Παράσχος Αχιλλέας (1838 -1895)
Ο Αχιλλέας Παράσχος γεννήθηκε στο Ναύπλιο, καταγόταν όμως από τη Χίο. Η οικογένειά του είχε καταφύγει στο Ναύπλιο μετά την καταστροφή του νησιού από τους Τούρκους και λίγο καιρό αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ο Παράσχος πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Οι πληροφορίες για τη μόρφωσή του είναι λίγες και αβέβαιες. Έμαθε τα πρώτα γράμματα κοντά στον μεγαλύτερο αδερφό του Γεώργιο, επίσης ποιητή. Είχε επίσης δύο μεγαλύτερες αδερφές που χάθηκαν στη σφαγή της Χίου και μια αδελφή ακόμη την Αιμιλία, γνωστή για την ομορφιά της, η οποία πέθανε νέα και ενέπνευσε τους ποιητές Γεώργιο Ζαλοκώστα και Ρίλγδεν.
Ρομαντικός ποιητής του 19ου αιώνα. Ο Αχιλλέας Παράσχος γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου 1838 στο Ναύπλιο όπου είχε μεταναστεύσει η οικογένειά του από την Χίο. Ο πατέρας του λεγόταν Παράσχος Νασάκης ή Νασάκογλους, οι δύο δε γιοι του, Αχιλλέας και Γεώργιος, κράτησαν το μικρό του όνομα ως επώνυμο, με το οποίο έγιναν γνωστοί. Τα πρώτα γράμματα ο Αχιλλέας Παράσχος τα πήρε από τον αδελφό του και είναι αμφίβολο αν τελείωσε το σχολαρχείο. Η έλλειψη σπουδών δεν τον εμπόδισε να αποκτήσει φιλολογική κατάρτιση και μόρφωση από διάφορα βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες που διάβαζε.
Διετέλεσε κατά διαστήματα υπάλληλος της Βουλής, του Γενικού Λογιστηρίου, πρόξενος στο Τηγάνιον και Έπαρχος Θήρας, διοριζόμενος πάντοτε για να αντεπεξέρχεται στις οικονομικές του ανάγκες, τις οποίες κατά ένα μέρος κάλυπτε και από έκτακτες αμοιβές του από κατά παραγγελίαν επιγράμματα, επικήδεια, επιμνημόσυνα, και ερωτικά ποιήματα. Στην εμφάνιση ήταν ωραίος και υπέβαλε η παρουσία του με τον ενθουσιασμό και την επιβλητική του φωνή.
Ο Παράσχος αναμείχτηκε στην πολιτική κίνηση της «Χρυσής Νεολαίας», προκαλέσας με τους καυστικούς εναντίον του Όθωνος στοίχους του την σύλληψη και φυλάκισή του στον Μεντρεσέ, μαζί με άλλους φίλους του της αντιοθωνικής ομάδας. Μετά την αποφυλάκισή του εξακολούθησε την πολεμική του κατά του θρόνου και πήρε ενεργό μέρος στην επανάσταση της 10 Οκτωβρίου 1862, που είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλείψει ο Όθων την Ελλάδα. Ωστόσο, όταν πέθανε ο Όθων μετανιωμένος για τη στάση του έγραψε το Ελεγείον εις τον Όθωνα.
Ποιήματα πρωτοδημοσίευσε στο περιοδικό «Αβδηρίτης» του Δ. Βρατσάνου και στην «Χρυσαλλίδα» με το ψευδώνυμο «Μαρία». Στα 1881 εξέδωσε τρεις τόμους με ποιήματα που είχαν μεγάλη εκδοτική επιτυχία. Περιόδευσε στις Ελληνικές παροικίες της Ρωσίας, Ρουμανίας, Γαλλίας, Αγγλίας, όπου διέδωσε τα ποιήματα του, οι δε διαλέξεις και απαγγελίες του στην Αθήνα δημιούργησαν μεγάλη συρροή κόσμου, ο οποίος μάλιστα, λέγεται συγκεντρωνόταν μέχρι της εξώθυρας του φιλολογικού συλλόγου «Παρνασσός» για να τον ακούσει.
Ο Αχιλλέας Παράσχος υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος του ρομαντισμού, ο οποίος χρονολογικά εκδηλώνεται στην Ελλάδα ύστερα από τον Γαλλικό ρομαντισμό, γύρο στα 1840, και σβήνει με τον θάνατο του ποιητή.
Είναι γνωστό ότι ο ρομαντισμός δέχτηκε κατά καιρούς τα πλήγματα βίαιης κριτικής, κατά τον Γάλλο δε Πιέρ Λασσέρ ο ρομαντισμός είναι «συναισθηματικός, χιμαιρισμός, άρρωστος πόθος μονώσεως, λατρεία των παθών, κυριαρχία της γυναίκας, υποταγή στο εγώ κλπ. κλπ.» (Κλ. Παράσχου : «Ο Ελληνικός Ρωμαντισμός και η Αθηναϊκή Σχολή», «Φιλολογικός Νέος Κόσμος» τόμ, 6, 1935, σελ. 18).
