Πολύχρονοι δικαστικοί και εξώδικοι αγώνες Δημ. Περρούκα για την απόδοση παρακαταθήκης – Ηλίας Γιαννικόπουλος*
1. Η παρούσα ανακοίνωση αναφέρεται σε άγνωστη νομική υπόθεση, που απασχόλησε πολλούς και επί πολλά χρόνια, τόσο εδώ, στο νεοσύστατο ελληνικό κρατίδιο, όσο και στην αυστριακή Τεργέστη, όπου ήκμαζε τότε σπουδαία ελληνική παροικία. Το θέμα δεν στερείται ενδιαφέροντος, ούτε από ιστορικής, ούτε από νομικής πλευράς. Αναφέρεται μεν σε δευτερευούσης σημασίας πτυχές του καθόλου κοινωνικού και ιδιωτικού βίου, αλλά έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πελοποννησιακή ιστορία και προσωπογραφία, δεδομένου ότι οι κυριότεροι πρωταγωνιστές της υποθέσεως ήσαν τέκνα του Μοριά. Παρουσιάζει επίσης μεγάλο νομικό ενδιαφέρον, γιατί κατά την μακρά διάρκεια και εξέλιξη της υποθέσεως, πολλά νομικά ζητήματα γενικού και ειδικού ενοχικού δικαίου, κληρονομικού δικαίου, αστικού δικονομικού δικαίου (πολιτικής δικονομίας), ακόμα και ιδιωτικού διεθνούς δικαίου γεννήθηκαν, συζητήθηκαν και επιλύθηκαν.
Η ανακοίνωση στηρίζεται αποκλειστικά στη μελέτη των σωζομένων στο λεγόμενο «Αρχείο Περρούκα» εγγράφων, τα οποία αναφέρονται στην υπόθεση αυτή, και τα οποία κυμαίνονται γύρω στα 200.[1] Περαιτέρω αρχειακή έρευνα δεν έγινε. Ο εντοπισμός των σχετικών εγγράφων ήταν ιδιαίτερα δύσκολος, επειδή αυτά δεν ήσαν συγκεντρωμένα σε κάποια θεματική ενότητα, αλλά βρίσκονταν διάσπαρτα σε όλους σχεδόν τους φακέλους του εν λόγω Αρχείου. Αξίζει να τονισθεί από την αρχή ότι τα έγγραφα που μελετήθηκαν δεν δίνουν πλήρη εικόνα της σχετικής δικαστικής διαμάχης, αφού δεν υπάρχουν στο Αρχείο ούτε τα σχετικά δικόγραφα, ούτε οι σχηματισθείσες πολλές δικογραφίες, ούτε οι εκδοθείσες δικαστικές αποφάσεις. Η ολότητα σχεδόν των εγγράφων είναι κατά κύριο λόγο επιστολές μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών. Μέσα από την αλληλογραφία αυτών των προσώπων, τις πληροφορίες και ειδήσεις που ανταλλάσσουν, τα προβλήματα που εκθέτουν και τα επιχειρήματα που αναλύουν και υποστηρίζουν, κατεβλήθη προσπάθεια να αναπλασθεί κάπως η γενικότερη πορεία, να πληρωθούν τα μεγάλα κενά και να αποκατασταθούν οι σπασμένοι κρίκοι της υποθέσεως. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η τελική εικόνα που σχηματίζεται από τη μελέτη των εγγράφων αυτών είναι εκ των πραγμάτων ατελής και ελλιπής και αυτό αντανακλάται και στην παρούσα ανακοίνωση.

Τεργέστη, άγνωστου καλλιτέχνη. Δημοσιεύεται στο βιβλίο «Führer durch Triest und Umgebung» (Οδηγός για την Τεργέστη και τα περίχωρα). Εκδότης: Würzburg: L. Woerl, 1892.
Τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στην υπόθεση αυτή είναι από μεν τη γνωστή πελοποννησιακή οικογένεια Περρούκα[2] ο Χαράλαμπος και ο Δημήτριος, τέκνα του Νικολάου, καθώς και οι Γεώργιος, Απόστολος και Ελένη, τέκνα του Σωτηρίου, ενώ από την επίσης πελοποννησιακή οικογένεια Καρυτσιώτη ή Καρτσιώτη[3] ο Προκόπιος. Η οικογένεια Περρούκα ήταν η κρατούσα οικογένεια του Άργους, τουλάχιστον από την εποχή της Β’ Τουρκοκρατίας. Η οικογένεια Καρυτσιώτη ή Καρτσιώτη, που καταγόταν από τον Αγιάννη Κυνουρίας, δέσποζε στην ελληνική παροικία της Τεργέστης κατά την προεπαναστατική και μετέπειτα εποχή, με πρωταγωνιστή το μεγαλέμπορο, ασφαλιστή και πλοιοκτήτη Δημήτριο Καρτσιώτη, τον οποίο κληρονόμησε μετά τον θάνατό του (1819) ο ανεψιός του Προκόπιος, αρχικώς ιεροδιάκονος και αργότερα σκανδαλωδώς αποσχηματισθείς λαϊκός.
2. Το καλοκαίρι του έτους 1822, όταν κατέβαινε η μεγάλη στρατιά του Δράμαλη στην νότια Ελλάδα, σκορπίζοντας στους Έλληνες πανικό και απελπισία, ο έμπορος και προεστός του Άργους Χαραλάμπης Περρούκας, το μόνο εν ζωή τέκνο του Νικολάου Περρούκα που βρισκόταν τότε στο Άργος, συγκέντρωσε μέρος από τα τιμαλφή της οικογένειας, χρήματα, σκεύη, άλλα πολύτιμα κινητά και διάφορα σπουδαία έγγραφα, και για να τα διασώσει, τα έδωσε στο συνάδελφο και συμπολίτη του Γεώργιο Τζόκρη[4], μεγαλύτερο αδελφό του μετέπειτα Αργείου στρατηγού Δημ. Τζόκρη, ο οποίος έτυχε τότε να μεταβαίνει για εμπορικές υποθέσεις του στο εξωτερικό. Αυτός τα μετέφερε ατμοπλοϊκώς στην Τεργέστη. Εκεί έφτασε στις 22 Σεπτεμβρίου 1822, αλλά έμεινε για μερικές ημέρες στο «λαζαρέτο (=λοιμοκαθαρτήριο)», απ’ όπου και έγραψε για πρώτη φορά στον Χαρ. Περρούκα (έγγρ. 46184 β). Φαίνεται ότι τα πράγματα δεν είχαν συγκεκριμένον αποδέκτη. Αυτό προκύπτει από αυτή την πρώτη επιστολή του Τζόκρη προς τον Χαραλάμπη, με την οποία τον πληροφορεί ότι ενδέχεται να ξαναφέρει τα πράγματα στην Ελλάδα: «αν ημπορέσω να καταφέρω τον καπετάνιον να πιάση από Τσιρίγον θέλει τα πάρω μαζί μου δια να τα παραδώσω εις κανέναν εδικόν σου, ειδέ θέλω τα αφήσει εδώ βουλωμένα εις κανένα φιλικόν σπίτι». Αυτό επιβεβαιώνεται και από την από 20 Ιουνίου 1823 επιστολή του Χαρ. Περρούκα προς τον Τζόκρη (βλ. μνεία στο έγγρ. 46519), από την οποία προκύπτει ότι ο Χαραλάμπης δεν εγνώριζε το πρόσωπο στο οποίο είχαν παραδοθεί τα πράγματα, ούτε καν αν αφέθηκαν στη Τεργέστη ή αν ευρίσκονταν εισέτι στα χέρια του Τζόκρη.
Εν πάση περιπτώσει, ο Γ. Τζόκρης παρέδωσε τελικά τα πράγματα του Χαραλάμπη προς φύλαξη στο μεγαλέμπορο Προκόπιο Καρτσιώτη, μαζί με μερικά πράγματα δικά του, λαμβάνοντας από αυτόν έγγραφη απόδειξη παραλαβής. Είναι αξιοπερίεργο, όμως, ότι ο Γ. Τζόκρης δεν παρέδωσε εξαρχής τα πράγματα του Χαρ. Περρούκα στον Καρτσιώτη ως νόμιμος αντιπρόσωπός του, δηλ. κατ’ εντολή και για λογαριασμό του, αλλά τα παρέδωσε, απ’ ό,τι προκύπτει, ως δήθεν δικά του, και ακολούθως, με μεταγενέστερες επιστολές, του γνωστοποίησε ποιος ήταν ο πραγματικός κύριος των πραγμάτων. Οι λόγοι αυτής της συμπεριφοράς εκ μέρους του κομιστή Γεωργίου Τζόκρη δεν είναι γνωστοί, αν βέβαια δεν πρόκειται περί ταπεινής υστεροβουλίας εκ μέρους του.
Τις λεπτομέρειες παράδοσης της παρακαταθήκης περιγράφει για πρώτη φορά ο ίδιος ο Γ. Τζόκρης προς τον Χαρ. Περρούκα, σε επιστολή του (έγγρ. 46519) από τη Σύρα της 3 Ιουλίου 1823:
«…το [πράγμα] επαράδωσα εις το οσπίτιον του κυρίου Προκοπίου Καρτσιώτη και έλαβα έγγραφον παρ’ αυτού, οπού όταν του γράψω να το παραδώση εις όποιον ήθελε τον διορίσω. Το σεντουκάκι με τα ασημικά και μερικά μετρητά όπου είχατε μέσα τα άνοιξεν η διοίκησις εις το λαζαρέτο, την δε βουργίαν και το αμανέτι έκαμα τρόπον και δεν το άνοιξαν. Όλων των ασημικών έχω την καταγραφήν των από τον ίδιον τον Καρτσιώτην και από τους επιστάτας του Λαζαρέτου, καθώς σας προέγραφον. Έκαμα μυρίους τρόπους δια να ημπορέσω να μην το ανοίξουν, πλην δεν εστάθη τρόπος. Δια περισσοτέραν ασφάλειαν το άφησα εις αυτό το οσπίτιον, καθώς σας προέγραφον, όπου άφησα και πράγμα ιδικόν μου».
Εξάλλου, με άλλη επιστολή του ίδιου προς τον αυτόν παραλήπτη (Σύρα 14 Ιουλίου 1823, έγγρ. 46587), αναφέρει, ότι «…όντας εις Τριέστι, επαράδωσα το πράγμα σου εις τον κον Καρτσιώτην και ιδού σου περικλείω γραφήν μου δια ν΄ ακούση την ορδινίαν σου. Εις τον ίδιον άφησα μαζί με το πράγμα και τας δύο σακκούλας με τα έγγραφά σου βουλωμένα με την βούλαν μου, επειδή καθώς σου έγραφον τας άνοιξαν εις το λαζαρέτο, και γράψε μου και δι΄ αυτάς ό,τι αγαπάς».
Προς μεγαλύτερη εξασφάλιση του παρακαταθέτη, ο Γ. Τζόκρης αντάλλαξε και άλλες επιστολές με τον Πρ. Καρτσιώτη, με τις οποίες επεσήμαινε και πάλι σ’ αυτόν, προς αποφυγήν κάθε παρανοήσεως, ότι όλα τα καθορισμένα πράγματα που του εδόθησαν προς φύλαξη, ακόμα και αυτά που έφεραν τη δική του σφραγίδα, ανήκαν στο Χαρ. Περρούκα, και επομένως αυτόν έπρεπε να αναγνωρίζει ως μοναδικό κύριο, και «αυτού την ορδινίαν έπρεπε να ακούει».
