«Νεοφώτιστοι» στην Πελοπόννησο την περίοδο της Επανάστασης και κατά τα μετεπαναστατικά χρόνια: θρησκευτικές, δημογραφικές και κοινωνικο – οικονομικές διαστάσεις του ζητήματος (πρόδρομη δημοσίευση)[1] – Γιώργος Β. Νικολάου[2]
Είναι πολύ γνωστό στην ελληνική και στη διεθνή ιστοριογραφία το φαινόμενο των εξισλαμισμών, της μεταστροφής δηλαδή χριστιανών ή ατόμων άλλου θρησκεύματος στο ισλάμ, που παρατηρείται σε περιοχές όπου επικράτησε το ισλάμ μετά τον 7° μ. X. αι.· φαινόμενο, πολυδιάστατο, το οποίο εντάσσεται στο γενικότερο διαχρονικό ζήτημα των θρησκευτικών μεταστροφών[3]. Αντίθετα, δεν είναι πολύ γνωστό και δεν έχει μελετηθεί εξίσου το αντίστροφο φαινόμενο των μεταστροφών στον χριστιανισμό μουσουλμάνων, το οποίο, αν και – όπως έχει δείξει η έρευνα – δεν πήρε τόσο μεγάλη έκταση, όσο αυτό των εξισλαμισμών, παρατηρείται τόσο σε περιοχές που πέρασαν από την αραβική κυριαρχία σε μία άλλη πολιτική κατάσταση (π. χ. στην ιβηρική χερσόνησο με την Reconquista, μετά τον 12° αι.) ή στα Βαλκάνια μετά τη σταδιακή αποχώρηση των Οθωμανών Τούρκων από αυτά[4]. Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η ανακοίνωσή μας, στην οποία θα εξετάσουμε το ζήτημα των νεοφώτιστων, όπως χαρακτηρίζονται τα άτομα που βαπτίζονται και ασπάζονται την χριστιανική πίστη.
Θα εστιάσουμε στην Πελοπόννησο στα χρόνια της Επανάστασης και στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, γιατί εκεί αυτές οι μεταστροφές πήραν μεγαλύτερη έκταση, προκειμένου να εξετάσουμε τις συνθήκες υπό τις οποίες έγιναν, καθώς και τις θρησκευτικές, δημογραφικές, κοινωνικοοικονομικές και νομικές διαστάσεις τους.
Με την έναρξη του Αγώνα της ανεξαρτησίας οι μουσουλμάνοι της Πελοποννήσου – οι οποίοι ανέρχονταν στο 10 με 15% περίπου του συνολικού πληθυσμού της – βρέθηκαν σε δεινή θέση. Για δεύτερη φορά μετά την κατάκτηση της Πελοποννήσου από το Βενετούς, στο γύρισμα του 17ου προς τον 18 αι. ο μουσουλμανικός πληθυσμός της βρέθηκε από τη θέση του κυρίαρχου στη θέση του καταδιωκόμενου. Πολλοί άμαχοι εξοντώθηκαν, άλλοι αιχμαλωτίστηκαν και ανταλλάχθηκαν αργότερα με Έλληνες αιχμαλώτους, άλλοι έφυγαν για τη Μ. Ασία, ύστερα από τις συνθήκες παράδοσης των κάστρων, ενώ άλλοι παρέμειναν στη χώρα και εκχριστιανίστηκαν[5].

Ελληνορδόδοξος ιερωμένος και μουσουλμάνος, 1819;. Η φιγούρα στα δεξιά είναι ο Μεχμέτ Αγά Σαλάμ, εκπρόσωπος του Μεγάλου Βεζίρη στην Αθήνα. Louis Dupré, «Voyage A Athènes et A Constantinople», Paris, 1825.
Τα ερωτήματα που θέτει στον ερευνητή αυτό το γεγονός είναι πολλά. Για παράδειγμα, ποιοι ήταν οι λόγοι που ώθησαν αυτά τα άτομα να απαρνηθούν τη μουσουλμανική τους πίστη και να αποδεχθούν τη χριστιανική. Επρόκειτο για μία ελεύθερη επιλογή ή για μία ενέργεια που έγινε κάτω από την πίεση της δεινής θέσης στην οποία βρέθηκαν οι μουσουλμάνοι μετά την έκρηξη της Επανάστασης; Υπάρχει σχέση αυτών των εκχριστιανισμών με τους εξισλαμισμούς που είχαν προηγηθεί στην Πελοπόννησο την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας; Ποιες ήταν οι διαστάσεις αυτού του φαινομένου; Θα προσπαθήσουμε στον χρόνο που έχουμε στη διάθεσή μας να δώσουμε απάντηση σ’ αυτά.
