Χειροτεχνική εργασία στα υφαντουργικά εργοστάσια του Άργους – Όψεις της εργατικής εμπειρίας και της γυναικείας ταυτότητας. Λεβειδιώτη Μαρία-Ελισάβετ, Ιστορικός-Λαογράφος
Πρόλογος
Η παρούσα ερευνητική απόπειρα έγινε στα πλαίσια μιας εξαμηνιαίας μεταπτυχιακής μου εργασίας και αφορά τον προβληματισμό για την εργασιακή εμπειρία των γυναικών στα εργοστάσια της περιοχής του Άργους, και συγκεκριμένα των υφαντουργείων, από τα τέλη του 19ου ως τα τέλη του 20ου αιώνα. Τα ερωτήματα που γεννήθηκαν σχετίζονται με την ενασχόληση των επιστημών με το φύλο, εννοώντας τη γυναίκα, την θεώρηση της ταυτότητάς της ως ενεργό κοινωνικό υποκείμενο. Στη συνέχεια μέσα από την ερευνητική διαδικασία προέκυψαν ερωτήματα σχετικά με την καταγωγή των εργατριών, την καθημερινότητα της εργασίας τους, τις σχέσεις τους με τα αφεντικά τους και τους άλλους εργαζόμενους, αλλά και τις συλλογικές αναπαραστάσεις των άλλων γι’ αυτές.

Εργοστάσιο Υφαντουργίας Αφοί Δ. Μαρίνου. Φωτογραφία: Πλάτων Ριβέλλης. Δημοσιεύεται στο πρόγραμμα του «Φεστιβάλ Άργους», 23-30 Ιουνίου 1995.
Για τις απαντήσεις των παραπάνω ερωτημάτων η έλλειψη πηγών που αφορούν το συγκεκριμένο θέμα με δυσκόλεψαν ιδιαιτέρως. Παρά την πραγματοποίηση της σχετικής αναζήτησης με σκοπό τη βιβλιογραφική τεκμηρίωση από τις τοπικές πηγές στην πορεία διαπίστωσα ότι είναι αρκετά φτωχές οι αναφορές. Έτσι με τη μέθοδο της επιτόπιας και εθνογραφικής έρευνας επεδίωξα να συλλέξω περισσότερα στοιχεία σχετικά με την πρόσληψη της εργασιακής εμπειρίας και αντιμετώπισης του κοινωνικού υποκειμένου.
Πρόκειται για μία συλλογή αφηγήσεων, η ανάλυση των οποίων έχει σκοπό την ανάδειξη της πολυπλοκότητας των τρόπων με τους οποίους τα υποκείμενα, και συγκεκριμένα οι γυναίκες, δίνουν σάρκα και οστά στην επιθυμία τους να επιτύχουν, ν’ αναγνωριστούν και να αποδεσμευτούν από τις κοινωνικές συμβάσεις, ή να υποδείξουν αυτές στις οποίες υποτάσσονται.[1]
Η συμμετοχή των γυναικών σε εργασιακά περιβάλλοντα είναι συνδεδεμένη με τον κύκλο ζωής τους, καθώς στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, οι γυναίκες που εργάζονται διατηρούν την απασχόληση τους ως ότου να κάνουν οικογένεια ή να εκπληρώσουν έναν οικογενειακό σκοπό.
Η φυσιογνωμία της εργάτριας εντάσσεται μέσα σ’ ένα σύστημα αξιών, δημιούργημα των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων, υπακούει σε ρόλους και υποτάσσεται στα στερεότυπα μιας κοινωνίας με ηθικολογικά πρότυπα. Οι συλλογικές αναπαραστάσεις δημιουργούν τη συνθετότητα του ειδώλου της εργάτριας από διαφορετικές οπτικές γωνίες, όπως επαγγελματική ιδιότητα, οικογενειακή κατάσταση, εξωτερική εμφάνιση και τον βαθμό εκπολιτισμού.[2]
Το φύλο στις κοινωνικές επιστήμες
Περιορισμένος λόγος γινόταν μέχρι πριν κάποια χρόνια στον επιστημονικό λόγο για την κοινωνική υπόσταση της γυναίκας. Η Λαογραφία ασχολήθηκε ευκαιριακά με το φύλο λόγω της αν-ιστορικότητας της. Αυτό άλλαξε τη δεκαετία του 1970, από τότε η ιστορία των γυναικών/φύλου γίνεται αυτόνομο επιστημονικό πεδίο λόγω της ενασχόλησης της ιστορίας από τα κάτω. Η ανθρωπολογική έρευνα προσπάθησε να αναδείξει την σχέση που αφορά την κατανομή της εξουσίας και της δύναμης και κατέληξε στο ότι, στις περισσότερες κοινωνίες, οι γυναίκες ως σύνολο δεν έχουν την αποκλειστική πρόσβαση σε καίριες οικονομικές και πολιτικές διαδικασίες.[3] Η ανθρωπολογία όρισε το φύλο σε πολιτισμικό εργαλείο.[4] Η αμερικανική πολιτισμική ανθρωπολογία χρησιμοποιεί το φύλο ως σύμβολο. Σ’ αυτό το επίπεδο οι γυναίκες έχουν μια δύναμη να διαχειρίζονται και, ενίοτε, να παρεμβαίνουν στις κοινωνικές σχέσεις. Η Ευρωπαϊκή πάλι ανθρωπολογία προβάλλει τα αποτελέσματα δράσης της γυναίκας και τα αποτελέσματα που έχει στην κοινωνική οργάνωση.[5] Το φύλο ως εννοιολογικό εργαλείο και οπτική συνάμα, συνιστά το επίκεντρο ενός θεωρητικού τόπου που προσδιόρισε διεθνώς την ταυτότητα και την φυσιογνωμία των κοινωνικών επιστημών τις τελευταίες δεκαετίες.[6]
Η χρήση του όρου «φύλο» θεωρείται αποτέλεσμα προσπάθειας νομιμοποίησης του ιστορικού πεδίου από τις ερευνήτριες, οι οποίες θεωρούν πως έτσι απομακρύνονται από τον φεμινισμό. Η ενασχόληση με το πεδίο των γυναικών θεωρείτο ως μερικότητα/ιδιαιτερότητα. Η ιστορία των γυναικών ζητούσε να αναδείξει τις γυναίκες ως υποκείμενα της ιστορικής αφήγησης.[7] Οι γυναίκες ανθρωπολόγοι βασίστηκαν στο ότι η κατά φύλα ανισότητα δεν υφίσταται ως φυσικό φαινόμενο για να αναδείξουν τον ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία. Η ιδεολογία του φύλου δεν προηγείται αλλά παράγεται μέσω της ιστορικής τεκμηρίωσης και των πολιτισμικών μορφών της αναπαράστασης.[8] Με την ανάδειξη λοιπόν της γυναίκας ως ιστορικό αντικείμενο αναγνωρίζεται ο ρόλος της στην κοινωνική μεταβολή. Η ιστορία αποτέλεσε πηγή ταυτότητας και η σύγχρονη ιστορικός μέσα από την ανασύνθεση του παρελθόντος εμφανιζόταν να αποτελεί προϊόν της ιστορίας που διαμορφώθηκε από την κατηγορία του φύλου. Το φύλο σημαίνει γνώση για τη διαφορά των φύλων η οποία παράγεται μέσα από την ιστορική αναπαράσταση.[9]
