Είχε σημασία η διαφορετική γλώσσα; Οι αλβανόφωνοι ορθόδοξοι (Αρβανίτες) στην Ελληνική Επανάσταση – Λάμπρος Μπαλτσιώτης[1]
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μία προσπάθεια προσέγγισης του πώς βίωναν τη διαφορετική γλώσσα και εθνότητα ενός σημαντικού τμήματος του πληθυσμού αυτοί που «πήραν τα όπλα» κατά την Επανάσταση του 1821. Τα έγγραφα και τα κείμενα που χρησιμοποιήσαμε περιορίζονται ουσιαστικά σε όσα γράφτηκαν μέχρι και τη δεκαετία του 1840, καθώς όσο προχωράμε στον 19° αιώνα φαίνεται ότι μεταβάλλονται οι προσλήψεις για τις διαφορετικές γλωσσοπολιτισμικές ομάδες, κάτι που αντανακλάται και σε όσους έγραφαν για τις προηγηθείσες χρονικές περιόδους. Καθώς από ένα χρονικό σημείο και πέρα τα εδάφη που διεξάγονταν οι ένοπλες συγκρούσεις, τουλάχιστον οι χερσαίες, περιορίστηκαν στη σημερινή νοτιότερη Ελλάδα, το πληθυσμιακό βάρος όσων αναφέρονταν ως Αλβανοί σε λόγιες μορφές της γλώσσας και Αρβανίτες στις καθομιλούμενες αυξήθηκε.[2]
Ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού των περιοχών που συμπεριλήφθηκαν στον πρώτο ελληνικό κράτος είχε ως μητρική γλώσσα τα αρβανίτικα, δηλαδή μία αλβανική γλώσσα που είχε εξελιχθεί για αρκετούς αιώνες χωρίς σημαντική επίδραση από τις εξελίξεις της γλώσσας στις συμπαγείς περιοχές αλβανοφωνίας των Δυτικών Βαλκανίων. Πρόκειται για εξέλιξη τοσκικών ιδιωμάτων που είναι αρκετά κοντά στην τσάμικη υποδιάλεκτο.[3] Είναι μάλλον αδύνατον να υπολογίσουμε με σχετική ακρίβεια το πόσοι ακριβώς ήταν οι αλβανόφωνοι και τι ποσοστό του πληθυσμού αποτελούσαν. Οι υπολογισμοί δεν σχετίζονται μόνο με τα μειωμένης αξιοπιστίας στατιστικά δεδομένα, αλλά και με τις πληθυσμιακές ανακατατάξεις που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της περιόδου 1821-1830, αλλά και στη συνέχεια. Οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί είτε σφαγιάζονται είτε αποχωρούν,[4] νέοι πληθυσμοί ορθοδόξων εγκαθίστανται ως πρόσφυγες, και αργότερα ως μετανάστες, ενώ την επαύριον της παύσης των εχθροπραξιών ένα νέο κύμα μετανάστευσης ξεκινά από το νέο κράτος κυρίως προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι υπολογισμοί δυσχεραίνονται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι ήδη στις αρχές του 19ου αιώνα σε κάποιες περιοχές, ειδικά στη δυτική Πελοπόννησο αλλά και αλλού, είχε αρχίσει η γλωσσική μετατόπιση από τα αρβανίτικα στα ελληνικά. Ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα πρώιμης γλωσσικής μετατόπισης συνιστούν οι μουσουλμάνοι Λαλιώτες.

Γλωσσικός χάρτης της Πελοποννήσου – 1890 – του Γερμανού γεωλόγου και γεωγράφου Alfred Philippson (1864-1953). Η αλβανοφωνία σημειώνεται με κόκκινο.
Παρόλα αυτά, στις αρχές του 19ου αιώνα αρκετές από τις περιοχές αλβανοφωνίας παραμένουν ιδιαίτερα συμπαγείς και καλύπτουν μεγάλες περιοχές του μετέπειτα κράτους. Σε μερικές από αυτές αρκετοί άρρενες ενήλικες εξακολουθούν να αγνοούν τα ελληνικά όχι μόνο τις δεκαετίες που εξετάζουμε αλλά σε ορισμένους οικισμούς μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα.[5] Τα αρβανίτικα άλλωστε θα συνεχίσουν να αποτελούν τη lingua franca [Κοινή γλώσσα ή διάλεκτο] (langue vehiculaire) σε πολλές περιοχές της χώρας ή τη γλώσσα που εξακολουθούσε να έχει ειδική λειτουργία στους ενόπλους και στο ναυτικό.[6] Οι αλβανόφωνοι κάτοικοι των περιοχών που συμπεριλήφθηκαν στον νέο κράτος υπερβαίνουν το ένα πέμπτο του πληθυσμού, αλλά δύσκολα θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι αγγίζουν το ένα τέταρτο.
Μία παρατήρηση που έχει ιδιαίτερη, κατά τη γνώμη μας, σημασία σχετίζεται με τη γλωσσική κατάσταση στη Ρούμελη και το Μοριά στις αρχές του 19ου αιώνα. Τα διάφορα ελληνικά ιδιώματα που ομιλούνταν ήταν – σε μερικές περιπτώσεις – λιγότερο ή περισσότερο δυσχερώς αμοιβαία κατανοητά από τους ομιλητές τους. Αυτές οι διαφοροποιήσεις τείνουν να υποτιμούνται καθώς οι συνήθεις κατηγοριοποιήσεις αφορούν την «απομάκρυνση» των ιδιωμάτων από την κοινή, στην περίπτωσή μας νεοελληνική, γλώσσα. Έτσι μένει συνήθως εκτός του επιστημονικού φακού το αν, για παράδειγμα, στις αρχές του 19ου αιώνα, υπήρχε ευχερής κατανόηση μεταξύ ομιλητών των ιδιωμάτων που ομιλούνταν στην Οίτη της Φθιώτιδας με αυτά που ομιλούνταν σε περιοχές της Λακωνίας. Αναλογικά, τα ίδια ζητήματα τίθενται μεταξύ των ομιλητών των αρβανίτικων της νοτιοανατολικής Φθιώτιδας με αυτούς της ανατολικής Λακωνίας.[7] Αυτά θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ιδίως όταν αναφερόμαστε σε κοινότητες οι οποίες είχαν μηδενική ή μικρή έκθεση σε άλλα ιδιώματα, δηλαδή αμιγώς αγροτικές ή και κτηνοτροφικές κοινότητες που δεν μετακινούνταν.
Τα παραπάνω μας εισάγουν στη σχετικοποίηση της σημασίας του διαχωρισμού μεταξύ «Αλβανών» και «Ελλήνων» – κατά την σχετική ορολογία της εποχής σε λόγιες μορφές των ελληνικών – στις περιοχές που περιλήφθηκαν στο νέο κράτος, όπως αυτός γινόταν αντιληπτός από ξένους και μορφωμένους Έλληνες (ανεξάρτητα από τη μητρική τους γλώσσα) και μας μεταφέρεται από κείμενα που γράφτηκαν τον 19° αιώνα.
