Κλωστοϋφαντουργία Αδελφοί Ρετσίνα – Η άνοδος και πτώση ενός κολοσσού. Αναδρομή στην πορεία της κλωστοϋφαντουργίας του Πειραιά (1872-1981), η οποία υπήρξε μια από τις σημαντικές οικογενειακές επιχειρήσεις στη χώρα – Λήδα Παπαστεφανάκη

Ο βιομήχανος και δήμαρχος Πειραιά Θεόδωρος Ρετσίνας, τέλη 19ου αιώνα (αρχείο Ρετσίνα – Συλλογή Α. Δρούλια).
Η κλωστοϋφαντουργία Ρετσίνα, ιδρυμένη το 1872 στον Πειραιά από τους αδελφούς Θεόδωρο, Αλέξανδρο και Δημήτριο Ρετσίνα, εξελίχτηκε στη μεγαλύτερη της χώρας και κυριάρχησε στην εσωτερική αγορά μέχρι περίπου τις παραμονές του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.
Ο πατέρας των τριών αδελφών Γεώργιος Ρετσίνας, καταγόμενος από το Άργος, υπήρξε από τους πρώτους οικιστές του Πειραιά. Εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην καινούργια πόλη νωρίς τη δεκαετία του 1830, όπου ασχολήθηκε με ποικίλες επιχειρηματικές δραστηριότητες, επένδυσε στην αγορά γης και διατηρούσε οινοπνευματοποιείο από το 1835.
Οι γιοι του ασχολούνται και αυτοί από νωρίς με εμπορικές επιχειρήσεις. Ο Δημήτριος είναι ήδη έμπορος το 1853. Η ομόρρυθμος εταιρεία Αδελφοί Ρετσίνα συστήνεται το 1864. Έως το 1872, έτος ίδρυσης του νηματουργείου τους, οι αδελφοί Ρετσίνα ασχολούνται με εμπορικές επιχειρήσεις, ναυτασφάλειες και αγοραπωλησία γης στον Πειραιά. Η πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίων της οικογένειας Ρετσίνα πρέπει να πραγματοποιήθηκε μέσω του εμπορίου και της αγοραπωλησίας γης και όχι μέσω της βιοτεχνίας.
Από τις 10.000 στις 25.000 ατράκτους
Το 1872, εποχή του πρώτου κύματος εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα, οι αδελφοί Ρετσίνα προχωρούν στο βιομηχανικό εγχείρημα. Στην περιοχή Λεύκα του Πειραιά, μακριά από το κέντρο της πόλης, στο βορεινό τμήμα της βιομηχανικής ζώνης που βρισκόταν τότε στις αρχές της διαμόρφωσής της, εγκαινιάστηκε το 1872 το νηματουργείο με 5.000 ατράκτους και ατμομηχανή 60 ίππων. Αμέσως μετά τα εγκαίνια του νηματουργείου ο Δημήτριος Ρετσίνας (Άργος 1825 – Παρίσι 1916) αποχωρεί από την επιχείρηση πουλώντας το μερίδιό του στον αδελφό του Θεόδωρο και εγκαθίσταται στο Παρίσι.
Ο μηχανικός Νικόλαος Σωροκιάδης ανέλαβε τη διεύθυνση του κλωστηρίου, υποστηρίζοντας ακλόνητα ότι μόνο οι μονάδες που διέθεταν πάνω από 10.000 ατράκτους μπορούσαν να είναι ανταγωνιστικές. Πέντε χιλιάδες ατράκτους διαθέτει το νέο κλωστήριο, όταν όλα σχεδόν τα άλλα κλωστήρια της πόλης δεν ξεπερνούσαν τις 2.000-2.500 ατράκτους. Επιπλέον σχεδιαζόταν η επέκταση του νηματουργείου Ρετσίνα και η καθετοποίηση της παραγωγής με τμήμα υφαντήριου και βαφείου. Στα 1875 έχει πραγματοποιηθεί ήδη η πρώτη επέκταση του νηματουργείου 2.000 άτρακτοι προστίθενται στο δυναμικό του, ενώ εργάζονται 130 «κοράσια» και 50 άντρες. Η αξία των εγκαταστάσεων υπολογίζεται στις 650.000- 750.000 δραχμές.
