Ο Βελή πασάς στη Βλαχία: προεπαναστατικά σχέδια απελευθερώσεως στην Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο – Δημήτρης Μπαχάρας
Κατά τα έτη 1810-1812 ο γιος του Αλή Πασά, Βελής, μορά βαλισής της Πελοποννήσου από το 1806-1807 θα εκστρατεύσει δύο φορές στη Βλαχία κατόπιν εντολής του πατέρα του, Αλή Πασά, προκειμένου να λάβει μέρος στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο που είχε ξαναρχίσει μετά από ένα σύντομο διάλειμμα το 1808. Στην πραγματικότητα η συμμετοχή αυτή του Βελή στον πόλεμο δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το αποτέλεσμα των διαρκών πιέσεων του Σουλτάνου προς τον Αλή Πασά, ο οποίος είχε ήδη υποχρεωθεί μία φορά να στείλει τον πρωτότοκο γιο του Μουχτάρ, χωρίς όμως καμία επιτυχία. Καθώς φαίνεται λοιπόν ότι ήταν αδύνατον να το αποφύγει, το 1810 θα οργανώσει τον στρατό του και θα φύγει για τη Βλαχία το ίδιο έτος.
Για την εκστρατεία αυτή, ωστόσο ο Βελής έπρεπε να συγκεντρώσει στρατό και εφόδια, κάτι που σήμαινε βαριά φορολογία,[1] χρηματική και σε είδος (τρόφιμα[2]), για όλους. Έτσι θα αρχίσει μία περίοδος συνεχούς επιβάρυνσης των πληθυσμών της Πελοποννήσου (προεστών και αγιάνηδων, χωρικών και αγάδων), η οποία θα χειροτερεύσει μετά και τη δεύτερη εκστρατεία του Βελή το 1811.[3]
Σε αυτό το διάστημα, ο καζάς του Άργους για παράδειγμα, θα αναγκαστεί να πληρώσει σχεδόν τα διπλάσια (1810) ή και τετραπλάσια (1811) χρήματα.[4] Το δε 1812, από όλη την Πελοπόννησο δίνονται 200.000 γρόσια σε φόρους, από τους οποίους οι 50.000 είναι από το Άργος[5] – με αποτέλεσμα οι πληθυσμοί να αρχίσουν να εγκαταλείπουν τα χωριά τους και να καταφεύγουν στα γύρω νησιά και ιδίως στην Ύδρα.[6] Αντίστοιχα δύσκολη θα είναι και η κατάσταση για τους τούρκους αγάδες και μπέηδες. Υπήρχαν πολλοί λοιπόν παραπονούμενοι από όλη τη διοίκηση του Βελή πασά και, από το 1810 και έως το 1812, η κατάσταση είχε χειροτερέψει για τους περισσότερους Πελοποννήσιους, Τούρκους και Έλληνες, θέτοντας ζήτημα τρόπου αλλαγής της ή αντικατάστασης του δυνάστη.

Άποψη του Άργους και του κάστρου της Λάρισας. Amand Freiherr «Griechenland in Wort und Bild», Lipsie, 1882.
Κατά την επικρατούσα ιστοριογραφία λοιπόν, τα χρόνια της απουσίας του Βελή πασά στη Βλαχία βρήκαν ευκαιρία οι δυσαρεστημένοι να οργανώσουν διάφορα σχέδια αντίδρασης, ένα εκ των οποίων αφορούσε και το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός αυτόνομου κρατιδίου υπό τον Ναπολέοντα από μια ελληνοτουρκική συμμαχία προκρίτων και αγιάννηδων.[7] Τα άλλα, αφορούσαν μία αντίδραση του Αλή Φαρμάκη, τον οποίο και κατατρόπωσε ο Βελής σε μία από τις επιστροφές του από τη Βλαχία, και μία των Βαρδουνιωτών, τους οποίους επίσης κατέπνιξε ο Βελής. Όλα τα παραπάνω τοποθετούνται λοιπόν σε αυτή τη δύσκολη περίοδο. Άλλωστε έμοιαζε λογικό: τα δύο τρία πρώτα χρόνια οι πελοποννήσιοι πρόκριτοι και αγιάννηδες υποφέρουν, ενώ από τον τέταρτο που φεύγει ο Βελής στο εξωτερικό οργανώνουν κινήματα.
Τι θα συνέβαινε όμως αν δεν ήταν έτσι ακριβώς τα πράγματα; Το μεγαλύτερο πρόβλημα προκύπτει με τις χρονολογήσεις των παραπάνω γεγονότων, καθώς όπως θα δείξω στη συνέχεια, φαίνεται ότι τα παραπάνω σχέδια αντίδρασης δεν εκδηλώθηκαν κατά τη διάρκεια που ο Βελής ήταν στη Βλαχία, αλλά νωρίτερα. Αρχικά, μεγάλο πρόβλημα δημιουργούν τα απομνημονεύματα-μαρτυρίες, καθώς αποτελούν κατεξοχήν διαμεσολαβημένες πηγές,[8] αφού γράφονται ύστερα από περίπου 30 χρόνια μετά το 1821 – ή και αργότερα –[9] και ανακατασκευάζουν τη μνήμη με βάση σκοπιμότητες, προσωπικές φιλοδοξίες, υστεροφημίες, κ.ά., και προφανώς συγχέουν γεγονότα και ημερομηνίες – αν δεν αντιγράφουν κιόλας[10]-, ωστόσο περιέργως συνέχισαν να αποτελούν για πολλά χρόνια μοναδικές πηγές και παραπομπές για πληθώρα ιστορικών.
Σπανίως δε πρωτότυπα αρχεία και πηγές, όπως αλληλογραφία της περιόδου, χρησιμοποιούνταν για τη διασταύρωση των παραπάνω απομνημονευμάτων. Αλλά ακόμη και όταν αυτό γινόταν, σπανίως ακολουθούνταν ο ιστοριογράφος από τους διαδόχους τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο Μιχάλης Σακελλαρίου: αναδεικνύοντας το 1939 το πρόβλημα της χρονολόγησης της εκστρατείας του Βελή πασά εναντίον του Αλή Φαρμάκη, το οποίο προέκυπτε από τα προαναφερθέντα απομνημονεύματα και τη λανθασμένη εκτίμηση του Βλαχογιάννη,[11] θα παραθέσει ως σωστή ημερομηνία το 1809, παραπέμποντας σε τεκμήρια της εποχής, που απόκεινται στο αρχείο Περρούκα της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας. Ωστόσο, οι μετέπειτα ιστορικοί θα αγνοήσουν τον Σακελλαρίου, αλλά και τη δυνατότητα διασταύρωσης που θα μπορούσε να γίνει, και θα αναπαράγουν προβληματικές χρονολογήσεις που θα βασίζονται και πάλι στα απομνημονεύματα, δημιουργώντας σύγχυση στις επόμενες γενεές.[12]
Αποτέλεσμα των παραπάνω απομνημονευμάτων και των παρανοήσεων στη συνέχεια κυρίως στην ιστοριογραφία του 19ου είναι μια μεγάλη σύγχυση σχετικά με τα σχέδια αυτονομίας, την εκστρατεία του Βελή εναντίον του Αλή Φαρμάκη και των Βαρδουνιωτών. Πότε έγινε, τι έγινε και γιατί έγινε το καθένα από αυτά παρέμενε νεφελώδες για πολλά χρόνια, παρά τις προσπάθειες μεμονωμένων ιστορικών αργότερα, όπως πχ ο Δ. Σταματόπουλος να βάλουν τα πράγματα σε μια τάξη.[13]
Για να πάρουμε λοιπόν τα πράγματα με τη σειρά, φαίνεται ότι χρονολογικά πρώτα τοποθετείται η εκστρατεία του Βελή πασά εναντίον των Βαρδουνιωτών τον Ιανουάριο του 1808,[14] η οποία μπορεί να ενταχθεί στη γενικότερη επιθετική συμπεριφορά του Βελή απέναντι στους αγιάνηδες από τη στιγμή που ανέλαβε το πασαλίκι της Πελοποννήσου, πιθανότατα με στόχο να επιβάλλει την κυριαρχία του.
Ο Βελής είχε ξεκινήσει αφαιρώντας τους προνόμια, κατατρέχοντάς τους καιδιώχνοντάς τους πολλές φορές από τα κάστρα του Μόριά.[15] Όπως έγραφε ο Παπατσώνης, «Ήθελε να καταδαμάσει τους δυνατούς Τούρκους, τους οποίους έβλεπε εναντιούμένος εις τους κατακτητικούς σκοπούς του»,[16] και ο Δεληγιάννης, οι Τούρκοι αγιάνηδες «κατετρέχοντο πολυειδώς και πολυτρόπως».[17] Κατά μαρτυρία της εποχής, ο Βελής με το που έφτασε στην Πελοπόννησο έκανε μια «φορολογική» περιοδεία, εισπράττοντας 13.486.660 φράγκα και επιτάσσοντας άλογα, εμπορεύματα, γη, και αντικαθιστώντας όλους τους καδήδες που δεν ήταν της επιρροής του. Το επόμενο διάστημα προέβη σε κατασχέσεις περιουσιών και δημεύσεις κληρονομιών, μοίρασε τον στρατό του ώστε να εισπράττει από πολλές διαφορετικές περιοχές, επέβαλε επιπλέον δασμό (πέραν των τελωνειακών) στα λιμάνια και υποχρεωτική χρήση πάσων (διαβατηρίων) με χρέωση.[18]
Ο λόγος των παραπάνω πράξεων του Βελή δεν ήταν βέβαια η κατά τον Δεληγιάννη «κατά των τούρκων απέχθειάν του»,[19] αλλά πιθανότατα ότι είτε ήθελε να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του και να κάνει ανεξάρτητο κρατίδιο την Πελοπόννησο και γι’ αυτό χρειαζόταν να αποδυναμώσει τους Τούρκους και να ευνοήσει τους προκρίτους, με τους οποίους είχε έρθει σε συνεννόηση,[20] είτε, όπως έγραφε το 1829 ο Armand Carrel,[21] τον είχε βάλει ο πατέρας του Αλή πασάς γιατί είχε σχέδια να κατακτήσει την Πελοπόννησο και τη Ρωμυλία μέσω των δύο γιων του – τον άλλο γιο του θα τον έστελνε στη Ναύπακτο με αυτό τον σκοπό,[22] κάτι το οποίο επιβεβαιώνεται ως σχέδιο και από τα απομνημονεύματα του Δεληγιάννη.[23]
Για τη σύσταση και δράση της ελληνοτουρκικής συμμαχίας με στόχο τη δημιουργία αυτόνομου κρατιδίου, ωστόσο, και τη χρονολογική τοποθέτησή της σε σχέση με την εκστρατεία του Βελή πασά στη Βλαχία και αυτήν εναντίον του Αλή Φαρμάκη, η κατάσταση είναι αρκετά πιο σύνθετη. Και αυτό γιατί το θέμα της χρονολόγησης της πολιορκίας εναντίον του Φαρμάκη συνδέεται άμεσα με το σχέδιο αυτονομίας και τη γενικότερη εκστρατεία στη Βλαχία.