Όπως είπαμε, με την έκρηξη της Επανάστασης οι μουσουλμάνοι που κατοικούσαν στην πελοποννησιακή χερσόνησο βρέθηκαν σε δεινή θέση. Οι βιαιότητες εναντίον ήταν πολλές, αν και δεν έλλειψαν και περιπτώσεις κατά τις οποίες οι Έλληνες προστάτευσαν και διέσωσαν αρκετούς από τους μουσουλμάνους, με τους οποίους συχνά είχαν συμβιώσει επί μακρύ χρονικό διάστημα. Οι τελευταίοι μουσουλμάνοι θα εγκαταλείψουν την Πελοπόννησο τον Οκτώβριο του 1828, καθώς τα τελευταία κάστρα της παραδίδονταν στα γαλλικά στρατεύματα του στρατηγού Μαιζών, παρά το ό,τι ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας με ειδική εγκύκλιο εγγυόταν την ασφαλή παραμονή τους στην Ελλάδα, έως ότου δινόταν μία οριστική λύση στο ζήτημά τους από τις μεγάλες Δυνάμεις· λίγοι όμως παρέμειναν στην Ελλάδα[6].
Όπως φαίνεται, οι ψίθυροι που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους Τούρκους που βρίσκονταν ακόμη στην Πελοπόννησο ότι τα μεσσηνιακά κάστρα της Μεθώνης, της Κορώνης και του Ναβαρίνου, στα οποία είχαν καταφύγει οι τελευταίοι μουσουλμάνοι, επρόκειτο σύντομα να παραδοθούν στους Γάλλους του Εκστρατευτικού Σώματος στον Μοριά υπό τον στρατηγό Maison, ή, το πιθανότερο, οι διαταγές που είχε δώσει ο ίδιος ο Ιμπραήμ πασάς, καθώς και ο φόβος για το μέλλον τους σ’ ένα κράτος που τους φαινόταν πλέον εχθρικό – πολύ περισσότερο λόγω του ότι ήταν φορείς μιας διαφορετικής θρησκευτικής ταυτότητας (της μουσουλμανικής)[7]-, τους ώθησαν να επισπεύσουν την αποχώρησή τους από τον τόπο στον οποίο είχαν γεννηθεί.

Ο Γαλλικός Στρατός στο Μοριά (1828-1830). Δημοσιεύεται στο: René Puaux, «Grèce, Terre aimée des Dieux, Παρίσι, 1932.
Όταν άρχισε η Επανάσταση και έγιναν στην Πελοπόννησο, στη Στερεά και αλλού οι πρώτες μεταστροφές μουσουλμάνων στον χριστιανισμό η Πελοποννησιακή Γερουσία και, εν συνεχεία, οι επαναστατικές κυβερνήσεις βρέθηκαν μπροστά στο πρωτόγνωρο ζήτημα της νομικής θέσης αυτών των ατόμων, ζήτημα περίπλοκο, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών αυτής της περιόδου. Το ζήτημα του θρησκεύματος αυτών των ατόμων ήταν κρίσιμο εφόσον, σύμφωνα με τα επαναστατικά Συντάγματα, Έλληνες πολίτες, με πλήρη πολιτικά-αστικά δικαιώματα, εθεωρούντο μόνο όσοι αποδέχονταν την χριστιανική θρησκεία και, μάλιστα, το ορθόδοξο δόγμα[8]. Έτσι, ο εκχριστιανισμός των μουσουλμάνων ισοδυναμούσε με την αναγνώριση των εχθρών της Επανάστασης από την πολιτική ηγεσία ως Ελλήνων και οδηγούσε στην απόλυτη εξίσωσή τους με τους Έλληνες[9].
Οι απόψεις που εκφράστηκαν πάνω σ’ αυτό το ζήτημα από το Βουλευτικό, το Εκτελεστικό και το Μινιστέριο της Θρησκείας, με ισχυρή από την κάθε πλευρά επιχειρηματολογία, ήταν διιστάμενες. Δεν έχουμε τον χρόνο να υπεισέλθουμε στις λεπτομέρειές του· θα επισημάνουμε μόνο το ό,τι το ζήτημα αυτό παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον από πολλές πλευρές. Οπωσδήποτε, η διαχείρισή του δείχνει την τάση της Πολιτείας να επεμβαίνει άμεσα στα εκκλησιαστικά ζητήματα, όταν διέβλεπε εξαιτίας τους κίνδυνο για τα εθνικά συμφέροντα.