Υπάρχουν όμως και κείμενα που μας μεταφέρουν άλλες διαφοροποιήσεις και αντιθέσεις μεταξύ των κοινοτήτων πολύ πιο σημαντικές από τις εθνοτικές και τις γλωσσικές. Προφανώς δεν πρόκειται για κάτι άγνωστο και είναι ιδιαίτερα μελετημένες οι αντιθέσεις μεταξύ των κοινοτήτων που ασχολούνται με την καλλιέργεια της γης και αυτών που ασχολούνται με την κτηνοτροφία. Περαιτέρω μπορεί κανείς να ανιχνεύσει και άλλες σημαντικές αντιθέσεις τοπικού και υπερτοπικού χαρακτήρα που δεν σχετίζονταν με τη γλώσσα. Στις ίδιες τις αλβανόφωνες κοινότητες, ανιχνεύονται επίσης μεγάλες διαφοροποιήσεις μεταξύ τους.
Οι ναυτικές κοινότητες της Ύδρας, των Σπετσών και σε ένα βαθμό του Κρανιδίου συνιστούν μία εξέχουσα διαφοροποίηση. Μία ακόμη, μικρότερης σημασίας, αφορά τις ημινομαδικές κοινότητες της Βορειοδυτικής Πελοποννήσου (της ομάδας του Παναχαϊκού όρους). Οι ισχυρές ναυτικές κοινότητες που αναφέραμε δεν εργαλειοποίησαν τη γλωσσική τους διαφοροποίηση μετά τη δημιουργία του ανεξάρτητου κράτους, κάτι που ενδεχομένως και να σχετίζεται με την οικονομική τους παρακμή.[8]

Οι Αλβανοί του Μοριά. Δημοσιεύεται στο: Peter Edmund Laurent: «Recollections of a classical Tour through various Parts of Greece, Turkey, and Italy, made in the Years 1818 & 1819», London, G. and W. B. Whittaker, 1821.
Στον αντίποδα των παραπάνω πρέπει να σημειωθεί ότι ανιχνεύεται μία ασαφής μεν αλλά υπαρκτή αίσθηση κοινότητας μεταξύ των διαφόρων αλβανόφωνων κοινοτήτων, μεταξύ των Αρβανιτών. Σε αρκετούς, όχι μόνο είναι γνωστή η ύπαρξη των άλλων κοινοτήτων σε διαφορετικές περιοχές της σημερινής νοτιότερης Ελλάδας, αλλά και φαίνεται ότι δημιουργεί κάποια αισθήματα «γλωσσικής κοινότητας». Έτσι τουλάχιστον ερμηνεύουμε κάποιες σπάνιες παραθέσεις σε κείμενα της εποχής όπως την παρακάτω: Το 1822 οι κάτοικοι της αλβανόφωνης Ντομπρένας (στη Βοιωτία) καλωσορίζουν στα αρβανίτικα τον «αρχηγό του ελληνικού στόλου του Ευρίπου» Αλέξανδρο Κριεζή από την Ύδρα και διαφαίνεται, από το κείμενο, μία ιδιαίτερη σχέση με το υδραίικο πλήρωμα: «Μη γνωρίζοντας με ερώτησαν από τους εμπροσθινούς καί έμαθον το ποιος ήμην. Τρέχουν με χαραίς και φωναίς κράζοντάς με εις την Αλβανίτικην διάλεκτον. – Μισέρδε, Καπετάν Κριεζή! Ήλθον, με εκατέβασαν από το άτι ασπάζοντάς με».[9]
Αλλά, στρέφοντας το ενδιαφέρον μας καταρχήν σε όσους κατείχαν σημαντικές θέσεις την περίοδο που εξετάζουμε, καταχρηστικά ας τους αναφέρουμε ως ελίτ, θα πρέπει να δούμε πώς σκέφτονταν. Αν δηλαδή αντιλαμβάνονταν τους Αρβανίτες ως μία ομάδα, ως διακριτή ομάδα που είχε κάποια πολιτική σημασία στο πλαίσιο της εποχής και του ένοπλου αγώνα ή του πρώτου ελληνικού κράτους. Η επαφή με τα κείμενα της περιόδου απαντά αρνητικά στα παραπάνω ερωτήματα, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι οι διαμεσολαβήσεις και η αυτολογοκρισία είναι εμφατικά παρούσες. Οι τοπικές διαιρέσεις και διαφοροποιήσεις είναι κυρίαρχες τουλάχιστον στα κείμενα που είναι γραμμένα μέχρι και τη δεκαετία του 1840 και πιθανότατα έχουν υποστεί μικρότερη διαμεσολάβηση και αυτολογοκρισία από τα μεταγενέστερα.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν αναιρούν κάποιες συνιστώσες του ζητήματος που προέρχονταν από τις δυτικές προσλήψεις που συσχέτιζαν τη γλώσσα με τη «φυλή», το «έθνος», το «λαό». Ο Κοραής μας εισάγει, σε μία επιστολή του προς στον Βάμβα στο πρόβλημα: οι Δυτικοί, οι ευρωπαίοι, μαθαίνουν ότι Υδραίοι και Σουλιώτες[10] είναι γένους Αλβανικού και αυτό υπονομεύει την εικόνα για τους Έλληνες, την Επανάσταση και προφανώς την υποστήριξή της.[11] Καθώς η σύνδεση των Ελλήνων, με τους Αρχαίους Έλληνες και η καταγωγική τους σχέση ήταν σημαντική παράμετρος που συντέλεσε στην υποστήριξη τους στην Επανάσταση, το επιχείρημα υπονομευόταν. Πόσω μάλλον όταν οι Αλβανοί κατοικούσαν σε πολλές από τις περιοχές των αρχαίων ένδοξων πόλεων. Οι επαναστάτες αξίζαν υποστήριξης και ενός ανεξάρτητου κράτους ως απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων και η μόνη «απόδειξη» της σχέσης τους ήταν η γλώσσα.[12] Αλλά αυτοί οι φόβοι κάποιων ελίτ που είχαν επαφή με τη Δύση μάλλον δεν είχαν διαχυθεί στα άλλα εγγράμματα στρώματα του πληθυσμού, ντόπιων, ετεροχθόνων αλλά ακόμη και ευρωπαίων, που επάνδρωσαν την διοικητική και πολιτική μηχανή της χώρας (χωρίς διάκριση μεταξύ διοίκησης και άσκησης πολιτικής εξουσίας). Βέβαια, θα είναι στη συνέχεια οι ευρωπαίοι που με τις Ιλλυρικές και Πελασγικές θεωρίες θα δώσουν τη δυνατότητα στους Αλβανούς, καταρχήν του μικρού Βασιλείου, να ενταχθούν «ισότιμα» στην αρχαιότητα. Να συνδεθούν δηλαδή μέσω των Πελασγών, και κατά δεύτερο λόγο των Ιλλυριών, οι Αλβανοί/Αρβανίτες με τους Αρχαίους Έλληνες και να διευκολύνουν τη δημιουργία σχετικών αφηγήσεων.