Συγκυριακοί παράγοντες όπως η πτώση των τιμών, η μείωση των εμπορικών δραστηριοτήτων και ο περιορισμός των δανειοδοτήσεων εκ μέρους της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος σε συνδυασμό με τα υπάρχοντα δομικά προβλήματα από τη χαμηλή συσσώρευση τεχνικών δεξιοτήτων δυσχέραναν την επέκταση στην υφαντουργία Η επιχείρηση επεκτάθηκε δημιουργώντας τμήμα βαφείου και λευκαντηρίου το 1877. Η αξία των εγκαταστάσεων ανέρχεται τότε σε 1.500.000 γαλλικά φράγκα. Το υφαντήριο τίθεται σε λειτουργία στις αρχές της δεκαετίας του 1880. Το 1882 η βιομηχανία Ρετσίνα διαθέτει 10.000 ατράκτους και ένα μικρό υφαντήριο με 50 μόλις ιστούς και δύο ατμομηχανές 230 ίππων συνολικά. Η αξία των εγκαταστάσεων έχει υπερδιπλασιαστεί, φτάνοντας το 1.800.000 δραχμές. Στο εργοστάσιο εργάζονται 340 γυναίκες και 160 άντρες, συνολικά 500 άνθρωποι. Η παραγωγή ανέρχεται σε 450 πάκα νήματος ημερησίως και σε 140.000 πάκα ετησίως, ενώ η ημερήσια παραγωγή υφασμάτων είναι 2.500 πήχεις αξίας 2.400 δραχμών. Η βιομηχανία Ρετσίνα είναι ήδη η μεγαλύτερη κλωστοϋφαντουργία του Πειραιά.

Το πρώτο εργοστάσιο Ρετσίνα στη Λεύκα του Πειραιά. Δεκαετία του 1930. Αρχείο Ρετσίνα – Συλλογή Α. Δρούλια.
Η επιχείρηση καταφεύγει στον δανεισμό από την Εθνική Τράπεζα, πρακτική όλων των επιχειρήσεων του κλάδου προκειμένου να επενδύσουν, να εξοφλήσουν παλιά χρέη ή να τροφοδοτήσουν τα κεφάλαια κίνησης. Στα χρόνια της κρίσης του 1883-1885 πάντως η κλωστοϋφαντουργία Ρετσίνα δεν αποσταθεροποιήθηκε. Αντιθέτως, αγόρασε από την Εθνική Τράπεζα ορισμένα από τα χρεοκοπημένα κλωστοϋφαντουργικά εργοστάσια του Πειραιά σε εξαιρετικά συμφέρουσες τιμές: τα εργοστάσια Βαρουξάκη, Σταμόπουλου, Δημόκα το 1888 και το εργοστάσιο Νικολέσση το 1890.
Την ίδια περίοδο οι αδελφοί Ρετσίνα αγοράζουν και το ατμοκίνητο μεταξουργείο του Στ. Σέρμπου στη Σπάρτη και το πειραιώτικο νηματουργείο του Π. Κουμάνταρου και Σία. Το 1890 η επιχείρηση διαθέτει 25.000 ατράκτους, 440 ιστούς, ατμομηχανές συνολικής ιπποδύναμης 370 ίππων και περίπου 1.700 εργάτες και εργάτριες.
Τους λόγους για τους οποίους αντιμετωπίστηκε επιτυχώς η κρίση θα πρέπει να τους αναζητήσουμε στα πολλαπλά οικονομικά στηρίγματα που διέθετε ο Θεόδωρος Ρετσίνας. Κατά τη διάρκεια της κρίσης εξάλλου, το 1884, η επιχείρηση διευρύνεται με την είσοδο εταίρων οι οποίοι παραμένουν στον οικογενειακό κύκλο: συγκεκριμένα συστήνεσαι ομόρρυθμη εταιρεία με τον Μακεδόνα τραπεζίτη και έμπορο Δημοσθένη Χατζηλάζαρο, γαμπρό των αδελφών Ρετσίνα.
