Ειδήσεις του αρχείου Περρούκα για τον κλάδο της οικογένειας στην Πάτρα – Ηλίας Γιαννικόπουλος
Το πλουσιότατο αρχείο της οικογένειας Περρούκα και του βιλαετίου Άργους, απόκειται στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος από τις αρχές του 20ου αιώνα, αποτελούμενο από 8.000 περίπου έγγραφα και κατάστιχα. Το Αρχείο αυτό αποτελεί πολύτιμη πηγή ιστορικών και άλλων πληροφοριών, ιδιαίτερα για την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Το ενδιαφέρον του είναι ειδικότερο για την πόλη και την επαρχία Άργους, αλλά και γενικότερο για όλη την Πελοπόννησο.[1]
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το Αρχείο και για την περιοχή Αχαΐας, και τούτο λόγω των πολλών σχέσεων και δεσμών της ευρύτερης οικογένειας Περρούκα και του βιλαετίου Άργους με την περιοχή αυτή. Οι λόγοι είναι πολλοί και διάφοροι. Κατά πρώτον, επί Τουρκοκρατίας στο βιλαέτι Άργους υπήγοντο και χωριά άλλων περιοχών της Πελοποννήσου, πολύ απομακρυσμένα από το Άργος. Έτσι, τα χωριά Χαλκιάνικα, Μαυρομάτι και Δουμενά, ενώ ανήκαν γεωγραφικά στο βιλαέτι των Καλαβρύτων, διοικητικά και φορολογικά υπήγοντο στο βιλαέτι του Άργους. Εξάλλου, φιλική και ίσως συγγενική σχέση με τους Περρουκαίους είχε η οικογένεια του προεστού Σωτήρη Χαραλάμπη από τη Ζαρούχλα και συχνή ήταν η αλληλογραφία μεταξύ τους, ιδίως κατά την προεπαναστατική περίοδο.[2]
Έπειτα, στενότατη ήταν η συγγενική σχέση που συνέδεε την οικογένεια Περρούκα με την οικογένεια Ζαΐμη της Κερπινής Καλαβρύτων, δεδομένου ότι η θυγατέρα του Νικολάου Περρούκα Ευδοκία είχε παντρευτεί το γιο του προεστού Ανδρουτσάκη Ζαΐμη Δημητράκη. Στο Αρχείο Περρούκα έχουν διασωθεί εκατοντάδες επιστολές του Δημητράκη Ζαΐμη και της συζύγου του Ευδοκίας προς τα αδέλφια της, με ειδήσεις αχαϊκού ενδιαφέροντος, αλλά και προεπαναστατικά δικαιοπρακτικά έγγραφα της οικογένειας Ζαΐμη, στην ελληνική και στην οθωμανική, δανειστικά ομόλογα, κ.ά.[3]
Στην παρούσα εργασία το ενδιαφέρον μας θα εστιασθεί στη σχέση της οικογένειας Περρούκα με την αχαϊκή πρωτεύουσα, την Πάτρα, με παρουσίαση των ειδήσεων που ανευρίσκονται στο Αρχείο Περρούκα για τον στην Πάτρα κλάδο της οικογένειας, δηλ. της οικογένειας Αποστόλη Περρούκα.
Ο Αποστόλης Περρούκας ήταν γιος του προεστού και μεγάλου γαιοκτήμονα του Άργους Δημητρίου Περρούκα. Δεν γνωρίζουμε το έτος γεννήσεώς του, πιθανολογούμε πάντως ότι ήταν πρωτότοκος, δεδομένου ότι έφερε το όνομα του εκ πατρός πάππου του. Πότε μετέβη στην Πάτρα ο Αποστόλης είναι άγνωστο. Ίσως αυτό να έγινε μετά τον θάνατο του πατέρα του, δηλ. το έτος 1783 ή 1784. Πάντως το 1788 είχε εγκατασταθεί στην Πάτρα και είχε συνάψει γάμο εκεί, γιατί το έτος αυτό άρχισε η δικαστική του διαμάχη με τους συγγενείς του πεθερού του.[4] Αγνοούμε τους λόγους για τους οποίους ο Αποστόλης επέλεξε την πελοποννησιακή αυτή πόλη για μόνιμη διαμονή και εργασία.
Φαίνεται ότι πριν από τη μετάβασή του στην Πάτρα, ο Αποστόλης ασχολείτο με το εμπόριο στο Άργος. Από έγγραφο της 25 Νοεμ. 1781 του Αρχείου (έγγρ. 17160/1) προκύπτει ότι το έτος αυτό τα τέσσερα άρρενα τέκνα του Δημητρίου Περρούκα (Γεωργαντάς, Αποστόλης, Νικόλαος και Σωτήριος), υπέγραψαν εταιρικό συμφωνητικό, καταθέτοντας έκαστος κάποιο χρηματικό ποσό ως «σερμαγιά» (=συνεισφορά) και καθορίζοντας τους όρους της συνεργασίας τους. Από κατάστιχο εξόδων της οικογένειας (έγγρ. 17604/4) πληροφορούμεθα ότι κατά την χρονική περίοδο 1781-1783 ο Αποστόλης μετέβη για άγνωστο λόγο στην Κωνσταντινούπολη και διέμεινε εκεί για άγνωστο διάστημα χρόνου.
Στην Πάτρα ο Αποστόλης παντρεύτηκε την Όρσα Κονταξή, κόρη του σημαίνοντος εμπόρου της Πάτρας Γεωργίου Κονταξή. Φαίνεται ότι μάλλον σημείωσε επαγγελματική πρόοδο, με τη συμπαράσταση σίγουρα του πεθερού του, κατάφερε μάλιστα να εξασφαλίσει την προστασία της Ολλανδίας, με όλα τα εντεύθεν σχετικά εμπορικά προνόμια. Με τη σύζυγό του Όρσα απέκτησε τουλάχιστον δυο κόρες, την Κατίνα και την Ευγενία. Την πρώτη από αυτές παντρεύτηκε αργότερα ο γιος του άρχοντα της Πάτρας Ασημάκη Πώλου ή Πόλου, Φιλάρετος, ενώ την δεύτερη ο ζακυνθινής καταγωγής έμπορος της Πάτρας Παναγιώτης Χειλόπουλος στις 28 Μαΐου 1816.
Ο Απόστολος Περρούκας μπορεί να εγκαταστάθηκε οριστικώς στην Πάτρα, αλλά δεν απεκόπη καθόλου από τα πατρικά χώματα. Συχνή είναι η αλληλογραφία του, τόσο με τους αδελφούς του Νικόλαο και Σωτήριο στο Άργος, όσο και με τον «ευγενή και περιπόθητον» ανεψιό του Ιωάννη, αλλά και με τους άλλους ανεψιούς του Χαραλάμπη και Δημήτριο, τον βεκίλη στην Κωνσταντινούπολη.
Στο Αρχείο Περρούκα, διασώζεται μικρός σχετικά αριθμός επιστολών του Αποστόλη προς τους συγγενείς του. Πιο συγκεκριμένα, στο Αρχείο έχουν διασωθεί συνολικά 61 επιστολές του Αποστόλη Περρούκα, ήτοι 1 επιστολή του έτους 1805, 18 επιστολές του 1811, 1 επιστολή του 1812, 5 επιστολές του 1813, 9 επιστολές του 1814, 10 επιστολές του 1815, 15 επιστολές του 1816 και 2 επιστολές του 1817. Η διαφοροποίηση στους αριθμούς και τα παρατηρούμενα κενά δείχνουν ίσως ότι δεν έχει διασωθεί όλη η ανταλλαγείσα αλληλογραφία, αλλά μόνο ένα μέρος της. Όλες ανεξαιρέτως οι επιστολές είναι του Αποστόλη προς τους συγγενείς του, ενώ δεν έχει διασωθεί καμμία επιστολή των συγγενών του προς αυτόν. Επίσης, όλες ανεξαιρέτως οι επιστολές είναι της προεπαναστατικής περιόδου. Η μεγίστη πλειονότητά τους (πλην δύο εξαιρέσεων) είναι πρωτότυπες και ιδιόχειρες, σε άριστη κατάσταση, από τις πλέον καλλιγραφικές και ορθογραφημένες του Αρχείου Περρούκα. Σχεδόν όλες, πλην μιας, έχουν ως τόπο αποστολής την Πάτρα, τις «Παλαιαίς Πάτραις», όπως συνηθίζει πάντα να τις αναγράφει στο άνω μέρος των επιστολών του, όπου αναφέρει συγχρόνως και την ημερομηνία αποστολής.
Το είδος γραφής και έκφρασης του Αποστόλη, τον αναδεικνύει ως εγκρατέστατο της ελληνικής γλώσσας και ως αρκετά μορφωμένο για τα δεδομένα της εποχής. Χειρίζεται τη γλώσσα, λόγια και λαϊκή, με μεγάλη ευκολία, συνήθως δεν κάνει πολλά και χονδρά ορθογραφικά σφάλματα, διατυπώνει συγκροτημένες σκέψεις και χρησιμοποιεί πλήθος ξενικών όρων της ιταλικής και τουρκικής, πολλές φορές άγνωστης σε μας σημασίας (φογέτα, ρεφούδια, κλπ). Η αλληλογραφία είναι κυρίως φιλική, αλλά και εμπορικής φύσεως. Η τυπική δομή των επιστολών είναι βασικώς η ίδια. Μετά τη γνωστοποίηση της δικής του υγείας και την έρευνα της υγείας των παραληπτών, ο επιστολογράφος παρουσιάζει ειδήσεις πάσης φύσεως, δίδει παραγγελίες ή γνωρίζει την εκτέλεση όσων του ζητήθηκαν, ζητά εξυπηρετήσεις, αποστέλλει ομολογίες, καμβιάλες και πόλιτζες (=συναλλαγματικές) ή γνωρίζει τη λήψη τους, τακτοποιεί εμπορικές συναλλαγές και λογαριασμούς ληψοδοσιών, αποστέλλει ή γνωρίζει τη λήψη μεμονωμένων ή δεσμίδων επιστολών (πλοίκων), γρόπων χρημάτων, πραγμάτων και «εμανετίων» παντός είδους, κ.ο.κ..
Η ιδιωτική αλληλογραφία του Αποστόλη Περρούκα με τους συγγενείς του μας βοηθά να γνωρίσουμε καλύτερα τον στην Πάτρα κλάδο της ιστορικής αυτής οικογένειας, και δη τον ίδιο τον επιστολογράφο, για τον οποίο δεν διαθέταμε μέχρι σήμερα παρά ελάχιστες πληροφορίες. Γενικότερα, μας βοηθά να γνωρίσουμε, να μελετήσουμε και να αναπαραστήσουμε τον καθημέραν βίο του ελληνικού λαού κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και να διαφωτιστούμε κάπως για την οικογενειακή και κοινωνική ζωή των Πατρινών κατά τα προεπαναστατικά χρόνια.
Η πρώτη διασωθείσα επιστολή των Περρουκαίων από την Πάτρα προς τους συγγενείς τους στο Άργος δεν είναι του ιδίου του Αποστόλη, αλλά της συζύγου του Όρσας. Είναι του έτους 1802, και απευθύνεται προς το δοτόρο ιατροφιλόσοφο Χριστόδουλο Σεβαστό, σύζυγο της Ευγενίας Νικολάου Περούκα, ανεψιάς του Αποστόλη (έγγρ. 17234).[5] Στο αριστερό περιθώριο της επιστολής αυτής βρίσκεται σε κάθετη διάταξη ιδιόχειρη χαιρετιστήρια σημείωση του Αποστόλη Περρούκα, με χαρακτηριστική, όχι ασυνήθη, απόδοση του επωνύμου του: «Καγώ Απόστολος Μπερούκας αδελφικώς ασπαζόμενος προσκυνώ».
