Ο Χαραλάμπης Περρούκας ως έμπορος στην Πάτρα προεπαναστατικώς – Ηλίας Γιαννικόπουλος, Πρακτικά του Εκτάκτου Αχαϊκού Πνευματικού Συμποσίου 2006.
Στο πλουσιότατο Αρχείο της οικογένειας Περρούκα του Άργους, το οποίο απόκειται στο Αρχείο Εγγράφων της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας της Ελλάδος,[1] διασώζεται ικανός αριθμός εγγράφων αφορώντων στον νεότερο υιό του Νικολάου Περρούκα Χαραλάμπη (1793-1824). Στην παρούσα μελέτη θα μας απασχολήσουν μόνο τα έγγραφα της προεπαναστατικής εποχής, αρχής γενομένης από το έτος 1814. Πρόκειται περί διάσπαρτων στο Αρχείο Περρούκα ιδιωτικών εγγράφων, δηλ. ιδιωτικών επιστολών, οι οποίες έχουν ως παραλήπτη ή αποστολέα τον Χαραλάμπη Περρούκα.
Οι επιστολές αυτές είναι οικογενειακής και εμπορικής φύσεως. Ανταλλάσσονται κυρίως μεταξύ των αδελφών Νικολάου Περρούκα, ανέρχονται σε περίπου 300 και κατανέμονται ως εξής:
α) 115 επιστολές έχουν ως αποστολέα τον Χαραλάμπη και αποδέκτη τον αδελφό του Ιωάννη, προεστό του Άργους, μόνιμο κάτοικο αυτής της πόλης, αλλά ενίοτε διαμένοντα προσωρινά στην Τριπολιτσά λόγω των καθηκόντων του,
β) 70 επιστολές του ιδίου απευθύνονται προς τον έτερο αδελφό του Δημήτριο, βεκίλη (=αντιπρόσωπο) της Πελοποννήσου στην Κωνσταντινούπολη από το έτος 1813,
γ) ελάχιστες επιστολές, τέσσερις τον αριθμό, όλες του έτους 1816, απευθύνονται από τον Χαραλάμπη στον πατέρα του Νικόλαο, και τέλος,
δ) 12 περίπου επιστολές του Χαραλάμπη έχουν άδηλον παραλήπτη.
Εξάλλου, ε) 104 επιστολές απευθύνονται στον Χαραλάμπη εκ μέρους του αδελφού του Ιωάννη. Γύρω στις 50 επιστολές έχουν αποστολέα ή παραλήπτη τον Χαραλάμπη, αλλά σχετίζονται με πρόσωπα εκτός του στενού οικογενειακού του περιβάλλοντος (Σωτήριο Περρούκα, Σωτήριο Χαραλάμπη, Διονύσιο Αβραμιώτη, Απόστολο Κωνσταντίνου, Γ. Ταμπακόπουλο, Ανδρέα Κασιμάτη, κ.ά.).
Είναι αξιοπερίεργο ότι μολονότι έχουν διασωθεί δεκάδες επιστολές του Δημητρίου προς τον Ιωάννη κατά την προεπαναστατική περίοδο, δεν έχει διασωθεί ούτε μία επιστολή του Δημητρίου προς τον Χαραλάμπη κατά την αυτή περίοδο. Στατιστικά, οι περισσότερες επιστολές του Χαραλάμπη προς τον Ιωάννη έχουν αποσταλεί κατά το έτος 1818 (32 επιστολές), του ιδίου προς τον Δημήτριο επίσης το έτος 1818 (20 επιστολές), ενώ του Ιωάννη προς τον Χαραλάμπη το έτος 1819 (42 επιστολές).
Όλα σχεδόν τα έγγραφα είναι πρωτότυπα και σε καλή κατάσταση, καλογραμμένα και ορθογραφημένα. Ειδικά οι επιστολές του Χαραλάμπη είναι εκφραστικά άψογες και ορθογραφικά αλάνθαστες, δείγμα ότι το αρχοντόπουλο του Άργους ήταν κάτοχος ικανής παιδείας, τις στερεές βάσεις της οποίας ασφαλώς θα απέκτησε στην ιδρυθείσα κατά το έτος 1798 Σχολή του Άργους.

Η Ακρόπολη του Άργους. Χαρακτικό, του Γάλλου αρχαιολόγου και αυτοδίδακτου ζωγράφου Αλεξάντρ Λενουάρ (1761-1839), π. 1810.
Η αλληλογραφία από και προς τον Χαραλάμπη Περρούκα περιέχει πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία, όχι μόνο για τον ίδιο και την προσωπικότητά του, αλλά και για πτυχές της εμπορικής κίνησης, της οικονομικής ζωής, και του καθημέραν κοινωνικού βίου του λαού μας στην Πελοπόννησο κατά την δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα.
Η αλληλογραφία αυτή μας βοηθά να γνωρίσουμε καλύτερα τον Χαραλάμπη και ως άνθρωπο και ως επαγγελματία, και να αντλήσουμε πληροφορίες, χρήσιμες για την κατανόηση των εμπορικών σχέσεων, τη διακίνηση των προϊόντων, την διακύμανση των τιμών, την αναζήτηση κεφαλαίων, την παρεμβατική πολιτική των Τούρκων αξιωματούχων και των τοπικών προκρίτων στο εμπόριο, κλπ., καθώς και πληροφορίες γενικότερου ενδιαφέροντος.
Είναι γνωστό ότι από τα μέσα του 18ου αιώνα πολλές προυχοντικές οικογένειες της Πελοποννήσου ησχολούντο με το εμπόριο, είτε αυτοτελώς, είτε συμπληρωματικά προς τις άλλες γαιοκτητικές τους δραστηριότητες. Με το εμπόριο ησχολείτο και η αρχοντική οικογένεια Περρούκα του Άργους. Από τα σωζόμενα στο Αρχείο της οικογένειας έγγραφα αποδεικνύεται ότι με το εμπόριο ασχολήθηκε από πολύ ενωρίς στην ιδιαίτερη πατρίδα και ο ίδιος ο Χαραλάμπης.[2]
Από έγγραφο της 15 Νοεμβρίου 1816 πληροφορούμεθα ότι ήδη από τις 9 Ιουνίου 1813 ο Χαραλάμπης είχε συστήσει «συντροφίαν» (=εταιρεία) με τον Αθανασάκη Ασημακόπουλο και με τον Γεώργιο Ανυφιώτη, με σκοπό την αγορά και μεταπώληση πετσιών. Την ως άνω ημεροχρονολογία, οι τρεις συνεταίροι παρέτειναν τη ζωή της αρχικής εταιρείας τους, αφού «εθεώρησαν τους λογαριασμούς τους κατά το γενικόν βιλάτζον (=ισολογισμό) των δεφτερίων των» (έγγρ. 74375).
Επίσης, στο ίδιο Αρχείο διασώζεται ομολογία της 3 Απριλίου 1814 κάποιου Αργείου εμπόρου, ονόματι Καραπάνου (έγγρ. 17309), σύμφωνα με την οποία ο ανωτέρω επώλησε στον Χαραλάμπη 1.000 κοιλά αλάτι, προς 2 γρόσια και 16 παράδες το κοιλό (1 κοιλό=24 οκάδες). Εξάλλου, σε επιστολή προς τον αδελφό του Δημήτριο στην Πόλη της 2 Δεκεμβρίου 1814 (έγγρ. 17317/3) ο Χαραλάμπης, αφενός τον ενημέρωνε ότι είχε αγοράσει ποσότητα 20.000 οκάδων αλατιού μαζί με τον (Αναγνώστη) Γκελμπερή και τον (Νικόλαο) Ζεγκίνη, αφετέρου του εξέθετε αναλυτικά τα προβλήματα που τους δημιούργησε η Τουρκική εξουσία.
Επίσης, από επιστολές του Αθηναίου εμπόρου Διονυσίου Αβραμιώτη, φίλου της οικογένειας, μαθαίνουμε ότι ο Χαραλάμπης ησχολείτο κατά τα έτη 1815 και 1816 και με το εμπόριο βαμβακιού και λαδιού (έγγρ. 45351, 17327, 17328/11, 17328/12, 17329/11, κλπ). Επίσης, με το εμπόριο μεταξιού (βλ. επιστολές του εμπόρου Αποστόλου Κωνσταντίνου από τη Σμύρνη, έγγρ. 17324/20, 17328, 17328/10) και με το εμπόριο κριθαριού (είτε αυτοτελώς, είτε ως αντιπρόσωπος ή συνεταίρος του αδελφού του Δημητρίου, τον οποίο συχνά ενημερώνει σχετικά με το θέμα αυτό. Βλ. επιστ. 17 Δεκεμβρίου 1815, έγγρ. 45382, 16 Ιανουαρίου 1816, έγγρ. 17324/23, όπου αναφέρει ότι επώλησε όλο το κριθάρι στον Τούρκο αξιωματούχο Ιζέτμπεη προς 7 γρόσια και 20 παράδες το κάθε αργείτικο κουβέλι, με διορία 41 ημερών, αναμένοντας κέρδος γύρω στα 2.500 γρόσια. Βλ. επίσης, έγγρ. 17329/14, 17328/18). Αλλά και με το εμπόριο σιταριού ασχολιόταν ο Χαραλάμπης στο Άργος, είτε μόνος, είτε σε συνεργασία με τους αδελφούς του (έγγρ. 45368/2), καθώς και με το εμπόριο ρυζιού. Από επιστολή του Σωτήρη Περρούκα προς τον Δημήτριο (19 Φεβρουαρίου 1817, έγγρ. 45649) αποδεικνύεται ότι και αυτός είχε συνάψει συντροφία με τον ανιψιό του Χαράλαμπο κατά το έτος 1816, αν όχι παλαιότερα.
Ο Χαραλάμπης Περρούκας φαίνεται ότι ήταν ικανός, εξαιρετικά μορφωμένος για την εποχή του και φιλόδοξος νέος, ο οποίος εσκόπευε να σταδιοδρομήσει στο εμπόριο. Ήδη στις 16 Ιανουαρίου 1816 παρακαλούσε τον αδελφό του Δημήτριο να του στείλει τον «εσωκλειόμενο πούσουλα» (=κατάλογο) εις τα φραντζέζικα» και στις 9 Φεβρουαρίου 1816 ζητούσε από τον ίδιον αδελφό του να του στείλει το πεντάγλωσσο βιβλίο «Επιστολαί Εμπορικαί», ώστε να διευκολυνθεί στην εμπορική αλληλογραφία του (έγγρ. 17324/15). Από επιστολή του της 13 Μαρτίου 1816 (έγγρ. 17328/8), πληροφορούμεθα ότι «εσύστησε σταμπιλιμέντο» (=εμπορικό κατάστημα) στο Άργος, βοηθούμενος κατά μεν το «καβιδάλε» (=κεφάλαιο) από τον εξοχότατον σινιόρ Αβραμιώτην, κατά δε τον τρόπον από τον Δημήτριον Σταθόπουλον», που τον είχε «εις το σεκρετέριον (=γραφείο) βοηθόν επί μισθώ». Ζητούσε ως εκ τούτου από τον αδελφό του Δημήτριο να τον συστήσει στους εμπόρους φίλους του, ώστε να κάμουν τις παραγγελίες και προμήθειές τους από αυτόν.
Επίσης, με άλλη επιστολή του προς τον ίδιο στις 25 Μαΐου 1816 (έγγρ. 17329/18), τον παρακαλούσε να του στείλει «φίρμες κομπανιών», ή «τας ονομασίας των αξιολογοτέρων οσπητίων (=εμπορικών οίκων), οπού αυτού είναι σταμπιλίτα» (=εγκατεστημένα) (έγγρ. 45368/2), ώστε να επικοινωνήσει μαζί τους για μελλοντική συνεργασία και «ανταπόκριση».
Χαρακτηριστικό της σοβαρότητας, αλλά και των φιλοδοξιών του Χαραλάμπη, είναι το γεγονός ότι με επιστολή του προς τον ίδιο αδελφό του Δημήτριο στις 9 Ιουνίου 1816 (έγγρ. 17330/3), τον παρακαλούσε να του αποστείλει τους ισχύοντες εμπορικούς νόμους του συστήματος, ώστε να πληροφορηθεί «την ταρίφα που το σύστημα πληρώνεται τα κουμέρκια (=δασμούς) κάθε είδους πραγματειών», καθώς και ποία «πριβιλέγγια» (=προνόμια) μπορούσε να αποκτήσει. Επίσης, τον παρακαλούσε να μεριμνήσει για την έκδοση ενός «φιρμανιού» και «μπερατιού», ώστε χωρίς εμπόδια από την κρατική εξουσία να μπορεί να ασκεί το εμπόριο στο μέλλον, «οπού να έχω το παρατάριόν μου (=στήριγμα) εις τα αυτόθι», για να κάνη ό,τι ήταν πιο συμφέρον «δια το νεγκοτζιόν (=υποθέσεις) μας και οσπίτι μας», όπως χαρακτηριστικά γράφει. Την παράκληση για έκδοση και αποστολή του φιρμανιού και μπερατιού επανέλαβε ο Χαραλάμπης στον αδελφό του και άλλες φορές (13 Ιουνίου 1816, έγγρ. 45368/2, 31 Αυγ. 1816, έγγρ. 17330/47, 4 Ιουλίου 1817, έγγρ. 17339/2, 23 Σεπτεμβρίου 1817, έγγρ. 17341/47, όπου τονίζει ότι αν είχε το τουρκικό «μπεράτι» εκείνον τον χρόνο «θα ημπορούσε να κερδίση το ολιγότερον 7.000 γρόσια από τα γιουμπρούκια» (=τέλη και δασμούς). Εν τέλει κατάφερε ο Χαραλάμπης να παραλάβη το πολυπόθητο «μπεράτι» από τον Δημήτριο στις 24 Ιουνίου 1818, εκφράζοντας για τούτο περιχαρής τις ευχαριστίες του (έγγρ. 17350/4. Βλ. και έγγρ. 17353/3, όπου ο Ιωάννης του γνωρίζει ότι του στέλνει και το μπουγιουρντί του μπερατίου «καλά καμωμένον και μουφεσαλίδικον (=επικυρωμένον)».
