Γκέοργκ – Λούντβιχ φον Μάουρερ – Ένας Βαυαρός Αντιβασιλέας στην Αργολίδα
Ο Γκέοργκ – Λούντβιχ Μάουρερ (1790-1872) υπήρξε ένα από τα τρία πρώτα μέλη της Αντιβασιλείας για τον ανήλικο πρώτο βασιλιά της Ελλάδας Όθωνα. Παρέμεινε στο Ναύπλιο από τον Ιανουάριο του 1833 μέχρι το τέλος Ιουλίου 1834, δυο μήνες πριν αποφασιστεί η οριστική μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα. Δίχως αμφιβολία και μόνο με το έργο του θα πρέπει να θεωρηθεί το πλέον σημαντικό στέλεχος της πρώτης βαυαρικής διοίκησης της χώρας. Αλλά ήταν σημαντικός νομικός στην πατρίδα του, με κύρος και αναγνώριση και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, έχοντας άλλωστε ανέλθει σε ανώτατα αξιώματα του τότε βασιλείου της Βαυαρίας.
Σε αυτόν κατά κύριο λόγο οφείλεται η σύνταξη βασικών νομικών κωδίκων στην Ελλάδα, οι οποίοι ίσχυσαν για πάνω από εκατό χρόνια και η προσπάθεια για ανασύσταση της δημόσιας διοίκησης κατά ευρωπαϊκά πρότυπα. Υποστηρικτής της «πεφωτισμένης μοναρχίας» και ιδεολογικά ακράδαντα προσκολλημένος σε αυτήν, δεν φαίνεται να αντιλήφθηκε σε όλο βάθος τους τα προβλήματα και τις νοοτροπίες της Ελλάδας του 1833-34, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια και τις έντονες εμφύλιες αντιπαραθέσεις που επακολούθησαν. Στο μείζον για την Ελλάδα έργο του «Ο ελληνικός λαός», που το αφιερώνει ακριβώς στους Έλληνες, οι αντιφάσεις του όσον αφορά την πρόσληψη γεγονότων, τοπικών ψυχολογιών, νοοτροπιών και αντιδράσεων είναι έκδηλες και ασφαλώς αυτές τον ώθησαν σε μία κρίσιμη ιστορική στιγμή να αντιπαρατεθεί έντονα προς τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα και, κατά συνέπεια, να συνταχθεί προς τη δίκη και καταδίκη τους.
Όμως μέσα από το πολυσήμαντο σύγγραμμά του έρχονται σε φως οξύτατες παρατηρήσεις του για τις διάφορες κατηγορίες του πληθυσμού, για τη διοικητική οργάνωση της χώρας και για τις προοπτικές της, ενώ αποτυπώνει πολλές πλευρές όχι μόνο της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης, αλλά ακόμα και του φυσικού τοπίου, μάλιστα του Ναυπλίου και της Αργολίδας, για την οποία περιέχεται και καταγραφή θεσμών στον τομέα του Δικαίου των προσώπων – Αστικού Δικαίου, του οποίου ο Μάουρερ δεν προχώρησε την κωδικοποίηση, όχι μόνο για λόγους χρονικών περιορισμών, αλλά και γιατί πίστευε ότι το Δίκαιο αυτό και η κωδικοποίηση του θα έπρεπε να είναι απότοκα των τοπικών εθίμων. Σε αυτόν άλλωστε οφείλεται και η δικαιïκή εξίσωση νόμων και εθίμων.
Στόχος της εισήγησης είναι όχι μόνο να αντιμετωπιστεί ίσως με ένα άλλο φως η περίπτωση και το έργο του Μάουρερ στην Αργολίδα και στην Ελλάδα, αλλά να προκληθεί προβληματισμός γύρω και από ορισμένα σήμερα ισχύοντα και (ακόμα) συμβαίνοντα, πράγμα που θα μπορούμε να καταλήξει και σε μία εκ νέου έρευνα του έργου του και στην Ελλάδα.

Μάουρερ Γεώργιος – Λουδοβίκος, άγνωστος καλλιτέχνης, 1860. Αρχείο: Bayerische Akademie der Wissenschaften.
Ο Γκέοργκ – Λούντβιχ φον Μάουρερ διατέλεσε – μόλις για ενάμιση περίπου χρόνο – μέλος της Αντιβασιλείας του ανήλικου βασιλιά Όθωνα στην Ελλάδα και από πολλούς έχει παρουσιαστεί τουλάχιστον ως αντιφατικό πρόσωπο. Μεγάλου κύρους νομικός στην πατρίδα του, επελέγη από τον ίδιο τον βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο ως ένα από τα τρία πρώτα μέλη της Αντιβασιλείας που αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο τον Ιανουάριο του 1833. Ήταν πιστός μοναρχικός, οπαδός της «πεφωτισμένης» μοναρχίας, με «πατρική» στάση προς τον λαό και είχε σαφώς την πρόθεση να θέσει τις βάσεις για σωστή οργάνωση του κράτους και να ωθήσει τον λαό σε πολιτισμική άνοδο. Οι αντιλήψεις του αυτές δεν διέκριναν μόνο τον ίδιο, αλλά αποτελούσαν γνωρίσματα πολλών «hommes d᾿ État» της εποχής του, αλλά και άλλων, μετέπειτα.
Στην επιστημονική κοινότητα ήδη από τον 19ο αιώνα μέχρι και σήμερα αναγνωρίζεται η θεμελιακή συμβολή του Μάουρερ στη μελέτη των μεσαιωνικών κοινωνιών και ο πρωταγωνιστικός του ρόλος στη διαμόρφωση της νομοθεσίας μετά την έλευση του Όθωνα, στην οργάνωση της δικαιοσύνης και της παιδείας, στο θέμα του αυτοκέφαλου της Ελλαδικής Εκκλησίας και στην καταγραφή του τοπικού, Αστικού θα λέγαμε σήμερα, εθιμικού δικαίου, μέσα από το θεμελιώδες έργο του Das griechische Volk in offentlicher, kirchlicher und privat–rechtlicher Beziehung: vor und nach dem Freiheitskampfe bis zum 31. juli 1834. Από το έργο αυτό προέρχονται οι πληροφορίες για την Αργολίδα, στις οποίες θα αναφερθούμε. [1]
Στο έργο αυτό είναι έκδηλη η πρόθεση του συγγραφέα να υποστηρίξει ότι εργάστηκε για την ανόρθωση της χώρας, για την εξυγίανση των δημόσιων πραγμάτων (όταν ήλθε σε σύγκρουση με τον πολυέξοδο κόμη Άρμανσμπεργκ, επίσης μέλος της πρώτης Αντιβασιλείας), αλλά και για τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού σχηματισμού, ο οποίος, ευρισκόμενος πάντα σε άμεση σχέση με τον βασιλιά, θα υπερέβαινε τον μέχρι τότε φατριαστικό διαχωρισμό των πολιτικών δυνάμεων στα υπάρχοντα κόμματα («αγγλικό», «γαλλικό» και «ρωσικό») και θα ονομαζόταν «καποδιστριακό» κόμμα, όπως ο ίδιος γράφει στο έργο του.