Αν και οι απομνηματογράφοι Παπατσώνης, Δεληγιάννης, Κολοκοτρώνης δεν ήταν ποτέ απολύτως σαφείς ως προς το έτος έναρξης της πολιορκίας, αντιφάσκοντας μάλιστα συχνά μεταξύ τους, το ζήτημα περιπλέκεται ακόμη περισσότερο από τις λανθασμένες ερμηνείες των γραφόμενων τους.
Έτσι, για παράδειγμα, ο Βλαχογιάννης πρώτος θεωρεί ότι ο Κολοκοτρώνης τοποθετεί την πολιορκία το 1808, ενώ στην πραγματικότητα το 1808 αναφέρεται μόνο στην αρχή του οικείου κεφαλαίου, ως (λανθασμένο) έτος άφιξης του Βελή στην Πελοπόννησο.[24] Ο Δεληγιάννης, στα απομνημονεύματά του γράφει ότι ο Βελής επιτέθηκε αφότου ο Φαρμάκης αρνήθηκε να πάει να τον δει στην Τρίπολη στις αρχές του 1808, αλλά δεν αναφέρει πότε ακριβώς έγινε αυτή η επίθεση.[25] Ο Παπατσώνης τοποθετεί ασαφώς το επεισόδιο σε ένα κείμενο που αναφέρεται μεν (πάλι λανθασμένα) το 1808 ως ημερομηνία έλευσης του Βελή στην Πελοπόννησο, αλλά όχι συγκεκριμένα για την πολιορκία.[26] Στο ίδιο κείμενο, ο απομνηματογράφος αναφέρει ότι ο Βελής εκστρατεύει εναντίον του Φαρμάκη αφού του ζήτησε δύο φορές να του δώσει στρατό για να φύγει για τον πόλεμο εναντίον της Ρωσία που διεξαγόταν στη Βλαχία και αρνήθηκε. Άρα λογικά οι επόμενοι ιστοριογράφοι θα συμπεράνουν ότι τοποθετεί το επεισόδιο είτε στο 1810 είτε στο 1811 (όταν και πράγματι έλαβαν χώρα οι δύο εκστρατείες του Βελή), ασχέτως αν τελικά αποδεικνύεται ότι ο Παπατσώνης απλώς συγχέει τα γεγονότα, καθότι γράφει 40 χρόνια αργότερα. Σε αυτό φαίνεται ότι βασίζεται και ο Βλαχογιάννης, ο οποίος αμφισβητεί την ημερομηνία 1808 που δίνει το χειρόγραφο του Πετμεζά που ο ίδιος παραθέτει, για να υποστηρίξει ότι η πολιορκία του Φαρμάκη λαμβάνει χώρα το 1811, προφανώς μπερδεμένος από την αρχική πρόταση του χειρογράφου που λέει ότι «Η επάνοδος του Βελήν πασάν εν Πελοποννήσω δυσαρέστησετους Τούρκους […]», θεωρώντας την «επάνοδο» ως επιστροφή από την εκστρατεία στη Βλαχία.[27] Ο Βλαχογιάννης θεωρώντας εκ παραδρομής λάθος του συντάκτη του χειρογράφου του Πετμεζά με τίτλο «Αλή Φαρμάκη πολιορκία, Απρίλιος 1808» (σ. 281), προσπάθησε να συνδέσει την επάνοδο του Βελή από τη Βλαχία τον Απρίλιο του 1811 με την εκστρατεία εναντίον του Αλή Φαρμάκη, καθώς προφανώς ταίριαζε στο παραπάνω σχήμα των αντιδράσεων την περίοδο που Βελής έλειπε. Μάλιστα, επειδή και δεύτερη μαρτυρία, αυτή του Κολοκοτρώνη, χρονολογούσε την εκστρατεία εναντίον του Αλή Φαρμάκη στο 1808, ο Βλαχογιάννης φρόντιζε να τη θεωρήσει «περίεργη».[28] Όπως προαναφέρθηκε, τη λύση θα δώσει μεν ο Σακελλαρίου από το 1939,[29] όμως πολλά χρόνια αργότερα, το πρόβλημα των χρονολογήσεων θα παραμένει.[30]
Όσον αφορά δε την ελληνοτουρική συμμαχία και το σχέδιο αυτονόμησης της Πελοποννήσου, ο Παπατσώνης έγραφε από τη μία ότι η ελληνοτουρκική συμμαχία συστήνεται το 1809, αλλά από την άλλη ότι οι συναντήσεις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων έγιναν αφότου «εκστράτευσεν ο Βελή πασάς δια το σεφέρι με δέκα χιλιάδας στρατόν και εν τη απουσία αυτού οι εντόπιοι τούρκοι […] συνεννοήθησαν με τους προεστούς του Μορέως»,[31] κάτι το οποίο συμβαίνει το 1810 είτε το 1811 – εκστρατείες του Βελή πασά στη Βλαχία λόγω του Ρωσοτουρκικού πολέμου 1806-1812. Ο δε Δεληγιάννης αναφερόταν λεπτομερώς μεν στο σχέδιο, χωρίς όμως να δίνει χρονολογίες, ενώ ο Κολοκοτρώνης το ενέτασσε σε ένα κεφάλαιο που ξεκινούσε με το «Εις τα 1808», όμως άφηνε πολύ μεγάλο κενό έως ότου ξεκινήσει η αφήγηση του σχεδίου, κάτι που άφηνε περιθώρια για πολλαπλές χρονολογήσεις.

Ο Φιλέλληνας, ιστορικός και επικεφαλής του μικτού τάγματος στην πολιορκία της Τρίπολης, Τόμας Γκόρντον. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία.
Το σχέδιο της αυτονόμησης είχε αναφέρει ένας από τους πρώτους ξένους ιστοριογράφους της Επανάστασης, ο Thomas Gordon,[32] χωρίς ωστόσο άλλες λεπτομέρειες, κάτι που είχε προκαλέσει τα ερωτήματα του Σακελλαρίου, στην κομβική πραγματεία του για την Πελοπόννησο κατά τη δεύτερη Τουρκοκρατία.[33] Στη συνέχεια, ο Βλαχογιάννης στο επίσης κομβικό έργο του για την περίοδο, θα αναφέρει την ύπαρξή του, θεωρώντας ωστόσο «περίεργα» τα όσα έγραφε ο Παπατσώνης περί του σχεδίου, καθώς υποβαθμίζοντας τη σημασία του θεωρούσε ότι «οι ενέργειες αυτές δεν είχανε σοβαρότητα, αφού καμία ετοιμασία δεν είχε γίνει στο Μόριά ούτε και θα μπορούσανε ποτέ να συνεννοηθούνε για έναν κοινόν πατριωτικό σκοπό Χριστιανοί και Τούρκοι μοραΐτες».[34]
Έτσι, το ζήτημα της ύπαρξης και της χρονολόγησής του παρέμεινε άλυτο, αφού για άλλη μια φορά οι ερμηνείες των μετέπειτα ιστορικών που βασίζονταν στους απομνηματογράφους ή στους πρώτους ιστοριογράφους του 19ου αιώνα, δημιούργησαν νέες συγχύσεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Ζέππος το τοποθέτησε λανθασμένα στο 1809, υπολογίζοντας χοντρικά την ημερομηνία από τα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη,[35] στα οποία ωστόσο δεν αναφερόταν καθόλου το έτος 1809 στις συγκεκριμένες σελίδες περιγραφής του σχεδίου.[36] Και αντίστοιχα, η εξαιρετική κατά τα άλλα και καθόλα αξιόπιστη Κιρκίνη-Κούτουλα, θα αναφέρει ότι οι συνεννοήσεις ξεκίνησαν το 1810 με την αναχώρηση του Βελή Πασά για τη Βλαχία, αν και στην επόμενη σελίδα παρουσιάζει σχετικό έγγραφο του 1809 από το αρχείο Περρούκα.[37]
Άμεσα συνδεδεμένο με το ζήτημα της χρονολόγησης είναι και το ζήτημα της πατρότητας του σχεδίου. Ο Δεληγιάννης παρουσίαζε το σχέδιο της αυτονόμησης ως δική του ιδέα και ως αποτέλεσμα των συναντήσεων με τους Τούρκους αγιάνηδες και αγάδες,[38] ενώ το ίδιο έκανε και ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος το παρουσίαζε ως δική του ιδέα και του Αλή Φαρμάκη.[39]

Πορτρέτο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη (1843) σχεδιασμένο εκ του φυσικού από τον Γάλλο ζωγράφο Πιερ Μπονιρότ (Pierre Bonirote, 1811-1891). Υδατογραφία και μολύβι σε χαρτί, 27,5 x 20 cm.