Η προμήθεια φτηνής πρώτης ύλης, του βαμβακιού, αποτελεί ένα από τα κρίσιμα ζητήματα στη λειτουργία της επιχείρησης για την εξασφάλιση χαμηλού κόστους παραγωγής. Η οικογενειακή επιχείρηση επωφελείται από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Δ. Χατζηλαζάρου, ο οποίος στα μέσα της δεκαετίας του 1870 διατηρεί εμπορικό οίκο στην οθωμανική Θεσσαλονίκη που εξάγει βαμβάκι και εισάγει υφάσματα. Ο ίδιος οίκος εξάλλου πρέπει να εξασφαλίζει διέξοδο των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων της βιομηχανίας Ρετσίνα στις αγορές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η διαφοροποίηση της παραγωγής, συγκριτικά με τα υπόλοιπα νηματουργεία, ήταν αισθητή στη βιομηχανία Ρετσίνα. Κατασκεύαζε νήματα άστριφτα και στριμμένα, αλεύκαστα και βαμμένα, τα οποία διέθετε στο εμπόριο και τα χρησιμοποιούσε και στο υφαντήριο για την παραγωγή υφασμάτων, ντρίλινων και κάμποτ αμερικανικών. Η επιτυχία της βιομηχανίας Ρετσίνα έγκειται στο ότι παρήγε βαμβακερά χρωματιστά υφάσματα, τα ντρίλινα, που ήταν χοντροκομμένα και ανθεκτικά, απευθύνονταν στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου και μπορούσαν ως έναν βαθμό να αντικαταστήσουν τα μάλλινα στη λαϊκή ενδυμασία. Τα ντρίλινα αυτά υφάσματα έγιναν γνωστά και ως «ρετσίνες». «Πανία αμερικάνικα» (ή κάμποτ), δηλαδή βαμβακερά αλεύκαστα, απλής ύφανσης που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή εσωρούχων και σεντονιών, αλλά και ιστιόπανα κατασκευάζονταν επίσης στο υφαντήριο Ρετσίνα.
Η παραγωγή ήταν ασφαλώς διαφοροποιημένη σε σχέση με τα υπόλοιπα μικρά νηματουργεία, δεν εκτεινόταν όμως σε μεγάλη γκάμα προϊόντων, ήταν αυστηρά προσανατολισμένη στα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου και εξαρτώμενη από τις κρατικές παραγγελίες για τον στρατό.
Οικογενειακές σχέσεις και γαμήλιες στρατηγικές
Η απορρόφηση της κρίσης στα μέσα της δεκαετίας του 1880 και οι διαδοχικές επεκτάσεις έως τη δεκαετία του 1890 υποστηρίχτηκαν από ένα ισχυρό πλέγμα συγγενικών σχέσεων και γόμων με οικογένειες τραπεζιτών και κεφαλαιούχων. Η πολυμελής οικογένεια των αδελφών Ρετσίνα, όπως και άλλες αντίστοιχες οικογένειες της εποχής, οργάνωσε τη ζωή της με βάση γαμήλιες στρατηγικές που στόχευαν στη συνένωση μεγάλων περιουσιών, την απόκτηση προικώας περιουσίας, την ανάπτυξη και την ενίσχυση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων με οικογενειακούς δεσμούς.
Ο Θεόδωρος Ρετσίνας παντρεύτηκε την Ασπασία Ζωντανού. κόρη μεγαλέμπορου της Ερμούπολης, η υψηλή προίκα της οποίας συνέβαλε εντυπωσιακά στην κινητοποίηση κεφαλαίων και την επέκταση του εργοστασίου το 1878. Ο Αλέξανδρος Ρετσίνας έκανε επίσης έναν πετυχημένο από οικονομική άποψη γάμο, αφού το 1875 παντρεύτηκε την Ελισάβετ Μελετοπούλου, κόρη ενός από τους πιο σημαντικούς οικονομικούς παράγοντες του Πειραιά, του τραπεζίτη, μεγαλέμπορου, βιομήχανου και κτηματία Νικόλαου Μελετόπουλου από το Άργος. Ο Δημήτριος Ρετσίνας παντρεύεται την Ελένη Σγούτα, κόρη του Κωνσταντίνου Σγούτα, τραπεζίτη από την Κωνσταντινούπολη.