Η αντίφαση στη δράση του παρουσιάζεται από τη στιγμή που συντάσσεται, και μάλιστα πρωταγωνιστεί, στην παραπομπή σε δίκη των Θ. Κολοκοτρώνη και Δ. Πλαπούτα, δίκη κατά την οποία διακρίθηκε τόσο ο Σκώτος Εδ. Μάσσων ως εισαγγελέας όσο και οι δικαστές Αν. Πολυζώϊδης και Γ. Τερτσέτης, οι οποίοι ήταν εκείνοι που αρνήθηκαν να λάβουν εξωδικαστικές εντολές και διαχώρισαν τη θέση τους, δίνοντας ένα διαχρονικό παράδειγμα.
Το έργο του Μάουρερ εκδόθηκε το 1835 στη Χαϊδελβέργη· ο πρόλογος του συγγραφέα φέρει ημερομηνία 1.6.1835, επομένως, σε διάστημα μικρότερο των δέκα μηνών από την απομάκρυνση του από την Αντιβασιλεία είχε ήδη συντάξει το ογκώδες τρίτομο έργο του, το οποίο τυπώθηκε πάραυτα. Για περισσότερα από 100 χρόνια παρέμεινε αμετάφραστο στα ελληνικά και μόλις επί Κατοχής, το 1943, κυκλοφόρησε, με μεγάλη υστέρηση σε τεχνικό επίπεδο, μία πρώτη μετάφραση του από τον καθηγητή Χρ. Πράτσικα και τον εφέτη Ευστ. Καραστάθη, σε στρυφνή καθαρεύουσα, μετάφραση που κυκλοφόρησε σε λίγα αντίτυπα και κατέληξε σε νομικές βιβλιοθήκες, δίχως να απασχολήσει ιδιαίτερα τις ειδικότητες που κυρίως θα όφειλαν να ενδιαφερθούν, δηλαδή τους ιστορικούς και τους κοινωνιολόγους.
Το 1976 κυκλοφόρησε από τον Εκδοτικό Οίκο των αδελφών Τολίδη νέα μετάφραση σε στρωτή δημοτική, της Όλγας Ρομπάκη, με σύντομο εισαγωγικό σημείωμα του ιστορικού Τάσου Βουρνά. Μόνο τα κείμενα στον τόμο του 1976 αριθμούν συνολικά 765 σελίδες. Είναι χρήσιμο να αναφερθούμε με δυο λόγια στη δομή του έργου. Στον σύντομο πρόλογο του ο Μάουρερ εξηγεί ότι ανακλήθηκε στη Βαυαρία με εντολή του Λουδοβίκου (31 Ιουλίου 1834), χωρίς – μέχρι το χρονικό διάστημα της έκδοσης του βιβλίου – να του έχει δοθεί η παραμικρή εξήγηση για τον λόγο της ανάκλησής του, μαζί με τον γραμματέα και αναπληρωτή στο Συμβούλιο της Αντιβασιλείας, τον Άμπελ, αν και, όπως ο ίδιος σημειώνει, η βαυαρική Αυλή είχε εγκαταστήσει «επιτετραμμένο» στο Ναύπλιο και έτσι «μάθαινε με κάθε λεπτομέρεια όσα συνέβαιναν». Είχε προηγηθεί επίθεση εναντίον του από βαυαρικές εφημερίδες, η οποία στηριζόταν – κατ᾿ αυτόν- σε συκοφαντίες, χωρίς να αναφέρει όμως κάτι συγκεκριμένο, πλην μιας φήμης ότι δήθεν σχεδίαζε την απομάκρυνση του Αρμανσμπεργκ, για να καταστεί εκείνος ο κύριος αντιβασιλέας.
Το βιβλίο του ο Μάουρερ το αφιερώνει στον ελληνικό λαό και στο πρώτο μέρος δίνει μια εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε στην Ελλάδα πριν από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, εστιάζοντας κυρίως στις υφιστάμενες τότε δομές της χώρας, στο διοικητικό και δικαστικό σύστημα, στην επιρροή του κλήρου και στις σχέσεις με τις οθωμανικές αρχές. Στη συνέχεια καταγράφει το ελληνικό εθιμικό δίκαιο, όπως αυτό ίσχυε κατά περιοχές – εμείς θα εστιάσουμε στα σχετικά με την Αργολίδα -, ακολουθεί ανάλυση για την ελληνική Εκκλησία, Ορθόδοξη και «Λατινική», όπως ο ίδιος γράφει, και ο πρώτος τόμος τελειώνει με αναφορές στην κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα από την εποχή της Επανάστασης μέχρι και την άφιξη του Όθωνα, με αναφορές κυρίως στους θεσμούς και στο όλο διοικητικό σύστημα.
Στον δεύτερο τόμο περιγράφονται τα μέτρα οργάνωσης και αναμόρφωσης όλων των θεσμών του κράτους, που προωθήθηκαν το διάστημα 1833-1834. Παράλληλα, ο συγγραφέας επανέρχεται στο εθιμικό δίκαιο και το προσεγγίζει πλέον όχι με βάση τις καταγραφές που ο ίδιος είχε φροντίσει να γίνουν, αλλά με τρόπο συνολικότερο, σημειώνοντας ιδιαίτερα τα εξής ενδιαφέροντα:
Για το Αστικό δίκαιο σημειώνει ότι η Ελλάδα δεν διέθετε ακόμη σχετικό κώδικα, άλλωστε για τον λόγο αυτό είχε προβεί στην καταγραφή και συλλογή των κανόνων του εθιμικού δικαίου, και επιχειρεί μία σύντομη εξιστόρησή του, τουλάχιστον όπως αυτός το γνώρισε. Συγκεκριμένα γράφει:
Γίνεται βέβαια στην Ελλάδα κάποιος διαχωρισμός ανάμεσα σε ντόπιους και ξένους, αλλά τα δικαιώματα αυτά δεν είναι πολύ ξεκαθαρισμένα […]. Υπάρχουν επίσης στην Ελλάδα διαφορετικές τάξεις ανθρώπων, όπως οι προύχοντες, οι κληρικοί και οι χωρικοί. Δεν υπάρχουν όμως ανάμεσα σ’ αυτές τις τάξεις κατοχυρωμένα βασικά κοινωνικά προνόμια. Όλοι οι άνθρωποι των διαφορετικών αυτών τάξεων είναι ελεύθεροι, γιατί δεν υπάρχουν στο ελληνικό βασίλειο δουλοπάροικοι, απελεύθεροι ή δούλοι, αλλά ούτε υπάρχει και καμία τάξη με τα αναγνωρισμένα προνόμια της αριστοκρατίας […]. Το λαϊκό μάλιστα αίσθημα τόσο απεχθάνεται κάτι τέτοιες διακρίσεις, ώστε κτυπά αμείλικτα τους διάφορους Φαναριώτες που έχουν τη μανία να προσθέτουν στο όνομά τους τον τίτλο του πρίγκηπα, μόνο και μόνο γιατί έτυχε κάποιος πρόγονός τους να είχε διοριστεί κάποτε «ηγεμόνας» στη Μολδαβία ή τη Βλαχία.