Το ερώτημα που απασχολεί είναι αν το φύλο είναι δεδομένο της φύσης ή κοινωνικά κατασκευασμένο.[10] Στις δυτικές κοινωνίες συναντάμε την αντίληψη ότι το φύλο αποτελεί ένα δεδομένο της φύσης. Αυτή η κοινωνική θεωρία επικρατεί του βιολογικού φύλου και καθορίζει την ανθρώπινη ζωή. Θεωρείται ότι το φύλο είναι της φύσης και αποτελεί μέρος του εξοπλισμού με το οποίο ο άνθρωπος αντιμετωπίζει τη ζωή, είναι έμφυτο, άρα ανήκει στο πριν της κοινωνικής ζωής. Ως «φυσικό» το κανονιστικό πρότυπο του φύλου δεν επιδέχεται διαπραγμάτευση. Αποτελεί ηθικό γνώμονα για την τελείωση των ανθρώπων, η οποία εξαρτάται από την πραγματοποίηση του φυσικού προορισμού που το φύλο υπαγορεύει. Επομένως, το φύλο ως φυσικό δεδομένο είναι κατασκευή γιατί έχει πολιτισμικό περιεχόμενο και μόνο. Η θεωρία της κοινωνικής κατασκευής ή κονστρουκτιβισμός αντιμετωπίζει το φύλο ως συμβολική προϋπόθεση της ταυτότητας του υποκειμένου, αλλά και κοινωνικό αποτέλεσμα της δράσης του. Το φύλο, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αντιμετωπίζεται ως σύμβολο φυσικό, αυτόνομο, που οργανώνει τις κοινωνικές σχέσεις, επομένως ιεραρχεί.[11]
Η ιστορία των γυναικών συμβάλλει στο ότι το φύλο αποτελεί πλέον κατηγορία θεμελιώδη για την ανάλυση του κοινωνικού συστήματος, και έτσι η σχέση των φύλων συγκροτείται κοινωνικά και όχι φυσικά.[12] Η διαδικασία της μεταλλαγής του βιολογικού φύλου σε κοινωνικό πρέπει να διευκρινισθεί ότι δεν συνιστούν μια ομάδα ατόμων, η οποία μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά με έναν μηχανιστικό τρόπο. Το βιολογικό φύλο μεταλλάσσεται σε κοινωνικό με διαδικασίες τις οποίες κάθε κοινωνία ή σχεδόν κάθε κοινωνία διαθέτει, ή η κοινωνική δόμηση της ταυτότητας των δύο φύλων συνιστά ένα ιστορικό και διαπολιτισμικό φαινόμενο. Η οικογένεια και η συγγένεια διαμορφώνουν με τη δομή τους, τη βάση του συστήματος για την κοινωνική δόμηση της ταυτότητας των δύο φύλων και παράγουν το κοινωνικό φύλο και τη σεξουαλικότητα.[13]
Η έννοια της γυναικείας εργασίας
Η έννοια της εργασίας είναι μια διαδικασία κοινωνικής αναπαραγωγής, μια κοινωνική δράση που δημιουργεί και εμπεριέχει σχέσεις, νοήματα, αξίες, πολιτισμό στην ευρύτερη έννοια της. Τα κοινωνικά υποκείμενα νοηματοδοτούν ενεργά και συγκροτούν σχέσεις, συγκρούσεις, πεδία εξουσίας και διαμορφώνουν ξεχωριστές λογικές προσαρμογής και ένταξης στον «εκσυγχρονισμό». Η εργασία είναι ο χώρος όπου διαμορφώνεται, διαφοροποιείται, νομιμοποιείται, αναπαράγεται και μετασχηματίζεται ο κοινωνικός προσδιορισμός των φύλων.[14]
Η έννοια αυτής της θεώρησης της εργασίας από τη σκοπιά του φύλου ανιχνεύει την ιστορικότητα της γυναικείας και της παιδικής εργασίας στα πλαίσια της προκαταλιστικής κοινωνίας και οικονομίας. Το γυναικείο φύλο ως κοινωνικά κατασκευασμένο δρα με πολιτισμικά προσδιορισμένο τρόπο και πρακτικές που διαμορφώνουν τον κατά φύλο διαμερισμό της εργασίας. Οι γυναίκες ως δρώντα κοινωνικά υποκείμενα συγκροτούν μέσω της μνήμης, των πολιτισμικών ταυτοτήτων, των συλλογικών αναπαραστάσεων, των εικόνων του εαυτού και μέσω συγκεκριμένων συμβολικών πρακτικών την πολιτισμική τους ταυτότητα ως τεχνίτριες, εργάτριες, απασχολούμενες, στυλοβάτες του νοικοκυριού και της οικογένειας.[15]
Η στροφή στην καταγραφή και έρευνα της ιστορίας «από τα κάτω» έθεσε ως στόχο την σωτηρία των υποκειμένων της εργατικής τάξης από την περιφρόνηση της ιστορίας και αποτέλεσε το πλαίσιο για την ανάσυρση και την αναγνώριση των εμπειριών των γυναικών που είχαν αποσιωπηθεί από την ιστορική αφήγηση. Οι ιστορικοί ανέδειξαν την συμμετοχή των γυναικών στην οικονομική ζωή, στις συλλογικές διαμαρτυρίες και στη διαμόρφωση της εργατικής κουλτούρας και πολιτικής.
Ο ρόλος του γυναικείου εργατικού δυναμικού έπαιξε καταλυτικό ρόλο κυρίως στην επέκταση της διαδικασίας της καπιταλιστικής παραγωγής στα εργοστάσια και στα εργαστήρια, στην αλλαγή της σχέσης μεταξύ εργασίας και οικογένειας, στον κατά φύλο καταμερισμό της εργασίας στην οικιακή βιοτεχνία και στις αλλαγές του οικονομικού ρόλου των γυναικών.
Η προφορική ιστορία θεωρήθηκε σπουδαίο μέσο διερεύνησης των παραπάνω παραμέτρων δίνοντας φωνή στα υποκείμενα που είχαν αποκλειστεί από την ιστορική αφήγηση. Η μελέτη βιομηχανικών-βιοτεχνικών κοινοτήτων μέσω της προφορικής ιστορίας υποστηρίζει ερευνητικά και την κοινωνιολογική έρευνα εστιάζοντας στην μελέτη τοπικών περιπτώσεων. Οι προφορικές πηγές στην περίπτωση αυτή έχουν ιδιαίτερη αξία για την εργατική ιστορία που ασχολείται με την ίδια τη διαδικασία, αλλά και την εμπειρία της εργασίας, τις κοινωνικές σχέσεις και την κουλτούρα που προκύπτει απ’ αυτήν.[16]
Για τις γυναίκες η έννοια, αλλά και η εμπειρία της εργασίας είναι πολύ πιο σύνθετες από την «αμειβόμενη απασχόληση». Περιλαμβάνει διαδικασίες και σχέσεις εργασίας που διαπερνούν το σύνολο της καθημερινής ζωής.[17] Ιδιαίτερα στα τέλη του 20ου αιώνα με την τεχνολογική και επιστημονική επανάσταση η εργαζόμενη γυναίκα γίνεται αποδεκτή λόγω της παροχής φτηνών εργατικών χεριών. Ο αυτοματισμός γίνεται σπουδαίος παράγοντας για την προώθησή τους και την ένταξή τους στην οικονομική ζωή. Η δήλωση της άσκησης ενός επαγγέλματος δίνει στην γυναίκα την εντύπωση πως είναι πια ίση με τον άντρα. Αυτήν της την ανάγκη εκμεταλλεύτηκε και ο κλάδος της βιομηχανίας.[18] Η γυναικεία ταυτότητα, που έχει τη βάση της σε μια κοινή εμπειρία, θεωρήθηκε ότι αποτελούσε από μόνη της ικανή συνθήκη που διασφάλιζε μια δημοκρατική ιστορία.