Λόγω της συγγενείας του εξ αγχιστείας με τον Αποστόλη Περρούκα, ο αδελφός του Χριστόδουλου Σεβαστού Μητροπολίτης Κορίνθου Ζαχαρίας Β’ το 1814 απευθύνθηκε προς τον συμπέθερό του Αποστόλη και ζήτησε τη βοήθειά του για την επίλυση κάποιου θέματος: συγκεκριμένα, τον παρεκάλεσε να μεσολαβήση σε Πατρινό έμπορο για την ικανοποίηση αιτήματος Πατρινής αρχόντισσας, της Ξανθής Βολέμαινας.[6] Η εν λόγω κυρία διέθετε στην Πάτρα ακίνητο μισθωμένο στον «τιμιότατον» Νικολή Μαλή, αλλά επιθυμούσε να της αποδοθεί η χρήση του μισθίου πριν από τη λήξη της μισθώσεως. Ο Μητροπολίτης Κορίνθου προσπάθησε να βοηθήσει στην ικανοποίηση της επιθυμίας της εκμισθώτριας, αλλά δεν τα κατάφερε, αφού ευλόγως ο μισθωτής δεν εγκατέλειπε το μίσθιο πριν λήξει ο συμβατικός χρόνος.[7]
Το ότι ο Αποστόλης δεν απεκόπη από την γενέτειρά του, αποδεικνύεται επίσης από το ενδιαφέρον με το οποίο παρακολουθεί τα συμβαίνοντα στο Άργος. Στις επιστολές του εκφράζει πολλές φορές τη λύπη του για όσα γίνονται εκεί, δηλαδή την «ακαταστασία», τη σύγχυση, τις φατρίες και τα κινήματα των τοπικών ανταγωνιστών τους, «από τους τρεις γνωστούς αφανιστάς της πατρίδος και του οσπιτίου μας», όπως χαρακτηριστικά γράφει (23 Απρ. 1816, έγγρ. 17328/19).
Τέτοια περιστατικά πρέπει να συνέβησαν τα έτη 1811, αλλά και τα έτη 1815 και 1816. Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς έγινε στην πρώτη περίπτωση. Στην δεύτερη όμως περίπτωση, Αργείοι προεστοί εστράφησαν κατά του συναδέλφου τους Ιωάννη Περρούκα για δήθεν οικονομικές ατασθαλίες. Ο γενόμενος από τους Τούρκους έλεγχος απέδειξε ότι δεν είχαν δίκιο, με αποτέλεσμα οι συκοφάντες προεστοί του Άργους Παπαμιχαλόπουλος και Ανδρίκος Τζώρτζης να πληρώσουν μεγάλες χρηματικές ποινές και να μπουν στη φυλακή. Φαίνεται ότι προβλήματα δημιουργούσαν στην οικογένεια και άλλοι, είτε Αργείοι, όπως ο Μιχαήλ Κάββας, είτε από τα Κάτω χωριά (Κοσμά, Γεράκι, Αγ. Βασίλειο, κλπ), όπως ο Αναγνώστης Γκελπερής. Σημειώνεται ότι το έτος 1819 έγινε απόπειρα δολοφονίας του Ιωάννη από τους Τούρκους, «συμβεβηκός» για το οποίο ο θείος του Αποστόλης εξέφρασε τη λύπη και τον αποτροπιασμό του, σε ιδιόχειρη σημείωσή του σε επιστολή του Χαραλάμπη Περρούκα της 8 Ιουλίου 1819 από την Πάτρα (έγγρ. 17364/3). Επίσης παρακολουθεί την κατάσταση υγείας των συμπατριωτών του Αργιτών και εκφράζει την ανησυχία του όταν μαθαίνει από φήμες ότι το Άργος «εμολύνθη» (24 Ιαν. 1814, έγγρ. 17297/1). Θερμό είναι και το ενδιαφέρον του για την πατρική περιουσία. Σε επιστολή του προς τους συγγενείς του στο Άργος, τους υποδεικνύει να βάλουν «τον Αναστάσιον Μασούτην να δουλέψη το χωράφι και να το σπείρη βαμπάκι» (επιστ. 1 Φεβρ. 1813, έγγρ. 17284/1).
Η πρώτη διασωθείσα αυτοτελής επιστολή του ίδιου του Αποστόλη Περρούκα προς τους συγγενείς του στο Άργος είναι του έτους 1805 (έγγρ. 17241). Με την επιστολή αυτή γράφει στους αδελφούς του ότι του έχουν μείνει «100 οκάδες τζίρκα (=περίπου) κερί άσπρο» και μπορεί να τους το στείλει από την Πάτρα να το πωλήσουν, αν υπάρχει ζήτηση. Τα κερί είναι «από μεγάλα έως μικρότατα κατά την συνήθειαν, πολλά παστρικότατο». Τους παρακαλεί, αν θέλουν να το πάρουν «μονοτάρο» (=εξ ολοκλήρου), να εξετάσουν εις ποια τιμή το πληρώνουν, και αν τον συμφέρει να τους το στείλει προς 9 γρόσια την οκά.
Η αλληλογραφία μεταξύ Αποστόλου Περρούκα και των Αργιτών συγγενών του διακόπτεται για άγνωστο λόγο από το έτος 1805 έως το έτος 1811, συνεχίζεται σχετικά αραιή, αλλά αυξανόμενη κατά τα επόμενα χρόνια, και πυκνώνεται ξανά κατά το έτος 1816, οπότε και παύει ουσιαστικά, ίσως λόγω της μεταβάσεως στην Πάτρα του ανεψιού του Χαραλάμπη. Με τις επιστολές αυτές, όπως είπαμε, ο Αποστόλης ζητάει συνήθως από τους συγγενείς του την τακτοποίηση των μεταξύ τους οικονομικών εκκρεμοτήτων ή τους δίδει διάφορες παραγγελίες για αποστολή διαφόρων πραγμάτων ή για προσωπικές εξυπηρετήσεις. Η αποστολή επιστολών και πραγμάτων γίνεται κατά κύριο λόγο με επίσημους ταχυδρόμους, αγωγιάτες και ειδικούς απεσταλμένους, αλλά και με περιστασιακούς ταξιδιώτες κοινής εμπιστοσύνης. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλές φορές αποφεύγεται η αποστολή χρημάτων «δια το ύποπτον του δρόμου», ή αυτά αποστέλλονται «εις διάφορες φορές» και όχι όλα μαζί, λόγω του ιδίου φόβου.[8]
Πέραν της γραφικότητας και εκφραστικότητας της γλώσσας του Αποστόλη, εκπλήττει η συχνότητα της επικοινωνίας, η ποικιλία των μεταξύ τους συναλλαγών, το πλάτος και η ταχύτητα αλληλοενημέρωσης για διάφορα προσωπικά, οικογενειακά και γενικότερα θέματα. Σχετικά πάντως με τις ατέλειωτες παραγγελίες («παραγγολές») του, ευλόγως γεννάται η απορία, γιατί ο Αποστόλης αισθάνεται την ανάγκη να ζητά απλά πράγματα από τους συγγενείς του στο Άργος ή ακόμα και στην Κωνσταντινούπολη, ενώ εύκολα θα μπορούσε να τα προμηθευτή στην Πάτρα, που ήταν και τότε μεγάλο εμπορικό κέντρο σε όλη την Πελοπόννησο. Η απάντηση ίσως βρίσκεται σε διάφορα σημεία της αλληλογραφίας του, όπου ο Αποστόλης μιλάει για «έλλειψιν εις τα πάντα και εκείνα τα ολίγα που ευρίσκονται εις μεγαλωτάτην ακρίβειαν, οπού το χέρι μου δεν υποφέρνει να δώση τόσην πληρωμήν» (βλ. επιστ. 1 Φεβρ. 1814 και 21 Οκτ. 1814, έγγρ. 17284/1 και 17311/18 αντίστοιχα), ίσως με κάποια δόση υπερβολής.
Αξίζει να αναφερθούν ενδεικτικά μερικές από τις παραγγελίες του Αποστόλη, με άφθονη χρήση των δικών του απολαυστικών και γραφικών εκφράσεων, και για λόγους πληροφοριακούς, και για να γίνει αισθητό το άρωμα ενός ξεπερασμένου σήμερα και ιδιόρρυθμου γλωσσικού ιδιώματος και εκφραστικού τρόπου. Έτσι, ζητά να του στείλουν ρεβίθια και κουκιά «από έκαστο είδος μισό κουβέλι. Ζητά «ένα φορτίο πετσιών για τους παπουτζήδες της περιοχής», τα οποία θα πωλήση για λογαριασμό τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πώληση γίνεται με ευκολίες πληρωμής, δηλ. εν μέρει επί πιστώσει. «Επώλησα των εδώ ταμπάκηδων πετζιά 21, οκάδες 147 προς γρόσια 3…έλαβα μόνον καπάρο γρ. 300, τα δε ρέστα τα ήμισυ εις ημέρας 31 και τα άλλα εις ημέρας 61» (17 Σεπτ. 1811, έγγρ. 17275/1). Σε άλλη επιστολή (24 Ιανουαρίου 1814, έγγρ. 17297/1) συμβουλεύει τους συγγενείς του το αλάτι «να το δώσουν εις τα γρόσια 4.000, τα ήμισυ πεσίνι (=μετρητοίς) και τα ρέστα με διορίαν». Άλλοτε ζητά 20 οκάδες ρεβίθια και 20 οκ. κουκία, «αν είναι όμως ψάνια, ειδέ να λείπουν», ενώ «τα κουκία να είναι πλατιά». Ένα ζευγάρι «μεστοπάπουτσα», καθώς και σταφίδα για πώληση, άλλως, αν δεν συμφέρη η τιμή, να του στείλουν για το σπίτι οκάδες 5 ή 6. Αργότερα τους ζητά «σύκα σμυρνέϊκα και σταφίδες δύο κυτία, τζίρκα (=περίπου) οκάδες 8 έως 10».
Πολλές είναι οι παραγγελίες για μικροπράγματα, οικιακά σκεύη, ρουχισμό, και πολλά άλλα. Ζητά «δέκα δράμια τέλι κίτρινο», 5-6 σκούπες «διπλές και καλές», δέκα πήχες «σαλί» για να φτιάξει ένα «τζουμπέ», διάφορα τσεμπέρια και ελγεμενιά, «μετάξι πολλά ψιλόν, κατά την μόστραν, και μισή οκά δια τα ούγια, καζάζικο, παστρικό», κ.ά.
Από την άλλη πλευρά, αυτός φροντίζει να τους προμηθεύσει ταμπάκο, αυγοτάραχο από το Μεσολόγγι, το οποίο, καθώς τους πληροφορεί, «δεν πωλείται με την οκά, αλλά με το κομμάτι, το ένα προς γρόσια 50», κ.ο.κ. Τους στέλνει χαρτί «ρέζιμο» και «καδέρνα». Επίσης τους γνωρίζει ότι τα «μακάτια» (=υφάσματα καλυμμάτων) δεν ήλθαν ακόμα από την Λειβαδίαν». Πωλεί για λογαριασμό τους υφάσματα, μάλιστα του έχουν απομείνει «4 τόπια σεβαΐ» (=είδος πολυτελούς υφάσματος). Τους στέλνει ρούμια και ροζόλια. Τους στέλνει το «καλπάκι» του προς επισκευή, αλλά και τα δύο τσιμπούκια κερασιάς που του ζήτησαν. Αναζητά να αγοράσει στον Ιωάννη το «τεφαρίκι που το λένε ταμπακέρα», που όμως η τιμή 100 έως 500 γρόσια δεν ευρίσκεται στην Πάτρα. Τους πληροφορεί ότι το χαβιάρι στις 24 Ιαν. 1814 το επήραν (=αγόρασαν) προς γρόσια 14, «και αυτοί που το επήραν ήσαν Γαστουναίοι δια τα οσπίτια τους, άλλοι 5 οκάδες και άλλοι 10. Χθες όμως επήραν οι μπακάληδες εδώ προς γρόσια 4 μόνον». Του έχει μείνει κάποια ποσότητα, να του γράψουν τι να την κάνη, «αγκαλά και η Αγία Τεσσαρακοστή είναι πρώιμη και δεν έχουν τι άλλο να φάνε» (έγγρ. 17297/1). Ένα μήνα περίπου αργότερα τους πληροφορεί ότι το χαβιάρι δεν άρεσε στον κόσμο, γιατί ήταν «σκόρτζο, ασπριδερό και ταραμάς, γι αυτό δεν εμβήκαν εις παζάρι, ως εκ τούτου φοβείται μην μείνει το καλοκαίρι και χαλάσει». Σε επιστολή της 23 Μαρτίου 1814 τους ενημερώνει ότι «το χαβιάρι εν βουτζί μόλις το έδωσε προχθές εις τα γρόσια 3 την οκά», ήτοι σε διάστημα δύο μηνών η τιμή του έπεσε από τα 14 γρόσια στα 3. Οι αγοραστές του έδωσαν είδηση ότι έστω και σε αυτή την τιμή δεν πωλείται, «όντα πολλά αχρείον» και ήθελαν να του το επιστρέψουν, αλλά δεν το εδέχθη (έγγρ. 17297/4). Τους ζητάει να ερευνήσουν για τυριά, «καντάρια 400 από τα πρώτα πριμαρόλο», και να του γράψουν την τιμή, «χωρίς άλλα έξοδα ειμή μόνον την δουάναν (=τελωνείον)» (23 Φεβρ. 1814, έγγρ. 17297/3). Με άλλη επιστολή ζητάει «προσκεφαλάδες τζατμένιες δώδεκα, παρόμοιες ως εκείνες οπού εδώσατε προίκα, τζεβρέδες 4 ή 5 έως γροσίων ογδοήντα, και σαβαΐ ένα έως γροσίων εκατό ιντζίρκα» (έγγρ. 17341/20). Με άλλη, τους ζητάει να του φέρουν από τη Σμύρνη ένα κιλίμι ανατολίτικο για τον μικρόν οντά, να είναι 5 πήχες μακρύ και πλάτος πήχες 2,4 ή 3, και άλλο ένα σμυρναίϊκο, «ένα συντζανέ καλόν, πέντε μπογάζια πράσινα δια τας προσκεφαλάδας ασταρλίκια» (3 Νοεμ. 1816, έγγρ. 17331/30), αλλά και διάφορα χαλκώματα (λεγενόμπρικα, ταψιά, σαάνια, τεντζερέδες, κ. ά.). Επίσης τους στέλνει ταμπάκο οκάδες 200, «τον εδιάλεξα τον καλλιότερον οπού είχε» (επιστ. 8 Οκτ. 1815, έγγρ. 17321/24).
