Σελίδες Αργειακής Υφαντουργίας: Υφαντουργία Αφοί Δ. Μαρίνου
Η τοπική οικονομική ιστορία παρουσιάζει διακυμάνσεις και εξελίξεις που ενεργούν ως οδηγοί για την έρευνα σχετικά με την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη ενός χώρου – αστικού, ημιαστικού ή αγροτικού – καθώς και με τις πιθανές διασυνδέσεις που μπορεί να την επηρεάζουν και που συνδέονται με διάφορες καταστάσεις: την γενικότερη οικονομική κατάσταση ενός κράτους, τις διεθνείς εξελίξεις, τις πολιτικές που εφαρμόζονται για την ανάπτυξη ενός τομέα ή γενικότερα ενός τόπου, τις λογικές λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τους μηχανισμούς χρηματοδότησης που μπορεί να συνιστούν πηγή ανάπτυξης ή αντίθετα υπανάπτυξης και στραγγαλισμού των εγχώριων παραγωγικών δυνάμεων.
Ο οικονομικός παράγοντας όμως, παρά τη σημασία του, δεν μπορεί από μόνος του να καθορίζει και να εξηγεί τις σχέσεις που διαμορφώνονται σε έναν τομέα ή στο σύνολο της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Οι συνεργατικές ή ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ εταίρων, η θέση μέσα στην κοινωνία και η δυναμική που αναπτύσσεται μεταξύ οικονομικών και κοινωνικών φορέων, οι ιδεολογίες, οι αξίες και οι στάσεις, που οργανώνονται σχετικά με κυρίαρχα θέματα που απασχολούν την κοινωνία (εργασία, εκπαίδευση, υγεία), αποτελούν σημαντικούς μηχανισμούς διαμόρφωσης σχέσεων. Θα πρέπει να σημειωθεί πως η οργάνωση της εργασίας για μια ολόκληρη περίοδο απαντά σε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που ενσωματώνονται σε δομές οικογενειακού τύπου κάτι που έχει ολοκληρωτικά χαθεί σήμερα.

Εργοστάσιο Υφαντουργίας Αφοί Δ. Μαρίνου. Φωτογραφία: Πλάτων Ριβέλλης. Δημοσιεύεται στο πρόγραμμα του «Φεστιβάλ Άργους», 23-30 Ιουνίου 1995.
Με τις προηγούμενες παρουσιάσεις (Κλωστοϋφαντήρια Ρασσιά-Λαλουκιώτη) διαμορφώθηκε ένα πλαίσιο τα χαρακτηριστικά του οποίου φαίνεται να παγιώνονται για την περίοδο που καλύπτει τις δεκαετίες 60-80 μετά από τις οποίες αρχίζει να διαμορφώνεται μια κάμψη στην τοπική υφαντουργία και μέχρι την τελική της κατάρρευση στη δεκαετία του 1990. Το ερώτημα του εάν θα μπορούσε με άλλες πολιτικές και διαφορετικούς τρόπους οργάνωσης να ανταπεξέλθει στο δυσμενές κλίμα που διαμορφωνόταν σχετικά με την ανταγωνιστικότητά της σε διεθνές επίπεδο, είναι ένα θέμα δύσκολο να απαντηθεί αφού ακόμα και σήμερα επιχειρήσεις που είχαν «αντισταθεί» (βλέπε για παράδειγμα την επιχείρηση Λαναρά στη Νάουσα) βρίσκονται στο χείλος της κατάρρευσης με σημαντικά αρνητικές επιπτώσεις για την τοπική κοινωνία και οικονομία.