Από τις αδελφές Ρετσίνα, η Κλεοπάτρα είναι παντρεμένη με τον μεγαλέμπορο και τραπεζίτη Δημοσθένη Χατζηλάζαρο, το 1880 η Ελένη παντρεύεται τον Ευστάθιο Κεχαγιά, γιο του Ηλία Κεχαγιά, ενός από τους πρώτους οικιστές της Ερμούπολης, εμπόρου και διευθυντή ασφαλιστικής εταιρείας, ιδρυτή και διευθυντή της Ελληνικής Ατμοπλοΐας – της ίδιας εταιρείας μέτοχος ήταν και ο Θεόδωρος Ρετσίνας. Ο Ευθύμιος Κεχαγιάς, θείος ταυ γαμπρού, ήταν υποδιοικητής της ΕΤΕ και βουλευτής. Τη δεκαετία του 1880 η Όλγα Ρετσίνα παντρεύεται τον Σπυρίδωνα Κοντολέοντα, ιατρό, διευθυντή της χειρουργικής κλινικής του Τζάνειου Νοσοκομείου.
Τα παιδιά των αδελφών Θεόδωρου και Αλέξανδρου Ρετσίνα, τα οποία παντρεύονται κυρίως τη δεκαετία του 1890, αναπτύσσουν ανάλογες γαμήλιες στρατηγικές. Ο Αθανάσιος, γιος του Θεόδωρου, παντρεύεται το 1891 την Αικατερίνη Σταματοπούλου, κόρη του επιχειρηματία, εμποροκτηματία και αλευροβιομήχανου Δημητρίου Ν. Σταματόπουλου. Η κόρη του Αλέξανδρου Μαρία παντρεύεται τον έμπορο Ιωάννη Λυγινό, γιο του βιομήχανου νηματουργίας Κυριάκου Λυγινού. Η μικρότερη κόρη του Θεόδωρου παντρεύεται τον γιο του τραπεζίτη και διευθυντή της Τράπεζας Αθηνών Ιωάννη (Τζων) Κ. Ηλιάσκου, Κωνσταντίνο.
Εκτός από τη συνένωση περιουσιών και την εξεύρεση κεφαλαίων οι γαμήλιες στρατηγικές της τρίτης γενιάς της οικογένειας φαίνεται να κατευθύνονται από την αναγκαιότητα στελέχωσης της βιομηχανικής επιχείρησης με ειδικό τεχνικό και διευθυντικό προσωπικό. Έτσι η Ελένη Θ. Ρετσίνα παντρεύεται τον Αχιλλέα Ιωάννου Μαλαμίδη, ανιψιό του γαμπρού και συνεταίρου στην επιχείρηση Δ. Χατζηλαζάρου, ο οποίος ήδη το 1890 είναι διευθυντής των γραφείων Ρετσίνα. Ο Αχιλλέας Μαλαμίδης, εταίρος στην ετερόρρυθμη εταιρεία Αδελφοί Ρετσίνα και μετέπειτα μέτοχος στην ανώνυμη εταιρεία, παρέμεινε διευθυντής των εργοστασίων Ρετσίνα επί πολλά έτη. Η Μαρία Θ. Ρετσίνα παντρεύεται τον μηχανικό Γουλιέλμο Ζωχιό, γόνο οικογένειας επιστημόνων, ο οποίος θα εργαστεί στη βιομηχανία Ρετσίνα τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Συνολικά επρόκειτο για σαφείς στρατηγικές κοινωνικής αναπαραγωγής μέσω της συνένωσης μεγάλων περιουσιών και της εξασφάλισης συμμαχιών και διασυνδέσεων. Τα μέλη της οικογένειας Ρετσίνα, η οποία ανήκει στην οικονομική ελίτ με δράση στη βιομηχανία, στο εμπόριο και στην πίστη, μπορούσαν να κινητοποιούν άνετα κεφάλαια και να χρηματοδοτούν ευχερέστερα τις ποικίλες επιχειρηματικές ή άλλες δραστηριότητές τους.