Η γνώση για τους «κυρίως» Αλβανούς, χριστιανούς και μουσουλμάνους (και μπεκτασήδες) και τη γλώσσα τους υπάρχει στο βαθμό που οι δρώντες έχουν μία ευρύτερη αντίληψη και γνώση. Οι αναφορές είναι αρκετές, όπως και αυτές που διαφοροποιούν, όταν αυτό έχει σημασία, το μουσουλμανικό πληθυσμό συνήθως ανάλογα με την τοπική του προέλευση. Ακόμη και η έννοια της Αλβανίας συναντάται, προφανώς ενός αόριστου χώρου -όπως και οι Βουλγαρία και οι Βούλγαροι άλλωστε -. Ενδεικτικά, το 1840 σε ένορκη κατάθεση στο ειρηνοδικείο Χαλκίδος, ο Χαλκιδέος Νταλίπης Μουσταφάς Αλβανός, αναφέρει, ή καλύτερα ο γράφων σημειώνει, στην ερώτηση πατρίς, «Αλβανία».[13] Συνήθως όμως ο όρος που χρησιμοποιείται είναι Αρβανιτιά.[14] Χαρακτηριστικό δε για τη γλωσσική αίσθηση που υπήρχε και από τις δύο πλευρές είναι το παρακάτω απόσπασμα: Ο Αλ. Κριεζής, στον οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω, γράφει: «Με τραβά ο Αλβανός Μουσταφάς […] καθίζει κοντά μου, και με λέγει Αλβανίτικα, και δεν ειμπορούσα να καταλάβω την διάλεκτον, ότι τα μιλούν βαθειά. Μου αποκρίνεται Ρωμαίικα και με λέγει».[15]
Παλαιότερα είχαμε υποστηρίξει ότι υπήρξε μία διακριτή εκπαιδευτική πολιτική απέναντι στους Αρβανίτες από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Βασιστήκαμε σε κείμενα των ελληνικών Αρχών των δεκαετιών 1830 και 1840 σχετιζόμενα με ειδικά μέτρα που πάρθηκαν για τα σχολεία των αλβανόφωνων οικισμών της Βόρειας Άνδρου.[16] Φαίνεται όμως ότι απουσιάζουν ανάλογες αναφορές για την Κορινθία, την Αττική και την Καρυστία, αναφερόμενοι σε περιοχές για τις οποίες έχει πραγματοποιηθεί έρευνα.
Αντίθετα, το μείζον γλωσσικό ζήτημα που αφορούσε την εκπαίδευση σχετιζόταν με τη γλωσσική διμορφία (diglossia). Οι λίγοι άρρενες μαθητές καλούνταν να μάθουν έναν ή περισσότερους διακριτούς γλωσσικούς κώδικες της ελληνικής σε σχέση με αυτόν που μιλούσαν. Εν πολλοίς, οι λέξεις οίκος, άρτος και ύδωρ ήταν εξίσου άγνωστες σε ελληνόφωνους και αλβανόφωνους μαθητές· στη γλώσσα τους έλεγαν σπίτι, ψωμί, νερό ή shtepi, buk, ui, στις όποιες τοπικές εκδοχές τους. Η σύνδεση της μητρικής γλώσσας και σχολικής εκπαίδευσης είναι μεταγενέστερη, όταν η εκπαίδευση άρχισε να γίνεται αντιληπτή ως «καλλιέργεια» της μητρικής γλώσσας.
Κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες όμως, πράγματι ανιχνεύονται κάποιες, ελάχιστες αρνητικές αναφορές για τη γλώσσα ή την ομάδα.[17] Από αυτές ξεχωρίζουν όσες σχετίζουν τη μονογλωσσία του πληθυσμού με τη δυσχέρεια λειτουργίας του κράτους. Σε αυτό το πνεύμα και εκφράζοντας την προοδευτική λογική των Γάλλων επαναστατών για κατανόηση της γλώσσας των νόμων από το λαό είναι και η επισήμανση του Γάλλου[18] Gustave d’Eichtal για την περιοχή της Θήβας. Το 1834 γράφει: «Difficultés de l’administration à cause de l›usage de la langue albanaise dans les villages».[19] Όμως η ελληνική διοίκηση εκείνη την περίοδο απείχε πολύ από το να εφαρμόσει τις σκληρές πολιτικές γλωσσικής καταστολής των Γάλλων επαναστατών. Άλλες αναφορές δεν έχουν χαρακτήρα που θα πρόσδιδε κάποια πολιτική υπόσταση.
Εν μέσω του Εμφυλίου, πιθανότατα τον Ιούλιο του 1824, ένας Μανιάτης, χρησιμοποιεί την έκφραση «σκαταρβανίτες», εννοώντας τους «νησιώτες», δηλαδή τους Υδραίους, σύμφωνα με τη ροή του κειμένου.[20] Στο ίδιο κλίμα είναι και η αναφορά του Μακρυγιάννη: «Ορίστε κι’ Αρβανίτικη αρετή. Ως τώρα είχαμε Βλάχικη, Κεφαλλωνίτικη, Φαναργιώτικη ορίστε κι’ Αρβανίτικη».[21]
Αν για κάτι είναι αξιομνημόνευτες οι αρνητικές αναφορές, αυτό αφορά τις πρώτες καταγραφές των μετέπειτα κυρίαρχων αφηγημάτων, όπως της «μικτής γλώσσας» και της παντοτινής διγλωσσίας. Το 1834 ο Ιωάννης Φιλήμων θεωρεί ότι λόγω των προσμίξεων λεξιλογίου διαφόρων γλωσσών στην αλβανική «ευρίσκει εις αυτήν την μεγαλητέραν τραγελαφικήν αηδίαν».[22] Η αντίληψη περί παντοτινής διγλωσσίας λανθάνει στον Γεωργιάδη-Λευκία: αφού επιχειρηματολογεί, προσπαθώντας να αντικρούσει τον Φαλμεράγιερ, σχετικά με την απουσία τα αλβανικής στην Αθήνα,[23] σημειώνει: «χρώνται δε ταύτη [την αλβανικήν] εν ταις εσχατιαίς μόνο της πόλεως, ένθα ο χυδαίος των Αλβανών κατοικεί όχλος, οι καίτοι συν αλλήλοις αλβανιστί ομιλούντες, αλλ’ όμως κατά το μάλλον και ήττον και την ελληνικήν φωνήν συνιέασι».[24]
Ένα χρόνο νωρίτερα, ο Διονύσιος Σουρμελής αφιερώνει ειδικό κεφάλαιο σε ένα από τα πονήματά του για την Αθήνα· βασιζόμενος στο ζήτημα της πιθανής ύστερης αλβανοφώνησης δύο (τριών ίσως σύμφωνα με άλλες πηγές) οικισμών της Αττικής, αλλά όχι μόνο, θα επιχειρηματολογήσει δημιουργώντας την αφήγηση που θα κυριαρχήσει στη συνέχεια: Οι Αλβανοί που μετακινήθηκαν στην Αττική ήταν λίγοι, μεταδόθηκε στους ντόπιους – απογόνους των Αρχαίων – η αλβανική γλώσσα, αλλά η ελληνική εξακολούθησε να μιλιέται παντού. Η αλβανοφώνηση δε, ήταν αποτέλεσμα ανάγκης λόγω των «Τουρκαλβανών»: «οι κάτοικοι των χωρίων […] ηναγκάζοντο να εξαλβανίζωνται κατά πάντα» (εννοεί ένδυμα, ήθη και διάλεκτον). Αλλά «Εν τούτοις δεν απέμαθον ούτοι την πάτριον αυτών γλώσσαν, και πανταχού της Αττικής όλοι οι κάτοικοι των χωρίων γνωρίζουσι και λαλούσι την σημερινήν Ελληνικήν, όπως και οι κάτοικοι της πόλεως».[25] Πρόκειται για το μοναδικό μάλλον δείγμα τέτοιου μεγέθους αντιστροφής της πραγματικής κατάστασης εκείνη την περίοδο, αλλά και αργότερα, καθώς οι μαρτυρίες βέβαια σε αυτούς που η επαγγελματική τους δραστηριότητα επεκτεινόταν πέραν του οικισμού.[26]
Οι λίγες αναφορές που φαίνεται ότι διακρίνουν την ομάδα και τη γλώσσα, στις περισσότερες περιπτώσεις έχουν τοπικό χαρακτήρα και εμφανίζονται ιδίως όπου η γλώσσα είχε αρχίσει να υποχωρεί. Γενικότερα όμως οι αναφορές σχεδόν απουσιάζουν ολοκληρωτικά, πολύ περισσότερο εκεί όπου η γλωσσική ετερότητα είναι σημαντική και θα λέγαμε ότι αποτελεί κομμάτι της καθημερινότητας και μία κανονικότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο έργο του Αρχιμανδρίτη Ναθαναήλ για την Εύβοια κατά την περίοδο της Επανάστασης, στο οποίο οι αναφορές για την καθημερινότητα και τις σχέσεις των ομάδων είναι συνεχείς και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες,[27] απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στα αρβανίτικα ή στους Αρβανίτες της Καρυστίας. Αντίθετα, οι αναφορές περιορίζονται σε συγκεκριμένες περιοχές.