Κατά τα μέσα του 1816 ο Χαραλάμπης Περρούκας αποφάσισε να ασχοληθεί κατά κύριο λόγο με το εξαγωγικό εμπόριο σταφίδας. Στις 13 Ιουνίου 1816 έγραφε στον αδελφό του Δημήτριο ότι ήλθε στο Άργος ο «γκενεράλ κόνσολος Εγγλέζος της Πάτρας», ο οποίος του εζήτησε να του «προβλέψη» (=προμηθεύση) όση ποσότητα σταφίδας ημπορέσει, λαμβάνοντας ως «κουμεσιόνα» (=προμήθεια) ποσοστό 4%. Ο ίδιος του πρότεινε να του προμηθεύσει με τους ίδιους όρους σφουγγάρια και τομάρια. Ο κόνσολος αυτός ίσως ήταν εκείνος που τον έπεισε να πάει στην Πάτρα για να συνεχίσουν εκεί τη συνεργασία τους. Ίσως κάποιο ρόλο να έπαιξε και ο Πατρινός έμπορος Πέτρος Μερτρούδ, ο οποίος φιλοξενήθηκε το καλοκαίρι του 1816 στο σπίτι των Περρουκαίων στο Άργος, και κάλεσε από την Πάτρα τον Χαραλάμπη να μεταβεί εκεί όποτε ήθελε για να συνεργαστούν. Εν πάση περιπτώσει, το καλοκαίρι του 1816 ο Χαραλάμπης αποφάσισε να εγκατασταθεί οριστικά στην αχαϊκή πόλη, που ήταν και τότε ένα από τα κυριότερα εμπορικά κέντρα του Μοριά. Στην Πάτρα διέμενε μονίμως, τουλάχιστον από το 1788, είχε δημιουργήσει οικογένεια εκεί, και ασκούσε το εμπόριο ο θείος του Αποστόλης Περρούκας (αδελφός του πατέρα του Νικολάου).[3]
Το καλοκαίρι λοιπόν του 1816, αφού ήρθε σε συνεννοήσεις και επαφές με άλλους δύο εμπόρους της περιοχής, φίλους της οικογένειας, δηλ. τον προεστό των Καλαβρύτων (Ζαρούχλας) Σωτήρη Χαραλάμπη και τον επ’ αδελφή γαμπρό του Ανδρέα Κασιμάτη, αναχώρησε από το Άργος, αφήνοντας εκεί ως «επίτροπο» (=αντιπρόσωπο) τον γραμματέα του Δημήτριο Σταθόπουλο. Αφού πραγματοποίησε πολλές αναγνωριστικές επισκέψεις στις σταφιδοπαραγωγικές περιοχές της Αχαΐας, προέβη στην αγορά μεγάλων ποσοτήτων σταφίδας. Ήδη, από τις 20 Αυγούστου 1816 είχε υπογράψει μαζί με τους συνεργάτες του Σωτήρη Χαραλάμπη και Ανδρέα Κασιμάτη «κοντράτο» (=συμφωνητικό), σύμφωνα με το οποίο σύσταιναν εταιρεία και θεωρούνταν «ιντερεσάτοι» (=συνυπεύθυνοι) και οι τρεις για τη σταφίδα της Ακράτας, που ο Χαραλάμπης είχε αγοράσει, «μένοντας ο κυρ Χαραλάμπης ντριτόρης (=υπόχρεος) της παραλαβής και πωλήσεως της αυτής σταφίδας με ειδοποίησιν και γνώμην και των τριωνών», καταβάλλοντας το μερίδιό τους για το καπάρο και για τη «σούμα της ξεπληρωμής» (έγγρ. 17334/2). Σε επιστολή του προς τον Δημήτριο αναφέρει ο Χαραλάμπης ότι η συντροφία τους είχε «τρία ισάξια μέλη» (15 Ιουνίου 1817, έγγρ. 17338/26), ενώ με άλλη επιστολή του γνωρίζει στον Ιωάννη ότι «με τον κυρ Σωτήρη ομιλήσαμε και αποφασίσαμε την συντροφίαν μας καταβάλλοντας ο καθείς ίσα τα καπιτάλια από γρόσια 45 χιλ. εις υποθέσεις οπού μέλλει να μεταχειρισθώμεν» (25 Σεπτεμ. 1816, έγγρ. 45360/2). Πολλά στοιχεία σχετικά με την συμφωνία αυτή εκθέτει ο Χαραλάμπης σε επιστολή του προς τον αδελφό του Δημήτριο στις 26 Οκτωβρίου 1817 (έγγρ. 45662).
Μεγάλη βοήθεια για την προμήθεια σταφίδας βρήκε ο Χαραλάμπης στα χωριά της Αχαΐας, όπως ο ίδιος ομολογεί (έγγρ. 17330/26), γιατί πολλά από αυτά ήσαν χρεωμένα, και συνεπώς υποχρεωμένα, στο αρχοντόπουλο της Κερπινής Δημητράκη Ζαΐμη, γιο του προεστού Ανδρουτσάκη Ζαΐμη και γαμπρό του Χαραλάμπη (ο Δημητράκης είχε παντρευτεί την αδελφή του Ευδοκία). Σχετικά με την τιμή της σταφίδας, μαθαίνουμε ότι στην Ακράτα στις 20 Αυγούστου 1816 ήταν 260 γρόσια, ενώ σε λίγες ώρες, όταν ήλθαν Πατραίοι έμποροι, η τιμή της ανέβηκε σε 267 ½ γρόσια. (Η τιμή αυτή αναφερόταν σε 1000 λίτρες σταφίδας).
Ο Χαραλάμπης παραπονιόταν ότι οι χωριάτες, πιεζόμενοι από τους εντόπιους άρχοντες, ήθελαν να χαλάσουν τις συμφωνίες μαζί του, και αυτό θα γινόταν τελικά, αν δεν εναντιωνόταν σ’ αυτό ο επίσης Αχαιός ισχυρός άρχοντας Σωτήρης Χαραλάμπης, συνεργάτης του. Από την ίδια επιστολή πληροφορούμεθα ότι ο Χαραλάμπης για τη σταφίδα αυτή όφειλε να καταβάλει 117.000 γρόσια πληρωτέα μετά 15 ημέρες. Επίσης, ότι εσκόπευε να αγοράσει άλλες 400.000 λίτρες από τις περιοχές Ζάχολης, Τζιάτου (=Κιάτου) και Διμηνιού. Με επιστολή της επομένης, 21 Αυγούστου 1816, προς τον αδελφό του Ιωάννη, τον πληροφορεί ότι σκοπεύει να αγοράσει συνολικά 700.000 λίτρες σταφίδας από την Ακράτα και την Ζάχολη, επειδή μόνο αυτές είναι «στεγνές», ενώ οι σταφίδες της Κεφαλονιάς, της Ζακύνθου, της Βοστίτσας και της Πάτρας «εχάθησαν» (=καταστράφηκαν) σχεδόν όλες λόγω της βροχής (έγγρ. 17330/39).
Σε μια ακόμα επιστολή του από τα Καλάβρυτα, στις 25 Αυγούστου 1816, ο Χαραλάμπης πληροφορεί τον Ιωάννη ότι η τιμή της σταφίδας (στη Ζάχολη) είχε ανέβη στα 300 γρόσια! Ο ίδιος πάντως κατάφερε να «προβλέψη» (=προμηθευθή) 300.000 λίτρες από τα Καλάβρυτα προς 260 γρόσια, ενώ εσκόπευε να τις δώσει στα 60 τάλαρα (έγγρ. 17330/47). Κάθε τάλαρο ισοδυναμούσε με περίπου 6 γρόσια. Εμφανώς ικανοποιημένος γράφει από την Ακράτα στον πατέρα του Νικόλαο στις 15 Σεπτεμβρίου 1816 (έγγρ. 17331/3):
«Σήμερα ετελειώσαμεν την περιλαβήν της σταφίδος και πηγαίνομεν εις Βοστίτζαν μαζί με τον Ανδρέαν Κασιμάτην δια να κόψωμεν τους λογαριασμούς με μπιταχτζήν (=τραπεζίτη) και δουανιέρη (=τελώνη), ίσως γλιτώσω την δουάναν (=τελωνείο), και από εκεί πηγαίνομεν εις Πάτραν δια να την πωλήσωμεν εις τα τάλαρα 70. Σήμερον έφθασεν εις αυτήν την τιμήν».
Όμως, σε επιστολή του ιδίου οκτώ ημέρες αργότερα από την Πάτρα, μαθαίνουμε ότι τη σταφίδα επώλησε προς τάλαρα 66 (έγγρ. 17331/10), ήτοι σε τιμή κατώτερη της προσδοκωμένης! Λίγες ημέρες αργότερα, στις 10 Οκτωβρίου 1816, έγραφε στον αδελφό του Ιωάννη ότι «σπεκουλάρει με τους Νοταραίους τη σταφίδα Ξυλοκάστρου. Μας την δίνουν τάλαρα 50 βρεγμένην και άβρεχην. Την άβρεχην την πωλούμεν 67, ίσως και κάτι παραπάνω, την δε βρεγμένην την στέλνομεν εις Τριέστι…» (έγγρ. 17331/21).
Από τις επιστολές του Χαραλάμπη Περρούκα προκύπτει ότι ολόκληρον τον Αύγουστο, τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1816 αλώνισε κυριολεκτικά την Αχαΐα. Στις 4 Αυγούστου βρισκόταν στη Δουμενά, στις 5 στην Κερπινή, στις 7 πάλι στη Δουμενά, στις 19 στην Κερπινή, στις 20-25 στα Καλάβρυτα, από τις 31 Αυγούστου έως τις 15 Σεπτεμβρίου στην Βοστίτσα, στις 23 Σεπτεμβρίου στην Πάτρα, στις 28 στα Καλάβρυτα και εν συνεχεία στην Ακράτα, όπου και έμεινε σχεδόν μέχρι τα τέλη του επομένου μηνός (24 Οκτωβρίου 1816). Ακολούθως, μετά από μερικά σύντομα ταξίδια στην Τριπολιτσά και στο Άργος προς τακτοποίηση ποικίλων υποθέσεών του, αποφάσισε «να μισεύση» οριστικά στην Πάτρα. Αυτό και έκανε στις 28 Νοεμβρίου 1816 (Χαρ. προς Δημ., έγγρ. 17333/9).
Δεν έχουμε ακριβείς πληροφορίες για τον τόπο εγκατάστασης του Χαραλάμπη στην αχαϊκή πρωτεύουσα. Υποθέτουμε ότι, τουλάχιστον στην αρχή, μάλλον θα εγκαταστάθηκε στο σπίτι του θείου του Αποστόλη, κοντά στον οποίο σίγουρα θα βρήκε στέγη, προστασία και συμπαράσταση, που τόσο τα χρειαζόταν κατά τα πρώτα δύσκολα βήματά του στον ξένο τόπο. Ο αδελφός του Ιωάννης τον προέτρεπε με αδελφικό ενδιαφέρον: «Συμβουλεύου πάντοτε τον θείον, ότι οι γέροι ξεύρουν περισσότερον» (11 Δεκεμβρίου 1816, έγγρ. 17333/18). Στις 28 Δεκεμβρίου 1816 ο Ιωάννης απέστειλε στην Πάτρα τον Δημήτριο Σταθόπουλο, εγγράμματο νέο, για να κάνη τον γραμματικό του Χαραλάμπη, και αυτός ευχαρίστως τον προσέλαβε «με πάγαν (=αμοιβή) πολλά μικράν, η οποία συμποσούται εις 1.800 γρόσια», ετησίως (Ιω. προς Χαρ. 28 Δεκ. 1816, έγγρ. 17333/31, Χαρ. προς Ιω. 4 Ιανουαρίου 1816, έγγρ. 17336/2).
Το μέγεθος του «κύκλου εργασιών» του Χαραλάμπη και των συνεταίρων του συνάγεται από επιστολή του προς τον αδελφό του Ιωάννη της 23 Ιανουαρίου 1817 (έγγρ. 17336/21), με την οποία τον ενημέρωνε ότι αγόρασαν 400.000 λίτρες σταφίδα από Βοστίτζα, Κιάτο και Διμηνιό και όφειλαν να καταβάλουν 23.000 τάλαρα! Χίλιες λίτρες ισοδυναμούσαν με 375 οκάδες. Την ποσότητα αυτή επώλησαν στον μεγαλέμπορο της Πάτρας (Λουδοβίκο) Στράνη «εις καλήν τιμήν και με κέρδος καλόν». Όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο Χαραλάμπης, μέχρι να εξοικονομήσει το οφειλόμενο από αυτόν ποσό, «εβουρλήθηκε»! Επίσης τον ενημέρωνε ότι ο γραμματέας του Δημήτριος θα πήγαινε στο Κιάτο και στο Διμηνιό να παραλάβει την εκεί σταφίδα, ενώ αυτός ό ίδιος θα μετέβαινε στην Βοστίτσα μαζί με τον σινιόρ Στράνη για να του παραδώσει τις εκεί ευρισκόμενες ποσότητες που είχε αγοράσει.

Άποψη της Πάτρας από τη θάλασσα, 1834. Otto Magnus Von Stackelberg (Όττο Μάγκνους φον Στάκελμπεργκ). La Grèce. Vues pittoresques et topographiques, Paris, Chez I. F. D’Ostervald, 1834.
Η εγκατάσταση του Χαραλάμπη στην Πάτρα φυσικά δεν έγινε ευμενώς δεκτή από τους άλλους Πατρινούς εμπόρους, ιδίως αυτούς που έκαναν το ίδιο εμπόριο με αυτόν, όπως ο γνωστός μεγαλέμπορος Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος. Ο τελευταίος, όταν έμαθε ότι ο Χαραλάμπης ενδιαφερόταν να προσλάβει ως γραμματέα κάποιον (Κων/νο) Δασκαλόπουλο, κανόνισε και τον πήρε τελικά αυτός, με μοναδικό σκοπό, όπως παραπονείται ο Χαραλάμπης στον αδελφό του Ιωάννη, «δια να με πειράξη, μη θέλοντας να βλέπη άλλον εις Πάτραν. Ότι τον έφαγε το φίδι, με το να καταλαμβάνη ότι το βυζί οπού άρμεγε τον Καρτεράϊατε» (=Καρτράιτ) θα πάψη να το χρησιμοποιεί μόνον αυτός (επιστ. 24 Δεκεμβρίου 1816, έγγρ. 17333/27).
Εκτός από το χονδρικό εμπόριο σταφίδων, ο Χαραλάμπης Περρούκας και οι συνεταίροι του φαίνεται ότι ασχολούνταν την ίδια χρονική περίοδο με το χονδρικό εμπόριο και άλλων προϊόντων. Από επιστολή του Χαραλάμπη προς τον αδελφό του Ιωάννη από 25 Νοεμβρίου 1816 (έγγρ. 17333/7) μαθαίνουμε ότι (οι συνεταίροι) αγόρασαν το αραποσίτι της Καλαμάτας προς 8 παράδες το αργείτικο κουβέλι, ελπίζοντας ότι θα τους αφήσει κέρδος μεγαλύτερο από αυτό της σταφίδας. Μάλιστα κατάφεραν να λάβουν από την τουρκική εξουσία ειδικόν «διβάν δεσχερέ» (=υψηλή διαταγή) για να μεταφέρουν το εμπόρευμα όπου αυτοί ήθελαν. Επίσης, λίγες ημέρες πριν, ο συνεταίρος του Ανδρέας Κασιμάτης, εκτός από την αγορά της σταφίδας του Διμηνιού και του Κιάτου, εξεδήλωσε ενδιαφέρον και για την αγορά κρασιού και βελανιδιών (έγγρ. 17331/29). Επίσης εξεδήλωσαν προς τον Δημήτριο Περρούκα στην Πόλη την επιθυμία για «πρόβλεψιν κριθαρίου» (έγγρ. 17339/9), ενώ φαίνεται ότι έκαναν και αγορά λαδιού από την Κεφαλληνία και αραποσιτιού από την Αρκαδιά (έγγρ. 17333/22), αλλά και κρεμμυδιών (Χαρ. προς Κασιμάτη 17 Οκτ. 1817, έγγρ. 17341/13).