Στη συνέχεια ο Μάουρερ επιχειρεί μια γενική επισκόπηση όλων των τομέων του Αστικού δικαίου, καταγράφει, ακολούθως, με τον ίδιο τρόπο και το Ποινικό δίκαιο, εκθέτοντας κυρίως τη δικονομική πλευρά του, και καταλήγει με την οργάνωση των δικαστηρίων, την οποία προώθησε επίσης ο ίδιος.
Το έργο κλείνει με το πλέον πολιτικό κείμενο του Μάουρερ, έκτασης 35 σελίδων, υπό τον τίτλο «Η κατάσταση του Ελληνικού Λαού κατά το διάστημα της αντιβασιλείας μέχρι την 31η Ιουλίου 1834» (σ. 733-768 της ελληνικής έκδοσης). Εδώ υποστηρίζει ότι υπήρξε συνωμοσία του Κολοκοτρώνη και του Βαυαρού Φραντς, στον οποίο αναφέρεται και αλλού, αποφεύγει όμως την παράθεση συγκεκριμένων στοιχείων. Επιτίθεται στον Άρμανσμπεργκ, στον οποίο αποδίδει την πρόθεση να αναλάβει μόνος αυτός την Αντιβασιλεία. Στο ίδιο κεφάλαιο σημειώνεται η απόλυτη αλλαγή στάσης απέναντι στα παλαιά στελέχη της προηγούμενης καποδιστριακής διοίκησης, τους οποίους κατατάσσει πλέον στην πλευρά των «συνωμοτών».
Αναφέρει, επίσης, ότι κατά την ίδια περίοδο ολοκληρώθηκαν οι νέοι κώδικες (ο Ποινικός Κώδικας, ο Κώδικας Ποινικής και Πολιτικής Δικονομίας και ο Κώδικας του Οργανισμού Δικαστηρίων και Συμβολαιογράφων) και επανέρχεται στη «συνωμοσία», στην οποία θεωρεί ότι συμμετείχαν και οι Φαναριώτες, ενώ επιμένει ότι, κατά την ίδια περίοδο, υπήρξε βελτίωση της γενικής κατάστασης, αναφέροντας, μάλιστα, ότι πολλοί από τους αγωνιστές τοποθετήθηκαν σε θέσεις ανάλογα με τα προσόντα τους, ενώ πολλοί άλλοι τιμήθηκαν με παράσημα.
Παρά τη διεισδυτικότητα της σκέψης του, δεν φαίνεται ότι ο Μάουρερ είχε αντιληφθεί, τουλάχιστον σε όλη την έκταση του, το θέμα του παραγκωνισμού των αγωνιστών της Επανάστασης, που συντελέστηκε στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης της κρατικής μηχανής, πράγμα, άλλωστε, που οδήγησε άφευκτα σε μεταγενέστερες και πολύ σημαντικές συγκρούσεις, και, εν τέλει, στην Επανάσταση του 1843. Παρόλο που δηλώνει ότι είχε συνείδηση για τις δυσκολίες του Καποδίστρια, που οδήγησαν και στη δολοφονία του, φαίνεται ότι, αναίμακτα αυτή τη φορά, αλλά και με τη συμβολή της διαφοράς του με άλλα μέλη της Αντιβασιλείας, κατέληξε σε ανάλογο σημείο. Βεβαίως, οι αναλύσεις που καταγράφονται στο τέλος του έργου του Μάουρερ θα μπορούσαν από μόνες τους να αποτελέσουν θέμα συζήτησης, στην οποία θα έπρεπε να συναξιολογηθεί και η μελέτη – άρθρο του Δημ. Βαρδουνιώτη για τον Μάσσων, η οποία γράφτηκε πολύ μετά τη δίκη του 1834 και με εντελή ψυχραιμία (η μελέτη γράφτηκε το 1915). Αυτό όμως θα μας απομάκρυνε από το κυρίως θέμα μας.
Πριν υπεισέλθουμε σε αυτό, θεωρώ ότι είναι χρήσιμο να σταθούμε – με μεγάλη συντομία- σε κάποια βασικά βιογραφικά στοιχεία του Μάουρερ: Γεννήθηκε το 1790 και πέθανε το 1872. Η βιογραφία του, κείμενο που αναγνώστηκε ως διάλεξη στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών από τον δικηγόρο Κ. Θ. Κυριακόπουλο, στις 20.12.1927, δημοσιεύθηκε στα Πρακτικά του Πρώτου Συνεδρίου των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδας, το 1928. Ο Κυριακόπουλος, έχοντας λάβει, υποθέτω, υπόψη του τη σχετική γερμανική βιβλιογραφία, υποστηρίζει ότι ο Μάουρερ από τις αρχές του 19ου αιώνα είχε ενστερνιστεί φιλελεύθερες ιδέες, απότοκες της Γαλλικής Επανάστασης, και πρωτοστάτησε στην αναδιοργάνωση της Δικαιοσύνης σε φιλελεύθερες βάσεις. Στο Παρίσι έκανε έρευνες για το αρχαίο γαλλικό και γερμανικό δίκαιο, ως συνεχιστής του θεμελιωτή της Ιστορικής Σχολής του Δικαίου Σαβινύ, και όταν επέστρεψε στη Βαυαρία, διορίστηκε αρχικά Αντεισαγγελέας Εφετών και κατόπιν Εφέτης και μέλος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Το 1826 διορίστηκε Καθηγητής του Ιδιωτικού Δικαίου και της Ιστορίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, ενώ στη συνέχεια τον υπέδειξε ως διάδοχο του ο περιβόητος, τότε, Καθηγητής Άιχορν στην έδρα του Πανεπιστημίου του Γκέτινγκεν.