1. Τίτλος 50 μετοχών της ΑΚΕ Αδελφών Ρετσίνα. Μέτοχος ο Αντώνιος Δ. Αρφάνης
2. Τίτλος 10 μετοχών της ΑΚΕ Αδελφών Ρετσίνα. Μέτοχος ο Κωνσταντίνος I. Μπότασης.
Από τους τρεις αδελφούς Γ. Ρετσίνα η ψυχή της επιχείρησης υπήρξε ο Θεόδωρος Ρετσίνας (Άργος, 1832 – Αθήνα, 1930), ο οποίος ανέπτυξε επιχειρηματική δράση και πέραν της βιομηχανίας. Υπήρξε πράκτορας της Τράπεζας Βιομηχανικής Πίστης στον Πειραιά, γενικός πράκτορας για την Ελλάδα των Γενικών Ασφαλειών της Τεργέστης, μέτοχος της Ελληνικής Ατμοπλοϊκής Εταιρείας, μέλος του ΔΣ της ΕΤΕ (1892-1929) και της Υπερωκεανείου Ατμοπλοΐας (1908-1910), μέλος της επιτροπής για τη Διεθνή Έκθεση του Ζαππείου (1903), πρόεδρος της Ανώνυμης Γεωργικής και Βιομηχανικής Εταιρείας της Γενικής Τράπεζας (1918), πρόεδρος της Προνομιούχου Εταιρείας προς Προστασία της Παραγωγής και της Εμπορίας τις Σταφίδος. Ο αδελφός του Αλέξανδρος (Πειραιάς, 1845 – 1908) υπήρξε εταίρος στην οικογενειακή κλωστοϋφαντουργία, ωστόσο οι επιχειρηματικές του δραστηριότητες κατευθύνθηκαν περισσότερο προς την αγοραπωλησία γης στον Πειραιά, αξιοποιώντας έτσι τις εξ αγχιστείας σχέσεις με την οικογένεια του εμποροκτηματία Μελετόπουλου.
Οι δυο αδελφοί ασχολήθηκαν με τα δημοτικά πράγματα και την πολιτική. Ο Αλέξανδρος εκλέχθηκε δημοτικός σύμβουλος (1883-1887), βουλευτής Αττικής (στην περιφέρεια Πειραιά) δύο φορές (1890-1892, 1892-1895), ενώ διεκδίκησε ανεπιτυχώς δύο φορές το δημαρχιακό αξίωμα (1899, 1907). Διατέλεσε πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου (1885-1887) και της εφορευτικής επιτροπής Λιμένος Πειραιά (1899-1903, 1906-1908).
Ο Θεόδωρος εκλέχθηκε δύο φορές δημοτικός σύμβουλος (1866-1870, 1874-1879) και επί δύο συνεχείς περιόδους δήμαρχος Πειραιά (1887-1891, 1891-1895), βουλευτής Αττικής στις περιόδους 1899 – 1902, 1906 – 1910 με το κόμμα του Γ. Θεοτόκη και στις εκλογές του 1910 για την A’ Διπλή Αναθεωρητική Βουλή. Διατέλεσε πρόεδρος της Βουλής (1901-1902), επανειλημμένως πρόεδρος της Επιτροπής Λιμένος Πειραιώς (1881-82, 1886-89, 1892-95, 1904-1905), μέλος και πρόεδρος του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά, της πρώτης Επιτροπής των Ολυμπιακών Αγώνων (1895) κ,ά. Ο πρωτότοκος γιος του Θεόδωρου, ο Αθανάσιος Ρετσίνας, διατέλεσε επίσης δημοτικός σύμβουλος Πειραιά (1899-1903) και πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου (1900-1903). Υπήρξε μεταξύ άλλων μέλος του ΔΣ της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος την περίοδο 1929-1937.