Ωστόσο, φαίνεται μέσα από πρωτογενείς πηγές[40] ότι το σχέδιο ήταν αρχική ιδέα των Τούρκων, και συγκεκριμένα του ισχυρότερου αγά του Λάλα Γιακούμπ αγά, χωρίς τη συμμετοχή Ελλήνων σε αυτό, εκτός του Γεωργίου Σισίνη (ο οποίος συνδεόταν μαζί τους λόγω εντοπιότητας Ηλεία, Λάλα),[41] κάτι το οποίο τοποθετεί χρονικά αρκετά νωρίτερα το ξεκίνημα του σχεδίου. Συγκεκριμένα, ο Γιακούμπ αγάς θα είναι ο πρώτος ο οποίος θα ξεκινήσει τις επαφές, όταν θα γράφει ήδη από τον Νοέμβριο του 1808 στον γάλλο αυτοκρατορικό επίτροπο Μπεσιέρ [Bessieres] στην Κέρκυρα, ζητώντας από τον Ναπολέοντα εκ μέρους των κατοίκων του Μοριά και πολλών σημαντικών τούρκικων οικογενειών να τους απαλλάξει από την καταπίεση του τυράννου και να τους πάρει «κάτω από τις φτερούγες του».[42] Το γεγονός μάλιστα ότι στους τούρκους συμμάχους που συμμετέχουν είναι ο βαρδουνιώτης Μουσαγά, ο οποίος είχε δεχτεί την επίθεση του Βελή λίγους μήνες νωρίτερα, τον Ιανουάριο του 1808,[43] και ο γιος του βοεβόδα Χασάν μπέη από τη Μονεμβασιά, του οποίου τον πατέρα είχε εκτελέσει ο Βελής,[44] επιβεβαιώνει ότι μάλλον ύστερα από αυτή την επίθεση – και σίγουρα πριν την πολιορκία του Αλή Φαρμάκη -, οι τουρκοι αγιάννηδες και αγάδες άρχισαν να σχεδιάζουν με επικεφαλής τον Γιακούμπ το σχέδιο εκδίωξης του Βελή.
Σύμφωνα με τις επιστολές του Γιακούμπ αγά, σε αυτούς που στήριζαν το σχέδιό του ήταν μια ευρύτερη συμμαχία τούρκων αγιάνηδων και αγάδων, με επίκεντρο κυρίως τις συγγενικές μεταξύ τους σχέσεις: τον αδερφό του Αλή Φαρμάκη, τον κουνιάδο του Χασέμ Αλι αγά, τον γαμπρό του Σεγίντ (Seyid) αγά και τους γονείς του Χαλέμη αγά και Αζίζ αγά. Αυτοί πλαισιώνονταν από τους φίλους και συμμάχους όπως ο Μούσα αγά από τα Βαρδούνια, ο γιος του Χασάν μπέη από τη Μονεμβασιά, ο Σεγίντ (Sayid) και ο Σιλ αγάς [μάλλον ο Σείτ αγάς] από την Πάτρα, και ο έτερος γαμπρός του στην Κορώνη (πιθανότατα ο Ισάπαγας, ο οποίος συμμετέχει και στη μετέπειτα συμμαχία), και σύμφωνα με τον ίδιο έλεγχαν τη Γαστούνη, τον Πύργο, το Φανάρι, την Καρύταινα, το Λάλα και τα Καλάβρυτα.[45] Ότι ο Γιακούμπ ήταν ο εμπνευστής του αρχικού σχεδίου αναζήτησης βοήθειας στον Ναπολέοντα δεν θα αμφισβητείται ούτε αργότερα από τον Μπεσιέρ: σε αρκετές επιστολές του το 1809 θα αναφέρει τον Γιακούμπ ως ενορχηστρωτή του σχεδίου, «I’auteur du projet d!insurrection»[46] και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αυτός θα είναι τελικά αυτός που θα ξεσηκώσει τις φρουρές της Πελοποννήσου το 1812 εναντίον του Βελή, συμβάλλοντας σημαντικά στην εκδίωξή του.
Σύμφωνα όμως με την αφήγηση του Δεληγιάννη, ήταν ο ίδιος αυτός που πρότεινε ένα σχέδιο για τη συγκρότηση μίας συμμαχίας με στόχο να ζητήσουν από τον Ναπολέοντα να ελευθερώσει την Πελοπόννησο από τον Βελή και να την κάνει ουσιαστικά αυτόνομο κρατίδιο υπό την κυριαρχία του Ναπολέοντα.[47] Σε αυτό το σχέδιο του Δεληγιάννη, οι Έλληνες και οι Τούρκοι Πελοποννήσιοι προύχοντες και αγιάννηδες θα μοιράζονταν τη νέα εξουσία, δίνοντας λόγο μόνο στον Ναπολέοντα. Έλεγε λοιπόν: «Αν η γνώμη μου αυτή γίνει παραδεκτή, φρονώ ότι είναι αναγκαίον να σχηματίσωμεν μίαν εταιρίαν, να θέσωμεν τους όρους με τους όποιους θα ζήσωμεν ως αδελφοί μιας οικογένειας και να ορκισθώμεν μεταξύ μας και να εμβώμεν εις ενέργειαν δια να αποπερατώσω μεν όσον το συντομώτερον την υπόθεσιν αυτήν».[48]
Στη συνέχεια, κατά την αφήγηση του ίδιου, οι τούρκοι μπέηδες και αγάδες, με επικεφαλής τον Μουσταφάμπεη[49] συμφώνησαν και «αμέσως ωρκίσθηκαν οι μεν εις το Κοράνι οι δε εις το Ευαγγέλιον, έκαμαν δε και εν συμφωνητικόν με τρομερούς όρκους και ότι εις το εξής θέλει θεωρούνται όλοι ως αδελφοί κτλ.» Το σχέδιο ήταν να ζητήσουν 15.000 τακτικό στρατό από τον Ναπολέοντα και 7-8 πολεμικά πλοία να καταλάβουν τα φρούρια, να διώξουν τον Βελή και να εξουσιάζουν την Πελοπόννησο και τα παρακείμενα νησιά Ύδρα, Σπέτσες και όσα μέρη της Στερεάς δυνηθούν. Συμφώνησαν επίσης ισότητα μεταξύ Τούρκων και Χριστιανών και στη διοίκηση του νέου τόπου.[50] Το συμφωνητικό το κατέθεσαν στον Γιαννάκη Δεληγιάννη οι αρχηγοί κάθε πλευράς που ήταν οι εξής: Τούρκοι: Μουσταφάμπεης (Κορώνη), Απταγάς Δευτέρ Κεχαγιάς, Νακήπ εφένδης, Μαχμούτ εφένδης. Για τους Χριστιανούς: ο γέρο Δεληγιάννης και ο γιος του Θεοδωράκης, ο Σωτηράκης Λόντος, ο Ασημάκης Ζαΐμης, ο Σωτήρης Χαραλάμπης, ο Αναγνώστης Παπατσώνης, ο Θεοδόσιος (δραγομάνος), ο Σωτήριος Κούγιας, ο Κοπανίτσας, ο Νικολής Περρούκας, ο Νικολής Λόντος, ο Σισίνης, κλπ. Από τους αρχιεριες ήταν ο Μονεμβασίας, ο Χριστιανουπόλεως και ο Ναυπλίου και καθένας από αυτούς έπρεπε να κατηχήσει τους δικούς του, φίλους και συγγενείς και ομόθρησκους. Ύστερα από λίγο καιρό, πάντα σύμφωνα με τον Δεληγιάννη, κατηχήθηκαν οι Οθωμανοί Αγιαδουλάχμπεης, ίμπραήμαγας, Σιολκολ αγας και Τσιδάρμπεης (φρούραρος Ναυπλίου), Μουσαγάς, Ρουμπής και Καραμέρος (Βαρδούνια), ο Ισάπασας (Κορώνη), ο Τσιζδάραγας (Νεόκαστρο), ο Τσιδάραγας (Μεθώνη), ο Μεχμέτ αγάς (Τριφυλία), ο Αλη Φαρμάκης, ο Γιακούπαγάς, ο Ταχήρ αγάς και ο Χασάν Φιδάς (Λάλα), και ο Σαίτ αγάς (Πάτρα).[51] Και από τους χριστιανούς μπήκαν με τη μεσολάβηση του Παπατσώνη και ο Πέτρος Μαυρομιχάλης και ο Παναγιώτης Μούρτσιον και ο Γεωργάκης Καπετανάκης από τη Μάνη.[52]
Το γεγονός ότι οι αγιάνηδες των Βαρδουνίων, της Κορώνης, της Πάτρας και του Λάλα που συμμετέχουν είναι οι ίδιοι με αυτούς που παρουσιάζονταν στο σχέδιο του Γιακούπ αγά επιβεβαιώνει αρκετά από τα γραφόμενα του Δεληγιάννη, αλλά όχι και την πρωτοτυπία της ιδέας, την οποία με τη σειρά του θα διεκδικήσει και ο Κολοκοτρώνης, αρκετά χρόνια αργότερα, στα απομνημονεύματά του.[53]