Από τη θέση αυτή τον απομάκρυνε ο βασιλιάς Λουδοβίκος διορίζοντας τον τακτικό Σύμβουλο της Επικρατείας και στη συνέχεια Γερουσιαστή, ενώ το 1832 τον όρισε μέλος της Αντιβασιλείας της Ελλάδας. Ο Κυριακόπουλος θεωρεί ότι για τους κώδικες που κατάρτισε εδώ ο Μάουρερ εμπνεύσθηκε από τη γαλλική και τη γερμανική νομοθεσία, θεωρώντας, μάλιστα, ότι υπήρχαν ομοιότητες μεταξύ των ελληνικών και των αρχαίων γερμανικών εθίμων. Πάντως οι κώδικες αυτοί ίσχυαν στην Ελλάδα για περισσότερα από 100 χρόνια, ενώ πρόθεση του Μάουρερ ήταν να καταρτιστεί Αστικός Κώδικας μόνο μετά την πλήρη καταγραφή -και την κατάλληλη επεξεργασία- των σχετικών ελληνικών εθίμων, όπως και του εθιμικού δικαίου, πράγμα που ίσως θα ολοκλήρωνε εκείνος, αν δεν είχε ανακληθεί.
Γυρίζοντας στη Βαυαρία επανήλθε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το 1847 έγινε πρωθυπουργός του κρατιδίου και στη συνέχεια διατέλεσε πρεσβευτής. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1858, τέσσερα χρόνια πριν από την έξωση του Όθωνα, συνοδεύοντας ένα Βαυαρό πρίγκιπα, οπότε και τιμήθηκε από Έλληνες νομικούς σε δεξίωση, όπου του απενεμήθη και χρυσό μετάλλιο. Μεταξύ των νομικών αυτών ήταν και ο Πολυζωΐδης. Ο Κυριακόπουλος εξηγεί τη στάση του τελευταίου ισχυριζόμενος ότι όσα έγιναν εναντίον του και κατά του Τερτσέτη στη δίκη του 1834 «εβάρυνον άλλους, και όχι τον Μάουρερ». Και εδώ ασφαλώς ανοίγει ένα άλλο θέμα προς διερεύνηση.
Ο Μάουρερ ήλθε, παρέμεινε και αποχώρησε από το Ναύπλιο πριν ληφθεί η απόφαση για τη μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους στην Αθήνα, ενώ είχε προηγηθεί ζωηρή συζήτηση περί διάφορων άλλων υποψήφιων για πρωτεύουσα πόλεων, μεταξύ των οποίων ήταν και το Άργος. Προφανώς το τεράστιο υλικό που συγκέντρωσε, το πήρε μαζί του (άγνωστο αν πήρε το πρωτότυπο υλικό ή αντίγραφο του). Ο ίδιος γράφει σχετικά με τις πηγές που χρησιμοποίησε – δεοντολογικά και επιστημονικά ήταν άψογος – ότι «προέρχονταν από επίσημες πληροφορίες ή από αξιόπιστες διηγήσεις. Στην εργασία αυτή πρωταρχικός σκοπός μου ήταν η αλήθεια, και γι’ αυτό δεν καταχώρισα τίποτα που να μην εξακρίβωσα εγώ ο ίδιος, όσο βέβαια κάτι τέτοιο ήταν κατορθωτό σε μία χώρα όπως η Ελλάδα».
Ο Μάουρερ έλαβε πολλά στοιχεία από τις εκδιδόμενες στην Ελλάδα εφημερίδες. Συγκεκριμένα, για την καποδιστριακή περίοδο αντλεί υλικό από τη γαλλόφωνη εφημερίδα Ταχυδρόμος της Ελλάδος (1829-1832). Για τους επόμενους έντεκα μήνες, μέχρι την άφιξή του Όθωνα, άντλησε υλικό από την επίσης γαλλόφωνη εφημερίδα Ελληνικός Μηνύτωρ και για την περίοδο της Αντιβασιλείας χρησιμοποίησε τα κυβερνητικά φύλλα. Τονίζει ότι χρησιμοποίησε κυρίως το επίσημο υλικό αποφεύγοντας να συμπεριλάβει στοιχεία που στηρίζονταν σε κομματικές απόψεις. Αναφέρει, επίσης, ότι χρησιμοποίησε το βιβλίο του Μουστοξύδη για την καποδιστριακή περίοδο (γραμμένο στα γαλλικά, εκδόθηκε στο Παρίσι το 1833) και, τέλος, μία συλλογή επίσημων εγγράφων της εποχής της Αντιβασιλείας, που δημοσιεύθηκε επίσης το 1833. Άλλη μνεία πηγών δεν υπάρχει, οι αναφορές όμως του έργου ξεπερνούν κατά πολύ – σε όγκο πληροφοριών – αυτές τις πηγές.
Προφανώς τα ελληνικά δεν τα έμαθε, αν και έμεινε στην Ελλάδα, καθώς η βαυαρική διοίκηση στηριζόταν σε επίσημους μεταφραστές. Είναι προφανές ότι ο Μάουρερ θα έδωσε για μετάφραση πολλά άλλα τεκμήρια· η καταγραφή των εθίμων και του εθιμικού δικαίου, την οποία παραθέτει στο έργο του, είναι σίγουρα προϊόν των Ελλήνων που ήταν μέλη της δημόσιας διοίκησης της εποχής και διενεργήθηκε με την προοπτική κατάρτισης Αστικού Κώδικα που θα βασιζόταν στην εργασία αυτή.
Για τη μέθοδο, ειδικότερα, της συλλογής των κανόνων του εθιμικού δικαίου ο Μάουρερ αναφέρει τα εξής (σ. 146):
Μόλις έφτασα στην Ελλάδα κατέβαλα κάθε προσπάθεια για να μάθω ποιο ήταν το δίκαιο που επικρατούσε ως τότε. Αλλά το πόσο είναι δύσκολο και κοπιαστικό να μάθει κανείς στην Ελλάδα μία οποιαδήποτε αλήθεια, αυτό θα το εκτιμήσει μονάχα εκείνος που ασχολήθηκε ο ίδιος προσωπικά με κάτι τέτοιο. Παρακάλεσα στην αρχή ιδιώτες και εμπόρους να με διαφωτίσουν, αλλά πέρασαν μήνες και δεν είχε γίνει τίποτα. Σκέφτηκε τότε ο Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Κλωνάρης να συντάξει ένα ερωτηματολόγιο πάνω σε βασικά θέματα που ρυθμίζονται συνήθως σύμφωνα με τα έθιμα του κάθε τόπου, και να ζητήσει από τα δικαστήρια και τις κοινότητες μιαν επίσημη απάντηση.