Πάντως η έρευνα που έχει πραγματοποιηθεί μέχρι τώρα αναδεικνύει στοιχεία ικανά να μας εξηγήσουν ορισμένα, τουλάχιστον, αίτια που οδήγησαν έναν από τους ανθηρότερους κλάδους της τοπικής οικονομίας στην κατάρρευση. Βέβαια, φαίνεται πως οι κραδασμοί που δημιουργήθηκαν από τη σταδιακή παύση λειτουργίας των επιχειρήσεων αυτών αποσβέσθηκαν από τον αγροτικό τομέα αφού ένα ικανό μέρος του εργατικού δυναμικού και ιδιαίτερα του γυναικείου, απορροφήθηκε σε επιχειρήσεις του τομέα αυτού με αποτέλεσμα να μην δημιουργούνται στην Αργολίδα σοβαρές κοινωνικές τριβές. Απομένει φυσικά στην έρευνα να καθορίσει τα ακριβή στοιχεία σχετικά με τα θέματα αυτά. Η σημερινή παρουσίαση αποτελεί μέρος του γενικότερου θέματος και είναι από τις πιο σημαντικές αφού από τη μια επιβεβαιώνει ήδη καταγεγραμμένα στοιχεία οικονομικής και κοινωνικής λειτουργίας της αργειακής υφαντουργίας, από την άλλη μας προσφέρει νέα στοιχεία για την πορεία της που ήταν μέχρι τώρα άγνωστα στο ευρύ κοινό.
Από την εμπορία στην παραγωγή
Στην δεκαετία του 1930 ο Ευάγγελος Μαρίνος εμπορεύεται υφάσματα σε ολόκληρη την επαρχία του Άργους αλλά και πέρα από αυτήν. Πρόκειται για μια ικανοποιητική θέση στην τότε εμπορική αγορά που όμως δεν ικανοποιεί τον ίδιο αφού αναλαμβάνει το ρίσκο της αλλαγής επιχειρηματικού προσανατολισμού στον ίδιο πάντα τομέα μαζί με τον αδελφό του Παναγιώτη.
Παρά τους αρχικούς φόβους που συνοδεύουν κάθε νέο εγχείρημα – υπήρχαν εξάλλου ήδη μεγάλες επιχειρήσεις στον τομέα αυτό όπως του Λαλουκιώτη – το 1933 αρχίζουν να χτυπούν οι πρώτοι μηχανοκίνητοι αργαλειοί της νέα επιχείρησης «Αφοί Μαρίνου» στην οδό Ζαΐμη που φτάνει σταδιακά τους 15 περίπου εργαζόμενους και εξελίσσεται με γρήγορους ρυθμούς. Η ηλεκτροδότηση αποτελεί ένα μεγάλο αναπτυξιακό εργαλείο για τις επιχειρήσεις της εποχής και ας σημειωθεί, με την ευκαιρία αυτή, πως στη Ζαΐμη και τη γύρω από αυτήν περιοχή εγκαθίστανται τρεις υφαντουργικές μονάδες, δηλαδή ο Ε. Μαρίνος, οι Λαλουκιώτης – Ρασσιάς και Νάσκος (Ρουσσόπουλοι – Σκλήρης).
Η ανάπτυξη της υφαντουργίας στην περιφέρεια ακολουθεί τους ίδιους γρήγορους ρυθμούς με αυτούς των επιχειρήσεων του κέντρου με τις οποίες, εξάλλου, βρίσκονται σε άμεση σχέση. Αλατζάδες, λινά και βαμβακερά, τα λεγόμενα τσελβόλ υφάσματα [είδος συνθετικού υφάσματος που παράγεται από βισκόζη και μοιάζει με μεταξωτό], κουβέρτες για το στρατό είναι μερικά από τα προϊόντα που παράγει η επιχείρηση. Η πορεία αυτή έμελλε ν’ ανατραπεί από τη γερμανική κατοχή και πολλές επιχειρήσεις παύουν να λειτουργούν, ενώ αρχίζει η δύσκολη περίοδος μιας κατοχικής οικονομίας. Ότι μπόρεσε να σωθεί από την παραγωγή (υφάσματα, κλπ), θάβονται σε κάβες και σε υπόγεια με την ελπίδα μιας νέας αρχής όταν τελειώσει ο πόλεμος. Το τέλος του πολέμου φτάνει και μαζί του η αποκάλυψη των διαλυμένων παραγωγικών ιστών που πρέπει να φτιαχτούν από την αρχή. Το εργοστάσιο της οδού Ζαΐμη είναι σχεδόν ερειπωμένο αλλά από αυτό θα αρχίσει πάλι μια καινούρια αρχή.