Η ενασχόληση με τις δημοτικές υποθέσεις σε μια ανερχόμενη πόλη όπως ο Πειραιάς, όπου η δημοτική αρχή αποτέλεσε σημαντικό πόλο της τοπικής εξουσίας, δεν είναι συμπωματική. Σχεδόν όλη η οικονομική ελίτ της πόλης αναμείχθηκε στη δημοτική αρχή και σε κοινωνικές ενώσεις διεκδικώντας και καταλαμβάνοντας θέσεις δημοτικού συμβούλου, αντιδημάρχου και δημάρχου, μέλους διοικητικών συμβουλίων συλλόγων και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Η εξουσία που παρείχε ο δήμος συμπορευόταν με την οικονομική και κοινωνική εξουσία τής υπό συγκρότηση αστικής τάξης. Ο βιομήχανος και τραπεζίτης Θεόδωρος Ρετσίνας και η οικογένειά του δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν. Χαρακτηριστικά. για περίπου σαράντα χρόνια στη σύνθεση του δημοτικού συμβουλίου του Πειραιά εναλλάσσονται μέλη της οικογένειας Ρετσίνα και άλλων οικογενειών της οικονομικής ελίτ που συνδέονται εξ αγχιστείας.
Η εταιρεία στη διάρκεια του 20ού αιώνα
Στις αρχές του 20ού αιώνα η βιομηχανία Ρετσίνα ήταν η μεγαλύτερη κλωστοϋφαντουργία τις χώρας. Ωστόσο, σημάδια κρίσης είχαν ήδη εμφανιστεί καθώς τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα δεν επενδύονται αξιόλογα κεφάλαια στην αγορά νέου μηχανολογικού εξοπλισμού και φαίνεται ότι υπήρχε ελλιπής τεχνική διεύθυνση. Η επιχείρηση μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία το 1925 με μετοχικό κεφάλαιο 7.000.000 δραχμών. Μέτοχοι ήταν ο Θεόδωρος Γ. Ρετσίνας, ο Δημοσθένης Χατζηλάζαρος, ο Αχιλλέας Ι. Μαλαμίδης και ο Αθανάσιος Θ. Ρετσίνας. Στην Ανώνυμη Κλωστοϋφαντουργική Εταιρεία Ρετσίνα μεταβιβάστηκαν τα εναπομείναντα τρία εργοστάσια τις ετερόρρυθμης εταιρείας, από τα οποία το μεγαλύτερο και σημαντικότερο ήταν το πρώτο εργοστάσιο στη λεύκα.
Την περίοδο 1925-1935 τα τρία εργοστάσια Ρετσίνα πέρασαν από την ατμοκίνηση στην πετρελαιοκίνηση, ενώ έγιναν επενδύσεις σε κτιριακό και μηχανολογικό εξοπλισμό. Ο τεχνολογικός και οργανωτικός εκσυγχρονισμός της βιομηχανίας Ρετσίνα έγινε συστηματικά την περίοδο 1928-1933 υπό τη διεύθυνση του Κωνσταντίνου Α. Δρούλια (Πάτρα, 1896 – Αθήνα, 1990) και την τεχνική διεύθυνση του χημικού μηχανικού Χρήστου Π. Ζαλοκώστα (Αθήνα, 1896 – Αθήνα. 1975). γαμπρών· του Αθανασίου θ. Ρετσίνα.

Στην Α΄ Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης το 1926. Το περίπτερο της ΑΚΕ Αδελφών Ρετσίνα (φωτογραφία Γιώργου Βαφιαδάκη – Πηγή EAJA – ΜΙΕΤ).
Ο Κωνσταντίνος Δρούλιας από το Αίγιο, δυναμικός επιχειρηματίας του μεσοπολέμου με συμμετοχή στον εργοδοτικό συνδικαλισμό παντρεύτηκε την Ντόρα Ρετσίνα, ενώ ο Χρηστός Ζαλοκώστας, μέτοχος και μέλος διοικητικών συμβουλίων αρκετών μεσοπολεμικών βιομηχανικών ανώνυμων εταιρειών, παντρεύτηκε την αδελφή της Έλλη. Ο Κ. Δρούλιας θα αποχωρήσει από την επιχείρηση το 1938, αλλά ο X. Ζαλοκώστας θα παραμείνει στο διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης και μεταπολεμικά, περίοδο κατά την οποία αναμείχθηκε στην πολιτική. Εκλέχθηκε βουλευτής Αθηνών με το Λαϊκό Κόμμα το 1946 και με τον Ελληνικό Συναγερμό το 1952.