Άσχετα, όμως από τις γνωστές κρίσεις και επικρίσεις για τον ρομαντισμό, για να έρθουμε και στην Ελληνική ρομαντική σχολή, ο Αχ. Παράσχος είναι ο ποιητής που έβαλε τον ακρογωνιαίο λίθο στην άνθηση και στο μεσουράνημα της ρομαντικής ποίησης στο ποιητικό στερέωμα της περιόδου εκείνης.
Λυρικώτατος ποιητής, έχοντας στην τεχνοτροπία και στην έμφυτη συναισθηματική του διάθεση όλα τα στοιχεία και χαρακτηριστικά των ρομαντικών, με πολύ μακρινές απηχήσεις απ’ το έργο του Ουγκώ, του Αλφρέ ντε Μυσσέ, και του Μπάϋρον, στάθηκε για την εποχή του ο ποιητής που κατόρθωσε να εδραιωθεί και να βρει αντανάκλαση στην συνείδηση του λαού με τους στίχους του, που είναι πλημμυρισμένοι από θρηνωδία, μελαγχολία, απαισιοδοξία, φραστική και ψυχική υπερβολή, απογοήτευση και ανία για τη ζωή.
Η μεγάλη αγάπη που έτρεφε ο λαός στον Αχ. Παράσχο και στα ποιήματά του θα πρέπει να θεωρείται σαν φυσιολογικό αποτέλεσμα μιας εν παρακμή ιστορικής περιόδου της χώρας, κατά την διάρκεια της οποίας ο κόσμος τρεφόταν με ιδανικά που αντιπροσώπευαν και ζωγράφιζαν στιγμές της τότε Ελληνικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας «που ξεγελιόταν με τα λόγια, που έβρισκε στις πράξεις των άμεσων προγόνων της όχι ένα κέντρισμα για τη δράση αλλά και ένα προσκέφαλο αναπαυτικό» (Κ. Δημαρά: «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» Β’ τόμ. σελ. 37).
Δηλαδή ο ρομαντισμός βρήκε κατάλληλο κοινωνικό κλίμα στην Ελλάδα, γι’ αυτό και πήρε την μεγάλη άνθησή του. Το αυτό, άλλωστε, με διαφορετικά – αλλά πάντοτε κοινωνικά – κίνητρα συνέβη και στις άλλες χώρες, όπως π. χ. με τον Γερμανικό ρομαντισμό που έχει τις ρίζες του «στην αρνητική στάση των πνευματικών εκπροσώπων του φεουδαρχισμού απέναντι στην αστικοποίηση της κοινωνίας» ( «Ο Γιόζεφ Αϊχεντορφ, ποιητής του Ελντοράντο» – σύγχρονες σκέψεις σε μια μορφή του παρελθόντος, εφ. «Βήμα» 1-12–1957).
Το ποιητικό έργο του Αχ. Παράσχου, που πολλοί το επαίνεσαν και άλλοι τόσοι το κατέκριναν σαν ψεύτικο και χωρίς νόημα βαθύ, έχει το νόημα του ερμηνευτή των κοινωνικών αντιλήψεων και πεποιθήσεων της εποχής εκείνης, χωρίς βέβαια να εξαντλείται η αξία του με την ιστορική και στενή κοινωνιολογική του ταξινόμηση.
Τραγούδησε τρία πράγματα ο Παράσχος: την πατρίδα, τον θάνατο και τον έρωτα. Στα πατριωτικά του ποιήματα πρέπει να αποδοθεί μεγάλη σημασία, γιατί εδώ ο ποιητής μιλάει με ειλικρίνεια και αλήθεια και πολλές φορές στέκεται σε ιστορικά περιστατικά που με επιτυχία εκφραστική τα αποδίδει. Χρησιμοποίησε και την δημοτική γλώσσα και την καθαρεύουσα, χωρίς όμως πλαστική ευχέρεια. Ο Αχιλλέας Παράσχος, για την εποχή του, στάθηκε πράγματι μεγάλος ποιητής και αποτελεί ποιητικό σχεδόν φαινόμενο η μεγάλη του δημοτικότητα και λατρεία του από τον λαό.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του η ανέχεια και η φτώχεια τον βύθισαν στην δυστυχία. Πέθανε στις 26 Ιανουαρίου 1895 και η κηδεία του είχε παλλαϊκό χαρακτήρα. Τον νεκρό ποιητή αποχαιρέτησαν πάνω από είκοσι ρήτορες και ο τάφος του αρκετό καιρό ήταν γεμάτος από λουλούδια που έφερναν οι θαυμαστές του. Μετά τον θάνατό του κυκλοφόρησαν δυο τόμοι με ανέκδοτα ποιήματά του.
Πηγές
- Λουκά Σταθακόπουλου – Γιάννη Γκίκα, «Ανθολογία ποιητών Αργολίδος & Κορινθίας 1798 – 1957», Αθήνα 1958.
- Κούλα Ξηραδάκη, «Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου», Αθήνα.
- Ιωακείμ Βαλαβάνης, «Αχιλλεύς Παράσχος », περιοδικό Παρνασσός, τόμ. 17, αρ. 6, 1895.
- Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.
Σχολιάστε