Τέτοιες επιστολές του Γ. Τζόκρη προς τον Καρτσιώτη σώζονται, μεταξύ άλλων, της 15 Ιουλίου 1823 από τη Σύρα (έγγρ. 46587), και της 15 Ιουλίου 1824 από το Λεωνίδιο (αυτόθι). Σώζονται επίσης επιστολές του ίδιου του Χαραλάμπη από 30 Ιανουαρίου 1824 (έγγρ. 45576) και 16 Ιουνίου 1824 (έγγρ. 45575) προς τον Καρτσιώτη, για να γνωρισθεί αυτός κύριος όλων των πραγμάτων του «εμανετιού» που αναγράφονταν στον κατάλογο και βρίσκονταν στην «κάσα» του. Εξάλλου, επειδή η κατάσταση στην Ελλάδα εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ταραχή, έγραψε ο Χαράλαμπος προς τον Καρτσιώτη να στείλει την παρακαταθήκη του προς τους εν Ζακύνθω εμπόρους, συνεργάτες και φίλους του Αλέξιο και ανεψιούς Στεφάνου (επιστ. 19 Ιαν. 1824, έγγρ. 45892), κάτι που αμέσως γνωστοποίησε και σ’ αυτούς τους ίδιους (επιστ. 30 Ιανουαρίου 1824, έγγρ. 45893).
Ο Δημ. Π. Καρτσιώτη (όπως υπέγραφε πάντα ο Προκόπιος) αναγνώρισε τον Χαρ. Περρούκα ως κύριο της παρακαταθήκης. Σε σύντομη επιστολή του από το Τριέστι της 4 Ιουνίου 1824 (έγγρ. 46587), ρητώς συνομολόγησε ότι «…τα εις χείρας μου αφεθέντα παρά του κυρίου Γεωργίου Τζόκρη εμανέτια, ευρίσκονται τώρα υπό την διαταγήν σας…». Κατά τον ίδιο τρόπο, σε άλλη επιστολή του προς το Δημ. Περρούκα, αδελφό του Χαραλάμπη (Τριέστι 20 Ιουλίου 1825, έγγρ.46587), ρητώς και κατηγορηματικώς αποδέχτηκε ότι είχε παραλάβει την παρακαταθήκη εξ ονόματος και για λογαριασμό του Χαραλάμπη, τον οποίο αναγνώρισε ως μοναδικό κύριο: «…δεν θέλω εγχειρίσει ουδενί τα όσα εν τω εσωκλείστω καταλόγω μοι ενεχειρίσθησαν παρά του κυρίου Γεωργίου Τζόκρη και εξ αυτού εγνωρίσθησαν ότι είναι ιδιοκτησία του μακαρίτου αυταδέλφου σας κυρίου Χαραλάμπη Περούκα, μετά του οποίου αντεπεκρίθην έτι ζώντος ότι τον γνωρίζω δια οικοκύριον του άνω ειρημένου πράγματος…».
Συνήφθη λοιπόν τελικά μεταξύ Χαρ. Περρούκα και Καρτσιώτη σύμβαση παρακαταθήκης, δηλ. φύλαξης κινητών πραγμάτων χωρίς ανταμοιβή, είτε με αντιπροσώπευση, είτε ως παρακαταθήκη παρακαταθήκης, αναλόγως με το αν ο Γεώργιος Τζόκρης ήθελε θεωρηθεί απλός «κομιστής» ή αρχικός «θεματοφύλακας» της παρακαταθήκης. Είναι γεγονός ότι η συμβατική αυτή σχέση, παρά τις διάφορες μελλοντικές περιπλοκές της και τη διαφορά ορολογίας που εκάστοτε χρησιμοποιήθηκε από τους ενδιαφερόμενους, δεν αμφισβητήθηκε βασικώς ποτέ και από κανέναν, ούτε ως προς την ύπαρξή της, ούτε ως προς τη νομική φύση της.[5]
Σε έγγραφα του Αρχείου Περρούκα καταγράφονται αναλυτικά τα περιλαμβανόμενα στην εν λόγω παρακαταθήκη κινητά πράγματα. Στα αχρονολόγητα έγγραφα υπ΄ αριθμ. 45422, 45425, 45426, 45901 και 46587 καταγράφονται λεπτομερώς, στην ελληνική ή την ιταλική, τα αντικείμενα της παρακαταθήκης, είτε με την υπογραφή του ίδιου του Καρτσιώτη, είτε σε σημειώσεις του Δημ. Περούκα. Αξίζει τον κόπο να μεταφερθεί εδώ ο κατάλογος της πολυθρύλητης αυτής παρακαταθήκης, και λόγω του ότι έγινε αφορμή πολύχρονων δικαστικών και εξωδικαστικών αγώνων, και ως δείγμα και τεκμήριο της οικονομικής κατάστασης της οικογένειας Περρούκα κατά τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, αλλά και ως μικρή συμβολή στην διερεύνηση του καθόλου κοινωνικού και καθημερινού βίου εκείνης της εποχής.
Την παρακαταθήκη λοιπόν αποτελούσαν:
«3 ωρολόγια μαλαματένια με μίαν βούλαν. 1 ταμπακιέρα με ωρολόγιο αποπάνω. 2 τακίμια κεχριμπάρι. 2 ταμπακιέρες μαλαμοκαπνισμένες. 1 χτενάκι ασημένιον. 1 τάσι όμοιον. 1 δι΄ ανθόνερον οπού ραντίζουν. 4 ταμπακιέρες ασημένιες. 1 οπού σουρώνουν τον καφέ. 1 τακίμι(=δωδεκάδα) ζάρφια μαλαμοκαπνιστά. 1 όμοιον ασημένια. 3 δίσκοι όμοιοι. 2 κουτάλες-μία της μανέστρας και η άλλη του πιλαφίου. 1 τζουκαριέρα με το καπάκι της. 2 εμπρίκια ασημένια, 2 μεγάλα και εν μικρόν. 2 σαλιέρες ασημένιες, μίαν μεγάλην και μίαν μικράν. 2 δουζίνες μαχαίρια ασημένια. 11 πηρούνια όμοια. 9 κουτάλια όμοια, και 11 κουτάλια μικρά. 2 δόντια γουρουνίσια με ασήμι. 1 σεντουκάκι ασημένιο. Εν τακίμι του αλόγου. 3 κομπολόγια, έν γιούσουρι, εν κοράμι και εν ξύλινον. 2 ζευγάρια παπούτσια, εν χρυσόν και εν πέτζινον. 1 σεντούκι χρυσόν, έτι εν κιεμέρι και δύο γροπάτοι…».
Τα κινητά αυτά περιγράφονται επίσης λεπτομερώς σε μεταγενέστερο έγγραφο του Αρχείου Περρούκα, συγκεκριμένα σε πληρεξούσιο έγγραφο του συμ/φου Ναυπλίου Χαραλάμπους Παππαδοπούλου από 20/10/1842 (έγγρ. 49612). Στο έγγραφο αυτό εξειδικεύεται ότι η παρακαταθήκη, πλην των ανωτέρω αναφερθέντων κινητών, περιλάμβανε και «τα εις μικράς σακκούλας ευρεθέντα χρυσά νομίσματα εκ των εν αυτή υπαρχόντων χρημάτων, δηλαδή πεντακόσια φλωρία ενετικά, οκτακοσίους ρουμπιγιέδες φουντουκίου τουρκικούς, δέκα μαχμουτιέδες (ήτοι παλαιά εικοσιπεντάρια) τουρκικούς, είκοσι ένα ημιμαχμουτιέδες ομοίους, οκτώ τέταρτα μαχμουτιέδων ομοίων, δύο τέταρτα δόπιας Ισπανίας, δύω όγδοα ομοίας δόπιας Ισπανίας, έτερα δύω φλωρία ενετικά, εν όμοιον ολλανδικόν, δύω όμοια φουντουκίου, τέσσερα όμοια Μισήρικα ολόκληρα, ένδεκα όμοια ημιμισήρικα, είκοσι όμοια πολίτικα ολόκληρα, δεκαεννέα όμοια ημιπολίτικα…». Στο αυτό πληρεξούσιο έγγραφο, καταγράφονται λεπτομερώς τα νομίσματα που ευρίσκοντο μέσα στο ρηθέν «κεμέριον», ήτοι «εννεακόσια δέκα φλωρία ενετικά, εκατόν τεσσαράκοντα όμοια ολλανδικά, εν μπόλον ενετικόν με πικάλιον, εν όμοιον τρύπιον χωρίς πικάλιον, τέσσερα ήμισυ φλωρία έτερα, δηλαδή δύω ρωμαϊκά, δύο κρεμλίτζ και ήμισυ κομμένον ενετικόν, έν πολίτικον, εν κωνσταντινάτον και εν βραχιόλιον χρυσούν».
Έτσι, διαθέτουμε τον πλήρη κατάλογο των πραγμάτων, σκευών και νομισμάτων, που, μαζί με τα μη καθοριζόμενα έγγραφα, αποτελούσαν την παρακαταθήκη του Χαρ. Περρούκα.
3. Δυστυχώς, στις 27 Οκτωβρίου 1824 απεβίωσε σχετικά νέος και άγαμος ο παρακαταθέτης Χαρ. Περρούκας μετά από κάποια ασθένεια, αφού πρόλαβε ως γνωστόν να διατελέσει Υπουργός των Οικονομικών για ένα σύντομο χρονικό διάστημα κατά το έτος 1823.
Αυτό απετέλεσε την πρώτη ουσιαστική εμπλοκή στην παρούσα υπόθεση.