Δεν χρειάζεται να τονισθεί ότι αυτή η εμπορική πολυπραγμοσύνη του Χαραλάμπη δημιουργούσε ισχυρό πονοκέφαλο και σε αυτόν τον ίδιο και στα αδέλφια του, μέχρι να εξευρεθούν τα αναγκαία κάθε φορά κεφάλαια, σε μια προτραπεζική εποχή όπως αυτή. Συχνές είναι οι παρακλήσεις του Χαραλάμπη προς τα αδέλφια του, να ρυθμίζουν γρήγορα τις οικονομικές τους εκκρεμότητες και να του στέλνουν τα γρόσια που τους ζητούσε, ώστε να μπορεί να αντεπεξέρχεται στις ανάγκες του. Μόνιμη σχεδόν ήταν στην αλληλογραφία του η επωδός ότι ευρίσκεται «εις στενοχωρίαν μετρητών» ή «στενοχωρίαν δια παράδες». Συνήθως την έλλειψη ρευστού ξεπερνούσε προσωρινά με την υπογραφή ή μεταβίβαση σχετικών «πολιτζών» (=συναλλαγματικών) εις βάρος διαφόρων κεφαλαιούχων ή στο όνομα των αδελφών του ή με την υπογραφή διαφόρων χρεωστικών ομολογιών. Πολλές από τις επιστολές του Χαραλάμπη αναφέρονται ολόκληρες σε πιστώσεις και χρεώσεις λογαριασμών, σε μεταβιβάσεις πολιτζών, σε ανταλλαγή πληροφοριών και σε αποστολές και λήψεις χρηματικών εμβασμάτων,
Αυτή η ανάγκη του Χαραλάμπη για μετρητά γινόταν πολλές φορές αιτία λεκτικών προστριβών και βαρειών ανεπίτρεπτων εκφράσεων μεταξύ αυτού και των αδελφών του, ιδιαίτερα, όταν, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις και παρακλήσεις του, τα αδέλφια του δεν ανταποκρίνονταν, ή, κατά την άποψή του, δεν ανταποκρίνονταν αμέσως, είτε από αδιαφορία και αμέλεια, είτε από πραγματική προσωπική τους αδυναμία.
Περισσότερο παραπονιόταν κατά του αδελφού του Δημητρίου, βεκίλη στην Κων/πολη, ο οποίος παρά τις μεγάλες γνωριμίες του δεν του εξασφάλιζε κάποιον χρηματοδότη, ώστε να μπορεί να «τραβά» (=εκταμιεύει) ελευθέρως όση ποσότητα γροσίων είχε εκάστοτε ανάγκη (βλ. παράπονα του Χαραλάμπη κατά του Δημητρίου, επιστ. Χαρ. προς Ιωάννη, 11 Ιουλίου 1817, έγγρ. 17339/4). Για παράδειγμα, η εταιρεία Αποστόλου Παπά στην Πόλη του περιόριζε το «κρέδιτον» (=πίστωση) σε μόνο 30.000 γρόσια, ενώ αυτός είχε ανάγκη για περισσότερα. Πολλές συνεννοήσεις έκανε και με άλλους τραπεζίτες και εμπόρους, όπως ο Καμβύστας, ο Ιωσήφ Καπνίστας, ο Βελισσάριος Διογενείδης (έγγρ. 17341/22), ο Χανέν Πολίτης, οι κύριοι Κωστάκηδες από Λιβόρνο, οι οποίοι τους «ετράβηξαν κατ΄ αυτάς 500 τάλαρα» (16 Αυγ. 1817, έγγρ. 17339/22), η εταιρεία Γεώργιος Ιωάννου και Σία, και άλλοι. Δύσκολη ήταν η εξεύρεση κεφαλαίων και στην ίδια την Πάτρα. Όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο Χαράλαμπος: «Η εδώ πιάτζα ούσα εις άκρον άστατος, δεν ευρίσκομεν πάντοτε δια να τραβώμεν, και αυτό μας παρακινεί να ζητώμεν το κρέδιτον πολύ και όχι τόσον αναγκασμένοι από την χρείαν» (Χαρ. προς Ιω. 4 Ιουλίου 1817, έγγρ. 17339/1). Γενικότερα, ο Χαραλάμπης έκανε την διαπίστωση ότι τις ημέρες εκείνες ήταν ο κόσμος «ξεψυχισμένος δια παρά» (Χαρ. προς Ιω. 10 Αυγ. 1817, έγγρ. 17339/20).
Η δεύτερη εμπορική χρονιά του Χαραλάμπη στο χονδρεμπόριο σταφίδων στην Πάτρα άρχισε με δυσκολίες. Οι Καλαβρυτινοί είχαν αυξήσει την τιμή της σταφίδας μέσα σε δυο ημέρες, παράδες στην Τριπολιτσά δεν ευρέθησαν, η Βοστίτζα βρισκόταν σε ερείπια, λόγω του καταστρεπτικού σεισμού της 14 Αυγούστου 1817 (έγγρ. 17339/22), οι κάτοικοι της Ακράτας διασκορπίστηκαν στα χωριά, οι Βοστιτζάνοι τον ενέπαιζαν (έγγρ. 17339/32).
Στις 27 Αυγούστου 1817 η εταιρεία τους συμφώνησε με τον Λουδοβίκο Στράνη «να αγοράσουν τη σταφίδα που τους εδιόρισε στον Κόλφον. Για τους κόπους τους να τους δίδεται το ήμισυ της περισσοτέρας τιμής οπού ήθελε ημπορέσει να βαλουτάρη (=πωλήσει) την αυτήν σταφίδα, εκπίπτοντας όσα έξοδα ήθελε ακολουθήσουν» (βλ. σχετικό συμφωνητικό, έγγρ. 17333/29). Πρόταση για να πωλήση σταφίδα στην εταιρεία έκανε την χρονιά εκείνη και ο άρχοντας της Γαστούνης Γεώργιος Σισίνης, παραδοτέα «στη σκάλα Γλαρέντζας» (έγγρ. 17339/33). Απεγνωσμένες προσπάθειες για την προμήθεια σταφίδων και την υπογραφή σχετικών «κοντράτων» (=συμβολαίων) έκανε και ο εκ των συνεταίρων Ανδρέας Κασιμάτης στα Τρίκκαλα Κορινθίας, στην Κόρινθο και στη Ζάχολη (έγγρ. 17339/3). Μόλις εκατόρθωσε να αγοράσει άλλες 100.000 λίτρες από τους Ζαχολίτες στη τιμή των 62 ταλάρων, ενώ στην Ακράτα «έσκασε, εβουρλίστηκε, δεν κατέστη δυνατόν να κατορθώση τίποτε, από την κακία των χωριανών» (έγγρ. 17340/8). Εν τω μεταξύ ο Χαραλάμπης εδήλωνε ότι στα Καλάβρυτα «ίδρωσε για να κάνη κοντράτο εις τα 67 τάλαρα» με τον Ανδρέα Ζαΐμη και άλλους. Εξάλλου, ο Ανδρέας Κασιμάτης συνιστούσε στον Χαραλάμπη, ο γαμβρός του Δημητράκης Ζαΐμης να πάρει τη σταφίδα στην τιμή των 62, το πολύ 64, ταλάρων, «όχι και είναι περισσότερα, ας πάνε εις τον διάβολον οι σταφίδες και να ησυχάσωμεν» (Ανδρέας Κασιμάτης προς Χαρ. 17 Σεπτεμβρίου 1817, έγγρ. 17340/12). Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Χαραλάμπης δεν κατάφερε να αγοράσει ούτε τη σταφίδα του χωριού Χαλκιάνικα, το οποίο διοικητικώς ανήκε στο βιλαέτι του Άργους,[4] γιατί οι χωριανοί την πώλησαν σε άλλους (έγγρ. 17341/4).
Εξαιρετικό ενδιαφέρον για τις συνθήκες και τους όρους του εμπορίου σταφίδας εκείνη την εποχή έχει το σωζόμενο στο Αρχείο συμφωνητικό της 3 Σεπτεμβρίου 1817, με το οποίο η οικογένεια Νοταρά, επώλησε στον Χαραλάμπη Περρούκα και στους συνεταίρους του σταφίδες του παρελθόντος χρόνου, ήτοι του έτους 1816, οι οποίες παρέμεναν απώλητες «στα μαγαζιά τους», προφανώς στις αποθήκες τους (έγγρ. 45836). Αξίζει να αντιγραφή εδώ το συμφωνητικό αυτό που υπεγράφη στα Τρίκκαλα Κορινθίας την 30 Σεπτεμβρίου 1817 (έγγρ 45836):
«Συμφωνητικό πωλήσεως σταφίδος στον Χαρ. Περρούκα και Κασιμάτη, του παρελθόντος χρόνου, οπού έχομεν εις τα μαγαζιά μας προς γρόσια 345 την χιλιάδα πέζο γρόσσο βένετο. Από τους Νοταραίους και Δάσιο περίπου 117, από τον Θεοχάρη Ρέντη (Ξυλοκάστρου) 1035, χωρίς να είναι μήτε μικρόν μέρος από βρεγμένην και να είναι το πράγμα στεγνό, άβρεχο, παστρικό και καλά ψημένον, αρεστόν τοις πραγματευταίς και να το παραδώσουν από κάτω εις τα μαγαζιά εις την άκραν του κύματος με δικούς μας εργάτας εις ημέρας 31 ή και πρωτύτερα, αν έλθουν οι πραγματευτές οι άνωθεν με τα καΐκια. Οι Χαραλάμπης και Κασιμάτης να αποκριθούν (=πληρώσουν) την δογάναν (=τελωνείον) προς 4 % και το μισό κανταριάτικο (=ζυγιστικά έξοδα), προς παράδες οκτώμιση την χιλιάδα, και λαμβάνοντες το πράγμα να μας μετρήσουν όλα τα άσπρα, χωρίς να είμεθα εμείς υποχρεωμένοι εις ρίζικο (=κίνδυνο) του δρόμου και έξοδα. Προσέτι, αν φέρη ο κυρ Θεοχάρης Ρέντης τη σταφίδα του Διαβατικού εις το Ξυλόκαστρο να έχουν χρέος να την πάρουν και αυτή ως άνωθεν. Και ελάβαμεν δια καπόρσι (=καπάρο) γρόσια οκτώμιση χιλιάδες, ήτοι 8.500».
Εξ αιτίας των ποικίλων δυσκολιών, η αυτοπεποίθηση του Χαραλάμπη κλονίστηκε και σκέφτηκε να διαλύσει την συντροφία. Σε επιστολή του Δημ. Ζαΐμη προς τον Ιωάννη Περρούκα της 27 Νοεμβρίου 1817 (έγγρ. 17341/45) εκφράζεται η άποψη ότι ο Χαραλάμπης «έχει σκοπόν να διαλύση την συντροφίαν την πρώτην και να κάμη με άλλον, παρακινώντας και εμέ δια να έμβω, και έχω σκοπόν να έμβω, με όλον οπού τραβώ στενοχώριαν δια να οικονομήσω τα εδώ νιτερέσια μου…». Μάλλον είχε ο Χαραλάμπης παράπονα από τους συνεργάτες του. Σε κάποια απαντητική επιστολή του, ο μεγαλύτερος αδελφός του Ιωάννης τον επέπληττε, λέγοντας ότι «έπρεπε να το σκεφτή πρώτα, να εξετάση χαρακτήρας», κλπ., και όχι τώρα «να θέλη να διαλύση το σύστημά του». Επιπλέον, ακόμα και δια λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, δεν συνέφερε «να τα χαλάση με τον Σωτήρη Χαραλάμπη», ισχυρό τοπικόν άρχοντα, ενώ μπορούσε «να φέρη με τα νερά του τον Ανδρέα Κασιμάτη» (επιστ. 25 Σεπτ. 1817, έγγρ. 17340/18). Τα ίδια περίπου του έγραφε και σε επιστολή της 17 Οκτωβρίου 1817, έγγρ. 17341/13). Αυστηρότερη ήταν η επιστολή του από 19 Νοεμβρίου 1817 (έγγρ. 17341/40), όπου τον επιτιμούσε αυστηρότητα: «Αδελφέ, ούτε συγγενικός δεσμός, ούτε φιλικός σε εμποδίζει από τα κινήματά σου, αλλά τετυφλωμένος από εν παραμικρότατον κέρδος κινείσαι και περιφέρεσαι χωρίς να στοχασθής ότι παρουσιάζονται περιστάσεις εις τας οποίας μόνον τα γρόσια δεν ωφελούν». Τέλος τον παρακαλούσε να θυμηθεί τα γραφόμενά του, γιατί «θα μεταμεληθή πάρωρα». Εξάλλου, λίγες ημέρες μετά του έγραφε ότι όταν συνάντησε τον Σωτήρη Χαραλάμπη στην Τριπολιτσά, είδε ότι ήταν «πολύ εγγιγμένος» (=ενοχλημένος) εκ μέρους του (έγγρ. 17341/49).
Ένα περίπου χρόνο μετά, ο Χαραλάμπης διέλυσε την εταιρεία με τους Ανδρέα Κασιμάτη και Σωτήρη Χαραλάμπη και ίδρυσε νέα, μόνος του. Την 1 Ιανουαρίου 1818 ανακοίνωσε στον αδελφό του Δημήτριο στην Κων/πολη τη «διάλυση της συντροφίας» και τη θέση της σε εκκαθάριση, υπό την έννοια ότι «εις το εξής δεν ήθελε καταγίνει, ειμή μόνον εις την εξόφλησιν κάθε υποθέσεως οπού έως σήμερον έτρεξεν» (έγγρ. 17347/1). Με την ίδια ημερομηνία έστειλε επιστολή και προς τον Δημήτριο (έγγρ. 45698) με την οποία τον πληροφορούσε ότι «ετραβήχθην από την υπό της Δίττας (=επωνυμίας) Χαράλαμπος Περρούκας & Κασιμάτης παρελθούσαν συντροφίαν» και ότι «διήγειρα ιδικόν μου εμπορικόν οσπίτιον (=οίκο) επί ταύτην την πιάτζαν υπό του ιδίου σήματος και υπογραφής μου: Χαράλαμπος Περούκας».