Το 1828 όταν ο Καποδίστριας ζητά τη συλλογή στοιχείων για τις επαρχίες του νέου κράτους, οι πληροφορητές του – είτε τοπικοί είτε προερχόμενοι από το «κέντρο» και μόνο όσοι φαίνεται ότι έχουν μεγαλύτερη εκπαίδευση -, θα σημειώσουν τη γλωσσική διαφορά σε κάποιες περιοχές με γλωσσική υποχώρηση ή όπου η ομάδα των Αρβανιτών ήταν μειοψηφική.[28] Ένα χρόνο αργότερα, στα τέλη του 1829, όταν στρατεύματα στέλνονται στην Κάπελη, στην ορεινή βορειοανατολική Ηλεία, όπου εμφανίζεται ήδη μία πρώτη υποχώρηση της γλώσσας και η ομάδα εκλαμβάνεται ως μειοψηφική, ο συντάκτης γράφει στον Καποδίστρια: «έφθασε προ 5 ημέρας εις Κάπελην με αρκετούς οπλοφόρους, ώστε νουθετούν τους Αλβανούς».[29]
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1834, στην καταστολή της τοπικής εξέγερσης στη νοτιοανατολική Πελοπόννησο, αναφέρει ο μοίραρχος της Αρκαδίας ότι ο Κόλιας Πλαπούτας, ήδη συλληφθείς, και ο δημογέροντας του οικισμού Λάβδα, άρχισαν να μιλούν αρβανίτικα, για να μην γίνουν κατανοητοί. Σημειώνει ο αξιωματικός: «ήλθεν ο καλόγηρος[30] όπου ήτον εκεί και ο Στασιάρχης Κόλιας Πλαπούτας και εις την παρουσίαν μου του λέγει αρβανίτικα ο καλόγηρος, ως βλέπεις αρχηγέ τι δουλειές σου κάμνω; Όχι με υποπτεύσεις: απεκρίθη ο Πλαπούτας βάλλων το χέρι του εις το στήθος. Ναι σ’ ευχαριστώ και εις αποδέλοιπα, αυτά δεν τα ομιλούσαν ελληνιστί αλλ’ αυτό εσήμενον στοχαζόμενι ότι δεν καταλαμβάνομεν τι λέγουν».[31] Ας σημειωθεί ότι τα αρβανίτικα έχουν σιγήσει στο χωριό Λάβδα μάλλον περισσότερο από έναν αιώνα.[32] Στο παρατεθέν κείμενο τα αρβανίτικα επιτελούν, στη συγκεκριμένη περιοχή, μία κρυπτολαλική λειτουργία. Ισχυριζόμαστε δηλαδή ότι καμία αναφορά σε άλλες περιοχές του κράτους δεν θα ασχολείτο με μία κανονικότητα, τη συνομιλία κάποιων στα αρβανίτικα.
Η δεύτερη περιοχή για την οποία οι όροι Αρβανίτες/Αλβανοί εμφανίζονται σχετικά συχνά στα κείμενα της περιόδου σχετίζεται με τους Αρβανίτες του Παναχαϊκού. Επρόκειτο, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, για μία διακριτή ομάδα ημινομάδων κτηνοτροφών. Αν και δεν ήταν η μοναδική στην ευρύτερη περιοχή που ασκούσε ημινομαδική κτηνοτροφία, ήταν μακράν η πολυπληθέστερη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και τη δεκαετία του 1990, ο όρος Αρβανίτης στην περιοχή παρέπεμπε στην κτηνοτροφία και τη μετακίνηση περισσότερο, παρά σε ομάδα με διακριτά γλωσσοπολιτισμικά χαρακτηριστικά. Στην περίοδο που αναφερόμαστε οι μόνιμες οικιστικές εγκαταστάσεις τους σε όλη τη διαδρομή των κοπαδιών προς τα δυτικά δεν είχαν ακόμη δημιουργηθεί.[33] Ισχυριζόμαστε ότι είναι η μεγάλη διακριτότητα της ομάδας η οποία δίνει στο επεισόδιο του Νενέκου ιδιαίτερο χαρακτήρα και το συσχετίζει με ιδιαίτερες αναφορές στους Αλβανούς/Αρβανίτες. Παρά το γεγονός ότι τόσο στη Ρούμελη – και στη συνορεύουσα Ήπειρο -, όσο και στο Μόριά ανάλογες μεταστροφές δεν ήταν ασυνήθεις, η «προδοσία» του Δημήτρη Νενέκου και των Αλβανών (του), έχει αυξημένη καταγραφή στα κείμενα της περιόδου, για λόγους που εκφεύγουν της παρούσης εργασίας. Η αυξημένη αυτή καταγραφή συνοδεύεται από αναφορές στην διακριτή αυτή ομάδα. Πέρα από τις αναφορές του Φωτάκου, υπάρχει η περίφημη διαταγή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στα τέλη Μαΐου 1827 η οποία αναφέρει «να υπάγητε να πιάσητε τον Νενέκον, αν δε σας αντισταθή, ή έχη συντρόφους πραγματικούς και τους λοιπούς κατοίκους των Αρβανιτοχωρίων, να τους βάλετε αυτόν και όλους (αν έχουν είδησιν) εις το ντουφέκι άνδρας και γυναίκας των, να λαφυραγωγήσετε όλον το πράγμα των, με ένα λόγον να φερθήτε ως προς Τούρκους».[34]
Με αφορμή τα παραπάνω θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σε ελάχιστα επίσης κείμενα γίνονται αναφορές για τις ιδιαίτερες σχέσεις των αλβανόφωνων χριστιανών (Αρβανιτών) με τους αλβανόφωνους μουσουλμάνους, που αποτελούσαν και τη συντριπτική πλειοψηφία των ένοπλων που δρούσαν στις επαναστατημένες περιοχές πριν την έλευση του Ιμπραΐμ. Έτσι γράφει ο Φωτάκος:
«διότι οι Αλβανοί καπεταναίοι, και ιδίως ο Νενέκος, όσης και αρχηγός εδείχθη όλων των Τουρκοπροσκυνημένων, άρχισαν, ως είπαμεν, κρυφίως να συνεννοώνται με τους Τούρκους, οι δε προσκυνήσαντες δεν ήσαν καθώς τινες λέγουσι, γενικώς αι τρεις επαρχίαι των Γιατρών, των Καλαβρύτων και της Βοστίτσας, αλλά μόνον ολίγα χωρία και ολίγα άτομα, και τούτο δια τον φόβον των Ζουμπεταίων, διότι τα χωρία ταύτα λέγονται Ζουμπατοχώρια, και επειδή εγνώριζαν την Αλβανικήν γλώσσαν ευκόλως συνεννοούντο και εσυμβιβάζοντο με τους Τούρκους και ευκολώτερον με τους Λαλαίους. Εις την Πελοπόννησον καθ’ όλας σχεδόν τας επαρχίας κατοικούν προ πολλών χρόνων που μεν πολλοί, που δε ολίγοι εκ της φυλής των Αλβανών, οίτινες ακόμη και σήμερον διασώζουν το ξένον ήθος, και άσχετον με τους γνησίους Έλληνας. Οι δε άνθρωποι αυτοί εύκολα παραδίδονται εις την ύλην, και δια να αίσχροκερδήσουν προδίδουν τα πάντα. Τοιούτοι ήσαν οι Έλληνες, οίτινες παρεκινήθησαν από τον Δελή Αχμέτ πασάν εις το προσκύνημα».[35]
Οι σχέσεις μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων καθ’ όλη τη διάρκεια των ένοπλων συγκρούσεων απέχει πολύ από την ανάγνωση που κάνει στο συγκεκριμένο χωρίο ο Φωτάκος. Αυτό άλλωστε μαρτυρείται ακόμη και από τα ίδια τα Απομνημονεύματα. Οι σχέσεις αυτές βασίζονταν κυρίως στις προ του 1821 επαφές κοινοτήτων, ομάδων και προσώπων. Και προφανώς δεν αφορούσαν μόνο κάποιες υπερτονισμένες περιπτώσεις όπως αυτή του Κολοκοτρώνη με τον Αλή Φαρμάκη και τους Λαλαίους. Ούτε άλλωστε οι συμφωνίες μεταξύ ενόπλων θα πρέπει να προκαλούν έκπληξη, όπως αυτή των επανασταστικών στρατευμάτων και των ένοπλων (μουσουλμάνων) Αλβανών της Τριπολιτσάς. Πέρα όμως από τις σχέσεις με βάση «επαγγελματική», με την ευρεία έννοια, υπήρχαν και αυτές που είχαν τοπικό χαρακτήρα. Η ίδια ή η διαφορετική γλώσσα μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων δεν είχε καμία σημασία. Από το πλήθος των αναφορών, επιλέξαμε μία που θεωρούμε ότι είναι διαφωτιστική, καθώς μάλιστα προέρχεται από τα Απομνημονεύματα:
«Εγεννήθη μεταξύ των ψύχρα [ενν. των Αλβανών και των «εντοπίων Τούρκων»] και ο καθένας από τους εντοπίους επροσπαθούσε να σώση την φαμίλια του. Άρχισαν λοιπόν οι εντόπιοι και έβγαιναν οι Φαναρίται παραδείγματος χάριν έβγαιναν με ταις οικογένειαίς των από την πόρταν του Αγίου Αθανασίου και εζήτουν τους συντοπίτας των Έλληνας, οι Μπαρδουνιώται έβγαιναν και αυτοί από το μέρος όπου εβαστούσαν οι Μιστριώται με τον Γιατράκον, οι Καρυτινοί κατά τους Καρυτινούς και καθ’ εξής».[36]
Παρά το ότι οι συνεννοήσεις αυτές εν πολλοίς δεν είχαν αποτέλεσμα, είναι ενδεικτικό των σχέσεων μεταξύ των ομάδων. Πέρα από τη διάχυτη στο Φωτάκο αρνητική διάθεση απέναντι στους αλβανόφωνους χριστιανούς (Αρβανίτες της σημερινής νοτιότερης Ελλάδας αλλά και Σουλιώτες), αλλά και πέρα από μία αίσθηση γλωσσοπολιτισμικής κοινότητας που ανιχνεύεται και την οποία ακροθιγώς θίξαμε, η γλωσσική ταύτιση δεν είχε κάποια βαρύνουσα σημασία. Άλλωστε στο παραπάνω απόσπασμα οι συνεννοήσεις χριστιανών και μουσουλμάνων βασίζονται στην εντοπιότητα και όχι σε γλωσσικές σχέσεις, όπως των ελληνόφωνων ορθόδοξων με τους ελληνόφωνους μουσουλμάνους ή αντιστοίχως των αλβανόφωνων. Τα ίδια παρατηρούνται και στη Ρούμελη.[37]
Πριν όμως προχωρήσουμε σε κάποιες καταληκτικές παρατηρήσεις θα πρέπει να υπογραμμίσουμε αυτό που τείνει να διαφεύγει της προσοχής μας. Κατά τη διάρκεια της περιόδου 1821-1827 αλλά ιδίως στη συνέχεια, καμία διάταξη οποιουδήποτε νομικού ή εν γένει θεσμικού χαρακτήρα η οποία να σχετίζεται με τον αλβανόφωνο πληθυσμό δεν ανιχνεύεται, ούτε και αυτός κατονομάζεται.[38] Σε αντίθεση με τις διάφορες ρυθμίσεις για τις θρησκευτικές κοινότητες, αλλά και για τους βαπτισμένους μουσουλμάνους (νεοφώτιστους) που διαβιούν στη χώρα, για τους οποίους υπάρχει πλήθος θεσμικών αποτυπωμάτων, η εθνοτική και γλωσσική διαφοροποίηση – πρωτίστως για τους «αυτόχθονες – είναι νομικά αδιάφορη.[39] Και τούτο βέβαια σχετίζεται με τη θρησκευτική συγκρότηση της ελληνικής εθνικής κοινότητας. Η θρησκευτική διαφοροποίηση σχετίζεται με την συμπερίληψη στο έθνος και ως εκ τούτου έχει σημασία να αποτυπωθεί, σε αντίθεση με τη γλωσσική.
Θεωρούμε, εν κατακλείδι, ότι αρκετές από τις προσλήψεις μας σχετικά με τους Αρβανίτες και τα αρβανίτικα της σημερινής νοτιότερης Ελλάδας για το πρώτο μισό του 19ου αιώνα διαμορφώθηκαν στη συνέχεια όταν δύο εθνικισμοί, ο θρησκευτικός ελληνικός και ο γλωσσικός αλβανικός συγκρούονται· όταν συγκροτούνται οι σχετικοί εθνικοί μύθοι λαμβάνοντας «επιχειρήματα» από τις δυτικές προσλήψεις για την κατηγοριοποίηση των ομάδων.