Ο αδελφός του Χαραλάμπη Δημήτριος Περρούκας, που εκείνη την εποχή βρισκόταν στην Ευρώπη (Ελβετία ή Γαλλία), είχε λάβει γνώση της παρακαταθήκης όταν ακόμα ο Χαράλαμπος βρισκόταν εν ζωή. Από επιστολή του Καρτσιώτη της 9 Οκτωβρίου 1824 (έγγρ. 45564) μαθαίνουμε ότι ο Δημήτριος είχε ζητήσει από αυτόν χρήματα, με την πρόταση να τα κρατήσει από τα πράγματα του Χαραλάμπη, γιατί δήθεν ήσαν «συντροφικά», αυτός όμως του απάντησε ότι ο Χαραλάμπης του είχε γράψει να γνωρίζει αυτόν και μόνον αυτόν ως κύριο, και αυτό έκανε. Με άλλη επιστολή του από 20 Ιουλίου 1825 (έγγρ. 46134), ο Καρτσιώτης, καθησύχασε το Δημήτριο ότι δεν επρόκειτο να δώσει σε κανέναν τα πράγματα της παρακαταθήκης, τον προειδοποίησε όμως ότι θα τα κατείχε αυτός «έως ότου γνωρισθεί δια αποδείξεων του κριτηρίου (=δικαστηρίου) ο γενικός και καθολικός νόμιμος κληρονόμος [του Χαραλάμπη]». Τέλος, τον διαβεβαίωσε «να μένη ήσυχος, ωσάν οπού δεν θέλω παρατραπή από τα όσα ο Νόμος διατάσσει εν τω περί κληρονομίας κεφαλαίω». Με άλλα λόγια τον προειδοποιούσε ότι θα τηρήσει πλήρως τη νομιμότητα, χωρίς παρεκκλίσεις.[6]
Αξίζει να σημειωθεί ότι ήδη πολύ νωρίς, την 30 Νοεμβρίου 1824, δηλαδή αμέσως σχεδόν μετά τον θάνατο του Χαραλάμπη Περρούκα, έγραψαν στον Καρτσιώτη οι αδελφοί Απόστολος, Γεώργιος και Ελένη, όλα τέκνα του Σωτηρίου Περρούκα, αδελφού του Νικολάου, και επομένως πρώτοι εξάδελφοι του τεθνεώτος Χαραλάμπη και του Δημητρίου. Με την επιστολή αυτή (έγγρ. 45889) γνωστοποίησαν στον Καρτσιώτη ότι το κεμέρι με τα χρήματα και μία «σακκούλα» με έγγραφα, που περιλαμβάνονταν στην παρακαταθήκη του εξαδέλφου τους Χαρ. Περρούκα, δεν ανήκαν πραγματικά σ’ αυτόν, αλλά στον πατέρα τους Σωτήριο (που είχε πεθάνει ήδη και αυτός από το έτος 1822). Ως εκ τούτου, ως κληρονόμοι του πατέρα τους ήγειραν αξίωση επ’ αυτών των αντικειμένων και τα διεκδικούσαν ως δικά τους, τον παρακάλεσαν μάλιστα να τα στείλει στους εν Ζακύνθω εμπόρους Αλέξιο και ανεψιούς Στεφάνου, με τους οποίους είχε κάνει σχετική συνεννόηση ο Χαράλαμπος. Την ίδια ημεροχρονολογία απέστειλε παρόμοια επιστολή στον Καρτσιώτη ο Παναγιώτης Ιωαννούσης, εξάδελφος και επίτροπος του τεθνεώτος Χαραλάμπη, καλώντας τον να στείλει το μέρος του αμανετίου που ανήκε στα παιδιά του Σωτήρη, στον Αλέξιο και ανεψιούς Στεφάνου, στη Ζάκυνθο. Άλλη επιστολή απέστειλαν οι αδελφοί Σωτ. Περρούκα την 29 Νοεμβρίου 1825 (έγγρ. 46408) ζητώντας τα πράγματά τους, το ταχύτερο δυνατόν, γιατί «τους απειλούν μεγάλαι ζημίαι εν όσω μένουν αυτού άνεργα». Εξάλλου, σε άλλη επιστολή τους προς τον Καρτσιώτη από 1 Απριλίου 1826 (έγγρ. 45404), τα παιδιά του Σωτ. Περρούκα ειδοποίησαν τον θεματοφύλακα να «φυλαχθεί» και να μην παραδώσει ολόκληρη την παρακαταθήκη στον ξάδελφό τους Δημήτριο, «αν θελήσει να πάρη εις την ορδινίαν του όλον το αμανέτι, και το ιδικόν μας και εκείνον του μακαρίτου Χαραλάμπους Περούκα».
Εκτός από το Δημ. Περρούκα και τα εξαδέλφια του, παρόμοιες επιστολές προς τον Καρτσιώτη απέστειλαν την 28 Νοεμβρίου 1825 (έγγρ. 46407) από το Ναύπλιο, αλλά και την 8 Ιουλίου 1827 (έγγρ. 46380), από τα Κύθηρα όπου ευρίσκονταν τότε, η Αγγελική Περρούκα (μητέρα του Χαραλάμπη), η λεγόμενη Νικολίνα, και η Ευδοκία Δημ. Ζαΐμη (αδελφή του Χαραλάμπη), εκδηλώνοντας και αυτές ενδιαφέρον για την παρακαταθήκη. Μάλιστα στην πρώτη επιστολή τους οι κυρίες Περρούκα ανεγνώριζαν ότι τα καταγραφόμενα σε εσώκλειστο κατάλογο πράγματα της παρακαταθήκης ανήκαν στο Σωτήρη Περρούκα, και είχαν δοθεί από αυτόν στο Χαραλάμπη τον Απρίλιο του 1822 στο Λεωνίδιο, κάτι που αργότερα αναγκάστηκαν ν’ ανακαλέσουν, ισχυριζόμενες ότι το έγραψαν εκ πλάνης και κατόπιν πιέσεως (βλ. έγγρ. 49008 της 18 Φεβρ. 1836). Εξάλλου, στην επιστολή τους του έτους 1825 εδήλωναν στον Καρτσιώτη ότι ανεγνώριζαν τον Δημήτριο ως «γνήσιον και καθολικόν οικοκύρην» των υπολοίπων πραγμάτων της παρακαταθήκης, ο οποίος είχε εκ μέρους τους «την απόλυτον εξουσίαν να τα κάμη ό,τι θέλει και βούλεται εις τόπον του μακαρίτη Χαρ. Περρούκα», κάτι που θα μπορούσε να εκληφθεί αφενός ως πληρεξουσιότητα προς τον Δημήτριο και αφετέρου ως παραίτηση από κάθε δικαίωμά τους επί της παρακαταθήκης.
Αξίωση για την ικανοποίηση κάποιων χρηματικών απαιτήσεών του κατά του Χαραλάμπη είχε εγείρει επί της παρακαταθήκης και ο Αλέξανδρος Σαρεγιάννης (έγγρ. 46039), ο γνωστός εξάδελφος του Προκοπίου και αντίδικός του στην υπόθεση της κληρονομίας του θείου τους Δημητρίου. Πρόβλημα δημιουργούσε στον Καρτσιώτη και ο Γ. Τζόκρης, ο οποίος προκειμένου να εξοφλήσει χρηματικό χρέος του προς αυτόν, ήθελε πρώτα να ανοίξει αυτός το «αμανέτι», να βγάλει και να του αποστείλει διάφορα έγγραφα δήθεν δικά του, κάτι που ο Καρτσιώτης δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει. Αυτά όλα απετέλεσαν τη δεύτερη σημαντική εμπλοκή στην υπόθεση.
Ενόψει αυτών των απροσδόκητων περιπλοκών, ο θεματοφύλακας Καρτσιώτης, σε επιστολή του προς τον Δημ Περρούκα από 19 Απρ. 1826 (έγγρ. 46053), ξεκαθάρισε ότι είχε σκοπό «αν τα πράγματα δεν μπουν σε τάξη, να μείνη ακίνητος, να μην κάνη τίποτε», δηλ. να μην παραδώσει σε κανέναν τα αιτούμενα πράγματα. Σαφέστερος έγινε ο αυτός αποστολέας προς τον ίδιο παραλήπτη, που είχε ήδη επιστρέψει στην Ελλάδα και βρισκόταν και αυτός τότε στα Κύθηρα, στην από 29 Αυγ. 1826 επιστολή του (έγγρ. 46045), με την οποία ρητώς του εδήλωνε, ότι επειδή υπήρχαν διάφορες απαιτήσεις από διάφορες πλευρές, «ουδέν δύναται να ενεργήση χωρίς της ομοφώνου διαταγής όλων». Με άλλη επιστολή του από 2 Οκτ. 1826 (έγγρ. 46050), τον καθησύχαζε να μην φοβάται, γιατί δεν επρόκειτο να βλάψει το συμφέρον του, επειδή «πράγμα από το χρέος του δεν εκβαίνει απλώς και ως έτυχε, όθεν το συμφέρον σας δεν κινδυνεύει κατά τούτο». Σαφής ήταν επίσης και στην από 7 Δεκ. 1826 επιστολή του προς το Δημ. Περρούκα (έγγρ. 45427), με την οποία του εκμυστηρευόταν ότι «η υπόθεσίς σας πολλήν μου δίδει φροντίδα. Από το ένα μέρος αγαπώ να σας ευχαριστήσω απολύτως, και από το άλλο το χρέος μου και τα γράμματα των εξαδέλφων σας με βιάζει (sic) να φυλάττω όρια, ώστε δεν ηξεύρω πώς να κάμω δια να φυλάξω τον εαυτόν μου και εν ταυτώ να σας δουλεύσω κατά την επιθυμίαν μου…».
Η αλληλογραφία μεταξύ των ενδιαφερομένων, και κυρίως μεταξύ Δημ. Περούκα και Καρτσιώτη, συνεχίστηκε με μεγάλα κενά και διακοπές και τα επόμενα έτη, όμως χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, αφού οι μεν θεωρούμενοι ως δικαιούχοι δεν προσκόμιζαν τα αιτηθέντα από τον θεματοφύλακα επίσημα νομιμοποιητικά έγγραφα, πάνω στα οποία στήριζαν τα δικαιώματά τους, ο δε θεματοφύλακας έκρινε ότι χωρίς αυτά δεν μπορούσε ακινδύνως να επιστρέψει την παρακαταθήκη ή το διεκδικούμενο τμήμα της, στους φερόμενους ως δικαιούχους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και το έτος 1833, όλοι οι παραπάνω δεν είχαν ακόμη καταθέσει στον Καρτσιώτη τα νομιμοποιητικά τους έγγραφα! Έτσι αυτός με την από 1 Ιουν. 1833 επιστολή του προς τον Δημ. Περρούκα (έγγρ. 48666), ευρέθη στην ανάγκη να ξεκαθαρίσει για μιαν ακόμα φορά ότι δεν θα έδινε σε κανέναν το «ενέχυρον», παρά μόνον σε όποιον αποδείκνυε με δικαστική απόφαση ότι ήταν νόμιμος κληρονόμος του Χαραλάμπους. Από επιστολή του φίλου του στην Τεργέστη Γ. Μ. Αντωνόπουλου και του Αλέξ. Τζατζαράγκου, μετέπειτα επιτρόπου των τέκνων του Σωτ. Περρούκα, ο Δημ. Περρούκας πληροφορείται ότι ήδη από το έτος 1832 οι εξάδελφοί του είχαν επιβάλει επί της παρακαταθήκης «μεσέγγυον», μάλλον με τη μορφή συντηρητικής κατάσχεσης (επιστ. 20 Οκτωβρίου 1832, έγγρ. 48623, χωρίς να διατίθενται περισσότερες πληροφορίες). Ας σημειωθεί ότι μεσέγγυο στην παρακαταθήκη («σεκουέστρο», όπως το έλεγε), ήθελε να επιβάλει και ο ίδιος ο Δημ. Περρούκας, φερόμενος ως μοναδικός κληρονόμος του αδελφού του, ήδη από το 1825, αλλά δεν το έκανε λόγω τυπικών κωλυμάτων (επιστ. προς Αντ. Μ. Αντωνόπουλο, 26 Σεπτεμ. 1825, έγγρ. 46056. Βλ. επίσης έγγρ. 46133, 46054).

Το Παλάτσο Καρτσιώτη (Palazzo Carciotti), στην Τεργέστη, το οποίο κτίστηκε από τον πλούσιο Έλληνα έμπορο Δημήτριο Καρτσιώτη (1741-1819), με καταγωγή από τον Άγιο Ιωάννη Αρκαδίας. Έργο του ζωγράφου Giovanni Pividor (Τζιοβάνι Πιβίντορ), περ. 1840.
4. Μετά διετή σιωπή (δεν υπάρχει στο Αρχείο Περρούκα κανένα έγγραφο των ετών 1834 και 1835 για το θέμα αυτό), η υπόθεση αναζωπυρώνεται το έτος 1836. Το έτος αυτό έχουμε δύο εξελίξεις, η μία εξόχως σημαντική. Αφενός το θάνατο της μητέρας του Χαραλάμπη, Αγγελικής, και αφετέρου το θάνατο του ίδιου του θεματοφύλακα Προκοπίου Καρτσιώτη. Φυσικά ο θάνατος του Καρτσιώτη αποτέλεσε μιαν ακόμα σημαντική εμπλοκή στο θέμα της παρακαταθήκης.