Μια «οικογενειακή» υπόθεση
Ο «οικογενειακός» χαρακτήρας με τον οποίο επενδύονται οι σχέσεις παραγωγής φαίνεται να είναι ένα σταθερό χαρακτηριστικό των επιχειρήσεων μέχρι και τη δεκαετία του 1980 και ιδιαίτερα στις μεγάλες παραγωγικές μονάδες. Σε όσες περιπτώσεις έχουμε εξετάσει μέχρι σήμερα, και η επιχείρηση Μαρίνου το επιβεβαιώνει, η ιδιοκτησία της επιχείρησης καλύπτει κενά και ανάγκες που δεν μπορούσαν να καλυφθούν από τις τράπεζες ή από άλλους οργανισμούς. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις κάλυψης οικονομικών αναγκών των εργαζομένων από την επιχείρηση και αποπληρωμής μέσω του μισθού ή ακόμα συμμετοχής στην κάλυψη διαφόρων έκτακτων αναγκών (π.χ. νοσηλεία, γάμος, κλπ).

Εορτή, πιθανόν, των Αγ. Αναργύρων, προστατών της επιχείρησης. Κάθε 1η Ιουλίου όλοι οι εργαζόμενοι βρίσκονται στα Δερβενάκια στο ναό του Αγ. Σώστη για την εορτή και το φαγοπότι.
Επίσης, όπως και στις υπόλοιπες γνωστές περιπτώσεις, ένα είδος κοινωνικής εισφοράς χρησιμοποιείται ώστε να δοθεί στους εργαζόμενους η αίσθηση του «κοινού σπιτιού»: κάθε 1η Ιουλίου γιορτάζει η εικόνα των Αγ. Αναργύρων, προστατών της επιχείρησης, και όλοι οι εργαζόμενοι βρίσκονται στα Δερβενάκια στο ναό του Αγ. Σώστη για την εορτή και το φαγοπότι. Μερικές φορές επίσης, η επιχείρηση μεταφέρει τους εργαζόμενους στην Έκθεση της Θεσσαλονίκης, όπου οι αντιπρόσωποί της εκθέτουν τα προϊόντα της.
Είναι σημαντικό να σημειώσουμε και πάλι πως με το τέλος των οικογενειακών επιχειρήσεων αυτού του είδους, χάνεται και μια συγκεκριμένη ιδεολογία της εργασίας που θεμελιώθηκε αμέσως μετά τον πόλεμο και που το κύριο πρόσταγμα ήταν η συνοχή των εργαζομένων κάτω από την ίδια εργασιακή σκέπη. Το εργοστάσιο ή η επιχείρηση γενικότερα, παρομοιάζεται με οικία στην οποία ο επιχειρηματίας λειτουργεί με τη στοργικότητα του πατέρα.

Η οικία Μαρίνου, Νικηταρά 2 στο Άργος, προτού κατεδαφιστεί για να κτιστεί το εκτρωματικό κατασκεύασμα, το οποίο σήμερα στεγάζει την Εθνική Τράπεζα
Οι προσωπικές σχέσεις που χαρακτηρίζουν αυτού του είδους την επιχείρηση δίνουν στις δεκαετίες του 1980-90 τη θέση τους σε σχέσεις απρόσωπες με κύριο χαρακτηριστικό πλέον την απώλεια της επαφής με τη διεύθυνση της επιχείρησης που μπορεί πλέον να βρίσκεται εκτός εθνικών συνόρων και αποτελείται από μετόχους σε αντίθεση με την επιχείρηση που εξετάζουμε. Βέβαια, υπάρχουν ακόμα σημαντικά στοιχεία που παραμένουν άγνωστα (μισθοί, συνθήκες εργασίας, κλπ) για τη λειτουργία των επιχειρήσεων αυτών, ελπίζουμε όμως η συνέχιση της έρευνας να μας επιτρέψει τη δημιουργία μιας πλήρους εικόνας στον τομέα αυτό.