Δυο φορές παραπονέθηκε ότι τα παπούτσια και τα «μεστοπάπουτσα» που του έστειλαν ήσαν μικρότερα από τα παραγγελθέντα, ζήτησε λοιπόν άλλα, ένα δάκτυλο μεγαλύτερα, ενώ σε μια περίπτωση τους εσώκλεισε, προς αποφυγήν λάθους, «μια κλονά το μέτρον δια το σιγουρότερον», με την διευκρίνιση στο υστερόγραφο, ότι «το μέτρο εις την κλονά είναι απέξω εις το αχνάρι μετρημένο» (έγγρ. 17331/27).
Σημειώνεται ότι οι εξυπηρετήσεις αφορούν όχι μόνο στους συγγενείς του, αλλά και σε φίλους του Τούρκους, συνήθως αξιωματούχους. Έτσι, με επιστολή του της 1 Φεβρ. 1813 ενημερώνει τους συγγενείς του ότι δεν κατάφερε να στείλει τα τζάμια του σοφολογιωτάτου εφέντη, αλλά ότι «με δεύτερον» θα τα στείλει, γιατί οι αγωγιάτες δεν είχαν τόπο να τα φορτώσουν, μάλιστα αφού τώρα ήλθαν μπαστιμέντα (=καράβια) από την Αγκώνα, είχε περισσότερες πιθανότητες να βρει άλλα, κατά τα ζητηθέντα μέτρα, κλπ. (έγγρ. 17284/1).
Ήδη από το έτος 1811, αλλά και αργότερα πολλές φορές, ο Αποστόλης παραπονείται ότι έχει οικονομικές δυσκολίες και ότι διακαώς αναμένει τα χρήματα που του οφείλουν «ακόντο του ιρατίου του» (=έναντι του μεριδίου του) από την πατρική περιουσία, δηλ. τα εισοδήματα από την πώληση γεννημάτων και κρασιού, «για να πορεύση τας χρείας του», όπως γράφει ( επιστ. 23 Μαΐου 1811, έγγρ. 45311). Συχνά παραπονείται για έλλειψη χρημάτων, λόγω των οικονομικών δυσκολιών, των υπέρογκων εξόδων και των πολλών «δοσιμάτων». Με επιστολή της 1 Μαΐου 1811 (έγγρ. 17273/5), ζητά διάφορα πράγματα από την περιουσία του πατέρα του Δημητρίου Περρούκα, πιστεύοντας ότι είχε αδικηθεί από τους αδελφούς του, διερωτώμενος «μήπως εγώ είμαι νόθος του πατρός μου;». Θεωρεί απαράδεκτη τη συμπεριφορά τους, «να φέρεσθε τοιαύτης λογής δεν το ήλπιζα ποτέ», όπως χαρακτηριστικά λέει. Το ποσό που του έστειλαν κάποτε το θεώρησε μικρό, και σχημάτισε την εντύπωση πως του το έστειλαν «για ψυχικό» (έγγρ. 17274/3), ή «χάριν ελέους» (έγγρ. 45311).
Παραπονιόταν επίσης για ελλείψεις και αταξίες του λογαριασμού που του είχαν στείλει, υποδεικνύοντας τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να τον είχαν καταστρώσει, ώστε να είναι αναλυτικός και ακριβής. Δηλ. «πόσα κουβέλια έγιναν, τόσο το σιτάρι, τόσο το κριθάρι, τόσο το παρασπόρι, ομοίως και το κρασί, πόσες μπότζες μούστος, πόσο κρασί, κλπ». Τους γράφει επίσης ότι συχνά αναγκάζεται να δανείζεται από τοκογλύφους με υψηλό τόκο 3 και 4, ακόμα και 5 % τον μήνα, «πράγματα τη αληθεία, που είναι έξω το πρέπον» (έγγρ. 17331/30 και επιστ. της 24 Δεκ. 1816, έγγρ. 17333/27). Τα ίδια γράφει και σε επιστολή της 18 Μαΐου 1816 (έγγρ. 17329/4), όπου γενικότερα συμπεραίνει ότι «εις τοιαύτην κατάστασιν κατήντησεν η πιάτζα μας». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ασφαλώς η πληροφορία για γνωριμία και φιλία του Αποστόλη με πρόσωπα που σχετίζονταν προφανώς με την οικογένεια του εθνικού μας ποιητή Κωστή Παλαμά. Σε μια περίπτωση, για να εξοφλήσει κάποιο χρέος του αναφέρει ότι «έγραψε του φίλου του Πέτρου Παλαμά, και αυτός έγραψε του πατρός του στο Μεσολόγγι» για να τον εξυπηρετήσουν.
Συχνές είναι βέβαια οι αποστολές χρημάτων και ομολογιών και οι σχετικές γραπτές παραγγελίες και οδηγίες για την τακτοποίηση λογαριασμών, όπως στην περίπτωση του Λουρεντζή Πετροκόκκινου στην Κωνσταντινούπολη. Φυσικά πάντα ενημερώνει λεπτομερώς τους παραλήπτες των επιστολών του για όλες τις ενέργειές του. Τους γνωρίζει φερ΄ ειπείν ότι πλοίκον γραμμάτων του Θεοδωράκη Βλάση, συμπεθέρου τους, με πρώτο καΐκι έστειλε στην Ζάκυνθο και να μένει ήσυχος (έγγρ. 45433 της 30 Ιουλίου 1814).
Πολλές φορές δίνει πληροφορίες γενικότερου ενδιαφέροντος και τους ενημερώνει για τις οικονομικές ή εμπορικές συνθήκες. «Ο χειμών μεγαλώτατος εδώ, μας αφάνισε λεμονιές, πορτοκαλιές, κιτριές και σχεδόν εξηράνθησαν με τελειότητα». Την 1 Αυγ. 1815 πληροφορεί τον Ιωάννη ότι «αι σταφίδες δεν έγιναν ούτε το ήμισυ από άλλους χρόνους και όχι μόνον εις Μορέαν, αλλά και εις τα πέριξ νησία, και η αυτή έλλειψις επαρακίνησε τους πωλητάς να ζητήσουν υπέρ τα 55 τάλ., όντας πολλοί οι αγορασταί και ολίγον πράγμα» (έγγ. 17321/1). Νέα καταστροφή έγινε φαίνεται στις σταφίδες και το επόμενο έτος.
Σε επιστολή του προς τον Ιωάννη από 19 Αυγ. 1816 τον πληροφορεί «την μεγαλωτάτην συμφοράν των σταφιδών από την ραγδαίαν βροχήν, εν τρίτο μασούλι (=εσοδεία) χάνεται με τελειότητα, και εκτός η στραπατζάδα, και Κύριος γένοιτο ίλεως» (έγγρ. 17330/34). Κάποτε κάνει γενικότερες επισημάνσεις και διαπιστώσεις κοινωνικής φύσεως. Παρακαλεί τον Ιωάννη να «ορίσει» του Αγίου Οικονόμου (Δουμενάς) ότι «οι μάστορες δια τα μανουάλια άλλα μας λέγουν την μίαν ημέραν και άλλα την άλλην, και δεν έκαμαν καμμία δουλειά ως τώρα…Οι άνθρωποι την σήμερον άλλαξαν, δεν εντρέπονται να αγελάσουν τον κόσμον δια το ουδέν» (επιστ. 24 Αυγ. 1813, έγγρ. 45324). Για τους νέους έχει τη γνώμη ότι «των παιδίων η αγάπη προς τους γεννήτορας και θείους είναι ολιγώτερα εις τον παρόντα αιώνα» (31 Μαΐου 1816, έγγρ. 17329/20).
Ζητά επίσης πληροφορίες περί των «μουκατάδων», ήτοι περί της μισθώσεως ή υπομισθώσεως των δημοσίων προσόδων, και ποίοι τους «επήραν». Έμαθε, ότι τον μουκατά του Άργους τον επήρεν ο Ζουλφικάρ μπέης, και ευελπιστεί ότι θα δοθεί τώρα «κάθε καλό νιζάμι της πατρίδος μας». Επίσης αναφέρεται σε διάφορα είδη παρόμοιων μισθώσεων, στον «πάλτον μολυβίου», «πάλτον σκαγιού», «ινταέτι μολυβίου», στο «ιλτιζάμι» της Δουμενάς, για το οποίο εκδηλώνει προσωπικό ενδιαφέρον, για το «ιλτιζάμι» Ακράτας, κλπ.
Σε επιστολή της 19 Ιουλίου 1813 τους στέλνει «μόστρα μεταξιού» και παρακαλεί τον Ιωάννη να βάλει κάποιον στα Δουμενά ή στα Χαλτζιάνικα να του βγάλουν μία οκά τζίρκα, «να είναι και υψηλότερη (=ψιλότερη) δεν βλάπτει, χοντρότερη να μην είναι». Επίσης από τον συμπέθερόν του Θεοδωράκη Βλάση, πεθερό του ανεψιού του Ιωάννη, ζητά να μην ξεχάσει την «παραγγολήν του δια το ρετζίνι της Περαχώρας και τον υποχρεώνει μεγάλως» (έγγρ. 17318/1). Φαίνεται ότι είχε συναλλαγές και με Αίγυπτο. Στις 31 Ιουλίου 1815 στέλνει πλοίκο γραμμάτων στο Άργος, με την παράκληση να τα στείλουν σε κάποιο φίλο τους στην Ύδρα, και αυτός «να τα εξαποστείλη με πρώτον εις Αλεξάνδρειαν». Από την αλληλογραφία του προκύπτει ότι είχε συναλλαγές και σχέσεις με τη Ζάκυνθο, τη Μάλτα, και άλλα μέρη.
Σε μια περίπτωση διαβιβάζει προς τους προεστώτες του Άργους παράπονα της πτωχής χήρας Γιαννάκενας από τη Δουμενά κατά των Δουμενιωτών, που την υποχρέωναν να πληρώνει φόρους πάνω από τις δυνάμεις της. Στην επιστολή της 13 Ιουλίου 1814 από τη Βοστίτζα, ο Αποστόλης παίρνει το μέρος της (έγγρ. 45432).