Ο Προκόπιος άφησε ως κληρονόμους τη σύζυγό του Αικατερίνη και τρία ανήλικα τέκνα, για τη διαχείριση της περιουσίας των οποίων διορίστηκαν «κηδεμονεπίτροποι» ή «επιτροποκηδεμόνες» η Αικατερίνη και δύο εξέχοντα μέλη της ελληνικής παροικίας της Τεργέστης, ο Ιωάννης Όμηρος και ο Διονύσιος Μανέτας. Οι κληρονόμοι Καρτσιώτη είχαν τις ίδιες με τον Προκόπιο επιφυλάξεις για την επιστροφή της παρακαταθήκης. Τα προσκόμματα που άρχισαν να προβάλλουν ήσαν πολλά και συνεχή, οι γραφειοκρατικές και τυπικές απαιτήσεις τους υπερβολικές και ατελείωτες. Ως εκ τούτου, ο Δημ. Περρούκας, που μέχρι τότε είχε σοβαρούς ενδοιασμούς να στραφεί δικαστικώς κατά του Καρτσιώτη, τον οποίο θεωρούσε «τω όντι φίλον του» και για τον οποίο πίστευε ότι μάλλον «εκ κακής μόνον κρίσεως» επέμενε κατέχων την παρακαταθήκη (βλ. επιστολή Δημ. Περρούκα προς Δημ. Παπιολάκη από 28 Δεκ. 1842, έγγρ. 49677), τώρα δεν αισθανόταν πλέον τις ίδιες ηθικές αναστολές απέναντι στους κληρονόμους του. Πήρε λοιπόν την απόφαση να γίνει απαιτητικότερος ως προς το θέμα αυτό, και να φτάσει ακόμη και στα δικαστήρια. Απ’ ό,τι φαίνεται, τα δικαστικά έξοδα, οι δικηγορικές αμοιβές και τα προς τον Καρτσιώτη οφειλόμενα δρούσαν ανασταλτικά στις αποφάσεις του, αφού χρήματα δεν διέθετε, γι’ αυτό και δεν υπήρξε καμμία βιασύνη εκ μέρους του προς μια τέτοια κατεύθυνση.
Δύο στοιχεία είχαν περιπλέξει ακόμα περισσότερο τη διαφορά. Το πρώτο ήταν μια απαίτηση του Καρτσιώτη από προηγούμενη εμπορική συνεργασία του με τον Χαρ. Περρούκα, ποσού 261 περίπου φιορινιών. Ήδη από το 1825 είχε ο Καρτσιώτης ειδοποιήσει τον Δημ. Περρούκα, ότι από τον δικαιούχο της παρακαταθήκης θα ζητούσε να λάβει «τα όσα εν τω τρέξαντι λογαριασμώ της δοσοληψίας μοι μένει χρεώστης [ο Χαραλάμπης]», και μάλιστα «με τόκο 8 τοις %». Του εσώκλεισε κιόλας στην επιστολή του (βλ. έγγρ. 45423 και 45426) τον λογαριασμό αυτό, για να τον αντιπαραβάλει ο Δημήτριος με τα εμπορικά βιβλία του αδελφού του. Το δεύτερο στοιχείο που δυσκόλευε τα πράγματα, ήταν μια οφειλή του ίδιου του Δημ. Περρούκα προς τον Καρτσιώτη, ύψους 761 περίπου φιορινιών. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι κληρονόμοι του Καρτσιώτη ήγειραν αξιώσεις και για τους τρέξαντες ήδη τόκους των οφειλομένων στον κληρονομούμενο χρηματικών ποσών, καθώς και για τα έξοδα που είχαν γίνει μέχρι τότε. Έφτασαν μάλιστα να εξαρτούν την επιστροφή της παρακαταθήκης από την καταβολή όλων των οφειλομένων ποσών. Εννοείται ότι όλες αυτές τις οφειλές αμφισβητούσε σφόδρα ο Δημήτριος, για τα μεν κεφάλαια επικαλούμενος λόγους παραγραφής ή αποδυνάμωσης του δικαιώματος του Καρτσιώτη, για δε τους τόκους ισχυριζόμενος ότι τόκοι ασυμφώνητοι δεν οφείλονται. Τελικά αποδέχτηκε να εξοφλήσει τα οφειλόμενα, άνευ τόκων και εξόδων. Όμως, χρήματα για να τα καταβάλει εκ των προτέρων δεν διέθετε ( βλ. επιστολή του προς την Ευδοκία, Αθήνα 22 Φεβρ. 1837, έγγρ. 49070: «τις έχει χρήματα να πληρώση τα προς τον Καρτζιώτην οφειλόμενα»), οπότε και οι κληρονόμοι του Καρτσιώτη αρνούνταν να επιστρέψουν την παρακαταθήκη. Δημιουργήθηκε λοιπόν μια πείσμων διελκυστίνδα μεταξύ τους και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ουσιαστικό αδιέξοδο.
5. Τον Ιανουάριο του 1836 έγινε στο Πρωτοδικείο Ναυπλίου η πρώτη κυρία δίκη σχετικά με το διαφιλονικούμενο μέρος της παρακαταθήκης, με ενάγοντες τους κληρονόμους Σωτ. Περρούκα και εναγόμενους τους κληρονόμους Χαρ. Περρούκα (έγγρ. 49023, 49070, 49008).[7] Συνάμα στην Τεργέστη οι ίδιοι ενάγοντες πέτυχαν από το Δικαστήριο την λεπτομερή καταγραφή των διαφιλονικούμενων από αυτούς πραγμάτων (χρημάτων και εγγράφων) της παρακαταθήκης. Άρχιζε έτσι επισήμως ο πολυχρόνιος διμέτωπος δικαστικός και εξώδικος αγώνας του Δημητρίου, αφενός κατά των εξαδέλφων του και αφετέρου κατά των κληρονόμων Καρτσιώτη. Το Εφετείο Ναυπλίου στο οποίο έφθασε η υπόθεση, με δικαστή τον Γιαννούλη Καραμάνο, διέταξε τον Ιανουάριο του 1837 τη διενέργεια αυτοψίας της παρακαταθήκης στην Τεργέστη.
Το έτος 1838 ο Δημ. Περρούκας ζήτησε από την αδελφή του Ευδοκία επίσημο πληρεξούσιο έγγραφο, ώστε μόνος αυτός να προβεί σε όλες τις νόμιμες ενέργειες για τη διεκδίκηση της παρακαταθήκης. Όμως, για λόγους που αγνοούμε, αλλά μάλλον σχετίζονται με τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία διαρκώς βρισκόταν, μόλις το έτος 1842 αποφάσισε σοβαρά να δώσει κάποιο τέλος σε αυτή την εκκρεμότητα, αποκτώντας νομική υποστήριξη στην Τεργέστη. Μετέβη λοιπόν στο Ναύπλιο και ενώπιον Συμ/φου και δύο μαρτύρων, με την υπ΄ αριθμ. 14144 πράξη της 20 Οκτ. 1842 (έγγρ. 49612) εδιόρισε πληρεξουσίους-επιτρόπους του στην Τεργέστη, δύο σημαντικούς παράγοντες της εκεί ελληνικής παροικίας, τον πρόξενο του Βασιλείου της Ελλάδος Δημήτριο Παπιολάκη και τον μεγαλέμπορο και φίλο του από την Ανδρίτσαινα Αντώνιο Μ. Αντωνόπουλο. Επειδή όμως για διάφορους τυπικούς λόγους αυτό το πληρεξούσιο προσεβλήθη ως άκυρο από τους αντιδίκους του, αναγκάστηκε να συντάξει νέο πληρέστερο την 5 Ιουνίου 1843 (έγγρ. 49732).
Τα έτη 1842, 1843 και 1844 πυκνότατη γίνεται η αλληλογραφία μεταξύ του Δημ. Περρούκα και των πληρεξουσίων του στην Τεργέστη, ιδιαίτερα του Δημ. Παπιολάκη, ενώ συνεχίζονται παραλλήλως οι δίκες σε Ναύπλιο και Τεργέστη. Από τις ανταλλασσόμενες επιστολές μαθαίνουμε ότι τον Μάρτιο του 1844 άρχισε στο Πρωτοδικείο Ναυπλίας άλλη κυρία δίκη για την απόδοση της παρακαταθήκης και την 4 Αυγούστου 1844 εξεδόθη από το δικαστήριο η υπ΄ αριθμ. 238/1844 απόφαση (επιστ. Δημ. Περρούκα προς Δημ. Παπιολάκη της 12/24 Οκτ. 1844, έγγρ. 50059), με την οποία καταδικάστηκαν οι κληρονόμοι του Χαρ. Περρούκα να παραλάβουν από τους θεματοφύλακες και να παραδώσουν στους κληρονόμους του Σωτ. Περρούκα τα διεκδικούμενα πράγματα της παρακαταθήκης, ήτοι τη σακκούλα με τα έγγραφα και το κεμέρι με τα νομίσματα. Με βάση την απόφαση αυτή, οι εξάδελφοι του Περρούκα απετάνθησαν στο Δικαστήριο της Τεργέστης και επέβαλαν εκ νέου «μεσέγγυο» στα εν λόγω έγγραφα και πράγματα της παρακαταθήκης. Το μεσέγγυο έγινε δεκτό προσωρινά από το Δικαστήριο).[8]
Σύμφωνα με πληροφορίες του ίδιου του Δημ. Περρούκα (επιστ. προς Δημ. Παπιολάκη από 23 Οκτ. 1844, έγγρ. 50065), η απόφαση του Πρωτοδικείου Ναυπλίας εξεδόθη ερήμην, και φυσικά έκανε δεκτά όσα κατέθεσαν στο δικαστήριο οι ενάγοντες εξάδελφοί του, χωρίς αυτός να μπορέσει να τα αντικρούσει. Γνωρίζουμε από άλλα έγγραφα του ίδιου Αρχείου, ότι ο Δημ. Περρούκας άσκησε ανακοπή (ερημοδικίας) κατά της ανωτέρω αποφάσεως, αλλά και οι αντίδικοί του άσκησαν έφεση, επειδή θεώρησαν ότι αδικήθηκαν. Λόγω του γεγονότος αυτού, ο Δημ. Περρούκας πρόσβαλε την επιβληθείσα μεσεγγύηση ως ανίσχυρη και άκυρη, επειδή στηριζόταν σε απόφαση δικαστηρίου, κατά της οποίας έκαναν έφεση αυτοί οι ίδιοι που βάσει αυτής είχαν επιβάλει το μεσέγγυο. Δυστυχώς, με την υπ’ αριθμ. 162/1846 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου επικυρώθηκε η απόφαση του Πρωτοδικείου Ναυπλίου, που αναγνώριζε το δικαίωμα των εξαδέλφων του. Όμως, κατά το διατακτικό του Εφετείου, έπρεπε ο Περρούκας να παραλάβει αυτός τα πράγματα και να τα παραδώσει στους αντιδίκους του, δηλ. αυτός αναγνωριζόταν δικαιούχος της παρακαταθήκης και κατά το διαφιλονικούμενο μέρος της.