Σύμφωνα με αυτόν η πρωτοβουλία του σχεδίου ήταν δική του, του Αλή Φαρμάκη και του Donzelot,[54] και το εγχείρημα προέβλεπε «να κάνουμε μια κυβέρνηση συνθεμένη από 12 Τούρκους και 12 Έλληνας να κυβερνούν τον λαόν. Οι Τούρκοι να καταδικάζονται καθώς και οι Έλληνες. Τους νόμους τους είχαμε εγγράφους εις του Κορφούς από τον Δονζελότ. Η σημαία μας από ένα μέρος το φεγγάρι και από άλλο το Σταυρό και το σχέδιο μας ήταν άμα επατούσαμε τον Μορέα να κάμωνεν αναφοραίς εις τον Σουλτάνον και του λεγωμεν ότι ημείς δεν αποστατήσαμεν εναντίνον σου πλην εναντίον του τυρράνου Βέλη πασά».[55] Ο Κολοκοτρώνης σκοπίμως δεν ανέφερε καθόλου τον Δεληγιάννη ή άλλους προεστούς και αγιάννηδες πέραν του αδελφοποιητού του Αλή Φαρμάκη, αφού ήθελε να αντεπιτεθεί στα ήδη δημοσιευμένα απομνημονεύματά του Δεληγιάννη στα οποία ο ίδιος εμφανιζόταν ως μετέπειτα κατηχηθείς στο σχέδιο της αυτονομίας, και μάλιστα από τον Αλή Φαρμάκη. Ταυτοχρόνως, και αυτός προσπαθούσε να εξυψώσει τον ρόλο και τη θέση του εκείνης της εποχής, μειώνοντας τον ρόλο των Τούρκων (και ειδικά τον ρόλο του Γιακούμπ) και παρουσιάζοντας την ιστορία ως συνέχεια μιας δικής του πρώιμης προσπάθειας απελευθέρωσης του έθνους: «ο μυστικός μου σκοπός, αφού εμβαίναμε και επιάναμε όλα τα φρούρια, τότε το εκάμναμε εθνικότερο και εχαλούσαμε τους Τούρκους».[56]
Από όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι, πρώτον, το σχέδιο ανεξαρτητοποίησης της Πελοποννήσου με τη βοήθεια του Ναπολέοντα ήταν υπαρκτό και σε εξέλιξη τουλάχιστον από το 1808 και σίγουρα πολύ πριν την εκστρατεία του Βελή στη Βλαχία, και δεύτερον, ότι σε αυτό εμπλέκονταν Έλληνες και Τούρκοι πρόκριτοι και αγιάνηδες, με επικεφαλής πιθανότατα τους Τούρκους και συγκεκριμένα τον Γιακούμπ. Σε δεύτερο επίπεδο, μπορούμε επίσης να επισημάνουμε ότι η λεπτομερής αναφορά των ονομάτων των συμμετεχόντων στο εγχείρημα από τον Δεληγιάννη, τον Παπατσώνη και τον Κολοκοτρώνη μας επιτρέπει να διαχωρίσουμε συμμαχίες και αντιπαλότητες. Δεν συμμετείχαν λοιπόν στη συμμαχία οι πανίσχυροι Κιαμήλμπεης, Αρναούτογλου, Σιεχνετζιπης, Μουκαπλελση, είτε γιατί δεν τους κάλεσαν – κατά τον Δεληγιάννη, γιατί δεν μπορούσαν να τους εμπιστευτούν[57] – είτε γιατί είχαν συνείδηση της ταυτότητάς τους και ότι το πραγματικό συμφέρον τους ήταν αλλού, όπως υποστήριζε η Πύλια,[58] είτε γιατί δεν θεωρούσαν σοβαρές τις προσπάθειες μιας περιορισμένης τοπικά ομάδας αγιάννηδων και αγάδων υπό τον Γιακούμπ, και μάλιστα με ουτοπικά όνειρα ανεξαρτητοποίησης ή γαλλικής επέμβασης. Ταυτοχρόνως, η συμμετοχή στο σχέδιο αναδεικνύει αντιζηλίες, οι οποίες θα παίξουν σημαντικό ρόλο. Έτσι, οι Σείτ αγάς[59] και Μουσταφά αγάς του Λάλα, θείοι του Γιακούπ αγά και του Αλή Φαρμάκη, με κυρίαρχη θέση στην περιοχή ως το 1808 – ο Μουσταφαγας ήταν διοικητής του Λάλα και ο Σείτ αγάς διοικητής και ενοικιαστής των προσόδων του Πύργου[60] – δεν θα δουν με καλό μάτι τον ξεσηκωμό των δύο αδελφιών, ούτε και τη συνεργασία τους με άλλους αγιάνηδες και αγάδες, πόσο μάλλον με χριστιανούς. Κατά συνέπεια, δεν θα είναι περίεργη η καταφυγή τους στον Βελή πασά, στον οποίο κατέδωσαν το σχέδιο προδοσίας όλων των παραπάνω, προσθέτοντας μάλιστα στους συνωμότες τους Κιαμήλμπεη, Αρναούτογλου και καϊμακάμη.[61]
Σε απάντηση αυτής της κίνησης, φαίνεται ότι ο Δεληγιάννης, την κρίσιμη στιγμή, θα σπεύσει να αποποιηθεί οποιαδήποτε συμμετοχή του στο σχέδιο, στρέφοντας όλες τις κατηγορίες στον Αλή Φαρμάκη,[62] παρόλο που έως τότε είχε υπάρξει καλός του φίλος και συνεργάτης.[63] Ο Φαρμάκης, ως αδερφός του Γιακούμπ που είχε οργανώσει το σχέδιο, φαινόταν ως επικεφαλής, αφού είχε μείνει μόνος στο Λάλα για να αντισταθεί στον Βελή[64] ύστερα από την αναχώρηση του αδερφού του για τα Ιόνια, και ήταν πολύ εύκολο να αποδώσει σε αυτόν όλη την ευθύνη ο Δεληγιάννης, βγάζοντας τον εαυτό του απέξω. Ως αποτέλεσμα, στα μέσα με τέλη Μαρτίου 1809[65] ο Βελή πασάς επιτίθεται στον Αλή Φαρμάκη, ο οποίος προσπαθεί να κερδίσει χρόνο για να έρθουν οι βοήθειες των Γάλλων. Σε αυτή την προσπάθεια ο Γιακούμπ αγάς προσφέρει χρήματα στον Βελή για ειρήνη, ο Βελής δέχεται και τον καλεί στην Τρίπολη για συμφωνία. Εκεί ο Γιακούμπ μαθαίνει από έμπιστο στο σεράι ότι ο Βελής θέλει να τον συλλάβει και αυτόν και τα παιδία του ως ομήρους, το σκάει περνάει από τη Γαστούνη παίρνει την οικογένειά του και πάνε στη Ζάκυνθο στις 31 Μαρτίου 1809.[66] Από εκεί εξακολουθεί να στέλνει επιστολές στον Μπεσιερ πιστεύοντας ότι οι Γάλλοι θα έρθουν για βοήθεια,[67] και βεβαιώνοντας ότι η συμμαχία Ελλήνων και Τούρκων είναι συμπαγής.[68] Ταυτόχρονα θα στραφεί και στους Τούρκους αγάδες που είχαν πληγεί από τον Βελή το προηγούμενο διάστημα, γράφοντάς τους επιστολές να βοηθήσουν στην εκδίωξη του Βελή.[69] Αν και ο Βελής θα διεκδικήσει την έκδοσή του από τους Γάλλους, αυτοί δεν θα τον παραδώσουν, τουλάχιστον έως τις 31 Μαΐου 1809, όταν και ο Φαρμάκης ακόμη αμυνόταν οτο κάστρο του.[70] Ο πόλεμος εναντίον του Φαρμάκη θα λήξει τελικά έως τις 16 Ιουλίου 1809 με διαταγή της Υψηλής Πύλης,[71] αν και ούτε ο Φαρμάκης θα παραδοθεί, ούτε ο Κολοκοτρώνης, τον οποίο ο πρώτος είχε καλέσει σε βοήθεια πριν την πολιορκία.[72]
Εν τούτοις, η λήξη του δεν θα σημάνει και το τέλος του γαλλοελληνοτουρκικού σχεδίου, στο οποίο πλέον θα αρχίσουν να συμμετέχουν πιο ενεργά οι Έλληνες. Ο Αλή Φαρμάκης με τον Κολοκοτρώνη θα καταφύγουν στη Ζάκυνθο, όπου τους περίμενε ο αδερφός του Φαρμάκη Γιακούμπ αγάς, ο οποίος θα συνεχίσει τις επαφές με τους Γάλλους, αναμένοντας τη βοήθεια του Ναπολέοντα.[73] Σε αυτό το διάστημα, φαίνεται ότι ο Φαρμάκης μύησε τον Κολοκοτρώνη στο σχέδιο της «εταιρείας»[74] και μαζί ανέλαβαν δράση: ο Φαρμάκης (ή ο Γιακούμπ) θα ειδοποιήσει τον Δεληγιάννη και τους υπόλοιπους προκρίτους στην Πελοπόννησο για τα τεκταινόμενα, και αυτοί με τη σειρά τους θα στείλουν τον Πέτρο Μαυρομιχάλη ως απεσταλμένο να τους συναντήσει για να δράσουν από κοινού. Έτσι, οι Γιακούμπ αγάς, Μαυρομιχάλης και Κολοκοτρώνης θα μεταβούν στην Κέρκυρα για να συναντήσουν από κοντά τον γάλλο αρμοστή στο νησί Ντενζελότ, με τον οποίο θα συμφωνήσουν τα επόμενα βήματα.[75] Επικεφαλής της τριανδρίας φαίνεται ότι ήταν ο Μαυρομιχάλης (και όχι ο Κολοκοτρώνης όπως γράφει ο ίδιος στα απομνημονεύματα του), ο οποίος και παρέδωσε επισήμως το αίτημα βοήθειας προς τον Ναπολέοντα στον Ντονζελό στα τέλη Ιουλίου αρχές Αυγούστου 1809.[76] Η επιλογή του Μαυρομιχάλη μόνο τυχαία δεν ήταν. Η πανίσχυρη οικογένεια της Μάνης, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες οικογένειες προκρίτων είχε άμεσες δυνατότητες επιστράτευσης σημαντικού αριθμού πολεμιστών και αυτό είναι κάτι που τόνιζε ο Μαυρομιχάλης στο αίτημα βοήθειας: «Προσφέρομαι, σε περίπτωση που η αυτού εξοχότης σας το βρίσκει βολικό, να μπω στην υπηρεσία του αυτοκράτορος Ναπολέοντος και να σχηματίσω ένα σύνταγμα Σπαρτιατών».[77]