Φυσικό είναι στις επιστολές να δίδονται και οικογενειακές ειδήσεις. Έτσι μαθαίνουμε σε επιστολή της ότι «η θεία (δηλ. η σύζυγός του Όρσα) αρρώστησε με την συνήθη αρρώστεια, την αιμορροΐαν» και είναι χωρίς ιατρόν, εκφράζοντας την ευχή να την λυπηθεί «ο Κύριος, ο αληθινός ιατρός» (επιστ. 2 Ιουλίου 1811, έγγρ. 17274/11). Ότι αρρώστησε ο συμπέθερός του Ασημάκης Πόλος, για τον οποίον εύχεται «ο Θεός να κάμη το έλεός του και να ευσπλαχνισθή τα τέκνα του και λοιπούς χριστιανούς Πατραίους, οπού τώρα εκατάλαβαν τι εχρησίμευσεν δια το κοινόν όφελος» ( επιστ. 17 Αυγ. 1811, έγγρ. 17274/17).[9] Ότι «εις τας 11 του παρόντος (=Αυγ. 1811) ελευθερώθη η εξαδέλφη σας Κατίνα με υιόν», ενώ η μητέρα του «εδοκίμασε πολλά εις την κύησίν του». Το νεογέννητο «ομοιάζει εις το μεγαλόσωμον» με τον Σωτήριο (αδελφό του Αποστόλη). Σε άλλη επιστολή της 2 Δεκ. 1813 (έγγρ. 17284/2) ενημερώνει τον Ιωάννη ότι η εξαδέλφη του Κατίνα «εγέννησε άρσεν», το δεύτερο κατά σειρά, ενώ ζητεί πληροφορίες αν η εξαδέλφη του Βιτωρία (μάλλον κόρη της αδελφής του Ευφροσύνης) «ελευθερώθη, και τι παιδίον εγέννησεν, ότι ευρίσκομαι με την έννοιαν της» (2 Δεκ. 1813, έγγρ. 17284/2).
Σε άλλη επιστολή της 9 Ιαν. 1815 (έγγρ. 17318/1) γράφει στον Ιωάννη ένα θλιβερό συμβεβηκός που έπαθε η πεθερά του, συγκεκριμένα ότι στις «30 απελθόντος έκαμε να κατέβη από το παράθυρο του οντά της» και έπεσε, με αποτέλεσμα να τσακίση το πόδι της «τέσσερα δάχτυλα απάνω από το στραγάλι». Δοκιμάζουν πολλήν πίκρα και δεν έχουν ησυχία από τους σφοδρούς πόνους της. Εύχεται ο Θεός να την βοηθήσει και να της δώσει την προτέραν υγείαν της «ότι είναι ο πλέον χρειαζούμενος άνθρωπος της οικίας μας». Σε άλλη περίπτωση αναφέρεται ασαφώς σε «γνωστή υπόθεση», πίσω από την οποία καλύπτεται, όπως διαπιστώνει κανείς, υπόθεση συνοικεσίου της δεύτερης κόρης του Ευγενίας με άδηλο αρχοντόπουλο, αδελφό κάποιου Αναγνώστη. Βασικός όρος του πατέρα της νύφης είναι ο υποψήφιος γαμβρός να μείνει στην Πάτρα, γιατί «είναι μόνος του και χρειάζεται συνδροφίαν» (επιστ. 2 Δεκ. 1813, έγγρ. 45448. Βλ. και επιστολή Δημ. Περρούκα της 8 Δεκ. 1813 για το ίδιο θέμα, έγγρ. 45449).
Από επιστολή του Αποστόλη της 19 Ιουλίου 1813 (έγγρ. 45446) πληροφορούμεθα ότι με «δάκρυα εις τα ομμάτια» έμαθε τον θάνατο του αυταδέλφου του Γεωργαντά Περρούκα στις 18 Ιουλίου στο Άργος από «δευτέραν επιπληξίαν». Από την ίδια επιστολή πληροφορούμεθα ότι εκείνες τις ημέρες ο ανεψιός του Δημητράκης Περρούκας ανεχώρησε για την Κωνσταντινούπολη ως βεκίλης της Πελοποννήσου. Ο Αποστόλης παραπονείται γιατί η μετάβαση του Δημητρίου έγινε κατά τρόπο μυστικό από αυτόν, ασχέτως του τι έκαναν με τον υπόλοιπο κόσμο. Η πληροφορία είναι σημαντική, γιατί τοποθετεί χρονολογικά την ακριβή μετάβαση του Δημητρίου Περρούκα στην Κων/πολη (μέχρι τώρα πιστευόταν ως χρόνος μεταβάσεώς του το έτος 1812).
Σημαντικές ειδήσεις διασώζει ο Αποστόλης στις επιστολές του και για την πόλη των Παλαιών Πατρών. Σε μακρά επιστολή του της 23 Μαΐου 1811 (έγγρ. 45311) αναφέρεται με πολλές λεπτομέρειες στο δραματικό συμβάν της καταστροφής του κάστρου των Πατρών, γνωστό και από άλλες πηγές.[10] Αξίζει τον κόπο να μεταφερθεί αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα της επιστολής του, που μοιάζει με γραφική λαϊκή «ενθύμηση»:
«Σας φανερώνω όμως την μεγίστην συμφοράν της δυστυχισμένης Πάτρας, οπού δεν έχω χέρια να σας περιγράψω. Εις τας 7,4 ώρας της νυχτός από ταις πολλαίς αστραπαίς, έπεσε κεραυνός εις τον τσεμπχανέν (=πυριτιδαποθήκη) του κάστρου και εχάλασε όλον το μέρος κατά την χώραν, ταις πέτραις ταις εσήκωσεν εν νεφέλαις, ρίπτοντας επάνω εις τα οσπίτια πέτρες τόσον μεγάλες μαρόκους, ομοίως και μικρές, εκαταχάλασαν τα οσπίτια τα εμπορικά, τα δε πλησιέστερα εκρημνίσθησαν εδαφιαίως, ανθρώπους επλάκωσαν. Έως τώρα είναι Τούρκοι και Ρωμαίοι θανατωμένοι υπέρ τους 40 ανθρώπους και Κύριος οίδε πόσοι είναι χωμένοι εις το κάστρον, οπού εκρημνίσθη και τους επλάκωσεν, ομοίως και εις τα οσπίτια τα γκρεμισμένα, και εξόχως οι λαβωμένοι. Δεν περιγράφεται ο θρήνος οπού έγινε, και ο Κύριος να κάμει το έλεός του από χειροτέραν απειλήν. Ας έχει δόξαν ο Κύριος, οπού όλοι μας οι συγγενείς ευρίσκονται υγιείς, ζημία όμως μεγάλη του οσπιτίου μου, εξόχως του Μουσταφάμπεη το οσπίτιον, τόσον οπού τα κανόνια τα επέταξε, άλλα εις την χώραν κατά το Βλατερόν και άλλα έξω εις ταις σταφίδαις, συμφορά απερίγραπτος. Και πάλιν λέγω ο Κύριος να παύση τον θυμόν του…».
Στο ίδιο γεγονός επανέρχεται και σε επόμενες επιστολές του, της 26 Μαΐου 1811 (έγγρ. 17274/4) και της 2 Ιουνίου 1811 (έγγρ. 17274/6).
Άλλες ειδήσεις σχετικά με τη ζωή των Πατρών αφορούν τους Τούρκους ή άλλους ξένους επισήμους. Έτσι σε επιστολή της 30 Απρ. 1811 (έγγρ. 17273/4) αναφέρει ότι έχει φίλο κάποιον Πατρινό Τούρκο ονόματι Χατμέ εφέντη, ο οποίος είναι καδής του Φαναρίου και αδελφός του μουφτή εφέντη της Πάτρας. Επίσης, γράφοντας στον ανεψιό του Ιωάννη, τον πληροφορεί ότι δεν μπόρεσε να δώσει τους προσκυνισμούς του στον Μπέη εφέντη και στον Σείτ αγά, επειδή αυτοί «βγήκαν έξω να κυνηγήσουν τους κλέπτες, οπού έγδυσαν τους πραγματευτές Πατραίους, οπού έρχονταν από πανήγυριν», χωρίς να διευκρινίζει από ποίαν πανήγυρη επέστρεφαν, και περί ποίου είδους «κλεφτών» επρόκειτο. Σε επιστολή της 8 Φεβρ. 1812, ενημερώνει τον Ιωάννη, ότι οι προύχοντες ετοιμάζονται «να εύγουν εις προϋπάντησιν του πολυχρονεμένου αυθέντου μας» (έγγρ. 45315) ή ότι αναμένεται ο νέος βαλής κατά το 1815, ή ότι ο Αχμέταγας, αδελφός του βαλιντέ κεχαγιά, εδιορίσθη με φερμάνι κεχαγιάμπεης του νέου βαλή (8 Οκτ. 1815, έγγρ. 17321/24) ή ότι εγχείρισε συστατική επιστολή του Δημητρίου στον βοεβόδα των Πατρών Χατζή Ομέραγα, που τον τιμά με τη φιλία του (23 Απρ. 1816, έγγρ. 17328/19). Εξάλλου, σε επιστολή του της 1 Φεβρ. 1813 ενημερώνει τον Ιωάννη ότι «εις τας 25 απελθόντος επλήρωσεν το κοινόν χρέος ο μακαρίτης κόνσολος Ολλανδέζος και ελυπήθημεν μεγάλως. Υστερήθη η Πάτρα ένα ευεργέτην» (έγγρ. 17284/1).
Αξίζει να σημειωθεί ότι από τις επιστολές του Αποστόλη δεν λείπουν ούτε οι ειδήσεις διεθνούς ενδιαφέροντος. Έτσι, στην ως άνω επιστολή του της 1 Φεβρ. 1813 προς τον ανεψιό του Ιωάννη, τον πληροφορεί τα νέα περί «ρουσογάλλων», ότι ο αφανισμός των Γάλλων μεγάλος, ότι ο Ναπολέων «επήγεν εις το Παρίκι», κλπ. Σε επιστολή του της 19 Ιουλ. 1813 προς τον ανεψιό του Ιωάννη (έγγρ. 45446) συνεχίζει τις ειδήσεις περί του «ρουσογαλλικού πολέμου», αναφέροντας ότι στις αρχές Μαΐου «έγινε τράκος» (=σύγκρουση) μεταξύ των δύο στρατευμάτων, στον οποίο εθανατώθησαν από τα δύο μέρη και «λαβωμένοι και πρεζενιέρηδες (=αιχμάλωτοι) έως 80 χιλ.». Επίσης ότι στις 2 Ιουνίου έως τις 6 έγινε άλλος «τράκος», στον οποίο 40 χιλ. Φρατζέζοι θανατώθηκαν και πιάστηκαν πρεζενιέρηδες, και 18 χιλ. Ρούσοι, «φθορά μεγαλωτάτη και τέλος πάντων η νίκη είναι των Ρούσων, παίρνοντας των Φρατζέζων τόσας σημαίας και πλήθος κανονίων». Λέγουν ότι να γίνει αμιστρίκιο (=συνθήκη ειρήνης). Επίσης του γράφει ότι στράτευμα Εγγλέζικο επήγε «εις την Σπανίαν και αφού ενώθηκε με τους Σπανιόλους έκαμαν μεγαλώτατον θρήνον εις τους εκεί ευρισκομένους Φρατζέζους, τους επήραν 131 κανόνια, σημαίας και την κάσα τους και ό,τι άλλο πράγμα είχον, τόσον οπού τους αφάνισαν με τελειότητα». Επίσης στις 23 Μαρτ. 1814 αναφέρει ότι «τα των Γάλλων ολέθρια» (έγγρ. 17297/4). Οι Γάλλοι διασκορπίστηκαν «και οι σύμμαχοι έκαναν τον σκοπόν τους, οπού έχουν εις την συνοδεία τους τον ανεψιόν του θανατωμένου βασιλέως, δια να τον κορονάρουν (=στέψουν) βασιλέα της Φράντζας υπανδρεύοντάς τον με την γυνή του Ναπολεών».