Το ζήτημα του εκσυγχρονισμού
Η μεταπολεμική οικονομία εμφανίζει σημαντικές δυνατότητες ανάπτυξης για την υφαντουργία. Οι οικονομίες βρίσκονται ακόμα στο στάδιο του προστατευτισμού και ο εξωτερικός ανταγωνισμός δεν αποτελεί άμεση απειλή για την εγχώρια παραγωγή. Παρά όμως τις θετικές προοπτικές το ζήτημα του εκσυγχρονισμού και της δημιουργίας μιας καλά οργανωμένης παραγωγικής βάσης ώστε να αντιμετωπιστούν καλύτερα θέματα ανταγωνιστικότητας, κυριαρχούν ήδη στις αρχές της μεταπολεμικής περιόδου.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, ο αρχιτέκτονας Δ. Βαλάτας σχεδιάζει και κατασκευάζει το νέο εργοστάσιο υφαντουργίας «Μαρίνου» που μέχρι και τη δεκαετία του 1970 ακολουθεί μια αναπτυξιακή πορεία οπότε και αλλάζει τόσο το ιδιοκτησιακό καθεστώς της επιχείρησης όσο και η παραγωγική και οικονομική πορεία της. Στη διάρκεια της ανοδικής της φάσης η επιχείρηση απασχολεί περισσότερα από εκατό (100) άτομα οργανωμένα σε τρεις βάρδιες, παρακολουθεί τις εξελίξεις του κλάδου μέσω διασυνδέσεων κυρίως στην Ιταλία και τη Γερμανία, οργανώνει την παρουσία της στην ελληνική αγορά μέσω ενός δικτύου πέντε (5) αντιπροσώπων και συμμετέχει μαζί με άλλους στην Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης.
Το σημαντικότερο ζήτημα που προκύπτει για την έρευνα είναι η προσπάθεια που αρχίζει στο τέλος της δεκαετίας του 1950, αλλά δεν ευοδώνεται, για την συνένωση ορισμένων υφαντουργικών επιχειρήσεων, κίνηση που θα μπορούσε να δημιουργήσει έναν σημαντικό υφαντουργικό όμιλο με μεγάλες παραγωγικές και γενικότερα οικονομικές δυνατότητες. Βέβαια, είναι δύσκολο να περιγράψουμε σήμερα την πορεία που θα ακολουθούσε ένα τέτοιο εγχείρημα, όμως η ιδέα της συνένωσης είναι από μόνη της σημαντική για την κατανόηση των επιχειρηματικών αναζητήσεων της εποχής και της δυναμικής που αυτές εμφάνιζαν για την τοπική οικονομία και την κοινωνική συνοχή.
«Κατόπιν των συνεχών επαφών που είχον οι φορείς των Βιομηχανιών Υφαντουργίας α) Γεωργίου Ρασσιά β) Νάσκου-Ρουσσόπουλοι-Σκλήρης και γ) Αφοι Δ.Μαρίνου επί του θέματος της συγχωνεύσεως (ενώσεως) κατέληξαν στα κάτωθι…».
Με τη διατύπωση αυτή αρχίζει το ιστορικό της προσπάθειας συγχώνευσης των τριών επιχειρήσεων στο χώρο της υφαντουργίας που θα μπορούσε να δημιουργήσει νέα δεδομένα στην οικονομία και την αγορά εργασίας της περιοχής. Οι διαβουλεύσεις για τον τύπο, τη λειτουργία και τη διαχείριση της νέας εταιρείας φαίνεται πως ήταν κοπιαστικές αφού έπρεπε να προνοηθούν απαντήσεις για σημαντικά διαχειριστικά ζητήματα και να δοθούν λύσεις σε άλλα που απασχολούσαν ήδη τις επιμέρους επιχειρήσεις. Έτσι, για παράδειγμα, «Η Διοίκησις της νέας εταιρίας μετά πολλών συζητήσεων σχετικά με το ποιος θα δεσμεύση την εταιρίαν με υπογραφήν…..», καταλήγει σε αποφάσεις συμβιβαστικές, όπως σαφώς τονίζεται, που εξυπηρετούν και τις τρεις επιχειρήσεις.