Στις 7 Ιανουαρίου ο Δημ. Ζαΐμης αναφερόμενος στην προηγούμενη εταιρεία έγραφε στον Ιωάννη Περρούκα ότι «ήτον ωφέλιμον να τρέξη μερικόν καιρόν αυτή η συντροφία, αν ημπορέσω όμως θε να κάμω τζερέ (=προσπάθεια) δια να μην διαλυθή» (έγγρ. 17347/6). Τα μαντάτα μάλλον τα έμαθε πλαγίως ο Σωτήρης Χαραλάμπης, που σε επιστολή του της 8 Ιανουαρίου 1818, έγραφε στον Χαράλαμπο ζητώντας πληροφορίες, αλλά και διαβεβαιώνοντάς τον πως «ό,τι και να γίνη, αυτός θα τον αγαπά και θα τον αισθάνεται ως δικό του άνθρωπο» (έγγρ. 17347/8). Μάλιστα ό ίδιος ο Χαραλάμπης αποκάλυπτε σε επιστολή του προς τον Ιωάννη της 21 Ιανουαρίου του 1818, ότι ο Σωτήρης Χαραλάμπης τού επρότεινε μυστικά να ανανεώσουν αυτοί οι δύο την εταιρεία μεταξύ των, κάτι που ο Χαράλαμπος ήταν έτοιμος να δεχθεί, αν δεν ήταν στη μέση ο Ανδρέας Κασιμάτης (έγγρ. 17347/16). Λίγες ημέρες αργότερα έγραψε ο Χαραλάμπης στα αδέλφια του και τους επρότεινε να γίνουν αυτοί αφανή μέλη μιας νέας συντροφίας, εταιρικού κεφαλαίου 100.000 γροσίων, την οποία ήθελε να συστήσει με τον Λουδοβίκο Στράνη, καταθέτοντας έκαστος 25.000 χιλιάδες γρόσια ως εταιρική μερίδα (έγγρ. 17347/17). Επίσης απέστειλε στον Δημήτριο «εγκυκλίους επιστολάς της διαλύσεως της παρελθούσης συντροφίας και άλλας δηλωτικάς του παρόντος συστήματός μου», παρακαλώντας τον και πάλι για καλύτερη και επωφελέστερη συνεργασία με τον Αποστόλη Παπά και με τον Βελισάριο Διογενείδη στην Κων/πολη (έγγρ. 17347/21).
Τον Μάϊο του 1818 πληροφορήθηκε ότι έφτασε στο Άστρος ο ανιψιός του μεγαλεμπόρου της Τεργέστης Δημητρίου Καρτσιώτη, Προκόπιος. Ο Χαραλάμπης ζήτησε από τον Ιωάννη να τον φέρει σε κάποια επαφή μαζί του (έγγρ. 17349/29) για μελλοντική συνεργασία. Εξάλλου, δεν δίσταζε ο Χαραλάμπης να συνεργαστεί και με Τούρκους αξιωματούχους για να διευκολυνθεί στις επιχειρήσεις του. Τον Αύγουστο του 1818 υποσχέθηκε να πληρώσει στον Απτή εφέντη, σπαή της Ακράτας, 2 τάλαρα την χιλιάδα «λόγω προβιζιόνας» (=ως προμήθεια), «για όσες σταφίδες αγοράσει της Ακράτας από τα χωριά του κάμπου τον φετινόν χρόνον» (έγγρ. 17350/27). Οικονομικές συναλλαγές είχε και με άλλους Τούρκους (Μουσταφάμπεη, Αλήμπεη, Νουμάνμπεη), κ.ά. Η οικονομική του κατάσταση πάντως εξακολουθούσε να παραμένει δύσκολη και η ανάγκη του για χρήματα επιτακτική. Πολλές φορές έγραφε «απελπισμένος» (έγγρ. 17350/18), γιατί ενόμιζε ότι τα αδέλφια του τον είχαν εγκαταλείψει, αλλά προφανώς αυτά είχαν μεγαλύτερες «σκοτούρες» από εκείνον. Πάντως ο Ιωάννης πολλές φορές του έστειλε διάφορα χρηματικά εμβάσματα, δανειζόμενος ακόμα και από Τούρκους αξιωματούχους (έγγρ. 45730), και γενικά έκανε ό,τι μπορούσε για να τον βοηθά οικονομικά και να τον στηρίζει ηθικά. Πολλές φορές τον συμβούλευε αδελφικά για διάφορα θέματα, ακόμα και για να λαμβάνει μέτρα προφυλάξεως: «δια ταύτα πάντα έσο προσεκτικός εις την ιδίαν σου φύλαξιν» (7 Οκτ. 1818, έγγρ. 17352/3). Κάποτε τον βεβαίωσε ότι δεν τον συνεριζόταν, γιατί ήταν μικρός στην ηλικία. Γενικά, επίστευε ότι η Πάτρα «δεν του έκανε καλό» ( επιστ. 16 Μαρτ. 1818, έγγρ. 45721). Παρόλα ταύτα ο Χαράλαμπος δεν έπαυε να έχει παράπονα κατά των συγγενών του. Όπως χαρακτηριστικά έγραφε στον Ιωάννη στις 15 Αυγούστου 1818, ευτυχώς που υπήρχαν οι φίλοι του, γιατί «οι συγγενείς του έχαιρον ψάλλοντες άσματα, τους οποίους αφήνω τον δίκαιον Κριτήν δια να τους το ανταποδώση εν ημέρα κρίσεως» (έγγρ. 17350/48). Αισθανόταν ότι και κοντινοί του άνθρωποι τον υπέβλεπαν, όπως ο γραμματέας του Δημήτριος Σταθόπουλος, που τον εσυκοφάντησε με ύπουλο τρόπο (με ανώνυμη επιστολή) στον Στράνη (αυτόθι).
Την τρίτη εμπορική περίοδο στην Πάτρα, δηλ. τον Αύγουστο του 1818, ο Χαραλάμπης κάνει και πάλι τις συνήθεις προσπάθειες για την αγορά σταφίδας στην Αχαΐα και Κορινθία. Σύμφωνα με πληροφορίες, το «παζάρι» (=τιμή) της σταφίδας στην Πάτρα στις 23 Αυγούστου 1818 έφθασε στα 82 τάλαρα, με τάση να ανέβη περισσότερο (Σωτ. Χαραλάμπης προς Χαρ. Περρούκα, 25 Αυγ. 1818, έγγρ. 17350/62), ενώ σε προηγούμενη επιστολή του της 23 Αυγούστου από Τριπολιτσά ο ίδιος ομιλούσε για 72 τάλαρα, και αργότερα για 75 τάλαρα (έγγρ. 17350/59). Ο ίδιος, λίγες ημέρες αργότερα, τον ενημέρωνε ότι του έδινε τη δική του σταφίδα, αλλά και αυτήν του Μουσταφάμπεη, 85 τάλαρα (2 Σεπτ. 1818, έγγρ. 17351/1).
Επίσης, ο Χαραλάμπης έγραψε στον Θεοχάρη Ρέντη να του δώσει την σταφίδα του, αν του την πληρώσει τάλαρα 80, ή έστω 2 τάλαρα επιπλέον, με «καμβιάλες» (=γραμμάτια), ενώ σε λίγες ημέρες αργότερα επληροφορείτο ότι στην Πάτρα στις 4 Σεπτεμβρίου η σταφίδα έφθασε τα 90 και 92 τάλαρα (έγγρ. 17251/2). Μια ημέρα μετά, εδέχθη να δώσει στον Ρέντη 82 ή 84 τάλαρα (έγγρ. 17351/3). Η συμφωνία κλείστηκε και ο Χαραλάμπης έλαβε από τον Ιωάννη το «κοντράτο» (=συμβόλαιο) του Θεοχάρη Ρέντη στις 15 Σεπτεμβρίου 1818 (έγγρ. 17351/17).
Ο Χαραλάμπης εξέδωσε καμβιάλες, αλλά καθυστερούσε να τις στείλει στον Ρέντη, με αποτέλεσμα ο Ιωάννης να διαμαρτύρεται και ο Ρέντης να αρχίζει δικαιολογημένα «να βγάζη κακά συμπεράσματα» (έγγρ. 17351/23). Τελικά απέστειλε στον Ιωάννη για να δοθούν στον Ρέντη καμβιάλες 40 χιλ. γροσίων στις 4 Οκτωβρίου 1818 (έγγρ. 17352/1). Ο πρώην σύντροφός του Σωτήρης Χαραλάμπης εξακολουθούσε να τον βοηθά. Είναι χαρακτηριστική η επιστολή του από 12 Σεπτεμβρίου προς τους Γέροντες του χωριού Τσιβλού και άλλων χωριών, με αυστηρή εντολή να μην δώσουν τη σταφίδα τους σε κανέναν άλλον, παρά μόνον στον Χαραλάμπη: «να μην δώσετε ένα σπυρί σταφίδας άλλου τινός, ότι ύστερα τι θα πάθετε εμπορείτε να το στοχασθήτε μόνοι σας» (έγγρ. 17351/11). Από επιστολή του Σωτ. Χαραλάμπη της 5 Οκτωβρίου 1818 (έγγρ. 17351/3) μαθαίνουμε ότι ο Ρέντης ενδιαφερόταν για τις σταφίδες των Τσιβλιωτών, με αποτέλεσμα να έχει καυγάδες μαζί του, γιατί αυτός, όπως είπαμε, ήθελε να τις δίνουν όλες στον Χαραλάμπη Περούκα.
Εν τω μεταξύ, στις 6 Σεπτ. 1818, ο Χαρ. Περρούκας και η εταιρεία «Αδελφοί Στράνη και Συντροφία» «φιλικώ τω τρόπω» αποφάσισαν να ακυρώσουν προηγούμενη συμφωνία τους για την πώληση 750.000 λιτρών σταφίδας, την οποία είχαν υπογράψει στην Πάτρα στις 21 Αυγούστου 1818 (εγγρ. 17351/5). Η αρχική αυτή συμφωνία περιέχει πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία για το εμπόριο σταφίδας εκείνης της εποχής, τα οποία αξίζει να μνημονεύσουμε. Αφορά σε σταφίδες της Βοστίτσας, Διακοφτού, και Ακράτας, χονδρές βενέτικες, ποσότητας 750.000 λιτρών, με τίμημα 77 τάλαρα την κάθε χιλιάδα (ένα τάλαρο γίνεται δεκτό προς 6 γρόσια). Οι σταφίδες συμφωνήθηκε να παραδοθούν στον αγοραστή με έξοδα και ρίζικο (=κίνδυνο) ιδικά του στην Βοστίτζα και «εις τον τόπον του κανταρίου (=ζυγίσματος) του αγοραστού, εις τα μαγαζιά του». Η παράδοση συμφωνήθηκε να γίνει μετά 15 ημέρες. Η πληρωμή θα γινόταν κατά τον εξής τρόπο: για ποσό 110.000 γροσίων θα υπογράφονταν αυθημερόν καμβιάλες (=συναλλαγματικές) για Κων/πολη πληρωτέες μετά ημέρας 31 εις διαταγήν Ιάκ. Μαθαργιάννη & Σία με άγγιον (=τόκον) 6 %, ενώ ταυτοχρόνως καταβάλλονταν σε μετρητά 120.000 γρόσια. Το υπόλοιπο «ιμπόρτον» (=τίμημα) ο αγοραστής θα κατέβαλλε μετά 21 ημέρες από την παραλαβή όλης της σταφίδας. Μετά 10 ημέρες από την πάροδο της προθεσμίας αυτής, ο αγοραστής θα πλήρωνε των πωλητών τόκους υπερημερίας προς 20% το χρόνο (έγγρ. 17355).
Ο Δ. Παπαγεωργόπουλος, φίλος του Χαραλάμπη, στις 23 Αυγούστου 1818, του συνιστούσε να αγοράσει όσο μπορούσε μεγαλύτερες ποσότητες σταφίδων στο Ξυλόκαστρο και στην Ακράτα, γιατί προέβλεπε καλή πορεία του εμπορίου. Μάλιστα του επρότεινε να τον δεχθεί ως συνεταίρο του (έγγρ. 17350/60). Στις 9 Σεπτεμβρίου ο ίδιος τον ενημέρωνε ότι η παρτίδα του χαρεμιού του Μουσταφάμπεη επάρθη από κάποιον Τζανίνι προς 97 τάλαρα, ότι ο Κοντογούρης βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με τους πραματευτές, ενώ οι Καλαβρυτινοί ζητούσαν 84 και 85 τάλαρα (έγγρ. 17351/4). (5) Λίγες ημέρες αργότερα (12 Σεπτεμβρίου), ο Ιωάννης έστειλε στον Χαραλάμπη «διβάν δεσχερέ» (=υψηλή διαταγή), για να του παραχωρηθεί η σταφίδα του Μουσταφάμπεη (έγγρ. 17351/10). Στις 15 Σεπτεμβρίου 1818 οι Βοστιτζάνοι του πώλησαν την σταφίδα προς 74 τάλαρα και τώρα που ανέβηκε η τιμή της την ζητούν πίσω, παραπονιόταν ο Χαραλάμπης προς τον Δημήτριο (έγγρ. 17350/16). Τον Οκτώβριο έγραφε στον Ιωάννη να πείσει τον Ασημάκη Ζαΐμη να του πωλήσει την δική του σταφίδα προς 85 τάλαρα και με παράδοση στην «δογάνα» (=τελωνείο) Βοστίτζας, με συμφωνία 15 ημέρες μετά την παράδοση της σταφίδας «να του δίδη όλον το ιμπόρτον (=τίμημα) της σταφίδας» (έγγρ. 17352/7). Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Χαράλαμπος ζητούσε από τον Ιωάννη να μην μάθει τίποτε ο Σωτ. Χαραλάμπης, επειδή η ίδια σταφίδα ήταν αγορασμένη από το μέρος του Κοντογούρη! Ακόμα και ο τραπεζίτης Χανέν (Πολίτης) επιστρατεύτηκε για να πιέσει τους Βοστιτζάνους να του δώσουν τη σταφίδα τους (έγγρ. 17352/7). Μετά λίγες ημέρες (14 Οκτωβρίου) ο Ιωάννης ενημέρωνε τον Χαραλάμπη ότι εδόθη υψηλή διαταγή, η σταφίδα του Ασημάκη Ζαΐμη να δοθεί στον «σιορ Κοντογούρη» (έγγρ. 17352/11). Σημειώνεται ότι ο (Ανδρέας) Κοντογούρης ήταν πρόξενος της Ρωσίας (Χαρ. προς Ιω. 24 Απρ. 1819, έγγρ. 17360/38).[5]
Οι οικονομικές δυσκολίες και το άγχος του επαγγέλματος επηρέασαν μοιραίως την ψυχολογική κατάσταση και την υγεία του Χαραλάμπη. Στις 20 Οκτωβρίου 1818 έγραφε στον αδελφό του Ιωάννη ότι ευρίσκετο «εν άκρα μελαγχολία» και επειδή δεν ήξερε την αιτία απελπιζόταν (έγγρ. 17352/14). Την ίδια ημέρα έγραφε στον έτερο αδελφό του Δημήτριο ότι θυσιαζόταν για τους αδελφούς του και θα εκτελούσε τις προσταγές τους, προσθέτοντας όμως με πίκρα, «και αν χάσω την ιδίαν μου ζωήν δεν βλάπτει» (έγγρ. 17152/12). Στις 11 Νοεμβρίου παραπονιόταν ότι είχε μια «σκοτούρα της κεφαλής» (έγγρ. 17352/35). Επίσης ότι στενοχωριόταν και γινόταν «έξω νοός» (έγγρ. 17352/53). Αργότερα ενημέρωνε τον Δημήτριο ότι «ασθενεί από πάθος που οι ιατροί ονομάζουν νευρικά». Ήλπιζε ότι τα μπάνια «θα του κάνουν καλό» (9 Μαρτ. 1819, έγγρ. 17360/6). Επίσης ανέφερε στον Ιωάννη ότι «έκανε κατάπαυσιν των καθ΄ υπερβολήν κόπων του, βλέπων ότι βλάπτεται εξ αυτών». Εξάλλου, και «οι θέρμες τον ενθυμούνται κάποιες φορές» (επιστ. 25 Απριλίου, έγγρ. 17360/29). Ο πατέρας τους πληροφορούσε τον Ιωάννη ότι «ο Χαραλάμπης είναι ζαμπέτης και κοντεύει να τρελλαθή» (24 Απριλ. 1819, έγγρ. 17360/28). Το ίδιο και η μητέρα του, έγραφε σε άγνωστο παραλήπτη ότι ο Χαραλάμπης «πάσχει από πονοκέφαλο» (6 Μαΐου, έγγρ. 17361/8). Ο Χαράλαμπος αποφάσισε να μεταβεί για λίγες ημέρες στο Άργος για ξεκούραση, αφήνοντας ως επίτροπό του (=αντιπρόσωπο) στην Πάτρα τον γραμματέα του Κων. Δασκαλόπουλο. Έφθασε στο Άργος στις 2 Νοεμβρίου 1818. Έμεινε αρκετές ημέρες και αισθάνθηκε καλύτερα. Θεώρησε ότι το ταξίδι αυτό «τον έφερε εις την προτέραν κατάστασιν» (έγγρ. 17352/53).