Η «κοινή εμπειρία της καταπίεσης» θεωρήθηκε προϋπόθεση για την κατανόηση, την ερμηνεία αλλά και τη διαδικασία και την προβληματική της έρευνας. Η γυναικεία εργασία λογίζεται ως μία όψη των μεταβολών των σύγχρονων οικογενειακών δομών και συνδέεται με τα πρότυπα ζωής της μεσαίας ή, στην προκειμένη περίπτωση, της εργατικής τάξης. Εξετάζεται επίσης ως συνάρτηση των οικονομικών δραστηριοτήτων του ζευγαριού ή της οικογένειας της γυναίκας λόγω των αναγκών που προκύπτουν. Οι γυναίκες «επέλεξαν» να εξέλθουν της οικιακής σφαίρας και να εισέλθουν στην αγορά εργασίας για τις ανάγκες της οικογενειακής ευημερίας.[19]
Οι γυναίκες εργαζόμενες σε ένα κοινωνικό σύστημα που αποτρέπει την υλοποίηση των ενδιαφερόντων και των σκοπών τους υποχρεώνονται να αναπτύσσουν τρόπους θεώρησης, αισθημάτων και ενέργειας, τα οποία εμφανίζονται ως διαισθητικά και μη συστηματικά, με μια ευαισθησία προς τους άλλους ανθρώπους που επιτρέπει σ’ αυτές να επιβιώνουν. Θεωρείται ο «άλλος», ο «άλλος» τρόπος σκέψης και συμπεριφοράς, μέσω του οποίου μπορεί να προσδιοριστεί η ταυτότητα του άνδρα.[20] Παρ’ όλα αυτά θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας την ισότιμη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ πληροφορήτριας και ερευνήτριας, λόγω της κοινής εμπειρίας και ιδεολογίας η οποία φέρνει την έννοια πια της διυποκειμενικότητας, μια άποψη που διατύπωσε η Λουίζα Πασσερίνι και βάζει την ερευνητική διαδικασία στα πλαίσια της διαμεσολάβησης και της επιρροής του παρόντος της αφήγησης.[21]
Η ένταξη του φύλου στην ιστορία της εργασίας αποτέλεσε κεντρικής σημασίας ζήτημα για τη λειτουργία του φύλου ως τρόπο νοηματοδότησης των σχέσεων εξουσίας και την διαμόρφωση έμφυλων ταυτοτήτων. Η έννοια της ειδίκευσης ήταν συστατικό στοιχείο της εργασιακής ταυτότητας του εργάτη και διαμορφώθηκε ως ανδρικό χαρακτηριστικό. Έτσι, ως τέχνη κρίνεται η ανδρική εργασία και δομεί ταυτότητα που συνδέεται με την οικογένεια και το συμφέρον της. Σταδιακά η εισαγωγή της γυναίκας εργάτριας στα εργοστάσια του ενδύματος άλλαξε αυτήν την θεωρία και οι γυναίκες θεωρήθηκαν πιο ευπροσάρμοστες στα νέα τεχνολογικά μέσα και επέδειξαν μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα και πειθαρχία απ’ ότι οι εργάτες.[22]
Ανάδειξη των πολλαπλών «προσώπων» της εργάτριας των κλωστοϋφαντουργείων
Οι εργάτριες μέσα από τον λόγο τους σηματοδοτούν την μετάβαση τους από την οικιακή οικονομία στην οικονομία της αγοράς, στην προκειμένη περίπτωση η ενασχόληση στα εργοστάσια δικαιολογείται από την ανάγκη συμπλήρωσης του οικογενειακού προϋπολογισμού.
Ο βιομηχανικός καπιταλισμός δικαιολογεί την ενασχόληση των γυναικών στη βιομηχανία ως μέσο καταπολέμησης της αεργίας, εξεύρεση συζύγου, και στην περίπτωση μας, συμπλήρωσης του εισοδήματος, δηλαδή εκφράζεται έμμεσα η ιδεολογία της οικογενειακής ζωής δια μέσου της μισθωτής εργασίας.[23] Η μορφή της εργασίας των κλωστοϋφαντουργείων αποτελεί σύμβολο κοινωνικού και οικονομικού μετασχηματισμού της χώρας μας εν τω συνόλω.[24] Οι γυναίκες θεωρείται ότι πρέπει να εξισορροπούν τον χρόνο τους ανάμεσα στις παραγωγικές και αναπαραγωγικές δραστηριότητες. Επομένως, η εργασία των γυναικών στο εργοστάσιο από την παιδική ηλικία ως τον γάμο, ή την διακοπή της εργασίας με το γάμο και την ανατροφή παιδιών και η επάνοδος στη μισθωτή εργασία έξω από το σπίτι μετά το μεγάλωμα των παιδιών, υπακούει όχι μονάχα σε οικονομικού τύπου καταναγκασμό αλλά και σε αυτό της οικογένειας και της κοινωνικής αναπαραγωγής.
Θέσεις εργασίας
Οι μεταποιητικές μονάδες επιτρέπουν την ευκολία στον καταμερισμό εργασίας και την αξιοποίηση των «φυσικών» ιδιοτήτων των γυναικών. Αυτές οι δεξιότητες θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πως είναι η ευκολία στη συνεχή επανάληψη ορισμένων κινήσεων κατά τη διάρκεια της εργασίας, η ευκολία εκμάθησης επί τόπου, η επιδεξιότητα και η ευλυγισία των χεριών, καθώς και η καταβολή αμοιβής ταυτοχρόνως με την ανάληψη εργασίας.[25] Όσο αναφορά την εκμάθηση της εργασίας μια εργάτρια αναφέρει: «Όταν ήτανε μία και δούλευε εγώ σου λέω τ’ αργαλειό τώρα, σε δίνανε κοντά στη μεγάλη και το μάθαινες. Άμα έκοβε η κούτρα. Ε, μετά αφού μάθαινες, σ’ αφήναν σε πηγαίναν σ’ ένα αργαλειό και συ μάθαινες άλλη. Αν ερχόταν μία καινούργια».
Όπως μπορούμε να παρατηρήσουμε η εκμάθηση της δουλειάς γινόταν από εργάτρια σε εργάτρια σύμφωνα με τον θεσμό της μαθητείας. Παρά ταύτα, οι γυναίκες τόνιζαν στον λόγο τους πως επίσης σημαντικό ρόλο έπαιζε και η γρήγορη αντίληψη που είχε η κάθε μία.
«..Ναι, θα σου’ λεγε δυο κουβέντες, τρείς, έπρεπε από μόνη σου να έχεις αντίληψη και να τα πάρεις».
Σε αυτό το σημείο θα λέγαμε πως αυτή η θεωρούμενη «ανειδίκευτη» εργασία δεν απαιτεί ενδεχομένως σημαντική ανθρώπινη παρέμβαση, απαιτεί όμως συγκέντρωση, εγρήγορση και ετοιμότητα. Σημαντική κρίνεται η συγκέντρωση και η γρηγοράδα οι οποίες θα επιφέρουν μεγαλύτερη παραγωγικότητα, αλλά και περισσότερα χρήματα.
Στα υφαντήρια οι γυναίκες μάθαιναν αρχικά δευτερεύουσες και προπαρασκευαστικές δουλειές, όπως μίτωμα. Στο εξειδικευμένο προσωπικό του εργοστασίου ανήκουν οι υφάντριες και οι κλώστριες, οι οποίες είναι υπεύθυνες οι μεν για την παρακολούθηση των αργαλειών και οι δε για την ομαλή λειτουργία του μηχανήματος που ενώνει το νήμα. Οι κλώστριες συχνά επιστατούν τις εργάτριες στο διάσιμο και τύλιγμα του νήματος και ξεμπλέκουν το νήμα που μπλοκάρει στα μηχανήματα.[26] Σημειωτέον, για αυτή τους την αρμοδιότητα πληρώνονταν επιπλέον γιατί θεωρείται πιο υπεύθυνη θέση. Η εύρεση των εργατριών γινόταν από τη σύσταση μιας ήδη εργαζόμενης στο εργοστάσιο ή από τα ίδια τα αφεντικά.

Εργοστάσιο Ρασσιά: Στριφτήριο (μηχανή για δίκλωνα, ιταλικής κατασκευής). Δημοσιεύεται στο: Οδυσσέας Κουμαδωράκης, «Στα χνάρια του χθες», Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2010.
Στις κομβικής σημασίας θέσεις οι εργοδότες τοποθετούν άντρες επιστάτες, μηχανικοί ή μάστορες, όπως μου αναφέρθηκαν, παρά τον κίνδυνο παρενόχλησης για τις κοπέλες. Από τις μαρτυρίες των εργατριών που αφορούν την σχέση τους με τους μαστόρους, συμπεραίνουμε ότι οι εργάτριες σέβονταν και φοβόντουσαν ταυτόχρονα τους άντρες του εργοστασίου, συμπεριλαμβανόμενα και τα αφεντικά, λόγω του ότι θύμωναν εύκολα και φώναζαν, αναφέρθηκε και ένα περιστατικό ξυλοδαρμού ενός παιδιού που έκανε λάθη.
«Και το είδε αυτός και το’ πιασε το παιδί, και του ’δωσε ένα χαστούκι, και μετά το ’σπρωξε τόσο πολύ που ξαφνιάστηκα, έπεσε πάνω στ’ αργαλειό μου».