Όπως παρατηρεί, εύστοχα, η Ελπίδα Βόγλη, η θέση του Βουλευτικού για παραχώρηση της ελληνικής ιθαγένειας στους μουσουλμάνους που βαπτίζονταν χριστιανοί φαίνεται φιλελεύθερη, στην πραγματικότητα όμως είναι συντηρητική. Από την άλλη, η θέση του Εκτελεστικού για σεβασμό της πίστης των μουσουλμάνων που ήθελαν να ζήσουν στην Ελλάδα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως φιλελεύθερη, παρόλο που και αυτή υποκρύπτει στοιχεία συντηρητικότητας[10]. Τελικά, ύστερα από πολλές ανταλλαγές απόψεων, οι επαναστατικές Αρχές αποφάσισαν να δοθεί η δυνατότητα στους μουσουλμάνους που ζούσαν στην Ελλάδα να ενταχθούν στην ελληνική κοινωνία, μέσω του βαπτίσματος, ή να αποχωρήσουν απ’ αυτήν[11]. Οι περισσότεροι θα παραμείνουν στη χώρα όπου είχαν γεννηθεί αυτοί και οι γονείς τους, παρόλο που αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα επιβίωσης, δεδομένου ότι όλες οι γαίες των μουσουλμάνων της Πελοποννήσου είχαν περιέλθει στο επαναστατημένο έθνος με το δίκαιο του πολέμου.
Όσον αφορά στην Πελοπόννησο, οι πηγές που διαθέτουμε δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι οι δύσκολες συνθήκες στις οποίες βρέθηκαν οι μουσουλμάνοι μετά την έκρηξη της Επανάστασης αποτελούν την πρώτη αιτία της μεταστροφής αρκετών απ’ αυτούς στον χριστιανισμό. Ταυτόχρονα όμως, για άλλους που γνώριζαν ότι είχαν χριστιανική καταγωγή ή είχαν εξαναγκαστεί να εξισλαμιστούν πρόσφατα, ήταν η ευκαιρία που ζητούσαν για να επανέλθουν στην θρησκεία τους ή στη θρησκεία των προγόνων τους. Πρόκειται για το ίδιο – τηρουμένων των αναλογιών – γεγονός που συνέβη στον ίδιο γεωγραφικό χώρο στα χρόνια της δεύτερης Βενετοκρατίας (1685-1715)[12]. Σίγουρα, πολλοί μουσουλμάνοι που είχαν απώτατη χριστιανική καταγωγή δεν μπόρεσαν να επανέλθουν στην προηγούμενη θρησκεία τους ή στη θρησκεία των κοντινών προγόνων τους, είτε γιατί εξοντώθηκαν στα δύο πρώτα χρόνια του πολέμου είτε γιατί, φοβούμενοι τις αντιδράσεις των άλλων μουσουλμάνων – αφού κατά το μουσουλμανικό δίκαιο η απάρνηση του Ισλάμ εθεωρείτο το πιο σοβαρό αμάρτημα[13]– είχαν εγκαταλείψει μαζί τους την Πελοπόννησο είτε, τέλος, γιατί εν τω μεταξύ είχαν απωλέσει τη συνείδηση της καταγωγής τους, όπως το επισημαίνει και ο Φιλήμων, ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς της Επανάστασης[14].
Μετά την πτώση της Τριπολιτσάς πολλές μουσουλμάνες με τα παιδιά τους, που σώθηκαν από τη σφαγή, μεταφέρθηκαν σε διάφορες επαρχίες της Πελοποννήσου. Αυτά τα άτομα εργάζονταν σε σπίτια των Ελλήνων που τα είχαν διασώσει και, όπως μαρτυρούν διάφορες πηγές, οι ελληνικές οικογένειες τα αντιμετώπιζαν με στοργή ως μέλη τους, τα συντηρούσαν και σε αρκετές περιπτώσεις είχαν υιοθετήσει τα μικρά παιδιά. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα έγινε η βάπτιση πολλών μουσουλμάνων. Προφανώς, πολλά μικρά παιδιά βαπτίστηκαν χωρίς να έχουν συνείδηση αυτού του κρίσιμου για την μετέπειτα ζωή τους γεγονότος. Αντίθετα, η βάπτιση των μεγαλύτερης ηλικίας ατόμων (στη συντριπτική πλειοψηφία γυναικών) έγινε αφού προηγήθηκε, σύμφωνα με τη μακραίωνη εκκλησιαστική παράδοση, η κατήχησή τους στον χριστιανισμό[15]. Έτσι, θεωρούνταν στο εξής ως νεοφώτιστοι, χαρακτηρισμός που επιβιώνει, σε αρκετές περιπτώσεις, και ως οικογενειακό όνομα, π. χ. Κωνσταντής Νεοφώτιστος. Είναι αυτονόητο ότι η έκφραση που συναντούμε σε