Από την αλληλογραφία των στην Πάτρα και στο Άργος κλάδων της οικογένειας Περρούκα προκύπτει ότι συχνές ήσαν οι επισκέψεις εκατέρωθεν, και για λόγους εμπορικούς ίσως, αλλά και προς διατήρηση και σύσφιξη των μεταξύ τους συγγενικών δεσμών. Από τα δεφτέρια εξόδων της οικογένειας, φαίνεται επίσκεψη του Δημητρίου, του μετέπειτα βεκίλη, στην Πάτρα, προφανώς στον θείο του Αποστόλη, κατά το έτος 1807. Από επιστολή του Αποστόλη της 2 Οκτ. 1811 (έγγρ. 17275/2) πληροφορούμεθα ότι «σήμερα αξιώθημεν τον θείον σας και αυτάδελφόν μου υγιή». Ομιλεί για τον αδελφό του Γεωργαντά Περρούκα, για τον οποίον γράφει ότι «ξεκουράζεται. Όντας κουρασμένος από τον δρόμον, δεν σας γράφει ιδία χειρί». Ο Γεωργαντάς πρέπει να έμεινε στην Πάτρα αρκετό καιρό, γιατί μόλις στις 31 Δεκ. 1811 ο αδελφός του Αποστόλης γράφει στον ανεψιό του Ιωάννη, ότι «ελπίζω ο κυρ Γεωργαντάς να ευοδώθη προς τα αυτόσε» (έγγρ. 17282/3).
Συχνές φαίνεται πως ήσαν οι επισκέψεις του Αποστόλη και προς την οικογένεια της ανεψιάς του Ευδοκίας Δημ. Ζαΐμη, που κατοικούσε στην Κερπινή Καλαβρύτων. Σε επιστολή του της 30 Απρ. 1811 προς τον αδελφό του Νικόλαο εκφράζει την επιθυμία να πάει στην Κερπινή να ιδεί την ανεψιά του «και τα παιδία» (έγγρ. 17273/4), ενώ σε επιστολή του της 20 Ιουνίου 1811 αναφέρει ότι επέστρεψε από Κερπινή και ότι είναι όλοι καλά (έγγρ. 17274/8). Εξάλλου, σε επιστολή της 23 Οκτ. 1811 προς τον ανεψιό του Ιωάννη στο Άργος τον πληροφορεί ότι εκατέβη από Καλάβρυτα, επήγε στην Κερπινή και «απήλαυσε άπαντες τους συγγενείς υγιείς» (έγγρ. 17275/4). Στις 5 Μαΐου 1814 γράφει στον ανεψιό του Χαραλάμπη στο Άργος, ότι την «ερχομένην εβδομάδα, τυχόντος καΐκι δια Κόρινθον, μισεύω δια τα αυτόσε», ενώ με νεότερη επιστολή του της 12 Μαΐου 1814 (έγγρ. 17297/6) ανακοινώνει στους συγγενείς του ότι «μεθαύριον Πέμπτην ή Παρασκευήν μισεύω δια Κόρινθον με το καΐκι οπού εναύλωσα». Μάλιστα τους παρακαλεί να έρθουν εκεί με ζώα για να παραλάβουν από Κόρινθο τις 4 κασσέλες με τα πράγματά τους που μεταφέρει, «για να μη πληρώσουν αγώγια». Από επιστολή του αδελφού του Σωτηρίου της 15 Ιουλίου 1814 από το Άργος, πληροφορούμεθα ότι «ο κυρ Αποστόλης την απερασμένην Παρασκευήν εμίσευσεν δια Πάτρα, εγλέντησεν εδώ περίπου από 40 ημέρες…».
Κατά την παραμονή του στο Άργος εκείνη την εποχή έγινε η διανομή της κληρονομικής περιουσίας του αδελφού του Γεωργαντά με τους άλλους αδελφούς του και υπόγραψε ο Αποστόλης ομολογία-βεβαίωση ότι έλαβε τη μερίδα του «σώαν και ανελλιπή» και δεν έχει πλέον καμμία άλλη απαίτηση. Η ομολογία αυτή είναι της 10 Ιουλίου 1814 και υπεγράφη ενώπιον των μαρτύρων Ανδρίκου Τζώρτζη και Παναγιώτη Ιωαννούση, προεστών του Άργους (έγγρ. 74385). Αξίζει να σημειωθεί ότι με επιστολή του της 30 Ιουλίου 1814 υπενθυμίζει στους αδελφούς του ότι πρέπει να σεβαστούν τη συμφωνία τους και να δώσουν τα ποσά που πρέπει «για την ψυχική σωτηρία του», όπως έκανε κι αυτός, που διέθεσε μέρος του εξ ενός πέμπτου μεριδίου του για συλλείτουργα και προς βοήθεια των πτωχών.
Είναι βέβαιο ότι κάποια οικογενειακή διένεξη είχε προκύψει στο Άργος μεταξύ των αδελφών Περρούκα και της αδελφής τους Ευφροσύνης, συζύγου του Μιχαήλ Ιωαννούση, μητέρας του προεστού Παναγιώτη, ενδεχομένως για κάποιες κληρονομικές διαφορές. Ο Αποστόλης τους συμβουλεύει να συμβιβασθούν και να «διορθώσουν» τα πράγματα με την αδελφή τους «ειρηνικώ τω τρόπω και αδελφικώ», χωρίς να δίνουν άσχημη εντύπωση στον κόσμο, και δεν συμφέρει. «Ας στοχασθούμε πώς παρατηρούν με το κανουκυάλι οι φίλοι. Λοιπόν το τιμημένον είναι να τα διορθώσουν», επιλέγει ο συνετός αδελφός και θείος από την Πάτρα (επιστ. 19 Ιουλίου 1814, έγγρ. 17302/9).
Φαίνεται ότι ο Αποστόλης διατηρούσε δεσμούς φιλίας με το δάσκαλο του Άργους, Δημητσανίτη ιερομόναχο Χατζη-Αγάπιο (Λεονάρδο), στον οποίο δεν παραλείπει να στέλλη τους προσκυνισμούς του, αλλά και ειδικές επιστολές. Μάλιστα όταν πληροφορήται τον θάνατό του, ρωτά τον Ιωάννη μήπως μαθεύτηκαν τίποτε θαύματα εκ μέρους του, γιατί πολλές φήμες («ακούσματα πολλά») διαδόθηκαν τότε στην Πάτρα για τον ασκητικό και αγαθής μνήμης Αγάπιο, που ίσως δημιούργησαν την φήμη της αγιότητας (επιστ. της 31 Ιουλίου 1815, έγγρ. 17320/16). Επίσης είχε φιλίες και με άλλους διακεκριμένους πολίτες της εποχής, Έλληνες και ξένους. Σε κάποια επιστολή του στέλνει προσκυνισμούς στον «Δεσπότη μας» Γρηγόριο, που τότε βρισκόταν ως συνοδικός στην Κωνσταντινούπολη, ενώ σε άλλες επιστολές του αναφέρει τον μεσιέ Ροσιέ, τον μεσιέ Πετρή (Μερτρούδ), τον οποίο βοηθά να πωλήσει το σπίτι του στο Ναύπλιο, τον σιόρ Μιτζάκη, πρόξενο της Ρωσίας, από τον οποίο «προσπέφτοντας» δανείστηκε σε μια περίπτωση 2.000 γρόσια για να τα στείλει στους ανεψιούς του, αν και τα είχε προσωπικώς ανάγκη, τον σιορ Σπάρταλην, Χιώτην, καντζιλιέρην του κονσόλου της Βρετανίας, ο οποίος ήταν και μισθωτής της ετέρας εν Πάτραις οικίας του, τον σιορ Διονύσιο Αβραμιώτη από την Αθήνα, τον στην Ύδρα έμπορο Θεοφίλη Χριστοδουλόπουλο, κ.ά.

Συμπλοκή στα ανοιχτά της Πάτρας – Du Moncel, 1845. Ατμοσφαιρική λιθογραφία στην οποία η αραιή χρήση του χρώματος δίνει βάθος στο τοπίο. Δημοσιεύεται στο: Du Moncel, De Venise a Constantinople a travers la Grèce et Retour par Malte, Messine, Pizzo et Naples. Paris, [c.1845].
Σημαντικό περιστατικό στη ζωή του Αποστόλη Περούκα απετέλεσε κατά το έτος 1815 η προσπάθεια εκ μέρους των Τούρκων να τον αποβάλουν βιαίως από το σπίτι του στην Πάτρα, για να κατοικήσει σ’ αυτό ο κόνσολος της Αγγλίας. Για την υπόθεση αυτή, στην οποία εμπλέκεται ο νεαρός τότε γραμματέας του αγγλικού προξενείου και μετέπειτα πολιτικός και ιστορικός Σπυρίδων Τρικούπης, ενημερώνει τους συγγενείς του στο Άργος και τον ανεψιό του Δημήτρη στην Κων/πολη και ζητά τη βοήθειά τους. Αναφέρει σχετικώς ότι «σας φανερώνω την μεγάλην θλίψιν και πίκραν οπού δοκιμάζομε από τον νέον κόνσολον Εγγλέζον, οπού ήλθε ζητώντας δυναστικώς να μας πάρη το οσπίτιόν μας να το κάμη κονσολάτο, πράγμα οπού δεν εματακούσθη».
Ο εν λόγω κόνσολος έφερε μπουγιουρδί και μουρασελέ, που λένε ότι δήθεν είχε κάνει παζάρι (=συμφωνία) με τον Περρούκα να του παραχωρήσει το σπίτι με ενοίκιο 2 χιλ. γρόσια για ένα χρόνο, απατώντας όμως τον Τούρκο αξιωματούχο, γιατί τέτοια συμφωνία δεν είχε ποτέ γίνει. Στη δίκη που επακολούθησε, εμφανίστηκε ο καντζιλιέρης του κονσόλου, ο οποίος παραδέχτηκε ότι πράγματι τέτοια συμφωνία δεν έγινε ποτέ με τον Περρούκα. Όλα αυτά, συμπεραίνει ο Αποστόλης, προέρχονται από κάποιο βιτζεκόνσολον (=υποπρόξενο) ονόματι Πάρνελ και από το Μεσολογγίτη Σπυρίδωνα Τρικούπη, ο οποίος «βρίσκεται μαζί με τον Πάρνελ». Αυτοί έστειλαν εις Τριπολιτζά κάποιον Πασχαλίνο και αυτός επαρουσίασε τα ψέμματα εις τον Τούρκο αξιωματούχο Μουσταφάγα.
Ο Αποστόλης επικαλείται τους νόμους που προβλέπουν ότι «οσπήτι ραγιά ζόριλεν (=με τη βία) κονάκι να μην γίνεται δια τους κονσόλους, αλλά όποιος έχει οσπήτι δια ενοικίασιν να συμφωνή με αυτούς και όχι δυναστικώς να ευγάνουν κάθε οικοκύρη». Ακολούθως θρηνεί για την κακοτυχία του. «Και μάλιστα εις εμέ πόσο κακό μου γίνεται με τόση φαμελιά αδύνατη, μάλιστα η πενθερά μου οπού είναι κλινήρισσα τώρα οκτώ μήνους, δεν ημπορεί να σαλεύση από τον τόπον της. Πού να υπάγω εγώ; Που να καθίσω; Τι να κάμω το κρασί μου; Τι να κάνω το πράγμα μου; Αυτό με λυπεί μέχρι θανάτου».
Στην ίδια ενδιαφέρουσα επιστολή, ο Αποστόλης σε ιδιόχειρο υστερόγραφο συμπληρώνει ότι διαθέτει και άλλο σπίτι[11] «στο οποίο κάθεται ο πρώην βιτζεκόνσολός τους, ο άνωθεν Πάρνελ, τώρα χρόνους πέντε, και πάσχουν να το αδειάση, να έλθη να καθίση ο γαμβρός μου κυρ Πόλος και δεν το αδειάζει. Δεν φτάνει αυτό, αλλά ζητά να μας πάρη και αυτό που καθόμαστε, εις τόση κακία ευρίσκεται, με τον Σπύρον Τρικούπη Μεσολογγίτην. Είναι άλλα οσπίτια εις τον μαχαλά Αγίου Γεωργίου, καλλιότερα και θεωρητικά, και με πλέον κόμοδα (=ανέσεις), οπού αυτό εζήτησεν ο κόνσολος να ενοικιάση κάποιου Ανδρέα Αργυρόπουλου, και με το να είναι συγγενής του ο ρηθείς Σπύρος Τρικούπης, εμποδίζει αυτό και προδίδει το εδικόν μου, όντα αυτό εύκαιρον από τα εδικά μας καλαμπαλήκια, και ολιγοφάμελος, και καινούριον». Και επιλέγει ότι «δεν γίνομαι προδότης, παρά την κακίαν οπού δείχνουν εις ημάς οι άνωθεν φίλοι», απλώς «τον πληροφορεί προς ρέγουλάν του» (αχρον. επιστ., έγγρ. 17341/20, επιστ. 21 Νοεμ. 1815, έγγρ. 17322/11).
