγες οι οικογένειες που δεν είχαν χάσει βρέφη και μικρά παιδιά».
Έτσι, τις περισσότερες φορές, βάπτιζαν τα παιδιά μετά τον 6ο μήνα και μέχρι τον πρώτο χρόνο της ηλικίας τους εκτός αν υπήρχε ιδιαίτερος λόγος να βαπτιστεί νωρίτερα ή αργότερα.
Αν το παιδί πέθαινε αβάπτιστο, ήταν μεγάλη αμαρτία. Στην περίπτωση μάλιστα που η μητέρα του απουσίαζε εκείνη την ώρα, όλος ο κόσμος την κακολογούσε και δεν τολμούσε να ξεμυτίσει! Πίστευαν ότι αν βρισκόταν στο σπίτι θα «προλάβαινε το κακό» και θα έκανε η ίδια το «αεροβάπτισμα» σηκώνοντας το παιδί τρεις φορές στον αέρα λέγοντας ταυτόχρονα το όνομά του.
Ο ανάδοχος (νο(υ)νός) αλλά και κουμπάρος
Δεν θα ήταν υπερβολή, αν γράφαμε, ότι μετά τον βαφτιζόμενο το κύριο πρόσωπο του μυστηρίου είναι ο ανάδοχος ή νο(υ)νός. Τον ρόλο αυτό τον αναλαμβάνει όλες σχεδόν τις φορές, καθώς υπάρχουν και εξαιρέσεις, ένα φιλικό ή συγγενικό πρόσωπο της οικογένειας.
Μάλιστα για να φανεί η «στενή συγγένεια» αναδόχου και αναδεκτού, η Εκκλησία δεν επιτρέπει τα φυσικά παιδιά του νουνού να παντρεύονται με τους αναδεξιμιούς του ούτε μεταξύ τους οι βαφτισμένοι από τον ίδιο νουνό, τα λαδαδέλφια, όπως αλλιώς λέγονται. Θεωρείται πολύ καλό να βαφτίζει κανείς, γιατί «έτσι λύνονται τα χέρια του», όπως λένε. Νουνός του παιδιού, γινόταν ο κουμπάρος που στεφάνωσε το ζευγάρι, γι’ αυτό και στο στεφάνωμα του φώναζαν «και στο λάδι κουμπάρε!». Στην Ερμιόνη, όπως και σε πολλά μέρη της Ελλάδας, το αναδεξίμι το λένε και «φιλιότσο»!
Η ημέρα της βαπτίσεως
Με το τέλος των απαραίτητων προετοιμασιών από την οικογένεια και τον ανάδοχο (βαπτιστικά, μαρτυρικά, δώρα) για ένα «τέλειο μυστήριο», ερχόταν και η ημέρα της βάφτισης.
Στην Ερμιόνη, απ’ ότι θυμάμαι, οι βαπτίσεις γίνονταν, λόγω και των καιρικών συνθηκών, από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι το τέλος του Νοεμβρίου, κατά προτίμηση το απόγευμα της Κυριακής.
Την ημέρα της βάπτισης όλα ήσαν έτοιμα και η οικογένεια του βαπτιζόμενου, ο νουνός και οι καλεσμένοι, λιγότεροι από τον γάμο, πήγαιναν στην εκκλησία. Παρούσα πάντα η μαμή η Λαμπάταινα, φύλακας άγγελος του μωρού.
Ηχηρή η απουσία της μητέρας του παιδιού που παρέμενε στο σπίτι, αφού σύμφωνα με παλαιό έθιμο, άγνωστο γιατί, δεν «επιτρεπόταν» να ακούσει το όνομα στην εκκλησία! Καθώς το έθιμο δεν άντεξε στον χρόνο η μητέρα του βαπτιζόμενου, εδώ και αρκετά χρόνια, παρευρίσκεται στην εκκλησία, ακούει το όνομα, φροντίζει εκείνη το μωρό και η «μαμή η Λαμπάταινα» έχασε τη δουλειά της. (περισσότερα…)