Ηλικίες-Ωράριο εργασίας-μισθός
Ο νόμος 4029 του 1912 απαγόρευσε την εργασία των ανηλίκων κάτω των 12 ετών στις βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις. Τα παιδιά μεταξύ 12 και 14 ετών επιτρεπόταν να εργάζονται μέχρι έξι ώρες την ημέρα. Ο νόμος επέτρεπε την εργασία των ανηλίκων άνω των 10 ετών με την προϋπόθεση ότι εργάζονταν στην οικογενειακή επιχείρηση.[27] Ο νόμος 2271 του 1920 επικύρωσε την συνθήκη της Ουάσιγκτον ανεβάζοντας το κατώτατο όριο ηλικίας στα 14. Θα ετίθετο σε εφαρμογή την 1η Ιουλίου 1922.
Ο νόμος αφορούσε συγκεκριμένες κατηγορίες επαγγελμάτων και απασχόλησης, όπως η βιομηχανική εργασία και οι πλανόδιοι πωλητές. Αυτές οι κατηγορίες θεωρούνταν ότι εξέθεταν τα παιδιά σε κίνδυνο. Βέβαια, αναφορικά με την εργασία στα εργοστάσια εκδόθηκαν εγκύκλιοι που προέβλεπαν εξαιρέσεις και με αυτό τον τρόπο ο νόμος στην ουσία δεν εφαρμοζόταν. Καθώς η σημασία της παιδικής εργασίας για την βιομηχανία δεν ήταν αμελητέα, η παιδική εργασία ήταν αποτέλεσμα της απόφασης των επιχειρηματιών να κρατηθεί χαμηλό το κόστος εργασίας.

Η υφάντρια Μαρία Κλεισιάρη, 1958. Δημοσιεύεται στο: Οδυσσέας Κουμαδωράκης, «Στα χνάρια του χθες», Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2010.
Στην περιοχή του Άργους οι εργάτριες ξεκίνησαν την απασχόληση τους από τα 12 έως τα 19 η μεγαλύτερη. Ηλικίες που επιβεβαιώνουν την εξαίρεση από τον νόμο. Η αλλαγή έρχεται αρχές του 20ου αιώνα, το 1931, που μια έκθεση αναφέρει ότι ο αριθμός των ανηλίκων στη βιομηχανία είχε αρχίσει να ελαττώνεται, εξέλιξη που αποδόθηκε στη βελτίωση των βιοτικών συνθηκών του πληθυσμού.[28]
Η εφαρμογή του ωραρίου εργασίας σχετίζεται με τα εργοστάσια και την στάση πειθαρχίας σε σχέση με τον συγχρονισμό της παραγωγής. Για παράδειγμα, στις προφορικές μαρτυρίες των εργατριών στα υφαντουργεία του Άργους, οι κυρίες αναφέρουν πως έπιαναν δουλειά συγκεκριμένη ώρα, σε περιπτώσεις καθυστέρησης υπήρχε ο φόβος της μη αποδοχής τους.
«Μια φορά δεν θα το ξεχάσω, απήγα παρά πέντε..και μου’ κλεισε τη πόρτα, δε μας άφησε να μπούμε μέσα».
Το ωράριο είναι σχεδόν πανομοιότυπο σε κάθε κλωστοϋφαντήριο που μελέτησα, δηλαδή οχτάωρες βάρδιες πρωί (έξι με δύο), μεσημέρι (δύο με δώδεκα). Σε ορισμένες περιπτώσεις ο εργοδότης εφαρμόζει το σύστημα επιπλέον αμοιβής σύμφωνα με την απόδοση (μπόνους, πρίμο) με την εφαρμογή της καταμέτρησης των μέτρων υφάσματος, αυτό το σύστημα το εφάρμοσε με ρολόγια ένα εργοστάσιο στη περιοχή του Άργους. Αναφορικά με την ακρίβεια της απόδοσης του μισθού, οι γυναίκες αναφέρουν πως τα πρώτα χρόνια εργασίας τους ήταν λιγότερα τα μεροκάματα σε αναλογία με τις μέρες εργασίας τους, ενώ όσο περνούσαν τα χρόνια τα αφεντικά γίνονταν πιο «δίκαια» αποδίδοντας τα ημερομίσθια και την ασφάλεια (ΙΚΑ).
Η εργασία στα εργοστάσια σταματούσε μόνο τις μεγάλες γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα και Δεκαπενταύγουστο. Οι άδειες πολλές φορές δίνονταν φαινομενικά αλλά οι γυναίκες τις δούλευαν μετά αποδοχών. Οι επόπτες εργασίας επιθεωρούσαν το εργοστάσιο, μετά όμως από συνεννόηση με τους εργοδότες, επομένως τα παιδιά τα έκρυβαν και δεν γινόταν λόγος για παρανομίες στο ωράριο ή την ασφάλιση και το ημερομίσθιο.[29]
«…Αλλά είχανε τότε επόπτη εργασίας που περνούσε, τώρα δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα, και έτσι και πέρνανε είδηση γιατί τους ειδοποιούσανε, μας κρύβανε, πέρναγε ο επόπτης, δεν έβλεπε τα παιδάκια, έφευγε και ξαναβγαίναμε».
Συνθήκες εργασίας
Οι συνθήκες εργασίας στα εργοστάσια επηρεάζονται από την διαμόρφωση του και την αίσθηση που προκαλεί το εσωτερικό του. Πρόκειται για κτίρια μονώροφα ή πολυώροφα που αποτελούνται από μεγάλα δωμάτια στο εσωτερικό των οποίων είναι τοποθετημένα τα μηχανήματα σε παράταξη δημιουργώντας ανάμεσα τους μεγάλους διαδρόμους. Αρκετό φώς φαίνεται να έχουν καθώς τα περισσότερα έχουν μεγάλα παράθυρα και οι κλιματολογικές συνθήκες στο εσωτερικό φαίνεται να είναι ζέστη. Μια αναφορά από το εσωτερικό του εργοστασίου του Ρασσιά στο Άργος:
«Κοίτα όταν ήταν με τη σειρά τα μηχανήματα έχει διαδρόμους έτσι, και περνάς, από δω, από δω, από δω, από κει, διαδρόμους. Είναι κλειστός ο χώρος. Ένα μεγάλο..ένας μεγάλος χώρος. Και βλέπεις με τη σειρά μηχανήματα, δεν τα’ χει ένα δω, ένα κει, με τη σειρά. Και έχεις διαδρόμους πάς έτσι, πάς έτσι, πάς από σκαλιά. Τα στριφτήρια είναι πιο επάνου με σκαλιά ανεβαίνεις».
Όσο αναφορά τις συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας, μπορούμε να διαπιστώσουμε διαβάζοντας τις μαρτυρίες ότι οι εργάτριες κρίνουν την αίσθηση ασφάλειας που ένιωθαν εν συγκρίσει με τις σημερινές συνθήκες. Όπως αναφέρουν σε κάποια απρόοπτα περιστατικά οι ίδιες, είτε αντιλαμβάνονταν ότι για την ασφάλειά τους είναι κλειδωμένες, είτε ότι είχαν την δυνατότητα αναζήτησης βοήθειας από γείτονες ή από το σπίτι του εργοδότη που στις περισσότερες περιπτώσεις, ήταν δίπλα στο εργοστάσιο. Δεν αναφέρθηκαν σε καμία άσκηση ελέγχου των συνθηκών από το κράτος.[30]
Ένα αξιομνημόνευτο περιστατικό από εργοστάσιο είναι το εξής, μία μέρα έκανε σεισμό και μια εργάτρια θυμάται έντονα το φουγάρο που πήγαινε πέρα-δώθε και μπορούσε να τις είχε σκοτώσει. Πήγαν στην πόρτα να φύγουν και η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Τα αφεντικά τις είχαν κλειδώσει μέσα.
«Λες και θα τους παίρναμε τίποτα! Λες και θα παίρναμε τα υφάσματα ή κάτι τέτοιο!» Από τότε δεν την κλείδωναν την πόρτα.
Τα εργοστάσια δεν έχουν ειδικούς χώρους σίτισης των εργατών, απ’ όσα μου ανάφεραν οι ίδιες σταματούσαν για λίγο τη δουλειά και στον ίδιο τόπο έτρωγαν κάτι για να συνεχίσουν μετά αμέσως τη δουλειά. Δεν ήταν εφικτό να πάνε όλες στο σπίτι τους να φάνε μεσημεριανό και να γυρίσουν καθώς πολλές δεν έμενα κοντά.[31] Το μόνο ξεχωριστό δωμάτιο ήταν το ιματιοφυλάκιο όπου άλλαζαν ρούχα και φορούσαν ρόμπες προκειμένου να μην λερωθούν.