Προσθέτει, επίσης, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις έλαβε ο ίδιος πληροφορίες από διάφορα πρόσωπα, όπως π.χ. από ένα δικαστή. Παραθέτει στη συνέχεια ερωτήσεις και ακολουθεί γενική αναφορά των όσων εθιμικά ίσχυαν καθ’ έκαστο θεσμό, θα λέγαμε σήμερα, του τομέα του Αστικού δικαίου. Για τον νομό της Αργολιδοκορινθίας, και συγκεκριμένα για το Ναύπλιο, υπάρχουν οι εξής πληροφορίες (σ. 179-181):
Ως προς τον θεσμό της επιτροπείας αναφέρεται ότι εκτελείτο δωρεάν, ότι κάθε φορά έπρεπε να διορίζονται τρεις επίτροποι, οι οποίοι για ζητήματα ανατροφής ανηλίκων ή διάθεσης ακίνητης περιουσίας όφειλαν να έχουν τη συναίνεση ενός συγγενικού συμβουλίου.
Για την πατρική εξουσία γράφει ότι ασκείτο μεν αποκλειστικά από τον πατέρα αλλά μετά τον θάνατο του ασκείτο από τη μητέρα. Ο γιος που συζούσε με τον πατέρα του, είχε την κάρπωση των όσων αποκτούσε, ενώ η πατρική εξουσία έληγε με την ενηλικίωση ή με τον γάμο του παιδιού. Τα δικαιώματα των θετών γιων κανονίζονταν με συμφωνία. Ως προς τον θεσμό της νομής γράφει ότι δεν αναφέρεται ρητά χρονικό διάστημα που πρέπει να παρέλθει για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος, ενώ ως προς την κυριότητα, τα σχετικά με αυτήν έγγραφα ίσχυαν έστω και αν δεν είχαν καταχωρισθεί σε δημόσιο βιβλίο, ενώ κατά τα λοιπά ακολουθούνταν οι ισχύοντες τότε νόμοι. Ο νόμιμος ιδιοκτήτης κινητών ή ακινήτων, αδιακρίτως, μπορούσε να τα διεκδικήσει και ο αγοραστής τους να ζητήσει από τον πωλητή απλώς και μόνο την αποζημίωση.
Για τον θεσμό της δουλείας (εμπράγματο δικαίωμα) δεν απαιτούνταν δημόσια έγγραφα.
Τα πρόβατα μπορούσαν να βόσκουν «ακωλύτως» σε αγρούς άλλων, ενώ για τα μεγαλύτερα ζώα χρησιμοποιούνταν κοινόχρηστα λιβάδια, ανάλογα με την εποχή του χρόνου.
Ως προς τις υποθήκες, καταγράφεται ότι αυτές ίσχυαν για κινητά και για ακίνητα.
Τέλος, ο Μάουρερ αναφέρει ότι επί Τουρκοκρατίας οι διαφορές κατά μεγάλο μέρος δικάζονταν από την Εκκλησία, σύμφωνα με την Εξάβιβλο του Αρμενόπουλου, την οποία συμβουλεύονταν οι ιερείς.
Αυτά καταγράφονται για την περιοχή του Ναυπλίου. Είναι ενδιαφέρον ότι για τις περιοχές του Άργους και της Επιδαύρου σημειώνονται σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς τους θεσμούς που αναφέρθηκαν.
Στο Άργος, μετά τον θάνατο του πατέρα, η μητέρα-χήρα ήταν η «μόνη απόλυτος παντοδύναμος επίτροπος των τέκνων αυτής», συμβουλευόμενη απλώς τους συγγενείς του συζύγου αλλά και τους δικούς της. Επίτροποι και εδώ μπορούσαν να είναι πολλοί συγγενείς μαζί, οι οποίοι παρείχαν δωρεάν τις υπηρεσίες τους, αρκεί να ήταν οι κοντινότεροι και οι «δικαιότεροι». Απαγορευόταν η εκποίηση των ακινήτων ενός ανηλίκου, ωστόσο επιτρεπόταν η υποθήκευσή τους. Ο ανήλικος ενηλικιωνόταν με τη συμπλήρωση του 14ου έτους και αναλάμβανε την ελεύθερη διαχείριση της ακίνητης περιουσίας του. Για τα αποκτήματα του ανηλίκου υπό πατρική εξουσία ίσχυε ό,τι και στην περιοχή του Ναυπλίου, όμως εδώ η πατρική εξουσία ίσχυε ακόμα και στην περίπτωση που ο γιος δεν συζούσε με τον πατέρα– απαλλασσόταν όμως από αυτήν, αν ο πατέρας του τον «κήρυσσε ελεύθερο», ενώ για τα επί υιοθεσίας δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των δύο μερών ίσχυαν τα ίδια με εκείνα που υπήρχαν για το φυσικό τέκνο.
Για την κυριότητα, ειδικότερα, σημειώνεται ότι δεν υπήρχαν δημόσια βιβλία για την καταγραφή τίτλων και το ίδιο ίσχυε και για τη δουλεία αλλά και για τις υποθήκες, οι οποίες όμως μπορούσαν να επιβαρύνουν μόνον ακίνητα. Για τα προικώα ακίνητα η σύζυγος διατηρούσε το προνόμιο επί των ακινήτων του συζύγου της.
Στην περιοχή της Επιδαύρου ίσχυαν ανάλογοι κανόνες για την επιτροπεία ανηλίκων, με τη διαφορά ότι ο πρωτότοκος γιος με την ενηλικίωση αναλάμβανε την επιτροπεία των αδελφών του (εννοείται σε περίπτωση ανυπαρξίας πατέρα). Αναφέρεται, επίσης, αορίστως, χωρίς κανένα επιπλέον προσδιορισμό, και το εξής ιδιαίτερο, ότι δεν επιτρεπόταν η απαλλοτρίωση κτημάτων. Και εδώ την πατρική εξουσία ασκούσε ο πατέρας και μετά τον θάνατο του η μητέρα.