Το όλο σχέδιο θα ναυαγήσει τελικά ύστερα από την κατάληψη των Επτανήσων από τους Άγγλους τον Οκτώβριο του 1809, καθώς οι Άγγλοι θα συλλάβουν τα αδέρφια Γιακούμπ και Φαρμάκη, τον Κολοκοτρώνη και τον Μαυρομιχάλη ως όργανα των Γάλλων, και όπως γλαφυρά έγραφε ο Δεληγιάννης «ούτως εματαιώθησαν όλαι αι ελπίδες μας και κατεστράφησαν τα σχέδιά μας ένεκα αυτής της αποτυχίας και εμείναμεν εις τα κρύα του λουτρού».[78]
Συμπερασματικά, η εκστρατεία εναντίον των Βαρδουνιωτών το 1808, ο σχεδιασμός της αυτονόμησης της Πελοποννήσου υπό τον Ναπολέοντα λίγο αργότερα – όμως κατά το ίδιο έτος -, και τέλος η εκστρατεία του Βελή εναντίον του Αλή Φαρμάκη το 1809 συνδέονται άμεσα καθώς αποτελούν μέρος της ίδιας ιστορίας. Ο Βελής επιτίθεται στους Βαρδουνιώτες για να επιβάλλει την κυριαρχία του ως νέος πασάς και να εξυπηρετήσει τα σχέδια του πατέρα του (Ιαν. 1808), οι βαρδουνιώτες μαζί με άλλους δυσάρεστημένους αγιάνηδες σχεδιάζουν μια εξέγερση εναντίον του Βελή που θα φέρει τους ίδιους επικεφαλής ενός αυτόνομου κρατιδίου (π. Νοε. 1808) και στο σχέδιο μπαίνουν και οι έλληνες πρόκριτοι που βλέπουν επίσης προσωπικά συμφέροντα. Ωστόσο, όταν ο Βελής αντιδρά, ο Δεληγιάννης αποχωρεί διακριτικά, αφήνοντας μόνο τον Αλή Φαρμάκη να επωμιστεί το βάρος της οργάνωσης του σχεδίου στην Πελοπόννησο, ενώ ο αδερφός του Γιακούμπ και πραγματικός αρχηγός βρίσκεται στην Κέρκυρα διαπραγματευόμένος με τους Γάλλους. Έτσι λογικά ο Βελής θα επιτεθεί στον Αλή Φαρμάκη με στόχο να διαλύσει την εξέγερση στη βάση της (άνοιξη 1809), ενώ λίγο αργότερα η αποχώρηση των Γάλλων από τα Επτάνησα θα βάλει οριστικό τέλος στα σχέδια δημιουργίας ενός αυτόνομου κρατιδίου υπό τον Ναπολέοντα (φθιν. 1809).
Σχέδια απελευθερώσεως στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία και νεωτερικότητα
Δεδομένου του κεντρικού ρόλου των τούρκων αγιάνηδων, το περιγραφέν σχέδιο αυτονόμησης της Πελοποννήσου δύσκολα θα μπορούσε να ενταχθεί σε ένα σχήμα συνέχειας της εθνογένεσης και της εθναφύπνισης που ξεκινάει από τα ορλωφικά και φτάνει ως την Επανάσταση του 1821. Άλλωστε ο Ροτζώκος έχει δείξει παραδειγματικά στο έργο του γιατί αυτό δεν θα μπορούσε να ισχύει ούτως ή άλλως.[79] Ωστόσο, το γεγονός ότι την ίδια ακριβώς περίοδο, μια άλλη ομάδα προκρίτων της Ηπείρου και της Θεσσαλίας υπέβαλλε αναλυτικό υπόμνημα στον Ναπολέοντα ώστε να τους βοηθήσει να εξεγερθούν εναντίον των Τούρκων (π. Μάρτιος 1809),[80] ενώ ο Περραιβός πρότεινε στον Γάλλο κυβερνήτη των Ιονίων Franpois-Xavier Donzelot την απελευθέρωση του Σουλίου[81] μας οδηγεί σε μια άλλη σκέψη. Στο κατά πόσο δλδ αυτά τα κινήματα-εξεγέρσεις θα μπορούσαν να ενταχθούν στο πλαίσιο της νεωτερικότητας που φέρνει η Γαλλική Επανάσταση και ο Ναπολέων.
Το δεύτερο αυτό σχέδιο ή απόπειρα εξέγερσης, το οποίο απευθυνόταν επίσης στον Ναπολέοντα, είχε επισυναφθεί με τη μορφή υπομνήματος από τον Γάλλο αυτοκρατορικό επίτροπο Μπεσιέρ, μαζί με τα προαναφερθέντα υπομνήματα των μπέηδων και αγάδων της Πελοποννήσου. Το υπόμνημα είχε εγχειρίσει στον Μπεσιέρ ένας μυστικός πράκτορας των Ρώσων στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία εν ονόματι Γεώργιος Δημητριού [Georges Dimitri], ο οποίος σε αντάλλαγμα ήθελε να εξασφαλίσει την υποστήριξη των προκρίτων της Ηπείρου και της Θεσσαλίας στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο.[82] Σε αυτό αναφερόταν ότι «εδώ και 14 χρόνια, (δηλ. από το 1795), οι πρόκριτοι της Αλβανίας (sic) και της Θεσσαλίας οργανώνονταν μυστικά για να διώξουν τον τουρκικό ζυγό (sic)».
Μάλιστα, έναν χρόνο πριν την εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο (δλδ το 1797) είχαν προσπαθήσει να προσεγγίσουν τον Ναπολέοντα στέλνοντας δύο απεσταλμένους στη Γαλλία, οι οποίοι όμως δεν τον πρόλαβαν και επέστρεψαν άπραγοι στα σπίτια τους.[83] Με την κατάληψη των Ιονίων νήσων από τους Ρώσους το 1799, οι Έλληνες πρόκριτοι επανήλθαν, ζητώντας βοήθεια από τους Ρώσους αυτή τη φορά, οι οποίοι όμως, έχοντας νωπές ακόμη τις μνήμες των ορλωφικών, θα αρνηθούν – παρόλο που ο επίτροπός τους στα Ιόνια ήταν σύμφωνος.[84] Η παραχώρηση των Ιονίων νήσων στη Γαλλία το 1807 με τη συνθήκη του Τιλσίτ, θα αναθερμάνει το ενδιαφέρον των Ελλήνων προκρίτων και έτσι το 1809 θα επανέλθουν με το υπόμνημα που αναφέρουμε εδώ.[85]
Σύμφωνα λοιπόν με αυτό, οι Έλληνες προσέφεραν στον Ναπολέοντα για να τους βοηθήσει στρατιωτικές δυνάμεις από τις επαρχίες τους. Ενδεικτικά, τα Τζουμέρκα, με πάνω από 50 χωριά και επικεφαλής τον πρόκριτο Δήμο Κώστα-Λύτρα, προσέφεραν ένα σύνταγμα 1.500 υποψήφιων πολεμιστών. Τα χωριά Συρράκο, Βασταβετζή (Πετροβούνι), Κουλιαβάδες (Χουλιαράδες;) και άλλα με επικεφαλής τον πρόκριτο Αθανάσιο Οικονόμου και τον Παπαχρήστο προσέφεραν 900 πολεμιστές, το χωριό Καλαρρύτες 600, [….] κ.λπ., το Μέτσοβο, με τον πρόκριτο Μιχαήλ Θεοδώρου και Χρήστο Σίδο προσέφερε 1000, τα Γρεβενά, με τον οπλαρχηγό Δεληγιάννη και τον αδερφό του Απόστολο προσέφεραν 3.000. Για την επαρχία Ζαγορίου, με 45 χωριά, ο επικεφαλής Γεώργιος Αδάμης (με καταγωγή από το Συρράκο που είχε παντρευτεί στο Ζαγόρι) προσέφερε 1000 πολεμιστές. Από την Κόνιτσα, ο οπλαρχηγός Νικόλας Μιχαηλής, ο ανιψιός του και οι πρόκριτοι Λάμπρος, Αδάμος Πανταζής, Ζήφης, Νικόλας Σωτήριου (;) προσέφεραν 4.000.[86] Αντίστοιχα, στη Θεσσαλία, ενδεικτικά, η Ελασσώνα με τους καπετάνιους Βλαχάβα, Παπαθύμιο και Κωνσταντίνου προσέφερε 1.500 πολεμιστές για υπερασπιστούν το πέρασμα από την Κατερίνη και τα Τρίκκαλα, στη Λάρισσα ο γιατρός Ζαχαρόπουλος δεσμευόταν να παράσχει 2.000 ανθρώπους, κ.ο.κ.[87]
Στο σύνολο μαζευόταν ένας στρατός 47.800 στρατιωτών από πολλές διαφορετικές επαρχίες των παραπάνω περιοχών, έτοιμος να εξεγερθεί.[88] Ωστόσο, όπως και το σχέδιο των Πελοποννησίων, ναυάγησε με την αποχώρηση του Ναπολέοντα από τα Επτάνησα το 1809, αν και ποτέ δεν φαίνεται να έφτασε στο επίπεδο έστω μιας συζήτησης με κάποιον επίσημο αντιπρόσωπο της Γαλλικής αυτοκρατορίας, όπως στην περίπτωση του Γιακούμπ με τον Μπεσιέρ.