«..θα καθόμουνα πέντε λεπτά μέσα στο καμαράκι, γιατί είχαμε καμαράκι που αλλάζαμε και μετά θ’ ανέβαινα πάνω.»
Σε περίπτωση ατυχήματος οι εργάτες μεταφέρονταν στο νοσοκομείο για λόγους ασφαλείας και αναλάμβανε το εργοστάσιο την περίθαλψη και την άδεια τους από το πόστο τους. Παρ’ όλα αυτά οι εργάτριες έκαναν λόγω για τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζουν λόγω των άσχημων συνθηκών υγιεινής. Η σκόνη, το χνούδι, το βαμβάκι στην ατμόσφαιρα, σε συνδυασμό με τη ζέστη, δημιουργούσαν προβλήματα στο αναπνευστικό σύστημα.
«Ερ: Και που το αναπνέατε αυτό …
Απ: Ναι, ήτανε..άλλες που πίναν το γάλα εντάξει, άλλες που το πίναν το γάλα..εγώ δεν το έπινα.»
Ο εκκωφαντικός θόρυβος στα υφαντήρια οδηγεί σε βαρηκοΐα. Σύμφωνα με τη μελέτη του ΔΓΕ, η κλωστοϋφαντουργία βρίσκεται μαζί με τη μεταλλουργία στην κορυφή των «θορυβωδών» βιομηχανιών.[32] Επίσης, συμπτώματα χρόνιας κόπωσης παρουσίασαν λόγω της χρόνιας και υπερβολικής έντασης και ρυθμού εργασίας που εφάρμοζαν. Από το εργοστάσιο έχει 20% βούισμα στα αφτιά, όπως της είπε η γιατρός.
Η συγκεκριμένη εργάτρια θυμάται έντονα τη σκόνη και τα χνούδια που είχε εισπνεύσει τόσα χρόνια. Πήγαινε τακτικά στο γιατρό και έβγαζε τα χνούδια από τα αυτιά της. Όταν έβγαινε από το χώρο του εργοστασίου ανακουφιζόταν και έλεγε: «Ουφ, Ησυχία». «Γι’ αυτό πονάνε τα χέρια και τα πόδια τώρα».
Φιλανθρωπία – «υιοθεσία» φτωχών παιδιών
Από τα τέλη του 19ου αιώνα, τα μεγάλα αστικά κέντρα αντιμετώπιζαν σοβαρό πρόβλημα με τους φτωχές οικογένειες που είχαν έλθει στο άστυ με σκοπό την εύρεση μιας καλύτερης ζωής. Πολλές αναφορές από ταξιδιώτες γίνονται για τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης τους. Έτσι φιλάνθρωποι γίνονται υπερασπιστές αυτών των ανθρώπων και αρωγοί στην προσπάθεια να εκπολιτιστούν. Πρώτα το βάρος δίνεται στα μικρά παιδιά τα οποία φιλοξενούνται σε Πτωχοκομεία τα οποία αναλαμβάνουν την εκπαίδευση τους. Με την βιομηχανική ανάπτυξη οι γυναίκες αναλαμβάνουν την κάλυψη των αναγκών της οικογένειας δουλεύοντας στα εργοστάσια. Αρχικά αυτή τους η δραστηριότητα γνώρισε αντιδράσεις, αργότερα όμως η συμβολή τους στο οικογενειακό εισόδημα αναγνωρίστηκε.[33] Η μετάβαση από την έννοια του οικογενειακού μισθού ως προνομίου για τον νόμο για τους φτωχούς στην έννοια του οικογενειακού μισθού ως δικαιώματος είναι σημαντική για την κατανόηση των πολιτικών του 19ου αι. και τις μεταρρυθμίσεις του 20ουαι.[34] Η ηθικοποίηση της εργατικής οικογένειας και η αναμόρφωση της αστικής ήταν οι κύριοι στόχοι της φιλανθρωπικής δραστηριότητας.[35]
Την περίοδο του 20ου αι. η έννοια της φιλανθρωπίας αναφέρεται και στη δράση των εργοδοτών και της οικογένειας του, ως προστάτες των ορφανών και φτωχών κοριτσιών. Προστάτες λόγω του ότι «ταΐζουν» τόσες φτωχές οικογένειες από τις πολλές θέσεις εργασίας που προσφέρουν.[36] Μέσα από τις αφηγήσεις αναδεικνύεται η φτώχεια και η ορφάνια ως αιτιολόγηση της εργασίας στο εργοστάσιο, αλλά και στο σπίτι του εργοδότη ως οικιακή εργάτρια.
«Δε ξέρω, κείνο που θυμάμαι είναι ότι με ξεχωρίσανε, επειδή ήμουνα καθαρό παιδί και αυτά, και με πήρανε στο σπίτι, τους έκανα δουλειές, μαγέρευα, δεν ήθελε κανέναν άλλον ο Μπόνης. Ήθελε μόνο εμένα. Ε, όταν είχανε πλύσιμο βάζανε γυναίκα, κατάλαβες. Δε βάζανε εμένα γιατί πλένανε στα χέρια τότε, με τους κουβάδες που βάζανε. Αλλά..τους άρεσε που σιδέρωνα ωραία. Του Μίμη τα πουκάμισα. Τους περιποιήθηκα αρκετά χρόνια. Και τον γέρο και τον Μίμη..»
Η οικιακή εργασία παρουσιάζεται ως μέσο αποκατάστασης ορφανών παιδιών.[37] Η μορφή της «μικρής υπηρέτριας» έγινε το μέσο για τη προώθηση της κατάργησης της παιδικής εργασίας και της εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας. Έτσι, πολλές οικιακές εργάτριες περνούν από το οικιακό στο εργοστασιακό περιβάλλον.
«..Αλλά επειδή μου άρεσε, μου άρεσε καλύτερα κάτω. Πήγαινα τους έκανα τη δουλειά που θέλανε, μετά ήθελα να φεύγω.»
Οι ίδιες αισθάνονται υποχρεωμένες απέναντι στα αφεντικά τους διότι παρά τις παραξενιές και τις φωνές τους, τις στήριξαν οικονομικά και τις βοήθησαν, αρκετές απ’ αυτές να αποκατασταθούν.
«Η Τασία έβαλε το χέρι του ο Μπόνης. Μας πήρε με τ’ αυτοκίνητο και μας πήγε στα Μέγαρα να γνωρίσουμε τον γαμπρό. Και για τη Βαγγελιώ έβαλε το χεράκι του, τους έδωσε λεφτά και φύγανε για έξω. Γιατί δεν τη θέλανε, τον είχαν ένανε και είχανε κτηματική περιουσία οι γονείς του και δε θέλανε να τους φύγει. Και τους έκανε το εισιτήριο ο Μπόνης και φύγανε, έχει κάνει πολλά καλά».