Υποσημειώσεις
[1] Ο Λάμπρος Μπαλτσιώτης είναι επίκουρος καθηγητής ιστορίας των μειονοτήτων στα Βαλκάνια (19ος – 20ος αιώνας) στο Τμήμα Πολιτικής επιστήμης και ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
[2] Οι λέξεις Αλβανοί/αλβανικά και Αρβανίτες/αρβανίτικα γενικά χρησιμοποιούνταν ανεξαρτήτως της περιοχής στην οποία αναφέρονταν και της θρησκευτικής υπαγωγής της ομάδας καθ’ όλη της διάρκεια του 19ου αιώνα. Η διαφοροποίηση σχετιζόταν μόνο με τον κάθε φορά γλωσσικό κώδικα της ελληνικής. Η διάκριση ανάμεσα σε Αρβανίτες/αρβανίτικα για τους αλβανόφωνους του ελληνικού κράτους και σε Αλβανούς/αλβανικά για όσους κατοικούσαν εκτός εμφανίζεται αρκετά μετά την εδραίωση του αλβανικού εθνικισμού και παγιώνεται μετά τη δημιουργία του αλβανικού κράτους. Σε μερικές περιπτώσεις εμφανίζεται και ο ενδιάμεσος όρος Αλβανοί/αλβανίτικα (για περισσότερα καθώς και για αποκλίσεις από τον κανόνα βλ. Lambros Baltsiotis και Leonidas Embirikos, «De la formation d’un ethnonyme. Le terme Arvanitis et son evolution dans I’Etat hellenique», στο G. Grivaud-S. Petmezas (επιμ.), Byzantina et Modern a (Melanges en I’honneur d’Helene Antoniadis-Bibicou), Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2008, σσ. 417-448). Σημειώνουμε την τάση να χρησιμοποιείται και ο όρος Τουρκαρβανίτες/Τουρκαλβανοί για τους μουσουλμάνους, όχι όμως με συνέπεια. Συχνά δε εμφανίζονται και όροι που εστιάζουν στην τοπικότητα, όπως για παράδειγμα Τσάμηδες, ή άλλοι (π.χ. «Αλβανοί και Γκέκηδες», ως διακριτές ομάδες).
[3] Hans-Jurgen Sasse, Arvanitika. Die albanischen Sprachreste in Griechenland, τόμ. 1, Βισμπάντεν, Otto Harrasowitz, 1991, σ. 3-13.
[4] Εκτός από ένα μέρος τους που εκχριστιανίσθηκε.
[5] Για όλα τα παραπάνω βλ. αναλυτικά Lambros Baltsiotis, L’albanophonie dans I’Etat grec. Expansion et declin des parlers albanais, diplome de I’EHESS, Παρίσι, 2002, σσ. 148-272, 371-421.
[6] Αυτό μερικές φορές οδηγεί σε σύγχυση, καθώς όσοι γνωρίζουν αρβανίτικα, αυτόματα θεωρούνται ότι τα έχουν ως μητρική γλώσσα, και διαφεύγει των ερευνητών η πιθανότητα να έχουν μάθει τη γλώσσα εκτός σπιτιού ή οικισμού.
[7] Πέρα από την επιστημονική έρευνα για τα ιδιώματα, αρκετές πληροφορίες για τις δυσχέρειες αλληλοκατανόησης μας δίνουν κείμενα της εποχής, Ελλήνων και περιηγητών ή άλλων «ξένων».
[8] Αξίζει όμως να αναφερθεί ότι όλες οι «φωνές» δυσαρέσκειας για τις πολιτικές του ελληνικού κράτους, το οποίο άλλωστε επανδρώνουν ισότιμα οι Αρβανίτες, απέναντι στα αρβανίτικα μέχρι και τις αρχές του 20°“ αιώνα προέρχονται από αυτές τις κοινότητες με την εξαίρεση του Αναστάσιου Κουλουριώτη και του Τάσου Νερούτσου.
[9] Αλέξανδρος Δ. Κριεζής, Απομνημονεύματα (Γκιορνάλε δια την ανεξαρτησίαν του έθνους), Ε. Πρωτοψάλτης (επιμ.), Αθήναι, «Βιβλιοθήκη» Γ. Τσουκαλά και υιού, χ.χ. [1956], σ. 57. Η πρώτη δημοσίευση των χειρογράφων ανάγεται στο 1889.
[10] Με όρους δομικής γλωσσολογίας οι Σουλιώτες δεν μιλούν arvanitika αλλά την τσάμικη υποδιάλεκτο των τοσκικών.
[11] Αδαμάντιος Κοραής, Αλληλογραφία, τόμ. Δ’, Αθήνα, Ίδρυμα Μελέτης του Ελληνικού Διαφωτισμού, 1982, σ. 309-310.
[12] Ας σκεφτούμε ότι ακόμη και σήμερα η σημασία της γλωσσικής σύνδεσης παραμένει: οι μη επιστημονικές θεωρήσεις περί ενιαίου γλωσσικού συστήματος/κώδικα αρχαίας και νέας ελληνικής διδάσκονται στα πανεπιστήμια, αλλά και εκφέρονται σε μία ακραία αντιεπιστημονική τους εκδοχή δημόσια από λίγους ακαδημαϊκούς όπως ο Γ. Μπαμπινιώτης. Αξίζει ίσως να αναφερθεί ότι στο ομώνυμο λεξικό οι Αρβανίτες εμφανίζονται ως από πάντα δίγλωσσοι.
[13] ΓΑΚ, Μικτή Επιτροπή, φ· 94.
[14] Για παράδειγμα στα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη.
[15] Αλέξανδρος Δ. Κριεζής, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 86. Σημειώνουμε ότι ο Μουσταφάς απευθύνεται στον Υδραίο στα αλβανικά. Πάντως, καθώς ο Μουσταφάς ήταν στο στράτευμα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, δηλαδή μάλλον Τόσκης, πιθανότητα που ενισχύεται από την γνώση των ελληνικών, προκαλεί κάποια εντύπωση η ευχερέστερη συνεννόηση στα ελληνικά.
[16] Δαυίδ Αντωνίου, Η Άνδρος μέσα από το Αρχείο του Υπουργείου, τόμ. Γ’- Εκπαιδευτικά, Χρονικά της Άνδρου, 24, Άνδρος, 1995, σ. 59-60,81,148,151-152, 154, 155, 167.
[17] Αρκετές από αυτές, και μεταγενέστερες, βρίσκονται σε Leonidas Embirikos, Histoire de la langue albanaise en Grece de la creation de I’Etat heMnique jusqu’a nos jours, Diplome de I’EHESS, Παρίσι, 2002, σσ. 21 -81.
[18] Γεννήθηκε στη Λωρραίνη από γονείς Εβραίους του Μονάχου.
[19] Gustave d’Eihtal, La Langue grecque, memoires et notices, 1864-1884, precede d’une notice sur les services rendus par Gustave dEichthal a la Grece et aux etudes grecques, par le marquis de Queuxde Saint-Hilaire, Παρίσι, Hachette et Cie, 1887, σ. 42.
[20] Απόστολος Δασκαλάκης, Αρχείον Τζωρτζάκη-Γρηγοράκη. Ανέκδοτα Ιστορικά έγγραφα Μάνης (1810 – 1835) μετά Προλόγου και Ερμηνευτικών Σημειώσεων (Με πολλές εικόνες και πανομοιότυπα εκτός κειμένου), Αθήναι, Ευ. Βαγιωνάκης, 1976, σ. 102. Να θυμίσουμε ότι ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης προσφωνεί «σκατόβλαχε» τον Θ. Κολοκοτρώνη, αναφορά σχετιζόμενη μάλλον με απαξίωση προς τους κτηνοτροφικούς πληθυσμούς.