Κατά τον μεσοπόλεμο οι προμήθειες του δημοσίου για τον στρατό συνέχισαν να αποτελούν την αναγκαία προϋπόθεση για την επιβίωση της επιχείρησης Ρετσίνα. Επίσης τα βαμβακερά προϊόντα Ρετσίνα εξάγονταν από τον 19ο αιώνα και έως τον μεσοπόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στις άλλες βαλκανικές χώρες.
Στη διάρκεια της Κατοχής η παραγωγή της βιομηχανίας Ρετσίνα επιτάχθηκε, ενώ εκτελέστηκαν και κάποιες παραγγελίες της Βέρμαχτ. Η λειτουργία των εργοστασίων συνεχίστηκε μεταπολεμικά, παρά τα σημαντικά οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η επιχείρηση. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 η πλειοψηφία των μετοχών παρέμενε στα μέλη της οικογένειας Ρετσίνα, αλλά μετοχές διέθεταν πλέον και οι εμπορικοί οίκοι ΑΕΕ Σ. Ν. Ζούλλας και ΑΕΕ Ι. Π. Γερολυμάτος.
Την περίοδο αυτή επιδιώχθηκαν: α) ο περιορισμός της παραγωγής σε ορισμένα μόνο προϊόντα τα οποία κρίθηκε ότι θα άφηναν μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους και β) η αναδιάρθρωση της παραγωγικής διαδικασίας. Η καλύτερη οργάνωση της επιχείρησης με τη μεγίστη αξιοποίηση του τεχνολογικού εξοπλισμού, τη συγχώνευση των μονάδων και την εξειδίκευση της παραγωγής συμβάδιζε με τις γενικότερες εκτιμήσεις των οικονομικών ιθυνόντων για την ανάγκη αναδιοργάνωσης του κλάδου στη μεταπολεμική περίοδο. Η αναδιάρθρωση των εγκαταστάσεων στην κλωστοϋφαντουργία Ρετσίνα πραγματοποιήθηκε υπό την επίβλεψη μηχανικών με ειδικές τεχνικές σπουδές, του Ανδρέα Κ. Δρούλια, γιου του πρώην διευθυντή και εγγονού του Θ. Ρετσίνα, και του Γερμανού τεχνικού Heinz Pickenhein. Το 1955 η επιχείρηση τέθηκε σε αναγκαστική διαχείριση. Από το 1957 λειτουργούσε πλέον μόνο ένα εργοστάσιο, αυτό της Λεύκας, με μειωμένο προσωπικό.
Τη δεκαετία του 1960 ξεκίνησε μια περίοδος βραδείας ανάκαμψης υπό τη γενική διεύθυνση του Ανδρέα Κ. Δρούλια. Πραγματοποιήθηκαν μικρές επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό, ενώ τα προϊόντα της επιχείρησης απέκτησαν εξαγωγικό προσανατολισμό. Στην προσπάθεια εξυγίανσης το 1975 ιδρύθηκε και η θυγατρική εταιρεία Αχαϊκή Κλωστοϋφαντουργία στο Αίγιο με 20.000 ατράκτους. Η ΑΚΕ Αδελφοί Ρετσίνα ωστόσο δεν κατόρθωσε να αντιμετωπίσει τα οικονομικά τις προβλήματα. Το 1981 το εργοστάσιο Ρετσίνα στον Πειραιά έκλεισε οριστικά.
Συμπερασματικά, η οικογενειακή περιουσία τα πολλαπλά οικονομικά στηρίγματα, τα εκτεταμένα επιχειρηματικά δίκτυα λόγω των συγγενικών σχέσεων, η (συνήθως) επαρκής τεχνική διεύθυνση, η διαφοροποιημένη παραγωγή και η διέξοδος των προϊόντων σε αγορές του εξωτερικού συνιστούσαν τα πλεονεκτήματα τα οποία από τη δεκαετία του 1870 έως και τον μεσοπόλεμο χαρακτήριζαν την κλωστοϋφαντουργία Ρετσίνα.