Φρόντιζαν επίσης για την διασκέδαση τους εξ’ αφορμής του εορτασμού μιας εικόνας του εργοδότη ή μιας μεγάλης γιορτής, όπως το Πάσχα. Πρόκειται για μια τακτική ομαδοποίησης και έκφρασης ικανοποίησης από το εργατικό προσωπικό και την απόδοση του. Το φαινόμενο της φιλανθρωπίας παρεμβαίνει με πρόθεση να αμβλύνει τις συνέπειες της κοινωνικής αδικίας και να βελτιώσει με τη μεγαλοθυμία των παροχών την κοινωνική θέση της εργάτριας. Το επίθετο «φτωχή», υποδηλώνει την εξομοίωση του εργάτη ή της εργάτριας με τους αναξιοπαθούντες.[38]
Προφορικές πηγές και ανάλυση ταυτοτήτων
Η ταυτότητα είναι πάντοτε σχετική και μεταβαλλόμενη, παγιώνεται προσωρινά μέσα από τη σχέση των θέσεων και των μορφών ταύτισης. Ορίζεται σε σχέση με άλλες κατηγορίες, και ως συλλογική ταυτότητα και ως ατομική ταυτότητα. Επομένως δεν αποτελεί μια οντολογική κατηγορία.[39] Η ατομική ταυτότητα συνδέεται με τα προσωπικά βιώματα και τις καταστάσεις που διαμορφώνουν έναν άνθρωπο, τον κάνουν αυτό που είναι. Αντίθετα, η συλλογική ταυτότητα στηρίζεται στην αντίληψη του «εμείς», σε αντιδιαστολή με τους άλλους, τους «ξένους» και διαμορφώνεται μέσα από κοινά βιώματα, περιπέτειες και την ιστορία της εκάστοτε ομάδας. Ένα άτομο έχει περισσότερες ταυτότητες εκτός από την ατομική, εφόσον ανήκει σε διάφορες ομάδες. Το κύριο χαρακτηριστικό στις συλλογικές ταυτότητες είναι πάντα η ύπαρξη στερεοτύπων. Πρόκειται για χαρακτηριστικά πραγματικών ή υποθετικών γεγονότων που διαθέτει κάθε ομάδα.[40]
Για τις γυναίκες η εργασία θεωρείται σημαντικό στοιχείο και αποτελεί μέσο για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου στόχου, παρά ένα σημαντικό στοιχείο της ταυτότητας τους. Ωστόσο, οι γυναίκες αφοσιώθηκαν ολοκληρωτικά στην εργασία τους στις περιπτώσεις που τους δόθηκε η ευκαιρία. Η πιο προφανής παρατήρηση είναι πως η γυναικεία εργασία είναι λιγότερο ειδικευμένη και της αποδίδεται λιγότερο κύρος, ή ότι δεν είναι πάντα μόνιμη επομένως δεν μπορεί να αποτελέσει βάση για τη δόμηση της ταυτότητας τους. Όμως, ο ρόλος της έννοιας της εργασίας στις γυναικείες αφηγήσεις συνδέεται με το ήθος ενός επαγγέλματος. Γι’ αυτές η εργασία δεν προσφέρει μόνο υλική ανεξαρτησία αλλά επίσης αποτελεί πρωταρχικό στοιχείο συγκρότησης της ψυχολογικής και κοινωνικής τους ταυτότητας. Τόσο η έννοια της εργασίας όσο και η ταυτότητα διαμορφώνονται με βάση τις αφηγηματικές παραδόσεις, τις κοινά αποδεκτές κοινωνικές αξίες, τη γεωγραφική προέλευση, τις ευκαιρίες και σίγουρα όλα αυτά αποδοσμένα μέσα από τις σύγχρονες περιστάσεις που επηρεάζουν τις μαρτυρίες.[41] Όπως αναφέρει η Βάνα Τεντοκάλη, ο μαρξισμός αντιμετώπισε τα υποκείμενα ως συλλογικότητες και όχι ως άτομα. Η υποκειμενικότητα θεωρείται χαρακτηριστικό της αστικής κοινωνίας και αναφέρεται στο αρσενικό.[42]
Όπως ανέφερα και παραπάνω, η γυναικεία ταυτότητα συγκροτείται από τη κοινή εμπειρία της εργασίας, αλλά και από τις κοινά αποδεκτές κοινωνικές αξίες και συμπεριφορές. Η Πασσερίνι υποστηρίζει ότι τα υποκείμενα βρίσκονται πάντοτε σε διαδικασία συγκρότησης μέσα από μια διαλεκτική σχέση μεταξύ ομοιότητας και διαφορετικότητας, επομένως μια γυναικεία ταυτότητα είναι δυνατή μόνο στη βάση της διαφορετικότητας.[43]
Οι εργάτριες των υφαντουργείων που μελέτησα κρίνουν την εργασία τους ως τέχνη λόγω ίσως της δυνατότητας που τους έδωσε να βγουν στο δημόσιο χώρο, που ως τότε ήταν καθαρά ανδρικός.[44] Θεωρούν το πέρασμα από την αγροτική ζωή τετελεσμένο και χαρακτηρίζουν την εργασία στα παραγωγικά εργοστάσια ως πιο σκληρή και μη καλά αμειβόμενη.
«..Με κατάλαβες, που να πάνε έξω; Άλλες στα χωράφια δεν ξέρανε κιόλας ξέρω γω. Να ’σαι εκεί στα χωράφια. Ενώ ήταν ένα μεροκάματο που ήξερες θα το πάρεις.»
«Πάντως από γυναίκες που εγώ ρώταγα, ήτανε καλύτερα εμείς που δουλεύαμε στο υφαντουργείο, παρά αυτές που δουλεύανε στα παραγωγικά. Γιατί μέχρι τώρα πάνε, ώσπου να γεμίσουν τ’ αυτοκίνητο..σκληρή δουλειά, έχουνε γυναίκες που τους έχουν πάνω απ’ το κεφάλι τους, πολλές οι ώρες που λείπεις αυτά…άμα δεν έχει πράγμα για να φτιάξουνε..καθόνται και περιμένουνε. Ενώ στο υφαντουργείο ήξερες θα πας την τάδε ώρα, θα βάλεις μπρος τ’ αργαλειά σου, εμείς ήτανε πιο..»
«..Στα εργοστάσια. Δούλευες οκτώ ώρες. Ήσουνα μέσα. Στη ζέστη σου, στη δροσά σου. Και έφευγες. Κυρία πήγαινες, κυρία έφευγες. Ενώ τώρα στα εποχιακά. Στα πορτοκάλια, που δούλευα. Τρία ζευγάρια κάλτσες φόραγα στα πορτοκάλια, τέσσερα πουλόβερ, δύο παντελόνια.[..] Κάθε Σαββάτο, κάθε δεκαπέντε, κάθε μήνα ήξερες έπαιρνες..τις δραχμές σου, τα χιλιάρικα και ήντουσαν να».
Πρόκειται για μια σύγκριση που κάνουν για να δομήσουν την δική τους συλλογική ταυτότητα μεταξύ του εργατικού προσωπικού του κλωστοϋφαντουργείου με εκείνο των παραγωγικών προϊόντων.
«..Δεν ήτανε και εύκολο να το μάθεις. Δεν είναι πορτοκάλια και τέτοια. Ήτανε τέχνη.»
Οι εργάτριες στον λόγο τους δομούν μια συλλογική γυναικεία ταυτότητα μέσα από στερεοτυπικές αντιλήψεις για την συμπεριφορά του γυναικείου φύλου στον δημόσιο χώρο, αλλά και στον χώρο εργασίας ως χώρος που αντικατοπτρίζει το ήθος και τις αξίες τους. Κάνουν χρήση και του φαινομένου της φτώχειας που δικαιολογεί την απασχόληση τους εκτός του οίκου, σε μια εποχή που αναγνωρίζει την γυναικεία δραστηριότητα ως μέρος της καταναλωτικής καθημερινότητας.[45] Επομένως η ταυτότητα τους δημιουργείται στη συνάντηση των λόγων που τοποθετούν τα υποκείμενα, τις γυναίκες, σε υπάλληλη θέση και στην άρνηση αυτής της θέσης, καθώς ο τρόπος ο οποίος έχουν αναπαρασταθεί καθορίζει και τον τρόπο που τα ίδια τα υποκείμενα αναπαριστούν τον εαυτό τους.[46]
Παρ’ όλα αυτά, οι ίδιες μεταξύ τους ενισχύουν τις διαφορές τους και ως προς τη συμπεριφορά, αλλά και ως προς την εργατική τους αξία. Θα λέγαμε πως τονίζονται οι ταξικές διαφορές τους λόγω και της αναφοράς τους σε γυναίκες που έρχονταν από τα χωριά και φέρονταν με μη καθώς πρέπει τρόπο και σε σχέση με τις μεγάλες σε ηλικία εργάτριες οι οποίες παρουσιάζονται να ζηλεύουν τα κοριτσάκια.
«..Του εργοστασίου είχαμε πάρα πολύ άσχημο όνομα γιατί σχολάγαμε το μεσημέρι, φωνάζαμε, τσακωνόντουσαν, είχανε άσχημους τρόπους, άσχημα λόγια, πολύ τέτοιο «Ας το Διάλο». Εγώ δεν έλεγα ποτέ τέτοια, δεν μ’ αρέσαν.»