Ο Δημ. Περρούκας ευφυώς σκεπτόμενος απεδέχθη την απόφαση αυτή, απεδέχθη δηλαδή ότι τα διεκδικούμενα κινητά πράγματα της παρακαταθήκης ανήκαν στα εξαδέλφια του. Με την τακτική αυτή κίνηση υποχώρησης απέβλεψε στο να μπορέσει αργότερα να κατάσχει συντηρητικά εις χείρας τρίτου (δηλ. εις χείρας του) τα χρήματα της παρακαταθήκης, ώστε να ικανοποιήσει έτσι τη χρηματική του απαίτηση. Αυτό και έπραξε. Την 26 Αυγ. 1844, άσκησε κυρία αγωγή κατά των αντιδίκων εξαδέλφων του, με την οποία ζητούσε από αυτούς την πληρωμή οφειλομένου προς αυτόν χρέους του πατέρα τους Σωτηρίου ύψους 50.000 γροσίων περίπου.
Την ίδια εποχή, με την υπ΄ αριθμ. 411/2 Δεκ. 1844 απόφαση του Πρωτοδικείου Ναυπλίου (έγγρ. 50153) ο Δημήτριος και η Ευδοκία επιτέλους αναγνωρίστηκαν επισήμως ως οι μόνοι νόμιμοι κληρονόμοι του αυταδέλφου τους Χαραλάμπη (και της μητέρας τους Αγγελικής),[9] κάτι που τους ζητούσε ο μακαρίτης θεματοφύλακας Προκόπιος ήδη από το έτος 1825, αλλά και επισημότερα από το έτος 1832 (ο κληρονόμος του Χαραλάμπη θα έπρεπε «να αναδειχθή κατά την απαιτουμένην νομικήν τάξιν δια φηφίσματος πρωτοκλήτου δικαστηρίου», επιστ. Καρτσιώτη προς Δημ. Περρούκα, Τριέστι 6 Δεκ. 1832, έγγρ. 48622).
6. Προς τα τέλη του 1845 ο Δημ. Παπιολάκης, βλέποντας ότι η δικαστική διαδικασία προβλεπόταν μακρά, χρονοβόρα και δαπανηρή, και δεδομένου ότι τώρα πλέον οι κληρονόμοι του Χαραλάμπη κατείχαν επίσημο νομιμοποιητικό έγγραφο, άρχισε με δική του πρωτοβουλία εξώδικες συμβιβαστικές επαφές με τους κληρονόμους Καρτσιώτη, ώστε να του αποδοθεί ολόκληρη η παρακαταθήκη, αφού πρώτα καταβάλλονταν σ’ αυτούς 900 φιορίνια για τις παλαιές οφειλές του Χαραλάμπη και του Δημ. Περρούκα. Πράγματι, το Δεκέμβριο του 1845 έφτασε σε γραπτή συμφωνία με τους κληρονόμους Καρτσιώτη. Η συμβιβαστική αυτή λύση ετέθη υπόψιν του Δικαστηρίου της Τεργέστης, το οποίο την ενέκρινε και την επικύρωσε (βλ. επιστολή Δημ. Παπιολάκη προς Δημ. Περρούκα από 2/14 Ιουλίου 1846, έγγρ. 50314). Όμως η απόδοση δεν κατέστη τελικά δυνατή λόγω παρεμβάσεως των αντιδίκων εξαδέλφων του.
Η συμβιβαστική αυτή ρύθμιση ήταν πάντως καταλυτική για την μερική τουλάχιστον περαίωση της υπόθεσης. Παρά τις επίμονες προτροπές του Περρούκα προς τον επίτροπό του Παπιολάκη να μην παραλάβει μόνο το αδιαφιλονίκητο τμήμα της παρακαταθήκης, αλλά να την διεκδικήσει δικαστικώς ολόκληρη, μαζί με όλα τα άλλα δικαιώματά του (τόκους, ζημίες, έξοδα, κλπ.), ο Παπιολάκης, επικαλούμενος την προηγηθείσα γραπτή συμφωνία μεταξύ των κληρονόμων Καρτσιώτη και αυτού, απάντησε ότι κάτι τέτοιο ήταν πλέον αδύνατο. Του εγνώρισε επίσης ότι υπό αυτές τις συνθήκες αυτός και ο δικηγόρος του δεν ήσαν διατεθειμένοι να συνεχίσουν, και γι’ αυτό καλά θα έκανε να εύρισκε άλλους, αφού επιπλέον αυτός θα έπαιρνε μετάθεση από την Τεργέστη.
Ο Δημ. Περρούκας εξάντλησε όλη τη νομική επιχειρηματολογία του για να πείσει τους επιτρόπους του στην Τεργέστη ότι έπρεπε να ζητήσουν και να λάβουν ολόκληρη την παρακαταθήκη, συν τους τόκους, τα έξοδα και την αποζημίωση για την πολύχρονη παράνομη και αυθαίρετη παρακράτησή της από τους θεματοφύλακες, χωρίς όμως να τα καταφέρει.[10]
Διαρκής και έμμονος ήταν ο φόβος του ότι μοναδικός σκοπός των αντιδίκων του, εξαδέλφων του και κληρονόμων Καρτσιώτη, ήταν «να καταφάγωσιν» την παρακαταθήκη, είτε ζώντος αυτού, είτε μετά το θάνατό του. Δυστυχώς για τον Περρούκα, το Εφετείο της Τεργέστης, στο οποίο έφτασε η υπόθεση μετά το Πρωτοδικείο, επικύρωσε την επιβληθείσα στο αμφισβητούμενο μέρος της παρακαταθήκης μεσέγγυο (επιστολή Δημ. Παπιολάκη από 4/16 Ιουνίου 1846 (έγγρ. 50313).[11] Εν τω μεταξύ, έφθασε στην Τεργέστη ο διάδοχος του Παπιολάκη και αυτός αναχώρησε για την Αθήνα. Για μια ακόμα φορά πρότεινε λοιπόν στον Περρούκα να δεχθεί προς το παρόν να πάρει τα αδιαφιλονίκητα πράγματα της παρακαταθήκης, και τα υπόλοιπα να τα παραλάβει αργότερα, όταν θα έληγε στην Ελλάδα η δικαστική διαμάχη του με τα εξαδέλφια του, κάτι που εκών-άκων ο Περρούκας αναγκάστηκε να κάνει.
Ενώ στην Ελλάδα και στην Τεργέστη οι δίκες μεταξύ του Δημ. Περρούκα και των εξαδέλφων του συνεχίζονταν, η περιπέτεια οδηγήθηκε μερικώς σε κάποιο τέλος αναφορικώς με τους κληρονόμους Καρτσιώτη. Με την από 9/21 Ιουλ. 1846 επιστολή του (έγγρ. 50316), ο Παπιολάκης βρέθηκε επιτέλους στην ευχάριστη θέση να πληροφορήσει τον Περρούκα ότι του εσώκλεισε φορτωτική, ώστε να παραλάβει από αυστριακό ατμόπλοιο που έφευγε από την Τεργέστη για την Ελλάδα ένα κιβώτιο με όλα τα «παρά των κληρονόμων Καρτσιώτη εγχειρισθέντα μοι αργυρά και χρυσά σκεύη», δηλ. όλα τα αδιαφιλονίκητα πράγματα της παρακαταθήκης! Επιπλέον του έστελνε ένα αργυρό «μπουλουχτάνι» και ένα μανίκι μαχαιριού αργυρό, που δεν ήσαν καταγεγραμμένα στον κατάλογο, δεν του έστελνε όμως το ζευγάρι πέτσινα παπούτσια, που εφθάρησαν λόγω του χρόνου… Με την ίδια επιστολή, τον ενημέρωνε επίσης ότι αντάλλαξε όλα τα νομίσματα της παρακαταθήκης με φιορίνια, αφαίρεσε τα έξοδα των δικηγόρων και τα δικά του, πλήρωσε τα δικαιώματα του δικαστηρίου, και το υπόλοιπο, ύψους 1.667 φιορινιών, παρέδωσε επί αποδείξει στο φίλο του Περρούκα Γεώργιο Μ. Αντωνόπουλο, αδελφό του Αντωνίου.[12]
Λίγους μήνες αργότερα, το Σεπτέμβριο του 1846, το Τελωνείο Ναυπλίου με το υπ΄ αριθμ. 601/22 Σεπτ. 1846 επίσημο έγγραφό του (έγγρ. 50259), ειδοποίησε το Δημ. Περρούκα να μεταβεί εκεί και να πληρώσει τα σχετικά τελωνειακά δικαιώματα «των από Τεργέστην δια του αυστριακού ατμοπλοίου εισκομισθέντων αργυρών σας σκευών». Ο Δημ. Περρούκας όμως με επιστολή του προς το Τελωνείο (έγγρ. 50260) εζήτησε να απαλλαγεί από την καταβολή αυτών των τελών, λόγω των πολλών εκδουλεύσεων προς την πατρίδα αυτού και της οικογενείας του, αλλά και της παρούσας δεινής οικονομικής του καταστάσεως. Πάντως είναι ενδιαφέρον ότι στις 18 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους, όταν ο Περρούκας αλληλογράφησε με τον Παπιολάκη στην Τεργέστη, του έγραφε μετά λύπης ότι τα πράγματα εξακολουθούσαν να παραμένουν στο Τελωνείο Ναυπλίου, επειδή δεν είχε χρήματα για να καταβάλει τα οφειλόμενα τελωνειακά δικαιώματα!
7. Με την απόδοση μέρους της παρακαταθήκης στον Δημ. Περρούκα, μπορεί να λύθηκε κατά μεγάλο ποσοστό η εκκρεμούσα υπόθεση, αλλά όχι ολοσχερώς. Παρέμενε ακόμα η εκκρεμότητα του «μεσεγγύου» που είχαν επιβάλει οι κληρονόμοι του Σωτ. Περρούκα πάνω στα διαφιλονικούμενα λείψανα της παρακαταθήκης, δηλ. αφενός στα έγγραφα, και αφετέρου στα νομίσματα που περιείχοντο στο «κεμέρι», τα οποία όλα βρίσκονταν αποθηκευμένα στο δικαστήριο της Τεργέστης.
Το ζήτημα έλαβε και διεθνείς διαστάσεις, αφού το ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών, κατόπιν ενεργειών των αδελφών Σωτ. Περρούκα, απέστειλε διακοίνωση προς την αυστριακή πρεσβεία, για την εφαρμογή των διμερών συνθηκών μεταξύ Ελλάδος και Αυστρίας, που αφορούσαν την εκτέλεση των τελεσιδίκων αποφάσεων της μιας χώρας στην άλλη. Διασώζεται στο αρχείο Περρούκα επιστολή από 15/27-1-1847 (έγγρ. 50399) του Ιωάννη Κωλέττη προς τον K. Bayer, υπουργό επί των βασιλικών και εξωτερικών υποθέσεων, «επιτετραμμένο της Αούστριας», στον οποίο αυτός του γνωρίζει τα της υποθέσεως της παρακαταθήκης και τις αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από τα ελληνικά δικαστήρια, και του ζητεί να παίξει τον ρόλο του για την εκτέλεση των αποφάσεων αυτών στην Αυστρία, ώστε να κλείσει η υπόθεση. Ως αποτέλεσμα της από 3/15 Φεβρ. 1847 διακοίνωσης, το δικαστήριο της Τεργέστης εξέδωσε απόφαση, με την οποία διέτασσε την παράδοση των χρημάτων και εγγράφων στους αδελφούς Σωτ. Περρούκα. Όμως την απόφαση αυτή προσέβαλε με έφεση ο Δημ. Περρούκας, και έτσι παρεμπόδισε την εκτέλεσή της. Σ’ αυτή την εξέλιξη βοήθησε και η διακοίνωση του Υπουργείου Δικαιοσύνης, την έκδοση της οποίας κατόρθωσε να επιτύχει ο Περρούκας με κατάλληλες ενέργειές του (έγγρ. 50550), και η οποία μεταρρύθμιζε κάπως την προηγούμενη διακοίνωση του ετέρου Υπουργείου υπέρ του Δημ. Περρούκα.