Τέλος, ως προς τις υποθήκες καταγράφεται ότι προνόμια είχαν όσοι πρόβαλλαν αρχαιότερα δικαιώματα και όχι μόνο οι δανειστές. Ενδιαφέρον παρουσιάζει να αναφερθούμε στην ενότητα των ειδικών παρατηρήσεων του Μάουρερ για το εθιμικό δίκαιο (σ. 236). Εκεί σημειώνει χαρακτηριστικά:
Γενικά, μπορώ να πω ότι πουθενά δεν υπάρχει κανένα σταθερό έθιμο, αλλά και όπου υπάρχει, παραβιάζεται από τον ισχυρότερο ή εμποδίζεται από την τουρκική νομοθεσία. Αλλά και όσα δικαστήρια λειτούργησαν μέχρι σήμερα στην Ελλάδα, δεν σεβάστηκαν το εθιμικό δίκαιο, γι’ αυτό είναι ευχής έργο και θα είναι και εύκολο να επιβληθεί μελλοντικά μια ομοιόμορφη νομοθεσία.
Το ερώτημα που εύλογα τίθεται από την παρατήρηση αυτή είναι ποια θα ήταν η τελική στάση του Μάουρερ, αν έμενε περισσότερο στην Ελλάδα. Ο ίδιος δηλώνει εξαρχής την πρόθεσή του να καταγραφεί το εθιμικό δίκαιο με τις όποιες ιδιομορφίες του και προς αυτή την κατεύθυνση έδρασε αμέσως, επηρεασμένος, άλλωστε, από τη διαμορφωμένη ήδη πεποίθηση του για ανάδειξη του δικαίου αυτού με ρυθμιστικό χαρακτήρα όσον αφορά τις προσωπικές σχέσεις των πολιτών. Η ποικιλία των εθίμων στην Ελλάδα της εποχής εκείνης θα τον ωθούσε άραγε προς μία «εκ των άνω» διατύπωση ενιαίας νομοθεσίας, όπως έκαμε στους άλλους τομείς του δικαίου, ή θα λάμβανε υπόψη του τα κοινά ανά την επικράτεια έθιμα, ως βάση αυτής της ενιαίας νομοθεσίας; Και εδώ ανοίγεται ένα άλλο πεδίο περαιτέρω έρευνας. Πάντως στη συνέχεια υποστηρίζει (σ. 240) ότι γραπτά έθιμα υπήρχαν ελάχιστα και αναφέρει ότι ο ίδιος μόνο δύο κατάφερε να εντοπίσει, ένα στη Σύρο και ένα στη Σαντορίνη, πάντα σχετικά με το Αστικό εθιμικό δίκαιο, μετά από επίσημα έγγραφα που του είχαν αποστείλει οι τοπικές αρχές (το πρώτο χρονολογείται το 1695, με ισχύ μέχρι και το 1812 -και αργότερα-, και το δεύτερο το 1797).
Θα θέλαμε να κλείσουμε αυτή την εισήγηση με τις διαπιστώσεις του ίδιου του Μάουρερ ως προς την αντίληψη της βαυαρικής Αυλής και των αξιωματούχων της για την κατάσταση στην Ελλάδα. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι στις σ. 408 – 409 αφιερώνει στο θέμα αυτό ολόκληρη ενότητα υπό τον τίτλο «Η άγνοια της ελληνικής πραγματικότητας». Γράφει ρητά ότι οι Βαυαροί ελάχιστα πράγματα γνώριζαν για την Ελλάδα και ότι η βαυαρική κυβέρνηση, πριν δεχθεί το στέμμα για τον Όθωνα, όφειλε προηγουμένως να εξετάσει επιτόπου την κατάσταση. Ομολογεί ότι οι όποιες πληροφορίες υπήρχαν, προέρχονταν από τους Χάιντεκ και Τιρς, από τους οποίους ο μεν πρώτος είχε δει τα πράγματα υπό την οπτική του στρατιωτικού και ο δεύτερος υπό την οπτική του φιλολόγου. Κανένας τους δεν βασίστηκε σε επίσημες εκθέσεις και στοιχεία, άλλωστε οι γνώμες τους ήταν τελείως διαφορετικές μεταξύ τους. Υποστηρίζει ότι ακριβώς για τον λόγο αυτό προκρίθηκε να μείνουν για ένα διάστημα στην Κέρκυρα, όπου, κατ’ αυτόν, το περιβάλλον γενικά ήταν ανάλογο με εκείνο της Ελλάδας– ήταν, εξάλλου και η πατρίδα του Καποδίστρια. Πλησιάζοντας προς το Ναύπλιο, αργότερα, έγιναν δέκτες πληροφοριών από ανθρώπους που, κατ’ αυτόν, ήξεραν καλά τα πράγματα, σύμφωνα με τους οποίους αποκλειόταν το ενδεχόμενο να αποκτήσει η Ελλάδα σταθερή κυβέρνηση. Σημειώνει χαρακτηριστικά: «Οι άνθρωποι αυτοί δεν ήξεραν πόσο γρανίτινη είναι η δύναμη μιας μοναρχικής κυβέρνησης. Ως τώρα είχαν δει μόνο προσωρινές λύσεις και δεν φαντάζονταν πόσο απρόσβλητο είναι ένα οριστικό και αμετάβλητο καθεστώς».
Εντοπίζουμε, λοιπόν, μία εμπεδωμένη αντίληψη, διόλου ξένη, βέβαια, ως προς τις κρατούσες τότε αντιλήψεις, όχι μόνο στην κεντρική – και γερμανόφωνη – αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι ρίζες τής περαιτέρω ασυνεννοησίας ήταν υπαρκτές και γόνιμες, «εγγύηση» για τις μελλοντικές συγκρούσεις, λαμβάνοντας υπόψη, βέβαια, και τις γνωστές ελλαδικές ιδιαιτερότητες και τα αδιέξοδα, τα οποία, θα έλεγε κανείς, ότι συνεχίζονται εν μέρει μέχρι και σήμερα.
Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και η συνέχεια του κειμένου. Ο Μάουρερ προβαίνει σε παρατηρήσεις για τα κόμματα, υποστηρίζοντας ότι αυτά είχαν σχηματιστεί όχι από διαφορετικές πολιτικές επιδιώξεις ή για να υποστηρίξουν διαφορετικά και γενικότερα συμφέροντα, όπως συνέβαινε σε άλλα κράτη, αλλά για να εξυπηρετήσουν καθαρά προσωπικές φιλοδοξίες και ατομικά συμφέροντα. Πρόκειται για παρατηρήσεις ενός οξύνου παρατηρητή ή για απόδοση ενός ακλόνητου φιλομοναρχικού της εποχής; Είναι δύσκολο, βέβαια, να αμφισβητηθεί η εικόνα που δίδεται, αμέσως μετά, για το Ναύπλιο και τη γύρω περιοχή: όπου κι αν γυρίσει κανείς, το βλέμμα του αντικρίζει, όπως λέει, ξεραΐλα, χωράφια ακαλλιέργητα, ερειπωμένα σπίτια, μία Αθήνα με μόλις 300 σπίτια, όταν πριν από τον Αγώνα αριθμούσε 3.000, ανύπαρκτη βλάστηση γύρω από το Ναύπλιο, γκρεμισμένα σπίτια και σωρούς από πέτρες και χώματα μέσα στην πόλη, ενώ το σύστημα του υδραγωγείου, που έφερνε το νερό από την περιοχή του Άργους, ήταν διάτρητο σε πολλά σημεία.