Η συμφωνία επεκτείνεται και σε πολλές άλλες λεπτομέρειες, όπως η οικονομική συμμετοχή των εταίρων στη νέα εταιρεία, η προσφορά μηχανολογικού εξοπλισμού και ο καθορισμός ορισμένων εξαιρέσεων ως προς την παραγωγή προϊόντων που δεν παράγει η νέα επιχείρηση, από έναν από τους μετόχους της (π.χ νήματα).
Ιδιαίτερα για το θέμα του μηχανολογικού εξοπλισμού φαίνεται πως είχαν ήδη αρχίσει προσπάθειες για τον εκσυγχρονισμό του μιας και υπάρχει ιδιαίτερη πρόνοια για τον έναν από τους εταίρους, δηλαδή το Νάσκο και Σία οι οποίοι «από τον καιρό της συζητήσεως μέχρι σήμερον έχουν παραγγείλει και αγοράσει υφαντουργικούς ιστούς. Τους ιστούς λοιπόν αυτούς συνεφώνησαν να αγοράση η νέα εταιρία».
Βέβαια η προσπάθεια για την ανανέωση του τεχνολογικού εξοπλισμού, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, δεν σταματά για καμία από τις υφαντουργικές επιχειρήσεις και αποτελεί έναν από τους παράγοντες εκσυγχρονισμού τους. Άρα δεν θα πρέπει να θεωρείται ως ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν την αργειακή υφαντουργία στην εξαφάνιση. Αντίθετα, οι μηχανισμοί χρηματοδότησης και ο προσανατολισμός τους φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο στο ζήτημα αυτό. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς τι θα μπορούσε να σημάνει για την τοπική οικονομία η συγχώνευση τριών από τις πιο σημαντικές υφαντουργικές επιχειρήσεις, αλλά ούτε και τη θέση που θα κατείχε σε εθνικό επίπεδο. Ποια θα ήταν η βαρύτητα στο επίπεδο της αγοράς εργασίας; Πόσοι εργαζόμενοι συνολικά θα αποτελούσαν το νέο δυναμικό της εταιρείας; Ποια θα ήταν η παραγωγική δυνατότητά της; Μια σειρά από ερωτήματα δηλαδή στα οποία δυσκολευόμαστε να απαντήσουμε λόγω της έλλειψης στατιστικών στοιχείων και αρχείων. Όποια όμως και να ‘ναι η απάντηση δεν αλλάζει τη σημασία της προσπάθειας για μια αλλαγή στο επίπεδο της επιχειρηματικής δραστηριότητας σε έναν τομέα κλειδί για την τοπική οικονομία και κοινωνία.
Η έλλειψη ενός δυναμικού πόλου επιχειρηματικότητας και σοβαρής υποστήριξής της θα οδηγήσει την κάθε επιχείρηση σε μια μοναχική αναζήτηση εκσυγχρονισμού και απαντήσεων σε μια αγορά που γίνεται ολοένα και πιο απαιτητική, ολοένα και πιο ανταγωνιστική. Ακριβώς αυτό συνέβη και με την υφαντουργία Αφοί Δ. Μαρίνου που θα αναζητήσει παραγωγική διέξοδο στον εκσυγχρονισμό του μηχανολογικού της εξοπλισμού και την ανανέωση των προϊόντων στη βάση νέων πρώτων υλών. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 προμηθεύεται νέα μηχανήματα από την Ιταλία, αλλά μαζί με αυτά έρχεται και η αλλαγή στα παραγόμενα προϊόντα και, σταδιακά, η μεγάλη αλλαγή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς της επιχείρησης.
Η ΙREM HELLAS, όπως ονομάζεται η νέα εταιρεία, μετατρέπεται σε βιομηχανία συνθετικών ινών, στη διαχείριση συμμετέχουν και νέοι μέτοχοι (π.χ. Ιταλοί) ώστε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 να έχει αλλάξει πλήρως το ιδιοκτησιακό καθεστώς της πρώην υφαντουργίας Αφων Δ. Μαρίνου.