διάφορα έγγραφα ότι όλα αυτά τα άτομα δέχθηκαν το βάπτισμα «αυτοπροαιρέτως και οικεία βουλήσει», δεν θα πρέπει να μας παρασύρει στο βιαστικό συμπέρασμα ότι όντως τα πράγματα έγιναν έτσι. Δεν μπορούμε όμως να αποκλείσουμε και την ειλικρινή μεταπήδηση ενός αριθμού μουσουλμάνων στη χριστιανική θρησκεία, ιδίως στην περίπτωση που γνώριζαν ότι είχαν πρόσφατη ή απώτατη χριστιανική ή ημιχριστιανική καταγωγή, αφού, σύμφωνα με αυτές τις πηγές, πολλοί εκχριστιανισμένοι προέρχονταν από γάμους χριστιανών γυναικών με μουσουλμάνους. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο το ότι οι περισσότεροι κατάγονταν από τις περιοχές εκείνες της Πελοποννήσου όπου είχαν γίνει αρκετοί εξισλαμισμοί κατά την προγενέστερη περίοδο της δεύτερης Τουρκοκρατίας: από τη Λακωνία (ιδίως στην επαρχία Μονεμβασίας και στα Βαρδουνοχώρια, στις ανατολικές υπώρειες του Ταΰγετου), και από ορισμένα χωριά της Ηλείας, βόρεια και νότια του Αλφειού ποταμού, γνωστά ως Μουρτατοχώρια, δηλαδή χωριά των αρνητών της πίστης τους[16]. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο δεν έφυγαν για τη Μ. Ασία πολλοί μουσουλμάνοι της Μονεμβασιάς και των γύρω χωριών, μετά την κατάληψή της, όπως δήλωσαν οι ίδιοι[17]. Η θέση όμως του Βούλγαρου ιστορικού Str. Dimitrov, με βάση ορισμένα έγγραφα από τα οθωμανικά Αρχεία της Σόφιας, ότι αυτά τα άτομα ζούσαν ως κρυπτοχριστιανοί δεν βρίσκει ερείσματα στις πηγές[18]. Πόσα ήταν αυτά τα άτομα;
Με βάση τις πηγές που διαθέτουμε, ο αριθμός τους ήταν αρκετά μεγάλος, χωρίς όμως να μπορεί, σε καμία περίπτωση, να προσδιοριστεί με απόλυτη ακρίβεια. Εξάλλου, η αρχειακή έρευνα φέρνει διαρκώς στο φως νέα στοιχεία γι’ αυτά τα άτομα. Πρόσφατα, σε μία άλλη αρχειακή έρευνα, εντοπίσαμε νέα και πολύ σημαντικά στοιχεία για νεοφώτιστους στα Αρχεία της Οθωνικής περιόδου[19]. Τις περισσότερες πληροφορίες μάς τις δίνουν δύο μεγάλοι κατάλογοι, οι οποίοι αφορούν στους νεοφώτιστους που ζούσαν το 1834 στο Ναύπλιο και στον γειτονικό προσφυγικό οικισμό της Πρόνοιας, καθώς και στη Λακωνία[20]. Καταστρώθηκαν από τις τοπικές κρατικές Αρχές, ύστερα από σχετική διαταγή της οθωνικής Αντιβασιλείας, με στόχο την επίλυση των οικονομικής φύσεως προβλημάτων αυτών των ατόμων.
Οι πληροφορίες που μας παρέχουν είναι πολλές και πολύ σημαντικές για την έρευνα. Περιέχουν τα ονόματα αυτών των ατόμων, τα ονόματα των γονιών τους, το φύλο τους, την ηλικία τους, τον τόπο διαμονής τους, την οικογενειακή τους κατάσταση, την ακίνητη περιουσία των γονιών τους και διάφορα άλλα, πολύ χρήσιμα για την έρευνα, στοιχεία. Θα χρειαζόταν πολύς χρόνος για να τα παρουσιάσουμε αναλυτικά. Θα αρκεστούμε σε ορισμένες μόνο παρατηρήσεις προκειμένου να σχηματίσει κανείς μία κατά το δυνατό ολοκληρωμένη εικόνα γι’ αυτό το ζήτημα. Πρέπει να πούμε προηγουμένως ότι ο Καποδίστριας, έδειξε ένα ειλικρινές ενδιαφέρον για την επίλυση των διαφόρων προβλημάτων αυτών των ατόμων, παρέχοντάς τους γαίες, κατοικίες κ.λπ.[21]. Ενδιαφέρον επέδειξαν γι’ αυτό το ζήτημα, σε μικρότερο βαθμό, και οι οθωνικές κυβερνήσεις[22].
Σύμφωνα με τους δύο αυτούς καταλόγους, ο αριθμός των νεοφώτιστων της Λακωνίας ανερχόταν στα 375 άτομα και αυτούς που ζούσαν στο Ναύπλιο και στην Πρόνοια στα 128· συνολικά δηλαδή σε 503 άτομα. Είναι βέβαια ότι, για διάφορους λόγους, αρκετοί από τους νεοφώτιστους δεν καταγράφηκαν τότε.