Για να επανέλθω στο ζήτημα της σύνδεσης των κινήσεων αυτών όμως με τη νεωτερικότητα, θα κάνω δύο ακόμη επισημάνσεις. Πρώτον, η ιδέα της προσφυγής των Ελλήνων στον Ναπολέοντα φαίνεται ότι είχε ξεκινήσει νωρίτερα, καθώς ο Κοραής είχε φροντίσει ήδη από το 1800-1801 να εκδώσει δύο φυλλάδια, Άσμα πολεμιστήριον των εν Αιγύπτω περί ελευθερίας μαχομένων Γραικών, 1800 και Σάλπισμα πολεμιστήριον, Αλεξάνδρεια 1801, με τα οποία προέτρεπε τους Έλληνες να πολεμήσουν στο πλευρό του Γάλλου στρατηλάτη εναντίον των Οθωμανών.[89] Δεύτερον, η Χάρτα του Ρήγα που δημοσιεύεται το 1796-97 και παρουσίαζε ένα ανεξάρτητο κράτος στα Βαλκάνια, το οποίο θα προέκυπτε μετά από μία κοινωνική και πολιτική επανάσταση στα πρότυπα της Γαλλικής Επανάστασης,[90] σίγουρα παίρνει κάποιον χρόνο μέχρι να διαδοθεί, αλλά και να ερμηνευτεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους από τους πρωταγωνιστές της εποχής.
Έτσι το γεγονός ότι το 1808-9 βλέπουμε σχεδιασμούς αποσχιστικών, εξεγερτικών επαναστατικών κινημάτων εντός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, τα οποία συνδέονται άμεσα με τις ευρωπαϊκές όσο και οθωμανικές εξελίξεις, και δεν έχουν ως στόχο την εθνογένεση, αλλά νέες μορφές κρατικής οργάνωσης σε έναν υπό διαμόρφωση κόσμο ρευστών αυτοκρατοριών, δεν μπορεί παρά να ενταχθεί στο πλαίσιο μιας νεωτερικότητας που ξεκινά με τη Γαλλική επανάσταση και συνεχίζεται με τον Ναπολέοντα. Μέσα στο κύμα των ευρωπαϊκών πολιτικών και συστημικών αναταράξεων που προκαλούν οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 19ου αι., με μια Οθωμανική αυτοκρατορία της οποίας ο Σουλτάνος αποκεφαλίζεται από τους γενίτσαρους το 1808 επειδή θέλει να προβεί σε μη αρεστές πολιτικοκοινωνικές μεταρρυθμίσεις, το σχέδιο αυτονομίας του 1808-1809 εντάσσεται σαφώς σε ένα πνεύμα νεωτερικότητας που αναζητά διέξοδο στη δημιουργία ενός κράτους Τούρκων και Ελλήνων, αυτόνομου και υπό τον Ναπολέοντα, το οποίο εύκολα θα μπορούσε να ιδωθεί και υπό το πνεύμα της Χάρτας του Ρήγα.
Αν σκεφτεί κανείς ότι την περίοδο εκείνη και ο Αλή πασάς διαρκώς εξετάζει τα ενδεχόμενα αύξησης της επιρροής του (Θεσσαλία, Πελοπόννησο), και στη δημιουργία δικού του προτεκτοράτου στην Ήπειρο, συνομιλώντας με όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, θα μπορούσε εξίσου εύκολα να θεωρήσει ότι η εν δυνάμει ανάδυση αυτόνομων πολυεθνοτικών κρατικών σχηματισμών ήταν απλώς σκέψεις και σχέδια της νεωτερικότητας. Δεν πρόκειται για εθνικά κινήματα, ούτε για κινήματα εθνικής απελευθέρωσης, όπως σωστά δείχνει ο Ροτζώκος,[91] αλλά για κινήματα θρέμματα της εποχής τους τα οποία εξέταζαν νέες δυνατότητες οργάνωσης των εθνοτήτων σε δυνητικούς αυτόνομους κρατικούς σχηματισμούς μέσα σε έναν ρευστό κόσμο αυτοκρατοριών.
Από την άλλη όμως, και για να κλείσουμε, οι διάφοροι αυτοί σχεδιασμοί πέτυχαν και κάτι που θα φανεί μία δεκαετία αργότερα. Έθεσαν τις βάσεις ώστε όταν θα αρχίσουν οι ετοιμασίες για την Επανάσταση του 21, ορισμένοι πρόκριτοι και οπλαρχηγοί που είχαν συμμετάσχει σε αυτά τα κινήματα να μπορούν να ξανασυμμετάσχουν χωρίς φόβο, έχοντας την πρωθύστερη εμπειρία. Μπορεί λοιπόν σε επίπεδο ιδεολογικό να μην υπάρχει ουδεμία συνέχεια μεταξύ του 1809 και του 1821, όμως σε επίπεδο οργάνωσης της εξέγερσης πολλά θα μπορούσε να υποτεθούν ότι είχαν δοκιμαστεί, πριν ξαναδοκιμαστούν το 21.
Υποσημειώσεις
[1] Αναστασία Κιρκίνη-Κούτουλα, Η οθωμανική διοίκηση στην Ελλάδα· Η περίπτωση της Πελοποννήσου 1715-1821, Αθήνα 1996, σ. 113-114.
[2] Για παράδειγμα, στις 10 Αυγούστου 1810 άνθρωπος του Αλή πασά φεύγει από το Μοριά με 6000 φορτία σταριού για το μέτωπο στο Μπεράτι, ενώ στις 31 του ίδιου μήνα 20.000 πρόβατα προορίζονται από την Πελοπόννησο για το «ορδί χουμαγιούν», τον σουλτανικό στρατό, Αναστασία Κυρκίνη-Κούτουλα «Οι επιπτώσεις του Ρωσοτουρκικού πολέμου 1806 – 1812 στη ζωή των κατοίκων του Άργους», Πρακτικά του Ά Συνεδρίου Αργειακών Σπουδών, «Το Άργος κατά τον 19ο αιώνα», Άργος 5-7 Νοεμβρίου 2004, Έκδοση, «Σύλλογος Αργείων ο Δαναός», Άργος, 2009.
[3] Pylia, Martha, Les notables moréotes fin du XVIIIe début du XIXe siθcle: fonctions et comportements, doctorat, Universite Paris I, Paris 2001, σ. 354-355, Κυρκίνη-Κούτουλα «Οι επιπτώσεις του Ρωσοτουρκικού πολέμου 1806 -1812 στη ζωή των κατοίκων του Άργους», ό.π.
[4] Κυρκίνη-Κούτουλα «Οι επιπτώσεις του Ρωσοτουρκικού πολέμου 1806 – 1812 στη ζωή των κατοίκωντου Άργους», ό.π.
[5] Για τις λεπτομέρειες της εξοντωτικής φορολογικής πολιτικής του Βελή ειδικά στο Άργος βλ· Αναστασία Κυρκίνη-Κούτουλα «Οι επιπτώσεις του Ρωσοτουρκικού πολέμου 1806 -1812 στη ζωή των κατοίκων του Άργους», ό.π.
[6] Κιρκίνη-Κούτουλα, Η οθωμανική διοίκηση στην ΕλΛάδα· Η περίπτωση της Πελοποννήσου 1715-1821, ό.π., σ. 114, αλλά και αρχείο Περρούκα, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος. Η τακτική να καταφεύγουν στην Ύδρα οι Αργείτες πρέπει να υπήρχε από αρκετά νωρίτερα, καθώς στο Αρχείο Ύδρας υπάρχει επιστολή των Νικ. Περρούκα (Λογοθέτης), Παναγή Ιωαννούση και Θεοδωράκη Βλασόπουλου (Βλάσση) στις 28-3-1807, με την οποία ζητούν από τους άρχοντες και τους προεστούς του νησιού να παρακινήσουν τους Αργίτες που κατέφυγαν σε αυτούς να επιστρέφουν στα σπίτια τους, γιατί αλλιώς ο Βελή πασάς θα τους κυνηγήσει «και θέλει προσκρούσουν εις τας βασιλικός κατάρας και εις την υψηλήν οργήν του αυθέντου μας [… ] και η ζημία τους θέλει γίνει ανυπόφορη και χωρίς καμίαν διόρθωσιν»· Αντώνιος Λιγνός (επ,), Αρχείον της κοινότητας Ύδρας, τόμ. 3, Αθήνα 1923, σ. 26-27.
[7] Αξίζει να αναφερθούν εδώ οι δυο πιο πρόσφατες προσπάθειες προσέγγισης του εγχειρήματος, το άρθρο του Παναγιώτη I. Ζέππου «Δύο προεπαναστατικά σχέδια της Πελοποννήσου», Πελοποννησιακά, τχ. Ζ’ (1969-1970), σ. 175-186, και το βιβλίο του Νίκου Βερνίκου, Το σχέδιο αυτονομίας της Πελοποννήσου υπό γαλλική επικυριαρχία, Αθήνα, 1997, τα οποία παρουσιάζουν ωστόσο ελλείψεις σε επίπεδο ερμηνείας αλλά και χρήσης πρωτογενούς αρχειακού υλικού.
[8] Για τα απομνημονεύματα ως δια μεσολαβή μένα κείμενα βλ· Νικολάου Γεώργιος Β·, «Η Φιλική Εταιρεία στα απομνημονεύματα των αγωνιστών του ’21· Ένα κορυφαίο γεγονός της νεοελληνικής ιστορίας μέσα από διαμεσολαβημένα κείμενα», στο Άννα Μανδυλαρά, Γιώργος Νικολάου, Η Φιλική Εταιρεία, επαναστατική δράση και μυστικές εταιρείες στη νεότερη Ευρώπη, Αθήνα 2017, σ. 275-310, και Νίκος Ροτζώκος, «Τα απομνημονεύματα το εικοσιένα ως υλικό της ιστοριογραφίας», Δοκιμές, τχ. 2 (1994), σ. 3-11. Για γενικότερα ζητήματα των απομνημονευμάτων σε σχέση με το 1821, βλ. Δημήτρης Δημητρόπουλος, Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Νίκη Μαρωνίτη, Παντελής Μπουκάλας (επιμ.), Πρακτικά συνεδρίου: 1821 και απομνημονεύματα Ιστορική χρήση και ιστοριογραφική γνώση, Αθήνα 2020.