Με τις προσπάθειες των Περρουκαίων και με τη βοήθεια των Τούρκων αξιωματούχων φαίνεται ότι η υπόθεση εξελίχθηκε ευνοϊκά για την οικογένεια του Αποστόλη. Την 11 Φεβρ. 1816 (έγγρ. 17324/19) ενημερώνει τους συγγενείς του ότι «άνωθεν η εξ ύψους δύναμις εφώτισε τον αγά μας και έκραξε τον Ανδρέα Παπαργυρόπουλον ότι να αδειάση το οσπίτιόν του να καθίση ο κόνσολος, επειδή και το σπίτι του Περούκα δεν τον κομαδάρει (=εξυπηρετεί) και χωρίς άλλο να το αδειάση». Ειδοποιεί επομένως να μην κάνη τίποτε ο Δημήτριος, αφού το θέμα έληξε. Αλλά και σε νέα επιστολή του της 4 Μαρτ. 1816 γνωρίζει στον Δημήτριο «την ελευθερίαν οσπιτίου μας παρά του σιορ κονσόλου Εγγλέζου, επειδήτις και ενοικίασε άλλο οσπίτιον πλέον κομάρικον». Ο Αποστόλης αναγνωρίζει τη βοήθεια που του πρόσφεραν διάφοροι Τούρκοι αξιωματούχοι φίλοι τους και τους ευγνωμονεί (έγγρ. 17324/26).
Στην Πάτρα εγκαταστάθηκε μονίμως και άσκησε το εμπόριο από τα τέλη Νοεμβρίου 1816 μέχρι τις παραμονές της Επαναστάσεως, ο Χαραλάμπης Περρούκας, μικρότερος γιος του Νικολάου και ανεψιός του Αποστόλη.[12] Μετά τη μετάβαση εκεί του Χαραλάμπη, σταματά ουσιαστικά η αλληλογραφία του Αποστόλη και με το Άργος και με την Κων/πολη. Δεν γνωρίζουμε αν ο Χαραλάμπης εγκαταστάθηκε στο σπίτι του θείου του ή όχι. Πάντως ο μεγαλύτερος αδελφός του Ιωάννης του συνιστά «να συμβουλεύεται τον θείον, ότι οι γέροντες ξεύρουν περισσότερα» (επιστ. 11 Δεκ. 1816, έγγρ. 17333/18). Ο Χαραλάμπης όμως ενίοτε μάλλον βρίσκει κουραστικό τον θείο του («μου βγάζει την ψυχήν καθημερινώς») με τις συχνές απαιτήσεις του για εξόφληση λογαριασμών, και παρακαλεί τον αδελφό του Ιωάννη να του στείλει τα ζητούμενα, ώστε «να ησυχάση και αυτός οπωσούν» (επιστ. 26 Φεβρ. 1818, έγγρ. 17247/39) ή να στείλει την ομολογία του κυρ Αποστόλη και της Βολέμαινας «ότι μοι εσήκωσαν την ησυχίαν» (επιστ. 6 Αυγ. 1820, έγγρ. 45484).[13]
Ο Απόστολος Περρούκας φαίνεται ότι είχε μυηθεί στα μυστήρια της Φιλικής Εταιρείας. Το ότι αυτό συνέβη, και το ότι κατείχε σημαντική κοινωνική θέση στην Πάτρα, αποδεικνύονται και από το γεγονός ότι ευρίσκεται πολύ ψηλά στη σειρά των υπογραφόντων κάποιον κατάλογο 31 Πατρινών, προσφέροντας μάλιστα το σεβαστό ποσό των 3.000 γροσίων, όσα και ο πριν από αυτόν υπογράφων γαμβρός του Φιλάρετος Πόλος. Αναφερόμαστε στον «Κατάλογο συνδρομητών Πελοποννησίων εις την μελετωμένην κοινήν επιστημονικήν σχολήν», του Μαρτίου του έτους 1820, πίσω από την οποία υποκρύπτεται, όπως τεκμηριωμένα έχει αποδείξει ο Τάσος Αθ. Γριτσόπουλος, προσπάθεια του Παλαιών Πατρών Γερμανού και άλλων αχαιών προκρίτων για τη συγκέντρωση χρημάτων της Φιλικής Εταιρείας προς ευόδωση του επιδιωκομένου επαναστατικού σκοπού. Η γνώση της υπογραφής του Αποστόλη Περρούκα, μας επιτρέπει να διορθώσουμε τη λανθασμένη ως σήμερα μεταγραφή του ονόματός του στον εν λόγω «κατάλογο». Δεν πρόκειται ούτε για τον «Απόστολο Πέρκα», ούτε για τον «Απόστολο Πρέκα», όπως λανθασμένα έχει αναγνωσθεί και δημοσιευθεί σε δύο περιπτώσεις. Πρόκειται ασφαλέστατα για τον Απόστολο Περρούκα.[14]
Υπάρχουν έγγραφες μαρτυρίες ότι τουλάχιστον κατά τα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια ο Αποστόλης Περρούκας καταλεγόταν μεταξύ των προεστών της πόλεως Πατρών. Με την ιδιότητα ασφαλώς αυτή υπογράφει μαζί με άλλους προεστούς την 1 Σεπτ. 1819 κατάστιχο εξόδων του «κοινού σεντουκιού των Πατρών» και την 11 Φεβρ. 1821 έγγραφο δανειστικής ομολογίας.[15]
Δεν γνωρίζουμε ακριβώς τι έκανε η οικογένεια του Αποστόλη Περρούκα μετά την έκρηξη της Επαναστάσεως του 1821. Τα σχετικώς αναφερόμενα είναι και ασαφή και συγκεχυμένα. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η οικογένεια Περρούκα της Πάτρας, και ειδικότερα ο γηραιός Αποστόλης, μάλλον έζησαν δραματικές στιγμές. Παρά την ασάφεια και διαφοροποίηση των μαρτυριών, αναμφισβήτητος είναι ο βασικός ιστορικός πυρήνας. Φαίνεται ότι η οικογένεια, αν όχι αμέσως μετά την κήρυξη της Επαναστάσεως, τουλάχιστον μετά την εισβολή του Γιουσούφ πασά, εγκατέλειψε την Πάτρα και κατέφυγε σε κάποιο ασφαλές μέρος, κατά πάσα πιθανότητα τα Επτάνησα. Μεγάλη φυγή των Πατρινών σημειώθηκε, ως γνωστόν, κατά την εισβολή του Ιουσούφ πασά, όταν ο εχθρός κατέλαβε την πόλη και την κατέκαυσε από άκρου εις άκρον. Μαρτυρείται ότι κατά την γενική αυτή φυγή, που συνέβη στα τέλη Νοεμβρίου 1821, 70 στρατιώτες από το σώμα του Ανδρέα Λόντου, υπό τις οδηγίες του καπετάν Αναγνώστη Μαραγκού και του Δημητρίου Τσαούση έμειναν κλεισμένοι στο σπίτι του Αποστόλη Περρούκα, και παρόλο ότι κυκλώθηκαν πανταχόθεν παρέμειναν εκεί πολεμώντας τους εχθρούς από το πρωί μέχρι τα μεσάνυκτα.[16]
Ο Pouqueville αναφέρεται δια μακρών σε κάποια οικογένεια Βαρούνα, που μάλιστα απασχόλησε με τα δεινά της και το Βρετανικό Κοινοβούλιο. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο λόγος αφορά την οικογένεια του Αποστόλη Βερούκα ή Περρούκα. Αναφέρει συγκεκριμένα ο Πουκεβίλ ότι «διαφυγούσα την εν Πάτραις σφαγήν, γυμνωθείσα εντίμως αποκτηθείσης περιουσίας, έζη αποσυρθείσα εν Ιθάκη… ότε η απαίσιος διαταγή της απομακρύνσεως ανεκοινώθη αυτή. Ώφειλε να υπακούση. Ανεχώρησεν επιβαίνουσα Ιονικής τινός λέμβου, υπό αγγλικής σημαίας καλυπτομένην, ότε βαρβαρικόν πειρατικόν κατέλαβε αυτήν κατά τον διάπλουν. Ο γέρων πατήρ και προστάτης δεκατεσσάρων προσώπων γυναικών, θυγατέρων και τέκνων, τραυματισθείς κατά πρόσωπον δι’ ισχυρών σπαθισμών, εσύρθη επί του Αλγερινού πλοίου μετά της οικογενείας αυτού. Δεσμευθέντες ήχθησαν εις Αλεξάνδρειαν της Αιγύπτου, όπου επωλήθησαν. Η τύχη αυτών θα ήτο διηνεκής δουλεία, εάν ο πρόξενος της Γαλλίας κ. Δροβέττη δεν εύρισκε μέσον να πληρώση τα λύτρα αυτών. Ενεπιστεύθη αυτούς τω πλοιάρχω αγγλικής κορβέττας, ήτις επανέφερεν αυτούς εις Ζάκυνθον, αλλά τέσσερα των ατυχών τούτων πλασμάτων επωλήθησαν».[17] Στα ίδια γεγονότα αναφέρεται ασφαλώς και ο ιστορικός Παν. Χιώτης, ο οποίος αναφέρει ότι το έτος 1822 οι Τούρκοι «πλοίον Ιονικόν ελήισαν και ηχμαλώτισαν τους εν αυτώ επιβαίνοντας άνδρας και κοράσια και την οικογένειαν του Πατραίου Αποστόλη Περρούκα. Αυτούς δε απελευθέρωσεν η Ιονική Κυβέρνησις από τας χείρας των Τούρκων γυμνούς».[18]
Τα γεγονότα επιβεβαιώνονται χονδρικώς από έγγραφο του Αρχείου Περρούκα, συγκεκριμένα από επιστολή από την Γαστούνη του φίλου της οικογένειας και γνωστού Πατρινού μεγαλεμπόρου Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου προς τον Δημήτριο Περρούκα. Σύμφωνα με την επιστολή αυτή (έγγρ. 74319), η οικογένεια του Αποστόλη κατέφυγε για ασφάλεια στο Μεσολόγγι, όπου όμως αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους και επωλήθη στην Αίγυπτο. Τελικά εξαγοράστηκε από τον φίλο της οικογένειας Κιαμίλ Αλήπασα, αλλά καθώς επέστρεφαν στην Ελλάδα, «επλήρωσεν το κοινόν χρέος ο Αποστόλης». Η επιστολή είναι της 25 Απρ. 1822, και ασφαλώς τότε προσφάτως θα είχε συμβεί ο θάνατος του Αποστόλη.
Ο θάνατος του Αποστόλη τον Απρίλιο του 1822 επιβεβαιώνεται και από δεύτερο έγγραφο του Αρχείου Περρούκα, δηλ. επιστολή του Σωτήρη Χαραλάμπη προς τον Χαραλάμπη Περρούκα, της 20 Απρ. 1822 (έγγρ. 46446), με την οποία τον πληροφορεί για τον θάνατο των δύο θείων του (Αποστόλη και Σωτήρη). Κατά περίεργη σύμπτωση το ίδιο έτος (1822) πέθαναν τρεις αδελφοί, τέκνα του Δημητρίου Περρούκα, δηλ. ο Απόστολος, ο Νικόλαος και ο Σωτήριος! Δεδομένου ότι από πουθενά δεν προκύπτει ότι ο Αποστόλης Περρούκας είχε άρρενα τέκνα, συνάγουμε ότι ο κλάδος του Αποστόλη Περρούκα της Πάτρας εξέλιπε εντελώς.
Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι από τα σωζόμενα στο Αρχείο Περρούκα – Άργους έγγραφα που αναφέρονται στον κλάδο της οικογένειας Αποστόλη Περρούκα αντλούμε πολλές και ενδιαφέρουσες ειδήσεις για την πολιτική, οικονομική, εμπορική και κοινωνική ζωή της Αχαΐας και για τον καθημέραν βίο του λαού μας κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η δυνατότητα σκιαγραφίας του χαρακτήρα ενός παλαιού εμπόρου των Πατρών, όπως επίσης η δυνατότητα ανάπλασης των σχέσεων και δεσμών μεταξύ των μελών μιας κρατούσας και ισχυρής οικογένειας, η οποία ανήκε στην εμπορική-αρχοντική τάξη και η οποία φαίνεται ότι δρούσε και ευδοκιμούσε υπό συνθήκες πολιτικής ανελευθερίας, αλλά σχετικής κοινωνικής και οικονομικής ανεξαρτησίας. Διαπιστώνουμε ότι κατά την προεπαναστατική εποχή οι οικογενειακοί και συγγενικοί δεσμοί συνέχιζαν να διατηρούνται στενοί και ισχυροί, ότι υπήρχε μεγάλη κινητικότητα προϊόντων, χρημάτων, πιστωτικών τίτλων και ανθρώπων στον Τουρκοκρατούμενο Μοριά, ενώ οι εμπορικές και φιλικές σχέσεις των Ελλήνων προυχόντων και εμπόρων μεταξύ τους, στον ελλαδικό χώρο και στο εξωτερικό, αλλά και με διακεκριμένους Τούρκους, είχαν εξόχως καλλιεργηθεί.
Υποσημειώσεις
[1] Η οικογένεια Περρούκα ήταν η επιφανέστερη οικογένεια του Άργους, τουλάχιστον από τις αρχές της Β΄ Τουρκοκρατίας (1715). Η ενασχόλησή της με τα κοινά και το εμπόριο την έκανε πολύ ισχυρή και πλούσια, με μεγάλη ακίνητη περιουσία και μεγάλη επιρροή μεταξύ των Ελλήνων, αλλά και των Τούρκων. Για την οικογένεια Περρούκα βλ. αντί άλλων Αθανασίου Θ. Φωτοπούλου, Οι κοτσαμπάσηδες τη Πελοποννήσου κατά τη δεύτερη Τουρκοκρατία (1715-1821), Αθήνα 2005 (σποράδην), και Ηλία Γιαννικοπούλου, Το Αρχείο Περρούκα του Άργους, Πρακτ. Γ’ Τοπικού Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών, Αθήναι 2006, σελ. 333-350, όπου εκτενής εξωτερική περιγραφή του Αρχείου και περαιτέρω βιβλιογραφία. Για τα πρόσωπα και τα πράγματα της Πάτρας βασικά παραμένουν τα έργα Στεφάνου Ν. Θωμοπούλου, Ιστορία της πόλεως Πατρών, α΄ έκδ. Εν Αθήναις 1888, β΄ έκδ. (επιμ. Κων. Ν. Τριανταφύλλου), Πάτραι 1950 και Κων. Ν. Τριανταφύλλου, Ιστορικόν Λεξικόν των Πατρών, α΄ έκδ. Πάτραι 1959, β΄ έκδ. Πάτραι 1980.
[2] Με την οικογένεια Λόντου της Βοστίτσας και με άλλες αρχοντικές οικογένειες της Αχαΐας η διασωθείσα αλληλογραφία είναι αραιή ή σχεδόν ανύπαρκτη.
[3] Εκτός από τα προεπαναστατικά έγγραφα, στην Αχαΐα αφορούν και πολλά άλλα των δεκαετιών 1830 και 1840, τα οποία αναφέρονται σε δικαστικούς αγώνες με Αχαιούς διαδίκους, σε τίτλους ιδιοκτησίας, σε εκθέσεις εγγραφής εμπραγμάτων βαρών σε ακίνητα ευρισκόμενα στην Αχαΐα (περιοχή της Ακράτας και αλλού, όπου είχε κτήματα η οικογένεια Δημητράκη Ζαΐμη), κ. ά. Σημειώνεται ότι στην Κερπινή Καλαβρύτων ζούσε η οικογένεια του Δημητράκη Ζαΐμη τουλάχιστον από το έτος 1815 μέχρι το 1840, οπότε εγκαταστάθηκε οριστικά στην Πάτρα. Αχαϊκό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα έγγραφα που αφορούν στα χωριά Αρφαρά, Ποταμιά και Βερζοβά, από τα οποία ο Χαραλάμπης Περρούκας είχε προαγοράσει το έτος 1824, καταβάλλοντας κάποιο χρηματικό ποσό ως προκαταβολή, ποσότητα σταφίδας η οποία όμως δεν του παραδόθηκε λόγω του πρόωρου θανάτου του. Οι δικαστικοί αγώνες τους οποίους ανέλαβε επ’ ονόματι του αποβιώσαντος αδελφού του ο τελευταίος επιζήσας Δημήτριος Περρούκας συνεχίστηκαν κατά τις δεκαετίες του 1830 και 1840, αυξάνοντας έτσι το υλικό αχαϊκού ενδιαφέροντος του Αρχείου. Πηγή πληροφοριών για την Αχαΐα και την Πάτρα αποτελεί επίσης η πλούσια αλληλογραφία ενός Πατρινού ζακυνθινής καταγωγής, του Νικολάου Χειλόπουλου, εξάδελφου του Παναγιώτη Χειλόπουλου. Στις 100 και πλέον επιστολές του που διασώζονται στο Αρχείο, από το έτος 1839 μέχρι το έτος 1851, ο γραφικός και λαϊκός επιστολογράφος του Δημητρίου Περρούκα, όχι μόνο επιμελείται των διάφορων υποθέσεών του στην Πάτρα, αλλά και τον πληροφορεί για τους πάντες και τα πάντα, στην Πάτρα και στην ευρύτερη περιοχή. Πολλές είναι οι ειδήσεις για την πολιτική και οικονομική ζωή της Πάτρας, καθώς και για πρόσωπα και πράγματα της πόλεως αυτής, από την ανταρσία του Μερεντίτη, μέχρι τους δικηγόρους και δικαστές της Πάτρας, για την κίνηση του εμπορίου, για τις τιμές της σταφίδας στην Πάτρα στη Βοστίτσα και διεθνώς, και πλήθος άλλων. Η μελέτη και παρουσίαση των επιστολών του πανέξυπνου και γραφικού Νικολάου Χειλόπουλου, θα αποτελέσει αντικείμενο ειδικής μελλοντικής έρευνας.
[4] Είναι γνωστή από παλαιότερα δημοσιεύματα η πολυχρόνια εμπλοκή του Αποστόλη Περρούκα και της συζύγου του Όρσας σε δικαστικούς αγώνες με την αδελφή του πενθερού του Σουζάνα Χριστοδούλου και με το γιο της Δημήτριο, οι οποίοι διεκδικούσαν επιμόνως ακίνητα που ο Γεώργιος Κονταξής είχε πωλήσει στην κόρη του και στο σύζυγό της, και τα οποία εκείνοι διεκδικούσαν ως κληρονομιαία. Στα αρχεία του Ολλανδικού προξενείου σώζονται διάφορα έγγραφα αφορώντα στην υπόθεση αυτή. Μεταξύ αυτών και δικαστικό έγγραφο (χοτζέτι) του Δεκ. 1788 του καδή της Πάτρας για την υπόθεση Αποστόλη Βερούκα και Δημητρίου Χριστοδούλου. Βλ. B. J. Slot, Οθωμανικά έγγραφα αναφερόμενα στην Πελοπόννησο από τα Αρχεία των Κάτω Χωρών, Πρακτικά Δ΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοπ. Σπουδών, τόμ Γ΄, Αθήναι 1992-1993, σελ. 33-48, και Ιω. Φ. Αθανασοπούλου, Κληρονομικές διαφορές της οικογενείας Περρούκα Πατρών (1798) αποκαλυπτόμενες από έγγραφα της ολλανδικής πρεσβείας Κων/πόλεως, στο ίδιο, σελ. 177-190. Έχει διασωθεί επίσης ενδιαφέρον έγγραφο της 5 Ιανουαρίου 1798, που υπογράφεται και σφραγίζεται από τον Μητροπολίτη Παλαιών Πατρών και δεκαεπτά προκρίτους της Αχαΐας, προς Τούρκο αξιωματούχο, με το οποίο εκθέτουν το ιστορικό της δικαστικής διαμάχης και υπερασπίζονται τον Αποστόλη και τη σύζυγό του. Μεταξύ των υπογραφέων ο Γεώργιος Κονταξής (πεθερός του Αποστόλη) και ο Ασημάκης Πόλος (συμπέθερός του). Βλ. B. J. Slot, Κατάλογος Ολλανδικών εγγράφων αναφερομένων στην ιστορία της Πελοποννήσου, Πελοποννησιακά, τόμ. ΙΗ΄, Αθήναι 1991, σελ. 304-309. Πανομοιότυπο του εγγράφου στη σελ. 308.
[5] Στην πρώτη αυτή επιστολή, η Όρσα Περρούκα, ευχαριστεί τον εξ αγχιστείας εξάδελφό της Χριστόδουλο Σεβαστό για τις «στάλες» που της είχε στείλει και οι οποίες της έκαναν καλό στην υγεία της. Αφού του επιστρέφει τα άδεια «μποτζονάκια» (=μπουκαλάκια), του ζητά μερικές ακόμα στάλες «της ιδίας σόρτας (=του αυτού είδους), δηλ. της μαύρης».
[6] Αξίζει να σημειωθεί ότι η εν λόγω Ξανθή Βολέμαινα αναφέρεται πολλές φορές στην αλληλογραφία του Αποστόλη, αλλά και των άλλων Περρουκαίων. Σε σύγχρονες και μεταγενέστερες επιστολές άλλων αναφέρεται και ως Γολέμαινα. Φαίνεται πως ήταν πρόσωπο οικείο ή ίσως και συγγενικό των Περρουκαίων, χωρίς να διευκρινίζεται η ακριβής σχέση τους. Σε κάποια επιστολή του 1819 η Βολέμαινα εμφανίζεται ως προξενήτρα σε συνοικέσιο μεταξύ των οικογενειών Νοταρά και Κανακάρη. Από την αλληλογραφία της οικογένειας προκύπτει ότι η Ξανθή Βολέμαινα δάνειζε συχνά τους αδελφούς Περούκα με διάφορο, δηλ. με τόκο, και δεν δίσταζε να ζητά τα οφειλόμενα φορτικώς (βλ. επιστολή Χαρ. Περ. προς Ιωάννη της 14 Μαρτίου 1817, έγγρ. 17337/25, όπου αναφέρεται ότι «η Βολέμαινα με στενοχώρησε να της μετρήσωμε τα διάφορα των 3.000 οπού της μένετε χρεώσται και 31:10 οπού της εμείνατε από πέρυσι»). Δανεικά έδινε στους αδελφούς Περρούκα και η θεία τους Όρσα, ή μάλλον ο θείος τους Αποστόλης στο όνομα της γυναίκας του, «δια να λείπει από λογοτριβάς», όπως λέει, αφού τα χρήματα μάλλον προέρχονταν από την πατρική περιουσία της.
[7] Δημοσίευση της επιστολής με σχόλια από τον Κων. Ν. Τριανταφύλλου, Μητροπολίτου Κορίνθου Ζαχαρία επιστολή επί υποθέσεως Πατρινών έτους 1814, Πρακτικά Β΄. Συνεδρίου Αχαϊκών Σπουδών, Αθήναι 1980, σελ. 173-176.
[8] Από πλευράς αργολικής και αχαϊκής προσωπογραφίας αξίζει να αναφερθεί ότι συχνοί ή περιστασιακοί μεταφορείς και ταχυδρόμοι των δύο κλάδων των Περρουκαίων, είναι, εκτός από τους διαφόρους Τούρκους και τούς επισήμους τατάρους (=ταχυδρόμους), και άλλοι, όπως ο Λάργας, ο Ντάνος και ο αδελφός του Μήτσος, ο Νικ. Ζεγκίνης, ο Γεώργιος Κεφαλάς, ο Κωνσταντής Χριστόπουλος (κουμπάρος του Αποστόλη), ο Δημ. Αμπατζής, ο Δημ. Γουναριάνος, ή Γουναρόπουλος, ο γέρο Φίλης Δογάνης, ο υιός του Πάνου Λοτιδιώτη (Μήτρος), ο Σπύρος Χαραλάμπης, ο Απόστολος Κορέλας ή Μορέλας, ο Ανδρέας Καλαμογδάρτης, ο Αναγνώστης Οικονομόπουλος, ο Σπύρος ή Σταύρος Παπαλεξόπουλος, ο Σπύρος Καράβαλης, ο «υιός του Αναγνώστη Τζόκρη, όστις λέγεται Γιάννης Καλλίτσας, σύντροφος του Γεωργάκη Μπουρλέκη», ο Ιωάννης Φιλιππακόπουλος, και άλλοι, αλλά και ένας Τριπολιτσιώτης αγωγιάτης ονομαζόμενος Παναγιώτης Γεωργίου Μανουσόπουλος.