Όσον αφορά στο φύλο τους και στους δύο καταλόγους υπερτερούν σαφώς οι γυναίκες: 328 (δηλ. το 65%), έναντι 175 ανδρών (το 35%). Αναφορικά με την ηλικία τους, διαπιστώνουμε ότι οι περισσότεροι από τους μισούς νεοφώτιστους, συγκεκριμένα οι 285 (το 57,80%) ανήκαν στις ηλικίες 16 έως 25 ετών, ενώ για την ευρύτερη ηλικιακή κατηγορία από τα 11 έως τα 30 έτη το ποσοστό ανερχόταν στο 82,35%. Με έναν μέσο όρο ηλικίας, το 1834, δηλ. 13 χρόνια μετά την έκρηξη της Επανάστασης οπότε άρχισαν οι εκχριστιανισμοί, τα 25 έτη, οδηγούμαστε αμέσως στο συμπέρασμα ότι η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των ατόμων εκχριστιανίστηκε σε μικρή ηλικία, με ό,τι τούτο μπορεί να σημαίνει.
Οι κατάλογοι μας δίνουν, επίσης, ενδιαφέρουσες πληροφορίες για ο επάγγελμα, καθώς και για τις ακίνητες περιουσίες των γονέων τους. Σύμφωνα με όσα καταγράφονται, οι περισσότεροι ήταν ιδιοκτήτες γεωργικών εκτάσεων («κτηματίες»), ενώ άλλοι ήταν ταυτόχρονα ιδιοκτήτες και καλλιεργητές των κτημάτων τους («γεωπόνοι»). Είναι αξιοσημείωτο το ότι οι νεοφώτιστοι της περιοχής Ναυπλίου προέρχονταν από πιο εύπορες οικογένειες, σε σχέση μ’ αυτούς της Λακωνίας, στοιχείο που θα μπορούσε, έμμεσα, να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι πρώτοι είχαν γνήσια τουρκική καταγωγή, δεδομένου ότι στην Πελοπόννησο, όπως και αλλού, η μεγάλη ιδιοκτησία της γης βρισκόταν στα χέρια των Οθωμανών. Εξάλλου, νομίζω ότι δεν είναι άσχετο μ’ αυτή την παρατήρηση το ό,τι οι οικογένειες των νεοφώτιστων που ζούσαν στο Ναύπλιο, έδρα του πασά του Μοριά στην αρχή της δεύτερης Τουρκοκρατίας[23], προέρχονταν από οικογένειες με μεγάλες ακίνητες περιουσίες, σε αντίθεση μ’ αυτούς της Λακωνίας που ζούσαν σε χωριά της Λακωνίας.
Η διαφοροποίηση του κοινωνικό-οικονομικού προφίλ αυτών των ατόμων είναι σαφής. Ας σημειωθεί ότι οι περισσότεροι από τους νεοφώτιστους που καταγράφηκαν στο Ναύπλιο κατάγονταν από άλλες περιοχές της Πελοποννήσου, εν αντιθέσει μ’ αυτούς της Λακωνίας που ήταν γηγενείς. Η πιο πρόσφατη μελέτη και άλλων ανέκδοτων πηγών δείχνει ότι αυτά τα άτομα κατάγονταν από όλες σχεδόν τις επαρχίες της Πελοποννήσου, με άνιση όμως κατανομή: από αλλού, όπως από τη Λακωνία και τα Μουρτατωχώρια της Ηλείας, κατάγονταν πολλοί νεοφώτιστοι ενώ από αλλού (π. χ. από τη Μάνη και την Κυνουρία κανείς). Έτσι, από τα έγγραφα που μελετήσαμε αναδεικνύεται και μια άλλη διάσταση, δημογραφικής φύσεως, αυτού του φαινομένου: η μετακίνηση (εκούσια ή ακούσια) πολλών νεοφώτιστων σε όλη την έκταση της πελοποννησιακής χερσονήσου.