«..Κ’ είχαμε κάτι ηλικιωμένες πολύ μεγάλες και τα μικρά τα ζηλεύανε, δεν ξέρω γιατί, τα κυνηγάγανε τα καημένα…»
«..γιατί εντωμεταξύ έρχονταν όλο οι χωριατοπούλες απ’ τα χωριά, έφεραν δουλειές.»
«..Είμαστε οι ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ..»
«..εδώ ήτανε γυφταριό καημένη, στου Μαρίνου. Εκεί δεν έκανες χωριό, δεν ήταν ούτε οι γυναίκες καλές, είναι να τυχαίνουνε και νοικοκυρεμένες γυναίκες, καλές, που πάνε για το μεροκάματο. Άμα είναι και..υπήρχε κόσμος διάφορος..αλλά εσύ ταιριάζεις μ’ αυτούς που είναι στο δικό σου το επίπεδο.»
«..Χαμηλού επιπέδου γυναίκες. Δεν είχα κανένα πρόβλημα, μιλούσα, αλλά..ε, δε μου κάνανε και κλικ να κάνω και έξω απ’ το εργοστάσιο συντροφιά και παρέα.
Αλλά γενικά δεν είχαμε παλιόκοσμο Θάνο. Ο Φώτης με τη τρέλα του, η Βάσω η κουτσή ήτανε λιγάκι ιδιότροπη. Για να μάθω μίτωμα ήτανε, είχαμε ένα γάντζο που έπαιρνε..πέρναγε μες στις τρυπούλες την κλωστή, ε και στην αρχή το καημένο δε μπορούσα πολύ γρήγορα να το κάνω. Δε μου μίλαγε για τη κουτάλα με τον γάντζο. Τστστστρ..μου τρύπαγε τα χέρια.»
«..Ήμουνα πολύ..όχι να το παινεύω, ήταν πολύ αγαπητή με όλους μέσα εκεί, μ’ αγαπάγανε, δε μπορώ να πω…»
Από σημειώσεις ημερολογίου άξιο μνείας είναι το εξής, όταν πήγαινε 5η γυμνασίου μια εργάτρια αρρώστησε η μαμά της στη χολή και δεν έδωσε εξετάσεις, παρότι της άρεσε το σχολείο δεν ξαναπήγε γιατί ντρεπόταν. Οι γονείς της, της είπαν να διαλέξει αν θέλει μοδίστρα, κυλημιτζού..και εκείνη διάλεξε το εργοστάσιο.
«..Δε μου’ δειξε κανένας. Έβλεπα αφού κουβάλαγα μασούρια, έβλεπα και μετά έγινα η καλύτερη κλώστρια.»
«Και επιστάτισσα ήμουνα, ναι, ναι ήμουνα επιστάτισσα, αλλάζαμε, πήγαινε άλλη και μας δίναν και παραπάνω.»
Ο λόγος για την ταξική διαφορά έχει αντίκρισμα και στην αναφορά τους με σεβασμό και ευγνωμοσύνη για τις «αφεντικίνες», οι οποίες παρουσιάζονται προσιτές και ως ένα βαθμό «προστάτισσες» των κοριτσιών.
«..Εγώ δεν είχα τέτοιο πρόβλημα γιατί σου είπα ότι ήτανε..ήταν η Μπόναινα που με υποστήριζε, μ’ έπαιρνε απ’ το χέρι και με πήγαινε. Κάναμε μια εργασία που εγώ καθόμουν εδώ, αυτή εκεί και άμα ερχότανε κανένας και έλεγε, «Ετούτο δω το παίρνεις κοντά μη το χάσεις». «Αυτό είναι το παιδί μου, μην το πειράζει κανένας» δεν είχε παιδιά.»
«..Αλλά μ’ αγαπάγανε, δε μπορώ να πω, η Μαρία με στήριξε, η αδερφή του Μπόνη.»
«..Και κείνα τα χρόνια ήτανε πολύ πολύ δύσκολα. Αλλά πολλές φορές μου ’δινε και η Μαρία φαγητό. Μου’ βαζε σ’ ένα μπολάκι, η αδερφή του Μπόνη, μου ’βαζε φαγητό, της έκανα δουλειές, με φώναζε επάνω και φεύγοντας δεν ήθελα να κάτσω και να φάω γιατί ήξερα άμα κάτσω και να φάω, θα πλύνω και όλα τα πιάτα. Της έλεγα «Όχι, θα φύγω». Ε, και μου το’ βαζε το φαγητό στο μπολάκι»
«..Η κυρία Τζένη έκανε γύρω στο εργοστάσιο και βοηθούσε αν υπήρχε κάποιο πρόβλημα. Και κείνη φώναζε ανάλογα τις ώρες της και τα μπουρίνια της.»
Αναφέρεται στην αφεντικίνα, όπως την αποκαλεί στην συνέντευξη:
«Πολύ καλή. Θα κουβέντιαζε με όποια εργάτισσα. Κουβέντιαζε. «Τι κάνεις; Τι μαγείρεψες; Τι έκανες;» τα πάντα.»
Συμπερασματικά, η γυναικεία ταυτότητα των εργατριών των υφαντουργείων δομείται και επηρεάζεται από τα κοινωνικά στερεότυπα και από την οπτική των «άλλων» για αυτές. Η σχέση του εαυτού και του «άλλου» είναι μια σχέση αμφίδρομη και απόλυτα εξαρτημένη.
Υποσημειώσεις
[1] Νάζου Δ., Γυναίκες και εργασία στην Ελλάδα: παρουσίαση και σχολιασμός της βιβλιογραφίας με έμφαση στις κοινωνικές επιστήμες, σ. 4.
[2] Σαλίμπα Ζ., Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία, σ. 11.
[3] Σκουτέρη-Διδασκάλου Ν., Ανθρωπολογικά για το γυναικείο ζήτημα, σ. 24, Μ. Κορασίοδου, Οι άθλιοι των Αθηνών και οι θεραπευτές τους, σ.173-174, 177-178.
[4] Για την ανάδειξη του κοινωνικού φύλου στην ανθρωπολογία βλ. Eriksen T. H., Μικροί τόποι, μεγάλα ζητήματα, σ. 208.
[5] Για ανθρωπολογική προβληματική βλ. Μπακαλάκη Α., Για το κοινωνικό φύλο στην ανθρωπολογία και την ελληνική εθνογραφία, στο Φύλο και κοινωνικές επιστήμες στην σύγχρονη Ελλάδα, σ. 52.
[6] Καντσά Β., Μουτάφη Β., Παπαταξιάρχης Ε., Φύλο και κοινωνικές επιστήμες στη σύγχρονη Ελλάδα, Εισαγωγή, Κάντσα Β., Παπαταξιάρχης Ε., Χρήσεις του φύλου στις κοινωνικές επιστήμες, σ. 5.
[7] Χατζαρούλα Π., Γυναίκες και φύλα, ανθρωπολογικές και ιστορικές προσεγγίσεις. Ιστοριογραφικές προσεγγίσεις του φύλου, σ. 5.
[8] Λαδά Α., Φύλο και χώρος. Αρχικές προσεγγίσεις και νέα ερωτήματα ή μεταξύ ορατών και αοράτων, στο Φύλο και κοινωνικές επιστήμες στη σύγχρονη Ελλάδα, σ. 147.
[9] Χαντζαρούλα Π., Ιστοριογραφικές προσεγγίσεις του φύλου, σ. 10,23.
[10] Για ιστορία του φύλου στην Ελλάδα βλ. Αβδελά Ε., Η ιστορία του φύλου στην Ελλάδα στο Φύλο και κοινωνικές επιστήμες στη σύγχρονη Ελλάδα, σ. 89.
[11] Παπαταξιάρχης Ε.- Παραδέλης Θ., Ταυτότητες και φύλο στη σύγχρονη Ελλάδα, εισαγωγή.
[12] Αβδελά Ε. – Ψαρρά Α., Σιωπηρές ιστορίες. Γυναίκες και φύλο στην ιστορική αφήγηση, σ. 134.
[13] Τεντοκάλη Β., Η κοινωνική δόμηση της ταυτότητας των δύο φύλων, σ. 103, 104.
[14] Κραβαρίτου Γ., Οι γυναίκες στη μεταμοντέρνα κοινωνία: φτωχότερες ή πλουσιότερες;, σ. 25-30.