Ας επισημανθεί πάντως ότι ο περιορισμένος τεχνολογικός και οργανωτικός εκσυγχρονισμός και οι ποικίλες επιχειρηματικές επενδυτικές επιλογές εξισορροπούνταν με την εντατική εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού. Η εξάρτηση από τις παραγγελίες του δημοσίου και την περιορισμένη εσωτερική αγορά, η οποία περιοδικά γνώριζε κρίσεις υπερπαραγωγής, αντιμετωπιζόταν με ένα ευέλικτο σύστημα απασχόλησης κατά το οποίο μεγάλο μέρος τις εργατικής δύναμης απασχολούνταν περιστασιακά και κυκλικά προκειμένου να μειώνεται το εργατικό κόστος. Η πολιτική της κινητικότητας συνδυαζόταν με τους κύκλους ζωής των εργατριών, ενώ παράλληλα η χαμηλή ποιότητα των προϊόντων δεν απαιτούσε υψηλό βαθμό εξειδίκευσης ούτε σταθερότητα του προσωπικού.
Ο τεχνικός καταμερισμός της εργασίας στηριζόταν στον έμφυλο καταμερισμό, ο οποίος υποδεικνυόταν εξαιρετικά χρήσιμος για την επιχείρηση καθώς διαμόρφωνε άνισες αμοιβές για άντρες και γυναίκες. στοιχείο σημαντικό για τη μείωση του κόστους παραγωγής. Επιπλέον η έμφυλη κατανομή της εργασίας ενίσχυε τον «συμπληρωματικό» και «περιστασιακό» χαρακτήρα τις γυναικείας εργασίας, παγιώνοντας πολιτικά και ιδεολογικά τόσο τους όρους της ηγεμονίας της αστικής τάξης όσο και τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ των αντρών και των γυναικών των εργατικών οικογενειών. Την ίδια στιγμή οι επιχειρηματίες, μέτοχοι και διευθυντές τις βιομηχανίας Ρετσίνα ήταν μέλη μιας ισχυρής οικονομικής και πολιτικής ελίτ σε πειραϊκό και σε εθνικό επίπεδο: διατέλεσαν επανειλημμένως δημοτικοί σύμβουλοι και δήμαρχοι Πειραιά, βουλευτές, μέλη και πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και πολλών άλλων οικονομικών οργανισμών, ενώ συμμετείχαν στη διοίκηση του ΣΕΒ και της πανελλήνιας Ένωσης Βιομηχάνων Κλωστοϋφαντουργών.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
- Αγριαντώνη Χριστίνα, Οι απαρχές τις εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα. Ιστορικό Αρχείο – Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1986.
- Γιαννιτσιώτης Γιάννης, Η κοινωνική ιστορία του Πειραιά. Η συγκρότηση της αστικής τάξης 1860-1910, Νεφέλη, Αθήνα 2006.
- Κοτέα Μαριάνθη, Η βιομηχανική ζώνη του Πειραιά (1860-1900), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Παντείου Πανεπιστημίου, Αθήνα 1997.
- Παπαστεφανάκη Λήδα, Εργασία, τεχνολογία και φύλο στην ελληνική βιομηχανία.
- Η κλωστοϋφαντουργία του Πειραιά (1870-1940), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Ηράκλειο 2009.
- Ρετσίνας Θεόδωρος Γ., Περί της ελληνικής βιομηχανίας (1907), εισαγωγή – ιστορικός σχολιασμός, Χριστίνα Αγριαντώνη. Τετράδια Κοινοβουλευτικού Λόγου 111/3. Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Αθήνα 2015.
- Χατζηιωσήφ Χρήστος, Η γηραιά σελήνη. Η βιομηχανία στην ελληνική οικονομία, 1830-1940, Θεμέλιο, Αθήνα 1993.
Λήδα Παπαστεφανάκη
Αναπληρώτρια καθηγήτρια Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας στο τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Made in Greece – Πρόσωπα και Οικογένειες του Ελληνικού επιχειρείν. Ένθετο Documento, Κυριακή 12 Μαΐου 2019.
Σχετικά θέματα:
- Αργείοι πρώτοι οικιστές του Πειραιά – Αφοί Θεόδωρου Ρετσίνα και Νικόλαος Δημητρίου Μελετόπουλος
- Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ)
- Ο Κόσμος της εργασίας: Όψεις, Χρόνοι, Χώροι
- Γεωργικός Συνεταιρισμός Αργολίδας (1913)
- Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Αργολίδας
Σχολιάστε