Θα μπορούσαν, άραγε, τα ονόματα των γονέων των νεοφώτιστων να μας βοηθήσουν για να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα της καταγωγής τους; Ερώτημα πολύ σημαντικό αλλά και δύσκολο να απαντηθεί, αφενός γιατί δεν γνωρίζουμε με ποιον ακριβώς τρόπο καταγράφηκαν αυτά τα ονόματα και το πως θυμούνταν τα παιδιά τους τα ονόματα των γονιών τους, δεδομένου ότι αποχωρίστηκαν από αυτούς όταν τα περισσότερα βρίσκονταν σε πολύ μικρή ηλικία. Ο τρόπος καταγραφής των ονομάτων των πατεράδων των νεοφώτιστων καθιστά το ζήτημα αυτό ακόμη πιο δυσεπίλυτο. Ονόματα όπως Μουσταφάς Καραμάνος, Μουσταφάς Μαχμούτης κ.ά. μαρτυρούν σαφώς την τουρκική καταγωγή αυτών των ατόμων. Αντίθετα, άλλα (όπως Αλής Πλατάκης, Ιμπραήμ Αργυράκης και πολλά άλλα), θεωρώ ότι μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως οι γονείς τους ή οι πρόγονοί τους ήταν εξισλαμισμένοι χριστιανοί, γεγονός που αναδεικνύει τη στενή σχέση ενός αριθμού αυτών των εκχριστιανισμών με τους προεπαναστατικούς εξισλαμισμούς, σχέση η οποία ενισχύεται, και από το ότι πολλά από αυτά τα άτομα είχαν χριστιανές μητέρες. Όσον αφορά στην οικογενειακή τους κατάσταση, η ανάλυση των στοιχείων αυτών των δύο καταλόγων δείχνει ότι οι περισσότερες γυναίκες παντρεύτηκαν μετά τον εκχριστιανισμό τους με Έλληνες: 293 (το 63,63%) από τις 319, των οποίων γνωρίζουμε την οικογενειακή κατάσταση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αρκετά από αυτά τα άτομα αναζητήθηκαν αργότερα από τους γονείς τους ή από τ’ αδέλφια τους. Λίγοι όμως θέλησαν να εγκαταλείψουν τον τόπο στον οποίο είχαν γεννηθεί. Έτσι, θα ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία, αντιμετωπίζοντας όμως πολλά προβλήματα οικονομικής φύσεως, για την επίλυση των οποίων επέδειξε, όπως προαναφέραμε, ειλικρινές ενδιαφέρον ο Καποδίστριας (παραχώρηση οικιών, γαιών και κ,λπ.) παρά τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε το νεοσύστατο κράτος[24], και σε μικρότερο βαθμό οι οθωνικές κυβερνήσεις.
Κάναμε λίγες μόνο νύξεις για ένα πολύ σημαντικό, από πολλές πλευρές, και λίγο μελετημένο ζήτημα. Νομίζω ότι η μελλοντική έρευνά του πρέπει να στραφεί αφενός προς την αξιοποίηση όλων των αρχειακών τεκμηρίων που παραμένουν ακόμη ανέκδοτα και αφετέρου προς την συγκριτική ένταξή του σε συναφή ζητήματα που απασχόλησαν τον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο από τον ύστερο Μεσαίωνα ως το τέλος των Νεότερων χρόνων.[25]
Υποσημειώσεις
[1] Εκτενέστερη και πιο συστηματική εξέταση αυτού του ζητήματος, που μας απασχόλησε και στη διδακτορική διατριβή μας, γίνεται σε μελέτη μας που πρόκειται να δημοσιευθεί σύντομα.
[2] Ο Γιώργος Β. Νικολάου είναι τ. αν. καθηγητής νεοελληνικής ιστορίας στο Τμήμα ιστορίας-αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
[3] Για τους εξισλαμισμούς και τις επιπτώσεις τους από την πιο πρόσφατη βιβλιογραφία βλ: Antonina Zeljazkova, «Social aspects of the process of islamisation in the balkan possessions of the Ottoman Empire», Etudes Balkaniques 21/3 (Σόφια 1985), σ. 107- 122- Β. Bennassar, Les Chretiens d’Aliah. L’Histoire extraordinaire des renegats (XVL-XVIL siecles), Παρίσι 1989 · Conversion and Continuity, indigenous Christian communities in islamic lands eighth to eighteenth centuries, ed. by M. Gervers and R. J. Bikhazi, Pontifical Institute of Medieval Studies, Τορόντο 1990. L. Rambo, «The Psychology of Conversion», στο Η. N. Malony and S. Southard (επιμ.), Handobok of Religious Conversion, Μπέρμπιχαμ – Αλαμπάμα 1992, σ. 159-177 · Anna Foa – Lucetta Scarafia (επιμ.), Conversioni nel Mediterraneo, ειδικός τόμος του περιοδικού Dimensionί e problemi della ricerca storica, 2 (Ρώμη 1996)· Andrew Buckser and Stephen D. Glazier (επιμ.), The anthropology of religious conversion, Οξφόρδη 2003· Pierre-Yves Brand et Claude- Alexandre Fournier (επιμ.), La conversion reiigieuse. Analyses psychologiques, anthropologiques et religieuses, Labor et Fides, Γενεύη 2009· Thomas Lienhard et Isabelle Poutrin (επιμ.), Pouvoir politique et conversion reiigieuse, Ecole Frangaise de Rome, Ρώμη 2017. Από τις μονογραφίες για τους εξισλαμισμούς στα Βαλκάνια βλ. Σπύρος Βρυώνης, Η παρακμή του Μεσαιωνικού Ελληνισμού στη Μικρά Ασία και η διαδικασία εξισλαμισμού (11ος-/5ος αιώνας), μτφρ. Κάτια Γαλαταριώτου, έκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1996 [α’ έκδοση University of California Press, Μπέρκλεϋ – Λος Άντζελες – Λονδίνο 1986] · Κώστας Φωτιάδης, Οι εξισλαμισμοί της Μικρός Ασίας και οι κρυπτοχριστιανοί του Πόντου, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1988 · Ευστράτιος Ζεγκίνης, Ο Μπεκτασισμός στη Δ· Θράκη· Συμβολή στην ιστορία της διαδόσεως του μουσουλμανισμού στον ελλαδικό χώρο, Θεσσαλονίκη 1988. Μανόλης Πεπονάκης, Εξισλαμισμοί και επανεκχριστιανισμοί στην Κρήτη (1645-1898), Ρέθυμνο 1997 · Anton Minkov, Conversion to Islam in the Balkans. Kisve Bahaisi Petitions and Ottoman Social Life 1670-1730, ed. Brill, Λέϋντεν – Βοστώνη 2004· Γεώργιος B. Νικολάου, Εξισλαμισμοί στην Πελοπόννησο από τα μέσα του 17ου αιώνα έως το 1821, εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα 2006· Tijana Kristie, Contested Conversions to Islam. Narratives of Religious Change in the Early Modern Ottoman Empire, Stanfford University Press, Στάντφορτ, Καλιφόρνια 2011. Για μία κριτική επισκόπηση των μελετών για τους εξισλαμισμούς που έγιναν την περίοδο των Σελτζούκων και των Οθωμανών Τούρκων βλ· Gilles Grivaud et Alexandre Popovic (επιμ.), Les conversions a I’islam enAsie Mineure etdans les Balkans aux epoques seidjoukide et ottomane. Bibliographie raisonnee (1800-2000), εκδ. Ecole Frangaise d>Athenes, Athenes 2011.