Συνεχίζει περιγράφοντας την πνευματική κατάσταση (σ. 411-412), τονίζοντας την πλήρη ανομοιομορφία που επικρατούσε: «Δίπλα στην πλέρια αμορφωσιά, συναντάς και την πιο εξεζητημένη πνευματική φινέτσα». Και «μέσα από μια νοοτροπία καθαρά μεσαιωνική, βλέπεις να ξεπηδούν οι πιο σύγχρονες αντιλήψεις περί ελευθερίας και ισότητας […]. Κοντά στους πιο ύπουλους χαρακτήρες θα βρεις και τις αγνότερες ψυχές, κυρίως ανάμεσα στα παλληκάρια, τους χωρικούς και τους δουλευτάδες. Δίπλα στους άσσους της ραδιουργίας, τους πιο ντόμπρους ανθρώπους, και αυτοί να είναι πάλι τα παλληκάρια, οι αγρότες κι οι ναυτικοί -μπορεί να πει κανείς, γενικά όλοι οι νησιώτες».
Ανάμεσα στους πιο αγέρωχους και σταθερούς χαρακτήρες που γνώρισε, αναφέρει τους Ιάκωβο Ρίζο – Νερουλό, τον Λάζαρο Κουντουριώτη, τον Ανδρέα Μιαούλη και τον Ιωάννη Κωλέττη, καταλήγοντας ότι μέσα στην όλη πνευματική ανομοιομορφία τα σκάρτα στοιχεία δεν είναι τα ντόπια.
Τέλος, προχωρεί σε επιμέρους κατηγοριοποιήσεις και αναλύσεις για το «ντόπιο στοιχείο», δηλαδή τους στρατιωτικούς προύχοντες, τον κλήρο, τα παλληκάρια (που τα παρομοιάζει με την τάξη των Ευρωπαίων ιπποτών) και τους χωρικούς, σκιαγραφώντας ιδιαίτερα αυτό που συμβαίνει στη Μάνη. Συνεχίζει με τους Φαναριώτες, υπογραμμίζοντας ότι οι ιδιαίτερες ιδιότητες που τους χαρακτηρίζουν είναι εξίσου ανεπτυγμένες και στους Μοραΐτες, οι οποίοι, μάλιστα, «είχαν αναγάγει τη ραδιουργία σε επιστήμη». Από αυτούς διακρίνει τους μορφωμένους Έλληνες του εξωτερικού, τους οποίους χαρακτηρίζει κυρίως ως πολιτικά αιθεροβάμονες και αναφέρει ότι τους λείπει η πείρα και η πρακτική εξάσκηση – έχοντας σπουδάσει κυρίως ιατρική- και ότι στερούνται γνώσεων φιλοσοφίας, νομικής και οικονομικών. Όλοι τους, γράφει, έχουν μια υπέρμετρη αλαζονεία και εξωφρενικές απαιτήσεις, μην εννοώντας να γίνουν παρά μόνον υπουργοί ή κάτι παραπλήσιο, χωρίς να δέχονται κάποια άλλη παρακατιανή θέση. Γράφει, μάλιστα, ότι οι Έλληνες διακρίνονταν και για τη ματαιοδοξία τους.
Στη συνέχεια αναφέρεται στους φιλέλληνες, τους οποίους διακρίνει σε γνήσιους και τυχοδιώκτες, και γράφει γι’ αυτούς ότι είχαν έρθει στην Ελλάδα με άδεια χέρια και ότι συχνά οι Έλληνες τους έβλεπαν ως παρείσακτους. Επισημαίνουμε ιδιαίτερα την αντίληψη του ότι στην κατάσταση που βρισκόταν τότε η Ελλάδα, οι ξένοι θα μπορούσαν να εκπαιδεύσουν «και να φροντίσουν για το καθετί», χωρίς η «μεσολάβηση» αυτή να σημαίνει καθιέρωση μίας ξένης κυριαρχίας, καθώς «αυτό δεν θα βαστήξει για αιώνες». Όπως τον 14ο και τον 15ο αιώνα οι Έλληνες ήταν εκείνοι που έδωσαν τα φώτα τους στην υπόλοιπη Ευρώπη, «έτσι και τώρα οι Ευρωπαίοι θα είναι αυτοί – και προπαντός οι Γερμανοί – που θα ξανανάψουν την από χρόνια σβησμένη λαμπάδα στην αρχική της κοιτίδα. Για εξαφάνιση της εθνότητας (εννοεί των Ελλήνων) κανείς δεν μίλησε ποτέ, και ούτε υπάρχει τέτοια περίπτωση».
Συνεχίζει με αναφορές στους κατοίκους των Ιονίων νήσων (σ. 423-425), με πολύ θετικά σχόλια γι’ αυτούς, δεν ξεχνά ότι πολλοί αγωνιστές, όπως ο Κολοκοτρώνης, βρήκαν καταφύγιο στα Ιόνια νησιά και – ίσως προφητικά – ψυχανεμίζεται ότι θα αποτελέσουν το επίκεντρο των γεγονότων που θα διαδραματιστούν στην Ελλάδα. Ιδιαίτερο κεφάλαιο αφιερώνει στον Άρμανσμπεργκ, αναφερόμενος επικριτικά στον τρόπο ζωής του στο Ναύπλιο, στις σπατάλες του αλλά και τις ραδιουργίες του, ενώ περιγράφει γλαφυρά τον ρόλο των ξένων διπλωματών στο Ναύπλιο.
Είναι αδύνατο να αναφερθούμε σε όλο το έργο με λεπτομέρειες. Με όσα εντοπίσαμε και επισημάναμε νομίζω ότι σχηματίστηκε μία αδρή εικόνα για τη ζωή, τη δράση, τις αντιλήψεις και το έργο του σημαντικότερου ίσως Βαυαρού αξιωματούχου κατά την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα. Ορισμένα στοιχεία, βέβαια, έχουν μόνο ιστορική και αναχρονιστική εν τέλει αξία. Ορισμένα άλλα όμως θεωρώ ότι ακόμα και σήμερα μπορούν να συμβάλουν σε γόνιμο προβληματισμό. Αυτός, άλλωστε, ήταν και ο κύριος σκοπός αυτής της εισήγησης.