Στις τελευταίες αναλαμπές θα πρέπει να σημειωθούν οι πολιτιστικές εκδηλώσεις που οργανώνονται με τη βοήθεια της Δημοτικής Αρχής στο χώρο του εργοστασίου. Σε θεατρικές μάλιστα παραστάσεις που δόθηκαν εκεί, εμφανίζεται και ο μετέπειτα σκηνοθέτης των τελετών έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων Κ. Παπαϊωάννου. Παρότι πρόκειται για σπάνια φαινόμενα με μεγάλη καλλιτεχνική και συμβολική σημασία, δεν έχουν καμία θετική επίδραση στην ίδια την επιχείρηση. Η πορεία προς την πτώχευση ήταν αναπότρεπτη. Το εργοστάσιο περιέρχεται στην ιδιοκτησία της Εθνικής Τράπεζας και σήμερα ανήκει στο Δήμο Άργους.
Η εικόνα εγκατάλειψης που εμφανίζει το κτίριο σήμερα, θυμίζει με δέος και λύπη τους δεκάδες εργαζομένους, τις μηχανές, τους υπαλλήλους και τους ιδιοκτήτες που εργάστηκαν, δημιούργησαν και αγωνίστηκαν για να κρατήσουν την επιχείρηση αυτή, όπως και πολλές άλλες, στη ζωή. Δεν πρόκειται για τη διαμόρφωση μιας ωραιοποιημένης εικόνας εργασιακής αρμονίας. Πρόκειται για ένα δύσκολο και βασανιστικό ερώτημα για τους λόγους και τους μηχανισμούς που οδήγησαν πολλές επιχειρήσεις στην κατάσταση αυτή, δεδομένου ότι η αποβιομηχάνιση έπληξε κατά κύριο λόγο την υφαντουργία σε τοπικό και εθνικό επίπεδο στη δεκαετία του 1980. Η σημερινή κρίση φέρνει και πάλι στο φως της μέρας το ζήτημα των μηχανισμών, χρηματοπιστωτικών και άλλων, και των ερωτημάτων για το αν μπορούν να στηρίξουν τις αναπτυξιακές προοπτικές μιας κοινωνίας ή να τις στραγγαλίσουν προς όφελος μιας κοντόφθαλμης, και εν πολλοίς τοκογλυφικής, πολιτικής κέρδους.
Το Δεκέμβριο του 2011, με άρθρο του στην εφημερίδα «Τα Αργολικά», ο Γεώργιος Κόνδης επανέρχεται στο θέμα, και με αφορμή την κατεδάφιση του εργοστασίου «Μαρίνου», γράφει μεταξύ άλλων:
…. στη σκαπάνη κατεδαφίσεων
[…] Οι σκέψεις αυτές γεννήθηκαν κοιτάζοντας την κατεδάφιση του εργοστασίου «Μαρίνου» στο χώρο που θα λάβουν σάρκα και οστά τα νέα σχέδια του Δήμου Άργους. Απέναντι, από το 1ο Λύκειο, μαθητές και καθηγητές παρατηρούν τη θορυβώδη εργασία του «σφυριού» που ρίχνει κολώνες και τοίχους. Οι πρώτοι ίσως και να μη γνωρίζουν την ιστορία του που είναι και ιστορία της πόλης τους ή ακόμα μπορεί να μη γνωρίζουν πως εκεί δούλεψαν κάποιοι, ηλικιωμένοι τώρα, συγγενείς τους. Οι δεύτεροι ίσως και να επικροτούσαν την κατεδάφιση ενός εργοστασιακού κουφαριού που μέσα του έβρισκαν ακόμα στέγη παράνομοι μετανάστες. Υφαντουργικό εργοστάσιο που κατασκευάστηκε εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 1950 από τον αρχιτέκτονα Δ. Βαλάτα, η υφαντουργία «Μαρίνου» έφτασε από τα σπλάχνα της πόλης στην περιφέρεια (1954) καθώς η ανοδική πορεία της αναζητούσε μεγαλύτερους χώρους για τις παραγωγικές της δραστηριότητες.