[21] Στρατηγού Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, Πάπυρος Πρεςς, Αθήνα, 1996, τόμ. Α’, σ. 143.
[22] Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της φιλικής Εταιρείας, εν Ναυπλία, τύπ. Θ. Κονταξή-Ν. Λουλάκη, 1834, σ. 58-59, υποσημείωση.
[23] Να σημειώσουμε ότι το ιδίωμα Αθήνας-Μεγάρων-Αίγινας συνιστούσε θύλακο ελληνοφωνίας στην ευρύτερη συμπαγώς αλβανόφωνη περιοχή.
[24] Αναστάσιος Γεωργιάδης-Λευκίας, Ανατροπή των δοξασάντων και τύποις κοινωσάντων, ότι ουδείς των νυν την Ελλάδα οικούντων απόγονος των αρχαίων Ελλήνων εστίν, X. Νικολαίδης, εν Αθήναις, 1843, σ. 50.
[25] Διονύσιος Σουρμελής, Κατάστασις συνοπτική της πόλεως Αθηνών από της πτώσεως αυτής υπό των Ρωμαίων μέχρι τέλους της Τουρκοκρατίας, [2η έκδοση], εν Αθήναις, Α. Αγγελίδης, 1842, σ. 81 -83.
[26] Προέρχονται από Έλληνες και ξένους και διακρίνονται σε απλές αναφορές και πιο γλαφυρές, όπως αυτή του Νικολάου Λιδωρίκη που έζησε ανήλικος ως πρόσφυγας στην Περαχώρα. Θα περάσει περίπου μισός αιώνας για να αρχίσει να εμφανίζεται μία υπερτονισμένη μονογλωσσία, με σκοπό να υποστηρίξει τα ελλείματα στην εκπαίδευση. Από τις μετρημένες στα δάκτυλα του ενός χεριού αναφορές της εποχής που υποστηρίζουν τη γνώση των ελληνικών, η πιο πολυχρησιμοποιημένη είναι η ακόλουθη: «[…] Argos contains at present a population of not less than 8,000 souls. The Albanian language is used to a considerable extent in common discourse, and they say this is true of 15 or 20 villages on the plain. In the southern towns ofArgolis, and on the neighboring islands of Spetsae, Hydra and Poros, this language is still more extensively employed, but with too little purity to make the Albanian version of the New Testament very intelligible to the people. The modern Greek language, however, is understood by nearly all the inhabitants, whatever be their descent» (Rufus Anderson, Observation upon the Peloponnesus and Greek Islands made in 1829, Βοστώνη, Crocker and Brewster, 1830, o. 74). Επειδή είναι μάλλον από τις ελάχιστες που αναφέρεται σε περιοχές εκτός Ύδρας, Σπετσών ή άλλων ανάλογων κοινοτήτων χρήζει κάποιου σχολιασμού, πέρα από την περίπτωση του Πόρου στον οποίο τόσο η συσσώρευση προσφύγων όσο και κάποιων υπηρεσιών είχε ήδη αλλάξει τα γλωσσικά δεδομένα. Αν υποτεθεί ότι ο Anderson παρατήρησε ο ίδιος την κατανόηση, το αντίθετο φαίνεται από το κείμενο, θα πρέπει να δούμε ποιες περιοχές και οικισμούς εννοεί. Καταρχήν επισκέπτεται την περιοχή τέλη Μαΐου-αρχές Ιουνίου όταν ήδη εικάζουμε βρίσκονταν εκεί οι Αρκάδες και άλλοι ημινομάδες κτηνοτρόφοι. Αν εννοεί οικισμούς στους οποίους ήδη υπήρχε ή είχε προσφάτως δημιουργηθεί μία συγκατοίκηση ελληνόφωνων και αλβανόφωνων, είναι δυνατόν να συνάντησε πρόσωπα που γνώριζαν ελληνικά. Κατά τα άλλα εξαρτάται που έστρεψε το ενδιαφέρον του, ποια δηλ. εννοεί «15 με 20 χωριά στην πεδιάδα». Αν για παράδειγμα, είχε υπόψιν του οικισμούς όπως το Κατσίγκρι, η ελληνοφωνία ήταν γενικευμένη σε ένα πληθυσμό σαφώς πλειοψηφικά ελληνόφωνο, διαφορετικών προελεύσεων. Πάντως, εξ όσων στοιχείων διαθέτουμε θεωρούμε απίθανο να υπήρχε γενικευμένη γνώση της ελληνικής ακόμη και σε οικισμούς στους οποίους η γλώσσα έχει σιγήσει εδώ και πολλές δεκαετίες, όπως για παράδειγμα στα Φύχτια. Η ανάλογη αναφορά του Hobhouse για τα Δερβενοχώρια (Μεγαρίδος) «The greater part of them are descended from Albanian settlers, butallare acquainted with the Romaic language», παρά τις συνήθως προσεκτικές αναφορές του, θα πρέπει αναμφισβήτητα να μετριαστεί. Πρόκειται για μία περιοχή στην οποία τα αρβανίτικα εξακολουθούσαν να είναι εξαιρετικά ζωντανά και στη διάρκεια του 20ου αιώνα, τόσο ώστε μερικές μονόγλωσσες ηλικιωμένες εντοπίζονται ακόμη και τη δεκαετία του 1960. Το απόσπασμα του Hobhouse κατά τη γνώμη μας θα πρέπει να αναφέρεται σε κάποιους ενήλικους άνδρες, και όχι απαραίτητα όλων των οικισμών. Η αναφορά βρίσκεται σε J. C. Hobhouse, A Journey Through Albania: And Other Provinces of Turkey in Europe and Asia, to Constantinople, During the Years 1809 and 1810, τόμ. 1, Λονδίνο, J. Cawthorn, 1813 [2η έκδοση], σ. 481.
[27] Για παράδειγμα, το πώς οι μουσουλμάνοι «συμμετείχαν» στη γιορτή του Πάσχα. Βλ. Ιωάννης Ναθαναήλ Ευβοϊκά: Ήτοι ιστορία, περιέχουσα τεσσάρων ετών πολέμους, της νήσου Εύβοιας, από του 1821-1825 […], εν Ερμουπόλει, Ν. Βαρβαρέσος, 1857.
[28] Πρόκειται για την Ηλεία, στην οποία γίνεται αναφορά και στη γλώσσα των μουσουλμάνων: «εις το Φανάρι ωμίλουν ολιγώτατοι την τουρκικήν, πάντες δε την ιδικήν μας και την αλβανικήν», «εις τα βουνά προς Ανατολάς [της Παστούνης/και αυτήν [την καθομιλουμένην ελληνικήν] και την αρβανίτικην» (Τάσος Γριτσόπουλος, «Στατιστικοί ειδήσεις περί Πελοποννήσου», Πελοποννησιακά, τόμ. Η’, 1971, σ. 411 -459, σ. 431,457). Βλ. επίσης και την αναφορά για την Κάπελη (οι όροι που χρησιμοποιούνται σε αυτήν είναι αλβανικά/ελληνικά), στο ίδιο, σ. 458.
[29] Αθανάσιος Φωτόπουλος, «Ανέκδοτα έγγραφα περί της αντικαποδιστριακής κινήσεως εις την Ηλείαν», Επετηρίς της Εταιρείας Ηλειακών Μελετών, τόμ. Α’, Αθήνα, 1982, σ. 269-291.