Αυτό δεν ήταν το μόνο νομικό πρόβλημα διεθνούς χαρακτήρα. Στην υπόθεση γεννήθηκαν και πολλά ζητήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, όπως – για παράδειγμα – αν και κατά πόσον τα δικαστήρια της Τεργέστης είχαν δικαίωμα να δικάσουν διαφορά μεταξύ αλλοδαπών υπηκόων που διέμεναν μονίμως στην Ελλάδα (κληρονόμοι Χαρ. Περρούκα εναντίον κληρονόμων Σωτ. Περρούκα), ποιο δίκαιο θα εφαρμοζόταν στην Τεργέστη, αν οι δίκες στην Τεργέστη ήσαν «κύριες» δίκες ή δίκες «περί την εκτέλεση», κλπ., θέματα για τα οποία δεν μπορεί εδώ να επεκταθεί ο λόγος.
Παρά την παραλαβή μεγάλου μέρους των αντικειμένων της παρακαταθήκης από τον Δημ. Περρούκα, οι δίκες στην Τεργέστη συνεχίζονταν. Μάλιστα, ο Περρούκας βρέθηκε στην ανάγκη να αντικαταστήσει τον Δημήτρη Παπιολάκη από πληρεξούσιο. Αντικαταστάτη του όρισε με το από 20 Μαρτίου 1847 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο έγγραφο (έγγρ. 50397), στην αρχή και για σύντομο διάστημα το Νικόλαο Βούρο και αργότερα, κατά σύσταση αυτού του ιδίου, τον Κωνσταντίνο Π. Μαυροκορδάτο. Βασικό μέλημα του Περρούκα ήταν τώρα να μην γίνει η παράδοση των εγγράφων και των χρημάτων στους αντιδίκους του. Για το λόγο αυτό παρεκάλεσε τον νέο επίτροπό του να μεταχειρισθεί όλα τα μέσα, ώστε να παραμείνουν «αυτόσε» τα έγγραφα και χρήματα, μέχρις εκδόσεως «ενταύθα» τελεσιδίκου αποφάσεως επί της αγωγής του για την καταβολή της χρηματικής οφειλής των αντιδίκων εξαδέλφων του, άλλως, να μεριμνήσει ώστε τα έγγραφα και τα χρήματα να διευθυνθούν στο υποπροξενείο της Αυστρίας στην Ελλάδα ή στα ελληνικά δικαστήρια, για να αποδοθούν τελικά σε όποιον δικαιωνόταν δικαστικώς.[13] Με χαρά πληροφορήθηκε λίγους μήνες μετά από την Τεργέστη, ότι το Δικαστήριο ανέβαλε την προς τους αντιδίκους εξαδέλφους του παράδοση «των αυτόσε διαμενόντων χρημάτων και εγγράφων» (επιστολή Δημ. Περρούκα προς Μαυροκορδάτο από 15/27 Μαΐου 1847, αυτόθι).
Σε λίγες ημέρες (24 Μαΐου 1847) εξεδόθη επιτέλους και η αναμενόμενη απόφαση του Πρωτοδικείου Ναυπλίας, με την οποία οι αντίδικοι του Περρούκα εξάδελφοί του υποχρεώνονταν να του καταβάλουν εντόκως 29.285 γρόσια και περίπου 800 ενετικά φλωριά. Η απόφαση δεν ήταν βεβαίως τελεσίδικη, ήταν όμως προσωρινά εκτελεστή για όλο το ποσό. Βάσει αυτής της αποφάσεως ο Περρούκας εζήτησε με την από 28 Μαΐου 1847 επιστολή του προς τον νέο επίτροπό του (έγγρ. 50400) την άμεση καταβολή των εναπομεινάντων χρημάτων της παρακαταθήκης, και, αν αυτό δεν γινόταν δεκτό, τη συντηρητική κατάσχεσή τους. Η αίτηση για την καταβολή των χρημάτων απορρίφθηκε από το Δικαστήριο της Τεργέστης, οπότε ασκήθηκε από τον επίτροπο του Περρούκα αίτηση για τη μεσεγγύησή τους, με την καταβολή χρηματικής εγγυήσεως. Άρχισε λοιπόν νέα αλληλογραφία, λήψη και αποστολή νέων εγγράφων από την Ελλάδα στην Τεργέστη, και συνέχιση των δικών εδώ και εκεί…
8. Φθάνουμε ήδη στο Μάρτιο του 1849. Ο Δημ. Παπιολάκης από την Αθήνα επαναδιορίστηκε στην Τεργέστη. Άρχισε και πάλι να αλληλογραφεί με τον Δημ. Περρούκα και να εκδηλώνει το ενδιαφέρον του για την υπόθεσή του. Μάλιστα προσέφερε τις καλές του υπηρεσίες για την καταβολή διαφόρων αμοιβών και εξόδων σε δικηγόρους και επιτρόπους και για την διευθέτηση άλλων οικονομικών εκκρεμοτήτων του. Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι, όπως του γράφει στην από 8/20 Μαρ.1849 επιστολή του (έγγρ. 50618), κατά την επάνοδό του στην Τεργέστη επληροφορήθη με λύπη ότι η «πολυθρύλητος δίκη» μεταξύ αυτού και των εξαδέλφων του «μένει εισέτι εκκρεμής». Από την ίδια επιστολή συνάγεται ενδιαφέρουσα πληροφορία για την εξέλιξη της υπόθεσης. Συγκεκριμένα πληροφορούμεθα ότι τα διάφορα έγγραφα, τα οποία αποτελούσαν μέρος της παρακαταθήκης και είχαν τεθεί υπό μεσεγγύηση, είχαν σταλεί στην Ελλάδα για να εξεταστούν από το δικαστήριο του Ναυπλίου και να αποφασισθεί πλέον από αυτό σε ποιους από τους αντιδίκους ανήκαν.
Από τις επιστολές Περρούκα προκύπτει ότι στη λύση αυτή είχαν οδηγηθεί τα διάδικα μέρη συμβιβαστικώς. Συγκεκριμένα, ο Δημ. Περρούκας, για να αποφύγει τις στρεψοδικίες των εξαδέλφων του και για να διευκολύνει την εκδίκαση της κύριας υπόθεσης για τη χρηματική απαίτησή του, συνήνεσε στο να αποσταλούν όλα τα έγγραφα της παρακαταθήκης από το δικαστήριο της Τεργέστης στο Δικαστήριο του Ναυπλίου. Έχει σημασία ότι οι αντίδικοι εξάδελφοι του Περρούκα ισχυρίζονταν ότι ο πατέρας τους είχε εξοφλήσει το χρέος του προς το Δημ. Περρούκα, και ότι η σχετική εξοφλητική απόδειξη βρισκόταν μέσα στα υπάρχοντα στην παρακαταθήκη έγγραφα. Επομένως, ο Δημ. Περρούκας, που εγνώριζε ότι τέτοια απόδειξη δεν υπήρχε, δεδομένου ότι τα έγγραφα είχαν καταγραφεί λεπτομερώς, αποδέχτηκε να έλθουν όλα τα έγγραφα στην Ελλάδα, ώστε να καταπέσει το επιχείρημα των εξαδέλφων του. Επέμενε όμως ότι με κανέναν τρόπο δεν έπρεπε να παραδοθούν στους αντιδίκους του τα παρακατατεθέντα και διεκδικούμενα χρήματα, αλλά έπρεπε να παραμείνουν «αυτόσε», μέχρις οριστικής επιλύσεως της διαφοράς στην Ελλάδα. Ο Δημ. Περρούκας πίστευε ακράδαντα ότι τελικώς αυτός θα ελάμβανε τα χρήματα αυτά, ως νόμιμος δικαιούχος. Και θα ήταν δικαιούχος γιατί, αφού τα είχε μεσεγγυήσει ή κατασχέσει, θα τα ελάμβανε προς ικανοποίηση της κυρίας απαιτήσεώς του που θα εκδικαζόταν οριστικώς στην Ελλάδα, αν δεν τα ελάμβανε ως νόμιμος κληρονόμος του παρακαταθέτη (βλ. επιστολή Δημ. Περρούκα προς Δ. Παπιολάκη, από 25-3-1849, έγγρ. 50550, όπου και άλλα σχέδια επιστολών του ιδίου).
Αξίζει να σημειωθεί, ότι η τελευταία επιστολή του Δημ. Παπιολάκη, που συνάμα αποτελεί το τελευταίο χρονολογικά έγγραφο του αρχείου Περρούκα, απ’ όσα αναφέρονται στην υπόθεση της παρακαταθήκης, είναι η από 28 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1849 επιστολή του προς τον Δημ. Περρούκα (έγγρ. 50619). Από τη σύντομη αυτή επιστολή πληροφορούμεθα για μια ακόμα φορά ότι από την παρακαταθήκη του Χαραλάμπη δεν απέμειναν πλέον στην Τεργέστη παρά μόνον τα μεσεγγυηθέντα χρήματα.
9. Δυστυχώς, απουσιάζουν εντελώς περαιτέρω ειδήσεις από το αρχείο Περρούκα για το τι ακολούθησε και τι τελικώς απέγιναν τα λείψανα αυτά της παρακαταθήκης, δηλ. τα έγγραφα στην Ελλάδα, και τα χρήματα στην Τεργέστη. Από την αλληλογραφία Περρούκα – Παπιολάκη προκύπτει ότι τα έγγραφα εστάλησαν μεν στην Ελλάδα, αλλά δεν ήσαν όλα τα της παρακαταθήκης, παρά μόνον μερικά. Εξάλλου, απέβησαν άκαρπες οι έρευνες για τον εντοπισμό των υπολοίπων εγγράφων, τόσο στο Δικαστήριο της Τεργέστης, όσο και στην οικία Καρτσιώτη.[14] Αυτά όλα απετέλεσαν μιαν ακόμα οδυνηρή έκπληξη και απογοήτευση για τον Δημ. Περρούκα, που δεν μπορούσε να πιστέψει ότι οι κληρονόμοι Καρτσιώτη απώλεσαν έγγραφα «των οποίων έχουν επίσημον απογραφήν». Βασίμως λοιπόν υποπτεύθηκε ότι κάποιος δάκτυλος των αντιδίκων του είχε δημιουργήσει όλη την «ιστορία».
Καμμία πληροφορία δεν υπάρχει στο Αρχείο Περρούκα αν τα έγγραφα αυτά τελικώς ανευρέθησαν, ούτε αν το Εφετείο Ναυπλίας εξέδωσε τελικά απόφαση επί της ουσίας, μετά τις δύο τουλάχιστον τρίμηνες αναβολές που χορήγησε στους αδελφούς Σωτ. Περρούκα για να τα προσκομίσουν στο δικαστήριο. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η κακοδαιμονία εξακολουθούσε να καταδιώκει τον Δημ. Περρούκα χωρίς τέλος. Η μόνη ελπίδα του ήταν τώρα, ότι ενδεχομένως το Δικαστήριο του Ναυπλίου θα μπορούσε να εκδώσει την απόφασή του επί της ουσίας, αν καθίστατο πασιφανές ότι δεν ήταν δυνατό να προσκομισθούν τα έγγραφα στο δικαστήριο, οπότε θα αναγκαζόταν να κρίνει βάσει άλλων αποδεικτικών μέσων. Εννοείται, ότι αν το δικαστήριο Ναυπλίου δεν εξέδιδε απόφαση επί της ουσίας, θα έμενε και στην Τεργέστη εκκρεμές το θέμα του «μεσεγγύου» επί των χρημάτων της παρακαταθήκης.