[4] Βλ., επιλεκτικά, από τις πρόσφατες μελέτες για τους εκχριστιανισμούς στην ιβηρική: Β. Salvatore, «Conversions de musulmans au christianisme», στο B. Bennassar – R. Sauzet (επιμ.), Chretiens et musulmans a la Renaissance, Τουρ 1998, σ. 429-445· Β. Vincent, «Musulmans et conversions d’Espagne au XVIΓ siecle», στο M. Garcia – Arenal (επιμ.), Conversions isiamiques. identites religieuses et Islam mediterraneen, Παρίσι 2001, σ. 193-205- Isabelle Poutrin, Convertir les musulmans. Espagne, 1491-1609, P.U.F, Παρίσι 2015. Για τους εκχριστιανισμούς στα Βαλκάνια, συγκεκριμένα στη Δαλματία, βλ. A. Popovic, L’lsiam balkanique. Les musulmans du sud-est europeen dans la periode post-ottomane, Βερολίνο 1986, σ. 258-259.
[5] Βλ. Georgios Nikolaou, Islamisations et christianisations dans le Peioponnese (1715 – ca. 1832), αδημοσίευτη διδ. διατριβή, Universite Marc Bcoch de Strasbourg, Στρασβούργο 1997, τ. II, σ. 319-327 και Ρ. Konortas, Les musulmans en Grece entre 1821 et 1912, memoire de DEA, Ecome des Hautes Etudes en Sciences Sociales, Παρίσι 1980, σ. 9-18, όπου οι σχετικές πηγές και μελέτες.
[6] Αυτό διαβεβαίωνε ο Καποδίστριας σε επιστολή του προς τον Μαιζών (31 Αυγ./12 Σεπτ. 1828) βλ. Γ. Νικολάου, «Η αποχώρηση του αιγυπτιακού στρατού και άμαχων Τούρκων από τα μεσσηνιακά κάστρα. – Η μεταφορά των τελευταίων αιχμαλώτων στην Αίγυπτο (Σεπτέμβριος – αρχές Οκτωβρίου 1828)», στου ιδίου, Μελέτες ιστορίας του πελοποννησιακού χώρου από τα μέσα του 17ου αιώνα ως τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα 2009, σ. 499-500.
[7] Η ορθόδοξη χριστιανική πίστη θεωρήθηκε ως βασικό συστατικό στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας και ένταξης στο εθνικό κράτος από τα, φιλελεύθερα κατά τα άλλα, συντάγματα της επαναστατικής περιόδου- βλ. Ελπίδα Βόγλη, «Έλληνες το γένος εσμέν» – Η ιθαγένεια και η ταυτότητα στο εθνικό κράτος των Ελλήνων (1821-1844), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2007, σ. 37-81.
[8] Εξέταση αυτού του ζητήματος στο G. Nikolaou, Islamisations et christianisations, ό. π., σ. 340-345.
[9] Ελπίδα Βόγλη, “Έλληνες το γένος εσμέν”, ό. π., σ. 53-54.
[10] Στο ίδιο, σ. 54-56.
[11] G. Nikolaou, Islamisatlons et christianisations, ό. π., σ. 344-345.
[12] Βλ., σύντομα, γι’ αυτό το ζήτημα Γ. Νικολάου, Εξισλαμισμοί στην Πελοπόννησο από τα μέσα του 17ου αιώνα έως το 1821, εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα 2006, σ. 37-42.