[15] Μπάδα Κ., Ιστορία και μνήμη της γυναικείας και παιδικής εργασίας, σεμινάριο με θέμα «Εργασία και κοινωνικές ανισότητες» που πραγματοποιήθηκε στο Φθινοπωρινό Σχολείο Α. Πεδινών(7 έως 14 Σεπτ.2013).
[16] Thompson P., Φωνές από το παρελθόν, σ. 126,127.
[17] Νάζου Δ., Γυναίκες και εργασία στην Ελλάδα: Παρουσίαση και σχολιασμός της εργασίας με έμφαση στις κοινωνικές επιστήμες, σ. 5.
[18] Αύδη-Καλκάνη Ι., Η επαγγελματική εργαζόμενη Ελληνίδα, σ. 40-42.
[19] Πετρινιώτη Ξ., Η έρευνα για το φύλο στα οικονομικά της εργασίας, ένας απολογισμός του ερευνητικού έργου στο Φύλο και κοινωνικές επιστήμες στη σύγχρονη Ελλάδα, σ. 225 και βλ. Eriksen T. H., Μικροί τόποι, μεγάλα ζητήματα, σ. 213.
[20] Τεντοκάλη B., ό.π., σ. 105.
[21] Πασσερίνι Λ., Σπαράγματα του 20°Β αιώνα, σ. 19.
[22] Χαντζαρούλα Π., ό.π. σ. 37-39.
[23] Παπαστεφανάκη Λ., Εργασία, τεχνολογία και φύλο στην ελληνική βιομηχανία, σ. 76.
[24] Σαλίμπα Ζ., Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία, σ. 65
[25] Σαλίμπα Ζ., ό.π. σ. 62.
[26] Σαλίμπα Ζ., ό.π., σ. 68.
[27] Χαντζαρούλα Π., Σμιλεύοντας την υποταγή, σ. 208 και Σαλίμπα Ζ., ό. π., σ. 66. Αναφέρονται σχετικά ποσοστά ηλικιών των κοριτσιών.
[28] Χαντζαρούλα Π., ό. π., σ. 212-213.
[29] Χαντζαρούλα Π., Σμιλεύοντας την υποταγή, σ. 208 και Σαλίμπα Ζ., ό. π., σ. 66. Αναφέρονται σχετικά ποσοστά ηλικιών των κοριτσιών.
[30] Σαλίμπα Ζ., ό. π., σ. 71-73.
[31] Σαλίμπα Ζ., ό. π., σ. 73-74.
[32] Παπαστεφανάκη Λ., ό. π. σ. 338.
[33] Κορασίδου Μ., Οι άθλιοι των Αθηνών και οι θεραπευτές τους, σ. 86-87, σ. 102-10, 178.
[34] Χαντζαρούλα Π., Ιστοριογραφικές προσεγγίσεις του φύλου, σ. 68.
[35] Χαντζαρούλα Π., Σμιλεύοντας την υποταγή, σ. 215.
[36] Παπαστεφανάκη Λ., ό.π., σ. 360.
[37] Χαντζαρούλα Π., ό.π., σ. 225.
[38] Σαλίμπα Ζ., ό. π., σ. 169.
[39] Χαντζαρούλα Π., ό. π., σ. 28.
[40] Αλεξάκης Ε., Ταυτότητες και ετερότητες, σ. 165.
[41] Πασσερίνι Λ., ό.π., σ. 145- 147.
[42] Τεντοκάλη Β., ό.π. , σ. 103.
[43] Πασσερίνι Λ., Σπαράγματα του 20ου αιώνα, σ. 253.
[44] Τεντοκάλη Β., Η κοινωνική δόμηση της ταυτότητας των φύλων, σ. 105 και Χαντζαρούλα Π., Ιστοριογραφικές προσεγγίσεις του φύλου, σ. 54.
[45] Λαδά Α., Φύλο και χώρος στο Φύλο και κοινωνικές επιστήμες στη σύγχρονη Ελλάδα, σ. 154.
[46] Χαντζαρούλα Π., Ιστοριογραφικές προσεγγίσεις του φύλου, σ. 60.
Βιβλιογραφία
- Αβδελά Ε.- Ψαρρά Α., (επιμ.), Σιωπηρές ιστορίες. Γυναίκες και φύλο στην ιστορική αφήγηση, εκδ. Αλεξάνδρεια.
- Αλεξάκης Ε., Ταυτότητες και ετερότητες, Σύμβολα, συγγένεια, κοινότητα στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια, εκδ. Δωδώνη.
- Αύδη-Καλκάνη Ι., Η επαγγελματικά εργαζόμενη Ελληνίδα, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1978.
- Eriksen T. H., Μικροί Τόποι, Μεγάλα Ζητήματα, Μια εισαγωγή στην Κοινωνική και Πολιτισμική Ανθρωπολογία, εκδ. Κριτική, Αθήνα 2007.
- Κορασίδου Μ., Οι άθλιοι των Αθηνών και οι θεραπευτές τους. Φτώχεια και φιλανθρωπία στην ελληνική πρωτεύουσα τον 19ο αιώνα, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Ε. Ι. Ε., Αθήνα 1995.
- Κραβαρίτου Γ., Οι γυναίκες στη μεταμοντέρνα κοινωνία: φτωχότερες ή
- πλουσιότερες; Σύγχρονα θέματα 40.
- Μπάδα Κων/να, Ιστορία και μνήμη της γυναικείας και παιδικής εργασίας, σεμινάριο με θέμα «Εργασία και κοινωνικές ανισότητες» που πραγματοποιήθηκε στο Φθινοπωρινό Σχολείο Α. Πεδινών (7 έως 14 Σεπτ.2013).
- Νάζου Δ., Γυναίκες και εργασία στην Ελλάδα: Παρουσίαση και σχολιασμός της βιβλιογραφίας με έμφαση στις κοινωνικές επιστήμες.
- Παπαστεφανάκη Λ., Εργασία, τεχνολογία και φύλο στην ελληνική βιομηχανία. Η κλωστοϋφαντουργία του Πειραιά (1870-1940), Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2009.
- Παπαταξιάρχης Ε.- Παραδέλης Θ., Ταυτότητες και φύλο στη σύγχρονη Ελλάδα, Ανθρωπολογικές προσεγγίσεις, εκδ. Καστανιώτη, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Αθήνα 1992.
- Παπαταξιάρχης Ε.- Καντσά Β.- Μουτάφη Β. (επιμ.), Φύλο και κοινωνικές επιστήμες στη σύγχρονη Ελλάδα, εκδ. Αλεξάνδρεια.
- Πασσερίνι Λ., Σπαράγματα του 20ου αιώνα: Η ιστορία ως βιωμένη εμπειρία. μεταφ. Οντέτ-Βαρών Βασάρ, Ι. Λαλιώτου, Ι. Πεντάζου, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1998.
- Σαλίμπα Ζ., Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922), Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, Αθήνα 2002.
- Σκουτέρη-Διδασκάλου Ν., Ανθρωπολογικά για το γυναικείο ζήτημα, Αθήνα 1991, Ο Πολίτης.
- Τεντοκάλη Β., Η κοινωνική δόμηση της ταυτότητας των δύο φύλων, τριμηνιαία έκδοση επιστημονικού προβληματισμού και παιδείας, Σύγχρονα Θέματα, χρόνος 14ος, τχ. 45, Ιούνιος 1991.
- Thomson P., Φωνές από το Παρελθόν, Προφορική Ιστορία, μεταφρ. Ρ. Β. Μπουσχότεν-Ν. Ποταμιάνος, (επιμ.) Κ. Μπάδα-Ρ. Β. Μπουσχότεν, εκδ. Πλέθρον.
- Χαντζαρούλα Π., Σμιλεύοντας την υποταγή. Οι έμμισθες οικιακές εργάτριες στην Ελλάδα το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2012.
- Χαντζαρούλα Π., Γυναίκες και φύλα: Ανθρωπολογικές και ιστορικές προσεγγίσεις.
- Ιστοριογραφικές προσεγγίσεις του φύλου, www. aegean. gr/gender-postgraduate
Λεβειδιώτη Μαρία-Ελισάβετ
Ιστορικός-Λαογράφος
Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
Διαβάστε ακόμη:
Σχολιάστε