Από επιστολή του γαμβρού του Δημ. Ζαΐμη από 10 Ιανουαρίου 1819 μαθαίνουμε ότι ο Χαραλάμπης ίδρυσε νέα «συντροφία» (=εταιρεία) με τον κυρ Σωτήρη Χαραλάμπη (έγγρ. 17359/3). Όμως και αυτή η συνεργασία δεν είχε καλύτερο αποτέλεσμα. Τον Αύγουστο του 1819 ο Σωτήρης Χαραλάμπης ζήτησε από τον Χαραλάμπη Περρούκα να διαλυθεί η συντροφία τους (Χαρ. προς Ιω. 19 Αυγ. 1819, έγγρ. 17364/30). Ο αδελφός του Ιωάννης τού συνιστούσε να μην στενοχωρεί τον κυρ Σωτήρη, με την παρατήρηση: «τι να σου κάνω, που διώχνεις τους ανθρώπους που δεν πρέπει και στηρίζεσαι σε ανθρώπους που δεν ξέρεις». Μιλούσε μάλιστα για κάποια οικογένεια των Πατρών, η οποία «εστάθη η αιτία που εχάθη κατά κράτος ο μακαρίτης Κορδίας εξαιτίας των σφουγγαριών. Είναι αυτοί που θέλουν να σε εξοστρακίσουν από εκεί» (3 Ιουνίου 1819, έγγρ. 17362/3).
Σε άλλη επιστολή του, τον συμβούλευε να δώσει ένα τέλος στην συνεργασία του με τον κυρ Σωτήρη, αλλά «όχι με το συνηθισμένο σας ταμπιάτι (=τρόπο), ειμή με τζελεπιλίκι και ευγένεια», και να μεταχειρισθεί «τους ανήκοντας τρόπους» προς το συμφέρον του (20 Ιουνίου 1819, έγγρ. 17362/11). Τα ίδια τον συμβούλευε και τον Αύγουστο, δηλ. να χειρισθεί το θέμα «με υπομονή και γενναιότητα» (30 Αυγ. 1819, έγγρ. 17364/35). Σε επιστολή του προς τον Ιωάννη από 28 Οκτωβρίου 1819 (έγγρ. 17365/9), ο Χαραλάμπης τον ενημέρωνε ότι έγραψε και στον Σωτήριο Χαραλάμπη, στέλνοντάς του «ομού και το διαλυτικόν κοντράτον της προαπελθούσης συντροφίας μας, δια να το υπογράψη η ευγενία του και να το στείλη όσο το συντομώτερον». Στις 22 Νοεμβρίου 1819, ο Ιωάννης απαντά ότι το κοντράτο υπογραφέν από τον άρχοντα Σωτήρη Χαραλάμπη στην Τριπολιτσά του το έστειλε με το γαμπρό τους Δημητράκη Ζαΐμη (έγγρ. 17365/22).
Φαίνεται ότι ο Χαραλάμπης είχε δημιουργήσει αντιπάθειες. Κατά πληροφορίες του Ιωάννη, ο Ταμπακόπουλος του είχε ειπεί «τα χειρότερα λόγια», ότι δηλ. δεν είναι εμπορικός και ότι ζητεί να καταπατά τα δίκαια των άλλων. Μάλιστα κλείνοντας την αυστηρότατη και επικριτική επιστολή του, επιπλήττει ο Ιωάννης τον μικρότερο αδελφό του λέγοντάς του «να βάλη μυαλό και να κοιτάξη την υπόληψή του, γιατί τα χρήματα αποκτώνται, αλλά αν χαθή η υπόληψη δεν επανακτάται», κλπ. (30 Αυγ. 1819, έγγρ. 17364/34). Απ’ ό,τι φαίνεται ο Χαραλάμπης είχε προβλήματα συνεργασίας και με τον θείο του Σωτήριο Περρούκα. Η συμπεριφορά του τον είχε εξοργίσει. Στις 14 Μαΐου 1819 του έγραφε από το Κουτσοπόδι: «ήξευρε ότι με επείραξες πολύ, όμως κάνω υπομονήν, ότι έτσι ηθέλησε η κακή μου η τύχη» (έγγρ. 17361/29). Όμως, δεν είχαν όλοι την ίδια γνώμη για τον Χαραλάμπη. Ως γνωστόν το 1819 έγινε Δραγουμάνος του Μοριά ο Σταυράκης Ιωβίκης, φίλος της οικογένειας Περρούκα. Σε επιστολή του προς τον Χαραλάμπη από ιδ΄ Απριλίου αωκ΄ (14-4-1820) ο νέος Δραγουμάνος επαινούσε «τα πολλά της μέριτα (=αξίες) και προτερήματα, οπού στολίζουν το υποκείμενό της, καθώς η φήμη διακηρύττει», διατυπώνοντας την επιθυμία να τον ιδεί από κοντά (έγγρ. 17373/24). Αργότερα, αφού γνώρισε από κοντά τον Χαράλαμπο, επιβεβαίωσε στον Ιωάννη την καλή του εντύπωση: «αγαθής ρίζης αγαθότερα βλαστήματα» (κζ΄ Ιουνίου αωκ΄ (27-6-1820), έγγρ. 17376/22).
Από εμπορικής απόψεως όμως, τα νέα δεν φαίνονταν να είναι καλά για τον Χαραλάμπη ούτε στο εξωτερικό. Σε επιστολή του γραμματέα του Γ. Κροίτζου, παρέχεται η πληροφορία στον Χαραλάμπη ότι ένα καράβι που ήρθε από το Τριέστι ανέφερε ότι οι σταφίδες που είχε αγοράσει ο (Ιωάννης) Καρτσιώτης παρέμεναν εκεί εισέτι απώλητες (Σεπτ. 1819, έγγρ 17365/7). Είναι βέβαιο επίσης ότι στην Πάτρα ο Χαραλάμπης είχε σοβαρούς ανταγωνιστές και αντιπάλους. Ήδη από τον Μάϊο του 1818 έγραφε στον αδελφό του Δημήτριο ότι «έχει εχθρούς εις την Πάτραν» και ότι κατά τη διάρκεια απουσίας του στο Άργος έξι συνάδελφοί του «εκίνησαν πάντα λίθον» για να τον διαβάλουν στον Τούρκο βοεδόδα (26 Μαΐου 1818, έγγρ. 45732). Στις 23 Ιουλίου 1818, και εν όψει της αγοράς των σταφίδων του έτους εκείνου, ο Χαραλάμπης παραπονιόταν στον Ιωάννη ότι «οι εναντίοι αυτού και του Στράνη έγραψαν εις την Ιγγλετέρα (=Αγγλία). Αφού απέτυχον εκείθεν άρχισαν εδώ τα στρατηγήματα για να τον εμποδίσουν με κάθε τρόπον από πρόβλεψιν σταφίδων» (29 Ιουλίου 1819, έγγρ. 17363/9). Σε άλλη επιστολή του, ένα μήνα αργότερα, ενημέρωνε τον Ιωάννη, ότι «οι ενταύθα» κάνουν κίνημα εναντίον του και «με αρτζουχάλι (=αναφορά) προς τον (Τούρκο) αφέντη τού ζητούν να έλθη και να θεωρήση (=ελέγξη) τους λογαριασμούς του» (16 Αυγ 1819, έγγρ. 17364/29).
Ο Χαραλάμπης παραπονείται συνεχώς κατά των αδελφών του για την αδιαφορία που δείχνουν για τις υποθέσεις του, ότι δηλαδή του δίνουν υποσχέσεις χωρίς να μπορούν να τις τηρούν. Τους παρακαλεί λοιπόν να «επικρατήση το αίσθημα της αδελφότητος», τους γνωρίζει ότι θα ασχοληθεί και πάλι με το εμπόριο σταφίδων, ξέροντας ότι θα έχει ζημίαν, αλλά επειδή «θέλει να κλείση τα στόματα» (6 Ιουλίου 1819, έγγρ. 17363/18), προφανώς των άσπονδων φίλων του και των εχθρών του.
Ένα σπουδαίο γεγονός συνέβη στην Πάτρα κατά την εκεί διαμονή του Χαραλάμπη Περρούκα το καλοκαίρι του 1819. Πληροφορεί ο ίδιος τον Ιωάννη ότι διέτριψε πολύ στα Καλάβρυτα και εβάπτισε τον ανεψιό του (γιο του Δημητράκη Ζαΐμη και της Ευδοκίας, ονόματι Ανδρέα). Σύμφωνα με τα ίδια τα λόγια του, παρεκάθησαν στο τραπέζι οι άρχοντες των Καλαβρύτων και ο κυρ Ασημάκης Ζαΐμης και οι γιοί του. Η συμβολή του Παλαιών Πατρών Γερμανού για την συμφιλίωσή των δύο μερίδων ήταν μεγάλη, «γνωρισθείς αναφανδόν δια γραμμάτων του». Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός έλαβε ως δικαίωμα «την γνωστήν σου αιτίαν». Τον πληροφορεί επίσης ότι «οι πάντες είναι αδελφοί και ο Παπαδιαμαντόπουλος προ καιρού και ο Φωτήλας και ο γαμβρός σας (Δημητράκης Ζαΐμης) μετ΄ εμέ» (2 Ιουλίου 1819, έγγρ. 17363/3). Στην κρυπτική αυτή επιστολή του Χαραλάμπη ίσως γίνεται έμμεση αναφορά στην Φιλική ιδιότητα των αναφερομένων προσώπων, αν και οι επίσημες ημερομηνίες μυήσεώς τους δεν συμπίπτουν με τις παραπάνω.[6]
Ένα ακόμα σημαντικό γεγονός έγινε το καλοκαίρι του 1819, στις αρχές Ιουλίου, σχεδόν άγνωστο μέχρι σήμερα από άλλες πηγές: η απόπειρα δολοφονίας κατά του Ιωάννη Περρούκα από κάποιο Τούρκο (έγγρ. 45704, 17364/3, 45665, 45800, 45812, 17363/5, 17363/7, 17363/15). Ένα γεγονός που, όπως ήταν φυσικό, συγκλόνισε την οικογένεια Περρούκα, και ολόκληρη την Πελοπόννησο, καθώς ακολουθούσε αμέσως μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Παπαφωτόπουλου στην Αρκαδιά και την απόπειρα κατά του Ανδρέα Λόντου λίγο καιρό νωρίτερα (Απρίλιο 1818). Είναι γνωστό ότι τρία χρόνια νωρίτερα, τον Φεβρουάριο του 1816, είχε δολοφονηθεί μέσα στο αρχοντικό του στα Λαγκάδια και ο μοραγιάνης Ιωάννης Παπαγιαννόπουλος (Δεληγιάννης). Επίσης, τις ίδιες ημέρες φυλακίστηκε στην Πόλη ο Δημήτριος, επειδή συμμετείχε στις φατριαστικές ενέργειες για την εκλογή νέου Δραγουμάνου στο Μοριά, αντιδρώντας στην εκλογή του Γιάνκου Σαμουρκάση (έγγρ. 45819). Ο Xαραλάμπης συγκλονίστηκε! Φιλοσοφώντας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό είναι το τίμημα όσων ασχολούνται με τα κοινά. Μάλιστα συμβούλευσε τον αδελφό του να παρατήσει την πολιτική και να ασχοληθεί με κάτι άλλο, δεδομένου ότι είχε τόσα προσόντα (έγγρ. 17364/3). Ο ίδιος ο Ιωάννης θεώρησε ως κύριο αίτιο της απόπειρας δολοφονίας του «τον φθόνον, τόσον των ομοεθνών, όσον και των αλλοεθνών», που δεν μπορούσαν να υποφέρουν ότι και τα τρία αδέλφια Νικολάου Περρούκα είχαν «τόσον αυξηθή» (=προοδεύσει) (έγγρ. 17363/15). Είχε προηγηθεί κατά τα έτη 1815 και 1816 η συκοφαντική εκστρατεία Αργείων αντιπάλων του Ιωάννη για δήθεν οικονομικές ατασθαλίες, που εστοίχισε στους συκοφάντες Παπαμιχαλόπουλο και Ανδρίκο Τζώρτζη φυλακίσεις και πρόστιμα (λεπτομέρειες σε επιστολή Χαρ. προς Ιω. 25 Μαρτίου 1815, έγγρ. 17318/15 και Χαρ. προς Δημ. 20 Μαΐου 1816, έγγρ. 17329/17).