[13] Για την αυστηρή αντιμετώπιση από το ισλαμικό δίκαιο των αποστατών από το Ισλάμ βλ. S. Zwemer, The law of apostasy in Islam, Λονδίνο 1924 και Joseph Schacht, Introduction au droit musulman, traduit de Fanglais, ed. Maisonneuve & Larose, Παρίσι 1983, σ. 118.
[14] Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ· Γ’, Αθήνα 1860, σ. 67, σημ. 31.
[15] Βλ. για τις σχετικές πηγές Γ. Νικολάου, Εξισλαμισμοί στην Πελοπόννησο, ό. π., σ. 42, σημ. 19.
[16] Γ. Νικολάου, Εξισλαμισμοί στην Πελοπόννησο, ό. Π., σ. 57-82.
[17] G. Nikolaou, Islamisations et christianisations, ό. π., σ. 339.
[18] Στο ίδιο, σ. 338-339.
[19] Βλ. ΓΑΚ, Οθωνικό Αρχείο, Αρχείο Γραμματείας Υπουργείου επί των Οικονομικών (1833-1962), Φ. 225-227,248,250,253,254, 337, 467, 479, νεόφυτοι-νεοφώτιστοι, στο ίδιο, Εθνικά Κτήματα, υποσειρά 009, Παραχωρήσεις κτημάτων σε νεοφώτιστους, Φ. 1520. Πολλοί νεοφώτιστοι κατάγονταν από τα λεγάμενα Μουρτατοχώρια (χωριά νότια του Αλφειού) όπου συνέβησαν πολλοί εξισλαμισμοί κατά τη β’ Τουρκοκρατία- βλ. Χρίστος I. Δημητρουλόπουλος – Γιώργος Β. Νικολάου, Η βόρεια ζώνη της Επαρχίας Ολυμπίας – Ιστορική εξέλιξη και καθημερινή ζωή (1200 περ. μ. Χ. – αρχές 21 ου αιώνα, εκδ. Λειμών, Αθήνα 2016, σ. 382-393.
[20] Έκδοση και ανάλυση των στοιχείων αυτών των καταλόγων στο G. Νikolaou, Islamisations et christianisations, ό. π., σ. 346-367, 468-552,557-559.
[21] G. Nikolaou, Islamisations et christianisations, ό. π., σ. 375-384.
[22] Στο ίδιο, σ. 385-388.
[23] Βλ. Αναστασία Κυρκίνη – Κούτουλα, Η οθωμανική διοίκηση στην Ελλάδα – Η περίπτωση της Πελοποννήσου (1715-1821, εκδ. Αρσενίδης, Αθήνα 1996, σ. 94-96.
[24] Βλ. Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ· Η’, Ιωάννης Καποδίστριας ή η επώδυνη γένεση του νεοελληνικού κράτους, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 235.
[25] Με την ευκαιρία του εορτασμού των 200 χρόνων από την έναρξη της Επανάστασης το ζήτημα αυτό άρχισε να απασχολεί και άλλους ιστορικούς· βλ. την εξαιρετική μελέτη Stefanos Katsikas – Sakis Dimitriadis, «Muslim Converts to Orthodox Christianity during the Greek War of Independence, 1821-1832», European History Quarterly, vol 51 (3) (2021), σ. 299-323· Evdoxios Doxiadis, «Neophotistoi and Apostates: Greece and Conversion in the Nineteenth Century», Historein/ Ιστορείν, vol. 20 (1) (2021) https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/historein/indexav αν και δεν προσφέρει κάτι ουσιαστικό στην έρευνα αυτού του ζητήματος και Σταυρούλα Βερράρου, «“Άκραν οικονομίαν και φιλανθρωπίαν δια τους δυστυχείς”: οι κτηματικές αποζημειώσεις των νεοφώτιστων» (μελέτη υπό δημοσίευση).
Γιώργος Β. Νικολάου*
«Ελευθερία και Θάνατος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 – Μικροϊστορικές προσεγγίσεις από τον αγώνα στον Ηπειρωτικό και στον ευρύτερο Βαλκανικό χώρο», Διεθνές Συνέδριο, Ιωάννινα 2021.
* Ο Γιώργος Β. Νικολάου είναι τ. αν. καθηγητής νεοελληνικής ιστορίας στο Τμήμα ιστορίας-αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
Σχετικά θέματα:
- Ιστορία του παιδομαζώματος κατά την Τουρκοκρατία – Αναστάσιος Αθ. Γούναρης
- Πρoστατευμένο: Εξισλαμισμοί και εκχριστιανισμοί στην Πελοπόννησο από τα μέσα του 17ου αιώνα ως το 1716. Γεώργιος Β. Νικολάου, Διδάκτωρ Ιστορίας Πανεπιστημίου Marc Bloch του Στρασβούργου.
- Ο Πληθυσμός του Ναυπλίου, 1830-1840
Σχολιάστε