Από το 1933 που αρχίζει να λειτουργεί μέχρι και τη δεκαετία του 1970 που αρχίζει η αντίθετη πορεία της επιχείρησης, δεκάδες εργάτες και εργάτριες δούλεψαν στους αργαλειούς της και έζησαν τις οικογένειές τους και την πόλη τους. Αυτή είναι η μια πλευρά του θέματος, ίσως λίγο ρομαντική αλλά και αληθινή ταυτόχρονα. Η άλλη πλευρά αφορά στις πολιτικές που ασκήθηκαν σε τούτη τη χώρα, από το κράτος, από τους ιδιώτες και από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ώστε οι παραγωγικές δραστηριότητες να μειώνονται κάθε χρόνο και περισσότερο προς όφελος των αεριτζήδικων οικονομικών συμπεριφορών.
Από την άποψη αυτή ίσως η κατεδάφιση του «Μαρίνου» το Νοέμβριο του 2011 να αποδειχθεί μια εξαιρετικά συμβολική ημερομηνία σ’ αυτή την περίοδο βαθύτατης κρίσης αξιών και οικονομικής ύφεσης. Συμβολίζει την κατεδάφιση των εργασιακών αξιών, των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην εργασία και στην ανθρώπινη διαβίωση και των στοιχείων που μπορούσαν να προβάλλουν ταυτότητες κοινότητας και να (συν)οργανώνουν μελλοντικούς προσανατολισμούς. Το απρόσωπο βοηθά στην εμπέδωση των σχέσεων υποτέλειας και εξάρτησης του ατόμου από τα κέντρα εξουσίας. Η διατήρηση της ιστορικής ταυτότητας (και της εργασιακής επομένως) δημιουργεί σχέσεις συλλογικότητας και αλληλεγγύης, χαρακτηριστικών απαραίτητων για την κοινωνική πρόοδο. Ένα μέρος της τοπικής ιστορίας αλλά και της εθνικής θάφτηκε κάτω από τα ερείπια του εργοστασίου και μαζί του, για μια ακόμα φορά, η αναζήτηση των στοιχείων που θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να δούμε πως θα πάμε μπροστά… Το απρόσωπο και αφιλόξενο του αστικού τοπίου ολοκληρώνεται σταδιακά.
«Αργολίδα σελίδες», Ένθετο της εφημερίδας «Αργολίδα», Χριστούγεννα 2008.
*Ο Γεώργιος Η. Κόνδης είναι Κοινωνιολόγος, διδάσκων στο Τμήμα Παραστατικών και Ψηφιακών Τεχνών της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Διαβάστε ακόμη:
- Κλωστοϋφαντήρια Ρασσιά – Λαλουκιώτη
- Λαλουκιώτης Ιωάννης (1879-1951)
- Υφάντριες
- Πνευματοποιείον – Πνευματοπωλείον Μαυράκη
- Παλίρροια: Βιομηχανία Αεριούχων Ποτών Άργους
- «Εμείς» και οι «Άλλοι» : Η περίπτωση του ανταγωνισμού Άργους – Ναυπλίου
- Ο Κόσμος της εργασίας: Όψεις, Χρόνοι, Χώροι
- Κλωστοϋφαντουργία Αδελφοί Ρετσίνα – Η άνοδος και πτώση ενός κολοσσού
- Τα στέκια του Άργους – Δίκτυα κοινωνικών σχέσεων στον ημιαστικό χώρο (1840-1940)
Καλησπέρα σας, βρήκα το άρθρο σας ψάχνοντας για το Υφαντουργείο Αδερφοί Δ. Μαρίνου Άργος. Ο πεθερός μου ίδρυσε το κατάστημα μας το 1947. Εμείς το συνεχίζουμε. Βρήκα λοιπόν κάποιο ύφασμα τυλιγμένο σε χαρτόνι με τη παραπάνω επωνυμία.
Σας ευχαριστώ πολύ
Αννα Κοσσένα Μπουμπάρη
Ευχαριστούμε για το σχόλιο σας. Δεν ξέρουμε την ποιότητα του υφάσματος που εντοπίσατε, πάντως από το Λύκειο Ελληνίδων μας είπαν ότι τα υφάσματα και τα νήματα των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων του Άργους ήταν υψηλής ποιότητας.