[9] Κακώς πιστευόταν μέχρι σήμερα ότι ο άρχοντας της Πάτρας Ασημάκης Πόλος πέθανε στα 1808 (βλ. Κανέλλου Δεληγιάννη, Απομνημονεύματα, τομ. Α΄, 1957, σελ. 57, 65. Κώστα Ν. Τριανταφύλλου, Ιστορικόν Λεξικόν…, β΄έκδ, Πάτραι 1980, σελ. 317, και Αθανασίου Θ. Φωτοπούλου, Οι κοτσαμπάσηδες…, σελ. 121. Από την επιστολή του Αποστόλη προκύπτει ότι το 1811 ο Ασημάκης ζει. Ίσως να πέθανε ευθύς αμέσως, δηλ. το αυτό έτος 1811.
[10] Για την καταστροφή μέρους του κάστρου των Πατρών κατά τις 23 ή 24 Μαΐου 1811 ομιλεί δια μακρών και σε πολλά σημεία του έργου του ο ιστορικός της πόλεως, ο οποίος παραθέτει και σχετική «ενθύμηση» από την Ι. Μ. Ομπλού. Βλ. Στεφάνου Ν. Θωμοπούλου, Ιστορία…, κυρίως σελ. 604 επ. και σημ. 2 της σελ. 604. Η επιστολή του Αποστόλη Περρούκα επιβεβαιώνει την άποψη ότι η καταστροφή έγινε στις 23 Μαΐου και όχι στις 24, όπως αναφέρει η «ενθύμηση» της Μονής.
[11] Από το γεγονός ότι ο Αποστόλης διέθετε στην Πάτρα δύο σπίτια, εκ των οποίων το ένα ήταν μισθωμένο, φαίνεται ότι ήταν καλής οικονομικής καταστάσεως. Σημειώνεται ότι σπίτι στην Πάτρα διέθετε και ο δοτόρος Χριστόδουλος Σεβαστός, μισθωμένο και αυτό σε κάποιον Πατρινό, όπως προκύπτει από επιστολή του Αποστόλη (19 Ιουλίου 1814, έγγρ. 17302/9).
[12] Απ’ ό,τι φαίνεται ο Χαράλαμπος σταδιοδρόμησε αυτοτελώς στην Πάτρα, ασχολήθηκε με το χονδρικό εμπόριο, κυρίως σταφίδας, δημιουργώντας δικά του «εμπορικά οσπίτια» και συντροφίες εμπορικές. Πλουσιότατη είναι η αλληλογραφία του Χαραλάμπη Περρούκα από την Πάτρα με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του, ιδίως με τον αδελφό του Ιωάννη, τον προεστό του Άργους, και με τον Δημήτριο, το βεκίλη στην Κων/πολη. Πολλά προβλήματα δημιουργήθηκαν την περίοδο της Επαναστάσεως, όταν ο Χαράλαμπος αναγκάστηκε να επιστρέψει στο Άργος, ενώ οι Τούρκοι κατέστρεψαν τα καταστήματά του, άρπαξαν τα εμπορεύματα και τα εμπορικά του βιβλία, τα οποία έγιναν «τσιγάρα από τους Αλτζερίνους», όπως γράφει αργότερα ο φίλος του Δημητρίου Περρούκα Νικόλαος Χειλόπουλος (2 Μαΐου 1840, έγγρ. 49384). Ο Χαραλάμπης πέθανε πολύ νέος, 31 ετών, τον Νοέμβριο του 1824, αφού πρόλαβε να υπηρετήσει την πατρίδα πολιτικώς. Τις παντός είδους εκκρεμότητές του ανέλαβε να επιλύσει ο πολύπαθος αδελφός του Δημήτριος. Η αλληλογραφία που ενδιαφέρει την αχαϊκή ζωή και ιστορία συνεχίζεται λοιπόν στο Αρχείο Περρούκα και μετά το θάνατο του Χαραλάμπη, αφού συνεχίζονται τα προβλήματα που δημιούργησε στην Αχαΐα ή με αχαιούς αντιδίκους ο πρόωρος θάνατός του. Η μελέτη και παρουσίαση της πλούσιας συλλογής επιστολών του Χαραλάμπη Περούκα αξίζει να αποτελέσει αντικείμενο ειδικής έρευνας.
[13] Γράφτηκε ότι στη Πάτρα είχε εγκατασταθεί και ασκούσε το εμπόριο και ο ανεψιός του Αποστόλη Ιωάννης Περρούκας. Βλ. Κώστα Τριανταφύλλου, Συμβολή εις τα περί οικογενείας Περούκα Άργους-Πατρών, Πρακτικά Β Τοπικού Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών, Αθήναι 1989, σελ. 157-160. Αθανασίου Θ. Φωτοπούλου, ό.π. σελ. 209, υποσημ. 280. Αυτό δεν είναι αληθές, ούτε ότι ήταν αδελφός του Αποστόλη. Η μετάβαση και διαμονή του Ιωάννη στην Πάτρα ήταν εντελώς περιστασιακή και δεν είχε καμία διάρκεια. Δεν ήταν ίσως ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία, και έγινε βέβαια στα πλαίσια των οικογενειακών, αλλά και των εμπορικών σχέσεων μεταξύ των δύο κλάδων. Ο Ιωάννης ήταν προεστός του Άργους μετά τον πατέρα του, και διέμενε στο Άργος και στην Τριπολιτσά΄.
[14] Για Απόστολο Πέρκα μιλάει ο Ε. Γ. Πρωτοψάλτης, Κατάλογος συνδρομητών της Φιλικής Εταιρείας εν Πάτραις, (1820), Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά, τόμ. Θ΄, (1965), σελ. 25-27. Για Απόστολο Πρέκα, ο Τάσος Αθ. Γριτσόπουλος, Κατάλογος συνδρομητών Πελοποννησίων εις την μελετωμένην κοινήν επιστημονικήν Σχολήν, Πελοποννησιακά, τόμ. Η΄, Αθήναι 1971, σελ. 476-481 (η μεταγραφή του ονόματος στη σελ. 477, πανομοιότυπο των υπογραφών στη σελ. 480). Εξοβελιστέο είναι ως εκ τούτου το σχετικό λήμμα «Απόστολος Πέρκας», που περιλαμβάνεται στο μνημειώδες «Ιστορικό Λεξικό των Πατρών» του αείμνηστου Κώστα Ν. Τριανταφύλλου (σελ. 311), διότι προφανώς αναφέρεται σε ανύπαρκτο πρόσωπο. Αρχική λανθασμένη ανάγνωση του ονόματος στο Στεφάνου Ν. Θωμοπούλου, Ιστορία…, σελ. 625 («Απόστολος Πέρκας»), απ΄ όπου άντλησε ο Τριανταφύλλου.
[15] Το κατάστιχο εξόδων στο Στεφάνου Ν. Θωμοπούλου, Ιστορία…, σελ. 619 (το όνομα στη σελ. 625), η πληροφορία για τη δανειστική ομολογία στο Αθανασίου Θ. Φωτοπούλου, Οι κοτσαμπάσηδες…, σελ. 176, (ορθή ανάγνωση).
[16] Για τη χρησιμοποίηση της οικίας του Αποστόλη Περρούκα από τους Μαραγκό και Τσαούση, βλ. τις Παρατηρήσεις του Ιω. Φιλήμονα στα Παλ. Πατρών Γερμανού, Απομνημονεύματα, σελ. 254 και Τριανταφύλλου, Συμβολή…, ό.π., σελ. 156.
[17] Βλ. Pouqueville, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. Γ΄, Εν Αθήναις 1890 (μετφρ. Ι.Θ. Ζαφειροπούλου), σελ. 139, όπου η διήγηση περί της οικογένειας Βαρούνα. Στη σελ. 204 όμως ο ίδιος ομιλεί περί της πυρπολήσεως του αγγλικού προξενείου, «όπερ ην ιδιοκτησία Πατρέως τινός καλουμένου Βαρούκα, περί ου αλλαχού ερρέθη…», κάτι που δεν αφήνει αμφιβολία περί του ότι ομιλεί και στις δύο περιπτώσεις περί της οικογενείας Περρούκα, της οποίας η οικία φαίνεται ότι τελικά κατέστη αγγλικό προξενείο, εκτός αν ομιλή περί της ετέρας οικίας του, της μισθωμένης στον Άγγλο υποπρόξενο.
[18] Π. Χιώτη, Ιστορία του Ιονίου κράτους, τόμ. Α’, σελ. 443. Η παραπομπή στον Τριανταφύλλου, Συμβολή…, ό.π., σελ. 157.
Ηλίας Γιαννικόπουλος*
Δικηγόρος – Διδ. Πανεπ. Εδιμβούργου
Ειδήσεις του αρχείου Περρούκα για τον κλάδο της οικογένειας στην Πάτρα, «Μνημοσύνη», τόμος 16ος, 2003-2005, Αθήνα.
Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
* Ο Ηλίας Γιαννικόπουλος γεννήθηκε στα Λαγκάδια το 1947. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Παν/μίου Αθηνών και πήρε ο πτυχίο του το 1970. Τον Οκτώβριο του 1974 με κρατική υποτροφία μετέβη για ανώτερες σπουδές στο εξωτερικό. Το 1975 απέκτησε από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου Δίπλωμα Εγκληματολογίας, και το 1980 ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Φιλοσοφίας (Ph.D.) στη Νομική Σχολή του ιδίου Πανεπιστημίου. Δικηγόρησε στην Αθήνα.
Έχει λάβει μέρος σε πολλά επιστημονικά συνέδρια με εισηγήσεις και έχει πραγματοποιήσει δεκάδες ομιλίες σε όλη την Ελλάδα με ιστορικό και φιλολογικό περιεχόμενο. Έχει επίσης δημοσιεύσει πολλές επιστημονικές μελέτες και δεκάδες βιβλιοκριτικές σε περιοδικά και εφημερίδες. Ασχολείται με αρχειακή έρευνα.
Μεταξύ άλλων, έχει δημοσιεύσει τις φιλολογικές μελέτες: « Η αρκαδική μυθολογία στην αγγλική ποίηση», «Ο Άγγλος ποιητής Σουίμπωρν και το έργο του «Η Αταλάντη στην Καλυδώνα», «Η «Οδύσσεια» του Νίκου Καζαντζάκη», «Νικηφόρος Βρεττάκος», «Ο Νίκος Γκάτσος και η «Αμοργός» του».
Είναι μέλος του ΔΣ της «Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας (Εθνικού Ιστορικού Μουσείου)», της «Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών, της «Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών επί του νεωτέρου Ελληνισμού», Ομότιμο μέλος της «Εταιρείας των Φίλων του Λαού» κτλ.
Σχετικά θέματα:
- Η αρχόντισσα του Άργους Αγγελική Νικ. Περρούκα (1756-1836)
- Όψεις καθημερινότητας στην ιδιωτική ζωή του Βεκίλη Δημητρίου Περρούκα στην Κωνσταντινούπολη (1813-1821)
- Οι προυχοντικές οικογένειες του Άργους (1715-1821)
- Φορολογικές και Οικονομικές πληροφορίες από το αρχείο Περρούκα
- Οικογένεια Περρούκα
- Ιατρική στην Αργολίδα 1800-1820
- Η καθαίρεση του Χαράλαμπου Περρούκα, ως αφορμή του εμφυλίου πολέμου
- Φορολογικές επιβαρύνσεις και δαπάνες του καζά Άργους κατά την τελευταία προεπαναστατική δεκαετία: τέσσερα δεφτέρια του 1811 και του 1817/1818
- Οι προύχοντες της Πελοποννήσου στα Ορλωφικά και πριν το 1821
- Πολιτικοί όροι και οικονομικές λειτουργίες στην προεπαναστατική ΠελοπόννησοΟικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στη βόρεια Πελοπόννησο την εικοσαετία 1800-1820 – Όλγα Δ. Καραγεώργου-Κουρτζή
Εδώ η ανακοίνωση σε μορφή Portable Document Format (PDF): Ειδήσεις του αρχείου Περούκα για τον κλάδο της οικογένειας στην Πάτρα.
Σχολιάστε