[9] Τα απομνημονεύματα του Παπατσώνη γράφονται μεταξύ του 1862-1879, του Δεληγιάννη μεταξύ 1854-1856, του Κολοκοτρώνη μεταξύ του 1836-1846, του Πετμεζά από το 1850 έως το 1863. Για τις χρονολογήσεις των απομνημονευμάτων βλ· Παναγιώτης Παπατσώνης, Απομνημονεύματα· Από των χρόνων της Τουρκοκρατίας μέχρι της βασιλείας Γεωργίου AΑθήνα, 1960, σ 20, Κανέλλος Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, Αθήνα, 1957, σ. 7, Τάσος Βουρνάς (επ.), Κολοκοτρώνη απομνημονεύματα, Αθήνα (χ·χ.), σ. 30, Αθανάσιος Φωτόπουλος, Ιστορικά των Πετιμεζαίων – ανέκδοτα κείμενα των Γενικών Αρχείων του Κράτους, Αθήνα 1982, σ. ι’-ια’.
[10] Π.χ. ο Φωτόπουλος είχε επισημάνει ότι ο Πετμεζάς είχε χρησιμοποιήσει τον Φραντζή, τον Κολοκοτρώνη και τον Γερμανό στη συγγραφή του χειρογράφου του, τονίζοντας ωστόσο ότι στόχο είχε τον εμπλουτισμό του πονήματος του «για να μη δώσει μια ξερή αφήγηση της δράσεως των Πετιμεζαίων»· Φωτόπουλος, στο ίδιο, σ. ιδ’.
[11] Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου, Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν τουρκοκρατίαν (1715-1821), Αθήνα, 2012 [19391], σ. 318, Βλαχογιάννης, Κλέφτες, ότι., σ. 187-188, 281.
[12] Για το προβληματικό των χρονολογήσεων βλ. Δ. Σταματόπουλος, «Κομματικές φατρίες στην προεπαναστατική Πελοπόννησο (1807-1816): Ο ρόλος των «τουρκαλβανών» του Λάλα ως παράγοντα πολιτικής διαφοροποίησης», Ίστωρ 10, 1997, σ. 197.
[13] Στο ίδιο.
[14] Στο ίδιο, σ· 196
[15] Βλαχογιάννης, ό.π., σ. 281.
[16] Παπατσώνης, ό.π., σ. 39.
[17] Δεληγιάννης, ό.π., σ. 47.
[18] Επιστολή Χατέμ εφέντη και Γεωργίου Σισίνη, 17.11.1808, στο Νίκος Βερνίκος, Το σχέδιο αυτονομίας, ό.π., σ. 79-81.
[19] Δεληγιάννης, ό.π., σ. 47.
[20] Τα παραπάνω επιβεβαιώνει και ο Βλαχογιάννης, ο οποίος στηρίζεται στα χειρόγραφα του Παπατσώνη και του Πετμεζά, τα οποία και παραθέτει, γράφοντας ότι ο Βελής ήθελε να βγάλει τους Τούρκους από τα κάστρα του Μοριά και να βάλει τους δικούς του ανθρώπους, ενώ κατέληγε: «εγώ, γενικά, νομίζω πως ο Βελής […] ήθελε […] να ταπεινώση το μόνο δυνατό πεια κ’ ενάντιο στη θέληση του Πασσά στοιχείο, τους δυνατούς και πλούσιους Τούρκους του Μόριά»· Βλαχογιάννης, Κλέφτες, ό.π., σ. 184.
[21] Résumé de l›histoire des Grecs modernes, depuis l›envahissement de la Grèce, Παρίσι 1829, σ. 230.
[22] Carrel, ό.π., σ. 229.
[23] Δεληγιάννης, ό.π., σ. 57. Εντούτοις, ο Σακελλαρίου, ο οποίος παραθέτει διαφορετικές ερμηνείες της συμπεριφοράς αυτής του Βελή προς τους Έλληνες και Τούρκους, παραμένει επιφυλακτικός: «η αιτία ή η σκοπιμώτης της τοιαύτης του Βελή πολιτικής είναι αδιάγνωστος»· Ο Σακελλαρίου μεταξύ άλλων παραπέμπει σε ανώνυμο άρθρο του Παρνασσού, τχ. 7, 1883, σ. 953-54, όπου γράφεται ότι τον Βελή έπεισε ο Πασόμπεης να αντιμετωπίσει με αυτόν τον τρόπο τους Έλληνες και Τούρκους για να στεριώσει, ενώ ο Αλή πασάς ήταν αντίθετος. Ο Σακελλαρίου ωστόσο δεν θεωρεί πιθανή την εξήγηση αυτή καθώς «πώς θα ηδύνατο ο Βελής να στερεωθή προσεταιριζόμενος έκ του εμφανούς τους Έλληνας και παραγκωνίζων τους Τούρκους; «Σακελλαρίου, ό.π., σ. 315.
[24] Βλαχογιάννης, Κλέφτες, ό.π., σ. 188, Κολοκοτρώνης, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 58.
[25] Δεληγιάννης, ό.π., σ. 51.
[26] Παπατσώνης, ό.π., σ. 39.
[27] Βλαχογιάννης, Κλέφτες, ό.π., σ. 184-185,281-286.
[28] «Περίεργο είναι μονάχα πως ο Γέρος βάνει χρονολογία της πολιορκίας την άνοιξη του 1808 ενώ έγινε Απρίλη του 1811». Κλέφτες, σ. 188.
[29] Σακελλαρίου, ό.π., σ. 318.
[30] Για το προβλημάτων χρονολογήσεων Βλ. Σταματόπουλος, «Κομματικές φατρίες», ό.π., σ. 197.
[31] Παπατσώνης, ό.π., σ.40.
[32] History of the Greek revolution, τόμ. 1, Λονδίνο 1832, σ. 90.
[33] Σακελλαρίου, Η Πελοπόννησος, ό.π., σ. 318.
[34] Βλαχογιάννης, Κλέφτες, ό.π., σ. 186.
[35] Βλ. «Δύο προεπαναστατικά σχέδια», ό.π., σ. 178.
[36] Βλ. Κολοκοτρώνης, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 58-62.Το οικείο κεφάλαιο ξεκινούσε με τη φράση «Εις τα 1808…», όμως στη συνέχεια υπήρχε μια αοριστία όσον αφορά το πότε έλαβαν χώρα τα επόμενα γεγονότα.
[37] ό.π., σ. 117.
[38] Δεληγιάννης, ό.π., σ. 50-51.
[39] Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 61-62.
[40] Βλ. την αλληλογραφία του γάλλου αυτόκρατομικού επίτροπου Μπεσιέρ [Bessieres] όπως παρουσιάζεται στο Jean Savant, «Napoleon et la liberation de la Grece», L’Hellenisme contemporain, Athenes, 1950-51.
[41] Για την ισχύ του Γιακούμπ στους Λαλαίους βλ. Jean Savant, “Napoleon et la liberation de la Grece”, L’Hellenisme contemporain, Athenes, σ. 393. Για τον Γεώργιο Σισίνη και τον ρόλο του στη σύνταξη του σχεδίου ή και τη συμμετοχή του σε αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποφανθεί κανείς. Ο Σισίνης στέλνεται ως απεσταλμένος του Γιακούμπ για να παραδώσει το παραπάνω υπόμνημα στον Μπεσιέρ. Στην επιστολή που γράφει στον Μπεσιέρ ο Γιακούμπ στις 17-11-1808 τον αναφέρει ως τον επικεφαλής της σημαντικότερης οικογένειας προκρίτων, που βρίσκεται υπό την επιρροή του. Ωστόσο δεν αναφέρει πουθενά τον ρόλο του ή τηνπιθανή συμμετοχή Ελλήνων στο όλο σχέδιο· Jean Savant, “Napoleon et la liberation de la Grece”, L’Hellenisme contemporain, Athenes, 1950, σ. 335.
[42] Επιστολές Γιακούμπ προς Μπεσιέρ, Jean Savant, “Napoleon et la liberation de la Grece”, L’Hellenisme contemporain, Athenes, 1950, σ. 335.
[43] Σταματόπουλος, «Κομματικές φατρίες», ό.π., σ. 196.
[44] Κιρκίνη-Κούτουλα, ό.π., σ. 117.
[45] Jean Savant, “Napoleon et la liberation de la Grece”, L’Heilenisme contemporain, Athenes 1950, σ. 336, Pylia, ό.π., σ. 355-356.
[46] Επιστολή 31.5.1809 του Μπεσιέρ, Jean Savant, “Napoleon et la liberation de la Grece”, L’Hellenisme contemporain, Athenes, σ. 476.
[47] Κατά την αφήγηση του Κανέλλου, ο πατέρας του αρνήθηκε ένα σχέδιο πρόσκλησης σε βοήθεια των Ρώσων που του πρότεινε ο Μουσταφάμπεης, γιατί δεν ήθελε να δημιουργηθούν εντυπώσεις επανάληψης ή αντεκδίκησης των ορλωφικών του 1770. Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 49.
[48] Δεληγιάννης, ό.π., σ. 50-51.
50 Ο Μουσταφά μπέης (Κορώνη) και ο Χασάν μπέης (Μονεμβασιά) είχαν πληχθεί ιδιαιτέρως από τον Βελή, καθώς τους επέβαλλε σκληρή φορολογία επί της περιουσίας που κληρονόμησαν από τους πατεράδες τους. Βερνίκος, Το σχέδιο αυτονομίας, ό.π., σ. 80.