Η «στενοχωρία» του Χαραλάμπη για μετρητά συνεχίστηκε και το έτος 1820 (2 Μαρτίου 1820, έγγρ. 17372/1). Τα έξοδά του ήσαν πολλά! Από επιστολή του προς τον Ιωάννη της 16 Σεπτ 1820 (έγγρ. 17378/16), πληροφορούμεθα ότι «σε ένα μήνα έβγαλε από την κάσσα του 627.000 γρόσια»! Φαίνεται ότι αναζητούσε κεφάλαια και από τον Πραστό και από τον Μυστρά. Με επιστολή του ο Παναγ. Κρεββατάς, του εγνώρισε ότι μπορούσε να του δανείσει χρήματα με μικρό τόκο (8 Σεπτ. 1820, έγγρ. 17378/1). Γνωρίζουμε επίσης ότι ο Χαραλάμπης είχε συναλλαγές και με κάποιον Παναγιώτη Γραμματικάκη από τον Μυστρά (έγγρ. 17371/24). Επίσης, αναγκαζόταν να δανείζεται χρήματα από τους θείους του Αποστόλη και Σωτήριο και από την Ξανθή Βολέμαινα, πλούσια Πατρινή, μάλλον γνωστή, αν όχι συγγενή του. Άλλοι του χρωστούσαν, χωρίς να του αποστέλλουν τα οφειλόμενα. Παράπονα έκανε τον Σεπτέμβριο του 1820 στους προεστούς του Άργους (Ιωάννη Περρούκα και Παναγιώτη Ιωαννούση), για τα χρήματα που του είχαν υποσχεθεί και δεν του τα έστελναν (έγγρ. 17378/16, 17378/19, 17378/29). Εξάλλου, ακόμα και Τούρκοι αξιωματούχοι, όπως ο Αλήμπεης (αδελφός του Κιαμίλμπεη), χρωστούσαν χρήματα στον Χαραλάμπη (έγγρ. 17377/2).
Τα παράπονα του Χαραλάμπη κατά των αδελφών του συνεχίστηκαν και κατά το 1820, πολλές φορές με πολύ σκληρές λέξεις και έντονους διαξιφισμούς. Σε μακρά επιστολή του από 6 Απριλίου 1820 προς τον αδελφό του Δημητράκη, του εξέφραζε πολλά παράπονα και πολλές αντιρρήσεις (έγγρ. 17377/5). Επίσης συνέχιζε τα παράπονά του προς τον Ιωάννη (30 Αυγ. 1820, έγγρ. 17377/26).
Από επιστολή του συμπεθέρου του Χρήστου Βλάση (ο αδελφός του Ιωάννης είχε παντρευτεί την αδελφή του Ελένη Βλάση) από 13 Αυγούστου 1820, (έγγρ. 17377/12) μαθαίνουμε ότι ο Χρήστος Βλάσης ενδιαφερόταν να δημιουργήση συντροφίαν με τον Χαραλάμπη, περίμενε την απόφασή του για να δώση «την εκτέλεσιν της συντροφικής επιχειρήσεώς μας, ήτις και άμποτε να λάβη αρχάς καλάς, δια να γίνη και το τέλος κάλλιστον». Στα τέλη Δεκεμβρίου 1820 ο Χαραλάμπης ενδιαφέρθηκε για την προμήθεια 2000 κουβελιών κριθάρι προς γρ. 5 για λογαριασμό του Αλήμπεη, με τον όρο να του παραδοθούν στους Μύλους, ενώ τα έξοδα της Πόρτας «δια την άδειαν του εμπαρκαρίσματος» να είναι δικά του (Χαρ. προς Ιω. 8 Δεκ. 1820, έγγρ. 45581 και 16 Δεκ. 1820, έγγρ. 17380/16).
Μία από τις τελευταίες επιστολές του Χαραλάμπη από την Πάτρα, είναι αυτή που στέλνει στον Γ. Ταμπακόπουλο στην Κων/πολη την 1 Φεβρ. 1821 (έγγρ. 173830). Τον ενημερώνει ότι επειδή πρόκειται να αναχωρήσει για την Ιταλία, για τις υποθέσεις που αφορούν «τούτο μου το εμπορικόν στερέωμα» αφήνει γενικόν επίτροπο (=πληρεξούσιο) για να ενεργή αντ’ αυτού τον εξάδελφόν του Παν. Χειλόπουλο (είχε παντρευτεί την κόρη του Αποστόλη Περρούκα). Απ’ ό,τι φαίνεται στα σωζόμενα στο Αρχείο Περρούκα έγγραφα, οι τελευταίες επιστολές που έστειλε ο Χαράλαμπος από την Πάτρα είναι στις 10 Φεβρουαρίου 1821 προς τον αδελφό του Δημήτριο (έγγρ. 46316) και στις 21 Φεβρουαρίου 1821 προς τον έτερο αδελφό του Ιωάννη (έγγρ. 46310). Επίσης έχει διασωθεί μια συναλλαγματική της 10 Φεβρουαρίου (έγγρ. 45941), μια ομολογία χρέους στον Γ. Ταμπακόπουλο της 10 Φεβρ. 1821 (έγγρ. 46314) και ένας λογαριασμός με τον Στράνη της 15 Φεβρ.1821 (έγγρ. 45944).
Η Επανάσταση βρήκε τον Χαραλάμπη στο Άργος. Λεπτομέρειες για τις ημέρες εκείνες δεν έχουν διασωθεί στο Αρχείο. Δεν γνωρίζουμε τους λόγους, αλλά παρόλο ότι ο Χαραλάμπης είχε μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία, δεν έδειξε για την Επανάσταση – στην αρχή τουλάχιστον – τον ενθουσιασμό που έπρεπε. Μάλλον δεν επίστευε στην επιτυχία της και ενόμιζε ότι επρόκειτο περί προσωρινού φαινομένου. Ίσως φοβήθηκε ότι η εξέγερση, ακαίρως και χωρίς επαρκή προετοιμασία, θα αναστάτωνε – όπως και έκανε – τη ζωή των ανθρώπων, και ότι θα έφερνε –όπως και έφερε – τα πάνω-κάτω, χωρίς αποτέλεσμα. Σε μετεπαναστατική επιστολή του από τους Μύλους προς τον αδελφό του Δημήτριο αναφέρεται στα γεγονότα του Άργους και στον Δημητσανίτη οπλαρχηγό των Αργείων Νικόλαο Σπηλιωτόπουλο, τον οποίο χαρακτηρίζει «άπιστο», ο οποίος «πήρε τον κόσμον εις τον λαιμόν του» (25 Απριλίου 1821, έγγρ. 45558).
Στο Αρχείο διασώζεται επίσης περίεργη επιστολή του Χαραλάμπη με ημερομηνία 21 ή 27 Μαρτίου 1821 προς τον Δημήτριο (έγγρ. 45417/2), στην οποίαν αναφέρει: «Ιδού σας εξηγώ την αθλίαν κατάστασιν της πατρίδος μας, εις την οποίαν υπέπεσεν εξ αιτίας των ανοήτων και τρελλών. Η γνώση όμως του ενδοξομεγαλοπρεπεστάτου καϊμακάμη εφέντη μας και των ενδοξοτάτων βουτζούχηδων οικονομεί τακτικώς όλα, και πολλά ταχέως ελπίζομεν την ησυχίαν της, εκείνοι δε θέλει λάβωσι τα επίχειρα της κακίας των»![7]
Τα καταστήματά του στην Πάτρα πρέπει να λεηλατήθηκαν και να καταστράφηκαν. Γράφοντας πολλά χρόνια αργότερα στον Δημήτριο Περρούκα ο ζακυνθινής καταγωγής Πατρινός Νικόλαος Χειλόπουλος, εξάδελφος του συνεργάτη και αντιπροσώπου του Χαραλάμπη στην Πάτρα Παναγιώτη Χειλόπουλου, βεβαίωνε ότι τα εμπορικά βιβλία του Χαραλάμπη «έγιναν τσιγάρα από τους Αλτζερίνους» (2 Μαΐου 1840, έγγρ. 49384).
Η συμμετοχή του Χαραλάμπη στον Αγώνα και οι υπηρεσίες του στο πολιτικό επίπεδο, ως εφόρου Άργους και Υπουργού των Οικονομικών για βραχύ χρονικό διάστημα το 1823, αποτελούν ασφαλώς άλλο κεφάλαιο, άξιο ιδιαίτερης μελέτης.
Στις 27 Οκτωβρίου 1824 ο Χαραλάμπης Περρούκας σε ηλικία 31 ετών εγκαταλείπει τα εγκόσμια, μετά μια σχετικά σύντομη ασθένεια 27 ημερών. Ο ξάδελφός του Παναγιώτης Ιωαννούσης πληροφορεί δια μακρών περί του θανάτου του Χαραλάμπη τον αδελφό του Δημήτριο, με επιστολή της 30 Νοεμβρίου 1824 (έγγρ. 45563), την οποία ο Δημήτριος λαμβάνει στις 5/17 Φεβρουαρίου 1825, (όπως ο ίδιος επισημειώνει στο οπίσθιο μέρος της). Για τις υποθέσεις του και μέχρι της επιστροφής του αδελφού του Δημητρίου από το εξωτερικό, άφηνε επιτρόπους του τον Σωτήρη Χαραλάμπη, τον Μιχαήλ Ιατρού και τον Σταματέλο Αντωνόπουλο. Τον θάνατο του Χαραλάμπη ανακοινώνει στον Δημήτριο και ο Σωτήρης Χαραλάμπης με σχετική παρηγορητική επιστολή του (28 Νοεμβρίου 1824, έγγρ. 45572). Την ασθένεια του Χαραλάμπη αποκαλεί «δεινήν δυσεντερίαν».
Τις πολλές εκκρεμότητες που άφησε ο πρόωρος θάνατος του Χαραλάμπη ανέλαβε να διεκπεραιώσει με πολλούς κόπους και πολλά έξοδα ο αδελφός του Δημήτριος, όταν επέστρεψε στη Ελλάδα. Μεταξύ αυτών οι πιο χρονοβόρες και ψυχοφθόρες για τον Δημήτριο ήσαν η «περιώνυμη» δίκη του χωριού Διμηνιού[8] και οι αλλεπάλληλες δίκες εδώ και στην Τεργέστη για την απόδοση της παρακαταθήκης του Χαραλάμπη από τον μεγαλέμπορο Προκόπιο Δ. Καρτσιώτη και, εν συνεχεία, από τους κληρονόμους του.[9] Επίσης, η δίκη για τη σταφίδα των Αρφαραίων – Βερζοβιτών – Ποταμιτών, την οποία είχε προαγοράσει το 1824 ο Χαραλάμπης χωρίς ποτέ να την παραλάβει λόγω της επισυμβάσης εν τω μεταξύ ασθένειας και του πρόωρου θανάτου του. Όλα αυτά όμως αξίζει να γίνουν αντικείμενα ειδικών μελετών.
Στην αλληλογραφία του Χαραλάμπη Περρούκα διασώζονται πολλές πληροφορίες γενικότερου ενδιαφέροντος για το δημόσιο βίο της Πελοποννήσου, σχετικά με ελληνικά θέματα, αλλά και με διαφόρους Τούρκους αξιωματούχους. Έτσι, μεταξύ άλλων, πληροφορούμεθα: ότι από το μέρος των πραγματευτών της Μαρσίλιας εζητήθη το 1816 να διορισθή Γάλλος «κόνσολος» (=πρόξενος) στο Ανάπλι, «επειδή είχαν σκοπόν να σταμπιλιρισθούν (=εγκατασταθούν) εκεί οσπίτια φραντζέζικα (=γαλλικοί εμπορικοί οίκοι), και έτσι έγινε» (Χαρ. προς Δημ. 13 Ιουνίου 1816, έγγρ. 45368/2), ότι η Αγουλινίτσα αποσπάστηκε από τον καζά Φαναρίου (Παν. Ζαριφόπουλος προς Χαρ. 28 Ιουλίου 1816, έγγρ. 17350/29), ότι οι Δουμενιώτες κινήθηκαν για να απομακρυνθούν από το βιλαέτι Άργους στο οποίο διοικητικώς ανήκαν (Χαρ. προς Νικ. 7 Αυγ. 1816, έγγρ. 17330/29), ότι αυτός κατόρθωσε να τους ησυχάση, αφού «έδωσε κάτι ενός των πρωταιτίων» (Χαρ. προς Ιω. 24 Αυγ. 1816, έγγρ. 17330/42), ότι το χωριό Χαλκιάνικα, που και αυτό υπήγετο διοικητικώς στο Άργος, διεκδικείτο από το βιλαέτι Βοστίτσας (Χαρ. προς Ιω. 10 Σεπτ. 1816, έγγρ. 17331/2), ότι έφυγε ο βόϊβοντας Χατζή Ομέραγας της Πάτρας για Τριπολιτσά «με το να μην τον δέχεται ο αέρας του τόπου» (Χαρ. προς Ιω. 29 Ιαν. 1817, έγγρ. 17334/25), ότι «αρριβάρισεν εις Μύλους ο νέος Δραγουμάνος» (Χαρ. προς Ιω. 4 Μαρτίου 1817, έγγρ. 17337/17), ονόματι Γεωργάκης (Ουαλεριανός) (έγγρ. 45657), ότι «ο νέος καδής της Πάτρας, την πατρίδα αρκαδινός», ήταν γνώριμος του Δημ. Περρούκα (Χαρ. προς Δημ. 4 Ιουλίου 1817, έγγρ. 17339/2), ότι ο Αλήμπεης, μέχρι τότε βόϊβοντας του Άργους, διορίστηκε «μουχαβούζης» (=φρούραρχος) του Αναπλίου (Ιω. προς Χαρ. 2 Οκτωβρίου 1817, έγγρ. 45661), ότι ο «νέος καπετάν πασάς Αχμέτ πασάς Ίτζελης αρριβάρισεν εις Βασιλεύουσαν» (Σωτ. Περρ. προς Χαρ. 24 Μαρτ. 1818, έγγρ. 17348/27), ότι στα Καλάβρυτα υπήρχαν «συγχύσεις» μεταξύ Δημ. Ζαΐμη και Ασημάκη Ζαΐμη (Χαρ. προς Ιω. Ι0 Μαΐου 1818, έγγρ. 17349/31, 17 Απρ. 1818, έγγρ. 17349/39), ότι στο Άργος έκαναν βόϊβοντα τον Νουμάνμπεη (Ιω. προς Χαρ. 12 Μαΐου 1818, έγγρ. 17249/23), ότι «εσηκώθη (=αφαιρέθηκε) το κονσολάτον του Ιμπερίου (=Αυτοκρατορίας) από τον σιόρ Τζανίνι» (Ιω. προς Χαρ. 14 Οκτ. 1818, έγγρ. 17317/12), ότι στις αρχές Απριλίου του 1818 ήρθε στην Τριπολιτζά ο νέος πασάς του Μοριά (Ίτζελη Αχμέτ) (έγγρ. 17348/11, 17348/27, 17349/4), ότι πέθανε ο (Αναγνώστης) Παπάζογλου (Ιω. προς Χαρ. 2 Ιουλίου 1818, έγγρ. 17350), ότι εκήρυξαν τον Ίτζελη «άζιλ» (=έκπτωτον) από το καπετάν πασαλίκι, και ότι στην Πόλη γίνονταν «λογοτριβές γιαννιτσάρων ατάκτων, με φωτιάν αρκετήν» (Ιω. προς Χαρ. 16 Αυγ. 1818, έγγρ. 17350/50), ότι ο Ισούφ μπέης επήρε τον «μουκατά» (=ενοικίαση προσόδων) των Καλαβρύτων (Χαρ. προς Ιω. 9 Οκτ. 1818, έγγρ. 17352/6), ότι συνέβη «ανέλπιστη φυγή του Ανδρέα Λόντου και κυρ Ανδρέα Ζαΐμη», οι οποίοι «ανεχώρησαν, άγνωστον που» (Χαρ. προς Δημ. 17 Μαρτ. 1819, έγγρ. 17360/11) και κρύβονταν «μάλλον στην Τεμένη», γιατί ήρθε τούρκικο φιρμάνι (Χαρ. προς Ιω. 26 Μαρτίου 1819, έγγρ. 17360/14, και Ιω. προς Χαρ. 2 Απρ. 1819, έγγρ. 45393/1), ότι τον Μάϊο του 1819 έγινε η αναχώρηση του Δραγουμάνου (Γεωργίου Ουαλεριανού) (Χαρ. προς Ιω. 13 Μαΐου 1819, έγγρ. 17318/15 και έγγρ. 17361/25) εξαιτίας κάποιας διαμάχης μεταξύ των προεστών και ότι «η κατάστασις περιεπλάκη και κατέστη λαβύρινθος» (Χαρ. προς Ιω. 26 Νοεμβρίου 1819, έγγρ. 17365/25), ότι «οι Παργινοί ευρίσκονται εις αστασίαν, ήδη δε επέρασαν εις Κορφούς, όπου μετοίκησαν» (Χαρ. προς Ιω. 26 Απρ. 1819, έγγρ. 17360/31), ότι «η σημερινή κατάστασις εις Πάτρας είναι πράγμα ακατανόητον», και ότι οι Τούρκοι τρώγονται μεταξύ τους χειρότερα από τους Ρωμιούς (έγγρ. 17361/25), ότι υπήρχε στην Τριπολιτσά, στην Καλαμάτα, και αλλού επιδημία πανώλους, ότι οι Περρουκαίοι πήγαν στο Κουτσοπόδι, τα χωριά άδειασαν, οι άνθρωποι ζούσαν σε καλύβες, στην πόλη του Άργους είχαν μείνει μόνο 100 (Ιω. προς Χαρ. 20 Φεβρ. 1819, έγγρ. 45747), ότι στην Αρκαδιά υπήρχε ακαταστασία εναντίον του Γρηγόρη Παπαφωτόπουλου (Ιω. προς Χαρ. 22 Απρ. 1819, έγγρ. 45749), ότι «τον (Μητροπολίτη) Τριπολιτζάς τον σήκωσαν (=καθαίρεσαν) από την επαρχίαν του» (4 Δεκ. 1819, έγγρ. 45759),[10] ότι εξεδόθη χάτι σερίφι (=σουλτανικό διάταγμα) για τον κυρ Θάνο (Κανακάρη) και τον Δημ. Περρούκα «να μένουν βεκίληδες παντοτινοί χωρίς να τους ενοχλή κανένας εις το παραμικρόν και να μένη Δραγουμάνος αυτός που θέλουν αυτοί» (29 Ιουλίου 1819, έγγρ. 45751), ότι ο Ασημάκης Φωτήλας αποφάσισε να δεχθή το προεστιλίκι (28 Μαΐου 1819, έγγρ. 17361/41), ότι «ο μεγαλοπρεπέστατος ενεδύθη χθες το του καϊμακάμη σημείον, διο και εχάρημεν ου μικρόν δια το εχέφρον και ασκανδάλιστον του υποκειμένου του» (Ιω. προς Χαρ. 2 Αυγ 1820, έγγρ. 17377/1), ότι ο Λουδοβίκος Στράνης έγινε κόνσολος της Σβερίας (Σουηδίας) (επιστ. 20 Σεπτ. 1820, έγγρ. 17378/19), κλπ. κλπ.