Δικηγόρος, Πολιτικός Επιστήμων, Ιστορικός
Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIΙI, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, «150 Χρόνια Ναυπλιακή Επανάσταση» Ναύπλιο, 2013.
[1] Σημείωση για τη βιβλιογραφία: Όλες οι πηγές στις οποίες ανέτρεξα, είναι ενταγμένες μέσα στο κείμενο. Οι αντιλήψεις του Μάουρερ, ειδικά για το δίκαιο των προσώπων – Αστικό δίκαιο-, κατά τη γνώμη μου θα ήταν πολύ ενδιαφέρον και παραγωγικό να παραβληθούν με όσα οι συγγραφείς του 19ου αιώνα εκτίμησαν ως προς το έργο του (ακόμα και οι Μαρξ – Ένγκελς) αλλά και με όσα εξέφρασαν για το ίδιο έργο σύγχρονοι συγγραφείς, όπως οι Χόμπσμπαουμ και Γκοντελιέ.
Πέρα όμως από αυτό, οι πρωτοποριακές αντιλήψεις και οι ιδέες, όπως εκείνες του πάντα αλησμόνητου καθηγητή μου Jean Carbonnier βαθυστόχαστου στην Κοινωνιολογία του Δικαίου, θα ήταν επίσης ενδιαφέρον και παραγωγικό να παραβληθούν με εκείνες του Μάουρερ.
Αναφέρομαι ιδιαίτερα στο έργο του Καρμπονιέ Flexible Droit, Παρίσι 1969 («Εύκαμπτο Δίκαιο», το έργο δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά) αλλά και πολλά από τα γραπτά του, που εκδόθηκαν το 2008, μετά τον θάνατό του το 2003 σε ηλικία 95 ετών (εκδ. PUF). Χρήσιμο, επίσης, θεωρώ για κάθε ενδιαφερόμενο το έργο του Gustav Geib Darstellung ties Rechtszustandes in Grieehenland wahrend der tiirkischen Herrschaft und his zur Ankunft des Konigs Otto I., που εκδόθηκε στη Χαϊδελβέργη το 1835 (ελληνική μετάφραση: Γκούσταβ Γκάιμπ, Παρουσίαση της κατάστασης του δικαίου στην Ελλάδα στη διάρκεια της τουρκοκρατίας και ως τον ερχομό τον βασιλιά Όθωνα του Α ‘, Εκδόσεις Γκοβόστη, πρόλογος του καθηγητή Νικ. I Ιανταζόπουλου. μτφρ. Ίριδα Αυδή – Καλκάνη, Αθήνα 1991). Τέλος, σημειώνο) ότι η Εξάβιβλος του Αρμενόπουλου εκδόθηκε σε χρηστική έκδοση των Εκδόσεων «Δωδώνη» το 1971, με επιμέλεια και εντελέστατη εισαγωγή του Κων. Γ. Πιτσάκη.
Για τη «συνωμοσία» του Φραντς, τις εσωτερικές συγκρούσεις της Αντιβασιλείας και τη δίκη των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα παραπέμπω στο εξαιρετικά αντικειμενικό έργο του I. Α. Πετρόπουλου και της Αικ. Κουμαριανού Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους, εκδ. Παπαζήση, 1982, ιδιαίτερα στις σ. 117-126 και 130-132. Στο έργο αυτό και στο προγενέστερο του Πετρόπουλου (John Pelropoulos. Politics and statecraft in the Kingdom of Greece, 1833-1844», Princeton University Press, Princeton 1968), έχει χρησιμοποιηθεί και πολύτιμο αρχειακό υλικό.
Επισημείωση: Η προφορική ανάπτυξη της εισήγησής μου προκάλεσε την οργισμένη παρατήρηση ενός ακροατή. Βεβαίως δόθηκε απάντηση, τόσο από τον κ. Τρ. Σκλαβενίτη όσο και από εμένα. Όμως θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω εδώ ένα καίριο απόσπασμα από το «διπλό» δοκίμιο της Hannah Arendt Ελευθερία, αλήθεια και πολιτική (σ. 113-114), που κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2012 (εκδ. Θέσει Εκπίπτοντες, μτφρ. Γ. Ν. Μερτίκας). Αφορά, άλλωστε, και το όλο θέμα του Συμποσίου μας:
Η ανιδιοτελής αναζήτηση της αλήθειας έχει μακρά ιστορία. Είναι χαρακτηριστικό ότι η απαρχή της προηγείται όλων των θεωρητικών και επιστημονικών παραδόσεων, συμπεριλαμβανομένης της δικής μας παράδοσης στη φιλοσοφική και πολιτική σκέψη. Νομίζω ότι θα πρέπει να αναζητηθεί στη στιγμή κατά την οποία ο Όμηρος αποφάσισε να υμνήσει τους άθλους των Τρώων στον ίδιο βαθμό μ’ εκείνους των Αχαιών, και να εγκωμιάσει τη δόξα του Έκτορα, του εχθρού και ηττημένου, στον ίδιο βαθμό με τη δόξα του Αχιλλέα, του ήρωα της φυλής του. Αυτό δεν είχε συμβεί πότε πριν. Κανένας άλλος πολιτισμός, οσοδήποτε λαμπρός κι αν ήταν, δεν στάθηκε ικανός να κοιτάξει από ίση απόσταση φίλους και εχθρούς, νίκες και ήττες – που από τον Όμηρο και μετά δεν αναγνωρίζονται ως έσχατα κριτήρια για την κρίση των ανθρώπων, έστω κι αν είναι έσχατα για το πεπρωμένο τους. Η ομηρική αμεροληψία αντηχεί σε όλη την έκταση της ελληνικής ιστορίας, και ενέπνευσε τον πρώτο σπουδαίο αφηγητή της γεγονικής ιστορίας ο οποίος έγινε ο πατέρας της ιστορίας: ο Ηρόδοτος μας λέει στις πρώτες προτάσεις των Ιστοριών του ότι έβαλε στόχο να «μη μείνουν αμνημόνευτα τα μεγάλα και θαυμαστά κατορθώματα των Ελλήνων και των βαρβάρων». Αυτή είναι η βάση για ό,τι αποκαλείται αντικειμενικότητα – αυτό το περίεργο πάθος, που είναι άγνωστο πέραν του δυτικού πολιτισμού, για διανοητική ακεραιότητα με κάθε τίμημα. Χωρίς αυτό δεν θα υπάρξει καμία επιστήμη.
Διαβάστε ακόμη: Μάουρερ Γεώργιος – Λουδοβίκος
Σχολιάστε