[50] Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν και τα απομνημονεύματα του Παπατσώνη, ό.π., σ. 40.
[51] Δεληγιάννης, ό.π., σ. 50-51.
[52] Στο ίδιο.
[53] Κολοκοτρώνης, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 62.
[54] Στο ίδιο, σ. 58-62.
[55] Στο ίδιο, σ. 62.
[56] Στο ίδιο.
[57] Δεληγιάννης, ό.π., σ. 51.
[58] Όπως επιχειρηματολογεί η Πύλια, Les notables moreotes, ό.π., σ. 356 και ο Σταματόπουλος, «Κομματικές φατρίες», ό.π., σ. 205-206.
[59] Δεν είναι ο ίδιος με τον Σείτ αγά της Πάτρας.
[60] Σταματόπουλος, «Κομματικές φατρίες», ό.π., σ. 201.
[61] Κατά τον Πετμεζά οδηγήθηκαν εκεί λόγο του φθόνου τους. Χειρόγραφο Πετμεζά, στο Βλαχογιάννης, Κλέφτες, ό.π., σ. 281-282. Ο Σταματόπουλος δίνει ως εξήγηση για τη στάση των Σείτ και Μουσταφά αγά την «ξαφνική ανάδειξη» του Αλή Φαρμάκη και την αλλαγή του νόμου περί διορισμού του βοεβόδα κάθε επαρχίας με τον ερχομό του Μαχμούτ Β’ ως νέου Σουλτάνου. Σύμφωνα με αυτόν ο βοεβόδας διοριζόταν πλέον απευθείας από τον πασά και όχι από την Πύλη όπως πρωθύστερα, άρα για να διατηρήσουν τα προνόμοιά τους οι δύο αγάδες έπρεπε να προσεταιριστούν τον Βελή. Σταματόπουλος, «Κομματικές φατρίες», ό.π.,σ. 201. Για την αλλαγή του νόμου βλ. Σακελαρίου, ό.π., σ. 122,123.
[62] Για τον ρόλο του Δεληγιάννη, ο Πετμεζάς ισχυρίζεται ότι κατέδωσε τον Φαρμάκη επειδή τον φθονούσε για την ανέγερση του σημαντικού πολεμικού πύργου στο Μοναστηράκι. Χειρόγραφο Πετμεζά, Βλαχογιάννης, ό.π., σ. 282. Ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του προτάσσει επίσης ως επίδικο τον πύργο στο Μοναστηράκι, αποκαλύπτοντας μία διττή δράση του Δεληγιάννη, ο οποίος «έλεγε [από τη μία] εις τον Βελή πασά ότι πρέπει να κρεμισθή ο πύργος δια να του κρεμίση την δύναμιν, και [από την άλλη] του Αλή Φαρμάκη: μη πηγαίνεις διότι ο Βελής πασάς έχει σκοπόν νασε σκοτώση». Κολοκοτρώνης, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 58.
[63] Στα απομνημονεύματά του θα γράφει τα καλύτερα λόγια για τον Φαρμάκη «ήτον άνθρωπος με έξοχον νουν, με πολλήν φρόνησιν, σταθερός και πιστρός τις την φιλίαν του, ακέραιου χαρακτήρος, ανδρείος και τομξτίας και πλούσιος», αποκρύπτοντας φυσικά την προδοσία του στον Βελή. Δεληγιάννης, ό.π., σ. 51.
[64] Ο Φαρμάκης θα προβάλλεται ως επικεφαλής ακόμη και αργότερα από τους απομνηματογράφους Δεληγιάννη, Παπατσώνη και Πετμεζά, κάτι που θα επηρεάσει και τη μετέπειτα ιστοριογραφία για την ελληνοτουρκική συμμαχία και την πολιορκία του Φαρμάκη. Όπως είδαμε, όμως, πραγματικός αρχηγός και υποκινητής όλων ήταν ο αδερφός του Γιακούμπ αγάς, ο οποίος άλλωστε διαπραγματευόταν με τους Γάλλους στα Ιόνια.
[65] Σε επιστολή του ο Μπεσιέρ προς τον γάλλο υπουργό Πολέμου στις 20 Μαρτίου 1809 έγραφε ότι ο Φαρμάκης ήταν ήδη κλεισμένος στον πύργο του και πολιορκείται από τον Βελή πασά· Savant, ό.π., σ. 340.
[66] Jean Savant, “Napoleon et la liberation de la Grece”, L’Hellenisme contemporaln, Athenes, σ.474.
[67] Επιστολές, 4, 14 Απριλίου, 12 Μαΐου 1809. Jean Savant, “Napoleon et la liberation de la Grece”, L’Hellenisme contemporaln, Athenes, σ. 474-476
[68] Επιστολή Γιακούμπ προς Μπεσιέρ 12.5.1809 Jean Savant, “Napoleon et la liberation de la Grece”, L’Hellenisme contemporaln, Athenes, σ. 476-477.
[69] Επιστολή Γιακούμπ αγά και Αρίφ αγά από τη Ζάκυνθο προς Αλή αγά και Χουσείν αγά στη Μεθώνη, 7-4-1809, στο Σακελαρίου, ό.π., σ. 317, οποίος βρίσκει την επιστολή στο αρχείο Περρούκα της IEEE.
[70] Jean Savant, “Napoleon et la liberation de la Grece.”, L’Hellenisme contemporaln, Athenes, σ. 476.
[71] Επιστολή του Μπεσιέρ προς τον γάλλο υπουργό Πολέμου, 16·7·1809· Jean Savant, “Napoleon et la liberation de la Grece”, L’Hellenisme contemporaln, Athenes, σ. 477.
73 Ο Φαρμάκης με τον Κολοκοτρώνη ήταν αδελφοποιτοί μέσω των πατεράδων τους. Ο ρόλος του Κολοκοτρώνη στην πολιορκία προβάλλεται ως ιδιαίτερα σημαντικός από τον ίδιο (απομνημονεύματα, σ. 58-61) αλλά και μεταγενέστερους ιστορικούς, αν και όπως λέει και ο ίδιος συμμετείχε με μόλις 16 στρατιώτες (τη στιγμή που για να αντιμετωπίσει τον Φαρμάκη ο Βελής έστειλε 7000 στρατιώτες με τον Πασόμπεη).
[73] Επιστολή Μπεσιέρ προς γάλλο υπουργό Πολέμου, 16-7-1809· Jean Savant, “Napoleon et la liberation de la Grece.”, EHelle- nisme contemporain, Athenes,σ. 477.
[74] Ο Δεληγιάννης ισχυρίζεται ότι η μύηση του Κολοκοτρώνη έγινε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, σ. 55. Σε αντίθεση με τη σύγχυση που δημιουργείται αρκετές φορές, δεν ήταν ο Κολοκοτρώνης που μύησε τον Φαρμάκη (βλ. πχ. Σταματόπουλος, «κομματικές φατρίες», σ. 204), αλλά το αντίθετο.
[75] Παπατσώνης, ό.π., σ. 40. Ο Κολοκοτρώνης και ο Δεληγιάννης αναφέρουν τον Αλή Φαρμάκη ως απεσταλμένο αντί για τον Γιακούμπ, αλλά δεδομένου του προηγούμενου ρόλου του Γιακούμπ, μοιάζει απίθανο να έχουν δίκιο.
[76] Μαυρομιχάλης στον Μπεσιερ Jean Savant, “Napoleon et la liberation de la Grece”, L’Hellenisme contemporain, Athenes, σ. 480.
[77] Μαυρομιχάλης στον Μπεσιερ Jean Savant, “Napoleon et la liberation de la Grece.”, LHellenisme contemporain, Athenes,σ. 480
[78] Δεληγιάννης, ό.π., σ. 56.
[79] Ροτζώκος, Εθναφύπνιση και εθνογένεση, σ. 19-22 και passim.
[80] Savant, ό.π., σ. 338-339.
[81] Φιλημων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ Α’, Αθήνα 1859, σ. 135.
[82] Savant, ό.π., σ. 337.
[83] Στο ίδιο, σ. 338.
[84] Στο ίδιο.
[85] Στο ίδιο.
[86] Στο ίδιο.
[87] Στο ίδιο, σ. 339.
[88] Στο ίδιο, σ. 338-339.
[89] Βλ. Πέτρος Πιζάνιας, Η ιστορία των νέων Ελλήνων· Από το 1400 έως το 1820, Αθήνα 2020, σ. 463.
[90] Γιώργος Τόλιας, «Αποχαιρετισμός στο Γένος. Αυτοκρατορία και πατριωτισμός στο χαρτογραφικό έργο του Ρήγα (1796-1797)», Ν. Κ. Κομνηνός (επιμ.) Χάρτα της Ελλάδος, Αθήνα 2010.
[91] Ροτζώκος, σ. 26-29.
Δημήτρης Μπαχάρας*
«Ελευθερία και Θάνατος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 – Μικροϊστορικές προσεγγίσεις από τον αγώνα στον Ηπειρωτικό και στον ευρύτερο Βαλκανικό χώρο», Διεθνές Συνέδριο, Ιωάννινα 2021.
*Ο Δημήτρης Μπαχάρας είναι δρ. Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας από την EHESS στο Παρίσι και έχει διδάξει σύγχρονη ελληνική ιστορία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο.
* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
Σχετικά θέματα
- Φορολογικές επιβαρύνσεις και δαπάνες του καζά Άργους κατά την τελευταία προεπαναστατική δεκαετία: τέσσερα δεφτέρια του 1811 και του 1817/1818
- Οι επιπτώσεις του Ρωσοτουρκικού πολέμου 1806 – 1812 στη ζωή των κατοίκων του Άργους
- Φορολογικές και Οικονομικές πληροφορίες από το αρχείο Περρούκα
Σχολιάστε