Αξίζει να επαναληφθεί εδώ ολόκληρο το τμήμα της επιστολής του Χαραλάμπη προς τον Δημήτριο από 16 Αυγ. 1817 (έγγρ. 17339/22), σχετικά με το σεισμό που κατέστρεψε την όμορφη Βοστίτζα:
«Εμείς, αδελφέ, ευρισκόμεθα ριψοκίνδυνοι, δια τους καθημερινούς υπερβολικούς σεισμούς, οίτινες ήρχισαν από της α΄ Ιουλίου και (συνεχίζονται) ως σήμερον, από 6 έως 7 την ημέρα, πλην εις τας 11 τρέχοντος εις τας τρεις η ώρα της ημέρας έγινε ένας όστις εκράτησεν 7 λεπτά και εις εκείνην την στιγμήν εκρημνίσθησαν όλα τα οσπίτια Βοστίτζας, εσηκώθη η θάλασσα εις δεκατρείς πήχες και επλάκωσεν αυτήν την δοάναν (=τελωνείο), έπνιξε όσα καΐκια ευρέθησαν εις το πόρτον (=λιμάνι) και όσα ευρέθησαν πλησίον. Εχάθησαν τέλος πάντων 130 άνθρωποι και εξόχως όσοι εσκοτώθησαν. Αυτό ηκολούθησεν εις εκείνην την στιγμήν, και έκτοτε δεν έπαυσαν οι σεισμοί. Ούτως η περιφέρεια Βοστίτζας βρωμά από τιάφι. Και πλέον οποίον το τέλος Κύριος οίδεν».
Στην αλληλογραφία του Χαραλάμπη διασώζονται επίσης πληροφορίες για τις τιμές διαφόρων προϊόντων, όπως για την τιμή του βαμπακιού στις 30 Ιανουαρίου 1816, ότι ανέρχεται σε 4 γρόσια και 20 παράδες (έγγρ. 45355), για την τιμή του σιταριού, ότι το ρώσικο σιτάρι που ήρθε από την Ύδρα στις 12 Ιουνίου 1816, επωλήθη προς 22 γρόσια το κουβέλι (Χαρ. προς Δημ. 13 Ιουνίου 1816, έγγρ. 45368/2), ότι το μετάξι το πωλούσαν στη Δουμενά 45 γρόσια (Χαρ. προς Ιω. 21 Αυγ. 1816, έγγρ. 17330/39), ότι η σταφίδα έφθασε στα 300 γρόσια στις 24 Αυγούστου 1816 (Χαρ. προς Ιω., έγγρ. 17330/42), ότι η τιμή του αραποσιτιού στο Άργος ήταν 15 γρόσια τον Οκτώβριο και σε 2 μήνες ανέβηκε στα 18. Εξάλλου, στις 5 Ιουλίου 1819 γράφει ο Χαραλάμπης στον Δημήτριο διάφορες ισοτιμίες νομισμάτων, «που είναι όλα δυσεύρετα» (έγγρ. 17364/13). Έτσι μαθαίνουμε ότι οι δούπιες Ισπανίας αξίζουν γρόσια 104, τα τάλαρα κολονάτα Ισπανίας 6,36, τα τάλαρα ρεγγίνας 6,28, τα βενέτικα 14,30, τα μαντζιάρικα (=ουγγρικά) 14,20 και τα φουντούκια 14 γρόσια έκαστο. Ενδιαφέρον έχει από νομικής και κοινωνικής απόψεως η πληροφορία ότι κάποιος χρεώστης του Χαραλάμπη, επειδή δεν είχε να του δώσει το υπόλοιπο του χρέους του, του πώλησε το αμπέλι του εκτάσεως 2½ στρεμμάτων εις τιμήν 370 γρόσια το στρέμμα. Ο Ιωάννης παρακαλείται να βάλει τον επιστάτη τους Φλόκα να το μετρήσει και να βρει τους συνοριάτες, καθώς και να βοηθήσει να βγει το σχετικό χοτζέτι (έγγρ. 17365/23, 25 Νοεμ. 1819).
Επίσης στην αλληλογραφία διασώζονται πληροφορίες οικογενειακού χαρακτήρος, όπως, ότι την 8 Νοεμβρίου 1814 έγινε ο γάμος του Ιωάννη Περρούκα, (10 Νοεμ. 1814, έγγρ. 45459). Πολλές είναι οι αναφορές στον φιλάσθενο γαμβρό του Χριστόδουλο Σεβαστό. Ο Χριστόδουλος, σύζυγος της αδελφής τους Ευγενίας και αδελφός του Μητροπολίτη Κορίνθου Ζαχαρία Β’, επί μισθώ γιατρός του Άργους, ο οποίος είχε προβλήματα υγείας από παλαιότερα (1811), κατά το 1817 ήταν «σε άγριο χάλι» (Χαρ. προς Ιω. 16 Μαρτίου 1817, έγγρ. 45605). Οι γιατροί στο Άργος δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε. Σύμφωνα με πληροφορίες ιατρού (του σινιόρ Αυγουστή) προς τον Χαραλάμπη, ο δοτόρος έπασχε «ή από γαλλικά πάθη ή από λώβαν», ασθένεια που ήταν κολλητική, αν και δεν δημιουργούσε κίνδυνο ζωής. Ο Ιωάννης πληροφορούσε τον Δημήτριο ότι του δοτόρου εγέμισαν «τα χέρια και πόδια και κεφαλή από σπυργιά ανοιχτά δίκην φουντανέλων» (επιστ. 15 Απρ. 1817, έγγρ. 45626). Ο Χριστόδουλος αναγκάστηκε τελικά τον Ιούνιο του 1818 να μεταβεί στην Πάτρα και από εκεί στο Λιβόρνο για να αναζητήσει θεραπεία. Σε επιστολή του προς τον Ιωάννη από 25 Νοεμβρίου 1819, ο Χαραλάμπης τον ενημέρωνε ότι έφθασε φήμη από το Λιβόρνο για «την κακή κατάσταση του αδελφού δοτόρου, θεσπίσαντες το πάθος ανίατον» (έγγρ. 17365/23), ένα μήνα όμως αργότερα, στις 20 Δεκ 1819, ο Ιωάννης απαντά ότι ο δοτόρος έστειλε επιστολή στον αδελφό του Μητροπολίτη (Κορίνθου Ζαχαρία Β’) λέγοντας ότι είναι καλά (έγγρ. 17367/12).
Συχνές είναι οι περιπτώσεις όπου ο Χαραλάμπης εκτελεί διάφορες παραγγελίες των συγγενών και φίλων του, για την αποστολή διαφόρων πραγμάτων, από εμπορεύματα μέχρι απίθανα μικροπράγματα. Έτσι, ο Ιωάννης τον παρακαλεί να στείλει διάφορα οικοδομικά υλικά και καρφικά στον Παπαλέξη Οικονόμο στην Ανδρίτσαινα μέσω Πύργου (11 Ιανουαρίου 1819, έγγρ. 17362/5, Παπαλέξης προς Ιω. 24 Ιαν. 1819, έγγρ. 17369/17, Ιω. προς Χαρ. 26 Ιανουαρίου 1819, έγγρ. 17362/19). Επίσης ο Ιωάννης ζητά δύο ωρολόγια έως 250 γροσίων το καθένα, (20 Φεβρ. 1820, έγγρ. 17371/15, και με άλλη επιστολή (6 Μαρτίου 1820, έγγρ. 17372/6), πάλι τα 2 ωρολόγια, «καλά των 350 γροσίων, χρυσά». Επίσης, ο Ιωάννης ζητά δύο ταμπακέρες για κάποιον φίλο του (Ιω. προς Χαρ, 24 Σεπτεμ. 1820, 17378/31). Ο θείος του Σωτ. Περρούκας ζητάει καρφιά ( 3 Απριλίου 1817, έγγρ. 17337/5) και «κερεστέ» (=ξυλεία) για το σπίτι που χτίζει (8 Ιουλίου 1819, έγγρ. 45704) και διάφορα άλλα αντικείμενα και οικιακά σκεύη (μαχαιροπήρουνα, κουτάλια κλπ.). Επίσης, ο Χαραλάμπης στέλνει στον Ιωάννη «μια κασέλα με 20 ρούμας, από τας πλέον φίνας οπού η πιάτζα μας έχει και δέκα ροσόλια Λιβόρνου αξιολογώτατα». Επίσης στέλνει και 20 «πλάκες βολίμι». Τα ρούμια για τον νέο δραγουμάνο, τις πλάκες μολυβιού για τον Ραγίπ πασά στο Ανάπλι (επιστ. 12 Μαρτίου 1820, έγγρ. 17372/13). Σημειώνεται ότι ο Ραγίπ πασάς ήταν φίλος του Καρτσιώτη στο Τριέστι (Ραγίπ πασάς προς Ιω. Περρούκα 10 Ιουλίου 1820, έγγρ. 17376/29). Επίσης ο Ιωάννης ζητά από τον Χαραλάμπη 4 «τσίτσες» των 5 η 6 μποτσών, χαρτί, αυγοτάραχο, ρούμια και ροσόλια, κλπ., ενώ ο Χαραλάμπης ζητά από τον Ιωάννη ένα άλογο, και από τον Δημήτριο 4 τσιμπούκια και 2 λαχούρια των 1500 γροσίων έκαστο για τον Λουδοβίκο Στράνη, ενώ ο Δημήτριος ζητά από τον Χαραλάμπη νήμα από την Ζάκυνθο, κλπ. κλπ..
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, ότι μέσα από την αλληλογραφία του Χαραλάμπη Περούκα αναδύεται ανάγλυφη η μορφή του και η εμπορική του δραστηριότητα, αλλά και γενικότερα αποκαλύπτεται με άγνωστες λεπτομέρειες η εμπορική, οικονομική και κοινωνική ζωή στην Πάτρα και στην Αχαΐα κατά την προ-επαναστατική εποχή.
Υποσημειώσεις
[1] Δυστυχώς δεν υπάρχει ειδική μονογραφία ούτε για την οικογένεια Περρούκα, ούτε για κάποιο μέλος της. Για την οικογένεια Περρούκα γενικές πληροφορίες, βλ. Αθανασίου Θ. Φωτοπούλου, Οι κοτσαμπάσηδες της Πελοποννήσου κατά τη δεύτερη Τουρκοκρατία (1715-1821), Αθήνα 2005 (σποράδην), όπου και περαιτέρω βιβλιογραφία. Για το πλούσιο Αρχείο της οικογένειας, βλ. Ηλία Γιαννικοπούλου, Το Αρχείο Περρούκα του Άργους, Πρακτικά Γ΄ Τοπικού Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών, Αθήναι 2006, σελ. 333-350. Για την ταξινόμηση, καταλογογράφηση και αρίθμηση του Αρχείου Περρούκα, λεπτομέρειες στις σελ. 337 επ. Στην παρούσα μελέτη, για να μην επιβαρύνουμε υπερμέτρως το κείμενο με πλήθος υποσημειώσεων, προτιμήσαμε να ενσωματώσουμε μέσα στο κείμενο της κύριας εργασίας μας τις πολυπληθείς παραπομπές στα έγγραφα κατά τρόπο τηλεγραφικό (ονόματα αλληλογράφων, ημεροχρονολογία και αριθμός εγγράφου).