10. Δύο έτη αργότερα, το Νοέμβριο του 1851, ο Δημ. Περρούκας έπεφτε νεκρός μέσα στο σπίτι του στο Άργος, θύμα άγριας δολοφονικής επίθεσης.[15] Από το Αρχείο Περρούκα, που αυτός κατά κύριο λόγο διέσωσε και οργάνωσε, δεν φαίνεται αν το θέμα της παρακαταθήκης λύθηκε οριστικά και τελεσίδικα κατά τη διάρκεια της ζωής του πολύπαθου αυτού άνδρα. Από την μέχρι τούδε πορεία και βραδύτητα εξέλιξης των πραγμάτων, δημιουργείται η βάσιμη υποψία ότι όταν οδηγήθηκε ο Περρούκας στην τελευταία κατοικία του, η αυστριακή και η ελληνική δικαιοσύνη δεν είχαν ειπεί ακόμα την τελευταία τους λέξη για τα λείψανα της αρχικής παρακαταθήκης του 1822, σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά…
Υποσημειώσεις
[1] Το «Αρχείο Περρούκα»» ή, κατ’ άλλους, «Αρχείο Άργους», ή και «Αρχείο Βαρδουνιώτη», αποτελείται από 8.000 περίπου έγγραφα και απόκειται στα αρχεία εγγράφων της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος. Πολλοί ερευνητές έχουν μελετήσει τμήματα του Αρχείου αυτού, ιδίως τα καταλογογραφημένα, και έχουν δημοσιεύσει έγγραφά του. Παρουσίαση και περιγραφή ολόκληρου του Αρχείου βλ. σε Ηλία Γιαννικόπουλου, Το Αρχείο Περρούκα του Άργους, πρόδρομη εισήγηση στο Γ’ Τοπικό Συνέδριο Αργολικών Σπουδών, της Ετ. Πελ/κών Σπουδών, που έγινε στο Ναύπλιο το 2005 (αδημ.).
[2] Δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν έχει γραφεί ειδική μονογραφία για την οικογένεια Περρούκα ή Περούκα ή Μπερούκα, ή ακόμα και Βερούκα, ούτε για κάποιο μέλος της. Για τα γενεαλογικά της οικογένειας, βλ. Δημ. Κ. Βαρδουνιώτης, Η καταστροφή του Δράμαλη, Εν Τριπόλει, 1913, σελ. 255-259, Ιω. Ερν. Ζεγκίνη, Το Άργος δια μέσου των αιώνων, έκδ. γ΄, Αθήνα 1996, σελ. 388-389, Βασίλη Τσιλιμίγκρα, Ιστορική γενεαλογία στην Τουρκοκρατία. Οι πρόδρομες σχέσεις της κοινωνικής συγκρότησης του Άργους, Δαναός, τ. ΙΙΙ, Άργος, 2003, σελ. 48-50 (όπου και ακριβές, αλλά ελλιπές, γενεαλογικό δέντρο). Αθανασίου Θ. Φωτοπούλου, Οι κοτσαμπάσηδες της Πελοποννήσου κατά τη δεύτερη Τουρκοκρατία, (1715-1821), Αθήνα, 2005 (σποράδην). Λίγο πριν από την Επανάσταση του 1821 πρωταγωνιστικό ρόλο στα ελληνικά πράγματα παίζει κυρίως η οικογένεια του Νικολάου Περρούκα, που αποτελείται από τρία άρρενα τέκνα και μία θυγατέρα, την Ευδοκία, σύζυγο του άρχοντα της Κερπινής Καλαβρύτων Δημητρίου Ζαΐμη. (Η ετέρα θυγατέρα Ευγενία, πέθανε σχετικώς πρόωρα και αυτή). Τα άρρενα τέκνα είναι κατά σειρά ηλικίας ο Ιωάννης, προεστός του Άργους, που πέθανε άτεκνος από τις κακουχίες της φυλακής της Τριπολιτσάς τον Οκτώβριο του 1821, καθώς μεταφερόταν στο Άργος, ο Δημήτριος, ο σπουδαιότερος όλων, βεκίλης της Πελοποννήσου στην Κων/πολη από το 1813-1821, και ο νεώτερος όλων Χαράλαμπος, έμπορος στην Πάτρα τουλάχιστον από το 1816 και αργότερα υπουργός των Οικονομικών. Ο αδελφός του Νικολάου Σωτήριος Περρούκας (+1822) είχε τέκνα τον Απόστολο (+1844), τον Γεώργιο και την Ελένη, τους αντιδίκους του Δημητρίου Περρούκα στην παρούσα υπόθεση.
[3] Για την οικογένεια Καρυτσιώτη ή Καριτσιώτη ή Καρτζιώτη, βλ. Ιω. Κουσκουνά, Κυρ. Χασαπογιάννη, Ιω. Κακαβούλια, Θυρεάτις γη, Αθήναι, 1981, σελ. 202 επ. Νικολ. Ιω. Φλούδα, Θυρεατικά, τόμ. Β΄, Αθήνα 1982, σελ.304 επ., 325 επ., τόμ. Γ΄, Αθήνα, 1983, σελ. 587 επ. Χριστίνας Κουλούρη, Η βιβλιοθήκη της Σχολής Καρτσιώτη στον Άγιο Ιωάννη Κυνουρίας, Ίδρυμα Ζαφείρη, Άστρος, 1991(εισαγωγή), Σμαράγδη Ι. Αρβανίτη, Οι σχολές του Δημητρίου Καρυτσιώτη στον Άγιο Ιωάννη και το Άστρος Θυρέας-Κυνουρίας κατά τα προεπαναστατικά χρόνια ως την απελευθέρωση, Πρακτ. Στ΄ Διεθν. Συν. Πελ/κών Σπουδών, Αθήνα, 2001-2002, σελ. 369-394. Για το θέμα της διαθήκης του Δημ. Καρτσιώτη και για το εκκλησιαστικό σκάνδαλο που ξεσήκωσε ο γάμος του Προκοπίου, βλ. την παλαιά εργασία του Σταύρου Αθ. Κουτίβα, Περί την διαθήκην του Δημ. Καρυτσιώτου, (ανάτ. εκ των Θυρεατικών Εικόνων, Αθήνα, 1958. Επίσης, Τάσου Αθ. Γριτσόπουλου, Ιστορία της Τριπολιτσάς, τόμ. Α΄, Αθήναι, 1972, σελ. 422. Για την ελληνική κοινότητα της Τεργέστης, υπάρχει σήμερα η κλασική δίτομη μελέτη της Όλγας Κατσιαρδή–Hering, Η ελληνική παροικία της Τεργέστης (1751-1830), Αθήνα 1986, όπου πάμπολλές πληροφορίες και για την οικογένεια Καρυτσιώτη, ή Καρτσιώτη (σποράδην) και για άλλα αναφερόμενα στην παρούσα ανακοίνωση πρόσωπα. Ο Προκόπιος Καρτσιώτης ήταν γιος του Νικολάου, αδελφού του Δημητρίου. Σπούδασε στην Παβία και διετέλεσε επί πολλά χρόνια επόπτης του ελληνικού σχολείου Τεργέστης. Στην αλληλογραφία του που σώζεται στο Αρχείο Περρούκα υπογράφει σχεδόν πάντα ως «Δημήτριος Π. Καρτσιώτη=», αλλά ενίοτε και ως «Προκόπιος Δ. Καρτζιώτη=» (έγγρ. 45422).
[4] Για την οικογένεια Τζόκρη, ή Τσόκρη ή Τζώκρη ή Τσώκρη ή Τζιώκρη, βλ. την εισαγωγή Τάσου Αθ. Γριτσόπουλου και Κων. Λ. Κοτσώνη, στο εκδοθέν Αργολικόν Ιστορικόν Αρχείον, Αθήναι, 1994, σελ. 6 και Βασ. Τσιλιμίγκρα, ό.π., σελ. 51-52 (όπου και γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας).
[5] Σημειώνεται ότι σε πολλές περιπτώσεις οι αλληλογραφούντες χρησιμοποιούν αδιακρίτως τον όρο «εμανέτι» ή «ενέχυρον» για τα πράγματα που εδόθησαν προς φύλαξη, ενώ νομικώς ορθός είναι ο όρος παρακαταθήκη, τον οποίον χρησιμοποιεί πάντοτε ο έχων νομική παιδεία Δημήτριος Περρούκας. Χωρίς να ενδιατρίψουμε στις λεπτομέρειες του είδους συμβάσεως που λέγεται παρακαταθήκη, και τις διαφορές της από άλλες παρόμοιες νομικές μορφές, μπορούμε να ειπούμε ότι παρακαταθήκη (depositum στο ρ.δ.) είναι η σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο που καλείται παρακαταθέτης, παραδίδει σε κάποιον άλλον, που καλείται θεματοφύλακας, κινητό πράγμα προς φύλαξη, άνευ ανταλλάγματος. Ο θεματοφύλακας υποχρεούται να παραδώσει το πράγμα στον παρακαταθέτη οποτεδήποτε του ζητηθεί. (Κατά την Εξάβιβλο του Αρμενοπούλου, παρακαταθήκη ονομάζεται και αυτό τούτο το κινητό πράγμα «το επί παραφυλακή τινί διδόμενον»). Σημειώνεται ότι το χρέος της παρακαταθήκης είναι «άρσιμον», δηλ. οφείλει ο παρακαταθέτης να το λάβει στον τόπο του θεματοφύλακα. Αυτή η παλαιά έννοια του όρου εξακολουθεί να υπάρχει και στον σήμερα ισχύοντα ελληνικόν Αστικό Κώδικα (άρθρα 822 έως 833). Αντίθετα, ενέχυρο (pignus κατά το ρ.δ.), είναι το διδόμενο σε άλλον προς εξασφάλιση απαιτήσεως και επιστρεφόμενο σ’ αυτόν όταν αποσβεσθεί η απαίτηση για την οποία δόθηκε. Και στις δύο περιπτώσεις ο κατέχων το κινητό δεν δικαιούται να κάνει χρήση του πράγματος. Για τις νομικές αυτές έννοιες στο ρωμαϊκό δίκαιο, βλ. Γεωργίου Α. Πετροπούλου, Ιστορία και εισηγήσεις του ρωμαϊκού δικαίου, Αθήναι, 1944. παρ. 106, σελ. 807 επ. Για το σύγχρονο ελληνικό δίκαιο, μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, βλ. Παν. Ιω. Ζέπου, Ενοχικόν Δίκαιον (β΄ μέρος Ειδικόν), έκδ. β΄, Αθήναι, 1965, κεφ. Γ΄, παρ.16, σελ. 430 επ.
[6] Τα ίδια έγραφε στο Δημ. Περρούκα ο Αντώνιος Μ. Αντωνόπουλος σε επιστολή του από την Τεργέστη στις 27 Σεπτ. 1825 (έγγρ. 46054), ότι δηλ. όπως τον διαβεβαίωσε ο θεματοφύλακας Καρτσιώτης, «το γνωστόν σας πράγμα δεν θέλει εύγη από τας χείρας του, εν όσω δεν του παρρησιασθούν τακτικώς οι νόμιμοι οικοκυραίοι», δηλ. οι νόμιμοι κύριοι, οι νόμιμοι δικαιούχοι.