[30] Πρόκειται πιθανώς για μικρό όνομα στην περίπτωση αυτή.
[31] Σωτήριος Α. Παπαδόπουλος, Κούβελα. Ορεινό χωριό της επαρχίας Τριφυλίας Ν. Μεσσηνίας, Βιογραφικά Αγωνιστών (Β), βιβλίον τρίτον, Αθήνα, χ.ε., 1996, σσ. 184-185, όπως παραπέμπει σε ΓΑΚ, Όθων Αρχείον, Υπουργείο Εσωτερικών, φ. 170.
[32] Πρόκειται για περιοχή με ιδιαίτερες δυσκολίες στην ανασύσταση του γλωσσικού παρελθόντος. Γνωρίζουμε τη μεταγενέστερη υποχώρηση των αρβανίτικων στον διπλανό οικισμό Μάτεσι.
[33] Σταδιακά, καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα οι περισσότεροι θα εγκατασταθούν στα χειμαδιά ή σε ενδιάμεσους «σταθμούς», είτε δημιουργώντας νέους οικισμούς, είτε συγκατοικώντας σε ήδη υφιστάμενους ελληνόφωνους οικισμούς (αναλυτικά βλ. Lambros Baltsiotis, L’albanophonie dans I’Etatgrec. Expansion etdeclin des parlers albanais, ό.π., o. 225-241, ιδίως το κεφάλαιο La specificite de I’Achaie).
[34] Ιωάννη Θ. Κολοκοτρώνη, (Συλλεγέντα υπό του), Ελληνικά Υπομνήματα, Ήτοι διάφορα έγγραφα αφορώντα την Ελληνικήν Επανάστασιν από 1821 μέχρι 1827, Αθήνησι, X. Ν [ικολαΐδης]. Φιλαδελφεύς, 1856, σ. 470.
[35] Φωτάκος, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ· Α’, Αθήνησι, Π. Α. Σακελλαρίου, 1858, σ. 395.
[36] Στο ίδιο, Αθήνησι, Π.Α. Σακελλαρίου, 1858, σ. 117-118.
[37] Ανάλογες προσεγγίσεις, περί διαφορετικών στάσεων των μουσουλμανικών πληθυσμών που μιλούσαν μία βαλκανική γλώσσα κυρίαρχη σε ένα βαλκανικό έθνος θα ενταθοΰν στη συνέχεια και εμφανίζονται σε όλα τα Βαλκάνια. Για παράδειγμα, ο βουλγαρικός εθνικισμός θα επικαλείται στη ρητορική του ως μείζον στοιχείο εθνικής συμπερίληψης τη βουλγαρική γλώσσα των Πομάκων. Στην πράξη όμως, ένας συστατικά θρησκευτικός εθνικισμός όπως ο βουλγαρικός απέκλειε τους Πομάκους από την εθνική ένταξη. Και αυτό δεν «αποδεινύεται» μόνο από τις μεταξύ τους σφαγές, αλλά και από τις ομαδικές βίαιες βαπτίσεις τους, χωρίς τις οποίες δεν μετουσιώνονταν σε Βουλγάρους. Από την ελληνική περίπτωση ξεχωρίζουμε το σύνολο των ψευδών κατά βάση αφηγημάτων που αναπτύχθηκαν πριν και λίγο μετά την ανταλλαγή των ελληνόφωνων Βαλαάδων. Ίσως δε πιο κοντά στην περίπτωσή μας είναι η στάση των ελληνόφωνων μουσουλμάνων της Παραμυθιάς. Όχι μόνο θα ταυτιστούν με τους αλβανόφωνους μουσουλμάνους της περιοχής, αλλά θα υποστούν το 1944 τις ίδιες ωμότητες από τους χριστιανούς γείτονές τους.
[38] Σημειώνουμε πάντως ότι στη Νομικήν Διάταξιν της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, συνταγμένη από το Θεόδωρο Νέγρη, γίνεται η εξής αναφορά (στοιχείο ΚΣΤ’): «Αν και όλας τας θρησκείας και γλώσσας δέχεται η Ελλάς, και τας τελετάς και χρήσιν αυτών κατ’ ουδένα τρόπον δεν εμποδίση, την Ανατολικήν όμως του Χριστού Εκκλησίαν, και την σημερινήν γλώσσαν μόνας αναγνωρίζει ως επικρατούσας θρησκείαν και γλώσσαν της Ελλάδος». Ακολούθως το Σύνταγμα του 1823, σε αντίθεση με τα άλλα δύο αποκαλούμενα επαναστατικά συντάγματα, περιέχει διάταξη κατά την οποία έλληνες πολίτες είναι, εκτός των αυτοχθόνων χριστιανών, όσοι εγκατασταθούν στη χώρα «έξωθεν ελθόντες και την ελληνικήν φωνήν πάτριον έχοντες και εις Χριστόν πιστεύοντες». Αν και η άποψή μας σχετικά με την πάτριον φωνήν είναι ότι πρέπει να γίνει αντιληπτή ως γλώσσα της Εκκλησίας, του σχολείου και σε ένα βαθμό της «διοίκησης» των ορθόδοξων κοινοτήτων μέσα στο οθωμανικό κράτος παρά ως μητρική γλώσσα, υπάρχουν διαφορετικές απόψεις. Για μία διαφορετική προσέγγιση βλ. Ελπίδα Βόγλη, «Έλληνες το γένος». Η ιθαγένεια και η ταυτότητα στο εθνικό κράτος των Ελλήνων (1821-1844), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2008, σσ. 121-151.
[39] Θεωρούμε ότι έναν ακόμη δείκτη αποτελούν οι διερμηνείς στα συμβόλαια: Πολλοί περισσότεροι ανιχνεύονται όταν πωλούνται μουσουλμανικές ιδιοκτησίες στη Χαλκίδα μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1840, παρά στη Θήβα ή στην Αττική την ίδια περίοδο. Η μεταγενέστερη «αύξηση» των διερμηνέων σε κάποιες από τις αλβανόφωνες περιοχές εδράζεται σε άλλες λογικές.
Λάμπρος Μπαλτσιώτης
Επίκουρος καθηγητής ιστορίας των μειονοτήτων στα Βαλκάνια (19ος-20ος αιώνας) στο Τμήμα Πολιτικής επιστήμης και ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
«Ελευθερία και Θάνατος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 – Μικροϊστορικές προσεγγίσεις από τον αγώνα στον Ηπειρωτικό και στον ευρύτερο Βαλκανικό χώρο», Διεθνές Συνέδριο, Ιωάννινα 2021.
* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
Σχετικά θέματα:
- H πολιορκία της Τριπολιτσάς
- Ο Οικισμός Γκέρμπεσι – Μιδέα της Αργολίδας | Δημιουργία – Ονομασία – Εξέλιξη
- Αραχναίο (Χέλι) Αργολίδας
Τα τοσκικα προέρχονται από τα αρβανίτικα και όχι το ανάποδο
Ο Μουσταφά Γκέκας μάλλον ήταν Γκέκας που έμαθε τα ελληνικά στην Αυλή του Αλή πασά όπως εκεί έμαθε τα αλβανικά ο Καραϊσκάκης .
Οι τελευταίοι που κράτησαν την μπέσα ήταν Έλληνες και Γκεκηδες.
Οπότε μάλλον Γκέκας ήταν