[2] Με το εμπόριο ασχολείτο η οικογένεια Περρούκα, ίσως από τα μέσα του 18ου αιώνα. Από έγγραφο του Αρχείου της οικογένειας της 25 Νοεμβρίου 1781 (έγγρ. 17160/1) μαθαίνουμε ότι τα τέσσερα άρρενα τέκνα του Δημητρίου Περρούκα, Γεωργαντάς, Αποστόλης, Νικόλαος και Σωτήριος υπέγραψαν συμφωνητικό εταιρείας καταθέτοντας έκαστος κάποιο πόσο ως «σερμαγιά» και καθορίζοντας τους όρους συνεργασίας τους. Ως γνωστόν, ο Αποστόλης εγκαταστάθηκε αργότερα και σταδιοδρόμησε ως έμπορος τουλάχιστον από το έτος 1788 στην Πάτρα, όπου και παντρεύτηκε την κόρη του πατρινού εμπόρου Γεωργίου Κονταξή. Περισσότερα βλ. στην εργασία Ηλία Γιαννικοπούλου, Ειδήσεις του Αρχείου Περρούκα για τον κλάδο της οικογένειας στην Πάτρα, Μνημοσύνη, τόμος ΙΣΤ΄ (2002-2003), Εν Αθήναις, 2007, σελ. 209-231, με πολλά άγνωστα στοιχεία αντλημένα από το εν λόγω Αρχείο. Με το εμπόριο ασχολούντο και άλλες προυχοντικές οικογένειες της Πελοποννήσου (Ζαΐμηδες, Λόντοι, κ.ά.). Βλ. Αθαν. Θ. Φωτοπούλου, Οι κοτσαμπάσηδες…, ό.π. σελ. 202 επ. Ειδικά για την Πάτρα, σελ. 207 επ. Για τους Περρουκαίους, σελ. 208 επ. (Ο συγγραφέας, ακολουθώντας την λανθασμένη πληροφορία του Τριανταφύλλου, δέχεται ότι στην Πάτρα είχε εγκατασταθεί και ο αδελφός του Χαραλάμπη Ιωάννης, ο οποίος όμως ως πρόκριτος έμενε μονίμως στο Άργος. Επίσης, εκ παραδρομής δέχεται ότι ο Χαραλάμπης ήταν προεστός της Πάτρας, ενώ προεστός υπήρξε μόνο ο θείος του Αποστόλης). Επίσης, για το εμπόριο στην Πάτρα, βλ. Λουκίας Δρούλια, Η εμποροεταιρεία των αδελφών Ζαΐμη, Παν. Χειλόπουλου και Σπ. Κανέλου, Πάτρα 1814-1816, Πρακτικά του Β΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοπ/κών Σπουδών, τόμ. Γ΄ , Εν Αθήναις 1981-1982, σελ. 371-379, Β. J. Slot, Αι Πάτραι και αι οικονομικάι επαφαί των με την Δυτικήν Ευρώπην, αυτόθι, σελ. 265-272 και γενικώς στην Πελοπόννησο, Ελένης Κ. Γιαννακοπούλου, Το εμπόριον εις την Πελοπόννησον κατά την β΄ πενταετίαν του 19ου αιώνος, Πελοποννησιακά, τόμ. ΙΒ΄, 1976-1977, σελ. 103-151. Όλες οι εργασίες τονίζουν ότι η Πάτρα αποτελούσε αξιόλογο εμπορικό κέντρο της Πελοποννήσου.
[3] Για τους στενούς δεσμούς των Περρουκαίων με την Αχαΐα και την Πάτρα, ειδικότερα για την οικογένεια του Αργείτη εμπόρου και προεστού της Πάτρας Αποστόλη Περρούκα, βλ. Ηλία Γιαννικοπούλου, Ειδήσεις…, ό.π., σελ. 209-231, όπου και άλλη βιβλιογραφία
[4] Στο βιλαέτι του Άργους υπήγοντο κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και χωριά πολύ απομακρυσμένα γεωγραφικά από την περιοχή αυτή, όπως τα χωριά Χαλκιάνικα, Δουμενά και Μαυρομάτι, του βιλαετίου Καλαβρύτων, η Άλβαινα, του βιλαετίου Αρκαδιάς και τα Κάτω Χωριά ή Λυμποχώρια της Κυνουρίας (Κοσμάς, Πλάτανος, Αγ. Βασίλειος, Παλαιοχώρι, κλπ.), του βιλαετίου Αγίου Πέτρου. Βλ. Ηλία Γιαννικοπούλου, Η Άλβαινα επί Τουρκοκρατίας και η σχέση της με τον καζά Άργους, Ολυμπιακή Εστία, τόμ. Ε΄, Αθήνα 2006, σελ. 71-82, όπου συζήτηση του ιστορικού αυτού «παραδόξου» και παραπομπές σε άλλες πηγές.
[5] Για τον εκ Κεφαλληνίας Τζανίνη (πρόξενο της Αυστρίας), τον (Ανδρέα) Κοντογούρη (πρόξενο της Πρωσίας, Βαυαρίας, Σαρδηνίας και Αμερικής), τον Παπαδιαμαντόπουλο, τον Λουδοβίκο Στράνη (πρόξενο της Σουηδίας), τον Καρτραϊτ, και άλλα αναφερόμενα πρόσωπα της κοινωνίας των Πατρών, βλ. τα σχετικά λήμματα στο Κώστα Ν. Τριανταφύλλου, Ιστορικόν Λεξικόν των Πατρών, β΄ έκδ. Πάτραι, 1980, αλλά και το έργο Στεφάνου Ν. Θωμοπούλου, Ιστορία της πόλεως Πατρών, έκδ. β΄, Πάτραι 1950 (σποράδην, ιδιαίτερα σελ. 533-564)
[6] Σύμφωνα με τον Βαλέριο Γ. Μέξα, Οι Φιλικοί, Αθήναι 1937, σελ. 66 αρ. 441, ο Χαραλάμπης Περρούκας εμυήθη στην Φιλική Εταιρεία στις 20 Δεκεμβρίου 1819 στην Πάτρα, από τον Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο, σε ηλικία 26 ετών, προσφέροντας 600 τάλαρα. Εξάλλου, την ίδια ημέρα και από τον ίδιο Φιλικό μυήθηκε στην Κερπινή Καλαβρύτων ο γαμβρός του Δημητράκης Ζαΐμης, ετών τότε 47, προσφέροντας και αυτός 600 τάλαρα. Ο Ασημάκης Φωτήλας είχε μυηθή την 26 Σεπτεμβρίου 1819 από τον Παν. Αρβάλη. Στον κατάλογο που χρησιμοποιεί ο Μέξας, δεν υπάρχει το όνομα του Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου. Για την μύηση του Χαραλάμπη, βλ. επίσης Ιω. Μελετοπούλου, Η Φιλική Εταιρεία, Αθήναι 1967, σελ. 165, αρ. 516. Ας σημειωθεί ότι ουδεμία μνεία γίνεται στη σωζομένη αλληλογραφία του Χαραλάμπη περί της συμμετοχής του ή όχι στη σύσκεψη της Βοστίτζας. Το θέμα παραμένει αδιευκρίνιστο. Τον Χαραλάμπη θέλουν παρόντα μόνον οι Π. Π. Γερμανός και Ι. Φιλήμων. Βλ. Τάσου Αθ. Γριτσοπούλου, Η εις Βοστίτζαν μυστική Συνέλευσις των Πελοποννησίων ηγετών (26-29 Ιαν. 1821), Μνημοσύνη, τόμ. ΙΔ΄, (1972-1973), Εν Αθήναις, 1973, σελ. 3-60, όπου και αναφορά στις αντιθέσεις μεταξύ των ανταγωνιζομένων φατριών των Ελλήνων κατά τα έτη 1819 και 1820, σελ. 29 επ. Του αυτού, Διαμάχη των κομμάτων Πελοποννήσου δια τον δραγομάνον Θεοδόσιον το 1820, Πελοποννησιακά, τόμ. Ι΄, Αθήναι 1974, σελ. 165-171. Για τις παλαιότερες διαμάχες μεταξύ των Ελλήνων προκρίτων, για την ύπαρξη δύο «κομμάτων» (αρκαδικού και αχαϊκού) και για κάποιο συνυποσχετικό που υπέγραψαν οι πρόκριτοι στην Τριπολιτσά την 1 Απριλίου 1816, βλ. Του αυτού, Ιστορία της Τριπολιτσάς, τόμ. Α΄, Αθήναι 1974, σελ. 462 επ.
[7] Για τις πρώτες ώρες της Επανάστασης στο Άργος, για την ύπαρξη εκεί δύο «κομμάτων», για την προσέλευση των στρατιωτών των Χαλκιάνικων και της Δουμενάς στο Άργος, και όλες τις κινήσεις του Νικολάου «Μπερούκα», βλ. Φωτίου Χρυσανθοπουλου ή Φωτάκου, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. Α΄, Εν Αθήναις 1899 (φωτογρ. ανατύπωση 1974), σελ. 70 επ., όπου επίσης οι επιφυλάξεις και της οικογένειας Νοταρά για τη σκοπιμότητα και την επιτυχία της εξέγερσης.
[8] Για την υπόθεση του Διμηνιού βλ. φυλλάδιο Ανωνύμου, «Έκθεσις της περί του χωρίου Δυμηνίου υποθέσεως, Αθήναι [1840]. Εκατοντάδες έγγραφα του Αρχείου Περρούκα αναφέρονται είτε αποκλειστικώς είτε μερικώς στην υπόθεση του «ιδιόκτητου χωρίου Διμηνιού» και στις δίκες μεταξύ του Δημ. Περρούκα και των συμπεθέρων του Βλάσηδων, αλλά και των εξαδέλφων του, αδελφών Σωτηρίου Περρούκα, για την ιδιοκτησία και την κάρπωση των κτημάτων του Διμηνιού.
[9] Για τους πολύχρονους και πολυδάπανους δικαστικούς αγώνες του Δημητρίου Περρούκα και τις ποικίλες επιπλοκές στην απόδοση της παρακαταθήκης του Χαραλάμπη από τον Προκόπιο Δ. Καρτσιώτη και τους κληρονόμους του στην Τεργέστη, βλ. την ειδική μελέτη Ηλία Γιαννικοπούλου, Πολυχρόνιοι δικαστικοί και εξώδικοι αγώνες Δημ. Περρούκα για την απόδοση παρακαταθήκης, Πρακτικά του Ζ΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, τόμ. Γ΄, Αθήναι 2007, σελ. 177-197, που είναι βασισμένη εξ ολοκλήρου στα ανέκδοτο υλικό του Αρχείου της οικογένειας Περρούκα.
[10] Πρόκειται ασφαλώς περί του Μητροπολίτη Τριπολιτζάς και Αμυκλών Διονυσίου, ο οποίος καθαιρέθηκε με συνοδική πράξη επί Γρηγορίου Ε’, επειδή ευλόγησε τον «ανευλόγητον γάμον» του ιεροδιακόνου Προκοπίου Καρτσιώτη κατά παραβίαση των ιερών κανόνων. Βλ. Τάσου Αθ. Γριτσοπούλου, Ιστορία…, τόμ. Α΄ Αθήναι 1972, σελ. 422 και Στ. Α. Κουτίβα, Περί την διαθήκην του Δημητρίου Καρυτσιώτου, Αθήναι 1958, σελ. 9-10. Ο Προκόπιος, μετέπειτα μεγαλέμπορος στην Τεργέστη, είναι αυτός που συνδέεται και με την παρακαταθήκη του Χαραλάμπη, για την οποία βλ. την προηγούμενη υποσημείωση.
Ηλίας Γιαννικόπουλος*
Δικηγόρος – Διδ. Πανεπ. Εδιμβούργου
Ο Χαραλάμπης Περρούκας ως έμπορος στην Πάτρα προεπαναστατικώς – Πρακτικά του Εκτάκτου Αχαϊκού Πνευματικού Συμποσίου 2006, Αθήνα, 2009.
Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
* Ο Ηλίας Γιαννικόπουλος γεννήθηκε στα Λαγκάδια το 1947. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Παν/μίου Αθηνών και πήρε ο πτυχίο του το 1970. Τον Οκτώβριο του 1974 με κρατική υποτροφία μετέβη για ανώτερες σπουδές στο εξωτερικό. Το 1975 απέκτησε από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου Δίπλωμα Εγκληματολογίας, και το 1980 ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Φιλοσοφίας (Ph.D.) στη Νομική Σχολή του ιδίου Πανεπιστημίου. Δικηγόρησε στην Αθήνα.
Έχει λάβει μέρος σε πολλά επιστημονικά συνέδρια με εισηγήσεις και έχει πραγματοποιήσει δεκάδες ομιλίες σε όλη την Ελλάδα με ιστορικό και φιλολογικό περιεχόμενο. Έχει επίσης δημοσιεύσει πολλές επιστημονικές μελέτες και δεκάδες βιβλιοκριτικές σε περιοδικά και εφημερίδες. Ασχολείται με αρχειακή έρευνα.
Μεταξύ άλλων, έχει δημοσιεύσει τις φιλολογικές μελέτες: «Η αρκαδική μυθολογία στην αγγλική ποίηση», «Ο Άγγλος ποιητής Σουίμπωρν και το έργο του «Η Αταλάντη στην Καλυδώνα», «Η «Οδύσσεια» του Νίκου Καζαντζάκη», «Νικηφόρος Βρεττάκος», «Ο Νίκος Γκάτσος και η “Αμοργός” του».
Είναι μέλος του ΔΣ της «Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας (Εθνικού Ιστορικού Μουσείου)», της «Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών, της «Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών επί του νεωτέρου Ελληνισμού», Ομότιμο μέλος της «Εταιρείας των Φίλων του Λαού» κτλ.
Σχετικά θέματα:
- Η αρχόντισσα του Άργους Αγγελική Νικ. Περρούκα (1756-1836)
- Όψεις καθημερινότητας στην ιδιωτική ζωή του Βεκίλη Δημητρίου Περρούκα στην Κωνσταντινούπολη (1813-1821)
- Οι προυχοντικές οικογένειες του Άργους (1715-1821)
- Φορολογικές και Οικονομικές πληροφορίες από το αρχείο Περρούκα
- Οικογένεια Περρούκα
- Ιατρική στην Αργολίδα 1800-1820
- Η καθαίρεση του Χαράλαμπου Περρούκα, ως αφορμή του εμφυλίου πολέμου
- Φορολογικές επιβαρύνσεις και δαπάνες του καζά Άργους κατά την τελευταία προεπαναστατική δεκαετία: τέσσερα δεφτέρια του 1811 και του 1817/1818
- Οι προύχοντες της Πελοποννήσου στα Ορλωφικά και πριν το 1821
- Πολιτικοί όροι και οικονομικές λειτουργίες στην προεπαναστατική ΠελοπόννησοΟικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στη βόρεια Πελοπόννησο την εικοσαετία 1800-1820 – Όλγα Δ. Καραγεώργου-Κουρτζή
- Ειδήσεις του αρχείου Περρούκα για τον κλάδο της οικογένειας στην Πάτρα
Εδώ η ανακοίνωση σε μορφή Portable Document Format (PDF): Ο Χαραλάμπης Περρούκας ως έμπορος στην Πάτρα προεπαναστατικώς
Σχολιάστε