[7] Ας υπογραμμισθεί ότι αυτή δεν ήταν η μόνη δικαστική διαφορά μεταξύ των δύο συγγενικών οικογενειών, γιατί τους χώριζε αρκετά και το ζήτημα του ιδιόκτητου χωριού Διμηνιού Κορινθίας, που επί πολλά χρόνια τους ταλάνισε όλους και ιδίως τον Δημήτριο Περρούκα, που διεξήγαγε μόνος όλον τον διμέτωπο, και σε αυτή την υπόθεση, δικαστικό και εξώδικο αγώνα για την τελική διευθέτηση της διαφοράς, στρεφόμενος και κατά των εξαδέλφων του και κατά της ισχυρής αργείτικης οικογένειας Βλάση. Για το ζήτημα δεν υπάρχει ειδική μελέτη. Βλ. ανώνυμο φυλλάδιο με τίτλο «Έκθεσις περί της του χωρίου Δυμηνίου υποθέσεως» [ Αθήναι, 1840].
[8] Μεσεγγύηση (sequestratio κατά το ρ.δ., σεκουέστρο, όπως την αποκαλεί ο Δημ. Περρούκας) είναι η φύλαξη πράγματος υπό τρίτου προσώπου μέχρις ότου καθορισθεί σε ποιον ανήκει η κυριότητα. Η μεσεγγύηση είναι εκουσία, όταν γίνεται με τη σύμφωνη γνώμη των μερών και ακουσία όταν γίνεται χωρίς τη θέλησή τους. Κυριότερη περίπτωση ακουσίας μεσεγγύησης είναι η δικαστική, δηλ. η μεσεγγύηση επιδίκου πράγματος, όπως στην παρούσα περίπτωση. Πετροπούλου, ό.π., σελ. 812, Ζέππου, ό.π., κεφ. Γ΄, παρ. 16 ΙΙΙ, 2.
[9] Επισημαίνεται ότι το δικαστήριο δεν «εκήρυξε» κληρονόμους τους δύο αδελφούς, όπως ζητούσε στην επίδικη αίτησή του ο Δημήτριος, λόγω του ότι δεν είχε τέτοια δυνατότητα, αφού δεν υπήρχε αντιδικία και δεν έγινε η δίκη κατ’ αντιμωλίαν (δηλ. μεταξύ παρόντων διαδίκων), αλλά απλώς τους «αναγνώρισε» ως τοιούτους.
[10] Πολλές φορές δεν λείπουν από την επιχειρηματολογία του Περρούκα και ηθικολογικές αποχρώσεις, όπως όταν είδε ως αποτέλεσμα θείας δίκης το θάνατο του εξαδέλφου του Αποστόλου τον Δεκέμβριο του 1844, δηλ. ως δίκαιη τιμωρία για όσα δεινά είχε υποστεί εξ αιτίας αυτού και των αδελφών του (έγγρ. 50065, όπου αντίγραφα επιστολών Δημ. Περρούκα).
[11] Από καθαρώς νομικής πλευράς η άποψη Περρούκα ήταν, ότι τέτοια δυνατότητα δεν είχε το δικαστήριο της Τεργέστης, δεδομένου ότι επί παρακαταθήκης η κυριότητα των κινητών δεν μεταβιβάζεται στον θεματοφύλακα. Νομικώς, ο θεματοφύλακας δεν έχει ούτε την κυριότητα, ούτε τη νομή, παρά μόνον την κατοχή του πράγματος. Στην περίπτωσή μας, αφού ο θεματοφύλακας Καρτσιώτης είχε δεχθεί την παρακαταθήκη από τον Χαρ. Περρούκα, αυτός θεωρείται κύριος των κινητών πραγμάτων της παρακαταθήκης και μετά τον θάνατό του οι νόμιμοι κληρονόμοι του. Τυχόν δικαιώματα τρίτων επί των κινητών της παρακαταθήκης δεν ενδιαφέρουν τον θεματοφύλακα, αλλά τον τρίτο και τον παρακαταθέτη. Ο Δημ. Περρούκας υποστήριζε συνεχώς ότι η παρακαταθήκη έπρεπε να επιστραφεί σ’ αυτόν ακεραία, δηλ. όπως είχε παραδοθεί, οι δε απαιτήσεις των εξαδέλφων του έπρεπε να ικανοποιηθούν απευθείας από αυτόν. Υπήρχε όμως και η άποψη ότι ο θεματοφύλακας ευθύνεται για την απόδοση της παρακαταθήκης στον παρακαταθέτη ή τους κληρονόμους του, πλην αν αυτή επιτυχώς διεκδικηθεί υπό τρίτου και αληθούς κυρίου, επιχείρημα που φαίνεται χρησιμοποίησαν για τη δική τους υπεράσπιση οι εξάδελφοι του Δημ. Περρούκα. Ο Καρτσιώτης υποστήριζε από την αρχή ότι η κληρονομία του Χαραλάμπη δεν μπορούσε να συμπεριλάβει και ξένα πράγματα, δεν μπορούσε δηλ. να επεκταθεί και στα πράγματα του Σωτηρίου που διεκδικούσαν τα ξαδέλφια του (βλ. εκτενή επιχειρήματά του στην από 24 Σεπτ. 1827 επιστολή του στον «περιπόθητο φίλο» του Δημ. Περρούκα, έγγρ. 46177).
[12] Αξίζει να μεταφερθεί εδώ η τότε ισοτιμία φιορινιού και άλλων νομισμάτων. Κατά πληροφορίες από επιστολή του Παπιολάκη, κάθε φιορίνι ισοδυναμούσε τότε με 3 δραχμές. Εξάλλου, κάθε ενετικό φλωρί ανταλλάχτηκε με 4,40 φιορίνια, ενώ κάθε μαχμουτιές με 6,60 φιορίνια.
[13] Ο Περρούκας επίεζε και πάλι τους επιτρόπους και φίλους του στην Τεργέστη να μην δοθούν τα έγγραφα εις χείρας τρίτων, αν τυχόν ανευρίσκονταν, αλλά να σταλούν υπηρεσιακώς και σφραγισμένα από το Εφετείο της Τεργέστης στο Εφετείο Ναυπλίου, μέσω της αυστριακής πρεσβείας των Αθηνών. Όσο για τα χρήματα, αυτά, κατά μείζονα λόγο, δεν έπρεπε να δοθούν εις χείρας τρίτων, δηλ. των αντιδίκων του, γιατί δύσκολα θα κατόρθωνε έπειτα να τα εισπράξει από αυτούς, αν δικαιωνόταν δικαστικώς. Έπρεπε να παραμείνουν στο Δικαστήριο της Τεργέστης ή να αποσταλούν στο Δικαστήριο Ναυπλίου.
[14] Κατά μία εκδοχή, αυτά τα «πολυθρύλητα έγγραφα» είχαν αποσταλεί εκ παραδρομής στον Γεώργιο Τζόκρη στην Ελλάδα παλαιότερα, το 1841, όταν παραδόθηκαν σε δύο σάκκους στον επίτροπό του στην Τεργέστη Πολυζώη Πετρόπουλο από τους κληρονόμους του Καρτσιώτη.
[15] Έχει γίνει αποδεκτό ότι ο Δημ. Περρούκας έπεσε θύμα δολοφονικής επίθεσης από κακοποιούς του κοινού ποινικού δικαίου και όχι από πολιτικούς ή δικαστικούς αντιπάλους του. Κατακρεουργήθηκε τη νύχτα της 12ης προς 13η Νοεμβρίου 1851 μέσα στο σπίτι του στο Άργος την ώρα που κοιμόταν από ομάδα 4-5 κακοποιών. Λεπτομέρειες στην εφημερίδα «Αιών», φύλλα 1210/17 Νοεμβρίου 1851 (όπου και νεκρολογία του), 1211/21 Νοεμβρίου 1851, και 1216/8 Δεκεμβρίου 1851.
Ηλίας Γιαννικόπουλος*
Δικηγόρος – Διδ. Πανεπ. Εδιμβούργου
Πολύχρονοι δικαστικοί και εξώδικοι αγώνες Δημ. Περρούκα για την απόδοση παρακαταθήκης, Πρακτικά του Ζ’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, τόμ. Γ’, Αθήναι 2007.
Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
* Ο Ηλίας Γιαννικόπουλος γεννήθηκε στα Λαγκάδια το 1947. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Παν/μίου Αθηνών και πήρε ο πτυχίο του το 1970. Τον Οκτώβριο του 1974 με κρατική υποτροφία μετέβη για ανώτερες σπουδές στο εξωτερικό. Το 1975 απέκτησε από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου Δίπλωμα Εγκληματολογίας, και το 1980 ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Φιλοσοφίας (Ph.D.) στη Νομική Σχολή του ιδίου Πανεπιστημίου. Δικηγόρησε στην Αθήνα.
Έχει λάβει μέρος σε πολλά επιστημονικά συνέδρια με εισηγήσεις και έχει πραγματοποιήσει δεκάδες ομιλίες σε όλη την Ελλάδα με ιστορικό και φιλολογικό περιεχόμενο. Έχει επίσης δημοσιεύσει πολλές επιστημονικές μελέτες και δεκάδες βιβλιοκριτικές σε περιοδικά και εφημερίδες. Ασχολείται με αρχειακή έρευνα.
Μεταξύ άλλων, έχει δημοσιεύσει τις φιλολογικές μελέτες: «Η αρκαδική μυθολογία στην αγγλική ποίηση», «Ο Άγγλος ποιητής Σουίμπωρν και το έργο του «Η Αταλάντη στην Καλυδώνα», «Η «Οδύσσεια» του Νίκου Καζαντζάκη», «Νικηφόρος Βρεττάκος», «Ο Νίκος Γκάτσος και η “Αμοργός” του».
Είναι μέλος του ΔΣ της «Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας (Εθνικού Ιστορικού Μουσείου)», της «Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών, της «Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών επί του νεωτέρου Ελληνισμού», Ομότιμο μέλος της «Εταιρείας των Φίλων του Λαού» κτλ.
Σχετικά θέματα:
- Η αρχόντισσα του Άργους Αγγελική Νικ. Περρούκα (1756-1836)
- Όψεις καθημερινότητας στην ιδιωτική ζωή του Βεκίλη Δημητρίου Περρούκα στην Κωνσταντινούπολη (1813-1821)
- Οι προυχοντικές οικογένειες του Άργους (1715-1821)
- Φορολογικές και Οικονομικές πληροφορίες από το αρχείο Περρούκα
- Οικογένεια Περρούκα
- Ιατρική στην Αργολίδα 1800-1820
- Η καθαίρεση του Χαράλαμπου Περρούκα, ως αφορμή του εμφυλίου πολέμου
- Φορολογικές επιβαρύνσεις και δαπάνες του καζά Άργους κατά την τελευταία προεπαναστατική δεκαετία: τέσσερα δεφτέρια του 1811 και του 1817/1818
- Οι προύχοντες της Πελοποννήσου στα Ορλωφικά και πριν το 1821
- Πολιτικοί όροι και οικονομικές λειτουργίες στην προεπαναστατική ΠελοπόννησοΟικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στη βόρεια Πελοπόννησο την εικοσαετία 1800-1820 – Όλγα Δ. Καραγεώργου-Κουρτζή
- Ειδήσεις του αρχείου Περρούκα για τον κλάδο της οικογένειας στην Πάτρα
- Ο Χαραλάμπης Περρούκας ως έμπορος στην Πάτρα προεπαναστατικώς
Σχολιάστε